Η Ορθοδοξία για τους Ορθοδόξους δεν είναι ακόμη μια θρησκεία. Δεν θεωρείται καν από αυτούς θρησκεία. Θεωρείται αντιθέτως η θεραπεία της θρησκείας που δόθηκε από τον ίδιο τον Θεό. Ο Χριστός δεν ίδρυσε θρησκεία αλλά συνάθροισε ανθρώπους σε σύνολο (Εκκλησία).
Ωστόσο, είναι τεράστια η διαφορά που υφέρπει στις μοναστικές πρακτικές επίτευξης αυτής της κοινωνίας [Ορθόδοξης] αφ’ ενός, και των ανάλογων πρακτικών άσκησης των μοναχών άλλων ανατολικών θρησκειών αφ’ ετέρου. Η νέκρωση των παθών που προϋποθέτει η βουδιστική νιρβάνα (ουράνια γαλήνη) δεν είναι του ίδιου ποιου με την νέκρωση των κοσμικών παθών του χριστιανού μοναχού. Ο χριστιανός μοναχός χρειάζεται και τη σάρκα και τα ένστικτα, γιατί αυτά αποτελούν θεμελιώδη μέσα σωτηρίας, αρκεί να μην υπηρετούν την ατομική του ανάγκη, αλλά να γίνονται δυνάμεις συνεκτικές με το Θεό και τον συνάνθρωπο. Χρειάζεται λοιπόν να τα μετακεντρώσει, ώστε να μην αναφέρονται στο ατομικό «είναι», αλλά στο κοινό «υπάρχειν». (Πηγή: Πολίτης και Μοναχός, Βασίλης Μπακούρος, Περιοδικό Τρίτο Μάτι, τεύχος 139, σελ 64) Ο συγκρητισμός χρησιμοποιείται συνήθως ως εντελώς επιφανειακή και τεμπέλικη προσέγγιση του φαινόμενου της θρησκείας, εφόσον έννοιες με παραπλήσιο νόημα χρησιμοποιούνται για την ταχεία αποβολή ή απόρριψη μιας πιο βαθειάς έρευνας που προσεγγίζει τις λεπτομέρειες. Ο επιφανειακός ερευνητής όταν ακούει σήμερα την έννοια «πολίτης της Αθήνας του 6ου π.Χ. αιώνα» πιστεύει εσφαλμένα πως ο πολίτης εκείνος ορίζεται ή ταυτίζεται με τον σημερινό πολίτη της συγκεκριμένης κοινωνίας στην οποία μετέχει στην παρούσα στιγμή. Εκ τούτου άλλωστε του επικολλά ιδιότητες, δικαιώματα, χαρακτηριστικά που δεν είχε. Κατά τον ίδιο τρόπο συμβαίνει και με την θεολογία και την θρησκεία. Άνθρωποι που δεν γνωρίζουν την «λεπτομέρεια» στηρίζονται στην γενικότητα για να εξάγουν γρήγορα και απλά συμπεράσματα για την θρησκεία. Συμπεράσματα όμως που ισχύουν και έχουν αξία για τα δικά τους μυαλά και για εκείνους του επιθυμούν ευπειθώς να τους πιστεύουν, όχι για τον Θεό και τους Ορθοδόξους. Άλλωστε η «λεπτομέρεια» και η Ουσία (Χριστός - Θεός) είναι αυτά τα ουσιώδη που από εξαρχής του Χριστιανισμού ως Ορθοδοξίας, διαφοροποίησαν την τελευταία από τις γύρω θρησκείες αλλά και από τις αιρέσεις χωρίς ποτέ να δίδεται πρόσβαση αφομοίωσης από τρίτους.
|
Πρώτη δημοσίευση από την Ι. Μ. Κουτλουμουσίου, Αγίου Όρους, στον τόμο «Ορθοδοξία, Ελληνισμός, πορεία στην 3η χιλιετηρίδα» 1966, σελ. 67-87
Αβορίγινες παγανιστές Αυστραλοί εκτελούν ιεροπραξία μπρος από ξύλινα είδωλα προς επίτευξη των κυνηγετικών τους σκοπών. (Πηγή: Τηλεοπτικός σταθμός MAD TV)
Το κλειδί δια την κατανόησιν της μεταβολής της Ορθοδόξου Καθολικής Παραδόσεως από παρανόμου εις νόμιμον θρησκείαν και κατόπιν εις επίσημον Εκκλησίαν, έγκειται εις το γεγονός, ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διεπίστωσε, ότι δεν είχε απέναντί της απλώς μίαν επί πλέον μορφήν θρησκείας ή φιλοσοφίας, αλλά μίαν καλώς οργανωμένην Εταιρίαν Νευρολογικών Κλινικών, αι οποίαι εθεράπευον την νόσον της θρησκείας και την αναζητούσαν την ευδαιμονίαν ασθένειαν της ανθρωπότητος και έτσι παρήγον φυσιολογικούς πολίτας με ανιδιοτελή αγάπην, αφιερωμένους εις την ριζικήν θεραπείαν των προσωπικών τους και των κοινωνικών νοσημάτων. Η σχέσις που ανεπτύχθη μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, ήτο ακριβώς αντίστοιχος προς την σχέσιν μεταξύ Κράτους και συγχρόνου Ιατρικής.
Η μέθοδος εις το υπόβαθρον της εκθέσεως αυτής είναι απλή. Οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης και οι Πατέρες επισημαίνουν εντός της ιστορίας την ιδικήν των εμπειρίαν της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας και του δοξασμού (τής θεώσεως), την οποίαν ταυτίζουν με εκείνην των προφητών όλων των αιώνων, αρχίζοντες τουλάχιστον από του Αβραάμ. Αυτό αντιστοιχεί με την επανάληψιν της θεραπείας εις την ιατρικήν επιστήμην, της οποίας η μέθοδος μεταδίδεται από ιατρού εις ιατρόν. Αλλ΄ εις αυτήν την περίπτωσιν ο Χριστός, ο Κύριος της Δόξης και Μεγάλης Βουλής Άγγελος, είναι ο ιατρός ο οποίος προσωπικώς θεραπεύει και «τελειοί» τους ιατρούς Του, τόσον εις την Παλαιάν όσον εις την Καινήν Διαθήκην. Αυτή η ιστορική παράδοσις και διαδοχή θεραπείας και τελειώσεως «εν τω Κυρίω της Δόξης» πρίν και μετά την ενσάρκωσίν Του, συνιστά την καρδίαν και τον πυρήνα της Βιβλικής και της Πατερικής Παραδόσεως.
Διαιρούμεν την έκθεσίν μας εις τα ακόλουθα: 1) Η νόσος της θρησκείας. 2) Αι Σύνοδοι ως Εταιρείαι Νευρολογικών Κλινικών. 3) Σύνοδοι και Πολιτισμοί. 4) Συμπεράσματα. 5) Επίμετρον.
Οι πατριάρχαι και οι προφήται της Παλαιάς Διαθήκης, οι απόστολοι και οι προφήται της Καινής Διαθήκης και οι διάδοχοί των γνωρίζουν καλώς την νόσον της θρησκείας και τον Ιατρόν που την θεραπεύει, δηλαδή τον Κύριον (Ιαχβέ) της Δόξης. Αυτός είναι ο Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών. Εθεράπευε την νόσον αυτήν στους φίλους και πιστούς Του πρό της ενσαρκώσεώς Του και συνεχίζει και ως Θεάνθρωπος να την θεραπεύει.
Η εν λόγω νόσος συνίσταται εις το ότι υπάρχει βραχυκύκλωμα μεταξύ του πνεύματος εν τη καρδία του ανθρώπου (δηλαδή της κατά τους πατέρας νοεράς ενεργείας) και του εγκεφάλου. Εις την φυσιολογικήν της κατάστασιν η νοερά ενέργεια κινείται κυκλικώς ωσάν στρόφαλος προσευχομένη εντός της καρδίας. Εις την νοσούσαν κατάστασίν της η νοερά ενέργεια δεν στροφαλίζεται κυκλικώς. Αλλά ξεδιπλωμένη και ριζωμένη εις την καρδίαν κολάει στον εγκέφαλον και δημιουγεί βραχυκύκλωμα μεταξύ εγκεφάλου και καρδίας. Έτσι τα νοήματα του εγκεφάλου, που είναι όλα από το περιβάλλον, γίνονται νοήματα της νοεράς ενεργείας ριζωμένη πάντα στην καρδίαν. Έτσι ο παθών γίνεται δούλος του περιβάλλοντός του. Ως εκ τούτου συγχέει ορισμένα προερχόμενα εκ του περιβάλλοντός του νοήματα με τον θεόν ή τους θεούς του.
Με τον όρον Θρησκεία εννοούμεν κάθε «ταύτισιν» του ακτίστου με το κτιστόν και μάλιστα κάθε «ταύτισιν παραστάσεων» του ακτίστου με νοήματα και ρήματα της ανθρωπίνης σκέψεως, που είναι το θεμέλιον της λατρείας των ειδώλων. Τα νοήματα και ρήματα αυτά δύναται να είναι απλώς νοήματα και ρήματα ή και παραστάσεις και με αγάλματα και εικόνας εντός και εκτός νομιζομένου θεοπνεύστου κειμένου. Με άλλα λόγια και η ταύτισις των περί Θεού νοημάτων και ρημάτων της Αγίας Γραφής με το άκτιστον ανήκει και αυτή εις τον κόσμον της ειδωλολατρείας και είναι το θεμέλιον όλων των μέχρι τούδε αιρέσεων.
Εις την θεραπευτικήν παράδοσιν της Π. και της Κ. Διαθήκης χρησιμοποιούνται κατάλληλα νοήματα και ρήματα ως μέσα κατά την διάρκειαν της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας και τα οποία καταργούνται κατά την διάρκειαν του δοξασμού όταν αποκαλύπτεται εν τω σώματι του Χριστού η πληρούσα τα κτιστά πάντα απερίγραπτος, ακατάληπτος και άκτιστος δόξα του Θεού. Μετά τον δοξασμόν τα νοήματα και τα ρήματα της νοεράς εν τη καρδία προσευχής επανέρχονται. Από τον δοξασμόν του ο παθών διαπιστώνει ότι ουδεμία ομοιότης υπάρχει μεταξύ κτιστού και ακτίστου και ότι Θεόν φράσαι αδύνατον και νοήσαι αδυνατώτερον.
Το θεμέλιον των αιρέσεων του Βατικανού και των Διαμαρτυρομένων είναι το γεγονός ότι ακολουθούν τον Αυγουστίνον ο οποίος εξέλαβε την εν λόγω αποκαλυφθείσαν δόξαν του Θεού εις την Π. και την Κ. Διαθήκην ως «κτιστήν,» γενομέμην και απογενομένην μάλιστα. Όχι μόνον τούτο, αλλά και το χειρότερον, εξέλαβε μεταξύ άλλων και τον Μεγάλης Βουλής Άγγελον και την Δόξαν Του ως γινόμενα και απογινόμενα κτίσματα τα οποία ο Θεός φέρνει εκ του μηδενός εις την ύπαρξιν δια να οραθούν και να ακουσθούν και τα οποία επιστρέφει πάλιν εις την ανυπαρξίαν μετά την τέλεσιν της αποστολής των. Μάλιστα τας ανοησίας αυτάς αναπτύσει παραδείγματος χάριν εις το βιβλίον του De Trinitate (Βιβλία Β και Γ).
Αλλά δια να έχει κανείς ορθήν κατεύθυνσιν εις την θεραπείαν της νοεράς ενεργείας πρέπει να έχει οδηγόν την πείραν θεουμένου όστις μαρτυρεί περί ορισμένων αξιωμάτων: ότι μεταξύ α) του ακτίστου Θεού και των ακτίστων ενεργειών Του και β) των κτισμάτων Του ουδεμία ομοιότης υπάρχει και ότι «Θεόν φράσαι αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον.» (Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.) Μόνον βάσει αυτών των αξιωμάτων δύναται κανείς να αποφύγει το κατάντημα να αποκτήση οδηγόν τον διάβολον μέσω δήθεν θεολόγων που στοχάζονται περί Θεού και των θείων.
Εις την φυσικήν κατάστασίν της η νοερά ενέργεια ρυθμίζει τα πάθη, δηλαδή της πείνας, της δίψας, του ύπνου, του ενστίκτου της αυτοσυντηρήσεως (δηλαδή του φόβου θανάτου) ώστε να είναι αδιάβλητα. Εις νοσούσαν κατάστασιν τα πάθη γίνονται διαβλητά. Αυτά, εν συνδυασμώ με την αδέσποτον πλέον φαντασίαν, δημιουγούν μαγικάς θρησκείας δια την χαλιναγώγισιν των στοιχείων της φύσεως ή και της επιπλέον σωτηρίας της ψυχής εκ της ύλης εις κατάστασιν ευδαιμονίας ή και της ευδαιμονίας με σώμα και ψυχή.
Η πίστις, κατά την Αγίαν Γραφήν, είναι η συνεργασία με το Άγιον Πνεύμα, το Οποίον εγκαινιάζει την θεραπείαν της νόσου της ιδιοτελούς αγάπης εις την καρδίαν και την μεταβάλλει εις αγάπην, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής.» Η θεραπεία αυτή κορυφώνεται με τον δοξασμόν (τήν θέωσιν) και συνιστά την πεμπτουσίαν της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, η οποία αντικατέστησε δι΄ αυτής την ειδωλολατρείαν ως τον πυρήνα του Ελληνικού Πολιτισμού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Οφείλομεν να έχωμεν σαφή εικόνα των πλαισίων εντός των οποίων και η Εκκλησία και το Κράτος είδον την συμβολήν των θεουμένων εις την θεραπείαν της νόσου της θρησκείας που διαστρέφει την ανθρωπίνην προσωπικότητα δια μέσου της αναζητήσεως της ευδαιμονίας εντεύθεν και πέραν του τάφου δια να κατανοήσωμεν τον λόγον, δια τον οποίον η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ενεσωμάτωσε την Ορδόδοξον Εκκλησίαν εις το διοικητικόν της δίκαιον. Ούτε η Εκκλησία, ούτε το Κράτος είδον την αποστολήν της Εκκλησίας ως απλήν άφεσιν αμαρτιών των πιστών δια την μετά θάνατον είσοδόν των εις τον παράδεισον. Τούτο θα ισοδυνάμη με ιατρικήν συγχώρησιν των νόσων των ασθενών δια την μετά θάνατον θεραπείαν των. Και η Εκκλησία και το Κράτος εγνώριζον καλώς ότι η άφεσις αμαρτιών ήτο μόνον η αρχή της θεραπείας της αναζητούσης την ευδαιμονίαν νόσου της ανθρωπότητος. Η θεραπεία αυτή ήρχιζεν με την κάθαρσιν της καρδίας, έφθανεν εις την αποκατάστασιν της καρδίας εις την φυσικήν της κατάστασιν του φωτισμού και ετελειοποιείτο ο όλος άνθρωπος εις την υπέρ φύσιν καταστασιν του δοξασμού, δηλαδή της θεώσεως. Το αποτέλεσμα της θεραπείας και της τελειώσεως ταύτης δεν ήτο μόνον η κατάλληλος προετοιμασία δια την μετά τον σωματικόν θάνατον ζωήν, αλλά και η μεταμόρφωσις της κοινωνίας εδώ και τώρα από συγκροτήματα εγωϊστικών και εγωκεντρικών ατόμων εις κοινωνίαν ανθρώπων με ανιδιοτελή αγάπην, «ήτις ου ζητεί τα εαυτής.»
1) Παράδεισος και Κόλασις
Έκαστος θα ίδη την εν Χριστώ δόξαν του Θεού και θα φθάση εις τον βαθμόν εκείνον της τελειώσεως τον οποίον έχει επιλέξει και δια τον οποίον έχει εργασθή. Ακολουθώντες τον Απ. Παύλον, τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην και την ιδικήν των πείραν οι Πατέρες υποστηρίζουν, ότι θα σωθούν εκείνοι που βλέπουν τον αναστάντα Χριστόν εν δόξη εις αυτήν την ζωήν, είτε «δι΄ εσόπτρου εν αινίγματι» μέσω των αδιαλείπτων εν τη καρδία προσευχών και ψαλμών, είτε «πρόσωπον προς πρόσωπον» μέσω του δοξασμού. Εκείνοι που δεν Τον βλέπουν ούτως εις την ζωήν ταύτην, θα ιδούν την δόξαν Του ως αιώνιον και καταναλίσκον πύρ και σκότος εξώτερον εις την άλλην ζωήν. Η άκτιστος δόξα, την οποίαν έχει ο Χριστός κατά φύσιν από τον Πατέρα, είναι παράδεισος δι΄ εκείνους, των οποίων η εγωκεντρική και ιδιοτελής αγάπη έχει θεραπευθή και μεταμορφωθή εις ανιδιοτελή αγάπην. Όμως η ιδία δόξα είναι το άκτιστον πύρ το αιώνιον και η κόλασις δι΄ εκείνους που επέλεξαν να μείνουν αθεράπευτοι μέσα εις την ιδιοτέλειάν των.
Δεν είναι εν προκειμένω σαφείς μόνον η Γραφή και οι Πατέρες, αλλά και αι Ορθόδοξοι εικόνες της Κρίσεως. Το ίδιον το εκπηγάζον εκ του Χριστού χρυσόν φώς της δόξης, μέσα εις το οποίον περικλείονται οι φίλοι Του, γίνεται κόκκινον καθώς κυλά προς τα κάτω, δια ν΄ αγκαλιάση, αυτή η ιδία θεία αγάπη, τους «κατηραμένους,» που την βλέπουν ως δύναμιν κολαστικήν. Αυτή είναι η δόξα και η αγάπη του Χριστού, που καθαρίζει τα αμαρτήματα όλων, αλλά δοξάζει τους μεν και κολάζει τους δέ. Όλοι θα οδηγηθούν υπό του Αγίου Πνεύματος «εις πάσαν την αλήθειαν,» δηλαδή θα ίδουν τον Χριστόν μετά των φίλων Του εν δόξη, αλλά όλοι δεν θα δοξασθούν. «Ούς εδικαίωσεν, τούτους και εδόξασεν,» κατά τον Απ. Παύλον. Η παραβολή περί του πτωχού Λαζάρου εις τους κόλπους του Αβραάμ και του πλουσίου εις τον τόπον των βασάνων είναι σαφής. Ο πλούσιος βλέπει, αλλά δεν μετέχει (Λουκ. 16:19-31).
Η Εκκλησία δεν στέλνει κανένα εις τον παράδεισον ή εις την κόλασιν, αλλά προετοιμάζει τους πιστούς δια την θέαν του Χριστού εν δόξη την οποίαν θα έχουν όλοι οι άνθρωποι. Ο Θεός αγαπά τον κολασμένον τόσον, όσον και τους αγίους. Θέλει την θεραπείαν όλων, αλλά όλοι δεν δέχονται την θεραπείαν, που Αυτός προσφέρει. Αυτό σημαίνει, ότι η άφεσις αμαρτιών δεν είναι αρκετή προετοιμασία δια να ίδη κανείς τον Χριστόν εν δόξη και να δοξασθή.
Είναι φανερόν ότι η Φραγκο-Λατινική Παράδοσις κατά την οποίαν οι σεσωζμένοι είναι εκείνοι εις τους οποίους ο Χριστός δήθεν κατήλαξε τον Πατέρα του δεν έχει θέσιν εις την Ορθόδοξον Παράδοσιν. Ερμηνεύων το 2 Κορ. 5:19, π.χ., ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος λέγει, «Καταλλάγητε τω θεώ. Και ουκ είπε, καταλάξατε εαυτοίς τον Θεόν, ου γαρ εκείνός εστιν ο εχθραίνων, αλλ΄ ημείς, Θεός γαρ ουδέποτε εχθραίνει.» Εντός των ως άνω πλαισίων κατενόησε το Ρωμαϊκόν Κράτος την εν τω κόσμω τούτω θεραπευτικήν και τελειωτικήν αποστολήν της Εκκλησίας δια το γενικόν όφελος της κοινωνίας. Άλλως δεν διαφέρουν κατ΄ ουσίαν μεταξύ των αι θρησκείαι, που υπόσχονται την μετά θάνατον ικανοποίησιν, αντί της εν τω κόσμω τουτω θεραπείας της νόσου της επιθυμίας δι΄ ευδαιμονίαν.
2) Η δήθεν προσπάθεια απομυθοποιήσεως της Αγίας Γραφής
Το δήθεν αυτό πρόβλημα απασχολεί τους Προτεστάντας και Παπικούς, αλλά και φωτισμένους απ΄ αυτούς Ορθοδόξους δήθεν ειδικούς της ερμηνείας της Βίβλου. Μάλιστα τεντώνουν υψηλά την μύτιν άμα τω ακούσματι περί πατερικής ερμηνείας. Προέρχεται το δήθεν πρόβλημα από τον Νεο-Πλατωνικόν Αυγουστίνον και τους ακολουθούντες αυτόν, κυρίως από τους Καρλοβιγκίους Φράγκους. Ο επίσκοπος Ιππώνος εξέβαλε την άκτιστον και πανταχού παρούσαν δόξαν του Θεού ως γινόμενον και απογινόμενον κτίσμα. Δεν εγνώριζε ότι την βλέπει κανείς μέσου της καταστάσεως δοξασμού. Ως εκ τούτου παραδέχετο την διαίρεσιν του σύμπαντος τριορόφως με τον παράδεισον στον ουρανόν, την κόλασιν υπό την γήν και την επιφάνειαν της γής ως τόπον δοκιμασίας.
3) Το ανοικτόν παράθυρον του Παύλου προς την Εκκλησίαν[ 1 ]
Τα κεφάλαια 12 έως 15 της Α΄ προς Κορινθίους είναι μοναδικόν παράθυρον, μέσω του οποίου δύναται κανείς να θεωρήση την πραγματικότητα της Εκκλησίας ως σώματος του Χριστού. Οι μετέχοντες εις την Εκκλησίαν εντάσσονται εις δύο ομάδας ως προς τον βαθμόν της θεραπείας και της τελειώσεως: τους φωτισμένους και τους δοξασμένους. Τα μέλη του σώματος του Χριστού αναγράφονται σαφώς εις την Α΄ Κορ. 12:28.[ 2 ]
Αρχίζει κανείς με το να γίνη ιδιώτης[ 3 ] όστις λέγει «αμήν» κατά την λογικήν λατρείαν εν αντιβολή προς την νοεράν εν τη καρδία γενομένην λατρείαν. Εις αυτό το στάδιον ασχολείται ο ιδιώτης με την μετάβασίν του από την κάθαρσιν της καρδίας εις τον φωτισμόν αυτής υπό την καθοδήγησιν εκείνων που είναι ναοί του Αγίου Πνεύματος και μέλη του σώματος του Χριστού και αποτελούν το «βασίλειον ιεράτευμα.»
Οι βαθμίδες του φωτισμού αρχίζουν με τα «γένη γλωσσών,» το κατώτερον των χαρισμάτων, εις την 8ην θέσιν και φθάνουν μέχρι το χάρισμα του «διδασκάλου» εις την 3ην θέσιν.
Επί κεφαλής της τοπικής Εκκλησίας είναι οι «προφήται,» (εις την 2αν θέσιν), οι οποίοι έλαβον την ιδίαν αποκάλυψιν με τους αποστόλους (Εφ. 3:5) εις την 1ην θέσιν και μαζί με αυτούς αποτελούν «τό θεμέλιον» της Εκκλησίας (Εφ. 2:20). Οι απόστολοι και προφήται είναι το θεμέλιον της Εκκλησίας κατά παρόμοιον τρόπον που οι ιατροί είναι το θεμέλιον των νοσοκομείων.
Τα «γένη γλωσσών» είναι το θεμέλιον, επάνω εις το οποίον οικοδομούνται όλα τα άλλα χαρίσματα, που αναστέλλονται προσωρινώς μόνον κατά την διάρκειαν του δοξασμού (Α΄ Κορ. 13:8). Ως απόστολος ο Παύλος κατατάσσει τον εαυτόν του εις την κορυφήν του καταλόγου των μελών, που «έθετο ο Θεός εν τη Εκκλησία». Όμως διατηρεί ακόμη «τά γένη γλωσσών,» δηλαδή το κατώτερον των χαρισμάτων. Γράφει: «Ευχαριστώ τω Θεώ, πάντων υμών μάλλον γλώσσαις λαλώ,» (Α΄ Κορ. 14:18). Αυτό σημαίνει, ότι τα «γένη γλωσσών» ανήκουν εις όλα τα επίπεδα των χαρισμάτων εντός του σώματος του Χριστού. Με το «μή πάντες γλώσσαις λαλούσι;» ο Παύλος εννοεί τους «ιδιώτας,» οι οποίοι δεν αριθμούνται μεταξύ των ναών του Αγίου Πνεύματος και μελών του σώματος του Χριστού (1 Κορ. 12:28).
Ο φωτισμός και ο δοξασμός των μελών του σώματος του Χριστού δεν είναι βαθμοί αυθεντίας προερχόμενοι από ανθρωπίνην υπόδειξιν ή εκλογήν. Είναι εκ Θεού χαρίσματα προς εκείνους που συνειργάσθησαν με φωτισμένους και θεουμένους, δια να τους διαδεχθούν ως θεραπευμένοι και τελειοποιημένοι ίνα διατηρήσουν ούτω την αποστολικήν αυτήν παράδοσιν και διαδοχήν από γενεάν εις γενεάν. Το ότι ο Παύλος καλεί τα μέλη των κατωτέρων βαθμίδων θεραπείας και τελειότητος να αναζητήσουν τα κρείττονα χαρίσματα σημαίνει σαφώς, ότι όλοι οφείλουν και δύνανται να γίνουν προφήται, δηλαδή να φθάσουν εις τον δοξασμόν. «Θέλω δε πάντας υμάς λαλείν γλώσσαις, μάλλον δε ίνα προφητεύητε»(Α΄ Κορ. 14:5).
Η Εκκλησία εις την περιγραφήν του Παύλου ομοιάζει με ψυχιατρικήν κλινικήν. Η αντίληψίς του όμως δια την νόσον της ανθρωπίνης προσωπικότητος είναι πολύ πιό διορατική απ΄ ό,τι είναι σήμερον γνωστόν εις την σύγχρονον ιατρικήν. Δια να κατανοήσωμεν αυτήν την πραγματικότητα, πρέπει να ίδωμεν μέσω του Παύλου την Βιβλικήν κατανόησιν της φυσιολογικής και της μη φυσιολογικής καταστάσεως του ανθρώπου.
Ο νοσών άνθρωπος αποκαθίσταται εις την φυσιολογικήν του κατάστασιν, όταν οδηγήται «εις πάσαν την αλήθειαν» υπό του Πνεύματος της Αληθείας, δηλαδή εις την θέαν του Χριστού εν τη δόξη του Πατρός Του (Ιω. 17). Οι άνθρωποι που δεν βλέπουν την δόξαν του Θεού δεν είναι φυσιολογικοί. «Πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» (Ρωμ. 3:23). Με άλλα λόγια ο μόνος άνθρωπος, που εγεννήθη εις την φυσιολογικήν Του κατάστασιν είναι ο Κύριος της δόξης ο Οποίος γεννηθείς σαρκί εκ της Θεοτόκου ανέλαβε εκουσίως τα αδιάβλητα πάθη (τ.έ. πείναν, δίψαν, κόπωσιν, ύπνον, φθοράν, θάνατον, φόβον θανάτου), παρ΄ ότι ως κατά φύσιν πηγή της ακτίστου «δόξης,» καταργεί ταύτα. Η άλλη όψις του εν λόγω θέματος είναι, ότι ο Θεός δεν αποκαλύπτει την δόξαν Του εις τον καθένα, διότι δεν θέλει να κολάση τους μη καταλλήλως προητοιμασμένους με ανιδιοτελή αγάπην. Η έκπληξις των προφητών της Π. Δ., ότι ηδύναντο να ζούν ακόμη, παρ΄ ότι είδον τον θεόν, και η παράκλησις του λαού προς τον Μωϋσή να ζητήση από τον Θεόν να σταματήση να δείχνη την δόξαν Του, την οποίαν δεν ηδύναντο να υποφέρουν πλέον, είναι εν προκειμένω σαφώς επιβεβαιωτικά.
Η Εκκλησία των αποστόλων και των πατέρων δεν ησχολείτο με τον Θεόν μέσω στοχασμών και αφηρημένων σκέψεων περί Αυτού. Και τούτο, διότι ο Θεός παραμένει μυστήριον εις την λογικήν και εκείνων ακόμη εις τους οποίους αποκαλύπτει την εν Χριστώ δόξαν και βασιλείαν Του και οι οποίοι μετέχουν ούτως εις το μυστήριον του σταυρού μέσω του δοξασμού, δηλαδή της θεώσεώς των. Η μόνη απασχόλησις των προφητών, αποστόλων και πατέρων ήτο 1) η θεραπεία των «ιδιωτών» (λαϊκών) μέσω της καθάρσεως της καρδίας των και 2) η μύησίς των α) εις την κατάστασιν ως μελών του σώματος του Χριστού και ναών του Αγίου Πνεύματος μέσω του φωτισμού της καρδίας, και β) εις «τό τέλειον» (Α΄ Κορ. 13:12), δηλαδή εις την θέαν του Χριστού εν δόξη «πρόσωπον προς πρόσωπον» (Α΄ Κορ. 13:12), μέσω του δοξασμού (Α΄ Κορ. 12:26; Ρωμ. 8:30) δια την διακονίαν της ανθρωπότητος (Ιω. 17). Το «...ούς εδικαίωσεν, τούτους και εδόξασεν» (Ρωμ. 8:30) σημαίνει, ότι ο φωτισμός και ο δοξασμός συνδέονται μεταξύ των εις την ζωήν αυτήν, αλλά δεν ταυτίζονται.
Η αρρώστια της ανθρωπίνης προσωπικότητος συνίσταται εις την εξασθένησιν της κοινωνίας της καρδίας με την δόξαν του Θεού (Ρωμ. 3:23) και την υποδούλωσίν της εις τον κόσμον, δια του κατακλυσμού της υπό των εξηρτημένων από το περιβάλλον λογισμών (Ρωμ. 1:21-24, 2:5). Εις αυτήν την κατάστασιν ο άνθρωπος φαντάζεται τον Θεόν κατά την εικόνα του νοσούντος εαυτού του ή ακόμη και των ζώων (Ρωμ. 1:22). Ούτως ο έσω άνθρωπός υφίσταται τον πνευματικόν θάνατον, «εφ΄ ω (λόγω του οποίου) πάντες ήμαρτον» (Ρωμ. 5:12).[ 4 ] Δηλαδή η αγάπη υποδουλώνεται εις το ένστικτον της αυτοσυντηρήσεως, το οποίον την παραμορφώνει και την μεταμορφώνει εις εγωκεντρικήν και ιδιοτελή ενέργειαν, υποβαθμισμένην εις απλήν αναζήτησιν επιβιώσεως, ασφαλείας και ευτυχίας.
Η πτώσις εκάστου ανθρώπου και η δουλεία του εις την κτίσιν συνίσταται εις την σύγχυσιν της ενεργείας του ανθρωπίνου πνεύματος[ 5 ] με αυτήν της διανοίας, καθ΄ ήν σύγχυσιν, οι προερχόμενοι εκ του περιβάλλοντος λογισμοί γίνονται λογισμοί του πνεύματος, με αποτέλεσμα να εξασθενή κατά ποικίλους βαθμούς η εν τη καρδία κοινωνία με την άκτιστον ενέργειαν και βασιλείαν του Θεού. Η θεραπεία της νόσου ταύτης αρχίζει με την κάθαρσιν του πνεύματος του από όλους τους λογισμούς, καλούς και κακούς, και τον περιορισμόν των εις την διάνοιαν. Συγχρόνως το πνεύμα (δηλαδή η νοερά ενέργεια) του ανθρώπου ελευθερούται από την διάνοιαν και επιστρέφει με την νοεράν ευχήν εις την καρδίαν. Εις την φυσικήν του κατάστασιν το πνεύμα του ανθρώπου ενεργεί ωσάν στρόβιλος εντός της καρδίας, ενώ εις την πεπτωκείαν του κατάστασιν ευρίσκεται διάχυτον εις τον εγκέγαλον ταυτιζόμενον με τα νοήματα και τα ρήματά του και υπόδουλος εις αυτά.
Έτσι αντί να βασιλεύει μετά του Θεού επί της φύσεως, καθίσταται δούλος αυτής. Δια να αποκατασταθή η φυσιολογική λειτουργία της ανθρωπίνης προσωπικότητος μέσω της περιτομής ταύτης της καρδίας από όλους τους λογισμούς (Ρωμ. 2:29), πρέπει να ελευθερωθή ο έσω άνθρωπος από την δουλείαν εις ό,τιδήποτε εν σχέσει προς το περιβάλλον του, λ.χ. αυτοϊκανοποίησιν, πλούτον, ιδιοκτησίαν, ακόμη και τους γονείς και συγγενείς του (Ματθ. 10:37; Λουκ. 14:26). Ο σκοπός δεν είναι η απόκτησις Στωϊκής απαθείας δια της καταργήσεως της συμπαθείας, αλλ΄ η παροχή της δυνατότητος εις την καρδίαν να δεχθή τας προσευχάς και τους ψαλμούς, που το Άγιον Πνεύμα μεταφέρει εκεί από την διάνοιαν και ενεργοποιεί αδιαλείπτως. Έτσι ο επί κεφαλής του νευρικού συστήματος εγκέφαλος απασχολείται με τας καθημερινάς δραστηριότητας και τον ύπνον, ενώ συγχρόνως το πνεύμα του ανθρώπου προσεύχεται εν τη καρδία αδιαλείπτως. Δηλαδή γίνεται ωσάν επισκευασμένη δισκέτα υπολογιστού εις την οποίαν κείμενα προσευχών μεταφέρονται από τον εγκέφαλον και επανέρχονται εις αυτόν. Όμως οι ούτω πνεύματι προσευχόμενοι αδιαλείπτως, προσεύχονται και μεγαλοφώνως με την λογικήν προκειμένου να συνεισφέρουν εις την κατήχησιν και οικοδομήν των ιδιωτών και απίστων. Αυτό εννοεί ο Παύλος με το «προσεύξωμαι τω πνεύματι, προσεύξωμαι τω νοΐ, ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ και τω νοΐ» (Α΄ Κορ. 14:15).
Αυτό είναι το πλαίσιον της αναφοράς του Αποστόλου Παύλου και του Ευαγγελιστού Ιωάννου εις το Παράκλητον Πνεύμα το Οποίον εντυγχάνει υπέρ ημών εν τη καρδία. Το Άγιον Πνεύμα καθ΄ αυτό εντυγχάνει υπέρ όλων των ανθρώπων «στεναγμοίς αλαλήτοις» (Ρωμ. 4:26). Αλλ΄ ευρίσκει ανταπόκρισιν εις εκείνους, που συνεργάζονται 1) εις την κάθαρσιν του πνεύματός των, δηλαδή του «έσω ανθρώπου» ή «τής νοεράς ενεργείας» από όλους τους λογισμούς, καλούς και κακούς, 2) εις τον επαναχωρισμόν του πνεύματος τούτου από την λογικήν και 3) εις την επάνοδον του πνεύματος εις την καρδίαν μαζί με προσευχάς και ψαλμούς της διανοίας. Έτσι η θεραπεία της ανθρωπίνης προσωπικότητος εισέρχεται εις το στάδιον του φωτισμού. Αυτά προϋποθέτει ο Παύλος όταν γράφει, «προσεύξομαι τω πνεύματι, προσεύξομαι δε τω νοΐ, ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ δε και τω νοΐ.» (1 Κορ. 14:15).
Μόλις μας είπεν ο Παύλος, ότι η προσευχή πνεύματι περιλαμβάνει ψαλμούς της Παλαιάς Διαθήκης. Επομένως δεν ομιλεί δια ακαταλήπτους και μεγαλοφώνους προσευχάς, αφού οι ψαλμοί ήσαν γνωστοί εις όλους.
Ο Παύλος ομιλεί δια τα «γένη γλωσσών,» τα οποία συμπεριλαμβάνουν προσευχάς και ψαλμούς του πνεύματος του ανθρώπου εν τη καρδία και τα οποία ακούονται μόνον από εκείνους που έχουν το ίδιον χάρισμα. Όσοι ιδιώται δεν είχον ακόμη το χάρισμα αυτό δεν ηδύναντο να ακούσουν τας προσευχάς και τους ψαλμούς εν τη καρδία των εχόντων το χάρισμα αυτό των «γλωσσών.» Κορίνθιοι εις την κατάστασιν του φωτισμού είχον εισαγάγει την καινοτομίαν να τελούν ακολουθίας νοερώς εν τη καρδία παρόντων των «ιδιωτών,» που δεν είχον λάβει ακόμη «τά γένη γλωσσών.» Έτσι όμως ήτο αδύνατον εις τους ιδιώτας να οικοδομούνται και να απαντούν με το «αμήν» τους εις τα κατάλληλα μέρη της ακολουθίας, διότι απλώς δεν ήκουον τίποτε.
Ο Παύλος δηλώνει σαφώς, ότι «ουδείς ακούει» (Α΄Κορ.14:2). «Εάν έλθω προς υμάς γλώσσαις λαλών, τί υμάς οφελήσω, εάν μη υμίν λαλήσω...;» (Α΄Κορ. 14:6-7). Οι μη έχοντες το χάρισμα των γλωσσών πρέπει να ακούσουν την «δύναμιν της φωνής» των προσευχών και των ψαλμών δια να απαντήσουν με το ιδικόν των «αμήν» (Α΄ Κορ. 14:11,16). «...εάν άδηλον σάλπιγξ φωνήν δώ, τίς παρασκευάσεται εις πόλεμον; ούτως και υμείς δια της γλώσσης, εάν μη εύσημον λόγον δώτε, πώς γνωσθήσεται το λαλούμενον; έσεσθε γαρ εις αέρα λαλούντες. τοσαύτα ει τύχοι γένη φωνών εισιν εν κόσμω, και ουδέν άφωνον.» (1 Κορ, 14:8-10). Δεν πρέπει οι φωτισμένοι να περιορισθούν εις το «λαλείν γλώσσαις» με «άδηλον φωνήν» παρουσία των «ιδιωτών» (Α΄ Κορ. 14:10-11). «Σύ μεν γαρ καλώς ευχαριστείς, αλλ΄ ο έτερος ουκ οικοδομείται» (Α΄ Κορ. 14:17).
Όταν ο Παύλος λέγη «μείζων ο προφητεύων ή ο λαλών γλώσσαις, εκτός ει μη διερμηνεύει, ίνα η Εκκλησία οικοδομήν λάβη» (Α΄ Κορ. 14:5), εννοεί σαφώς, ότι εκείνος, ο οποίος ομιλεί μόνον «γλώσσαις,» πρέπει να αποκτήση το χάρισμα να «διερμηνεύη» τας προσευχάς και τους ψαλμούς του πνεύματος εν τη καρδία, συγχρόνως εις προσευχάς και ψαλμούς του νοός, δια να απαγγέλωνται και μεγαλοφώνως προς οικοδομήν των ιδιωτών. «Διό ο λαλών γλώσση προσευχέσθω, ίνα διερμηνεύη. Εάν γαρ προσεύχωμαι γλώσση, το πνεύμά μου προσεύχεται, ο δε νούς μου άκαρπός εστιν. Τί ουν εστιν; προσεύξωμαι τω πνεύματι, προσεύξωμαι δε (συγχρόνως) και τω νοΐ, ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ δε και (συγχρόνως) τω νοΐ. Επεί εάν ευλογής εν πνεύματι, ο αναπληρών τον τόπον του ιδιώτου, πώς ερεί το αμήν επί τη σή ευχαριστία, επειδή τί λέγεις ουκ οίδεν, σύ μεν καλώς ευχαριστείς, αλλ΄ ο έτερος ουκ οικοδομείται. Ευχαριστώ τω Θεώ, πάντων υμών μάλλον γλώσσαις λαλώ, αλλ΄ εν εκκλησία θέλω πέντε λόγους τω νοΐ μου λαλήσαι, ίνα και άλλους κατηχήσω ή μυρίους λόγους εν γλώσση» (Α΄ Κορ. 14: 13- 19).
Ο Παύλος ουδέποτε λέγει, ότι ο είς διερμηνεύει εκείνα που έτερος λέγει «γλώσσαις.» Έκαστος διερμηνεύει αυτά που ο ίδιος λέγει «γλώσσαις.» Τούτο προϋποθέτουν και τα λεχθέντα εις το Α΄ Κορ. 14:27- 28: «είτε γλώσση τις λαλεί, κατά δύο ή το πλείστον τρείς και ανά μέρος και είς διερμηνευέτω. Εάν δε μη ή διερμηνευτής, σιγάτω εν εκκλησία, εαυτώ λαλείτω και τω Θεώ.» Δηλαδή εάν ο γλώσση λαλών δεν είναι διερμηνευτής, τότε σιωπεί εν εκκλησία. Όμως λαλεί εαυτώ και τω Θεώ. Άλλαις λέξεσιν το λαλείν γλώσσαις καθ΄ εαυτό γίνεται εν τη καρδία και όχι μεγαλοφώνως. Με την εντολήν αυτήν ο Παύλος στερεί τους έχοντας μόνον «τά γένη γλωσσών» της δυνάμεως να επιβάλλουν την εν λόγω καινοτομίαν των μέσω της πλειοψηφίας των.
Ο Παύλος ομιλεί σαφώς δια προσευχάς και ψαλμούς μη απαγγελομένους με «τήν δύναμιν της φωνής,» αλλ΄ ακουομένους εντός της καρδίας. Ο φωτισμός αυτός της καρδίας ουδετερώνει την υποδούλωσιν εις το ένστικτον της αυτοσυντηρήσεως και αρχίζει την μεταμόρφωσιν της ιδιοτελούς αγάπης εις ανιδιοτελή αγάπην. Αυτό αποτελεί το χάρισμα της ενδιαθέτου πίστεως εις τον έσω άνθρωπον, το οποίον είναι η δικαίωσις, καταλλαγή, υιοθεσία, ειρήνη, ελπίς και ζωοποίησις.
Αι προσευχαί και οι ψαλμοί αδιαλείπτως (Β΄ Θεσ. 5:17) ενεργούμενοι νοερώς εν τη καρδία (Εφ. 5:18-20), τ.έ. «τά γένη γλωσσών» (Α΄ Κορ. 12:10,28), μεταμορφώνουν τον «ιδιώτην» (λαϊκόν) εις ναόν του Αγίου Πνεύματος και μέλος του σώματος του Χριστού και του βασιλείου ιερατεύματος. Αυτή είναι η αρχή της απελευθερώσεως του πιστού από την δουλείαν εις το περιβάλον, όχι δια της φυγής απ΄ αυτό, αλλά δια του ελέγχου επ΄ αυτού, όχι δια της ιδιοτελούς εκμεταλλεύσεως, αλλά δια της ανιδιοτελούς αγάπης. Εντός των πλαισίων τούτων «ο νόμος του Πνεύματος της ζωής εν Χριστώ Ιησού ηλευθέρωσέ με από του νόμου της αμαρτίας και του θανάτου... Ει δε τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ εστιν αυτού. Ει δε Χριστός εν υμίν, το μεν σώμα νεκρόν δι΄ αμαρτίαν, το δε πνεύμα ζωή δια δικαιοσύνην» (Ρωμ. 8:2,9, 10).
Καθ΄ όν χρόνον η θεραπεία του φωτισμού αυξάνει την τελειότητα της αγάπης, και μάλιστα με ήτταν του διαβόλου, ο φωτισμένος λαμβάνει εκ των απαριθμουμένων εις το Α΄ Κορ. 12.28 ανωτέρων χαρισμάτων αναλόγως, με κορύφωσιν τον δοξασμόν. Ο Παύλος δηλώνει, ότι «εί δοξάζεται έν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη» (Α΄ Κορ. 12: 26), με σκοπόν να εξηγήση, διατί οι προφήται είναι δεύτεροι μετά τους αποστόλους και πρίν από όλα τα άλλα μέλη του σώματος του Χριστού. Η υπό του Πνεύματος μεταβίβασις εκ της διανοίας εις την καρδίαν προσευχών και ψαλμών είναι η δικαίωσις και η ζωοποίησις του έσω ανθρώπου και η θέα του Χριστού «δι΄ εσόπτρου εν αινίγματι» (Α΄ Κορ. 13:12). Δοξασμός είναι η έλευσις του «τελείου» (Α΄ Κορ. 13:10), δηλαδή η θέα του Χριστού εν δόξη «πρόσωπον προς πρόσωπον» (Α΄ Κορ. 13:12). Όταν γράφη ο Παύλος, «άρτι γιγνώσκω εκ μέρους» (αυτόθι), αναφέρεται εις την τρέχουσαν κατάστασιν του φωτισμού του ή της δικαιώσεως. Με την επομένην φράσιν του: « τότε δε επιγνώσομαι, καθώς και επεγνώσθην» (αυτόθι), ο Παύλος λέγει, ότι θα δοξασθή, όπως είχεν ήδη δοξασθή. Εις την κατάστασιν του φωτισμού ο πιστός είναι «νήπιος.» Αφού δοξασθή, επιστρέφει εις τον φωτισμόν ως «ανήρ» (Α΄ Κορ. 13:11).
Κατά την διάρκειαν του δοξασμού, που είναι θέωσις και αποκάλυψις, η προσευχή εν τη καρδία («γλώσσαι»), η γνώσις και η προφητεία, μαζί με την πίστιν και την ελπίδα, καταργούνται, αφού αντικαθίστανται από τον ίδιον τον Χριστόν εν τη ακτίστω βασιλεία και δόξη του Πατρός. Μόνον η αγάπη δεν εκπίπτει (Α΄ Κορ. 13:8-11). Κατά την διάρκειαν του δοξασμού τα περί Θεού και τα εν ευχή προς τον Χριστόν νοήματα και ρήματα καταργούνται. Μετά την θέωσιν και με την επιστροφήν εις τον φωτισμόν, επιστρέφουν γνώσις, προφητεία, γλώσσαι, πίστις και ελπίς και επανενώνονται με την αγάπην, η οποία δεν είχεν «εκπέσει.» Τα υπό των θεουμένων χρησιμοποιούμενα εις την διδασκαλίαν και προσευχήν ρήματα και νοήματα δια την καθοδήγησιν άλλων μέχρι τον δοξασμόν είναι θεόπνευστα, αλλά μόνον εις την χρήσιν και υπό την καθοδήγησιν φωτισμένων και θεουμένων. Οι μη γνωρίζοντες, ότι ο σκοπός αυτών των ρημάτων και νοημάτων είναι η κατάργησίς των κατά την διάρκειαν της θεώσεως, βαδίζουν επί θεμελίων της φαντασίας των.
Αυτή είναι η θέα του εν δόξη αναστάντος Χριστού, την οποίαν είχεν ο Παύλος και δια της οποίας ο Θεός θέτει εις την κεφαλήν (Α΄ Κορ. 12:28) και το θεμέλιον (Εφ. 2:20) της Εκκλησίας τους αποστόλους και προφήτας. Αυτό το «θεμέλιον,» το οποίον περιλαμβάνει και γυναίκας προφήτιδας (Πράξ. 2:17; 21:9; Α΄ Κορ. 11:5), αποτελεί το πλαίσιον της δηλώσεως του Παύλου, ότι εν Χριστώ «ουκ ένι άρσεν και θήλυ» (Γαλ. 3:28).
Ο δοξασμός δεν είναι θαύμα. Είναι το τελικόν φυσικόν στάδιον της μεταμορφώσεως της ιδιοτελούς αγάπης εις ανιδιοτελή αγάπην και η άφιξις του ανθρώπου εις την κατάστασιν δια την οποίαν εδημιουργήθη. Και ο Παύλος και ο Ιωάννης σαφώς θεωρούν την εν τη ζωή ταύτη θέαν του Χριστού εν δόξη αναγκαίαν δια την τελείωσιν της αγάπης και της διακονίας προς την κοινωνίαν (Ιω. 14:21-24, 16:22, 17:24; Α΄ Κορ. 13:10-13; Εφ. 3:3-6). Αι εμφανίσεις του αναστάντος Χριστού εν δόξη δεν ήσαν και δεν είναι θαύματα, δια να εκθαμβώσουν τους θεατάς και να τους πείσουν να πιστεύσουν εις την θεότητά Του. Θαύμα δεν ήτο η ανάστασις του Κυρίου της δόξης. Θαύμα ήτο η σταύρωσις και ο θάνατός Του. Ο αναστάς Χριστός εμφανίζεται μόνον δια την τελείωσιν της αγάπης, ακόμη και εις την περίπτωσιν του Παύλου, ο οποίος είχε φθάσει το κατώφλι του δοξασμού (Γαλ. 1:14 εξ.), μη γνωρίζων, ότι ο Κύριος της δόξης, τον οποίον επρόκειτο να ίδη, είχε γεννηθεί, σταυρωθεί και αναστηθεί. Αι εμφανίσεις του αναστάντος Κυρίου της δόξης εις το Α΄ Κορ. 15: 1-11 είναι οι δοξασμοί με τους οποίους ο Παύλος ολοκληρώνει την περί χαρισμάτων ανάπτυξιν που είχεν αρχίσει εις το 12:1.
Όλοι οι μετέπειτα θεωθέντες αποτελούν με τους αποστόλους το θεμέλιον της Εκκλησίας, διότι «...τήν ίσην δωρεάν έδωκεν αυτοίς ο Θεός ως και ημίν,» λέγει ο Πέτρος (Πράξ. 11:17, 10:47). Δηλαδή οδηγήθησαν, ως οι απόστολοι κατά την Πεντηκοστήν, εις «πάσαν την αλήθειαν,» η οποία είναι ο αναστάς και αναληφθείς εν δόξη Χριστός, επιστρέψας σαρκί εν ταις ακτίστοις πυρίναις γλώσσαις του Πνεύματός Του, δια να κατοικήση ως άνθρωπος μετά του Πατρός Του εν τοις γενομένοις ναοίς του Αγίου Πνεύματος πιστοίς ως ακριβώς υπεσχέθη (Ιω. 14-17). Ούτως, η Εκκλησία των ναών του Αγίου Πνεύματος προφητών έγινε το Σώμα του Χριστού, κατά του Οποίου «πύλαι άδου (θανάτου) ου κατισχύσουσιν.»
Δοξασμός είναι η μέθεξις όχι μόνον της ψυχής αλλά και του σώματος εις την αθανασίαν και αφθαρσίαν δια την τελείωσιν της αγάπης. Δύναται να είναι θέα μικράς ή μακράς διαρκείας. Μετά από κάποιαν έκστασιν αποπροσανατολισμού ο νεωστί θεωθείς βλέπει τα πάντα γύρω του διαβεβρωμένα με την δόξαν/βασιλείαν του Θεού, η οποία, αφού δεν είναι ούτε φώς, ούτε σκότος, και δεν ομοιάζει με τίποτε το κτιστόν, υπερβαίνει πάντα τα ρήματα και νοήματα καί, παρ΄ ότι αποκαλυπτομένη, παραμένει μυστήριον αδιαπέραστον, ανέκφραστον και ως εκ τούτου απερίγραπτον. Κατά την διάρκειαν της θέας τα πάθη, τα οποία είχον ουδετεροποιηθεί και καταστεί αδιάβλητα με τον φωτισμόν, καταργούνται. Ο θεούμενος ούτε τρώγει, ούτε πίνει, ούτε κοιμάται, ούτε κουράζεται και δεν επηρεάζεται από την ζέστην ή το κρύο. Αυτά τα φαινόμενα εις τους βίους των αγίων, πρίν και μετά την ενσάρκωσιν του Κυρίου της δόξης, δεν είναι θαύματα, αλλ΄ η αποκατάστασις της υγείας της νοσούσης ανθρωπίνης φύσεως.
Οι Γεροντολόγοι[ 6 ] έχουν αποδείξει ότι το γήρας είναι αρρώστια και ερευνούν, μήπως και ο ίδιος ο Θάνατος είναι αρρώστια. Θα ηδύναντο να αποτελέσουν συμβολήν εις την εν λόγω έρευναν οι θεούμενοι και τα λείψανά των. Τα σώματα εκατοντάδων θεουμένων παραμένουν σχετικώς ακέραια επί αιώνας εις μίαν κατάστασιν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Από τα παλαιότερα παραδείγματα είναι το ακέραιον σώμα του Αγίου Σπυρίδωνος εις την νήσον Κέρκυρα, του λαβόντος μέρος το 325 εις την Α΄ Οικ. Σύνοδον. Μόνον εις την Μονήν των Σπηλαίων εις το Κίεβον υπάρχουν 120 ακέραια ιερά λείψανα.
Αυτό είναι το πλαίσιον των λεχθέντων υπό του Αποστόλου Παύλου, ότι «καί η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού» (Ρωμ. 8:21). Από τα συμφραζόμενα είναι φανερόν, ότι η «ελευθερία της δόξης» είναι εδώ ελευθερία από την φθοράν και την θνητότητα. Αλλ΄ ακόμη και εκείνοι, των οποίων ο έσω άνθρωπος έφθασεν εις την υιοθεσίαν του φωτισμού, ως και εκείνοι, των οποίων και τα σώματα είχον δια της θεώσεως πρόγευσιν της αθανασίας και της αφθαρσίας, περιμένουν «τήν υιοθεσίαν, την απολύτρωσιν του σώματος ημών» (Ρωμ. 8:23). «Οι νεκροί εγερθήσονται άφθαρτοι και ημείς αλλαγησόμεθα... Δεί γαρ το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν» (Α΄ Κορ. 15:53,54).
Αυτά τα γνωρίζει κανείς όχι από στοχασμόν επάνω εις βιβλικά κείμενα, αλλά από την εμπειρίαν του δοξασμού, τουτέστι από «τήν ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού.» Η εμπειρία του δοξασμού και όχι μόνον βιβλικά κείμενα είναι το θεμέλιον της πίστεως της Εκκλησίας εις την σωματικήν ανάστασιν του βιολογικού μέρους της ανθρωπίνης προσωπικότητος.
Υπάρχουν δύο γενικά είδη αγίων λειψάνων, αυτά που ευωδιάζουν και αυτά που και σώζωνται ολόκληρα ή σχεδόν ολόκληρα. Φαίνεται ότι τα πρώτα ανήκουν εις τους αγίους που ευρίσκοντο εις την κατάστσιν φωτισμού όταν εξεδήμησαν και τα δεύτερα εις αγίους που ευρίσκονται εις κατάστασιν δοξασμού.
Από μαρτυρίας πατέρων προκύπτει το γεγονός ότι η άκτιστος δημιουργική, συνεκτική, προνοητική, καθαρτική, φωτιστική και θεωτική ενέργεια του Θεού είναι απλή, διαιρείται αδιαιρέτως και πανταχού παρούσα ενεργεί τα πάντα εν πάσι. Έτσι ο θεούμενος εν Αγίω Πεύματι ευρισκόμενος βλέπει ως μέλος του Σώματος του Χριστού τον Πατέρα εν τω ενσαρκωθέντι Λόγω έσωθεν. Αυτών τα σώματα διατηρούνται τοιουτοτρόπως αφού η νοερά ενέργειά τους συνεχίζει να στροφαλίζεται κυκλικώς εντός της καρδίας τους εν κοινωνία με την θεωτικήν ενέργειαν της Αγίας Τριάδος. Πιθανόν θα ημπορούσαμεν να δούμεν τον στροφαλισμόν αυτόν με μαγνητικό αξωνικό τομογράφο.
Φαίνεται ότι έχουν δίκαιον εκείνοι που πιστεύουν ότι αι μέλαναι οπαί ευρίσκονται όχι μόνον εις το κέντρον των Γαλαξίων δίνοντες εις αυτάς την κυκλικήν τους κίνησιν, αλλά και εις μικροσκοπικά μεγέθη παντού εις το σύμπαν και αναμεσά μας και μέσα μας.
6) Όχι «εκ του κόσμου,» αλλ΄ «εν τω κόσμω»
Η Φραγκο-Λατινική διάκρισις μεταξύ πρακτικής (αctive) και θεωρητικής (contemplative) ζωής δεν υπάρχει εντός του σώματος του Χριστού. Το χάρισμα του Αγίου Πνεύματος των αδιαλείπτων προσευχών και ψαλμών, μέσω των οποίων ο ιδιώτης (λαϊκός) εισέρχεται εις το βασίλειον ιεράτευμα, γενόμενος ναός του Αγίου Πνεύματος και μέλος του σώματος του Χριστού, καθιστά την εν λόγω διάκρισιν αδύνατον. Η κάθαρσις και ο φωτισμός της καρδίας και η θέωσις είναι η πραγματικότης εντός της οποίας κινείται ο κάθε πιστός και η παράδοσις εντός της οποίας λειτουργεί αναποσπάστως η ειδική ιερωσύνη. Αντιθέτως προς την εν λόγω Λατινικήν διάκρισιν όλα τα μέλη του σώματος του Χριστού ευρίσκονται εις την θεωρίαν του φωτισμού βαδίζοντες προς την θεωρίαν της θεώσεως.
»...ουδείς εν πνεύματι Θεού λαλών λέγει, ΑΝΑΘΕΜΑ ΙΗΣΟΥΣ, και ουδείς δύναται ειπείν, ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ, ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Α΄ Κορ. 12:3). Αυτή είναι η βιβλική και πατερική πνευματικότης και η δύναμις, εξ αιτίας της οποίας ήτο αδύνατον δι΄ ένα πιστόν-ναόν του Αγίου Πνεύματος, παρ΄ όλα τα βασανιστήρια και μαρτύρια, να λυγίση και να απαρνηθή τον Χριστόν. Τυχόν απάρνησις απλώς απεδείκνυε, ότι δεν ήτο μέλος του σώματος του Χριστού. Οι μάρτυρες και οι νεο-μάρτυρες ήσαν η απόδειξις της δυνάμεως του φωτισμού και της θεώσεως, δηλαδή του μυστηρίου του σταυρού, κατά των δυνάμεων του σκότους ως και το κατ΄ εξοχήν κήρυγμα ελευθερίας. Η πρωταρχική αποστολή των ναών του Αγίου Πνεύματος ήτο να εργάζωνται εις οποιοδήποτε επάγγελμα είχον ταχθεί και να επιδιώκουν να διαδώσουν την ιδικήν των θεραπείαν εις τους άλλους. Κατά κυριολεξίαν ειργάζοντο εντός της κοινωνίας των, με μίαν ειδικότητα ομοίαν με εκείνην των ψυχιάτρων. Διέφερον, όμως, απ΄ αυτούς εις το ότι δεν επεδίωκον, ωσάν αυτούς, την διανοητικήν ισορροπίαν των νοσούντων, με την προσαρμογήν των εις γενικώς αποδεκτούς κανόνας φυσιολογικής σκέψεως και συμπεριφοράς. Ο ιδικός των κανών υγείας και φυσιολογικής σκέψεως και συμπεριφοράς ήτο ο δοξασμός. Η θεραπευτική δύναμίς των δεν ήτο και δεν είναι «εκ του κόσμου τούτου.» Αλλ΄ αύτοί, όμως, είναι «εν τω κόσμω,» εργαζόμενοι δια την θεραπείαν της καρδίας των ανθρώπων καί, ως εκ τούτου, δια την μεταμόρφωσιν του κόσμου.
Όλοι όσοι έφθασαν εις τον δοξασμόν μαρτυρούν το γεγονός, ότι «Θεόν φράσαι μεν αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον,» αφού γνωρίζουν απ΄ αυτήν την εμπειρίαν των, ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε ομοιότης μεταξύ κτιστού και ακτίστου.
Τούτο σημαίνει, ότι τα περί Θεού ρήματα και νοήματα, τα οποία δεν αντιτίθενται εις την εμπειρίαν της θεώσεως, αλλά και οδηγούν εις την κάθαρσιν και τον φωτισμόν της καρδίας και την θέωσιν, είναι Ορθόδοξα. Ρήματα και νοήματα, τα οποία αντιτίθενται εις τον δοξασμόν και απομακρύνουν από την κάθαρσιν και τον φωτισμόν της καρδίας και την θέωσιν είναι αιρετικά.
Αυτό είναι το κλειδί των αποφάσεων των Επτά Ρωμαϊκών Οικουμενικών Συνόδων, ως και της 8ης του 879 και της 9ης του 1341.
Σχεδόν όλοι οι ιστορικοί των δογμάτων αγνοούν το κλειδί τούτο και πιστεύουν ότι οι πατέρες προσεπάθουν, ωσάν τον Αυγουστίνον, να κατανοήσουν στοχαστικώς και διαλεκτικώς το μυστήριον, το οποίον κρύβεται όπισθεν των περί Θεού ρημάτων και νοημάτων. Επιστρατεύουν μεταξύ των πατέρων ακόμη και τον Γρηγόριον τον Θεολόγον εις το στρατόπεδον της Φραγκο-Λατινικής θεολογίας, παρουσιάζοντές τον εν μεταφράσει να λέγει, ότι επιτρέπεται «τό φιλοσοφείν περί θεού» μόνον εις τους «ήδη γενομένους ειδικούς εις τον διαλογισμόν» (past masters of meditation), αντί εις μόνους τους «διαβεβηκότας εν θεωρία,» η οποία είναι η θέα του Χριστού «δι΄ εσόπτρου εν αινίγματι» «γλώσση» και «πρόσωπον προς πρόσωπον» κατά τον «δοξασμόν.»
Οι Πατέρες σαφώς απορρίπτουν ως πλάνην την ιδέαν ότι η διατύπωσις των δογμάτων αποτελεί μέρος προσπαθείας κατανοήσεως των περί Αγίας Τριάδος και ενσαρκώσεως του Λόγου μυστηρίων της πίστεως. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γελειοποιεί τοιούτους αιρετικούς: «Ειπέ σύ την αγεννησίαν του πατρός, καγώ την γέννησιν του υιού φυσιολογήσω και την εκπόρευσιν του πνεύματος και παραπληκτίσομεν άμφω εις Θεού μυστήρια παρακύπτοντες» (Θεολ. Λόγος Δ΄,8). Ούτε εδέχθησαν ποτέ οι Πατέρες την θέσιν του Αυγουστίνου και των ακολουθούντων αυτόν Λατίνων, ότι η Εκκλησία κατανοεί καλύτερα και βαθύτερα την πίστιν και τα δόγματα με την πάροδον του χρόνου. Κάθε περίπτωσις δοξασμού μέσω των αιώνων είναι μετοχή «εις πάσαν την αλήθειαν» της Πεντηκοστής, η οποία ούτε αύξησιν, ούτε βαθυτέραν κατανόησιν επιδέχεται.
Τούτο σημαίνει επίσης, ότι η Ορθόδοξος δογματική είναι καθ΄ ολοκληρίαν ποιμαντική, αφού δεν υφίσταται εκτός των πλαισίων της θεραπείας της καρδίας δια της καθάρσεως και του φωτισμού και εφόσον θεολόγος είναι κατ΄ εξοχήν ο θεούμενος, του οποίου η θέωσις είναι υπέρ πάντα λόγον και έννοιαν.
Το να είναι κανείς θεολόγος σημαίνει κατά πρώτον και κύριον λόγον, ότι είναι ειδικός εις τας μεθοδείας του διαβόλου. Ο φωτισμός και κυρίως ο δοξασμός μεταδίδουν το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων δια την κατατρόπωσιν του διαβόλου, ειδικώς όταν ούτος προσφεύγει εις την διδασκαλίαν της θεολογίας και πνευματικότητος εις εκείνους που αρχίζουν να γλυστρούν μέσα από τα χέριά του.
Το σημαντικώτερον αποτέλεσμα της εκφραγκο-λατινικεύσεως της Ορθοδόξου θεολογικής παιδείας τον 18ον και 19ον αιώνα, υπήρξεν η εξαφάνισις από τα δογματικά εγχειρίδια, και ιδίως από τα κεφάλαια περί μυστηρίων, της υπάρξεως των μελών του σώματος του Χριστού εντός των πλαισίων της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας και της θεώσεως, παρ΄ ότι τα λειτουργικά κείμενα ακριβώς ταύτα προϋποθέτουν. Επηρεασμένα από Ρωσικά και Λατινικά εγχειρίδια ελησμόνησαν το γεγονός το μυστήριον της ιερωσύνης προϋποθέτει την θέωσιν, δηλαδή την προφητείαν, «μή αμέλει του εν σοί χαρίσματος, ό εδόθη σοι δια προφητείας μετά επιθέσεως των χειρών του πρεσβυτερίου. (Α΄ Τιμ. 4:14)»
Η δημιουργία είναι τελείως εξηρτημένη από τον Θεόν, μολονότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε ομοιότης μεταξύ των. Τούτο σημαίνει, ότι δεν υπήρξε και δεν υπάρχει οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ πεπαιδευμένου και απαιδεύτου, όταν και οι δύο βαδίζουν την οδόν της θεραπείας του φωτισμού και της τελειώσεως του δοξασμού, δια να γίνουν απόστολοι και προφήται. Υψηλοτέρα γνώσις περί της κτιστής πραγματικότητος δεν παρέχει ουδέν ιδιαίτερον δικαίωμα επάνω εις την γνώσιν του ακτίστου. Ούτε η άγνοια δια την κτιστήν πραγματικότητα αποτελεί μειονέκτημα δια να φθάση κανείς εις την υψίστην υπέρ την γνώσιν γνώσιν του ακτίστου.
10) Προφήται και Φραγκο-Λατίνοι Πάπαι
Από τα πέντε Ρωμαϊκά Πατριαρχεία Πρεσβυτέρας Ρώμης, Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων οι Φράγκοι κατέλαβον, δια της στρατιωτικής βίας, εκείνο της Πρεσβυτέρας Ρώμης, αντικαθιστώντας τους Ρωμαίους Πάπας με Τεύτονας κατά την διάρκειαν ενός αγώνος, ο οποίος ήρχισε το 983 και έληξε το 1046. Ούτως, επεξέτεινον τον έλεγχόν των επί της αποστολικής διαδοχής μέχρις αυτού του Παπικού Θρόνου ως μέρος των σχεδίων των δια παγκόσμιον κυριαρχίαν. Μετέβαλαν τους Ρωμαίους Πατέρας εις Γραικούς και Λατίνους και προσέθεσαν τους Φράγκους εις τους λεγομένους ανυπάρκτους αυτούς Λατίνους Πατέρας και έτσι εχάλκευσαν τον μύθον ότι οι Φράγκοι και οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι Πατέρες αποτελούν κάποια ενιαία Λατινική Χριστιανωσύνη. Δια το Ισλάμ ο Πάπας είναι ακόμη και σήμερον Λατίνος και Φράγκος και οι ιδικοί μας Πατριάρχαι Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων είναι Ρωμαίοι.
Η άγνοια του ποίοι και τί είναι οι προφήται και διατί κατέχουν την δευτέραν θέσιν μετά τους αποστόλους, εδημιούργησε το κενόν, το οποίον επληρώθη με το Φραγκο-Λατινικόν αλάθητον του Πάπα.
Ο Γρηγόριος Νύσσης πληροφορεί τους αναγνώστας του, ότι αιρέσεις εμφανίζονται εις εκείνας τας Εκκλησίας, όπου δεν υπάρχουν προφήται. Ο λόγος είναι, ότι οι ηγέται των προσπαθούν να κοινωνήσουν με τον Θεόν μέσω του λογικού στοχασμού και της περί Θεού (αφηρημένης) φαντασίας, αντί μέσω του φωτισμού και δοξασμού. Το να συγχέη κανείς τας περί Θεού σκέψεις του με τον Θεόν είναι εξ επόψεως θρησκείας, ειδωλολατρεία και εξ επόψεως επιστημονικής μεθόδου αγραμματωσύνη.
Περί αποστόλων και προφητών ομιλεί ο Παύλος όταν γράφη, «ο δε πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ΄ ουδενός ανακρίνεται.» (1 Κορ. 3:15). Διότι ούτοι έφθασαν εις την εν τω Χριστώ θεοπτίαν γενόμενοι αυτόπται μάρτυρες, ότι οι άρχοντες του αιώνος τούτου είχον σταυρώσει «τόν Κύριον της δόξης» (1 Κορ. 2:8). Αυτόν τον Κύριον της δόξης, Μεγάλης Βουλής Άγγελον, τον Ώντα, Θεόν Αβραάμ και Θεόν Ισαάκ και Θεόν Ιακώβ, τον Παντοκράτορα, την Σοφίαν του Θεού, την ακολουθούσαν Πέτραν (1 Κορ. 10:4), είδον οι προφήτες πάντες της Παλαιάς Διαθήκης. Εκ των οποίων ο Βαπτιστής Ιωάννης εν θεοπτία γενόμενος, είδεν εν σαρκί τον Κύριον της δόξης. Ασφαλώς και οι εις Αυτόν τυπικώς πιστεύοντες Ιουδαίοι, «ει έγνωσαν, ουκ αν τον Κύριον της δόξης εσταύρωσαν.» Πάντως εις τους θεουμένους προσαρμόζει ο Παύλος το «ά οφθαλμός ουκ είδεν και ούς ήκουσεν και επί καρδίαν ουκ ανέβη, όσα ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν. ημίν απεκάλυψεν ο Θεός δια του πνευματός αυτού» (1 Κορ. 2:9-10) ότι «τόν Κύριον της δόξης εσταύρωσαν» (1 Κορ. 8:8). Αυτοί οι αυτόπτες μάρτυρες θεούμενοι και οι φωτισθέντες μαθηταί των είναι οι μόνοι αυθεντίαι εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτοί διατυπώνουν τους όρους της πίστεως που οδηγούν εις την θεραπείαν του «έσω ανθρώπου» και χρησιμεύουν ως σήματα κινδύνου να αποφύγουν οι πιστοί τους κομπογιαννίτες που υπόσχονται πολλά και δεν έχουν τίποτε να προσφέρουν εις την προετοιμασίαν δια την εμπειρίαν της εν Χριστώ δόξης του Θεού που πάντες θα ιδούν, είτε ως παράδεισον είτε ως κόλασιν.
12) Ο Κύριος της Δόξης και αι Οικουμενικοί Σύνοδοι
Δια τον Χριστόν και τους αποστόλους η Αγία Γραφή είναι η Παλαιά Διαθήκη εις την οποίαν προσετέθη η Καινή Διαθήκη. Τα ευαγγέλια του Ματθαίου, Μάρκου και Λουκά συνετάγησαν ως οδηγούς εις την κάθαρσιν του έσω ανθρώπου, δηλαδή του πνεύματός του (νοός) εν τη καρδία, και τα πρώτα στάδια του φωτισμού πρό του βαπτίσματος δι΄ ύδατος. Εις αυτά ο Χριστός αποκαλύπεται ως ο ενσαρκωθείς Κύριος της δόξης εις το βάπτισμά του και την μεταμόρφωσίν του, όταν φανερούται ως η κατά φύσιν πηγή της ακτίστου δόξης, βασιλείας και θεότητος του Πατρός. Το ευαγγέλιον του Ιωάννου συνετάγη δια τους ήδη βαπτισθέντας δι΄ ύδατος ως οδηγόν εις το βάπτισμα του Πνεύματος, δηλαδή τον φωτισμόν και την προκοπήν της καρδίας (ιδίως Ιων. 13:31-17) ίνα δια της ανιδιοτελούς αγάπης φθάση εις τον δοξασμόν (Ιων. 17) δια του οποίου θεωρεί τον εν σαρκί Κύριον της δόξης να δοξάζεται εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν Αυτώ δια του μυστηρίου του σταυρού (Ιων. 13:31;18-21). Δια τον λόγον αυτόν αυτό του Ιωάννου καλείται το «πνευματικόν ευαγγέλιον,».[ 7 ]
Οι υπό των αποστόλων, προφητών και πατέρων μεμυημένοι εις το σώμα του Χριστού ουδέποτε έμαθον περί ενσαρκώσεως, βαπτίσματος, μεταμοφώσεως, σταυρώσεως, ταφής, αναλήψεως, γλωσσών ωσεί πυρός την Πεντηκοστήν όταν η Εκκλησία έγινε το Σώμα του Χριστού, με απλή μελέτην της Αγίας Γραφής. Την εμελέτον ως μέρος αναπόσπαστον της μυήσεως εις την κάθαρσιν και τον φωτισμόν της καρδίας και την ετοιμασίαν δια τον δοξασμόν της υπό του Κυρίου της δόξης της Παλαιάς Διαθήκης γεννηθέντος σαρκί εκ της Θεοτόκου.
Εντός των πλαισίων του δοξασμού τούτου των αποστόλων και προφητών εταύτισε η αρχαία εκκλησία τον Χριστόν με τον Μεγάλης Βουλής Άγγελον και την Σοφίαν του Θεού, δια του Οποίου έκτισε ο Θεός τον κόσμον, εδόξασε τους φίλους Του τους προφήτας και μέσω αυτών οδήγησε τον περιούσιον λαόν του εις την ενσάρκωσιν αυτού τούτου του Κυρίου της δόξης εκ της Θεοτόκου ίνα καταργήση το κράτος του Θανάτου επί των μελών της Εκκλησίας της Παλαιάς Διαθήκης (Ματθ. 16:18). Παρ΄ ότι εδοξάσθησαν, ο «Αβραάμ απέθανεν και οι προφήται» (Ιων. 8:53). «...εάν τις τον εμόν λόγον τηρήση, θάνατον ου μη θεωρήση εις τον αιώνα» (Ιων. 8:53). Δια τούτο υπάρχει η πρώτη ανάστασις της ψυχής (Αποκ. 20:5) και η δευτέρα ανάστασις του σώματος (Αποκ. 20:6), όπως επίσης υπάρχει πρώτος θάνατος της ψυχής (1 Τιμ. 5:6; Αποκ. 20:14) και ο δεύτερος Θάνατος του σώματος (Αποκ. 20:14).
Ακόμη και οι υπό Οικουμενικών Συνόδων δικασθέντες αιρετικοί Αρειανοί και Ευνομιανοί εδέχοντο την ταύτισιν αυτήν του Χριστού με τον Κύριον της δόξης και Μεγάλης Βουλής Άγγελον της Παλαιάς Διαθήκης ως ουσιαστικόν μέρος της αποστολικής παραδόσεως. Αλλά λόγω κοινών φιλοσοφικών αρχών, τας οποίας εκληρονόμησαν αυτοί και οι Νεστωριανοί από τον Παύλον Σαμοσατέα, που περιέγραψα αλλού,[ 8 ] οι Αρειανοί ισχυρίζοντο ότι ο Άγγελος και Κύριος της δόξης είναι το πρώτον εκ του μη όντος δημιούγημα της βουλής του Θεού πρό του χρόνου και των αιώνων και ως εκ τούτου ουχί συναείδιος και ομοούσιος τω Θεώ.
Μεταξύ άλλων εχρησιμοποίησαν οι Αρειανοί και Ευνομιανοί τον ισχυρισμόν, ότι ο Άγγελος της δόξης εγένετο ορατός εις τους προφήτας δια να αποδείξουν, ότι είναι κτιστός. Ομοίαζε η διδασκαλία των με αυτήν των Γνωστικών που εταύτιζον τον εν λόγω Άγγελον της Παλαιάς Διαθήκης με τον κατώτερον ορατόν θεόν, ή και τον σατανά, όστις δήθεν από άγνοιαν του καλού θεού έκτισε τον τάχα κακόν τούτον υλικόν κόσμον και παρεπλάνησε μέσω της σωματικής οράσεως τους προφήτας των Εβραίων.
Οι Αρειανοί και Ευνομιανοί ή ηγνόουν ή απέρριπτον την αποκάλυψιν, ότι οι θεούμενοι ευρίσκοντο εν θεοπτία γενόμενοι κατά χάριν θεοί και μόνον μέσω του Θεού έβλεπον την εν τω Κυρίω της δόξης πρίν και μετά την ενσάρκωσίν Του άκτιστον βασιλείαν και θεότητα του Θεού. Επρόσβαλον το βασικόν δόγμα της παραδόσεως των προφητών, ότι ο Θεός αποκαλύπτει εαυτόν τοις φίλοις Του μόνον μέσω του ακτίστου Μεγάλης Βουλής Αγγέλου και της ανθρωπίνης φύσεως Του αφού εγένετο σάρξ. Η χάρις και βασιλεία του φωτισμού και της δόξης, ήν κοινωνεί ο Λόγος του Θεού μέσω της ανθρωπίνης φύσεώς Του εις τα μέλη του σωματός Του είναι άκτιστος. Η διδασκαλία των Φραγκο-Λατίνων, ότι η χάρις ήν κοινωνεί η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού είναι κτιστή ουδεμίαν θέσιν έχει εις την παράδοσιν των Οικουμενικών Συνόδων.
Ο λόγος διατί αι θεοφάνειαι του Λόγου εις την Παλαιάν Διαθήκην απουσιάζουν από τα δοκίμια της ιστορίας των δογμάτων και της δογματικής των Λατίνων και Προτεσταντών, ως και από αυτά των Ορθοδόξων από την εποχήν του Πέτρου του Μεγάλου και του Νεο-Ελληνισμού, είναι το γεγονός ότι ο Αυγουστίνος απέριψε την αποστολικήν και πατερικήν αυτήν παράδοσιν. Η παρερμηνεία του Αυγουστίνου περί των Θεοφανειών αποτέλεσε την μόνην παράδοσιν των Φράγκων, διότι ουσιαστικώς μόνον αυτόν εγώριζον κάπως καλώς μέχρι τον 11ον αιώνα. Τα σπάνια δοκίμια που αναφέρουν την αρχαίαν αυτήν παράδοσιν ισχυρίζονται ότι εγκατελήφθη ως θέσις που ηυνόει τους Αρειανούς.
Αντιθέτως όμως η παράδοσις αυτή συνεχίζει να αποτελή την ουσίαν της Ορθοδόξου παραδόσεως, ήτις διαποτίζει την μυστηριακήν, τελετουργικήν και εικονογραφικήν ζωήν της Εκκλησίας. Μάλιστα αποτελεί το απαραίτητον πλαίσιον εντός του οποίου οι Πατέρες χρησιμοποιούν τους όρους τρείς υποστάσεις, μία ουσία και το ομοούσιον του Λόγου τω Πατρί και Αγίω Πνεύματι. Αποτελούν όμως ανοησίαν, όχι μόνον εντός των πλαισίων της Αυγουστινίου θεολογίας των Φραγκολατίνων, αλλά και της Φραγκολατινοποιημένης θεολογίας «ορθοδόξων» οίτινες κατά παράδοσιν πλέον δανείζονται από δοκίμια ετεροδόξων όταν γράφουν περί θεμάτων δογματικής, ιστορίας δογμάτων και αγίας γραφής.
Ο Αυγουστίνος επίστευσε[ 9 ] ότι μόνον οι Αρειανοί εταύτιζον τον Λόγον με τον Άγγελον της δόξης δια να αποδείξουν ότι είναι κτιστός, αφού είναι δήθεν ορατός εις τα όμματα των προφητών. Παρ΄ ότι ισχυρίζεται ότι ο Μεδιολάνων Αμβρόσιος ήλλαξε την προτέραν Μανιχαϊκήν θέσιν του επί της Παλαιάς Διαθήκης, αγνοεί πλήρως τα κατά των Αρειανών επιχειρήματα με τα οποία ο βαπτίσας αυτόν αποδεικνύει το άκτιστον του Μεγάλης Βουλής Αγγέλου, Λόγου, της Σοφίας του Θεού και το ομοούιον Αυτού τω Πατρί.
Επειδή ο Αυγουστίνος είχε κάμνει σύγχυσιν του φωτισμού και της θεώσεως με τον Νεο-Πλατωνικόν φωτισμόν και έκστασιν, συνεφώνει με τους εν λόγω φιλοσόφους και αιρετικούς ότι δεν μετέχει το σώμα εις την θεωρίαν Θεού. Εταύτισε τον δοξασμόν ή την θέωσιν με την ικανοποίησιν της δίψας δια ευδαιμονίαν και με την μετά Θάνατον Ζωήν. Δια τούτο ούτε εις την Παλαιάν και ούτε εις την Καινήν Διαθήκην κατενόησε τον εν τω Κυρίω της δόξης δοξασμόν. Δηλαδή δεν διέφερε ουσιαστικώς από τους Αρειανούς. Επέλυσε το πρόβλημα που έθεσαν οι Αρειανοί περί των Θεοφανειών πρό και μετά την ενσάρκωσιν με την πρωτότυπον θεωρίαν ότι οι προφήται έβλεπον και ήκουον τον Θεόν μέσω γινομένων εκ του μηδενός και απογινομένων εις το μηδέν κτισμάτων κατά βούλησιν του Θεού, ως π.χ. η καιομένη και άφλεκτος βάτος, η στύλη πυρός και νεφέλη, η δόξα και νεφέλη, και ακόμη ο Άγγελος της δόξης. Ο Θεός γίνεται μονίμως ορατός μέσω της ενσαρκώσεως του Λόγου του δια του οποίου μεταβιβάζει τα ρητά και νοήματά Του. Αλλά συνεχίζει να χρησιμοποιεί τα γενόμενα εκ του μηδενός μηνύματα και οράματα τα εις το μηδέν απογινόμενα, όπως αι γλώσσαι πυρός της Πεντηκοστής, της νεφέλης της αναλήψεως, της βασιλείας, δόξης, νεφέλης, φωτός και εξ ουρανού φωνής της Μεταμορφώσεως, της εξ ουρανού φωνής και περιστεράς της βαπτίσεως του Χριστού, και το πύρ της κολάσεως, κ.τ.λ. Είναι η καταδικασθείσα το 1341 διδασκαλία του Βαρλαάμ. Οι πατέρες της Συνόδου δεν υποψιάσθησαν ούτε την πηγήν της εν λόγω αιρέσεως και ούτε το γεγονός ότι ήτο η μόνη παράδοσις των Φραγκο-Λατίνων. Το αποτέλεσμα των ανωτέρων ήτο ότι τα λεκτικά σύμβολα, δια οποίων η Παλαιά και Καινή Διαθήκη εξέφραζε τας εμπειρίας του φωτισμού και της θεώσεως υποβιβάσθησαν εις γενόμενα και απογινόμενα κτίσματα και απίστευτα θαύματα. Περίεργον αποτέλεσμα των εν λόγω παρερμηνειών είναι ότι όχι μόνον το όνομα «βασίλειον» κυριαρχεί εις τας μεταφράσεις της Καινής Διαθήκης παρ΄ ότι ούτε μία φορά απαντάται εις το ελληνικόν πρωτότυπον. Αλλά περιέργως επικράτησε εις τα Βιβλικά και λειτουργικά κείμενα των Ορθοδόξων μεταναστών εις την Ευρώπην, Αμερικήν, Αυστραλίαν και Ασίαν. Η βασιλεία του Θεού είναι η άκτιστος ενέργεια και δόξα δια της οποίας ο Θεός βασιλεύει τον κόσμον και εις οποίαν μετέχουν τα καθαιρόμενα, φωτιζόμενα και δοξαζόμενα μέλη της Εκκλησίας.
13) «...τό πνεύμα μη σβέννυται» (Α΄ Θεσσ. 5:19)
Η προσευχή του Αγίου Πνεύματος εν τη καρδία «στεναγμοίς αλαλήτοις» (Ρωμ. 8:26) δεν είναι καθ΄ εαυτήν μέθεξις εις το σώμα του Χριστού. Πρέπει να ανταποκριθή κανείς εις αυτήν την προσευχήν του Αγίου Πνεύματος με την ιδικήν του αδιάλειπτον προσευχήν του πνεύματός του εν τη καρδία. Έτσι, «Αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού. Ει δε τέκνα, και κληρονόμοι, κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού, είπερ συμπάσχομεν, ίνα και συνδοξασθώμεν» (Ρωμ. 8:16-17.) Μολονότι αυτή η ανταπόκρισις είναι ιδική μας, είναι και χάρισμα Θεού. Αυτό ακριβώς προϋποθέτει ο Απ. Παύλος, όταν παραγγέλη: «αδιαλείπτως προσεύχεσθε...τό Πνεύμα μη σβέννυτε, προφητείας μη εξουθενείτε» (Α΄ Θεσσ. 5.17-19). Ο Παύλος εδώ μας λέγει να φροντίσωμεν να μείνωμεν ναοί του Αγίου Πνεύματος, διατηρώντες την αδιάλειπτον προσευχήν του πνεύματός μας εν τη καρδία, δια να φθάσωμεν να γίνωμεν προφήται δια της θεώσεως.
Το βάπτισμα του ύδατος «εις άφεσιν αμαρτιών» είναι μυστήριον ανεξάλειπτον, διότι η συγχώρησις από τον Θεόν δια την αρρώστειάν μας είναι το δεδομένον δια την έναρξιν της θεραπείας. Όμως το βάπτισμα του Πνεύματος δεν είναι ανεξάλειπτον. Δια τούτο υπάρχει η ειδική τελετή μετανοίας και αναμυρώσεως των μετανοούντων δια προτέραν απάρνησιν της πίστεώς των. Το δε μυστήριον της εξομολογήσεως έχει προφανώς την ρίζαν του εις την καθοδήγησιν των ιδιωτών να φθάσουν από την κάθαρσιν της καρδίας εις τον φωτισμόν αυτής. Είτε ανταποκρίνεται κανείς είτε όχι, το Άγιον Πνεύμα «εντυγχάνει» εν τη καρδία κάθε ανθρώπου. Με άλλα λόγια η αγάπη του Θεού καλεί εξ ίσου τον καθένα, αλλά όλοι δεν ανταποκρίνονται.
Οι μη ανταποκρινόμενοι θα έπρεπε να μη φαντάζωνται τον εαυτόν των ναούς του Αγίου Πνεύματος και μέλη του σώματος του Χριστού και να γίνωνται, ως εκ τούτου, εμπόδιον των άλλων εις αυτήν την ανταπόκρισιν. Οι εις κατάστασιν φωτισμού συμπροσεύχονται εις τας λειτουργίας των ως ναοί του Αγίου Πνεύματος και μέλη του σώματος του Χριστού δια τα μη μέλη, ώστε να γίνουν μέλη ή να ξαναγίνουν μέλη, εφ΄ όσον τούτο δεν τους το εγγυήθη το βάπτισμα του ύδατος εις άφεσιν αμαρτιών. Δια τούτο ο Χρυσόστομος προειδοποιεί, «Μη τοίνυν θαρρώμεν, ότι γεγόναμεν άπαξ του σώματος.»[ 10 ]
14) Το χάρισμα της διερμηνείας
Εις κάποιον σημείον της ιστορίας της μεταποστολικής Εκκλησίας το χάρισμα της συγχρόνου μεταφοράς των προσευχών και ψαλμών από την καρδίαν εις την διάνοιαν δια την μεγαλόφωνον απαγγελίαν αυτών προς όφελος των ιδιωτών αντικατεστάθη με γραπτά αναγιγνωσκόμενα κείμενα με καθορισμένα σημεία εις τα οποία οι ιδιώται (λαϊκοί) απαντούσαν με το «αμήν,» «Κύριε ελέησον,» κ.τ.λ. Επίσης η προσευχή της καρδίας συντομεύθη εις μικράν φράσιν (π.χ. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν) ή εις ρητόν Ψαλμού (παράδοσις της Αιγύπτου την οποίαν μετέφερε εις την Δύσιν ο Άγιος Ιωάννης ο Κασσιανός). Κατά τα άλλα τα χαρίσματα της 1 Κορ. 12:28 παρέμειναν τα ίδια.
Ο Ρωμαίος ιστορικός των Φράγκων Γρηγόριος Επίσκοπος Τουρώνης περιγράφει τα φαινόμενα και του φωτισμού και του δοξασμού. Αλλά μη γνωρίζων τί είναι, τα περιγράφει ωσάν θαύματα και με τρόπον συγκεχυμένον.[ 11 ] Οι Φράγκοι συνέχισαν την σύγχυσιν ταύτην και τελικά εταύτισαν τον φωτισμόν και τον δοξασμόν με τον Νεο-Πλατωνικόν μυστικισμόν του Αυγουστίνου, τον οποίον ορθώς απέριψαν ορισμένοι Διαμαρτυρόμενοι, αφού δια τους Πατέρας αποτελεί φαινόμενον δαιμονικόν.
15) Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν
«Ώστε ός αν εσθίη τον άρτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται του σώματος και του αίματος του Κυρίου. δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω, ο γαρ εσθίων και πίνων κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει μη διακρίνων το σώμα. δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί» (1 Κορ. 11:28-30). Με άλλα λόγια πρέπει κανείς να δοκιμάση τον εαυτόν του αν είναι στην κατάστασιν φωτισμού, και επομένως μέλος του σώματος του Χριστού και ναός του Αγίου Πνεύματος, με τουλάχιστον τα «γένη γλωσσών,» δηλαδή την νοεράν προσευχήν. Άλλως εσθίει τον άρτον και πίνει το ποτήριον του Κυρίου αναξίως (Κορ. 11:27). Εν τοιαύτη περιπτώσει ευρίσκεται μεταξύ ή των «ασθενών» ή των «αρρώστων» ή των πνευματικώς «κοιμωμένων (νεκρών)» (1 Κορ. 11:30), δηλαδή μη μετέχων εις την πρώτην ανάστασιν του έσω ανθρώπου. Ο τοιούτος μετέχει εις την Θείαν Ευχαριστίαν ουχί αξίως, αλλά εις κατάκριμα. Δεν πρέπει κανείς να χρησιμοποιεί το δείπνον της αγάπης (πού τότε συνόδευε κάθε ευχαριστιακήν σύναξιν) ως ευκαιρίαν να τρώη και να πίνη. Τούτο κάμνει κανείς στο σπίτι του (1 Κορ. 11:21-22,34). «ει δε εαυτούς διεκρίνομεν (δηλαδή δια της νοεράς προσευχής), ουκ εκρινόμεθα, κρινόμενοι δε υπό του Κυρίου παιδευόμεθα, ίνα μη σύν τω κόσμω κατακριθώμεν» (1 Κορ. 11:31-32). Εις τον φωτισμόν και εις τον δοξασμόν κρινόμενοι οι φωτισθέντες και οι θεωθέντες εκπαιδεύονται εντός του πνεύματός των από τον ίδιον τον Χριστόν. Την θεραπείαν αυτήν περιγράφει εν συνεχεία ο Απόστολος Παύλος στην 1 Κορ. 12-15:11[ 12 ] όπως είδαμεν.
Ο μόνος σκοπός της διατυπώσεως των δογμάτων από Οικουμενικάς και Τοπικάς Συνόδους ήτο και είναι η διαφύλαξις των πιστών εντός της θεραπευτικής αυτής αγωγής της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας και του δοξασμού/θεώσεως και από κομπογιαννίτες μη ορθοδόξους και τυπικά ορθοδόξους ιατρούς. Τούτο επειδή «πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού...» (Ρωμ. 3:23). Αι διατυπώσεις των δογμάτων ουδεμίαν σχέσιν έχουν με θεολογικόν ή φιλοσοφικόν στοχασμόν επάνω στα μυστήρια της Αγίας Τριάδος, της ενσαρκώσεως του Λόγου και της θεώσεως. Η αρρώστεια του ανθρώπου συνίσταται εις τον σκοτασμόν του πνευματός εις την καρδίαν που αρχίζει να θεραπεύεται με την αδιάλειπτον προσευχήν, και όχι με στοχασμούς θεολογικο-φιλοσοφικούς. Τούτο διότι ουδεμία ομοιότης υπάρχει μεταξύ του ακτίστου Θεού και των κτισμάτων Του και «Θεόν φράσαι αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον.» Δια τούτο οι περί Θεού και ενσαρκώσεως στοχασμοί του Αυγουστίνου και των Φραγκο-Λατίνων και διαρμαρτυρομένων οπαδών του και όπως και οι στοχασμοί ορισμένων τυπικά ορθοδόξων «θεολόγων», γενόμενοι βάσει της analogia entis και της analogia fidei, είναι παντελώς ξένοι προς την Βιβιλικήν και Πατερικήν παράδοσιν. Σήμερον θεωρούνται μάλιστα ως γνώρισμα νοητικώς καθυστερουμένων τινων θρησκολήπτων.
Ο μόνος σκοπός των ορθοδόξων δογμάτων είναι η διαφύλαξις της οδού της εν Χριστώ θεραπείας μέσω της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας και της θεώσεως των πιστών.
Το συνοδικόν σύστημα προήλθεν 1) εκ της ομάδος των προφητών εις κάθε Εκκλησίαν, και 2) εκ των αποστόλων ως των εποπτών των υπ΄ αυτών ιδρυομένων Εκκλησιών.
Οι επίσκοποι και πρεσβύτεροι των αποστολικών εκκλησιών προήρχοντο από τους προφήτας και διδασκάλους. Η γενική υπό των αποστόλων επίβλεψις επί τοπικών ομάδων εκκλησιών συνεχίσθη, μετά τον θάνατόν των, από την συλλογικήν επίβλεψιν αυτών υπό των εκπροσωπούντων τους ενοριακούς των φωτισμένους και θεουμένους επισκόπων συγκροτημένων εις συνόδους. Ακριβώς υπό την ιδιότητα αυτήν οι συνοδικοί επίσκοποι είναι κατά κυριολεξίαν, οι διάδοχοι των αποστόλων.
Εις κάποιον σημείον, εκκλησίαι, όπως εκείνη της Λαοδικείας (Αποκ. 3:14-22), ηυξήθησαν εις τοιούτον βαθμόν, ώστε έγιναν δεκταί ως ημιφυσιολογικαί, όσον έμειναν υπό εποπτίαν. Φαίνεται ότι εξ αιτίας μιάς τοιαύτης συγκυρίας, αρχίζουν να εμφανίζωνται Εκκλησίαι, όπου προΐστανται πρεσβύτεροι αντί επισκόπων, διότι δεν υπήρχον αρκετοί θεούμενοι, δια τον βαθμόν του επισκόπου.
Ότι οι επίσκοποι πρέπει να εκλέγωνται εκ των θεουμένων, έμεινε βασική προϋπόθεσις της Ορθοδόξου Παραδόσεως, ιδιαιτέρως υποστηριζομένη υπό του Αγίου Διονυσίου του Αρειοπαγίτου, μέχρι τον 19ον αιώνα. Με την πάροδον του χρόνου οι θεούμενοι αποσυνδέθησαν από τον ενοριακόν κλήρον και ήρχισαν να εμφανίζωνται εις το επίκεντρον των αναχωρητών και μοναχών, οι οποίοι γίνονται εν συνεχεία τα φυτώρια δια την προετοιμασίαν υποψηφίων Ιεραρχών και κυρίως προέδρων συνόδων. Η κυρία ευθύνη των επισκοπικών συνόδων ήτο η προαγωγή της θεραπείας της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας και της θεώσεως καθώς και η πλήρης υποστήριξις όλων των προγραμμάτων εφαρμογής των αποτελεσμάτων της εν λόγω θεραπείας δια την εξύψωσιν του συνόλου της κοινωνίας. Πάντα ταύτα προϋπέθετον την χειροτονίαν γνησίων ιατρών και την απόρριψιν των κομπογιαννιτών, των οποίων οι αφηρημένοι στοχασμοί ή απεμάκρυνον απ΄ αυτήν την θεραπείαν και τελείωσιν ή έφθανον μέχρι πρό της θεραπείας και εβούλιαζον εν συνεχεία εις το τέλμα της ηθικολογίας.
Ακριβώς λόγω της ταυτότητος θεραπείας και τελειώσεως εις όλους τους φωτισμένους και θεουμένους, δεν κατενόησαν ποτέ οι Ορθόδοξοι την δογματικήν αυθεντίαν ως επιβαλλομένην άνωθεν, αλλ΄ ως υπάρχουσαν εις τους φωτισμένους και θεουμένους έσωθεν. Επειδή δε η κοινή αυτή εμπειρία καταξιώνει την πραγματικότητα, ότι «Θεόν φράσαι μεν αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον,» δεν ήτο δυνατόν οι δοξασμένοι να διαφωνήσουν μεταξύ των εις την χρήσιν διαφορετικών όρων, αρκεί να οδηγούν εις τον φωτισμόν και δοξασμόν. Το σχίσμα μεταξύ των Ορθοδόξων και των Ανατολικών Ορθοδόξων είναι ένα παράδειγμα αποδοχής διαφορετικών τρόπων διατυπώσεως από την μίαν πλευράν και ενός μόνον τρόπου διατυπώσεως από την άλλην.
1) Σύνοδοι και Ορθόδοξος πολιτισμός
Η δύναμις του φωτισμού και της θεώσεως όχι μόνον υπέμεινε και εβάστασε τους διωγμούς, αλλά και κατέκτησε την Ρωμαϊκήν Αυτοκρατορίαν και έγινε η καρδία του Ελληνικού της Πολιτισμού. Μη οικείοι με την πραγματικότητα αυτήν ιστορικοί, δεν έχουν κανένα τρόπον, να κατανοήσουν την έκτασιν της μεταμορφώσεως που υπέστη το Ρωμαϊκόν κράτος από την θεραπείαν του φωτισμού και της θεώσεως. Το κριτήριον με το οποίον η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έκαμε την Ορθόδοξον πίστιν και πράξιν και το συνοδικόν της σύστημα μέρος της νομοθεσίας και της διοικήσεώς της δεν διέφερε πολύ από την σημερινήν νομικήν υποστήριξιν της γνησίας ιατρικής και της προστασίας των πολιτών από κομπογιαννίτας. Θρησκείαι και δόγματα, που απομακρύνουν από τον φωτισμόν και την θέωσιν , δεν εθεωρούντο μόνον επικίνδυνα δια την σωτηρίαν, αλλά και ως μη συντελεστικά εις την παραγωγήν πολιτών, που θα ηδύναντο να συντελέσουν εις την θεραπείαν και μεταμόρφωσιν της κοινωνίας.
Η συμβολή των φωτισμένων και δοξασμένων εις τον Ελληνικόν Πολιτισμόν, τόσον εις το Ανατολικόν όσον και εις το Δυτικόν τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ήτο πολύ μεγαλυτέρα, από όσον δύνανται οι μη γνώσται της Ορθοδοξίας ιστορικοί να φαντασθούν, έστω και αν πολλαί εκ των αυτοκρατορικών προσδοκιών απεδείχθησαν ουτοπικαί.
Ο ισχυρισμός, ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ο Ελληνικός της Πολιτισμός αντικατεστάθησαν από κάποιαν «Βυζαντινήν» αυτοκρατορίαν και κάποιον «Βυζαντινόν» πολιτισμόν, είναι καθαρά καρικατούρα. Ο φωτισμός και ο δοξασμός είχον γίνει η καρδία και ο πυρήν τόσον του Ανατολικού όσον και του Δυτικού μέρους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτή η παράδοσις της θεραπείας και της τελειώσεως δεν ενδιέφερε τους Τεύτονας κατακτητάς των Δυτικών Ρωμαίων. Αλλ΄ οι Ανατολικοί Ρωμαίοι διετήρησαν και συνέχισαν την παράδοσιν αυτήν, η οποία δεν είναι «Βυζαντινή» αλλά Αποστολική.
2) Φραγκο-Λατινικός πολιτισμός
Οι Μεροβίγγιοι ρήγες των Φράγκων εσφετερίσθησαν πρώτον το δικαίωμα αρνησικυρίας εις τας εκλογάς των επισκόπων. Κατόπιν εσφετερίσθησαν το δικαίωμα διορισμού των επισκόπων. Εν συνεχεία ανεκάλυψαν την οικονομικήν ωφέλειαν εκ της πωλήσεως των θέσεων των επισκόπων δια της πλειοδοσίας. Εις αυτό το σημείον οι Ρωμαίοι επίσκοποι της Φραγκίας έχασαν την επαφήν των με τον φωτισμόν και τον δοξασμόν, που επεβίωσαν ανάμεσα εις τον μοναχισμόν, κλήρον και λαόν, όπως φαίνεται σαφώς εις τους βίους των αγίων. Εν συνεχεία ηυξήθη ο αριθμός των Φράγκων επισκόπων μέχρις ότου οι Καρολίγγειοι Φράγκοι εξεδίωξαν τους εναπομείναντας Ρωμαίους επισκόπους και επέβαλον τους εαυτούς των ως επισκόπους εις την Εκκλησίαν, με ιδιαιτέραν φροντίδα αστυνομεύσεως των Ρωμαίων, που είχον μεταβληθεί εις τα διάφορα είδη της δουλοπαροικίας. Ούτως αι Φραγκο-Λατινικαί βασιλείαι και ευγένειαι έκαμον την αποστολικήν διαδοχήν ιδιοκτησίαν της φυλής των. Η απείθεια των δούλων και δουλοπαροίκων εις αυτήν την αποστολικήν διαδοχήν διορθώνετο από τον επισκοπικόν στρατόν.
Ούτε μία εκ των δογματικών πρωτοβουλιών των Φράγκων κατά τον 8ον και 9ον αιώνα υπήρξε το αποτέλεσμα αναζητήσεως πληροφοριών και επεξηγήσεων από τους Ρωμαίους, των οποίων τας δογματικάς διατυπώσεις διέστρεφον. Οι Φράγκοι δεν ήσαν εις θέσιν να κάμουν διάλογον, απλώς διότι ήσαν αμαθείς βάρβαροι, με μίαν απίστευτον αυτοπεποίθησιν, ότι είναι η εκλεκτή φυλή του Θεού και ότι ο Αυγουστίνος είναι ο καλύτερος οδηγός εις όλα τα ουσιώδη ζητήματα της πίστεως. Δυστυχώς ο επίσκοπος Ιππώνος δεν είχε κατανοήσει τον βιβλικόν φωτισμόν και δοξασμόν.
Μερικούς αιώνας αργότερον ήρχισαν οι Φράγκοι να πληροφορούνται δια τους Πατέρας και τας Ρωμαϊκάς Οικουμενικάς Συνόδους. Αλλ΄ απλώς υπέταξαν και αυτάς εις την ιδικήν των παράδοσιν και ανέδειξαν τον Αυγουστίνον εις το κατ΄ εξοχήν κλειδί της ερμηνείας των. Έτσι, οι Φράγκοι ουδέποτε είδον, και οι Λατίνοι ακόμη δεν βλέπουν, την κάθαρσιν και τον φωτισμόν της καρδίας και τον δοξασμόν ούτε εις την Π. ούτε εις την Κ. Διαθήκην, ούτε εις τους Πατέρας. Ουδέποτε είδον, και ούτε ακόμη βλέπουν, την ανάγκην θεραπείας της αναζητούσης την ευδαιμονίαν νόσου και της μεταμορφώσεως της ιδιοτελούς αγάπης εις αγάπην, ήτις «ου ζητεί τα εαυτής.» Συνεχίζουν να πιστεύουν, ότι η θέα του θεού είναι ο παράδεισος και η ευδαιμονία, και ότι η έλλειψις της θέας του Θεού είναι η κόλασις. Δηλαδή απορρίπτουν το θεμέλιον της διδασκαλίας της Αγίας Γραφής και των Πατέρων, ότι όλοι οι άνθρωποι θα είδουν την δόξαν του Θεού εν Χριστώ, αλλ΄ όλοι δεν θα μετάσχουν.
Τμήματα της Μεταρρυθμίσεως ήλθον εις σαφεστέραν ρήξιν με τον Φραγκο-Λατινικόν Χριστιανισμόν από άλλα τμήματα και επανήλθον, μέχρις ορισμένου σημείου, εις την δικαίωσιν δια της πίστεως εκείνης, ήτις είναι χάρισμα του Αγίου Πνεύματος εν τη καρδία. Η πρόσφατος συμφωνία μεταξύ Λουθηρανών και Ορθοδόξων περί του Κανόνος της Αγίας Γραφής και της Θεοπνευστίας συμπεριλαμβάνει την από κοινού αποδοχήν της αληθείας, ότι η δικαίωσις (φωτισμός) ολοκληρώνεται εις αυτήν την ζωήν με τον δοξασμόν. Τούτο θα πρέπει να αποδειχθή ουσιαστικόν βήμα προς την ορθήν κατεύθυνσιν, όχι μόνον δια την ένωσιν των Εκκλησιών, αλλά, επίσης, δια την εξύψωσιν του εν εξελίξει ακόμη ευρισκομένου Δυτικού Πολιτισμού.
Ο Φραγκο-Λατινικός και ο Δυτικός Πολιτισμός και το Ισλάμ είναι κυριαρχημένα από την νόσον της θρησκείας και της αναζητούσης την ευδαιμονίαν ιδιοτελείας. Αυτή ακριβώς η αρρώστια ευρίσκεται εις το θεμέλιον όλων των προσωπικών και κοινωνικών νοσημάτων. Παραμένουσα πάντα ανεξέλεγκτος, οδηγεί αυτομάτως εις συγκρούσεις συμφερόντων εις όλα τα επίπεδα της κοινωνίας και εις την ιδιοτελή εκμετάλλευσιν των ανθρώπων και του περιβάλλοντος υπό των συνανθρώπων των. Η σύγχρονος τεχνολογία και επιστήμη υπετάγησαν εις την εξυπηρέτησιν της αρρωστείας αυτής, ως εκφράζεται εις την καταναλωτικήν οικονομίαν, η οποία διαβρώνει τας κοινωνικάς δομάς και ωθεί εις την εκμετάλλευσιν των φυσικών πόρων πέραν των υποφερτών ορίων.
Η ανθρωπότης κατώρθωσε να επιβιώση των αναριθμήτων καταστροφών του περελθόντος, αι οποίαι προεκλήθησαν από αυτήν την νόσον. Όμως η γενεά μας έχει την «τιμήν» να ζή εις εκείνην την φάσιν της ανθρωπίνης ιστορίας, η οποία, δια πρώτην φοράν, μαρτυρεί περί της «ικανότητος» της ανθρωπότητος να αυτο-καταστραφή πλήρως, είτε από πυρηνικόν συμβάν ή από μόλυνσιν και διατάραξιν της οικολογικής ισορροπίας. Ίσως η μεγαλυτέρα απειλή δια την ασφάλειαν του πλανήτη μας προέρχεται από αποκαλυπτικούς ονειροπώλους θρησκευομένους.
Η ωμή ιδιοτέλεια δια την επιβίωσιν του κόσμου και δια την ευημερίαν της κοινωνίας δύναται τελικώς να εξαναγκάση τους υπευθύνους να εύρουν μίαν λύσιν εις το φάσμα αυτό της πυρηνικής και της οικολογικής καταστροφής. Η μόνη λύσις φαίνεται να είναι η συλλογική αυτο-επιβολή μιάς ασκητικής εγκρατείας.
Το ότι, 1) ο πόθος δια την ευδαιμονίαν είναι «η» αρρώστια της ανθρωπότητος, την οποίαν προωθούν σχεδόν όλες οι θρησκείες, και το ότι, 2) η θεραπεία της «είναι» η κάθαρσις και ο φωτισμός της καρδίας και ο δοξασμός, είναι δύο αλήθειαι της αποκαλύψεως που θά΄ καμε καλά ο κόσμος να μη αγνοεί.
Αυταί αι αλήθειαι τυγχάνουν να είναι τα κλειδιά της μετ΄ αλλήλων ενώσεως εν τη ακτίστω δόξη της Αγίας Τριάδος δια την οποίαν προσεύχεται ο Χριστός (Ιω. 17) δια να πιστεύση ο κόσμος.
Η περί ανθρώπου αντίληψις του Ελληνικού Πολιτισμού δεν είχε τον τρόπον εκφράσεως δια την κυκλικήν κίνησιν του πνεύματος προσευχόμενον εν τη καρδία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Δια τούτο οι Πατέρες επήραν τους όρους «νούς,» «λόγος» και «διάνοια» και εταύτισαν τον «νούν» με το «πνεύμα» προσευχόμενον εν τη καρδία. Έτσι έχομεν την διάκρισιν μεταξύ α) «τής λογικής λατρείας» την οποίαν τελεί «τό βασίλειον ιεράτευμα,» εις την οποίαν μετέχουν οι ιδιώτες (λαϊκοί) με το «αμήν» τους, και β) «τής νοεράς λατρείας» εν τη καρδία των φωτισμένων και γ) «τού δοξασμού (θεώσεως)» όπου τα νήπια του φωτισμού γίνονται άνδρες και επιστρέφουν εις την κατάστασιν του φωτισμού προφήτες. Μέσα εις τα πλαίσια αυτά ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός παραπονούμενος γράφει (εις το έργον περί μετανοίας και εξομολογήσεως) ότι υπάρχουν επίσκοποι στην εποχήν του που εις την εποχήν των αποστόλων θα έλεγαν μόνον «αμήν» εις την Εκκλησίαν.
Σημειωτέον ότι καθ΄ όλην την διάρκειαν του φωτισμού της καρδίας, δηλαδή της νοεράς ευχής, ο εγκέφαλος συνεχίζει να επικοινωνεί φυσιολογικώς με το περιβάλλον και να δουλεύη κανονικά. Το ίδιον συμβαίνει και εις την κατάστασιν του έσωθεν υπό του Χριστού δοξασμένου όταν συνηθίση να βλέπη τα πάντα εν τη ακτίστω δόξη Αυτού και γενόμενος από νήπιος ανήρ επιστρέφει εις την κατάστασιν του φωτισμού της νοεράς προσευχής.
Με άλλα λόγια τα τέκνα του Νεο-Πλατωνικού μυστικισμού του Αυγουστίνου, και των Φραγκο-Λατίνων και τινών δήθεν ορθοδόξων, που επιδιώκουν την έκστασιν του νοός και της ψυχής εκτός του σώματός των, αναζητώντες ενόρασιν των ανυπάρκτων αΰλων εν τω νοΐ του Θεού αρχετύπων, ασχολούνται με «δαιμόνων εύρημα.» Αυτήν την αίρεσιν του Βαρλαάμ κατεδίκασε η Θ Οικουμενική Σύνοδος το 1341 χωρίς δυστυχώς να καταλάβη ότι είναι του Αυγουστίνου και της παραδόσεως των Καρλοβιγκίων Φράγκων που άρχισε τα τέλη του 8ου αιώνος. Οι προηγούμενοι Μεροβίγκιοι Φράγκοι ήσαν Ορδόδοξοι και είχαν καταδικάσει την περί χάριτος και αμαρτίας διδασκαλίαν του Αυγουστίνου.
Μέχρι τον 12ον αιώνα οι Καρλοβίγκοι Φράγκοι εγνώριζαν μόνον τα έργα του Αυγουστίνου εξολοκλήρου. Είχαν αποκτήσει τον 8ον αιώνα τα έργα του Διονυσίου Αρειοπαγίτη τα οποία μετέφρασε ο Ιωάννης Σκώτος Ερουέγια. Έγραψε ο ίδιος πολλά έργα ιδικά του τα οποία χρήζουν μελέτης από Ορθοδόξους. Οι Φράγκοι όμως υποδούλωσαν τελικά τον Αρειοπαγίτην εις τον Νεο-Πλατωνικόν μυστικισμόν του Αυγουστίνου. Τον 12ον αιώνα απέκτησαν λατινικήν μετράφασιν του έργου «Ακριβής Έκθεσις της Ορθοδόξου Πίστεως» του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού και υποδούλωσαν και αυτόν εις τον Αυγουστίνον. Εν τω μεταξύ είχαν αρχίσει να συλλέγουν επί το πλείστον μόνον προτάσεις (Sententiae) άλλων Λατινοφώνων Πατέρων που μάζευαν από κανονικάς συλλογάς και ερμηνευτικά σχόλια Πατέρων της Αγίας Γραφής. Βάσει αυτών των προτάσεων άρχισαν με τον Πέτρον Λομβαρδόν (πέθανε 1160) να γράφουν στοχαστικήν, μάλιστα, συστηματικήν θεολογίαν. Δηλαδή έμαθαν να θεολογούν βάσει κειμένων εκτός της συναφείας των.
Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς συνοψίζει την πατερικήν παράδοσιν κατά του μυστικισμού ως εξής «Το δ΄ έξω τον νούν, ου του σωματικού φρονήματος αλλ΄ αυτού του σώματος ποιείν, ως εκεί νοεροίς θεάμασιν εντύχοι, της ελληνικής εστι πλάνης αυτό το κράτιστον και πάσης κακοδοξίας ρίζα και πηγή, δαιμόνων εύρημα και παίδευμα γεννητικόν ανοίας και γέννημα της απονοίας.» (Λόγος Υπέρ Των Ιερώς Ησυχαζόντων, Ι,β,4.)
Αναπόσπαστον μέρος της εν λόγω θεραπείας είναι ότι ο ανήρ τέλειος έχει γίνει γνώστης και των νοημάτων του «σατανά» αφού «ου γαρ αυτού τα νοήματα αγνοούμεν» (Β Κορ. 2,11). Το αήττητον όπλον κατά του διαβόλου είναι η θεραπεία του βραχυκλώματος μεταξύ της νοεράς ενεργείας της καρδίας και της λογικής του εγκεφάλου. Η θεραπεία συνίσταται εις τον περιορισμόν όλων των νοημάτων, είτε καλών ή κακών, εις τον εγκέφαλον που επιτυγχάνεται μόνον όταν η νοερά ενέργεια της καρδίας επανέρχεται εις την φυσιολογικήν της κυκλικήν κίνησιν μέσω της αδιαλείπτου νοεράς προσευχής. Αφελείς είναι οι υποστηρίζοντες το δυνατόν να αποβάλλη κανείς τα κακά νοήματα και να κρατήση μόνον καλά νοήματα εις τον εγκέφαλον. Πρέπει κανείς να γνωρίζη ακριβώς τα νοήματα του διαβόλου δια να τον νικήση. Τούτο επιτυγχάνεται μέσω της κυκλικής κινήσεως του νοός εν τη καρδία. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς συνοψίζει την πατερικήν παράδοσιν ως εξής: «Ου γαρ δή λέληθεν αυτούς, ότι ουχ ως η όψις τάλλα μεν ορά των ορατών, εαυτήν δε ουχ ορά, ούτω και ο νούς, αλλ΄ ενεργεί μεν και τάλλα, ών αν δέοιτο περισκοπών, ό φησι κατ΄ ευθείαν κίνησιν του νού Διονύσιος ο μέγας, εις εαυτόν δ΄ επάνεισι και ενεργεί καθ΄ εαυτόν, όταν εαυτόν ο νούς ορά. Τούτο δ΄ αύθις ΄κυκλικήν΄ είναι κίνησιν ο αυτός φησιν. Αύτη δ΄ η του νού εστιν ενέργεια κρείττων και ιδιαιτάτη, δι΄ ής και υπέρ εαυτών γινόμενος έσθ΄ ότε τω Θεώ συγγίνεται. «Νούς γάρ», φησί, «μή σκεδαννύμενος επί τα έξω», -οράς ότι έξεισι; Εξιών ούν, επανόδου δείται΄ διό φησιν- «επάνεισι προς εαυτόν, δι΄ εαυτού δε προς τον Θεόν» ως δι΄ απλανούς αναβαίνει της οδού. Την τοιαύτην γαρ κίνησιν του νού και ο των νοερών απλανής επόπτης εκείνος Διονύσιος αδύνατον είναι πλάνη τινί περιπεσείν.» (Υπέρ των Ιερώς Ησυχαζόντων, Ι,β,5.) Η άκτιστος πανταχού παρούσα δόξα του θεού είναι ήδη μέσα εις το κάθε πλάσμα και επομένως εις την καρδίαν του κάθε ανθρώπου μαζί με την δημιουργικήν, συνεκτικήν, προνοητικήν και ακόμη την καθαρκτικήν ενέργειαν Του. Το να ψάχνη κανείς τον Θεόν εις κάποιο υπερπέραν είναι σκέτη ανοησία. Με άλλα λόγια ο Διονύσιος δεν έχει καμμίαν σχέσιν, ούτε με τον Νεο-Πλατωνισμόν και ούτε με τους Φραγκο-Λατίνους, που φαντάζονται ότι τον ακολουθούν.
Ο λόγος που δεν υπάρχει στοχαστική θεολογία εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν είναι το γεγονός ότι η νόσος της θρησκείας είναι νευρο-βιολογική και η θεραπεία της δεδομένη. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι τον Θεόν όψωνται.»
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[ 1 ] Ηκάτωθι ερμηνεία του Αποστόλου Παύλου βασίζεται εις την πατερικήν παράδοσιν, αλλά καθώς και εις πληροφορίας που εδόθησαν από τους Εβραίους θεολόγους κατά την την διάρκειαν διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Εβραίων τον Οκτώμβριον 1979 εις το Βουκουρέστι. Οι τελευταίοι εσημείωσαν το γεγονός ότι η περιγραφή που εδόθη περί της της πατερικής παραδόσεως περί φωτισμού της καρδίας και του δοξασμού ταυτίζεται με την παράδοσιν των Χασιδίμ. Προφανώς οι απόστολοι και οι Φαρισαίοι του αποστόλου Παύλου αμήκουν εις αυτή την παράδοσιν.
[ 2 ] Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος συνοψίζει την Πατερικήν ερμηνευτικήν περί της Α΄ Κορ. 12:27-28. «Ίνα δε και τας διαφοράς των μελών και τίνα ταύτα και τίνες εισίν αποδείξη, έφη ΄Υμείς δε εστε σώμα Χριστού...γένη γλωσσών.΄ Είδες τας διαφοράς των μελών του Χριστού; Έμαθες τίνες εισί μέλη αυτού;» Βίβλος των Ηθικών στ΄ πώς ενούται τω Χριστώ και Θεώ και έν γίνονται μετ΄ αυτού πάντες οι άγιοι.
[ 3 ] Πιστός με το βάπτισμα του ύδατος μη εισελθών ακόμη εις την κατάστασιν του φωτισμού, δηλαδή εις το βάπτισμα του Πνεύματος, και ως εκ τούτου ουχί ακόμη μέλος του σώματος του Χριστού και του «βασιλείου ιερτεύματος.» Δια τούτο και λέγεται ιδιώτης, αφού ιδιωτεύει.
[ 4 ] Δια την Πατερικήν ερμηνείαν του «εφ΄ ώ» εις το χωρίον Ρωμ. 5:12 βλέπε J. S. Romanides, Original Sin According to Saint Paul,» εν St. Vladimir΄s Quartedly (μέ την παλαιάν αρίθμησιν της εποχής του π. Γεωργίου Φλωρόβσκυ που κατήργησαν οι διάδοχοί του) Νew Υοrk, 1955, τόμος ΙV, τεύχοι 1 και 2: Το Προπατορικόν Αμάρτημα, Αθήνα 1957, 2α έκδοσις Δόμος Αθήνα 1989, κεφ. 6.
[ 5 ] Δηλαδή την κατά τους πατέρας νοεράν ενέργειαν της ψυχής.
[ 6 ] Τα μέλη του νέου κλάδου ιατρικών ερευνών περί του γήρατος.
[ 7 ] Ι.Σ. Ρωμανίδου, Justin Martyr and the Fourth Gospel, The Greek Orthodox Theological Review, IV, 2 (1958-59), 115-139.
[ 8 ] Debate over Theodore of Mopsuestia;s Christology, εν The Greek Orthodox Theological Review, τόμ. VΙΙ, αρ. 2 1959-60), σελ. 140-185.
[ 9 ] Αι απόψεις του που ακολουθούν περί Θεοφανειών εν συνδυασώ με την ευδαιμονίαν αναπτύσονται κυρίως εις το έργον του De Trinitate, Βιβλία ΙΙ και ΙΙΙ. Τα περί ευδαιμονίας πλημυρίζουν τα έργα του και ουδόλως άλλαξαν από το πρώτον επί του θέματος και προ του βαπτίματος έργον του Beata Vita.
.[ 10 ] ΡG. 60:23. Βλ. Ι. Ρωμανίδου, Το Προπατορικόν Αμάρτημα, έκδοσις β, Αθήνα 1989, σελ. 173.
[ 11 ] John S. Romanides, Franks, Romans, Feudalism and Doctrine, Holy Cross Orthodox Press, Brookline 1981, p.p.53-57.
[ 12 ] Αυτόθι
[http://www.amazon.com/exec/obidos/tg/detail/-/0802807259/qid=1094813608/sr=8-1/ref=pd_ksr_1/103-1819332-7695831?v=glance&s=books&n=507846]
Psychology As Religion: The Cult of Self-Worship
Paul C. Vitz
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΒΙΒΛΙΟΥ:
· Σελίδες: 173
· Εκδότης: Wm. B. Eerdmans Publishing Company; 2nd edition (May, 1994)
· Γλώσσα: Αγγλική
· ISBN: 0802807259
· Διαστάσεις: 9.0 x 6.0 x 0.6 Ίντσες
Η ενοποίηση Πολιτείας και Θρησκείας ήταν μια ιδέα που την ενστερνίσθηκε η θρησκεία του κοσμικού ουμανισμού, (ο οποίος έχει τις ρίζες του στον Διαφωτισμό) καθ’ ότι είναι συνυφασμένη με την κοινωνία της Βορείου Αμερικής. Επενδύονται εκατομμύρια δολάρια των φορολογούμενων Αμερικανών πολιτών για την διαιώνιση αυτής της κρατικής θρησκείας (του αυτοειδωλικού ανθρωπισμού) Ενδεικτικά, σχολές επιμόρφωσης σε κολλέγια και πανεπιστήμια της επικράτειας εκπαιδεύουν δασκάλους, συμβούλους, σχολικές διοικήσεις - καθώς και εκείνους που τους εκπαιδεύουν - στην «σέκτα» του κοσμικού ουμανισμού.
«Κοσμικός ουμανισμός» σημαίνει προσήλωση στην ατομική έκφραση σαν αυτοσκοπός. «Δίνει έμφαση στην ανθρώπινη ικανότητα για αλλαγή, σε βαθμό που σχεδόν απόλυτα αψηφείται η ιδέα πως η ζωή ενέχει κάποια όρια, και πως η επίγνωση των ορίων αυτών αποτελεί μια βάση σοφίας». (σελίδα 33) Όταν ένα παιδί διδάσκεται πως είναι το πιο σημαντικό πρόσωπο στον κόσμο - με το πρόσχημα πως έτσι ενισχύεται η αυτοεκτίμησή του - η αντίδραση του παιδιού αυτού προς την όποια εξουσία είναι τις περισσότερες φορές: «αφού-είμαι-το-πιο-σημαντικό-πρόσωπο-στον-κόσμο-γιατί-να-σ’ ακούσω-εσένα;!»
Σε κάθε δελτίο ειδήσεων, και σε κάθε εφημερίδα στην επικράτεια του Καναδά και των Η.Π.Α., βλέπουμε καθημερινά τα αποτελέσματα αυτής της λανθασμένης νοοτροπίας/ διδασκαλίας. Το βιβλίο αυτό καλύπτει ευρύτερα την παραπλανητική «Εγω-κεντρική/αυτό-εξυπηρετική» Ψυχολογία που είναι τόσο διαδεδομένη σήμερα, καθώς επίσης και την ενδεχόμενη αρνητική/καταστροφική επίδρασή της στο σύνολο της κοινωνίας. Πριν από το 1980, ο συγγραφέας είχε προτείνει μέσα στο βιβλίο του κάποιο μοντέλο/σχήμα κοινωνικού και ηθικού εκφυλισμού που αναμενόταν να συμβεί στην σύγχρονη κοινωνία, πέραν του έτους 2000, εξ αιτίας της «Φίλαυτης Ψυχολογίας». Οι περισσότερες από τις επιστημονικές προβλέψεις που έκανε εκεί μέσα πραγματοποιούνται σήμερα, παρέα με τις αρνητικές τους επιδράσεις.
Ο Paul Vitz επιχειρεί να ξεσκεπάσει την ψυχολογία του κοσμικού ουμανισμού, και να την αναδείξει όπως αυτή πραγματικά είναι, δηλαδή: μια θρησκεία.
Αρχίζει, δίνοντας στον αναγνώστη μια σύντομη βιογραφία των πατέρων του σύγχρονου κινήματος της Ψυχολογίας, μαζί με ορισμένες από τις θεωρίες τους. Το εισαγωγικό κεφάλαιο είναι κάπως άχρωμο, αλλά υποθέτω πως ήταν αναγκαίο, σαν ιστορικό υπόβαθρο. Ο Vitz επίσης μιλά για τους Carl Jung, Erich Fromn και Rollo May, τους οποίους θεωρεί πως συνεισέφεραν σημαντικά στο κίνημα.
Χωρίς να μακρηγορεί, ο Vitz προχωρεί στην ανάλυση της ιδέας της αυτοεκτίμησης, την οποία υποδεικνύει ως το επίκεντρο ολόκληρου του φίλαυτου κινήματος. Αυτό το στοιχείο εγώ το θεώρησα πολύ σοβαρό, καθ’ όσον είναι φανερό πως όπου και αν κοιτάξει κανείς, η έλλειψη μιας πιο συγκρατημένης αυτοεκτίμησης μοιάζει να είναι η αιτία για όλα τα κακά που έχει ζήσει η ανθρωπότητα. Για να έχει εξαπλωθεί τόσο πολύ ένα κίνημα - λέει ο Vitz - ώστε η Ψυχολογία να έχει υφανθεί και μέσα στο Ευαγγελικό μήνυμα, είναι προφανές πως η ιδέα της αυτοεκτίμησης «δεν έχει ξεκάθαρες πνευματικές ρίζες». Αυτό ήταν μια δήλωση-έκπληξη, δεδομένου του αντίκτυπου που έχει προκαλέσει η φιλαυτία στους ακαδημαϊκούς και στον συμβουλευτικό τομέα.
Ο Vitz δηλώνει πως η αυτό-εκτίμηση πρέπει να κατανοηθεί ως συναισθηματική αντίδραση, και όχι ως αιτία. Μας λέει πως πρόκειται για μια αντίδραση σε ό,τι έχουμε κάνει, και σε ό,τι μας έχουν κάνει οι άλλοι. Η αυξημένη αυτοεκτίμηση μπορεί να είναι ένα ελκυστικό συναίσθημα (όπως η ευτυχία), όμως το συναίσθημα αυτό καθεαυτό δεν αποτελεί αιτία οποιουδήποτε πράγματος. Για να αποκτήσουμε το συναίσθημα της αυτοεκτίμησης, ο μόνος επιτυχής τρόπος είναι να κάνουμε κάτι καλό σε άλλους, ή να κατορθώσουμε κάτι. Κάνοντας έτσι, θα αποκτήσουμε όση αυτοεκτίμηση ποθούμε. Όμως, η αρνητική πλευρά σε αυτό είναι πως οι άνθρωποι αρχίζουν να επιδιώκουν την ευτυχία, λες και αυτή είναι ο σπουδαιότερος στόχος, αντί να θεωρούν στόχο την απόκτηση ατομικής αγιότητας.
Η φιλαυτία όχι μόνο είναι αυτοαναιρούμενος στόχος για τον Χριστιανό, αλλά , συνεχίζει ο Vitz τεκμηριώνοντας, πως είναι επίσης μια σαφώς κακή επιστήμη και διαστρεβλωμένη φιλοσοφία. Οι ελάχιστες κλινικές αποδείξεις που υπάρχουν βασίζονται ως επί το πλείστον σε εμπειρικές παρατηρήσεις, και επίσης (η φιλαυτία) δεν αντέχει στην βάσανο της -αποδεδειγμένα επιστημονικής- επίλυσης προβλημάτων. Ο Vitz ξεσκεπάζει τα ελαττώματα στο κάθε βήμα της διαδικασίας: από την περιγραφή του προβλήματος, την διαμόρφωση και την εξακρίβωση της υπόθεσης, μέχρι και την εξέταση του συμπεράσματος. Επισημαίνει επίσης αρκετές φιλοσοφικές αντιφάσεις, και σε μερικά σημεία, εξόφθαλμα εσφαλμένες αποδόσεις. Η εξάπλωση αυτής της κακής επιστήμης και ελαττωματικής φιλοσοφίας έχει συνεισφέρει -κατά την γνώμη του επιστήμονα- στην διάλυση οικογενειών. Επί πλέον, η όλη νοοτροπία της «ομάδας ανάνηψης» πείθει τα άτομα με «μειωμένη αυτοεκτίμηση» πως τα βάσανά τους οφείλονται σε κάποιο τραύμα που έχουν υποστεί στο παρελθόν τους. Η «θεραπεία» μέσα σε ομάδες ανάνηψης θωπεύει τον ασθενή, προτρέποντάς τον στην αυτο-λύπηση, πείθοντας έτσι τους πελάτες πως είναι θύματα. Μόλις τους δοθεί η ταμπέλα αυτή, τα «θύματα» προσλαμβάνουν την νοοτροπία του αδικημένου.
Η διάκριση αξιών έχει γίνει το πρότυπο που διδάσκεται στα σχολεία, και αρχίζει με την ατεκμηρίωτη αξίωση πως ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως καλός. Αφού οι επινοητές της διάκρισης αξιών απορρίπτουν τις οποιεσδήποτε ηθικές διδασκαλίες, τότε, κατά την γνώμη του Vitz, αν οι υπεύθυνοι ενήλικες -όπως παραδείγματος χάριν οι δάσκαλοι- δεν προωθούν τις θετικές αξίες στα παιδιά, θα το κάνει κάποιος άλλος. Με το να προσφέρεται ένα περιβάλλον (κακώς νοουμένης) «ανεκτικότητας», πιστεύεται πως το παιδί τρέφεται καταλλήλως, όταν ικανοποιούνται όλες του οι επιθυμίες και τα ενδιαφέροντα. Αυτή η φιλοσοφία όμως είναι καταδικασμένη, επειδή τα παιδιά θα ενστερνισθούν τις αξίες των ανεύθυνων πηγών αντί των υπευθύνων πηγών. Αυτό, σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διδασκαλίες, έχει γεννήσει μια κοινωνία θυμάτων, όπου όλοι πλέον συνηθίζουν να υποδεικνύουν «τον άλλον» σαν φταίχτη για τις δικές τους συμφορές. (1)
Ο Vitz χρειάζεται τρία κεφάλαια για να παρουσιάσει μια ανάλυση και κριτική των ουμανιστικών «Θεωρίων του εαυτού». Αποδίδει τα…..εύσημα στο Αμερικάνικο εκπαιδευτικό σύστημα, για την μεταμόρφωση της κοινωνίας σε μια κουλτούρα καθαρής φιλαυτίας. Σημειώνει πως το κίνημα της Νέας Εποχής έχει πολλούς ιδρυτές, αλλά όμως οι θεωρίες του Abraham Maslow αποδείχθηκε πως είχαν την μεγαλύτερη επιρροή.
Ο Vitz αναπτύσσει την κριτική του μέσα σε ιστορικό πλαίσιο, και αναδεικνύει την επίδραση που είχε αυτό το φαινόμενο στην εξέλιξη της κοινωνίας μας. Δυστυχώς, δεν έχει εστιάσει ιδιαίτερα σε Αγιογραφικές αναφορές για τις θέσεις του, πάντως καταφέρνει να αναδείξει με ποιόν τρόπο η «αίρεση του ουμανιστικού εγωισμού» επηρεάζει τις διδαχές για την κατάθλιψη, την ειδωλολατρία και την δυστυχία.
Κλείνει το πόνημά του με την παρατήρηση πως «ποτέ άλλοτε τόσοι άνθρωποι δεν ήταν τόσο πολύ σε εγρήγορση για το άτομό τους, τόσο πεπεισμένοι πως ο εαυτός είναι κάτι που πρέπει να εκφρασθεί….. ο εαυτός έχει καταντήσει αντικείμενο του εαυτού του» (Έχω την εντύπωση πως αυτό επιβεβαιώνει πως η αυτοεκτίμηση έχει γίνει ο νέος βαρομετρικός δείκτης στην ερώτηση που όλοι συνηθίζουν: «Πώς τα πας σήμερα;»)
Γενικά, το βιβλίο του Vitz χρησιμοποιεί μια εγκεφαλική προσέγγιση στην προσπάθειά του να αποδείξει πως η ουμανιστική αυτολατρεία είναι απλώς μια θρησκεία. Οι σύμβουλοι που αναζητούν υλικό ( για να βοηθήσουν όσους επιζητούν να ξεφύγουν από την φίλαυτη κοσμοθεώρηση της ζωής τους ) θα απογοητευθούν με το βιβλίο. Άλλωστε ο Vitz δεν έγραψε το βιβλίο του για τον σκοπό αυτό. Αν μη τι άλλο, μας προσφέρει ένα θησαυρό πληροφοριών, καθώς και ένα ολόφρεσκο επιχείρημα εναντίον αυτών που λένε «Δεν μπορείς να διδάσκεις θρησκευτικά σε δημόσια σχολεία».
Αυτό όμως αφήνει τον αναγνώστη με μια ειρωνική απορία: Το ζήτημα δεν είναι αν πρέπει ή δεν πρέπει να διδάσκονται τα θρησκευτικά στα δημόσια σχολεία, αλλά, ποια πίστη θα πρέπει να διδαχθεί: την ουμανιστική αυτολατρεία, ή τον Χριστιανισμό; Ακόμα περισσότερο, εμείς ως Ορθόδοξοι γνωρίζουμε καλά, πως ο Χριστιανισμός δεν είναι απλά ένα ιδεολόγημα ή Θρησκεία, όπως ο κοσμικός ψυχολογικός εγωκεντρισμός, αλλα μία ψυχοθεραπευτική μέθοδος, η οποία έχει ορατά αποτελέσματα στους Θεούμενους και τους Αγίους μας. Εμείς τι θα επιλέξουμε λοιπόν;
Σημειώσεις
1. Εδώ είναι χρήσιμο να θυμηθεί ο αναγνώστης την ρίψη των ευθυνών της πτώσης του παραδείσου, από τον Αδάμ εις την Εύα και από την Εύα στον όφι, δίχως ουδεμία ένδειξης διάθεσης μεταμέλειας η οποία θα είχε αποβεί σωτήρια.
Μυστηριώδης (ό, ή), -ες (τό)· ο ομοιάζων με μυστήριο, μυστικός, ακατάληπτος, ακατανόητος: «οι λόγοι του ήσαν μυστηριώδεις», «ζει βίο μυστηριώδη»· || μυστηριώδες (το)· ως ουσ. : «ο τρόπος του έχει κάτι το μυστηριώδες».- Επίρρ. μυστηριωδώς.
Μύστης (ό)· ο μεμυημένος, ο διδαχθείς την έννοια των μυστηριακών συμβόλων και τελετών || μεταφ., ο κάτοχος τα της επιστήμης ή τέχνης εμβριθώς, ακριβώς: «μύστης της Ιατρικής, - της γλυπτικής».
Μύστης [Μυθολ.]. Επίκληση διαφόρων θεοτήτων παρ’ αρχαίους Έλληνες: 1) του Διονύσου στην Τεγέα, ένθα υπήρχε ιερόν αυτού επί του Παρθενίου όρους παρά το άλσος της «ἐν Κορυθεῦσι» Δήμητρας. 2) του Απόλλωνος εν Δάλδει της Λυδίας και 3) του Ηρακλέους στην Ελευσίνα, όπου και τα προς τιμήν του «Μικρά Μυστήρια»,
Πηγή: Παπάς Π. Ν. Φιλόλογος, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ιζ΄΄, σελ. 899
Μυστηριακές Θρησκείες
Ούτως επικράτησε να καλούνται οι κατά τους ελληνιστικούς χρόνους αναφανείς ή εις νέα ζωή κληθείσες θρησκείες της Κυβέλης, του Άττη, της Ίσιδας, του Ταμμούζ, του Μίθρα και άλλες, εν τοις οποίες αναβιώνουν πανάρχαιες παραστάσεις, συνδεόμενες προς τα φαινόμενα της εναλλαγής χειμώνα και θέρους, ανατολής και δύσεως του ηλίου κ. τ. τ. και οι οποίες δια μυστηριακών τελετών υπόσχονταν την εξασφάλιση της σωτηρίας και της αθανασίας. Η εμφάνιση ή η αναβίωση των θρησκειών τούτων συνδέεται προς το έργο του Μ. Αλεξάνδρου και την εξ αυτού κατά πρώτον λόγο δημιουργηθείσα νέα κατάσταση των πραγμάτων κατά τους χρόνους των Διαδόχων. Η δια της συγκεράσεως των λαών επελθούσα ακριβέστερη γνώση των αρχαίων θρησκειών οδήγησε στην πίστη ότι ουδεμία αυτών είναι αληθής, άλλα όλες σχετικές. Μετά της σχετικότητας αυτής συνδέθηκε, ως πάντοτε συμβαίνει, απεριόριστος υποκειμενισμός όσον αφορά τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και δοξασίες.
Το αυτό συνέβη και ως προς την ηθική εκ των αυτών ακριβώς λόγων. Αμφότερα, σχετικότητα και υποκειμενισμός, είχαν ως αποτέλεσμα την σκέψη περί πάσης ηθικής αρχής και προ πάντων περί πάσης θρησκείας. Η διάλυση της τελευταίας ταύτης είχε παρασκευαστεί από αρχαιοτέρων χρόνων δια της θρησκευτικής κριτικής των Ελεατών και δια των σοφιστικών δογμάτων, παρά δε την προσπάθεια των στωικών προς διάσωση αυτής η κατάστασης αυτής βαίνει επιδεινούμενη και επιταχύνεται η διάλυση διά του ορθολογισμού του Ευήμερου, ο οποίος επικουρεί εις το έργο εκείνο του υποκειμενισμού και της σκέψεως. Αλλ’ οι παράγοντες αυτοί δεν είναι οι μόνοι. Η διάλυση των πόλεων και η δημιουργία μεγάλων κρατών γίνονται αφορμή προς εξάπλωση του ατομισμού και του αναπόσπαστα μετ’ αυτού συνδεόμενου κοσμοπολιτισμού. Συνέπεια τούτων είναι η ισχυρά ροπή προς τον ανθρωπισμό ως το μόνον άξιο λόγου και βέβαιο ιδανικό, η διάγνωση της αξίας της προσωπικότητας και η εμβάθυνση καθόλου εις τον ψυχικό βίο, ως βλέπουμε λ. χ. εκ του χαρακτήρα της τέχνης των αλεξανδρεωτικών χρόνων και εκ της προς βιογραφίας και αυτοβιογραφίας κλίσεως. Δι’ όλων τούτων των δυνάμεων επέρχεται η εξάρθρωση του αρχαίου κόσμου, η καταστροφή του τέως πολιτισμού και η διάλυση των έως τότε ισχυουσών άξιων, ιδιαίτατα δε των θρησκευτικών. Τα αποτελέσματα της καταπτώσεως αυτής δεν βραδύνουν να εμφανίσουν· συναίσθημα αβεβαιότητας και ανησυχίας και ζήτηση νέας υψίστης αξίας, η οποία να παρέχει τον σκοπό και νόημα εις την ύπαρξη. Με άλλες λέξεις εμφανίζεται ισχυρά και βαθιά θρησκευτικότητα, η οποία είναι αδύνατον να ικανοποιηθεί υπό των κλονισθεισών κατά παράδοση θρησκειών. Προς ικανοποίηση αυτής αναφαίνονται υπό νέα μορφή οι μυστηριακές θρησκείες, μεταβλημένες κατά τον μύθο και τα μυστήρια. Εννοείται ότι εις την αναβίωση ταύτη συμβάλλουν και άλλα πλην των εκτεθέντων αιτίων, φύσεως μάλλον εξωτερικής, ως λ. χ. οι συχνοί και μακροχρόνιοι πόλεμοι, σεισμοί, λοιμοί, έλλειψη ασφαλείας κ. ά. Η θρησκευτικότητα εκείνη φέρει χαρακτήρα όλως διόλου διαφορετικό του της παλαιάς και καινομανή. Το πρώτο γνώρισμα αυτής είναι η ελπίδα και ο πόθος του επέκεινα, ο πόθος όμως προς αθανασία του ατόμου ως τοιούτου και η ροπή προς τελειότητα, η οποία θεωρείται ισοδύναμος προς την μακαριότητα. Εκ του πόθου τούτου προς το επέκεινα και την ατομική αθανασία, την επιβίωση της προσωπικότητας, εξηγείται η εκ νέου ανάδυση εκ του σκότους του παρελθόντος παλαιών μύθων περί ψυχής. Αυτοί οι μύθοι είναι ο εκ του Πλάτωνος γνωστός περί πτώσεως της ψυχής, δεσμεύσεως αυτής στο σώμα και αντιθέσεως προς αυτό, μεθ’ ου συνδέεται διαρχική κοσμοθεωρία και ροπή προς απαλλαγή από της ύλης ως ψυχική ανάγκη και ως ηθικόν αίτημα, και ο περί αναλήψεως της ψυχής μύθος, λίαν διαδεδομένος κατά τους χρόνους τούτους. Αμφότεροι αυτοί οι μύθοι υπεμφαίνουιν ηθικήν απαισιοδοξία, προς την οποίαν παράλληλος βαίνει ανέλπιδα μοιρολατρία. Fata regunt orbem, certa stant omnia lege. Της απαισιοδοξίας ταύτης και της στην ειμαρμένη πίστεως μαρτυρεί κατ’ εξοχήν η ευρέως διαδεδομένη αστρολογία, κατά της άνοιας της οποίας ουδέν δύναται η επιστήμη και η λογική, απήχηση δε αυτής απαντούμε και στον απόστολο Παύλο εν οις λέγει περί της αντιθέσεως μεταξύ σαρκός και πνεύματος και περί στοιχείων ως και στην πίστη Χριστιανών τίνων του δευτέρου αιώνος περί του Χριστού ως λυτρωτή από της ειμαρμένης και της υπό τα αστρικά πνεύματα δουλείας. Το δεύτερον γνώρισμα της νέας θρησκευτικότητας συνίσταται στην γενική ροπή προς μονοθεϊσμό, απότοκο του ατομισμού και του κοσμοπολιτισμού, περί των οποίων μιλήσαμε. Ο μεν κοσμοπολιτισμός οδηγεί εις την καθολικότητα του ενός πνεύματος ως του ηγεμόνος του ενιαίου κόσμου, ο δε ατομισμός στο ένα πνεύμα, όπερ διέπει τον κόσμο. Στο μονοθεϊσμό αυτό οι καθ’ έκαστον θεοί καθίστανται δυνάμεις και αποκαλύψεις του ενός θεού. Άλλο γνώρισμα δυνάμεθα να θεωρήσουμε την διάδοση και την ενίσχυση της πίστεως εις την ενανθρώπηση της θεότητας. Η πίστη αυτή χαρακτηρίζει κυρίως τις άριες φυλές, ως βλέπουμεν λ. χ. εκ της ινδικής και της ελληνικής θρησκείας. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους αποβαίνει αυτή κοινή, οι δε ενανθρωπούντες θεοί πιστεύονται ως σωτήρες, οι οποίοι σκορπίζουν ανά την οικουμένη υλικά και προ πάντων πνευματικά αγαθά. Ούτως εκλαμβάνονται ο Διόνυσος, ο Όσιρις, ή Ίσις. Τοιούτος θεωρείται ο Αλέξανδρος και ο Αύγουστος, τον οποίον υμνεί η επιγραφή της Πριήνης ως θεό, σωτήρα, την δε γέννηση αυτού θεωρεί ως ευαγγέλιο. Συναφής προς την πίστη αυτή είναι η προσδοκία περί επικείμενης ελεύσεως θεού σωτήρος, ο οποίος θα λυτρώσει το κενό της ανθρώπινης ψυχής. Άλλο γνώρισμα της νέας θρησκευτικότητας παραστάσεως περί θνησκόντων και ανισταμένων θεών. Παρά των θεών τούτων προσδοκούν οι άνθρωποι απολύτρωση από των δεινών καθόλου και ιδίως από της εσωτερικής διασπάσεως, από της αβεβαιότητας και της αμφιβολίας. Αλλά προ πάντων περιμένουν παρ’ αυτών την εξασφάλιση της αθανασίας και την μακαρία διαβίωση εν τω επέκεινα. Το ασφαλέστερο μέσον προς εξασφάλιση των αγαθών τούτων είναι η συμμετοχή εις την θεία ζωή. Η συμμετοχή δε αυτή κατορθώνεται το μεν δι’ ορισμένων τελετών, των μυστηρίων, το δε δια της εκστάσεως, εξ ων εκείνα μεν συνδέονται προς την μαγεία, αυτή δε προς την μυστικοπάθεια του περί Ερμή του Τρισμέγιστου κύκλου και των Νεοπλατωνικών. Ούτω καταντώμεν στα δύο τελευταία γνωρίσματα της θρησκευτικότητας εκείνης, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί, σύντομα και γενικά, ως πόθος απαλλαγής από του υλικού και εξευγενισμένος από το ιλαρό φως ενός μακρινού ιδανικού. Εκ των δύο εκείνων τρόπων προς πλήρωση της ορμής προς απολύτρωση και προς συμμετοχή στην ζωή της θείας φύσεως, ο ένας, η έκσταση, σημαίνει άμεση ένωση μετά του θεού, άμεση πλήρωση της ψυχής υπό του θείου πνεύματος. Η έκσταση είναι φαινόμενο κοινό σε όλες τις θρησκείες, από της του Διονύσου μέχρι της Βραχμανικής και της των Σουφιτών της Περσίας και συνίσταται στη ενοίκηση της θεότητας στον άνθρωπο, της οποίας τεκμήριο πιστεύεται ο δαιμονισμός και η επιληψία, ή στην κυρίως έκσταση, στην μετάσταση του ανθρώπου, στην προσωρινή άνοδο της ψυχής μέχρι του Επέκεινα (1). Το είδος τούτο της εκστάσεως είναι λίαν εξαπλωμένο κατά τούς ελληνιστικούς χρόνους -όχι άνευ της συμβολής της πλατωνικής φιλοσοφίας-, ως βλέπουμε λ.χ. εκ της περί τον Ερμή θεολογίας και εκ του Ποσειδωνίου. Τα αποτελέσματα της εκστάσεως αυτής, των όποιων είναι πλήρεις οι χρόνοι αυτοί, είναι το μεν αποκαλύψεις αναφερόμενες στην δημιουργία του κόσμου τούτου, εις την φύση του άλλου κόσμου και τα εν αυτώ συμβαίνοντα και στις βουλήσεις του Θεού, το δε θέωση του ανθρώπου, συνεπεία της οποίας κτάται θαυματουργικές δυνάμεις. Αλλ’ όπως όχι πάντων η πίστη, έτσι και η έκσταση δεν είναι κτήμα πάντων, διότι δεν είναι όλοι εκ φύσεως εκστατικοί. Διά τούτο ανάγκη τεχνητών μέσων προς επίτευξη της προς το θείον κοινωνίας. Αυτά τα μέσα παρέχουν εις ημάς εν αφθονία οι θρησκείες, τον χορό, την μέθη, τις στερήσεις και την άσκηση, την εσωτερική συγκέντρωση, ιδιότυπους τελετουργίας. Οι τελευταίες αυτές διακρίνονται εις μυήσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν είδος τι καθαρισμού δι’ ύδατος και διαδοχικούς βαθμούς, και σε μαγικές πράξεις, ως είναι τα δείπνα, μαγικοί τύποι και λόγοι, δραματικές αναπαραστάσεις της ιστορίας του θεού, διά των οποίων συντελείται η συμμετοχή του μύστη στις περιπέτειες του θεού, περί του οποίου πρόκειται εκάστοτε. Αυτό αναζητά η μαγεία των πρωτογενών θρησκειών και στις μυστηριακές θρησκείες, για να εξαναγκάζει το θείο κατά την αρχή του ex opere operato. (2) Η αναδρομή αυτή στο παρελθόν ιδιάζει στις θρησκείες ένεκα του εμφύτου σε αυτές συντηρητισμού και της δυνάμεως, την οποίαν κέκτηται η θρησκευτική παράδοση. Δεν είναι διά αυτό παράδοξο ότι οι μυστηριακές θρησκείες αποτελούν αναβίωση του παρελθόντος και προσφυγή στον Ορφέα, την Ίσιν, τον Ζωροάστρη, τον Ερμή, τον Μίθρα. Παρά ταύτα όμως υπό την αναβίωση αυτή των παλαιών μορφών και των τύπων της παλιάς αρχαιότητος αποκρύπτονται πλείστα νέα. Αλλ’ εν τη συγχύσει, η οποία επικρατεί μεταξύ δημωδών δοξασιών και φιλοσοφίας, μαγείας και συμβολισμού, μυστικοπάθειας και ορθολογισμού, φαντασίας και ιστορίας, ποιήσεως και αληθείας, υψηλού και παιδαριώδους, εξατμίζεται η συνείδηση του νέου τούτου, όπως άλλωστε συχνά συμβαίνει. Ποιο είναι το νέο τούτο, είπαμε ανωτέρω. Είναι η ισχυρή ροπή προς μονοθεϊσμό (3) η ακριβέστερα προς ενοθεϊσμό, η εντεύθεν ανακύπτουσα καθολικότητα, η οποία απαλλάσσει την θρησκεία από των ορίων και των δεσμών της φυλής, και ο κατά φυσική συνέπεια προσηλυτισμός σε συνδυασμό προς την φροντίδα περί της ψυχής του ατόμου, της καθ’ έκαστον προσωπικότητας. Υπό της φροντίδας αυτής προς σωτηρία του καθ’ έκαστο κινούνται εξ ίσου οι κήρυκες των θρησκειών και οι εκπρόσωποι της φιλοσοφίας, αμιλλώμενοι προς αλλήλους προς άγρα πιστών και διατρέχοντες την οικουμένη, όπως ποιήσουν προσήλυτους.
Λίγα τινά θα λεχθούν κατωτέρω περί των πηγών, εκ των οποίων αντλούμε την γνώσιν των μυστηριακών εκείνων θρησκειών της Ανατολής, οι οποίες η μία μετά την άλλη χρημάτισαν κατά το μάλλον ή ήττον επικίνδυνοι αντίπαλοι του Χριστιανισμού, περί τους χρόνους της εμφανίσεως και των πρώτων αρχών του οποίου συμπίπτει η ακμή και η προς κατάκτηση του κόσμου κίνηση αυτών. Οι πηγές αυτές είναι δυστυχώς λίαν πενιχρές. Διαφορετικά θα είχε το πράγμα, αν διασώζονταν μέχρις ημών τα λειτουργικά βιβλία και τα τυπικά των αρχαίων θρησκειών. Ταύτα όμως απωλέσθησαν έκτος πτωχών τίνων ειδήσεων, ως απωλέσθησαν και οι περί των μυστηρίων γράψαντες, όπως λ. χ. οι Εύβουλος και Πάλλας, οι τα μυστήρια του Μίθρα ιστορήσαντες. Οι ιστορικοί εξ άλλου παρέργως μόνον και δι’ ολίγων μνημονεύουν των θρησκειών τούτων. Πλείονα μανθάνουμε παρά των σατιρικών (Juvenalis, Λουκιανός) και των μυθιστοριογράφων (Απουλήιος), οι οποίοι είναι πάντως πολυτιμότεροι των φιλοσόφων, αναμειγνυόντων τις δοξασίες των θρησκειών τούτων προς τα συστήματα αυτών και προς αυτά προσαρμοζόντων, πλην ίσως του Πλουτάρχου. Ότι ισχύει περί των φιλοσόφων δυνάμεθα να πούμε και περί των εκκλησιαστικών συγγραφέων· και αυτοί είναι κατά το μάλλον ή ήττον προκατειλημμένοι, αναλόγως της θεωρίας από της οποίας ορμώνται, τουτέστιν της περί σπερματικού λόγου ή της περί σατανικής επενεργείας (4). Πασών τούτων των πηγών δύναται κανείς να κάμει χρήση μετά της δεούσης προσοχής. Τις εξ αυτών ειδήσεις συμπληρώνουν οι με μαγικούς τύπους, προσευχές κ.τ.τ. περιέχοντες πάπυροι, και προ πάντων οι επιγραφές και τα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία αποβαίνουν ολοένα πολυπληθέστερα.
Άγαλμα του θεού Μίθρα (Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, άρθρο «Οι Χριστιανοί στον ρωμαϊκό στρατό», Δέσποινα Ιωσήφ, δρ. Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, τεύχος 30, σελ. 16)
Τα μυστήρια του Μίθρα απαιτούν προς κατανόηση αυτών την γνώση της μασδαϊκής θρησκείας και κοσμοθεωρίας. Αυτή διέπεται υπό της αρχής της διαρχίας, εφ’ όσον αντιπαραβάλλει εναντίων αλλήλων δύο αρχές, την του αγαθού, αντιπροσωπευομένη υπό τον Ωρομάσδη και των αγγέλων αυτού, και την του πονηρού, την εκπροσωπεί ο Αρειμάν και τα εις αυτόν υποτελή πνεύματα. Μεταξύ των δύο τούτων θεοτήτων τελείται διαρκής άγων, του οποίου μετέχει η τε άψυχος και η έμψυχος φύσις (5) και του οποίου σύμβολα είναι το σκότος και το φως, χρήσιμα και επικίνδυνα ζώα (λ. χ. σκορπιός και κύων), καθαρά και ακάθαρτα κτλ. Ο αγώνας αυτός θα περατωθεί κατά την συντέλεια των αιώνων, ως διδάσκει η περσική εσχατολογία, δια της τελικής νίκης του φωτός κατά του σκότους, τουτέστι του αγαθού εναντίον του πονηρού. Εννοείται ότι της νίκης ταύτης θα προηγηθεί κρίσης και ανάσταση νεκρών (6). Κατά ταύτα η κοσμοθεωρία του παρσισμού φέρει χαρακτήρα όλως διόλου αισιόδοξο και φωτεινό. Τις θελήσεις αυτού γνωστοποιεί εις τον άνθρωπο ο Ωρομάσδης δι’ αποκαλύψεων, των οποίων μετόχους καθιστά τους εκλεκτούς, τους προφήτες (Ζωροάστρης), ίνα αυτοί μεταδώσουν αυτές στους άλλους, απαιτούντες παρ’ αυτών μετάνοια, επιστροφή, μεταβολή φρονήματος και απόφαση όπως συνταχθούν μετά του φωτός εναντίον του σκότους. Διά του τρόπου τούτου επέρχεται η απολύτρωση, η οποία δεν είναι απαλλαγή από της αμαρτίας, ως στον Χριστιανισμό, ούτε από της ζωής, όπως στον βουδισμό, αλλ’ από της κρίσεως και της τιμωρίας, όπως στον Μωαμεθανισμό· Συνελόντι ειπείν εν τη μασδαϊκή θρησκεία διδάσκεται η μεταξύ ύλης και πνεύματος αντίθεση· το πνεύμα τίθεται υπέρ την ύλη, την οποίαν θα κατανίκηση ποτέ τελεσιδίκως και οριστικά· το μέσα στον άνθρωπο φως είναι αποπλανηθέν μόριο του θείου φωτός· απολύτως προτιμητέα, καθόσον αιώνιες, είναι μόνον οι υπερκόσμιες αξίες. Η αισιόδοξος αυτή διαρχία, οι εξ’ αυτής απορρέουσες ηθικές απαιτήσεις, η μετ’ αυτής συνδεόμενη εσχατολογία αποτελούν προϋποθέσεις και των μυστηρίων του περσικού θεού Μίθρα, όπως μέλλουμε να δούμε. Πριν ή όμως προβούμε στην έκθεση των κατ’ αυτά, είναι σκόπιμο να ρίψωμεν ταχύ βλέμμα επί των μεταξύ Ανατολής και Δύσεως σχέσεων, διότι αυτές δημιούργησαν τους εξωτερικούς λόγους της αιφνίδιας όσον και ταχείας διαδόσεως των μυστηρίων τούτων ανά την Δύση. Μεταξύ περσικού και ελληνικού πολιτισμού υφίστατο διαρκής αντίθεση. Εν τούτοις οι Πέρσες, κατορθώσαντες να ιδρύσουν περσικά κράτη στη Μικρά Ασία, άσκησαν ήδη ενωρίς ισχυρά επίδραση επί του δυτικού πολιτισμού, συμβοηθούσης της εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου, της μέχρι της Συρίας διεισδύσεως των Περσών βραδύτερα, της εις Ελλάδα εισβολής του Μιθριδάτη και της υποταγής των κρατιδίων εκείνων υπό την Ρώμη. Οι επιδράσεις αυτές είναι τόσον πολιτικές όσον και θρησκευτικές. Ίχνη της πολιτικής επιδράσεως έχουμε πολλά· τέτοια είναι λ.χ. το ιερόν πύρ, όπερ καίει προ των Ρωμαίων αυτοκρατόρων ως σύμβολον διαρκείας της αρχής, ο ασπασμός ως μέρος της αυλικής εθιμοτυπίας, η τήρηση ημερολογίου των πεπραγμένων υπό του ηγεμόνος, η εκδοχή του αυτοκράτορα ως θείου προσώπου, η οργάνωση των αυτοκρατορικών ταχυδρομείων, η μυστική αστυνομία, το σύστημα της υπαλληλικής ιεραρχίας. Πολυπληθέστερες και σπουδαιότερες είναι οι θρησκευτικές επιδράσεις, οι οποίες το μεν είναι έμμεσες, δια του λαού Ισραήλ, το δε άμεσοι, δια της περσικής διασποράς και δια της αμέσου επαφής. Δούλοι, έμποροι και στρατιώτες κομίζουν την μασδαϊκή θρησκεία και τα μυστήρια του Μίθρα μέχρι των εσχατιών της Δύσεως. Η επαφή των ιρανικών κρατών του Πόντου, της Αρμενίας, της Καππαδοκίας, της Κομμαγηνής, της Κιλικίας και η κατόπιν συγχώνευση αυτών αποτελεί πηγή, από την οποία άφθονα διοχετεύονται εις την Δύση οι μιθριδαϊκές ιδέες.
Η επίδραση αυτή βαίνει αύξουσα συν τη πάροδο του χρόνου και εξικνείται εις το κορύφωμα αυτής κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού. Είναι ευνόητος κατόπιν τούτων η ταχεία εξάπλωση του μιθραϊσμού. Οπαδούς του Μίθρα απαντούμε στην Ρώμη ήδη επί Πομπηίου (65 π. Χ.) επί των Φλαβίων (100 μ. Χ.) η εξάπλωση της λατρείας του περσικού τούτου θεού είναι λίαν ευρεία· επί Αντωνίνων και Σεβήρων (150-200 μ. Χ.) η λατρεία αυτή είναι παντοδύναμος· ο Κόμμοδος μυείται επίσημα στα μιθραϊκά μυστήρια, ο δε Διοκλητιανός και ο Λικίνιος ιδρύουν εις τον Μίθρα βωμό μετά της επιγραφής : Fautori imperii sui· τέλος ο Ιουλιανός επιχειρεί να επιβάλει στο απέραντο αυτού κράτος την θρησκεία του Μίθρα-ηλίου. Αλλά των εξωτερικών εκείνων λόγων της εξαπλώσεως της μιθραϊκής θρησκείας σπουδαιότεροι είναι οι εσωτερικοί, η γνώσις, των οποίων εισάγει άμα εις αυτή την φύση των μυστηρίων του Μίθρα. Τα εσωτερικά αυτά αίτια δεν είναι η περί θεών διδασκαλία, διότι αυτή δεν διαφέρει της των άλλων θρησκειών· ούτε η λειτουργία και οι τελετουργίες, διότι δείπνα και καθαρμοί απαντούν και στις άλλες Θρησκείες, τα δε της αιγυπτιακής κέκτηνται μείζονα εντυπωσιακή δύναμη. Η ισχύς του μιθραϊσμού συνίσταται μάλλον στην διαρχία, υπό της οποίας φέρεται, στην αυστηρή αυτού ηθική, στην εσχατολογική του προσδοκία και στην ισχυρή προς μονοθεϊσμό ροπή, άτινα πάντα προσδίδουν στα μυστήρια αυτού ιδιότυπο θέλγητρο. Περί της μεταξύ ύλης και πνεύματος, λόγου και αισθήσεων αντιθέσεως ομιλήσαμε ήδη· η δύναμη αυτής είναι τόσον μεγάλη, ώστε ευρίσκει είσοδο και εις τον νεοπλατωνισμό, προπαρεσκευασμένο προς τούτο υπό της φιλοσοφίας του Πλάτωνα, και στον μεταγενέστερο Ιουδαϊσμό. Η σημασία αυτής είναι πολλαπλή. Διά της θεοποιήσεως της αρχής του κακού παρέχει απλή και ευπρόσδεκτο λύση στο πρόβλημα της Θεοδικίας και εξηγεί τα δεινά και τη δυστυχία καθόλου των χρόνων εκείνων, παρέχουσα σε αυτά μεν νόημα, εις δε τον άνθρωπο παρηγοριά της ελπίδος. Επειδή δε δεν είναι μόνον μεταφυσική σύλληψη, άλλα και βάση προς ισχυρή πρακτική δράση, εκδεχομένη τον μεν βίο ως αγώνα, τους δε ανθρώπους ως στρατιώτες και κηρύττοντας την ανάγκη της εκλογής και της αποφάσεως, καθίσταται πηγή αξιόλογου ηθικής ενεργείας. Ο Μίθρας, θεός του φωτός και ηγέτης του αγώνα κατά του σκότους, είναι διά τούτο θεός της αληθείας, εχθρός του ψεύδους, επόπτης της αμοιβαίας προς αλλήλους πίστεως, πηγή της δικαιοσύνης, φρουρός της αγιότητας του όρκου, αρχηγός των ανθρώπων του φωτός, οι οποίοι είναι στρατιώτες αυτού στον κατά του σκότους αγώνα (7). Ανάλογοι προς αυτές τις ιδιότητες αυτού είναι οι εντολές, τις οποίας προβάλλει στους οπαδούς του. Απαιτεί παρ’ αυτών φιλαλήθεια, ειλικρίνεια, ανδρεία, αγιότητα του βίου, αδελφικό προς αλλήλους φρόνημα, σωφροσύνη και άσκηση. (8) Διότι αυτός ό ίδιος είναι σε αντίθεση προς τον Σέραπη και την Ίσιδα ή τον Άττι και την Κυβέλη «sanctus», αγνός και μονήρης. Αλλ’ η άσκηση αυτή δεν είναι μόνον παθητική· διότι η ζωή είναι αδιάλειπτος άγων και η νίκη απαιτεί δράση, ενεργό συμμετοχή σε αυτόν. Ο πιστός είναι συνεργάτης των θεών προς κάθαρση και τελειοποίηση. Διά τον λόγο αυτόν ελλείπει από του μιθραϊσμού παν ίχνος μυστικοπάθειας. Άλλωστε και αυτός ο Μίθρας διατελεί σε διαρκή δράση, είναι ο ακατανίκητος θεός, ο οποίος οδηγεί τους μετ’ αυτού αγωνιζόμενους στην νίκη. Κατά τον αυτόν τρόπον, όπως η ηθική, έτσι εξαρτάται και η μιθραϊκή εσχατολογία από της μασδαϊκής εκείνης διαρχίας. Η μεταξύ ουρανού και άδη, φωτός και σκότους αντίθεση συνεχίζεται και μετά θάνατο. Ο Μίθρας είναι και ενταύθα ο ακατάβλητος θεός, ο οποίος εξασφαλίζει την σωτηρία των πιστών. Διότι η ψυχή απαλλασσόμενη του σώματος γίνεται αφορμή δεινής πάλης μεταξύ πονηρών και αγαθών πνευμάτων, αγωνιζομένων περί την λεία. Ο Μίθρας εμφανίζεται ενταύθα κριτής και σωτήρας, οδηγών την εξ ουρανού καταγομένη ψυχή πίσω στην ουράνια πατρίδα, στην οποία εισέρχεται τέλος μετά την δια των διαφόρων ουρανίων σφαιρών πορεία, κατά την οποίαν απαλλάσσεται από παντός μη πνευματικού. Εν αντιθέσει προς το υποχθόνιο σκότος των άλλων θρησκειών επαγγέλλεται ο μιθραϊσμός το αιώνιο φως ως οικητήριο των ψυχών των σεσωσμένων. Το προσωρινό τούτο οικητήριο αντικαθίσταται κατά την συντέλεια των αιώνων υπό διαρκούς και αιωνόβιου, μετά την ανάσταση της σαρκός (9) και τον οριστικό αφανισμό του κακού εκ του κόσμου. Προς τις ιδέες και προσδοκίες αυτές συνδέονται στενά, κατά φυσικό νόμο, τα μυστήρια του περσικού θεού. Πριν όμως προβούμε εις την περιγραφή αυτών, δέον να ρίξουμε ταχύ βλέμμα επί των περί των Μίθρα μύθων, περί τους οποίους περιστρέφονται τα μυστήρια αυτά. Κατά την θεολογία των μάγων, το φως, όπερ καταυγάζει από του ουρανίου θολού, είναι αυτός ούτος ο Μίθρας. Στην μυθολογία ο ουράνιος θόλος συμβολίζεται υπό βράχου, εκ των σπλάγχνου του οποίου αναπηδά ο Μίθρας· διό και καλείται «θεὸς ἐκ πέτρας», αυτή δε petra genitix. Η γέννηση αυτού λαμβάνει χώρα παρά τις όχθες ποταμού ή υπό την σκιάν δένδρου, παρίσταται δε εκπηδών εκ της πέτρας μετά φρυγικού πίλου επί της κεφαλής και φέρων στα χέρια μάχαιρα και δάδα. Μετά την προσφώνηση των ποιμένων, μόνων θεατών της γεννήσεως του, αποδύεται πάνοπλος εις τον αγώνα κατά του ηλίου, τον οποίο νικά στη πάλη, καθιστά αυτόν σύμμαχό του και στέφεται υπ’ αυτού. Την προς τον ήλιο πάλη ακολουθεί η πάλη προς τον ταύρο. Ούτος είναι το πρώτον κτίσμα του Ωρομάσδη, η δε στην μυθολογία σημαντική θέση του ζώου εξηγείται εκ της μεγάλης διά τους ανθρώπους χρησιμότητος αυτού. Ο ταύρος συλλαμβάνεται τη βοηθεία του ηλίου υπό του Μίθρα και μεταφέρεται εις σπήλαιο. Εντεύθεν καλείται ούτος «Βουκλόπος θεὸς» (πρβλ. και «Μύστα βοοκλοπίης»), Αλλ’ ο ταύρος διαφεύγει εκ του σπηλαίου, την δε δραπέτευση αυτού αναγγέλλει στον Μίθρα ο ήλιος διά του κόρακα. Ο Μίθρας κατορθώνει να συλλάβει αυτόν εκ νέου και θανατώνει αυτόν βοηθούμενος υπό του ηλίου. Εκ του σώματος τώρα του ταύρου γεννώνται τα φυτά (πρβλ. ουρά ταύρου εν τέχνη περατουμένη σε στάχυ), παρά τις προσπάθειες των ζώων του πονηρού, του σκορπιού, του μύρμηκα και του όφη. (10) Η σελήνη συλλέγει το σπέρμα του ταύρου, ίνα εξ αυτού γεννηθούν τα διάφορα ζώα της γης. Και η ψυχή του ανέρχεται στον ουρανό, όπου διαιτάται ως θεότητα προστάτης των αγελών. Αλλ’ ο Αρειμάν βαριά φέρων την δημιουργία αποφασίζει να καταστρέψει το ανθρώπινο γένος, του οποίου φύλαξ και προστάτης τάχθηκε ο Μίθρας (11). Εξαπολύει λοιπόν κατά των ανθρώπων πολλές πληγές. Και δη, πρώτον την ξηρασία· αλλ’ ο Μίθρας προμηθεύει ύδωρ εις αυτούς διατρυπώντας διά βέλους την πέτρα, ο ουράνιος τοξότης. Δευτέρα πληγή επιφέρει τότε ο Αρειμάν τον κατακλυσμό. Και ταύτη όμως εξουδετερώνει ο Μίθρας μετά του ηλίου, συμβουλεύων τούς ανθρώπους να κατασκευάσουν πλοίο, εφ’ ού σώζονται. Τέλος σώζει αυτούς και από της τρίτης πληγής, από του πυρός, όπερ ο θεός του πονηρού καταπέμπει κατά του ανθρωπίνου γένους. Έτσι περατώνονται οι επί της γης αγώνες του Μίθρα· τούτους επιστέφει κοινό μετά του ηλίου δείπνο, προς ανάμνηση του οποίου γίνεται παραπλήσια τελετή υπό των μυστών στα Μυστήρια. Το δείπνο τούτο επακολουθεί θριαμβευτική άνοδος στον ουρανό επί του άρματος του ηλίου. Ταύτα πάντα καταδεικνύουν την μεγίστη σημασία, την οποίαν ο ταυροκτόνος θεός κέκτηται δια την λατρεία. Είναι ο δημιουργός της ζωής, μέτοχος της θείας παντοδυναμίας, απαύγασμα του Ωρομάσδη. Ως τοιούτος συνεχίζει στον ουρανό τον αγώνα, όστις πιστεύεται διαρκώς υφιστάμενος μεταξύ της αρχής του αγαθού και της αρχής του κακού. Οι ουράνιες δυνάμεις είναι χωρισμένες σε αγαθές και σε πονηρές, ο δε Μίθρας είναι ο αρχηγός των αγαθών δυνάμεων, διό και αρχάγγελος. Στους ουρανούς η πάλη αυτή αντικατοπτρίζεται και επί της γης στις καρδιές των ανθρώπων. Προς τούς μύθους τούτους και την θεολογία του Μίθρα ανάλογα είναι τα μυστήρια, γνωστά υπό το όνομα «περσικά μυστήρια» (Ωριγένης, Πρόκλος). (12)
Η γνώσις ημών περί αυτών είναι ατελέστατη, επειδή ούτε οι προσευχές, ούτε το τυπικό της μυήσεως και το των εορτών διασώθηκαν. Γλώσσα της λατρείας ήταν η ελληνική, στην οποία κατεμείγνυαν βαρβαρικάς λέξεις. Οι βαθμοί της μυήσεως ανήρχονταν κατά τις ειδήσεις του Ιερωνύμου εις επτά κα ήσαν οι έξης: κόραξ, κρύφιος, στρατιώτης, λέων, Πέρσης, ηλιοδρόμος, πατήρ. Οι μύστες έφεραν ενδυμασίας αντιστοίχους προς τα ονόματα των διαφόρων βαθμών. Φαίνεται δε ότι και μιμούνταν το διά του ονόματος σημαινόμενο, αν πιστέψουμε τον ψευδό-Αυγουστίνο αναφερόντα, ότι οι μεν πλήττουν τον αέρα δια των πτερύγιων δίκη πτηνών, οι δε βρυχώνται ως λέοντες. Προς ερμηνεία των μυστηρίων τούτων πολλά ειπώθηκαν κατά τους αρχαίους και νεότερους χρόνους. Έτσι οι εθνικοί θεολόγοι ισχυρίζονται ότι υπάρχει σχέση μεταξύ των μυστηρίων αυτών και του ζωδιακού κύκλου ένεκα της μεγάλης του επί του μιθραϊσμού επίδρασης της αστρολογίας και ότι η σωτηρία, την οποία απαγγέλονταν, ήταν και εκείνη από την ειμαρμένη, δηλαδή η απαλλαγή από την δύναμη των αστρικών σωμάτων. Ή δέχονται ότι συμβολίζουν την μετεμψύχωση, η οποία δια του συγκρητισμού είχε εισδύσει και εις την περσική αυτή θρησκεία. Οι νεότεροι εξ άλλου αποδέχονται μάλλον ότι πρόκεται περί καταλοίπων των πρωτογενών θρησκειών, ιδίως δε του τοτεμισμού, και αναφέρονται εις την δια του ονόματος και της μορφής του θεού, όπερ αναλαμβάνει ο μύστης, ταύτιση αυτού με εκείνου. Στον αρχαίο μιθριδαϊσμό, έλεγαν, πως λατρεύονταν λ.χ. ο λέοντας· αργότερα την λατρεία αυτού αντικαθιστά ο κεφαλή λέοντα φέρων Κρόνος. Ίσως δε και η δια δερμάτων ζώων περιβολή οφείλεται εις την πίστη επί την καθαρτική δύναμιν των αιμασσόντων δερμάτων των προς θυσία σφαγιαζομένων ζώων. Πιθανώτατα, φαίνεται, είναι ότι οι επτά βαθμοί της μυήσεως ανταποκρίνονται εις τις επτά πλανητικές σφαίρας, δια των οποίων διέρχεται η ψυχή, έως ότου φτάσει στη χώρα των μακάρων. Τα δε ονόματα, τα οποία φέρουν οι μύστες των διαφόρων βαθμών, έχουν σχέση προς τον μύθο ή προς τις ιδιότητες του Μίθρα και είναι δυνατόν να ερμηνευθούν ευχερώς. Περί του κόρακα, εις τον οποίο αντιστοιχεί ο πρώτος βαθμός της μυήσεως, γνωρίζουμε ήδη ότι ήταν άγγελος των θεών. Ο κρύφιος καλείτο έτσι, επειδή, κεκαλυμμένος ων, παρέμενε αθέατος στους παριστάμενους, της αποκαλύψεως αυτού αποτελούσης ιδίαν επίσημη εορτή, ως τουλάχιστον αφήνει να υπονοηθεί η εν κάποια λατινική επίγραφη φράση «ostenderunt cryfios». Επειδή ό Μίθρας είναι θεός πολεμικός, οι δε μύστες αγωνίζονται μετ’ αυτού κατά των πονηρών δυνάμεων, είναι ευνόητο ότι βαθμός μυήσεως, ο τρίτος, έφερε το όνομα στρατιώτης. Ο μύστης του πέμπτου βαθμού έφερε το όνομα Πέρσης και ανάλογη περιβολή, ίσως επειδή ο προσήλυτός θεωρείτο μέλος της φυλής, του έθνους στη μασδαϊκή θρησκεία, ως λ, χ. και παρ’ Ιουδαίους. Ο Μίθρας ταυτίζεται προς τον ήλιο, δι’ ο και καλείται sol invictus· εντεύθεν εξηγείται το όνομα ηλιοδρόμος, δι’ ου γνωρίζονται οι μύστες του έκτου βαθμού. Ο μέτοχος του υπάτου βαθμού λέγεται πατήρ, ίσως εξ επιδράσεως των ελληνικών θιάσων, και είναι ηγέτης και σύμβουλος της κοινότητος των πιστών και προϊστάμενος της λατρείας, pater sacrorum. Υπεράνω πάντων δίκη επισκόπου ίσταται ο πατήρ πατέρων. Οι επτά εκείνοι βαθμοί διακρίνονται σαφώς σε δύο κατηγορίας, εκ των οποίων η μεν μία περιλαμβάνει τούς τρεις πρώτους βαθμούς, η δε δευτέρα τούς υπολοίπους τέσσερις. Οι ανήκοντες στην πρώτη κατηγορία δεν μετέχουν των μυστηρίων, είναι τρόπον τινά κατηχούμενοι και καλούνται «υπηρετούντες»· οι της δευτέρας κατηγορίας αποτελούν τους πραγματικούς βαθμούς και λέγονται «μετέχοντες». Αλλά πάντες, και οι των κατωτέρων και οι των ανωτέρων βαθμών μύστες είναι προς αλλήλους αδελφοί και καλούνται έτσι.
Είναι άγνωστος εις ημάς ο χρόνος της διαρκείας εκάστου βαθμού. Βέβαιο είναι μόνον ότι και η προαγωγή γίνετο δι’ αποφάσεως του πατρός και η τελετή της μυήσεως υπό του αυτού. Η τελετή αυτή της μυήσεως στους διαφόρους βαθμούς απετελούνταν εκ της κυρίας τελετής (sacramentum) και εκ των δοκιμασιών. Διά της τελετής ανελάμβανε την υποχρέωση ο νεόφυτος να τηρήσει εχεμύθεια όσον αφορά την διδασκαλία και τους τύπους και δη ως οι στρατιώτες δι’ όρκου (sacramentum), στρατιώτης άλλωστε γινόμενος και αυτός του Μίθρα. (13) Οι τύποι, στους οποίους υποβάλλονταν οι μυούμενοι, ήσαν ανάλογοι προς τον βαθμό, εις τον όποιον εισέρχονταν. Έτσι λ.χ. στον εισερχόμενο στον βαθμό του στρατιώτη προσφέρονταν στέφανος επί ξίφους, τον οποίον έδει να απωθήσει διά της χειρός «dicens Mithram esse coronam suam» κατά τον Τερτυλλιανό. Πάντων όμως των βαθμών προηγείτο σειρά λούσεων του νεοφύτου, συντελούμεννων πότε δια ραντισμού, πότε διά πλήρους λουτρού, του οποίου ή ενέργεια ήταν διάφορη στους διάφορους βαθμούς. Δια των καθαρμών τούτων προσδοκούσαν την εξάλειψη των ηθικών κηλίδων, ως τουλάχιστον βεβαιώνει ο Τερτυλλιανός για τους οποίους λέει: «Expiationem delictorum de lavacro repromittit». Κατά τον αυτό εκκλησιαστικό συγγραφέα, Mithra signat in frontibus milites suos. Αναντιρρήτως όμως δεν πρόκειται περί χρίσματος, αλλά η τελετή αυτή υπενθυμίζει τις μυστικές λεγόμενες καύσεις, ανάλογους προς τον στιγματισμό των αγρίων, και την σφραγίδα την επιτιθέμενη επί του μετώπου των στρατιωτών προς αναγνώριση και προς υπόμνηση του καθήκοντος. Η είσοδος στον βαθμό του λέοντος συνδέονταν προς προσφορά μέλιτος, συμβόλου της προφυλάξεως από της αμαρτίας. Μέλι προσφέρονταν και στους νεόφυτους του επόμενου βαθμού, τους Πέρσες, επειδή αυτό, πλην της προφυλακτικής δυνάμεως, την οποία κατείχε, αποτελεί την τροφή των μακάρων και εξομοιώνει προς την θεότητα. Εκτός των δι’ ύδατος καθαρμών γίνονταν και βρώση άρτου και πόση οίνου, των οποίων μετείχαν μόνο οι μύστες των ανώτερων βαθμών, εξ ου και το όνομα «μετέχοντες» (14). Celebrat (ο Μίθρας) panis oblationem, λέει ο Τερτυλλιανός. Αυτό αποτελεί αρχαιότατο έθιμο στην μασδαϊκή θρησκεία, από την οποία κληρονόμησε ο μιθραϊσμός, ο οποίος όμως αντί του μεθυστικού χυμού (Haoma) ποιείται χρήση της σταφυλής. Η χρήση του οίνου εξηγείται εκ της πολλαπλής σημασίας του ποτού αυτού. Διεγείρει την μυστικοπαθή ένωση μετά του θείου, ενισχύει στο σωματικό οργανισμό, παρέχει θάρρος προς το αγώνα και προπαρασκευάζει έτσι προς την αθανασία και την μακαριότητα. Των μυστηρίων προηγούνταν ως εισαγωγή σε αυτά ορισμένες δοκιμασίες. Αυτές ήσαν η μακριά αποχή και η άσκηση, η περίδεση των οφθαλμών, η των χειρών δια εντέρου όρνιθας, το πήδημα πάνω από τάφρο πλήρη ύδατος, σκηνοθετημένη δολοφονία κ.α.τ. Σκοπός όλων τούτων των δοκιμασιών ήταν ο έλεγχος της αφοβίας, της απαθείας και της ανδρείας του μυουμένου. Κατόπιν ακολουθούσε η κάθοδος στο «σπήλαιον», το εσωτερικό του οποίου ήτα λαμπρά κοσμημένα και κατάφωτο. ο νεόφυτος, ιστάμενος επί των βαθμίδων της «κρύπτης», ατένιζε απέναντι αυτού εν τη αψίδα του τον ταύρο φονεύοντα θεό, προ αυτής δε άλλες συμβολικές εικόνες, εν αις την του κεφαλήν λέοντος φέροντος Κρόνου. Ταύτα και οι εκατέρωθεν της αψίδας σε μακριές σειρές γονυκλινείς πιστοί, οι εναλλαγές και τα παίγνια των φώτων, τα λαμπρά ενδύματα των ιερουργούντων, οι μυστικές μελωδίες και η επενέργεια του μεθυστικού ποτού μετέθεταν τον νεήλυδα εις παραίσθηση και σε έκσταση. «In speleo» λέγει ο ψευδο-Αυγουστίνος, «ubi aliud est quam cernitur, operante illecebrosa fallacia». Την εκ των τοιούτων τελετών έκσταση περιγράφει ο Απουλήιος δια των έξης χαρακτηριστικών : «Διέβην τὰς πύλας τοῦ ᾋδου, διῆλθον τὸ κατώφλιον τῆς Περσεφόνης, ᾠχήθην ἐφ’ ὅλων τῶν στοιχείων καὶ ἐπέστρεψα ἐπὶ τῆς γῆς. Ἐν μέσῃ νυχτὶ εἶδον λάμποντα τὸν ἥλιον. Προσήγγισα εἰς τοὺς κάτω καὶ τοὺς ἄνω θεοὺς καὶ προσηυχήθην πρὸς αὐτοὺς πρόσωπον πρὸς πρόσωπον».
Ο Ιουλιανός θύων εις τα είδωλα. [Μικρογραφία Βυζαντινού χειρογράφου στην Εθνική Πινακοθήκη Παρισιού] (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ιγ΄, σελίδα 108)
Η φύλαξη των μυστικών τούτων τύπων είναι ανατεθειμένη στον κλήρο, ο οποίος δέον να διακρίνεται αφ’ όλων των κατηγοριών των μυστών και ο όποιος αποτελεί ιδίαν τάξη (πρβλ. ordo sacerdotum των επιγραφών). Τα μέλη αυτού λαμβάνονται συνήθως εκ του βαθμού του «πατρός», δεν γνωρίζουμε όμως αν το αξίωμα είναι κληρονομικό και ισόβιο ή αν κατ’ εκλογή, ως αγνοούμε και τα προσόντα των μιθραϊκών κληρικών. Ο ιερεύς του Μίθρα θεωρείται εν πάση περιπτώσει ως εξ επαγγέλματος μεσίτης μεταξύ θεού και ανθρώπων, έργο δε αυτού είναι η μετάδοση των μυστηρίων και η τέλεση της λειτουργίας. Η λειτουργία αυτή τελείται καθ’ εκάστην, αποτελείται δε εκ προσευχών, θυσιών και ψαλμωδίας. Ο ιερουργών προσεύχεται τρις την ημέρα στον ήλιο, τελεί δε τις θυσίας περιβεβλημένος λαμπρά ενδύματα. Είναι δε οι θυσίες δύο ειδών, αναίμακτες και αιματηρές. Και οι μεν αναίμακτες προσφέρονται προς τιμήν των ουρανίων δυνάμεων, οι δε αιματηρές προς τιμήν των δαιμόνων, ως απαιτεί το διαρχικό σύστημα του παρσισμού. Τις ψαλμωδίες τέλος συνοδεύουν ήχοι μουσικής. Το κορύφωμα της όλης ιεροτελεστίας αποτελεί το στους πιστούς δείξιμο της εικόνας του Μίθρα, σημαινόμενο δι’ ήχων κωδωνίσκου. Εκάστη ημέρα είναι καθιερωμένη εις ένα των επτά πλανητών, εις το δι’ έκαστον δε τούτων αφωρισμένο μέρος του «σπηλαίου» αναπέμπεται προσευχή σε αυτόν. Ιδιαιτέρα σημασία κέκτηται η στον ήλιο αφιερωμένη ήμερα της εβδομάδος. Όπως εκάστη ημέρα της εβδομάδος είναι αφιερωμένη σε ένα πλανήτη, έτσι έκαστος μήνας σε ένα ζώδιο. Είναι τέλος πιθανόν ότι εις τιμήν του Μίθρα ήταν αφιερωμένη η 16η εκάστου μηνός. Η 25η Δεκεμβρίου (15) εορτάζονταν ως γενέθλιος ημέρα του θεού (natalis invicti), κατά δε τις ισημερίες συνέπιπταν οι εορτές των θεοποιημένων και αεί επανερχομένων εποχών του έτους. Η τέλεση της λειτουργίας και ο εορτασμός των πολλών τούτων εορτών εγίνοντο στα Μιθραία ή σπηλαία ή άντρα. Αυτά ήσαν αρχικά σπήλαια, συμφώνως άλλωστε προς τον περί τον Μίθρα μύθο, η δε αρχιτεκτονική διάταξη αυτών ακολουθούσε αυστηρή παράδοση και δια τούτο είναι πανταχού τα αυτά. Δια στοάς αποτελούμενης εκ σειράς στύλων και αετώματος κατέρχονταν τις σε υπόγειο χώρο, καιρού διαιρεμένο σε δύο μέρη, στον πρόναο και στην ακόμη περισσότερο βαθύτερα υπό την γη κείμενη κρύπτη. Αυτή θολωτή ούσα διακρίνονταν σε τρία μέρη, το μεν μεσαίο ήταν προορισμένο δια τους ιερουργούντας, τα δε δύο πλάγια διά τους πιστούς, οι οποίοι κάθονταν επί πέτρινων θρανίων. Στο βάθος υπήρχε η αψίδα μετά της παραστάσεως του Μίθρα φονεύοντος τον ταύρο, προ αυτής δε βωμός του ηλίου και της σελήνης. Το μικρό μέγεθος των Μιθραίω δεν επιτρέπει κοινότητας εκ προσώπων πλειώνων των εκατών, εκ των οποίων οι «μετέχοντες» λάμβαναν θέση στη κρύπτη, οι δε υπηρετούντες στον πρόναο. Ο μικρός ούτος αριθμός συνεπήγε πολλές καλές συνέπειες. Επειδή αποτελούν μεγάλη οικογένεια και είναι γνωστοί σε αλλήλους,. βασιλεύει μεταξύ αυτών ζωηοά και θερμή εγκαρδιότητας και φιλάλληλο φρόνημα, προς δε τούτους απόλυτη ισότητα τάξεων και καθηκόντων. Είναι δυνατή η αμοιβαία βοήθεια και ενίσχυση, αποφεύγεται δε εξ άλλου ο κίνδυνος της κοινωνικής απομονώσεως. Εκ των λόγων τούτων εξηγείται η μεγάλη αφομίωση, την οποία δεικνύουν οι πιστοί προς την κοινότητα των και τους ιερούς αυτών τόπους και την οποίαν εκδηλώνουν διά της ανιδρύσεως Μιθραίων και δια των εράνων, τους οποίους διενεργούσαν υπέρ αυτών μεταξύ αλλήλων δούλοι και απελεύθεροι.
Το άγαλμα της Ίσιδας από το Αιγυπτιακό ιερό στην Μπρεξίζα [ΒΑ τμήμα της περιοχής, όπου άλλοτε βρίσκονταν η αμερικανική βάση της Νέας Μάκρης και σε απόσταση 1500μ. από τον τύμβο των Μαραθωνομάχων, σώζονται τα ερείπια ενός μεγάλου ιερού Αιγυπτιακής θεότητας, από τα μεγαλύτερα στην Ελλάδα, καθώς καλύπτει έκταση περίπου 4 στρεμμάτων. Το ιερό κατασκευάστηκε τον 2ο αιώνα μ.Χ. από τον Ηρώδη τον Αττικό, ο οποίος κατάγονταν από τον Μαραθώνα. Ο Ηρώδης ίδρυσε το ιερό της Μπρεξίζας επηρεασμένος, ίσως, από κάποιο ταξίδι του στην Αίγυπτο ή μιμούμενος τον αυτοκράτορα Αδριανό, ο οποίος είχε κατασκευάσει μια μικρογραφία τοπίου του Νείλου με Σεραπείο (ιερό του θεού Σέραπη) στην έπαυλη του στην Τρίπολη. Οι ανασκαφικές έρευνες μτά το 1967 και 1968 είχαν φέρει στο φως τα πρώτα ευρήματα: … Είχαν επίσης αποκαλυφθεί δύο υπερφυσικού μεγέθους αγάλματα αιγυπτιακής τεχνοτροπίας: ένα άγαλμα του Αντίνοου (ευνοούμενου του Αδριανού) και το κάτω μέρος αγάλματος με τα διακριτικά της Ίσιδος…Το ιερό αποδίδεται στη λατρεία της Ίσιδος, εξαιτίας των αγαλμάτων της θεάς, τα οποία βρέθηκαν στις ανασκαφές. Η λατρεία της Ίσιδος διαδόθηκε από την Αίγυπτο στην Ελλάδα κατά τους Ελληνιστικούς Χρόνους και είναι αξιοσημείωτο ότι κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους, οι περισσότεροι ιερείς της Ίσιδος εκτός Αιγύπτου ήσαν Έλληνες. Σύμφωνα, όμως, με μια άλλη άποψη, πρόκειται για το ιερό του Κανώβου, ο οποίος ήταν κυβερνήτης της ναυαρχίδας του Μενελάου και ο οποίος πέθανε από δάγκωμα φιδιού στην Αίγυπτο κατά την επιστροφή του από την Τροία. Στο ιερό, το οποίο μνημονεύει ο Φιλόστρατος, λατρεύονταν, εκτός από τον Κάνωβο, και άλλοι Αιγυπτιακοί θεοί (Β. Πετράκος, Ο Μαραθών, Αθήνα 1995, σσ. 80 - 81 ]. (Πηγή: Περιοδικό «Corpus, Αρχαιολογία και Ιστορία των Πολιτισμών», τεύχος 40, σελίδα 7)
Παρά τον πλούτο των πηγών, τις οποίες κατέχουμε κατ’ εξαίρεση όσον αφορά στην αιγυπτιακή θρησκεία, δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα περί της σχέσεως της λατρείας της Ίσιδος και του Σεράπιδος προς την αιγυπτιακή καθόλου θρησκεία. Ότι δυνάμεθα μετά βεβαιότητα να καθορίσωμεν είναι το μεν ο τρόπος κατά τον οποίον γεννήθηκε η λατρεία του θείου τούτου ζεύγους, το δε η φύσις αυτής προ των αυτοκρατορικών χρόνων. Η λατρεία αυτή εκπορεύεται εκ του Σεραπείου της Αλεξάνδρειας, όπερ ίδρυσε Πτολεμαίος ο Σωτήρας. Αλλά ποιος είναι ο Σέραπις ούτος; Είναι θεός εγχώριος ή έπηλυς εκ Σινώπης, Σελευκείας, Βαβυλώνος; Έχει σχέση το όνομα αυτού προς τον Αιγύπτιο Όσιρη ή προς τον Χαλδαίο Σάρ - Απσί; Πρέπει να δεχθούμε ότι ο Σέραπις ή ήταν απ’ αρχής ο αυτός προς τον Όσιρι ή οι δυο θεοί ταυτίστηκαν ευθύς εξ αρχής. Διότι ο υπό των Πτολεμαίων εισαχθείς θεός είναι ο κύριος και βασιλεύς των νεκρών και χορηγός της ιδίας αυτού αθανασίας και σε αυτούς. Διά τούτο και οι Αιγύπτιοι δέχονται άνευ τινός δυσκολίας την λατρεία του νέου θεού, επειδή αναγνωρίζουν εν αυτώ τον δικό τους Όσιρι, τον δημοφιλέστατο θεό της χώρας του Νείλου κατά τον Ηρόδοτο, όχι μόνον επειδή ήσαν συνηθισμένοι να βλέπουν μεταβαλλόμενη την εν ουρανοίς διοίκηση ομού μετά της επιγείου. Τον θεό δε τούτον εισάγουν οι Πτολεμαίοι εν συνεχεία της πολιτικής του Μ. Αλεξάνδρου, όπως δηλαδή επενέγκωση την ένωση και την συγχώνευση των δύο λαών της Αιγύπτου, του ιθαγενούς και του ελληνικού. Διότι προς τον σκοπό τούτο χρειάζεται σε αυτούς θεός, τον οποίο να υποδεχθούν αμφότερα τα στοιχεία εκείνα. Κατά τον Πλούταρχο δημιουργοί του θεού τούτου κατ’ εντολή του Πτολεμαίου είναι δύο άνδρες, ο εξ Ηλιουπόλεως ιερεύς Μανέθων και ο εξ Ελευσίνας Ευμολπίδης Τιμόθεος. Κατ’ ακολουθία αποτελεί συνδυασμό της αρχαίας πίστεως των Φαραώ και των μυστηρίων της Ελλάδος. Κατά ταύτα η νέα θρησκεία των Πτολεμαίων είναι συγκρητιστική. Αλλ’ στο κράμα τούτω είναι λίαν αισθητή ή υπεροχή των ελληνικών στοιχείων. Έτσι λ. χ. η λειτουργική γλώσσα είναι ελληνική. Δημήτριος ο Φαληρεύς συνθέτει παιάνες στον νέο θεό, όστις θεράπευσε την τύφλωση αυτού. Οι υπό των Πτολεμαίων μισθούμενοι ποιητές αμιλλώνται προς αλλήλους στη εξυμνήσει του θεού των ευεργετών των. Τα αρχαία τυπικά μεταφράζονται, μετά προσθηκών και βελτιώσεων πάντοτε, στην ελληνική. Εικόνα των συνθέσεων των Αλεξανδρεωτών εκείνων ποιητών παρέχει ο ιες την Ίσιδα ύμνος ο εν Άνδρο ευρεθείς και επί μαρμάρου αναγεγραμμένος. Ου μόνον δε η γλώσσα, αλλά και η τέχνη, η χρησιμεύουσα προς εξυπηρέτηση της νέας λατρείας, είναι ελληνική. Έτσι δημιουργείται νέος τύπος της Ίσιδος, συνδυάζοντας εις εν τις ιδανικές μορφές της Ήρας και της Αφροδίτης.
Το πρώτο άγαλμα της θεάς κατασκευάζει ο περίφημος Βρύαξις, σύγχρονος του Σκόπα, εμφανίζοντας αυτήν σε υπερφυσικό μέγεθος μετά μεγαλειώδους κεφαλής και μετ’ εκφράσεως μελαγχολικής άμα και καλοκάγαθου, ίνα δι’ αμφοτέρων τούτων δείξει ότι είναι θεότητα της βλαστήσεως συγχρόνως και των νεκρών. Κατά τον τρόπον τούτο κατορθώνουν οι Πτολεμαίοι να παράσχουν στην νέα θρησκεία μορφή φιλολογική εν ταύτω και καλλιτεχνική. Συνέπεια τούτου είναι το δυνατόν της προσαρμογής αυτής στις ελληνικές απαιτήσεις. Αλλ’ η σχέση της θρησκείας ταύτης προς την ελληνική θρησκευτικότητα δεν είναι μόνον εξωτερική. Ήδη παλαιότερα, κατά μάρτυρα τον Ηρόδοτο, είχε ταυτιστεί ο Όσιρις προς τον Διόνυσο και η Ίσιδα προς την Δήμητρα. Τούτο δε επειδή τα μυστήρια του Οσίριδος τελούσαν σε εσωτερική συγγένεια προς τα του Διονύσου. Αμφότεροι είναι θεοί της βλαστήσεως· αμφότεροι είναι κύριοι του κάτω κόσμου· και οι δύο κατασχίζονται υπό εχθρικών δυνάμεων και αμφοτέρων τα μέλη συλλέγονται και αναζωογονούνται κατά θαυμαστό τρόπο. Δια τους λόγους τούτους αποβαίνουν οι Έλληνες ευεπίφοροι προς αποδοχή λατρείας, στην οποία επανεύρισκουν τις ίδιες αυτές τους θεότητες μετά των αυτών μύθων και καλλιτεχνική έκφραση. Η συνεργασία του Τιμοθέου και του Μανέθωνος, οι οποίοι αφαίρεσαν παν το μη αισθητικό και διατήρησαν παν ό,τι κατέπληττε και έλκυε, κατέστησε ακόμη ευκολότερη την αποδοχή. Η εξάπλωση της νέας ταύτης θρησκείας εκτός της Αιγύπτου τελείται βαθμιαίως και παρουσιάζει πολλές περιπέτειες και μεταπτώσεις, υποβοηθείται δε υπό των διπλωματικών και των εμπορικών σχέσεων του κράτους των Πτολεμαίων και υπό του θελγήτρου, το οποίο ασκεί επί της οικουμένης η Αλεξάνδρεια ως κέντρο πνευματικό και πολιτιστικό. Εννοείται όμως ότι οι ίδιοι ούτοι λόγοι συνετέλουν και εις τον διωγμό της νέας λατρείας. Κατά τον τρίτον και τον δεύτερον π. Χ. αιώνα απαντάμε την λατρεία της Ίσιδας και του Σεράπιδος στην Συρακούσα, Κατάνη, Πουτιόλοις και Πομπηία· Δούλοι και απελεύθεροι έμποροι και χειρώνακτες και στρατιώτες διαδίδουν αυτήν πανταχού ανά την Ανατολή και προ πάντων ανά την Δύση. Οι Τρίανδροι αποφασίζουν κατά το 43 π. Χ. την ίδρυση ναού στην Ίσιδα, ουχί δε πολύ χρόνο ύστερα εξαπλώνεται μέχρι της Καρχηδόνας, της Γαλατίας και της Βρεττανίας. Οι προσπάθειες των άρχων προς αποτροπή του κινδύνου από της Ρώμης αποδεικνύονται μάταιες. Παρά την restaurationen Augusti, παρά τους συχνούς και αιματηρούς διωγμούς, παρά τις απαγορεύσεις και τις αυστηρές κυρώσεις, η νέα θρησκεία καταλαμβάνει και αυτήν την Ρώμη.
Στην αίγλη της Αλεξάνδρειας δεν δύναται να επιβληθεί η βία, τα δε πολιτικά και τα θρησκευτικά ελατήρια των διωγμών δεν ισοφαρίζουν προς το θέλγητρο, το οποίον ασκεί επί των ψυχών η λατρεία των νέων θεών. Ο Καλιγούλας ιδρύει επισήμως ναούς εις την Ίσιδα· ο Καρακάλλας κτίζει εξ άμιλλας νέο και μεγαλοπρεπέστερο· και ο Δομιτιανός ευρύνει αυτόν εις καλλιμάρμαρο οικοδόμημα. Ο θρήνος του Ερμού επί της παρακμή της θρησκείας ταύτης ακούγεται μόλις τρεις αιώνες βραδύτερον, όταν η Ρώμη έχει στραφεί προς άλλους θεούς και ο πατριάρχης Θεόφιλος κατακρημνίζει το Σεραπείο. Τα αίτια της τηλικαύτης εξαπλώσεως και της επιβιώσεως των διωγμών είναι πολλά. Η αοριστία και το ασυστηματοποίητο της αιγυπτιακής θεολογίας δημιουργούν ποια τίνα ελαστικότητα και δύναμιν προσαρμογής. Έτσι κατορθώνει να συμβιβάζεται προς την εκάστοτε ισχύουσα φιλοσοφία και να δίδει ικανοποιητική λύση στο αιώνιο πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ πίστεως και γνώσεως. Πλην τούτου η απ’ αρχής υφισταμένη ενοθεϊστική ροπή, ενώ εξυπηρετεί αφ’ ενός τις μονοθεϊστικές ανάγκες των πεπαιδευμένων τάξεων δια της εξάρσεως ενός θεού, ανταποκρίνεται συγχρόνως και στον πολυθεϊσμό του όχλου δια της αναγνωρίσεως και των λοιπών θεών. Είναι χαρακτηριστική η απορρόφηση ολοκλήρου του πανθέου υπό της Ίσιδας, η οποία αποβαίνει εν τέλει πανθεϊστική θεότητα «una quae est omnia». Επί Πτολεμαίων ταυτίζεται προς την Δήμητρα, την Αφροδίτη, την Ήρα, την Σεμέλη, την Ιώ, την Τύχη. Λατρεύεται ως βασίλισσα του ουρανού, του Άδη, της γης και της θαλάσσης. Είναι «το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον», η μήτηρ των όντων, η προ των αιώνων γεννηθείσα κυρίαρχος των στοιχείων, η πολυώνυμος και απειρόμορφος θεά. Αντί λοιπόν να προάγει η θεολογία των αιγυπτιακών μυστηρίων την εξέλιξη των ιδεών, ακολουθεί αυτήν και προσαρμόζεται προς αυτήν. Το αυτό ισχύει και ως προς την ηθική, η οποία ουδέποτε σκανδαλίσθηκε δια τις αισχρές σκηνές του μύθου και της λατρείας. Τινά των ιερών κειμένων μάλιστα συμβουλεύουν απόλαυση της ζωής, πριν ο θάνατος επελθών κόψει το νήμα αυτής. Δεν είναι παράδοξο ότι η Ίσιδα ταυτίζεται προς την Αφροδίτη και ο υιός αυτής Αρποκράτης προς τον Έρωτα. Είναι καλόβουλος θεά, επιεικής στις ανθρώπινες αδυναμίες, και δη σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Ιουβενάλιος να δύναται να χαρακτηρίζει αυτήν ως μαστρωπό (Isiacae sacraria lenae). Οι ναοί αυτής φέρουν την φήμη δυσωνύμων τρόπον τινά οίκων, όπου οι νέοι επιζητούν ερωτικές περιπέτειες. Αλλ’ όπως ολόκληρος η αιγυπτιακή θρησκεία αποτελεί σύστημα αντιφάσεων, όπου το νέο, καίπερ αντίθετο, ζει ειρηνικά παρά το παλαιό, ούτω συμβαίνει και περί την Ισιακή ηθική. Όταν ανέκυψε η απαίτηση ανώτερης ηθικής, σπεύδει η μυστηριακή αυτή θρησκεία να ικανοποιήσει και αυτήν, χρησιμοποιούσα την μεγάλη σημασία, την οποίαν δίδει το αιγυπτιακό τυπικό στην καθαρότητα. Αληθώς προ πάσης Ιεροτελεστίας απαιτούνται λούσεις και καθαρμοί, χρήσεις καθαρτικές, αποχή από ορισμένων βρωμάτων και από γυναικός. Ταύτα πάντα ουδεμία σχέση έχουν το κατ’ αρχάς προς τις ηθικές ιδέας. Αποτελούν απλώς ενεργείας προς αποτροπή πονηρών πνευμάτων και χρησιμεύουν προς δημιουργία της πρεπούσης διαθέσεως στη ψυχή του Ιερουργούντως, η ηθική διάθεση του οποίου παραμένει παντελώς αδιάφορος στους θεούς, τους οποίους υπηρετεί. Αλλ’ εκ της παλαιάς παραστάσεως γεννάται νέα έννοια. Από τις τελετουργικές πράξεις προσδοκούν τώρα εξάλειψη των ηθικών κηλίδων και ηθική βελτίωση. Οι λάτρεις λ. χ. της Ίσιδας ριπτόμενες στον ποταμό και περιθέουσες με αιματωμένα τα γόνατα το ιερό της θεάς περιμένουν εξιλασμό και συγχώρηση των αμαρτιών. Οι προς τους πιστούς απαιτήσεις μεταβάλλουν χαρακτήρα· ότι τώρα ζητεί η θεά είναι μάλλον η εσωτερική καθαριότητα της καρδιάς· η παραίτηση από τις υλικές ηδονές αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για την γνώση της θεότητας, όπερ το μέγιστο αγαθό. Δεν αρκεί πλέον η μύηση· είναι ανάγκη ηθικού βίου, διότι η Ίσιδα είναι τώρα πλέον προστάτιδα της αγνότητας. (16) Έτσι και η νέα αυτή ηθική αποβαίνει, όπως η παλαιά, ένα εκ των μέσω προσηλυτισμού των σοβαρότερων υπάρξεων. Τον προσηλυτισμό δε τούτο προάγουν το μεν η γοητεία των τύπων της λατρείας, το δε οι θαυμαστές επαγγελίες της αιγυπτιακής εσχατολογίες. Μακρά παράδοση και πιστή τήρηση προσέδωσε στο τυπικό της λατρείας απαράμιλλο πλούτο, λαμπρότητα και τελειότητα. Η τήρηση αυτού είναι εμπεπιστευμένη σε οργανωμένο κλήρο, όστις αποτελεί αυστηρή ιεραρχία υπό αρχιερέα και διακρίνεται σε προφήτες, γνώστες της θείας σοφίας δηλαδή, κοσμητές, οι οποίοι ενδύουν τα είδωλα των θεών, και παστοφόρους ενεργούς κατά τις λιτανείες. Οι ιερείς ούτοι φέρουν ιδίαν στολή, λινή, λευκά ενδύματα, είναι υποχρεωμένοι να διάγουν αυστηρό βίο και ουδέν ασκούν επάγγελμα, αποδίδοντας, κατά τον Πορφύριο, «ὅλον τὸν βίον τῇ τῶν θεῶν Θεωρίᾳ καὶ θεάσει». Πρώτιστο έργο αυτών είναι η καθημερινή λειτουργία, ήτις είναι ούτω συχνή και δι’ άλλους λόγους και διά την παμπαλαία αιγυπτιακή παράδοση, κατά την οποίαν οι θεοί ανάγκη να ενδύωνται και να τρέφονται, ίνα μη αφανισθούν. Μέρη της λειτουργίας ταύτης είναι το άνοιγμα του ναού, η παρασκευή της ιεράς πυράς, οι σπονδές του ύδατος, όπερ de Nilo esse dicebatur, η εν αιγυπτιακή γλώσσα αφύπνιση του θεού, η δια πολυτίμων αμφίων και λίθων αμφίεση και κόσμησης των αγαλμάτων των θεών και οι προς αυτούς ύμνοι, τους οποίους συνόδευαν ήχοι αυλού.
Βλάσης Γ. Ρασσιάς, Ζευς, Συμβολή εις την επανανακάλυψης της Ελληνικής Κοσμοαντίληψης, 2η Έκδοση, Ανοιχτή Πόλη (Πηγή: http://www.rassias.gr/INSERT.html)
Πηγή Φώτο: http://www.ysee.gr/index.php?type=d&f=orchomenos2005
Παραθέτουμε σχετικό χωρίο του Πορφυρίου, σαφές και χαρακτηριστικό: « Ὥς που ἔτι καὶ νῦν ἐν τῇ ἀνοίξει τοῦ ἁγίου Σαράπιδος ἡ θεραπεία διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος γίνεται, λείβοντος τοῦ ὑμνῳδοῦ τὸ ὕδωρ καὶ τὸ πῦρ φαίνοντος, ὁπηνίκα ἑστὼς ἐπὶ τοῦ οὐδοῦ τῇ πατρίῳ τῶν Αἰγυπτίων φωνῇ ἐγείρει τὸν θεόν». Η εκ της λειτουργίας ταύτης εντύπωση, η οποία ετελείτο και κατά τις πρωϊνές και κατά τις εσπερινές ώρες ήταν βαθειά. Περιέχει άλλωστε σοβαρό νεωτερισμό. Ο θεός δηλαδή λατρεύεται όχι επ’ ευκαιρία, μόνον, αλλα δις της ημέρας και επί μακρόν. Η ευσέβεια αρχίζει να διαποτίζει ολόκληρο τον βίο, η δε διαρκής επανάληψη των προσευχών τρέφει την πίστη και ενισχύει τους ευσεβείς. Παρά την τακτική καθ’ ημέρα λειτουργία υπάρχουν, ως εν τω Μιθραϊσμώ, περιοδικές εορτές, συνδεόμενες προς την έναρξη των εποχών του έτους. Οι σπουδαιότερες τούτων είναι το Navigium Isidis και η εύρεση. Την πέμπτη Μαρτίου, ημέρα επαναλήψεως των πλοίων, γίνονταν λιτανεία προς την άμμο, την οποίαν ακολουθούσαν ομάδες παράδοξα μεταμφιεσμένες, κοσμητές, λευχείμονες γυναίκες, υμνωδοί και αυλητές, παμπληθείς μύστες υπό την ηγεσία λευχειμονούντων ιερέων. Ήταν η εορτή της καθελκύσεως πλοίου αφιερωμένου εις την Ίσιδα, προστάτιδα των ναυτιλλομένων. Μεγαλοπρεπέστερα ήταν η εορτή της Ευρέσεως, ήτις τελούνταν παλαιότατα ήδη στην Άβυδο. Εδώ αναπαρίστονταν οι περιπέτειες, το πάθος και η ανάσταση του Οσίριδος, ο εις κακοποιούς εμπεσμός και ο φόνος, οι θρήνοι επί της σορού και η ταφή, η νίκη του Ώρου κατά του Σήθ και ο θρίαμβος του θεού εναντίον του θανάτου. Ο μύθος αυτός αναπαριστάται στην Ρώμη κατά τον Νοέμβριο εκάστου έτους. Ο Όσιρις αναζητείται υπό της θρηνούσας Ίσιδος, συνθρηνούντων των ιερέων και των πιστών. Η εύρεση των λειψάνων του εραστή μεταβάλλει την τέως λύπη σε χαρά, εκδηλουμένη ζωηρά δια παντοίο τρόπο. Οι εορτές αυτές κέκτηνται εσωτερικό, μυστηριακό νόημα. Δια βαθμιαίων μυήσεων, διαιρούμενο σε στάδια, τελειούται στη ψυχή του μύστη η θεία αποκάλυψη, την οποίαν, ως και τα κατά τις μυήσεις τελούμενα, έπρεπε να τηρεί μυστικά ο μυούμενος. (17)
Οι μυήσεις αυτές εξασφαλίζουν την αθανασία, διότι δι’ αυτών ταυτίζεται ο μυούμενος προς τον Όσιρι και μετέχει έτσι της θείας φύσεως και της θείας ζωής. Ο βίος, όπως στην Αίγυπτο πάντοτε, νοείται ως προπαρασκευή για το Επέκεινα. Ιδιάζουσα λοιπόν καταβάλλεται φροντίδα προς εξασφάλιση της ζωής αυτής εις τον θανόντα. Δια τούτο ο πλούτος της περί τους νεκρούς φιλολογίας, η αιωνιότητα και η μεγαλοπρέπεια των πυραμίδων. Ιδίως εκδηλώνεται όμως η δροντίδα αυτή δια της εξαιρετικής λατρείας του Οσίριδος. Η τύχη του θεού τούτου είναι και τύχη του θανόντος, εφ’ όσον τηρούσε ζώντας τα περί τους νεκρούς έθιμα. Σε κάποιο αιγυπτιακό κείμενο αναγιγνώσκουμε τα εξής σημειώματα: «Ὡς ὁ Ὄσιρις θὰ ζῇ καὶ αὐτὸς (ὁ θανών). Ὡς ἐκεῖνος ζῆ, οὕτω καὶ οὗτος δὲν θὰ ἀποθάνῃ. Ὅπως δὲν ήφανίσθη ἐκεῖνος, τοιουοτρόπως δὲν θὰ ἀφανισθῇ ὁ νεκρός.». Η ανθρώπινη ψυχή εξαρτάται εντελώς από αυτόν, θεωμένη απλήστως αυτόν και ποθούσα «τὸ μὴ φατὸν ἀνθρώποις κάλλος». Εάν ο θανών εβίωσε ευσεβή βίο, αφομοιώνεται προς τον Όσιρι και μετέχει της αιωνιότητας του θεού. Αλλά σε αυτή την περίπτωση δεν ζει ως αμυδρά σκιά ούτε ως λεπτή πνοή, αλλά ακριβώς όπως επί της γης. Ο ευσεβής όμως βίος ίσα δύναται προς μύηση. Αυτή λοιπόν εξασφαλίζει την ταύτιση εκείνη και την αθανασία, τον «ἀπαθανατισμόν». Τούτο είναι το νόημα των πολυπληθών επιτύμβιων επιγραφών «Εὐψύχει μετὰ τοῦ Ὁσίριδος», όπως και των ανάγλυφων παραστάσεων, στις οποίες παρίσταται ο θανών φέροντας την μορφή και τα ενδύματα του Οσίρη. Εκ των ειρημένων καταφαίνεται η δύναμη της εσχατολογίας αυτής και κατανοείται το θέλγητρο το οποίο άσκησε. Αληθώς ουδεμία άλλη θρησκεία είχε παράσχει έως τότε τόσον ορισμένη επαγγελία μακάριας αθανασίας. Αιωρούμενη υπεράνω των αντιφατικών δοξών των φιλοσόφων, αντλεί την βεβαιότητα αυτής εκ θείας αποκαλύψεως, πηγής ακένωτου και υπερφυσικής, και περιβάλλεται υπό της αίγλης, την οποίαν χαρίζει η μακραίωνη παράδοση ατελεύτητων γενεών. Και διά τους Ορφικούς, ελαυνομένους υπό της σκοτεινής προαισθήσεως του εν τω Επέκεινα βίου, είναι η επίγειος ζωή προπαρασκευή μόνον προς τον βίο εκείνον. Και παρ’ αυτούς η εν τω Επέκεινα μακαριότητα ασφαλίζεται διά τελετουργιών, τις οποίες αποκάλυψε εις τον άνθρωπο ο θεός. Τα αυτά διδάσκει και ο Όσιρις. Αλλά μετά βεβαιότητας και σαφήνειας ανήκουστης τέως και πειστικής. Ούτος είναι ο λόγος, διά τον οποίον οι εσχατολογικές αυτές επαγγελίες προσελκύουν μετ’ ακαταμάχητου γοητείας τις άθλιες μάζες της Ανατολής και της Δύσεως εν τη τότε οικουμένη.
Αριστερά : Μπρούτζινο αγαλματίδιο του Άττι, με τη μορφή ταύρου, 600 π.Χ., Βρετανικό Μουσείο (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 7, άρθρο «Ο ‘θεϊκός άνθρωπος’ κατά την αρχαιότητα», Αναστασία Δ. Βακαλούλη, Διδάκτωρ Βυζαντινής ιστορίας ΑΠΘ, σελ. 113)
Δεξιά: Ιερέας της Κυβέλης. Στο αριστερό του χέρι κρατά ένα κουκουνάρι, σύμβολο του Άττι (εραστή της) και στο δεξί του ένα κρόταλο, το οποίο χρησιμοποιούνταν σε τελετές μυήσεως. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 7, άρθρο «Οθεϊκός άνθρωπος΄ κατά την αρχαιότητα», Αναστασία Δ. Βακαλούλη, Διδάκτωρ Βυζαντινής ιστορίας ΑΠΘ, σελ. 114)
Τα μυστήρια της Μ. Ασίας συνδέονται προς ονόματα, όπως τα Κυβέλη, Μα, Μην, Σαβάζιος, Αναΐτις. Και ενταύθα παρατηρούμε την αυτήν πρόοδο από φυσιοκρατικών παραστάσεων εις πνευματικά μυστήρια. Στο εξής θα σκιαγραφήσουμε την ιστορία και τις φάσεις της λατρείας της Κυβέλης, ως του κατ’ εξοχήν αντιπροσωπευτικού τύπου των μικρασιατικών μυστηρίων και ως του μάλλον σημαντικού. Η λατρεία της θεότητας αυτής έχει μακράν την εξέλιξη· διό και εμφανίζει συνδυασμό παντοδαπών θρησκευτικών παραστάσεων. Εν των αρχαιοτάτων στοιχείων αυτής είναι η λατρεία των δένδρων, τα οποία οι πιστοί λάτρευαν συγκεντρούμενοι επί των κορυφών των όρεων. Εντεύθεν εξηγείται και το γεγονός ότι το πεύκο ήταν το ιερό φυτό του Άττιος. Δεν έλειπε όμως ούτε η λατρεία των λίθων (φετιχισμός), ούτε ή των ζώων (τοτεμισμός). Η Κυβέλη αυτή ήταν χθονία θεότητα, θεά της βλαστήσεως, μητέρα των πάντων, η δε υποδεεστέρα θέση του Άττι παρ’ αυτήν υπενθυμίζει τους χρόνους της μητριαρχίας. Τα στοιχεία ταύτα πλουτίζονται συν τω χρόνω διά παντοδαπών ξένων επιδράσεων, οι οποίες καθιστούν την θρησκεία της Κυβέλης τούτ’ αυτό συγκρητιστική. Έτσι μετά την εγκατάσταση των Φρυγών εκ Θράκης στην Μ. Ασία συγχωνεύεται ο Διόνυσος-Σαβάζιος μετά τού Άττιος, οι δε σε αυτόν αναφερόμενες παραστάσεις και οι περί αυτόν τελετές γίνονται και οι του Άττιος. Κατά τον μύθο, όταν μυκάται η ,καταιγίδα επί της Ίδης, παρέρχεται ή Κυβέλη οχουμένη επί βρυχωμένου λέοντος και αναζητεί θρηνούσα τον νεκρό Άττιν. Ακολουθούν δρομαίοι οι πιστοί, εκπέμποντας μακρό θρήνο μετά κυμβάλων, πλήκτρων και αυλών. Κραυγές και δαιμονιώδης θόρυβος πλήττουν τον αέρα, διακοπτόμενες υπό των αγρίων πηδημάτων των πιστών. Έτσι καταλαμβάνονται τέλος υπό ιερού ενθουσιασμού, υπό εκστάσεως και μανίας. Στην λατρεία ταύτη μεγάλη είχε ροπή η φύσις και το κλίμα των οροπεδίων της Μ. Ασίας. Ο σφόδρα δριμύς χειμώνας και η ξαφνική αναπήδηση της βλαστήσεως υπό τις ραγδαίες βροχές του έαρος, η οποία μαραίνεται πάλι ταχέως από τα αφόρητα καύματα του θέρους. Οι εναλλαγές αυτές ευφορίας και ξηρασίας, ευθυμίας και μελαγχολίας , της φύσεως επιφέρουν απότομους εναλλαγές χαράς και πένθους εντός της ανθρώπινης ψυχής. Τον θρήνο επί του θανάτου της φύσεως διαδέχεται η έκρηξη παράφορου χαράς κατά το έαρ. Η αντίθεση αυτή των συναισθημάτων εκδηλώνεται δι’ αγρίων εθίμων, δι’ οργιαστικών χορών, δι’ εκουσίων τραυματισμών, διά της επί τη θέας του αίματος μέθης, δια ραντισμού των βωμών δι’ αυτού, δια της θυσίας του ανδρισμού υπό το κράτος του παροξυσμού. Ούτως πίστευαν ότι ενώνονταν μετά της θεότητας και μετατίθονταν πραγματικά σε πλήρης πάθους έκσταση. Η μανία αυτή και οι ακρωτηριασμοί είναι εκδήλωση του διακαούς πόθου προς απαλλαγή από της δουλείας των σαρκικών ορμών και προς απελευθέρωση της ψυχής από των δεσμών της ύλης. Δεν είναι δια τούτο παράδοξο ότι στη λατρεία της Κυβέλης, της Μητρός των θεών, παρατηρούνται ασκητικές τάσεις, ουχί βέβαια άμοιροι επιδράσεως της φιλοσοφικής ηθικής των Ελλήνων και της ελληνικής θεολογίας, όπως δεικνύει ήδη η ύπαρξη μοναχών γνωστών υπό το όνομα μητραργύρτες. Όπως οι άλλες μυστηριακές θρησκείες, έτσι και η της Κυβέλης αγωνίζεται προς επικράτηση, αναπτύσσοντας έντονο προσηλυτισμό. Η αντίθεση αυτής προς την ηρεμία και την σεμνότητα της θρησκείας των Ρωμαίων και ο σεβασμός των τελευταίων τούτων προς το jus majorum δημιουργεί κατ’ αρχάς δυσμενή εναντίον αυτής διάθεση. Βαθμηδόν όμως η δυσπιστία διαλύεται, η λατρεία της μητρός των θεών απολαύει ελευθερίας και περισσής εύνοιας, εισάγεται δε μάλιστα και νέος κύκλος εορτών επισήμως. Οι εορτές αυτές, οι οποίες τελούνται από την 15ης μέχρι της 27ης Μαρτίου εκάστου έτους βοηθούν στο να εισδύσουμε στον χαρακτήρα της μυστηριακής ταύτης θρησκείας, της οποίας κέντρου και αυτής είναι ο θάνατος και η ανάσταση της φύσεως. Κατά την άνοιξη ανίσταται η φύση σε νέα ζωή, προσωποποιημένη δια του Άττι και των περιπετειών αυτού. Δια τον λόγο τούτο ορίσθηκαν οι εορτές εκείνες κατά τον Μάρτιο. Η έναρξη αυτών γίνεται δια των cannophori την 15ην του μηνός τούτου, κατά την οποία εορτάζεται η μνήμη της ευρέσεως του Άττι υπό της Κυβέλης στις όχθες του Σαγγαρίου. Την 21ην Μαρτίου στο Παλατίνο μεταφέρεται υπό των δενδροφόρων πεύκη, σύμβολο του πτώματος του Άττι. Η υστεραία είναι ημέρα πένθους και αποχής· οι πιστοί νηστεύουν και θρηνούν τον θάνατον του θεού. Κατ’ άλλην τινά ημέρα (24 Μαρτίου) αναγνωρίζεται το πτώμα του Άττι και ακολουθούν αιματηρές θυσίες προς εξιλασμό αυτού. Οι Galli μαστιγώνουν εαυτούς, κατακόπτουν τις σάρκες των και εν μέσω αγρίων κραυγών και ήχων αυτών θυσιάζουν οι νεόφυτοι τον ανδρισμό των. Κατά την επακολουθούσαν αγρυπνία ενούται ο νεόφυτος μετά της Κυβέλης και Άττιος. Την 26ην εορτάζονται τα Ιλάρια· η απελπισία και το πένθος μεταβάλλονται σε φρενίτιδα χαράς, διότι μετά της αφυπνίσεως της φύσεως ανίσταται και ό θεός. Διασκεδάσεις παντός είδους δείπνα, παιδιαί προσωπιδοφόρων είναι τρόποι εκφράσεως της χαράς ταύτης. Τον κύκλο των εορτών τούτων κλείει μακρά λιτανεία διά των οδών, κατά την οποίαν μεταφέρεται το αργυρούν άγαλμα της Κυβέλης στον ποταμό προς λούση υπό βροχή άνθεων.
Η εκ των τελετών τούτων εντύπωσης ήταν εξαιρετική. Ήδη η εξωτερική εμφάνιση της θεάς φερομένης εφ’ αμάξης, οι ήχοι της μουσικής, τα λαμπρά ενδύματα των ιερέων είχαν τι το απείρως επιβλητικό. Αλλά πολύ ισχυρότερα ήταν η εντύπωση, την οποίαν ασκούσε επί της ψυχής του νεοφύτου ο όλος κύκλος των εορτών. Ιδία συνηρπάζονταν αυτός κατά την εις τον ναό είσοδο, όπου άκουε την τραγική ιστορία της θεάς, άκουε τις θλιβερές τελετές και κατεθέλγετο τέλος υπό των θριαμβευτικών ύμνων. Δι’ όλων τούτων των μέσων επέρχονταν βαθμηδόν η έξαρση του συναισθήματος και η έκσταση, της οποίας αποτέλεσμα η εν της ψυχής γέννηση της απέραντου ελπίδος, ή αναγέννηση και η βεβαιότητα περί νέας ζωής μετά θάνατον. «Θαρσεῖτε, μύσται τοῦ θεοῦ σεσωσμένου· ἔσται γὰρ ὑμῖν ἐκ πόνων σωτηρία». Η εύνοια, της οποίας απέλαυε επισήμως η λατρεία της Κυβέλης και του Άττι, ανάγκασε άλλες ανατολικές θρησκείες να επιζητήσουν την μετ’ αυτής ένωση· συνέπεια τούτου ήταν η απορρόφηση πολλών μικρασιατικών θεών υπ’ αυτής, (18) απορρόφηση την οποίαν προήγε συνειδητώς ο κλήρος της Κυβέλης, όστις γνώριζε την σημασία της καθολικότητας και επεδίωκε αυτήν διά την Μητέρα των θεών. Χαρακτηριστικά είναι τα επίθετα του Άττι, ανάγλυφα και αγάλματα, τα οποία μαρτυρούν την έκταση του συγκρητισμού και την απορρόφηση των θεοτήτων διαφόρων θρησκειών υπό της Κυβέλης. (19) Μεταξύ των θεοτήτων τούτων ήταν και ο Μίθρας· αλλ’ ούτος επέδρασε και αυτός επί των μικρασιατικών μυστηρίων και συνετέλεσε μεγάλως, διά της αυστηρής ηθικής κοσμοθεωρίας, την οποίαν αντιπροσωπεύει, στην μεταβολή του χαρακτήρα τόσον της Κυβέλης, όσον και του Άττι. Την μεταβολή αυτή μαρτυρεί προ πάντων η εισαγωγή του Ταυροβολίου, όπερ σχετίζεται προς τον μυθικό ταύρο του παρσισμού, εκ του οποίου δημιουργήθηκε ο κόσμος. Τούτο συνίστατο σε αυτό, ότι ο μέσα σε τάφρο κεκρυμμένος μύστης περιελούετο διά του αίματος ταύρου, ο οποίος σφάζονταν υπεράνω αυτού επί ξύλων που σχημάτιζαν σχάρα η εφοδιασμένων δι’ οπών. Στον τάφρο κατακείμενος φροντίζει όπως τα μέλη του και τα υποδήματα του ραντισθούν υπό του αίματος, εν τέλει δε και πίνει εξ αυτού. Έτσι πιστεύει ότι καθαρίζεται από των αμαρτημάτων του και εξομοιώνεται προς τον θεό (20). Ενταφιάζει τρόπον τινά τον παλαιό άνθρωπο, ίνα αναστή ως νέος, αναγεννημένος, «in aeternum renatus». Ενταύθα καταφαίνεται η δύναμη των πρωτογενών περί του αίματος παραστάσεων. Η δι’ αυτού αντιπροσωπευόμενη συγγένεια προσλαμβάνει πνευματικό χαρακτήρα, αντικαθισταμένου του συμβόλου εν τοις ιεροίς δείπνοις διά του κοινού δείπνου ακριβώς. Οι συντρώγοντες πιστοί αποτελούν μία οικογένεια, εξομοιώνονται δε προς τον θεό διά της συμμετοχής στο ιερό δείπνο. Μετά τούτων μεταβάλλεται και η περί θεότητας παράσταση. Η θρησκεία του Άττι υψώνεται σε ηλιακό ενοθεϊσμό, διά του οποίου πάντες οι θεοί συγχωνεύονται προς εκείνον, καλούμενο διά τούτο και Πάνθεον. Η αλληγορική ερμηνεία των νεοπλατωνικών κατορθώνει ώστε ο μύθος του Άττι να γίνει σύμβολο των ιδεών αυτών περί της απελευθερώσεως της στην ύλη εκπεσούσης ψυχής. Η εξωτερική ομοιότητα των μυστηρίων αυτού προς τα χριστιανικά παρέχει το θάρρος εις τον κλήρο της Mater Magna να κάμει την σύγκριση και να ισχυρισθεί ότι το ταυροβόλιο είναι δραστικότερο του βαπτίσματος, η εξιλαστική δύναμη του αίματος του ταύρου μεγαλύτερα και ο Άττις αυτός Χριστιανός, ως αναφέρει ο ιερός Αυγουστίνος (et ipse Pileatus christianus est).
Τα αρχαιότατα και σημαντικότατα πάντων των μυστηρίων ήσαν τα Ελευσίνια. Το κατ’ αρχάς εορτή θέρους των κατοίκων του Θριασίου πεδίου, απέβησαν βραδύτερον μέρος της επισήμου λατρείας της Αθηναϊκής πολιτείας, μετά την πολιτική ένωση της Ελευσίνας μετά των Αθηνών. Στα προάστεια Άγρα εορτάζονταν κατά το έαρ τα μικρά Ελευσίνια, τα οποία αποτελούνταν εκ σειράς καθαρμών, είδους τινός προμυήσεως, άνευ της οποίας δεν ήταν δυνατόν να προχώρησει τις στην Ελευσίνα εις τον βαθμό του μύστου και του επόπτη. Τα μεγάλα Ελευσίνια τουναντίον λάμβαναν χώρα κατά Σεπτέμβριο δια της μεταφοράς των ιερών εξ Έλευσίνας εις Αθήνας διά των έφηβων. Κατά την πρώτη ημέρα γίνονταν συγκέντρωση, κατά την οποίαν προσφωνούσε τους μετέχοντας ο άρχων βασιλεύς. Την 19ην του αυτού μηνός προσκαλείτο το πλήθος σε θαλάσσιο εξιλαστήριο λουτρό διά της επιφωνήσεως: Ἅλαδε, μύσται. Η ύστατη τέλος ημέρα ήταν αφιερωμένη εις τους θεούς της Επιδαύρου, ιδίως στον Ασκληπιό. Την 19ην γίνονταν η μεγάλη λιτανεία, κατά την οποία οι μύστες, φέροντες στεφάνια εκ μύρτων, κατευθύνονταν επί της Ιεράς Οδού προς την Ελευσίνα. Κατ’ αυτήν φέρονταν τα ιερά αντικείμενα της Ελευσίνας και το είδωλο του Ιάκχου, γίνονταν δε πολλοί σταθμοί μετά καθαρτικών πράξεων, ων εις, οι καλούμενοι Γεφυρισμοί, επί της γεφύρας του Κηφισού. Κατά την νύκτα φθάνοντας στην Ελευσίνα κατέρχονταν στο Τελεστήριο, ευρύτατο και υπό στύλων φερόμενο χώρο, όπου τις ιεροτελεστίας διηύθυνε ο Ιεροφάντης εκ του γένους των Ευμολπιδών, βοηθούμενος υπό του Δαδούχου, του Κήρυκος και του Ιερέως του ιερού, πάντων εκ του αρχαίου αττικού γένους των Κηρύκων. της όλης τελετής προΐστατο ο άρχων βασιλεύς μετά των επιμελητών. Το πρώτν μέρος της τελετής συνίστατο εις το βάπτισμα του νεοφύτου, παρά τον οποίο ίστατο ο μυσταγωγός. Το βάπτισμα τούτο τελούνταν δι’ επιχύσεως κυπέλλου ύδατος επί του μυουμένου και συνωδεύονταν υπό καθαρτηρίου θυσίας. Έπειτα ακολουθούσε η κυρία τελετή, εις την οποία ανήκαν δεικνύμενα, δρώμενα και λεγόμενα. Δεικνύμενα ήσαν τα ιερά σκεύη και τα λοιπά ιερά αντικείμενα. Δρώμενα λέγονταν η δραματική αναπαράσταση των περιπετειών της Δήμητρας, συνοδευομένης υπό μουσικής, χορού και ύμνων και της εντυπωσιακής εναλλαγής φωτός και σκότους. Μετά ταύτα μετείχε του ιερού δείπνου και κοινωνούσαν ποτού τίνος. Εις ταύτα επακολουθούσε συμβολική παράστασης υλικής ενώσεως μετά της θεότητας Τα λεγόμενα ήσαν αναγνώσματα εξ ιερών κειμένων και εντολές, των οποίων την καταγωγή ανήγαν εις τον Τριπτόλεμο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους απέκτησαν τ Ελευσίνια μυστήρια εξαιρετική σημασία. Ο Κικέρων ονομάζει αυτά Sancta illa et augusta, ubi initiantur gentes orarum ultimae. Πολλοί Ρωμαίοι αυτοκράτορες μυούνται σε αυτά, διαδίδονται δε σε πλείστους τόπους εντός και εκτός της Ελλάδος, μόνα ή συνδεδεμένα προς τα της Σαμοθράκης και τα του Διονύσου.
Τα ορφικά μυστήρια δεν συνοδεύονταν προς ορισμένο κέντρο λατρείας. Κήρυκες περιπλανώμενοι από τόπο σε τόπο τελούσαν στους ιερούς οίκους τα εαυτών μυστήρια, των οποίων μετείχαν μόνον οι μύστες, οι λεγόμενοι ορφεοτελεστές, απαγορευμένης της εισόδου στους βέβηλους ή λαούς. Βάση των μυστηρίων τούτων είναι ή ορφική θεολογία, η οποία φέρει χαρακτήρα μυστικοπαθή και την οποίαν εξευγένισε η πυθαγόρειος και η πλατωνική φιλοσοφία. Η θεολογία αυτή άσκησε πολλή επίδραση επί των διαφόρων μυστηρίων της αρχαιότητος και ιδίως επί των διονυσιακών. Τα τελευταία ταύτα αναφαίνονται στην Αθήνα κατά τον Δ΄ π. Χ. αιώνα, ταχέως δε διαδίδονται ανά την περί την Μεσόγειο χώρες. Ο νεόφυτος περιπλανώμενος στο σκοτάδι ραντίζονταν διά πηλού και κατακλίνονταν επί του εδάφους, μέχρις ότου ανέγειρε αυτόν ο δαδούχος, καθάριζε αυτόν από του πηλού και μετέδιδε στην δάδα αυτού το φως εκ της δικής του δαδός. Του έργου τούτου ήρχετο διά του παραγγέλματος «ἔγειρε». Έπειτα προέτρεπε τον μυούμενο να πλησιάσει τον θεό και να μετάσχει της χαράς των μακάρων. Ο Διόνυσος προσφωνείται ως νυμφίος και ως νέο φως. Η προς αυτόν ένωση συντελείται υπό του νεόφυτου δια της περί τον κόλπο αυτού περιφοράς χρυσού όφεως, ο οποίος συμβολίζει τον θεό, καλούμενο «ὑποκόλπιον» ή «διὰ κόλπου θεόν». Δια τούτων και των τοιούτων ο μύστης εξωμοιόνονταν προς τον θεό. «Θεός ἐγένου ἐξ ἀνθρώπων» ανήκει μετ’ άλλων σχετικών στην λειτουργία των διονυσιακών μυστηρίων.
Η σύγκριση των μυστηρίων τούτων και των
λοιπών, όπως εκείνο της Σαμοθράκης, προς άλληλα
δεικνύει την μεταξύ αυτών υπάρχουσα εσωτερική συγγένεια, παρ’ όλην την διαφορά των
εξωτερικών τύπων. Σε όλους ζει ο πόθος προς
θέωση, προς απολύτρωση, και όλοι επιδιώκουν
τον αυτό σκοπό, τουτέστι την εν τω ανθρώπω
γέννηση του θείου διά της συνάψεως της ψυχής
αυτού προς τον θεό.
01. Η θέωση σε ορισμένους εκ των Αγίων της Ορθοδοξίας φαίνεται εις την παρουσία των άφθαρτων λειψάνων, διότι θεωρείται δεδομένη από το δόγμα η αλλοίωση των ιδιοτήτων της ύλης από την Χάρη του Θεού. Αυτός είναι και ο λόγος προσκύνησης αντικειμένων που έφεραν οι εν λόγω προσωπικότητες (πρβλ. Κατά Ματθαίον, Κεφ. Θ «18 Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος αὐτοῖς ἰδοὺ ἄρχων εἷς προσελθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων ὅτι Ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν· ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπ΄ αὐτήν καὶ ζήσεται. 19 καὶ ἐγερθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἠκολούθησεν αὐτῷ καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. 20 Καὶ ἰδοὺ γυνὴ, αἱμορροοῦσα δώδεκα ἔτη, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· 21 ἔλεγεν γὰρ ἐν ἑαυτῇ, Ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι. 22 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐπιστραφεὶς καὶ ἰδὼν αὐτὴν εἶπε· Θάρσει, θύγατερ· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ ἐσώθη ἡ γυνὴ ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.»).
02. Η διαφορά θρησκείας και μαγείας έγκειται στο ότι στην μαγεία εξαναγκάζεται ο θεός να υπακούσει στον πιστό, ενώ στην θρησκεία ο πιστός παρακαλεί τον θεό για να εισακουστεί η επιθυμία του.
03. Στην παλαιά διαθήκη ο μονοθεϊσμός προΰπαρχε αυτής της «ροπής» προς τον μονοθεϊσμό ή ενοθεϊσμό που εμφανίστηκε στην Μεσόγειο αργότερα.
04. Η επιστήμη δεν μπορεί να δεχθεί απόψεις δογμάτων όταν αυτές είναι μεταφυσικές. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η δράση του διαβόλου και η δράση του Θεού αποτελούν ζητήματα μεταφυσικής. Αν η επιστήμη δεχθεί μεταφυσικές παραδοχές τότε όχι μόνο παύει να είναι επιστήμη του επιστητού, αλλά επιπλέον υιοθετεί απόψεις μεροληπτικά υπέρ ενός δόγματος, εφόσον δεν μπορεί να τις αποδείξει έναντι των άλλων.
05. Εδώ κατά έναν ιδιάζοντα τρόπο παρουσιάζεται μια δαιμονοποίηση της φύσης από τις λεγόμενες «φυσικές θρησκείες», εφόσον ζώα διαχωρίζονται μεταφυσικά σε υποστηρικτές του κακού και του καλού (πρβλ. και σημείωση 10)
06. Για την ανάσταση νεκρών σε άλλα δόγματα βλέπε εδώ. «Επίσης δε την ιδέα αυτήν απαντούμε αρκούντως αναπτυγμένη και στον Παρσισμό, με την διαφορά ότι ενταύθα η ανάσταση των νεκρών προσδοκάται ως συνολική και τοποθετείται στο τέλος των αιώνων και ακριβέστερα θα λέγαμε στο τέλος των 12000 ετών, όταν οι νεκροί θα εγερθούν για να υποστούν την κρίση (Πηγή: Π.Ι. Μπρατσιώτης, Καθηγητής της Βιβλικής Ιστορίας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Δ΄, σελ. 578). Η κατά τους παλαιοτέρους χρόνους πίστη στην προς τον Θεό ανάληψη εκλεκτών τίνων αυτού ανθρώπων, όπως του Ενώχ (Γενέσεως ε΄ 21 εξ.) και του Ηλία (Δ΄ Βασιλειών β΄) δεν είναι μεν όλως άσχετη προς την σωματική ανάσταση, δεν πρέπει δ’ όμως και να συγχέεται προς αυτήν.
07. Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο ο Μίθρας είχε μεγάλη διάδοση ανάμεσα σε στρατιωτικά στελέχη.
08. Ηθικός κώδικας που ήταν παρών στην Βίβλο πολύ νωρίτερα.
09. Σε διαφορά με τον Ιησού ο Μίθρας δεν ανάστησε σάρκα ώστε να δώσει ισχύ εις το ίδιο σε αυτό το σημείο δόγμα του. Άλλωστε παράγοντας που στοιχειοθετεί την περί μυθολογίας χροιά του θεού αυτού, είναι το ότι συνομιλεί με τον ήλιο και την σελήνη και καλεί τον πρώτο σε γεύμα.
10. Μια ακόμη αναφορά σε δαιμονοποίηση της φύσης από τις λεγόμενες «φυσικές θρησκείες», αφού μερικά ζώα παίρνουν το μέρος του θεού και άλλα το μέρος του εχθρού του. Σε ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι ιδέες του αιρετικού Θωμά Ακινάτη που οδήγησε την αιρετική δύση εις την ιερά εξέταση των ζώων.
11. Ο Διάβολος κατά σύγκριση δεν είναι σαν τον Αριμάν και ούτε αρχή του κακού καθώς το κακό εις την Ορθοδοξία δεν είναι αυθύπαρκτο. Κακό εις την Ορθοδοξία είναι η απομάκρυνση από τον Θεό, και την βούλησή του, ο οποίος είναι το κατεξοχήν αγαθό. Συνεπώς οιαδήποτε πράξη αστοχεί σε σχέση με την βούληση του Αγαθού, εξ ορισμού και της οντολογίας Θεού, ενέχει αστοχία απέναντί Του και γεννά τις κακές πράξεις και την πτώση του πράττοντος. Ο διάβολος λοιπόν αφού δεν είναι αρχή, δεν έχει δύναμη να καταστρέψει τον κόσμο, και δηλαδή την δημιουργία, που είναι γέννημα της αγάπης του Θεού. Ο Διάβολος είναι απλά ένας πνευματικής υποστάσεως, και όχι σαρκικής, αμαρτωλός.
12. Οι διηγήσεις για τον Μίθρα, που ανεπιτυχώς και επιφανειακά προσπαθούν διάφοροι συγκρητιστές να συγκλίνουν προς τον Χριστό, φανερώνουν το μυθολογικό τους, δηλαδή το μη ιστορικό τους υπόβαθρο.
13. Μέσα σε ένα τέτοιο θρησκευτικό και κοινωνικό πλαίσιο δεν είναι εύλογο απορίας το ότι οι μετέπειτα χριστιανοί πρώην εθνικοί στρατιωτικοί ονόμαζαν εαυτούς Στρατιώτες του Χριστού
14. Μερικοί σφάλλουν σοβαρότατα όταν λέγουν πως ο Χριστός είναι δημιούργημα συγκρητισμού άλλων θρησκειών, επειδή αντικρίζουν πανομοιότυπα μυστήρια ανάμεσα στην Ορθοδοξία και στα άλλα δόγματα. Άλλο οντολογία άλλο θρησκεία και λατρεία. Ο Χριστός δεν επιθύμησε να διαχωριστεί εντελώς από όλες τις «θρησκευτικές πρακτικές» που κατασκεύαζαν οι άνθρωποι μετά την πτώση εις αναζήτηση του θείου. Κάθε άλλο. Τα μυστήρια που έδωσε ο Χριστός δεν είχαν σκοπό να αποξενώσουν τους τότε ανθρώπους, αλλά να τους αποπάρουν από τις δικές τους Εθνικές λατρείες και να τους φέρουν στον ορθό δρόμο περί Θεού. Όταν ο Χριστός δηλώνει στο Κατά Ιωάννη, Κεφ Ιε΄ «1 Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή», δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να συγκριθεί με τον Διόνυσο τονίζοντας την διαφορετικότητά Του μέσα από την ουσιαστική πραγματικότητα, δηλαδή την θεϊκή του οντολογική ύπαρξη έναντι του Διονύσου («ἡ ἀληθινή»). Συνεπώς δεν είναι παράξενο το ότι χρησιμοποιεί γνωστές «θρησκευτικές μεθόδους μύησης» για να ενώσει Αυτόν και την Εκκλησία (μαθητές) Του.
15.Η βούληση αυτή του Χριστού (πρβλ. σημείωση 14) μεταφράστηκε και σε ανάλογη βούληση από πλευράς του Χριστιανικού ιερατείου, όταν θέλησε να αποπάρει τους Εθνικούς από τις πλάνες τους, με τον παράλληλο εορτασμό του Χριστού, όταν οι δεύτεροι εόρταζαν τον Μίθρα και τον Κρόνο. Πολύ ορθώς έχει τονιστεί, ακόμη και από νεοεθνικούς, πως η ημερομηνία της 25ης Δεκεμβρίου είναι συμβολική. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως είναι ημέρα εορτασμού μόνο του Μίθρα ή του Κρόνου. Όπως μεταξύ θνητών πολλοί εορτάζουν την ίδια μέρα τα γενέθλια τους, χωρίς αυτό να σημαίνει σε τίποτα ότι ο ένας τα «πήρε από τον άλλο», το αυτό και η Εκκλησία επίλεξε να εορτάζεται η γέννηση του Χριστού, παράλληλα με Εθνικούς θεούς, για να τραβήξει ανθρώπους να συμμετέχουν στο νέο σύνολο της Εκκλησίας.
16.Πολλές φορές οι νεοπαγανιστές και άλλοι αντιρρησίες ορθώνουν την «λογική» ενάντια στον Θεό της Π.Δ. και της Κ.Δ. λέγοντας πως ο Ίδιος αντιφάσκει δίδοντας διαφορετικές εντολές προς τους ανθρώπους στις δύο αυτές διαθήκες, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να Τον απορρίψουν «ορθολογικά» (πρβλ. Αριστοτέλη Λογική, παραλογισμοί ως αντιφάσεις). Όμως εδώ δεν υπάρχει δήλωση θεολογικών δογμάτων από τον Θεό ώστε να μπορεί κανείς να τον χαρακτηρίσεις ως αντιφατικό εις την Ουσία και τις Ιδιότητές Του, αλλά ηθικές εντολές προς τους ανθρώπους. Ο γονιός ορθά δίδει διαφορετικές εντολές σε ένα παιδί νηπιακής ηλικίας (μην φύγεις από το σπίτι) και άλλες στον έφηβο (μπορείς να φύγεις αλλά μην αργήσεις). Συνεπώς η τεχνική περί «αντίφασης» στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να σταθεί ούτε να αποδείξει κάτι περί της οντολογίας αλλά ούτε και περί της γνώσης του Θεού για την πρόοδο του ανθρώπου, όπως δεν θα μπορούσε να αλλάξει και για την γνώση του γονιού και την οντολογία του. Εν αντιθέσει με τον Θεό, οι παγανιστικοί θεοί αλλάζουν οι ίδιοι συμπεριφορά και όχι οι νόμοι τους, λες και οι ίδιοι είναι άνθρωποι που προκόβουν ή ξεπέφτουν ηθικά ανάλογα με τις περιστάσεις. Κάτι τέτοιο δεικνύει αστάθεια χαρακτήρα και μη απολυτότητα οντολογίας, γεγονός που τους καθιστά δημιουργήματα ανθρώπων ή όντα με μη σταθερή ηθική και πλεύση πορείας που δεν μοιάζουν διόλου με τους αναφερόμενους «Φυσικούς Νόμους».
17. Στον Χριστιανισμό τα μυστήρια δεν τελειοποιούν κάποιον αναγκαστικά ως να έχει κανείς να κάνει με φίλτρα μαγείας ή φάρμακα που δια της βίας επιδρούν έναντι κάποιου ιού, αν και εκεί παίζουν σαφώς ρόλο πολλές φορές οι ψυχολογικοί παράγοντες (βλ. πειράματα με «φάρμακα» placebo). Είναι ζήτημα πρωτίστως προσωπικής προσπάθειας συν βοήθεια του Θεού δια αυτών. Ένας άνθρωπος μπορεί να σωθεί αν το θέλει. Αν δεν το θέλει ο Θεός τον αφήνει και να κολαστεί ακόμη διότι σέβεται την ελεύθερη βούληση που ο Ίδιος έδωσε στα πλάσματά Του.
18. Κατ’ αντίθεση με όσα ισχυρίζονται οι νεοεθνικοί, η ίδια η δική τους θρησκεία είναι αυτή που αφάνιζε θεότητες. Ελάχιστα εύλογα ερωτήματα που τίθονται, αν υποθέσει κανείς πως οι θεοί τους γι’ αυτούς υπάρχουν ιστορικά και δεν είναι δαίμονες ή φαντασίες για την φύση, είναι τα εξής: τι είδους θεοί είναι αυτοί που εξαφανίζονται ή αφομοιώνονται από, και μέσα, σε άλλους θεούς; Πώς είναι δυνατόν κράμα θεοτήτων με ανθρώπινη, κατά τους νέο και πάλαι παγανιστές, μορφή και προσωπικότητα να αναμιγνύονται ως διάλυμα υγρών σε πείραμα χημείας χάνοντας τις όποιες ιδιότητές τους;
19. Κατά τον ίδιο τρόπο ο συγκρητισμός περί του Χριστιανισμού δημιούργησε αιρέσεις ως οι αγνωστικιστές και όχι το αντίστροφο, όπως νομίζουν ή υποστηρίζουν μερικοί νεοπαγανιστές (πρβλ. Καλόπουλο & Ευαγγέλια)
20. Μέσα από τέτοιες εθνικές - παγανιστικές μυστηριακές πράξεις, όπου πιστοί πίνουν πραγματικά το αίμα ζωντανών ζώων ως ο ταύρος, δεν είναι περίεργο το γεγονός του ότι οι εθνικοί της εποχής ως ο φιλόσοφος Πορφύριος κατηγορούσαν τους Χριστιανούς για ανθρωποφαγία, κατά το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Βασικά οι δικές τους συκοφαντίες προς την Ορθοδοξία, δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να φανερώνουν ουσιαστικά το δικό τους τυπικό λατρείας. Κατηγορίες που ποτέ δεν φαίνεται να εκτοξεύτηκαν κατά τις χειρότερες ανθρωποφαγικές απόψεις φιλοσόφων.
Βιβλιογραφία
1. J. Leipold, Die Religionen in der Umwelt des Christentums, 1926
2. O. Kern, Die griechischen mysterien der klassichen Zeit, 1927
3. R. Reitzenstein, Die hellenistischen Mysterienreligionen, β΄ έκδοση, 1927
4. Fr. Cumont, Les religions orientales dans l’ empire romain,1909
Πηγή: Ν. Ι. Λούβαρης, Καθηγητής της Εισαγωγής και της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ιζ΄, σσ. 893 - 898
Μυστικισμός (ο)· η συστηματική τήρηση μυστικότητας ή αποφυγή ανακοινώσεων: «τηρείται μεγάλος μυστικισμός ως προς την υπόθεση αυτή»· || ψυχική ροπή προς σύλληψη του υπερφυσικού και ταύτιση μετ’ αυτού.
[Σημείωση α.α.: Προσοχή πρέπει να δοθεί εις τις αναφορές προς τον Χριστιανικό μυστικισμό, οι οποίες δεν είναι πάντοτε αναφορές εις την Ορθοδοξία αλλά και εις αιρέσεις προς αποφυγή συγχύσεων]
Μυστικισμός είναι έννοια περί του περιεχομένου της όποιας επικράτησε και επικρατεί εισέτι μεγάλη σύγχυση, ως φαίνεται λ χ. εκ της μη συνεπούς χρήσεως του όρου με ορισμένη σημασία. Και αυτοί ακόμη οι μεταχειριζόμενοι αυτόν σε στενότερη και δη ορισμένη σημασία χρησιμοποιούν μετ’ ολίγον αυτόν σε ευρύτερα, άλλοι δε ουδέ αφήνουν να υπονοηθεί κάτι που διά του όρου τούτου θέλουν να εκφράσουν. Δεν είναι υπερβολή αν κάποιος ισχυρισθεί ότι ο όρος αυτός είναι εκ των μάλλον ασαφών και εκ των μάλλον ρευστών στη θεολογική Ορολογία. Η σημασιολογική εξέταση του όρου και των συγγενών προς αυτόν λέξεων οδηγεί εις το συμπέρασμα ότι, μυστικισμός είναι η μέθοδος, δια της οποίας με την βοήθεια τελετουργικών πράξεων, σε ορισμένους μόνον ανθρώπους νοητών, και ψυχικών βιωμάτων, μη προσιτών σε πάντες, έρχεται τις εις επαφή προς το θείον, δέχεται την επίδραση αυτού και λαμβάνει γνώσιν των μυστηρίων του. Η πρωταρχική σημασία της λέξεως μυστικισμός είναι «ένωση μετά του θείου», η οποία εκπηγάζει εκ βαθιού βιώματος, λαμβάνοντος διαφόρους εκφράσεις και μορφές στη Ιστορία. Ο άνθρωπος τ. έ. αίρει την μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου αντίθεσιν, βιώνει εαυτόν στα αντικείμενα και τα αντικείμενα εν εαυτώ, ανακαλύπτει ταυτότητα μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου. Στον μυστικισμό λοιπόν λαμβάνει συνείδηση ενότητας Εγώ και Μη Εγώ. Η μεταξύ Εγώ και Συ αντίθεση αίρεται. Ο Ινδικός μυστικισμός εκφράζει τούτο δια της περίφημου κατάστασης φράσεως «τάτ τβάμ ασί» (Συ είσαι, εγώ είμαι Συ). Χαρακτηριστικοί είναι οι λόγοι του Έκκαρτ: «Ο οφθαλμός, δι’ ου βλέπω τον θεό, είναι ο αυτός οφθαλμός, δι’ ου ο θεός με βλέπει, ο ιδικός μου και του θεού ο οφθαλμός είναι εις οφθαλμός, και ένα πρόσωπο, και μία γνώση, και μία αγάπη».
Ούτως αίρεται ου μόνον η μεταξύ υποκειμένου και κόσμου αντίθεση, άλλα και η μεταξύ θεού και κόσμου. Ο θεός είναι σε όλα και τα πάντα είναι στο θεό. Επειδή δε αίρονται σε αυτό όλες οι αντιθέσεις, είναι δε συγχρόνως η γενικότατη και υψίστη έννοια, αποβαίνει κενή κάθε περιεχομένου και μόνον δια της οδού των αρνήσεων δύναται τις να υψωθεί μέχρις αυτού. «Ο θεός, λέγει ο Έκκαρτ, είναι υπερούσιον Μηδέν». Ο δε Άγγελος Σιλέσιος: «Είμαι τόσον μέγας όσον ο θεός και εκείνος τόσον μικρός όσον εγώ». Μυστικισμός υπάρχει πανταχού όπου ο άνθρωπος αισθάνεται ότι δεν σκέπτεται αυτός, αλλ’ άλλος τις σκέπτεται μέσα σε αυτόν, ότι δεν ζει αυτός, αλλ’ άλλος τις δι’ αυτού. Εντεύθεν γίνονται νοητά ρητά ως το του Σέφφλερ : «γνωρίζω ότι άνευ εμού ο θεός αδυνατεί να ζήσει μία στιγμή», ή το του Έκκαρτ : «Εάν δεν υπήρχα εγώ, δεν θα υπήρχε και ο θεός». Στην έννοια ταύτη, την της ενώσεως, ή μάλλον την τής πλήρους ταυτίσεως του ανθρώπου μετά του θεού, έχρησε τον όρο ο δημιουργός της χριστιανικής μυστικής θεολογίας Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και οι εξ αυτού εξαρτώμενοι συγγραφείς. Διακρίνεται λοιπόν κατ’ αρχήν ο μυστικισμός από των άλλων εκδηλώσεων της θρησκευτικότητας, ως είναι λ. χ. η εξάρτηση εκ του θεού, η προσδοκία βοηθείας εξ αυτού, η τελετουργική ή η ηθική σχέση προς αυτόν. Αλλ’ επειδή μεταξύ των μορφών τούτων της θρησκευτικότητας και του μυστικισμού υφίσταται στενή επαφή, ήταν φυσικό να χρησιμοποιηθεί ο όρος και σε ευρύτερα σημασία και να δημιουργηθεί η σύγχυση περί της οποίας μιλήσαμε. Αφορμή προς τούτο παρέχει πρώτα η περί θεού έννοια του μυστικισμού, και δηλαδή, τόσον το λογικό σε αυτή στοιχείο όσον και το μη δεκτικό λόγου. Στον Θεό ανάγει τα πάντα ο μυστικισμός και νοεί αυτόν ως το εν, εκ του οποίου απορρέει η πολλότης και ποικιλία.
Παραπλήσια όμως εκδέχονται τον θεό και τα πρωτοπόρα πνεύματα στις μονοθεϊστικές θρησκείες, διδάσκοντα ότι τα πάντα δημιουργήθηκαν από τον Θεό και διέπονται υπ’ αυτού. Κατά τον Παύλο λ. χ. εν τω θεώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν. Φραγκίσκος δε ο εξ Ασίζης βλέπει και την έμψυχο και την άψυχο φύσει αδελφούς. Εν τούτοις ταύτα δεν είναι ακόμη μυστικισμός στη κυρία της λέξεως σημασία, με άλλες λέξεις η τοιαύτη περί θεού έννοια δεν είναι αποκλειστικό γνώρισμα του μυστικισμού· δύναται όμως να οδηγήσει σε αυτόν ή να παραγάγει στην ευρύτερη χρησιμοποίηση του όρου. Το αυτό ισχύει και ως προς το μη δεκτικό λόγου στοιχείο, τον φόβο, το συναίσθημα της καθολικής και ακαταμάχητης κυριαρχίας, τον πόθο της ένωσης μετά της κυρίαρχης του κόσμου και ημών δυνάμεως. Όλα αυτά αποτελούν στοιχεία του μυστικισμού, αλλά συγχρόνως απαντούν και εκτός αυτού. Σε αυτά δέον να προστεθεί το συναίσθημα της πλήρους ενώσεως, της ταυτίσεως μετά του θεού, για να γεννηθεί μυστικισμός με την αυστηρή σημασία της λέξεως. Άλλα δεν είναι βεβαίως δυνατόν να διακρίνει κανείς αυστηρά και πάντοτε μεταξύ μυστικισμού σε ευρύτερη και μυστικισμού σε στενότερη έννοια, και μάλιστα τοσούτω μάλλον, όσο και σε ευρύτερη έννοια μυστικοί μεταχειρίζονται παρομοιώσεις και εικόνες ιδιάζουσες στην στενότερη έννοια μυστικισμού και υποδηλούσας ένωση του ανθρώπου μετά του θεού ή αφανισμό της συνειδήσεως αυτού εντός του θείου πνεύματος. Πάντως όμως δεν είναι επιτετραμμένο να συγχέει κανείς κάθε θρησκευτικό βίωμα ή την θρησκευτικότητα καθόλου προς τον μυστικισμό, ο όποιος δέον να διακρίνεται των άλλων μορφών της θρησκευτικής εκφράσεως ως ιδίως και αυτοτελής έκφρασης, κεκτημένη δια τούτο και το ίδιο αυτής όνομα. Εμφανίζεται δε στην ιστορία μυστικισμός υπό δύο μορφές· η ένωση τουτέστιν εκείνη μετά του θεού τελείται
(α). ή διά πλήρους αφανισμού του ανθρωπίνου εγώ στο θείο πνεύμα
(β). ή δια της παντελούς πληρώσεως της ψυχής του ανθρώπου υπ’ αυτού.
Τα μέσα πάλι, δια των οποίων επέρχεται η κατάσταση αυτή, δυνάμεθα να διακρίνουμε σε δύο κατηγορίας :
(α). σε τελετουργικές πράξεις και άλλες παραπλήσιες αυτές και
(β). σε καθαρά ψυχικές.
Με άλλες λέξεις ο άνθρωπος
(α). ή προσπαθεί να κατεβάσει το θείον μέχρι εαυτού,
(β). ή να υψωθεί ο ίδιος μέχρις αυτού.
Τοιουτοτρόπως αφ’ ενός μεν έχουμε βρώση και πόση του θεού, Ιερούς γάμους, μουσική, χορό, άσκηση κττ., αφ’ ετέρου δε έκσταση διά τούτων επιφερομένη συγκέντρωση και θεωρία, ήτις εξικνείται μέχρι της μυστικοπαθούς φιλοσοφικής διανοήσεως (βλ. λ. μυστηριακές θρησκείες). Δια της τελευταίας ταύτης υψώνεται ο μυστικισμός σε κοσμοθεωρία· ως τοιαύτη δε φέρει χαρακτήρα μονιστικό ή πανθεϊστικό. Ο κόσμος εμφανίζεται ως τέλειος και απαρτισμένος οργανισμός, στον οποίο η θεία ζωή αναπτύσσεται εκ του Ενός στο Παν, για να επιστρέψει πάλι στο ένα. Της μυστικίζουσας ταύτης κοσμοθεωρίας χαρακτηριστικός εκπρόσωπος είναι πλην πολλών άλλων ο Σέλλιγγ, εκφράζεται δε αυτή και κατά κοινό τρόπον υπό των εκπροσωπούντων αυτήν φιλοσόφων δια του ύφους της γλώσσης και της συντάξεως καθόλου των λέξεων. Συνδέουν δηλαδή αυτοί, ως παρατήρησε ο Λάϊζεγκαγκ, αντιθέσεις σε μία αλυσίδα εννοιών, η οποία επιστρέφει στην αρχή αυτής, στην πρώτη έννοια. Λ. χ. «Ἓν εἶναι τὸ πᾶν καὶ τὸ πᾶν εἶναι Ἓν». Όπισθεν της μορφής ταύτης υποκρύπτεται ιδία λογική και ιδία μορφή νοήσεως, τους νόμους της οποίας διατύπωσε προ τριών ετών ο αυτός Λάϊζεγκαγκ.
Εκ της μυστικής ταύτης κοσμοθεωρίας απορρέει και ιδία ηθική, ιδία μυστική πράξη. Η ενόραση της φύσεως του κόσμου και των εν αυτώ τελούμενων απαιτεί παρά του μυστικού, όπως μη παρακωλύει την πορεία αυτών, αλλ’ όπως υποτάσσεται σε αυτήν, καταλείπει εαυτό, σε αυτήν και συνεργάζεται κατά τον τρόπον τούτον στην ιδία αυτού τελείωση. Ο μυστικός επιστρέφει στον θεό, αφού τα πάντα θα επιστρέψουν σε αυτόν κατ’ ανάγκη, και συντελεί τοιουτοτρόπως σε εαυτό μόριο τι της κινήσεως εκείνης του κόσμου. Κατά τον βαθμό της συμμετοχής της ίδιας αυτού ενεργείας στην επιστροφή ταύτη δυνάμεθα να διακρίνουμε
(α). ενεργητικό,
(β). θεωρητικό και
(γ). ησυχαστικό μυστικισμό.
Ο μυστικισμός δηλαδή δύναται να είναι ενδοκοσμικός, τουτέστι να μην αρνείται απολύτως την ζωή, άλλα να ανευρίσκει στις θετικές αξίες αυτής τον θεό, συσχετίζοντας αυτόν ως ύψιστη αξία προς αυτές· ή υπερβατικός μυστικισμός, δια τον οποίο κάθε όργανο προς σύλληψη του υψίστου νοήματος είναι ανεπαρκές και όποιος φθάνει διά τούτου στην σύλληψη αυτού διά της πλήρους αρνήσεως της ζωής και των θετικών αυτής άξιων. Νόηση, επιστήμη, τέχνη, τα πάντα είναι δια τον μυστικιστή του τύπου τούτου μάταια, ανεπαρκή, επιβλαβή ίσως δι’ αυτόν υπάρχει μόνον το μυστικό πνευματικό όργανο, δια του οποίου υψούται μέχρι του Απολύτου, αφανίζεται σε αυτό ή συγχωνεύεται μετ’ αυτού. Έτσι αποκτά το συναίσθημα, ότι ο θεός κατοικεί σε αυτόν και έστιν ότε ότι αυτός ο ίδιος είναι θεός. Ο κοινός θνητός και ο μυστικιστής του πρώτου τύπου (παράδειγμα: Ι. Βρούνος, Γκαίτε) κέκτηνται συνείδηση της διαφοράς αυτών από του θεού, της μεταξύ πεπερασμένου και απείρου, παροδικού και αιωνίου αντιθέσεως, ως και της μεταξύ αμαρτωλότητας και αγιότητας διαφοράς. Τουναντίον ο μυστικιστής του δευτέρου τύπου, ο εν την κυρία της λέξεως σημασία μυστικιστής, εξαλείφει τα όρια ταύτα και μεταβάλλει τον θεό σε κάποιο ακαθόριστο Όν, ίσον σχεδόν προς το Μηδέν. Διά τούτο ο θεός αυτός αυτού στερείται κατά το μάλλον ή ήττον προσωπικότητας η οποία αποτελεί περιορισμό και η οποία προϋποθέτει το Εγώ και το Συ. Κι όπως ο μυστικισμός διακρίνεται σε διάφορα είδη, τοιουοτρόπως ποικίλλουν και οι προσωπικότητες των μυστικών. Μεταξύ αυτών βρίσκουμε απόλυτη ηρεμία αφ’ ενός και αγρία παραφροσύνη αφ’ ετέρου. Μάγους και γόητες, μοναχούς, ποιητές και φιλοσόφους, ήσυχους Αστούς και υστερικές γυναίκες. Αλλά όλοι έχουν ένα κοινό προς αλλήλους : όλοι προσπαθούν να φθάσουν στην κατάσταση, στην οποία λαμβάνουν αίσθηση του Απολύτου. Τείνουν να υπερπηδήσουν τα όρια του κόσμου τούτου, να απαλλαγούν των αισθήσεων, να ελευθερωθούν εαυτών και δια της εκστάσεως να μετάσχουν του υπερβατικού κόσμου του Υψίστου και του Αιωνίου.
Στο εξής θα παράσχουμε ιστορική εικόνα του μυστικισμού παρά τους διάφορους λαούς, από των λεγόμενων πρωτογενών μέχρι των χρόνων ημών, στην οποίαν θα συμπεριλάβουμε και τις νεαρότερες εκδηλώσεις του μυστικισμού στην σύγχρονη τέχνη καθόλου. Οίκοθεν νοείται ότι ο παρά τους διάφορους λαούς απαντώμενος μυστικισμός το μεν είναι αυτοφυής, αναβλύζων αμέσως εκ τής ψυχής, το δε οφείλεται και στην αμοιβαία αλληλεπίδρασαν των λαών τούτων. Το τελευταίο τούτο ισχύει προ πάντων περί της σχέσεως μεταξύ ελληνικού και χριστιανικού μυστικισμού, όπου διά του Φίλωνος κατ’ αρχάς, έπειτα δε προ πάντων δια Κλήμεντος του Αλεξανδρέα, του Αυγουστίνου, τελούντος υπό την επίδραση του Πλωτίνου, και του συγγραφέως των υπό το όνομα Διονυσίου του Αρεοπαγίτου φερομένων συγγραμμάτων, αντλούντων κυρίως εκ του Πρόκλου, εισήλθε ο ελληνικός μυστικισμός στην Χριστιανική Ανατολή και Δύση και γονιμοποίησε τα εν την Αγία Γραφή ενυπάρχοντα μυστικά σπέρματα.
Την μετά της θεότητας ένωση, κατά την οποίαν καταλαμβάνει αυτή εντελώς τον άνθρωπο, απαντούμε ήδη παρά τους πρωτόγονους, παρά τους οποίους θεωρούνται ως υπό του θείου κατειλημμένοι προ πάντων οι μάγοι, οι γόητες, είτε πνεύματα τεθνεώτων πιστεύεται ότι ενοικούν σε αυτούς, είτε τα λεγόμενα καθαρά πνεύματα. Στην κατάσταση αυτή της κατοχής τελούντες, αποβάλλουν την συνείδηση και καθίστανται αναίσθητοι προς τους εξωτερικούς ερεθισμούς, και προς αυτόν τον πόνο. Οι κατεχόμενοι αυτοί φέρονται κατά τον τρόπον που πιστεύεται ότι φέρονται τα κατέχοντα αυτούς πνεύματα, ομιλούν με σιγανή τη φωνή ή βρυχώνται και εκβάλλουν γοερές κραυγές, επιπίπτουν κατά των παρευρισκομένων, δάκνουσιν αυτούς κ. τ. τ. Αλλ’ για να μεταστούν στην κατάσταση αυτή της ενώσεως προς το πνεύμα, είναι ανάγκη να υποβληθούν σε διάφορες στερήσεις ή δι’ άλλων τεχνητών μέσων να ερεθίσουν το νευρικό αυτών σύστημα. Ούτω λ.χ. νηστεύουν, επειδή η νηστεία οδηγεί εις δράματα και παντείες ψευδαισθήσεις· γεύονται μεθυστικών ποτών, δια των οποίων επισκοτίζεται η συνείδηση αυτών· καπνίζουν καθ’ υπερβολή ή και μασούν και καταπίνουν τον καπνό· χορεύουν μέχρι μανίας υπό τους ήχους εκκωφαντικής μουσικής και μεθίστανται ούτως εις έκσταση, ίνα έτσι πλήρωση το πνεύμα την ψυχή τους ή ίνα αφανισθούν στην θεότητα. Εκτός δε των τελετουργικών τούτων εθίμων απαντούμε παρ’ αυτούς και συστηματικές θεωρίες περί του μεταξύ ανθρώπου και κόσμου και θεών συνδέσμου, οι οποίες είναι τόσον μάλλον ευχερείς όσον ο πρωτογενής δεν γνωρίζει την μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου διάκριση καθ’ όν τρόπο οι πολιτισμένοι λαοί.
Του πρωτογόνου τούτου μυστικισμού ίχνη βρίσκουμε σε όλους τους λαούς· αλλ’ εκτός βεβαίως αυτών και στοιχεία ανώτερου πνευματικού τρόπον τινά μυστικισμού, ή καθ’ εαυτά ή συνδεδεμένα μετ’ εκείνων. Στην Κίνα εμφανίζονται κατά τις εορτές και τις λιτανείες άνδρες και γυναίκες σε τέτοια κατάσταση εκστάσεως, ώστε να είναι αναίσθητοι προς πάντα πόνο, οι δε ανόητοι αυτών πράξεις ερμηνεύονται ως προερχόμενες εκ των ενοικούντων σε αυτές πνευμάτων. Παρά τον πρωτογενή όμως τούτων μυστικισμό υπάρχει και ανώτερη μορφή αυτού, γνωστή υπό το όνομα του Ταοϊσμού. Ταό είναι ως ειπείν το νόημα του κόσμου, η αιώνια δύναμη, ο αμετάβλητος νόμος, υπό τον όποιον τελούν τα πάντα, ορατά και αόρατα. Ο Λαοτσέ λέγει περί αυτού: «Υπάρχει τι, όπερ είναι ακατανόητο και τέλειο και όπερ υπήρχε προ πάντων των αιώνων, προ της γης και προ του ουρανού. Είναι σιγή και στερείται πάσης μορφής· είναι το Μοναδικό, το Εν, άνευ μεταβολής και άνευ αλλοιώσεως, πάντα πληρούν. Δύναται να ονομασθεί πηγή όλων των όντων. Αγνοώ το όνομά του, άλλα καλώ αυτό Ταό». Ο μυστικός αγωνίζεται δι’ όλου του βίου να καθαρίσει την ψυχή του από παντός κακού και εγωιστικού, ίνα έτσι δημιουργήσει τόπο σε αυτή προς εγκατοίκηση του Ταό, της σιωπηλής δυνάμεως, η οποία πληροί τότε τον όλο άνθρωπο και καθιστά αυτόν αυτό τούτο Ταό. Οι σκέψεις του ανθρώπου σβήνονται και μεταβάλλονται εις τέφρα, μετ’ αυτών δε αφανίζεται νεκρού νεκρούμενο και το ίδιον εγώ (Τσουάγγ Τασί).
Κλασσική χώρα του μυστικισμού είναι οι Ινδίες. Ιδίως η φιλοσοφία της Βιντάντα παρέχει σε εμάς καταρτισμένο και συστηματοποιημένο μυστικισμό. Οι Βραχμάνες ανάγουν το πλήθος των θεών σε μια ενιαία και μοναδική αρχή, την οποία καλούν Βραχμάν ή Ατμάν. Το Βραχμάν τούτο ως κάτι πνευματικό και άμα απρόσωπο, «βλέπει χωρίς οφθαλμούς, ακούει άνευ ώτων, δεν ομιλεί δια λέξεων, δεν νοεί δι’ ιδεών». Είναι η ζωή, η πνοή του σύμπαντος, εξ ης τα πάντα απορρέουν και εις την οποία επιστρέφουν τα πάντα, η μόνη άφθαρτος ουσία, η οποία παραμένει αναλλοίωτος στην διηνεκεί ροή. Του Βραχμάν απορροή είναι και ο άνθρωπος- κατ’ ακολουθία η πνοή αυτή του σύμπαντος ζει και εντός αυτού είναι σπινθήρ εκπηδήσας εκ της θείας πυράς, σταγόνα εκ του ωκεανού της θεότητας. Καθήκον μοναδικό έχει να επιστρέψει πίσω στην θεία πηγή, να αφανίσει εαυτό εντός του απείρου φωτός. Η ένωση αυτή μετά του Βραχμάν ή ο αφανισμός αυτός της ιδίας προσωπικότητας σε αυτώ είναι η μόνη οδός προς την απολύτρωση από του πόνου της υπάρξεως. Η κατάσταση αυτή της αποσβέσεως, το Νιρβάνα, κατορθώνεται δια της Γιόγκα, της ασκήσεως, η οποία αποτελείται εκ σειράς συστηματικώς διαρθρωμένων ασκήσεων, των οποίων αποτέλεσμα η συγκέντρωση. Έτσι το Εγώ του ασκητή ευρίσκει την ανάπαυσή του εν τω απείρω Εγώ (Ατμάν). Εάν και στον βουδισμό εύρηται ή διά τής εκστάσεως συνταύτιση αυτή μεταξύ ανθρώπου και θείου, είναι αμφίβολο, προ πάντων επειδή ο Βούδας αρνείται εκείνο το Εν και Παν ως πραγματικά υπάρχον. Άλλως έχει το πράγμα σε μερικές αιρέσεις του ιαπωνικού βουδισμού, όπου ο λόγος περί ενώσεως ή ταυτίσεως προς τον Βούδα, αν και αυτή θεωρείται μάλλον αποτέλεσμα νοητικής ενεργείας ή πραγματικό βίωμα του μυστικού.
Ελληνικός & Νεοπλατωνικός Μυστικισμός
Επίδραση του πρωτογόνου μυστικισμού παρατηρούμε και στην θρησκεία των Θρακών. Οι λάτρες του Διονύσου, καταλαμβανόμενοι από της επί της ζωής χαράς και δια μεθυστικών ποτών και μανιακών χορών ενισχυμένοι, πίστευαν ότι είναι ένθεοι, πλήρεις του θεού και ενδύονται ενδύματα παρεμφερή προς τα των ακολούθων αυτού ή οικειούνται το ίδιον αυτού όνομα. Την μετ’ αυτού κοινωνία πίστευαν επίσης ότι κατορθώνουν καταβροχθίζοντας ωμά κρέατα ζώων, τα όποια συμβόλιζαν τον κατ’ αρχάς θηριόμορφο θεό. Το φαινόμενο τούτο επανευρίσκουμε παρά τους Έλληνες, μεταξύ των όποιων διαδόθηκε η θρησκεία του Διονύσου δια της καθόδου των Δωριέων. Η διάδοση εν τούτοις αυτής δεν υπήρξε ευρεία. Η δευτέρα εισβολή των θρακικών μυστηρίων οδήγησε στην ίδρυση θρησκευτικών θιάσων, των ορφικών. Κατά την διδασκαλία της αιρέσεως ταύτης, η πολλότητα των όντων αιτία έχει την αμαρτία· σκοπός δε της Ιστορικής εξελίξεως είναι η επιστροφή στην μία θεία ουσία. Την επιστροφή όμως ταύτη βιώνει από τώρα ο μύστης δια της εκστάσεως. Υπό την επίδραση της θρησκείας του Διονύσου και των ορφικών μυστηρίων αναπτύσσεται στην Ελλάδα φιλοσοφικός μυστικισμός. Τούτον επεξεργάζονται εν πρώτα οι προ του Σωκράτη φιλοσοφήσαντες στην περί ενός και παντός διδασκαλία· Ο Πλάτων συνδυάζει αυτόν προς την θεωρία των Ιδεών, οι Στωικοί προς την περί λόγου πανθεΐζουσα θεολογία, στον δε νεοπλατωνισμό και στην θεολογία των μυστηριακών θρησκειών προσλαμβάνει ποικίλας νέας μορφές. Οι Έλληνες δημιούργησαν τον εν εαυτό απαρτισμένο κόσμο, στον οποίο ύλη, ψυχή και πνεύμα διεισδύουν αλλήλα, και έθεσαν σε αυτό τον άνθρωπο ως κάτοπτρο του μακρόκοσμου τούτου ως μικρόκοσμο που περικλείει εν εαυτό τα στοιχεία εκείνα του μακρόκοσμου. Διά τούτο πιστεύουν ότι είναι εις αυτόν δυνατόν δι’ απαλλαγής από του γήινου στοιχείου να υψωθεί μέχρι της ψυχής του κόσμου και εντεύθεν να εξαρθεί μέχρι του πνεύματος, τ. έ. διά μυστικής τίνος κλίμακας, όπου η ψυχή ανέρχεται βαθμηδόν μέχρι του πνεύματος, συγκεντρώνεται σε εαυτήν και αποπνευματούται. Εκτός τούτου δίδαξαν την γέννηση του κόσμου εκ μιας πρωταρχικής αρχής, δηλαδή αφού αναπτύχθηκε σε κόσμο επανέρχεται πάλι σε εαυτήν, ιδρύοντας έτσι τον συνεπή σε εαυτόν Μονισμό και Πανθεϊσμό. Μετά της διδασκαλίας δε ταύτης συνέδεσαν την περί μετεμψυχώσεως θεωρία οργανικά, ως και την περί αιωνίας επιστροφής και ανακυκλώσεως των όντων. Και αυτή η περί καθολικής συμπάθειας ιδέα, ιδία δε η περί συγγενείας και συμπάθειας ψυχής και αστέρων, κατάγεται εκ της ελληνικής φιλοσοφίας, διαμορφωθείσα προ πάντων από του Ποσειδωνίου. Προς τούτοις μετά της ιδίας εκείνης αναπτύξεως και της εις την πρώτη αρχή επιστροφής του κόσμου συνδύασαν μυστικοπαθή μεταφυσική της Ιστορίας, κατά την οποίαν η ιστορία αποτελεί κύκλο, όστις άρχεται από των χρυσών χρόνων, ίνα δια της καταπτώσεως και της παρακμής επαναφέρει τον άνθρωπο στο αρχικό σημείο. Την επαναφορά δε ταύτη πιστεύουν ως απολυτρωτικό έργο, δια του οποίου δίδεται στον αγωνιζόμενο άνθρωπο η ορθή προς τα άνω κατεύθυνση. Τέλος δια της όλης ταύτης φιλοσοφικής επεξεργασίας του μυστικισμού εξευγένισαν τις περί μυστικής ενώσεως πρωταρχικός παραστάσεις των ελληνικών μυστηρίων, αντικαταστήσαντες τα τελετουργικά έθιμα δια της εκστάσεως της δια φιλοσοφικών μέσων κατορθωμένης και ερμηνεύσαντες αυτά ως συμβολίζοντας την ένωση της ανθρώπινης ψυχής μετά του θείου. Κι ως ορθά παρατήρησαν, όλη η εικονική γλώσσα του δυτικού μυστικισμού, από του ψυχικού σπινθήρα του Έκαρτ μέχρι του νυμφίου της ψυχής των ευσεβιστών, είναι, δημιούργημα της μυστικίζουσας ελληνικής φιλοσοφίας. Η επίδραση αυτή εξικνείται μέχρι των μυστηρίων της Ίσιδας και του Μίθρα (βλ. λ. μυστηριακές θρησκείες). Ιδίως αναπτύχθηκε και διαμορφώθηκε ο μυστικισμός αυτός στην νεοπλατωνική φιλοσοφία. Σε αυτή εξαίρεται ήδη ισχυρά η ιδέα, ότι ο άνθρωπος δεν θεώνεται, δεν συγχωνεύεται μετά της θεότητας το πρώτον μετά θάνατον, αλλ΄ ήδη κατά την διάρκεια της επιγείου ζωής. Ο Πλωτίνος έλαβε πείρα της μακαριότητας αυτής κατά τα εξ έτη, κατά τα οποία αναστρέφονταν μετ’ αυτού ο Πορφύριος. Αυτός δε πάλι καυχιέται ότι έτυχε των αυτών, αν και αργά και σε προβεβηκυία ηλικία. Ο Ιάμβλιχος τέλος ο οποίος εχρήτο και τη θεουργία, διηγείται σε εμάς περί μυστικών ενώσεων και περί των εξαιρετικών ικανοτήτων, τις οποίες προσεκτώντο οι θεοφόροι που διατελούσαν σε αυτή την κατάσταση. Δια της αλληγορικής ερμηνείας του Φίλωνος ο μυστικισμός αυτός της ελληνικής φιλοσοφίας υπεμβάλλεται στα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης και έτσι εισδύει στους κύκλους των ελληνιστών Ιουδαίων και δι’ αυτών και στον Χριστιανισμό. Τα εν τούτω εισφρήσαντα στοιχεία του ελληνικού μυστικισμού χρησιμοποιούνται υπό της Γνώσεως προς συγκρότηση και δι’ αυτών του μεγαλοπρεπούς όσον και πολυδαιδάλου οικοδομήματος αυτής. Τέλος δια της συγκροτήσεως της χριστιανικής θεολογίας τη βοήθεια των μέσων της ελληνικής φιλοσοφίας, η οποία ήταν εμποτισμένη, ως είδαμε, υπό του μυστικισμού, τα στοιχεία ταύτα πληθαίνονται, ίνα οδηγήσουν τέλος στην γέννηση του χριστιανικού μυστικισμού, στον οποίο μεταβαίνουμε, αφού όμως προηγουμένως πούμε λίγες λέξεις περί του ιουδαϊκού και του ισλαμικού μυστικισμού.
Ο πρώτος κέκτηται ιδιάζοντα όλως χαρακτήρα ένεκα της ιδιοτυπίας του Ιουδαϊσμού. Δεν αποσκοπεί ούτε στην απολύτρωση από της βουλήσεως ούτε από του εγώ και δεν είναι πανθεϊστικός, αλλ’ εξαίρει τουναντίον αφ’ ενός την προσωπικότητα του θεού, την δικαιοσύνη και την αγάπη αυτού, αφ’ ετέρου τον άνθρωπο και την κατ’ ελευθέρα εκλογή απόφασης αυτού. Ο Ιουδαϊκός μυστικισμός υπό χαρακτήρα εκστατικό και οραματιστικό, παραπλήσιο προς τον των απόκρυφων βιβλίων του Β΄ και Α΄ π. Χ. αιώνος, άπαντα στο Ταλμούδ, διά οποίου ξεκινά η πρώτη αυτού περίοδος, διαρκούσα καθ’ όλο τον μεσαίωνα. Ενταύθα ανήκουν το «Βιβλίον των ουρανίων στοών» και το «Βιβλίον περί της δημιουργίας», το οποίο τελεί υπό την επίδραση του Πρόκλου και είχε ισχυρή ροπή δια της περί σφαιρών διδασκαλίας, που περιέχει. Η δευτέρα περίοδος είναι οι χρόνοι της Καββάλας, τουτέστι της παραδόσεως, κατά τους οποίους συναρμολογούνται και διαμορφώνονται οι κατά την προηγούμενη περίοδο εμφανισθείς μυστικές ιδέες. Η εξέλιξη του Ιουδαϊκού μυστικισμού κατά την περίοδο αυτή συνδέεται προς την προσωπικότητα του Ισαάκ του Τυφλού. Αυτός συνδυάζει την ιδέα του πληρώματος, δηλαδή της νοητής πρώτης αρχής μετά της περί μετεμψυχώσεως διδασκαλίας. Μεγάλως συμβάλλουν στην διάδοση του μυστικισμού τούτου ο Μωϋσής Μπέν Μαχμάν και ο Αβραάμ Αβουλαφίας, ενώ εξ άλλου χαρίζει στην όλη κίνηση το κανονικό αυτής βιβλίο «Σοχάρ» ο Μωϋσής Μπέν Σεμπτόβ. Παρά τον μυστικισμό τούτο, τον οποίο δυνάμεθα να καλέσουμε μεσημβρινό, αναπτύσσεται και έτερος τύπος, ο βόρειος ή ο γερμανικός δια Σαμουήλ του Ευσεβούς, του υιού αυτού Ιούδα του Ευσεβούς και του Ελεαζάρου Μπέν Ιούδα. Ιδιαίτερο αυτού γνώρισμα είναι η έξαρση των ψυχικών άξιων εν αντιθέσει προς την νόηση και την θεωρία και η προς την προσευχή και τον στην θεία αγάπη βυθισμό τροπή. Της τρίτης τέλος περιόδου, κέντρο και εστία έγινε η Παλαιστίνη, εκ της οποίας εκπηγάζει ανακαίνιση του Ιουδαϊκού μυστικισμού, συνδεόμενη προς το όνομα του Μωϋσέα Κορδοβέρο και προ πάντων το του Ισαάκ Λούρια, του αγίου του κύκλου τούτου, των μυστικιστών. Ο Λούρια έδωκε στον μυστικισμό των Ιουδαίων τον «νόμον», τουτέστι σύνολο εθίμων, ασκήσεων και προσευχών, ως προπαρασκευή του χρόνου της απολυτρώσεως. Δεν αποστέργει λοιπόν τα τελετουργικά και θεουργικά μέσα, ως δεν αποστέργει αυτά ουδ’ ο εκ της Καββάλας αναπτυχθείς Σασσιδισμός, του οποίου ο αρχηγός Βάαλ Σεμπτόβ και προ πάντων ο μαθητής του Μπέαρ χρησιμοποιούν τεχνητά μέσα, όπως ο χορός και το άσμα, προς επίτευξη της εκστάσεως.
Ο ισλαμικός μυστικισμός εκπηγάζει μεν εκ του πρωτογενούς εκείνου μυστικισμού, τελεί δε υπό την επίδραση του νεοπλατωνικού προ πάντων, εν μέρει δε και του ινδικού. Περιώνυμοι μυστικιστές είναι εδώ οι Σουφί της Περσίας, χρησιμοποιούντες κυρίως τον οίνο προς επίτευξη της εκστάσεως, δια της οποίας επέρχεται η συγχώνευση εκείνη μετά της θεότητας. Χαρακτηριστική είναι η προσευχή του Βαγεζίδ Μεσταμί: «Πόσον καιρό ακόμη θα υφίσταται μεταξύ μας το Εγώ και το Εσύ; Άρον το Εγώ μου εκ του μέσου και αφάνισε την προσωπικότητά μου». Τολμηρότερος είναι ο Χουσεΐν Αλ Χαλλάδ εν όσα λέει: «Εγώ είμαι αυτός τον οποίο αγαπώ, και ούτος τον οποίο αγαπώ είναι εγώ. Είμεθα δύο ψυχές ενοικούσες σε ένα σώμα· όταν βλέπεις εμέ, βλέπεις αυτόν, και όταν βλέπεις αυτόν, βλέπεις εμέ». Και ο μέγιστος των μυστικών του Ισλαμισμού, ο Τζελάλ Αλ-Ντιν ρουμί: «Θα ήταν ψεύδος να ομιλώ περί εμού και σου· το Εγώ και το Συ έπαυσε να υπάρχει μεταξύ μας». Και αυτός ο γνωστός θεολόγος του Ισλαμισμού Τζελαλί γνώρισε το μυστικοπαθές βίωμα της ενώσεως μετά του θεού, ως ο ίδιος διηγείται. Τέλος ποιος αγνοεί τους Δερβίσιδες, οι οποίοι μεταπίπτουν σε έκσταση τη βοήθεια κυκλικών περί εαυτούς χορών; Σκοπός αυτών, ως και των Ριφαϊτών, των Σαδιτών, των Ισαβιτών κ. ά. είναι η ένωση και η συγχώνευση μετά του Αλλάχ, είτε ως μέσο χρησιμοποιείται ο χορός, είτε η μουσική, είτε η συχνή επανάληψη της συντόμου ομολογίας της πίστεως ότι «ουδείς υπάρχει θεός πλην του Αλλάχ» (Λα Ιλαχά Ιλλά Ιλλαχού).
Η ευσέβεια της Καινής Διαθήκης δεν είναι μυστικισμός, επειδή η περί σχέσεως μεταξύ θεού και κόσμου διδασκαλία αυτής ουδέ κοινό έχει προς τον μυστικισμό. Ο κόσμος και η Ιστορία δεν θεωρούνται ως το κακό και αντίθετο προς τον θεό, ως διδάσκει ο διαρχικός μυστικισμός· ούτε ως σύμβολο η εμφάνιση του θεού ως του μόνου όντως Όντος, ως θέλει ο πανθεΐζων μυστικισμός. Ο θεός θεωρείται ουχί στην υπερβατική αυτού ουσία, αλλ’ στην εν τον κόσμο και χάρη του κόσμου ενεργεία αυτού. Η ενέργεια δε αυτή αυτού δεν εκλαμβάνεται ως η αιωνία ανάπτυξη του κόσμου κατά νόμους σίδηρους και αμετάβλητους, αλλ’ ως συγκεκριμένη ενέργεια του προσωπικού θεού, εκδηλωμένη ως βούληση και ως λόγος αυτού προς τον άνθρωπο. Ο τελευταίος δε αυτός πάλι δεν απαιτείται, όπως δι’ ασκήσεως και θεωρίας ή δια εκστάσεως γένηται κοινωνός της θείας ουσίας, αλλ’ όπως δια της βουλήσεως και των έργων του τελειοποίηση ηθικώς εαυτό. Τέλος η απολύτρωση αυτού είναι, κατά την διδασκαλία της Καινής Διαθήκης, Ιστορική πράξη του θεού, την οποίαν ο άνθρωπος προσοικειώνεται δια της πίστεως και των έργων. Παρά ταύτα υφίστανται στοιχεία μυστικισμού στα ιερά βιβλία ή τουλάχιστον χρησιμοποιείται η γλώσσα του μυστικισμού προς έκφραση θρησκευτικών αληθειών αναφερομένων στην σχέση κυρίως θεού και ανθρώπου ή ανθρώπου και Λυτρωτή, ως λ.χ. υπό του Παύλου και του Ιωάννου. Εντεύθεν εξηγείται το γεγονός ότι ο εν τη χριστιανική εκκλησία αναπτυχθείς μυστικισμός ανάγει την καταγωγή αυτού στην Καινή Διαθήκη, παρά δε του Παύλου και του Ιωάννου δανείζεται την γλώσσα, στην οποία μιλάει.
Την σειρά των μυστικιστών ανοίγει ήδη Ιγνάτιος ο Αντιοχείας, τελών υπό την επίδραση της μυστικοπαθούς γλώσσα του ευαγγελιστή Ιωάννη. Η περαιτέρω εξέλιξη του μυστικισμού συνδέεται προς τα ονόματα Κλήμεντας του Αλεξανδρέως και του Ωριγένη οι οποίοι αμφότεροι αντιπροσωπεύουν μυστική Θεολογία, φέρουσα εμφανή τα ίχνη της επιδράσεως του ελληνικού μυστικισμού. Εκ των έπειτα ιδίας μνείας άξιος είναι Γρηγόριος ο Νύσσης, ο οποίος πλούτισε τον θησαυρό της μυστικής γλώσσας και πρώτος χαρακτήρισε το μυστικόν βίωμα ως απόλαυση θεού, και Μακάριος ο Μέγας, του οποίου οι ιδέες περί αιχμαλωσίας της ψυχής και περί αυτής ως θρόνου της θείας μεγαλειότητας, φέρουν εμφανώς μυστικόν χαρακτήρα. Εκ του Ε΄ αιώνα αναφέρουμε Νείλο τον Σιναΐτη και Ησύχιο των Ιεροσολύμων, ο οποίος έγινε γνωστός και επέδρασε επί των έπειτα δια της αναλύσεως και της περιγραφής του εσωτερικού βίου της ψυχής. Στον Στ΄ αιώνα ανήκει ο συγγραφεύς των υπό το όνομα Διονυσίου του Αρεοπαγίτου φερομένων μυστικών συγγραμμάτων, ο κυρίως πατήρ της χριστιανικής μυστικής θεολογίας, εξαρτώμενος μεγάλως εκ του νεοπλατωνικού μυστικισμού και μέγιστη άσκησε ροπή επί της έπειτα εξελίξεως τόσον της τελετουργικής όσον και της φιλοσοφικής μυστικοπάθειας. Στον κολοφώνα αυτής καταντά ο μυστικισμός της Ανατολής δια Ισαάκ του εκ Νινευΐ, ακμάσαντος κατά τον Ζ΄ αιώνα. Εκ των έπειτα χρόνων άξιοι μνείας είναι Μάξιμος ο Ομολογητής, Φιλόθεος ο Σιναΐτης, Συμεών ο Νέος Θεολόγος, Νικόλαος Καβάσιλας, μετά τους οποίους ακολουθεί ολόκληρος σειρά άλλων, των οποίων τα συγγράμματα περιελήφθηκαν στην «Φιλοκαλίαν», χρηστομάθεια του μυστικισμού, συναρμολογηθείσα υπό Νικόδημου του Αθωνίτη, ασκητή και μυστικού. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του παλαιοχριστιανικού και βυζαντιακού τούτου μυστικισμού είναι η στο Ιστορικόν πρόσωπο του Ιησού συγκέντρωση αυτού, ο χριστοκεντρικός χαρακτήρας, ο οποίος είναι συγχρόνως υπερβατικός. Ο χαρακτήρας δε ούτος εκδηλώνεται τόσον στον τελετουργικό μυστικισμό της ανατολικής εκκλησίας, όσον και στον καθαρά προσωπικό. Εκείνος περιστρέφεται περί την θεία δόξα και την λαμπρότητα του ενανθρωπήσαντος Λόγου, ως αυτή εμφανίζεται σε εμάς στην ενανθρώπηση αυτή, στο πάθος, το θάνατο και τη ανάσταση του Κυρίου. Αυτός ως κύριο αυτού περιεχόμενο έχει την έξαρση του εσωτερικού κόσμου μέχρι του Λυτρωτή. Δι’ αυτής, επιστεφόμενης υπό της θείας χάριτος, ο άνθρωπος μεταβάλλεται σε καθαρό πνεύμα, ζει ήδη την ζωή του άλλου κόσμου, το πνεύμα του θείου ζει εν αυτώ. Το αυτό ισχύει και ως προς τον μυστικισμό της ρωσικής εκκλησίας, όστις το μεν εξηγείται εκ των προϋποθέσεων της χριστιανικής ανατολής καθόλου, το δε εξαρτάται εκ ξένων επιδράσεων. Γνωστή είναι ενταύθα η κίνηση των λεγομένων Ανθρώπων του Θεού και των Λευκών Περιστερών, ονομαστοί δε μυστικοί θεολόγοι έγιναν και άλλοι πολλοί και οι Σκοβορόδα, Νόβικωφ, Λάψιν, Σοροβγιώβ, όστις εξαρτάται τόσον εκ του Σκώτου Ερίγενα, όσον και από του νεοπλατωνισμού απ’ ευθείας, ο φιλόσοφος Σομγιακώβ, ο επεξεργαστής της ανώτερης μνημονεθείσας «Φιλοκαλίας» Θεοφάνης και ο Τύχων, του οποίου την φυσιογνωμία είχε προ οφθαλμών ο Δοστογιέφσκη κατά την περιγραφή του Ζωσιμά στο έργο του «Οι αδελφοί Καραμάζωβ».
Στην Δυτική Εκκλησία την απαρχή του μεσαιωνικού μυστικισμού ποιείται ο Σκώτος Ερίγενα, ο οποίος μετά του Αυγουστίνου είναι ο εισηγητής της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας στην Εκκλησία. Ούγος ο εξ Αγίου Βίκτορας διασώζει τις θεμελιώδεις αρχές της φιλοσοφίας αυτής στους έπειτα αιώνες, αν και τονίζει συγχρόνως το αναγκαίο της εις αυτήν προπαρασκευής δια των μέσων της Εκκλησίας. Σε αντιθέσει προς αυτόν απαιτεί Βερνάρδος ο εκ Κλαιρβώ την συγκέντρωση περί το Ιστορικόν πρόσωπο του Ιησού, του οποίου τα πάθη διεγείρουν τον πόνο επί τη αμαρτία και προκαλούν το συναίσθημα της ευγνωμοσύνης και της αγάπης. Χαρακτηριστική δια τον μυστικισμό αυτού είναι η παρομοίωση του Χριστού προς νυμφίο, προς τον όποιον έρχεται εις σχέση η ψυχή ως νύμφη. Εκ του συνδυασμού των Ιδεών του Βερνάρδου προς τον μυστικισμό του Ούγου γεννήθηκε ο ιταλικός μυστικισμός, κύριος εκπρόσωπος του οποίου είναι, πλην άλλων, ο Βοναβεντούρας. Αντιθέτως ο γερμανικός μυστικισμός εμφανίζεται ως επεξεργασία και περαιτέρω ανάπτυξη του παλαιοτέρου μυστικισμού, ως βλέπουμε λ. χ. εκ του Έκκαρτ. Κατά τον περίφημο τούτον μυστικόν η από των πραγμάτων απομάκρυνση, η επιστροφή στην ψυχή, η απαλλαγή αφ’ ημών αυτών, οδηγεί σε ένωση μετά του θεού. Η γέννηση αυτού στα μυχαιότατα της ψυχής αποτελεί τον σκοπό της ιστορίας της σωτηρίας και το νόημα του Χριστιανισμού. Τις ιδέες αυτές απλοποίησε ο Τάουλερ, ο συμπαθής κήρυκας προσωπικού Χριστιανισμού. Εκ του Έκκαρτ συγχρόνως και εκ του Βερνάρδου εξαρτάται ο μυστικισμός του Σούσωνος, ο οποίος συνδυάζει σκληρά άσκηση προς ενθουσιαστική αγάπη προς τον θείον νυμφίο, ασκώντας ισχυρά ροπή επί των γυναικείων ταγμάτων. Τον ολλανδικό μυστικισμό απασχόλησαν μάλλον οι όροι και οι προϋποθέσεις της μυστικής εποπτείας της θεότητας, ως συμβαίνει λ. χ. περί το πολυθρύλητο έργο του Θωμά του εκ Κέμπης «De imitatione Christi». Εντελώς νέο είναι εν αυτώ η μέθοδος της ασκήσεως της βουλήσεως, η οποία οδηγεί στον ησυχαστικό μυστικισμό. Σαφέστερα εκφαίνεται αυτή στη «Γερμανική Θεολογία». Κατά την στο βιβλίο αυτό περιεχομένη διδασκαλία, ο θεός λαμβάνει συνείδηση εαυτού και της προς εαυτόν αγάπης αυτού δια της δημιουργίας. Δια τούτο οφείλει ο άνθρωπος να αφήνει να ενεργεί σε αυτόν ακωλύτως ο θεός και να καθίσταται όργανο αυτού άνευ ιδίας βουλήσεως και αυτοτέλειας.
Παρά τον μυστικισμό τούτον, ο οποίος ζει στην εκκλησία και αναγνωρίζει το κύρος και την σημασία των υπ’ αυτής διδασκομένων μέσων προς σωτηρία, ακμάζουν και άλλες μορφές μυστικισμού. Έτσι οι υπό το όνομα «Ελεύθερα πνεύματα» γνωστοί μυστικιστές απορρίπτουν τον νόμο και την εκκλησιαστική τάξη, απαλλάσσουν εαυτούς από της υποχρεώσεως των μυστηρίων, θεωρούν εαυτούς ανώτερους των άλλων Χριστιανών και πιστεύουν ότι είναι κοινωνοί θείας γνώσεως. Τούτοι είναι οι οπαδοί του Αμαλρίχου, οι του Βεγάρδεν, οι Αλομβράδος στην Ισπανία. Η ησυχαστική μυστικοπάθεια της Ολλανδίας διαμορφώθηκε και διαδόθηκε στην Ισπανία δια της Θηρεσίας του Ιησού προ πάντων, η οποία στα διάφορά της έργα περιγράφει τις τέσσερις βαθμίδες οι οποίες οδηγούν στον θεό. Η πρώτη συνίσταται εις την προσευχή της συγκεντρώσεως, την δεύτερη αποτελεί η προσευχή της ησυχίας, στην τρίτη φτάνει κανείς δια της προσευχής της συνενώσεως, κατά την οποία η βούληση και ο νους είναι ενωμένα μετά του θεού, η δε τελευταία καλείται προσευχή της εκστάσεως και είναι η λεγομένη Unio mystica. Στην Θηρεσία αυτή αποβλέπει ο Φραγκίσκος ντέ Σάλες ως προς το πρότυπο και υπόδειγμα αυτού, ακριβώς όπως οι μεταγενέστεροι Ισπανοί μυστικιστές. Η βούληση είναι κατ’ αυτόν ο φυσικός μονάρχης στην ψυχή του ανθρώπου και ο ηγεμών του ψυχικού βίου. Την χριστιανική τελειότητα ευρίσκει στην τελειοποιήσει της βουλήσεως αυτής δια της προς τον θεό αγάπης, την οποίαν διακρίνει σε παθητική και σε ενεργητική. Την νέα αυτή μυστικοπάθεια εισάγει η μαθήτρια αυτού Σαντάλ στο απ’ εκείνου ονομασθέν και υπ’ αυτής Ιδρυθέν τάγμα. Ο ησυχαστικός αυτός μυστικισμός περιέκλεισε σε εαυτό κινδύνους, τους οποίους ενωρίς διείδαν οι Ιησουΐτες και οι οποίοι κατέστησαν μάλλον εμφανείς δια της διδασκαλίας και της έναντι των εξωτερικών τύπων της Εκκλησίας διαγωγής του Ισπανού Μολίνου, όστις τα πάντα ανάγει στην θεία βούληση, ρέπει προς ανεξαρτησία από της εκκλησιαστικής διδασκαλίας και δεν αποδίδει πολλή σημασία στην αμαρτία. η καταδίκη αυτού αποτελεί προηγούμενο, δυνάμει του οποίου καταπολεμείται και η προς το όνομα της κυρίας de Guyon και του Φενελώνος συνδεόμενη ησυχαστική κίνηση του γαλλικού μυστικισμού, ο οποίος δίδασκε τον αφανισμό της βουλήσεως του ανθρώπου εντός της θείας βουλήσεως, την πλήρη εγκατάλειψη της ανθρώπινης βουλήσεως στα χέρια του θεού.
Ο μυστικισμός της διαμαρτυρόμενης Εκκλησίας διακρίνεται σε δύο περιόδους, εκ των οποίων η μεν πρώτη τροφοδοτείται εκ του παρελθόντος και στην οποία διακρίνεται ο Βαλεντίνος Βάιγκελ δια της συναρμολογήσεως των παραδεδομένων εις σαφές και απαρτισμένο σύστημα, η δε δευτέρα άρχεται δια του Ιακώβ Μπαίμε (βλ. λ.) και της δημιουργικής αυτού διανοήσεως. Ο μυστικισμός αυτού παρέμεινε ξένος προς την Εκκλησία, επί δε της γερμανικής ευσέβειας επέδρασε, αφού πρότερα διαδόθηκε στην Ολλανδία και στην Αγγλία και αφού ο λουθηρανισμός διαποτίσηκε υπό των μυστικοπαθών ιδεών του ευσεβισμού. Την επίδραση αυτή απαντούμε προ πάντων παρά τον Γ. Αρνόλδ, ως πρότερο παρά τον Αγγ. Σιλεσία, ο οποίος πάλι επιδρά επί του Τερστέγε, του στην καλβινική Εκκλησία ανήκοντος ποιητή. Μεταξύ των ευσεβιστών διακρίνονται ως μυστικιστές η Ελεονώρα Πέτερσεν και ο Τσίντσεντορφ. Είναι εν πάση περιπτώσει παράδοξο ότι παρά την εξάπλωση του ευσεβισμού η θεολογία παρέμεινε, γενικώς ειπείν, ξένη προς τον μυστικισμό επί πολύ χρόνο. Μόλις δια του Σλαϊερμάχερ και του γερμανικού Ιδανισμού αναλαμβάνεται πάλι στην θεολογία. Έκτοτε αποτελεί ένα των βασικών στοιχείων αυτής, ως αποδεικνύουν ονόματα όπως τα του Ε. Τράιλτς, Ρ. Όττο, Π. Τίλλιχ και άλλα.
Η κατά του υλισμού και της φυσιοκρατίας αντίδραση κατά τα τελευταία έτη εκδηλώνεται και δια του πόθου προς εσωτερικότητα και προς ψυχική εμβάθυνση. Ο πόθος αυτός δημιουργεί τροπή προς τον ρομαντισμό, τον συμβολισμό και τον μυστικισμό, στην γενικότατη σημασία της λέξεως, εννοείται. Το εκ της αντιδράσεως αυτής γεννηθέν ρεύμα ευνοείται ήδη στα δράματα του γέροντος Ίψεν, όπου υποσημαίνονται όχι μόνον μυστηριώδη βάθη της ψυχής, άλλα και το μυστήριο της ζωής, όπερ ενυπάρχει στο βάθος των όντων. Παραπλήσιο τι παρατηρείται και στα έργα του Χάουπτμανν, ο οποίος μεταχειρίζεται συμβολικά την θρησκευτική παράδοση και ποθεί την τρίτη κατάσταση, το τρίτον βασίλειο, ως ο Ίψεν. Παρά το Χόφμαννσταλ και τον Μαίτερλιγκ συντελείται η μετάσταση από του αισθητού στο υπεραισθητό και επανασυνδέεται συνειδητώς η προς τον παλαιό μυστικισμό σχέση, ως και παρά τον Στ. Γεώργε και τον Μόμπερτ. Δεύτερον τι μυστικοπαθές ρεύμα πηγάζει εκ του πανθεϊστικού μονισμού και οδηγεί εις μυστικιστική λατρεία της φύσεως, ως λ. χ. βλέπουμε παρά τον Βρούνω Βίλλκ και τον Ιουλίω Χάρτ, τον Thoreau και τον Trine.
Τρίτη τις κίνηση οδηγεί στην αναβίωση του παλαιού μυστικισμού δια της συλλογής και της επανεκδόσεως των έργων των μυστικιστών των διαφόρων εποχών από του Πλωτίνου μέχρι των μοναχών του μεσαίωνα και των νεότερων χρόνων. Πραγματικά νέο μυστικισμό δημιουργεί ο Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε. Ο θεός, μετά του οποίου αισθάνεται ηνωμένη την ψυχή του, δεν είναι ούτε το υπερούσιο εν των παλαιών ούτε η δια των φυσικών νόμων αποκαλυπτόμενη ψυχή του σύμπαντος, αλλ’ η βαθειά και σκοτεινή και ανεξιχνίαστη ζωή, ο «Σιωπηλός», η εναλλασσόμενη μορφή, η οποία ανακύπτει μονήρης από την περιοχή της Μοίρας. Ο μυστικισμός του Ρίλκε άσκησε ισχυρή επίδραση επί του εξπρεσσιονισμού τόσο στην ποίηση όσο και στην γλυπτική και την ζωγραφική. Αλλά κάποια μορφή μυστικισμού είναι η θεοσοφία της Μπέζαντ και η ανθρωποσοφία του Στάινε, εις την οποία προσέδωσε τελευταία χαρακτήρα χριστιανικό ο Ρίττελμαϋερ. Όσο αφορά τέλος την θεολογία, έλαβε αυτή ισχυρή ώθηση προς τον μυστικισμό δια του Ρ. Όττο, ο οποίος υπό την επίδραση του Σλαϊερμάχερ και του Φρείς κατέδειξε στο περίφημο καταστατικό έργο του την άρρηκτη σχέση του μυστικισμού προς την θρησκευτικότητα. Άνδρες της επιστήμης και άνδρες της πράξεως αντλούν πάλι σήμερον εκ του μυστικισμού τόσον μεταξύ των καθολικών όσον και μεταξύ των διαμαρτυρομένων θεολόγων. Η σπουδαιότητα και το πλήθος των σχετικών δημοσιευμάτων μαρτυρούν περί του βάθους και της εκτάσεως της κινήσεως αυτής.
Ο μυστικισμός είναι καθολικό φαινόμενο στην ιστορία της θρησκείας, το όποιον αίρει κατ’ ουσία την μεταξύ θεού και ανθρώπου σχέση. Στις ανώτατες βαθμίδες αυτής τουλάχιστον εξαφανίζεται η μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου διάκριση. Θεός και άνθρωπος, άνθρωπος και κόσμος συγχωνεύονται και ενοποιούνται. Το φαινόμενο τούτο είναι, ως είπαμε, καθολικό, απαντών σε όλους τους χρόνους και παρ’ όλους τους λαούς. Καθαρό και εν πλήρη σαφήνεια βρίσκουμε αυτό παρά τοις Σουφί(τες). Παρ’ αυτούς κυρίως διαλύεται το ανθρώπινο Εγώ, χεόμενο στον μεγάλο ωκεανό της θεότητας. Η μακαριότητα αυτή ανέκφραστος· διά τούτο ο άγων περί την έκφραση, το ψέλλισμα, η παραδοξότητα της φράσεως, άπερ χαρακτηρίζουν τον πραγματικό μυστικιστή. Οι ψυχολογικές προϋποθέσεις της συγχωνεύσεως αυτής θεού και ανθρώπου, της άρσεως της μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου διαφοράς, ανέρχονται μέχρι της πρώτης ηλικίας της ανθρωπότητας. Ο πρωτογενής δεν έχει συνείδηση της διαφοράς εκείνης, άλλα γνωρίζει τα αντικείμενα, μετέχων ψυχικώς αυτών και γενόμενος αυτός ο ίδιος μέρος αυτών. Γνώση ίσα δύναται δι’ αυτόν προς την ύπαρξη· γινώσκειν σημαίνει Είναι. Τούτο είναι η βάση και η αφορμή της μυστικής γνωσιολογίας, η οποία είναι η αυτή παρά τους Ινδούς και παρά τους νεότερους, παρά τον Γκαίτε και τον Πλωτίνο. Είναι αισθητική συμπάθεια, συνταύτισης προς το αντικείμενο. Ενταύθα ο μυστικισμός έχει κοινά γνωρίσματα προς μέγα μέρος της επιστήμης, την κυρίως θρησκεία και την τέχνη. Μόνον ότι εξάγει μετά μείζονος ακολουθίας τα εντεύθεν συμπεράσματα. Ούτω έναντι του Ενός και Παντός δεν υπάρχει δι’ αυτήν θέση, ούτε δια την ηθική, ούτε δια την αισθητική, ούτε δια την θρησκευτική κρίση, επειδή αυτές προϋποθέτουν την διαρχία και την διάκριση, το αντικείμενο παρά το κρίνον ή γινώσκον υποκείμενο. Στον αφανισμό τούτον του τε Εγώ και των όντων καταντά ο μυστικισμός το μεν δι’ ιδίων μεθοδικών μέσων, το δε δι’ εκστάσεων, δια δύο τρόπων, οι οποίες συνδέονται στενά προς αλλήλους και μεταβαίνουν σε αλλήλους. Χορός, οίνος, μουσική, συγκέντρωση, πνευματικές και άλλες ασκήσεις προπαρασκευάζουν έτσι την κατάσταση της εκστάσεως. Κατ’ αυτήν καταλαμβάνεται ο άνθρωπος υπό του συναισθήματος της ψυχικής ευρύνσεως, τα στενά όρια, τα οποία πίεζαν αυτόν, καταπίπτουν και η προσωπικότητα εξαφανίζεται. Σε κατάσταση ημιεγρήγορσης, στην οποίαν περιπίπτει, γεύεται την μακαριότητα της ενώσεως μετά του θεού, μετά του Ενός και Παντός. Κατά τις στιγμές αυτές είναι πράγματι σταγόνες χανόμενες στον ωκεανό ή σπινθήρες επιστρέφοντες στο αιώνιο φως της θεότητας. Φαντασίες και γλώσσα σιγούν κατά τις στιγμές αυτές, εικόνες και παρομοιώσεις γίνονται αισθητές ως προσβολή κατά της θείας μεγαλειότητας. Praetermittantur simulacra nostra. Ως καλύτερος τρόπος προς έκφραση της μυστικής μακαριότητας παραμένει η σιωπή. Αλλ’ η μακάρια αυτή έκσταση δεν διαρκεί επί πολύ. Ομοιάζει προς την πτήση του Ίκαρου, εν τούτο δε έγκειται η τραγικότητα του μυστικισμού. Διότι πειράται να γευθεί κατά πρόληψη της μακαριότητας εκείνης, η οποία δεν είναι παρά μόνον αντικείμενο της απέραντου νοσταλγίας των ανθρωπίνων γενεών. Η διάλυση της προσωπικότητας στον Θεό, ο αφανισμός του υποκειμένου αποτελεί τον σκοπό του μυστικιστή. Τύπος αυτού είναι η χρυσαλίδα, η οποία ποθεί το φως και καταστρέφει εαυτήν στο φως, ίνα μεταχειρισθώ μεν την εικόνα του μυστικού Γκαίτε. Η οδός προς τον μακάριο τούτο αφανισμό οδηγεί μέχρις αυτού δια πολλών βαθμίδων. Λέγονται Θεία επαφή, έκλαμψης, έξαρσης, θεία ένωσης, ησυχία, ύπνος, δ’ άνευ ονείρου ύπνος. Η κλίμακα αυτή προσκτάται στον Διονύσιο τον Αεροπαγίτη κοσμική σημασία, επειδή η προς τον θεό ανάγουσα οδός συμφωνεί κατά πάσας αυτής τις βαθμίδες προς την κάθοδο της θεύτητας αυτής επί της γης. Είναι αυτονόητο ότι προς τον μυστικισμό αντιτίθενται όλες αυτές οι ροπές, οι οποίες εξαίρουν το ιδιάζον και το προσωπικό, αποφεύγουν την συγχώνευση και την ταύτιση. Εντεύθεν εξηγείται το γεγονός, ότι οι γνήσιοι μυστικιστές όλων των αιώνων αισθάνονται την ιστορική θρησκεία ως κώλυμα, το οποίο δέον να υπερνικηθεί. Έτσι ο Χριστός αποβαίνει στον χριστιανικό μυστικισμό απλό σύμβολο της μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου άρσεως, της άρσεως του μεταξύ θεού και ανθρώπου χωρισμού, και ως σημείο της συντελεσθείσας μυστικής ενώσεως. Ο μυστικισμός -λέει ο van Leeuw- αποτελεί και δια τον θέλοντα να παραμείνει ξένος προς αυτόν διαρκή υπόμνηση του μη δεκτικού λόγου, όπερ ενυπάρχει στο πρόσωπο του θεού και όπερ μόνον στα ψελλίσματα της βαθιάς ευλάβειας καθίσταται οπωσδήποτε προσιτό στην ανθρώπινη ψυχή, όταν η ακτίνα του θείου φωτός εισδύσει στην από παντός αισθητού ελευθερωθείσα φύση του ανθρώπου.
Βιβλιογραφία
01. Mechlis, Die Mystik in der Fulle ihrer Erscheinungsformen, 1926.
02. Jaspers, Psychologie der Weltamchauungen, β΄ εκδ, 1922.
03. Leisegang, Denkformen, 1928.
04. Lehman, Mystik, 1908.
05. Clemen, Die Mystik nach Wesen, Entwicklung und Bedeutung, 1923.
06. Heiler, Die Bedeutung der Mystik fur die Weltreligionen, 1919.
07. Baek, Ursprung und Anfange der judischen Mystik, 1927.
08. Weber, Christusmystik, 1924.
09. Scweitzer, Die Mystik des Apostels Paulus, 1930.
10. Bousset, Kyrios Christos, β΄ έκδ., 1921.
11. Arseniew, Die Kirche des Morgenlandes, 1926.
12. Butler, Western Mysticism.
13. Berrhart, Die philosophische Mystik des Mittelalters, 1922.
14. Schwarr, Ueber neue Mystik, β΄ έκδ., 1922.
15. Knevels, Brucken zum Ewigen., ζ΄ έκδ., 1929.
16. Bremond, Mysticisme et Poesie, 1927.
Πηγή: Ν. Ι. Λούβαρης, Καθηγητής της Εισαγωγής και Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ιζ΄, σσ. 899 - 903
Ψυχοπαθολογία (Ναρκωτικές Ουσίες)
Καλείται μυστικισμός πάσα κατάσταση, φαινόμενη ως εσωτερική επαφή ή ως ένωση του ατομικού εγώ προς το υπερατομικό εγώ, ήτοι την ψυχή του κόσμου, τον θεό, το απόλυτο. Η κατάσταση αυτή αποτελεί το υποκειμενικό είδος της θρησκευτικής επικοινωνίας, κατ’ αντίθεση προς το σύνηθες είδος, το αντικειμενικό. Προεκαλείτο δε και προκαλείται διά μέσων φαρμακευτικών, φυσικών ή ψυχολογικών, ως επί το πολύ δε μικτών. Η μεσκολίνη στο Μεξικό, το σόμα στους Ινοδύς, ο οίνος στους Έλληνες ήσαν τα συνηθέστερα των φαρμακευτικών ειδών, επικουρικά δε οι χοροί, η μουσική κ.τ.τ. Οι χοροί και οι κινήσεις τελούνταν ως επί το πολύ ομαδικά. Στον Μωαμεθανισμό, οι δερβίσηδες πλείονες όμου ετέλουν ταύτα, ίνα ούτω σχηματίζεται κοινωνία και ψυχή ομαδική, απορροφούμενης της ατομικής υπό της υπερατομικής τοιαύτης και διευκολυνομένης έτσι από την έκσταση. Εξ ου και τα φυσικά μέσα να δρουν ψυχολογικά. Εις τον Βραχμανισμό προεξείχαν τα καθαυτό ψυχολογικά μέσα. Βάσις τής προκλήσεως τής εκστάσεως ήταν το λεγόμενο σύστημα Yoga, συνιστάμενο στην αποχή, την απομόνωση του εγώ και την καθήλωση της σκέψεως εν εαυτή. Κατά τον μεσαίωνα η έκσταση ακολουθάει την απογοήτευση ή την δευτεροπαθή συγκέντρωση (ψευδοναρκισσισμό - υστερία), είτε την πρωτοπαθή τοιαύτη, ήτοι τον γνήσιο ναρκισσισμό, επικουρικήν δ’ ενέργεια ασκεί ο ασκητισμός. Η νηστεία έδρα τοξικώς. Η ούτω προκαλούμενη έκσταση και γενικά μυστική κατάσταση είναι ονειρική, υπονοϊκή, διεπομένη πάντοτε υπό της κεντρικής ιδέας επικοινωνίας, είτε ενσυνειδήτου είτε υποσυνειδήτου, στην οποία βρισκόμενο το άτομο ζει ως σε όνειρο μετά ψευδαισθήσεων.
Προς επιτυχία τούτων αποβαίνει αναγκαία η προς την κατεύθυνση ταύτη προπαρασκευή του χαρακτήρα του υποκειμένου, απαραίτητα ή υστερικού ή σχιζοειδούς. Και δηλαδή προϋποτίθεται είτε αυτοερωτισμός ή ναρκισσισμός (υστερία) εκ ρήξεως επαφής, ή σχιζοφρένια, δηλαδή ρήξη της επαφής εκ συγκεντρώσεως. Η δε τοξική ουσία και η εκ της νηστείας αυτοφαγία και αυτοδηλητηρίαση δρα ως δρα επί του σχιζοειδούς χαρακτήρα, όταν προκαλεί νόσο, ήτοι εξαιρούσα την νοσηρά του χαρακτήρα πλευρά και άγουσα ούτως εις παροδική σχιζοφρένια ή ψυχικές υστερικές προσβολές και βαθμηδόν εις μόνιμο εγκατάσταση αμφοτέρων. Νευρασθένεια και επιληψία δεν έχουν άμεση σχέση προς τον μυστικισμό.
Πηγή: Ζης Α. Τ., Βοηθός της Νευρολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ιζ΄, σελ. 903
Βλέπε και ενότητα περί ναρκωτικών ουσιών στις αρχαίες θρησκείες
Στην εικονογράφηση βλέπουμε μια Πυθία την ώρα που χρησμοδοτεί, καθισμένη στον μαντικό τρίποδα μέσα στο χαμηλοτάβανο υπόγειο άντρο που υπήρχε στο ναό του Απόλλωνα. Στο ένα χέρι κρατά κλώνο δάφνης από το ιερό δένδρο του Απόλλωνα και στο άλλο μια κούπα με νερό της Κασσοτίδος πηγής. Οι αναθυμιάσεις που προέρχονταν από το υπέδαφος ήταν, σύμφωνα με τους επιστήμονες, αιθυλένιο. (Πηγή: Περιοδικό Myst, τεύχος 2, άρθρο «Αναζητώντας το μυστικό της Πυθίας», Γεωργία Μεταξά, σελίδα 38)
Η εισπνοή από την Πυθία για την χρησμοδότηση ναρκωτικών ουσιών που επιφέρουν ακόμη και τον θάνατο, είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση της πλάνης του παγανισμού. Σχετικά βλέπε εδώ. Δεν εκπλήσσει διόλου ότι ακόμη και σήμερα ο νεοπαγανισμός διδάσκει αλκοολισμό και ναρκωτικά (βλέπε πάθη).
α. Βασική ιστορία
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η παραγωγή του αλκοόλ πρέπει να ξεκίνησε σε προϊστορικούς χρόνους. Η πιο παλαιότερη γνωστή ηλικία παραγωγής αλκοόλ είναι περίπου 8.000 χρόνια π.Χ. όταν η παραγωγή υδρομέλιτος (ζυμωμένο μέλι) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά. Η αμπελοκαλλιέργεια για την παραγωγή κρασιού, πιστεύεται ότι ξεκίνησε το 6.000 - 8.000 π.Χ. στον χώρο της σημερινής Αρμενίας. Λίγο αργότερα, το 3.700 π.Χ. το πρώτο ζυθοποιείο δημιουργήθηκε στην Αίγυπτο. Κατά την διάρκεια αυτού του χρόνου η παραγωγή αλκοόλ άνθησε στην Μεσοποταμία και στην Μεσόγειο. Η παραγωγή αλκοόλ έφτασε στον Ινδικό πολιτισμό γύρω στο 800 π.Χ. και στην συνέχεια εφαρμόσθηκε από την Δυναστεία των Τανγκ στην Κίνα το 500 π.Χ.. Ο Μουσουλμανικός κόσμος ήταν ο πρώτος που ανέπτυξε την διαδικασία της απόσταξης, που επιτρέπει στην συγκέντρωση του αλκοόλ να φτάσει πάνω από το 15% (συγκέντρωση στην οποία τα κύτταρα της μαγιάς που παράγουν αλκοόλ αρχίζουν να πεθαίνουν) σε ένα ποτό. Η λέξη «αλκοόλ» είναι Αραβικής προέλευσης, από την λέξη που μεταφράζεται al-kohol (κάτι λεπτό -γοητευτικό). Οι σταυροφόροι έφεραν την απόσταξη στον δυτικό κόσμο, όπου άνθησε.
β. Θρησκευτική χρήση
Σχεδόν κάθε θρησκεία κατά κάποιο τρόπο επηρεάστηκε από το αλκοόλ. Οι Χριστιανοί τον εισήγαγαν στην λατρεία, οι Μουσουλμάνοι τον απαγόρευσαν και οι Ιουδαίοι τον σερβίρουν στα θρησκευτικά γεύματα. Οι Βαβυλώνιοι ήσαν γνωστοί για τα αλκοολικά όργιά τους και οι αρχαίοι Ινδουιστές έχουν ιστορίες με πολλούς ήρωες που μεθούν. (1)
α. Βασική Ιστορία
Η κοκαΐνη είναι το ενεργό συστατικό του θάμνου Erythroxylon coca (ερυθρόξυλη κόκα), που μεγαλώνει στα ανατολικά υψίπεδα των Άνδεων. Αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν πως η κοκαΐνη θα πρέπει να μασιέται σε αυτές τις περιοχές από το 3000 π.Χ. Η Κόκα έγινε πρακτικά πολύ διάσημη στο Περού, αλλά απαγορεύτηκε από τους Ισπανούς Κονκισταδόρες στα 1500. Η απαγόρευση άρθηκε όταν ανακαλύφθηκε πως οι δούλοι Ίνκας δούλευαν καλύτερα και περισσότερο όταν μασούσαν κόκα. Επειδή συνήθως τα φύλλα της Κόκας δεν επιβίωναν του ταξιδιού κατά το πλου του Ατλαντικού, η κόκα δεν απέκτησε φήμη στην Ευρώπη. Αυτή η κατάσταση άλλαξε όταν το 1859 ο Niemann απομόνωσε την κοκαΐνη από τον φυτό κόκα. Η κοκαΐνη έγινε διάσημη και στον δυτικό κόσμο. Μια ποικιλία από προϊόντα, όπως ελαφριά ποτά μέχρι σταγόνες δοντιών και τσιγάρα, άρχισαν να κατασκευάζονταν στο τέλος του 19ου αιώνα. Η είσοδος της Κοκαΐνης από την μύτη διαδόθηκε τον 1905, και το 1914 η Harrison Narcotic Act πέρασε στην Αμερική, πρακτικά απαγορεύοντας την κοκαΐνη. Η δημοτικότητα της Κοκαΐνης κατά την διάρκεια αυτού του διαστήματος μειώθηκε, μέχρι το 1970 όταν η διαδικασία της freebasing κοκαΐνης διαδόθηκε.
β. Θρησκευτική χρήση και κοινωνία σήμερα
Οι Ίνκας πίστευαν πως η κοκαΐνη ήταν ένα δώρο του θεού Ηλίου. Σαν αποτέλεσμα, η χρήση της περιορίσθηκε στην θρησκευτική χρήση. Η υψηλή εξάρτηση από την κοκαΐνη (2), έφερε ως αποτέλεσμα την ακύρωση αυτής της πρακτικής, και όταν έφτασαν οι κονκισταδόροι, οι κοκαΐνη χρησιμοποιείτο κάθε μέρα. Από τον καιρό των Ίνκας, καμιά άλλη θρησκεία δεν ενσωμάτωσε την κοκαΐνη στις πρακτικές της (3). (Ιστορικά πρόσωπα ως χρόνιοι χρήστες κοκαΐνης ήσαν ο Sigmund Freud, Jules Verne, και δύο Αμερικανοί πρόεδροι: ο Ulysses S. Grant και ο Grover Cleveland. Στις αρχές του 20ου αιώνα η κοκαΐνη έχασε δημοτικότητα μέχρι το 1970 και την άνοδο του κρακ). Τότε εμφανίστηκαν δύο κουλτούρες: η κλασσική με την είσοδο της από την μύτη μεταξύ των κοσμικών διασημοτήτων, όσο και μεταξύ των πετυχημένων αστών (τα «πάρτυ κοκαΐνης» της Wall Street έγιναν δημοφιλή το 1980 και ακόμη είναι), και το κάπνισμα των κρυστάλλων της κοκαΐνης (κρακ). Αυτή η δεύτερη κουλτούρα χτυπά περισσότερο τα φτωχά και αστικά κέντρα των Αφρο-Αμερικάνων. Εξαιτίας των τρομερών και καταστροφικών του αποτελεσμάτων, το κρακ έγινε ένα τεράστιο πρόβλημα για τους φτωχούς αστούς των Αφρο-Αμερικάνων, όπως φάνηκε από την επιδημία του κρακ την δεκαετία του 1980, όταν οι εθνικοί αμερικανικοί δείκτες της εγκληματικότητας ανέβηκαν κατακόρυφα. (βλέπε και Μούμιες)
ΣΝΙΦΑΡΙΣΜΑ ΤΕΦΡΑΣ ΝΕΚΡΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
ΛΟΝΔΙΝΟ. Αλήθεια ή ψέματα; Όπως και να ’ χει, το «κακό παιδί» των Rolling Stones, ο Κιθ Ρίτσαρντς, βρήκε ξανά τον τρόπο να σοκάρει τους πάντες περιγράφοντας σε συνέντευξή του στο περιοδικό «New Musical Express» (ΝΜΕ) πως... ανακάτεψε τις στάχτες του νεκρού πατέρα του με κοκαΐνη και στη συνέχεια εισέπνευσε το μακάβριο μείγμα από τη μύτη!
«Ποιο είναι το πιο παράξενο πράγμα που σνιφάρισα ποτέ; Τον πατέρα μου! "Σνιφάρισα" τον πατέρα μου! Τον είχαν αποτεφρώσει και δεν μπόρεσα να αντισταθώ... Τον ανέμειξα με λίγο "κοκό". "Κατέβηκε" μια χαρά και είμαι ακόμη ζωντανός. Τον πατέρα μου πάντα» δεν θα τον ένοιαζε, δεν έδινε φράγκο για τίποτα!» δήλωσε ο 63χρονος κιθαρίστας και... βετεράνος αναρίθμητων «overdoseε» πάσης φύσεως ναρκωτικών. Μια δήλωση που προκάλεσε τέτοια αίσθηση ώστε λίγες ώρες αργότερα (όχι ο ίδιος ο ρόκερ αλλά...) ο εκπρόσωπος Τύπου του θρυλικού συγκροτήματος, Μπέρναρντ Ντόχερτι, έσπευσε να τη διαψεύσει, χαρακτηρίζοντάς την «πρωταπριλιάτικο αστείο».
Δεξιά: Ο τραγουδιστής των Ρόλινγκ Στόουνς διδάσκει την χρήση των ναρκωτικών μέσα από την «καλλιτεχνική» προσέγγιση των πραγμάτων. Κόκα & τέφρα νεκρού, αποτελούν τον αρχαίο παγανιστικό τρόπο «θεώσεως» ορισμένων. Περίγελες απόψεις για την ζωή. (Πηγή Φώτο: Εφημερίδα Το Βήμα, Μ. Πέμπτη 5 Απριλίου 2007, σελίδα Α΄18)
Συνέντευξη
Σε κάθε περίπτωση στην εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη ο Ρίτσαρντς μιλάει για τα ναρκωτικά με αφοπλιστική ειλικρίνεια και κατάμαυρο χιούμορ: για παράδειγμα, ενώ χαρακτηρίζει... ανώδυνη την κατανάλωση κοκαΐνης και τέφρας, περιγράφει με τρομακτικό τρόπο μια σχεδόν θανάσιμη εμπειρία με ηρωίνη στην Ελβετία: «Κάποιος έβαλε οτρυχνίνη στην πρέζα μου. Έπεσα σε κώμα, και όμως είχα πλήρη συναίσθηση. Μπορούσα να ακούσω τους ανθρώπους γύρω μου να φωνάζουν "είναι νεκρός, είναι νεκρός! "και ένιωθα να με αγγίζουν και να με σπρώχνουν, ενώ σκεφτόμουν "όχι, δεν πέθανα ακόμη"».
Όπως εξηγεί, η μακροβιότητα του παρά τη συστηματική κατάχρηση πάσης φύσεως ουσιών οφείλεται σε καθαρή τύχη. «Δεν έχω ψευδαισθήσεις περί αθανασίας. Ήμουν 10 χρόνια νούμερο ένα στη λίστα για το "Ποιος Θα Πεθάνει Πρώτος" και ειλικρινά απογοητεύτηκα όταν έχασα τη θέση. Ένας γιατρός μού είπε κάποτε πως θα πεθάνω σε έξι μήνες κι εγώ πήγα στην κηδεία του» δηλώνει.
Ο Ρίτσαρντς πάντως στη συνέντευξη-σοκ αποθαρρύνει όσους τυχόν θελήσουν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του, ενώ περιγράφει με μοναδικό τρόπο τον... τρυπανισμό του κρανίου του ύστερα από το γνωστό ατύχημα που είχε πέρυσι στα νησιά Φίτζι, όταν έπεσε από έναν κοκκοφοίνικα. Λόγω του ατυχήματος ακυρώθηκαν πολλές συναυλίες των Stones, ανάμεσα τους και η προγραμματισμένη στην Αθήνα. (Πηγή: Εφημερίδα Το Βήμα, Μ. Πέμπτη 5 Απριλίου 2007, σελίδα Α΄18)
α. Βασική Ιστορία
Το όπιο παράγεται από το αποξήρανση του γάλακτος άγουρων φλουδών των σπόρων της παπαρούνας, Papaver somniferum. Το ενεργό στοιχείο του οπίου είναι η μορφίνη, που μπορεί χημικά να μεταλλαχθεί σε ηρωίνη, κοδεΐνη και μεθαδόνη (όλα αυτά θεωρούνται ναρκωτικά από την US Drug Enforcement Agency, DEA). Παπαρούνες αρχικά καλλιεργήθηκαν στην Μεσόγειο, πρώτα από τους Αιγυπτίους (1300 π.Χ.) και αργότερα στο νησί της Κύπρου (1100 π.Χ.). Το όπιο έγινε δημοφιλές στην Μεσοποταμία και στην Ινδία από τον Μ. Αλέξανδρο, όπως αναφέρει ο Θεόφραστος. Το 400 π.Χ. το όπιο μεταδόθηκε στην Κίνα, όπου χρησιμοποιήθηκε για περισσότερα από 100 χρόνια αποκλειστικά για ιατρικούς σκοπούς. Η British East Indies Company έλαβε τον έλεγχο της Βεγγάλης (Bengal) το 1750. Αυτή έγινε βάση για την παραγωγή παπαρούνας από την εταιρία. Ως ψυχαγωγική η χρήση του οπίου έγινε πρόβλημα στην Κίνα και ο αυτοκράτορας Yung Chen απαγόρευσε το κάπνισμα του. Το 1803 η μορφίνη απομονώθηκε από τις παπαρούνες από τον 20χρονο Γερμανό Φαρμακοποιό Friedrich Wilhelm Adam Serturner και ονομάστηκε από τον αρχαίο θεό των ονείρων, τον Μορφέα.
Η East Indies Company συνέχισε να εμπορεύεται στην επαρχία του Canton, και ο 1839, η Κινεζική κυβέρνηση κατέλαβε τους χώρους παραγωγής οπίου και τους έκαψε. Οι Άγγλοι απάντησαν με ένα πόλεμο εις τον οποίο οι Κινέζοι δεν είχαν τεχνολογική υπεροχή, και το 1942 η Κίνα υπέγραψε την Συμφωνία του Νανκίνγκ που, εκτός άλλων πραγμάτων, έδωσε στην Αγγλία τον έλεγχο του Χόνγκ Κόνγκ και την δυνατότητα να εμπορεύεται το όπιο. Στα τέλη του 190υ αιώνα Κινέζοι μετανάστες έκανα διάσημο το όπιο στην Αμερική. Το 1853 η σύριγγα με την κοίλη βελόνα ανακαλύφθηκαν για να διευκολύνουν την είσοδο της μορφίνης στο αίμα. Το 1874 η ηρωίνη συντέθηκε για πρώτη φορά από την Μορφίνη από τον χημικό C.R. Alder Wright στο νοσοκομείο St. Mary΄s Hospital στο Λονδίνο. Η ηρωίνη άρχισε να πωλείται στο εμπόριο από την Bayer Pharmaceutical μέχρι που η δυναμικότητα της για καταχρηστική χρήση αναγνωρίστηκε.
β. Θρησκευτική χρήση και κοινωνία σήμερα
Μέχρι στιγμής φαίνεται πως καμιά θρησκεία δεν ενσωμάτωσε την χρήση οπιούχων στις πρακτικές της.
Το μανιτάρι teo-nanacatl (σάρκα των θεών). (Πηγή Φώτο: http://teo.tribe.net/photos/efaf93c6-2bcc-4c76-85b8-6ff2d1956675)
α. Βασική Ιστορία
Τα μανιτάρια ψιλοκύβοι (AKA «μαγικά μανιτάρια») ονομάζονται έτσι επειδή το ενεργό τους στοιχείο είναι η psilocin. Το πιο γνωστό είδος είναι Psilocybe mexicana, ανάμεσα σε διάφορα είδη που χρησιμοποιούνται. Τα μανιτάρια ψιλοκύβοι ήταν δημοφιλή στην Κεντρική Αμερική και στο Μεξικό τουλάχιστον από το 1000 π.Χ., όπου ναοί στους θεούς των μανιταριών κατασκευάστηκαν από τον πολιτισμό των Μιξτέκων του Μεξικού. Οι Ινδιάνοι Αζτέκοι αργότερα ενσωμάτωσαν τα μανιτάρια στις θρησκευτικές τους πρακτικές μέχρι οι Ισπανοί Κονκισταδόροι του 16ου αιώνα έθεσαν την χρήση των μανιταριών ως παράνομη. Η μεγάλη διάδοση των μανιταριών ψιλοκύβων άρχισε να διαλύεται. Στις αρχές του 20ου αιώνα διάφοροι Αμερικανοί ακαδημαϊκοί θεώρησαν τα ψυχοενεργά μανιτάρια απλές φήμες. Αυτή θεωρία καταρρίφθηκε το 1957 όταν ο Albert Hofmann για πρώτη φορά απομόνωσε την psilocin. Ο Timothy Leary, ένας καθηγητής του Χάρβαρντ, άρχισε να εξοικειώνεται με την psilocybin και το LSD στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ακόμη και δίδοντας το ναρκωτικό στους σπουδαστές του. Ο Leary στην συνέχεια απολύθηκε από το Χάρβαρντ και έγινε ο εγκέφαλος της νέας Αμερικανικής παραισθησιογόνου κουλτούρας των 1960-1970. Οι επιστήμονες που ερευνούσαν τις ουσίες αυτές, τις δρομολογούσαν για χρήση «ελέγχου του μυαλού» από την CIA. (http://www.stain#000066.com/ah.html)
Αριστερά: «Πρωϊνή δόξα». Οι σπόροι του αν φαγωθούν περιέχουν ουσία σαν το LSD, το LSA. Οι σπόροι τρώγονται αλεσμένοι, μασημένοι ή σαν αφέψημα. Οι Αζτέκοι Ινδιάνοι τα έλεγαν «oloiuqui» και τα χρησιμοποιούσαν συχνά σε διάφορες τελετές. Οι Μεξικανοί Ινδιάνοι χρησιμοποιούσαν τους σπόρους για να διαγνώσουν ασθένειες και να προλέγουν διάφορα μελλοντικά συμβάντα. (Πηγή: http://www.erowid.org/plants/morning_glory/morning_glory.shtml)
Μέσο: Salvia divinorum. Φυτό που χρησιμοποιείται για τις ψυχο-δραστικές του ενέργειες. Οι Μαζατέκ και οι Σαμάνοι θεραπευτές το χρησιμοποιούν παραδοσιακά εδώ και χιλιάδες χρόνια, σαν θείο εργαλείο για να βλέπουν «άλλες πραγματικότητες». Μερικοί το χρησιμοποιούν για να «επικοινωνούν» με την φύση, και άλλοι για να δοκιμάσουν τα «ταξίδια διεύρυνσης του μυαλού». Ουσία του η δυνατή salvinorin-A. Στην σημερινή εποχή, καπνίζεται το βότανο. (Πηγή: http://www.erowid.org/plants/salvia/salvia.shtml )
Δεξιά: Ντάτουλα ή «αγκάθι του διαβόλου» (Πηγή: http://www.erowid.org/plants/datura/datura.shtml)
β. Θρησκεία
Τόσο οι Μιξτέκοι και οι Αζτέκοι στον πολιτισμό τους λάτρευαν ένα θεό των ψυχοενεργών μανιταριών. Ο θεός των Μιξτέκων ονομάζονταν Piltzintecuhtli (που σήμαινε 7 λουλούδια) (4). Οι Αζτέκοι λάτρευαν τον Xochipilli, τον πρίγκιπα των λουλουδιών, που ήταν ο προστάτης του «ονείρου των λουλουδιών». Οι Αζτέκοι κατανάλωναν σπόρους «Πρωινής Δόξας», κάκτου πεγιότ, salvia divinorum, και datura (Ντάτουλα, «αγκάθι του διαβόλου», «σάλπιγγα του διαβόλου», «φεγγαρολούλουδο», «βρωμοζιζάνιο») επιπλέον των ψιλοκύβων, που ονομάζονταν teo-nanacatl (σάρκα των θεών). Τα μανιτάρια σερβίρονταν με σοκολάτα ή μέλι κατά την διάρκεια θρησκευτικών δρωμένων. Στα μέσα του 16ου αιώνα, ο Ισπανός ιερέας Bernardino de Sahagœn έγραψε για την χρήση των παραισθησιογόνων μανιταριών από τους Αζτέκους στον Κώδικα Florentine Codex : «Το πρώτο πράγμα που τρώγεται στην εορτή ήταν μικρά μαύρα μανιτάρια που ονομάζονταν nanacatl και έφερναν την μέθη, παραισθήσεις και ακόμη lechery· τα έτρωγαν αυτά πριν το ξημέρωμα... με μέλι· και όταν άρχιζαν να αισθάνονται τα αποτελέσματα, άρχιζαν να χορεύουν, άλλοι τραγουδούσαν και άλλοι έκλαιγαν... Όταν η μέθη των μανιταριών έφευγε, μιλούσαν ο ένας με τον άλλον για τα οράματα που είχαν δει.»
Μικρός κάκτος χωρίς σπονδυλική στήλη, Λοφιοφόρα Ουίλιαμσιι, το κύριο ενεργό συστατικό του είναι το παραισθησιογόνο μεσκαλίνη. Από τα παλαιότατα χρόνια καταγεγραμμένης ιστορίας, το πεγιότ χρησιμοποιείται από τους ιθαγενείς του Βόρειου Μεξικού και των ΝΔ ΗΠΑ σαν μέρος παραδοσιακών θρησκευτικών τελετών. Η Μεσκαλίνη εξάγεται από τα πεγιότ ή παράγεται συνθετικά (Πηγή: http://www.erowid.org/plants/peyote/peyote.shtml)
α. Βασική Ιστορία
Ο Πεγιότ είναι ένας κάκτος του Μεξικού και του Τέξας που περιέχει την ισχυρή ψυχοενεργή ουσία την μεσκαλίνη. Χρησιμοποιήθηκε από τους Μεξικανούς Ινδιάνους από την εποχή πριν τον Κολόμβο. Η ονομασία μεσκαλίνη πρακτικά προέρχεται από το φασόλι μεσκάλ, που χρησιμοποιούνταν σε θρησκευτικές τελετουργίες από τους Μεξικανούς Ινδιάνους πριν το πεγιότ, αλλά σταμάτησε λόγω της τοξικότητάς του. Όπως η psilocybin, η κατανάλωση πεγιότ κρίθηκε παράνομη από τους Ισπανούς Κονκισταδόρες. Η χρήση του Πεγιότ, όμως, συνεχίστηκε. Η χρήση του Πεγιότ πρακτικά διαδόθηκε σε πολλές από τις ινδιάνικες φυλές συμπεριλαμβανομένων των Ναβάχο, Κομάντσι, Σιούξ και Κιόβα, που έφεραν το πεγιότ στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά. Το 1896 ο Arthur Heffter πρώτος απομόνωσε την μεσκαλίνη από το πεγιότ. Η απομονωμένη μεσκαλίνη χρησιμοποιείται και σαν παραισθησιογόνο, αλλά λόγω έλλειψης διαφόρων χημικών που βρίσκονται στο πεγιότ, προκαλεί διαφορετικά αποτελέσματα από αυτό.
2. Θρησκεία
Όπως περιγράφηκε ανωτέρω η χρήση του πεγιότ διαδόθηκε σε πολλές Μεξικανικές και Νότιο Αμερικάνικες Ινδιάνικες θρησκείες. Σήμερα η αυτόχθον Αμερικανική Εκκλησία (Native American Church (NAC)), που είναι η μεγαλύτερη ιθαγενής θρησκεία, βρίσκεται σε μια μεγάλη δικαστική διαμάχη προσπαθώντας να αποκτήσει πρώτη τροποποιημένη προστασία για το δικαίωμα της κατανάλωσης πεγιότ (4) στις θρησκευτικές της πρακτικές. Το Πεγιότ χρησιμοποιείται παραδοσιακά σε θρησκευτικούς χορούς, όπως περιγράφεται από τον Schultes:
Στο τελευταίο διάστημα του 17ου αιώνα, ένας Ισπανός Ιεραπόστολος στο Nayarit κατέγραψε την πρώτη συνάντηση με μια τελετή με το Πεγιότ Από την φυλή των Cora, παρατήρησε: «Κοντά στον μουσικό κάθισε ένας αρχηγός του τραγουδιού, που δουλειά του ήταν να σημειώνει τον χρόνο. Κάθε ένας είχε τον βοηθό του ώστε να πάρει την θέση του όταν αυτός κουράζονταν. Δίπλα τοποθετήθηκε ένα δοχείο γεμισμένο με Πεγιότ, που είναι μια διαβολική ρίζα που αλέθεται και που πίνεται από αυτούς ώστε να μην τους έρχεται αδυναμία από τα εξοντωτικά αποτελέσματα μιας τόσο μακράς διαδικασίας, που ξεκινά σχηματίζοντας ένα μεγάλο κύκλο ανδρών και γυναικών που θα καταλάμβανε ένα χώρο που καθαρίστηκε για αυτό τον σκοπό. Ο ένας μετά τον άλλο, άρχισαν να χορεύουν σε ένα δαχτυλίδι σημειώνοντας τον χρόνο με τα πόδια τους, κρατώντας την μέση τον μουσικό και τον αρχιτραγουδιστή που προσκαλούσαν, και τραγουδούσαν στην ίδια φάλτσα άμουση μελωδία που τους όριζε αυτός. Μπορούσαν να χορεύουν όλη νύχτα, από τις πέντε το απόγευμα μέχρι στις επτά το πρωί, χωρίς να σταματούν ή να αφήνουν τον κύκλο. Όταν ο χορός τελείωνε, κάθονταν όλοι όρθιοι, όσοι μπορούσαν να στηθούν στα πόδια τους· στην πλειοψηφία από την δράση του Πεγιότ και το κρασιού που έπιναν, ήσαν ανίκανοι να χρησιμοποιήσουν τα πόδια τους.»
Οι χοροί του Πεγιότ όπως αυτοί, συχνά εισάγονται από ένα «κυνήγι πεγιότ», όπου ένας σαμάνος οδηγεί μια ομάδα από διαφορετικά άτομα που ψάχνουν για φυσικά ανεπτυγμένο πεγιότ, που συχνά ονομάζεται «σαν τα ίχνη ελαφιού» (οι Αμερικανικοί Ινδιάνικοι πολιτισμοί δεν καλλιεργούσαν τον πεγιότ). Όταν το έβρισκαν, ο σαμάνος χτυπούσε ένα κάκτο με ένα βέλος, και τότε οι υπόλοιποι άρχισαν να τον μαζεύουν.
Οι παραδοσιακοί Ινδιάνικοι πολιτισμοί χρησιμοποιούν το πεγιότ ως ένα ιατρικό φάρμακο για να πολεμήσουν μια σειρά από συμπτώματα. Η δυτική ιατρική δεν χρησιμοποιεί το πεγιότ, καθώς οι επιστημονικές μελέτες έδειξαν πως τα αλκαλικά στο πεγιότ είναι τουλάχιστον τοξικά. Έξω από τις Ινδιάνικες λατρείες, η χρήση του πεγιότ δεν είναι κοινή σήμερα. Απομονωμένη η μεσκαλίνη είναι όμως ένα ημιδημοφιλές παραισθησιογόνο, όπως περιγράφει ο Hunter S. Thompson κατά την διάρκεια της κατάχρησης των ναρκωτικών στην δεκαετία του 1960.
Πολλοί σημερινοί μελετητές, όπως ο Danny Staples, συνδυάζουν την Αμανίτα με την Αμβροσία των θεών. (Πηγή: http://en.wikipedia.org/wiki/Ambrosia)
|
Αριστερά: Υπάρχουν ορισμένα είδη φρύνων που παράγουν δηλητήριο με ψυχοδραστικές δυνατότητες. Το δηλητήριο ενός είδους (Bufo alvarius) περιέχει 5-MeO-DMT και bufotenin, ενώ κάποια άλλα είδη έχουν μόνο bufotenin. Το ψυχοδραστικό στοιχείο του 5-MeO-DMT έχει επιβεβαιωθεί ξεκάθαρα, και επί πλέον πληροφορίες έρχονται στην επιφάνεια οι οποίες δείχνουν πως και η bufotenin είναι εξ ίσου δραστική (και καπνίζοντάς την, και με λήψη από το στόμα) αν και κάπως λιγότερο ισχυρό. Αν και πωλούνται τα αποξηραμένα δέρματα από κάποιους πωλητές, είναι λίγη η ωφέλεια της μεθόδου αυτής, καθ’ ότι το δηλητήριο του φρύνου μπορεί να συλλεγεί χωρίς να βλάπτεται ο φρύνος. (5-hydroxy-N,N- dimethyltryptamine or N,N-dimethylserotonin) (Πηγή: http://www.erowid.org/animals/toads/toads.shtml)
α. Βασική Ιστορία
Αμανίτα είναι το κοινό όνομα της μανιταριού Amanita muscaria. Σε διαφορά με τα μανιτάρια ψιλοκύβους, η Αμανίτα δεν έχει psilocin, αλλά αντιθέτως περιέχει την αλκαλοειδή bufotenine, που επίσης βρίσκεται στο δέρμα και στους δηλητηριώδες αδένες ορισμένων φρύνων. Η νωρίτερη μαρτυρία της κατανάλωσης Αμανίτας είναι γλωσσική, καθώς η βόρεια Ασιατική Ουραλική γλώσσα χωρίστηκε στα δύο κλάδους περίπου το 4000 π.Χ. Και οι δύο αυτές γλώσσες χρησιμοποιούν την ίδια λέξη για την μέθη, που επίσης σηματοδοτεί το μανιτάρι A. muscaria. Οι ύμνοι της Rg Veda, η αρχαιότερη λογοτεχνία από την Ινδία, περιέχει αναφορές σε ένα δυνατό μανιτάρι που ονομάζεται «soma» που πολλοί ακαδημαϊκοί συμφώνησαν ότι ήταν στην πραγματικότητα η Αμανίτα. Αγάλματα μανιταριών που ανάγονται στο 100 μ.Χ. πιθανό να παρουσιάζουν την Αμανίτα και πιθανόν να εμπλέκουν την κατανάλωση της στους Μεξικανικούς πολιτισμούς. Το 1978 ένα ιθαγενής Αμερικανός συγγραφέας, ο Keewaydinoquay, συνέγραψε για την παραδοσιακή χρήση της A. muscaria από τους Ahnishinaubeg (Ojibway) που ζουν κοντά στην Λίμνη Superior της Βόρειας Αμερικής. Αν και αυτό το ζήτημα θεωρείται ως αρκετά αρχαίο, η πιο σύγχρονη καταγραμμένη χρήση είναι του 20ου αιώνα (Erowid.org). Ενδιαφέρον προκαλεί το ότι αρκετοί ιστορικοί υποστήριξαν ότι οι Βίγκινγς berserkers έτρωγαν Αμανίτα πριν να επιτεθούν σε παραλιακές πόλεις (5). Η χρήση της Αμανίτα δεν έγινε δημοφιλής στα σύγχρονα χρόνια εξαιτίας της βαριάς δυσφορίας που προκαλεί η κατανάλωσή της, παρέα με τις αρκετές αναφορές για τις δυσάρεστες παραισθήσεις.
2. Θρησκεία
Αρκετοί αρχαίοι Ασιατικοί πολιτισμοί συμπερίλαβαν την Αμανίτα ως πρακτική θρησκευτικού σαμανισμού, συμπεριλαμβανομένων των Ινδουιστών και τον πολιτισμό he Chukchi του ποταμού Pegtymel στην βόρεια Σιβηρία. Η Αμανίτα επίσης εμπλέκεται στους Αμερικανικούς ιθαγενείς πολιτισμούς, αλλά δεν έχει ξεκαθαριστεί κάτι τέτοιο πλήρως. Με την μόνη εξαίρεση των Βίγκινγκ berserkers, όλες οι χρήσεις της Αμανίτας δίνουν έμφαση στις παραισθητικές προφητείες των Σαμάνων ιερέων. Επειδή παράγει αντενδείξεις που δεν είναι δημοφιλείς και ναυτία όταν τρώγεται, η Αμανίτα χρησιμοποιείται μόνο από μικρές κουλτούρες στις μέρες.
VII. DMT (N,N-διμεθυλτρυπταμίνη - ψυχεδελική τρυπταμίνη)
Anadenanthera, γένος δένδρου ορισμένα του οποίου παράγουν σπόρους μέσα σε σποροθήκες, με την ουσία DMT. (Πηγή: http://www.erowid.org/plants/anadenanthera/anadenanthera.shtml)
1. Βασική Ιστορία
Το DMT απομονώνενται από το φυτό Mimosa hostilis και χρησιμοποιείται στην cohoba (6) που χρησιμοποιείται από τους Ινδιάνους της Αμερικής και της Καραϊβικής. Ταφικά μνημεία στην Χιλή βρέθηκαν με εξοπλισμό για το σνιφάρισμα σπόρων που ανάγονται στο 750-800 μ.Χ. Μετά τον καπνό και τον καφέ, DMT ήταν κυρίως το επόμενο ναρκωτικό που ανακαλύφθηκε από τους Ευρωπαίους περιηγητές. Το 1496 ένας Ισπανός Friar, κάτω από τις διαταγές του Χριστόφορου Κολόμβου, κατέγραψε την χρήση του από τους Ινδιάνους Taino που καταλάμβαναν το νησί της Hispaniola. Yopo sniffing από τους Ιθαγενείς συνεχίσθηκε μέχρι το 1931 όταν ο Βρετανός χημικός Richard Manske απομόνωσε το DMT, κάνοντας την ευρεία χρήση του δυνατή. Το 1971 DMT τέθηκε ως παράνομο στις Η.Π..
2. Θρησκεία
Ο Κολόμπος πρώτος κατέγραψε την χρήση της cohoba στο δεύτερό του ταξίδι στην Αμερική, αναφέροντας μια παράξενη «σκόνη» που οι βασιλιάδες των Ινδιάνων Taino του νησιού της Hispaniola «σνιφάριζαν», και το ότι «με αυτή την σκόνη έχαναν τις αισθήσεις τους και έμοιαζαν με μεθυσμένους ανθρώπους» (7). Το snuff είναι παραισθησιογόνο και χρησιμοποιούνταν από τους σαμάνους της Καραϊβικής και των Νοτιομερικάνικών Ιθαγενών. Το DMT χρησιμοποιείται ακόμη από τους Ινδιάνους Mataco της Αργεντινής και από μερικά γκρουπ των Ινδιάνων της Παραγουάης. (8)
1. Βασική Ιστορία
Η κάνναβη είναι η συντόμευση για το φυτό Cannabis sativa, από το οποίο παράγεται η μαριχουάνα. Η Μαριχουάνα προέρχεται από την Μεξικανική λέξη maraguanquo, που σημαίνει «ένα τοξικό φυτό». Η αρχαιότερη μαρτυρία για την Κάνναβη πηγαίνει πίσω στο 6000 π.Χ. όταν οι πρώιμοι Κινεζικοί πολιτισμοί έτρωγαν την Κάνναβη ως τροφή. Κάνναβη χρησιμοποιούνταν επίσης ως ύφασμα στην Κίνα και μεταδόθηκε σε όλη την Ασία δια μέσω δρόμων του εμπορίου. Η νεότερη μαρτυρία της ιατρικής χρήσης της είναι στην Κίνα το 2727 π.Χ. . Αργότερα, η Κάνναβη έγινε ένα ιερό φυτό στην Ινδία και δίνονταν ως δώρο στον Σίβα (θεοποίηση πάθους). Η χρήση της Κάνναβης διαδόθηκε στην Ευρώπη από τον πολιτισμό των Σκύθων γύρω στο 1500 π.Χ.. Η κατανάλωση Μαριχουάνας και απομόνωση του χασισιού (λίγο ισχυρότερο από την Κάνναβη) μεταδόθηκε στην Ευρώπη, Μέση Ανατολή και την Ασία (έκτος από τις φιλοσοφίες και τα ναρκωτικά). Από το 1150 - 1200 μ.Χ. μεταφέρεται στην Αφρική, φτάνοντας στην Αίγυπτο και την Μοζαμβίκη. Κατά την διάρκεια του εμπορίου σκλάβων, δούλοι της Αγκόλας έφεραν σπόρους κάνναβης μαζί τους στην Βραζιλία. Η Κάνναβης μεταδόθηκε στο Μεξικό δια μέσω του εμπορίου μεταξύ Νοτίου και Κεντρικής Αμερικής. Η Μαριχουάνα μεταδόθηκε στις Η.Π. κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα από τους Μεξικανούς μετανάστες. (ο δρόμος των αρχαίων θεών μέχρι την δύση και την κατάκτησή της). Ανάμεσα στο 1915 και 1927 μια σειρά από νομοθετικές διατάξεις μετέτρεψαν την κατοχή μαριχουάνας στις Η.Π όλο και πιο δύσκολη, μέχρι που αργότερα να απαγορευθεί εντελώς. (9)
2. Θρησκεία
Η Ινδουιστική θρησκεία ήταν η πρώτη που ενσωμάτωσε την Κάνναβη στις πρακτικές της. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, Bhang (η Ινδουϊστική ονομασία της μαριχουάνας) θεσπίζεται από την Atharva Veda ως «Ιερό Φυτό», ένα ανάμεσα σε 5 ιερά φυτά στις Ινδίες (ποια είναι τα άλλα;). Αργότερα η Ζωροαστριική, Zend-Avesta (που μυθικά συνεγράφει από τον ίδιο τον Ζωροάστρη) αναφέρεται στο bhang και στο «Καλό ναρκωτικό» του Ζωροάστρη. Οι Ρασταφάρι (10), μια θρησκεία της Καραϊβικής που περιέχει στοιχεία Βουντού και Χριστιανισμού, ενσωμάτωσε την χρήση της μαριχουάνας στις θρησκευτικές της πρακτικές. Στους Ρασταφάρι επιτρέπεται, κατά την διάρκεια τελετής, να καπνίζουν μαριχουάνα στις Η.Π. (λόγος αλλαγής θρησκεύματος, αναφορά σε μεταλαβή σε καθολικούς επειδή δεν εξομολογούν). Ακόμη και το Ιουδαϊκό Ταλμούδ κάνει λόγο για την Κάνναβη. Το κάπνισμα του χασίς στους μουσουλμάνους έγινε γνωστό με τους σταυροφόρους και ο στρατός του Ναπολέοντα έφερε μαζί του χασίσι από την Αίγυπτο όταν επέστρεψε. (βλέπε και Μούμιες)
Αριστερά: Ο γνωστός τραγουδιστής της ρέγκε Μπομπ Μάρλευ, που ακολουθεί την ρασταφάρι έχει επηρεάσει αρκετούς νεαρούς που μερικές φορές δεν αντιλαμβάνονται καθόλου ξεκάθαρα τις φιλοσοφικές και θρησκευτικές επιλογές τέτοιων και άλλων γνωστών τραγουδιστών, που αποτελούν τα «νεοπαγανιστικά είδωλά» τους. Η τραγουδίστρια Μαντόνα λ.χ. είναι ακόλουθος της μυστηριακής Καμπάλα. Το μεγαλύτερο σφάλμα των φιλόμουσων και ιδίως της ακόμη ανυποψίαστης νεολαίας είναι πως επειδή η μουσική ενός τραγουδιστή είναι «όμορφη», δεν μπορεί ο τραγουδιστής να είναι «κακός» ή να οδηγεί σε πλάνες τους οπαδούς του, εφόσον αποτελεί για εκείνους μέσο προς «διασκέδαση» και γέννηση «όμορφων συναισθημάτων». Κι όμως. Οι τραγουδιστές είναι άνθρωποι και μάλιστα θνητοί όπως όλοι οι Homo sapiens. Δεν υπάρχουν «ανώτεροι» και «κατώτεροι» βάση της κοσμικής και κοινωνικής τάξης στα πνευματικά. Όλοι έχουν την πιθανότητα να πέσουν σε τραγικά σωτηριολογικά σφάλματα και να επηρεάσουν και τρίτους. Η Αγία Γραφή είναι ξεκάθαρη. Η παρούσα (ανθρώπινη) κοινωνική κατάταξη στην βασιλεία του Θεού θα διαταραχθεί και τα κριτήρια θα είναι εντελώς διαφορετικά (Κατά Ματθαίον, Κεφ. Κ΄«16 Οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γὰρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.»). Η «ομορφιά», το «στυλ», οι «εξυπνάδες», το «σώμα», οι «ερωτικές ικανότητες» (βλ. Δον Ζουάν και «Playmate») , η δόξα και η φήμη (βλ. «γκλαμουριά») δεν αφορούν σε καμιά περίπτωση σωτηριολογικά κριτήρια για τον Ιησού Χριστό. Η πίστη σε αυτά είναι κοσμικές πλάνες που πολλές φορές φανερώνονται οικτρά ως τέτοιες, ακόμη και όταν περάσουν λίγα ή ελάχιστα πολλές φορές χρόνια. (Πηγή: http://www.t-shirtshopper.com/cgi-bin/show_item.cgi?site=tshirtscom&url=http://images.t-shirts.com/printed/jpegs/ZIO001/large/218.jpg)
1. Είναι χαρακτηριστικός ο θεός Διόνυσος όπως και οι γνωστές σπονδές κρασιού των Ελλήνων αλλά και άλλων παγανιστών.
2. Ο υψηλός εθισμός των ναρκωτικών ουσιών, ως η κοκαΐνη, ακυρώνει τα λόγια του Γ. Τσαγκρινού περί της χρήσης ναρκωτικών στην αρχαία Ελλάδα σύμφωνα με το πρότυπο του: «Άλλωστε η έκσταση στα αρχαιοελληνικά Μυστήρια είναι σίγουρο ότι επεβοηθείτο από ψυχοδηλωτικές ουσίες. Ίσως αυτό να δικαιολογεί μια μορφή «τρέλας» που καταδιώκει όλες αυτές τις φιγούρες του καρναβαλιού, μπορεί να είναι μνήμες από τα παλιά. Όμως εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι η λήψη ψυχοδηλωτικών στην αρχαία Ελλάδα γινόταν μόνο μια φορά στην ζωή του ανθρώπου, όταν εμυήτο, και οποιαδήποτε άλλη χρήση θεωρείτο ύβρης. Στις γιορτές και τα πανηγύρια το κέφι ανέβαινε με άλλους τρόπους. (Πηγή: Γεώργιος Τσαγκρινός, Περιοδικό Ιχώρ, τεύχος 6, άρθρο «Διονυσιακές Μυστηριακές παραδόσεις στα σύγχρονα καρναβάλια», σσ. 11 -12)»
3. Υπάρχουν αποδείξεις πως οι «θεοί των Αιγυπτίων», οι Φαραώ, μασούσαν κοκαΐνη, πράγμα παράδοξο αν σκεφτεί κανείς πως η κόκα φυτρώνει στις Άνδεις. Ίσως το εμπόριο μεταξύ των αρχαίων λαών να ήταν περισσότερο ανεπτυγμένο. Όμως κάθε υπερβολή περί «πανάρχαιου υπερπολιτισμού» βάση αυτού του στοιχείου θα πρέπει να θεωρείται απίθανη μιας και οι φαραώ, και γενικά οι Αιγύπτιοι, έπασχαν από οδοντικά προβλήματα.
4. Οι αρχαίες θρησκείες που θεοποίησαν τα πάθη του ανθρώπου ακόμη και αυτόν τον εθισμό στα ναρκωτικά, δεν αποσύρονται από τις κακές συνήθειες τους. Δια μέσω της θρησκείας προσπαθούν να τα δικαιολογήσουν και να αποσύρουν τις νομικές κυρώσεις ενάντια στην χρήση τους. Παρόμοια έπραξαν και οι αρχαίοι Έλληνες με την θεά της πορνείας την Αφροδίτη ή τον Άρη. Θεοποίησαν τα πάθη ώστε αυτά να «δικαιολογούνται».
5. Δεν εκπλήσσει μια τέτοια τακτική, αφού είναι γνωστό πως και στον Β΄ Π.Π. οι αντιμαχόμενες παρατάξεις μερικές φορές έδιναν στους οπλίτες τους αμφεταμίνες για να αντέχουν περισσότερο στην μάχη.
6. Σκοτεινός κύριος του βρεφικού ήλιου ή Πρίγκηπας του σκοταδιού, ανήκει στο πάνθεον των θεοτήτων που μοιράζονται το φως & το σκοτάδι και τα στοιχεία της φύσης. Θυμίζει έντονα δαιμονικές οντότητες. Άλλοι έχουν ονόματα όπως «θάνατος», «θυσία» κλπ. και συνδέονται με επιθετικότητα, απληστία ( http://www.resonateview.org/places/writings/toltec/13dawnlight.htm)
7. Παρόλα αυτά, το «ναρκωτικό του αλκοόλ» ως αλκοολισμός και ως απόρροια του Διόνυσου έμεινε στην δύση.
8. Αλλιώς γνωστό ως yopo & parica snuff (για εισπνοή), δέντρο συγγενικό της ακακίας (http://www.elmuseo.org/taino/cohoba.html). Σαμάνοι έκαναν τελετές με την ουσία αυτή, για επικοινωνία με προγόνους και πνεύματα. Προηγούνταν νηστείες και καθαρμοί με έμεση τροφών (με ειδικό εργαλείο) για να είναι καθαροί να εισπνεύσουν την «πνευματική τροφή». Κονιορτοποιημένοι οι σπόροι του δένδρου, κάνουν να φαίνονται όλα αντιστραμμένα, ανάποδα, και συνεχώς μετακινούμενα όπως στο καλειδοσκόπιο. Το ανακάτευαν και με καπνό για πιο έντονη επίδραση.
9. Στην σημερινή (2006) Ολλανδία όπου η ανάλωση χασίς επιτρέπεται με τις «ευλογίες» του κράτους, όπου προωθείται η ευθανασία για το κέρδος των ασφαλιστών, έχει εμφανιστεί πολιτικό κόμμα που ζητά ελεύθερο σεξ στα 12 [έννομη παιδοφιλία], όπως επίσης και την ελευθερία στην κτηνοβασία. Ο παθιασμός της δυτικής κοινωνίας σε έξαρση. (Πηγή:http://www.repubblica.it/2006/05/sezioni/esteri/prtito-dei-pedofili/prtito-dei-pedofili/prtito-dei-pedofili.html)
10. Επιρροές από το κίνημα αυτό έχει δεχθεί ο γνωστός τραγουδιστής της μουσικής ρέγκε, Μπομπ Μάρλεϋ. (http://www.bobmarley.com/life/rastafari/)
Βιβλιογραφία
1. Erowid.org. Published Jan 1, 2001. http://www.erowid.org/. Viewed April 20, 2004
2. Feldman RS, Meyer JS, Quenzer LF. Principles of Pharmacology. Sinauer Associates, Inc. Sunderland, Massachusetts. 1997
3. Schultes RE, Hofmann A, and RŠtsch C. Plants of the Gods. Their Sacred, Healing and Hallucinogenic Powers. Inner Traditions. 1979
Πηγή: http://66.249.93.104/u/pomonaedu?q=cache:2LFsE0xzgVkJ:www.german.pomona.edu/Narcotics.htm+narcotics&hl=en&ie=UTF-8
(Απόσπασμα από αναστενάρια)
Τα θρακικά αυτά όργια , κατά την επιτυχή περιγραφή του Rohde, τελούνταν στα όρη εν καιρώ σκοτεινής νυκτός και υπό το ασταθές φως των δάδων, θορυβώδης μουσική αντηχούσε, ο ταραχώδης ήχος χάλκινων κυμβάλων, η υπόκωφος βροντή μεγάλων τύμπανων και η «μανίας ἐπαγωγός ὁμοκλὰ», κατά τον Αισχύλο, βαθυήχων αυλών. Υπό την άγρια αυτή μουσική, του οίνου και μεθυστικών ενίοτε καπνών καννάβεως διεγειρόμενοι οι θιασώτες χόρευαν εκβάλλοντας άγριες ιαχές. Περί ασμάτων ουδείς λόγος. Του χορού η ένταση δεν άφηνε την απαιτούμενη προς τούτο πνοή. Διότι ο χορός αυτός δεν είχε τίποτε το ομοιάζον προς το έρρυθμο βήμα των ομηρικών Ελλήνων, που χόρευαν τον παιάνα. Ο θίασος των οργιαστών έτρεχε στα όρη χορεύοντας χορό μανιακό και δινούμενος και κλονιζόμενος και ενθουσιών. Ούτω ο έξαλλος επέπιπτε επί του ιερού ταύρου, τον όποιον ζώντα κατακερμάτιζε και ωμά τα κρέατα κατάπινε. Σκοπός δε του οργιασμού τούτου ήταν ο ενθουσιασμός, η ένωση τουτέστι του ανθρώπου προς το θεό η ενσάρκωση του θεού στον άνθρωπο δια της εκστάσεως, την οποίαν επετύγχαναν δια του χορού, της μουσικής, του οίνου και των μεθυστικών καπνών.
...κάτι δε παρόμοιο προς τα αναστενάρια αποτελούν προ ολίγων ετών ίσως δε και αποτελούν ακόμη, εν Ρωσία οι αιρετικοί Christi, οι όποιοι ενόμιζαν ότι δια του χορού και της εκστάσεως κατόρθωναν να ενσωματώσουν οι μεν άνδρες τον Χριστό, οι δε γυναίκες την παρθένο Μαρία.
Συμφώνως προς τ’ ανωτέρω τα σημερινά αναστενάρια, είτε είναι λείψανο μεσαιωνικής αιρέσεως, είτε, πιθανότερο, είναι εκχριστιανισμένο λείψανο της οργιαστικής θρακικής λατρείας του Διονύσου, ήτις ακριβώς ως κοιτίδα αυτής είχε τον Αίμο, ανήκουν στην μεγάλη τάξη των οργιαστικών λατρειών, οι οποίες όλες, αρχαίες και νεότερες, σκοπό έχουν δια της εκστάσεως να αφομοιώσουν τον άνθρωπο προς το θείον.
Πηγή: Στίλπων Κυριακίδης Π, Καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Δ., σσ. 580 - 582
Επίσης Βλέπε ενότητα Ψυχοπαθολογία & Μυστικισμός (Ναρκωτικές Ουσίες)
Η εύρεση ναρκωτικών ουσιών στις Αιγυπτιακές μούμιες, και ιδιαίτερα της Αμερικανικής κόκας, είναι μια σοβαρή ένδειξη εμπορικής σχέσης Ν. Αμερικής και Αιγύπτου. Όμως «υπερτεχνολογικές» νεοπαγανιστικές υποθέσεις δεν αποτελούν τον μονόδρομο της ερμηνείας μια τέτοιας πιθανής σχέσης.
Αριστερά & Μέσο Αριστερά: Ο καθηγητής της ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου του Μεξικού Σαντιάγκο Τζένοβς, απέδειξε ότι τα υπερατλαντικά ταξίδια την εποχή των Ολμέκ τουλάχιστον από τεχνική άποψη, ήταν δυνατά. (Πηγή: Ατλαντίδα, Το χαμένο Βασίλειο, Narration: Lance Henriksen, Executive Producers: Denis Donovan and Lisa Hutchison, Produced and Directed by Lisa Hutchison, Writers: Kevin Kenney and David Katzner, Editor: Ken Paonessa, Produced by Of Like Mind Productions © 2004 Discovery Communications, Inc. All rights Reserved, Προσφορά της Εφημερίδας «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία».)
Μέσο Δεξιά & Δεξιά: Αυτή ήταν η πρωτόγονη βάρκα κατασκευασμένη από καλάμια, στο ταξίδι της οποίας ο καθηγητής Σαντιάγκο Τζένοβς συμμετείχε με άλλους ως πλήρωμα στην προσπάθεια του ανθρωπολόγου Θωρ Χέερνταλ να διασχίσει τον Ατλαντικό Ωκεανό. Ο καθηγητής πιστεύει στην σχέση Ν. Αμερικής και Αφρικής και βασίζεται σε διάφορες ενδείξεις μεταξύ των οποίων η ανθρωπολογία, η γλωσσολογία, η εθνολογία, τα ευρήματα από Βίκινγκς και Ρωμαίους στην Αμερικανική Ήπειρο. Η βάρκα αυτή κατασκευάστηκε με τις οδηγίες των Ινδιάνων ψαράδων της λίμνης Τιτικάκα στο Τιουανάκο. Οι θαλασσινές ικανότητες των αρχαίων Αμερικάνων είναι αμφίβολες, όμως όπως όλα δείχνουν έχουν υποτιμηθεί. (Πηγή: Ατλαντίδα, Το χαμένο Βασίλειο, Narration: Lance Henriksen, Executive Producers: Denis Donovan and Lisa Hutchison, Produced and Directed by Lisa Hutchison, Writers: Kevin Kenney and David Katzner, Editor: Ken Paonessa, Produced by Of Like Mind Productions © 2004 Discovery Communications, Inc. All rights Reserved, Προσφορά της Εφημερίδας «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία».)
Βίντεο: Μέγεθος: 432Kb - Διάρκεια: 2΄ 24΄΄. Περιγράφεται η πιθανή πραγματοποίηση υπερατλαντικών ταξιδιών και δηλαδή η επικοινωνία μεταξύ Αμερικανικής Ηπείρου και Ευρώπης - Αιγύπτου, εφόσον στις Αιγυπτιακές μούμιες, που μοιάζουν κατά την τεχνική κατασκευής με τις μούμιες των Ν. Αμερικάνων του πολιτισμού Τιουανάκου, βρέθηκαν εκτός της Νικοτίνης και του Χασίς, Κοκαΐνη η οποία είναι γηγενές φυτό της Αμερικής. (Πηγή: Ατλαντίδα, Το χαμένο Βασίλειο, Narration: Lance Henriksen, Executive Producers: Denis Donovan and Lisa Hutchison, Produced and Directed by Lisa Hutchison, Writers: Kevin Kenney and David Katzner, Editor: Ken Paonessa, Produced by Of Like Mind Productions © 2004 Discovery Communications, Inc. All rights Reserved, Προσφορά της Εφημερίδας «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία».)
Γυναίκες Αγιαμάρα στην πόλη Τιουανάκου της Ν. Αμερικής πωλούν και μασούν φύλλα κόκας που ελευθερώνουν την κοκαΐνη. (Πηγή: Ατλαντίδα, Το χαμένο Βασίλειο, Narration: Lance Henriksen, Executive Producers: Denis Donovan and Lisa Hutchison, Produced and Directed by Lisa Hutchison, Writers: Kevin Kenney and David Katzner, Editor: Ken Paonessa, Produced by Of Like Mind Productions © 2004 Discovery Communications, Inc. All rights Reserved, Προσφορά της Εφημερίδας «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία».)
Αριστερά & Μέσο: Παρουσίαση των ποσοτήτων Νικοτίνης, Χασίς και Κοκαΐνης σε Αιγυπτιακές μούμιες (Μαλλιά, Μαλακούς ιστούς και οστά). (Πηγή: Ατλαντίδα, Το χαμένο Βασίλειο, Narration: Lance Henriksen, Executive Producers: Denis Donovan and Lisa Hutchison, Produced and Directed by Lisa Hutchison, Writers: Kevin Kenney and David Katzner, Editor: Ken Paonessa, Produced by Of Like Mind Productions © 2004 Discovery Communications, Inc. All rights Reserved, Προσφορά της Εφημερίδας «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία».)
Μέσο & Δεξιά: Ο ανοσοποιητικός καθορισμός κοκαΐνης και Χασίς (THC) απέδειξε την παρουσία αυτών των ναρκωτικών σε όλα τα εννέα δείγματα. Η Νικοτίνη βρέθηκε σε οκτώ περιπτώσεις (Πίνακας 1). Αυτή είναι η πρώτη μελέτη που δείχνει την παρουσία της κοκαΐνης, χασίς και νικοτίνης σε Αιγυπτιακές Μούμιες, που ανάγονται περίπου στο 1000 π.Χ. Αυτό σημαίνει ότι οι τρεις αυτές οργανικές ουσίες είναι ικανές να επιζούν στα μαλλιά, σε μαλακούς ιστούς και οστά για 3000 χρόνια. (Πηγή: Ατλαντίδα, Το χαμένο Βασίλειο, Narration: Lance Henriksen, Executive Producers: Denis Donovan and Lisa Hutchison, Produced and Directed by Lisa Hutchison, Writers: Kevin Kenney and David Katzner, Editor: Ken Paonessa, Produced by Of Like Mind Productions © 2004 Discovery Communications, Inc. All rights Reserved, Προσφορά της Εφημερίδας «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία».)
Θεολογικά η εύρεση ναρκωτικών ουσιών στα σώματα των αρχαίων Αιγυπτίων ηγεμόνων και ενσαρκώσεων του θεού Ρα, αποτελεί μια σημαντική απόδειξη της πλάνης των αρχαίων θρησκειών και μια έμπρακτη απόδειξη για τα πάθη των λεγόμενων «αρχαίων θεών». Επίσης όλα αυτά σημειώνουν μια εξαιρετικής σπουδαιότητας διαφοροποίηση μεταξύ Ορθοδόξων λειψάνων και Αιγυπτιακών ταριχευμένων μούμιων, που επικεντρώνεται στην ποιότητα του βίου του αναφερόμενου προσώπου.
Ανιμισμός (εκ του λατιν. anima= ψυχή). Όρος με συγκεχυμένη σημασία, καθόσον χρήση αυτού έγινε άλλη υπ’ άλλων. Στην ιατρική χρησιμοποίησαν αυτήν όπως δηλώσουν την θεωρία του Γερμανού Stahl, κατά την οποίαν ως αρχή της ζωής και πρώτον αυτής παράγοντα νοητέον την λογική ψυχή. Εν δε τις ιστορικές επιστήμες υπό τον όρο τούτον νοούν:
(1) την πίστη καθόλου εις πνεύματα και φαντάσματα·
(2) την πίστη στην εμψύχωση των πραγμάτων, των όντων καθόλου του κόσμου τούτου, καθ’ ην τα αντικείμενα έχουν ψυχή και τα φαινόμενα, ως λ. χ. η αστραπή, ο άνεμος, είναι εκδηλώσεις ενεργείας των εν αυτά οικούντων πνευμάτων·
(3) τέλος, την πίστη στην ύπαρξη των πνευμάτων των προγόνων και την μετ’ αυτής συνδεδεμένη λατρεία αυτών.
Μεταχειρίζονται λοιπόν τον όρο ανιμισμός και προς δήλωση της πρωτογενούς δεισιδαιμονίας (1) απλώς και προς δήλωση της κοσμοθεωρίας των πρωτογενών λαών και προς δήλωση της πρωτογενούς θρησκείας ή τουλάχιστον ουσιώδους αυτής γνωρίσματος. Εάν σε ταύτα προσθέσουμε, ότι υπό τον όρο τούτον νοούν και την θεωρία, καθ’ ην και στις ιστορικές θρησκείες υφίστανται πολυάριθμα κατάλοιπα λατρείας του θείου (εν τω δόγμα, τη μυθολογία και τη λατρεία), τελούντα υπό την επίδραση του ανιμισμού και εξ αυτού ερμηνευόμενα, η σύγχυση επαυξάνεται. Το πράγμα εξηγείται εκ του γεγονότος, ότι δεν είναι εύκολο να σχηματίσομε σαφή έννοια του φαινόμενου, όπερ καλούμε ανιμισμό, ουδέ να αποχωρήσουμε και απομονώσω μεν τα γνωρίσματα αυτού. Εν τη πρωτογενή άλλωστε θρησκεία τα πάντα είναι συγκεχυμένα ακόμη ούτως, ώστε δεν είναι δυνατόν να διακρίνουμε σαφώς αυτήν από της κυρίως δεισιδαιμονίας και της κοσμοθεωρίας. Προς αποφυγήν της συγχύσεως καλό είναι να διακρίνουμε το φαινόμενο σε ανιμισμό σε στενότερη και σε ανιμισμό σε ευρύτερη έννοια.
Ο ανιμισμός στη στενότερη έννοια έχει σχέση προς την ψυχή, ως εμφανίζεται αυτή στον άνθρωπο, ζώντα ή τεθνεώτα. Η ψυχή αυτή ή είναι κατ’ ανάγκη συνδεδεμένη προς το σώμα και τα επί μέρους όργανα αυτού, ή πιστεύεται ως αυτοτελής και ελευθέρα. Κατά την πρώτη περίπτωση θεωρείται ως κάποια ιδιότητα του σώματος ή των οργάνων του και υφίσταται εφ’ όσον διατηρείται το σώμα ή και ελάχιστα κατάλοιπα αυτού (νεφρά, καρδιά, διάφραγμα, αίμα, γεννητικά μόρια κτλ.,εν τα οποία και εντοπίζεται)· Εκ της πίστεως ταύτης εξηγείται η ανθρωποφαγία· ο τρώγων δηλαδή εκ των ειρημένων οργάνων ή πίνων το αίμα του σφαζομένου ανθρώπου πιστεύει ότι γίνεται μέτοχος της μυστηριώδους δυνάμεως, η οποία ενοικεί σε αυτόν. Δι’ αυτής εξηγούνται ωσαύτως τα περί τους νεκρούς έθιμα, ως λ. χ. η ταρίχευση, η οποία σκοπό έχει να κράτηση την ψυχή του τεθνεώτος δέσμια στο σώμα της, ώστε να μη δύναται να βλάπτει τους ζώντες· ο ενταφιασμός και η καύση, δια των οποίων εξαφανιζόμενου του σώματος αφανίζεται και η ψυχή και ούτως απαλλάσσονται αυτής οι ζώντες. Εντεύθεν εξηγείται και η χρήση των φυλακτών, τα όποια περιέχοντας μέρη του σώματος του νεκρού (όνυχας, οδόντας, τρίχας κτλ.) παρέχουν στον φέροντα δύναμιν, αντλούμενη εκ της εν αυτά ενοικούσης ψυχής του τεθνεώτος.
Κατά δε την δεύτερη περίπτωση η ψυχή νοείται ανεξάρτητος του σώματος, ελευθέρα και αυτοτελής. Στην περίσταση αυτής φθάνει ο άγριος δια του φαινόμενου της αναπνοής, δια της προσεκτικής παρατηρήσεως της τελευταίας εκπνοής του θνήσκοντος, δια των τελουμένων στα όνειρα, τα οράματα και στην έκσταση. Δια του ονείρου ιδίως φαίνεται ως να καταλείπει η ψυχή το σώμα και κατά την διάρκεια της ζωής· αλλ’ ο πραγματικός όμως βίος αυτής άρχεται μετά τον θάνατον του σώματος. Μετά τον από του σώματος οριστικό χωρισμό μεταβάλλεται σε σκώληκα, σε όφι, σε σαύρα, σε πτηνό ή χρυσαλίδα, εγκαθίσταται εντός δένδρων ή λίθων ή αποκτά ολέθρια διά τους ζώντας ελευθερία. Παύει πλέον να είναι ψυχή, μεταβαλλόμενη σε πνεύμα, σε όν δηλαδή, όπερ ουδένα έχει πλέον δεσμό προς το σώμα. Εκ του τοιούτου όντος γεννάται έπειτα φυσικώς και αβίαστα ο δαίμων, οπότε ο ανιμισμός μεταβάλλεται σε θρησκεία μετά των γνωρισμάτων του φετιχισμού, του τοτεμισμού, του μύθου κλπ. Συγχρόνως συνδυάζεται προς την μαγεία και αναπτύσσεται πρωτογενής τις Ιεραρχία.
Εκ των μέχρι τούδε ειρημένων καταφαίνεται σαφώς η σχέση του ανιμισμού προς την θρησκεία. Ο ανιμισμός δύναται να θεωρηθεί ως στάδιο προηγούμενο της θρησκείας, ως πρόδρομος αυτής ή ως βάση, αλλ’ αυτός ούτος δεν είναι ακόμη θρησκεία. Στη θρησκεία έχομε θετική σχέση του ανθρώπου προς ανώτερες δυνάμεις, παρά τις οποίες ζητεί προστασία και τις οποίες λατρεύει. Ο θρησκευόμενος άνθρωπος αισθάνεται εαυτόν εξηρτημένο απολύτως εκ των δυνάμεων τούτων, ενώ τουναντίον η σχέση προς τις ψυχές εκείνες ή τα πνεύματα είναι όλως εξωτερική· διότι αισθάνεται μεν φόβο και αγωνία ενώπιον αυτών, άλλα αποφεύγει αυτά εσωτερικά. Έπειτα τα όντα αυτά είναι αυθαίρετα και ασταθή, ενώ μετά της θρησκευτικής συνειδήσεως είναι συνδεδεμένη ή συναίσθηση σταθερών κανόνων και διατάξεων διεπουσών την πορεία των φαινόμενων. Δέον λοιπόν να διακρίνομε αυστηρά μεταξύ της πίστεως σε πνεύματα (ανιμισμός) και της λατρείας πνευμάτων. Ο άγριος είναι δυνατόν να είναι ασεβής, να παραμελεί δηλαδή την λατρεία των θείων δυνάμεων, οι οποίες παρίστανται υπό μορφή πνευμάτων, χωρίς ουδ’ επί στιγμήν να παύσει πιστεύων στα όντα εκείνα ή προσπαθώντας να εξηγήσει δι’ αυτών την φύση.
Διάφορος της θρησκείας είναι και ο ανιμισμός σε ευρύτερη έννοια, τ. έ. το φαινόμενο, κατά το οποίο άνθρωπος εμβάλλει τον εσωτερικό του βίο στη ζωή των περί αυτόν αντικειμένων και φαινόμενων. Ο άγριος δεν κέκτηται ιστορία, αποτελεί αδιάσπαστο ενότητα προς την φύση, είναι μάλλον φυσικό όν. Στη συνείδησή του δεν διακρίνει εαυτό από της περιβαλλούσης αυτόν φύσεως, προς την οποίαν αισθάνεται εαυτόν συγγενή. Προς την κατάσταση αυτή συνδέεται η ιδιότητα, κατά την οποίαν βλέπει τα πάντα εξ εαυτού, μεταφέρων εαυτόν στα αντικείμενα και νοών αυτά επί τη βάσει αναλογικών συλλογισμών αντλούμενων εκ του ιδίου αυτού βίου. Πιστεύει μόνον εκ νωθρότητας, ο ωκεανός εξαγριούται επί τη θέα λευκών ανθρώπων, το ουράνιο τόξο είναι τέρας, όπερ αρπάζει τα μικρά παιδία κ.τ.τ.! Με άλλες λέξεις ανιμισμός σε ευρύτερα έννοια είναι είδος πανεμψύχωσης, παραπλήσια προς εκείνη την οποία παρατηρούμε ασυναίσθητος μεν τελούμενη σε όλους, ενσυνείδητα δε σε ποιητές, προσωποποίηση των πάντων, κατά πρώτο μεν λόγο των κινητών όντων και πραγμάτων και των φαινόμενων, έπειτα δε και των ακινήτων. Ισοδυναμεί λοιπόν ο ανιμισμός αυτός προς παιδαριώδη μεταφυσική τού όχλου και δύναται να θεωρηθεί ως η θεωρητική βάσις της θρησκείας και της φιλοσοφίας, διαφαινόμενη προ πάντων στα πανθεϊστικά και φιλοσοφικά και θρησκευτικά συστήματα. Τουναντίον τον ανιμισμό σε στενότερη έννοια απαντάμε στην περί τους νεκρούς έθιμα των αγρίων λαών και στα κατάλοιπα της δεισιδαιμονίας, τα όποια βρίσκουμε μέχρι σήμερα μεταξύ των πολιτισμένων λαών. Εκ του ανιμισμού σε ευρύτερα έννοια γεννήθηκε ο φυσικός μύθος, ο οποίος έχει σχέση προς τα μεγάλα φυσικά φαινόμενα· εκ δε του ανιμισμού σε στενότερη έννοια ο τοτεμισμός, ή προγονολατρεία και η δαιμονολατρία. Και οι δύο δε μαζί οδήγησαν στην φυσική καλουμένη θρησκεία. Θα ήταν όμως όλως εσφαλμένο, εάν από των άρχων τούτων της θρησκείας ορμώμενοι θέλαμε να επιχειρήσουμε να καθορίσουμε και την φύση ή την αλήθεια αυτής (βλ. και θρησκεία).
01. Η δεισιδαιμονία ως φόβος προς τους θεούς που εκδηλώνονται ως γεγονότα και δυνάμεις της φύσεως, αποτελεί την ραχοκοκαλιά όλων των λεγόμενων φυσικών θρησκειών, όπως και της αρχαίας ελληνικής, παρά τις όποιες προσπάθειες διαφόρων καθαρισμού αυτής και ρίψεως ανακολούθως της ευθύνης εις την Χριστιανική, η οποία αντιθέτως λατρεύει Θεό εκτός φύσεως.
Βιβλιογραφία
01. Tylor, Die Anfaenge der Kultur, 1873
02. Max Mutter, Naturliche Religion, 1890
03. Rohde, Psyche, 7η εκδ.1907
04. Wundt, Vοlkerpsychologie Δ 1,2 1910
05. Thiel, Kompendium der Religionsgeschichte, εκδ. 4η υπό Soederblom, 1912
06. Religion in Gechischte und Gegenwart, τόμος Ι εν λέξη
Πηγή: Ν. Ι . Λούβαρης, Καθηγητής της Εισαγωγής και της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Δ΄, σσ.777 - 778
Τοτεμισμός (ο). Καλείται έτσι σύνολο εθίμων, δοξασιών και πράξεων, των οποίων κέντρο είναι το τοτέμ, τουτέστι σύνολο υλικών αντικειμένων, συνήθως είδη ζώων, αλλά και φυτών και αψύχων αντικειμένων. Μετά τους είδους τούτου των ζώων τα μέλη κάποιας φυλής ή πατριάς πιστεύουν εαυτούς συνδεμένους δια θρησκευτικών ή και ευρύτερων μαγικών δεσμών, επιδεικνύοντας προς αυτά ιδιαίτερο σεβασμό και θεωρούνται αυτά ως προστάτες εαυτών και της πατριάς. Μετά του είδους τούτου ως προστάτες εαυτών και της πατριάς. Τα μέλη αυτά οικειοποιούνται το όνομα του σχετικού ζώου, ανάγουν την καταγωγή της φυλής ή της πατριάς σε αυτό, μεριμνούν περί των καθ’ έκαστο αντιπροσώπων του είδους τούτου των ζώων και πιστεύουν ότι τελούν υπό την προστασία αυτού εναντίων πάσης προσβολής και άλλων κινδύνων. Το τοτέμ διακρίνεται από του φετίχ, επειδή αναφέρεται μόνον στα μέλη της απ’ αυτού καταγόμενης πάτριας, επί των οποίων εκτείνεται η δύναμη του, ενώ το φετίχ είναι σε όλους γενικά τους ανθρώπους σεβαστό και επικίνδυνο. Προς αυτούς, επειδή εμφανίζεται ως άτομο, ως μεμονωμένο αντικείμενο, εν αντιθέσει προς το τοτέμ, τ’ οποίο αναφέρεται πάντοτε σε πλήθος ομοειδών όντων, ως λ χ. σε όλους τους αετούς είδους τινός ή σε όλους τους κροκοδείλους, τις σαύρες, τους λαγούς, τα σκουλήκια. Ο όρος τοτέμ κατάγεται από την Αμερική, οπόθεν εισήχθη στην Ευρώπη κατά τον ΙΗ΄ αιώνα. Είναι ειλημμένος εκ της γλώσσας των Ινδιάνων της Βορείου Αμερικής, σημαίνει δε κυρίως είδος ή τάξη ζώων, με της οποίας συνδέεται και προς την οποία είναι συγγενής ή φυλή ή η πατριά. Το φαινόμενο όμως δεν περιορίζεται στην Αμερική αλλ’ απαντά και στην Αυστραλία. Σε αυτές τις δύο χώρες, κατέχει κεντρική σημασία για τις φυλές των αγρίων. Πλην όμως των δύο τούτων χωρών, ευρίσκομε τον τοτεμισμό και στην Αφρική, ιδία την περί τον Ισημερινό, στην Ινδία, την Πολυνησία και αλλαχού. Τινές μάλιστα των ερευνητών πιστεύουν ότι αποτελεί την βάση και της αρχαίας αιγυπτιακής θρησκείας, ενώ άλλοι νομίζουν ότι βρήκαν ίχνη του τοτεμισμού και στην θρησκεία των Ελλήνων, των Ρωμαίων και των Κελτών. Μετά εξαιρετικού ενδιαφέροντος συζητήθηκε τέλος το ζήτημα της υπάρξεως ή μη του τοτεμισμού στην θρησκεία των Σημιτών, και ιδίως των Ισραηλιτών. Μερικοί, στηριζόμενοι επί της κατά ζώων μερικές ονομασίες οικογενειών στη Παλαιά Διαθήκη, επί των Ιχνών ζωολατρίας και επί των στην αποχή από ορισμένων βρωμάτων κλπ. αναφερομένων εντολών, ισχυρίστηκαν ότι το φαινόμενο ήταν λίαν διαδεδομένο στην ισραηλιτική θρησκεία κατά την πρώτη περίοδο της ιστορίας αυτής. Ο Ισχυρισμός όμως ούτος είναι σφόδρα επισφαλής και αβέβαιος, επειδή τα τεκμήρια, επί των οποίων στηρίζεται, επιδέχονται και άλλες ερμηνείας, πολύ περισσότερο πιθανές.
Η αρχή του τοτεμισμού παραμένει μέχρι της στιγμής αβέβαια, αν μη όλως άγνωστος. Οι περί την Ιστορία των θρησκευμάτων, την εθνολογία και την λαογραφία ασχολημένοι πρόβαλαν διαφόρους περί του προβλήματος τούτου θεωρίες, των οποίων ουδεμία φαίνεται ικανοποιητική. Κατά τον Lennan τόσον το ως τοτέμ θεωρούμενο ζώο όσον και τα μέλη της πάτριας, της οποίας θεωρείται προστάτης, κατάγονται εκ της πίστεως εις κοινό πρόγονο, ο οποίος πιστεύεται ως ο γεννήτορας των τε ζώων του οικείου είδους και της πάτριας, η οποία φέρει το όνομα του ζώου του είδους τούτου. Εις τούτον απέδιδαν τιμάς ως εις τις ψυχές των νεκρών, και ακόμη μεγαλύτερες δια την μείζονα δύναμη, με της οποίες ήταν προικισμένος. Είναι λοιπόν κατά την υπόθεση αυτή ο τοτεμισμός μορφή προγονολατρείας Κατά τον Lublock και άλλους ο τοτεμισμός εξηγείται εκ της συνήθειας των αγρίων λαών να αποδίδουν στα παιδιά και στους πολεμιστές ονόματα ζώων και να καλούν αυτούς δι’ αυτών. Το άτομο ή η οικογένεια, η οποία λαμβάνει το όνομα ζώου, είναι φυσικό ότι αισθάνεται είδος τι σεβασμού προς ολόκληρο το είδος, στο οποίο ανήκει το ζώο. Εντεύθεν γεννάται στη ψυχή του αγρίου σύγχυση μεταξύ των προγόνων του και του είδους τούτου των ζώων. Ο R. Smith, αποβλέπων μάλλον στην κοινωνική σημασία του τοτεμισμού, αποπειράται να εξήγηση αυτόν εκ κάποιας συμφωνίας, εκ συμμαχίας εναντίον πολεμίων δυνάμεων, οι οποίες επεδίωκαν όπως ενώσει τους συμβαλλομένους κατά τον μάλλον σταθερό τρόπον. Η ένωση αυτή, η οποία ήταν ένωση αίματος, συντελούνταν δια της κοινής θυσίας ορισμένου ζώου. Τέλος ο Frazer εξηγεί την αλληλεγγύη, η οποία χαρακτηρίζει τον τοτεμισμό, δια των τελετών, οι οποίες ήσαν σε χρήση κατά την εκ της παιδικής στην εφηβική ηλικία μετάβαση. Όπως και αν έχει όμως το πράγμα, βέβαιο είναι ότι ο τοτεμισμός αποτελεί ιδιάζουσα μορφή της προγονολατρείας και ότι είναι συνήθης στις κατώτερες βαθμίδες του βίου της φυλής. Σε αυτές πιστεύεται ότι πρόγονος της φυλής υπήρξε οιονδήποτε ζώο, όπερ συνεζεύχθη την υπό ανθρώπινη μορφή νοούμενη μητέρα, εκ της οποίας γεννήθηκε η φυλή. Εντεύθεν επιτρέπεται να συμπεράνουμε ότι η πίστη αυτή συνέστη σε εποχή, κατά την οποία τα μεταξύ ζώου και ανθρώπου όρια δεν θεωρούνταν ανυπέρβλητα και κατά την οποίαν πίστευαν ότι τα πνεύματα είναι δυνατόν να ενσαρκώνονται και υπό μορφή ζώων. Εις πολλούς μύθους απαντούμε γάμους μεταξύ ανθρώπων και ζώων (1) . Πολλοί άγριοι ισχυρίζονται ότι ορισμένοι λ. χ περιστερά είναι συγγενής των. Άνθρωποι προικισμένοι δια μανά, μαγικής δυνάμεως, δύνανται να μεταβάλλονται σε ζώα (2). Οι βασιλείς της αρχαίας Αιγύπτου ταυτίζονται προς ορισμένα ζώα. Συνέπεια της πίστεως εκείνης, την οποία βρίσκουμε εκ τον τοτεμισμό, είναι η αγιότητα του οικείου είδους των ζώων, εν εκ των οποίων χρημάτισε ο πρόγονος της φυλής.
Οι δοξασίες και τα έθιμα, τα όποια περιλαμβάνει ο τοτεμισμός, δύνανται να θεωρηθούν από δύο απόψεις, από της θρησκευτικής, η οποία εξετάζει την σχέση των ανθρώπων προς το εαυτών τοτέμ, και από της κοινωνικής, η όποια ερευνά την σχέση των ανθρώπων των εχόντων το αυτό τοτέμ προς αλλήλους Κατά την πρώτη περίπτωση έχουμε τα ακόλουθα. Τα μέλη πατριάς τίνος φέρουν το όνομα τού κοινού αυτών τοτέμ και ισχυρίζονται ότι κατάγονται εξ αυτού. Το ζώο, όπερ πιστεύουν ως τοτέμ, θεωρείται ταμπού, απαγορευμένο, άγιο. Απαγορεύεται κατά κανόνα να φονεύουν αυτό (3) πολύ δε περισσότερο να το τρώνε αυτό. Εξαιρέσει ορισμένων περιπτώσεων λατρείας. Επίσης απαγορεύεται συνήθως να άπτωνται αυτού, να προσβλέπουν ακόμη αυτό και να αναφέρουν το όνομα του. Η ασθένεια η ο θάνατος αποτελούν την αναγκαία τιμωρία της παραβάσεως των απαγορεύσεων τούτων. Το τοτέμ εξ άλλου υπερασπίζει τα μέλη της πάτριας, το μεν μη βλάπτον αυτά, ως λ. χ ο όφις ή ο σκορπιός, το δε παρέχον εις αυτά θετική εργασία. Προς τούτο όμως δέον τα μέλη της πάτριας να καθίστανται όμοια προς τον αρχηγέτη τούτο αυτής. Διά τούτο μεταμφιέζονται, περιβάλλονται δέρματα η πτερά (4), εγχαραχτούν επί του δέρματος σχετικά σχήματα.
Λίαν σπουδαία είναι η κοινωνική σημασία του τοτέμ. Όλα τα μέλη της τοτεμικής πάτριας θεωρούσαν άλληλα συγγενή, αδελφούς η αδελφές. Υποχρεούνται εις αμοιβαία βοήθεια. Η επί του τοτέμ στηριζόμενη συγγένεια θεωρείται ισχυρότερα πάσης άλλης συγγενείας, ακόμη και της του αίματος. Διά τούτο τα μέλη του αυτού τοτέμ δεν επιτρέπεται να συνάπτουν γάμους μεταξύ των. Η πατριά κυρώνει τις απαγορεύσεις αυτές διά βαρύτατων τιμωριών. Σημειωτέο όμως ότι η τοτεμική συγγένεια είναι άλλη παρ’ άλλοις. Παρ’ άλλες φυλές επικρατεί η γραμμή της μητρός, όπως στην Βόρειο Αμερική και Αυστραλία, παρ’ άλλες τα τέκνα ανήκουν τουναντίον εις την τοτεμική φυλή του πατρός, ως πολλαχού της Αφρικής.
Στον τοτεμισμό θέλησαν να δώσουν αναγκαίο στάδιο της θρησκευτικής εξελίξεως της ανθρωπότητας. Υπέθεσαν δηλαδή ότι η πίστη ενίων φυλών περί της συγγενείας αυτών προς ορισμένα είδη ζώων αποτελεί τον πρώτον πυρήνα της θρησκείας ή τουλάχιστον το μετά τον ανιμισμό και προ του πολυθεϊσμού στάδιο. Αλλ’ η ακριβεστέρα έρευνα των δεδομένων κατέδειξε ότι ο τοτεμισμός είναι φαινόμενο πολύπλοκο, μερικό και ασταθές, ώστε να είναι αδύνατος η επ’ αυτού εποικοδόμηση θεωρίας περί θρησκείας. Έπειτα διαπιστώνεται κατά μικρό ότι ο τοτεμισμός δεν είναι κυρίως θρησκευτική έννοια, και κατ’ ακολουθία δεν είναι δυνατόν να αποτελεί την πρώτη η οιανδήποτε μορφή της θρησκείας. Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν υφίσταται στενή σχέση μεταξύ αυτού και της θρησκείας. Η επίδραση αυτού επί των θρησκευτικών παραστάσεων δεν δύναται να αμφισβητηθεί. Αλλ’ ο χαρακτήρας αυτού είναι μάλλον κοινωνικός.
Το τοτέμ διακρίνεται σε διάφορα είδη. Η φυλή δύναται να έχει κοινό τοτέμ, όπερ συνεχίζεται από γενεάς σε γενεά. Επίσης δύναται να έχει τοτέμ και εκάτερο των φύλων, τουτέστι να υπάρχει τοτέμ δι’ όλους τους άνδρας της φυλής και έτερο τοτέμ δι’ όλες τις γυναίκες. Τέλος δεν αποκλείεται να κέκτηται τοτέμ και το καθ’ έκαστο άτομο, όπερ όμως δεν μεταβιβάζεται σε άλλους ούτε κληροδοτείται. Το τοτέμ της φυλής είναι φυσικό τω λόγω το σπουδαιότατο, αυτό δε εννοούμε όταν ομιλούμε περί τοτεμισμού.
Σημειωτέο τέλος ότι τα ζώα, τα όποια χρησιμεύουν ως τοτέμ, διακρίνουν μερικοί, μέσα στους οποίους και ο Βούντ, σε δύο μεγάλες κατηγορίας. Πρώτον σε ζώα της ψυχής, τουτέστι ζώα, τα οποία πιστεύονται ως κατοικητήρια ψυχών (5), τα οποία είναι σκουλήκια, σαύρες, μύγες και προ πάντων φίδια . Δεύτερον σε χρήσιμα ζώα, τα όποια χρησιμεύουν ως τροφή των ανθρώπων. Τούτων όμως εξαιρούνται τα κατοικίδια. Μία των διαφορών, οι οποίες υφίστανται μεταξύ τοτεμισμού και ζωολατρίας, είναι και αυτή ακριβώς, ότι ο πρώτος αναφέρεται σε κάθε είδος ζώων αδιακρίτως, ακόμη δε και σε άψυχα αντικείμενα (6), ενώ στην ζωολατρία βρίσκουμε μόνο χρήσιμα, και δηλαδή κατοικίδια ζώα, ή και αυτά, τα οποία κάνουν εντύπωση δια της ισχύς τους ή της μυστηριώδους φύσεως. Έπειτα, ο μεν τοτεμισμός συνδέει όλα τα μέλη κάποιας πάτριας προς όλους τους αντιπροσώπους ενός ολοκλήρου είδους ζώων, ενώ η ζωολατρία αναφέρεται σε ένα μόνον καθ’ έκαστο ζώο.
1. Ένας τέτοιος «τοτεμικός γάμος» μεταξύ ανθρώπων και ζώων στην ελληνική θρησκεία είναι αυτός που αναφέρει ένας νεοπαγανιστής «θεολόγος», ο Γεώργιος Τσαγκρινός, για τον θεό Διόνυσο: «Έτσι η ιερογαμία της βασίλισσας της πόλης Αθηνάς στα αρχαία Διονύσια με τον βασιλέα Ταύρο - Διόνυσο, όπως και η θυσία του ταύρου βασιλιά....» (πρβλ. Γεώργιος Τσαγκρινός, Περιοδικό Ιχώρ, τεύχος 6, άρθρο «Διονυσιακές Μυστηριακές παραδόσεις στα σύγχρονα καρναβάλια», σελ. 23)
2. Μεταμορφώσεις τέτοιες τοτεμισμού, χωρίς την «δύναμη του μανά» υπάρχουν αρκετές στην Ελληνική θρησκεία, όπως λ.χ. του Δία σε κύκνο
3. Κατάλοιπο τέτοιου ταμπού τοτέμ στην Ελληνική θρησκεία μπορεί να είναι τα «ιερά άλογα» του θεού Ηλίου για τα οποία θανατώθηκαν οι σύντροφοι του Οδυσσέα από τον Δία.
4. Η μεταμφίεση σε ζώα ως κατάλοιπο θρησκευτικού τοτεμισμού απαντάται στα σημερινά καρναβάλια αλλά και στα καρναβάλια της αρχαίας θρησκείας.
5. Θεωρίες μετεμψυχώσεως σε ζώα υποστήριξαν και οι αρχαίοι φιλόσοφοι και επαναλαμβάνουν σήμερα οι νεοθνικοί μέσα από τα χείλη του Παναγιώτη Μαρίνη: «Η ψυχή εξελίσσεται, δέχεται εγγραφές και αποκτά την συνείδηση δια επανειλημμένων μετεμψυχώσεων που αρχίζουν από το ορυκτό βασίλειο για να περάσουν στα φυτά, στα ζώα και τέλος στον άνθρωπο» . (πρβλ περιοδικό «Τρίτο Μάτι», τεύχος 95, άρθρο «Τι πιστεύει η Ελληνική μας Θρησκεία», Παναγιώτης Μαρίνης [Μέλος της Επιτροπής για την Αναγνώρισης της Ελληνικής Θρησκείας του Δωδεκαθέου] σσ. 27 - 28)
6. Βλέπε αργούς λίθους στην λατρεία των Ελλήνων
Βιβλιογραφία
01. A. Frazer, Totemism 1887
02. Του αυτού, Totemism and Exogamy 1910
03. Marillier, La place du Totemisme dans 1’ Evolution religieuse, 1897
04. Van der Leeuw, Einfoehrung in die Pheanomenologie der Religion 1925.
Πηγή: Ν. Ι . Λούβαρης, Καθηγητής της Εισαγωγής και της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Κγ΄, σσ. 135 - 136
Φετίχ: κάτι (το) άψυχο, στο οποίο αποδίδεται υπερφυσική δύναμη από απολίτιστους λαούς, όπως τα χαϊμαλί κ.τ.τ., φυλακτό κατά τής βασκανίας.
Φετιχισμός (ο)· πίστη στην υπερφυσική δύναμη κάποιου αντικειμένου, όπως το φυλακτό κατά της βασκανίας. (1)
Φετιχιστής (ο)· ο ασπαζόμενος τον φετιχισμό
Εγκυκλοπαιδικά: Αντικείμενα, φαινόμενα και έμψυχα όντα τα οποία εμπνέουν στους κατά φύση ζώντας λαούς δέος και σεβασμό, καθόσον εκλαμβάνονται ως μυστηριώδη. Σε κάθε νέο, ασύνηθες, απροσδόκητο, όπως λ χ. η στροβιλιζόμενη σκόνη, παράδοξος κατά το σχήμα λίθος, υπερμεγέθης καρχαρίας, ασυνήθιστα ισχυρός άνθρωπος, διαβλέπουν κατοικούσα δύναμιν, μανά. Συνήθως όμως, όχι μόνον το απροσδόκητο και ασύνηθες, άλλα και το σύνηθες ή συχνά επαναλαμβανόμενο, εφ’ όσον είναι μυστηριώδες, προκαλεί σεβασμό και δέος, όπως η γέννηση, ο θάνατος, τα εργαλεία, τα όπλα, το πυρ, ορισμένα ζώα. Τα άψυχα αντικείμενα, τα όποια φαντάζονται οι άγριοι φορτισμένα της μανά, της δύναμης, καλούνται φετίχ. Εντεύθεν γίνεται φανερό ότι φετιχισμός είναι η λατρεία αντικειμένων φορτισμένων δύναμης. Τα φετίχ δε ταύτα αποτελούνται ή εξ απλών αντικειμένων, όπως μαργαρίτης, οστό, λίθος, ή εξ αντικειμένων τα όποια συλλέγει ο γόης, ο μάγος, ο Ιερεύς - γνώστης, όπως τρίχες, δόντια, ρίζες φυτών, ή εκ του ειδώλου θεού τίνος ή πνεύματος. Ο άνθρωπος ζητεί δύναμιν, ώστε με τη βοήθεια αυτής να πραγματοποιήσει τους σκοπούς του. Εξέρχεται προς αναζήτηση αντικειμένων, τα όποια περιέχουν αυτή την δύναμη και την οποία φέρει συνήθως μεθ’ εαυτού (2). Χαρακτηριστικό είναι όσα διηγείται Νέγρος της Αφρικής; «Όταν τις εξ ημών σχεδίαση κάποια επιχείρηση, εξέρχεται προς αναζήτηση θεού, ο οποίος να ευνοήσει αυτήν. Προς τον σκοπό τούτον εκλέγει το πρώτον τυχόν αντικείμενο, ένα λίθο, τεμάχιο ξύλου ή άλλο παραπλήσιο. Στο νέο τούτο θεό προσφέρει δώρα και υπόσχεται σε αυτόν αιώνια λατρεία εάν η επιχείρηση επιτύχει. Εφ’ όσον αυτό συμβεί, είναι φανερό ότι ανακάλυψε θεό που ευνοεί και ισχυρό, στον οποίο δεικνύει δια τούτο καθ’ εκάστη την ευγνωμοσύνη του δια θυσιών. Αλλά εάν το εγχείρημα ναυαγήσει, απορρίπτεται ο τυχαίως ευρεθείς θεός (3) ως άχρηστος και γίνεται πάλι ότι και πρότερα ήταν, απλός λίθος ή ξύλο». Σύντομο διήγημα του ποιητή Ρίλκε παρέχει την ψυχολογία του φετιχισμού : «Είμεθα εν όλω επτά αδελφοί. Έκαστος εξ ημών οφείλει να φέρει κατά σειρά ανά μία ημέρα τον θεό. Έτσι ευρίσκεται καθ’ όλη την εβδομάδα πλησίον μας και ανά πάσα στιγμή γνωρίζουμε που είναι. Πώς όμως να αποκτήσουμε αυτόν; Ουδέν τούτου απλούστερο. Παν αντικείμενο δύναται να είναι ο καλός θεός. Αρκεί μόνον να το πει κανείς σε αυτό .... Τα παιδιά συμφωνούν ως προς την δακτυλήθρα της μητρός, η οποία λάμπει ως άργυρος. Επειδή είναι ωραία, γίνεται ο καλός θεός. Όλα τον φέρουν διαδοχικώς ανά μία ημέρα έκαστον. Έως ότου τον έχασε η μικρή Μαρία . .. ».
Τα φετίχ δεν είναι μόνον κτήμα των ατόμων, τουτέστι δεν βοηθούν ως κέντρα της μανά μόνον τα καθ’ έκαστο άτομα, άλλα και την οικογένεια, ακόμη και αυτό το κράτος. Η δύναμη της οικογενείας, της φυλής και του κράτους συγκεντρώνεται και αυτή σε ορισμένο αντικείμενο και συνδέεται μετ’ αυτού. Στις μαλαϊκές οικογένειες του Ινδικού αρχιπελάγους κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά τα πουσάκα, ανάξια λόγου αντικείμενα παντός είδους, ως Ιερά παρακαταθήκη προστατεύουσα και βοηθούσα τα μέλη αυτών. Ενδύματα και όπλα κέκτηνται μεγάλη σημασία στον γερμανικό θρύλο, θεωρούμενα φορείς τής μυστηριώδους δυνάμεως και πηγές ευτυχίας (4). Τοιούτο φετίχ, αλλά ανήκον στο κράτος, είναι το παλλάδιο, από του οποίου εξαρτάται η σωτηρία της Τροίας. Επίσης οι κάτοικοι του Ινδικού αρχιπελάγους συνδέουν την σωτηρία της φυλής προς ορισμένα αντικείμενα, τα κιμπεσαράν, στα οποία συγκεντρώνεται η δύναμη του κράτους. Αρκεί να αφαίρεση τις αυτά, ως συνέβη κατά κάποια επανάσταση, κατά την οποίαν κατόρθωσαν οι Ολλανδοί να γίνουν κάτοχοι αυτών, ίνα συντριβή η αυτοπεποίθηση της φυλής και αφανισθεί πάσα αντίσταση. Την αυτήν σημασία εκέκτηντο τα insignia του αγίου ρωμαϊκού κράτους και τα pignora imperii της αρχαίας Ρώμης. Σε όλα ταύτα ενοικεί μαγική δύναμις, ως εξ άλλου και στα όπλα και τα ποικίλα εργαλεία της γεωργίας, της αλιείας και της θήρας, στα όποια προσφέρονται θυσίες.
Στην κατηγορία των φετίχ υπάγονται και τα φυλακτά, τα οποία απαντούν παρά πολλοί λαοί και καθ’ όλους τους αιώνες. Ακόμη και οι άνθρωποι του παρόντος αισθάνονται την ανάγκη της προστασίας δι’ ενεργείας, η οποία είναι πλησίον αυτών. Κατά τον τελευταίο Παγκόσμιο πόλεμο ήταν στο Παρίσι πολύ ζωηρό το εμπόριο υάλινων χανδρών, οι οποίες πιστεύονταν ότι προφυλάττουν από των γερμανικών βομβών. Προστατευτική ενέργεια ασκεί και το μικρό ομοίωμα της άρκτου, το όποιον φέρουν πολλαχού οι αεροπόροι.
1. Σήμερα ένεκα «μόδας», τα φυλακτά κατά της βασκανίας έχουν αντικατασταθεί προς το «τερπνότερο» από ποικιλία άλλων συμβόλων - κοσμημάτων, που κρέμονται στον λαιμό, ιδίως νεαρών σε ηλικία ατόμων. Σε άλλες περιπτώσεις, ιδίως κατά την περίοδο πολεμικών συγκρούσεων, σε φυλακτά μετατρέπονται μια σειρά τυχαίων ή προσωπικών αντικειμένων που αποτελούν λ.χ. το «γούρι» του πληρώματος ενός αεροσκάφους, ενός υποβρυχίου ή ενός άρματος μάχης.
2. Αντίθετα στην Ορθόδοξη θεολογία τα «θαυματουργά αντικείμενα» δεν έχουν δικές τους υπερφυσικές ιδιότητες, Μόνο ο ίδιος ο Θεός που τα περιζώνει με την χάρη Του μπορεί αν θελήσει να επιφέρει θαύμα στον ζητούντα σε αυτά. Η χάρη του Θεού μπορεί να είναι μεγαλύτερη σε ένα αντικείμενο π.χ. ένα εικόνισμα από ότι σε ένα άλλο διότι μπορεί λ.χ. ο ζωγράφος που ζωγράφισε ένα εικόνισμα της Παναγίας νηστεύοντας και προσευχόμενος να ήταν περισσότερο αγαπητός στον Θεό από ότι ένας που ζωγράφισε έναν άλλον απλά για να κερδίσει πουλώντας τον. Αντικείμενα δε Αγίων, όπως τα πασούμια του Αγίου Σπυρίδωνος Τριμυθούντος, λαμβάνουν χάρη από το ίδιο το σώμα του Αγίου εις τον οποίο εν ζωή κατοικούσε το Άγιο Πνεύμα (Κατά Λουκά, Κεφ. Ιζ΄ «21 οὐδὲ ἐροῦσιν ἰδοὺ ὧδε ἤ ἰδοὺ ἐκεῖ· ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν.», Κατά Ιωάννη, Κεφ Ιδ΄ «17 τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει αὐτὸ· ὑμεῖς δὲ γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ' ὑμῖν μένει καὶ ἐν ὑμῖν ἔσται.») και μετά θάνατον περιζώνεται από την χάρη Του. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο νέα πασούμια φοριούνται στο λείψανο του ίδιου Αγίου ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αφαιρούνται και τεμαχίζονται σε μικρά κομμάτια για την δημιουργία φυλαχτών. Ευαγγελικά η χάρη του Θεού εις αλλοίωση της φυσικής κατάστασης τεκμηριώνεται από το Κατά Ματθαίον, Κεφ. Θ΄ «20 Καὶ ἰδοὺ γυνὴ, αἱμορροοῦσα δώδεκα ἔτη, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· 21 ἔλεγεν γὰρ ἐν ἑαυτῇ, Ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι. 22 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐπιστραφεὶς καὶ ἰδὼν αὐτὴν εἶπε· Θάρσει, θύγατερ· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ ἐσώθη ἡ γυνὴ ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.»
3. Διαφορετικά στην Ορθόδοξη θεολογία το θαύμα δεν επέρχεται κάθε φορά εξ ανάγκης, αλλά εναπόκεινται τόσο στην βούληση του αιτούντος όσο και στην ελεύθερη βούληση και σοφία του Θεού με σκοπό την Σωτηρία του πρώτου.
4. Ο Γερμανικός θρύλος και ο φετιχισμός έχουν επηρεάσει τον ελληνικό «ναζιστικό» νεοπαγανισμό, όπως αυτός προκύπτει από την πένα του Ιωάννη Χαραλαμπόπουλου.
Πηγή: Λούβαρης Ν.Ι., Καθηγητής της Εισαγωγής της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Κγ΄, σελ. 904
Έκσταση,-εως (η)· το εξίστασθαι εκ της οικείας θέσεως, όταν ο νους είτε ένεκα θαυμασμού, είτε ένεκα φόβου οιονεί αποκινείται από της θέσεως του, θάμβος, κατάπληξις : «περιήλθε σε έκσταση», «ο θαυμασμός του ουδόλως διέφερε της εκστάσεως»»|| «έκσταση φρενών, - λογισμού» σταμάτημα της σκέψεως ένεκα αιφνίδιου τινός γεγονότος.
Φιλοσοφία: Έκσταση καλείται η δι’ αποχωρισμού από του αισθητού κόσμου και από πάσης γνώσεως εκ των αισθήσεων πηγαζούσης, ακόμη δε διά πλήρους εξαφανίσεως της ιδίας προσωπικότητας και εκμηδενίσεως και διαλύσεως του αυτοσυναισθήματος στην άπειρη ουσία του σύμπαντος, ένωση του ανθρώπου μετά του θεού μέχρι συνταυτίσεως μετ’ αυτού, η οποία αποτελεί, κατά την φιλοσοφία του Πλωτίνου και κατ’ άλλα μυστικά συστήματα το υπέρτατον αγαθόν και την υπέρτατη αρετή. Ο πυρήνας της περί εκστάσεως σχετικής διδασκαλίας απαντή ήδη στον βραχμανισμό, παρά Πλάτωνα και Αριστοτέλη, άλλα διαμορφώθηκε το πρώτον υπό του Φίλωνος και του Πλωτίνου.
Η φιλοσοφία παραδέχεται την έκσταση, άλλα δεν διαβλέπει σε αυτή ειμή καθαρώς φυσιολογικά φαινόμενα, ιδία δε ασυνείδητα ή υποσυνείδητα τοιαύτα, διό και δεν εννοεί την έκσταση και εν πολλοίς την παρερμηνεύει. Τουναντίον διά τους μυστικιστές η έκσταση είναι καθαρώς ψυχικό φαινόμενο, κατάστασης πνευματική, διά σωματικών επιδράσεων επερχόμενη, εθελουσία και ενσυνείδητος, αποκτώμενη κατά βούληση δια της χρήσεως ασκητικών μέσων.
Επειδή η καθ’ ημέρα, η συνήθης ζωή αποτελείται εξ ενεργείας και σκέψεως, έπεται, κατ’
αναγκαία συνάρτηση, ότι η νέα ζωή, η συνιστώσα την έκσταση, δεν πρέπει να έχει ούτε ενέργεια ούτε σκέψη, διότι άλλως δεν θα ήταν
απόλυτος μεταβολή καταστάσεως. Όθεν δέον να εκτοπισθεί η δράση στις πλέον διαφόρους και
λεπτεπίλεπτους εκδηλώσεις αυτής. Ενταύθα δεν
πρόκειται μόνον περί της εξωτερικής, τελείως σωματικής δράσεως, η οποία απαιτεί την
άσκηση δυνάμεων φυσικών. Η δράση αυτή πρέπει, ως εικός, να εκτοπισθεί ευθύς εξ αρχής, διότι είναι
εκείνη, η οποία θέτει ημάς σε επικοινωνία προς
τους άλλους και προς την φύση, με άλλα λόγια
προς τον κόσμο, τον όποιον ζητούμε ν’ αποφύγουμε. Όθεν πάσα σωματική ενέργεια αποκλείεται.
Ο πρώτος όρος είναι η απόλυτος ακινησία
του σώματος. Ούτως, αποκλειόμενης πάσης προς
τον εκτός κόσμο επαφής, καταστέλλονται συγχρόνως τα πάθη,
αποσβήνεται δε παν ενδιαφέρον και πάσα μέριμνα, την οποία ο κόσμος προκαλεί ή
αξιώνει. Η ψυχή αποκαθαίρεται κατά τον τρόπον
τούτο και αποφεύγει τον κίνδυνο να κηλιδωθεί
δια της επαφής προς αυτόν ή να διαταραχθεί υπό
των θυελλών και των καταιγίδων του. Αλλά μετά του κόσμου συνεξαφανίζονται και τα καθήκοντα,
τα οποία επιβάλλει και άνευ των οποίων η απομονωθείσα ψυχή περισυλλέγεται και συγκεντρώνεται απολύτως
σε αυτήν. Κατά τον τρόπον
λοιπόν τούτο ο κόσμος εξαφανίζεται, το δε σώμα
περιέρχεται σε κατάσταση απολύτου ακινησίας
και ηρεμίας. Αλλά το σώμα δεν έχει ακόμη καθυποταχθεί καθ’ ολοκληρία. Η απομόνωση έχει
τα πάθη της και τις ορμές της, καθώς ακριβώς
και ο κόσμος. Τα πάθη και οι ορμές αυτές δέον
να κατανικηθούν, διό και παρίσταται ανάγκη δευτέρου σταδίου, κατά το οποίο η
ψυχή ζητεί να εξυψωθεί,
καταπολεμούσα τα πάθη, τα όποια εξακολουθούν
να την διαταράσσουν και τα οποία γεννώνται πλέον εν
εαυτή ή εκ της συνδέσεως των μετά του σώματος. Είναι νέος και λίαν ακανθώδης
άγων, κατά τον οποίο
εφαρμόζονται πάντα τα ασκητικά εκείνα μέσα, τα
χρησιμοποιούμενα υπό των μυστικιστών πάντων
των αιώνων. Τα μέσα αυτά βρίσκουμε στην
Ιστορία των ασκητών τής Ινδικής, στην των
Αλεξανδρινών του ελληνικού κόσμου, παρά τους
Χριστιανούς μοναχούς της Θηβαΐδος και γενικά
παρά τους τροφίμους πασών των μονών. Είναι
μέσα αποσκοπούντα την τελεία απονέκρωση του
σώματος. Το δεύτερον τούτο στάδιο διαδέχεται
τρίτον, κατά το οποίο τερματίζεται η ήττα του σώματος.
Μετά τον εκτοπισμό των παθών, τα οποία το τάρασσαν, δέον ν’
αποσβεσθούν και οι αισθήσεις,
διότι τα αισθήματα, τα όποια μεταβιβάζονται δι’
αυτών στην ψυχή, οσονδήποτε και αν είναι
αγνά και ακίνδυνα, προκαλούν ταραχή σε αυτήν
και αφαιρούν απ’ αυτής την απόλυτο ηρεμία
και ειρήνη εκείνη, την οποίαν επιζητεί. Όθεν
δέον ν’ αποσβεσθούν τελειωτικώς και οι αισθήσεις,
ουχί δε άνευ κόπου και μόχθου η ψυχή κατορθώνει
να επιτύχει το τελευταίο τούτο αποτέλεσμα, όπερ
αποδίδει το πνεύμα σε εαυτό και το χωρίζει τελείως από του σώματος, αφού προηγουμένως
εχώρισε το σώμα ,από του κόσμου, στο οποίο ζει. Στο τέταρτο στάδιο η ψυχή ένα και μόνον σκοπό επιδιώκει, ήτοι να διερεύνηση και
να καθυποτάξει εαυτήν,
διότι καίτοι δεν έχει πλέον κοσμικό τι ενδιαφέρον, υπό ουδεμιάς μερίμνης διαταράσσεται, είναι
μάλιστα και αυτών των αισθήσεων απαλλαγμένη, εν τούτοις εξακολουθεί να έχει ιδέες,
οι ιδέες δε
αυτές δύνανται να εμποδίσουν την υπερτάτη ένωση μετά της θεότητας, την οποία ως
αντικειμενικό σκοπό επιδιώκει. Όθεν δέον να τεθούν εκποδών και οι ιδέες, καθ’ όν
ακριβώς τρόπον εκτοπιστήκαν τα αισθήματα, τα πάθη, οι ορμές και οι μέριμνες. Η ψυχή οφείλει να συσπειρωθεί
απολύτως σε αυτή, δηλαδή στην πραγματική
οντότητα της, διαταρασσόμενη εκάστοτε υπό των
αισθημάτων και των ιδεών. Αυτή είναι η υπό των
μυστικιστών τής Αλεξάνδρειας καλούμενη άπλωση,
ήτοι περισυλλογή και συγκέντρωση της ψυχής σε αυτή. Στο στάφιο τούτο η ψυχή ευρίσκεται
εγγύς της εκστάσεως, άλλα δεν πέτυχε αυτήν
ακόμη πλήρως. Προς τούτο απαιτείται νέα προσπάθεια, συνισταμένη στη τελεία απόσβεση της
ατομικής συνειδήσεως. Τι συμβαίνει τότε στην ψυχή που βρίσκεται σε αυτή την
απροσδιόριστη και μυστηριώδη κατάσταση; Κανείς δεν μπορεί να πει ακριβώς. Αλλά οι μυστικιστές ισχυρίζονται, ότι κατά την στιγμήν
αυτή του εκμηδενισμού και του θανάτου της ψυχής εντρυφούν στους
τους καθαρότερους και υπεροχωτέρους οραματισμούς και ότι μεταμορφώνονται τελείως,
ίνα ενωθούν ή μάλλον να συνταυτισθούν, προς την
θεότητα.
Συμφώνως προς τα ανωτέρω, προς επίτευξη της εκστάσεως απαιτούνται τέσσερα στάδια: 1) η απομάκρυνση εκ του κόσμου, 2) ο εκτοπισμός των παθών, 3) ο εξαφανισμός των αισθήσεων και τέλος 4) ο εκμηδενισμός των ιδεών και της προσωπικής συνειδήσεως. Οι μυστικιστές περιέγραψαν τον τρόπον, κατά τον οποίο αποκτάται ή έκσταση πολλαχώς. Η φαντασία δι’ έκαστον εξ αυτών διεδραμάτισε, ως εικός, μέγιστο πρόσωπο εν’ προκειμένω, ουχί δε μόνον όσον αφορά την περιγραφή της προοδευτικής πορείας της ψυχής στην οδό ταύτη και της επιτυγχανόμενης νέας ζωής, άλλα και ως προς την χρησιμοποίηση των μέσων δι’ ων η ψυχή δύναται να εξασφάλιση την πορεία και την τελική νίκη της διά των σκοτεινών και δύσβατων τούτων ατραπών. Ο χαρακτήρας, η κοινωνική θέση, η μόρφωση, η ιδιοσυγκρασία των διαφόρων μυστικιστών εξάσκησαν επί πάντων τούτων μεγάλη επίδραση, η οποία είναι δύσκολο να εξακριβωθεί, αλλά η οποία δεν είναι λιγότερο πραγματική διά τούτο.
Ο μυστικισμός, παρά τις υπερβολές και τα παράδοξα του, επιδιώκει σκοπό, ενέχοντα τι το μεγαλειώδες και το λίαν εποικοδομητικό, θα ήταν δε αυτόχρημα μωρία να φανταστούμε ότι τόσες προσπάθειες, τόσοι ψυχικοί αγώνες, γίνονταν προς επίτευξη ενός και μόνον ματαίου σκοπού, της εκστάσεως. Οι μυστικιστές επιδιώκουν πράγματι την έκσταση, αλλά όχι χάρι εαυτών αποκλειστικά. Στην έκσταση υπάρχει τι, όπερ δεν είναι η έκσταση αυτή καθ’ εαυτή. Η έκταση κατά τους μυστικιστές είναι τρόπος άμεσου επικοινωνίας μετά της θεότητας. Τούτο θα είναι το μυστικό πασών των προσπαθειών των, το ακαταμάχητο και ακαταγώνιστο δέλεαρ, όπερ ρίπτει αυτούς στις αβύσσους, εντός των όποιων ο σωματικός κόσμος εκμηδενίζεται, τα πάθη και οι πόθοι ξεριζώνονται εκ της ψυχής, η σκέψη και η δράσις εξαφανίζονται. Το αποτέλεσμα και η αμοιβή του μόχθου τούτου είναι ή ένωση μετά του θεού. Αλλά και αν πάντες οι μυστικιστές πιστεύουν ότι δύνανται να ενωθούν μετά του θεού διά της εκστάσεως, υπάρχουν όμως διάφοροι μεταξύ αυτών επί του προκειμένου αντιλήψεις. Κατά τους μυστικιστές δύναται τις ν’ ανακαλύψει τον θεό, είτε ενωμένος μετ’ αυτού, είτε μεταβαλλόμενος εις θεό αυτός ο ίδιος. Οι μυστικιστές ήχθησαν πράγματι μέχρι τής πεποιθήσεως ταύτης. Τοιουτοτρόπως εκ της εκστάσεως, στην οποία περιέρχονται πάντες, δεν συνήγαγαν τα αυτά συμπεράσματα, η δε διαφορά των θεωριών επί του προκειμένου προέρχεται εκ της διαφοράς των προς την έκσταση σχετικών πεποιθήσεων. Οι ορθόδοξοι μυστικιστές, καθώς είναι άγιοί τίνες και πατέρες της Εκκλησίας, ο άγιος Μποναβεντούρας και η αγία Θηρεσία επί παραδείγματι, ευρίσκουν στην έκσταση την ένωση αυτών μετά του Θεού, καθ’ όν τρόπον δηλαδή επιτυγχάνουν αυτή την διά της προσευχής και της περισυλλογής.
Αλλά όποιος μιλεί περί ενώσεως μετά του Θεού, εννοεί προφανώς την σχέση μεταξύ δύο διακεκριμένων όντων, ήτοι του Θεού και του ανθρώπου, ο οποίος ενώνεται με αυτού. Όθεν η ανθρώπινη ατομικότητα δεν θυσιάζεται υπό της χορείας ταύτης των μυστικιστών, δεδομένου ότι, καίτοι απονεκρώνεται τελείως διά του ασκητισμού, εν τούτοις δεν απόλλυται στη θεία ουσία· Εξ άλλου η θεότητα διατηρεί την απόσταση αυτής από του ανθρώπου, διότι διακρίνεται σαφώς απ’ αυτού. Αλλά όταν η πίστη δεν τους συγκρατεί πλέον, είτε στις θετικές θρησκείες, είτε έκτος πασών των θετικών θρησκειών, οι μυστικιστές προχωρούν προς τα άκρα. Ίνα μνημονεύσουμε ένα και μόνον παράδειγμα, αναφέρουμε, ότι ο Πλωτίνος και άλλοι νεοπλατωνικοί πιστεύουν, ότι στην έκσταση η ψυχή τού ανθρώπου διαχέεται, κατά κάποιο τρόπον, στην θεότητα. Κατά τον φιλόσοφο αυτό η έκσταση είναι κατάσταση επιτυγχανομένη ενίοτε διά τής καθάρσεως ή της ασκήσεως, κατάσταση αναπαύσεως στους κόλπους της θεότητας, η οποία γίνεται στη περιπτώσει ταύτη αμέσως αντιληπτή.
Εκ των ανωτέρω συνάγουμε το συμπέρασμα, ότι η έκσταση δεν είναι φαινόμενο άνευ σημασίας, ως πιστεύθηκε και πιστεύεται από πολλούς, διότι αυτή αποτελεί τον πυρήνα παντός μυστικισμού τόσον θρησκευτικού, όσον και φιλοσοφικού. Είναι γνωστή παρ’ όλους τοις λαούς, τόσον παρά τοις κατά φύση, όσον και παρά τους πολιτισμένους. Παρά τους αποκρυφιστές έκσταση είναι ιδιάζουσα κατάσταση της συνειδήσεως, ανταποκρινόμενη προς την σαμάντι (samandhi) των Ινδών. Στην κατάσταση αυτή η συνείδηση μετάγεται σε κόσμο, στον οποίο εξαφανίζεται κάθε μορφή. Η μεταγωγή αυτή συνοδεύεται από κάποιο συναίσθημα αισθηματικής ευδαιμονίας, από μια κατάσταση εξαστράπτουσας ευτυχίας. Μερικοί λαοί είναι λιγότεροι επιρρεπείς στην έκσταση, άλλοι έχουν ακαταμάχητη ροπή προς αυτή, όπως οι Ινδοί. Τούτο εξαρτάται, κατά τους αποκρυφιστές, εκ του διαφορετικού βαθμού της συνδέσεως μεταξύ σώματος και πνεύματος παρά τους διάφορους λαούς. Υπάρχουν και τεχνητοί μέθοδοι, με τους οποίους παράγεται κάποιο ομοίωμα της πενυματικής ευδαιμονίας, η οποία αποκτάται δια της εκστάσεως. Οι μέθοδοι αυτές συνίστανται, κατά τους αποκρυφιστές στην χρήση ναρκωτικών, ερεθιστικών ποτών και στην αφροδισιακή μανία.
[Νευροπαθολογία] Βλ. Καταπληξία
Πηγή: Δαλέζιος Ανδρ. Γ., Δρ. Φιλοσοφίας, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σσ. 837 - 838
Μαζδαϊσμός ή μαζδεϊσμός ή μασδαϊσμός. Θρησκεία της Ασίας στηριζόμενη επί του δυαδισμού, δηλαδή δύο αρχών θεότητας, που διδάσκει δύο αρχές στον κόσμο συνεχώς αντιπαλευόμενες, την του φωτός και την του σκότους, την του αγαθού και την του κακού, την της ζωής και την του θανάτου, την της αλήθειας και την του ψεύδους, την του δικαίου και του αδίκου. Της μεν αγαθής αρχής ο θεός, ο υπέρτατος καλείται Ωρομάσδης (Αχουραμάσδα), της δε αντιθέτου αρχής Αριμάνης. Η θρησκεία αυτή παρήχθηκε από της ανέκαθεν υπάρχουσας παρά τους ιρανικούς λαούς λατρείας προς την φύση, παρεμφερής προς την παρ’ Έλληνες και παρ’ άλλους Άριους λαούς. Εισηγητής του μαζδαϊσμού θεωρείται ο Ζωροάστρης.
Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ιστ΄, σελ. 461
Περσικά Ζαρατούστρα, όπερ παραφθάρηκε αργότερα σε Ζαρντούστ. Ο προφήτης των ιρανικών φύλων και ιδρυτής νέας θρησκείας, γνωστής υπό το όνομα παρσισμός. Την σημασία του ονόματος τούτου δεν κατόρθωσαν να εξακριβώσουν μέχρι τούδε· δια τούτο και εγένετο υπό μερικούς αποδεκτό ότι πρόκειται περί εσφαλμένης αναγνώσεως τοθ ονόματος ή περί συνθέτου προελθόντος εκ της μείξεως ελληνικής και περσικής λέξεως. Αμφότερες όμως οι απόπειρες αυτές απερρίφθησαν υπό της πλειονότητας των ερευνητών.
Πηγές, από τις οποίες μαθαίνουμε τον βίο και την διδασκαλία του Ζωροάστρη, είναι κατά πρώτον λόγο η «Αβέστα»· έπειτα η μεταγενέστερα περσική γραμματεία, γνωστή υπό το όνομα Πελεβί, στηριζόμενη σε πολλά επί απολεσθέντων βιβλίων της Αβέστα· τέλος ειδήσεις εγκατεσπαρμένες στα συγγράμματα Ελλήνων, Ρωμαίων και Αράβων συγγραφέων.
Μαρμάρινο άγαλμα του Ζωροάστρη.
Παρ’ όλα ταύτα ουδενός εκ των μεγάλων προφητών της Ανατολής ο βίος περιβάλλεται τόσο πολύ υπό του μύθου και ουδενός οι πράξεις έχουν επισκοτιστεί εις τόσον μεγάλο βαθμό υπό του θρύλου, όσον ο βίος και οι πράξεις του ιδρυτή της ζωροαστρικής Θρησκείας. Τον Ζωροάστρη ονομάζει η Αβέστα υιό του Πουρουσάσπα και απαριθμεί τους προγόνους αυτού, καθώς και τους εκγόνους. Την πατρική αυτού οικία τοποθετεί παρά τον ποταμό Δαραδσά, περί του οποίου λέγει ότι διαρρέει το τμήμα της χώρας το καλούμενο Αϊργιάνα Βαιδσά. Δυστυχώς ως προς την θέση του τμήματος τούτου υφίστανται τοιαύτες αμφιγνωμίες, ώστε ουδεμία βεβαιότητα είναι δυνατόν να έχουμε περί αυτής. Επειδή η γλώσσα της Αβέστα είναι διάφορος της αρχαίας περσικής, την οποίαν γνωρίζουμε εξ επιγραφών των χρόνων των Αχαιμενιδών, και επειδή η μεταγενέστερα παράδοση ισχυρίζεται ότι πατρίς αυτού είναι η μηδική πόλις Ραγά, προήχθησαν μερικοί, όπως ο Spiegel, ο Darmesteter και ο Lehmann, εις την βεβαίωση ότι ο Ζωροάστρης κατάγεται εκ του βορειοδυτικού τμήματος της χώρας, δηλαδή εκ της Μηδίας. Αλλά και η γνώμη αυτή δεν είναι ασφαλής. Διά τούτο οι Wills, Hang, Justi, Weestergaard κ. ά., στηριζόμενοι εις το γεγονός, ότι στην Αβέστα μόνον χώρες και τοποθεσίες του ανατολικού τμήματος του περσικού κράτους μνημονεύονται, πλην, εννοείται, της Ραγά, δέχονται, ότι ο Ζωροάστρης και η διδασκαλία του κατάγονται εκ του Αν. Ιράν, όπερ είναι όμορο προς την Βακτρική. Εν τούτοις είναι δύσκολο να δεχθούμε, ότι κίνηση, όπως ο ζωροαστρισμός, γεννήθηκε σε χώρα, η οποία κατά τον πολιτισμό υπολείπονταν μεγάλως της δυτικής Περσίας. Βέβαιο φαίνεται σε κάθε περίπτωση, ότι ο Ζωροάστρης δεν ήταν Πέρσης, δεν κατάγονταν δηλαδή έκ της κυρίως Περσίας. Γεννηθείς πιθανώς στην Μηδία έδρασε στην αρχή στο Αν. Ιράν, οπόθε η θρησκευτική μεταρρύθμιση, της οποίας έγινε εισηγητής, εξαπλώθηκε στην Περσία δια της Μηδίας. Όσα περί του βίου του προφήτη διηγούνται οι μετά την Αβέστα πηγές είναι και αυτές πενιχρές και αποτελούνται κατά το πλείστον από μύθους. Και ως προς τον χρόνο, καθ’ όν έδρασε ο Ζωροάστρης, ουδέν βέβαιο και ασφαλές κατέχομε. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι διαβεβαιώνουν, ότι ήκμασε πεντακισχίλια έτη προ του τρωικού πολέμου η εξακισχίλια έτη προ του Ξέρξη η πολλές χιλιετηρίδες προ του Μωϋσέως. Τουναντίον οι περσικές πηγές τοποθετούν αυτόν στους ιστορικούς χρόνους. Κατά τίνα εξ αυτών έζησε τριακόσια έτη προ Αλεξάνδρου του Μεγάλου· προς την είδηση ταύτη συμφωνεί οπωσδήποτε ή άλλη εκείνη, κατά την οποίαν από της υπό του Ζωροάστρη επιστροφή του βασιλέως Υστάσπους μέχρι του θανάτου του Αλεξάνδρου διέρρευσαν διακόσια εβδομήκοντα δύο έτη. Βέβαιο είναι, ότι ο Ζωροάστρης έζησε και δίδαξε στην αυλή του βασιλιά αυτού. Όθεν η εξακρίβωση των χρόνων της βασιλείας αυτού είναι συγχρόνως καθορισμός της εποχής κατά την οποία άκμασε ο Πέρσης προφήτης και μεταρρυθμιστής. Δυστυχώς όμως είναι δύσκολο να γνωρίζουμε περί ποιου Υσπάσπους πρόκειται. Μερικοί ταυτίζουν αυτόν προς τον πατέρα Δαρείου του Α΄. Αλλ’ ο πατήρ του βασιλέως τούτου εκαλείτο Αρσάμας, ενώ η Αβέστα ως πατέρα του υπό του Ζωροάστρου επιστραφέντος Υστάσπους γνωρίζει τον Αουρβατάψα. Όθεν η γνώμη των ερευνητών εκείνων στηρίζεται επί της συγχύσεως ονομάτων και προσώπων και διά τούτο δεν είναι πιθανή. Δικαίως άρα ο παλαιός Αγαθίας δείκνυτο ήδη επιφυλακτικός, όσον αφορά την ταύτιση ταύτη του Υστάσπη της Αβέστα προς τον πατέρα του Δαρείου. Ασφαλές δεδομένο προς καθορισμό των χρόνων του Ζωροάστρη αποτελεί επιγραφή του βασιλέως των Ασσυρίων Σαργώνος, καταγόμενη εκ του έτους 713 π. Χ. Σε αυτή μνημονεύεται η λέξη Μαζδάκα ως όνομα μηδικό. Άλλα το όνομα τούτο υπομιμνήσκει τον Αχουρά Μααζδά (Ωριμάσδη) ή Μαζδά, τον θεό, ως εμφανίζεται στη διδασκαλία του Ζωροάστρη, της οποίας αποτελεί τον πυρήνα. Κατά ταύτα εν έτει 713 π. Χ η ζωροαστρική πίστη στόν Μαζδά τούτον ήταν διαδεδομένη στην Μηδία· όθεν ο Ζωροάστρης ανάγκη να έζησε πολύ προ του Η΄ π. Χ. αιώνος. Αλλ’ έτσι τόσον αυτός όσον και ο Υστάσπης εκείνος εξαφανίζονται πάλι στα σκότη αγνώστων αιώνων. Πάντως η επιγραφή εκείνη παρέχει σε ημάς τα προς τα κάτω όρια των χρόνων του Ζωροάστρη· με άλλες λέξεις δεν είναι δυνατόν να ήκμασε μετά τον ένατο ή όγδοο π. Χ. αιώνα. Τα προς τα άνω όρια δυνάμεθα να καθορίσουμε στηριζόμενοι επί της έξης σκέψεως : Κατά το σύστημα του Ζωροάστρη δέον ανά χίλια έτη να εμφανίζεται νέος προφήτης. Όθεν κατά τους χρόνους των Σασανιδών δεν ήταν δυνατόν να έχουν παρέλθει χίλια έτη από της εμφανίσεως του Ζωροάστρη, επειδή άλλως θα γεννάτο το πρόβλημα τουλάχιστον του νέου προφήτου. Είναι κατά ταύτα πιθανόν ότι οι χρόνοι της ακμής του Ζωροάστρη δύνανται να ζητηθούν μεταξύ του 1000 και 800 π. Χ.
Το πρόσωπο του Ζωροάστρη καλύπτεται, ως είπαμε, υπό του θρύλου. Εάν εξαιρέσω μεν τους Γκατάς, το αρχαιότατο τμήμα της Αβέστα, οι οποίοι αποτελούν άμεσο απήχηση της προσωπικότητας και της διδασκαλίας αυτού, οι άλλες πηγές φέρουν χαρακτήρα συναξαριών, όσο δε νεότερα είναι τόσο και το μυθικό στοιχείο πολλαπλασιάζεται, ίνα τέλος επικράτηση εντελώς. Ήδη στην νεότερα Αβέστα εμφανίζεται ο προφήτης περιβεβλημένος υπερφυσικό φως και κάτοχος υπεράνθρωπων δυνάμεων. Την γέννηση αυτού χαιρέτα ολόκληρος η κτίση· αγωνίζεται κατά των δαιμόνων και εκδιώκει αυτούς από της γης δια της μαγικής δυνάμεως των άρθρων της νέας πίστεως· ο Αρειμάν, ο θεός του σκότους, επιχειρεί να φονεύσει το βρέφος, αλλά τούτο σώζεται διά θαύματος· ανδρωθείς ανθίσταται νικηφόρα εις τον πειρασμό, εις τον όποιον πειράται να εμβάλει αυτόν ο άρχων εκείνος του πονηρού· τα πονηρά πνεύματα κλέπτουν το παιδίο και περιβάλλουν αυτό διά φλογών, όπως κατακάψουν αυτό, ματαίως όμως, διότι τούτο εξακολουθεί να κοιμάται ήσυχα. Υπό των μυθικών τούτων στοιχείων παραχθέντες τινές ισχυρίστηκαν ότι ο Ζωροάστρης ουδέποτε υπήρξε, ακριβώς όπως αμφισβητήθηκε η ιστορική ύπαρξη του Βούδα και του ιδρυτή της χριστιανικής θρησκείας. Εν τούτοις περί της ιστορικής υπάρξεως αυτού ουδεμία χωρεί αμφιβολία, όσα δε περί του βίου αυτού γνωρίζουμε συμπληρώνονται αμοιβαίας υπό της Αβέστα, ιδίως των Γκατάς, και των Ελλήνων συγγραφέων. Κατάγονταν εκ παλαιού γένους, του γένους Σπιτάμα, εξ ου φέρει διαρκώς στην Αβέστα το διπλούν όνομα Ζαρατούστρα Σπιτάμα. Από του εικοστού μέχρι τού τριακοστού έτους της ηλικίας του διήγαγε βίο μονήρη, έως ότου εμφανίσθηκε σε αυτόν παρά τον ποταμό ο αρχάγγελος Βοχουμανό, ο οποίος υπέδειξε εις αυτόν ότι προορίσθηκε από τον Θεό ως προφήτης νέας αποκαλύψεως. Η θεία αυτή εμφάνιση αποτελεί την αρχή της νέας θρησκείας και συγχρόνως την αρχή νέας κοσμικής περιόδου. Την εμφάνιση ταύτη ακολούθησαν εξ ακόμη εμφανίσεις, κατά τις οποίας παρεσκεύασε αυτόν ο Ωριμάσδης στο έργο, δι’ όπερ τον εξέλεξε. Έκτοτε άρχεται κηρύττων την αποκαλυφθείσα αλήθεια εν μέσω μυρίων δυσχερειών, τις οποίες ο άρχων του σκότους παρέβαλλε στο δρόμο του. Τα πρώτα δέκα έτη της δημοσίας δράσεως του Ζωροάστρη διέρρευσαν άνευ αξίων λόγου αποτελεσμάτων· πλην του εξαδέλφου του Μαιδγιοϊμάουα ουδείς άλλος είχε αποδεχθεί δημοσία την νέα θρησκεία. Τέλος η θεία πρόνοια οδήγησε αυτόν στην αυλή του βασιλέως Ύστάσπους, όπου, μετά μακρούς αγώνες και συζητήσεις προς τους ιερείς της παλαιάς θρησκείας, κατόρθωσε να προσελκύσει τον βασιλέα και να νυμφευθεί ο προφήτης την θυγατέρα του πρώτου και έδωκε στον δεύτερο ως γυναίκα την ιδίαν αυτού κόρη. Στην αυλή ταύτη του Υστάσπους μεταφέρουν ημάς οι Γκατάς, εις τους οποίους οφείλουμε την εικόνα του αγωνιζομένου και επιτυγχάνοντος βαθμηδόν Ζωροάστρου. Περιστοιχιζόμενος υπό άπιστων και εχθρών διδάσκει και εποικοδομεί την μικρά εκείνη εκκλησία περί τον βασιλέα διά συνεχών κηρυγμάτων, των οποίων τα λείψανα διέσωσαν εις ημάς οι Γκατάς. Εξ όσων κατέχουμε καταφαίνεται, ότι τα κηρύγματα αυτά ήσαν πραγματικοί λόγοι προφήτου, συμβουλές και νουθεσίες, απειλές κατά των κακοδόξων και των αιρετικών, δημηγορίες κατά των ψευδοπροφητών, προρρήσεις του μέλλοντος θριάμβου, παραμυθίες δια της υποδείξεως των ουρανίων αγαθών και των επιγείων αμοιβών, τις οποίας ο Ωριμάσδης επιφυλάσσει στους πιστούς του οπαδούς. Οι ειδήσεις αυτές, τις οποίες συνάγουμε εκ της αναγνώσεως των Γκατάς, δεν παρέχουν βεβαίως σε ημάς πλήρη και συγκεκριμένη εικόνα του Ζωροάστρη. Ενιαχού υπάρχουν υπαινιγμοί πληροφορούντες προσωπικές περιπέτειας αυτού ή γνωρίζοντας σε ημάς εχθρούς, εναντίον των οποίων στρέφεται· ουδέν όμως ακριβές και βέβαιο δυνάμεθα να εικάσωμεν περί του βίου του κηρύττοντος προφήτου. Ούτε καν περί της πατρίδος αυτού ή περί του βασιλείου του Ύστάσπους πληροφορούν ημάς το ελάχιστο οι Γκατάς αυτοί. Παρά ταύτα η όλη εκ της αναγνώσεως αυτών εντύπωση και πολλές λεπτομέρειες, τις οποίες περιέχουν, πείθουν ότι ενώπιον ημών έχουμε γνήσια μνημεία της προσωπικότητας και της διδασκαλίας του Ζωροάστρη, αντικατοπτρίζοντας, έστω και ατελώς, το πνεύμα αυτού. Έτσι λ. χ. μαθαίνουμε εξ αυτών ότι παρά την σταθερή αυτού πεποίθηση επί την νίκη, είχε και στιγμές απογνώσεως, κατά τις οποίες κατέτρωγε την ψυχή του η αμφιβολία. Τοιαύτες λεπτομέρειες είναι πολύ δύσκολο να επινοηθούν, αφού άλλως τε ευρίσκονται σε αντίφαση προς την όλη ροπή της περί τον προφήτη γραμματείας. Διά τούτο και αποτελούν πολυτιμότατο εχέγγυον περί της γνησιότητας των Γκατάς, οι οποίες αποτελούν το αρχαιότατο τμήμα της κανονικής γραμματείας του παρσισμού. Ο περί τον Ζωροάστρη θρύλος τερματίζεται υπό της Αβέστα δια της εξιστορήσεως της καταστροφής του Υστάσπους και του πολέμου, τον οποίον διεξήγαγε ο βασιλεύς αυτός κατά του άπιστου συναδέλφου αυτού Αρδσατάψα. Κατά μεταγενέστερη δε είδηση ο Ζωροάστρης πέθανε σε ηλικία 77 ετών, φονευθείς προ του βωμού κατά τίνα επιδρομή του Αρδσατάψα· εναντίον της πρωτευούσης του Υστάσπους Βάλκης. Η μικρή εκκλησία, την οποίαν συνήγαγε περί εαυτόν ο προφήτης εντός ανακτόρων του Υστάσπους, μεγεθύνθηκε βαθμηδόν το μεν δια της δραστηριότητος και του ενθουσιασμού αυτού του ίδιου, το δε διά των μέτρων του βασιλέως και των αγώνων, τους οποίους ανέλαβε υπέρ αυτής. Βραδύτερα βρίσκουμε αυτήν διαδεδομένη καθ’ άπαση την Περσία, ίχνη δε της επιδράσεως αυτής αναγνωρίζουμε τόσον στην βαβυλωνιακή θρησκεία, όσον και στην θρησκεία του Ιουδαϊσμού. Κατά το δεύτερον δε ιδίως μετά Χριστό αιώνα εξαπλώνεται υπό την μορφή του μιθραϊσμού στην Μικρά Ασία και στην Ευρώπη, καθισταμένη ο μάλλον επικίνδυνος αντίπαλος του Χριστιανισμού.
Βιβλιογραφία
01. Jachson, Zoroaster, The prophet of ancient Iran, 1892
02. Lehmann, Zarathustra, 1899 - 1902
03. Sanjana, Zarathustra and Zarathustrianism in the Avesta, 1906
04. West, Marvels of Zoroastriniam, 1897, μετάφραση εκ του Dinnart, βιβλίο της εν διαλέκτου Πελεβί μεταγενέστερης γραμματείας)
05. rosenberg, Le Livre de Zoroastre, publie et traduit, 1904
Πηγή: Ν. Ι . Λούβαρης, Καθηγητής της Εισαγωγής και της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ιβ΄, σσ.157 - 158
Ο μιθριδατισμός εξέρχεται από την γνώση της Μασδαϊκής θρησκείας και κοσμοθεωρίας. Αυτή διέπεται από την αρχή της διαρχίας, του αγαθού Ωρομάσδη και των αγγέλων αυτού και του πονηρού Αρειμάν με τα υποτελή του πνεύματα. Μεταξύ αυτών των 2 τελείται διαρκής αγώνας, του οποίου μετέχει η άψυχος ή άψυχος φύσης και του οποίου σύμβολα είναι το σκότος και το φως, χρήσιμα και επικίνδυνα ζώα, καθαρά και ακάθαρτα κ.λ.π. Ο αγώνας αυτός θα περατωθεί κατά την συντέλεια των αιώνων, ως διδάσκει η περσική εσχατολογία δια της τελικής νίκης του φωτός έναντι του σκότους, του αγαθού έναντι του πονηρού. Θα προηγηθεί κρίση και ανάσταση νεκρών. Τις αποκαλύψεις αυτές δίνει ο Ωρομάσδης δι αποκαλύψεων, των οποίων μετόχους καθιστά τους εκλεκτούς, τους προφήτες (όπως και ο Ζωροάστρης) για να μεταδώσουν αυτά εις τους άλλους και να απαιτήσουν μετάνοια, επιστροφή, μεταβολή φρονήματος και απόφαση να συνταχθούν με το φως έναντι του σκότους. Δια αυτό έρχεται η απολύτρωση όχι από την αμαρτία όπως διδάσκει ο Χριστιανισμός αλλά από την κρίση και την τιμωρία ανάλογα δηλαδή με τον μουσουλμανισμό. Στον Μασδαϊσμό διδάσκεται η αντίθεση ύλης - πνεύματος την οποία τελεσίδικα θα νικήσει το πνεύμα
Το φως εις τους ανθρώπους είναι απώλεια - αποπλανηθέν μόριο του θείου φωτός.Ο Μιθριδατισμός επιφέρει ισχυρή ροπή προς τον μονοθεϊσμό. Απαιτεί φιλαλήθεια, ειλικρίνεια, ανδρεία, αγιότητα βίου, αδελφικό φρόνημα, σωφροσύνη και άσκηση. Αξιοπρόσεκτη είναι η δεύτερη πληγή που στέλνει ο Αρειμάν εις τους ανθρώπους είναι ο κατακλυσμός αλλά ο Μίθρας σώζει το ανθρώπινο γένος με πλοίο. Εις τους μύστες του μιθριδατισμού υπήρχαν 7 βαθμίδες με 5ο τον βαθμό του Πέρση και 7 τον βαθμό του Πατέρα.
Ονομάζεται έτσι μεγάλο φιλοσοφικό και θρησκευτικό κίνημα η οποία εμφανίστηκε στις παραμονές του Χριστιανισμού και είσδυσε σε αυτόν ως αίρεση Χριστιανική η οποία άκμασε κατά τον β΄ και γ΄ αιώνα και διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του στ΄ αιώνος αν και λείψανά της διασώζονται μέχρι σήμερα. Η προΧριστιανική γνώση προήλθε από ανάμειξη θεολογικών, ανθρωπολογικών και κοσμογονικών ιδεών διάφορων λαών, του δυασμού των Περσών, της αστρολογίας των Χαλδαίων και της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Με τους Εσσαίους και του νεοπλατωνικού Φίλωνα το κίνημα αυτό απέκτησε μερικές ιδέες και θεωρίες Ιουδαϊκές. Πρώτοι φορείς της «Ψευδωνύμου γνώσεως» (Α΄ Τιμ. 4, 20), όπως την αποκάλεσε ο Απόστολος Παύλος υπήρξαν εκτός των άλλων οι από την Σαμαρεία Σίμων ο Μάγος και ο μαθητής του Μένανδρος ιδίως στην Μ. Ασία ο Κήρινθος που ανάμειξε με τις άλλες και Χριστιανικές ιδέες. Αλλά κέντρο της Χριστιανικής γνώσεως έγινε η Συρία κατά τον β΄ αιώνα στην οποία εμφανίστηκαν οι «οφίτες» οι οποίοι καλούσαν τους εαυτούς τους γνωστικούς. Οι οφίτες διακλαδώθηκαν σε διάφορα ονόματα και υπήρχαν διάφοροι μέχρι το 530 όταν ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ εξέδωσε κατ’ αυτών διάταγμα. Ο πρώτος που συστηματοποίησε τον γνωστικισμό στην Συρία ήταν ο Σατορνίλος (πριν από το 150 μ.Χ.) αλλά ταυτόχρονα η κίνηση της γνώσεως εκδηλώνονταν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου αντιπροσωπευόμενη από τον γνωστικό Βασιλείδη, ο οποίος της ανάπτυξε υπό την βαθύτερη επίδραση της φιλοσοφίας του Πλάτωνα και των νεοπυθαγορείων.
Από την Ανατολή η γνώση μεταφέρεται στην Δύση δια μέσου του Ουαλεντίνου που εργάστηκε στην Ρώμη κατά το 135 - 163 και έκτοτε διαμορφώνονται 2 σχολές από τους οπαδούς του. Της μεν Ανατολικής σχολής εκπρόσωποι υπήρξαν ο Θεόδατος, Αξιόνικος, Βαρδησάνης και ο υιός του Αρμόνιος, ενώ της δυτικής (ιταλικής) γύρω στο 170 παρουσιάστηκε σπουδαίος αντιπρόσωπος ο Πτολεμαίος, μετά από αυτόν το 200 περίπου ο Ηρακλέων. Αλλά σχεδόν ταυτόχρονα η γνώση αναπτύχθηκε και στην Μ. Ασία με τον Μάρκο ο οποίος ανάπτυξε ακόμη περισσότερο το οξυδέστατο σύστημα του Ουαλεντίνου Στα μέσα του Β΄ αιώνα άκμασε ο Καρποκράτης, που δίδασκε την γνώση υπό τύπο απότομου αντινομισμού όπως και ο υιός του Επιφάνιος που πέθανε στα 17 του από ακολασίες. Η πληροφορία κατά την οποία ιδρύθηκε ναός του στην Σάμη της Κεφαλληνίας είναι παρεξήγηση. Στην Σάμη λατρεύονταν η Σελήνη ως «θεός επιφανής». Τις αντινομιστικές αρχές των καρποκρατιανών από την Αίγυπτο μετέδωσε στην Ρώμη η Μαρκελλίνα, διότι και γυναίκες μετείχαν της μεγάλης εκείνης κινήσεως της γνώσης.
Ίδιο σύστημα ανάπτυξε ο Μαρκίωνας που μετέβηκε από τον Πόντο στην Ρώμη, που ήταν μαθητής του εκ Συρίας Κέρδωνα κατά το πρώτο μισό του β΄ αιώνα. Συνέλεξε πολλούς οπαδούς οι οποίοι ονομάστηκαν μαρκιωνιστές. Από τους μαθητές του διακρίθηκε ο Απελλής που εργάστηκε στην Αλεξάνδρεια και στην Ρώμη. Παρόμοιες προς τον Μαρκίωνα τάσεις είχε και στην Συρία ο Τατιανός που θεωρήθηκε αρχηγός των εγκρατιτών οι οποίοι παραδίδονταν σε υπερβολική εγκράτεια αλλά δεν παραδέχονταν τις θεωρίες της γνώσεως. Ο Πέρσης στην καταγωγή Μάνης άκμασε κατά τον γ΄ αιώνα και διαμόρφωσε το σύστημά του από τον απότομο δυασμό του Παρσισμού (της θρησκείας των Περσών), του Βουδισμού και του Χριστιανισμού. Το σύστημα αυτό κλήθηκε Μανιχαϊσμός, οι δε οπαδοί του Μανιχαίοι που διοργανώθηκαν σε δική τους κοινότητα και παρά τους διωγμούς τους οποίους υπέστησαν διατηρήθηκαν στους αιώνες.
Λείψανα της αρχαίας γνώση σώζονται μέχρι σήμερα. Στην Βαβυλώνα στα όρη της Περσίας ζουν οι μανδαίοι (manda=γνώση) που στηρίζουν την γνωστική διδασκαλία τους στην ιδιαίτερη αραμαϊκή διάλεκτο στην οποία συγγράφτηκε το βιβλίο «Sidra Rabba» (μέγα βιβλίο) ή «Ginsa» (θησαυρός). Είναι κράμα ιδεών και θεωριών του Παρσιμού των αρχαίων Βαβυλωνίων, του Ιουδαϊσμού και εν μέρει του Χριστιανισμού. Το Χριστό τον αποκρούουν ως ψευδή προφήτη αλλά αποδέχονται και τιμούν τον Ιωάννη τον Πρόδρομο διατηρούν το βάπτισμα για αυτό ονομάζονται και βαπτιστές (Sabier αραβ.). Η λατρεία τους αναπτύχθηκε από καθαρά Χριστιανική επίδραση.
Πηγές τις διδασκαλίας της γνώσεως είναι τα βιβλία των διάφορων γνωστικών τα οποία αποκαλούνται απόκρυφα διότι περιείχαν διδασκαλία αποκρυμμένη από τους πολλούς. Η Εκκλησία έδωσε σε αυτή την λέξη την έννοια νοθείας, επινοήσεως και κακοδοξίας. Έτσι οι γνωστικοί είχαν δικά τους Ευαγγέλια (Εύας, Μαρίας, Ιούδα, Θωμά, Βαρθολομαίου, κ.τ.λ.) πράξεις Αποστόλων (Πέτρου, Ιωάννη, Θωμά, Ανδρέα, Ματθαίου), ύμνους (Ναασσηνών, Βαρδησάνους), ωδές και ψαλμούς (Βασιλείδου, Ουαλεντίνου, Βαρδησάνους, Μαρκιωνιτών), ομιλίες (Ουαλεντίνου), επιστολές (Πτολεμαίου) αλλά και φιλοσοφικά και θεολογικά συγγράμματα προς στήριξη της γνώσεως (Ισιδώρου, Ουαλεντίνου, Ουαλεντινιανών, Βαρδησάνους, Μαρκίωνα), ερμηνείες Αγίας Γραφής (Βασιλείδη, Ηρακλέωνα, Ισίδωρου) και τέλος μυστηριακά βιβλία («Πίστις Σοφία», το βιβλίο Jeu και άλλα). Οι πρώτοι Χριστιανοί αντιρρητικοί συγγραφείς Κλήμης Αλεξανδρείας και Ωριγένης που αναίρεσαν την διδασκαλία των γνωστικών παρείχαν ικανά στοιχεία προς διευκρίνιση της, αλλά πολυτιμότερες πληροφορίες διέσωσαν οι μετέπειτα Σύροι συγγραφείς. Οι αιρεσιολόγοι Ειρηναίος και Ιππόλυτος Ρώμης έμαθαν για την γνώση από συγγραφείς γνωστικούς και το έργο τους του συμπλήρωσε ο Επιφάνιος Κύπρου που συνέλεξε και προφορικές πληροφορίες. Διδασκαλία οι γνωστικοί είχαν την ίδια, κατά τις θεμελιώδεις αρχές, αλλά ο καθένας την ανάπτυξε διαφορετικά. Το κύριο ζήτημα που απασχόλησε αυτούς ήταν η περί της πρώτης αρχής του κακού. Από πού προήλθε το κακό; Από πού προέρχεται η πάλη μέσα στον άνθρωπο του καλού και του κακού;. Οι γνωστικοί δεν ικανοποιούνταν από τις απαντήσεις της Π.Δ. και της Κ.Δ. και επινόησαν φανταστικές θεωρίες, στηριζόμενοι κυρίως επί του δυασμού, της αιωνίας δηλαδή συνυπάρξεως του πνεύματος και της ύλης, ως 2 πολέμιων και αντιθέτων δυνάμεων. Παραδέχτηκαν την ύπαρξη του απόλυτου Όντος ως πηγή κάθε τελειότητας, «βυθού αγνώστου» και ζήτησαν να εξηγήσουν την μετάβαση από το άπειρος το πεπερασμένο δια της αυτοαποκαλύψεως και αυτοσυναισθήσεως του άπειρου όντος. Όσες φορές αυτό συναισθάνεται τον εαυτό του ως διανοούμενο, ισχυρό, σοφό άγιο αποκαλύπτει εαυτό, και καθίσταται «εν και παν». Οι εκ της συναισθήσεως προερχόμενες πράξεις της αποκαλύψεως προσωποποιούνται και δια της απόρροιας προβάλλονται από αυτό, και καθίστανται ατελέστεροι όσο περισσότερο απομακρύνονται, αλλά παραμένουν ενωμένοι με αυτό, περισσότερο ως ιδιότητές του. Καλούνται δε αιώνες, διότι παραμένουν αιωνίως σε αυτό. Στο σύστημα του Ουαλεντίνου οι αιώνες παρίστανται προβαλλόμενοι ως άρρενες και θήλειες κατά 15 συζυγίες (νους - αλήθεια, λόγος - ζωή, άνθρωπος - εκκλησία κ.λ.π.), και σε άλλα συστήματα οι αιώνες αποτελούν το πλήρωμα, αριθμούνται σε 365. Τον αριθμό αυτό δηλώνουν τα γράμματα της λέξης «αβράσαξ».
Η ύλη ως αντίθετη με το πνεύμα αρχή, παρίσταται από μερικούς γνωστικούς ως «κένωμα», ως «μη ον», κατ’ άλλους ως κακή καθ’ εαυτού αρχή και δύναμη (βασίλειο του σκότους). Ο κατώτερος αιώνας του πληρώματος (ή Αχαμώθ - Σοφία κατά τους οφίτες) αρπάχθηκε από την ύλη αναμίχθηκε με αυτήν με αποτέλεσμα η τελευταία να εμψυχωθεί. Από την ανάμιξη αυτή παρείχθηκε ο κόσμος και ο άνθρωπος με παρέμβαση ενός από τους αιώνες, του δημιουργού η υπηρέτη κάποιου άρχοντα του σκότους. Οι άνθρωποι διαιρούνται σε πνευματικούς, στα οποία τα φωτεινά στοιχεία του πληρώματος υπερτερούν της ύλης (γνωστικοί), σε ψυχικούς, στους οποίους η ύλη βρίσκεται σε ίση ποσότητα με τα φωτεινά στοιχεία (Χριστιανοί) και στους υλικούς, στους οποίους επικρατεί η ύλη (Εθνικοί). Ο δημιουργός που σχημάτισε τον άνθρωπο και τον κόσμο ταυτίζεται με τον Ιεχωβά των Ιουδαίων. Για την απολύτρωση των φωτεινών στοιχείων από την ύλη αποστάλθηκε από τον βυθό ένας αιώνας ο Σωτήρας Χριστός, ο οποίος κατά μερικούς γνωστικούς πήρε ανθρώπινη μορφή στον Ιορδάνη ποταμό και κατ’ άλλους το σώμα του ήταν φαινομενικό. Ο Σωτήρας δίδαξε την γνώση προς αποφυγή της ύλης αλλά ο δημιουργός θέλοντας να παρεμποδίσει την σωτηρία προκάλεσε τα παθήματα αυτού και την σταύρωση την οποία ο Σωτήρας πραγματικά κατά μερικούς γνωστικούς, κατά δε άλλους φαινομενικά («κατά δόκησιν») υπέστη. Απολυτρώνονται δε δια της γνώσεως οι πνευματικοί (γνωστικοί) και οι μεν ψυχικοί (Χριστιανοί) έχουν ελπίδα σωτηρίας οι δε υλικοί (Εθνικοί) καμιά. Τα φωτεινά στοιχεία θα επανέλθουν στο πλήρωμα του χρόνου, η ύλη θα βυθιστεί στο σκότος και έτσι θα επέλθει η «αποκατάστασις των πάντων».
Αυτά δογμάτιζαν οι γνωστικοί. Η ηθική τους ήταν διάφορη κατά τις διαφορετικές σχολές ή τάσεις τους. Γενικά πάντως όλοι απέβλεπαν στο σώμα ως πηγή κακού αλλά προς καταπολέμηση αυτού άλλοι εισηγούνταν την εγκράτεια, άλλοι δε την ακρασίαν, άλλοι απαγόρευαν τον γάμο, τις ηδονές, ορισμένες τροφές και άλλοι πρέσβευαν ότι «δει τους πνευματικούς χωρείν δια πάσης πράξεως και παραχρήσθαι τη σαρκί». Οι γνωστικοί διοργάνωναν την θρησκευτική τους ζωή και την θεία λατρεία κατά τα υποδείγματα των Εθνικών μυσταγωγών συνδέσμων αλλά δεν απετέλεσαν όλοι διαχωρισμένες κοινότητες από τον Χριστιανισμό. Πολλοί από αυτούς παρέμεναν εξωτερικά ενωμένοι με την Εκκλησία, διατηρούσαν το βάπτισμα και την ευχαριστία και άλλα μυστήρια παραμορφωμένα. Χάρη του πολλού και αμύητου όχλου μεταχειρίζονταν την μαγεία και υπέθαλπαν την δεισιδαιμονία. Στην γνώση μεταδίδανε θρησκευτική έννοια (γνώσις - ευσέβεια), επομένως την σωτηρία εξαρτούσαν όχι από την επίγνωση αλλά από την απαλλαγή της ψυχής από την ύλη, εκ της μυστικής ενώσεως με τον Θεό, και αυτά τα επεδίωκαν όχι μόνο με την διδασκαλία αλλά και με την μαγεία και με τους εξορκισμούς, μερικοί των οποίων διασώθηκαν.
Επιστημονικός και φιλοσοφικός όρος που δηλώνει α) υπό γενική έννοια όλες τις διδασκαλίες οι οποίες παρουσιάζουν σε κάποιο θέμα τους ή σε κάποιο τμήμα τους, όποιο και αν είναι αυτό, την ύπαρξη δύο αρχών κατ’ ουσία διάφορες και οι οποίες δεν είναι δυνατόν να αναχθούν οι μεν εις τις δε. β) υπό μερική έννοια, κάθε κοσμοθεωρία η οποία την ύπαρξη δύο τελείως ανεξάρτητων απ αλλήλους πρωταρχικές αρχές.
Ο δυϊσμός γεννήθηκε και αναπτύχθηκε κυρίως στην Ανατολή υπό την επίδραση της θρησκείας. Έπειτα έγινε δε αποδεκτός εν ονόματι του λόγου και με χαρακτήρα καθαρά μεταφυσικό από τους Έλληνες φιλοσόφους, και τέλος εμφανίστηκε στην νεότερη και σύγχρονη φιλοσοφία.
Ο θρησκευτικός δυϊσμός παραδέχεται σαν αρχές του σύμπαντος δύο οντότητες οι οποίες έχουν εξ ίσου βούληση και νόηση, δηλαδή δύο θεούς προσωπικούς και ελεύθερους, ο πρώτος είναι δημιουργός του αγαθού και ο δεύτερος του κακού. Ως θρησκεία καθαρά δυϊκή θεωρείται η θρησκεία του Ζωροάστρη αλλά η γνώμη αυτή δεν είναι τελείως ορθή. Ο Ωρομάσδης και Αριμάνης εκπροσωπούν μεν το καλό και το κακό πνεύμα, την δύναμη του αγαθού ή του φωτός και την του κακού ή του σκότους, αλλά δεν είναι αυτοί οι κατ’ εξοχήν πρωταρχικές αρχές του κόσμου. Υπεράνω αυτών βρίσκεται ο Τσερβάντ - Ακερέν, δηλαδή ο άναρχος χρόνος, εκ των κόλπων του οποίου ξεπήδησαν οι δύο μνημονευόμενοι θεοί. Ο Ωρομάσδης θριαμβεύει επί του Αριμάνη.
Ο Δυϊσμός, κατά την κύρια σημασία της λέξεως, εκπροσωπείται από τους Μαγούσιους, ιδιαίτερης αιρέσεως της θρησκείας των μάγων και η οποία παραμόρφωσε την θρησκεία του Ζωροάστρη. Κατά την αίρεση αυτή ο Αριμάνης και ο Ωρομάσδης αποτελούν τις πρωταρχικές αρχές, τελείως ανεξάρτητες η μία από την άλλη μη έχοντας καμιά κοινή καταγωγή. Εντούτοις και οι Μαγούσιοι δεν εξισώνουν και τις δύο αυτές αρχές προς αλλήλες. Ο Σατανάς, που αντικαθιστά εδώ το Αριμάνη, είναι κατώτερος του ως προς την πνευματική και φυσική δύναμη του αγνώστου πατρός του θεού του αγαθού.
Ο φιλοσοφικός δυϊσμός δεν προσπαθεί να ερμηνεύσει την προέλευση του κακού στον κόσμο αλλά την αρχή και την φύση αυτού του σύμπαντος, εν του οποίου το γενικό και το αόριστο, δηλαδή η ενότητα, η τάξη, ο νους και η ζωή, αποκαλύπτονται εκάστοτε δια του ορατού και του ενδεχομένου, δηλαδή από τις χονδροειδής και τις φευγαλέες μορφές του αισθητού κόσμου. Εδώ δηλαδή δεν πρόκειται περί φαντασίας αλλά περί σκέψεως. Η μυθολογία αντικαθίσταται από την μεταφυσική. Σύμφωνα με αυτά οι δύο αρχές, που θεωρήθηκαν πρωταρχικές από τους φιλοσόφους, δεν είναι πλέον δύο πρόσωπα που έχουν ανθρώπινες ιδιότητες αλλά δύο οντότητες που είχαν τόσες διαφορές μεταξύ τους ώστε η μια να είναι άρνηση της άλλης. Πρόκειται δηλαδή περί της ύλης και του πνεύματος, περί της πρωταρχικής ύλης στερημένης πάσης μορφής, πάσης ιδιότητας, παντός θετικού κατηγορήματος και του πνεύματος ή μάλλον του άπειρου νου, ο οποίος περιέχει εν αυτό στην πρωταρχική τους κατάσταση όλες τις μορφές και ο οποίος είναι η μοναδική πηγή της τάξεως, της δρώσας δυνάμεως και της ζωής. Οι δυϊστικοί φιλόσοφοι ή αφαιρούσαν από την ύλη κάθε της αισθητή ιδιότητα (στην περίπτωση αυτή η ύλη καθίσταται απλή λογική αφαίρεση αόριστη και ακαθόριστη) ή αντιλαμβάνονται την ύλη ως κάτι το σωματικό (η ύλη γίνεται αντιληπτή ως καταλαμβάνουσα χώρο, ως διαιρετή και πολυσχιδής). Δεν αποτελεί δε αυτή πλέον μια και μοναδική αρχή αλλά σύνολο αρχών απείρως διαφορετικών. Οι δυϊστές συνεπείς με τους εαυτούς τους, δεν δύνανται να υποθέσουν κάτι σαν τρίτο. Εάν υποστήριζαν ότι η ύλη είναι μία μοναδική δύναμη διαχυμένη εις ολόκληρο το σύμπαν, δύναμη αναγκαία και άπειρη και ότι τα αντικείμενα με τις αισθητές τους ιδιότητες δεν είναι άλλο παρά αποτελέσματα των ενεργειών της ή παροδικές εξωτερικεύσεις της, ο ισχυρισμός τους αυτός ουδεμία θέση θα ήταν δυνατό να αφήσει στην θέση του νου ή του Θεού. Ο Θεός και η φύση θα συγχέονταν και ο δυϊσμός θα μεταβάλλονταν αναγκαστικά και μοιραία σε πανθεϊσμό. Δυϊσμός είναι η θεωρία περί δυνάμεως και ενέργειας του Αριστοτέλη ή του πνεύματος και της ύλης του Καρτέσιου ή του Θεού και της φύσεως του Βολτέρου και του Ρουσσώ. Παρέκταση του μεταφυσικού φιλοσοφικού δυϊσμού είναι ο ψυχολογικός, ο οποίος παραδέχεται την ύπαρξη δύο ανεξάρτητων απ’ αλλήλων αρχών στον άνθρωπο δηλαδή της ψυχής και του σώματος. Αλλά η ψυχή επιδρά επί του σώματος και το σώμα επί της ψυχής. Εκ άλλου δυϊσμός είναι η θεωρία κατά την οποία η βούληση ή το συναίσθημα, είναι αυτοτελής παράγοντας του ψυχικού βίου κατ’ ουσία διάφορος των παραστατικών στοιχείων της ψυχής από τα οποία συγκροτείται η νόηση
Δενδροφόροι. Αρχαίο ανάγλυφο στο μουσείο του Μπορντώ. (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σελίδα 41)
Ο Στράβων μας πληροφορεί πως στους αρχαίους Έλληνες (τουλάχιστον σε μερικές πόλεις) και αργότερα στους Ρωμαίους τελούνταν δενδροφορίες , εορτές δηλαδή, κατά τις οποίες ένα δένδρο, που κατείχε βέβαια θέση θεότητας, περιφέρονταν σε πομπή. Αυτές οι πομπές είχαν καθιερωθεί προς τιμή του Διονύσου κυρίως, ο οποίος ονομάζονταν και δενδρίτης αλλά και της Δήμητρας. Συχνά την περιφορά του δένδρου την έκανα δούλοι. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως σε αυτή την εορταστική περιφορά γίνονταν και παλαιότερα στην Ανατολή προς τιμή της θεάς Κυβέλης, και από εκεί εισήχθηκε στην Ρώμη επί του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Την φροντίδα της αποκοπής και της μεταφοράς του δένδρου είχε αναλάβει ορισμένη τάξη ανθρώπων, οι οποίοι ονομάστηκαν δενδροφόροι. Ήδη από το τέλος του Α’ αιώνα αναφέρονται αυτοί στις Ρωμαϊκές επιγραφές, οι δε ενώσεις τους αναγνωρίσθηκαν επίσημα και ήταν γνωστές με το όνομα «collegia dendrophorum». Τα σωματεία αυτά διαδόθηκαν σε όλη την Ιταλία και τις ρωμαϊκές επαρχίες, συντελώντας τον συνδυασμό των δενδροφοριών με την λατρεία της «Μεγάλης Μητρός», της θεάς Κυβέλης. Από τις υπάρχουσες μαρτυρίες δεν μπορεί κανείς να συμπεράνει την χειροτεχνική εργασία των δενδροφόρων, αν δηλαδή ήσαν μεταφορείς ξύλων ή ξυλοκόποι ή ξυλέμποροι. Κατά τον Δ΄ αιώνα μ.Χ. είχαν αναλάβει την προμήθεια οικοδομικής ξυλείας και καύσιμης ξυλείας για τα δημόσια λουτρά, ως και την ανοικοδόμηση δημόσιων κτιρίων. Διέπονταν από δικά τους καταστατικά, όπως άλλωστε και όλες οι άλλες χειρονακτικές οργανώσεις. Ο οργανισμός τους προέβλεπε περί της ύπαρξης ταμείου, προοριζόμενος για την αλληλοβοήθεια των μελών αλλά και τις άλλες ανάγκες του σωματείου. Είχαν δική τους λέσχη, όπου τα μέλη συνέρχονταν σε συνελεύσεις. Επίσης όπως όλα τα σωματεία, έτσι και αυτό των δενδροφόρων, είχε την προστάτιδα θεότητά του. Αυτή ήταν εκτός των άλλων, η Κυβέλη κυρίως.
Μεγάλη ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σελίδα 41.
Η ανάσταση στον αποκρυφισμό.
Να αναφερθεί ο συγκρητισμός που δεν γίνεται περί των εθνών αλλά κάθε έθνος δέχεται την μοναδικότητά του ως προς τις αθλητικές, στρατιωτικές, καλλιτεχνικές επιτυχίες
Το κόκκινο λεπτό μπρασελέ των 26$-που λέγεται ότι απομακρύνει «το κακό μάτι», είναι ίσως το πιο φανερό σύμβολο της Καμπάλα, της πνευματικής κίνησης που πηγάζει από τον Εβραϊκό μυστικισμό και που βγαίνει μέσα από το Χόλυγουντ με ένα τρόπο που δεν έχει επαναληφθεί από τον καιρό που η Σαϊντελογία έλκυε προσήλυτους και διαμάχη πριν μια δεκαετία.
Και από όταν η Μαντόνα άρχισε να τραγουδά προσευχές της Καμπάλα έξι χρόνια πριν - πρακτικά, στο άλμπουμ της του 1988 «Αχτίνα Φωτός» (Ray of Light)- αναμφισβήτητα έγινε ο πιο υποσχόμενος δικηγόρος αυτής της πρακτικής. (Πηγή: http://www.usatoday.com/life/lifestyle/2004-05-25-kabbalah-main_x.htm)
Κυβέλη, Μα, Μην, Σαβάζιος, Αναΐτις.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Στο τέλος κάθε σελίδας του Ανώνυμου Απολογητή θα παρουσιάζονται νεοπαγανιστικές και αθεϊστων (δήθεν ελληνιστων) απάτες που έχουν σχέση με το θέμα της σελίδας. Αυτές οι απάτες δεν έχουν σκοπό να βάλουν τα περιοδικά στα οποία εμφανίζονται τα νεοπαγανιστικά ψεύδη, εφόσον ούτως ή άλλως παγανιστές συγγράφουν σε διάφορα ανυποψίαστα εξ αυτων και αυτά δεν εκφράζονται από τις απόψεις των αρθρογράφων, αλλά σκοπό έχουν:
1. να καταδείξουν τον κρυφοπαγανιστή αρθρογράφο ώστε να γίνει γνωστός και
2. είτε ο κάθε ενδιαφερόμενος που αναγιγνώσκει εκ νέου άρθρα του να θέτει τον εαυτό του εν εγρήγορση και να ελέγχει θαρρετά τα ψεύδη του κρυφοπαγανιστή (δήθεν ελληνιστή), αν είναι μελετημένος και έχει πρόσβαση σε πρωτογενή βιβλιογραφία
3. είτε εάν δεν έχει πρόσβαση σε βιβλιογραφία, να μην δείχνει πλέον εμπιστοσύνη στον αρθογράφο εφόσον γνωρίζει πως εκφράζει ψεύδη για να σπιλώσει τον Χριστιανισμό υποστηρίζοντας θέσεις παγανισμού, που όμως δεν είναι σχεδόν ποτέ ξεκάθαρες, αλλά που παρουσιάζονται ως «ελληνικές» μιας και η πλειοψηφία των νεοπαγανιστων ντρέπεται να ομολογήσει δημοσίως την θρησκεία που ακολουθεί και προτιμά να καμουφλάρεται με κάτι οικοιότερο, τον πατριωτισμό, που όμως αρρωστημένα έχει μετατραπεί σε ένα παγανιστικό εθνικισμό.
ΕΞΑΙΡΕΣΗ: εξαιρούνται τα προσωπικά βιβλία του κρυφοπαγανιστή αθρογράφου ή τα έντυπα με καθαρά νεοπαγανιστικό προσανατολισμό, ανάμεσα στα τόσα που κυκλοφορούν στην Ελλάδα.
«Χριστιανικός Ασκητισμός: Ένας ασιατικός θεσμός επιβιώνει μετά από 2.000 έτη στη σημερινή Ευρώπη…» (Πηγή: Περιοδικό «Δαυλός», Τεύχος 259, Εξώφυλλο, Μέση Επικεφαλίδα)
Μυθοπλάστης: Περιοδικό Δαυλός
Απάντηση: Εδώ
Αριστερά: Φωτ. 9 21/22 Σεπτεμβρίου 2002 ώρα 01:35 (Πηγή: Περιοδικό Ελλάνιον Ήμαρ, Γεράσιμος Καλογεράκης, άρθρο «Ο Ήλιος του Μεσονυχτίου», τεύχος 19, σελ. 49)
Δεξιά: Φωτ. 4 21/22 Σεπτεμβρίου 2002 ώρα 01:00 (Πηγή: Περιοδικό Ελλάνιον Ήμαρ, Γεράσιμος Καλογεράκης, άρθρο «Ο Ήλιος του Μεσονυχτίου», τεύχος 19, σελ. 48)
«Ο ήλιος του Μεσονυχτίου» ή «Ιερόν Πυρ των Μυστηρίων» ή «Ιερόν Αθάνατον Πυρ» ήταν γνωστός σε όλο τον αρχαίο κόσμο, από τους Δελφούς και την Ακρόπολη των Αθηνών μέχρι το Μεξικό και τα Υψίπεδα του Περού, και από την Αίγυπτο μέχρι την Ισλανδία την χώρα των Υπερβορείων. Εμφανιζόνταν στα μεγάλα Μυστήρια, στις Ισημερίες (21/03 & 21/09) και στα Ηλιοστάσια (21/06 & 21/12).
Όταν ο άνθρωπος αναζητά το θείο χωρίς ενδιάμεσους μεσίτες, σαν ανάγκη ψυχής και με αγαθή πρόθεση, είναι βέβαιον ότι στο τέλος θα το βρει.
Τον «Όλον Φως», κάνει αισθητή την παρουσία του με πολλούς τρόπους και καθιστά τον άνθρωπο φωτισμένο Μύστη και Ιεροφάντη, που μπορεί να θαυμάζει τον Ήλιο του Μεσονυχτίου, στο Σούνιο, στην Ακρόπολη, στους Δελφούς, στο Δίον, στην Ολυμπία και αλλού.
Στους Δελφούς στο βάθος της Κασταλίας πηγής, εκεί που ο ένας βράχος προσεγγίζει τον άλλο, πάντα υπάρχει μια φωτεινή στήλη, που φαίνεται όχι μόνο στις σκοτεινές νύχτες αλλά και με πανσέληνο ακόμη. Μέσα στον χώρο της πηγής, εμφανίζεται ο Ήλιος του Μεσονυχτίου, η υλοποίηση του οποίου είναι ένα μεγαλειώδες θέαμα, που προκαλεί δέος.
Δεν ισχυρίζομαι ότι όποιος πάει στους Δελφούς, στις Ισημερίες και στα Ηλιοστάσια, θα δει τον Ήλιο του Μεσονυχτίου, λέω όμως ότι όποιος τον αναζητά θα τον δει. Θα τον δουν οι ανυποψίαστοι που δεν ξέρουν τι είναι, θα τον ιδούν οι ευσεβείς αναζητητές του υπερβατικού, του ουράνιου και του θείου, αυτοί που πλημμυρίζει η καρδιά τους από καλοσύνη και αγάπη για τον Θεό και τον άνθρωπο, αυτοί που περιμένουν να φωτίσει την ψυχή τους, μια ακτίνα του «Όλου Φωτός».
Καθένας παίρνει αυτό που του ανήκει και όχι αυτό που θέλει.
Αυτά και πολλά άλλα έγραφα στο βιλίο μου «Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ» (σελ. 255-260)
Αριστερά: Φωτ. 6 άνω & 7 κάτω 21/22 Σεπτεμβρίου 2002 ώρα 01:10 & 01:15 αντίστοιχα (Πηγή: Περιοδικό Ελλάνιον Ήμαρ, Γεράσιμος Καλογεράκης, άρθρο «Ο Ήλιος του Μεσονυχτίου», τεύχος 19, σελ. 49)
Κάποιοι υποψιασμένοι αναγνώστες των βιβλίων μου, την 21/22 Σεπτεμβρίου 2002, Σάββατο προς Κυριακή, βρέθηκαν στους Δελφούς. Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχα μαζί τους, τους είπα μεταξύ των άλλων να φωτογραφήσουν, όσο πιο πολλές φορές μπορούσαν, τον χώρο της Κασταλίας πηγής. Ήταν δυο παρέες, η μία από την Λάρισα και η άλλη από την Ξάνθη, άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους, που συναντήθηκαν στους Δελφούς. Η μια παρέα δεν ήξερε τι φωτογράφισε η άλλη. Τελικά και οι δύο με ενημέρωσαν και τους ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ για το πολύτιμο υλικό που μου παρέδωσαν.
Τι ειρωνεία όμως! Εγώ κυνηγούσα πέντε χρόνια να φωτογραφίσω τις νυχτερινές σφαίρες και τον Ήλιο του Μεσονυκτίου και δεν τα κατάφερα. Οι άνθρωποι αυτοί τον φωτογράφισαν με την πρώτη και αισθάνομαι πραγματικά ιδιαίτερα ευτυχής που ήταν αυτοί οι τυχεροί και όχι εγώ.
Από τις 11.30 μ.μ της 21.9.2002 στον χώρο της Κασταλίας δεν λειτουργούσαν οι κάμερες, οι ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές, τα φλας και οι φορητοί υπολογιστές. Όλες οι φωτογραφίες που παρουσιάζονται από τους Δελφούς, έχουν παρθεί με μηχανική φωτογραφική μηχανή και ΧΩΡΙΣ ΦΛΑΣ.
Ήταν Πανσέληνος. Το φεγγάρι φάνηκε στην ανατολή του. Το τοπίο των Δελφών, η αγριότητα των βράχων και το σκοτάδι της νύχτας δημιουργούν δέος και φόβο μαζί. Οι επισκέπτες γοητευμένοι αποθανάτισαν το θέαμα, (φωτ. 1)
Αριστερά: Φωτ. 5 21/22 Σεπτεμβρίου 2002 ώρα 01:05 (Πηγή: Περιοδικό Ελλάνιον Ήμαρ, Γεράσιμος Καλογεράκης, άρθρο «Ο Ήλιος του Μεσονυχτίου», τεύχος 19, σελ. 49)
Δεξιά: Φωτ. 8 21/22 Σεπτεμβρίου 2002 ώρα 01:20 (Πηγή: Περιοδικό Ελλάνιον Ήμαρ, Γεράσιμος Καλογεράκης, άρθρο «Ο Ήλιος του Μεσονυχτίου», τεύχος 19, σελ. 49)
Όταν το φεγγάρι άρχισε να διαγράφει την τροχιά του, φωτογραφήθηκε και πάλι. Και στις δύο φωτογραφίες του φεγγαριού ο ουρανός είναι θεοσκότεινος, δεν φαινόταν τ’ αστέρια εκτός από την αινιγματική και μυστηριώδη παρουσία της Σελήνης. (φωτ. 2) Ο φακός της μηχανικής φωτογραφικής μηχανής αφού οι ψηφιακές και τα ηλεκτρονικά μέσα δεν δούλευαν, φωτογράφισε τα βράχια της Κασταλίας πηγής, και αποτυπώθηκαν τα ελάχιστα φωτιζόμενα από το φεγγάρι μέρη. Ας σημειωθεί ότι όλος ο χώρος της πηγής σκεπάζεται από τεράστια βαθύσκιωτα πλατάνια και κυπαρίσσια. Τα δε βράχια ούτε καν ξεχωρίζουν στην φωτογραφία, (φωτ. 3) Και ξαφνικά όλος ο χώρος της πηγής άρχισε να φωτίζεται από ένα μυστηριώδες φως. Είχε όπως με πληροφόρησαν οι αυτόπτες μάρτυρες μορφή πυρωμένων κυμάτων, σαν αυτά που εμφανίζονται στον αέρα το καλοκαίρι σε ημέρες καύσωνα ή πάνω από μεγάλη φωτιά. Η φωτογραφική μηχανή στράφηκε στην κορυφή των βράχων, τις Φαιδριάδες, και ο ουρανός φάνηκε καταγάλανος, με τ’ αστέρια του, και τα βράχια φωτίστηκαν ενώ λίγο πιο πριν ήταν σκοτεινά, (φωτ. 4)
Στο σημείο που βρίσκεται η στρογγυλή πέτρα που έβαζαν πάνω τον τρίποδα της Πυθίας, φαινόταν σαν να υπήρχε μια αόρατη και ανεξήγητη πηγή φωτός. Τα δένδρα φωτίστηκαν σαν να ήταν ο ήλιος κρυμμένος μέσα στα βράχια. Οι ανταύγειες φωτός μέσα από τα κλαδιά του δένδρου το επιβεβαιώνουν. (φωτ. 5) Η περιέργεια έσπρωξε τους επισκέπτες στο εσωτερικό της πηγής και παρατήρησαν μια στήλη φωτός πάνω από την στρογγυλή πέτρα που έβαζαν τον τρίποδα της Πυθίας,, όπως φαίνεται στη παρακάτω φωτογραφία, (φωτ. 6)
Φωτοπλημμύρισε τελείως ο χώρος και οι φωτογραφίες έδιναν την εντύπωση πως είχαν τραβηχτεί μέρα μεσημέρι, μάλιστα μπορώ να πω ότι ήταν πιο καθαρές οι φωτογραφίες από αυτές που τραβιούνται στο φως του ήλιου,, αφού όπως προαναφέρθηκε ο χώρος είναι σκιερός από τα πολλά δέντρα και τους ψηλούς μονολιθικούς βράχους, (φωτ. 7)
Επί πέντε χρόνια, αν και πολλές φορές τις είχα δει, απέτυχα να φωτογραφήσω τις γνωστές, μπλε, κίτρινες και κόκκινες σφαίρες νύχτας, (βλ. «Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ» , Γ. Καλογεράκη, σελ. 248) .Η παρέα της Λάρισας φαίνεται πως κουβαλούσε μαζί της την εύνοια των Θεών και το κατάφεραν. Οι σφαίρες επιτέλους φωτογραφήθηκαν και αυτοί που το πέτυχαν μπορούν να αισθάνονται ιδιαίτερα ευτυχείς, (φωτ. 8)
Η παρέα της Ξάνθης φαίνεται πως με τη φλόγα της ψυχής και του χαρακτήρα τους συγκίνησαν, τους ουράνιους ώστε να δώσουν δείγματα της παρουσίας τους. Λίγο πιο πάνω από την δέση των μπλε σφαιρών εστίασαν τον φακό της μηχανής τους και άρχισαν να φωτογραφίζουν. Όλο το φως του χώρου συμπυκνώθηκε, στην αινιγματική σφαίρα που λέγεται Ήλιος του Μεσονυκτίου. Όταν τον φωτογράφιζαν η μηχανή απεικόνισε το θέαμα που δεν έβλεπαν τα μάτια τους. (φωτ. 9)
Τόσο στο Περού όσο στο Μεξικό και την Αίγυπτο, ο Ήλιος του Μεσονυκτίου, φαίνεται στην φωτογραφία χωρίς να τον βλέπει το ανθρώπινο μάτι, εκτός αυτών που είναι αρκετά υποψιασμένοι. Γιατί συμβαίνει αυτό δεν μπορώ να το εξηγήσω....
Αυτά και άλλα περίεργα συμβαίνουν γύρω μας που περνούν απαρατήρητα.
Έφτασε πλέον το πλήρωμα του χρόνου ν’ αρχίσουμε να ψάχνουμε τα ερείπια των ναών μας και να πάρουμε τα μηνύματα των Ελλήνων προγόνων μας, που τους ξερίζωσε η χριστεπώνυμη λαίλαπα του ασιατισμού και της βαρβαρότητας. Οποίος ψάχνει είναι βέβαιο ότι θα βρει. Καιρός πια ν’ αναστηλώσουμε τα λευκά μαρμαρά μας και να στείλουμε για άλλη μια φορά το παγκόσμιο μήνυμα του Ελληνικού στοχασμού και της ελευθερίας.
Μυθοπλάστης: Γεράσιμος Καλογεράκης
Απάντηση: Εδώ
Βίντεο: Μέγεθος 223 Kb - Διάρκεια: 1΄47΄΄ Για να βρούμε την φιλοσοφία την Ελληνική θα πρέπει να λειτουργήσουμε την αρχή της φιλοσοφίας που είναι το «θαυμάζειν» και το «ερωτάν», δηλαδή θα πρέπει να βγάλουμε το νου μας από τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες μέσα στον οποίο τον έχουμε βουτήξει τα 2000 τελευταία χρόνια, και ελεύθερος ο νους από τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες, τότε μόνο μπορεί να καταλάβει, εεε... την απορία που πρέπει να έχει ένας ελεύθερα σκεπτόμενος άνθρωπος και να ερευνά, πάντοτε να ερευνά όλα αυτά που είδαμε [Τα Μυστικά των Αρχαίων], γιατί όλα αυτά δεν έχουν ποτέ μια τελεία. Συνεχώς όπως και οι αριθμοί, εεε... μπορούν να προσθέσουν ένα αριθμό και να τον αυξήσουμε έτσι και οι ιδέες έχουν βαθύτερη κατανόηση. Εκείνο όμως που θα ήθελα να πω ακόμη πιο πρακτικά είναι ότι, εεε... ξέρετε όταν γεννήθηκε ο Απόλλωνας στην Δήλο, τον γέννησε η μητέρα του η Λητώ, πρώτα γέννησε την Αρτέμιδα, έτσι λέει η μυθολογία μας, ή η θεομυθεία μας όπως λέει και ο Πλάτωνας. Πρώτα γέννησε την Αρτέμιδα και η Αρτέμιδα βοήθησε την μητέρα της να ξεγεννήσει το Απολλώνειο Φως. Προηγείται δηλαδή το φως της Σελήνης, της καθάρσεως της Αρτέμιδος αν θέλετε, άρα λοιπόν και για να καταλάβουμε αυτά τα πράγματα αφού απαλλαγούμε από προλήψεις και δεισιδαιμονίες, θα πρέπει να απαλλαγούμε και από τα ίδια μας τα πάθη...., γιατί τα πάθη τυφλώνουν. (Αναστασάκης Ραδάμανθυς)
-Και για το ορφικό CD, ... θα μας το εξηγήσει ο κ. Χρυσάνθης, πολλοί μας ρωτάνε που θα το βρούνε, αυτό που μας [....] για τους Ορφικούς ύμνους πριν από λίγο που μας δείξατε. (δημοσιογράφος)
-Ναι, στην οδό Στουρνάρη 57, στον Γ΄ Όροφο είναι το Ιδεοθέατρον που κάθε Σάββατο απόγευμα έχουμε Πλατωνικά μαθήματα και Τετάρτες έχουμε Πυθαγόρα και εκεί έχουμε και κάποιο δικό μας....Σάββατο στις 18:30 έχουμε Πλατωνική Θεολογία, Στουρνάρη 57 στον Γ΄ Όροφο. (Πηγή: Τηλεοπτικός Σταθμός Alter, Οι Πύλες του Ανεξήγητου, Σάββατο 18/02/06)
Μυθοπλάστης: Αναστασάκης Ραδάμανθυς
Απάντηση: Εδώ
Η αναβίωση της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας, Γιάννης Σπυρόπουλος, Ρ. Αναστασάκης, Μ. Βερέττας, Μ. Δημόπουλος, Μ. Καλόπουλος. Μ. Κιουλαφά, Π. Μαρίνης, Χ. Μήνη, Στ. Μυτιληναίος, Γ. Σπυρόπουλος, Ο. Τουτουνζή, Γ. Τσαγκρινός, Εισαγωγή Εύα Αυλίδου, Εκδόσεις Αρχέτυπο, Έκδοση Α΄ Απρίλιος 2002, Θεσσαλονίκη
Μυθοπλάστες: Γιάννης Σπυρόπουλος, Ρ. Αναστασάκης, Μ. Βερέττας, Μ. Δημόπουλος, Μ. Καλόπουλος. Μ. Κιουλαφά, Π. Μαρίνης, Χ. Μήνη, Στ. Μυτιληναίος, Γ. Σπυρόπουλος, Ο. Τουτουνζή, Γ. Τσαγκρινός
Απάντηση: Το νεοπαγανιστικό κίνημα της Ελλάδας διατείνεται πως «αναβιώνει» την αρχαία θρησκεία, έστω και αν παράλληλα η ομιλία ή η πένα των ίδιων συγγραφέων περί της «Αναβίωσης» υποστηρίζει πως «όριο είναι ο νόμος» (1) και πως «η έκσταση στα αρχαιοελληνικά Μυστήρια είναι σίγουρο ότι επεβοηθείτο από ψυχοδηλωτικές ουσίες» (2) και δηλαδή από ναρκωτικά.
1. Αν «όριο είναι ο νόμος» τότε δεν μπορεί να υπάρξει καμιά πραγματική «αναβίωση της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας», εφόσον η χρήση των ναρκωτικών ουσιών και δηλαδή του «L.S.D.» απαγορεύεται και διώκεται από τον σημερινό (2006) νόμο ποινικά στην Ελληνική πολιτεία.
2. Αν πάλι όσα λέγονται περί αρχαίων «L.S.D.» δεν αληθεύουν, τότε οι διδασκαλίες εκείνων που ανάλαβαν να «αναβιώσουν» αρχαίες θρησκείες ή πάθη των ανθρώπων και θεών, είναι κάλπικες και δεν υπάρχει τίποτα που αναβιώνουν, αλλά αντίθετα δημιουργούν νέες και πολυπληθείς παγανιστικές σέχτες.
Σημειώσεις
1. Βίντεο. Μέγεθος: 36Kb - Διάρκεια: . Όριο είναι ο νόμος. Εάν οποιαδήποτε αναβίωση, ελληνική ή ξένη, Ζωροαστρισμού ας πούμε, θέλει να αναβιώσει οτιδήποτε. μπορεί να το κάνει αρκεί να τηρεί νόμους. (Πηγή: Καλόπουλος Μιχάλης, Εκπομπή «Χωρίς Μοντάζ ΙΙ», Σάββατο 07/02/2004)
2. Επίσης ο Αρλεκίνος σε ένα δεύτερο επίπεδο σημαντικής πρέπει να έχει σχέση με το «ἀρλός», που προέρχεται από το «ἦρα», αρχ. «αἶρα» (=το ζιζάνιο του σιταριού, όπως επίσης στάχυ και άχυρο). Αυτή η πληροφορία θα μας βοηθήσει να μπούμε στην «ψυχή» μιας άλλης φιγούρας, του Παλιάτσου, που στην ουσία ξεκινά την καριέρα του στα καρναβάλια σαν αχυράνθρωπος. Εδώ οι υποψίες μας, ότι όλα αυτά τα παράσιτα-άρλα του σιταριού μπορεί να έχουν σχέση με την Ερυσιβώδη όλυρα, που είναι το παράσιτο που χρησιμοποιούσαν στα αρχαία ελληνικά Μυστήρια σαν ψυχεδελική ουσία και που σήμερα είναι γνωστή σαν L.S.D., έχουν κάποια βάση. Άλλωστε η έκσταση στα αρχαιοελληνικά Μυστήρια είναι σίγουρο ότι επεβοηθείτο από ψυχοδηλωτικές ουσίες. Ίσως αυτό να δικαιολογεί μια μορφή «τρέλας» που καταδιώκει όλες αυτές τις φιγούρες του καρναβαλιού, μπορεί να είναι μνήμες από τα παλιά. Όμως εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι η λήψη ψυχοδηλωτικών στην αρχαία Ελλάδα γινόταν μόνο μια φορά στην ζωή του ανθρώπου, όταν εμυήτο, και οποιαδήποτε άλλη χρήση θεωρείτο ύβρης. Στις γιορτές και τα πανηγύρια το κέφι ανέβαινε με άλλους τρόπους. (Πηγή: Γεώργιος Τσαγκρινός, Περιοδικό Ιχώρ, τεύχος 6, άρθρο «Διονυσιακές Μυστηριακές παραδόσεις στα σύγχρονα καρναβάλια», σσ. 11 -12)
Μελετώντας λοιπόν την θεογονία με τις Τιτανομαχίες, τις Γιγαντομαχίες, από εκείνη όμως την θέση που επιτρέπουν τα σύγχρονα τεχνολογικά και επιστημονικά κριτήρια, θα δούμε ότι είναι σχεδόν αδύνατον, να παραβλέψουμε ότι η πανάρχαια πληροφορία η οποία έφτασε σε εμάς ως μύθος, μας διηγείται ουσιαστικά γεγονότα και καταστάσεις όπως εκείνοι οι πόλεμοι, οι οποίοι δεν συνέβησαν μέσα στην φαντασία του συγγραφέα, αλλά συνέβησαν πραγματικά και αφορούν γιγαντιαίες συγκρούσεις δυνάμεων, τις οποίες σήμερα εμείς θα τολμούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως παγκόσμιες, πυρηνικές ή και διαστημικές!
Στην αρχαία ιστορία λοιπόν πολλών λαών, είναι καταγεγραμμένη με τον ανάλογο τρόπο πάντα, η ίδια πληροφορία η οποία δηλώνει την τότε ύπαρξη ενός τουλάχιστον πολιτισμού που περιγράφεται με υπερτεχνολογικές δυνατότητες, ίχνη του οποίου ίσως να μην υπάρχουν σήμερα μόνο μέσα στον γραπτό ή τον προφορικό λόγο, αλλά και σε εκείνον τον τόπο, όπου η πολιτισμική διάβρωση δεν μπόρεσε να εξαφανίσει. Δηλαδή στο διάστημα!
Παρακολουθώντας λοιπόν τις παρακάτω περιγραφές, ως σημαντική πληροφορία, μπορούμε να αντιληφθούμε την ύπαρξη εκείνου του πολιτισμού, με όλα τα τεχνολογικά του θαύματα, τα οποία μέχρι σήμερα διεκδικούσαν την ταυτότητα της φαντασίας και του παραμυθιού, επειδή οι καταγραφείς της ιστορίας τους στερούνταν το συγκριτικό μέγεθος το οποίο παρέχει η σημερινή εποχή. (Πηγή: Ελευθέριος Σαραγάς, περιοδικό Ιχώρ, τεύχος 14, άρθρο «Ο Γίγας Παλλάς το Παλλάδιον και η Παλλάς Αθηνά», σσ. 71-72)
ΗΣΙΟΔΟΥ ΘΕΟΓΟΝΙΑ
Σήμερα μεταξύ των αρχαίων αγαλμάτων της Αθηνάς συμπεριλαμβάνονται και εκείνα τα αγάλματα της τα οποία αποκαλούνται Παλλάδια...
Πίστευαν ότι τα Παλλάδια έπεφταν από τον ουρανό, και ότι το αληθινό ήταν ένα, το οποίο κατασκεύασαν και φιλοτέχνησαν η ίδια η Αθηνά μαζί με τον Δία, ενώ όλα τα άλλα ήταν αντίγραφα παρά το γεγονός ότι διατηρούσαν τις ιδιότητες του αυθεντικού. Πάντα γίνονταν πολύς αγώνας ώστε να αποκτηθεί κάποια πόλη Παλλάδιο, έτσι λοιπόν τα τιμούσαν ιδιαίτερα.
Ο Οδυσσέας και ο Διομήδης άρπαξαν κρυφά το Παλλάδιο το οποίο υπήρχε στην Τροία, δώρο που έριξε ο Ζευς σ’ αυτήν ώστε να έχει την προστασία του, κάνοντας τους Τρώες να ανησυχούν για την τύχη τους...
...Η πεποίθηση ότι το Παλλάδιο το έστελνε ο Δίας από τον ουρανό, δηλαδή ότι αυτό έπεφτε από τον ουρανό, κατ’ επέκταση ότι αυτό ερχόνταν από το πουθενά, δηλώνει σε εμάς ότι αυτό είχε την ιδιότητα να εμφανίζεται και να υλοποιείται εκ του μηδενός!
Φαίνεται πάλι ότι δεν είναι τυχαίο ότι η θεά Παλλάδα Αθηνά είχε την ιδιότητα να παρουσιάζεται!
...η ιδιότητα αυτή της Παλλάδος Αθηνάς, να παρουσιάζεται, έχει άμεση σχέση με την ιδιότητα που είχε το Παλλάδιο να εμφανίζεται εκ του μηδενός, κάτι το οποίο καταγράφηκε στην ιστορία του μύθου, ως πτώση από τον ουρανό. (Πηγή: Ελευθέριος Σαραγάς, περιοδικό Ιχώρ, τεύχος 14, άρθρο «Ο Γίγας Παλλάς το Παλλάδιον και η Παλλάς Αθηνά», σσ. 71-72)
Μυθοπλάστης: Ελευθέριος Σαραγάς
Απάντηση: Εδώ
Βέβαια η ιστορία της επίθεσης εναντίον της Φύσης είναι πολύ παλαιότερη κι έχει διαβρώσει τον ψυχισμό δισεκατομμυρίων ανθρώπων εδώ και 16 τουλάχιστον αιώνες. Η ιστορία, δηλαδή, αυτή ξεκινά από την εποχή όπου μια συμμορία πραξικοπηματιών κατέλαβε την εξουσία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και επέβαλλε μια εχθρική προς την Φύση θρησκευτική ιδεολογία.
Οι φαιοφόροι αυτοί πραξικοπηματίες διακήρυξαν το μίσος εναντίον της Φύσης διαδίδοντας την ανεδαφική και απατηλή θεωρία ότι, δήθεν, κάπου «στον ουρανό» υπάρχει μια... «αιώνια ζωή», απείρως ανώτερη από τούτην εδώ που όλοι γνωρίζουμε. Διακήρυξαν, λοιπόν, την περιφροσύνη προς αυτήν την ζωή και ρποφήτεψαν το επερχόμενο καταστροφικό τέλος της. Κατατρομοκράτησαν δισεκατομμύρια ανθρώπων και επωφελήθηκαν ως τέλειοι απατεώνες του επιχειρήματος ότι εάν κανείς «πιστέψει» στα κυρήγματά τους θα αποκτήσει την «αιώνια ζωή».
Οι καταστροφολάγνοι αυτοί κύριοι κατάφεραν με τις σφαγές και την τρομοκρατία, να αναδειχθούν μέσα σε 15 αιώνες ως οι πολυποίκιλοι εκπρόσωποι της κυρίαρχης τρικέφαλης «θρησκείας» της Οικουμένης (Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ισλαμισμός) και σε όλη την διάρκεια της εγκληματικής δράσης τους καταπολέμησαν μετά μανίας κάθε φυσική λαϊκή θρησκεία, θεμελιωμένη στην αγάπη της Φύσης και της ζωής.
Το πρώτο και μέγιστο θύμα τους υπήρξε, ως γνωστόν, η αρχαία Ελληνική Θρησκεία και οι φορείς της, δηλαδή οι απλοί Έλληνες που συνήθιζαν να λατρεύουν την Φύση και την ζωή κατά τρόπο ποιητικό, καλαίσθητο, φιλοπάτριδα, φιλοσοφικό και απέραντα ανθρώπινο. (Πηγή: Η αναβίωση της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας, Ρ. Αναστασάκης, Μ. Βερέττας, Μ. Δημόπουλος, Μ. Καλόπουλος. Μ. Κιουλαφά, Π. Μαρίνης, Χ. Μήνη, Στ. Μυτιληναίος, Γ. Σπυρόπουλος, Ο. Τουτουνζή, Γ. Τσαγκρινός, Εισαγωγή Εύα Αυλίδου, Εκδόσεις Αρχέτυπο, Έκδοση Α΄ Απρίλιος 2002, Θεσσαλονίκη, σσ. 59 - 60)
Μυθοπλάστης: Μάριος Βερέττας
Απάντηση: Εδώ
Σημειώσεις για την ενότητα «Μυστηριακές Θρησκείες»
Σημειώσεις για την ενότητα «Ναρκωτικά στις αρχαίες θρησκείες»
Σημειώσεις για την ενότητα «Τοτεμισμός»
Σημειώσεις για την ενότητα «Ανιμισμός»
Σημειώσεις για την ενότητα «Φετιχισμός»
...Τα μυστήρια του Μίθρα απαιτούν προς κατανόηση αυτών την γνώση της μασδαϊκής θρησκείας και κοσμοθεωρίας. Αυτή διέπεται υπό της αρχής της διαρχίας, εφ’ όσον αντιπαραβάλλει εναντίων αλλήλων δύο αρχές, την του αγαθού, αντιπροσωπευομένη υπό τον Ωρομάσδη και των αγγέλων αυτού, και την του πονηρού, την εκπροσωπεί ο Αρειμάν και τα εις αυτόν υποτελή πνεύματα. Μεταξύ των δύο τούτων θεοτήτων τελείται διαρκής άγων, του οποίου μετέχει η τε άψυχος και η έμψυχος φύσις (5) και του οποίου σύμβολα είναι το σκότος και το φως, χρήσιμα και επικίνδυνα ζώα (λ. χ. σκορπιός και κύων), καθαρά και ακάθαρτα κτλ.
...Ο ταύρος συλλαμβάνεται τη βοηθεία του ηλίου υπό του Μίθρα και μεταφέρεται εις σπήλαιο. Εντεύθεν καλείται ούτος «Βουκλόπος θεὸς» (πρβλ. και «Μύστα βοοκλοπίης»), Αλλ’ ο ταύρος διαφεύγει εκ του σπηλαίου, την δε δραπέτευση αυτού αναγγέλλει στον Μίθρα ο ήλιος διά του κόρακα. Ο Μίθρας κατορθώνει να συλλάβει αυτόν εκ νέου και θανατώνει αυτόν βοηθούμενος υπό του ηλίου. Εκ του σώματος τώρα του ταύρου γεννώνται τα φυτά (πρβλ. ουρά ταύρου εν τέχνη περατουμένη σε στάχυ), παρά τις προσπάθειες των ζώων του πονηρού, του σκορπιού, του μύρμηκα και του όφη.
Η παρουσία «κακών ζώων» στον παγανισμό, δίδει το προβάδισμα στον τελευταίο περί των «κακών αιρέσεων» και απομακρύνει τις ολοκληρωτικές φυσιολατρικές θεωρήσεις του αρχαίου κόσμου που εκφέρουν ψευδώς χιλιάδες φορές οι νεοπαγανιστές ηγήτορες από το νου του αμερόληπτου μελετητή. Άλλωστε και ο Απόλλων πολλές φορές εκκαλείτο από τους αρχαίους Έλληνες πιστούς, για να βοηθήσει εις την εξόντωση ακριδών οι οποίες ενέπιπταν εις τους Ελληνικούς αγρούς και προκαλούσαν καταστροφές. Αυτό το προβάδισμα του παγανισμού προς την κατεύθυνση της ηθικής ενοχοποίησης της φύσης, μοιάζει με τις θεωρήσεις των αιρετικών λατίνων και τα «δικαστήρια των ζώων», υπό την επήρεια των «φιλοσοφικο-θεολογικών αερολογιών» του διαβασμένου Θωμά του Ακινάτη. Σημαντικό εδώ να προστεθεί το ότι σύμφωνα με την Ορφική διδασκαλία η διαφορετικότητα του κόσμου π.χ. ζώα, φυτά, αστέρες κ.ο.κ. (Παν) που δεν παρουσιάζεται με την μορφή του Ενός (Εν), οφείλεται εις τις αμαρτίες, οι οποίες αφού ξεπεραστούν οδηγούν και πάλι εις το Εν (Εν το Παν).
Η εύνοια, της οποίας απέλαυε επισήμως η λατρεία της Κυβέλης και του Άττι, ανάγκασε άλλες ανατολικές θρησκείες να επιζητήσουν την μετ’ αυτής ένωση· συνέπεια τούτου ήταν η απορρόφηση πολλών μικρασιατικών θεών υπ’ αυτής...
Πολλές φορές οι νεοεθνικοί έχουν κατηγορήσει τον Χριστιανισμό για την αντικατάσταση λ.χ. των Κρονίων από τα Χριστούγεννα. Κι όμως ο χριστιανισμός είναι εντελώς διαφορετική θρησκεία από τον παγανισμό, με συνέπεια οιαδήποτε «πνευματική κόντρα» μεταξύ των «δύο» να είναι πέρα για πέρα κατανοητή. Εκείνη που είναι ακατανόητη είναι η προκλητική στάση των νεοπαγανιστών όταν κλείνουν τους οφθαλμούς τους και δεν αντιλαμβάνονται ότι τέτοιες αντιπαλότητες έχουν συμβεί μέσα στην διαφορετικότητα του δικού τους θρησκευτικού ρεύματος, το οποίο παρουσιάζουν ως κάποιο «ενιαίο σύνολο» που θα αναβιώσει. Όπως ο Χριστιανισμός παρουσιάζει αιρέσεις και αντιπαλότητες, το αυτό ο παγανισμός παρουσιάζει ανάλογες, οι οποίες ως θρησκευτικά ρεύματα αδιαφορούν παντελώς για το αν «χαθεί» ο δείνα ή ο τάδε «ελληνοπαράδοτος», θεός, δαίμονας, έθιμο και παράδοση. Συνέπεια τούτου είναι πως οι νεοπαγανιστές ηγήτορες οφείλουν να κατηγορήσουν πρώτα από όλα τα δικά τους θρησκευτικά ρεύματα και σέχτες για εξαφάνιση μέρους του «ελληνικού πολιτισμού», παρά μόνο τον, υποκριτικά και υπό κροκοδείλια κλάματα στρουθοκαμηλίζοντας, Ορθόδοξο Χριστιανισμό.
Τοιουτοτρόπως αφ’ ενός μεν έχουμε βρώση και πόση του θεού, Ιερούς γάμους, μουσική, χορό, άσκηση κττ., αφ’ ετέρου δε έκσταση διά τούτων επιφερομένη συγκέντρωση και θεωρία, ήτις εξικνείται μέχρι της μυστικοπαθούς φιλοσοφικής διανοήσεως (βλ. λ. μυστηριακές θρησκείες). Δια της τελευταίας ταύτης υψώνεται ο μυστικισμός σε κοσμοθεωρία· ως τοιαύτη δε φέρει χαρακτήρα μονιστικό ή πανθεϊστικό. Ο κόσμος εμφανίζεται ως τέλειος και απαρτισμένος οργανισμός, στον οποίο η θεία ζωή αναπτύσσεται εκ του Ενός στο Παν, για να επιστρέψει πάλι στο ένα. Της μυστικίζουσας ταύτης κοσμοθεωρίας χαρακτηριστικός εκπρόσωπος είναι πλην πολλών άλλων ο Σέλλιγγ, εκφράζεται δε αυτή και κατά κοινό τρόπον υπό των εκπροσωπούντων αυτήν φιλοσόφων δια του ύφους της γλώσσης και της συντάξεως καθόλου των λέξεων. Συνδέουν δηλαδή αυτοί, ως παρατήρησε ο Λάϊζεγκαγκ, αντιθέσεις σε μία αλυσίδα εννοιών, η οποία επιστρέφει στην αρχή αυτής, στην πρώτη έννοια. Λ. χ. «Ἓν εἶναι τὸ πᾶν καὶ τὸ πᾶν εἶναι Ἓν». Όπισθεν της μορφής ταύτης υποκρύπτεται ιδία λογική και ιδία μορφή νοήσεως, τους νόμους της οποίας διατύπωσε προ τριών ετών ο αυτός Λάϊζεγκαγκ.
...
Επίδραση του πρωτογόνου μυστικισμού παρατηρούμε και στην θρησκεία των Θρακών. Οι λάτρες του Διονύσου, καταλαμβανόμενοι από της επί της ζωής χαράς και δια μεθυστικών ποτών και μανιακών χορών ενισχυόμενοι, πίστευαν ότι είναι ένθεοι, πλήρεις του θεού και ενδύονται ενδύματα παρεμφερή προς τα των ακολούθων αυτού ή οικειούνται το ίδιον αυτού όνομα. Την μετ’ αυτού κοινωνία πίστευαν επίσης ότι κατορθώνουν καταβροχθίζοντας ωμά κρέατα ζώων, τα όποια συμβόλιζαν τον κατ’ αρχάς θηριόμορφο θεό. Το φαινόμενο τούτο επανευρίσκουμε παρά τους Έλληνες, μεταξύ των όποιων διαδόθηκε η θρησκεία του Διονύσου δια της καθόδου των Δωριέων. Η διάδοση εν τούτοις αυτής δεν υπήρξε ευρεία. Η δευτέρα εισβολή των θρακικών μυστηρίων οδήγησε στην ίδρυση θρησκευτικών θιάσων, των ορφικών. Κατά την διδασκαλία της αιρέσεως ταύτης, η πολλότητα των όντων αιτία έχει την αμαρτία· σκοπός δε της Ιστορικής εξελίξεως είναι η επιστροφή στην μία θεία ουσία.
...
Προς τούτοις μετά της ιδίας εκείνης αναπτύξεως και της εις την πρώτη αρχή επιστροφής του κόσμου συνδύασαν μυστικοπαθή μεταφυσική της Ιστορίας, κατά την οποίαν η ιστορία αποτελεί κύκλο, όστις άρχεται από των χρυσών χρόνων, ίνα δια της καταπτώσεως και της παρακμής επαναφέρει τον άνθρωπο στο αρχικό σημείο. Την επαναφορά δε ταύτη πιστεύουν ως απολυτρωτικό έργο, δια του οποίου δίδεται στον αγωνιζόμενο άνθρωπο η ορθή προς τα άνω κατεύθυνση. (Πηγή: Ν. Ι. Λούβαρης, Καθηγητής της Εισαγωγής και της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ιζ΄, σσ. 893 - 898)
Ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία που αγνοούν ή αποκρύβουν κατά κόρον οι λεγόμενοι «νεοπαγανιστές θεολόγοι», είναι η αμαρτία του κόσμου όπως αυτή διαφαίνεται στην αίρεση του Ορφισμού. Σύμφωνα με αυτή την θεολογία η διαφορετικότητα οφείλεται εις την αμαρτία. Αν σκεφτεί κανείς πως από το Εν προκύπτει το Παν λόγω της αμαρτίας, έχει κανείς να κάνει με «προπατορικό αμάρτημα» το οποίο επαναλαμβάνεται σχεδόν αιώνια ή πλήρως αέναα εφόσον την δημιουργία του Ενός ακολουθεί και πάλι η δημιουργία του Παντός , νέα αμαρτία κ.ο.κ. μέχρι ότου δοθεί ένα τέλος ή όχι στους (μεταφυσικούς) κύκλους της ιστορίας.
Αριστερά: Να αποβληθεί η παλαιά διαθήκη από την θρησκεία των Ελλήνων (Πηγή: Περιοδικό Δαυλός, Τεύχος 137, εξώφυλλο)
Δεξιά: Δεν στέκει ο Χριστιανισμός χωρίς την Εβραϊκή Βίβλο (Πηγή: Περιοδικό Δαυλός, Τεύχος 244, εξώφυλλο)
Πρώτοι δε οι προφήτες ήδη προ της αιχμαλωσίας ανέπτυξαν την ιδέα αυτή, και δηλαδή ο Ησαΐας (κεφ. κδ΄ - κζ΄) και ο Ιεζεκιήλ, έπειτα δε διάφοροι ψαλμωδοί (ψαλμοί ιε΄, ιστ΄, οβ΄), ο συγγραφεύς της βίβλου του Ιώβ (ιθ΄ 25 εξ.) και μάλιστα ο Δανιήλ, ο οποίος εξαγγέλλει γενική ανάσταση, δικαίων τε και άσεβων (ιβ΄, 1 κ. έ. και βραδύτερα ο συγγραφεύς του Β΄ βιβλίου των Μακκαβαίων (ζ΄ 9 και ιβ΄ 43). Την ιδέα αυτή βρίσκουμε περαιτέρω αναπτυσσόμενη στη ψευδοαποκαλυπτική γραμματεία (μάλιστα παρά Βαρούχ, Δ΄ Έσδρα, Ενώχ) ως και στη Ραββινική. Ο μεταγενέστερος λοιπόν Παλαιστίνιος ιουδαϊσμός, εξαιρέσει των Σαδδουκαίων (πρβλ. και Μάρκου ιβ΄ 18 εξ., Πράξ. Αποστ. κγ΄ 6-8), μάλιστα δε οι υπό την επίδραση του φαρισαϊσμού διατελούντες κύκλοι, προσδοκούσαν ανάσταση νεκρών μέλλουσα να γίνει προ της κρίσεως, του ελληνίζοντος ιουδαϊσμού της διασποράς αντ’ αυτής πιστεύανε στην αθανασία της ψυχής. Και προς μεν την διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης περί αναστάσεως των νεκρών σχετίζεται η χριστιανική διδασκαλία (περί της οποία βλ. κατωτέρω)· εκ δε της ιουδαϊκής και χριστιανικής εσχατολογίας ηρύσατο την ιδέαν αυτή και ο Μωάμεθ, περί της σχετικής διδασκαλίας του οποίου ο λόγος στο υπ’ αριθ. 76 σούρε του κορανίου.
Τέλος ως προς τις ρίζες τής ούτως ευρέως παραδεδομένης πίστεως στην σωματική των νεκρών ανάστασης σημειώνουμε, ότι αυτές αναζητούνται μεν συνήθως στην θέα της νεκρουμένης και αναζωογονούμενης φύσεως, και των δυόντων και πάλι ανατελλόντων αστέρων, ως και στη παρατήρηση του πολλή εξωτερική ομοιότητα προς τον θάνατον εμφανίζοντος ύπνου, ανομολογείται δ’ όμως υπό ειλικρινών θρησκειολόγων, ότι η τελεία διακρίβωση των ριζών τούτων είναι δυσκολότατη και ήκιστα ασφαλής. Όθεν, ειμή τι άλλο, τουλάχιστον η ομολογία αυτή επιτρέπει εις ημάς να θεωρήσουμε και την ούτως ευρέως διαδεδομένη ιδέαν αυτή ως λείψανο πανάρχαιας και πρωτογόνου θείας αποκαλύψεως, ώσπερ και την ιδέα περί αρχεγόνου μακαριότητας και μετέπειτα πτώσεως του ανθρώπου, περί ζωής μετά θάνατον κ.τ.τ., σπέρματα αναπτυχθέντα υπό το φως της θείας αποκαλύψεως στην Παλαιά και μάλιστα στην Καινή Διαθήκη. (Πηγή: Π.Ι. Μπρατσιώτης, Καθηγητής της Βιβλικής Ιστορίας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Δ΄, σελ. 578)
Οι προσπάθειες των σύγχρονων «διαφωτιστών» αρνητών του Ιησού Χριστού να αποβληθεί η Π.Δ. μέσα από το δόγμα είναι παντελώς αθεολόγητες, αδικαιολόγητες, εθνικιστικές και ναζιστικής πρωτοκαθεδρίας. Οι ίδιοι άλλωστε γνωρίζουν πως με αποβολή της Βίβλου δεν «στέκει ο Χριστιανισμός», συνεπώς είναι και προφανής ο σκοπός των προτάσεών τους: «Ξεκίνα από την κλωστή στην άκρη για να «διαλύσεις» το πλεκτό» της Σωτηρίας.
Ειδικά για το ζήτημα της ανάστασης, αν μπορούσε ποτέ να αποβληθεί η Π.Δ., μια τέτοια ανόητη απόφαση θα οδηγούσε τον Χριστιανισμό στο απλοϊκό επίπεδο άλλων δογμάτων, εφόσον ο πρώτος δεν θα έχανε μόνο τις προφητείες που προανάγγελλαν τον ερχομό του Σωτήρα με συγκεκριμένα εδάφια αλλά και την πρωτοκαθεδρία γύρω από συγκεκριμένα ζητήματα πίστης. Σε αυτή την περίπτωση δηλαδή της ανάστασης, και δια μέσω του συγκρητισμού, ο Χριστιανισμός θα ήταν ακόμη μια θρησκεία της Μεσογείου των Ελληνιστικών χρόνων με τις ίδιες πάνω κάτω επαναλαμβανόμενες ή «κλεμμένες» αναγγελίες της θρησκείας του Μίθρα ή του Ζωροάστρη. Όμως η παρουσία της Π.Δ. στέλνει πολλά χρόνια πίσω τον Χριστιανισμό, ξεπερνώντας έτσι πολλές αφηγηματικές ομοιότητες που επιφέρει ο συγκρητισμός σε διάφορους καλοθελητές «ερευνητές», που θεωρούν πως ο Χριστιανισμός «πήρε ιδέες από άλλους».
Η ιδέα της ανάστασης των ανθρώπων εντοπίζεται σε όλο τον γνωστό κόσμο του πλανήτη Γη, και όχι μόνο στην Μεσόγειο, όπως άλλωστε και η θρησκεία γενικότερα. «Ερευνητές» που νομίζουν πως «ανάσταση» η μία του Χριστού και «ανάσταση» και η άλλη, των άλλων θεών, «άρα» δεν υπάρχει διαφορά, σφάλλουν και πλανιόνται. Διότι ακόμη και αν αφαιρέσει κανείς τις προγενέστερες γραπτές μαρτυρίες της Βίβλου για την ανάσταση των νεκρών δια μέσω των προφητών, βλέπει πως η θρησκεία υπάρχει σε όλο τον πλανήτη και μαζί με αυτήν και η προσδοκία για ανάσταση, συνεπώς δεν μπορεί να ειπωθεί πως η ανάσταση είναι μια ιδέα που η μια θρησκεία πέρασε στην «διπλανή» της άλλη στον χώρο της Μεσογείου, εφόσον εγείρονται προβλήματα τεραστίων αποστάσεων μεταξύ των διαφόρων λαών ανά την υφήλιο. Και αν αυτή η ιδέα υπάρχει και στα πιο απόμακρα σημεία της ανθρωπότητας, αυτό συμβαίνει διότι αυτό επιθυμούσε ο άνθρωπος, όχι αναγκαστικά γιατί ο ένας «έκλεψε» ή επηρέασε τον άλλον. Επιθυμούσε γενικά και παντού ο άνθρωπος να αναστηθεί. Και ο Σωτήρας Ιησούς Χριστός είναι ο Μόνος που κατάφερε και απόδειξε και εκπλήρωσε αυτή την επιθυμία. Κανείς άλλος κατηγορηματικά.
Όσο αφορά τα πρόσωπα γίνεται ασφαλώς κατανοητό πως η ιστορικότητα του προσώπου του Χριστού δια μέσω της αρχαιολογικής σκαπάνης αλλά και της αξιοπιστίας των μαθητών Του, ανάγει το ζήτημα της Ανάστασης Του σε Γόρδιο Δεσμό που δεν κόβεται αποφασιστικά με ένα σπαθί, δίχως να λαμβάνει κανείς υπ’ όψη του όλους σφαιρικά τους παράγοντες. Ο συγκρητισμός είναι γενικόλογος και αρμόζει πραγματικά σε κείνους που αποφασίζουν να ξεμπερδέψουν γρήγορα με αυτά τα ζητήματα, εφόσον ο τομέας της «ειδικότητας» τους είναι σαφώς διαφορετικός.
Εγκυκλοπαίδειες
1. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμοι Δ΄, Θ΄, Ιβ΄, Ιγ΄, Ιζ΄, Ιστ΄, Κγ΄
Βιβλία
1. Ορθοδοξία, Ελληνισμός, πορεία στην 3η χιλιετηρίδα 1966, Ι. Μ. Κουτλουμουσίου, Αγίου Όρους
2. Βλάσης Γ. Ρασσιάς, Ζευς, Συμβολή εις την επανανακάλυψης της Ελληνικής Κοσμοαντίληψης, 2η Έκδοση, Ανοιχτή Πόλη
3. K. Kerenyi, Η Μυθολογία των Ελλήνων, Βιβλιοπωλείον της Εστίας Ιωανν. Δ. Κολλάρου & Σιας Α.Ε., 1995
4. Η αναβίωση της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας, Ρ. Αναστασάκης, Μ. Βερέττας, Μ. Δημόπουλος, Μ. Καλόπουλος. Μ. Κιουλαφά, Π. Μαρίνης, Χ. Μήνη, Στ. Μυτιληναίος, Γ. Σπυρόπουλος, Ο. Τουτουνζή, Γ. Τσαγκρινός, Εισαγωγή Εύα Αυλίδου, Εκδόσεις Αρχέτυπο, Έκδοση Α΄ Απρίλιος 2002, Θεσσαλονίκη
Διαδίκτυο
01. http://www.amazon.com/exec/obidos/tg/detail/-/0802807259/qid=1094813608/sr=8-1/ref=pd_ksr_1/103-1819332-7695831?v=glance&s=books&n=507846
02. http://www.rassias.gr/INSERT.html
03. http://www.ysee.gr/index.php?type=d&f=orchomenos2005
04. http://66.249.93.104/u/pomonaedu?q=cache:2LFsE0xzgVkJ:www.german.pomona.edu/Narcotics.htm+narcotics&hl=en&ie=UTF-8
05. http://www.stain#000066.com/ah.html
06. http://www.resonateview.org/places/writings/toltec/13dawnlight.htm
07. http://www.erowid.org/animals/toads/toads.shtml
08. http://www.elmuseo.org/taino/cohoba.html
09. http://www.erowid.org/plants/anadenanthera/anadenanthera.shtml
10. http://www.erowid.org/plants/morning_glory/morning_glory.shtml
11. http://www.erowid.org/plants/salvia/salvia.shtml
12. http://www.erowid.org/plants/datura/datura.shtml
13. http://www.erowid.org/plants/peyote/peyote.shtml
14. http://www.repubblica.it/2006/05/sezioni/esteri/prtito-dei-pedofili/prtito-dei-pedofili/prtito-dei-pedofili.html
15. http://www.usatoday.com/life/lifestyle/2004-05-25-kabbalah-main_x.htm
16. http://www.t-shirtshopper.com/cgi-bin/show_item.cgi?site=tshirtscom&url=http://images.t-shirts.com/printed/jpegs/ZIO001/large/218.jpg
17. http://en.wikipedia.org/wiki/Ambrosia
Περιοδικά
1. «Corpus, Αρχαιολογία και Ιστορία των Πολιτισμών», τεύχος 40
2. Ιστορικά θέματα, τεύχη 7, 30
3. Ιχώρ, τεύχη 6, 14
4. Δαυλός, τεύχη 137, 244, 259
5. Ελλάνιον Ήμαρ, τεύχος 19
6. Ιχώρ, τεύχος 6
7. Myst, τεύχος 2
Τηλεοπτικοί Σταθμοί
1. Alter, Οι Πύλες του Ανεξήγητου, Σάββατο 18/02/06, Εκπομπή «Χωρίς Μοντάζ ΙΙ», Σάββατο 07/02/2004
Εποπτικά Μέσα
1 Ατλαντίδα, Το χαμένο Βασίλειο, Narration: Lance Henriksen, Executive Producers: Denis Donovan and Lisa Hutchison, Produced and Directed by Lisa Hutchison, Writers: Kevin Kenney and David Katzner, Editor: Ken Paonessa, Produced by Of Like Mind Productions 2004 Discovery Communications, Inc. All rights Reserved, Προσφορά της Εφημερίδας «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία».
Εφημερίδες
1. Το Βήμα, Μ. Πέμπτη 5 Απριλίου 2007
Επιπλέον Βιβλιογραφία
01. J. Leipold, Die Religionen in der Umwelt des Christentums, 1926
02. O. Kern, Die griechischen mysterien der klassichen Zeit, 1927
03. R. Reitzenstein, Die hellenistischen Mysterienreligionen, β΄ έκδοση, 1927
04. Fr. Cumont, Les religions orientales dans l’ empire romain,1909
05. Jachson, Zoroaster, The prophet of ancient Iran, 1892
06. Lehmann, Zarathustra, 1899 - 1902
07. Sanjana, Zarathustra and Zarathustrianism in the Avesta, 1906
08. West, Marvels of Zoroastriniam, 1897, (μετάφραση εκ του Dinnart, βιβλίο της εν διαλέκτου Πελεβί μεταγενέστερης γραμματείας)
09. Rosenberg, Le Livre de Zoroastre, publie et traduit, 1904
10. Tylor, Die Anfaenge der Kultur, 1873
11. Max Mutter, Naturliche Religion, 1890
12. Rohde, Psyche, 7η εκδ.1907
13. Wundt, Vοlkerpsychologie Δ 1,2 1910
14. Thiel, Kompendium der Religionsgeschichte, εκδ. 4η υπό Soederblom, 1912
15. Religion in Gechischte und Gegenwart, τόμος Ι΄ εν λέξη
16. A. Frazer, Totemism 1887
17. Του αυτού, Totemism and Exogamy 1910
18. Marillier, La place du Totemisme dans 1’ Evolution religieuse, 1897
19. Van der Leeuw, Einfoehrung in die Pheanomenologie der Religion, 1925.
20. Mechlis, Die Mystik in der Fulle ihrer Erscheinungsformen, 1926.
21. Jaspers, Psychologie der Weltamchauungen β΄ εκδ. 1922
22. Leisegang, Denkformen, 1928.
23. Lehman, Mystik, 1908.
24. Clemen, Die Mystik nach Wesen, Entwicklung und Bedeutung, 1923.
25. Heiler, Die Bedeutung der Mystik fur die Weltreligionen, 1919.
26. Baek, Ursprung und Anfange der judischen Mystik, 1927.
27. Weber, Christusmystik, 1924.
28. Scweitzer, Die Mystik des Apostels Paulus, 1930.
29. Bousset, Kyrios Christos, β΄ έκδ. 1921.
30. Arseniew, Die Kirche des Morgenlandes, 1926.
31. Butler, Western Mysticism.
32. Berrhart, Die philosophische Mystik des Mittelalters, 1922.
33. Schwarr, Ueber neue Mystik, β΄έκδ. ,1922.
34. Knevels, Brucken zum Ewigen, ζ΄ έκδ., 1929.
35. Bremond, Mysticisme et Poesie, 1927.
36. Erowid.org. Published Jan 1, 2001.
37. Feldman RS, Meyer JS, Quenzer LF. Principles of Pharmacology. Sinauer Associates, Inc. Sunderland, Massachusetts. 1997
38. Schultes RE, Hofmann A, and RŠtsch C. Plants of the Gods. Their Sacred, Healing and Hallucinogenic Powers. Inner Traditions. 1979