ΡΩΜΗ, ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ, ΠΥΡΚΑΓΙΑ,

ΠΑΥΛΟΣ, ΝΕΡΩΝΑΣ ΚΑΙ «ΑΛΗΘΕΙΕΣ»

Η Ρώμη εις τον μύθο είναι αποικία του φυγά της Τροίας Αινεία. Αυτός ο μύθος επαληθεύτηκε κατά κάποιο τρόπο. Ρώμη και Ελλάδα βρίσκονται πλέον πιο κοντά από όσο ποτέ. Άλλωστε εις το ρου της Ιστορίας πάντρεψαν τους πολιτισμούς τους, τόσο εις την περίοδο της μίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας όσο και μετέπειτα με τον χωρισμό της σε Δυτικό και Ανατολικό κράτος  (βλ. Ρωμανία - Βυζάντιο). Οι νεοπαγανιστές και σε αυτόν τον τομέα έχουν εντελώς παράξενες απόψεις για τον εμπρησμό αυτής της πόλης και τα συμπεράσματά τους δεν διαφέρουν από τις δυτικές μυθοπλασίες ανιστόρητων μα ούτε και από αυτού του Νταν Μπράουν, που υποστηρίζει άνευ ουδεμίας ιστορικής απόδειξης, όπως άλλωστε και οι νεοπαγανιστές, πως την Ρώμη την έκαψε ο απόστολος Παύλος. Θεωρίες που εξέθρεψε και ο μυστικιστής  και εσωτεριστής  Robert Ambelain του οποίου τα βιβλία για τον Απόστολο Παύλο πωλούνται αρκετές φορές στα καροτσάκια των πλανοδίων πωλητών. Αυτή η υπόθεση αποτελεί φαντασιοπληξία πλανεμένων που επειδή δεν θέλουν να δεχτούν πως ο Χριστιανισμός διαδόθηκε πολύ γρήγορα, εφευρίσκουν λόγια για να δικαιολογούν την απιστία τους και να πλανεύουν και νεοφώτιστους ή αφώτιστους.

 

 

 

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΕΚΡΩΜΑΪΣΜΟΥ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΝΕΚΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

 

Η παραχώρηση της «ρωμαϊκής πολιτείας» είχε ως αποτέλεσμα να αρχίσουν οι Έλληνες να ονομάζονται «Ρωμαίοι» και ο ελληνικός χώρος Ρωμανία», διαδικασία που ολοκληρώθηκε κατά την Ύστερη Αρχαιότητα. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44, Η ρωμαιοκρατία στον ελληνικό κόσμο, οι σκοτεινές πτυχές μιας μακραίωνης κατοχής, Κωνσταντίνος Μαντάς, Διδάκτωρ Αρχαίας Ιστορίας Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, , σελ. 80)

 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, έχουν οι κοινωνιολογικές παρατηρήσεις της ιδίως όταν συγκρίνει ανάγλυφα πορτραίτα Ελλήνων από την επαρχία της Ασίας με  αποσπάσματα έργων του Δίωνα Χρυσοστόμου και του Φιλοστράτου που επέκριναν την τάση των Ελλήνων για εκρωμαϊσμό, π.χ. η ελληνική μόδα απαιτούσε να έχουν οι ενήλικοι άνδρες γενειάδα, ενώ οι Ρωμαίοι ξυρίζονταν. Έτσι, λοιπόν, μια φαινομενικά ασήμαντη λεπτομέρεια στην εξωτερική εμφάνιση των ανδρών θεωρήθηκε ότι καθόριζε το αν κάποιος ήταν υπέρ της διατήρησης της ελληνικής ταυτότητας ή όχι! Ο Δίων Χρυσόστομος σε έναν λόγο του επαινεί τους άνδρες μιας μικρής ημιεξελληνισμένης πόλης στη Βιθυνία διότι οι περισσότεροι εξακολουθούσαν να έχουν μακριά μαλλιά και γένεια, όπως οι ομηρικοί ήρωες (23). Επίσης, ο Φιλόστρατος κατέγραψε την απογοήτευση του Απολλώνιου Τυανέως για το γεγονός ότι οι Λακεδαιμόνιοι της περιόδου της Βασιλείας του Αδριανού (117-138 μ.Χ.) είχαν αποκτήσει «θηλυπρεπή» εμφάνιση (ξυρισμένο πρόσωπο, απαλά πόδια, ανάλαφρη ενδυμασία, χρήση κοσμημάτων) (24). Ακόμη πιο σοβαρή είναι η κριτική από τον Απολλώνιο της τάσης των Ελλήνων της Ιωνίας να εγκαταλείπουν τη χρήση των κλασικών ελληνικών ονομάτων και να υιοθετούν ρωμαϊκά (25).

Η σύγκριση, όμως, με τις μορφές ανδρών και γυναικών σε επιτύμβιες στήλες από τη Μ. Ασία αποδεικνύει ότι η ανιαρή ηθικολογία των λογίων δεν έβρισκε «λαϊκό έρεισμα». Οι άνδρες ξύριζαν το πρόσωπο τους και τόσο αυτοί όσο και οι γυναίκες υιοθετούσαν κομμώσεις ρωμαϊκού τύπου. Τα υλικά οφέλη του εκρωμαϊσμού σαφώς και βάρυναν περισσότερο στη συνείδηση του μέσου ανθρώπου από την προσήλωση στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας.

Ορισμένες επιγραφικές πηγές, όμως, δείχνουν ότι τα μέλη των τοπικών αριστοκρατιών επέμεναν να συνδυάζουν τον ρωμαϊκό κοσμοπολιτισμό με το αίσθημα της τοπικής υπερηφάνειας. Σε μια επιτύμβια επιγραφή του 3ου αιώνα μ.Χ. από τη Σεβαστόπολη του Πόντου ένας ποντάρχης τιμά τη μνήμη της συζύγου του, της αρχιέρειας Κεσσελλίας Μάξιμας Αμαζονίδας, η οποία έφερε τον τίτλο της «ματρώνας στολάτας». Ο σχολιασμός της επιγραφής από τον T.B. Mitford επισημαίνει ότι η παράδοση τοποθετούσε τη γη των Αμαζόνων στην πεδιάδα του ποταμού Θερμόδοντα, κοντά στην πατρίδα της αρχιέρειας, η οποία φαίνεται ότι ήταν υπερήφανη τόσο για το ρωμαϊκό όνομα και τον τίτλο της, όσο και για την πατρίδα της, την οποία τίμησε μέσω του ελληνικού ονόματος της («Αμαζών») (26). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44, Η ρωμαιοκρατία στον ελληνικό κόσμο, οι σκοτεινές πτυχές μιας μακραίωνης κατοχής, Κωνσταντίνος Μαντάς, Διδάκτωρ Αρχαίας Ιστορίας Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, , σελ. 80)

 

 

 

 

 

 1.

 

 

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΡΩΜΗ

 

 

2.

 

Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

 

 

3.

 

 

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΝΙΚΟΥ

 

4.

 

 

Η ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟ

 

5.

 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

 

 

6.

 

 

ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΟΝ ΡΩΜΑΪΚΟ ΣΤΡΑΤΟ

 

7.

 

ΝΕΟΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΕΣ ΑΠΑΤΕΣ

 

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΕΚΑΨΕ ΤΗΝ ΡΩΜΗ

(Τζάνη Μαρία, τηλεοπτικός σταθμός Alter, 2003)

(Δαυλός, τεύχος 155)

 

ΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΑΝΕ ΤΗΝ ΟΛΥΜΠΙΑ

(Δημήτρης Ι. Λάμπρου, Περιοδικό Δαυλός, 229, 230)

 

 

8.

 

 

ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

 

9.

 

 

ΠΗΓΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ

 

 

 

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

 

 

ΙΤΑΛΙΑ.

ΝΕΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΥΝ ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΗΣ ΙΔΡΥΣΗΣ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

 

 

Αριστερά: Ο μύθος της Λύκαινας που θηλάζει τον Ρωμύλο και τον Ρώμο, σε πίνακα του Ρούμπενς. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, Αρχαιολογικά Νέα, Τσάο Στέβολι (Tsao Cevoli) Αρχαιολόγος -Δημοσιογράφος. Απόδοση: Βιολέττα Ζεύκη Αρχαιολόγος μεταφράστρια, τεύχος 70, σελίδα 11)

Δεξιά: Ο αρχαιολόγος Αντρέα Καραντίνι, στον οποίον οφείλουμε την ανακάλυψη σχετικά με τις απαρχές της Ρώμης (Πηγή: Περιοδικό Corpus, Αρχαιολογικά Νέα, Τσάο Στέβολι (Tsao Cevoli) Αρχαιολόγος -Δημοσιογράφος. Απόδοση: Βιολέττα Ζεύκη Αρχαιολόγος μεταφράστρια, τεύχος 70, σελίδα 11)

 

Η φυγή του Αινεία από τη φλεγόμενη Τροία, η πολυπόθητη νύκτα κατά την οποία οι αρχαίοι Έλληνες κατάφεραν να κυριεύσουν την πόλη του Πριάμου χάρη στο τέχνασμα του «Δούρειου Ίππου» του Οδυσσέα, ο μύθος των δίδυμων αδελφών Ρωμύλου και Ρώμου τους οποίους θήλασε η λύκαινα: αυτοί είναι μερικοί μόνο από τους μύθους που οι αρχαίοι Έλληνες και οι Λατίνοι συγγραφείς μάς κληροδότησαν σχετικά με την ίδρυση της Ρώμης. Πρόκειται, όμως, για φανταστικές ιστορίες ή μήπως κρύβουν και κάποια ιστορικά γεγονότα που αργότερα πέρασαν στη σφαίρα του μύθου;

Μέχρι πρόσφατα οι ιστορικοί θεωρούσαν ελάχιστα αξιόπιστους τους μύθους που αφορούν την ίδρυση της Ρώμης, καθώς απουσίαζαν οι ανάλογες αρχαιολογικές ενδείξεις. Σήμερα, όμως, όλα αλλάζουν χάρη στις εξαιρετικές ανακαλύψεις μιας ομάδας αρχαιολόγων υπό τη διεύθυνση ενός από τους πιο σημαντικούς Ιταλούς αρχαιολόγους και ενός από τους μεγαλύτερους ειδικούς στη Ρωμαϊκή Αρχαιολογία παγκοσμίως, του Αντρέα Καραντίνι (Andrea Carandini), καθηγητή Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο «Λα Σαπιέντσα» (La Sapienza) της Ρώμης.

 

Άποψη του αρχαιολογικού χώρου του Παλατίνου λόφου και της ρωμαϊκής Αγοράς (Πηγή: Περιοδικό Corpus, Αρχαιολογικά Νέα, Τσάο Στέβολι (Tsao Cevoli) Αρχαιολόγος -Δημοσιογράφος. Απόδοση: Βιολέττα Ζεύκη Αρχαιολόγος μεταφράστρια, τεύχος 70, σελίδα 11)

 

Σύμφωνα με τον μύθο, ο Αινείας, αφού διέφυγε από την Τροία, κατέληξε στις ακτές του Λατίου, όπου και ίδρυσε τον πρώτο πυρήνα του μελλοντικού ρωμαϊκού πολιτισμού. Μετά τον Αινεία βασίλευσε για πέντε ολόκληρους αιώνες η δυναστεία των Αλβανών βασιλέων, η οποία εγκαινιάσθηκε από τον γιο του Ιουλο και κατέληξε στον Νουμήτορα, πατέρα της Ρέας Σιλβίας, μητέρας του Ρωμύλου και του Ρώμου. Ο Ρωμύλος, στη συνέχεια, έμελλε να είναι ο ιδρυτής της Ρώμης.

Η παραδοσιακή χρονολογία της ίδρυσης της Ρώμης που παραδίδουν οι αρχαίοι συγγραφείς αντιστοιχεί στις 21 Απριλίου του 753 π.Χ. του δικού μας ημερολογίου. Από την ημερομηνία της «ίδρυσης της Πόλης» (ab Urbe condita, όπως έλεγαν χαρακτηριστικά οι Λατίνοι), οι Ρωμαίοι υπολόγιζαν τα έτη, όπως έπρατταν και οι αρχαίοι Έλληνες με αφετηρία την ημερομηνία της πρώτης Ολυμπιάδας (776 π.Χ.).

 

Γλυπτό σύμπλεγμα που παριστά τη φυγή του Αινεία, του Αγχίση και του Ασκάνιου από την Τροία. Έργο του γλύπτη Τζιαν Λορέντζο Μπερνίνι, 1618 περίπου. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, Αρχαιολογικά Νέα, Τσάο Στέβολι (Tsao Cevoli) Αρχαιολόγος -Δημοσιογράφος. Απόδοση: Βιολέττα Ζεύκη Αρχαιολόγος μεταφράστρια, τεύχος 70, σελίδα 12)

 

Αν και οι ιστορικοί της αρχαιότητας ανέκαθεν ήταν απόλυτα πεπεισμένοι σχετικά με την παραδοσιακή χρονολογία ίδρυσης της Ρώμης, τόσο οι ιστορικοί όσο και οι αρχαιολόγοι των ημερών μας έως τώρα δεν συμμερίζονταν την άποψη των προκατόχων τους. Και αυτό διότι έλειπαν οι αρχαιολογικές ενδείξεις. Πράγματι, μέχρι σήμερα είχαν ανακαλυφθεί στον Παλατινό λόφο, έναν από τους λοφίσκους της επταλόφου Ρώμης, μερικές μόνο καλύβες του 8ου αιώνα π.Χ., μεταξύ των οποίων πιθανώς υπήρχε και το λεγόμενο tugurium Romuli, η μυθική καλύβα του Ρωμύλου, πρώτου βασιλέα της Ρώμης. Ωστόσο, για τους αρχαιολόγους τα στοιχεία αυτά δεν ήταν επαρκή για την ταύτιση της Ρώμης εκείνης της περιόδου με ένα κέντρο αστικού χαρακτήρα, η οποία μάλλον έδινε την εντύπωση ενός χωριού. Αντιθέτως, η γένεση της πόλης τοποθετείτο από τους επιστήμονες στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., δηλαδή στην εποχή των Ετρούσκων βασιλέων της Ρώμης, των Ταρκυνίων, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι που υλοποίησαν έργα μεγάλης κλίμακας, άξια μιας πραγματικής πόλης.

 

Άποψη του αρχαιολογικού χώρου της Ρωμαϊκής Αγοράς (Πηγή: Περιοδικό Corpus, Αρχαιολογικά Νέα, Τσάο Στέβολι (Tsao Cevoli) Αρχαιολόγος -Δημοσιογράφος. Απόδοση: Βιολέττα Ζεύκη Αρχαιολόγος μεταφράστρια, τεύχος 70, σελίδα 12)

 

Σήμερα, όμως, στο κέντρο της αρχαίας Ρώμης, στην περιοχή του Ναού της Εστίας, οι αρχαιολόγοι πραγματοποίησαν ανακαλύψεις που οδήγησαν στην αναθεώρηση αν όχι ανατροπήαυτών των θεωριών: «Αποκαλύψαμε έναν χώρο 345 τετραγωνικών μέτρων -επισημαίνει ο Καραντίνι-, από τα οποία τα 105 ήταν στεγασμένα και τα 240 αντιστοιχούσαν σε αύλειο χώρο. Ένα τόσο μεγάλο κτήριο στο συγκεκριμένο σημείο της πόλης, στο ιερό της Εστίας, δεν μπορεί παρά να αντιστοιχεί σε ανάκτορο. Το μέγαρο αυτό διατηρήθηκε τουλάχιστον έως το 64 μ.Χ., δηλαδή σχεδόν οκτώ αιώνες. Με το τέλος της βασιλείας μετατράπηκε σε κατοικία του Re sacrorun, πνευματικού ηγέτη των Ρωμαίων, και διασώθηκε ακόμη και κατά την περίοδο της δημοκρατίας, έως τις αρχές των αυτοκρατορικών χρόνων (1ος αιώνας μ.Χ.)».

Το κτήριο αυτό, ιδιαίτερα επιβλητικό για τις διαστάσεις της Ρώμης εκείνης της εποχής, κατασκευασμένο από τοίχους με ξύλινους πασσάλους επικαλυμμένους με άργιλο και δάπεδα επενδεδυμένα με λεπτά τεμάχια τώφου, θα μπορούσε εύλογα να ταυτισθεί με το ανάκτορο των πρώτων βασιλέων της Ρώμης. Σε μικρή απόσταση πραγματοποιήθηκε μία ακόμη σημαντική ανακάλυψη: «Εντοπίσαμε επίσης -προσθέτει ο Καραντίνιμία ευμεγέθη καλύβα ωοειδούς κάτοψης, μήκους 12 περίπου μ., με δύο εστίες στις άκρες και μία ακόμη στο κέντρο, επιφάνειες όπτησης τροφής και αποθηκευτικούς χώρους για τα δημητριακά. Ήταν η οικία των Εστιάδων, των παρθένων ιερειών της θεάς Εστίας, οι οποίες είχαν το καθήκον να επιθεωρούν την ιερή φλόγα που προστάτευε τη Ρώμη και να φροντίσουν αυτή να μη σβήσει ποτέ».

Ωστόσο, μία ακόμη πιο συναρπαστική ανακάλυψη αφορά ένα δάπεδο της πρωιμότερης Αγοράς, η οποία χρονολογείται περίπου έναν αιώνα πριν τη μοναδική έως τώρα γνωστή Αγορά, του 7ου αιώνα π.Χ. Το αρχαιότερο αυτό δάπεδο από αμμοχάλικο και βότσαλα, χρονολογείται στον 8ο αιώνα π.Χ., δηλαδή στην εποχή ίδρυσης της πόλης.

 

Ο ναός της Εστίας στον Παλατίνο Λόφο (Πηγή: Περιοδικό Corpus, Αρχαιολογικά Νέα, Τσάο Στέβολι (Tsao Cevoli) Αρχαιολόγος -Δημοσιογράφος. Απόδοση: Βιολέττα Ζεύκη Αρχαιολόγος μεταφράστρια, τεύχος 70, σελίδα 13)

 

«Μετά από εικοσαετείς και πλέον έρευνες που αφιέρωσα στις απαρχές της Ρώμης -επισημαίνει ο Αντρέα Καραντίνιδιαπιστώθηκε ότι πολλά αρχαιολογικά δεδομένα που αφορούσαν την ίδρυση της πόλης (Urbs) συνάδουν με τα στοιχεία που διασώζει η παράδοση». Το νέο πλαίσιο που προκύπτει από τις πρόσφατες ανακαλύψεις φαίνεται ότι ρίχνει επιτέλους φως στον μύθο της ίδρυσης της Ρώμης: τα νέα αυτά στοιχεία αποδεικνύουν ότι στη Ρώμη, περί τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ., υπήρχε ήδη ένα βασιλικό ανάκτορο και μία αγορά, δηλαδή δημόσια κτήρια και δημόσιοι χώροι, τυπικά στοιχεία μιας πόλης. Συνεπώς -και επιτέλουςτα στοιχεία που μας κληροδοτεί η παράδοση ταυτίζονται με τα αρχαιολογικά δεδομένα: η Ρώμη πράγματι ιδρύθηκε τον 8ο αιώνα π.Χ., ίσως μάλιστα το έτος 753 π.Χ., όπως παραδίδουν οι ιστορικοί της αρχαιότητας.

Με δύο λόγια, δεν μπορούμε ασφαλώς να ισχυρισθούμε ότι η ιστορία του Ρωμύλου και του Ρώμου εξελίχθηκε όπως ακριβώς αφηγείται ο μύθος, αλλά είναι βέβαιο ότι το επεισόδιο που παραδίδουν οι περισσότεροι Λατίνοι συγγραφείς δεν είναι προϊόν της φαντασίας τους. Πρόκειται για μια ανακάλυψη τεράστιας σημασίας για την ιστορία όχι μόνο των ρωμαϊκών χρόνων, αλλά και ολόκληρης της αρχαιότητας, καθώς μας αποδεικνύει ότι μπορούμε να βασισθούμε στους αρχαίους συγγραφείς, αλλά και στη μυθολογία, αν βέβαια προσεγγίσουμε αυτά μέσα από ένα νέο πρίσμα και τα συγκρίνουμε με τα δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας, εντοπίζοντας έτσι τα χαμένα ίχνη του απώτερου παρελθόντος. Μερικές φορές, όπως αποδεικνύεται, πίσω από τον μύθο μπορεί να κρύβεται η πραγματικότητα.

Τσάο Τσέβολι (Tsao Steboli)

Αρχαιολόγος δημοσιογράφος

Απόδοση: Βιολέττα Ζεύκη

Αρχαιολόγος μεταφράστρια  

Πηγή: Περιοδικό Corpus, Αρχαιολογικά Νέα, Τσάο Στέβολι (Tsao Cevoli) Αρχαιολόγος -Δημοσιογράφος. Απόδοση: Βιολέττα Ζεύκη Αρχαιολόγος μεταφράστρια, τεύχος 70, σσ. 11 -13

 

Απόψεις του αρχαιολογικού χώρου του Παλατινού λόφου και της Ρωμαϊκής Αγοράς. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, Αρχαιολογικά Νέα, Τσάο Στέβολι (Tsao Cevoli) Αρχαιολόγος -Δημοσιογράφος. Απόδοση: Βιολέττα Ζεύκη Αρχαιολόγος μεταφράστρια, τεύχος 70, σελίδα 13)

 

 

Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

 

 

 

 

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΝΙΚΟΥ 133-129 π.Χ.

Η ΥΣΤΑΤΗ ΑΝΤΙΡΩΜΑΪΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

 

ΧΡΗΣΤΟΣ Π. ΜΠΑΛΟΓΛΟΥ

Διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών

Πανεπιστημίου Φρανκφούρτης

Η επικράτηση των Ρωμαίων στις ελληνικές χώρες εκατέρωθεν του Αιγαίου κατά τον 2ο αιώνα π.Χ. επισφραγίσθηκε με την καταστολή μιας αινιγματικής επανάστασης: του κινήματος του Αριστόνικου που εκδηλώθηκε στα εδάφη του πρώην βασιλείου της Περγάμου. Οι κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις αυτής της άγνωστης εξέγερσης παρουσιάζονται στο κείμενο που ακολουθεί.

 

Το Ασκληπιείο της αρχαίας Περγάμου. Όπως φαίνεται και στην εικόνα, το θεραπευτήριο περιβαλλόταν από επιβλητικό θέατρο και από άλλες εγκαταστάσεις. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 24)

 

Κατά τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ., ιδιαίτερα μετά την κατάκτηση της Καρχηδόνας και της Κορίνθου (146 π.Χ.), η Ρώμη αναδείχθηκε στη μεγαλύτερη δύναμη στη Μεσόγειο, με την επιρροή της να εκτείνεται μέχρι τα Βασίλεια της Μικράς Ασίας. Η εξέχουσα θέση της είχε συνέπειες για την οικονομία της, η οποία, λόγω της απόκτησης νέων εδαφών και δούλων, στράφηκε σε μια οικονομική δραστηριότητα που βασιζόταν στη γαιοκτησία και ιδιαίτερα στη μαζική κτηνοτροφία. Απότοκος της διαδικασίας αυτής ήταν η δημιουργία μιας νέας κατηγορίας ιδιοκτητών, παράλληλα με την παραδοσιακή ρωμαϊκή αριστοκρατία, που συγκέντρωναν τεράστιες γαιοκτησίες τις οποίες αξιοποιούσαν οικονομικά, εκμεταλλευόμενοι μεγάλους πληθυσμούς δούλων (1).

Ο Τιβέριος Γράκχος, καταγόμενος από το γένος των Σεμπρωνίων, υιός της Κορνηλίας, θυγατέρας του Σκιπίωνα του Αφρικανού, ως δήμαρχος της Ρώμης, το 133 π.Χ. διέγνωσε ότι έπρεπε να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής των Ρωμαίων αγροτών και να αυξηθεί ο αριθμός τους με παραχωρήσεις κλήρων γης στους Ρωμαίους πολίτες που είχαν λίγα κτήματα ή σχεδόν καθόλου. Την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί από τη συσσώρευση πλούτου και γης στα χέρια μιας μειοψηφίας Ρωμαίων πολιτών, στηλίτευσε ο ίδιος σε λόγους του (Πλούταρχος, Τιβέριος Γράκχος, 9).

Την εποχή κατά την οποία η διαμάχη ανάμεσα στην Σύγκλητο και τους οπαδούς του Τιβερίου Γράκχου είχε οδηγηθεί σε μια κρίσιμη καμπή, έφθασε στη Ρώμη ο Εύδημος από την Πέργαμο, με την πληροφορώ ότι ο Βασιλέας της Περγάμου Απαλός Γ΄ ο Φιλομήτωρ είχε αποβιώσει και όριζε με διαθήκη του ως κληρονόμο του Βασιλείου της Περγάμου τον ρωμαϊκό λαό (Πλούταρχς, Τιβέριος Γράκχος, 14,1).

 

Αριστερά: Μπρούτζινο αγαλματίδιο Ρωμαίου ραβδούχου (Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο) (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 26)

Δεξιά: Νόμισμα με τη μορφή του ηγεμόνα Αντιόχου Γ΄, του κυριότερου αντιπάλου της Περγάμου στον χώρο της Μ. Ασίας. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 27)

Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΤΤΑΛΟΥ Γ ΄

 

Γιος του Ευμένη και της Στρατονίκης (Πολύβιος, Ιστοριών, XXXIII 18,1-2, Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΓ΄ IV 2, Πλούταρχος, Αποφθέγματα Βασιλέων και  στρατηγών, 184Β, του ιδίου, Περί Φίλαδελφείας, 489F), ο Ατταλος Γ ΄ γεννήθηκε το 162 (2), διετέλεσε Βασιλέας της Περγάμου επί μόνο πέντε έτη (138-133 π.Χ.) ((Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΓ΄, IV 2 (σελ.624)), διαδεχόμενος τον θείο του Άτταλο Β΄, και ακολούθησε τη φιλορωμαϊκή πολιτική των προκατόχων του βασιλέων της Περγάμου. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός της αποστολής την άνοιξη του 133 π.Χ., με δική του πρωτοβουλία, δυνάμεων για να συνδράμουν τον Κορνήλιο Σκιπίωνα Αιμιλιανό κατά την πολιορκία της Νουμαντίας στην Ισπανία. Μετά την κατάληψη της πόλης, ο Ατταλος Γ΄ του απέστειλε ακριβά δώρα για να τον συγχαρεί.

Οι πληροφορίες μας για τον τελευταίο Βασιλέα της Περγάμου στηρίζονται τόσο σε επιγραφικό υλικό, όσο και στους αρχαίους συγγραφείς. Οι σωζόμενες επιγραφές, που παλαιότερα δεν είχαν τύχει της προσονχής των ερευνητών, μας παρουσιάζουν έναν ηγεμόνα ο οποίος ασχολήθηκε με την κατασκευή ναών και αναθημάτων προς τους θεούς και συνέβαλε στον καλωπισμό του Βασιλείου του (3). Από τους αρχαίους συγγραφείς, όμως, λαμβάνουμε μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Από τις μοναδικές μαρτυρίες του Ιουστίνου (Trogi Pompeii historiarum Philippicarum epitoma, XXXVI 4,1-5) και του Διόδωρου Σικελιώτη (XXXIV 3) διαφαίνεται ένας άνθρωπος δεσποτικός, με μια ψυχή αδιάκοπα ταραγμένη από τις υποψίες ανύπαρκτων επιβουλών, ο οποίος παγίδευε τους φίλους του, κατηγορώντας τους για τον θάνατο της μητέρας του Στρατονίκης και της συζύγου του Βερενίκης, και δολοφονούσε τους amici (κατά την έκφραση του Ιουστίνου), ενώ στη συνέχεια διέταξε να φονεύονται οι γυναίκες και τα παιδιά τους. Η διήγηση του Ιουστίνου πρέπει να γίνει δεκτή με προσοχή και να σχολιασθεί ανάλογα.

 

 

 

Η Στρατονίκη άσκησε αποφασιστική επίδραση στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του νεαρού πρίγκιπα. Ο θάνατος της, το 134 π.Χ., οδήγησε σε αλλαγή της συμπεριφοράς του Αττάλου προς τους υπηκόους του. Όπως αποκαλύπτεται από τη διήγηση του Ιουστίνου (XXXVI 4,2-4), ο Άτταλος απομονώθηκε στο παλάτι και ασχολήθηκε με έρευνες ζωολογίας (4), βοτανολογίας (5), φαρμακευτικής (6), αποκτώντας μεγάλη φήμη. Δεν είναι τυχαίο ότι αξιώθηκε τον έπαινο του Περγαμηνού ιατρού Γαληνού για τις συνταγές του στα κοιλιακά νοσήματα (7). Ο Ρωμαίος γεωργοοικονομολόγος Ουάρρων (Varro) αναφέρει τον Άτταλο ανάμεσα σε εκείνους τους συγγραφείς που συνέγραψαν πραγματείες τεχνικού χαρακτήρα για τη γεωργία (Varro, Rerum rusticarum, Ι Ι,8). Ο επίσης Ρωμαίος γεωργοοικονομολόγος Κολουμέλλας (Columella, De re rustica, I 1, 8) αναφέρει τον Άτταλο ως συγγραφέα με γνώσεις στη γεωργία, αν και δεν αναφέρεται ο τίτλος συγκεκριμένου έργου. Ο Κολουμέλλας τονίζει ότι ο Άτταλος υπήρξε μαθητής του Επίχαρμου του Συρακουσίου. Ο Άτταλος καλλιεργούσε ιατρικά φυτά, βότανα, «τας φαρμακώδεις βοτάνας» (Πλούταρχος, Δημήτριος, 20).

Αν και η σύγχρονη έρευνα αποδέχεται ότι ο Ατταλος Γ΄ δεν αποτελεί χαρακτηριστικό τύπο ελληνιστικού μονάρχη (8), δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε την αγάπη του για την έρευνα και τη συγγραφή έργων (9) (τούτο, άλλωστε, υπήρξε γνώρισμα όλων των προγενέστερων Ατταλιδών) (10), καθώς και τη συναναστροφή του με πλείστους πνευματικούς ανθρώπους που εγκαταστάθηκαν στην Πέργαμο, όπως ο Νίκανδρος και ο γραμματικός στωικός Κράτης ο Μαλλώτης (11).

Μία άλλη αρχαία μαρτυρία για τον Ατταλο Γ΄ προέρχεται από τον Πολύβιο, ο οποίος αναφέρεται δύο φορές σε αυτόν. Την πρώτη φορά, όταν το 167 π.Χ. ο Ατταλος Β΄ επισκεπτόταν τη Ρώμη, η γέννηση του υιού του αδελφού του Ευμένη Β΄ δεν του είχε γνωστοποιηθεί (Πολύβιος, Ιστοριών, XXX 2,5-6). Για δεύτερη φορά αναφέρει τον Ατταλο Γ΄ ο Πολύβιος, όταν το 152 π.Χ., «έτι παίς ων» (Πολύβιος, Ιστοριών, XXXII118,2), συνόδευε τον πατέρα του κατά την επίσκεψη του στη Ρώμη, όπου έγινε δεκτός από τη Σύγκλητο και έτυχε ευμενούς υποδοχής κατά την επιστροφή του από τις ελληνικές πόλεις (Πολύβιος, ό.π., XXXIII 18,1-4).

Αρνητική θέση λαμβάνει ο Διόδωρος Σικελιώτης, ο οποίος κατηγορεί τον Άτταλο ως «ωμόν και μιαιφόνον», διαφοροποιούμενος από τους προγενέστερους Ατταλίδες, οι οποίοι «χρηστότητι και φιλανθρωπία χρώμενοι ταις βασιλείαις ενευδαιμόνησαν» (Διόδωρ. Σικ. ΛΔ΄/ΛΕ΄ 3).

Ο Άτταλος Γ΄ δεν απέκτησε παιδιά και την/ υστεροφημία του την οφείλει στη διαθήκη που άφησε πεθαίνοντας (133 π.Χ.), με την οποία καθιστούσε κληρονόμο του βασιλείου της Περγάμου και των απέραντων θησαυρών της δυναστείας του τον «δήμον» των Ρωμαίων. Ποιοι, όμως, ήταν οι πραγματικοί λόγοι της σύνταξης από τον Άτταλο μιας τέτοιας διαθήκης;

 

Προτομή του Αντιόχου Γ΄ του Μεγάλου, του σημαντικότερου εκπροσώπου της δυναστείας των Σελευκιδών. Η ήττα του κατά τη σύγκρουση του με τους Ρωμαίους ανέδειξε το βασίλειο της Περγάμου ως την κυριότερη δύναμη στη Μ. Ασία, ανοίγοντας τον δρόμο για περαιτέρω επεμβάσεις της Ρώμης στην περιοχή (Παρίσι, Μουσείο Λούβρου). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 28)

 

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΑΤΤΑΛΟΥ Γ΄

 

Οποιαδήποτε ανάλυση των λόγων που οδήγησαν τον Άτταλο στη σύνταξη μιας τέτοιας διαθήκης θα πρέπει, κατά την άποψη μας, να λάβει υπόψη τις συνθήκες που  επικρατούσαν στην περιοχή και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής.

Η Μικρά Ασία αποτελεί έναν χώρο τον οποίον ανταγωνίζονταν να καταλάβουν και να ελέγξουν οι δύο μεγάλες δυνάμεις της ανατολικής Μεσογείου, οι Σελευκίδες της Συρίας και οι Λαγίδες της Αιγύπτου. Η τύχη της καθορίσθηκε μετά τον νικηφόρο πόλεμο της Ρώμης κατά του Αντίοχου Γ΄ της Συρίας (192-188 π.Χ.) και την ολοκληρωτική του ήττα στη φονική μάχη της Μαγνησίας (Δεκέμβριος του 190 π.Χ. ή Ιανουάριος του 189 π.Χ.). Αποτέλεσμα της μάχης υπήρξε η Συνθήκη της Απάμειας. Σύμφωνα με τη συνθήκη αυτή (Τίτος Λίβιος, Ab urbe condita, XXXVIII 38), ο μεγαλύτερος βασιλέας του Ελληνισμού δεν θα είχε πλέον στόλο, ενώ έπρεπε να βρει τεράστια ποσά για να εξοφλήσει την προκαταβολή και τις ετήσιες δόσεις της πολεμικής αποζημίωσης που του επέβαλε η Ρώμη. Επίσης, απώλεσε οριστικά τη Μικρά Ασία, εκτός από την Κιλικία. Αντίκτυπο είχε, όμως, η συνθήκη και για δύο άλλα σημαντικά κράτη της περιοχής, την Πέργαμο και τη Ρόδο.

 

Ο ελληνιστικός κόσμος μετά τη Συνθήκη της Απάμειας (188 π.Χ.). Χάρη στη σύμπραξη του με τη Ρώμη, το βασίλειο της Περγάμου προσάρτησε το μεγαλύτερο μέρος των κτήσεων των Σελευκιδών στη Μ. Ασία (Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τ. Ε΄) [Με αχνό καφέ το κράτος της Περγάμου, με σκούρο καφέ το κράτος της Ρόδου, με ροζ το κράτος των Σελευκιδών, με πορτοκαλί το κράτος της Μακεδονίας, με μπεζ το κράτος των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο, με πράσινο σκούρο άλλα ελληνικά κράτη, με πράσινο ανοιχτό ελληνίζοντα κράτη και με σκούρο κόκκινο ρωμαϊκά εδάφη] (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 29)

 

Η Πέργαμος είχε συνδράμει με δυνάμεις τους Ρωμαίους κατά του Αντίοχου. Η φιλία της Περγάμου και της Ρόδου με τη Ρώμη είχε αποδώσει καρπούς υπό τη μορφή μεγάλης εδαφικής αύξησης, αλλά ενέταξε τα δύο αυτά κράτη στο άρμα της ρωμαϊκής εξωτερικής πολιτικής. Αν και παντοδύναμοι, οι Ρωμαίοι απέσυραν τα στρατεύματα τους από τη Μ. Ασία και επέστρεψαν στην Ιταλία (12).

Η θέση του Ευμενή Β΄ ισχυροποιήθηκε μετά τη Συνθήκη της Απάμειας. Η προσάρτηση νέων, εύφορων και πλουτοπαραγωγικών εδαφών αύξησε τον πλούτο και τη δύναμη του βασιλείου της Περγάμου, το οποίο είχε προβλήματα με τα γειτονικά βασίλεια. Η πολιτική που ακολούθησε ο Άτταλος Γ΄, ο οποίος κατά το τελευταίο έτος της βασιλείας του δεν ασχολήθηκε με τα καθημερινά προβλήματα της χώρας και του λαού του, είχε δημιουργήσει κοινωνική πόλωση. Η απουσία συγκεντρωτικής διακυβέρνησης όξυνε τα προβλήματα (13).

Ένα δεύτερο πρόβλημα που ενέσκηψε κατά τον χρόνο της διακυβέρνησης του Αττάλου είναι η εμφάνιση του Αριστόνικου ως διεκδικητή του θρόνου. Η μέχρι τούδε έρευνα (14) συνδέει την εμφάνιση του Αριστόνικου με τον θάνατο του Αττάλου Γ΄ και τη γνωστοποίηση της διαθήκης του. Όμως, η ανακάλυψη νομισμάτων στην περιοχή της Μικράς Ασίας αναθεώρησε τα μέχρι τούδε πορίσματα.

Ο E. S. G. Robinson (15) έδειξε με τρόπο πειστικό ότι μία ομάδα κιστοφόρων με χαραγμένα τα γράμματα ΒΑ-ΕΥ από την περιοχή των Θυατείρων, της Στρατονίκειας και της Απολλωνίας ανήκει στον Αριστόνικο, ο οποίος με το όνομα Ευμενής Γ΄ της δυναστείας των Ατταλιδών διεκδικούσε τον θρόνο της Περγάμου. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης κατά της Ρώμης, ο Αριστόνικος έκοψε νομίσματα: κατά τον δεύτερο χρόνο στα Θυάτειρα, κατά τον τρίτο χρόνο στην Απολλωνία και κατά τον τέταρτο στη Στρατονίκεια. Αυτές οι κοπές νομισμάτων αποδεικνύουν μια τετραετή διακυβέρνηση του Αριστόνικου ως Ευμένη Γ΄, επιβεβαιώνοντας έτσι σχετική υπόθεση του Αππιανού (Μιθριδατικός Πόλεμος, 62,65). Είναι γνωστό ότι ο Αριστόνικος νικήθηκε οριστικά στις αρχές του 130 π.Χ. (16) από τον Περπέρνα στη Στρατονίκεια (Eutropius, Breviarum Historiae Romanae, N20,2 Orosius, Historiarum adversus paganos, V 10,4), γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εξουσία του εκκινεί το 133 π.Χ.

Η ύπαρξη νομισμάτων με την επιγραφή ΒΑ ΣΥ ΑΡ στα Σύναδα, σε συνδυασμό με τη χάραξη ΒΑ-ΕΥτων κιστοφόρων, επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι ο Αριστόνικος προσπάθησε να αναδειχθεί βασιλέας της Περγάμου όταν ακόμη ζούσε ο Ατταλος Γ΄. Η κοπή νομισμάτων από έναν ηγεμόνα αποτελεί πράξη που επιβεβαιώνει την κυριαρχία του. Όταν ο Άτταλος Γ΄ απεβίωσε αιφνιδίως το 133 π.Χ. και άφησε με τη διαθήκη του το Βασίλειο της Περγάμου στους Ρωμαίους, απαιτήθηκε η επικύρωση της από τη Σύγκλητο. Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε έδωσε τη δυνατότητα στον Αριστόνικο να διεκδικήσει τον θρόνο του βασιλείου, εφόσον δεν υπήρχε βασιλέας. Οι παρατηρήσεις αυτές οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Αριστόνικος, ως Ευμενής Γ΄, είχε μεταβεί στα Σύναδα της Φρυγίας και έκοπτε νομίσματα, θέλοντας με τον τρόπο αυτόν να διαδηλώσει ότι ήταν ο νόμιμος βασιλέας. Σύμφωνα με τη διήγηση του Διόδωρου (XXXIV 3), οι «φίλοι» του προετοίμαζαν τη δολοφονία του Αττάλου Γ΄, η οποία όμως αποκαλύφθηκε και έκτοτε ο βασιλέας έγινε εκδικητικός. Στην περίπτωση, όμως, αυτή μπορούμε να απαντήσουμε τα εξής ερωτήματα: είχε προϋπάρξει συνεννόηση του Αττάλου με τον Αριστόνικο για διαμελισμό του βασιλείου, έτσι ώστε ο Αριστόνικος ως Ευμενής Γ΄ να κυβερνήσει ένα τμήμα του βασιλείου; Ένα δεύτερο ερώτημα (και πλέον ουσιαστικό κατά την άποψή μας) που συνδέεται με τη μεταγενέστερη επανάσταση του Αριοτόνικου, είναι η κοινωνική σύνθεση των υποστηρικτών του. Ήταν μόνο δούλοι ή και μέλη των εύπορων οικογενειών της Περγάμου; Για την απάντηση του ερωτήματος αυτού μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Το γεγονός ότι ο Αριστόνικος κινήθηκε προς τη Φρυγία, όπου επί τέσσερα χρόνια έκοπτε νόμισμα και έφερε τον τίτλο του βασιλέα, σε συνδυασμό με την αντιδραστική πολιτική του Αττάλου Γ΄, μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι ο Αριστόνικος είχε βρει συμμάχους τόσο μεταξύ των ευπόρων της Περγάμου, όσο και μεταξύ των δούλων (17). Άλλωστε, ο Άτταλος Γ΄ δεν κατόρθωσε να εκμηδενίσει και να εξουδετερώσει τον Αριστόνικο.

 

Αριστερά: Ρωμαίος εκατόνταρχος. Παράσταση από το μνημείο του Δομιτίου Αηνόβαρου, το οποίο είναι σχεδόν σύγχρονο των γεγονότων που συνδέονται με την εξέγερση του Αριστόνικου.  (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 30)

Δεξιά: Νόμισμα του βασιλέα της Περγάμου Ευμένη Β΄. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 31)

 

Ο ελληνιστικός κόσμος στις παραμονές του Αντιοχικού πολέμου, το 192 π.Χ. Εκείνη την περίοδο το κράτος της Περγάμου κατείχε μικρή μόνο έκταση της Μ. Ασίας (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ε΄) [Με αχνό κίτρινο το κράτος του Αντίοχου π.χ. Φρυγία, με ελαφρώς σκουρότερο οι Σύμμαχοι και φιλικά διακείμενοι προς τον Αντίοχον Γ΄ π.χ. Αιτωλία, με πιο σκούρο κίτρινο οι σύμμαχοι και φιλικά διακείμενοι προς τους Ρωμαίους π.χ. Σπάρτη, Αθήνα, Πέργαμος, Ρόδος κ.α., με πορτοκαλί περιοχές υπό την επιρροή των Ρωμαίων π.χ. Κέρκυρα, Αντιπάτρεια, με σκούρο πράσινο το κράτος των Πτολεμαίων π.χ. Αίγυπτος, Κύπρος και με αχνό πράσινο άλλα ανεξάρτητα ελληνικά κράτη π.χ. Κρήτη, Λέσβος, Κυζικός, Βυζάντιο.] (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 33)

 

Μερική άποψη του Ασκληπιείου της αρχαίας Περγάμου (Φωτ. Λίζα Εβερτ). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 33)

 

Η επιχειρηματολογία σχετικά με τη σύγκρουση Αττάλου - Αριστόνικου μάς επιτρέπει να διερευνήσουμε και τα αίτια που οδήγησαν τον Άτταλο στη σύνταξη της διαθήκης του.  Ο Άτταλος, μόνος και άτεκνος, γνώριζε ότι με τον θάνατο του θα επιδίωκε να καταλάβει τον θρόνο ο διεκδικητής και αντίπαλος του Αριστόνικος. Γνώριζε, παράλληλα, ότι τα κοινωνικά προβλήματα που είχαν οξυνθεί θα αποδυνάμωναν το βασίλειο του και πιθανόν θα το διασπούσαν. Ο λόγος ήταν προφανής. Ο Άτταλος δεν επιθυμούσε να δει στον θρόνο τον Αριστόνικο, όμως δεν διατηρούσε καλές σχέσεις γειτονίας με τα άλλα βασίλεια της περιοχής. Πίστευε ότι μόνο η Ρώμη μπορούσε να εγγυηθεί την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα του βασιλείου του, με την οποία άλλωστε διατηρούσε και φιλικές σχέσεις. Είναι παράλληλα αποκαλυπτικό, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, ότι η διαθήκη του Αττάλου Γ΄ αποτέλεσε το πρότυπο για τη σύνταξη παρόμοιων διαθηκών και από άλλους διαδόχους των ελληνιστικών βασιλείων: ο Νικομήδης Δ΄ της Βιθυνίας, ο Πτολεμαίος Απίων της Κυρρήνης και ο Αλέξανδρος Β΄ της Αιγύπτου κατέλειπαν τα βασίλεια τους στους Ρωμαίους (18).

 

Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

 

Οι αρχαίοι συγγραφείς (Τίτος Λίβιος, epit. 58, Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΓ IV 2 (0.624), Ιουστίνος, Επιτομή, XXXVI 4, 5, Florus, Epitomae de Tito Livio bellorum amnium annorum, II III (III, 15),2, Ι XXXV (II 20),2, Ι ΧΐνΐΙ (III, 12)7, Velleius Patercullus, Res gestae divi Augusti, II 4,1, Eutropius, Breviarum Historiae Romanae, IV18, Orosius, Historiarum adversus paganos, V 8, 410, 1. Αππιανός, Μιθριδατικός Πόλεμος, 62, Πλούταρχος, Τιβέριος Γράκχος, 14) αναφέρονται στη διαθήκη χωρίς να αναλύουν τους όρους, αν και ήδη κατά την Αρχαιότητα διατυπώθηκαν αμφιβολίες για τη γνησιότητα της (Porphyrius, ad. Hotar. Carm. II 18,5, Sallustius, Epist. Mithridatem, 8). Η ανακάλυψη, όμως, της σχετικής επιγραφής της Περγάμου (19), όπου διασώζεται η διαθήκη, επιβεβαίωσε την παράδοση των αρχαίων συγγραφέων.

Σύμφωνα με το κείμενο της διαθήκης, ο Άτταλος κηρύσσει την Πέργαμο και όλες τις περιοχές που έχει υποτάξει ως ελεύθερες: «απολέλοιπεν τη [ν. πατρί]δα ημών ελευθέραν, προσορίσας αυτή και πολε[ιτικήν] χώραν ην έκριν[εν]». Με τον τρόπο αυτόν ήθελε να δηλώσει ότι οι Ρωμαίοι κληρονόμοι θα σέβονταν την αυτονομία του βασιλείου του. Το προνόμιο της αυτονομίας και αυτοδιάθεσης δεν περιοριζόταν μόνο στην Πέργαμο και στη «χώραν» που περιελάμβανε, αλλά επεκτεινόταν και σε όλες τις ελληνικές πόλεις που βρίσκονταν υπό την εξουσία της Περγάμου. Τούτο συνάγεται από τα γραφόμενα του Πλουτάρχου: «περί δε των πόλεων, όσα της Αττάλου βασιλείας ήσαν, ουδέν έφη τη συγκλήτω βουλεύεσθαι προσήκειν, αλλά τω δήμω γνώμην αυτός προθήσειν» (Πλούταρχος, Τιβέριος Γράκχος, 14,2). Με τον όρο «πόλεων» δηλώνονται οι πόλεις που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία της Περγάμου.

 

Αριστερά: Η Στοά τοι Αττάλου, δωρεά του ομώνυμοι βασιλέα της Περγάμου στην πόλη της Αθήνας τον 2ο αιώνα π.Χ. Η κατασκευή της από μάρμαρο αποκαλύπτει το μέγεθος του πλούτου και της αίγλης των Περγαμηνών ηγεμόνων. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 34)

Δεξιά: Το εντυπωσιακό θέατρο της αρχαίας Περγάμου, στην πλαγιά του λόφου της ακρόπολης της αρχαίας πόλης. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 35)

 

Περισσότερες πληροφορίες παρέχει ο Florus (Εpitomae de Tito Livio bellorum omnium annorum, I, XXXV (II 20),2), ο οποίος αναφέρει ρητά ότι ο Άτταλος διέθεσε στους Ρωμαίους την ατομική του περιουσία, κινητή και ακίνητη: όχι μόνο την περιουσία του στέμματος και την ιδιωτική περιουσία του βασιλέα, αλλά και το έδαφος του βασιλείου με εξαίρεση τις ελεύθερες πόλεις. Η αναφορά του Αττάλου στην αυτονομία της Περγάμου, αλλά και στις άλλες πόλεις του βασιλείου, ήθελε να δείξει ότι ο ίδιος ελάμβανε προληπτικά μέτρα κατά του Αριστόνικου και του αφαιρούσε τη δυνατότητα να διεκδικήσει τις περιοχές αυτές.  Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι οι περισσότερες από τις πόλεις της Περγάμου δεν αναγνώρισαν έμπρακτα τον Αριστόνικο ως νόμιμο διάδοχο του θρόνου και βασιλέα, δεν προσέτρεξαν στο κίνημα του, αλλά προέβαλαν αντίσταση (20).

Ένα δεύτερο σημείο που θα πρέπει να προσεχθεί είναι ο σαφής υπαινιγμός ότι η διαθήκη θα ίσχυε μόλις επικυρωνόταν από τους Ρωμαίους («δει δε επικυρωθήναι την διαθήκην υπό Ρωμαίων»). Τούτο δηλώνει ότι η διαθήκη θα παρέμεν για ένα διάστημα ανεκτέλεστη, έως ότου οι Ρωμαίοι την αποδέχονταν. Για τον λόγο αυτό στάλθηκε στη Ρώμη ο Εύδημος, έμπιστος του βασιλέα, με το κείμενο της διαθήκης («Εύδημος ο Περγαμηνός ανήνεγκε διαθήκην»: Πλούταρχος, Τιβέριος Γράκχος, 14,1). Ο Εύδημος πήγε απευθείας στον Τιβέριο Γράκχο δηλώνοντας την ανανέωση της παλαιάς φιλίας της οικογενείας των Γράκχων με τον Ατταλο (όταν ο Απαλός, ως διάδοχος του θρόνου, επισκέφθηκε τη Ρώμη το 152 π.Χ. με σκοπό «τας πατρικός ανανεώσασθαι φιλίας και ξενίας» (Πολύβίος, Ιστοριών, ΛΓ΄ 18,2), κατέλυσε στην οικία των Γράκχων).

Ένα τρίτο θέμα ουσιώδους σημασίας που χρήζει προσοχής, έχει σχέση μα τον πραγματικό κληρονόμο της διαθήκης: ο δήμος ή η Σύγκλητος; Και τούτο διότι μπορεί μεν να αναφέρεται ο δήμος των Ρωμαίων ως κληρονόμος του Αττάλου, όμως η Σύγκλητος ήταν εκείνη που είχε τη διοίκηση των οικονομικών των επαρχιών. Κανείς δεν ήταν σε θέση να αρνηθεί τον ρόλο αυτόν στη Σύγκλητο και να την υποκαταστήσει, τυπικά ως εκτελεστής, αλλά ουσιαστικά ως κύριος δικαιούχος στην κληρονομιά (21).

 

Η ΤΥΧΗ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΨΗΦΙΣΜΑ ΤΩΝ ΠΕΡΓΑΜΗΝΩΝ

 

Το πρόπυλο του ναού της Αθηνάς στην Πέργαμο, ανάθημα του βασιλέα Ευμένη Β΄ στη θεά Αθηνά Νικηφόρο, όπως έχει αναστηλωθεί στο «Μουσείο Περγάμου», στο Βερολίνο (J. Charbonneaux - R. Martin - F. Villard, Grece hellenistique, 1963). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 37)

 

Η Σύγκλητος, αφού κατόρθωσε να περιστείλει το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Τιβερίου Γράκχου (το οποίο βρισκόταν σε εξέλιξη κατά την ανακοίνωση της διαθήκης στη Ρώμη, οπότε ο Γράκχος προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τον θησαυρό της Περγάμου), αποφάσισε για τα ζητήματα της Περγάμου. Αναγνώρισε ως εξ ολοκλήρου έγκυρες και ισχυρές όλες τις οικονομικές και τις διοικητικές πράξεις των Ατταλιδών έως την παραμονή του θανάτου του Αττάλου Γ΄. Παράλληλα, καθόρισε ότι οι στρατηγοί «που θα αποσταλούν» για την εκτέλεση της διαθήκης, όφειλαν να τη σεβασθούν. Η απόφαση τους αυτή διασφάλισε την ακεραιότητα του θησαυρού και κατέστησε υπεύθυνους τους διαχειριστές, προσπαθώντας να προλάβει με τον τρόπο αυτό κάθε διασπάθιση του θησαυρού.

Πριν από το ψήφισμα της Συγκλήτου και στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στη γνωστοποίηση της διαθήκης του Αττάλου και την αποδοχή της από τους Ρωμαίους, ίσχυε το ψήφισμα των Περγαμηνών (22), το οποίο όριζε ελεύθερη την πατρίδα. Παράλληλα, κρίθηκε «[αναγκαί]ον τε έστιν ένεκα της κοινής ασ[φ]αλείας και τ[α υποτετα]γμένα γένη μετέχειν της πολιτε[ί]ας διά το απασ[αν εύ]νοιαν προσενηνέχθαι τον δή[μο]ν». Η δήλωση αυτή αναγνώριζε στους λαούς και στις πόλεις που είχε καταλά6ει ή Πέργαμος, το δικαίωμα να μετέχουν της πολιτείας «Ένεκα της κοινής ασ[φ]αλείας», καθόριζε ότι οι πάροικοι της περιοχής γύρω από την Πέργαμο θα αποκτούσαν το δικαίωμα του πολίτη και με τον τρόπο αυτόν θα διασφαλιζόταν  η πολιτεία της Περγάμου από τυχόν στασιαστικά κινήματα τους. Από αυτή τη ρύθμιση αποκλείονταν ρητά οι δούλοι, οι οποίοι είχαν αγορασθεί «επί του Φιλαδέλφου και Φιλομήτορος βασιλέων».

Οι διατάξεις αυτές προνοούσαν ώστε να διασφαλισθεί το βασίλειο της Περγάμου μέχρι τη χρονική στιγμή της αποδοχής των όρων από τους Ρωμαίους. Η κατάσταση, όμως, περιπλέχθηκε με την έκρηξη του κινήματος του Αριστόνικου και την έκταση που έλαβε στην Ανατολή.

 

 Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΝΙΚΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

 

Αριστερά: Ερείπια της αρχαίας Περγάμου (φωτ. Λίζα Εβερτ). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 38)

Δεξιά: Ανάγλυφο με παράσταση Ρωμαίων στρατιωτών. Ο αριστερός κρατά το σύμβολο της κοόρτης του, ενώ ο δεξιός φέρει ασπίδα και δόρυ και κρατά το κράνος του. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 39)

 

Ο Αριστόνικος, γεννημένος από τον εφήμερο έρωτα του Ευμένη Β΄ και της θυγατέρας ενός δούλου, πιθανότατα κιθαριστή από την Έφεσο, σύμφωνα με τον Ιουστίνο (Επιτομή, XXXIII 4, 6) και τον Πλούταρχο (Φλαμινίνος, 21), διεκδίκησε τον θρόνο της Περγάμου και δεν αναγνώρισε την κυριαρχία των Ρωμαίων. Η εξέγερση του Αριστόνικου είχε δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση εμφανίσθηκε ως Ευμενής Γ΄ και με τη διακήρυξη του ως συνεχιστή της δυναστείας των Ατταλιδών απευθύνθηκε σε όλους όσοι μπορούσαν να τον στηρίξουν οικονομικά και να χρηματοδοτήσουν το κίνημα του. Κατά συνέπεια, δεν αποσκοπούσε να εξεγείρει τους δούλους.

Η τακτική του Αριστόνικου απέβλεπε στην κατάληψη των πόλεων της ανατολικής ακτής του Αιγαίου και στον έλεγχο του βασιλείου της Περγάμου. Για την επίτευξη αυτού του στόχου ήταν αναγκαία η ναυπήγηση στόλου. Η πρώτη πόλη που καταλήφθηκε ήταν οι Λεύκαι, «πολίχνιον, ό απέσπασεν ο Αριστόνικος μετά την Αττάλου του Φιλομήτορος τελευτήν», όπως γράφει ο Στράβων [Γεωγραφικά, ΙΔ΄ Ι 38 (C.646)]. Η πόλη αυτή βρίσκεται στη βόρεια είσοδο του κόλπου της και, όπως φαίνεται, υπήρξε η βάση των στρατιωτικών του επιχειρήσεων (23). Η γειτονική πόλη της Φώκαιας ακολούθησε τον Αριστόνικο, όπως εξάγεται από τη διήγηση του Ιουστίνου (Επιτομή της Historia, ό.π., XXXVII 1,1). Όπως φαίνεται από τις σποραδικές και δυστυχώς ασυστηματοποίητες πληροφορίες που διαθέτουμε, ο Αριστόνικος κατόρθωσε να συγκροτήσει έναν ισχυρό στόλο, ο οποίος του επέτρεπε να διεξάγει πολεμικές επιχειρήσεις. Ο Florus (Epitomae de Tito Livio,, ό.π., Ι 35 (II, 20), 4) αναφέρει ότι η Μύνδος, η Σάμος και ο Κολοφών καταλήφθηκαν από τον Αριστόνικο, ο οποίος δεν αποκλείεται να κατέλαβε και την Καρία(24)

Οι επιτυχίες, όμως, αυτές δεν του επέφεραν τον επιδιωκόμενο σκοπό: τη συμπάθεια των ελεύθερων πόλεων της μικρασιατικής ακτής (25). Καμία ελληνική πόλη, εκτός από τη Φώκαια, δεν προσέτρεξε σε βοήθεια του. Η διαθήκη του Αττάλου, που όριζε ότι οι πόλεις θα παρέμεναν αυτόνομες, δεν δημιουργούσε το απαραίτητο κλίμα και δεν προδιέθετε για μια βοήθεια προς τον Αριστόνικο. Άλλωστε, η προοπτική μιας επέμβασης της Ρώμης ήταν δεδομένη. Όπως αναφέρει ο Στράβων [Γεωγραφικά, ΙΔ΄ Ι 38 (0.646)], «ευθύς αι τε πόλεις έπεμψαν : πλήθος» και οι ελληνικές πόλεις, καθώς και τα γειτονικά βασίλεια της Βιθυνίας και της Καππαδοκίας συνασπίσθηκαν εναντίον του. Η Σμύρνη αντιστάθηκε στον Αριστόνικο (Αίλιος Αριστείδης, or. XIX 11), ο οποίος δεν κατόρθωσε να την καταλάβει. Η Έφεσος, ευρισκομένη σε κίνδυνο, ναυπήγησε στόλο (26) και σε μία καθοριστική ναυμαχία στην Κυμαία στην ακτή της Αιολίδας [Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΔ΄ Ι 38 (C.646)] καταναυμάχησε τον στόλο του Αριστονίκου. Έτσι, εκείνος παραιτήθηκε από τις διεκδικήσεις του στη μικρασιατική ακτή και αναζήτησε υποστηρικτές στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Εδώ ξεκινά η δεύτερη φάση του κινήματος του, η οποία συνδέεται με την επανάσταση των δούλων , [Στράβων, ό.π., ΙΔ΄ Ι 38 (C.646)].

Οι εξελίξεις αυτές βρήκαν τη Ρώμη απασχολημένη με τον Ισπανικό πόλεμο ο οποίος έληξε με την κατάληψη της Νουμαντίας κατά τα τέλη του θέρους του 133 π.Χ., με το κίνημα του Τιβερίου Γράκχου και την εξέγερση των δούλων στη Σικελία. Οπωσδήποτε η Ρωμαϊκή Σύγκλητος θα έλαβε γνώση των γεγονότων και των εξελίξεων στην Πέργαμο, πίστευε όμως ότι οι δυνάμεις των γειτονικών βασιλείων ήταν σε θέση να καταστείλουν την επανάσταση και για τον λόγο αυτόν κινητοποιήθηκε με καθυστέρηση. Στα τέλη του 133 ή το αργότερο στις αρχές του 132 π.Χ. (27), μετά την οριστική αποτυχία του μεταρρυθμιστικού προγράμματος του  Γράκχου, απέστειλε πενταμελή αντιπροσωπία [Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΔ΄ 138 (C.646)] στην Πέργαμο για να διερευνήσει την κατάσταση σχετικά με την αποδοχή της διαθήκης του Αττάλου. Της αποστολής ηγείτο ο Π. Κορνήλιος Σκιπίων Νασικάς (Πλούταρχος, Τιβέριος Γράκχος, 21,4), ο ηγέτης της αντιπολίτευσης κατά του Τιβερίου Γράκχου (Πλούταρχος, Τιβέριος Γράκχος, 14,1, Orosius, Historiarum adversus paganos, V 8, 4, Κικέρων, De re publica, III 29, 41). Ο Νασικάς, λησμονημένος από τους φίλους του στη Ρώμη και απομονωμένος από τη Σύγκλητο, αδιαφόρησε και έζησε ένα έτος στην Πέργαμο, χωρίς να ενδιαφέρεται για την πατρίδα του (Valerius Maximus, Factorum et dictorum memorabilium libri V 3,2 fin). Ο χρόνος αυτός ήταν και ο τελευταίος της ζωής του (Κικέρων, Pro Flacco, 75, του ιδίου, De re publica, Ι iii 6).

Στο διάστημα αυτό το κίνημα του Αριστόνικου ελάμβανε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις. Αφού επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στα Θυάτειρα, κατέλαβε την Απολλωνία και άρχισε να πολιορκεί και άλλα φρούρια, όπως τη Στρατονίκεια [Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΔ΄ Ι 38 (C.646)]. Η περιοχή αυτή του παρείχε συγκριτικό πλεονέκτημα για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του. Ο Στράβων παραδίδει ότι, σε συνδυασμό με τις στρατιωτικές αυτές επιτυχίες του, συγκέντρωσε γρήγορα πλήθος απόρων, καθώς και δούλους, στους οποίους υποσχέθηκε ελευθερία και τους ονόμασε Ηλιουπολίτες: «ήθροισε διά ταχέων πλήθος απόρων τε ανθρώπων και δούλων επ᾽ ελευθερία κατακεκλημένων, ους Ηλιοπολίτας εκάλεσε» (Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΔ Ι 38 (C.646), Διόδ. Σικ. ΛΔ/ΛΕ΄ 2,26, Πλούταρχος, Τιβέριος Γράκχος, 21).

 

Αριστερά:  Ο μεγαλοπρεπής βωμός του Δία της Περγάμου, όπως έχει αναστηλωθεί από Γερμανούς αρχαιολόγους στο «Μουσείο Περγάμου», στο Βερολίνο (Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τ. Ε΄). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 41)

Δεξιά: Άποψη της νότιας πλευράς της Ακρόπολης. Παραπλεύρως του Ωδείου του Ηρώδου του Αττικού υπάρχουν τα κατάλοιπα της Στοάς του Ευμένη, δωρεάς του ομώνυμου βασιλέα της Περγάμου στην πόλη της Αθήνας.  (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 42)

 

Αποφασιστική καμπή στην εξέλιξη της εξέγερσης του Αριστόνικου αποτέλεσε η πρεσβεία του Διόδωρου Πάσπαρου, γυμνασιάρχου της Περγάμου, στη Ρώμη (28). Ο Διόδωρος Πάσπαρος μετέβη στη Ρώμη μετά τον θάνατο του Νασικά και την αποτυχία της αποστολής του και εξήγησε στη Σύγκλητο τον ανατρεπτικό χαρακτήρα της επανάστασης του Αριστόνικου, επιδιώκοντας να κατανικήσει τους δισταγμούς εκείνων που ήθελαν να βλέπουν στον Αριστόνικο £ναν σύμμαχο και μελλοντικό όργανο της Συγκλήτου, και να κινητοποιήσει τους Ρωμαίους σε στρατιωτική επέμβαση (29). Η Ρώμη εισάκουσε τον Διόδωρο Πάσπαρο και απέστειλε, το 131 π.Χ., τον πάμπλουτο Πούβλιο Λικίνιο Κράσσο τον Μουκιανό, έναν από τους καλύτερους νομικούς, πεθερό του Γάιου Γράκχου (Κικέρων, De re publica I xix 31), αλλά χωρίς καλή στρατιωτική κατάρτιση, ο οποίος αντιμετώπισε τον Αριστόνικο στις Λεύκες, στις αρχές του 130 π.Χ., όπου ηττήθηκε. Ο ίδιος ο Κράσσος συνελήφθη και φονεύθηκε [Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΔ΄ Ι 38 (C.646)]. 0 διάδοχος του Μάρκος Περπέρνας διατάχθηκε να σπεύσει το ίδιο έτος με νέες δυνάμεις για να συντρίψει τον Αριστόνικο. Πράγματι, ο Ρωμαϊκός Στρατός, ανώτερος σε οργάνωση και καλύτερος σε οπλισμό, χτύπησε τον κύριο όγκο των επαναστατών του Αριστόνικου και τον συνέτριψε. Ο Αριστόνικος με δυσκολία διασώθηκε και με τα λείψανα του στρατού του κατόρθωσε να εισέλθει στη Στρατονίκεια, την οποία πολιόρκησε ο Περπέρνας (τέλη του 130 π.Χ.). Για πολιορκία της Στρατονίκειας, ήττα και παράδοση του Αριστονίκου κάνουν λόγο ο Eutropius (Breviarum Historiae Romana, IV, IV 20,2) και ο Orosius (Historiarum adversus paganos, V 10,4). Για ήττα και σύλληψη του Αριστόνικου κάνουν λόγο ο Στράβων (Γεωγραφικά, ΙΔ΄ 138) και ο Ιουστίνος (Επιτομή, XXXVI 4,9). Ο Περπέρνας επέστρεψε στην Πέργαμο, όπου οργάνωσε μεγαλοπρεπείς πανηγύρεις και προσκάλεσε να στείλουν αντιπροσώπους οι πολιτείες που συνέβαλαν στη νίκη των Ρωμαίων κατά του Αριστόνικου. Ένα ψήφισμα της Πριήνης εκθειάζει τη νίκη του κατά του Αριστόνικου (30). Απέστειλε στη Ρώμη τον Αριστόνικο, ο οποίος «εν τω δεσμωτηρίω κατέστρεψε τον βίον», και ενώ ετοιμαζόταν να επιστρέψει και ο ίδιος, ασχολούμενος με τη συλλογή του ατταλικού θησαυρού, πέθανε στην Πέργαμο [Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΔ΄ Ι 38 (0.646)]. Το επόμενο έτος, το 129 π.Χ., στάλθηκε στην Πέργαμο ο Μάνλιος Ακύλλιος, ο οποίος, επικεφαλής δεκαμελούς συγκλητικής επιτροπής (Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΔ΄ Ι 38 (0.646), Ιουστίνος, Επιτομή, XXXVI 4,9), επιφορτίσθηκε να διαρρυθμίσει τα εσωτερικά ζητήματα και να οργανώσει την προσάρτηση της νέας επαρχίας. Παράλληλα, κατατρόπωσε τους τελευταίους οπαδούς του Αριστόνικου, τους αντάρτες της Μυσίας. Η επιγραφή της Βαργυλίας προς τιμήν κάποιου Ποσειδωνίου, διαφωτίζει την άγνωστη αυτή φάση της εξέγερσης (31).

 

Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

 

Ερείπια της Περγάμου, όπως τα αποτύπωσε ο Γάλλος περιηγητής Choisel Gouffier (1782). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 43)

 

Είναι άξιο παρατήρησης ότι η εξέγερση του Αριστόνικου απασχόλησε σημαντικά τη Ρώμη και κόστισε τη ζωή σε τρεις υπάτους (Νασικά, Κράσσο, Περπέρνα). Λαϊκή αποδοχή είχε μόνο η δεύτερη φάση της εξέγερσης, όταν προσεταιρίσθηκε τους απόρους και τους δούλους. Στην καταστολή της επανάστασης συνέβαλε αφ’ ενός μεν το γεγονός ότι ο Αριστόνικος δεν κατόρθωσε να καταλάβει την Πέργαμο (δείγμα του ότι οι Περγαμηνοί δεν διέκειντο θετικά προς το πρόσωπο του), αφ’ ετέρου δε το ότι τα γειτονικά βασίλεια και οι ελεύθερες πόλεις που διασφαλίζονταν από τη διαθήκη κινήθηκαν εναντίον του.

Με τη νίκη του Ακυλλίου έκλεισε μία σελίδα στην ιστορία της Περγάμου, η οποία περιήλθε στη ρωμαϊκή κυριαρχία. Ο Ακύλλιος δεν προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις διότι δεν είχε τέτοιες διαταγές από τη Σύγκλητο [Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΔ΄ Ι 38 (0.646)]. Παρέμεινε στην περιοχή επί τρία συνεχή έτη, από το 129 έως το 127 π.Χ., και επιδόθηκε δραστήρια στην απαραίτητη κατασκευή μεγάλων οδικών αρτηριών και στη διαρρύθμιση της νέας επαρχίας.

Στο βασίλειο της Περγάμου προστέθηκαν οι δύο Φρυγίες (η ελληνοποντική και η νοτιοδυτική), η Μυσία, η Τρωάδα, η Λυδία και η Καρία. Όλες αυτές οι επαρχίες αποτέλεσαν τη ρωμαϊκή επαρχία της Ασίας. Από το περγαμηνό κράτος αποσπάσθηκαν μόνο τα νησιά του Αιγαίου, τα οποία αποτέλεσαν την Επαρχία των Νήσων (provincia insularum) (32). Η δεύτερη επαρχία που ονομάσθηκε Παμφυλία , η Κυλικία, συμπεριελάμβανε τις κτήσεις των Ατταλιδών στην αρχαία Παμφυλία.

Πρώτος άρχοντας-διοικητής της επαρχίας της Ασίας διορίσθηκε ο Μάνλιος Ακύλλιος. Η χώρα διαιρέθηκε σε διοικητικές περιφέρειες, τις ονομαζόμενες «επισκοπές», των οποίων η πρωτεύουσα διακρινόταν από το όνομα «Forum». Στην Πέργαμο ήταν η έδρα του άρχοντα της επαρχίας, ο οποίος διοριζόταν από τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο κάθε έτος (33).

Κατά την εποχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας είναι αξιοσημείωτο ότι οι κιστοφόροι (το νόμισμα των Ατταλιδών το οποίο κόπηκε στην Έφεσο αρχικά στους χρόνους του Αττάλου Α΄ και στη συνέχεια στην Πέργαμο, επί βασιλείας του Ευμένη Β΄) συνέχισαν να κόπτονται όχι μόνο σε αυτές τις πόλεις, αλλά και σε άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας, όπως στο Αδραμύττιο, τα Θυάτειρα, τη Σμύρνη, τις Σάρδεις, τις Τράλλεις και τη Νύσσα (34). Παραμένει, όμως, αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι η Πέργαμος, λόγω των φιλικών σχέσεων που είχε με τη Ρώμη, αλλά και λόγω της πολιτιστικής και της πνευματικής της παράδοσης, παρέμενε έδρα του έπαρχου της Ασίας.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. K. Buecher, DIE AUFSTANDE DER INFREIEN ARBEITER 143-129 v. Chr., Φρανκφούρτη 1874 (K. Buecher, Beitraege zur Wirtschaftgeschichte, Τύμπινγκεν 19211, 100-1)

2. E.V. Hansen, THE ATTALIDS OF PERGAMON, Cornell University Press 1971 (β΄ έκδ.), 473-4 (στη σειρά Cornell Studies in Classical Philology, αρ. XXXVI).

3. Το σχετικό επιγραφικό υλικό που έχει συλλέξει, συζητά ο J. Hopp., UNTERSUCHUNGEN ZUR GESCHICTE DER LETZTEN ATTALIDEN, ΕΚΔ. C.H. Beck, Μόναχο 1977, 108-16.

4. Γαληνοί ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΩΝ ΑΠΛΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΚΡΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΜΕΩΣ (DE SIMPLICIUM MEDICAMENTORUM TEMPERAMENTIS AC FACULTATIBUS), β. Χ, στο C.G. Kuehn, Claudii Galeni opera omnia, τ. XIII,, εκδ. Teuber, Λειψία 1826. 205.

5. Διόδ. Σικ. XXXIV 3, Πλούταρχος, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ, 20.

6. Γαληνός. ΠΕΡΙ ΑΝΤΙΔΟΤΩΝ (DE ANTIDOTIS), β. Α΄, στο C.G. Kuehn, ό.π., τ. XIV, Λειψία 1827, 2, του ιδίου, ΠΕΡΙ ΣΥΝΘΕΣΕΩΣ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤΑ ΓΕΝΗ (DE COMPOSITIONE MEDICAMENTORUM PER GENERA), β. Α΄, στον Kuehn, XIII, Λειψία 1826, 416.

7. Ο Γαληνός αναφέρεται σε μία ομάδα φαρμάκων τα οποία συνδέονται με τον Άτταλο: Γαληνός, ΠΕΡΙ ΣΥΝΘΕΣΕΩΣ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΠΟΥΣ (DE COMPOSITIONE MEDICAMENTORUM SECUNDUM LOCOS), β. Θ΄, στον Kuehn, τ. XIII, Λειψία 1827 (ανατ. Χίλντεσχαϊμ 1965), 162.

8. H.J. Gehrke, «Der siegreiche Koenig. Ueberlegungen zur Hellenistischen Monarchie 64 (1982), 247-77, G.A. Lehmann «Expansionpolitik im Zeitalter des Hochhellenismus: Die Anfangsphase des «Laodike-Kriege» 246/5 v. Chr.», Th. Hantos & G.A. Lehmann (επιμ.), ALTHISTORISCHES KOLLOQUIUM AUS ANLASS DES 70, GEBURSTAGES VON JOCHEN BLEICKEN, Στουτγάρδη 1998, 81-102.

9. Η πλευρά αυτή τον Ατταλίδη βασιλέα αναδεικνύεται στο άρθρο του D. Engster, «Attalos III. Philometor-ein "Sonderling auf dem Thron"», KLIO 86 (1) (2004), 66-82.

10. Ο Άτταλος Α΄ συνέγραψε έργο με τον τίτλο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΠΕΥΚΗΣ [Στράβων, ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ, ΙΓ΄ 144 (C.603)], το οποίο είχε γεωγραφικό περιεχόμενο, Σπ. Λάμπρος, «Άτταλος Α΄ ως Γεωγράφος», ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΟΜΝΗΜΩΝ1 (1904), 156-61 (εδώ 158-61). Ο Άτταλος Β΄ ήταν (όπως αποδεικνύεται από πολλές μαρτυρίες) φιλότεχνος και ενίσχυε οικονομικά τους καλλιτέχνες: Πλίνιος, NATURALIS HISTORIA, VII 126, XXXV 24,100,132.

11.Hansen, 372-86.

12.Π. Ροδάκης, ΜΙΘΡΙΔΑΤΗΣ ΣΤ΄ Ο ΕΥΠΑΤΩΡ, ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ, εκδ. Γόρδιος, Αθήνα 1998,111-8.

13.Hansen, 151, Hopp, 124.

14.Π. Λεκατσάς, Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1978 (β΄ έκδ.), 36, Hansen, 151-2, Λ. Βελισσαρόπονλος, ΡΩΜΑΙΟΙ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΕΣ, τ. Λ΄ εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1997, 689 (ο οποίος αναφέρει «Ανδρόνικος» αντί τον ορθού «Αριστόνικος»), Γ.Θ. Γκιούρα «Εργασία, Ιστορία και «Διδαχή»: Μια μικρή σπονδή με αφορμή τον Karl Buecher και τον Παναγή Λεκατσά», ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ, ΣΤ΄ (29) (2000), 41-67 (εδώ 43).

15. E.S.G. Robinson, «Cistophori in the King Eumenes», NOMISMATIC CHRONICLE, 14 (1954), 1-8.

16. G. Gardinali, «la morte di Attalo III e larivolta di Aristonico», SAGGI DI STORIA ANTICA E ARCHEOLOGIA A G. BELOCH, εκδ. Loescher, Ρώμη 1910, 269-320 (εδώ 315, σημ. 4), T.R.S. Broughton, THE MAGISTRATES OF THE ROMAN REPUBLIC, τ. Α΄, Ν. Υόρκη 1951, 502.

17. E. Boemer, UNTERSUCHUNGEN UEBER DIE RELIGION DER SKLAVEN IN GRIECHELAND UND ROM, Βισμπάντεν 1961,158-60 (στη σειρά Abhandlungen der Akademie Mainz Νο 4), J. Ch. Dumont, «A propos d’ Aristonico», EIRENE 5 (1966), 189-96 (εδώ 192-5), F. Carrata Thomes, LA RIVOLTA D’ ARISTONICO E LE ORIGINI DELLA PROVINCIA ROMANA D’ ASIA., Τορίνο 1968, 43 κ.εξ, 53 κ. εξ. αναφ. υπό Hopp, 124.

18. Λεκατσάς. Πολιτεία, 33, Therese Liebmann-Frankfort, «Valeur juridique et signification politique des testaments faits par les rois hellenistique en faveur des Romains», REVUE INTERNATIONAL DES DROITS ANTIQUE, 13 (1966), 73-94.

19. Πρόκειται για την επιγραφή 249 της συλλογής των επιγραφών της Περγάμου, DIE INSCHRIFTEN VON ALTERTUMER VON PERGAMON VIII 1 και 2, Βερολίνο 1890 και 1895. Πρώτος ο M.P. Foucart, «La formation de la province Romaine d’ Asie», MEMOIRES DE L’ ACADEMIE DES INSCRIPTIONS ET BELLES-LETTRES, 37(1904), 297-339, χρησιμοποίησε το Επιγραφικό υλικό και στη συνέχεια ο G. Gardinati «La morte di Attalo III...» (εδώ 274),  από όπου μελετάμε και εμείς την επιγραφή.

20. Hopp, 128

21. Λεκατσάς. ΠΟΛΙΤΕΙΑ, 44.

22. K.F.W. Dittenberger, τ. Β΄, 435.

23. D. Magie, ROMAN RULE ASIA MINOR, τ. Β΄. Pronceton University Press 1952 (ανατ. 1966), 1035, Hopp, 143.

24. Hopp, 143. σημ. 104.

25. Για την αρνητική θέση των πόλεων έναντι του Αριστόνικου, βλ. M. Rostovtzeff, THE SOCIAL AND ECONOMIC HISTORY OF THE HELLENISTIC WORLD, τ. Β΄ Οξφόρδη 1941 (β΄ εκδ.: εκδ. Routledge, Λονοίνο 1998), 808.

26. Πρβλ. D. Magie, τ. Α' 151, Vl. Vavrinek, «La revolte d’ Aristonicos», REZPRAVY CESKOSLOVENSKE AKADEMIE VED 67 (1957), 1-69 (εδώ 30). Ευχαριστώ θερμά τον ομότιμο καθηγητή τον Πανεπιστημίου της Πράγας Vladimir Vavrinek για τη βοήθεια του.

27. Για τις διάφορες απόψεις, βλ. H. Last, «The Wars of the Age of Marius», CAMBRIDGE ANCIENT HISTORY (1932), 102-57, Magie,  τ.Α΄, 148, (τ. Β΄, 1033, σημ. 1), Hansen, 154, J. Vogt., SKLAVEREI UND HUMANITAET. STUDIEN ZUR ANTIKEN SKLAVEREI UND IHRER ERFORSCHUNG, Βισμπάντεν 1972 (β΄ έκδ.), 65, VAVRINEK, 33, σημ. 81.

28. C. P. Jones, «Diodoros Pasparos and the Nikephoria of Pergamon», CHIRON 4 (1974), 183-205, Β. Virgillio, «la citta ellenistica e i suoi "benefattori": Pergamo e diodoro Pasparos», ATHENAEUM, 82 (1994), 299- 314.

29. C.P. Jones, «Diodoros Pasparos Revisited», CHIRON, 30 (2000), 1-14.

30. Hiller von Gaetringen, Inschriften v. Priene n. 108 II 223 ff. [= A.H.J. Greenidge and A.M. Clay, SOURCES FOR ROMAN HISTORY 133-70 B.C. (β΄ εκδ. αναθ. υπό E. W. Gray), Οξφόρδη 1960].

31. Για την επιγραφή, βλ. P. Foucart, «La formation», ό.π., 327, Λεκατσάς, 99-100.

32. Hansen, 159-60.

33. Γ. Χονδρονίκη, «Ρωμαϊκή Εποχή (129 π.Χ. -  337 μ.Χ.)», στο ΠΕΡΓΑΜΟΣ. ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΝ (επιμ. Γ. Χονδρονίκη και Α. Θηβαιοπούλου), Μυτιλήνη 1929, 67-72 (εδώ 66-7), L. White Michael, «Counting the Costs of Nobility: The Social Economy of Roman Pergamon», H. Koester (επιμ.), PERGAMON. CITADEL OF THE GODS. ARCHAEOLOGICAL RECORD, LITERARY DESCRIPTION, AND RELIGIOUS DEVELOPMENT Χάρρισμπεργκ 1998, 331-61 (εδώ 331-2) (στη σειρά Harvard Theological STUDIES, αρ. 46).

34. Th. Mommsen, GESCHICHTE DES ROEMISCHEN MUENZWESENS, Βερολίνο 1860, 704, Β.V. Head, HISTORIA NUMMORUM, Oxford 1911 (β΄ έκδ.), 534-5.  

 

 Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, «Το κίνημα του Αριστόνικου 133-129 π.Χ.. Η ύστατη αντιρωμαϊκή κίνηση των Ελλήνων», Χρήστος Π. Μπαλόγλου, Διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Φρανκφούρτης, σσ. 24 - 45

 

 

Η ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟ

ΟΙ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΜΙΑΣ ΜΑΚΡΑΙΩΝΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΝΤΑΣ

Διδάκτωρ αρχαίας Ιστορίας Πανεπιστημίου Μπρίστολ

 

Αριστερά: Το μνημείο του Φιλοπάππου στον ομώνυμο λόφο της Αθήνας διαιωνίζει την ανάμνηση της ευεργετικής δράσης του ιδρυτή του στην πολιτιστική πρωτεύουσα της αρχαίας Ελλάδας. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 64)

Δεξιά: Κεφαλή ιερέα του ύστερου 1ου αιώνα μ.Χ. από την Αφροδισιάδα της Μ. Ασίας. Το κάλυμμα της κεφαλής του δηλώνει χαρακτηριστικά την επίδραση εξωελληνικών στοιχείων στον ελληνικό κόσμο κατά την πρώιμη Ρωμαιοκρατία. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 65)

 

Η ρωμαϊκή κατάκτηση άφησε βαθύτατα ίχνη στην αρχαία Ελλάδα. Εκτός από επιβλητικά κτίσματα, η ρωμαϊκή κληρονομιά ανιχνεύεται σε αρκετές ελληνικές λέξεις, ενώ επηρέασε σημαντικά και την κοινωνική και οικονομική εξέλιξη του ευρύτερου ελληνικού χώρου, οδηγώντας τελικά στη σύνθεση που εύστοχα αποκλήθηκε «ελληνορωμαϊκός πολιτισμός».

Η σχέση μεταξύ των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων υπήρξε σύνθετη και εξαιρετικά μεταβαλλόμενη κατά τις διάφορες ιστορικές περιόδους. Οι Ρωμαίοι της λεγόμενης δημοκρατικής περιόδου όταν ήλθαν σε άμεση επαφή με τους Έλληνες, τον 2ο αιώνα π.Χ., ήταν ένας τραχύς, αγροτοποιμενικός λαός, με σκληρά και πρωτόγονα έθιμα, χωρίς πολιτιστικές ευαισθησίες. Η μυθολογία τους ήταν εξαιρετικά πτωχή. Αν εξαιρέσουμε τον πρωταρχικό μύθο σχετικά με την ίδρυση της πόλης της Ρώμης, δηλαδή εκείνον των διδύμων Ρώμου και Ρωμύλου που εγκαταλείφθηκαν από τη μητέρα τους, την ιέρεια Ρέα Σίλβια, και ανατράφηκαν από μια λύκαινα, πολύ λίγοι λατινικοί πρωτότυποι μύθοι διασώθηκαν. Αλλά και αυτοί χαρακτηρίζονται από μια χονδροκομμένη και πρωτόγονη ωμότητα, ιδίως σε ό,τι αφορά τις γυναίκες (π.χ. ο μύθος της αρπαγής των γυναικών των Σαβίνων). Ορισμένοι ίσως αντιτείνουν ότι και οι αρχαίοι Έλληνες διέθεταν πολλούς μύθους με έντονα σκληρό χαρακτήρα, όμως η αρχαία ελληνική σκέψη διακρίνεται από μια παιγνιώδη φαντασία που απάλυνε συχνά τη σκληρότητα της αφήγησης, καθώς και από έναν χειμαρρώδη ερωτισμό, στοιχεία που έλειπαν από τη ρωμαϊκή ψυχοσύνθεση, πριν αυτή έλθει σε επαφή με την αντίστοιχη ελληνική.

 

 Αριστερά: Θραύσματα από πήλινες σίμες με παράσταση λύκαινας που θηλάζει τους δίδυμους Ρώμο και Ρωμύλο. Βρέθηκαν στα ερείπια του μνημείου που ανήγειρε ο Οκταβιανός Αύγουστος για να μνημονεύεται η νίκη του επί του Μάρκου Αντωνίου και της Κλεοπάτρας στη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 66)

Δεξιά: Το Αδριάνειο υδραγωγείο (κατάλοιπα του οποίου διακρίνονται στην εικόνα) αποτέλεσε δώρο του αυτοκράτορα Αδριανού στην πόλη της Αθήνας (φωτ. Ε. Αλεξανδρή, περ. Corpus, τχ. 49, Μάιος 2003) (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 66)

 

Τα κείμενα των Ρωμαίων διανοητών του 2ου και του 1ου αιώνα π.Χ. διακρίνονται από μια έντονα συντηρητική ιδεολογία και από μια έντονη αντιπάθεια για τον θεωρούμενο ως «εκφυλισμένο» Ελληνισμό. Ιδιαίτερα ανθελληνικά ήταν τα αισθήματα του μεγάλου Ρωμαίου πολιτικού Κάτωνα, οι λόγοι του οποίου ήταν φυσικό να εμπνεύσουν τους πιο αυστηρούς εκφραστές της νεώτερης αγγλοσαξονικής πολιτικής σκέψης.

Για τους Ρωμαίους πολιτικούς στοχαστές της δημοκρατικής περιόδου οι σύγχρονοι τους Έλληνες ήταν οι γραικύλοι. Όσο και αν ενοχλεί σήμερα αυτός ο χαρακτηρισμός, δεν πρέπει να ξεχνάμε τα δεδομένα της εποχής. Οι Ρωμαίοι ήλθαν σε επαφή με τους Έλληνες όταν οι τελευταίοι περνούσαν μια φάση αργής, αλλά σταθερής παρακμής: τον 2ο αιώνα π.Χ. τα διάφορα ελληνιστικά βασίλεια βρίσκονταν σε συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις Μεταξύ τους, ενώ στην κυρίως Ελλάδα τα βασίλεια της Ηπείρου και της Μακεδονίας, αλλά και οι συμπολιτείες της Αιτωλίας και της Αχαΐας, τα ομοσπονδιακά κράτη της εποχής που περιελάμβαναν ένα μεγάλο τμήμα της ΒΔ Ελλάδας και την Πελοπόννησο αντίστοιχα, είχαν εμπλακεί σε ατελέσφορες πολεμικές συγκρούσεις με σκοπό τον έλεγχο του ελληνικού χώρου.

Δεν είναι άσκοπη η αναφορά στις κοινωνικές αντιθέσεις και τις συγκρούσεις που μάστιζαν την Αχαϊκή Συμπολιτεία και τα άλλα νοτιοελλαδικά κράτη και οι οποίες οδήγησαν στη ρωμαϊκή ανάμειξη στις ελληνικές υποθέσεις Το 205 π.Χ. η άνοδος τυράννου Νάβι στην εξουσία της Σπάρτης και η λήψη ριζοσπαστικών  κοινωνικών μέτρων από το καθεστώς του ανησύχησαν τη συντηρητική ηγεσία της Αχαϊκής Συμπολιτείας που κάλεσε τη Ρώμη να τη βοηθήσει να εξουδετερώσει αυτόν τον επικίνδυνο αντίπαλο (1).

Αριστερά: Μαρμάρινη προτομή του Μάρκου Αυρηλίου (161-180 μ.Χ.). Σε αυτόν τον «φιλόσοφοαυτοκράτορα» απευθύνθηκε με ρητορική του επιστολή ο ρήτορας Αίλιος Αριστείδης ζητώντας βοήθεια για την ερειπωμένη από τους σεισμούς πατρίδα του, τη Σμύρνη.  (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 67)

Δεξιά: Μαρμάρινη κεφαλή που παριστά τον βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη Στ΄ (112 - 63 π.Χ.). Η λεοντοκεφαλή που κοσμεί το κεφάλι του ήταν μέρος της προπαγάνδας του ως συνεχιστή του έργου του Μ. Αλεξάνδρου.  Ο Μιθριδάτης υπήρξε ο πιο επικίνδυνος εχθρός των Ρωμαίων στον χώρο της Ανατολής. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 68)

 

Οι κοινωνικές συγκρούσεις ήταν πολύ πιο σοβαρές στη νότια Ελλάδα, όπου η γη ήταν πάντοτε πτωχή και ανεπαρκής για την επιβίωση του πληθυσμού. Όπως και σε παλαιότερες εποχές, π.χ. κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο (431 - 404 π.Χ.), τα μικροπολιτικά συμφέροντα και οι ταξικές αντιθέσεις βάρυναν περισσότερο από την «εθνική συνείδηση» (ο όρος είναι αναχρονιστικός, αφού το εθνικά κράτη εμφανίζονται μόλις τον 19ο αιώνα ως ιστορική πραγματικότητα)

Όσο για τα ελληνιστικά κράτη της Ανατολής, η αιτία της εύκολης κατάκτησης τους από τους Ρωμαίους φαίνεται να εντοπίζεται στο πολίτευμα τους (που ευνοούσε τη διαφθορά και τις οικογενειακές συγκρούσεις) και στη μετατροπή των υπηκόων τους σε άβουλα όντα τα οποία δεν θα είχαν, βέβαια, λόγους να υπερασπισθούν ένα καθεστώς που τους θεωρούσε πολιτικά ανύπαρκτους και αντικείμενα εκμετάλλευσης.

Οι ελληνικές πόλεις, ακόμη και αν ανήκαν στην ίδια ομοσπονδία, δεν τήρησαν κοινή στάση απέναντι στη ρωμαϊκή επιθετικότητα, π.χ. η πόλη της Αντισσας που ανήκε στην ομοσπονδία της Λέσβου καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ., και το ίδιο έπαθε η Μυτιλήνη, η οποία αλώθηκε και καταστράφηκε από τους Ρωμαίους, το 80 π.Χ., ως τιμωρία για τη βοήθεια που προσέφερε στον Βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη Ε΄ το 88 π.Χ., ενώ η πόλη της Μήθυμνας που σεβάσθηκε τις συνθήκες ειρήνης με τους Ρωμαίους κατάφερε να επιβιώσει (2). Τέλος, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι νικητές αντιμετωπίζουν πάντοτε με περιφρόνηση τους ηττημένους, και φυσικά οι Ρωμαίοι δεν αποτελούσαν εξαίρεση.

 

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΟΦΙΣΤΙΚΗ, Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΓΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

 

Οι κοινωνικές ελίτ των ελληνικών πόλεων συντάχθηκαν με τη Ρώμη διότι θεωρούσαν ότι τα κοινωνικά και πολιτικά συμφέροντα τους εξυπηρετούντο καλύτερα από τους κατακτητές παρά από τυχόν δημοκρατικά καθεστώτα (ή και από προοδευτικά «τυραννικά») τα οποία υπόσχονταν στις κατώτερες τάξεις ριζοσπαστικά κοινωνικά προγράμματα, όπως εκείνο του αναδασμού της γης που έθιγε τις μεγάλες ιδιοκτησίες. Η συμπεριφορά αυτή βασίζεται στην πολύ στενή αντίληψη του ατομικού συμφέροντος και συνεχίσθηκε και στη βυζαντινή και τη νεώτερη ελληνική ιστορία.

Οι Ρωμαίοι επέτρεψαν στους ολιγαρχικούς να είναι επικεφαλής των τοπικών κυβερνήσεων παραχωρώντας τους ορισμένα προνόμια, αλλά η πραγματική εξουσία βρισκόταν στα χέρια του Ρωμαίου διοικητή. Εξάλλου, όλες οι  παραχωρήσεις «ελευθερίας» σε ελληνικές πόλεις κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. υποδείχθηκαν στην πράξη εξαιρετικά ασαφείς. Έτσι, η Μυτιλήνη, η οποία ανοικοδομήθηκε μετά την καταστροφή της, αν και απολάμβανε του προνομίου της «ελευθερίας», δηλαδή της απαλλαγής από τους φόρους, δεν γλίτωσε από τη βουλιμία των Ρωμαίων publicani (= εισπρακτόρων) (3).

 

Λεπτομέρεια από τη στήλη του Τραϊανού στη Ρώμη. Ο αυτοκράτορας αυτός είχε στείλει τον Πλίνιο τον Νεώτερο ως εκπρόσωπο του στη Μ. Ασία, στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 69)

 

Οι ελληνικές πόλεις είχαν, βέβαια, χάσει την πραγματική τους αυτονομία ήδη από την Ελληνιστική Εποχή, όταν είχαν ενσωματωθεί είτε στα ελληνιστικά βασίλεια είτε στις διάφορες συμπολιτείες. Οι άρχοντες τους δεν είχαν λοιπόν καμιά διάθεση να αντισταθούν πολιτικά στους Ρωμαίους. Παράλληλα, ο πληθυσμός τους είχε κατανοήσει ότι η αντίσταση στον πανίσχυρο Ρωμαϊκό Στρατό ήταν καθαρή αυτοκτονία.

Η διάθεση συνεργασίας των ανώτερων κοινωνικών τάξεων οδήγησε στην εκδήλωση φαινομένων πολύ μειωτικών για το πολιτιστικό ήθος του Ελληνισμού. Η απόδοση τιμών προς τους Ρωμαίους στρατηγούς και τις συζύγους τους ήταν συνηθισμένο φαινόμενο ήδη από την εποχή των εμφυλίων πολέμων της Δημοκρατίας (48-31 π.Χ.). Οι τιμές αυτές αφορούσαν κυρίως την ανέγερση ανδριάντων των προαναφερθέντων προσώπων (4). Όσο οι συγκρούσεις συνεχίζόνταν και η κατάσταση επιδεινωνόταν, οι Έλληνες ενέτειναν την απόδοση τιμών προς τους κατακτητές τους σε μια προσπάθεια επιβίωσης. Έτσι, π.χ. οι Αθηναίοι παραχώρησαν στον Μάρκο Αντώνιο το αξίωμα του «γυμνασιάρχου», καθώς και τον τίτλο του «θεού Διονύσου» (5).

Η πρακτική αυτή συνεχίσθηκε έως τον 3ο αιώνα μ.Χ. Διάφορες ελληνικές πόλεις, από τη Μυτιλήνη έως την Αθήνα, απέδωσαν σε μία σειρά από αυτοκράτορες και σε μέλη των οικογενειών τους θεϊκές τιμές, καθώς και τιμητικούς τίτλους, συνήθως εκείνους του κατά τόπους επώνυμου άρχοντα. Έτσι, η Βρουττία Κρισπίνα, σύζυγος του αυτοκράτορα Κόμμοδου (τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ.) τιμήθηκε με τον τίτλο του «ιερομνήμονα» (δηλαδή του επώνυμου άρχοντα) στην πόλη της Γιάλοβας, στη Βιθυνία (L. Robert, Hellenica, τ. VII (1949), σελ. 35), ενώ στον Αδριανό, λίγα χρόνια πριν χρισθεί αυτοκράτορας, το 112 μ.Χ., απονεμήθηκε ο τίτλος του επώνυμου άρχοντα στην Αθήνα, όπως βεβαιώνει σχετική επιγραφή που βρέθηκε στο θέατρο του Διονύσου.

 

Λεπτομέρεια ρωμαϊκού ψηφιδωτού που απεικονίζει τον Μ. Αλέξανδρο να μάχεται στην μάχη της Ισσού (334 π.Χ.). Ο Μακεδόνας στρατηλάτης εισήγαγε στον ελληνικό χώρο την ανατολίτικη συνήθεια της απόδοσης θεϊκών τιμών στον ηγεμόνα. (Πηγή: Φώτο,  Περιοδικό Πολεμικές Μονογραφίες, Αρχαίων Τέχνη Πολεμική (6000 -146 π.Χ.), τεύχος 32, σελίδα 54, Κείμενο, Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 71)

 

Οι αυτοκράτορες αποκτούσαν τον τίτλο του «Δία», οι σύζυγοι τους της «Ήρας», ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, εκείνον της «Αφροδίτης», ενώ οι κόρες και οι αδελφές τους συνήθως εκείνον της Αρτέμιδος. Έτσι, οι δύο Αγριππίνες είχαν τιμηθεί με τον τίτλο «Θεά Αιολίς Καρποφόρος», δηλαδή είχαν ταυτισθεί με την πανάρχαια θεά του νησιού της Λέσβου. Ακόμη πιο εξευτελιστικό ήταν το γεγονός της πρόθυμης αποδοχής από τους ελληνικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορικής λατρείας, δηλαδή της λατρείας του αυτοκράτορα και των μελών της οικογένειας του ως θεών. Μάλιστα, φαίνεται ότι την αυτοκρατορική λατρεία δεν την επέβαλαν οι Ρωμαίοι, αλλά την απαίτησαν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Ανατολής, οι οποίοι είχαν συνηθίσει στην απόδοση θεϊκών τιμών στους ηγεμόνες από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου (4ος αιώνας π.Χ.) και των διαδόχων του, που επέβαλαν τις ανατολίτικες αυτές συνήθειες σε όλους τους υπηκόους τους. Η λατρεία αυτή είχε σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις, καθώς αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες της διατήρησης της αφοσίωσης των υπηκόων της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας προς τον ανθρώπινο φορέα της εξουσίας, και ήταν αυστηρά οργανωμένη. Σε κάθε Κοινό της επαρχίας της Ασίας υπήρχε ένας τοπικός αρχιερέας που έφερε και τον αντίστοιχο τίτλο (ασιάρχης, ποντάρχης, γαλατάρχης, λεσβάρχης) και ο οποίος προήδρευε στις τελετουργίες και τις δημόσιες θυσίες προς τιμήν του αυτοκράτορα και προερχόταν, βέβαια, από τους κύκλους της ελίτ. Η σύζυγος του έφερε δικαιωματικά τον τίτλο της αρχιέρειας (αυτό συνέβαινε και σε επίπεδο πόλης) και το αρχιερατικό ζεύγος φαίνεται ότι εκπροσωπούσε σε επαρχιακό επίπεδο την ιδέα του αυτοκρατορικού ζεύγους της Ρώμης. Συχνά τα αρχιερατικά αυτά ζεύγη (όπως και εκείνα των πόλεων) ασκούσαν και την αγωνοθεσία, δηλαδή την οργάνωση και τη χρηματοδότηση «ιερών αγώνων» (6).

Στον χώρο της διανόησης, ήδη από την Ελληνιστική Εποχή πολλοί συγγραφείς επέδειξαν φιλορωμαϊκά αισθήματα, όπως ο ιστορικός Πολύβιος και η ποιήτρια Μελιννώ (2ο αιώνας π.Χ.) η οποία ύμνησε σε στίχους αρχαϊκού τύπου την πολεμική ορμή της Ρώμης. Δεδομένου του γεγονότος ότι η μόρφωση προϋπέθετε την ύπαρξη περιουσίας, δεν πρέπει να μας παραξενεύει η πολιτική στάση των Ελλήνων διανοουμένων απέναντι στους Ρωμαίους. Στην πραγματικότητα, υπερασπίζονταν τα συμφέροντα της τάξης τους, δηλαδή των μεγάλων γαιοκτημόνων. Εξάλλου, ακόμη και αν υπήρχαν «αντιστασιακά» έργα, θα ήταν αδύνατον να επιβιώσουν, καθώς η λογοκρισία στην Αρχαιότητα ήταν αμείλικτη.

Από τον 1ο έως τον 3ο αιώνα μ.Χ. αναπτύχθηκε στον ελληνόφωνο κόσμο ένα λογοτεχνικό κίνημα στο οποίο οι φιλόλογοι εκείνης της εποχής έδωσαν (μάλλον άστοχα) το όνομα «Δεύτερη Σοφιστική», καθώς θεώρησαν ότι οι ρωμαιόφιλοι και αρχαΐζοντες διανοούμενοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορικής Περιόδου είχαν κοινά σημεία με τους σοφιστές του 5ου αιώνα π.Χ.

Δυστυχώς, όμως, με εξαίρεση τον εξελληνισμένο Σύριο του 2ου αιώνα μ.Χ Λουκιανό, ο οποίος διέσωσε κάποια ψήγματα από το πνεύμα και τη σκέψη της Κλασικής Αρχαιότητας, οι υπόλοιποι εκπρόσωποι του κινήματος δεν διακρίνονται για καμία ευρύτητα ή ανεξαρτησία πνεύματος. Επειδή η ανάλυση αυτού του κινήματος υπερβαίνει τα θεματικά όρια του συγκεκριμένου άρθρου θα γίνει μια σύντομη αναφορά σε ορισμένες ιδεολογικές θέσεις του που αφορούν τη σχέση μεταξύ των Ελλήνων και των Ρωμαίων (7).

Το στοιχείο που εκπλήσσει τον αναγνώστη των κειμένων της Δεύτερης Σοφιστικής είναι η φανατική προσκόλληση των συγγραφέων της στο ένδοξο παρελθόν του Ελληνισμού τόσο σε γλωσσικό επίπεδο (μίμηση της αττικής διαλέκτου), όσο και σε θεματικό (ιστορικά θέματα από τον 5ο έως τον 4ο αιώνα π.Χ.). Αυτό, όμως, εξηγείται εύκολα. Οι συγγρανφείς αυτοί εξέφραζαν την πικρία της ελίτ των ελληνικών πόλεων για την οριστική απώλεια της πολιτικής αυτονομίας τους, καθώς και τη διστακτικότητα της άρθρωσης ενός σύγχρονου πολιτικού λόγου καθώς κάτι τέτοιο οδηγούσε σε οικονομική, κοινωνική, ακόμη και βιολογική εξόντωση. Ο Πλούταρχος ανέλυσε τη δύσκολη πολιτική θέση της ελληνικής ελίτ του καιρού του (1ος αιώνας μ.Χ.) στο έργο του «Πολιτικά παραγγέλματα».

 

Αριστερά: Άγαλμα του Αιλίου Αριστείδη, διαπρεπούς εκπροσώπου της Δεύτερης Σοφιστικής (Μουσείο Βατικανού). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 73)

Δεξιά:  Μαρμάρινη κεφαλή του Οκταβιανού πριν αναγορευθεί Αύγουστος. Το εικονιζόμενο κεφάλι βρέθηκε στα ερείπια της Νικόπολης, την οποία ίδρυσε ο Οκταβιανός για να εορτάσει τη νίκη του επί του Μάρκου Αντωνίου και της Κλεοπάτρας. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 74)

 

Τα τοπικά προβλήματα ανάμεσα σε γειτονικές πόλεις αφθονούσαν, γεγονός που μαρτυρείται τόσο σε ελληνόγλωσσα κείμενα (ο Δίων Χρυσόστομος, ένας από τους ικανότερους ρήτορες της Δεύτερης Σοφιστικής που έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ., αφιέρωσε αρκετούς λόγους του (από τον 38ο έως τον 51ο) στην προσπάθεια του να πείσει πόλεις της Μ. Ασίας να «ομονοήσουν»), όσο και σε λατινόγλωσσα (οι επιστολές του Πλινίου του Νεώτερου, απεσταλμένου του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού στην επαρχία της Ασίας, διαφωτίζουν τα κοινωνικά προβλήματα των ελληνικών πόλεων της περιοχής) (8). Όμως, όσο πειστικοί και αν ήταν οι λόγοι αυτών των ρητόρων, ήταν κενοί πολιτικής ουσίας, καθώς για όλες τις πολιτικές αποφάσεις δεν ήταν υπεύθυνη πλέον η εκκλησία του δήμου και η βουλή, αλλά ο αντιπρόσωπος του αυτοκράτορα της Ρώμης, ο legatus. Απέμενε, όμως, μια τελευταία χρήση των φορμαλιστικών λόγων της Δεύτερης Σοφιστικής: η προσπάθεια της απόκτησης της αυτοκρατορικής εύνοιας για να αντιμετωπισθούν έκτακτες καταστάσεις. Μια, τουλάχιστον, επιτυχημένη προσπάθεια αυτού του είδους έχει καταγραφεί ιστορικά: πρόκειται μια μια ρητορική επιστολή που έστειλε ο ρήτορας του 2ου αιώνα μ.Χ. από τη Σμύρνη Αίλιος Αριστείδης στους αυτοκράτορες Μάρκο Αυρήλιο και Κόμμοδο, στην οποία περιέγραφε τις συμφορές που προκάλεσε στην πόλη του ένας ισχυρός σεισμός το 177/8 μ.Χ. Σκοπός της επιστολής, ο οποίος και επετεύχθη, ήταν να πεισθούν οι αυτοκράτορες να στείλουν βοήθεια στην κατεστραμμένη πόλη. Ο Αίλιος Αριστείδης χρησιμοποίησε το συναίσθημα και πέτυχε να συγκινήσει έναν παγερά στωικό αυτοκράτορα, όπως ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος, χωρίς να αναφερθεί στα μνημεία της Σμύρνης που είχαν καταστραφεί. Απλά ικέτευσε τον αυτοκράτορα να φέρει στη μνήμη του τις εικόνες της Σμύρνης, όταν την είχε επισκεφθεί παλαιότερα (9).

Οι ρήτορες της Δεύτερης Σοφιστικής επιδίωκαν να κερδίσουν μια θέση στον γραφειοκρατικό μηχανισμό του ρωμαϊκού κράτους και όσοι αποτύγχαναν προσπαθούσαν να εισέλθουν σε κάποιο «φιλολογικό σαλόνι», όπως ο Φιλόστρατος, συγγραφέας του «Βίου του Απολλώνιου Τυανέως», ο οποίος ανήκε στο «φιλολογικό σαλόνι» της αυτοκράτειρας Ιουλίας Δόμνας, συζύγου του Σεπτιμίου Σεβήρου και μητέρας του Καρακάλλα (3ος αιώνας μ.Χ.) (10).

 

 Σκηνή από το μνημείο του αυτοκράτορα Λουκίου Βέρου, συμβασιλέα (με παραχώρηση περιορισμένων αρμοδιοτήτων από τον Μ. Αυρήλιο) στην Έφεσο. Ο Λουκιανός έγραψε κολακευτικά κείμενα για την Ελληνίδα ερωμένη του.  (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 77)

 

 Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμη και ο συνήθως ριζοσπαστικός Λουκιανός δεν ξεφεύγει από τον γενικό κανόνα της εκνευριστικής κολακείας προς το πρόσωπο του Ρωμαίου αυτοκράτορα, καθώς αφιέρωσε ένα κείμενο του στην εξύμνηση των φυσικών και πνευματικών αρετών μιας Μιλησίας εταίρας, παλλακίδας του αυτοκράτορα Βέρρου. Μάλιστα, χρησιμοποίησε τη σύγκριση της με μια παλαιότερη, φημισμένη συμπατριώτισσα της, τη θρυλική Ασπασία, για να πλέξει το εγκώμιο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που ήταν πολύ ανώτερη, κατά τη γνώμη του, από την Αθηναϊκή του 5ου αιώνα π.Χ. (11).

Η πραγματικά, όμως, ανεκτίμητη προσφορά των εκπροσώπων της Δεύτερης Σοφιστικής ήταν η διάσωση της ελληνικής γλώσσας και η αποτροπή της επιβολής της επίσημης γλώσσας του ρωμαϊκού κράτους, δηλαδή της λατινικής.

 

ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ: ΕΝΑΣ ΥΒΡΙΔΙΚΟΣ ΟΡΟΣ

 

Οι συνέπειες της ρωμαϊκής κυριαρχίας στον ελληνικό χώρο ήταν πολλές και, αρχικά, οι περισσότερες αρνητικές. Οι Ρωμαίοι, λαός πρακτικός, δεν επιχείρησαν να αλλάξουν την κοινωνική δομή των ελληνικών πόλεων, όσων βέβαια ήταν ολιγαρχικές. Ενίσχυσαν την τάση που είχε παρουσιασθεί από την Ελληνιστική Εποχή, της συγκέντρωσης του πλούτου στα χέρια λίγων ισχυρών οικογενειών που δημιούργησαν αληθινές τοπικές δυναστείες. Δεν επέτρεπαν, όμως, την κατάληψη από τα μέλη αυτών των οικογενειών υψηλών κρατικών αξιωμάτων, τουλάχιστον έως τον 3ο αιώνα μ.Χ.

Καθώς οι πόλεις είχαν απολέσει μαζί με την αυτονομία τους και τις πηγές των εσόδων τους, υποχρεώθηκαν να στηριχθούν στον ιδιωτικό πλούτο για να επιβιώσουν. Έτσι, η ρωμαιοκρατία ενίσχυσε ακόμη περισσότερο το φαινόμενο του ελληνιστικού ευεργετισμού. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι το φαινόμενο των «χορηγών» στην Αθήνα του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ. δεν έχει μεγάλη σχέση με το φαινόμενο του ελληνιστικού και του ρωμαϊκού ευργετισμού. Οι Αθηναίοι δημοκρατικοί είχαν καταφέρει να συνδυάσουν μέσω του συστήματος των χορηγιών τη φορολογία των πλουσίων και τη διατήρηση του πατριωτισμού τους (12). Αντίθετα, ο ευεργετισμός σηματοδότησε την πλήρη κυριαρχία των πλουσίων στην τοπική πολιτική σκηνή.

Ένα ερώτημα που μπορεί να τεθεί είναι το εάν οι Ρωμαίοι επιδίωξαν να εκλατινίσουν τους Έλληνες υπηκόους τους πολιτιστικά ή να τους αφομοιώσουν. Τέτοιες προσπάθειες δεν φαίνεται να έγιναν με οργανωμένο τρόπο, ίσως διότι τους Ρωμαίους ενδιέφερε η οικονομική εκμετάλλευση των υποτελών τους και όχι η αφομοίωσή τους.

 

«Καθώς οι πόλεις είχαν απολέσει μαζί με την αυτονομία τους και τις πηγές των εσόδων τους, υποχρεώθηκαν να στηριχθούν στον ιδιωτικό πλούτο για να επιβιώσουν. Έτσι, η ρωμαιοκρατία ενίσχυσε ακόμη περισσότερο το φαινόμενο του ελληνιστικού ευεργετισμού.

 

 

Επίσης, η ελληνιστική κοινή είχε γίνει η lingua franca της ανατολικής Μεσογείου και της Μ. Ανατολής και φαίνεται ότι συνέφερε περισσότερο τους Ρωμαίους να διατηρήσουν το ισχύον γλωσσικό καθεστώς από το να προσπαθήσουν να επιβάλουν τη λατινική. Έτσι, ήσσονος σημασίας τοπικές γλώσσες, όπως η καρχηδονιακή, η λυκιακή, η φρυγική, η γαλατική, σύντομα εξαφανίσθηκαν χωρίς να αφήσουν ουσιαστικά ίχνη, ενώ η ελληνική επέζησε λόγω του «οικουμενικού» της χαρακτήρα.

Βέβαια, το ρωμαϊκό κράτος είχε προχωρήσει στην ίδρυση ρωμαϊκών και λατινικών αποικιών στον ελληνικό χώρο. Τέτοιες αποικίες ιδρύονταν στη θέση κατεστραμμένων πόλεων, όπως της Κορίνθου, η οποία καταστράφηκε από τον Μόμμιο το 146 π.Χ. και ανοικοδομήθηκε ως ρωμαϊκή αποικία από τον Ιούλιο Καίσαρα το 44 π.Χ. (13). Άλλες ιδρύθηκαν σε τοποθεσίες όπου δεν προϋπήρχαν ελληνικοί οικισμοί, π.χ. η Νικόπολη, η οποία ιδρύθηκε από τον Οκταβιανό για να διατηρηθεί η ανάμνηση της νίκης του επί του Μάρκου Αντωνίου και της Κλεοπάτρας, το 31 π.Χ., στη ναυμαχία του Ακτίου (14).

Στις αποικίες εγκαθίσταντο βετεράνοι του Ρωμαϊκού Στρατού με τις οικογένειες τους, αλλά και έμποροι και απελεύθεροι. Οι κάτοικοι των αποικιών, ως Ρωμαίοι πολίτες, ζούσαν σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο και το διοικητικό σύστημα, ενώ γλώσσα τους ήταν η λατινική. Οι επιγραφές των αποικιών ήταν στη λατινική, με εξαίρεση την Κόρινθο που ανέκτησε σταδιακά τον ελληνικό πολιτιστικό της χαρακτήρα, αν και διατήρησε το νομικό καθεστώς της αποικίας.

Ένα στοιχείο που αποδεικνύει την ώσμωση ανάμεσα στους Έλληνες και τους Ρωμαίους είναι η χάραξη δίγλωσσων επιγραφών σε ορισμένες πόλεις, κυρίως στη Θεσσαλονίκη: π.χ. η επιγραφή της Αβίας Ποσίλλας (χρονολόγηση: μεταξύ του 12 π Χ. και του 14 μ.Χ.), η οποία χρηματοδότησε την κατασκευή ενός δεξαμενής και των παρακείμενων στοών, είχε αναρτηθεί σε παραλλαγές, ελληνική και λατινική. Δεν είναι βέβαια τυχαίο το ότι η συγκεκριμένη προεχόταν από μια οικογένεια ιταλικής καταγωγής (15).

Πάντως οι αποικίες αποτελούσαν ασήμαντες λατινικές νησίδες στον ελληνικό χώρο και δέχθηκαν την ελληνική πολιτιστική επίδραση. Έτσι, σε μια λατινική επιγραφή από την αποικία Κρέμνα στην Πισιδία της νότιας Μ. Ασίας καταγράφεται η δωρεά ποσού 12.000 δηναρίων από μια γυναίκα για την αποπεράτωση ενός oecobasilicm, δηλαδή μιας βασιλικής για τη συνάθροιση των πολιτών (Inscriptiones Von Kremna, no. 45).

Τι συνέβαινε, όμως, με τον ελληνικό πληθυσμό; Υπήρχαν, άραγε, τάσεις εθελοντικού «εκλατινισμού»; Δεν υπάρχουν άμεσες μαρτυρίες, αλλά η πολιτιστική επίδραση του κατακτητή επί του κατακτημένου λαού ήταν αναπόφευκτη: σε επίπεδο λεξιλογίου οι συνέπειες δεν ήταν σημαντικές, αν και τα λεξιλογικά δάνεια ήταν αναπόφευκτα (φίσκος= δημόσιο ταμείο, πεκούλιο= περιουσία δούλου, ρεπούδιο= διαζύγιο, λεγεώνα, ιούγερο= μονάδα μέτρησης γης, δηνάριο= νόμισμα). Ο θρησκευτικός συγκρητισμός ήταν υψηλός: π.χ. στη Λέσβο οι «παρεπιδημούντες» Ρωμαίοι μετέφεραν στο νησί τη λατρεία του Λατίνου θεού των δασών Σιλβανού (16). Στην Αθήνα, αλλά και σε άλλες πόλεις της ρωμαιοκρατούμενης Ελλάδας, εισήχθη η λατρεία της ρωμαϊκής θεάς Vesta (=Εστία) (17). Εξάλλου, αρχαιολογικά, επιγραφικά και φιλολογικά στοιχεία αποδεικνύουν πόσο δημοφιλείς είχαν καταστεί οι θηριομαχίες και οι μονομαχίες στις ελληνικές πόλεις: ο Απολλώνιος Τυανεύς μπορεί να κατέκρινε την οργάνωση θηριομαχιών στο θέατρο του Διονύσου, όμως οι Αθηναίοι δεν φαίνεται να συμμερίζονταν την άποψη του (18). Αρχιερείς και αρχιέρειες της αυτοκρατορικής λατρείας χρηματοδοτούσαν τόσο συχνά μονομαχίες, ώστε δημιουργήθηκε ένας ιδιαίτερος όρος («αρχιερεύς/αρχιέρεια δι’ όπλων») στην περιοχή της Θράκης, γεγονός που οδήγησε τη Βουλγάρα ιστορικό Z. Goceva να διατυπώσει την άποψη ότι η διαδικασία του εκρωμαϊσμού είχε προχωρήσει πολύ στην περιοχή (19).

 

Αναπαράσταση ακρόπολης  της Περγάμου κατά τη Ρωμαϊκή Περίοδο, από τους Bohn και Koch (1886)  (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 79)

 

 

ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ «ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ» ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ

 

 

Η παραχώρηση της «ρωμαϊκής πολιτείας» είχε ως αποτέλεσμα να αρχίσουν οι Έλληνες να ονομάζονται «Ρωμαίοι» και ο ελληνικός χώρος Ρωμανία», διαδικασία που ολοκληρώθηκε κατά την Ύστερη Αρχαιότητα.

 

 

Η παραχώρηση της «ρωμαϊκής πολιτείας», δηλαδή της ιδιότητας του Ρωμαίου πολίτη, ήταν ένα προνόμιο το οποίο οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες παραχωρούσαν σπάνια έως τον 3ο αιώνα μ.Χ., καθώς οι επαρχιώτες που διέθεταν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη είχαν το δικαίωμα να προσφύγουν στην αυτοκρατορική δικαιοσύνη και να αποφύγουν τα βασανιστήρια κατά τη διάρκεια τυχόν φυλάκισης τους. Η μελέτη των επιγραφών μάς πληροφορεί πόσα μέλη της ελίτ των ελληνικών πόλεων διέθεταν αυτό το προνόμιο, επειδή οι κάτοχοι του ελάμβαναν το όνομα του γένους (gentilicium) του εκάστοτε αυτοκράτορα. Σε ορισμένες επιγραφές γίνεται σαφές ότι η παραχώρηση της «ρωμαϊκής πολιτείας» ήταν μια μεγάλη τιμή. Έτσι, η Αυρηλία Παυλίνα, μια μεγάλη κυρία της ελίτ της Πέργης, μιας μικρής πόλης στη νότια Μ. Ασία, η οποία υπήρξε ιέρεια της Αρτέμιδος Περγαίας και αρχιέρεια της αυτοκρατορικής λατρείας μαζί με τον σύζυγο της στη γειτονική πόλη του Σίλλυου, αναφέρεται σε μια τιμητική επιγραφή που καταγράφει μια ευεργεσία της ως «τιμηθείσα δε και υπό θεού Κομμόδου πολιτεία Ρωμαίων» (20). Δεν τιμούντο, βέβαια, με αυτό το προνόμιο όλα τα μέλη των τοπικών ελίτ, αλλά εκείνα τα οποία, όπως η Αυρηλία Παυλίνα, διακρίνονταν για το μέγεθος της περιουσίας τους, αφού τα κοινωνικά και πολιτικά κριτήρια των Ρωμαίων ήταν τιμοκρατικά.

Η «θεία δωρεά», δηλαδή η παραχώρηση της «ρωμαϊκής πολιτείας», με διάταγμα του αυτοκράτορα Καρακάλλα το 212 μ.Χ., σε όλους τους ελεύθερους κατοίκους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έχει προκαλέσει διχογνωμία μεταξύ των ιστορικών. Οι περισσότεροι υποστηρίζουν ότι η «δωρεά» αυτή δεν είχε μεγάλη σημασία διότι η πλειοψηφία του πληθυσμού είχε αποκτήσει ήδη αυτό το δικαίωμα. Μια πρόσφατη, όμως, μελέτη απέδειξε το αντίθετο (21). Ο Α.Ε. Καλδέλλης υποστήριξε ότι με τη «δωρεά» αυτήν ολοκληρώθηκε η διαδικασία της «παγκοσμιοποίησης» των ελληνικών πληθυσμών μέσα στο πλαίσιο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία είχε ήδη διαφανεί στον πιο γνωστό λόγο του Αιλίου Αριστείδη, «Εις Ρώμην», όπου πλέκεται το εγκώμιο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Στο έργο του Αιλίου Αριστείδη εμφανίζεται μία ακόμη πτυχή της σύγχρονης του πραγματικότητας: το ταξικό στοιχείο. Για τον Σμυρναίο ρήτορα, όπως και για τους Ρωμαίους νομικούς, ο άξιος και ο πλούσιος ταυτίζονται. Άλλωστε, η «θεία δωρεά» είχε μηδαμινή σημασία για τους πτωχούς, αφού από τις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. το ρωμαϊκό δίκαιο επέτρεπε τον βασανισμό Ρωμαίων πολιτών που ανήκαν στις κατώτερες τάξεις.

Η παραχώρηση της «ρωμαϊκής πολιτείας» είχε ως τελικό αποτέλεσμα να αρχίσουν οι Έλληνες να ονομάζονται «Ρωμαίοι» και ο ελληνικός χώρος «Ρωμανία», διαδικασία που ολοκληρώθηκε κατά την Ύστερη Αρχαιότητα.

 

 

ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

 

Ρωμαϊκό ψηφιδωτό από την Κολωνία που απεικονίζει λογίους και φιλοσόφους της κλασικής Ελλάδας. Στην είσοδο του δωματίου ο επισκέπτης έβλεπε τον κυνικό φιλόσοφο Διογένη, αριστερά τον Κλεόβουλο τον Λίνδιο (έναν από τους Επτά Σοφούς), τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα, ενώ δεξιά, τον Σοφοκλή, τον Αριστοτέλη και τον Χείλωνα. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 75)

 

Η ρωμαϊκή τέχνη ακολούθησε σε μεγάλο βαθμό την ελληνική, τόσο θεματικά όσο και σε επίπεδο μορφής. Παλαιότερα, οι ιστορικοί της τέχνης αδιαφορούσαν για τη ρωμαϊκή τέχνη διότι τη θεωρούσαν ασήμαντη παραφυάδα της ελληνικής, όμως από τη δεκαετία του 1980 στον αγγλόφωνο χώρο παρουσιάσθηκε μια τάση θετικής αξιολόγησης της ρωμαϊκής τέχνης, ιδίως σε συσχέτιση με την κοινωνική ιστορία. Μία από τις κύριες εκπροσώπους αυτής της τάσης είναι η Susan Walker. Σε ένα από τα βιβλία της με θέμα τα πορτραίτα στην ελληνική και τη ρωμαϊκή τέχνη αναφέρει ότι θεωρείτο πολύ μοντέρνα η απεικόνιση των μορφών μεγάλων Ελλήνων φιλοσόφων σε έργα της Ρωμαϊκής Εποχής που κοσμούσαν τις οικίες των Ρωμαίων αριστοκρατών (22). Επίσης, επισημαίνει ότι γνωρίζουμε πολλά από τα χαμένα σήμερα έργα της κλασικής, αλλά και της ελληνιστικής τέχνης, μέσω των δεκάδων ρωμαϊκών αντιτύπων τους.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, έχουν οι κοινωνιολογικές παρατηρήσεις της ιδίως όταν συγκρίνει ανάγλυφα πορτραίτα Ελλήνων από την επαρχία της Ασίας με  αποσπάσματα έργων του Δίωνα Χρυσοστόμου και του Φιλοστράτου που επέκριναν την τάση των Ελλήνων για εκρωμαϊσμό, π.χ. η ελληνική μόδα απαιτούσε να έχουν οι ενήλικοι άνδρες γενειάδα, ενώ οι Ρωμαίοι ξυρίζονταν. Έτσι, λοιπόν, μια φαινομενικά ασήμαντη λεπτομέρεια στην εξωτερική εμφάνιση των ανδρών θεωρήθηκε ότι καθόριζε το αν κάποιος ήταν υπέρ της διατήρησης της ελληνικής ταυτότητας ή όχι! Ο Δίων Χρυσόστομος σε έναν λόγο του επαινεί τους άνδρες μιας μικρής ημιεξελληνισμένης πόλης στη Βιθυνία διότι οι περισσότεροι εξακολουθούσαν να έχουν μακριά μαλλιά και γένεια, όπως οι ομηρικοί ήρωες (23). Επίσης, ο Φιλόστρατος κατέγραψε την απογοήτευση του Απολλώνιου Τυανέως για το γεγονός ότι οι Λακεδαιμόνιοι της περιόδου της Βασιλείας του Αδριανού (117-138 μ.Χ.) είχαν αποκτήσει «θηλυπρεπή» εμφάνιση (ξυρισμένο πρόσωπο, απαλά πόδια, ανάλαφρη ενδυμασία, χρήση κοσμημάτων) (24). Ακόμη πιο σοβαρή είναι η κριτική από τον Απολλώνιο της τάσης των Ελλήνων της Ιωνίας να εγκαταλείπουν τη χρήση των κλασικών ελληνικών ονομάτων και να υιοθετούν ρωμαϊκά (25).

 

Πορτραίτο σε ανάγλυφο ενός άνδρα και της συζύγου του, περί τις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. Αν και η επιγραφή είναι στα ελληνικά και το ανάγλυφο εικάζεται ότι προέρχεται από τη Σμύρνη, η εικόνα αντανακλά την τάση για εκρωμαϊσμό στην εξωτερική εμφάνιση των Ελλήνων, που έθλιβε και εξόργιζε τον ρήτορα Δίωνα Χρυσόστομο.  (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 81)

 

Η σύγκριση, όμως, με τις μορφές ανδρών και γυναικών σε επιτύμβιες στήλες από τη Μ. Ασία αποδεικνύει ότι η ανιαρή ηθικολογία των λογίων δεν έβρισκε «λαϊκό έρεισμα». Οι άνδρες ξύριζαν το πρόσωπο τους και τόσο αυτοί όσο και οι γυναίκες υιοθετούσαν κομμώσεις ρωμαϊκού τύπου. Τα υλικά οφέλη του εκρωμαϊσμού σαφώς και βάρυναν περισσότερο στη συνείδηση του μέσου ανθρώπου από την προσήλωση στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας.

Ορισμένες επιγραφικές πηγές, όμως, δείχνουν ότι τα μέλη των τοπικών αριστοκρατιών επέμεναν να συνδυάζουν τον ρωμαϊκό κοσμοπολιτισμό με το αίσθημα της τοπικής υπερηφάνειας. Σε μια επιτύμβια επιγραφή του 3ου αιώνα μ.Χ. από τη Σεβαστόπολη του Πόντου ένας ποντάρχης τιμά τη μνήμη της συζύγου του, της αρχιέρειας Κεσσελλίας Μάξιμας Αμαζονίδας, η οποία έφερε τον τίτλο της «ματρώνας στολάτας». Ο σχολιασμός της επιγραφής από τον T.B. Mitford επισημαίνει ότι η παράδοση τοποθετούσε τη γη των Αμαζόνων στην πεδιάδα του ποταμού Θερμόδοντα, κοντά στην πατρίδα της αρχιέρειας, η οποία φαίνεται ότι ήταν υπερήφανη τόσο για το ρωμαϊκό όνομα και τον τίτλο της, όσο και για την πατρίδα της, την οποία τίμησε μέσω του ελληνικού ονόματος της («Αμαζών») (26).

 

Αριστερά: Αναπαράσταση του Νυμφαίου του Τραϊανού στην Εφεσο (G. Wiplinger - G. Wlach, Ephesus. 100 years id Austrian research, 1966) (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 69)

Δεξιά: Η Ιουλία Δόμνα, σύζυγος του αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου (εδώ, σε νόμισμα της Αντιόχειας της Πισιδίας), προσέφερε την υποστήριξη της στον Φιλόστρατο, διαπρεπή εκπρόσωπο της Δεύτερης Σοφιστικής. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 82)

 

Στην αρχιτεκτονική οι Ρωμαίοι ασφαλώς και δεν παρουσίασαν επιτεύγματα υψηλής τέχνης, αλλά το πρακτικό τους πνεύμα τους επέτρεψε να κατασκευάσουν αψίδες, λουτρά, υδραγωγεία και άλλα έργα δημόσιας ωφέλειας που βελτίωσαν την ποιότητα της αστικής ζωής (27). Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο το γεγονός ότι ένας Ρωμαίος, ο Βιτρούβιος, έγραψε το έργο-οδηγό για την αρχαία αρχιτεκτονική. Μια άλλη αρχιτεκτονική συνήθεια των Ρωμαίων ήταν η ανέγερση κτιρίων διακοσμητικού χαρακτήρα, π.χ. νυμφαίων, καθώς και ποικίλων μνημείων μιλιταριστικού χαρακτήρα.

Πολλοί τοπικοί ευεργέτες είχαν αρχίσει να χρηματοδοτούν έργα που προσέδιδαν ρωμαϊκό χαρακτήρα στην αρχιτεκτονική όψη της πόλης τους: π.Χ. στην Αφροδισιάδα της Μ. Ασίας, πόλη που έχαιρε της πατρωνίας των αυτοκρατόρων της Ιουλιοκλαυδιανής δυναστείας διότι ήταν αφιερωμένη στη θεά Αφροδίτη, τη γενάρχη της πρώτης ρωμαϊκής δυναστείας, τα χρήματα μιας ευεργέτριας, της Ατταλίδας, χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση του βαλανείου (=λουτρού) και ενός «ατρείου». Ο σχολιαστής της επιγραφής επισημαίνει ότι το «άτρειο» ήταν απόδειξη της ύπαρξης αρχιτεκτονικών νεωτερισμών προκειμένου το νέο δημόσιο λουτρό να προσλάβει ρωμαϊκό χαρακτήρα: το «άτρειο» ήταν πιθανώς μια αυλή περιστοιχισμένη από κολώνες, με μια δεξαμενή νερού στο μέσον της (28). Η επιγραφή αυτή τοποθετείται χρονικά στη βασιλεία είτε του Νέρωνα είτε του Δομιτιανού (μέσα-τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ.).

Γενικά, κατά τον 2ο και τον 3ο αιώνα μ.Χ. όλες οι πόλεις της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, από τη Συρία έως τη Γαλατία και από την Κρήτη έως τη Βρετανία, άρχισαν να αποκτούν έναν ομογενοποιημένο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

01. Ιστορία τον Ελληνικού Εθνονς (τ. Ε΄ Ελληνιστικοί (επιμ.), Η ιστορία της ελληνικής πόλης, Αθήνα 2004, Χρόνοι), σελ. 250 κ.εξ.

02. Α.Ε. Καλδέλλης, Λέσβος και Ανατολική Μεσόγειος κατά την Ρωμαϊκή και πρώιμη Βυζαντινή περίοδο (100 π.Χ.-600 μ.Χ.), Θεσσαλονίκη 2002, σα. 60-3

03. Στο ίδιο

04. Μ. Kajava: «Cornelia and Taurus at Thespiai», Zeitschriff fuer Papyrologie und Epigraphik (ZPE), 79 (1989), σσ. 139-49

05. C. Habicht, Ελληνιστική Αθήνα, Αθήνα 1998, σελ. 469

06. Κ. Mantas, «Marriage in the Roman Imperial period», Polis, αρ. 11 (1999), σσ. 11-134

07. E. L. Bowie, «Greeks and their past in the second Sophistic» στο M.I. Finley (επιμ.), Studies in Ancient Society, Λονδίνο - Βοστώνη 1974, σσ. 166-209

08. Στο ίδιο, σελ. 183

09. Ruth Webb, «Immagination and the arousal of the emotions in the Greco-Roman rhetoric» στο S. Morton Braund - C. Giff (επιμ.), The passions in Roman Thought and Literature, Καίμπριτζ 1997, σσ. 12-126

10. Κ. Μαντάς, «Πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις της δεύτερη σοφιστικής», Αέροπος, τχ. 23 (1999), σελ. 23

11. Στο ίδιο

12. Π. Ηλιόπουλος, Δίκαιο και νόμος, Αθήνα 2000, σσ. 114-5

13. Κ. Μαντάς, «Η Μεταμόρφωση της κλασικής πόλης κατά την ρωμαϊκή εποχή», στο Α. Λαγόπουλος (επιμ.), Ηιστορία της ελληνικής πόλης, Αθήνα 2004, σσ. 237-46

14. Κ.Λ. Ζάχος, Το μνημείο τον Οκταβιανού Αυγούστου στην Νικόπολη, Αθήνα 2001

15. Π. Νιγδέλλης, «Η οικογένεια των ιταλικών Aulii Avii στην Θεσσαλονίκη», Τεκμήρια, τ. Α΄ (1995), σελ. 51

16. Καλδέλης, σελ.  96

17. M. Kajava, «Vesta and Athens», στο O. Salomis (επιμ.), The Greek east in the Roman context: Proceedings of a Colloquium organized by the Finnish institute at Athens, May 21 and 22, 1999, Ελσίνκι 2001

18. Κ. Μαντάς, «Πολιτικές και Κοινωνικές διαστάσεις της δεύτερης σοφιστικής», σελ. 22

19. Supplementum Epigraphicum Graecum (SEG), XXLVIII, 1998, no 277/8

20. Inscriptiones von Perge, no 195

21. Κ. Μπουραζέλης, Θεία Δωρεά: Μελέτες πάνω στην πολιτική της δυναστείας των Σεβήρων και την Costitutio Antoniana, Αθήνα 1989

22. S. Walker, Greek and Roman portraits, London 1995, σσ. 41-9

23. Δίων Χρυσόστομος, 36, 17

24. Φιλόστρατος, Επιστολές, LXIII

25. Φιλόστρατος, Επιστολές, LXXI

26. T.B. Mitford, «Inscriptions Ponticae-Sebastobolis», ZPE, 87 (1991), σσ. 211-2, αρ. 19

27. Κ. Μαντάς, «Η μεταμόρφωση της κλασικής πόλης κατά την ρωμαϊκή εποχή»

28. SEG, XLV, 1995

 

Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44, Η ρωμαιοκρατία στον ελληνικό κόσμο, οι σκοτεινές πτυχές μιας μακραίωνης κατοχής, Κωνσταντίνος Μαντάς, Διδάκτωρ Αρχαίας Ιστορίας Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, , σσ. 64 - 83

 

 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΟΙ ΒΑΡΒΑΡΙΚΕΣ ΕΙΣΒΟΛΕΣ ΤΟΥ 3ΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ 4ΟΥ ΑΙΩΝΑ μ.Χ.

 

Γεώργιος Καρδάρας

Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιστορία Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

 

Η Πύλη του Αδριανού, το χαρακτηριστικότερο μνημείο της Ρωμαιοκρατίας στην Αθήνα  (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 47)

 

Οι βαρβαρικές επιδρομές του 3ου και του 4ου αιώνα στον ελληνικό χώρο συνέβαλαν στην παρακμή του αστικού βίου αρκετών πόλεων, οι οποίες μέχρι τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους παρουσίαζαν οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική άνθηση. Οι επιδρομές των γερμανικών φύλων με τις καταστροφές που προκάλεσαν, σηματοδότησαν για τον ελληνικό χώρο το τέλος της Ρωμαϊκής Εποχής και, ταυτόχρονα, τη μετάβαση, για το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους.

 

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΤΟΝ 3ο ΑΙΩΝΑ μ.Χ.

 

Αριστερά: Το Ωδείο του Ηρώδου του Αττικού (Ηρώδειο) ήταν ένα από τα σημαντικά κτίρια της ρωμαϊκής Α9ήνας που γνώρισαν την καταστροφική μήνι των Ερούλων (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα τ.3)  (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 48)

Δεξιά: Αναπαράσταση της βιβλιοθήκης του Αδριανού, στην Αθήνα. Το συγκρότημα αυτό υπέστη εκτεταμένες καταστροφές κατά την επιδρομή των Ερούλων στην πόλη, το 267. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 49)

 

Με την άνοδο στον θρόνο της Ρώμης του αυτοκράτορα Κόμμοδου (180192), γιου του Μάρκου Αυρηλίου (161-180), έληξε η περίοδος της ρωμαϊκής «πεφωτισμένης δεσποτείας» και άρχισε μια νέα εποχή, κύριο γνώρισμα της οποίας ήταν η υπέρμετρη αύξηση της δύναμης του στρατού, μέχρι του σημείου να καθορίζει εκείνος τις τύχες του κράτους. Ο στρατός, ο οποίος μέχρι τότε απλώς υπηρετούσε την αυτοκρατορία, έγινε ο κύριος παράγοντας της εξουσίας, ανεβάζοντας στον θρόνο και ανατρέποντας ηγεμόνες ανάλογα με τη διάθεση του και δίχως πάντοτε λογικά αίτια. Μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου Σεβήρου (222-235) ακολούθησε πλήρης αναρχία, καθώς τα στρατεύματα των επαρχιών, το ένα μετά το άλλο, ανακήρυσσαν τους διοικητές τους αυτοκράτορες, για να τους ανατρέψουν αργότερα με το παραμικρό δείγμα αυστηρότητας ή αδυναμίας εκ μέρους τους, εκμεταλλευόμενα τη δύναμη που είχαν αποκτήσει για να λεηλατούν τις ειρηνικές και τις πλούσιες επαρχίες της αυτοκρατορίας. Στο διάστημα μεταξύ του 235 και του 285 ανήλθαν στον θρόνο 26 αυτοκράτορες, από τους οποίους μόνο ένας πέθανε από φυσικό θάνατο. Αν και οι περισσότεροι από αυτούς ήταν ικανοί και προσπάθησαν να προστατεύσουν την αυτοκρατορία από τους εξωτερικούς της εχθρούς, στο εσωτερικό αντιμετώπιζαν διαρκώς στάσεις. Έτσι, ήταν αναγκασμένοι να παραμελούν την ακεραιότητα και την ασφάλεια του κράτους προκειμένου να προφυλαχθούν οι ίδιοι από εσωτερικούς αντιπάλους, τους οποίους οι στρατιώτες ανάγκαζαν, συχνά διά της βίας, να διεκδικήσουν τον θρόνο. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έφθασε στη μεγαλύτερη κατάπτωση της κατά την εποχή του Βαλεριανού και του γιου του, Γαλλιηνού, οι οποίοι κυβέρνησαν από το 253 έως το 268.

 

ΟΙ ΒΑΡΒΑΡΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΟΜΕΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

 

 Όσο επιδεινωνόταν η εσωτερική κατάσταση της Ρώμης, τόσο εντονότερα εκδηλωνόταν η πίεση των γερμανικών φύλων στα βόρεια σύνορα της. Οι πρώτες σημαντικές επιθέσεις των Γερμανών πραγματοποιήθηκαν την εποχή του Μάρκου Αυρηλίου, το 166, όταν οι Κουάδοι και οι Μαρκομάνοι διέσχισαν τον Δούναβη και στη συνέχεια πολιόρκησαν την Ακυληία. Ο Μάρκος Αυρήλιος παρέμεινε στα σύνορα καθόλη τη διάρκεια της ηγεμονίας του για να τους αντιμετωπίσει. Μετέπειτα, οι Σεβήροι αυτοκράτορες αναχαίτισαν τις επιθέσεις των γερμανικών φύλων, η στρατιωτική αναρχία όμως που ακολούθησε (235-285) προκάλεσε μία σειρά επιδρομών οι οποίες άρχισαν να καταστρέφουν την αυτοκρατορία. Στη Δύση, το 242, το 253 και κυρίως το 276, η Γαλατία, η Ισπανία και Π βόρεια Ιταλία έως τη Ραβέννα ερημώθηκαν από τους Αλαμανούς, τους Φράγκους και άλλους βαρβαρικούς λαούς, ενώ οι ακτές της Βρετανίας λεηλατήθηκαν από τους Σάξονες. Χάρη στη δραστηριότητα των λεγόμενων Γαλατών αυτοκρατόρων Πόστουμου και Τετρικίου, αλλά και του Ορελίου, του Πρόβου και του Κωνστάντιου Χλωρού, οι εισβολείς απωθήθηκαν προσωρινά. Παράλληλα στη διάρκεια του 3ου αιώνα, η Βαλκανική χερσόνησος υπέστη επίσης πολυάριθμες επιδρομές από αρκετούς βαρβαρικούς λαούς, όπως οι Καρποδάκες, οι Σαρμάτες, οι Γότθοι, οι Βάνδαλοι, οι Ερούλοι και οι Βαστάρνες. Ο αυτοκράτορας Κλαύδιος, ο επονομαζόμενος Γοτθικός (268-270), κέρδισε μια αποφασιστική νίκη κατά των Γότθων το 269, με την οποία συγκράτησε για ένα διάστημα την πίεση τους στα σύνορα του Δούναβη. Ο διάδοχος του, Αυρηλιανός (270- 5) υπερασπίσθηκε εξίσου αποτελεσματικά τις επαρχίες του Δούναβη και την Ιταλία από τις επιθέσεις των Γερμανών, αναγκάσθηκε όμως το 274 να εκκενώσει τη Δακία (η οποία είχε κατακτηθεί το 106 από τον Τραϊανό), καθώς οι πολεμικές του επιχειρήσεις στην Ανατολή δεν του επέτρεπαν να διατηρεί μεγάλο αριθμό στρατευμάτων στα Βαλκάνια.

 

Μέρος της σωζόμενης τοιχοδομίας (με κορινθιακούς κίονες) της ανατολικής πλευράς της βιβλιοθήκης του Αδριανού (Αθήνα), κτίσματος το οποίο υπέστη σοβαρές βάρβαρους Ερούλους (Εκδοτική Αθηνών). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 51)

 

Για την προστασία των αχανών συνόρων της, η Ρώμη είχε δημιουργήσει μια τεράστια σειρά οχυρώσεων, γνωστών ως limes, κατά μήκος της ρωμαϊκής μεθορίου. Σε ό,τι αφορά τα Βαλκάνια, αυτά προστατεύονταν από τον limes της Παννονίας στα δυτικά και τον limes της Μοισίας στα ανατολικά. Ο limes της Παννονίας εκτεινόταν από τη Βιέννη μέχρι το Βελιγράδι και ήταν πιο ευάλωτος σε εχθρικές επιθέσεις, λόγω της ουγγρικής πεδιάδας που δεν παρουσίαζε φυσικά εμπόδια. Δημιουργήθηκε τον 1ο αιώνα και περιελάμβανε μεγάλα κάστρα στα οποία στρατοπέδευαν οι λεγεώνες (στη Βιέννη, το Καρνούτουμ, το Βριγέτιο και τη Βουδαπέστη), μικρά κάστρα για τα βοηθητικά στρατεύματα, καθώς και σειρές πύργων. Η ιστορία του limes της Παννονίας διακρίνεται σε δύο φάσεις: στην περίοδο των δύο πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων, κατά την οποία χρησίμευε ως στρατιωτική βάση για τις πολεμικές επιχειρήσεις των Ρωμαίων στις γειτονικές χώρες, και στην περίοδο των δύο επόμενων αιώνων, του 3ου και του 4ου, όταν έπαιζε ρόλο αμυντικής γραμμής. Τα μικρά κάστρα και οι πύργοι βρίσκονταν σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, συγκριτικά με άλλους limes, ενώ ιδιαίτερη σημασία είχε ένας φράκτης που κατασκευάσθηκε επί του Μ. Κωνσταντίνου μπροστά από τον limes, μέσα σε εχθρικό έδαφος, στην προκειμένη περίπτωση των Σαρματών. Σε αυτόν τον limes αποδίδονται, επίσης, και οι πύργοι με τα παρατηρητήρια που εικονίζονται στη στήλη του Τραϊανού.

Ανατολικότερα του limes της Παννονίας βρισκόταν ο limes της Μοισίας, που εκτεινόταν από το Βελιγράδι μέχρι τις εκβολές του Δούναβη στη Μαύρη Θάλασσα και περιελάμβανε δύο ρωμαϊκές επαρχίες, την Άνω και την Κάτω Μοισία. Στην Άνω Μοισία, υπήρχαν δύο κάστρα λεγεωνών στο Βελιγράδι (ρωμ. Σιγγιδόνα) και το Βιμινάκιο, κοντά στα σημερινά σύνορα Σερβίας-Βουλγαρίας. Στην Κάτω Μοισία υπήρχαν περισσότερα κάστρα λεγεωνών, με κυριότερα το Σβιστόβ, τη Σιλίστρια και την Ιπλιτσα. Ο limes της Μοισίας έπαυσε ουσιαστικά να υπάρχει μετά τις κατακτήσεις του Τραϊανού, καθώς τα όρια του ρωμαϊκού κράτους μετατοπίσθηκαν βορειότερα μετά την κατάληψη της Δακίας (σημ. νότια Ρουμανία), στην Τρανσυλβανία και τα Καρπάθια. Κατά την εποχή του Αδριανού υπήρξε περαιτέρω διεύρυνση του limes με την προσάρτηση και της Δοβρουτσάς, στο δέλτα του Δούναβη. Στα Καρπάθια, επειδή τα βουνά σχημάτιζαν ένα ισχυρό φυσικό εμπόδιο, δεν δημιουργήθηκε ένας πραγματικός limes για την ανατολική Τρανσυλβανία. Κατά την εποχή του Αυρηλιανού, μετά την εκκένωση της Δακίας, τα όρια του limes μετακινήθηκαν νοτιότερα στον κάτω Δούναβη, ενώ την εποχή ου Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου οι εκεί λεγεώνες είχαν κυρίως αμυντικό ρόλο, υπερασπίζοντας όχι έναν εκτεταμένο limes, αλλά τις πόλεις και τα οχυρά από τις εχθρικές επιδρομές. Ο Ρωμαϊκός Στρατός, καθώς δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει πλέον τις μαζικές εισβολές στους limes, άφηνε τους επιτιθέμενους να διασκορπίζονται στο εσωτερικό των Βαλκανίων και να αναλώνονται σε πολιορκίες πόλεων μακριά από τα ορμητήρια τους, βόρεια του Δούναβη.

 

Σχέδιο του ιερού της Δήμητρας στην Ελευσίνα κατά την περίοδο της ακμής του. Μετά την καταστροφική επιδρομή του Γότθου Αλαρίχου, το 395, ο χώρος έχασε τη σημασία του (σχέδιο Ι. Τραυλού). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 53)

 

Η ΕΠΙΔΡΟΜΗ ΤΩΝ ΕΡΟΥΛΩΝ (267)

 

Στο πλαίσιο των προαναφερθέντων επιδρομών, ο ελληνικός χώρος δεν έμεινε ανέπαφος, ιδιαίτερα μετά τα μέσα του 3ου αιώνα. Προοίμιο αυτών των επιθέσεων υπήρξε η επιδρομή των Κοστωβώκων, οι οποίοι νωρίτερα, το 170, κατέστρεψαν την Ελευσίνα. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες αφηγηματικών πηγών και επιγραφών, φαίνεται ότι σε πόλεις του ελληνικού χώρου, όπως οι ©εσπιές και η Ελάτεια, οι τοπικοί πληθυσμοί δημιούργησαν εθελοντικά σώματα, τα οποία πολέμησαν στο πλευρό των τακτικών στρατιωτικών μονάδων εναντίον των εισβολέων. Κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα παρατηρούνται στον ελληνικό χώρο προσπάθειες κατασκευής ή επισκευής οχυρωματικών έργων, όπως π.χ. η οχύρωση το 245 των Θερμοπυλών και του Ισθμού της Κορίνθου, στις οποίες σημαντική συμβολή είχαν ορισμένες φορές ιδιώτες. Οχυρώσεις παρατηρούνται ακόμη και στην ύπαιθρο μετά το 270, ιδιαίτερα γύρω από τις μεγάλες επαύλεις (νίΙΙββ) οι οποίες κατά κανόνα ανήκαν σε ανώτατους κρατικούς αξιωματούχους και μεγάλους γαιοκτήμονες.

 

Αριστερά: Τα Μεγάλα Προπύλαια του ιερού της Δήμητρας στην Ελευσίνα, το οποίο καταστράφηκε κατά την επιδρομή του Αλαρίχου στη νότια Ελλάδα, το 395. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 53)

Δεξιά: Σύλληψη Γερμανών πολεμιστών από Ρωμαίους Λεγεωνάριους. Λεπτομέρεια από τη στήλη του Μάρκου Αυρηλίου στη Ρώμη.  (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 53)

 

Η πρώτη μεγάλη βαρβαρική επιδρομή που προκάλεσε σημαντικές καταστροφές σε εκτεταμένο τμήμα του ελληνικού χώρου και συνέβη αιφνιδιαστικά, ήταν εκείνη του γερμανικού φύλου των Ερούλων. Στα τέλη της βασιλείας του Γαλλιηνού, το 267, ο στόλος και ο στρατός των Ερούλων συνεργάσθηκαν με το πεζικό των Γότθων και των Βασταρνών προκειμένου να επιτεθούν στις ελληνικές επαρχίες της Ρώμης. Οι μαρτυρίες για τη δύναμη των εισβολέων, αν και δεν είναι ταυτόσημες αναφέρουν υπερβολικό αριθμό 2.000 πλοίων και 300.000 πεζών. Σε κάθε περίπτωση ο αριθμός τους ήταν  α μεγάλος για να προκαλέσει καταστροφές σε αρκετές πόλεις. Έχοντας ένα ισχυρό στόλο στη διάθεση τους, οι Ερούλοι, ερήμωσαν αρχικά το Βυζάντιο (στην θέση του οποίου αργότερα κτίσθηκε η Κωνσταντινούπολη), τη Χρυσούπολη, τη Λήμνο και τη Σκύρο, και στη συνέχεια έφθασαν στην Αθήνα.

Η πόλη της Αθήνας βρέθηκε απροετοίμαστη για να αντιμετωπίσει τόσο μεγάλο πλήθος επιδρομέων. Εν τούτοις, οι Αθηναίοι οργάνωσαν όπως μπορούσαν άμυνα της πόλης υπό την καθοδήγηση του ιστορικού Δεξίππου ο οποίος υπήρξε η κορυφαία μορφή στην προσπάθεια απόκρουσης των εισβολέων και  μετέπειτα η κυριότερη ιστορική πηγή για τις βαρβαρικές επιδρομές της εποχής του. Κύρια έργα του, από τα οποία σώθηκαν αυτούσια μόνο μερικά αποσπάσματα, είναι τα «Χρονικά» σε 12 βιβλία, από τα μυθικά χρόνια έως το 270, και τα «Σκυθικά», στα οποία περιέγραψε τις επιδρομές των γερμανικών φύλων στα Βαλκάνια από το 238 έως το 270.

 

Νόμισμα και προτομή του αυτοκράτορα Γαλλιηνού, ο οποίος απέτυχε να παρεμποδίσει τις βαρβαρικές εισβολές στα Βαλκάνια κατά τον 3ο αιώνα. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 54)

 

Ο Δέξιππος, προσπαθώντας να αποκρούσει τους Ερούλους, στρατολόγησε εσπευσμένα 2.000 άνδρες για να ενισχύσει τη φρουρά της πόλης. Παρά τις προσπάθειες του, όμως, οι Ερούλοι έκαμψαν την αντίσταση των υπερασπιστών και η Αθήνα λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε.

Οι συνέπειες της καταστροφής του 267 υπήρξαν μακροπρόθεσμες για την πόλη, η οποία σχεδόν χάθηκε από τις μαρτυρίες των πηγών έως το 300. Η καταστροφή από τους Ερούλους ολοκλήρωσε την πορεία οικονομικής παρακμής της Αθήνας μετά τα μέσα του 2ου αιώνα. Στη δίνη της οικονομικής κρίσης του αιώνα, η εξαφάνιση στην Αθήνα των κερμάτων που ήταν μικρότερα της δραχμής αποτελεί ένδειξη για τον πληθωρισμό ο οποίος έπληττε τόσο την αυκρατορία, όσο και την πόλη. Την ίδια πορεία ακολούθησε και ο Πειραιάς, ο οποίος υπήρξε σπουδαίο τραπεζιτικό κέντρο της Κλασικής Εποχής. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, μετά την επιδρομή η ανοικοδόμηση άρχισε με πολύ αργό ρυθμό και ολοκληρώθηκε τον 4ο αιώνα, ενώ η ζώνη της Αγοράς δεν ανοικοδομήθηκε ούτε αναδιαμορφώθηκε μέχρι τις αρχές του 5ου αιώνα. Οι Αθηναίοι χρησιμοποίησαν τους λίθους από τα πυρπολημένα κτίρια για να οικοδομήσουν έναν αμυντικό περίβολο που συμπεριέλαβε την Ακρόπολη και τον χώρο της Αγοράς. Παρά τη διαρκή παρακμή της πόλης, φαίνεται ότι το γόητρο της εξακολούθησε να παραμένει υψηλό, όπως προκύπτει από την αποδοχή του αξιώματος του Αθηναίου στρατηγού από τον Μ. Κωνσταντίνο.

 

Η Νικόπολη, η κυριότερη ρωμαϊκή πόλη της Ηπείρου, έγινε στόχος επιθέσεων των Γότθων το 250 και το 267. Εδώ, το Ωδείο της πόλης.  (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 55)

 

Μετά την καταστροφή της Αθήνας, οι Ερούλοι έφθασαν στην Πελοπόννησο, όπου κατέστρεψαν την Κόρινθο, το Αργός και τη Σπάρτη, πριν αναχαιτισθούν στην Ολυμπία. Η επιδρομή τους είχε εξίσου αρνητικές συνέπειες για την Πελοπόννησο, αφού κλόνισε την οικονομική ευημερία της. Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν τις αναφορές των γραπτών πηγών για το εύρος των καταστροφών που προκάλεσαν οι εισβολείς, καθώς και την ανέγερση οχυρωματικών έργων για την προστασία των πόλεων της Πελοποννήσου. Η επιδρομή των Ερούλων, σε συνδυασμό με τις επιδημίες, αποτέλεσε τον κυριότερο παράγοντα για την αναστάτωση της οικονομικής και της κοινωνικής ζωής των αστικών κέντρων της Πελλοπονήσου κατά τον 3ο και τον 4ο αιώνα, ιδιαίτερα της Πάτρας και της Κορίνθου οι οποίες ήταν μεγάλα τραπεζικά κέντρα. Ενδεικτικό για τις μεγάλες καταστροφές που προξένησαν οι Ερούλοι στην Κόρινθο είναι το γεγονός ότι θραύσματα της ίδιας επιγραφής βρέθηκαν διασκορπισμένα αρκετά από την πόλη.

 

Χάρτης της επιδρομής του Αλαρίχου στην Ελλάδα το 395. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 56)

 

Σε ότι αφορά το Άργος, η επιδρομή των Ερούλων κατέστρεψε τα περισσότερα δημόσια κτήρια της πόλης. Τον 4ο αιώνα παρατηρούνται προσπάθειες ανοικοδόμησης, όταν επισκευάσθηκε το Θέατρο και το Ωδείο και αναστηλώθηκε η μεγαλύτερη στοά της Αγοράς. Στα μέσα του 4ου αιώνα κτίσθηκε βόρεια της Αγοράς μια θριαμβευτική αψίδα, ενώ πολλές μεταγενέστερες κατασκευές στα ανατολικά της Αγοράς επιβεβαιώνουν την ανάκαμψη της κοινωνικής και της οικονομικής ζωής. Οι δρόμοι και τα κτίρια επισκευάζονταν πολλές φορές με υλικά κατεστραμμένων μνημείων. Παρατηρείται, ακόμη, η εγκατάσταση, επάνω σε παλαιότερα δημόσια κτίρια, ρωμαϊκών επαύλεων, οι οποίες ορισμένες φορές έφεραν διακόσμηση με μωσαϊκά. Η τάση αυτή, που είναι εντονότερη κατά τον 5ο αιώνα, δείχνει τη σταδιακή σύνδεση του δημόσιου βίου με τις πλουσιότερες οικογένειες της πόλης. Στο Άργος, παρά τη σταδιακή επικράτηση του Χριστιανισμού, διατηρήθηκε επί αρκετό διάστημα η λατρεία της Αφροδίτης, καθώς το Αφροδίσιο λειτουργούσε ακόμη τον 4ο αιώνα. Αντίθετα, η λατρεία του Λυκείου Απόλλωνα, που ήταν και η επίσημη της πόλης, μάλλον δεν επιβίωσε μετά το 267. Στην υπόλοιπη Πελοπόννησο, το Ασκληπιείο της Επιδαύρου και το ιερό του Δία στην Ολυμπία εξακολουθούσαν να λειτουργούν κατά τον 4ο αιώνα.

Εκτός από τα αστικά κέντρα, οι βαρβαρικές επιδρομές έπληξαν εξίσου και την ύπαιθρο, όπως προκύπτει από διάφορους νομισματικούς θησαυρούς, τους οποίους απέκρυπταν οι κάτοικοι πριν αναζητήσουν καταφύγιο πίσω από τα τείχη των πόλεων. Η ανακάλυψη νομισματικών θησαυρών, π.χ. εκείνου στη Γόρτυνα της Αρκαδίας που χρονολογείται στην εποχή του Κωνσταντίνου, δείχνει ότι υπήρχαν ακόμη στην Πελοπόννησο κάτοχοι σημαντικών περιουσιών.

 

Η ΕΠΙΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΑΛΑΡΙΧΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (395-397)

 

 Μετάλλιο του αυτοκράτορα Κλαυδίου Β΄ Γοτθικού, ο οποίος αντιμετώπισε με επιτυχία τις πρώτες εισβολές των Γότθων στα Βαλκάνια.  (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 57)

 

Η δεύτερη μεγάλη επιδρομή γερμανικού φύλου στον ελληνικό χώρο είναι συνδεδεμένη με τη λεγόμενη μετανάστευση των λαών και οφείλεται στον βασιλιά των Βησιγότθων Αλάριχο, ο οποίος αναστάτωσε στα τέλη του 4ου αιώνα τη νότια Ελλάδα πριν μετακινηθεί προς τη Δύση, αναζητώντας περιοχές για εγκατάσταση.

 Περί το 370 το βασίλειο των Οστρογότθων, στη νότια Ρωσία, δέχθηκε από τα ανατολικά την επίθεση των Ούννων. Οι Οστρογότθοι νικήθηκαν αν και ένα τμήμα τους κατευθύνθηκε προς τον Δνείστερο, όπου συνενώθηκε με τους Βησιγότθους. Οι τελευταίοι, έχοντας εκχριστιανισθεί και εκπολιτισθεί σε ένα βαθμό δεν αποτελούσαν έως τότε μεγάλη απειλή για την Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Υπό την πίεση των Ούννων, όμως, οι Βησιγότθοι ζήτησαν από τον αυτοκράτορα  Ουάλεντα να τους επιτρέψει να διασχίσουν τον Δούναβη. Ο Ουάλης (374-378) αρχικά το δέχθηκε, υπολογίζοντας να τους χρησιμοποιήσει ως βοηθητικό στράτευμα. Σύντομα, όμως αποφάσισε να σταματήσει τις επιδρομές και τις λεηλασίες τους, αποφάσισε να συγκρουσθεί μαζί τους και εμφανίσθηκε με τον στρατό του στην Ανδριανούπολη. Έχοντας μεγάλη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του και δίχως να περιμένει τη βοήθεια του αυτοκράτορα της Δύσης Γρατιανού, έδωσε μάχη στις 9 Αυγούστου 378,  το αποτέλεσμα της οποίας ήταν η συντριβή του αυτοκρατορικού στρατού και ο θάνατος του ιδίου στη μάχη. Οι συνέπειες της ήττας στην Αδριανούπολη ήταν οδυνηρές, καθώς το γερμανικό πρόβλημα έγινε πλέον ιδιαίτερα σοβαρό για την υπόσταση του συνόλου της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας αντιμετώπισε αυτό το πρόβλημα επί έναν ολόκληρο αιώνα και κατάφερε να επιζήσει, ενώ το δυτικό τμήμα τελικά υπέκυψε στους επιδρομείς. Όταν φάνηκε ότι η καθυπόταξη των Γότθων ήταν πλέον αδύνατη, ως μοναδική διέξοδος θεωρήθηκε η ειρηνική συνεννόηση μαζί τους. Αυτή ήταν η πολιτική του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄ (378-395), ο οποίος, αφού κατάφερε να απωθήσει το 382 τους Γότθους πίσω από τον Αίμο, υπέγραψε μαζί τους συνθήκη ειρήνης (foedus), παραχωρώντας τους αυτοκρατορικά εδάφη για εγκατάσταση υπό καθεστώς συμμάχου (φοιδεράτοι/υπόσπονδοι). Οι Οστρογότθοι εγκαταστάθηκαν στην Παννονία και οι Βησιγότθοι στο βόρειο τμήμα της «διοίκησης» (praefectura) της Θράκης. Απέκτησαν πλήρη αυτονομία, απαλλαγή από τη φορολογία και έλαβαν υψηλούς μισθούς για τις υπηρεσίες που προσέφεραν στον στρατό της αυτοκρατορίας με την ιδιότητα των φοιδεράτων, ενώ πολλοί από αυτούς εντάχθηκαν στη φρουρά του αυτοκράτορα. Χάρη σε αυτήν την πολιτική απομακρύνθηκε προσωρινά ο κίνδυνος να κατακλυσθεί η αυτοκρατορία από τα γερμανικά φύλα, και ο Ρωμαϊκός/Βυζαντινός Στρατός, ο οποίος είχε ελαττωθεί σημαντικά, άρχισε να μεγαλώνει με την είσοδο των Γερμανών φοιδεράτων. Το γερμανικό στοιχείο άρχισε βαθμιαία να υπερισχύει στον στρατό, τόσο μεταξύ των απλών στρατιωτών, όσο και στις σπουδαιότερες διοικητικές θέσεις.

 

Η Αψίδα του Γαλερίου στη Θεσσαλονίκη. Λόγω της εγγύτητας της προς το ρωμαϊκό σύνορο του Δούναβη, η πόλη βρέθηκε επανειλημμένα στον δρόμο των βαρβάρων που επέδραμαν στη ρωμαϊκή Ελλάδα, χωρίς όμως ποτέ να κατακτηθεί από αυτούς. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 58)

 

Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος, λίγο πριν από τον θάνατο του το 395, προέβη στη διαίρεση της αυτοκρατορίας, δίδοντας το ανατολικό τμήμα στο μεγαλύτερο γιο του, Αρκάδιο, ενώ το δυτικό στον νεώτερο, Ονώριο. Οι δύο νεαροί αυτοκράτορες κατευθύνονταν στην πραγματικότητα από βάρβαρους «πατρικίους», τον Ρουφίνο και τον Στηλίχωνα αντίστοιχα, οι οποίοι είχαν ορισθεί επίτροποι τους. Σημείο τριβής κατά τη διαίρεση της αυτοκρατορίας αποτέλεσαν οι διοικήσεις Δακίας και Μακεδονίας (που περιελάμβανε όλη την ελληνική χερσόνησο), οι οποίες τελικά ενσωματώθηκαν στην Ανατολή και σχημάτισαν την επαρχότητα του Ιλλυρικού με κέντρο τη Θεσσαλονίκη. Η Δύση διατήρησε από το Ιλλυρικό μόνο την Παννονία, που ονομάσθηκε διοίκηση Ιλλυρικού.

Μετά την εκστρατεία και τη νίκη του Θεοδοσίου στη Δύση εναντίον των αποστατών Αρβογάστου και Ευγενίου, το 394, στον ποταμό Φρίγκιντο, οι Βησιγότθοι, οι οποίοι είχαν αναλάβει το κύριο βάρος των επιχειρήσεων, υπέστησαν μεγάλες απώλειες, γεγονός που προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια για τη μεταχείριση τους από τους ανατολικούς Ρωμαίους. Μετά την επιστροφή τους στα Βαλκάνια, και ενώ ο Θεοδόσιος είχε ήδη πεθάνει, ο νεαρός και φιλόδοξος Αλάριχος εκμεταλλεύθηκε τη δυσαρέσκεια των συμπατριωτών του και, αφού κατάφερε να γίνει βασιλιάς τους, τους παρακίνησε σε πόλεμο εναντίον της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Οι Βησιγότθοι προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στη Θράκη και τη Μακεδονία και έφθασαν έξω από την Κωνσταντινούπολη, ζητώντας ανανέωση του καθεστώτος των φοιδεράτων. Ο Ρουφίνος, όμως, κατάφερε να στρέψει τον Αλάριχο εναντίον του Δυτικού ρωμαϊκού κράτους, στο οποίο τη διακυβέρνηση ασκούσε ουσιαστικά ο πανίσχυρος Βάνδαλος στρατηγός Στηλίχων. Με αυτήν την κίνηση η Κωνσταντινούπολη απέβλεπε στην κατοχύρωση του ελέγχου του Ιλλυρικού, ο οποίος είχε αμφισβητηθεί από τον Στηλίχωνα.

Ο Στηλίχων, έχοντας στη διάθεση του τις λεγεώνες της Δύσης, αλλά και της Ανατολής, τις οποίες έπρεπε να επιστρέψει στον Αρκάδιο, έφθασε το καλοκαίρι του 395 μέσω της Δαλματίας και της Ηπείρου στη Θεσσαλία, όπου συνάντησε τους Βησιγότθους του Αλαρίχου. Ο Ρουφίνος, φοβούμενος μία νίκη του εχθρού του Στηλίχωνα που θα τον καθιστούσε ακόμη ισχυρότερο, έπεισε τον Αρκάδιο να διατάξει τον Στηλίχωνα να επιστρέψει τις λεγεώνες της Ανατολής και ο ίδιος να αναχωρήσει για την Ιταλία. Ο Στηλίχων, όταν έλαβε τη διαταγή του Αρκαδίου, ετοιμαζόταν να επιτεθεί στον Αλάριχο στην κοιλάδα του Πηνειού με πολύ μεγαλύτερα στρατεύματα, που θα του εξασφάλιζαν μια βέβαιη νίκη. Υπάκουσε, όμως, στη διαταγή και, αφού παρέδωσε τις ανατολικές λεγεώνες, αποσύρθηκε τον Νοέμβριο του 395, αφήνοντας τους Βησιγότθους μόνους στην κεντρική Ελλάδα.

Αριστερά: Ο αυτοκράτορας Δέκιος (249-251) υπέστη συντριπτικές ήττες από τους Γότθους στο σύνορο του Δούναβη. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 59)

Δεξιά: Νόμισμα του αυτοκράτορα Κλαυδίου Β' (214-270), ο οποίος προσέλαβε την προσωνυμία «Γοτθικός» λόγω των επιτυχιών του εναντίον των Γότθων στα Βαλκάνια. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 60)

 

Ο Αλάριχος κινήθηκε αμέσως προς τα νότια και διέσχισε ανενόχλητος τα Στενά των Θερμοπυλών, αφού ο διοικητής της φρουράς Γερόντιος δεν προέβαλε αντίσταση, ενώ και ο Αντίοχος, διοικητής της επαρχίας της Αχαΐας, δεν διέθετε επαρκείς δυνάμεις για να αναχαιτίσει την προέλασή τους. Οι Βησιγότθοι εισήλθαν στη Βοιωτία και επιδόθηκαν σε λεηλασίες, τις οποίες απέφυγε μόνο η Θήβα. Εισερχόμενοι στην Αττική, κατέλαβαν τον Πειραιά, όχι όμως και την Αθήνα, την οποία προστάτευαν τα ισχυρά τείχη της. Παρόλα αυτά, ο Αλάριχος έγινε δεκτός στην Αθήνα για διαπραγματεύσεις, φιλοξενήθηκε στο Πρυτανείο και αποχώρησε αφού έλαβε αρκετά δώρα. Επειδή, όμως, οι Βησιγότθοι είχαν ασπασθεί τον Αρειανισμό, η άφιξη τους στην Αττική έδωσε την αφορμή σε ορισμένους φανατικούς ιερείς τους να υποκινήσουν τη λεηλασία και την πυρπόληση του ναού της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελευσίνα.

Συνεχίζοντας την πορεία του προς την Πελοπόννησο, ο Αλάριχος κατέλαβε τα Μέγαρα, την Κόρινθο, το Αργός και τη Σπάρτη. Στη Σπάρτη παρέμεινε περισσότερο από ένα έτος, γεγονός που οδήγησε στην υπόθεση ότι σκεπτόταν να εγκαταστήσει τους Βησιγότθους στη Λακωνία. Στο μεταξύ, η Κωνσταντινούπολη τηρούσε στάση αναμονής, καθώς δεν επιχείρησε ούτε να τον αναχαιτίσει ούτε να διαπραγματευθεί μαζί του. Πιθανότατα, όμως, κινήθηκε με έμμεσο τρόπο εναντίον του, καθώς την άνοιξη του 397 ο Στηλίχων αποβιβάσθηκε αιφνιδιαστικά στην Κόρινθο και συγκρούσθηκε με τον Αλάριχο βορειοανατολικά της Ολυμπίας. Αν και ο Στηλίχων επικράτησε και είχε τη δυνατότητα να τον εγκλωβίσει στην Πελοπόννησο, άφησε και πάλι τον Αλάριχο να διαφύγει μέσω της Κορίνθου στην Ήπειρο. Εκείνη τη στιγμή η Κωνσταντινούπολη αποφάσισε να ανανεώσει το καθεστώς των φοιδεράτων για τους Βησιγότθους και τους παραχώρησε γη για εγκατάσταση στην κεντρική Μακεδονία, μεταξύ του Αξιού και του Αλιάκμονα. Ο Αλάριχος έγινε σύμμαχος των Βυζαντινών, με αντάλλαγμα τον τίτλο του στρατιωτικού διοικητή του Ιλλυρικού, και παρέμεινε τέσσερα χρόνια στη Μακεδονία, έως το 401, δίχως να είναι γνωστό το τι έκανε κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής του. Βέβαιο είναι ότι διατηρούσε έναν αρκετά ισχυρό στρατό, καθώς με τη νέα του ιδιότητα ως στρατιωτικού διοικητή του Ιλλυρικού είχε υπό τον έλεγχο του τις κρατικές αποθήκες και τα όπλα που φυλάσσονταν σε αυτές.

 

Τα ερείπια του ρωμαϊκού θεάτρου της Νικόπολης, η οποία δέχθηκε δύο επιθέσεις των Γότθων στα μέσα του 3ου αιώνα. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 61)

 

Όπως η επιδρομή των Ερούλων, έτσι και η επιδρομή του Αλαρίχου προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερη παρακμή στην Πελοπόννησο. Μετά την κατάκτηση της από τον Αλάριχο, η Κόρινθος έπαυσε να έχει καθεστώς ρωμαϊκής αποικίας (colonia), ενώ η κατεστραμμένη Αγορά του Αργούς έπαυσε να λειτουργεί ως δημόσιο κέντρο, και στον χώρο όπου βρίσκονταν τα παλαιά δημόσια κτίρια δημιουργήθηκαν ιδιωτικές κατοικίες και εργαστήρια. Η επιδρομή των Βησιγότθων, συνδυασμό με την απαγόρευση της τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων από Μ. Θεοδόσιο το 394, επέφερε ταυτόχρονα και την παρακμή της Ολυμπίας. Οι συνέπειες της βησιγοτθικής επιδρομής σηματοδοτούν το τέλος των «ρωμαϊκών» χρόνων της Πελοποννήσου και την απαρχή της «βυζαντινής» ιστορίας της περιοχής.

Στα τέλη του 401 ο Αλάριχος εγκατέλειψε τη Μακεδονία για να εισβάλει στην Ιταλία. Μετά, όμως, από τις διαδοχικές νίκες του Στηλίχωνα εναντίον του κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ιταλία, ο Αλάριχος αναγκάσθηκε να επιστρέψει στο Ιλλυρικό. Η ακριβής θέση του εκεί, από το 403 μέχρι την άνοιξη του 408, όταν αποχώρησε για πάντα από το Ιλλυρικό κινούμενος προς την Παννονία, δεν είναι γνωστή. Η οριστική αποχώρηση του Αλαρίχου από το Ιλλυρικό απήλλαξε τον ελληνικό χώρο από τον φόβο των επιδρομών των Βησιγότθων, οι οποίοι πλέον αποτελούσαν πρόβλημα μόνο για το Δυτικό ρωμαϊκό κράτος, έως την πτώση του τελευταίου το 476.

 

Βιβλιογραφία

(1) M. Rostovtzeff: ΡΩΜΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (μτφρ. Β. Καλφόγλου), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1984

(2) G. Ostrogorsky: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ (μτφρ. Ι. Παναγόπουλος), εκδ. Ι. Βασιλόπουλος, τ. Α΄, Αθήνα 1978

(3) H. Wolfram: DAS REICH UND DIE GERMANEN, Βιέννη 1998.

(4) ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τ. Στ΄ (ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΡΩΜΗ), Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1976 (ανατ. 2000)

(5) Γ. Θεοχαρίδης: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (πανεπιστημιακές παραδόσεις), τ. Β΄ (395-610), Θεσσαλονίκη 1975

(6) Γ. Καρδάρας: Η ΑΝΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, εκδ. Περισκόπιο, Αθήνα 2002

 

Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44, Το τέλος της Ρωμαιοκρατίας στην Ελλάδα, Γεώργιος Καρδάρας, Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιστορίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, σσ. 46 - 61

 

 

ΝΕΟ-ΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΕΣ ΑΠΑΤΕΣ

 

 

ΠΡΟΣΟΧΗ: Στο τέλος κάθε σελίδας του Ανώνυμου Απολογητή θα παρουσιάζονται νεοπαγανιστικές και αθεϊστών (δήθεν ελληνιστών) απάτες που έχουν σχέση με το θέμα της σελίδας. Αυτές οι απάτες δεν έχουν σκοπό να βάλουν τα περιοδικά στα οποία εμφανίζονται τα νεοπαγανιστικά ψεύδη, εφόσον ούτως ή άλλως παγανιστές συγγράφουν σε διάφορα ανυποψίαστα εξ αυτών και αυτά δεν εκφράζονται από τις απόψεις των αρθρογράφων, αλλά σκοπό έχουν:

1. να καταδείξουν τον κρυφοπαγανιστή αρθρογράφο ώστε να γίνει γνωστός και

2. είτε ο κάθε ενδιαφερόμενος που αναγιγνώσκει εκ νέου άρθρα του να θέτει τον εαυτό του εν εγρήγορση και να ελέγχει θαρρετά τα ψεύδη του κρυφοπαγανιστή (δήθεν ελληνιστή), αν είναι μελετημένος και έχει πρόσβαση σε πρωτογενή βιβλιογραφία

3. είτε εάν δεν έχει πρόσβαση σε βιβλιογραφία, να μην δείχνει πλέον εμπιστοσύνη στον αρθογράφο εφόσον γνωρίζει πως εκφράζει ψεύδη για να σπιλώσει τον Χριστιανισμό υποστηρίζοντας θέσεις παγανισμού, που όμως δεν είναι σχεδόν ποτέ ξεκάθαρες, αλλά που παρουσιάζονται ως «ελληνικές» μιας και η πλειοψηφία των νεοπαγανιστών ντρέπεται να ομολογήσει δημοσίως την θρησκεία που ακολουθεί και προτιμά να καμουφλάρεται με κάτι οικοιότερο, τον πατριωτισμό, που όμως αρρωστημένα έχει μετατραπεί σε ένα παγανιστικό εθνικισμό.

ΕΞΑΙΡΕΣΗ: εξαιρούνται τα προσωπικά βιβλία του κρυφοπαγανιστή αθρογράφου ή τα έντυπα με καθαρά νεοπαγανιστικό προσανατολισμό, ανάμεσα στα τόσα που κυκλοφορούν στην Ελλάδα.

 

 

Κεντρική σελίδα με νέο-παγανιστικές απάτες

 

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΕΚΑΨΕ ΤΗΝ ΡΩΜΗ

(Κατά: Μαρίας Τζάνη, τηλεοπτικός σταθμός Alter, Αθέατος Κόσμος «Εμπόριο Θαυμάτων», 2003)

(Κατά: Περιοδικού «Δαυλού», τεύχος 155)

 

Αριστερά: Μαρία Τζάνη, Καθηγήτρια Παιδαγωγικής Πανεπιστημίου Αθηνών (Πηγή: Τηλεοπτικός Σταθμός Alter, εκπομπή «Οι Πύλες του Ανεξήγητου», θέμα «Ο χορός των δαιμόνων και οι εξορκισμοί», Σάββατο 05/11/2005)

Δεξιά: Παύλος. Ο Εμπρησμός της Ρώμης. (Πηγή: Δαυλός, εξώφυλλο, τεύχος 155)

 

Βίντεο. Μέγεθος: 76 Kb - Διάρκεια: 23΄΄: Και επιπλέον... βεβαίως έκαψε την Ρώμη.. [Μαρία Τζάνη δίπλα από τον Μάριο Βερέττα]

- Ο Παύλος έκαψε την Ρώμη; [Ρούσσος]

-Βεβαίως κύριε...

-Είσαι λάθος...

-(ακατανόητα λόγια)... υπάρχουν.

-Καθηγήτρια πανεπιστημίου είστε; είστε ανιστόρητη...

-Εγώ είμαι ανιστόρητη (γελά)... έλεος!. ..

-Ο Παύλος έκαψε την Ρώμη;

-Βεβαίως...

-Τέλος πάντων, δεν απαντώ.... καταλαβαίνετε επίπεδο γνώσεων και κριτικής... καταλαβαίνετε αυτό που είπατε; (Πηγή: Τηλεοπτικός Σταθμός Alter, εκπομπή «Αθέατος Κόσμος», θέμα «Εμπόριο Θαυμάτων», 2003)

 

Μυθοπλάστης Μαρία Τζάνη

Απάντηση: Υπάρχει η ιστορία και υπάρχει η μυθιστορία ή δημαγωγία. Από την άλλη μεριά ο σκεπτικισμός μπορεί να αμφισβητεί γεγονότα, αλλά πολύ δύσκολα μπορεί να δημιουργεί δικά του άνευ αποδείξεων.

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ, Ο ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ & Ο ΝΕΡΩΝΑΣ

 

Αριστερά: Νέρωνας, Φλωρεντία. (Πηγή: http://upload.wikimedia.org/wikipedia/en/0/04/Nero.JPG)

Μέσο: Νόμισμα του 66 μ.Χ.. Εμπροσθότυπος: Νέρωνας. Οπισθότυπος: «Arapacis» [Ara Pacis Augustae = βωμός της Αυγούστειας Ειρήνης ] (Πηγή: http://upload.wikimedia.org/wikipedia/en/6/69/As-Nero-Ara_pacis-RIC_0562.jpg)

Δεξιά: Λεπτομέρεια της Ara Pacis Augustae (Πηγή: http://upload.wikimedia.org/wikipedia/en/b/b1/Arapacis.png, λεπτομέρεια φωτιγραφίας από την «Winston's Cumulative Cyclopedia» του 1914))

 

Η Μαρία Τζάνη 2 χρόνια μετά από την κατηγορία προς το πρόσωπο του Αποστόλου Παύλου για τον εμπρησμό της Ρώμης, σε  εκπομπή εις τον ίδιο τηλεοπτικό σταθμό, προσπαθεί να δώσει μια απάντηση εις το ερώτημα «αν θα επιβιώσουμε ως άνθρωποι». Εις την προσπάθειά της αυτή, επιστρατεύει τον Karl Poper (1902-1994), έναν φιλόσοφο υπέρ της τεχνολογικής ανάπτυξης που τον παρομοίασε με έναν από τους «μεγαλύτερους επιστήμονες του περασμένου αιώνα» και αναφέρει πως:

Βίντεο. Μέγεθος: 51 Kb - Διάρκεια: 18΄΄: Αν θέλουμε να επιβιώσουμε ως άνθρωποι, είπε ο Karl Poper, τότε ολοταχώς, στο αξιακό σύστημα της αρχαίας Ελλάδος, πολύ πιο πίσω και από τους προσωκρατικούς, αυτό είχα να καταθέσω,....[πίσω] στον ορθό λόγο. (1)

 

Είναι οφθαλμοφανές πως ο «ορθός λόγος», τον οποίο, όπως θα παρατηρήσει ο αναγνώστης καπηλεύονται πολλοί που τα έχουν βάλει με τον χριστιανισμό και που τον επικαλούνται όταν και όποτε τους συμφέρει, δεν οδηγεί σε καμιά περίπτωση στο συμπέρασμα πως την Ρώμη την έκαψε ο απόστολος Παύλος, αλλά ο αυτοκράτορας Νέρωνας, διότι αυτό το γεγονός επιδέχεται μαρτυρίας από τους ιστορικούς της εποχής. Αυτοί οι ιστορικοί που το μαρτυρούν, δεν είναι άλλοι παρά ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (Historia Naturalis XVII. 1), o Σουετώνιος (De Vita Caesarum, Nero XXXVIII) και ο Δίων ο Κάσσιος (LXII. 18)  και που αποδίδουν ευθέως στο Νέρωνα την ευθύνη της πυρκαγιάς του 64 μ.Χ., η οποία στάθηκε αφορμή του διωγμού κατά των Χριστιανών.

Ο σύγχρονος σκεπτικισμός έχει τις αμφιβολίες του για το αν ο Νέρωνας υπήρξε ο εντολοδόχος εμπρηστής. Ένα από τα επιχειρήματα που επικαλείται ο σκεπτικισμός είναι πως ο Νέρωνας απουσίαζε από την Ρώμη την βραδιά της πυρκαγιάς και βρίσκονταν στο εξοχικό του, περίπου 30 χιλιόμετρα μακριά. Ασφαλώς αυτό ειδικά το επιχείρημα δεν μπορεί να στέκει, εφόσον αν την είχε θελήσει ο ίδιος δεν χρειάζονταν να βρίσκεται επί τόπου, λες και αυτοπροσώπως έπρεπε να ανάψει τους δαυλούς του εμπρησμού. Ο ίδιος αυτοκράτορας το 61μ.Χ. δεν αντέδρασε σε σφαγή Ιουδαίων στην Καισάρεια, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Μήπως η χιλιομετρική απόσταση απομακρύνει τους ανθρώπους από τις όποιες ευθύνες όταν και όποτε αυτές υπάρχουν ή μήπως εμποδίζει τον αυτοκράτορα από του να διοικεί την αυτοκρατορία;

Αλλά ας δει κανείς τι λένε οι αρχαίοι ιστορικοί.  Σε μια αναζήτηση των κειμένων αυτών στο διαδίκτυο σε σελίδες του εξωτερικού (για το εσωτερικό ακόμη ούτε να γίνεται λόγος είτε από προσπάθειες του Υπουργείου Παιδείας, είτε Πολιτισμού), αναβρέθηκαν και οι τρεις:

 

Πλίνιος ο Πρεσβύτερος Historia Naturalis XVII. 1

Θα πρόσθετα, ότι υπήρχαν εδώ (τα δέντρα) από την περίοδο που ο Αυτοκράτορας Νέρωνας έβαλε φωτιά στην πόλη, εκατόν ογδόντα χρόνια μετά τον καιρό του Κράσσου (2)

 

Σουετώνιος, De Vita Caesarum, Nero XXXVIII

Αλλά δεν έδειξε περισσότερο οίκτο στους ανθρώπους ή στα τείχη της πόλης του. Όταν κάποιος σε μια γενική συζήτηση είπε: «Όταν θα είμαι νεκρός, ας αναλωθεί η γη από την φωτιά», πρόσθεσε «Όχι, καλύτερα ενώσω ζω», και η πράξη του ήταν πλήρως σύμφωνη. Με το πρόσχημα της δυσαρέσκειας για τα παλαιά κτίρια και τους στενούς, στριφτούς δρόμους, έθεσε φωτιά στην πόλη τόσο φανερά που διάφοροι πρώην-πρόξενοι δεν αποτόλμησαν να βάλουν τα χέρια στους αρχιθαλαμηπόλους του αν και τους έπιασαν στα κτήματά τους με στουπιά και με δαυλούς, ενώ μερικοί σιτοβολώνες κοντά στο «χρυσό σπίτι», του οποίου το χώρο επιθύμησε ιδιαιτέρως, κατεδαφίστηκαν από τις πολιορκητικές μηχανές του πολέμου και κατόπιν τους έθεσαν πυρκαγιά, επειδή οι τοίχοι τους ήταν πέτρινοι. Για έξι ημέρες και επτά νύχτες η καταστροφή οργίασε, ενώ οι άνθρωποι οδηγήθηκαν για καταφύγιο σε μνημεία και τάφους. Εκείνη την περίοδο, εκτός από έναν απέραντο αριθμό κατοικιών, τα σπίτια των παλαιών ηγετών κάηκαν, που ακόμα ήταν στολισμένα με τα τρόπαια της νίκης, και οι ναοί των θεών που ορκίστηκαν και που αφιερώθηκαν από τους βασιλιάδες και αργότερα στους Καρχηδονικούς και γαλλικούς πολέμους, και ο,τιδήποτε άλλο ενδιαφέρον και αξιοσημείωτο είχε επιζήσει από την αρχαιότητα. Βλέποντας την πυρκαγιά από τον πύργο Μαικήνα, και ενθουσιασμένος, καθώς έλεγε, «με την ομορφιά των φλογών», τραγουδούσε ολάκερη την ώρα τη «λεηλασία της Τροίας», φορώντας το κανονικό θεατρικό κοστούμι του. Επιπλέον, για να κερδίσει από αυτήν την καταστροφή επίσης όλα την λεία και τα λάφυρα, υποσχόμενος την απομάκρυνση των συντριμμιών και των νεκρών σωμάτων χωρίς κόστος, δεν  επέτρεψε σε κανένα για να πλησιάσει τα συντρίμμια της ιδιοκτησίας του· και από τις συνεισφορές που όχι μόνο έλαβε, αλλά ακόμη που απαίτησες, οδήγησε σχεδόν τις επαρχίες σε πτώχευση και εξάντλησε τους πόρους των πολιτών (3)

 

Δίων ο Κάσσιος (LXII. 16 - 18)

Ο Νέρωνας είχε την επιθυμία, ή καλύτερα είχε μόνιμο σκοπό του, να βάλει ένα τέλος στην πόλη κατά την διάρκεια της ζωής του. Ο Πρίαμος θεωρούταν εξαιρετικά ευτυχής που είχε δει την Τροία να χάνεται κατά την στιγμή που η αρχή επί αυτής χάνονταν. Ομοίως, ο Νέρωνας έστειλε έξω άνδρες σε διαφορετικά σημεία να προσποιούνται τους μεθυσμένους, και σαν αρχή ξεκίνησε λίγες φωτιές ήσυχα και σε διαφορετικές συνοικίες· οι άνθρωποι, ασφαλώς, βρέθηκαν σε εξαιρετική σύγχυση, μη μπορώντας να βρουν είτε το αίτιο ή το πρόβλημα ή να το τερματίσουν· στο μεταξύ συνάντησαν πολλές παράξενες εικόνες και ήχους. Έτρεχαν σαν αποπροσανατολισμένοι, και μερικοί έτρεχαν προς ένα μέρος, άλλοι σε άλλο. Κατά την διάρκεια που βοηθούσαν τους γείτονές τους, άνθρωποι μάθαινα ότι τα δικά τους σπίτια φλέγονταν. Άλλοι μάθαιναν, για πρώτη φορά, ότι η περιουσία τους είχε πιάσει φωτιά, με την είδηση ότι αυτή κάηκε ολοσχερώς. Οι άνθρωποι έτρεχαν από τα σπίτια τους στα μονοπάτια, με την ελπίδα να βοηθήσουν από έξω, ή άλλοτε έτρεχαν μέσα στα σπίτια από τον δρόμο, νομίζοντας πως μπορούσαν να κάνουν κάτι από μέσα. Οι φωνές και τα ουρλιαχτά των παιδιών, γυναικών και ανδρών, και γέρων ανακατεύονταν μαζί ακατάπαυστα· και μεταξύ του καπνμού και των κραυγών κανείς δεν μπορούσε να κάνει κάτι.

Εκείνη την στιγμή πολλοί που κουβαλούσαν τα πράγματά τους, και πολλοί άλλοι που έκλεβαν ότι ανήκε σε άλλους, συγκρούονταν πέφτοντας πάνω από τα εμπορεύματα. Ήταν αδύνατο να πας κάπου· το ίδιο αδύνατο να μείνεις ακίνητος. Άνθρωποι έσπρωχναν και σπρώχνονταν, ανάτρεπαν άλλους, και ανατρέπονταν οι ίδιοι, πολλοί έσκασαν ή συντρίφτηκαν· με λίγα λόγια, καμιά πιθανή συμφορά σε μια τέτοια καταστροφή, απέτυχε να συμβεί.

Αυτή η κατάσταση γεγονότων δεν κράτησε μια μέρα, αλλά αρκετές μέρες και νύχτες κατ’ εξακολούθηση. Πολλές οικίες καταστράφηκαν από έλλειψη υπερασπιστών· και πολλές πρακτικά τέθησαν σε φωτιά σε πολλά σημεία από επαγγελματίες διασώστες. Για τους στρατιώτες (συμπεριλαμβανομένης και της νυχτερινής σκοπιάς) το μυαλό της λεηλασίας, αντί να αποσβέσει την φωτιά, την άναψε περισσότερο. Ενώ ίδιες σκηνές επαναλαμβανόταν σε διαφορετικά μέρη, ένας ξαφνικός άνεμος έπιασε την φωτιά και την μετάδωσε σε ότι είχε απομείνει. Ως αποτέλεσμα κανείς δεν ενδιαφέρονταν για τα πράγματά του ή το σπίτι του, αλλά όλοι οι επιζώντες, από ένα ασφαλές μέρος, παρακολουθούσαν ότι θα έμοιαζε με μερικά νησιά ή πόλεις στις φλόγες. Δεν υπήρχε πλέον καμιά θλίψη για τις ιδιωτικές απώλειες, ο δημόσιος θρήνος έσβησε - καθώς οι άνθρωποι θυμήθηκαν ο ένας με τον άλλον πως μια φορά κάποτε το κύριο μέρος της πόλης είχε έτσι μείνει ερημομένο από τους Γαλάτες.

Ενώ όλος ο κόσμος βρίσκονταν σε μια κατάσταση έξαψης, και πολλοί τρελαμένοι από την συμφορά πηδούσαν στις φλόγες, ο Νέρωνας ανέβηκε στην κορυφή του παλατιού, από όπου όλη η πυρκαγιά είχε διαταχθεί από μια σαρωτική ματιά, έβαλε μια στολή ενός επαγγελματία αρπιστή, και τραγούδησε το «Η άλωση της Τροίας» (έτσι βεβαίωσε), αν και στο κοινό μυαλό, έμοιαζε με το «Η άλωση της Ρώμης».

Η καταστροφή εις την οποία η πόλη υποβλήθηκε, δεν είχε παράλληλο εκτός της εισβολής των Γαλατών. Ολάκερος ο λόφος του Παλατίνου, το θέατρο του Ταύρου, και σχεδόν τα 2/3 της πόλης κάηκαν. Αναρίθμητος κόσμος χάθηκε. Ο λαός επικαλέστηκε τις πληγές επάνω στο Νέρωνα χωρίς διακοπή, χωρίς να αναφέρουν το όνομά του, αλλά απλά καταριώντας «εκείνους που έβαλαν φωτιά»· και όλα αυτά ακόμη περισσότερο επειδή ενοχλήθηκαν από την ανάμνηση του χρησμού που ανάγεται στα χρόνια του Τιβέριου, για αυτό το γεγονός,

«Μετά από τρεις φορές τριακόσια έτη

Σε αστική σύγκρουση η ρώμη εξαφανίζεται»

Και όταν ο Νέρωνας για να τους εμψυχώσει δήλωσε πως αυτοί οι στίχοι δεν υπάρχουν πουθενά, άλλαξαν και άρχισαν να επαναλαμβάνουν ένα άλλο χρησμό -που λέγονταν πως ήταν αυθεντικός της Σίβυλλας.

«Όταν η μητροκτονία βασιλέψει στην Ρώμη

τότε τελειώνει και η φυλή του Αινεία»

Και έτσι έγινε πραγματικότητα, είτε διότι το αποκάλυψε νωρίτερα κάποια θεότητα, είτε γιατί ο πληθυσμός τώρα για πρώτη φορά του έδωσε μια μορφή μιας ιερής φράσης που προσαρμόστηκε στις καταστάσεις. Για τον Νέρωνα ήταν πράγματι το τέλος της Ιουλιανής γραμμής, που κατάγονταν από τον Αινεία.

Ο Νέρωνας άρχισε να συλλέγει τεράστια ποσά τόσο από ιδιώτες και έθνη, πολλές φορές χρησιμοποιώντας  ευθύ εξαναγκασμό, με την πυρκαγιά ως δικαιολογία, πολλές φορές επιτυγχάνοντας πηγές από «εθελοντικές» προσφορές. Όσο αφορά τις μάζες της Ρώμης, τους αποσύρθηκε το κεφάλαιο των εφοδίων για την τροφή τους. (4)

 

Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΕΡΩΝΑ

 

Γάιος Κορνήλιος Τάκιτος, Χρονικά XV. 44

Έτσι για να αποφύγει αυτή την φήμη, ο Νέρωνας κατασκεύασε ως ένοχους και τιμώρησε με τον πιο απώτατο ορισμό της σκληρότητας μια κατηγορία ανθρώπων που μισείται για τις απέχθειές τους, που κοινά αποκαλούνται Χριστιανοί. Οι αποδιοπομπαίοι τράγοι του Νέρωνα (οι Χριστιανοί) ήταν η τέλεια επιλογή επειδή ανακούφισε προσωρινά την πίεση των διάφορων φημών που πηγαινοέρχονταν στην Ρώμη. Ο Χριστός, από τον οποίο το όνομά τους προέρχεται, εκτελέσθηκε στα χέρια  του έπαρχου Πόντιου Πιλάτου επί της βασιλείας του Τιβέριου. Ελεγχόμενη για μια στιγμή, αυτή η ολέθρια δεισιδαιμονία ξέσπασε πάλι, όχι μόνο μέσα  στην Ιουδαία, την πηγή του κακού, αλλά ακόμη και στη Ρώμη... Συνεπώς, η σύλληψη έγινε αρχικά με εκείνους που ομολόγησαν· κατόπιν, με δικούς τους ισχυρισμούς, ένα απέραντο πλήθος καταδικάστηκε, όχι τόσο πολύ επί της κατηγορίας του εμπρησμού αλλά εξαιτίας της έχθρας [τους] για την ανθρώπινη φυλή. Εξάλλου η καταδίκη τους σε θάνατο έγινε για να χρησιμεύσουν ως αντικείμενα διασκέδασης· ντύθηκαν παριστάνοντας τα κτήνη και ξεσχίστηκαν στο θάνατο από σκύλους· άλλοι σταυρώθηκαν, άλλοι τέθηκαν σε φωτιά ώστε να χρησιμεύσουν φωτίζοντας τη νύχτα καθώς το φως της ημέρες έπεφτε. Ο Νέρωνας είχε ανοίξει χώρο για την επίδειξη, και έβαλε σε μια παράσταση στην αρένα, όπου ανακατεύτηκε με τους ανθρώπους φορώντας το φόρεμα ενός ηνιόχου ή περίπου οδηγούσε στο άρμα του. Όλο αυτό προκάλεσε ένα συναίσθημα οίκτου, ακόμη και προς τα άτομα των οποίων η ενοχή άξιζε την πιο υποδειγματική τιμωρία· γιατί θεωρήθηκε ότι καταστρέφονταν, όχι για το δημόσιο αγαθό, αλλά για να ικανοποιηθεί η σκληρότητα ενός ατόμου. (5)

Αυτά λέει ο Τάκιτος για την κατασκευή της κατηγορίας κατά των Χριστιανών, πράγμα που οδήγησαν τον Ernest Renan (27 Φεβρ, 1823 - 12 Οκτ., 1892) να συμπεράνει στο βιβλίο του «Ο Αντίχριστος» (σελ. 97) : «Ο Νέρων λοιπόν, βρήκε εξιλαστήρια θύματα του Χριστιανούς, επειδή ήταν οι μόνοι που δεν λυπήθηκαν για τους ναούς των θεών που κάηκαν, επειδή ήταν αυτοί που μιλούσαν για Αποκαλυπτικές καταστροφές, επειδή ήταν οι μόνοι που «ξεχώριζαν» και δεν τιμούσαν ως θεό τον αυτοκράτορα. Έτσι ο Νέρων αφού τους κατηγόρησε, άρχισε τους διωγμούς» (6) . Οι τραγικές περιγραφές των σκληρών τιμωριών ένεκα διασκέδασης ήταν κάτι συνηθισμένο για τον Νέρωνα, πράγμα που ο ίδιος συγγραφέας μαρτυρεί αλλού (σελ. 99) :«Ο Νέρων είχε καθιερώσει την συνήθεια να επιβάλλουν στους καταδίκους να υποδύονται στο αμφιθέατρο πρόσωπα από τη μυθολογία που προκαλούσαν τον θάνατο στους υποκριτές… Ο δυστυχισμένος κατάδικος έμπαινε στην παλαίστρα ντυμένος με πολυτέλεια σαν θεός ή ήρωας που προοριζόταν να πεθάνει. Ύστερα παρίστανε με το μαρτύριό του, πότε τον Ηρακλή να καίγεται πάνω στο όρος Οίτη, πότε τον Ορφέα να κατασπαράσσεται απ’ την αρκούδα, τον Δαίδαλο να γκρεμίζεται απ’ τον ουρανό και να τον καταβροχθίζουν τα θηρία, την Πασιφάη να υφίσταται τα αγκαλιάσματα του ταύρου, τον πληγωμένο Άττιν [στα γεννητικά όργανα!], κλπ. Στο τέλος ο Ερμής με μια ράβδο σιδερένια, κοκκινισμένη στη φωτιά, άγγιζε κάθε πτώμα για να δει αν ζούσε ακόμα και ύστερα υπηρέτες, μασκαρεμένοι, που παρίσταναν τον Πλούτωνα ή τον Όρκο, έσερναν τους νεκρούς απ’ τα πόδια, αποτελειώνοντας με ξύλινα σφυριά αυτούς που κινούνταν ακόμα» (7)

 

Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΑΝΑΚΤΟΡΩΝ [ΧΡΥΣΟΥΣ ΟΙΚΟΣ] ΤΟΥ ΝΕΡΩΝΑ & Η ΝΕΡΟΠΟΛΙΣ

 

Η αρχαία Ρώμη κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους πριν την πυρκαγιά. [με πράσινο: τα παλιά ανάκτορα (Παλατίνος Λόφος), με κόκκινο: εκεί (Μεγάλος Ιππόδρομος) που ξεκίνησε η φωτιά, δηλαδή κοντά στα παλιά ανάκτορα, Με μπλε: τα νέα ανάκτορα του Νέρωνα, τα οποία αν αποπερατώνονταν θα καταλάμβαναν το 1/3 της έκτασης της πόλης] (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΚΑ΄, σελίδα 313)

 

Οι αναφορές των ιστορικών μαρτυριών, ότι ο Νέρωνας ήταν αυτός που έκαψε την Ρώμη, μαζί με τις φήμες που τον ήθελαν να βαπτίζει την Ρώμη σε «Νερόπολη» αλλά και με τις προσπάθειές του να ξαναχτίσει μια εντελώς νέα πόλη δίδοντας το μεγαλύτερο τμήμα της στον εαυτό του, δίδουν μια ιδιαίτερη χροιά στα γεγονότα: «Μετά την πυρκαγιά, η οποία άρχισε από τα περίχωρα του Μεγάλου Ιπποδρόμου, ο Νέρωνας επιλήφθηκε συντόμως του έργου της ανοικοδομήσεως επί ωραίου σχεδίου των αρχιτεκτόνων Σεβήρου και Κέλερος. Οι οδοί χαραχθήκαν ευρύτερες και ευθύτερες, επιφύλαξε δε ευρύτατο ελεύθερο χώρο, εις τον οποίο ανίδρυσε ίδιον οίκο με τοσαύτη πολυτέλεια, ώστε επισκίασε όλα τα ανάκτορα της υφηλίου. Το ανάκτορο αυτό ονομάστηκε «χρυσοῦς οἶκος» (aurea domus), ως της πλούσιας διακόσμησής του και εκτείνονταν από τον Παλατίνο Λόφο μέχρι τον Καίλιο και από τον Ησκυλίνο μέχρι τον κήπων του Μαικήνα. Μπροστά από το σπίτι του υπήρχε μεγάλη λίμνη, περιβαλλόμενη από πλούσιες οικοδομές, ώστε να παρέρχεται η εικόνα ολόκληρης πόλης» (8)

 

Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΖΑΝΗ & ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

 

Ακόμη και αν δεν έκαψε την ρώμη ο Νέρωνας, δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς πως ο εμπρησμός της Ρώμης ήταν έργο των Χριστιανών και πόσο μάλλον του Απόστολου Παύλου, εφόσον δεν υπάρχει καμία τέτοια ιστορική μαρτυρία. Εξάλλου υπάρχουν και απόψεις του ορθού λόγου που μπορούν να αναιρέσουν κάτι τέτοιο.

1ον Φωτιές στην Ρώμη ξέσπασαν πάρα πολλές. Αυτή του 64 μ.Χ. ήταν άλλη μία.

2ον Πυρπόληση της Ρώμης από Χριστιανούς δεν μπορούσε να επιφέρει καμιά αλλαγή στο στρατιωτικό status quo της εποχής, αν κάποιος θελήσει εντελώς θεατρικά να υποθέσει πως υπήρχε Ιουδαϊκός δάκτυλος εις την Ρώμη που επιθυμούσε την καταστροφή της κυριαρχίας της. Αυτό γιατί η φωτιά μιας πόλης δεν αποδυνάμωνε σε τίποτα την στρατιωτική ισχύ της αυτοκρατορίας, η οποία στηρίζονταν στις επαρχίες όπου στάθμευαν και στελεχώνονταν οι λεγεώνες, και όχι στην πρωτεύουσα. Η καταστροφή μερικών σπιτιών, ναών και δρόμων δεν επιφέρει καμιά στρατιωτική απώλεια στον αντίπαλο. Είναι ανάλογο με την επίθεση εις τους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης τις 11/09. Δύο μεγάλα κτίρια καταστράφηκαν εντυπωσιάζοντας τους απερίσκεπτους που πίστεψαν πως η Αμερική «ηττήθηκε». Όμως η στρατιωτική δύναμη των Η.Π.Α. έκτοτε όχι μόνο παρέμεινε ισχυρή, αλλά δόθηκαν και περισσότερα κονδύλια υπέρ της. Τέτοια παραδείγματα εντυπωσιακής προπαγανδιστικής επίθεσης δίχως κανένα στρατιωτικό, τακτικό και στρατηγικό όφελος υπάρχουν πάρα πολλά στην αρχαία και στην σύγχρονη ιστορία. Με τέτοια οφέλη «πρεστίζ», θα μπορούσε να «εξοπλιστεί» λ.χ. ένα αποδυναμωμένο κράτος που στήνει στρατό και όχι μια μάζα πιστών με ανάμικτη εθνολογική ταυτότητα ανά την υφήλιο που δεν έχει κατά νου πολεμικές επιχειρήσεις. Απόδειξη της αποτυχίας ενός τέτοιου εγχειρήματος, (πυρπόληση μιας πρωτεύουσας εις πτώση αυτοκρατορίας), αποτελεί το γεγονός ότι η Ιερουσαλήμ ήτο εκείνη η πόλη που διαλύθηκε σίρριζα από τον Τίτο και τους Ρωμαίους το 70 μ.Χ. και όχι η Ρώμη από την πυρκαγιά του 64 μ.Χ.

3ον Αν οι Χριστιανοί είχαν τέτοιες τακτικές, δηλαδή εμπρησμούς, στα σχέδια τους, τότε θα τους ήταν πιο προσφιλές να το πράξουν και κατά τα έτη των διωγμών όπου το κράτος της Ρώμης του καταπίεζε, παρά το 64 μ.Χ. όπου κανείς δεν είχε κινηθεί ακόμη εναντίων τους.

4ον Ουδέποτε κανείς των μετέπειτα αυτοκρατόρων και λογίων δεν κατηγόρησε τους Χριστιανούς για τον εμπρησμό της Ρώμης, πόσο μάλλον τον Απόστολο Παύλο. Οι μαρτυρίες των βασανισμένων δεν μπορεί να λαμβάνονται υπ’ όψιν, όπως δεν μπορεί να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι μαρτυρίες των θυμάτων της ιερής εξέτασης.

5ον Ακόμη και αν το χέρι εκείνου που έθεσε την φωτιά, που ας υποθέσει κανείς πως ήταν ένας, ανήκε σε χριστιανό το θρήσκευμα, δεν μπορεί και δεν αρκεί για να αποδείξει τίποτα, εφόσον ο εν λόγω υποθετικός εμπρηστής θα μπορούσε να θέσει την φωτιά για διάφορους και ποικίλους λόγους, ακόμη και εκούσιους, όπως τόσοι και τόσοι αναφέρονται σήμερα από τις δυνάμεις πυρόσβεσης στα φυλλάδια ενημέρωσης. Από την απόδειξη του θρησκεύματος ενός εμπρηστή μέχρι την απόδειξη της αιτίας του εμπρησμού, μέχρι την απόδειξη της συνομωσίας (συμμετοχής περισσοτέρων) σε κάτι τέτοιο, δηλαδή στον εσκεμμένο εμπρησμό μια πόλης, και μέχρι την απόδειξη του ιδίου θρησκεύματος των συνωμοτών, υπάρχουν τεράστια χάσματα που αδυνατούν να γεμιστούν με υποθέσεις και αοριστίες.

 

Ένας σύγχρονος «εμπρηστής» ψηφιακών δίσκων, ανάμεσα σε τόσους άλλους. Ο Nero (Νέρωνας). (Πηγή: http://www.nero.com)

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Είναι κατανοητό να μην δέχεται κανείς τα λεγόμενα κάποιων ιστορικών, επειδή υπάρχει η μαρτυρία κάποιου άλλου, συγχρόνου τους σοβαρού ιστορικού, που τουλάχιστον οφείλει να επιβεβαιώνεται και από άλλους παράγοντες όπως π.χ. κάποιο αρχαιολογικό εύρημα ή μια έμμεση μαρτυρία, εφόσον τελεί υπό αριθμητική μειοψηφία. Όταν όμως ένας κατήγορος δεν έχει τίποτα καλύτερο στα χέρια του από αέρα και ίσως τις κατασκευές του μυστικιστή και εσωτεριστή του περασμένου αιώνα Γάλλου Robert Ambelain, τότε πιθανώς η κατηγορία του να είναι ένα απλό και ξαφνικό παραλήρημα που σίγουρα καταλήγει στα χέρια της ιστορικής δεισιδαιμονίας, στην οποία ξεκάθαρα έχει πέσει και το μυθιστόρημα του Dan Brown «Κώδικας Ντα Βίντσι».

Κάποτε ο Νέρωνας κατασκεύασε κατηγορίες προς τους Χριστιανούς για να βρει εξιλαστήρια θύματα για τον χαμό της Ρώμης. Σήμερα άλλοι δημαγωγώντας  κατασκευάζουν κατηγορίες ενάντια στον Απόστολο Παύλο διότι τους ενοχλεί η Χριστιανική διδασκαλία και ιδίως ο βασιλέας Ιησούς Χριστός  (9) . Γι’ αυτό εδώ θα πρέπει ο αναγνώστης να θυμηθεί τα δεδηλωμένα της Μαρίας Τζάνης: «Αν θέλουμε να επιβιώσουμε ως άνθρωποι...τότε ολοταχώς, στο αξιακό σύστημα της αρχαίας Ελλάδος, πολύ πιο πίσω και από τους προσωκρατικούς, αυτό είχα να καταθέσω,....[πίσω] στον ορθό λόγο» (10). Κανείς αναγνώστης δεν θα πρέπει ίσως να απορεί γιατί τα «μυαλά» των ακροατών πρέπει να γυρίσουν στον «ορθόλογισμό» της προσωκρατικής εποχής:

1ον διότι δεν είχε ενανθρωπίσει η αλήθεια, ο Ιησούς Χριστός (11)

2ον διότι τότε ακόμη δεν είχε γεννηθεί ο πατέρας της ιστορίας, ο Ηρόδοτος (484 -430 ή 420 π.Χ.), και ο καθένας μπορούσε και κατασκεύαζε ότι μύθο επιθυμούσε η καρδιά του για να περάσει τις απόψεις του άκριτα στους ονειροπόλους πιστούς του.

 

ΤΙ ΝΑ ΔΕΙ ΚΑΝΕΙΣ...

 

Αριστερά: Κώστας: Κα Τζάνη σας χαιρόμαστε όταν βγαίνετε στην τηλεόραση και κατακεραυνώνετε τους εβραιοχριστιανούς. Συνεχίστε ΚΑΙ μην μασάτε! (Βιβλίο επισκεπτών σελίδας Μαρίας Τζάνης, http://geocities.yahoo.com/gb/view?member=tzanimaria&.start=6 Αποθηκεμένη εδώ)

Δεξιά: ΑΠΟΛΛΩΝ: Χώστους τα Τζάνη!!!!!!!! (Βιβλίο επισκεπτών σελίδας Μαρίας Τζάνης, http://geocities.yahoo.com/gb/view?member=tzanimaria&.start=11 Αποθηκεμένη εδώ.)

 

...ΤΙ «ΥΨΟΜΕΤΡΑ»  ΝΑ ΘΥΜΗΘΕΙ..

 

 Ο ««Δαυλός» τού Κωνσταντινου Τσάτσου, τού Μίκη Θεοδωράκη, τού Γιάννη Μαρκόπουλου, τού Κώστα Καζάκου, τού Αλέκου Παπαδόπουλου, τού Νικήτα Κακλαμάνη, τού Μιχ. Σταθόπουλου, τού Βύρωνα Πολύδωρα, τού Νίκου Σηφουνάκη, τού Κώστα Αλαβάνου, τού Μάριου Πλωρίτη, τού Λευτέρη Παπαδόπουλου, τού Γιάννη Ζουγανέλη, τού  Νίκου Καλογερόπουλου, τού Αγάθωνα, τού Γιώργου Τσαγκάρη, της Μαρίας Τζάνη και το των άλλων επωνύμων δημοκρατικών Ελλήνων, που τον τίμησαν με τα άρθρα τους, με τις συνεντεύξεις τους και ακόμα των χιλιάδων διανοητών, στοχαστών, των δεκάδων πανεπιστημιακών Ελλήνων και αλλοδαπών συνεργατών και αναγνωστών του στα 24 χρόνια της πορείας του, είναι πολύ ψηλά για να τον φτάσει το έντυπο τού Καραμπελιά, τού Μεταλληνού και τού Ιερόθεου» (12)

 

...ΚΑΙ ΤΙ ΜΑΘΗΜΑΤΑ «ΙΣΤΟΡΙΑΣ» ΝΑ ΛΑΒΕΙ ΥΠΟΨΗ

 

-Καθηγήτρια πανεπιστημίου είστε; είστε ανιστόρητη...

-Εγώ είμαι ανιστόρητη (γελά)... έλεος!. ..

Αριστερά: Παύλος. Ο Εμπρησμός της Ρώμης. (Πηγή: Δαυλός, εξώφυλλο, τεύχος 155)

Μέσο: Σχέσεις Παύλου - Χριστιανισμού με την αριστοκρατία της Ρώμης (Πηγή: Δαυλός, τεύχος 156, εξώφυλλο)

Δεξιά: Όχι μυθολογία αλλά ιστορία (Πηγή: Τσατσόμοιρος Ηλίας, Περιοδικό Δαυλός, τεύχος 68-69, σελ. 3853)

 

Σημειώσεις

01. Τηλεοπτικός Σταθμός Alter, εκπομπή «Οι Πύλες του Ανεξήγητου», θέμα «Ο χορός των δαιμόνων και οι εξορκισμοί», Σάββατο 05/11/2005

02. http://www.perseus.tufts.edu/cgi-bin/ptext?doc=Perseus%3Atext%3A1999.02.0137&query=head%3D%231011

03. http://www.fordham.edu/halsall/ancient/suet-nero-rolfe.html

04. http://www.fordham.edu/halsall/ancient/diocassius-nero1.html

05. http://en.wikipedia.org/wiki/Nero#Great_Fire_of_Rome

06. http://www.preteristarchive.com/Books/1873_renan_antichrist.html

07. Ό.π.

08. Μηλιάδης Γ., έφορος αρχαιοτήτων, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΚΑ΄, σελίδα  314

09. Κατά Ιωάννην, Κεφ.  Ιε΄ «18 Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμὲ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν.»

10. Τηλεοπτικός Σταθμός Alter, εκπομπή «Οι Πύλες του Ανεξήγητου», θέμα «Ο χορός των δαιμόνων και οι εξορκισμοί», Σάββατο 05/11/2005

11. Κατά Ιωάννην, Κεφ Ιδ΄«6 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· »

12. Στέφανος Μυτιληναίος, Καραμπελιαλήδικα Χριστο -«Δουλικά», Δαυλός, τεύχος 281, σελίδα 18817

 

 

 

ΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΑΝ ΤΗΝ ΟΛΥΜΠΙΑ

(Κατά: Δημητρίου Ι. Λάμπρου, Περιοδικό Δαυλός, σελίδα 17619, άρθρο «Δικάζεται η Ε.Ρ.Τ. Α.Ε. για λογοκρισία του «Δ»»)

 

…τα ευρήματα πρόσφατων ανασκαφών των Γερμανών αρχαιολόγων Sinn, Brodersen, Siewert και Ebert στην Ολυμπία, στα οποία καταγράφονται Ολυμπιάδες και ολυμπιονίκες αγώνων, που οι Έλληνες τελούσαν για 350 χρόνια εκτός νόμου μετά την απαγόρευσή τους και την ισοπέδωσή της Ολυμπίας από τους Βυζαντινούς (βλέπε τεύχη 229, Ιανουαρίου 2001 και 230, Φεβρουάριου 2001 (Πηγή: Περιοδικό Δαυλός, σελίδα 17619, άρθρο «Δικάζεται η Ε.Ρ.Τ. Α.Ε. για λογοκρισία του «Δ»» Δημήτρης Ι. Λάμπρου, Διευθυντής «Δ»)

Μυθοπλάστης: Δημήτρης Ι. Λάμπρου

Απάντηση: Την αρχαία Ολυμπία δεν την καταστρέψανε οι Βυζαντινοί αλλά οι Βησιγότθοι του Αλάριχου με τον οποίο συνθήκη ειρήνης και συμφιλίωσης είχε και η Αθήνα.

 

 

 

ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

 

ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ

 

Τα άρθρα που παρουσιάζονται σε αυτή την σελίδα είναι αρκετά για να αποσβέσουν τα κακόβουλα επιχειρήματα των νεοπαγανιστών. Ανάμεσα σε αυτά  είναι οι ανούσιες κατηγορίες πως οι Γερμανικές φυλές καταστρέψανε την Ελλάδα επειδή ήσαν κατά το θρήσκευμα χριστιανικές, ενώ η ιστορία διδάσκει απλόχερα πως τέτοιες καταστροφές πραγματοποιούντο και όταν αυτές ήταν παγανιστικές το θρήσκευμα. Πώς το Βυζάντιο συμμάχησε με τους Γερμανούς ένεκα του θρησκεύματος, ενώ η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική, όπως ασφαλώς διαφαίνεται και από την φιλία της Αθήνας με τον Αλάριχο για την αποφυγή της καταστροφής της.

 

Ο ΕΚΡΩΜΑΪΣΜΟΣ

 

Πιο σημαντικό από όλα σε αυτή την ενότητα είναι ότι ο εκρωμαϊσμός των Ελλήνων δεν συνέβηκε επειδή υπήρξε κάποια βίαιη επιβολή ή επειδή ο χριστιανισμός αφάνισε τον ελληνισμό, αλλά επειδή ο κατά τόπους πληθυσμός κατά την περίοδο του παγανισμού ακόμη, επιθυμούσε να λάβει τον τίτλο του Ρωμαίου πολίτη για να αποφύγει τα δεινά. Οι ασταμάτητοι πόλεμοι των Ελλήνων ανά μεταξύ τους, μπορεί να γέμισαν τα βιβλία ιστορίας με διηγήσεις αλλά από την άλλη γέμισαν την Ελλάδα νεκρούς και θλίψη. Το ρωμαϊκό κράτος κατάκτησε την Ελλάδα αλλά για περίπου 3 αιώνες χρόνια η «Pax Romana» διασφάλιζε την ειρηνική τουλάχιστον διαβίωση των πολιτών της οι οποίοι επιδοθήκαν σε πολύ διαφορετικά πράγματα από ότι σε γυμνάσεις με απώτερο σκοπό τις σφαγές. Γι’ αυτό βλέπει κανείς την μαλθακότητα των Σπαρτιατών. Επειδή πλέον δεν υπήρχε λόγος γύμνασης ένεκα έλλειψης πολεμικών επιχειρήσεων. Αυτό είναι και ένα στοιχείο κλειδί ενάντια σε εκείνους που νομίζουν πως ο αθλητισμός μπορούσε ουσιαστικά να επιβιώσει στην αρχαία Ελλάδα άνευ πολεμικών επιχειρήσεων. Ο σκοπός της δημιουργίας οπλιτών ήταν το κατάλληλο στουπί για την φλόγα του αθλητισμού. Όταν έλειψε το στουπί αυτό, αδυνάτησε και η φλόγα.

 

ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ - ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που προκύπτει από την μελέτη της σελίδας είναι ο παραλληλισμός της Τουρκικής κατάκτησης με εκείνης της Ρωμαϊκής. Και στις δύο περιόδους διαφαίνεται η τάση των γαιοκτημόνων να διατηρηθεί το status quo και δεν υπάρχει καμιά θέληση από πλευρά τους να πραγματοποιηθεί κάποιο είδος επανάστασης. Αν η Εκκλησία δεν ήταν φανερά υπέρ της επανάστασης πριν το 1821, όπως και σίγουρα οι γαιοκτήμονες, άλλο τόσο σύσσωμοι οι Έλληνες λόγιοι και πολίτες δεν ήταν κατά την ρωμαϊκή κυριαρχία. Πολλές φορές κατηγορείται η Κωνσταντινούπολη από τους νεοπαγανιστές ότι ενέδωσε κατά την πολιορκία από τους Τούρκους· όμως αυτό είναι στρατιωτικά μια ανοησία και μόνο να λέγεται. Αντιθέτως πριν την Ρωμαϊκή κατάκτηση και ενώ οι Ρωμαίοι απέχουν εκατοντάδες χιλιόμετρα (Κέρκυρα) από την Μ. Ασία, τα Ελληνιστικά κράτη κατασκευάζουν διαθήκες και αυτομολούν στον δήμο της Ρώμης. Αν λοιπόν είναι προδοσία η ανακωχή κατά την πολιορκία μιας πόλης που δεν έχει πια ελπίδες σωτηρίας από πουθενά, πόσο μάλλον μπορεί να είναι η προσφορά ελληνικών κρατών άνευ ουδεμίας συμπλοκής σε ένα λαό που απέχει πολλές εκατοντάδες χιλιόμετρα. Αν υπάρχουν κολακείες από την Εκκλησία προς το πρόσωπο του Σουλτάνου, άλλο τόσο υπάρχουν κολακείες των αρχαίων προς τους Ρωμαίους, και ακόμη περισσότερο αυτοί γίνονται θεοί των προγόνων και των αρχαίων ιερέων, οι οποίοι τους λατρεύουν και στήνουν και αγώνες προς τιμήν τους. Αν η Εκκλησία δεν μάχεται με συγγράμματα κατά του Τουρκικού ζυγού, άλλο τόσο κανείς των αρχαίων δεν μάχεται με σύγγραμμα κατά της Ρωμαϊκής κατάκτησης. Αυστηρή λογοκρισία τότε, αυστηρή λογοκρισία και την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Η παρουσίαση έργων «ανωνύμων Ελλήνων» εκτός της Ελλάδας στην Τουρκοκρατία, είναι άστοχη εφόσον ανήκει σε πρόσωπα εκτός εδαφικής κυριαρχίας του κατακτητή. Δεν υπάρχει σύγκριση

 

ΔΟΥΛΕΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΩΤΕΡΕΣ ΤΑΞΕΙΣ. Η ΑΣΤΑΜΑΤΗΤΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ

 

Η χρησιμοποίηση των δούλων με υποσχέσεις ελευθερίας για το κίνημα του Αριστόνικου, όταν πλέον κανείς από τους γαιοκτήμονες ή τους ευκατάστατους, που και πάλι τις κατώτερες τάξεις θα χρησιμοποιούσαν, δεν του δίνει χέρι βοηθείας, αποδεικνύει πως αυτές ήταν πάντοτε σε κακή κατάσταση, παρ’ όλες τις προσπάθειες του Δαυλού να αποδείξει το αντίθετο με γνωμικά ελάχιστων φιλοσόφων ή νόμους μιας πόλης, συγκεκριμένα της Αθήνας. Οι κατώτερες τάξεις τότε (δούλοι) αλλά και μετέπειτα εις την ιστορία, έτυχαν της λεγόμενης πλύσης εγκεφάλου των υποσχέσεων από τους εκάστοτε ηγεμόνες και κυβερνήσεις για ένα καλύτερο αύριο, με απώτερο σκοπό, ιδίως εις την περίπτωση των ηγεμόνων, ιδίων οφελών και φιλοδοξιών. Πολλές φορές κάποιος ηγεμόνας που είχε μεγαλεπήβολα σχέδια για τον εαυτό του, κουβαλούσε μαζί του ένα τσούρμο οπλισμένους, που άλλο καλύτερο δεν είχαν παρά να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον. Χιλιάδες χρόνια ανθρώπινης ιστορίας σφαγών και αλληλοεξόντωσης δεν έχουν οδηγήσει πουθενά την ανθρωπότητα παρά σε διαρκείς μετατοπίσεις συνόρων. Ο καθείς εξ αυτών των ηγετών είχε ένα όραμα. Όμως πολλές φορές το όραμα του ενός ήταν αντίθετο με του άλλου. Και ο απλός πολίτης που στέκονταν από κάτω καλούταν να πραγματοποιήσει το όραμα καθενός, αφού πολλές φορές για χρόνια η παιδεία του βασιλείου εις το οποίο ανήκε,  είχε ταυτίσει στο μυαλό του τους σκοπούς του ηγεμόνα ή του βασιλείου, με τους δικούς του σκοπούς. Πολλά πράγματα θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Φαίνεται πως η ιστορία και οι διηγήσεις των ηρωικών κατορθωμάτων δεν μελετώνται για να αποφεύγονται οι νέες σφαγές, αλλά για να επιτύχει ο άνθρωπος σε αυτές έναντι του αντιπάλου, αποφεύγοντας «λάθη» του παρελθόντος.

 

 

ΠΗΓΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ

 

Περιοδικά

1. Corpus, τεύχος 70

2. Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44

3. Πολεμικές Μονογραφίες, τεύχος 32

4. Δαυλός, 68-69,155,156, 229, 230

 

Εγκυκλοπαίδειες

1. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΚΑ΄

 

Τηλεοπτικοί Σταθμοί

1. Alter, εκπομπή «Αθέατος Κόσμος», Θέμα «Εμπόριο Θαυμάτων» 2003, «Οι Πύλες του Ανεξήγητου», θέμα «Ο χορός των δαιμόνων και οι εξορκισμοί», Σάββατο 05/11/2005)

 

Βιβλία

1. Αντίχριστος, Ernest Renan

 

Διαδίκτυο

01. http://www.preteristarchive.com/Books/1873_renan_antichrist.html

02. http://upload.wikimedia.org/wikipedia/en/0/04/Nero.JPG

03. http://upload.wikimedia.org/wikipedia/en/6/69/As-Nero-Ara_pacis-RIC_0562.jpg

04. http://upload.wikimedia.org/wikipedia/en/b/b1/Arapacis.png

05. http://www.fordham.edu/halsall/ancient/suet-nero-rolfe.html

06. http://www.fordham.edu/halsall/ancient/diocassius-nero1.html

07. http://en.wikipedia.org/wiki/Nero#Great_Fire_of_Rome

08. http://www.preteristarchive.com/Books/1873_renan_antichrist.html

09. http://en.wikipedia.org/wiki/Nero#Great_Fire_of_Rome

10. http://www.nero.com

11. http://geocities.yahoo.com/gb/view?member=tzanimaria&.start=6

12. http://geocities.yahoo.com/gb/view?member=tzanimaria&.start=11

 

Επιπλέον Βιβλιογραφία

01. K. Buecher, DIE AUFSTANDE DER INFREIEN ARBEITER 143-129 v. Chr., Φρανκφούρτη 1874

02. E.V. Hansen, THE ATTALIDS OF PERGAMON, Cornell University Press 1971 (β΄ έκδ.)

03. J. Hopp., UNTERSUCHUNGEN ZUR GESCHICTE DER LETZTEN ATTALIDEN, ΕΚΔ. C.H. Beck, Μόναχο 1977

04. C.G. Kuehn, Claudii Galeni opera omnia, εκδ. Teuber, Λειψία 1826

05. H.J. Gehrke, «Der siegreiche Koenig. Ueberlegungen zur Hellenistischen Monarchie 64 (1982)

06. G.A. Lehmann «Expansionpolitik im Zeitalter des Hochhellenismus: Die Anfangsphase des «Laodike-Kriege»

07. Th. Hantos & G.A. Lehmann (επιμ.), ALTHISTORISCHES KOLLOQUIUM AUS ANLASS DES 70, GEBURSTAGES VON JOCHEN BLEICKEN, Στουτγάρδη 1998

08. D. Engster, «Attalos III. Philometor-ein "Sonderling auf dem Thron"», KLIO 86 (1) (2004)

09. K.F.W. Dittenberger

10. Σπ. Λάμπρος, «Άτταλος Α΄ ως Γεωγράφος», ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΟΜΝΗΜΩΝ (1904

11. Π. Ροδάκης, ΜΙΘΡΙΔΑΤΗΣ ΣΤ΄ Ο ΕΥΠΑΤΩΡ, ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ, εκδ. Γόρδιος, Αθήνα 1998

12. Π. Λεκατσάς, Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1978 (β΄ έκδ.)

13. Λ. Βελισσαρόπουλος, ΡΩΜΑΙΟΙ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΕΣ, τ. Λ΄ εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1997

14. Γ.Θ. Γκιούρα «Εργασία, Ιστορία και «Διδαχή»: Μια μικρή σπονδή με αφορμή τον Karl Buecher και τον Παναγή Λεκατσά», ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ, ΣΤ΄ (29) (2000)

15. E.S.G. Robinson, «Cistophori in the King Eumenes», NOMISMATIC CHRONICLE, 14 (1954)

16. G. Gardinali, «la morte di Attalo III e larivolta di Aristonico», SAGGI DI STORIA ANTICA E ARCHEOLOGIA A G. BELOCH, εκδ. Loescher, Ρώμη 1910

17. T.R.S. Broughton, THE MAGISTRATES OF THE ROMAN REPUBLIC, Ν. Υόρκη 1951

18. E. Boemer, UNTERSUCHUNGEN UEBER DIE RELIGION DER SKLAVEN IN GRIECHELAND UND ROM, Βισμπάντεν 1961

19. J. Ch. Dumont, «A propos d’ Aristonico», EIRENE 5 (1966)

20. F. Carrata Thomes, LA RIVOLTA D’ ARISTONICO E LE ORIGINI DELLA PROVINCIA ROMANA D’ ASIA., Τορίνο 1968

21.Therese Liebmann-Frankfort, «Valeur juridique et signification politique des testaments faits par les rois hellenistique en faveur des Romains», REVUE INTERNATIONAL DES DROITS ANTIQUE, 13 (1966),

22. DIE INSCHRIFTEN VON ALTERTUMER VON PERGAMON

23. M.P. Foucart, «La formation de la province Romaine d’ Asie», MEMOIRES DE L’ ACADEMIE DES INSCRIPTIONS ET BELLES-LETTRES, 37(1904

24. G. Gardinati «La morte di Attalo III...»

25. D. Magie, ROMAN RULE ASIA MINOR, Princeton University Press 1952 (ανατ. 1966)

26.M. Rostovtzeff, THE SOCIAL AND ECONOMIC HISTORY OF THE HELLENISTIC WORLD, Οξφόρδη 1941 (β΄ εκδ.: εκδ. Routledge, Λονδίνο 1998)

27. Vl. Vavrinek, «La revolte d’ Aristonicos», REZPRAVY CESKOSLOVENSKE AKADEMIE VED 67 (1957)

28. H. Last, «The Wars of the Age of Marius», CAMBRIDGE ANCIENT HISTORY (1932),

29. J. Vogt., SKLAVEREI UND HUMANITAET. STUDIEN ZUR ANTIKEN SKLAVEREI UND IHRER ERFORSCHUNG, Βισμπάντεν 1972 (β΄ έκδ.)

30.C. P. Jones, «Diodoros Pasparos and the Nikephoria of Pergamon», CHIRON 4 (1974)

31. Β. Virgillio, «la citta ellenistica e i suoi "benefattori": Pergamo e diodoro Pasparos», ATHENAEUM, 82 (1994)

32. C.P. Jones, «Diodoros Pasparos Revisited», CHIRON, 30 (2000)

33. Hiller von Gaetringen, Inschriften v. Priene n. 108 II 223 ff. [= A.H.J. Greenidge and A.M. Clay, SOURCES FOR ROMAN HISTORY 133-70 B.C. (β΄ εκδ. αναθ. υπό E. W. Gray), Οξφόρδη 1960]

34. P. Foucart, «La formation»

35. Γ. Χονδρονίκη, «Ρωμαϊκή Εποχή (129 π.Χ. -  337 μ.Χ.)», στο ΠΕΡΓΑΜΟΣ. ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΝ (επιμ. Γ. Χονδρονίκη και Α. Θηβαιοπούλου), Μυτιλήνη 1929

36. L. White Michael, «Counting the Costs of Nobility: The Social Economy of Roman Pergamon», H. Koester (επιμ.)

37. PERGAMON. CITADEL OF THE GODS. ARCHAEOLOGICAL RECORD, LITERARY DESCRIPTION, AND RELIGIUS DEVELOPMENT Χάρρισμπεργκ 1998

38. Th. Mommsen, GESCHICHTE DES ROEMISCHEN MUENZWESENS, Βερολίνο 1860

39. Β.V. Head, HISTORIA NUMMORUM, Oxford 1911 (β΄ έκδ.)

40. J. Charbonneaux - R. Martin - F. Villard, Grece hellenistique

41. L. Robert, Hellenica

42. Inscriptiones Von Kremna

43. G. Wiplinger - G. Wlach, Ephesus. 100 years id Austrian research, 1966

44. Ιστορία τον Ελληνικού Έθνους

45. Α.Ε. Καλδέλλης, Λέσβος και Ανατολική Μεσόγειος κατά την Ρωμαϊκή και πρώιμη Βυζαντινή περίοδο (100 π.Χ.-600 μ.Χ.), Θεσσαλονίκη 2002,

46. Μ. Kajava: «Cornelia and Taurus at Thespiai», Zeitschriff fuer Papyrologie und Epigraphik (ZPE), 79 (1989)

47. C. Habicht, Ελληνιστική Αθήνα, Αθήνα 1998

48. Κ. Mantas, «Marriage in the Roman Imperial period», Polis, αρ. 11 (1999)

49. E. L. Bowie, «Greeks and their past in the second Sophistic» στο M.I. Finley (επιμ.), Studies in Ancient Society, Λονδίνο - Βοστώνη 1974

50. Ruth Webb, «Immagination and the arousal of the emotions in the Greco-Roman rhetoric» στο S. Morton Braund - C. Giff (επιμ.), The passions in Roman Thought and Literature, Καίμπριτζ 1997

51. Περιοδικό Αέροπος, τχ. 23 (1999)

52. Π. Ηλιόπουλος, Δίκαιο και νόμος, Αθήνα 2000

53. Κ. Μαντάς, «Η Μεταμόρφωση της κλασικής πόλης κατά την ρωμαϊκή εποχή», στο Α. Λαγόπουλος (επιμ.), Η ιστορία της ελληνικής πόλης, Αθήνα 2004

54. Κ.Λ. Ζάχος, Το μνημείο τον Οκταβιανού Αυγούστου στην Νικόπολη, Αθήνα 2001

55. Π. Νιγδέλλης, «Η οικογένεια των ιταλικών Aulii Avii στην Θεσσαλονίκη», Τεκμήρια, τ. Α΄ (1995)

56.M. Kajava, «Vesta and Athens», στο O. Salomis (επιμ.), The Greek east in the Roman context: Proceedings of a Colloquium organized by the Finnish institute at Athens, May 21 and 22, 1999, Ελσίνκι 2001

57. Κ. Μαντάς, «Πολιτικές και Κοινωνικές διαστάσεις της δεύτερης σοφιστικής»

58. Supplementum Epigraphicum Graecum (SEG), XXLVIII, 1998

59. Inscriptiones von Perge

60. Κ. Μπουραζέλης, Θεία Δωρεά: Μελέτες πάνω στην πολιτική της δυναστείας των Σεβήρων και την Costitutio Antoniana, Αθήνα 1989

61. S. Walker, Greek and Roman portraits, London 1995

62. T.B. Mitford, «Inscriptions Ponticae-Sebastobolis», ZPE, 87 (1991)

63. SEG, XLV, 1995

64. Winston's Cumulative Cyclopedia, 1914

 

Αρχαίοι Συγγραφείς

01. Πλούταρχος, Τιβέριος Γράκχος, 9

02. Πολύβιος, Ιστοριών

03. Στράβων, Γεωγραφικά

04. Πλούταρχος, Αποφθέγματα Βασιλέων και  στρατηγών

05. Πλούταρχος, Περί Φίλαδελφείας

06. Ιουστίνος Trogi Pompeii historiarum Philippicarum epitoma

07. Διόδωρος Σικελιώτης

08. Varro, Rerum rusticarum

09. Columella, De re rustica

10. Πλούταρχος, Δημήτριος

11. Αππιανός, Μιθριδατικός Πόλεμος

12. Τίτος Λίβιος, epit. 58

13. Ιουστίνος, Επιτομή

14. Florus, Epitomae de Tito Livio bellorum amnium annorum

15. Velleius Patercullus, Res gestae divi Augusti

16. Eutropius, Breviarum Historiae Romanae

17. Orosius, Historiarum adversus paganos

18. Πλούταρχος, Φλαμινίνος

19. Αίλιος, Αριστείδης

20. Κικέρων, De re publica

21. Γαληνοί ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΩΝ ΑΠΛΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΚΡΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΜΕΩΣ (DE SIMPLICIUM MEDICAMENTORUM TEMPERAMENTIS AC FACULTATIBUS

22. Γαληνός. ΠΕΡΙ ΑΝΤΙΔΟΤΩΝ (DE ANTIDOTIS)

23. ΠΕΡΙ ΣΥΝΘΕΣΕΩΣ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤΑ ΓΕΝΗ (DE COMPOSITIONE MEDICAMENTORUM PER GENERA)

24. Γαληνός, ΠΕΡΙ ΣΥΝΘΕΣΕΩΣ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΠΟΥΣ (DE COMPOSITIONE MEDICAMENTORUM SECUNDUM LOCOS)

25. Πλίνιος, NATURALIS HISTORIA

26. Σουετώνιος, De Vita Caesarum

27. Δίων ο Κάσσιος

28. Δίων Χρυσόστομος

29. Φιλόστρατος, Επιστολές

 

 

 

 

 

 

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ