Μια ενότητα καταπέλτης έναντι του παραδιδόμενου σήμερα φυσιολάτρη & οικολογικού νέο-Εθνισμού, αλλά και ένα σημαντικό τμήμα της απολογίας υπέρ της κατανοήσεως της αντίθεσης Χριστιανισμού και αρχαίου αμφιθεάτρου (βλέπε και Μονομάχους). Μια ενότητα έναντι της κατηγορίας ότι η σημερινή καταστροφή των δασών και των ζώων διατάζεται λόγω της αδιαφορίας του Χριστιανισμού προς την φύση. Η χρήση της «θεάς» φύσης τότε αλλά και σήμερα είναι πέραν θρησκευτικού χρώματος όπως καταφαίνεται περίτρανα από αυτήν την ενότητα. Εκτάσεις Αφρικανικής γης στερήθηκαν τα θηρία τους ένεκα της τέρψης των Εθνικών θεατών. Και όλα αυτά βέβαια με τις ευλογίες του θεού - αυτοκράτορα, αυτού του απόλυτου ιερέα της φύσεως……αργότερα όμως στο ολοκαύτωμα των ζώων θα λάβει μέρος και το «ζώο» με τα 2 πόδια. Σημαντική επίσης η αναφορά της σχέσης αρχαίας θρησκευτικής μυθολογίας και καταδικασθέντων «εις τα θηρία» Ως γνωστό και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ήταν ενάντια στις θηριομαχίες ή κατά τους νέο-Εθνικούς ήταν ενάντια στις εκφάνσεις του «ελληνισμού»- Εθνισμού.
1. |
ΝΑΟΣ ΑΣΣΟΥ
|
2. |
ΘΗΡΙΟΜΑΧΙΕΣ
Χριστιανισμός & θηριομαχίες |
3. |
ΘΗΡΙΟΜΑΧΟΙ
|
4. |
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ
|
5. |
ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ & ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ |
6. |
ΟΙ ΔΕΝΔΡΟΦΟΡΟΙ |
7. |
ΝΕΟΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΕΣ ΑΠΑΤΕΣΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΕΦΕΡΑΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΙΕΣ & ΘΗΡΙΟΜΑΧΙΕΣ(Βασίλης Μισύρης, Περιοδικό Ιχώρ, τεύχος 28, σελ. 29)
|
8. |
ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ |
9. |
ΠΗΓΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ |
Μια ακόμη πιο «σκληρή» απάντηση στην άνω δήλωση του νεοΕθνικού περιοδικού ότι «Ακόμη και θηριομαχίες, ήρθαν να αντικαταστήσουν [στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης] τους ευγενείς Ολυμπιακούς αγώνες του δρόμου, το δίαυλου, της πάλης, της μουσικής, της ποίησης…». Παρακάτω όχι μόνο διαφαίνεται ΠΕΡΙΤΡΑΝΑ και ΑΔΙΑΨΕΥΣΤΑ ότι οι θηριομαχίες υπήρχαν ΚΑΙ στην αρχαιότητα και από κει κληρονομήθηκαν αλλά και καταργήθηκαν από τους Χριστιανούς του Βυζαντίου αλλά και ότι οι θηριομαχίες αποτελούσαν και τις άλλοτε «αγιογραφίες» του Εθνισμού. Συνεπώς όλα αυτά δεν είναι παρά μια ακόμη κλασσική περίπτωση άτοπης επίθεσης κατά των Χριστιανών. Έλλειψη παιδείας; ή εσκεμμένη παραχάραξη της ελληνικής ιστορίας; Από ποιους έλληνες τελικά;
Πόλη της Τρωάδας, Αιολίς κατά Ελλάνικον, Μηθυμναίων της Λέσβου κτίσμα κατά Μυρτίλλον, επί της βόρειας ακτής του Αδραμυττηνού κόλπου. Ήταν από την φύση της οχυρή και είχε προς αυτό τείχη απόρθητα, ο δε λιμένας της είχε θαυμάσιο αμυντικόκυματοθράυστη. Αλλά και η οδός που ανέρχονταν από τον λιμένα στην Άσση ήταν τόσο επίπονη ώστε δικαιολογημένα ο κιθαριστής Στρατόνικος παρωδώντας το ομηρικό στίχος της Ιλ. Ζ, 143 «Άσσον ιθ’ ως κεν θάσσον ολέθρου πείραθ’ ίκηαι» (χώρει προς την Άσσον αν θέλεις να επιταχύνεις τον θάνατό σου)
Από αυτή την πόλη κατάγονταν ο στωικός Κλεάνθης και ο Ολυμπιονίκης Σωδάμας. Εκεί διέτριψε και ο Αριστοτέλης «δια την προς Ερμείαν τον τύραννον κηδείαν» (Στράβων Did ΙΓ, α, 57) σχέση η οποία αργότερα του στοίχισε την κατηγορία της ασέβειας προς την αρχαία θρησκεία.
Είναι άγνωστο πότε κτίσθηκε αυτή η πόλη, αφού υπήρχε πριν την έλευση των Αιόλων και εκεί κατοικούσαν οι Λέλεγες. Οι πρώτοι Έλληνες που κατοίκησαν εκεί ήσαν οι άποικοι Μυθημναίοι της Λέσβου πριν το 650 π.Χ.. Ως αποικία Ελληνική υπήρξαν μετά της Αντάνδρου, τα 2 κυριότερα ορμητήρια των Αιόλων προς κατάκτηση της ενδοχώρας του ΒΔ τμήματος της Μ. Ασίας.
Αναπαράσταση του Ναού της Άσσου επί της Τρωάδας που έφερε θηριομαχικές παραστάσεις επί των μετοπών του.
Η πόλη υποτάχθηκε πρώτα από τους Λυδούς κατά το 560 π.Χ., στους οποίους υποτάχθηκε και ολόκληρη η Μυσία τότε και το 549 π.Χ. υποτάχθηκε στους Πέρσες. Η πόλη υπό τους Πέρσες προμήθευε την αυλή του βασιλέα με σιτάρι, ο οποίος ήταν ονομαστός για την ποιότητά του και φύτρωνε στα περίχωρά της. Ονομάζονταν δε «άσσιος λίθος». Μετά από τους Μηδικούς πολέμους η πόλη τελούσε υπό την κυριαρχία των Αθηναίων μέχρι το 405 π.Χ., οπότε στην πόλη εγκαταστάθηκε ολιγαρχία και την οποία διαδέχθηκε τυραννία από το 360 π.Χ. Από τους ονομαστότερους τυράννους υπήρξε ο Ερμείας, ο οποίος δόλια συνελήφθηκε από τον Ρόδιο Μέμνονα και κρεμάστηκε στην αυλή των βασιλέων των Περσών το 345 π.Χ. Μετά τους Πέρσες την πόλη κατέλαβε ο Μ. Αλέξανδρος και μετά τον θάνατό του στο βασιλέα της Θράκης Λυσίμαχο. Έπειτα στους βασιλείς της Περγάμου οπότε μετονομάσθηκε σε Απολλωνία και από το 133 π.Χ. στους Ρωμαίους. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους η Άσσος ήταν μια από τις σπουδαιότερες πόλεις απέναντι από το νησί της Λέσβου. Αυτό μαρτυριέται από τα ερείπια των πύργων των τειχών της αρχαίας πόλης, των οποίων οι φρουροί μπορούσαν να κατοπτεύσουν όλο τον Αδραμυττηνόν κόλπο, το στενό της Μυτιλήνης και την θάλασσα μέχρι την Χίο.
Στην Άσσο ο Παύλος συναντήθηκε με τον Ευαγγελιστή Λουκά κατά την δεύτερη του Αποστολική πορεία και πήγε μαζί του στην Μυτιλήνη (Πραξ. Αποστ. 20, 13-15) Ο Χριστιανισμός όμως στην Άσσο διαδόθηκε νωρίτερα και από τον Α΄ αιώνα υπάρχει εκεί έδρα επισκόπου. Από τους ονομαστότερους επισκόπους υπήρξε ο Μάξιμος, που παραστάθηκε στην σύνοδό της Εφέσσου το 431 μ.Χ.
Μεγαλειώδη ερείπια της αρχαίας πόλης είναι το ακέραια διατηρούμενο θέατρο, τα τείχη της περιβόλου της πόλης που οικοδομήθησαν τον Δ΄ αιώνα π.Χ., χριστιανική Εκκλησία των Α’ μ.Χ. αιώνων., ναοί αρχαίοι, τάφοι κ.λ.π.. Το Αμερικάνικο Αρχαιολογικό Ινστιτούτο με τους αρχιτέκτονες J. Klarke, F. Bacon & P. Koldewey από το 1881 - 1883 έφεραν στο φως πολύ σπουδαία ευρήματα τόσο αρχιτεκτονικά όσο και γλυπτά. Μεταξύ αυτών προέχει ο ιδιόμορφος δωρικός ναός της Άσσου σε αρχαϊκό στυλ ως προς το σχήμα και τις μορφές. Είναι εξάστυλος, περίπτερος και σύγκειται με πρόναο μονό και σηκό. Είναι το 1ου ήμισυ του Στ΄ αιώνα π.Χ. και δείγματα της αρχαΐζουσας του μορφής είναι η έλλειψη σταγόνων στα επιστύλια και στα αβάκια, η αραιή τοποθέτηση των κιόνων (οι οποίοι με την μείωσή του υποστηρίζουν την ξυλοδομία) και την εξ’ ανάγλυφων επίδραση της Αιγύπτου και της Ασσυρίας διακόσμηση των μετοπών αλλά και του επιστυλίου.
Τα εκ πώρου ανάγλυφα του ναού, τα οποία δεν είναι ούτε ιωνικής, ούτε δωρικής τέχνης, είναι διάφορα θηρία πτερωτά, Σφίγγες αντωποί και διάφορες παραστάσεις θηριομαχιών και αγώνων του Ηρακλή προς τον Τρίτωνα και τους Κένταυρους. Από αυτά σήμερα διασώζονται στο μουσείο του Λούβρου και στην Κωνσταντινούπολη.
Από την Άσσο διασώθηκαν και νομίσματα αργυρά και χάλκινα και χωρίζονται ως εξής
1. του 400 - 300 π.Χ. οπότε η πόλη ήταν αυτόνομη και φέρουν μπροστά τους συνήθως την κεφαλή της Αθηνάς με κράνος διακοσμημένο με γρύπα (ή δαφνοστεφές) ή κεφαλή ταύρου, και από πίσω την επιγραφή «ΑΣΣΙΟΝ» με θεότητα θηλυκή ή γυναικεία κεφαλή ή κεφαλή Αθηνάς ή γρύπα.
2. Από τα χρόνια του Μ. Αλέξανδρου και των διαδόχων τα οποία είναι τετράδραχμα αλεξανδρείων τύπων
3. αυτοκρατορικά ρωμαϊκά, από τον Αύγουστο Αλέξανδρο Σεβήρο με την επιγραφή «ΑΣΣΙΩΝ’ και ποικίλους τύπους (Δίας, Ασκληπιός).
Στο χώρο της Άσσου μερικοί τοποθετούν την μνημονευόμενη από τον Όμηρο «Πήδασο» ή «Χρυσή»
Η Αγιάσσος το 1930. Στο κέντρο ο ναός της Παναγίας
Η αρχαία Άσσος της Μικράς Ασίας και αποικία της Λέσβου «βρίσκεται» πλέον στην Λέσβο υπό την ονομασία Αγιάσσος, του μεγαλύτεροι οικιστικού κέντρου μετά την πρωτεύουσα. Την κατοίκησαν οι ίδιοι οι Λέσβιοι όταν αναγκάστηκαν να περάσουν λόγω των τούρκων από την Μικρά Ασία και πάλι στην Λέσβο. Το όνομά της είναι ανάλογο με τις δημιουργημένες αποικίες Πάρου - Αντίπαρου, Ρίου - Αντίριου, Τήλο - Αντίτηλο, Ίσσα - Άντισσα κ.α. και οφείλει το νέο της όνομα κατά πάσα πιθανότητα όταν ο τοπικός Λέσβιος Άγιος Γρηγόριος της Άσου του 12ου αιώνα, επέστρεψε από την Άσσο της Μ. Ασίας στην γενέτειρά του, Γέρα της Λέσβου, όπου τελείωσε την ζωή του στο ησυχαστήριο Άγιος Γρηγόριος, το οποίο ίδρυσε στην περιφέρεια Σκόπελος. Η Αγιάσο συνδέεται με την εικόνα της Παναγίας, που μεταφέρθηκε από την Έφεσσο, προίκα της Μαρίας Παλαιολογίνας και αδελφής του Ιωάννη του Παλαιολόγου του Ε΄, κατά τον γάμο της με τον κυρίαρχο της Λέσβου Φραγκίσκο Γατελούζο το 1535. Με την ίδρυση του ναού της Παναγίας στην Αγιάσσο η εικόνα μεταφέρθηκε εκεί τον 15ο αιώνα.
Εκπαίδευση σκυλιών για τις θηριομαχίες
Μάχη θηρίων προς άλληλα ή ανθρώπων προς αυτά. Οι θηριομαχίες ως θέαμα δημόσιο εμφανίστηκαν κατά πρώτα στην ρώμη το 186 π.Χ. δηλαδή 80 έτη προ της εισαγωγής των αιματηρών αγώνων των μονομάχων (glatiatores). Παλαιότερα και δηλαδή μετά τις πρώτες κατακτήσεις των ρωμαίων στην Αφρική είναι πιθανό να γίνονταν μεμονωμένες θηριομαχίες ή μάλλον σφαγές εξωτικών ζώων σε περίκλειστους ιδιωτικούς χώρους από μεγιστάνες, αντί επικήδειου ή επιμνημόσυνου θυσίες εις μνήμη νεκρών. Αλλά η πρώτη μαρτυρούμε δημόσια θηριομαχία τελέστηκε το έτος 186 π.Χ., από τον F. Nobilior προς πανηγυρισμό της κατά των Αιτωλών νίκης. Φαίνεται ότι οι Ρωμαίοι παρακινήθηκαν εις την εισαγωγή του θεάματος τούτου αφού παραστάθηκαν σε κυνήγια αγρίων ζώων στην γη της Αφρικής. Το θέαμα περιορίστηκε στην αρχή σε αλληλομαχίες θηρίων όξυνε σε αιμοχαρείς συγκινήσεις την ακόρεστη βουλιμία του ρωμαϊκού λαού, ώστε η σύγκλητος απαγόρευσε την κομιδή εις την ρώμη άγριων ζώων. Αλλά λόγω της πιέσεως του λαού και λόγω της ανάγκης των αρχόντων να ικανοποιούν τι επιθυμίες αυτού, η απαγόρευση δεν διάρκεσε για πολύ. Εφόσον δεν επεκτείνονταν οι κατακτήσεις της Ρώμης επί εξωτικών χωρών και κομίζονταν εξ αυτών νέα και άγνωστα είδη ζώων, τόσο αύξανε και η μεγαλοπρέπεια του θεάματος.
Αυτές έλαβαν αρχή από τους θριάμβους στους οποίους συνήθιζαν να εκθέτουν τα αόμματα του λαού τα αξιοπερίεργα όντα των κατακτημένων χωρών. Το έτος 502 από κτίσεως της Ρώμης, ο νικητής των Καρχηδονίων Λ. Μέτελλος, έφερε στην Ρώμη μερί τα 150 τέτοια ζώα τα οποία λόγω της υπερβολικής δαπάνης της διατροφής των αποφάσισαν να φονεύσουν στο αμφιθέατρο προς τέρψη του λαού (Πλιν. Φυς. Ιστ. Βιβλι. VIII, κ. 6 & 6) Αυτό ήταν και η απαρχή των θηριομαχιών οι οποίες από τότε κατέκτησαν κυριολεκτικά τους Ρωμαίους. Ο Ιούλιος Καίσαρας όχι μόνο παρείχε πλείστες θηριομαχίες αλλά και πρώτος ανέγειρε στην Ρώμη αμφιθέατρο προς απομίμηση του εν Ετρουρία υπαρχόντων ή του διπλού θεάτρου του Κουρίωνα (Πλιν. Φυσ. Ιστορ. Βιβλ. XXXVI, κ. 15 & 24- Κασσιόδ., var, βιβλ. V, Epist. 42) Επί πλέον για να προφυλάξει τους θεατές από κάθε κίνδυνο, ώρυξε μεταξύ της κονίστρας και των ειδωλίων, ένα «εύριππον» ή διώρυγα πλήρους ύδατος (Sueton. Coes. K. 39).
Η οργάνωση επιτρέπονταν και σε προύχοντες και ανώτερους τιτλούχους της πολιτείας. Αλλά κυρίως οι αυτοκράτορες συναγωνίζονταν μετά πομπώδης καυχήσεως επί αυτού, εις την επίδειξη των μεγαλοπρεπέστατων θηριομαχιών, μάλιστα από απόψεως μεγίστου πλήθους θηρίων και αγρίων ζώων. Ο Αύγουστος στο μνημείο της Άγκυρας απαριθμεί μεταξύ των ανδραγαθιών αυτού και τις 27 θηριομαχίες του όπου φονεύθηκαν 3.500 αφρικανικά θηρία. Μάλιστα ήταν ο πρώτος που παρουσίασε στον λαό κροκόδειλους και τίγρεις και υποχρέωσε τον Ταύρον Στατίλιο να κατασκευάση «θέατρο τι εν τω Αρείω πεδίω κυνηγητικόν λίθινον» δια τις θηριομαχίες (Δίων βιβλ. LI, κεφ. 23). Οι Λατίνοι ποιητές, οι οποίοι ύμνησαν τους αυτοκρατορικούς οργανωτές των αγριοτήτων τούτων, ο Μαρτιάλιος και ο Σουητώνιος μαρτυρούν ότι κατά τις 2 περιφημότερες θηριομαχίες που οργανώθηκαν από τον Πομπήιο και τον Ιούλιο Καίσαρα συγκεντρώθηκαν στην παλαίστρα κατά μεν την πρώτη 500 - 600 λιοντάρια και 410 άλλα αφρικανικά θηρία για 5 ημέρες κατά δε την δεύτερη 400 λιοντάρια και 40 ελέφαντες. Ο Σκαύρος έφερε στην αρχή στην Ρώμη 150 πάνθηρες (Πλιν. Φυσ. Ιστ. Κ. 17 & 24). Ο Πομπήιος (βλέπε άνωθι) παρείχε επί 5 συνεχείς ημέρες θηριομαχίες στον λαό κατά τις οποίες παρουσιάστηκε για πρώτη φορά 1 ρινόκερος ενώ 20 ελέφαντες αγωνίστηκαν εναντίων Γαιτούλων αιχμαλώτων «λέοντες τε πενακόσιοι ανηλώθησαν» (Δίων. Βιβλ. XXXIX, κ. 38) ή 500 κατά τον Πλούταρχο (Βίος Πομπ. 52) ο οποίος προσθέτει ότι η ελεφαντομαχία ήταν το εκπληκτικότερο των θεαμάτων Κατά τις 100ήμερες εορτές της δημιουργίας του Κολοσσαίου, το 80 π.Χ. επιδείχτηκαν μόνο σε μια ημέρα 5000 διάφορα άγρια ζώα από τον Τίτο και σε σύνολο φονεύθηκαν 9000 ήμερα και άγρια. Διαρκούντος του υπό του Τραϊανού τετραήμερου πανηγυρισμού της κατά της Δακίας νίκης φονεύθηκαν 11.000 ζώα. Ο Έλληνας ιστορικός Δίων ο Κάσσιος, αν και ομολογεί το υπερβολικό αριθμό τούτων, συνάγει την άκρα μεγαλοπρέπεια των θεαμάτων. Ο Στράβωνας ιστορεί ότι η θηριομαχική μανία των ρωμαίων είχε το αγαθό αποτέλεσμα τα αποδώσει εις την χρήση και την κάρπωση των ανθρώπων μέγιστες εκτάσεις στην Λιβύη και μεταξύ της Καρχηδόνας και των Ηρακλείων στηλών, απροσπέλαστων πριν ένεκα του πλήθους των θηρίων που ζούσαν εκεί.
Γαλεοκυνομαχία [Σκύλος εναντίων Γάτας] (Μουσείο Αθηνών)
Ο Σύλλας επ’ ευκαιρίας της προαγωγής του πήρε σαν δώρο από τον βασιλιά της Μαυριτανίας 100 λιοντάρια που σφάχτηκαν αμέσως. (Senec, De brevit. Vit., κ. 13). Πάρα πολλές φορές θυσιάζονταν ζώα στο Κολοσσαίο της Ρώμης ιδίως άγρια όπως λεοπαρδάλεις, λιοντάρια, ιπποπόταμοι, ελέφαντες, αρκούδες, ύαινες, πάνθηρες κ.λ.π. Ο Τραϊανός σε 2 θηριομαχίες έσφαξε στο Κολοσσαίο 2246 και 2243 ζώα αντίστοιχα. Χάρη στις σφαγές των ζώων τον 4ο αιώνα ο ιπποπόταμος περιορίσθηκε στην Νούβια (Νότια της Αιγύπτου), το λιοντάρι στην Μεσοποταμία, ο Τίγρις στην Υρκανία και ο Ελέφαντας στην Βόρεια Αφρική.
Ειδικά μεταβλήθηκε η πανίδα της Β. Αφρικής όπου και τελικά οι ελέφαντες εξαφανίσθηκαν και τα λιοντάρια σπάνιζαν. Σημαντικό ρόλο επίσης στην εξαφάνιση των άγριων ζώων στην εθνική αρχαιότητα έπαιξε και η ύπαρξη θηριοτροφείων στην Ρώμη τόσο δημοσίων όσο και ιδιωτικών. Ο αυτοκράτορας Αύγουστος στην ηλικία των 15 ετών είχε θηριοτροφείο με 3500 ζώα (420 τίγρεις, 260 λιοντάρια, 600 άλλα άγρια όπως πάνθηρες, ύαινες, αρκούδες, φώκιες, 36 κροκόδειλους κ.α.). Ο αυτοκράτωρ Τραϊανός είχε θηριοτροφείο με 11.000 ζώα. Πλήθος άγριων ζώων είχαν πολλοί πλούσιοι στην Ρώμη. Ο Καλιγούλας επίσης κατά την επέτειο των γενεθλίων του φόνευσε στο αμφιθέατρο 400 άρκτους και ισάριθμα αφρικανικά άλλα ζώα, το οποίο ξανάποραξε κατά τα γενέθλια της Δρουσίλλας (Δίων, βιβλ. LIX, κ. 24)
Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός πραγματοποιούσε τόσο πολλές θυσίες ανά τακτά χρονικά διαστήματα κατά την διάρκεια της ημέρας ώστε να κερδίσει την περιφρόνηση των Εθνικών της εποχής, οι οποίοι θεωρούσαν τις θυσίες του «περιττές και υπερβολικές». Του δόθηκε το προσωνύμιο του «χασάπη».
Στην αρχή οι θηριομαχίες περιορίζονταν σε μάχες άγριων ζώων ή μεταξύ και ημιάγριων ή ήμερων ζώων όπως ελεφάντων και ταύρων (Martial. De spectac. Epigr. 22), τίγρεων και λεόντων «ελέφας τε ρινοκέρωτα κατεμαχήσατο» (Δίων, βιβλ. LV κ. 27). Αλλά η αυξανόμενη αιμοδιψείς παραφροσύνη των αυτοκρατόρων και του όχλου έρριψε εις την σφαγή και τους ανθρώπους οι οποίοι τελικά έγιναν και το κύριο θέμα τους. Στην αρχή εναλλάσσονταν αλληλομαχίες θηρίων προς μάχη ανθρώπων κατά θηρίων. Συν το χρόνο όμως σύνηθες θέαμα επικράτησε η εμφάνιση εις την παλαίστρα των κατάδικων ή εξ επαγγέλματος ή ερασιτεχνών θηριομάχων. Προηγούνταν κατά το πλείστον αλληλομαχία θηρίων τα οποία καθώς αιμορραγούσαν και εξαντλημένα καθώς ήταν τα αποτελείωναν οι θηριομάχοι. Γρήγορα όμως γενικεύτηκε ο άμεσος αγώνας των θηριομάχων, μεμονωμένων, ύστερα περισσοτέρων και τέλος κατά πλήθη. Η θηριωδία των αυτοκρατόρων επέτεινε δια νέων ευρημάτων την λαμπρότητα του θεάματος. Ο Σουητώνιος μαρτυρεί ότι κατά διαταγή του Νέρωνα πάλεψε προς θηριομαχία πολυπληθές απόσπασμα της έφιππου σωματοφυλακής με 400 αρκούδες και 300 λιοντάρια. «εν δε τινι θέα, τετρακοσίας άρκτους και τριακοσίους λέοντας οι ιππείς, οι σωματοφύλακες του κατηκόντισαν» (Δίων, βιβλι. LIX, κεφ. 9) και διοργάνωσε μεγάλες ταυρομαχίες και ελαφαντομαχίες. Σύνηθες ήταν το θέαμα δυστυχισμένων καταδίκων οι οποίοι άοπλοι και γυμνοί ρίπτονταν εις βορά των θηρίων υπό της φρενιτιώδεις ιαχές του μαινόμενου όχλου. Εις το μαρτύριο αυτό υποβάλλονταν οι καταδικαζόμενοι εις την ειδική απάνθρωπη ποινή του «ad bestiam» (εις τα θηρία), κυρίως εγκληματίες ένοχοι στυγερών εγκλημάτων. Αλλά επίσης και οι αιχμάλωτοι εις μίμηση του Καρχηδόνιου Αμίλκα, ο οποίος απαλλάγηκε κατά αυτό τον τρόπο από πλήθος πιασμένων εχθρών του. Ο Παύλος Αιμίλιος και ο υιός του Σκιπίωνας εφάρμοσαν αυτό το μέτρο ενάντια στους λιποτάκτες βοηθητικούς στρατιώτες. Μετά την άλωση της Ιερουσαλήμ ο Τίτος έστειλε στα αμφιθέατρα των ανατολικών επαρχιών τους πλείστους άνω των 17 ετών Ιουδαίων αιχμαλώτων. Μάλιστα επί εποχής του Τίτου η μανία των θηριομαχιών έφτασε στο αποκορύφωμά της. Ο αυτός Τίτος αποπεράτωσε το παμμέγιστον λίθινο αμφιθέατρο το οποίο είχε αρχίσει ο Βεσπασιανός. Στο αμφιθέατρο αυτό σε μια μέρα φονεύθηκαν 5000 θηρία κατά τον Σουετώνιο (Sueton, Tit. Κ. 7) και κατά τον Ξιφιλίνο 10.000 (Xiphil. Βιβλ. LXVI, κ. 25). Ομοίως θηριομαχίες οργάνωσαν οι Τραϊανός, Αδριανός, οι Αντωνίνοι, ο Μάρκος Αυρήλιος, ο Ηλιογάβαλος κ.λ.π.
Φαίνεται δε και ότι ο Κωνσταντίνος ο Μέγας, προς της μεταφοράς της έδρας στην Κων/πολη, υπέκυψε σε αυτή την θηριώδη παράδοση υμνούμενος από σύγχρονους ποιητές. Αργότερα όταν οξύνθηκε ο εσωτερικός πολιτικός ανταγωνισμός δεν εξαιρούνταν εκ της αυτής ποινής οι ρωμαίοι ευγενείς. Ένας εξ αυτών κατά την ρίψη του στην αρένα διαμαρτύρονταν πολύ δυνατά για την αθωότητά του. Κατά διαταγή του Καλιγούλα εκ του θεωρείου του, οι φύλακες τον έβγαλαν από την αρένα και αφού του έκοψαν την γλώσσα τον ξανάριξαν μέσα. Ο Κλαύδιος καταδίκασε εις τα θηρία σκηνοθέτη αδέξιο κατά το θέαμα χειρισμό ο δε Βάλβος ο νεώτερος πτωχό ρωμαίο, μόνο λόγω της ασχήμιας του.
Αρκτομαχία. Λεπτομέρεια μωσαϊκού (Μουσείο Τύνιδας)
Οι ad bestiam κατάδικοι δένονταν επί πάσαλου ή αφήνονταν στον στίβο γυμνοί ή ελαφρά οπλισμένοι και κατασπαράσσονταν από τα θηρία των οποίων η φυσικά αγριότητα μεγάλωνε δια μέσω νηστείας τουλάχιστον 12ώρου ή με πυρωμένα σίδερα και άλλων μέσων. Κατά το μύθο μόνο ο δούλος Ανδροκλής απέφυγε τον σπαραγμό. Μερικές φορές για αργό κορεσμό της θηριωδίας των θεατών οι κατάδικοι εξάγονταν εκ του στίβου εν τω μέσω της πάλης καθημαγμένοι και επαναφέρονταν την επόμενη ημέρα προς τελείωση του μαρτυρίου «από θηρίων δε ημίβρωτοι, προς δευτέραν αυτοίς τροφήν ζώντες εφυλλάσοντο, γέλωτα και παιδίον τοις πολεμίοις παρασχόντες», ιστορεί ο Γαληνός. Ο Σενέκας αφηγείται ότι κάποιος Γερμανός αιχμάλωτος που καταδικάστηκε στα θηρία έπνιξε των εαυτό του εκ της φρίκης που τον κατέλαβε όταν βρέθηκε στον στίβο μπρος από τα θηρία. Επί Νέρωνα κατά τον αντιχριστιανικό διωγμό, απειράριθμοι Χριστιανοί υπέστησαν το μαρτύριο αυτό.
Ορθόδοξοι Χριστιανοπαίδες τρέχουν μέσα σε χωράφι κρατώντας χριστιανικά εικονίσματα προσδοκώντας εις ευλογία της σοδιάς. (Πηγή εικόνας: Τηλεόραση, Σταθμός: Δίκτυο)
Οι θηριομαχίες τελούνταν στην αρχής σε περίφρακτο χώρο. Αλλά μετά που αυξήθηκε το πλήθος των θηρίων και των θεατών έγιναν αμφιθέατρα ξύλινα στην αρχή και μεγαλειώδη μνημεία αργότερα όπως το της Καπύης και το Κολοσσαίο της Ρώμης. Η κατασκευή των αμφιθεάτρων επέτρεψε και τον τεχνικό εξωραϊσμό του θεάματος δια κατάλληλης και φαντασμαγορικής σκηνοθετικής, που με ποικίλα απρόβλεπτα μεγάλωνε την έκπληξη των θεατών. Τα υπόγεια του Κολοσσαίου βάθους 9 μέτρων χρησιμοποιούνταν κυρίως για την τοποθέτηση των σκηνογραφιών και την εγκατάσταση των μηχανημάτων. Όπως αφηγείται ο Στράβωνας ο καταδικασμένος «στα θηρία» ορισίβιος ληστής Σέλουρος τοποθετήθηκε επί τεχνητού όρους που συναρμολογήθηκε στον στίβο. Δι’ αφανούς μηχανισμού κατάρρευσε με μιας το όρος και ο καταδικασμένος γκρεμίστηκε εν μέσω θηρίων. Σε κάποια θηριομαχία του Νέρωνα που περιγράφει ο ποιητής Καλπουρνίνος άνοιξε σε κάποιο σημείο αιφνίδια ο στίβος και από το χάσμα ενέκυψε πλούσια δασώδη βλάστηση την οποία κατεπλήρωσε πλήθος αγρίων ζώων που αναπήδησαν από το βάθος. Άλλοτε οι μελλοθάνατοι διδάσκονταν τραγικούς ρόλους, ιδίως εκ της μυθολογίας, τους οποίους απέδιδαν ως αληθινοί μάρτυρες. Έτσι κατάδικος υποδύθηκε τον Ορφέα που επανήλθε από τον Άδη. Όταν εμφανίστηκε στην σκηνή η φύση ταράχτηκε: βράχοι κινούνταν, δένδρα βλάστησαν και πλείστα άγρια ζώα εξόρμησαν και τον κατασπάραξαν. Κάποια γυναίκα κατά μίμηση του μύθου του Αμφίωνα και της Δίρκης, κατασπαράχθηκε επί των νώτων ταύρου.
Έθιμα του Αγίου Γεωργίου. Το βέλος μαρτυρεί τα κεντήματα της πίστης. (Πηγή εικόνας: Τηλεόραση, Σταθμός: Δίκτυο)
Με τον καιρό οι θηριομαχίες επεκτάθηκαν σε όλες τις επαρχίες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Στην Ελλάδα εισήχθησαν από τον Αντίοχο τον Επιφανή. Προκάλεσαν φρίκη στην αρχή αλλά η συνεχής επανάληψη αυτών ιδίως στην Κόρινθο όπου ιδρύθηκε αμφιθέατρο και αργότερα στην Αθήνα κατά το τέλος του Α’ αιώνα στο στάδιο, κατανίκησαν την αποστροφή του λαού. Αλλά οι πνευματικοί άνδρες των Αθηνών τις καταδίκασαν αμείλικτα. Ο Πλούταρχος εξορκίζει τις πολιτείες να εξοστρακίσουν τα αιματηρά αυτά θεάματα ή τουλάχιστον να απαγορεύσουν στους πολίτες την προσπέλαση σε αυτά, ο δε φιλόσοφος Δημώναξ καλεί τους Αθηναίους να κατακρημνίσουν τον εις την θεία Ευσπλαχνία ιδρυμένο βωμό. Σε αυτός είναι κατάδηλη η αντίθεση με την Ρώμη, όπου πλείστοι ποιητές και συγγραφείς ύμνησαν τους οργανωτές των θηριομαχιών και άλλοι όπως ο Κικέρωνας αδιαφόρησαν. Αδυσώπητοι πολέμιοι ήσαν μόνο ο Σενέκας και ο Κάτων, που συμβούλεψε τουλάχιστον να εξαναγκαστούν οι θεατές να παρακολουθούν το θέαμα όρθιοι ώστε η κόπωσή τους να φθείρει την τέρψη τους
Άγιος Γεώργιος Πέγειας (Πάφος, Κύπρου). Αριστερά: ναΐδριο Αγίου Γεωργίου (άποψη από ΒΑ, Φωτ. ΥΠ.ΠΟ.). Δεξιά: Βασιλική Α΄, ψηφιδωτό δάπεδο ιερού βήματος (λεπτομέρεια) (Πηγή: Περιοδικό Αρχαιολογίας - Ιστορίας των Πολιτισμών «Corpus», τεύχος 52, Αρχαιολογικά νέα, Σταυρούλα Μασουρίδη, Αρχαιολόγος Μ.Α, σελίδες 8 - 9)
Κατά τις ειδεχθούς αυτής συνήθειας, να μεταβάλλεται σε δημόσιο θέαμα και τέρψη η αγωνία των σπαρασσόμενων από τα θηρία καταδίκων, διαμαρτυρήθηκαν κατά επανάληψη οι Χριστιανοί επίσκοποι. Εν τούτοις παρά τις διαμαρτυρίες τους, ενώ οι αγώνες των μονομάχων καταργήθηκαν, οι θηριομαχίες επέζησαν αυτών για αρκετό ακόμη χρόνο μέχρι που η βάρβαρη αυτή παράδοση χάθηκε πρώτα στην Ανατολή περί του τέλους του Δ΄ μ.Χ. αιώνα υπό την επιρροή του Χριστιανισμού. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος κήρυξε αμαρτωλούς τους παριστάμενους στα αιματηρά αυτά θεάματα. Στην υπόλοιπη αυτοκρατορία οι τελευταίες θηριομαχίες σημειώθηκαν περί τα τέλη του Στ΄ αιώνα.
Οι θηριομάχοι, μαζί με τους μονομάχους, αποτελούν την εξήγηση της αντίθεσης του Χριστιανισμού με τις αμφιθεατρικές παραστάσεις της αρχαιότητας κατά την περίοδο της ακμής του πρώτου.
Πάνθηρας κατασπαράζει γυναίκα που καταδικάστηκε σε θάνατο. Ανάγλυφο εξ οπτής γης που βρέθηκε στην Αφρική (Μουσείο Λούβρου)
Υπήρχαν τρία κύρια είδη τόσο θηριομάχων όσο και μονομάχων :
1. Καταδικασμένοι σε δια θηρίων θάνατο (damnati ad bestias)
Τέτοιοι ήσαν δούλοι ή αιχμάλωτοι ή εγκληματίες που καταδικάσθηκαν στην βορά των θηρίων. Αυτοί ήσαν οι πραγματικοί θηριομάχοι (bestiarii), που εξαναγκάζονταν να παλεύουν, σε σίγουρη απώλεια, χωρίς αξιόλογο εξοπλισμό, και αρκετές φορές και εντελώς άοπλοι. Οι bestiarii θεωρούνταν κατώτατης ηθικής και κοινωνικής τάξης, μάλλον αξιοπεριφρόνητοι ή οι μονομάχοι (gladiatores). Είναι γνωστό ότι κατά τους χρόνους της αυτοκρατορίας, αυτό το είδος θηριομαχίας έγινε το δημοφιλέστερο εις το λαό, ιδίως κατά τους χρόνους των διωγμών των Χριστιανών, οι οποίοι κατά δεκάδες προσφέρονταν στα αμφιθέατρα προς βορά των θηρίων. Επί Καλιγούλα, Νέρωνα, Δομιτιανού, Κομμόδου και Καρακάλλα πλείστοι αθώοι, ιδίως Χριστιανοί και Εβραίοι καταδικάζονταν στον δια θηρίων θάνατο.
2. Οι Επαγγελματίες θηριομάχοι
Καλούνταν μάλλον κυνηγοί (venatores), ασκούνταν σε ειδικές σχολές για τις θηριομαχίες και αντιμετώπιζαν τα θηρία με καλό εξοπλισμό και ήσαν δημοφιλέστατοι στους Ρωμαίους, οι οποίοι θαύμαζαν τις πληγές ή τις ουλές από τα θηρία, που οι πρώτοι με υπερηφάνεια επέδειχναν. Αντιθέτως με τους bestiari οι venatores θεωρούνταν πολλές φορές ήρωες. Οι εξ επαγγέλματος θηριομάχοι μισθώνονταν με αδρή αμοιβή, για να εμφανιστούν στις θηριομαχίες.
3. Οι εξ έρωτος μετέχοντες στις θηριομαχίες (Xiphil. Βιβλ. LXXVI κ. 10)
Ερασιτέχνες αγωνιζόμενοι με φιλοκίνδυνη διάθεση για δόξα....
Περιφημότεροι θηριομάχοι ήσαν ο Καρποφόρος, ο Φήλιξ, ο Μίλητος και ο Σαββάτιος. Ο πρώτος φόνευσε σε μια θηριομαχία 20 θηρία και ο ποιητής Μαρτιάλιος του έφτιαξε ύμνο στον οποίο οικτίρει τον Ηρακλή, του οποίου οι άθλοι επ’ ουδενός θα ήταν άξιοι αν ο Καρποφόρος ζούσε στην εποχή του. Αλλά και μερικοί αυτοκράτορες αφού ζήλεψαν την λαϊκή δόξα των θηριομάχων, κατήλθαν αγωνιστές στην παλαίστρα αλλά με λιγότερους κίνδυνους ή άλλοι θηριομαχούσαν είτε από άρμα επάνω, από ψηλά είτε με πανοπλία, όπως ο Νέρωνας, ο Μάρκος Αντώνιος και ο Μακρινός. Ο Κόμοδος φόνευσε με τα ίδια του τα χέρια χιλιάδα θηρίων και σε μια ημέρα 5 ιπποπόταμους, γι’ αυτό και αποθεώθηκε από τους ποιητές.
Χθες, 11ην Απριλίου, ανεκοινώθη εις το Όσλο ότι το Νορβηγικόν Οικολογικόν Βραβείον της Οργανώσεως Sophie (“The Sophie Foundation”) διά το έτος 2002 απενεμήθη εις τον Οικουμενικόν Πατριάρχην Βαρθολομαίον “διά τας πρωτοπορειακάς προσπαθείας του να συζεύξη πίστιν και περιβάλλον” και να ευαισθητοποιήση τους Ορθοδόξους πιστούς και τους ηγέτας των θρησκειών εις θέματα προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, όπως λέγει το Ανακοινωθέν Τύπου της Οργανώσεως, το οποίον συνεχίζει ότι ο “Πράσινος Πατριάρχης” επέδειξε πνευματικήν και πρακτικήν οικουμενικήν ηγεσίαν διά την προστασίαν και θεραπείαν της Γής.
Η τελετή της απονομής του Βραβείου θα γίνη εις το‘Όσλο τήν 12ην Ιουνίου ε.έ., θα συνοδεύεται δέ μέ ποσόν 100.000 δολαρίων, το οποίον ο Οικουμενικός Πατριάρχης θα διαθέση διά τα άπορα παιδιά της Αφρικής μέσω της Γιούνισεφ, τα “παιδιά του δρόμου” της Πόλεως και των Αθηνών, ως και δια την ενίσχυσιν οικολογικών δραστηριοτήτων.
Το ως άνω Βραβείον συνεστήθη το έτος 1997 υπό του Νορβηγού συγγραφέως Jostein Gaarder και της συζύγου του Siri Dannevig, απενεμήθη δέ κατά τα προηγούμενα έτη εις πρόσωπα ή ιδρύματα ασχολούμενα με την οικολογίαν εις την Νιγηρίαν, την Ινδίαν, την Κίναν και την Γαλλίαν.
Κατά την εορτή του Αϊ Γιώργη ευλογούνται άλογα και αναβάτες & εκτελούνται ιππικοί αγώνες καθώς & αγώνες δρόμου νεανίων. (Πηγή εικόνας: Τηλεόραση, Σταθμός: Δίκτυο)
Επίσης απενεμήθη εις τον Οικουμενικόν Πατριάρχην Βαρθολομαίον το Βραβείον 2002 του Ιδρύματος Binding διά την προστασίαν της φύσεως και του περιβάλλοντος, το οποίον εδρεύει εις το Λίχτενσταϊν, συνοδευόμενον από οικονομικόν έπαθλον 50.000 Ελβετικών Φράγκων. Η σχετική τελετή θα γίνει τον Νοέμβριον εις την πρωτεύουσα του Πριγκηπάτου, παρουσία 400 προσωπικοτήτων.
Τέλος, εντός των πλαισίων του Δ’ Διεθνούς Οικολογικού Συνεδρίου εις την Αδριατικήν (5-10 Ιουνίου ε.έ.), το οποίον πραγματοποιείται υπό την κοινήν αιγίδα του Οικουμενικού Πατριάρχου και του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Romano Prodi, θα απονεμεθή εις τον Πατριάρχην Βαρθολομαίον ο τίτλος του Επιτίμου Διδάκτορος της Σχολής Διασώσεως των Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου της Ραβέννας
Αριστερά: Ο ιερέας ευλογεί το δένδρο μετά την εισαγωγή των αντίδωρων, κατά την εορτή του Αγίου Γεωργίου. (Πηγή εικόνας: Τηλεόραση, Σταθμός: Δίκτυο)
Δεξιά: ΕλληνοΟρθόδοξος ιερέας «φυτεύει» αντίδωρα μέσα σε δένδρο. (Πηγή εικόνας: Τηλεόραση, Σταθμός: Δίκτυο)
Έξοδος, Κεφ. Κγ΄ «11 τῷ δὲ ἑβδόμῳ ἄφεσιν ποιήσεις καὶ ἀνήσεις αὐτήν, καὶ ἔδονται οἱ πτωχοὶ τοῦ ἔθνους σου, τὰ δὲ ὑπολειπόμενα ἔδεται τὰ ἄγρια θηρία. οὕτω ποιήσεις τὸν ἀμπελῶνά σου καὶ τὸν ἐλαιῶνά σου. 12 ἓξ ἡμέρας ποιήσεις τὰ ἔργα σου, τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀνάπαυσις, ἵνα ἀναπαύσηται ὁ βοῦς σου καὶ τὸ ὑποζύγιόν σου, καὶ ἵνα ἀναψύξῃ ὁ υἱὸς τῆς παιδίσκης σου καὶ ὁ προσήλυτος.»
Δευτερονόμιον Κεφ. Ι΄ «14 ἰδοὺ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ὁ οὐρανὸς καὶ ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ, ἡ γῆ καὶ πάντα ὅσα ἐστὶν ἐν αὐτῇ· »
Δευτερονόμιον Κεφ. Κβ΄, «6 Ἐὰν δὲ συναντήσῃς νοσσιᾷ ὀρνέων πρὸ προσώπου σου ἐν τῇ ὁδῷ ἢ ἐπὶ παντὶ δένδρῳ ἢ ἐπὶ τῆς γῆς, νεοσσοῖς ἢ ὠοῖς, καὶ ἡ μήτηρ θάλπῃ ἐπὶ τῶν νεοσσῶν ἢ ἐπὶ τῶν ὠῶν, οὐ λήψῃ τὴν μητέρα μετὰ τῶν τέκνων· 7 ἀποστολῇ ἀποστελεῖς τὴν μητέρα, τὰ δὲ παιδία λήψῃ σεαυτῷ, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ πολυήμερος γένῃ.»
Δευτερονόμιον Κεφ. Κε΄ «4 Οὐ φιμώσεις βοῦν ἁλοῶντα»
Ψαλμοί Κεφ. Κγ΄ (Κδ΄) «ΤΟΥ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ»,
Ψαλμοί Κεφ. Μθ΄(Ν΄) «7 ἄκουσον, λαός μου, καὶ λαλήσω σοι, Ἰσραήλ, καὶ διαμαρτύρομαί σοι· ὁ Θεὸς ὁ Θεός σού εἰμι ἐγώ. 8 οὐκ ἐπὶ ταῖς θυσίαις σου ἐλέγξω σε, τὰ δὲ ὁλοκαυτώματά σου ἐνώπιόν μου ἐστὶ διαπαντός. 9 οὐ δέξομαι ἐκ τοῦ οἴκου σου μόσχους οὐδὲ ἐκ τῶν ποιμνίων σου χιμάρους.10 ὅτι ἐμά ἐστι πάντα τὰ θηρία τοῦ δρυμοῦ, κτήνη ἐν τοῖς ὄρεσι καὶ βόες· 11 ἔγνωκα πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ὡραιότης ἀγροῦ μετ’ ἐμοῦ ἐστιν. 12 ἐὰν πεινάσω, οὐ μή σοι εἴπω· ἐμὴ γάρ ἐστιν ἡ οἰκουμένη καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς.»
Ψαλμοί Κεφ. Ρμς΄ (Ρμζ΄) «9 διδόντι τοῖς κτήνεσι τροφὴν αὐτῶν καὶ τοῖς νεοσσοῖς τῶν κοράκων τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν.»
Παροιμιών Κεφ. Ιβ΄ «10 δίκαιος οἰκτείρει ψυχὰς κτηνῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ σπλάγχνα τῶν ἀσεβῶν ἀνελεήμονα.»
Ιεζεκιήλ Κεφ. Λδ΄
Ιωνάς Κεφ. Δ΄ «10 καὶ εἶπε Κύριος· σὺ ἐφείσω ὑπὲρ τῆς κολοκύνθης, ὑπὲρ ἧς οὐκ ἐκακοπάθησας ἐπ΄ αὐτὴν οὐδὲ ἐξέθρεψας αὐτήν, ἣ ἐγενήθη ὑπὸ νύκτα καὶ ὑπὸ νύκτα ἀπώλετο. 11 ἐγὼ δὲ οὐ φείσομαι ὑπὲρ Νινευὴ τῆς πόλεως τῆς μεγάλης, ἐν ᾗ κατοικοῦσι πλείους ἢ δώδεκα μυριάδες ἀνθρώπων, οἵτινες οὐκ ἔγνωσαν δεξιὰν αὐτῶν ἢ ἀριστερὰν αὐτῶν, καὶ κτήνη πολλά;»
Κατά Ματθαίον, Κεφ. ς΄ «26 ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;»
Κατά Λουκάν Κεφ. Ιβ΄ «6 οὐχὶ πέντε στρουθία πωλεῖται ἀσσαρίων δύο; καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν οὐκ ἔστιν ἐπιλελησμένον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· »,
Α΄ Προς Κορινθίους, Κεφ. Ι΄ «τοῦ γὰρ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς»
Τέλος οι Οικουμενικοί Σύνοδοι απαγορεύουν στους Ιερείς το κυνήγι. Κανών ΝΑ΄ της ΣΤ΄ Οίκουμενικης Συνόδου: «Καθόλου ἀπαγορεύει ἡ ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ Σύνοδος ... τὰ τῶν κυνηγίων θεώρια... Εἰ δέ τις τοῦ παρόντος Κανόνος καταφρονήσοι καὶ πρός τι ἑαυτὸν τῶν ἀπηγορευμένων τούτων ἐκδῷ, εἰ μὲν Κληρικὸς εἴη, καθαιρείσθω, εἰ δὲ λαϊκός, ἀφοριζέσθω». Από τον κανόνα τούτον συμπεραίνεται, ότι οι Κληρικοί Πάντες και Ιερώμενοι, και Μοναχοί δεν πρέπει να είναι κυνηγοί λαγών και άλλων ζώων, ή πουλιών. Διότι αν έτσι εμποδίζει και αυτό το να βλέπουσι μόνο τα κυνήγια των ζώων και θηρίων οι Κληρικοί, πολύ περισσότερο εμποδίζει αυτούς από το να είναι αυτοί οι ίδιοι κυνηγοί· όθεν οι κυνηγοί όνταν ιερώμενοι, αν δεν παύσουν, καθαιρούνται, οι δε Μοναχοί αφορίζονται κατά τον Κανόνα αυτόν. (Πηγή: Πηδάλιον της Νοητής Νηός της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής των Ορθοδόξων Εκκλησίας, Εκδοτικός Οίκος Αστήρ, Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι, 1976, σελ. 256)
Μονή Αγίου Νικολάου (των γάτων)
Δενδροφόροι. Αρχαίο ανάγλυφο στο μουσείο του Μπορντώ. (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σελίδα 41)
Ο Στράβων μας πληροφορεί πως στους αρχαίους Έλληνες (τουλάχιστον σε μερικές πόλεις) και αργότερα στους Ρωμαίους τελούνταν δενδροφορίες , εορτές δηλαδή, κατά τις οποίες ένα δένδρο, που κατείχε βέβαια θέση θεότητας, περιφέρονταν σε πομπή. Αυτές οι πομπές είχαν καθιερωθεί προς τιμή του Διονύσου κυρίως, ο οποίος ονομάζονταν και δενδρίτης αλλά και της Δήμητρας. Συχνά την περιφορά του δένδρου την έκανα δούλοι. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως σε αυτή την εορταστική περιφορά γίνονταν και παλαιότερα στην Ανατολή προς τιμή της θεάς Κυβέλης, και από εκεί εισήχθηκε στην Ρώμη επί του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Την φροντίδα της αποκοπής και της μεταφοράς του δένδρου είχε αναλάβει ορισμένη τάξη ανθρώπων, οι οποίοι ονομάστηκαν δενδροφόροι. Ήδη από το τέλος του Α’ αιώνα αναφέρονται αυτοί στις Ρωμαϊκές επιγραφές, οι δε ενώσεις τους αναγνωρίσθηκαν επίσημα και ήταν γνωστές με το όνομα «collegia dendrophorum». Τα σωματεία αυτά διαδόθηκαν σε όλη την Ιταλία και τις ρωμαϊκές επαρχίες, συντελώντας τον συνδυασμό των δενδροφοριών με την λατρεία της «Μεγάλης Μητρός», της θεάς Κυβέλης. Από τις υπάρχουσες μαρτυρίες δεν μπορεί κανείς να συμπεράνει την χειροτεχνική εργασία των δενδροφόρων, αν δηλαδή ήσαν μεταφορείς ξύλων ή ξυλοκόποι ή ξυλέμποροι. Κατά τον Δ΄ αιώνα μ.Χ. είχαν αναλάβει την προμήθεια οικοδομικής ξυλείας και καύσιμης ξυλείας για τα δημόσια λουτρά, ως και την ανοικοδόμηση δημόσιων κτιρίων. Διέπονταν από δικά τους καταστατικά, όπως άλλωστε και όλες οι άλλες χειρονακτικές οργανώσεις. Ο οργανισμός τους προέβλεπε περί της ύπαρξης ταμείου, προοριζόμενος για την αλληλοβοήθεια των μελών αλλά και τις άλλες ανάγκες του σωματείου. Είχαν δική τους λέσχη, όπου τα μέλη συνέρχονταν σε συνελεύσεις. Επίσης όπως όλα τα σωματεία, έτσι και αυτό των δενδροφόρων, είχε την προστάτιδα θεότητά του. Αυτή ήταν εκτός των άλλων, η Κυβέλη κυρίως.
Μεγάλη ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σελίδα 41.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Στο τέλος κάθε σελίδας του Ανώνυμου Απολογητή θα παρουσιάζονται νεοπαγανιστικές και αθεϊστών (δήθεν ελληνιστών) απάτες που έχουν σχέση με το θέμα της σελίδας. Αυτές οι απάτες δεν έχουν σκοπό να βάλουν τα περιοδικά στα οποία εμφανίζονται τα νεοπαγανιστικά ψεύδη, εφόσον ούτως ή άλλως παγανιστές συγγράφουν σε διάφορα ανυποψίαστα εξ αυτών και αυτά δεν εκφράζονται από τις απόψεις των αρθρογράφων, αλλά σκοπό έχουν:
1. να καταδείξουν τον κρυφοπαγανιστή αρθρογράφο ώστε να γίνει γνωστός και
2. είτε ο κάθε ενδιαφερόμενος που αναγιγνώσκει εκ νέου άρθρα του να θέτει τον εαυτό του εν εγρήγορση και να ελέγχει θαρρετά τα ψεύδη του κρυφοπαγανιστή (δήθεν ελληνιστή), αν είναι μελετημένος και έχει πρόσβαση σε πρωτογενή βιβλιογραφία
3. είτε εάν δεν έχει πρόσβαση σε βιβλιογραφία, να μην δείχνει πλέον εμπιστοσύνη στον αρθογράφο εφόσον γνωρίζει πως εκφράζει ψεύδη για να σπιλώσει τον Χριστιανισμό υποστηρίζοντας θέσεις παγανισμού, που όμως δεν είναι σχεδόν ποτέ ξεκάθαρες, αλλά που παρουσιάζονται ως «ελληνικές» μιας και η πλειοψηφία των νεοπαγανιστών ντρέπεται να ομολογήσει δημοσίως την θρησκεία που ακολουθεί και προτιμά να καμουφλάρεται με κάτι οικοιότερο, τον πατριωτισμό, που όμως αρρωστημένα έχει μετατραπεί σε ένα παγανιστικό εθνικισμό.
ΕΞΑΙΡΕΣΗ: εξαιρούνται τα προσωπικά βιβλία του κρυφοπαγανιστή αθρογράφου ή τα έντυπα με καθαρά νεοπαγανιστικό προσανατολισμό, ανάμεσα στα τόσα που κυκλοφορούν στην Ελλάδα.
Ο λαός, έστω και αν ήταν λαός του θεού, δεν μπορούσε να μείνει χωρίς θέαμα. Οι αγριότητες της ρωμαϊκής αρένας και οι αρματοδρομίες, μεταφέρονται στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης. Δημιουργούνται διάφοροι σύλλογοι, που ανάλογα με το χρώμα των ρούχων του κάθε αρματοδρόμου ονομάζονταν Πράσινοι, βενετοί (Γαλάζιοι), Λευκοί και Ρούσιοι (κόκκινοι). Οι κυριότεροι εκπρόσωποι αυτού του οργανωμένου χριστιανικού «χουλιγκανισμού» ήσαν οι Πράσινοι, που αντιπροσώπευαν τις λαϊκές τάξεις και οι Γαλάζιοι, που εκπροσωπούσαν τους προνομιούχους του καθεστώτος. Ακόμη κα θηριομαχίες, ήρθαν να αντικαταστήσουν τους ευγενείς Ολυμπιακούς αγώνες του δρόμου, το δίαυλου, της πάλης, της μουσικής, της ποίησης… (Πηγή: Βασίλης Μισύρης, Περιοδικό Ιχώρ, τεύχος 28 άρθρο «Οι λαμπροί Ολυμπιακοί αγώνες του οικουμενικού ελληνισμού στην Ρωμαιοκρατία», σελίδα 29)
Μυθοπλάστης: Βασίλης Μισύρης
Απάντηση:
α΄. Οι αγριότητες της ρωμαϊκής αρένας και οι αρματοδρομίες, μεταφέρονται στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης....
Ψηφιδωτό δάπεδο με παράσταση μονομάχων και διαιτητή (Πηγή: Τα στάδια στην αρχαία Ελλάδα και οι σύγχρονες αναβιώσεις των αρχαίων αγώνων, Το Ρωμαϊκό Στάδιο της Πάτρας, Δρ. Μιχάλης Πετρόπουλος, Αρχαιολόγος, Διευθυντής Στ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, εκδόσεις Περισκόπιο, σελίδα 109)
Στην άνω φωτογραφία γράφει στο δάπεδο τα ονόματα των αθλητών [Ελλήνων]: «ΤΕΙΜΟΚΡΑΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΝΟΡΦΟΣ» ενώ είναι ευρύτερα γνωστό πως στην Πάτρα αλλά και αλλού Έλληνες πολίτες, αθλητές ασφαλώς, ελάμβαναν μέρος εις τις μονομαχίες:
«Η χρήση του Σταδίου και για θεατρικά δρώμενα δεν ξενίζει, αφού στο Μαρτύριο του Αγ. Δημητρίου οι δύο όροι ταυτίζονται στο κείμενο, που αναφέρει «ἔτυχες ἐπί τὸ τῆς πόλεως θέατρον τὸ καλούμενον στάδιον».
Η ταύτιση του οικοδομήματος με στάδιο θέτει πλέον το ερώτημα που διεξάγονταν οι αγώνες των μονομάχων, τα munera, αφού είναι γνωστό ότι πραγματοποιούντο και τέτοιοι αγώνες στην Πάτρα, όπως αποδεικνύουν σχετικές παραστάσεις σε ψηφιδωτά δάπεδα, σε επιτύμβιες στήλες ή σε λυχνάρια. Είναι πολύ πιθανό και αυτοί να γίνονταν στο στάδιο, αφού είναι μαρτυρημένο επιγραφικά ότι και άλλα στάδια χρησιμοποιούντο γι’ αυτό τον σκοπό, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες, όταν κτίζονταν η Παντάνασσα το 1857, είχε βρεθεί ένα χάλκινο αγαλμάτιο μονομάχου. Ωστόσο, για κάποιους από τους αγώνες των μονομάχων θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και το Ρωμαϊκό Ωδείο, που κτίσθηκε γύρω στο 160 μ.Χ., διότι και στα θέατρα διεξάγονταν munera. Η παρουσία εξάλλου του λίθινου στηθαίου περιμετρικά της ορχήστρας του ακριβώς αυτό υπονοεί, ότι δηλαδή κάποια από τα επικίνδυνα για τους θεατές αγωνίσματα διεξάγονταν εδώ και το στηθαίο είχε σκοπό να τους προστατεύσει.
Αλλά δεν είναι μόνο η Πάτρα που είχε αναπτύξει τον αθλητισμό κατά την ρωμαϊκή περίοδο. Από τον κατάλογο των Αχαιών Ολυμπιονικών είδαμε ότι και άλλες πόλεις της Αχαΐας, όπως το Αίγιο π.χ., είχαν αναδείξει σπουδαίους αθλητές. Μάλιστα στο Αίγιο, όπως πληροφορούμαστε πάλι από επιγραφή, που βρέθηκε πρόσφατα στη Μεσσήνη, διεξάγονταν οι Αγώνες Ρωμαία, που είχαν, όμως, μάλλον τοπικό χαρακτήρα.» (Πηγή: Τα στάδια στην αρχαία Ελλάδα και οι σύγχρονες αναβιώσεις των αρχαίων αγώνων, Το Ρωμαϊκό Στάδιο της Πάτρας, Δρ. Μιχάλης Πετρόπουλος, Αρχαιολόγος, Διευθυντής Στ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, εκδόσεις Περισκόπιο, σελίδα 109)
Εξάλλου, αρχαιολογικά, επιγραφικά και φιλολογικά στοιχεία αποδεικνύουν πόσο δημοφιλείς είχαν καταστεί οι θηριομαχίες και οι μονομαχίες στις ελληνικές πόλεις: ο Απολλώνιος Τυανεύς μπορεί να κατέκρινε την οργάνωση θηριομαχιών στο θέατρο του Διονύσου, όμως οι Αθηναίοι δεν φαίνεται να συμμερίζονταν την άποψη του (Κ. Μαντάς, «Πολιτικές και Κοινωνικές διαστάσεις της δεύτερης σοφιστικής», σελ. 22 ). Αρχιερείς και αρχιέρειες της αυτοκρατορικής λατρείας χρηματοδοτούσαν τόσο συχνά μονομαχίες, ώστε δημιουργήθηκε ένας ιδιαίτερος όρος («αρχιερεύς/αρχιέρεια δι’ όπλων») στην περιοχή της Θράκης, γεγονός που οδήγησε τη Βουλγάρα ιστορικό Z. Goceva να διατυπώσει την άποψη ότι η διαδικασία του εκρωμαϊσμού είχε προχωρήσει πολύ στην περιοχή (Supplementum Epigraphicum Graecum (SEG), XXLVIII, 1998, no 277/8). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44, Η ρωμαιοκρατία στον ελληνικό κόσμο, οι σκοτεινές πτυχές μιας μακραίωνης κατοχής, Κωνσταντίνος Μαντάς, Διδάκτωρ Αρχαίας Ιστορίας Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, σσ. 64 - 83)
Αριστερά: Αναπαράσταση του Κ. Ηλιάκη δημοσιευμένη στο βιβλίο «Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αρχαία Ελλάδα», σ. 238 - 239, Εκδοτική Αθηνών 1982 (Πηγή: Τα στάδια στην αρχαία Ελλάδα και οι σύγχρονες αναβιώσεις των αρχαίων αγώνων, Ο ιππόδρομος της Ολυμπίας, Σταυρούλα Μασουρίδη, Αρχαιολόγος, ΥΠ.ΠΟ. -Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείων, εκδόσεις Περισκόπιο, σελίδα 32)
Μέσο: Στο ανατολικό αέτωμα του ναού του Δία στην Ολυμπία εικονίζεται ο αγώνας ιπποδρομίας του Πέλοπα με τον Οινόμαο (Μουσείο Ολυμπίας / η εικόνα είναι δημοσιευμένη στο βιβλίο Α. & Ν. Γιαλούρη «Ολυμπία. Οδηγός του Μουσείου και του Ιερού», σ. 106 - 107, Εκδοτική Αθηνών 1987) (Πηγή: Τα στάδια στην αρχαία Ελλάδα και οι σύγχρονες αναβιώσεις των αρχαίων αγώνων, Ο ιππόδρομος της Ολυμπίας, Σταυρούλα Μασουρίδη, Αρχαιολόγος, ΥΠ.ΠΟ. -Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείων, εκδόσεις Περισκόπιο, σελίδα 32)
Δεξιά: Κάτοψη του Ιερού της Ολυμπίας. Ο ιππόδρομος τοποθετείται σύμφωνα με τις περιγραφές του Παυσανία στο ανατολικό άκρο του χώρου. Στο σχέδιο σημειώνεται η ιππάφεση με το βωμό, τα δελφίνια, τη στοά του Αγνάτου, το άγλαμα της Ιπποδάμειας και η θέση του Ταράξιππου και των Κριτών (το σχέδιο είναι δημοσιευμένο στο βιβλίο «Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αρχαία Ελλάδα»>, σ. 101, Εκδοτική Αθηνών 1982) (Πηγή: Τα στάδια στην αρχαία Ελλάδα και οι σύγχρονες αναβιώσεις των αρχαίων αγώνων, Ο ιππόδρομος της Ολυμπίας, Σταυρούλα Μασουρίδη, Αρχαιολόγος, ΥΠ.ΠΟ. -Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείων, εκδόσεις Περισκόπιο, σελίδα 33)
Στην δε αρχαία Ελλάδα, ακόμη και στην αρχαία Ολυμπία, αρματοδρομίες λάμβαναν χώρα:
«Στον ιερό χώρο του κεραυνοσείστη Δία, του πατέρα των θεών, στον τόπο όπου γεννήθηκαν και τελούντο κατά την αρχαιότητα οι Ολυμπιακοί Αγώνες, εκτός των άλλων αγωνισμάτων, διεξάγονταν σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο, τον ιππόδρομο, αρματοδρομίες και ιπποδρομίες, αναμφίβολα δύο πολύ εντυπωσιακά και θεαματικά αγωνίσματα. Ο ιππόδρομος ήταν ο κατ’ εξοχήν χώρος επίδειξης πλούτου και πολιτικής δύναμης στην αρχαιότητα. Άλλωστε, οι αρματοδρομίες είχαν αριστοκρτική καταγωγή, η οποία ανάγεται στα μυκηναϊκά χρόνια, ενώ περιγράφονται με γλαφυρό τρόπο στον Όμηρο (Ιλιάδα Ψ 262 - 652).
Ο ιππόδρομος της Ολυμπίας βρισκόταν στα νότια του σταδίου. Ο χώρος δεν έχει ανασκαφεί επειδή καταχώθηκε από τις προσχώσεις του ποταμού Αλφειού, που κατέκλυσε την περιοχή τα μεσαιωνικά χρόνια.» (Πηγή: Τα στάδια στην αρχαία Ελλάδα και οι σύγχρονες αναβιώσεις των αρχαίων αγώνων, Ο ιππόδρομος της Ολυμπίας, Σταυρούλα Μασουρίδη, Αρχαιολόγος, ΥΠ.ΠΟ. -Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείων, εκδόσεις Περισκόπιο, σελίδα 32)
«Οι ιππικοί αγώνες περιλάμβαναν διάφορα αγωνίσματα και γίνονταν με άλογα, άρματα και τέθριππα. Το εντυπωσιακότερο αγώνισμα ήταν η αρματοδρομία με τέθριππο, που εισήχθη στους αγώνες της Ολυμπίας από το 680 π.Χ. και στο οποίο είχαν συναγωνισθεί οι σημαντικότερες προσωπικότητες της ελληνικής ιστορίας. Η απήνη, άρμα που το έσερναν δύο ημίονοι, μπήκε κατά την 70η Ολυμπιάδα (από το 500 π.Χ.), η συνωρίδα ίππως, άρμα που το έσερναν δύο άλογα, μπήκε από το 480 π.Χ., το τέθριππο πώλων από 384 π.Χ. και η συνωρίδα πώλων από το 268 π.Χ.
Εκτός από τις αρματοδρομίες στην Ολυμπία τελούντο: από το 648 π.Χ. η ιπποδρομία τέλειων κελήτων (αγώνισμα με αναβάτη επάνω σε τέλειο άλογο), από το 496 π.Χ. η κάλπη (ιπποδρομίες φοράδων) και από το 256 π.Χ. η ιπποδρομία πώλων.» (Πηγή: Τα στάδια στην αρχαία Ελλάδα και οι σύγχρονες αναβιώσεις των αρχαίων αγώνων, Ο ιππόδρομος της Ολυμπίας, Σταυρούλα Μασουρίδη, Αρχαιολόγος, ΥΠ.ΠΟ. -Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείων, εκδόσεις Περισκόπιο, σελίδα 33
β΄. Ακόμη και θηριομαχίες, ήρθαν να αντικαταστήσουν τους ευγενείς Ολυμπιακούς αγώνες του δρόμου, το δίαυλου, της πάλης...
Αριστερά: Γαλεοκυνομαχία (Μουσείο Αθηνών)
Δεξιά: Αναπαράσταση του Ναού της Άσσου επί της Τρωάδας που έφερε θηριομαχικές παραστάσεις επί των μετοπών του.
Οι Λακεδαιμόνιοι παγκρατιστές, κατασπάρασσαν τον αντίπαλο με δόντια και με νύχια, τον τύφλωναν βγάζοντας τους βολβούς των ματιών του. (Φιλόστρατος, Εικόνες στ΄ ). Ο σοφιστής Ιούλιος Πολυδεύκης (2ος αιώνας μ.Χ.) γράφει ότι παγκράτιο και παγκρατιστής σημαίνουν στραγγαλισμό, πνίξιμο, κλωτσιές και γροθιές. (Πολυδεύκης, Ονομαστικόν, 3, 150).
Περισσότερα όμως για την «ευγένεια» της αρχαίας πάλης και του παγκρατίου, μπορεί να δει κανείς στην σελίδα με τους Ολυμπιακούς αγώνες.
Οι θηριομαχίες θεωρούνταν άσεμνες: Κανών Ιζ΄ της Συνόδου της Καρθαγένης : «Ὥστε τὰ τέκνα τῶν Ἱερέων θεώρια κοσμικὰ μὴ ἐκτελεῖν, μηδὲ θεωρεῖν. Τοῦτο δὲ καὶ πᾶσι τοῖς Χριστιανοῖς ἀεὶ κεκήρυκται, ὥστε, ὅπου βλασφημίαι εἰσί, μὴ προσιέναι» . Σύμφωνα με την ερμηνεία υπό Αγαπίου ιερομόναχου και Νικοδήμου μοναχού που επικαλείται ο Δαυλός αναφέρεται: «Προστάζει ο παρών Κανών, ότι οι υιοί των ιερέων να μην κάμνουσι τας θεωρίας και παίγνια, που γίνονται εις τα θέατρα με τα τρεξίματα των αλόγων και με τας μάχας των θηρίων και ζώων, έχοντες δηλαδή αυτοί την των αλόγων και των τοιούτων ζώων επιστασίαν, αλλά ούτε όλως να στέκωνται να τα θεωρούν, όταν οι άλλοι τα κάμνουν όχι μόνον δε οι Ιερωμένων υιοί αλλά και όλοι κοινώς οι Χριστιανοί παντοτεινά διδάσκονται να μη πλησιάζουν στα θέατρα, όπου πολλά άσεμνα πράγματα γίνονται, δια μέσου των οποίων βλασφημείται και υβρίζεται η πίστης των Χριστιανών από τους απίστους και ασεβείς». Επίσης ο Κανών ΝΑ΄ της ΣΤ΄ Οίκουμενικης Συνόδου: «Καθόλου ἀπαγορεύει ἡ ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ Σύνοδος τοὺς λεγόμενους μίμους καὶ τὰ τούτων θέατρα, εἶτὰ γε μὴν καὶ τὰ τῶν κυνηγίων θεώρια, καὶ τάς ἐπὶ σκηνῆς ὀρχήσεις ἐπιτελεῖσθαι. Εἰ δέ τις τοῦ παρόντος Κανόνος καταφρονήσοι καὶ πρός τι ἑαυτὸν τῶν ἀπηγορευμένων τούτων ἐκδῷ, εἰ μὲν Κληρικὸς εἴη, καθαιρείσθω, εἰ δὲ λαϊκός, ἀφοριζέσθω». Η ερμηνεία υπό Αγαπίου ιερομόναχου και Νικοδήμου μοναχού λέγει: «Με όλην την τελειότητα εμποδίζει ο παρών Κανών το να γίνονται οι λεγόμενοι μίμοι, οίτινες πότε μεν των Αράβων μιμούμενοι τα σχήματα, πότε δε των Αρμενίων, άλλο τε των δούλων, μερικάς φοράς δε και κτυπώντες ραπίσματα εις τα πρόσωπα, παρακινούσι με όλα ταύτα τους βλέποντας εις το να γελώσιν ακράτητα. Θεώρια δε των κυνηγίων είναι, όταν βλέπει τινάς τα θηρία, λέοντας θετέον ή αρκούδας ή άλλα, να μάχωνται ή αναμεταξύ των ή με ανθρώπους όπου είναι καταδικασμένοι εις θάνατον. Ασπλαχνία γαρ και ωμότης μεγάλη είναι το να βλέπει τινάς των τοιούτων τα αίματα εκχυνόμενα και να γελά. Εμποδίζει δε προς τούτοις και τους χορούς και άσεμνα λυγίσματα όπου κάμνουν είτε άνδρες είτε γυναίκες εις τας σκηνάς· σκηνή δε είναι η τέντα, μέσα εις την οποίαν έκαμναν κάθε υπόκρισιν και προσποίησιν, είτις ίσταται σκηνικήν επιδεικνύμενος τέχνην, κατά τον ιγ΄ τίτλ. Φωτίου, Κεφ. κα΄. Όθεν και σκηνικοί ονομάζονται αυτοί, όπου πότε μεν υποκρίνονται πως είναι αυθένται, πότε δε πως είναι δούλοι και άλλο τε πως είναι άλλοι. Όποιος δε καταφρονήση τον παρόντα Κανόνα και δώσει τον εαυτόν τον εις την θεωρίαν των τοιούτων, ει μέν Κληρικός είναι ας καθαιρήται, ει δε λαϊκός ας αφορίζεται». (Πηγή: Στέφανος Μυτιληναίος, π. Δαυλός, τεύχος 240, σσ. 15439-15448, http://www.davlos.gr/dissue.php?issue=240).
Και βεβαίως αυτοί οι κανόνες δεν κάνουν λόγο για το θέατρο γενικά, αλλά για το θέατρο εκείνης της εποχής, και όποιας άλλης, εις τον οποίο συμβαίνουν θηριομαχίες, άσεμνες και υβριστικές προς τον Χριστιανισμό παραστάσεις κ.α. Περισσότερα εδώ
γ΄. Δημιουργούνται διάφοροι σύλλογοι... οι κυριότεροι εκπρόσωποι ... οργανωμένου χριστιανικού «χουλιγκανισμού»... οι Πράσινοι, που αντιπροσώπευαν τις λαϊκές τάξεις... οι Γαλάζιοι, που εκπροσωπούσαν τους προνομιούχους...
«Ο Ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης ιδρύθηκε στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Σεπτίμιο Σεβήρο. Η εγκατάσταση συμπληρώθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και διασκοσμήθηκε με περίφημα έργα τέχνης (όπως η Λύκαινα του ρωμύλου, το καλλοσιαίο χάλκινο άγαλμα του Ηρακλή του Λυσίππου,τα επίχρυσα άλογα του ιδίου που κοσμούν σήμερα τον Άγιο Μάρκο της Βενετίας και ένας χάλκινος αετός του Απολλώνιου του Τυανέως) τόσο από αυτόν, όσο και από μεταγενέστερους αυτοκράτορες.»
Συμπέρασμα:
Είναι λοιπόν φανερό πως στην αρχαία Ελλάδα όχι μόνο υπήρχαν ιπποδρομίες, και μάλιστα στον χώρο της Ολυμπίας στους Ολυμπιακούς αγώνες αλλά υπήρχαν και θηριομαχίες ή ζωομαχίες αλλά και μονομαχίες ακόμη. Βέβαια ο Βασίλης Μισύρης αυτές τις θεωρίες τις ονομάζει «αγριότητες» των Ρωμαίων
Εκτός του ότι μπορεί μόνος του να διαπιστώσει πόσο «ευγενείς» ήσαν οι Ολυμπιακοί στην αρχαιότητα, μπορεί κανείς να δει πως ξεφεύγει στον αρθρογράφο ότι στην Κων/πολη καταργήθηκαν οι μονομαχίες, όπως άλλωστε του διαφεύγει ότι τις θηριομαχίες τις παρακολουθούσαν και στην Ελλάδα επί Ρωμαϊκών χρόνων έστω και αν κάποιοι φιλόσοφοι διαμαρτύρονταν. Ανάλογα βέβαια έπρατταν και χριστιανοί (βλέπε Χρυσόστομο) με υψηλό πνευματικό κύρος. Γι’ αυτό άλλωστε καταργήθηκαν επί Χριστιανισμού (Δ΄ αιώνας περίπου μ.Χ.) πράγμα το οποίο δεν συνέβηκε επί Εθνισμού. Αλλά και αυτό διαφεύγει στον κατά τα άλλα «ειλικρινή» αρθρογράφο όπως επίσης ότι οι Ολυμπιακοί αγώνες ακόμη δεν είχαν καταργηθεί, όπως δεν καταργήθηκαν οι Ολυμπιακοί της Αντιόχειας μέχρι τον Στ΄ αιώνα μ.Χ.. Με άλλα λόγια πρώτα καταργήθηκαν οι θηριομαχίες και μετά οι Ολυμπιακοί προς τιμή του Διός. Ας μην ξεχνά κανείς γιατί δεν αρέσουν οι σημερινοί Ολυμπιακοί στους νεοΕθνικούς... διότι δεν είναι αφιερωμένοι στον Δία.
Αρκετοί Εθνικοί τείνουν να διαχωρίζουν ρωμαϊκό Εθνισμό και ελληνικό θεωρώντας τον πρώτο κακή αντιγραφή του δεύτερου για τα κακά του οποίου ο δεύτερος δεν ευθύνεται. Σε αυτό δεν θα ήταν σωστό να αντιλογήσει κανείς, αν οι νέο-Εθνικοί δεν συμπαρέσυραν με τις κατηγορίες τους απέναντι στον Χριστό π.χ. και τις καταστροφές του «χριστιανού» Αλάριχου κατά των Εθνικών μνημείων της χέρσας Ελλάδος διάφορες καταστροφές και δολοφονίες από καθολικούς, προτεστάντες, κ.α. αιρέσεις. Δηλαδή, ενώ ο χριστιανισμός κατηγορείται επί συνόλου, ο Εθνισμός επιθυμεί να μην τύχει της αυτής μεταχείρησης. Συνεπώς είναι και δίκαιο και η υπεράσπιση να γίνεται επί συνόλου Εθνικού κόσμου και όχι μόνο επί του ελληνικού, αν και ο ελληνικός και ο λατινικός κόσμος είναι στενά συνδεδεμένοι επί Εθνισμού και άκρως διαχωρισμένοι επί χριστιανισμού.
Εκτός των θηριομαχιών και την κατάρρευση των νεοΕθνικών επιχειρημάτων περί αυτών, είναι φανερή η παντοτινή σχέση της αρχαιότατης και «καθαρά Ελληνικής» (κατά νεοΕθνικούς) θρησκείας, με τις θρησκείες άλλων λαών (π.χ. Αιγυπτίων και Ασσυρίων). Κάτι το οποίο οι νεοΕθνικοί αδυνατούν να χωνέψουν διότι επιφέρει σοβαρότατους κλυδωνισμούς μέσα στις θρησκευτικές κοσμοθεωρίες τους. Η ιστορία όμως είναι αδύνατο να σταματήσει μπροστά στις προτιμήσεις τους, διότι η ιστορία πολύ απλά, δεν έχει προτιμήσεις.
Πάντως κοιτώντας την σημερινή χείριστη κατάσταση ζώων και φυτών του πλανήτη μπορούμε να πούμε ότι σίγουρα ευθύνεται κυρίως το άκρατο πλουτοπαραγωγικό σύστημα (τα πάντα είναι ύλη), η εμπορευματοποίηση των πάντων (γούνες κ.λ.π.), η θεώρηση του ανθρώπου ως καταναλωτικού «ζώου» (σημασία έχει να αγοράσεις και όχι «τι» θα αγοράσεις) και ο υπερπληθυσμός της γης (πρόβλημα που ζητά εναλλακτικές πηγές διατροφής). Πιστεύω (αλλά δεν είμαι φερέφωνό της) ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος αλλά και ο απλός Χριστιανός πιστός απέχει μακράν από θέσεις που θεωρούνται μη φιλοζωϊκές εφόσον και τα ζώα θεωρούνται έργο του Δημιουργού και που ο άνθρωπος χρησιμοποιεί με σεβασμό με μόνο σκοπό την κάλυψη των τροφικών αναγκών του (είμαστε ενοικιαστές της κτήσης και όχι ιδιοκτήτες για να την ιδιοποιούμαστε).
Οι πρώτες σημαντικές επιθέσεις των Γερμανών πραγματοποιήθηκαν την εποχή του Μάρκου Αυρηλίου, το 166, όταν οι Κουάδοι και οι Μαρκομάνοι διέσχισαν τον Δούναβη και στη συνέχεια πολιόρκησαν την Ακυληία. Ο Μάρκος Αυρήλιος παρέμεινε στα σύνορα καθόλη τη διάρκεια της ηγεμονίας του για να τους αντιμετωπίσει. Μετέπειτα, οι Σεβήροι αυτοκράτορες αναχαίτισαν τις επιθέσεις των γερμανικών φύλων, η στρατιωτική αναρχία όμως που ακολούθησε (235-285) προκάλεσε μία σειρά επιδρομών οι οποίες άρχισαν να καταστρέφουν την αυτοκρατορία. Στη Δύση, το 242, το 253 και κυρίως το 276, η Γαλατία, η Ισπανία και η βόρεια Ιταλία έως τη Ραβέννα ερημώθηκαν από τους Αλαμανούς, τους Φράγκους και άλλους βαρβαρικούς λαούς, ενώ οι ακτές της Βρετανίας λεηλατήθηκαν από τους Σάξονες. Χάρη στη δραστηριότητα των λεγόμενων Γαλατών αυτοκρατόρων Πόστουμου και Τετρικίου, αλλά και του Ορελίου, του Πρόβου και του Κωνστάντιου Χλωρού, οι εισβολείς απωθήθηκαν προσωρινά. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44, Το τέλος της Ρωμαιοκρατίας στην Ελλάδα, Γεώργιος Καρδάρας, Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιστορίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, σελ. 49)
τα «Σκυθικά», στα οποία περιέγραψε τις επιδρομές των γερμανικών φύλων στα Βαλκάνια από το 238 έως το 270.
18. E. Boemer, UNTERSUCHUNGEN UEBER DIE RELIGION DER SKLAVEN IN GRIECHELAND UND ROM, Βισμπάντεν 1961
Οι συνέπειες της καταστροφής του 267 υπήρξαν μακροπρόθεσμες για την πόλη, η οποία σχεδόν χάθηκε από τις μαρτυρίες των πηγών έως το 300. Η καταστροφή από τους Ερούλους ολοκλήρωσε την πορεία οικονομικής παρακμής της Αθήνας μετά τα μέσα του 2ου αιώνα. Στη δίνη της οικονομικής κρίσης του αιώνα, η εξαφάνιση στην Αθήνα των κερμάτων που ήταν μικρότερα της δραχμής αποτελεί ένδειξη για τον πληθωρισμό ο οποίος έπληττε τόσο την αυτοκρατορία, όσο και την πόλη. Την ίδια πορεία ακολούθησε και ο Πειραιάς, ο οποίος υπήρξε σπουδαίο τραπεζιτικό κέντρο της Κλασικής Εποχής. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, μετά την επιδρομή η ανοικοδόμηση άρχισε με πολύ αργό ρυθμό και ολοκληρώθηκε τον 4ο αιώνα, ενώ η ζώνη της Αγοράς δεν ανοικοδομήθηκε ούτε αναδιαμορφώθηκε μέχρι τις αρχές του 5ου αιώνα. Οι Αθηναίοι χρησιμοποίησαν τους λίθους από τα πυρπολημένα κτίρια για να οικοδομήσουν έναν αμυντικό περίβολο που συμπεριέλαβε την Ακρόπολη και τον χώρο της Αγοράς. Παρά τη διαρκή παρακμή της πόλης, φαίνεται ότι το γόητρο της εξακολούθησε να παραμένει υψηλό, όπως προκύπτει από την αποδοχή του αξιώματος του Αθηναίου στρατηγού από τον Μ. Κωνσταντίνο (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44, Το τέλος της Ρωμαιοκρατίας στην Ελλάδα, Γεώργιος Καρδάρας, Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιστορίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, σσ. 54-55)
Μετά την καταστροφή της Αθήνας, οι Ερούλοι έφθασαν στην Πελοπόννησο, όπου κατέστρεψαν την Κόρινθο, το Αργός και τη Σπάρτη, πριν αναχαιτισθούν στην Ολυμπία. Η επιδρομή τους είχε εξίσου αρνητικές συνέπειες για την Πελοπόννησο, αφού κλόνισε την οικονομική ευημερία της. Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν τις αναφορές των γραπτών πηγών για το εύρος των καταστροφών που προκάλεσαν οι εισβολείς, καθώς και την ανέγερση οχυρωματικών έργων για την προστασία των πόλεων της Πελοποννήσου. Η επιδρομή των Ερούλων, σε συνδυασμό με τις επιδημίες, αποτέλεσε τον κυριότερο παράγοντα για την αναστάτωση της οικονομικής και της κοινωνικής ζωής των αστικών κέντρων της Πελοποννήσου κατά τον 3ο και τον 4ο αιώνα, ιδιαίτερα της Πάτρας και της Κορίνθου οι οποίες ήταν μεγάλα τραπεζικά κέντρα. Ενδεικτικό για τις μεγάλες καταστροφές που προξένησαν οι Ερούλοι στην Κόρινθο είναι το γεγονός ότι θραύσματα της ίδιας επιγραφής βρέθηκαν διασκορπισμένα αρκετά από την πόλη.(Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44, Το τέλος της Ρωμαιοκρατίας στην Ελλάδα, Γεώργιος Καρδάρας, Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιστορίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, σσ. 55-56)
Σε ότι αφορά το Άργος, η επιδρομή των Ερούλων κατέστρεψε τα περισσότερα δημόσια κτήρια της πόλης. Τον 4ο αιώνα παρατηρούνται προσπάθειες ανοικοδόμησης, όταν επισκευάσθηκε το Θέατρο και το Ωδείο και αναστηλώθηκε η μεγαλύτερη στοά της Αγοράς. Στα μέσα του 4ου αιώνα κτίσθηκε βόρεια της Αγοράς μια θριαμβευτική αψίδα, ενώ πολλές μεταγενέστερες κατασκευές στα ανατολικά της Αγοράς επιβεβαιώνουν την ανάκαμψη της κοινωνικής και της οικονομικής ζωής. Οι δρόμοι και τα κτίρια επισκευάζονταν πολλές φορές με υλικά κατεστραμμένων μνημείων. Παρατηρείται, ακόμη, η εγκατάσταση, επάνω σε παλαιότερα δημόσια κτίρια, ρωμαϊκών επαύλεων, οι οποίες ορισμένες φορές έφεραν διακόσμηση με μωσαϊκά. Η τάση αυτή, που είναι εντονότερη κατά τον 5ο αιώνα, δείχνει τη σταδιακή σύνδεση του δημόσιου βίου με τις πλουσιότερες οικογένειες της πόλης. Στο Άργος, παρά τη σταδιακή επικράτηση του Χριστιανισμού, διατηρήθηκε επί αρκετό διάστημα η λατρεία της Αφροδίτης, καθώς το Αφροδίσιο λειτουργούσε ακόμη τον 4ο αιώνα. Αντίθετα, η λατρεία του Λυκείου Απόλλωνα, που ήταν και η επίσημη της πόλης, μάλλον δεν επιβίωσε μετά το 267. Στην υπόλοιπη Πελοπόννησο, το Ασκληπιείο της Επιδαύρου και το ιερό του Δία στην Ολυμπία εξακολουθούσαν να λειτουργούν κατά τον 4ο αιώνα. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44, Το τέλος της Ρωμαιοκρατίας στην Ελλάδα, Γεώργιος Καρδάρας, Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιστορίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, σσ. 56-57)
Περί το 370 το βασίλειο των Οστρογότθων, στη νότια Ρωσία, δέχθηκε από τα ανατολικά την επίθεση των Ούννων. Οι Οστρογότθοι νικήθηκαν αν και ένα τμήμα τους κατευθύνθηκε προς τον Δνείστερο, όπου συνενώθηκε με τους Βησιγότθους. Οι τελευταίοι, έχοντας εκχριστιανισθεί και εκπολιτισθεί σε ένα βαθμό δεν αποτελούσαν έως τότε μεγάλη απειλή για την Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Υπό την πίεση των Ούννων, όμως, οι Βησιγότθοι ζήτησαν από τον αυτοκράτορα Ουάλεντα να τους επιτρέψει να διασχίσουν τον Δούναβη. Ο Ουάλης (374-378) αρχικά το δέχθηκε, υπολογίζοντας να τους χρησιμοποιήσει ως βοηθητικό στράτευμα. Σύντομα, όμως αποφάσισε να σταματήσει τις επιδρομές και τις λεηλασίες τους, αποφάσισε να συγκρουσθεί μαζί τους και εμφανίσθηκε με τον στρατό του στην Ανδριανούπολη. Έχοντας μεγάλη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του και δίχως να περιμένει τη βοήθεια του αυτοκράτορα της Δύσης Γρατιανού, έδωσε μάχη στις 9 Αυγούστου 378, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν η συντριβή του αυτοκρατορικού στρατού και ο θάνατος του ιδίου στη μάχη. Οι συνέπειες της ήττας στην Αδριανούπολη ήταν οδυνηρές, καθώς το γερμανικό πρόβλημα έγινε πλέον ιδιαίτερα σοβαρό για την υπόσταση του συνόλου της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας αντιμετώπισε αυτό το πρόβλημα επί έναν ολόκληρο αιώνα και κατάφερε να επιζήσει, ενώ το δυτικό τμήμα τελικά υπέκυψε στους επιδρομείς. Όταν φάνηκε ότι η καθυπόταξη των Γότθων ήταν πλέον αδύνατη, ως μοναδική διέξοδος θεωρήθηκε η ειρηνική συνεννόηση μαζί τους. Αυτή ήταν η πολιτική του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄ (378-395), ο οποίος, αφού κατάφερε να απωθήσει το 382 τους Γότθους πίσω από τον Αίμο, υπέγραψε μαζί τους συνθήκη ειρήνης (foedus), παραχωρώντας τους αυτοκρατορικά εδάφη για εγκατάσταση υπό καθεστώς συμμάχου (φοιδεράτοι/υπόσπονδοι). Οι Οστρογότθοι εγκαταστάθηκαν στην Παννονία και οι Βησιγότθοι στο βόρειο τμήμα της «διοίκησης» (praefectura) της Θράκης. Απέκτησαν πλήρη αυτονομία, απαλλαγή από τη φορολογία και έλαβαν υψηλούς μισθούς για τις υπηρεσίες που προσέφεραν στον στρατό της αυτοκρατορίας με την ιδιότητα των φοιδεράτων, ενώ πολλοί από αυτούς εντάχθηκαν στη φρουρά του αυτοκράτορα. Χάρη σε αυτήν την πολιτική απομακρύνθηκε προσωρινά ο κίνδυνος να κατακλυσθεί η αυτοκρατορία από τα γερμανικά φύλα, και ο Ρωμαϊκός/Βυζαντινός Στρατός, ο οποίος είχε ελαττωθεί σημαντικά, άρχισε να μεγαλώνει με την είσοδο των Γερμανών φοιδεράτων. Το γερμανικό στοιχείο άρχισε βαθμιαία να υπερισχύει στον στρατό, τόσο μεταξύ των απλών στρατιωτών, όσο και στις σπουδαιότερες διοικητικές θέσεις.(Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44, Το τέλος της Ρωμαιοκρατίας στην Ελλάδα, Γεώργιος Καρδάρας, Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιστορίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, σσ. 57-58)
Μετά την εκστρατεία και τη νίκη του Θεοδοσίου στη Δύση εναντίον των αποστατών Αρβογάστου και Ευγενίου, το 394, στον ποταμό Φρίγκιντο, οι Βησιγότθοι, οι οποίοι είχαν αναλάβει το κύριο βάρος των επιχειρήσεων, υπέστησαν μεγάλες απώλειες, γεγονός που προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια για τη μεταχείριση τους από τους ανατολικούς Ρωμαίους. Μετά την επιστροφή τους στα Βαλκάνια, και ενώ ο Θεοδόσιος είχε ήδη πεθάνει, ο νεαρός και φιλόδοξος Αλάριχος εκμεταλλεύθηκε τη δυσαρέσκεια των συμπατριωτών του και, αφού κατάφερε να γίνει βασιλιάς τους, τους παρακίνησε σε πόλεμο εναντίον της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44, Το τέλος της Ρωμαιοκρατίας στην Ελλάδα, Γεώργιος Καρδάρας, Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιστορίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, σελ. 59)
Οι Βησιγότθοι προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στη Θράκη και τη Μακεδονία και έφθασαν έξω από την Κωνσταντινούπολη, ζητώντας ανανέωση του καθεστώτος των φοιδεράτων. Ο Ρουφίνος, όμως, κατάφερε να στρέψει τον Αλάριχο εναντίον του Δυτικού ρωμαϊκού κράτους, στο οποίο τη διακυβέρνηση ασκούσε ουσιαστικά ο πανίσχυρος Βάνδαλος στρατηγός Στηλίχων. Με αυτήν την κίνηση η Κωνσταντινούπολη απέβλεπε στην κατοχύρωση του ελέγχου του Ιλλυρικού, ο οποίος είχε αμφισβητηθεί από τον Στηλίχωνα (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44, Το τέλος της Ρωμαιοκρατίας στην Ελλάδα, Γεώργιος Καρδάρας, Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιστορίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, σελ. 59)
Ο Αλάριχος κινήθηκε αμέσως προς τα νότια και διέσχισε ανενόχλητος τα Στενά των Θερμοπυλών, αφού ο διοικητής της φρουράς Γερόντιος δεν πρόβαλε αντίσταση, ενώ και ο Αντίοχος, διοικητής της επαρχίας της Αχαΐας, δεν διέθετε επαρκείς δυνάμεις για να αναχαιτίσει την προέλασή τους. Οι Βησιγότθοι εισήλθαν στη Βοιωτία και επιδόθηκαν σε λεηλασίες, τις οποίες απέφυγε μόνο η Θήβα. Εισερχόμενοι στην Αττική, κατέλαβαν τον Πειραιά, όχι όμως και την Αθήνα, την οποία προστάτευαν τα ισχυρά τείχη της. Παρόλα αυτά, ο Αλάριχος έγινε δεκτός στην Αθήνα για διαπραγματεύσεις, φιλοξενήθηκε στο Πρυτανείο και αποχώρησε αφού έλαβε αρκετά δώρα. Επειδή, όμως, οι Βησιγότθοι είχαν ασπασθεί τον Αρειανισμό, η άφιξη τους στην Αττική έδωσε την αφορμή σε ορισμένους φανατικούς ιερείς τους να υποκινήσουν τη λεηλασία και την πυρπόληση του ναού της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελευσίνα.
Συνεχίζοντας την πορεία του προς την Πελοπόννησο, ο Αλάριχος κατέλαβε τα Μέγαρα, την Κόρινθο, το Αργός και τη Σπάρτη. Στη Σπάρτη παρέμεινε περισσότερο από ένα έτος, γεγονός που οδήγησε στην υπόθεση ότι σκεπτόταν να εγκαταστήσει τους Βησιγότθους στη Λακωνία. Στο μεταξύ, η Κωνσταντινούπολη τηρούσε στάση αναμονής, καθώς δεν επιχείρησε ούτε να τον αναχαιτίσει ούτε να διαπραγματευθεί μαζί του. Πιθανότατα, όμως, κινήθηκε με έμμεσο τρόπο εναντίον του, καθώς την άνοιξη του 397 ο Στηλίχων αποβιβάσθηκε αιφνιδιαστικά στην Κόρινθο και συγκρούσθηκε με τον Αλάριχο βορειοανατολικά της Ολυμπίας. Αν και ο Στηλίχων επικράτησε και είχε τη δυνατότητα να τον εγκλωβίσει στην Πελοπόννησο, άφησε και πάλι τον Αλάριχο να διαφύγει μέσω της Κορίνθου στην Ήπειρο. Εκείνη τη στιγμή η Κωνσταντινούπολη αποφάσισε να ανανεώσει το καθεστώς των φοιδεράτων για τους Βησιγότθους και τους παραχώρησε γη για εγκατάσταση στην κεντρική Μακεδονία, μεταξύ του Αξιού και του Αλιάκμονα. Ο Αλάριχος έγινε σύμμαχος των Βυζαντινών, με αντάλλαγμα τον τίτλο του στρατιωτικού διοικητή του Ιλλυρικού, και παρέμεινε τέσσερα χρόνια στη Μακεδονία, έως το 401, δίχως να είναι γνωστό το τι έκανε κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής του. Βέβαιο είναι ότι διατηρούσε έναν αρκετά ισχυρό στρατό, καθώς με τη νέα του ιδιότητα ως στρατιωτικού διοικητή του Ιλλυρικού είχε υπό τον έλεγχο του τις κρατικές αποθήκες και τα όπλα που φυλάσσονταν σε αυτές.
Όπως η επιδρομή των Ερούλων, έτσι και η επιδρομή του Αλαρίχου προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερη παρακμή στην Πελοπόννησο. Μετά την κατάκτηση της από τον Αλάριχο, η Κόρινθος έπαυσε να έχει καθεστώς ρωμαϊκής αποικίας (colonia), ενώ η κατεστραμμένη Αγορά του Αργούς έπαυσε να λειτουργεί ως δημόσιο κέντρο, και στον χώρο όπου βρίσκονταν τα παλαιά δημόσια κτίρια δημιουργήθηκαν ιδιωτικές κατοικίες και εργαστήρια. Η επιδρομή των Βησιγότθων, συνδυασμό με την απαγόρευση της τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων από Μ. Θεοδόσιο το 394, επέφερε ταυτόχρονα και την παρακμή της Ολυμπίας. Οι συνέπειες της βησιγοτθικής επιδρομής σηματοδοτούν το τέλος των «ρωμαϊκών» χρόνων της Πελοποννήσου και την απαρχή της «βυζαντινής» ιστορίας της περιοχής.
Στα τέλη του 401 ο Αλάριχος εγκατέλειψε τη Μακεδονία για να εισβάλει στην Ιταλία. Μετά, όμως, από τις διαδοχικές νίκες του Στηλίχωνα εναντίον του κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ιταλία, ο Αλάριχος αναγκάσθηκε να επιστρέψει στο Ιλλυρικό. Η ακριβής θέση του εκεί, από το 403 μέχρι την άνοιξη του 408, όταν αποχώρησε για πάντα από το Ιλλυρικό κινούμενος προς την Παννονία, δεν είναι γνωστή. Η οριστική αποχώρηση του Αλαρίχου από το Ιλλυρικό απήλλαξε τον ελληνικό χώρο από τον φόβο των επιδρομών των Βησιγότθων, οι οποίοι πλέον αποτελούσαν πρόβλημα μόνο για το Δυτικό ρωμαϊκό κράτος, έως την πτώση του τελευταίου το 476. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44, Το τέλος της Ρωμαιοκρατίας στην Ελλάδα, Γεώργιος Καρδάρας, Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιστορίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, σσ. 59-61)
Αν εξαιρέσουμε τον πρωταρχικό μύθο σχετικά με την ίδρυση της πόλης της Ρώμης, δηλαδή εκείνον των διδύμων Ρώμου και Ρωμύλου που εγκαταλείφθηκαν από τη μητέρα τους, την ιέρεια Ρέα Σίλβια, και ανατράφηκαν από μια λύκαινα, πολύ λίγοι λατινικοί πρωτότυποι μύθοι διασώθηκαν. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44, Η ρωμαιοκρατία στον ελληνικό κόσμο, οι σκοτεινές πτυχές μιας μακραίωνης κατοχής, Κωνσταντίνος Μαντάς, Διδάκτωρ Αρχαίας Ιστορίας Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, , σελ. 66)
Η διάθεση συνεργασίας των ανώτερων κοινωνικών τάξεων οδήγησε στην εκδήλωση φαινομένων πολύ μειωτικών για το πολιτιστικό ήθος του Ελληνισμού. Η απόδοση τιμών προς τους Ρωμαίους στρατηγούς και τις συζύγους τους ήταν συνηθισμένο φαινόμενο ήδη από την εποχή των εμφυλίων πολέμων της Δημοκρατίας (48-31 π.Χ.). Οι τιμές αυτές αφορούσαν κυρίως την ανέγερση ανδριάντων των προαναφερθέντων προσώπων (4). Όσο οι συγκρούσεις συνεχίζονταν και η κατάσταση επιδεινωνόταν, οι Έλληνες ενέτειναν την απόδοση τιμών προς τους κατακτητές τους σε μια προσπάθεια επιβίωσης. Έτσι, π.χ. οι Αθηναίοι παραχώρησαν στον Μάρκο Αντώνιο το αξίωμα του «γυμνασιάρχου», καθώς και τον τίτλο του «θεού Διονύσου» (5).
Η πρακτική αυτή συνεχίσθηκε έως τον 3ο αιώνα μ.Χ. Διάφορες ελληνικές πόλεις, από τη Μυτιλήνη έως την Αθήνα, απέδωσαν σε μία σειρά από αυτοκράτορες και σε μέλη των οικογενειών τους θεϊκές τιμές, καθώς και τιμητικούς τίτλους, συνήθως εκείνους του κατά τόπους επώνυμου άρχοντα. Έτσι, η Βρουττία Κρισπίνα, σύζυγος του αυτοκράτορα Κόμμοδου (τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ.) τιμήθηκε με τον τίτλο του «ιερομνήμονα» (δηλαδή του επώνυμου άρχοντα) στην πόλη της Γιάλοβας, στη Βιθυνία (L. Robert, Hellenica, τ. VII (1949), σελ. 35), ενώ στον Αδριανό, λίγα χρόνια πριν χρισθεί αυτοκράτορας, το 112 μ.Χ., απονεμήθηκε ο τίτλος του επώνυμου άρχοντα στην Αθήνα, όπως βεβαιώνει σχετική επιγραφή που βρέθηκε στο θέατρο του Διονύσου.
Οι αυτοκράτορες αποκτούσαν τον τίτλο του «Δία», οι σύζυγοι τους της «Ήρας», ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, εκείνον της «Αφροδίτης», ενώ οι κόρες και οι αδελφές τους συνήθως εκείνον της Αρτέμιδος. Έτσι, οι δύο Αγριππίνες είχαν τιμηθεί με τον τίτλο «Θεά Αιολίς Καρποφόρος», δηλαδή είχαν ταυτισθεί με την πανάρχαια θεά του νησιού της Λέσβου. Ακόμη πιο εξευτελιστικό ήταν το γεγονός της πρόθυμης αποδοχής από τους ελληνικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορικής λατρείας, δηλαδή της λατρείας του αυτοκράτορα και των μελών της οικογένειας του ως θεών. Μάλιστα, φαίνεται ότι την αυτοκρατορική λατρεία δεν την επέβαλαν οι Ρωμαίοι, αλλά την απαίτησαν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Ανατολής, οι οποίοι είχαν συνηθίσει στην απόδοση θεϊκών τιμών στους ηγεμόνες από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου (4ος αιώνας π.Χ.) και των διαδόχων του, που επέβαλαν τις ανατολίτικες αυτές συνήθειες σε όλους τους υπηκόους τους. Η λατρεία αυτή είχε σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις, καθώς αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες της διατήρησης της αφοσίωσης των υπηκόων της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας προς τον ανθρώπινο φορέα της εξουσίας, και ήταν αυστηρά οργανωμένη. Σε κάθε Κοινό της επαρχίας της Ασίας υπήρχε ένας τοπικός αρχιερέας που έφερε και τον αντίστοιχο τίτλο (ασιάρχης, ποντάρχης, γαλατάρχης, λεσβάρχης) και ο οποίος προήδρευε στις τελετουργίες και τις δημόσιες θυσίες προς τιμήν του αυτοκράτορα και προερχόταν, βέβαια, από τους κύκλους της ελίτ. Η σύζυγος του έφερε δικαιωματικά τον τίτλο της αρχιέρειας (αυτό συνέβαινε και σε επίπεδο πόλης) και το αρχιερατικό ζεύγος φαίνεται ότι εκπροσωπούσε σε επαρχιακό επίπεδο την ιδέα του αυτοκρατορικού ζεύγους της Ρώμης. Συχνά τα αρχιερατικά αυτά ζεύγη (όπως και εκείνα των πόλεων) ασκούσαν και την αγωνοθεσία, δηλαδή την οργάνωση και τη χρηματοδότηση «ιερών αγώνων» (6).(Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44, Η ρωμαιοκρατία στον ελληνικό κόσμο, οι σκοτεινές πτυχές μιας μακραίωνης κατοχής, Κωνσταντίνος Μαντάς, Διδάκτωρ Αρχαίας Ιστορίας Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, , σσ. 70-71)
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμη και ο συνήθως ριζοσπαστικός Λουκιανός δεν ξεφεύγει από τον γενικό κανόνα της εκνευριστικής κολακείας προς το πρόσωπο του Ρωμαίου αυτοκράτορα, καθώς αφιέρωσε ένα κείμενο του στην εξύμνηση των φυσικών και πνευματικών αρετών μιας Μιλησίας εταίρας, παλλακίδας του αυτοκράτορα Βέρρου. Μάλιστα, χρησιμοποίησε τη σύγκριση της με μια παλαιότερη, φημισμένη συμπατριώτισσα της, τη θρυλική Ασπασία, για να πλέξει το εγκώμιο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που ήταν πολύ ανώτερη, κατά τη γνώμη του, από την Αθηναϊκή του 5ου αιώνα π.Χ. (11). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44, Η ρωμαιοκρατία στον ελληνικό κόσμο, οι σκοτεινές πτυχές μιας μακραίωνης κατοχής, Κωνσταντίνος Μαντάς, Διδάκτωρ Αρχαίας Ιστορίας Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, , σελ. 76)
Τι συνέβαινε, όμως, με τον ελληνικό πληθυσμό; Υπήρχαν, άραγε, τάσεις εθελοντικού «εκλατινισμού»; Δεν υπάρχουν άμεσες μαρτυρίες, αλλά η πολιτιστική επίδραση του κατακτητή επί του κατακτημένου λαού ήταν αναπόφευκτη: σε επίπεδο λεξιλογίου οι συνέπειες δεν ήταν σημαντικές, αν και τα λεξιλογικά δάνεια ήταν αναπόφευκτα (φίσκος= δημόσιο ταμείο, πεκούλιο= περιουσία δούλου, ρεπούδιο= διαζύγιο, λεγεώνα, ιούγερο= μονάδα μέτρησης γης, δηνάριο= νόμισμα). Ο θρησκευτικός συγκρητισμός ήταν υψηλός: π.χ. στη Λέσβο οι «παρεπιδημούντες» Ρωμαίοι μετέφεραν στο νησί τη λατρεία του Λατίνου θεού των δασών Σιλβανού (16). Στην Αθήνα, αλλά και σε άλλες πόλεις της ρωμαιοκρατούμενης Ελλάδας, εισήχθη η λατρεία της ρωμαϊκής θεάς Vesta (=Εστία) (17). Εξάλλου, αρχαιολογικά, επιγραφικά και φιλολογικά στοιχεία αποδεικνύουν πόσο δημοφιλείς είχαν καταστεί οι θηριομαχίες και οι μονομαχίες στις ελληνικές πόλεις: ο Απολλώνιος Τυανεύς μπορεί να κατέκρινε την οργάνωση θηριομαχιών στο θέατρο του Διονύσου, όμως οι Αθηναίοι δεν φαίνεται να συμμερίζονταν την άποψη του (18). Αρχιερείς και αρχιέρειες της αυτοκρατορικής λατρείας χρηματοδοτούσαν τόσο συχνά μονομαχίες, ώστε δημιουργήθηκε ένας ιδιαίτερος όρος («αρχιερεύς/αρχιέρεια δι’ όπλων») στην περιοχή της Θράκης, γεγονός που οδήγησε τη Βουλγάρα ιστορικό Z. Goceva να διατυπώσει την άποψη ότι η διαδικασία του εκρωμαϊσμού είχε προχωρήσει πολύ στην περιοχή (19). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44, Η ρωμαιοκρατία στον ελληνικό κόσμο, οι σκοτεινές πτυχές μιας μακραίωνης κατοχής, Κωνσταντίνος Μαντάς, Διδάκτωρ Αρχαίας Ιστορίας Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, , σελ. 78)
Η παραχώρηση της «ρωμαϊκής πολιτείας», δηλαδή της ιδιότητας του Ρωμαίου πολίτη, ήταν ένα προνόμιο το οποίο οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες παραχωρούσαν σπάνια έως τον 3ο αιώνα μ.Χ., καθώς οι επαρχιώτες που διέθεταν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη είχαν το δικαίωμα να προσφύγουν στην αυτοκρατορική δικαιοσύνη και να αποφύγουν τα βασανιστήρια κατά τη διάρκεια τυχόν φυλάκισης τους. Η μελέτη των επιγραφών μάς πληροφορεί πόσα μέλη της ελίτ των ελληνικών πόλεων διέθεταν αυτό το προνόμιο, επειδή οι κάτοχοι του ελάμβαναν το όνομα του γένους (gentilicium) του εκάστοτε αυτοκράτορα. Σε ορισμένες επιγραφές γίνεται σαφές ότι η παραχώρηση της «ρωμαϊκής πολιτείας» ήταν μια μεγάλη τιμή. Έτσι, η Αυρηλία Παυλίνα, μια μεγάλη κυρία της ελίτ της Πέργης, μιας μικρής πόλης στη νότια Μ. Ασία, η οποία υπήρξε ιέρεια της Αρτέμιδος Περγαίας και αρχιέρεια της αυτοκρατορικής λατρείας μαζί με τον σύζυγο της στη γειτονική πόλη του Σίλλυου, αναφέρεται σε μια τιμητική επιγραφή που καταγράφει μια ευεργεσία της ως «τιμηθείσα δε και υπό θεού Κομμόδου πολιτεία Ρωμαίων» (20). Δεν τιμούντο, βέβαια, με αυτό το προνόμιο όλα τα μέλη των τοπικών ελίτ, αλλά εκείνα τα οποία, όπως η Αυρηλία Παυλίνα, διακρίνονταν για το μέγεθος της περιουσίας τους, αφού τα κοινωνικά και πολιτικά κριτήρια των Ρωμαίων ήταν τιμοκρατικά. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44, Η ρωμαιοκρατία στον ελληνικό κόσμο, οι σκοτεινές πτυχές μιας μακραίωνης κατοχής, Κωνσταντίνος Μαντάς, Διδάκτωρ Αρχαίας Ιστορίας Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, , σελ. 80)
Η παραχώρηση της «ρωμαϊκής πολιτείας» είχε ως τελικό αποτέλεσμα να αρχίσουν οι Έλληνες να ονομάζονται «Ρωμαίοι» και ο ελληνικός χώρος «Ρωμανία», διαδικασία που ολοκληρώθηκε κατά την Ύστερη Αρχαιότητα. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44, Η ρωμαιοκρατία στον ελληνικό κόσμο, οι σκοτεινές πτυχές μιας μακραίωνης κατοχής, Κωνσταντίνος Μαντάς, Διδάκτωρ Αρχαίας Ιστορίας Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, , σελ. 80)
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, έχουν οι κοινωνιολογικές παρατηρήσεις της ιδίως όταν συγκρίνει ανάγλυφα πορτραίτα Ελλήνων από την επαρχία της Ασίας με αποσπάσματα έργων του Δίωνα Χρυσοστόμου και του Φιλοστράτου που επέκριναν την τάση των Ελλήνων για εκρωμαϊσμό, π.χ. η ελληνική μόδα απαιτούσε να έχουν οι ενήλικοι άνδρες γενειάδα, ενώ οι Ρωμαίοι ξυρίζονταν. Έτσι, λοιπόν, μια φαινομενικά ασήμαντη λεπτομέρεια στην εξωτερική εμφάνιση των ανδρών θεωρήθηκε ότι καθόριζε το αν κάποιος ήταν υπέρ της διατήρησης της ελληνικής ταυτότητας ή όχι! Ο Δίων Χρυσόστομος σε έναν λόγο του επαινεί τους άνδρες μιας μικρής ημιεξελληνισμένης πόλης στη Βιθυνία διότι οι περισσότεροι εξακολουθούσαν να έχουν μακριά μαλλιά και γένεια, όπως οι ομηρικοί ήρωες (23). Επίσης, ο Φιλόστρατος κατέγραψε την απογοήτευση του Απολλώνιου Τυανέως για το γεγονός ότι οι Λακεδαιμόνιοι της περιόδου της Βασιλείας του Αδριανού (117-138 μ.Χ.) είχαν αποκτήσει «θηλυπρεπή» εμφάνιση (ξυρισμένο πρόσωπο, απαλά πόδια, ανάλαφρη ενδυμασία, χρήση κοσμημάτων) (24). Ακόμη πιο σοβαρή είναι η κριτική από τον Απολλώνιο της τάσης των Ελλήνων της Ιωνίας να εγκαταλείπουν τη χρήση των κλασικών ελληνικών ονομάτων και να υιοθετούν ρωμαϊκά (25).
Η σύγκριση, όμως, με τις μορφές ανδρών και γυναικών σε επιτύμβιες στήλες από τη Μ. Ασία αποδεικνύει ότι η ανιαρή ηθικολογία των λογίων δεν έβρισκε «λαϊκό έρεισμα». Οι άνδρες ξύριζαν το πρόσωπο τους και τόσο αυτοί όσο και οι γυναίκες υιοθετούσαν κομμώσεις ρωμαϊκού τύπου. Τα υλικά οφέλη του εκρωμαϊσμού σαφώς και βάρυναν περισσότερο στη συνείδηση του μέσου ανθρώπου από την προσήλωση στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας.
Ορισμένες επιγραφικές πηγές, όμως, δείχνουν ότι τα μέλη των τοπικών αριστοκρατιών επέμεναν να συνδυάζουν τον ρωμαϊκό κοσμοπολιτισμό με το αίσθημα της τοπικής υπερηφάνειας. Σε μια επιτύμβια επιγραφή του 3ου αιώνα μ.Χ. από τη Σεβαστόπολη του Πόντου ένας ποντάρχης τιμά τη μνήμη της συζύγου του, της αρχιέρειας Κεσσελλίας Μάξιμας Αμαζονίδας, η οποία έφερε τον τίτλο της «ματρώνας στολάτας». Ο σχολιασμός της επιγραφής από τον T.B. Mitford επισημαίνει ότι η παράδοση τοποθετούσε τη γη των Αμαζόνων στην πεδιάδα του ποταμού Θερμόδοντα, κοντά στην πατρίδα της αρχιέρειας, η οποία φαίνεται ότι ήταν υπερήφανη τόσο για το ρωμαϊκό όνομα και τον τίτλο της, όσο και για την πατρίδα της, την οποία τίμησε μέσω του ελληνικού ονόματος της («Αμαζών») (26). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 44, Η ρωμαιοκρατία στον ελληνικό κόσμο, οι σκοτεινές πτυχές μιας μακραίωνης κατοχής, Κωνσταντίνος Μαντάς, Διδάκτωρ Αρχαίας Ιστορίας Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, , σελ. 80)
Εγκυκλοπαίδειες
1. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια τόμοι Δ΄, Θ΄, ΙΒ΄, ΙΓ΄
2. Brandis, Ιστορία της Ελληνορωμαϊκής Φιλοσοφίας
3. Hittinger, Apologie ΙΙ
4. Θ.Η.Ε., τομ. 10
Περιοδικά
1. Δαυλός, τεύχη 132, 192, 247
2. Περιοδικό «Τρίτο Μάτι», τεύχος 95
3. Ιστορικά θέματα, τεύχη 22, 44
4. Τα στάδια στην αρχαία Ελλάδα και οι σύγχρονες αναβιώσεις των αρχαίων αγώνων, εκδόσεις Περισκόπιο
Βιβλία
1. Πηδάλιον της Νοητής Νηός της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής των Ορθοδόξων Εκκλησίας, Εκδοτικός Οίκος Αστήρ, Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι, 1976
Επιπλέον Βιβλιογραφία
1. Κ. Μαντάς, «Πολιτικές και Κοινωνικές διαστάσεις της δεύτερης σοφιστικής»
2. Supplementum Epigraphicum Graecum (SEG), XXLVIII, 1998, no 277/8
Διαδίκτυο
1. http://www.davlos.gr/dissue.php?issue=240