Οι ΝεοΕθνικοί κατηγορούν διαρκώς τον Θεοδόσιο τον Μέγα πως υπήρξε ασεβής απαγορεύοντας την αρχαία θρησκεία. Όμως πόσο ασεβής μπορεί να είναι ένας αυτοκράτορας που καταργεί τον θεσμό των Εστιάδων παρθένων και την θανατική καταδίκη μικρών κοριτσιών για χάρη της θεάς - φωτιάς επειδή αυτές δεν κατάφεραν να παραμείνουν με το ζόρι παρθένες;; Περισσότερο φως σε άγνωστες, για τους απατηλούς σε γνώση νεοΕθνικούς, πτυχές της αρχαίας ειδωλολατρίας, ρίχνουν οι παρακάτω ενότητες.
1. |
Η ΘΕΑ ΕΣΤΙΑΗ λατρεία στην ΡώμηΟι μύθοι κι η καλλιτεχνίαΤόποι λατρείας |
2. |
ΟΙ ΕΣΤΙΑΔΕΣ ΠΑΡΘΕΝΕΣ |
3. |
Η ΠΥΡΟΜΑΝΤΕΙΑ |
4. |
ΝΕΟΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΕΣ ΑΠΑΤΕΣΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ(Αναστασάκης Ραδάμανθυς, τ. σταθμός Alter, Σάββατο 07/02/2004)
|
5. |
ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ |
6. |
ΠΗΓΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ |
Ο ναός της Εστίας στον Παλατίνο Λόφο (Πηγή: Περιοδικό Corpus, Αρχαιολογικά Νέα, Τσάο Στέβολι (Tsao Cevoli) Αρχαιολόγος -Δημοσιογράφος. Απόδοση: Βιολέττα Ζεύκη Αρχαιολόγος - μεταφράστρια, τεύχος 70, σελίδα 13)
Η θεά της οικογενειακής εστίας και της εστίας της πόλεως στους αρχαίους Έλληνες και στους Ρωμαίους. Ήταν η πρωτότοκος και η πρωτοκάθεδρος αδελφή των μεγάλων θεών του ελληνικού πανθέου, Διός και Ήρας, Δήμητρος, Ποσειδώνος και Πλούτωνα (Άδη). Γι αυτό και από τους ποιητές εξυμνήθηκε ως η πρεσβυτάτη των θεών, σε αυτήν πρώτα τελούσαν θυσίες και μετά στους άλλους θεούς, όπως μαρτυρεί και η παροιμιώδης φράση «ἀφ’ Ἑστίας» στις πρώτες σπονδές και ευωχίες, και προσέφεραν τις απαρχές των καρπών της γης. Με ανθρωπομορφικό όμως χαρακτήρα εμφανίσθηκε πολύ αργότερα των άλλων θεών η Εστία· ένεκα τούτου και οι περί αυτής παραδόσεις είναι πολύ πτωχότερες των παραδόσεων για τους άλλους θεούς του Ολύμπου. Στον Όμηρο το όνομα της θεάς «Ἱστίῃ» δεν δεικνύει ακόμη την θεότητα, είναι όμως σε αυτόν η εστία εντικείμενο θρησκευτικού σεβασμού· γι αυτό επικαλούνται αυτήν ως μάρτυρα των όρκων συγχρόνως με τον Δία και οι άνθρωποι οι τιθέμενοι υπό την προστασία της είναι απαραβίαστοι (Οδυσ. ξ. 159). Στην «Θεογονία» του Ησίοδου και στους Ομηρικούς ύμνους ορίζεται ως θυγατέρα του Κρόνου και της Ρέας και ως το πρώτο παιδί τους. Οι πτωχές περί του βίου της παραδόσεις περιορίζονται εις ένα και μόνον μύθο. Λέγονταν ότι και ο Ποσειδώνας και ο Απόλλωνας επεζήτησαν μετ΄ αυτής ένωση, αλλά ότι ή «αἰδοΐη» παρθένος αντιστάθηκε στις επίμονους παρακλήσεις τους, και οι δε εραστές της θέλησαν να μετέλθουν βίαια κατ’ αυτής, καταδιωχθείσα ετέθη υπό την προστασία του Διός και ορκίστηκε ότι θα μείνει αείποτε παρθένος (Όμηρ. ύμνος IV 21 κ. εξ.). Ούτως από τα πρώτα χρόνια του ανθρωπομορφισμού της εμφανίζεται η Εστία με το διπλό χαρακτήρα της πρωτοτοκίας και της αϊδίου παρθενίας. Ο διπλός αυτός χαρακτήρα της και το όνομα της, ιδίως ο συγγενής προς το λατινικό τύπο Vesta, δωρικός τύπος Ειστία, του οποίου η ρίζα μοιάζει προς την σανσκριτική vas που σημαίνει «κατοικεῖν» αλλά και «λάμπειν», δίχασαν και τους επιχειρήσαντες να εξηγήσουν την ετυμολογία τής ελληνικής λέξεως «ἑστία» γλωσσολόγους, και τους ερμηνευτές των μύθων της. Τούτων οι μεν υποστηρίζουν ότι η πρώτη σημασία της λέξεως Εστία ήταν του κατοικείν, διότι η εστία, κειμένη εις το μέσον της κατοικίας εκάστης οικογενείας, δεν ήταν μόνον χρήσιμη στις καθημερινές ανάγκες του βίου αυτής, άλλ' ήταν και ο βωμός στον όποιον τελούσε τις θυσίες της η οικογένεια, κατ’ ακολουθία η εστία εκάστης οικογενείας ήταν τόσο ιερή, όσο και ή κοινή εστία πάντων των κατοίκων μιας πόλεως, ήτις εθεωρείτο ως μία μεγάλη οικογένεια έχουσα εν τω μέσω την εστία της, της οποίας το πυρ διατηρούνταν άσβεστο προς τιμήν τής θεάς, ήτις ήταν η προσωποποίηση αυτής ταύτης τής εστίας. Οι δε υποστηρίζουν ότι η πρώτη σημασία τής λέξεως ήταν η του λάμπειν, διότι μόνον το λαμπρό πυρ, το φωτίζων καί θερμαίνων, θα προκάλεσε στην αρχή την έκπληξη των ανθρώπων της πρωτογόνου κοινωνίας, και μόνον αυτό ήταν δυνατόν να θεωρηθεί ιερό και να πιστευτεί ως καταγόμενο, εκ του ουρανίου πυρός και περικλείοντας σε αυτό την θεότητα, όπως μαρτυρούν και οι δημώδεις δοξασίες, κατά τις οποίας το τρίξιμο του πυρός είναι εκδήλωση εύνοιας η εχθρότητα της Εστίας. Οι τελευταίοι αυτοί δέχονται ότι η εστία έγινε το σύμβολο της κατοικίας, όταν οι άνθρωποι προήχθησαν σε ανώτερη βαθμίδα πολιτισμού και η κατοικία, περί την εστία της οποίας, κειμένη από των μυκηναϊκών χρόνων εν τω μέσω του μεγάρου και περιβαλλόμενη υπό τεσσάρων κιόνων που υποβάσταζαν την στέγη, συγκεντρώνονταν τα μέλη τής οικογενείας, κατέστη ο χώρος της ανέσεως αυτών και απολαύσεως των αγαθών του βίου. Όπως δε εκάστη πόλη είχε την κοινή εστία πάντων των κατοίκων της, έτσι και ολόκληρο το ελληνικό έθνος είχε την κοινή εστία του στους Δελφούς, στην οποία έκαιγε το «ἀθάνατον» πυρ από ξύλα δάφνης και ελάτης και από την οποίαν άναπτε το πυρ των ναών της εκάστης ελληνικής πόλης, οσάκις τούτο έσβηνε (οι Αρκάδες είχαν και ιδίαν κοινή εστία στην Τεγέα). Όταν η εστία διαμορφώθηκε σε θείο πρόσωπον, το ιερό κέντρο περί το όποιο συναθροίζονταν η οικογένεια, κατέστη η διαμονή τής Εστίας, η οποία ήταν η πρώτη των θεοτήτων της οικογενείας, η διδάσκουσα αυτούς να κτίζουν οικίες και η παρέχουσα σε αυτούς όλα τα αγαθά της οικιακής ζωής. Ό κοινός βωμός εκάστης πόλεως ήταν το κέντρο κυκλικού το σχήμα οικοδομήματος (του πρυτανείου), το οποίο ήταν άσυλο ιερό των Ικετών και τόπος υποδοχής δια τους ξενιζομένους και τους ξένους πρέσβεις. Από το άσβεστο πυρ της εστίας ταύτης ελάμβαναν και το πυρ, το οποίο χρησίμευε δια τις κατά τις εκστρατείες θυσίες και το πυρ το όποιο προορίζονταν να μεταφερθεί υπό τους άποικους στην νέα τους πατρίδα δια να αναφτεί η εστία αυτής. Ήταν λοιπόν η Εστία δαίμων του πυρός, ως ο Ήφαιστος και ο Προμηθεύς, άλλ' ο μεν Ήφαιστος ήταν η προσωποποίηση των από του πυρός εντυπώσεων η ωφελειών ή επιβλαβών, ο Προμηθεύς η προσωποποίηση του πυρός ως αίτιου τής προόδου της ανθρωπότητας, προόδου εξικνουμένης μέχρις ασεβείας πολλάκις, και η Εστία προσωποποίηση της φλόγας ως οργάνου θυσίας και απαραιτήτου όρου προς μόνιμη κατοικία.
Ο κατά την Τρίτη μέρα των Βεσταλίων ανθοστολισμός των όνων (Τοιχογραφία της Πομπηίας) (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ια΄, σελίδα 653)
Ο βωμός της εν Δελφούς Εστίας από κοινής εστίας της Ελλάδος, επειδή οι Δελφοί εθεωρούντο ο ομφαλός της γης, έγινε και του κόσμου όλου «κοινὴ ἐστία». Υπό την εστία δε ταύτη οι αρχαίοι πίστευαν ότι εντός του πάχους της δίσκου κυκλικού σχήματος έχουσας γης υπήρχε κεντρικό πυρ, η αιωνία εστία, η αρχή πάσης γήινης ζωής, η θεοποιημένη στην Εστία. Αλλ’ ούτως η θεότητα Εστία ταυτίσθηκε με την θεά Γη και η αρχική φύση της θεότητας ταύτης μεταβλήθηκε. Εις τους ορφικούς και τους πυθαγορείους η σημασία της Εστίας ευρύνθηκε έτι μάλλον. Η γη η κατέχουσα στο κέντρο της το πυρ, την πηγή της ζωής, είναι και η κατέχουσα το μέσον του σύμπαντος. Ο εν αύτη θρόνος της Εστίας είναι «ἡ κεντρικὴ ἕδρα τοῦ κόσμου», ήτις είναι ακίνητος, ενώ τα άλλα ουράνια σώματα στρέφονται περί αυτήν. Από την ακινησία της Γης ορμώνται οι Στωικοί λέγονταν ότι η Εστία ήταν παρθένος, αφού η γενεαλογία προϋποθέτει την κίνηση. Έτσι ενισχύθηκε η περί της παρθενίας της αντίληψη των αρχαίων, ήτις προ μερικών στηρίζονταν μόνο στην αγνότητα του πυρός, του οποίου προσωποποίηση ήταν αυτή. Δια του ειρμού τούτου των ιδεών εξηγείται πως η Εστία ταυτίσθηκε όχι μόνο με την Γαία, αλλά και την Δήμητρα και την Κυβέλη , και πώς πλάσθηκε ο μύθος του διωγμού της Εστίας από τον Απόλλωνα, όστις είναι ο ήλιος που προσβλέπει αυτή ερωτικά καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας, ουδέποτε δε κατορθώνοντας να ενωθεί με αυτήν, και του Ποσειδώνα, ο οποίος εναγκαλίζεται μεν με τα κύματα του το θείον σώμα της, δεν δύναται όμως να είσδυση και στον κόλπο της γης μέχρι της πηγής του πυρός, ένθα διαμένει η θεά.
Εστία του Ιουστινιάνι. (Ανακείμενη στο μουσείο της Ρώμης) (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ια΄, σελίδα 653)
Η λατρεία της Εστίας και περισσότερο διαδεδομένη ήταν στη Ρώμη από την αρχαία Ελλάδα και εις απωτάτους χρόνους ανήρχετο. Κατά τίνα παράδοση αυτός ο θεμελιωτής της Ρώμης Ρωμύλος εισήγαγε και την λατρεία της Εστίας στην κτισμένη υπ’ αυτόν πόλη, όπερ μαρτυρεί ότι η λατρεία της Εστίας προϋπήρχε της κτίσεως της Ρώμης στις πόλεις του Λατίου. Κατ’ άλλη παράδοση, την λατρεία αυτής εισήγαγε εις την Ρώμη ο βασιλεύς Νουμάς, στον οποίο προσωποποιούταν η ευσέβεια των Ρωμαίων των αρχαιοτάτων χρόνων. Εις αυτόν αποδίδονταν και η κτίση του αρχαιοτάτου ναού της θεάς, όστις είχε μορφή στρογγυλλή με κωνική στέγη (εις ανάμνηση του σχήματος της καλύβας, ήτις υπήρξε η πρώτη μόνιμος κατοικία του ανθρώπου) και του οποίου την εικόνα έφεραν νομίσματα της Ρωμαϊκής δημοκρατίας. Λάρητες, πατρώοι θεοί (Penates) και Εστία ήσαν οι θεοί της ρωμαϊκής οικογενείας. Τούτων δε η Εστία, προσωποποίηση του πυρός και της εστίας, συμβόλων αμφοτέρων της ομαδικής ζωής και της μονίμου κατοικίας, οι οποίοι διαδέχθηκαν την νομαδική ζωή και την σποραδική κατοικία, συμβόλιζε την υπέρτατη θρησκευτική ιδέα, διότι άνευ πυρός όχι μόνον έλειπε το μέσον προς παρασκευή τροφής, άλλα και πασά θυσία και ιεροτελεστία ήταν αδύνατος. Τοιαύτη θρησκευτική αντίληψη έχοντες περί της Εστίας οι Ρωμαίοι, θεωρούσαν ταύτη ως την προστατευτική ουράνια δύναμη, η οποία επαγρυπνούσε για την τύχη της Ρώμης. Για την θεραπεία της αγρυπνούσης υπέρ της Ρώμης ταύτης θεάς άγρυπνες είχαν οι Ρωμαίοι ιέρειες τις Εστιάδες, για να συντηρούν άσβεστο το πυρ προ του βωμού του ναού της.
Εστία παρακαθήμενη με Αμφιτρίτη σε κύπελλο αποκείμενο στο Μουσείο του Βερολίνου (έργο του Σωσίου) (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ια΄, σελίδα 653)
Προς τιμή της υπέρτατης ταύτης εν Ρώμη θεάς τελούνταν πολλές στην Ρώμη εορτές, τούτων όμως κυριότερη ήσαν τα Vestalia. Η εορτή αυτή άρχιζε την 7ην Ιουνίου εκάστου έτους και διαρκούσε τρεις κυρίως ημέρας, τερματίζονταν όμως κατά τύπους την 15ην του μηνός. Ή εορτή άρχιζε στο καλανδάριο με τον τύπο «Vesta apetit» «ἡ Ἑστία ἀνοίγει» (ανάπτει). Απρόσιτο στους άλλους ανθρώπους και προσιτό στις Εστιάδες μόνον το ιερό της Εστίας, άνοιγε δι’ όλες τις μητέρες από 7 - 9 ή 15 του Ιουνίου. Εισέρχονταν δε αυτές στο αυτό γυμνόποδες και με την κόμη άτακτη, δια να προσφέρουν ποικίλα φαγητά και να ζητήσουν παρά της θεάς να προστατεύσει τον οίκον τους. Θεράπαινες όμως και κατά την εορτή ταύτη δεν ήσαν οι Ρωμαίες δέσποινες, άλλ’ οι Εστιάδες, οι οποίες λαμπρά ενδύματα ενδεδυμένες εδείκνυαν τα κεκαλυμμένα και με στάχυα περιβεβλημένα ιερά κειμήλια και ικέτευαν την θεά υπέρ τής ευδαιμονίας του ρωμαϊκού λαού ενώπιον του, συντηγμένου έκτος του ναού. Κατά την 9ην Ιουνίου η εορτή ελάμβανε δημόσιον φαιδρό χαρακτήρα, με άσματα και χορούς μακράν του ναού, γίνονταν εορτή κυρίως των μυλωθρών και αρτοποιών. Αυτοί κοσμούσαν με στεφάνους τους όνους των, βοηθούς του έργου τους, και με περιδέραια από ορμαθούς άρτων. Της εορτής ταύτης διεσώθησαν και παραστάσεις, εκ των όποιων καλλίστη η παριστάνουσα Ερωτιδείς στολίζοντας όνο. Η εορτή αυτή οργανώθηκε από το 174 π. Χ,, ότε και οι αρτοποιοί οργανώθησαν σε σωματείο. Την λατρεία της Εστίας και τον θεσμό των Εστιάδων σεβάσθηκε και ο Μέγας Κωνσταντίνος και η πρώτη χριστιανική εν Ρώμη κοινωνία, διαλύθηκε δε μόνον επί του αυτοκράτορα Θεοδοσίου.
Επειδή η μυθολογική προσωπικότητα της Εστίας αναπτύχθηκε αργά, και ο καλλιτεχνικός αυτής τύπος βράδυνε να εμφανισθεί. Επί πολύ χρόνο δεν είχε εικόνα, οι δε άνθρωποι αρκούνταν να προσφέρουν θυσία σε αυτή επί του βωμού της, ένθα άσβεστο διατηρούνταν το ιερό της πυρ (Παυσ. II. 35.2). Πρώτον είδωλο της υπήρξε η απεικόνιση της ως αειζώου και ζωογόνου φλογός. Τα επακολουθήσαντα αγάλματα της και ολιγάριθμα ήσαν και έργα των νεωτέρων καλλιτεχνών. Μνημονεύονται εξ αυτών τα εξής: ένα στο πρυτανείο των Αθηνών, ένθα ήσαν και οι νόμοι του Σόλωνος και το άγαλμα τής Ειρήνης, εν εις την αρχαία Ολυμπία, έργον του Αργείου Γλαύκωνος, ένα στην Πάρο αξιόλογου τέχνης, το όποιον ο αυτοκράτωρ Τιβέριος απαγαγών εκείθεν αφιέρωσε στον εν Ρώμη ναό της Ομονοίας, και ένα στην Ρώμη (πλην του προηγουμένου), περίφημο έργο του Σκόπα. Απεικονίζονταν δε συνήθως η Εστία κρατούσα κλείδα και σκήπτρο ή πυρσό στη μία και δόρυ στην άλλη χείρα Περί την εικόνα της καθήμενης Εστίας ήσαν δύο λυχνοστάτες υποβαστάζοντας τις καίουσες λυχνίας, σύμβολο της πύρινης φύσεως της θεάς. Πάντα τα αγάλματα αυτής, καθήμενης ή όρθιας, είχαν την μορφή σοβαρά και αξιοπρεπή και εξέφραζαν κατάσταση πλήρους ακινησίας, ανταποκρινόμενη προς την περί αυτής ιδεολογία των αρχαίων Ελλήνων. Εις την αρχαία Ολυμπία απεικονίζονταν η Εστία, μεταξύ Έρμου και Έρωτος, και εις το βάθρο του αγάλματος του Διός. Εκ των διασωθέντων αγαλμάτων της τα καλύτερα είναι η Εστία του μεγάρου Ιουστινιάνι. Η απλότητα του ενδύματος, το οποίο καλύπτει ολόκληρο το σώμα, η ακαμψία του υφάσματος του χιτώνα, ο πίπτων επί των ώμων πέπλος, η απεριποίητη κόμη και η αυστηρή φυσιογνωμία του αγάλματος παράγουν μίαν εντύπωση θρησκευτικής σεμνότητας. Εις την ήρεμη ταύτη απεικόνιση προσδίδει φαινομενική μόνο κίνηση ο αριστερός βραχίων, όστις δεικνύει τον ουρανό, εκ του οποίου κατήλθε το ιερό πυρ της Εστίας. Εκ δε των ελαχίστων διασωθεισών αγγειογραφιών, στις οποίες απεικονίζεται και η Εστία, η καλλίστη είναι η επί του αγγείου του Σωσίου, στο οποίο η Εστία απεικονίζεται κρατώντας φιάλη πλησίον της Αμφιτρίτης.
Όπως δια την Γαία πάς εσπαρμένος αγρός ήταν και βωμός λατρείας αυτής, ούτω και πας τόπος στον οποίον άναπταν πυρ ήταν βωμός της Εστίας. Ιδίως όμως ιεροί δι’ αυτήν τόποι ήσαν τα πρυτανεία των πόλεων (δια τούτο και «πρυτανῖτις» καλούνταν στην Ναύκρατη της Αιγύπτου), πλησίον των οποίων υπήρχαν οι βωμοί της, στους όποιους οι πρυτάνεις τελούσαν κατά πρώτον θυσία και έπειτα στους βωμούς των άλλων θεών, και εστίες των οικιών, το άσυλο παντός ξένου (βλ. και Θουκ. Α΄ 130, ένθα γίνεται λόγος περί του Θεμιστοκλέους, ζητήσαντος δούλο στην εστία του μεγάρου του βασιλέα των Μολοσσών Αδμήτου κατά συμβουλή της βασίλισσας). Εκ των πόλεων ς αρχαιότατος τόπος λατρείας της μνημονεύεται υπό του Πίνδαρου η Τένεδος.
(Πηγή: Γεράσιμος Δ. Καψάλης, Πρόεδρος του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ια΄, σσ. 652 - 655)
Εστιάς, -άδος ή Virgo Vestalis. Ιέρεια της θεάς Εστίας (Vesta) στους Ρωμαίους. Κατά μερικούς ο θεσμός των Εστιάδων θεσπίσθηκε από τον Νουμά (7ος αιώνα π.Χ.) και κατ’ άλλους από κάποιον προγενέστερο, διότι αναφέρονταν και προ αυτού εστιάδες, ως η Ρέα Σίλβια. Αυτές κατ’ αρχάς ήσαν τέσσερις (4) , κατόπιν από του Σερβίου Τυλλίου αυξήθηκαν σε έξι (6). Οι Εστιάδες εκλέγονταν μεταξύ των Ρωμαίων, ηλικίας 6 - 10 ετών, οι οποίες έπρεπε να κατάγωνται από ευγενείς οικογένειες, να είναι αρτιμελείς και αμφιθαλείς (patrimae matrimaeque). Κατ΄ αρχάς εκλέγονταν μόνο από πατρίκιους, αργότερα όμως και από πληβείους, επί δε του Αυγούστου και από απελεύθερους. Η εκλογή τους υπάγονταν εις την απόλυτη δικαιοδοσία του βασιλέα, δηλαδή του μεγάλου ποντόφικα και τέλος του αυτοκράτορα, υπό την κηδεμονία των οποίων διατελούσαν καθ’ όλο το διάστημα της θρησκευτικής του υπηρεσίας. Απομακρύνονταν εντελώς από την οικογένειά τους και δεν επιτρέπονταν να επανέλθουν σε αυτήν ειμή μόνο εάν αρρώσταιναν βαριά και είχαν ανάγκη μακριάς αναρρώσεως.. Οι Εστιάδες κατοικούσαν στο atrium (την αυλή) του ναού της θεάς, πέριξ του οποίου υπήρχαν δωμάτια. Οι γενόμενες εκεί ανασκαφές έφεραν στο φως πολλές επιγραφές και αγάλματά τους. Αυτές έμεναν στην υπηρεσία της θεάς για 30 χρόνια. Τα 10 πρώτα ήσαν μαθητευόμενες, τα 10 επόμενα ασκούσαν πρακτικά όσα διδάχθηκαν και τα 10 τελευταία δίδασκαν τις μαθητευόμενες.
Άγαλμα Εστιάδος που βρέθηκε στην Ρώμη (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ια΄, σ. 654)
Στις Εστιάδες ήσαν επιβεβλημένα σπουδαιότατα καθήκοντα και δηλαδή η τήρηση του ιερού πυρός της Εστίας, το οποίο ήταν σύμβολο της αγιότητας και χρησίμευε για τις μαντείες ως δεικνύων την θέληση της θεάς, πέριξ του οποίου υπήρχαν δωμάτια, Αυτή που παραμελούσε το πυρ τιμωρούνταν με μαστίγωση. Τις άδικα όμως κατηγορούμενες πολλές φορές ελευθέρωσε η ίδια η θεά, Λέγεται ότι η παρθένος Αιμιλία απέδειξε την αθωότητά της ρίχνοντας τεμάχιο της εσθήτας της στο σβησμένο πυρ, το οποίο όμως με την βοήθεια της θεάς, ανέδωσε νέα λάμψη. Έτερο σπουδαίο καθήκον ήταν η τήρηση των παλαδίων εις το άδυτο του ναού και η άντληση του ιερού ύδατος δια τις ιεροπραξίες εκ της πηγής των Μουσών ή εκ του Τίβερη. Η άντληση γίνονταν με ειδικά δοχεία με λίαν ανοικτό στόμα και στενότατη βάση, δια να μην δύνανται να αποθέτουν αυτό κατά της γης επανερχόμενες στον ναό. Οι τρεις μεγαλύτερες Εστιάδες συνέλεγαν, μεταξύ της 7 και 14 Μαίου, στάχυ κριθής, εκ των οποίων κατασκεύαζαν μόνες τους αλεύρι, προς το οποίο αναμίγνυαν αλεύρι, παρασκευάζοντας τις ουλοχύτες (mola salsa), οι οποίες χρησίμευαν δια τον ραντισμό των θυμάτων προς την θυσία τους. Οι Εστιάδες ήσαν προσέτι υποχρεωμένες να παρίστανται στις σπουδαιότερες εορτές της Ρώμης, κυρίως όμως φρόντιζαν δια τα Vestalia, ρωμαϊκή εορτή, προς τιμή της θεάς Εστίας τελούμενα. Αυτά ήγοντο την 7η Απριλίου μετά γενικό καθαρισμό του ναού και διαρκούσαν 3 ημέρες. Ελάμβαναν δε μέρος εις σε αυτά μόνο γυναίκες ερχόμενες λυσίκομοι και γυμνόποδες, κομίζουσαι προσφορές και παρακαλώντας την θεά δια την προστασία του σπιτιού τους.
Ιερή υποχρέωση για τις Εστιάδες ήταν η διαφύλαξη της παρθενίας τους. Εάν κανένας κατά το διάστημα της υπηρεσίας της εκουσίως έπαυε να είναι παρθένος τότε θαβόταν ζωντανή (Λίβιος II 42,10-11 VIII 15, 7-8 XXII 57 και Πλούταρχος, Νουμάς 10.). Εάν δεν μπορούσε να αποδείξει την αθωότητά της, αναγκαζόταν να μπει σε ένα μικρό υπόγειο θάλαμο - τον τάφο της. Εκεί, προμηθευόταν με ένα κρεβάτι, ένα λυχνάρι, λίγο ψωμί, νερό και γάλα, ώστε να πεθάνει πιο αργά...Η Μινουκία και η Φλορωνία ήταν από τις πολλές που θανατώθηκαν με αυτόν το φρικτό τρόπο. Μια άλλη Εστιάδα, η Οπιμία, είχε προτιμήσει την αυτοκτονία . Σε αυτό το υπόγειο ήσαν ειρκτή στο πεδίο των κακούργων (campus sceletatus) παρά το Κυρινάλιον λόφο, ο δε συνένοχος, καταδικάζονταν στον δια ραβδισμού θάνατο εις το Forum Boarium. Και στην περίπτωση αυτή πολλές φορές η θεά έσωζε τις αθώες. Η Εστιάς Τουκκία απέφυγε την τιμωρία, κομίζονταν με την αρωγή της θεάς ύδωρ εκ του Τίβερη εις το ναό εντός χάλκινου κόσκινου, προ των οφθαλμό των δικαστών της.
Μετά το πέρας των τριάκοντα ετών οι Εστιάδες είχαν το δικαίωμα να επανέλθουν στον κοινωνικό βίο και να παντρευτούν. Σπάνια όμως συνέβηκε αυτό, ως μη αρεστόν στην θεά. Οι Εστιάδες στις δυσχερείς περιστάσεις μεσίτευαν στην θεά υπέρ της πόλεως και των πολιτών, γι’ αυτό δε πάντες σεβόταν αυτές και η γνώμη τους είχε μέγα κύρος. Μπορούσαν να ελευθερώσουν κατάδικο αγόμενο εις θάνατο, εάν τον συναντούσαν αυτόν στην οδό. Ζούσαν δημόσια αναλώμασιν, εφέρονταν επί οχήματος εντός της πόλεως και προπορεύονταν πάντοτε προ αυτών ραβδούχος. Παντού, εις το θέατρο, ιππόδρομο κ.λ.π. καταλάμβαναν τιμής ένεκεν, τις πρώτες θέσεις. Είχαν προσέτι το δικαίωμα να κληροδοτήσουν την περιουσία τους δια διαθήκης και να μαρτυρήσουν στο δικαστήριο άνευ όρκου. Το νεκρό σώμα της Εστιάδος θεωρούνταν ιερό λείψανο και θάβονταν εντός της πόλεως. Παρά τον Παλατίνο λόφο, όχι μακριά από τον ναό της Εστιάδος, βρέθηκαν επιτύμβιες πλάκες με επιγραφές αναφερόμενες στις Εστιάδες. Το ένδυμα των Εστιάδων ήταν σοβατό και επιβλητικό, αποτελούμενο από μακριά λευκή εσθήτα. Έφεραν στην κεφαλή διάδημα, εκ του οποίου κρέμονταν ταινίες, κατά δε τις θυσίες έφεραν καλύπτρα (suffibulum) που έφθανε μέχρι τους ώμους. Ο θεσμός των εστιάδων καταργήθηκε μαζί με την λατρεία της Εστίας από τον Θεοδόσιο το 394 μ.Χ.
(Πηγή: Μαρία Μπίστη, Φιλόλογος, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ια΄, σσ. 654 - 655)
Κατά την αρχαιότητα καλούνταν έτσι η μαντεία η οποία γίνονταν με κύριο μέσο την φωτιά, είτε δια παρατηρήσεως του τρόπου κατά τον οποίο καίγονταν μικρά τεμάχια ξύλου ριπτόμενα στο πυρ της θυσίας, είτε δια της ρίψης στην φωτιά πίσσας κονιοποιημένης, η οποία έπρεπε να αναφλεχτεί αυτοστιγμή για να είναι ευνοϊκός ο οιωνός, είτε δια ανάμματος λαμπάδων αλειμμένων με πίσσα, οι οποίοι ανήγγειλαν ευτυχή έκβαση, αν και η αναδυόμενη φλόγα ήταν πυραμοειδής καθαρή και άνευ καπνού, δυσάρεστο δε έκβαση, αν η φλόγα ήταν χαμηλή, μελανή και διακεκομμένη. Υπό του Ελληνικού λαού σήμερα, φωτιά που υποβόσκει στην εστία θεωρείται ως υποδηλών ότι ύπουλα κάποιος φθονεί η διαβάλει τον ιδιοκτήτη της οικίας. Φωτιά που σπινθηρίζει πιστεύεται ότι προμηνύει ξηρασία. Αν η γάτα στρέψει τα νώτα προς την φωτιά, μαρτυρεί μεταβολή του καιρού. Αν τυχαία καεί μέρος του ενδύματος ή καλύμματος κάποιου, αυτό θεωρείται κακός οιωνός.
Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Κ΄, σελίδα 937
Στην Ελλάδα η διαδικασία αυτή χαρακτηρίζεται ως μαντική εξ εμπύρων [K.F. Hermann: Lehrbuch Der Gottesdienst, σ. 241, K.B. Stark, Heidenberg 1858], ειδικότερα ο Αισχύλος παρατηρεί πως: «Καὶ φλογωπὰ σήματα ἐξωμάτωσα, πρόσθεν ὂντ’ ἐπάργεμα» [Αισχύλος: Προμηθεύς, 498, B.G. Teubner, Leipzig 1992]
Αν και στην περίπτωση αυτή , η πυρομαντεία επικεντρώνεται στην πυρά του θυσιαστηρίου, η διαδικασία είναι ταυτόσημη με την ανάλογη που επιβιώνει στην Πρωσία και στην Λιθουανία του 17ου αιώνα. Σημαντική όμως είναι και η μαρτυρία του Λιβίου για την θεσμοθέτηση επί Νουμά του Flamen Dialis, του επίσημου πυρομάντη της πρώιμης «Ρωμαϊκής Πολιτείας» [Titus Livius: AB Urbe Condita I, 19, Loed, Harvard Univeristy Press]
(Πηγή: Περιοδικό Ιχώρ, τεύχος 37, άρθρο «Οιωνοσκοπία, η διάγνωση του μέλλοντος», Γιώργος Ηλιόπουλος, σελίδα 49)
ΠΡΟΣΟΧΗ: Στο τέλος κάθε σελίδας του Ανώνυμου Απολογητή θα παρουσιάζονται νεοπαγανιστικές και αθεϊστών (δήθεν ελληνιστών) απάτες που έχουν σχέση με το θέμα της σελίδας. Αυτές οι απάτες δεν έχουν σκοπό να βάλουν τα περιοδικά στα οποία εμφανίζονται τα νεοπαγανιστικά ψεύδη, εφόσον ούτως ή άλλως παγανιστές συγγράφουν σε διάφορα ανυποψίαστα εξ αυτών και αυτά δεν εκφράζονται από τις απόψεις των αρθρογράφων, αλλά σκοπό έχουν:
1. να καταδείξουν τον κρυφοπαγανιστή αρθρογράφο ώστε να γίνει γνωστός και
2. είτε ο κάθε ενδιαφερόμενος που αναγιγνώσκει εκ νέου άρθρα του να θέτει τον εαυτό του εν εγρήγορση και να ελέγχει θαρρετά τα ψεύδη του κρυφοπαγανιστή (δήθεν ελληνιστή), αν είναι μελετημένος και έχει πρόσβαση σε πρωτογενή βιβλιογραφία
3. είτε εάν δεν έχει πρόσβαση σε βιβλιογραφία, να μην δείχνει πλέον εμπιστοσύνη στον αρθογράφο εφόσον γνωρίζει πως εκφράζει ψεύδη για να σπιλώσει τον Χριστιανισμό υποστηρίζοντας θέσεις παγανισμού, που όμως δεν είναι σχεδόν ποτέ ξεκάθαρες, αλλά που παρουσιάζονται ως «ελληνικές» μιας και η πλειοψηφία των νεοπαγανιστών ντρέπεται να ομολογήσει δημοσίως την θρησκεία που ακολουθεί και προτιμά να καμουφλάρεται με κάτι οικοιότερο, τον πατριωτισμό, που όμως αρρωστημένα έχει μετατραπεί σε ένα παγανιστικό εθνικισμό.
ΕΞΑΙΡΕΣΗ: εξαιρούνται τα προσωπικά βιβλία του κρυφοπαγανιστή αθρογράφου ή τα έντυπα με καθαρά νεοπαγανιστικό προσανατολισμό, ανάμεσα στα τόσα που κυκλοφορούν στην Ελλάδα.
Ραδάμανθυς Αναστασάκης, Ηθοποιός - Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου (Πηγή: Ραδιοτηλεοπτικός σταθμός «Alter», Εκπομπή «Χωρίς Μοντάζ ΙΙ», Σάβατο 07/02/2004)
Βίντεο: Μέγεθος: 70 Kb Διάρκεια: 31΄΄ Ο Αναστασάκης Ραδάμανθυς εκτελεί μια «λειτουργία αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας» (;!), εκφωνώντας θρησκευτικό ορφικό ύμνο στο «κεντρικό πυρ» (δηλαδή στην θεά Εστία) (Πηγή: Αναστασάκης Ραδάμανθυς, τηλεοπτικός Σταθμός Alter, εκπομπή «Χωρίς Μοντάζ ΙΙ», Σάβατο 07/02/2004)
Μυθοπλάστης: Αναστασάκης Ραδάμανθυς
Απάντηση: Μπορεί κανείς εύκολα να εννοήσει τις αστοχίες των νεοΕθνικών που χιλιάδες χρόνια μετά την πρόοδο της επιστήμης και την εξακρίβωση βασικών αληθειών για την κίνηση των πλανητών, αλλά και για την μορφή του πλανήτη μας, εξακολουθούν να εμμένουν σε μυθολογίες των αρχαίων σε μια στείρα προγονολατρεία που τους έχει εγκλωβίσει στο άρμα της λογικής και θρησκευτικής απώλειας.
«Υπό την εστία δε ταύτη οι αρχαίοι πίστευαν ότι εντός του πάχους της δίσκου κυκλικού σχήματος έχουσας γης υπήρχε κεντρικό πυρ, η αιωνία εστία, η αρχή πάσης γήινης ζωής, η θεοποιημένη στην Εστία. Αλλ’ ούτως η θεότητα Εστία ταυτίσθηκε με την θεά Γη και η αρχική φύση της θεότητας ταύτης μεταβλήθηκε. Εις τους ορφικούς και τους πυθαγορείους η σημασία της Εστίας ευρύνθηκε έτι μάλλον. Η γη η κατέχουσα στο κέντρο της το πυρ, την πηγή της ζωής, είναι και η κατέχουσα το μέσον του σύμπαντος. Ο εν αύτη θρόνος της Εστίας είναι «ἡ κεντρικὴ ἕδρα τοῦ κόσμου», ήτις είναι ακίνητος, ενώ τα άλλα ουράνια σώματα στρέφονται περί αυτήν.» (Πηγή: Γεράσιμος Δ. Καψάλης, Πρόεδρος του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ια΄, σ. 654)
Έτσι οι νεοΕθνικοί εξακολουθούν να πιστεύουν πως η Γαία και η Εστία είναι το κέντρο του κόσμου μη δυνάμενοι να κινηθούν έξωθεν των προγονικών πεποιθήσεων.
Και ύστερα φάνηκε η γαία η σταθερή και παντοτινή έδρα των αθανάτων που κατέχουν την κορφή του χιονισμένου Ολύμπου αλλά και τα ζοφερά τάρταρα στα βάθη της (Πηγή Φώτο: Ησίοδος Θεογονία, Έλληνες Κλασσικοί εικονογραφημένοι, εκδόσεις Εύανδρος, σελίδα 8)
Ο φιλόσοφος Αρίσταρχος, επειδή «κίνησε» την «σταθερή έδρα» (εστία) των θεών κατηγορήθηκε ως εξής:
«Και ο Λεύκιος γελώντας είπε «μόνο πρόσεξε, αγαπητέ μου, μην μας μπλέξεις σε κατηγορία για ασέβεια, όπως νόμιζε ότι έπρεπε να κάνει ο Κλεάνθης [αυτός κατηγόρησε* τον Αρίσταρχο για ασέβεια] για τον Αρίσταρχο τον Σάμιο, μηνύοντας αυτόν στους Έλληνες [Αθηναίους] για ασέβεια, επειδή νίκησε την εστία του κόσμου [την Γη], διδάσκοντας ότι η ουράνια σφαίρα μένει ακίνητη και ότι η Γη περιφέρεται σε λοξό κύκλο [την εκλειπτική], ενώ συγχρόνως περιφέρεται γύρω από τον άξονά της»»
*Κατηγορία του Κλεάνθη :
«ὡς κινῶν τὴν τοῦ κόσμου ἑστίαν καὶ ταράσσων τὴν τῶν Ὀλυμπίων (θεῶν) ἠρεμίαν?»
(Πηγή Περιοδικό «Ιχώρ», τεύχος 30, άρθρο «Οικειοποίηση της αρχαίας Ελληνικής επιστήμης», Αθανάσιος Β. Κοβάτσης, Δρ. Ιατρός και Δρ Χημικός, Καθηγητής ΑΠΘ, σελίδες 52, 54)
Όση λοιπόν σχέση είχε ο Κλεάνθης με την θεά εστία, τόση σχέση έχει και η φιλοσοφία με την αρχαία θρησκεία, υπό την έννοια του ενιαίου συστήματος, και άλλη τόση και παραπάνω «σοβαρότητα» έχει η φιλοσοφική λειτουργία του Αναστασάκη Ραδάμανθυ με τους «Ορφικούς Ύμνους» της δεισιδαιμονίας.
Αφού παρατηρήσει κανείς την εξής είδηση:
Υπό την εστία δε ταύτη οι αρχαίοι πίστευαν ότι εντός του πάχους της δίσκου κυκλικού σχήματος έχουσας γης υπήρχε κεντρικό πυρ, η αιωνία εστία, η αρχή πάσης γήινης ζωής, η θεοποιημένη στην Εστία. Αλλ’ ούτως η θεότητα Εστία ταυτίσθηκε με την θεά Γη και η αρχική φύση της θεότητας ταύτης μεταβλήθηκε. Εις τους ορφικούς και τους πυθαγορείους η σημασία της Εστίας ευρύνθηκε έτι μάλλον. Η γη η κατέχουσα στο κέντρο της το πυρ, την πηγή της ζωής, είναι και η κατέχουσα το μέσον του σύμπαντος. Ο εν αύτη θρόνος της Εστίας είναι «ἡ κεντρικὴ ἕδρα τοῦ κόσμου», ήτις είναι ακίνητος, ενώ τα άλλα ουράνια σώματα στρέφονται περί αυτήν. (Πηγή: Γεράσιμος Δ. Καψάλης, Πρόεδρος του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ια΄, σ. 654)
…μπορεί εύκολα να εννοήσει τις αστοχίες των νεοΕθνικών που χιλιάδες χρόνια μετά την πρόοδο της επιστήμης και την εξακρίβωση βασικών αληθειών για την κίνηση των πλανητών αλλά και για την μορφή του πλανήτη μας, εξακολουθούν να εμμένουν σε μυθολογίες των αρχαίων σε μια στείρα προγονολατρεία που τους έχει εγκλωβίσει στο άρμα της λογικής και θρησκευτικής απώλειας.
Έτσι οι νεοΕθνικοί εξακολουθούν να πιστεύουν πως η Γαία και η Εστία είναι το κέντρο του κόσμου μη δυνάμενοι να κινηθούν έξωθεν των προγονικών δεινοσαυρικών πεποιθήσεων.
1. Τις αφιέρωναν όταν ήσαν πολύ μικρές σε ηλικία (6 -10 ετών) σίγουρα και ασφαλώς όχι με την βούλησή ή την συγκατάθεσή τους... Ας ρωτήσει κανείς ένα παιδοψυχολόγο τι γνώμη θα είχε για τέτοια φαινόμενα παιδομαζόματος και γενιτσαρισμού στην αρχαία «ελεύθερη στην σκέψη» θρησκεία των νεοΕθνικών
2. Έπρεπε να είναι ευγενείς στην καταγωγή πράγμα που φανερώνει για ακόμη μια φορά την αναξιοκρατία των ιερέων της αρχαίας θρησκείας οι οποίοι τις περισσότερες φορές προέρχονταν από ανώτερη αριστοκρατική κάστα.
3. Απαγορεύονταν σε αυτά τα μικρά κοριτσάκια να απομακρυνθούν από το ιερό ή να δουν την οικογένειά τους δηλαδή δεν αναγνωρίζεται καμιά ελευθερία αποκήρυξης της πίστης ως θα φανεί και πιο κάτω σε περίπτωση που έχαναν την παρθενία τους.
4. Μάντευαν βάση της φωτιάς - εστίας (πυρομαντεία). Αυτός είναι άραγε ο ορθολογισμός της αρχαίας θρησκεία που ακολουθεί τους «φυσικούς νόμους»;
5. Όποια εστιάς παραμελούσε το πυρ τιμωρούνταν με μαστίγωση. Αυτά τα φαινόμενα θρησκευτικής τιμωρίας θυμίζουν ταλιμπανισμό και κάθε άλλο παρά ελεύθερη σκέψη. Τέτοια ανάλογα μαστιγώματα μπορεί κανείς να βρει στην Άρτεμη της Σπάρτης.
6. Αν έχαναν ελεύθερα την παρθενία τους καταδικαζόταν σε θάνατο με θάψιμο ή με ασιτία στο υπόγειο. Ας αναλογισθεί κανείς πόσο ελεύθερη είναι η αρχαία θρησκεία και πόσο βάναυσες μεθόδους είχε για την τιμωρία μικρών κοριτσιών εφόσον μετά την 10ετή τους εκπαίδευση στην καλύτερη περίπτωση ήσαν 20 ενώ στην χειρότερη 16
7. Ο άνδρας που τους διακόρευε την παρθενία καταδικάζονταν σε θάνατο δια ραβδισμού. Άραγε αυτός τι έφταιγε στο ότι η ιέρεια αποφάσιζε να χάσει την παρθενία της; Αυτή είναι η «θρησκευτική ελευθερία» του παγανισμού;
8. Το πτώμα των Εστιάδων τους ήταν ιερό λείψανο που το έθαβαν ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ και όχι έξω από αυτή όπως συνέβαινε για τους άλλους. Φαίνεται πως η αρχαία θρησκεία δεν έχει καμιά σχέση με τις ψεύτικες τοποθετήσεις των νεοειδωλολατρών που θέλουν να ορίζουν τα πτώματα των ανθρώπων ως σκουπίδια ή κόπρανα ανάλογα με τις τοποθετήσεις του φιλοσόφου Ηράκλειτου.
9. Είχαν ενεργή συμμετοχή στο κράτος (σύνδεση θρησκείας -πολιτείας) και δεν χρειάζονταν να ορκιστούν στο δικαστήριο. Δηλαδή τα λόγια τους ήσαν θεϊκά ενώ οι μαρτυρίες τους ήσαν υπεράνω του νόμου που ίσχυε για τους άλλους απλούς πολίτες που ορκίζονταν εν αντιθέση με αυτές.
10. Τέλος ήσαν ντυμένες με κάλυμμα και κατά τις θυσίες φορούσαν καλύπτρα που έφτανε μέχρι τους ώμους. Αυτό είναι και το τελειωτικό κτύπημα ενάντια στους ανημέρωτους για ζητήματα αρχαίας θρησκείας νεοπαγανιστές που κατηγορούν τον Απόστολο Παύλο που προτρέπει στις γυναίκες να καλύπτονται σαν προφητεύουν.
Εγκυκλοπαίδειες
1. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμοι ΙΑ΄, Κ΄
Περιοδικά
1. Ιχώρ, τεύχη 30, 37
2. Ησίοδος Θεογονία, Έλληνες Κλασσικοί εικονογραφημένοι, εκδόσεις Εύανδρος (Ιχώρ)
3. Corpus, τεύχος 70
Αρχαίοι Συγγραφείς
1. Πλίνιος ο νεώτερος, Επιστολές IV 11
2. Λίβιος IV 44,11.
Ραδιοτηλεοπτικοί Σταθμοί
1. Ραδιοτηλεοπτικός σταθμός «Alter», Εκπομπή «Χωρίς Μοντάζ ΙΙ», Σάβατο 07/02/2004
Πρόσθετη Βιβλιογραφία
1. Αισχύλος, Προμηθέας Δεσμώτης
2. Titus Livius: AB Urbe Condita I, 19, Loed, Harvard Univeristy Press
3. K.F. Hermann: Lehrbuch Der Gottesdienst, K.B. Stark, Heidenberg 1858