Πόσο αληθείς είναι οι λόγοι των νεοΕθνικών για την ελληνική προέλευση του θεού Διονύσου; Πόσο αληθεύει ως οι Χριστιανοί αντέγραψαν τον Ορφέα εσταυρωμένο; Ποια η σχέση του Διονύσου με την Π.Δ. και τον θεό Βάαλ;
Αριστερά: Δήλος, Μνημείο Καρυστίου (περ. 300 π.Χ.). Στην ανάγλυφη παράσταση της νότιας όψης, βλέπουμε τον «ένδοξο θεό» Διόνυσο, ο οποίος δεν μπορεί να βαδίσει όρθιος απ’ το μεθύσι και υποβαστάζεται από μια μαινάδα. Δίπλα ένας χαρούμενος σάτυρος κηρύττει το μήνυμα της «θεϊκής» μέθης, ανηθικότητας, παραλογισμού και της καταστροφής της υγείας εντελώς αντίθετης με το αθλητικό, υγιεινό και ιατρικό ιδεώδες. Πάνω από τον θεό Διόνυσο βλέπουμε το σήμα κατατεθέν της «ιερής» και «σεβάσμιας» λατρείας των Εθνικών προγόνων μας, ανδρικό γεννητικό μόριο σε στύση. Η μέθη από την βαριά χρήση αλκοόλ μέχρι πλήρης απώλειας του ελέγχου δια μέσω της παρεμπόδισης της λειτουργίας του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος και η χρήση άλλων παραισθησιογόνων ουσιών στις μυήσεις των «μυστηρίων» (λέσχες εξαρτημένων;) των αρχαίων θρησκειών, σήμερα αποτελούν συνήθεια που χαρακτηρίζεται ως ναρκομανία ή εμπόριο ναρκωτικών, προβλέπονται ποινικές κυρώσεις και είναι υπεύθυνη για σωρεία εγκλημάτων των διάφορων «μυστών» (π.χ. οδικά ατυχήματα, φόνοι, θάνατος από υπερδόση) ενώ από την άλλη οδηγούν σε αντικοινωνικότητα και περιθωριοποίηση των εμπλεκομένων και γενική αποτυχία εις την ζωή, γεγονότα άλλωστε που φαίνονται ξεκάθαρα στους μύθους του Διονύσου.. Δεξιά: Ο θεός - πέος «Τύχων» και η θεά τύχη. Ο Τύχων ήταν θεότητα της Ορφικο-Διονυσιακής Θρησκείας. Μαρμάρινο ανάγλυφο της Ακυλείας. (Πηγή: περιοδικό «Δαυλός» Αύγουστος - Σεπτέμβριος 2001)
ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΟΙ & «ΑΠΟΔΟΧΗ» ΗΘΟΥΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ«τοὺς δὲ Εἴλωτας (οἰκετῶν ὄνομά εἰσιν οἱ Εἴλωτες) οἱ Λακεδαιμόνιοι μεθύειν ἀναγκάζοντες ἐδείκνυον σφίσιν αὐτοῖς τῆς μέθης τὰ ἔργα σωφρονοῦσιν ἐν θεραπείας καὶ διορθώσεως μέρει. Παραφυλάττοντες δ’ οὖν τὴν ἐκείνων ἀσχημοσύνην, ὡς μὴ περιπέσοιεν αὐτοὶ ταῖς ὁμοίαις καταγνώσεσιν, ἐπαιδεύοντο τῷ ἐπονειδίστῳ τῶν μεθυόντων εἰς τὸ ἐαυτῶν ἀναμάρτητον ὠφελούμενοι» [Μτφρ: Εξ άλλου αναγκάζοντας οι Λακεδαιμόνιοι τους Είλωτες (οι Είλωτες είναι όνομα δούλων) να μεθούν(5) έδειχναν στους εαυτούς των, που έμεναν νηφάλιοι, τα αποτελέσματα της μέθης σαν μέθοδο θεραπείας και διορθώσεως. Παρατηρώντας λοιπόν την ασχημοσύνη εκείνων, ώστε να μη περιπέσουν σε παρόμοια παραπτώματα, επαιδεύονταν με την επονείδιστη διαγωγή των μεθυσμένων, ωφελούμενοι στην διατήρηση της αναμαρτησίας των][Σημ. πρωτ.: 1. Λακεδαιμονίων Επιτηδεύματα 239 Α] (Πηγή: Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Κλήμεντος Αλεξανδρέως Άπαντα τα Έργα 2, Παιδαγωγός, Λόγος Γ΄ 41,5-42,1 Πατερικές Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Επόπτης Παναγιώτης Κ. Χρήστου Καθηγητής Πανεπιστημίου - Επιμελητής Εκδόσεως Ελευθέριος Γ. Μερετάκης, Πτυχιούχος Θεολογίας, Εκδοτικός Οίκος Ελευθερίου Μερετάκη «Το Βυζάντιον», σσ. 306-307).
ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΕΣ
«Μετά δε Στύμφαλόν εστιν Αλέα, συνεδρίου μεν του Αργολικού μετέχουσα και αύτη, ʼλεον δε τον Αφείδαντος γενέσθαι σφίσιν αποφαίνουσιν οικιστήν. Θεών δε ιερά αυτόθι Αρτέμιδός εστιν Εφεσίας και Αθηνάς Αλέας, και Διονύσου ναός και άγαλμα. Τούτω παρά έτος Σκιέρεια εορτήν άγουσι, και εν Διονύσου τη εορτή κατά μάντευμα εκ Δελφών μαστιγούνται αι γυναίκες, καθά και οι Σπαρτιατών έφηβοι παρά τη Ορθία.» (Μτφρ: «Μετά τη Στύμφαλο είναι η Αλέα (χωριό Αλέα πρώην Μπουγιάτι), που και αυτή μετέχει στην αργολική ομοσπονδία. Εδώ υπάρχουν τα ιερά της Εφεσίας Αρτέμιδος, της Αλέας Αθηνάς και του Διονύσου, με άγαλμα του θεού. Κάθε χρόνο τελούν προς τιμήν του τα Σκιέρεια, όπου, σύμφωνα με χρησμό του μαντείου των Δελφών, μαστιγώνονται οι γυναίκες, όπως και οι έφηβοι των Σπαρτιατών στη γιορτή της Ορθίας»] (Πηγή: Περιηγήσεις Παυσανία από την Αργολίδα στην Αρκαδία, Ιστορικά Ελευθεροτυπίας, Νο 249. 19 Αυγούστου 2004 σελ. 13,14). «Εκ των πολλαπλών δε εορτών του [Διονύσου] άξιες μνείας είναι ιδίως τα υπό των Θυιάδων τελούμενα όργια του Διονύσου ανά διετία μεν εις την κορυφή του Παρνασσού και ανά τριετία (τριετηρικά) στα στενά του Κιθαιρώνα, τα εν Αλέα της Αρκαδίας «Συφέρεια», κατά την τέλεση των όποιων μαστιγώνονταν οι γυναίκες (λείψανο ανθρωποθυσίας)» «Ήταν δε η λατρεία του [Διονύσου] όχι πανελλήνιος μόνον, αλλά παγκόσμιος και αρχαιότατη, ως μαρτυρεί η εν Βοιωτία, ένθα πλάστηκε και ο πρώτος περί αυτού ελληνικός μύθος, λατρεία αυτού ως Διονύσου Ενδένδρου, η οποία υπενθυμίζει τους αρχαιότατους χρόνους της δενδρολατρείας, ως Διονύσου Στύλου και ως Διονύσου Περικιονίου (στην Θήβα), και τα ίχνη της σε αυτόν ανθρωποθυσίες στην Ποτνία, όπου λατρεύονταν ως Αιγοβόλος, διότι ο ίδιος ο θεός αντικατέστησε με αίγα το ωραίο παιδί, το οποίο θυσιάζονταν στον βωμό του κατά χρησμό του μαντείου των Δελφών.» (Πηγή: Γεράσιμος Δ. Καψάλης, Πρόεδρος Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σσ. 407 - 411)
Εταίρα βοηθά νέο κρατώντας το κεφάλι του, ο οποίος έχει «παραπιεί» και κάνει εμετό. (Λεπτομέρεια από κύλικα του πρώτου μισού του Ε΄ αιώνα π.Χ.) (Πηγή: Περιοδικό Δαυλός, τεύχος 264, άρθρο «Εταίρα: το υπέροχο θήλυ της ελληνικής αρχαιότητας», σελ. 17231)
|
Και επειδή τα «Ορφικά» παραθέτονται εις τον Εθνικό τύπο ως αποκλειστικώς Ελληνικά, πατροπαράδοτα, αρχαιότατα και αποδεκτά από όλο τον ελληνικό κόσμο ας δούμε και τα κάτωθι
Ο Ορφέας κατά τον μύθο έζησε προ του Τρωϊκού πολέμου γεννηθείς εκ του Οίαγρου, βασιλέως της Θράκης και της Μούσας Καλλιόπης. Την ύπαρξή του αμφισβητεί ο Ηρόδοτος και αποκρούει ο Αριστοτέλης. Τα «Ορφικά» κατάγονται σε χρόνια μεταγενέστερα του Ομήρου. Κατά τον Απολλόδωρο «εύρω Ορφεύς τα Διονύσου μυστήρια», «διό και τας υπό Διονύσου γενομένας τελετάς Ορφικάς προσαγορεύεσθαι». Ο Ηρόδοτος συνονομάζει τα Ορφικά και τα Βακχικά μυστήρια. Η Ορφική διδασκαλία οι πολυθεϊκές μορφές παρίστανται πλέον ως εκδηλώσεις του ενός και μόνου θεού Διός «Ζευ κεφαλή, Ζευς μέσσα, Διός δ’ ένα πάντα τέτυκαι». Τα Ορφικά διδάγματα ομιλούν περί μετεμψυχώσεων και άλλαξαν τις μέχρι τότε θρησκευτικές διδασκαλίες στην Ελλάδα.
Το γνωστότερο για το Ορφέα είναι η κατάβασή του εις τον Άδη για χάρη της γυναίκας του Ευρυδίκης. Η αποτυχία αυτής της καταβάσεως καθιστά αυτόν περιαλγή να περιπλανάται βαρύθυμος επί της γης, αποφεύγοντας πάσα σχέση με τις γυναίκες.
Χάλκινη κεφαλή Διονύσου από την βασιλική πυραμίδα του Βόρειου νεκροταφείου της Μερόης (150 π.Χ. - 50 μ.Χ.).Αρχαιολογικό Μουσείο Χαρτούμ
Ο θεός της δημιουργού δυνάμεως που γονιμοποιεί την φύση, υπό την επίδραση της λατρείας του οποίου το ελληνικό πνεύμα υπήρξε γονιμότατο εις παραγωγή πνευματικών και καλλιτεχνικών προϊόντων.
Κατά τον Ηρόδοτο (Β΄52) το όνομα του θεού Διονύσου άκουσαν πολύ αργότερα από τα ονόματα των άλλων Θεών οι αρχαιότατοι της Ελλάδος κάτοικοι (οι Πελασγοί) οι οποίοι τελούσαν θυσίες στους θεούς στην Δωδώνη, ανώνυμα στην αρχή και με ονόματα αργότερα όταν άρχισαν να κάνουν χρήση των ονομάτων που έλαβαν από τους Αιγύπτιους, κατόπιν αδείας του αρχαιότατου και μοναδικού της εποχής μαντείου της Δωδώνης. Σε ενίσχυση της μαρτυρίας του Ηρόδοτου έρχεται αφ’ ενός μεν η εν Μηθύμνη της Λέσβου παράδοση κατά την οποία οι αλιείς της πόλεως βρήκαν εις την θάλασσα το εξ ελιάς ξόανο του οποίου η μορφή δεν έμοιαζε με τις ελληνικές θεότητες (Παυσ. Χ 19.3) και αφ’ ετέρου η αρχαιότατη και πρώτη αναφορά στον Διόνυσο από τον Όμηρο (Ιλ. Ζ΄ 130 κ. εξ.) εις την οποία φαίνεται ότι ο θεός ή ήρως Διόνυσος τον οποίο καταδιώκει ο υιός του Δρυάντος και βασιλεύς των Ηδωνών Λυκούργος είναι ξένος ακόμη εις την Ελλάδα. Ούτε αχαϊκή θεότητα φαίνεται να ήταν ο θεός Διόνυσος . Στην Ελλάδα η λατρεία του διαδόθηκε από την Θράκη όπου και πρώτα λατρεύτηκε από τις Θρακικές φυλές οι οποίες πρώτα κατοίκησαν εις την Πιερία (της Μακεδονίας) και την Θεσσαλία, και εις τις κοιλάδες του Παρνασσού και Ελικώνος έπειτα. Από τις φυλές αυτές διαδόθηκε η λατρεία του Διονύσου και οι περί αυτού μύθοι εις τις χώρες των αιολικών φύλων, τα οποία υιοθέτησαν αυτούς, μεταμορφώνοντάς τους κατά το δικό τους πνεύμα. Από τις αιολικές παραδόσεις δημιουργήθηκε η θηβαϊκή περί της γεννήσεως του Διονύσου παράδοση, η οποία είναι ο κατ’ εξοχήν περί αυτού γνήσιος ελληνικός μύθος. Θρακοφρυγικής άλλωστε εισαγωγής πιστεύεται ότι είναι και το από τους τραγικούς άλλο όνομα που επικράτησε το «Βάκχος», που προέρχεται από το επίθετο του θεού Σαβαζίου «Βαγαῖος».
Η γέννηση του Διονύσου από το μηρό του Διός. Μικρογραφία από το έργο «Συναγωγή και εξήγησης Ιστοριών» του Αγίου Γρηγορίου. Κωδ. 14 (συλλογή Παναγίου Τάφου), φ. 311α, 11ος αιώνας. Πατριαρχική Βιβλιοθήκη Ιεροσολύμων. (Πηγή: Τα αρχεία της χαμένης Γνώσης, Παναγιώτης Α. Τουλάτος, εικ. 77)
Κατά την παράδοση αυτή η κόρη του Κάδμου Σεμέλη, ερωμένη του θεού του ουρανού Διός, έγκυος γινόμενη υπ’ αυτού, αξίωσε, πεισθείσα υπό της ζηλότυπης αυτήν Ήρας, να εμφανισθεί ενώπιον της με όλο το μεγαλείο της δόξης του. Ο εραστής ικανοποίησε, αφού δεν μπόρεσε να την μεταπείσει, την επιθυμία της Σεμέλης και εμφανίσθηκε φέρων τον κεραυνό εν μέσω αστραπών των οποίων οι φλόγες κατέκαψαν αυτήν. Αποθνήσκουσα η Σεμέλη άφηκε να εξέλθει από τα σπλάγχνα της ο καρπός των ερώτων της, ο Διόνυσος, ο οποίος θα καταφλέγονταν όπως και η μητέρα του, αν δεν προστάτευε αυτόν η θεά Γαία περιβάλλοντας τους κίονες των ανακτόρων του Κάδμου με χλοερούς κλώνους πυκνού κισσού. Ο Ζευς έκλεισε έπειτα τον άωρο Διόνυσο εντός του μηρού του, έως ότου συμπληρωθεί ο χρόνος της κυήσεως του, δεν εξήλθε εκ του μηρού του πατρός του ένεκα δε του τρόπου αυτού της γεννήσεως του πιστεύονταν ότι καλούνταν διμήτωρ και διθύραμβος (ως εκ δύο θυρών, εξερχόμενος), και Εἰραφιώτης (εκ του ἐρράφθαι) και μηρορραφὴς και μηροτραφής, Μόλις γεννήθηκε ο Διόνυσος παραδόθηκε δια του Ερμή εις τις νύμφες της Νύσης (κατά μεταγενέστερη παραλλαγή του μύθου στην νύμφη Νύσα), όρος με αναρίθμητες πηγές και πυκνά δάση, εις τις κλυτές του οποίου μεγάλωσε ο θεός κατά την παιδική ηλικία του (κατά τον Φερεκύδη τροφοί του Διονύσου υπήρξαν οι νύμφες της Δωδώνης Υάδες -βροχερές νύμφες- και κατ’ άλλη παράδοση την μέριμνα της Ανατροφής του είχε αναλάβει η αδελφή της Σεμέλης Ινώ). Εντός σπηλαίου του «ἡγαθέου Νυσηΐου», όπως ο πατήρ του στο σπήλαιο της Ίδης, ξαπλωμένος νωθρώς συνηύξανε ο Διόνυσος μετά της καλυπτούσης τον θόλο αυτού χλοερός αμπέλου. Όταν μεγάλωσε, γεύθηκε τον καρπό της αμπέλου του σπηλαίου της Νύσης και μέθυσε εκ του χυμού αυτού, ως και οι γευθείσαι αυτού τροφοί του και οι δαίμονες των δασών του όρους, και συγκινημένοι όλοι και παράφοροι από την νέα ηδονή, με θορυβώδεις εκρήξεις χαράς, εστεμμένοι με κισσό και δάφνη, άρχισαν, κατά την παρεχομένη εκ της περιγραφής ομηρικού τίνος ύμνου εικόνα, μία περιπετειώδη πορεία, αναρριχώμενοι εις απόκρημνους βράχους, κατερχόμενοι εις τα βάθη των χαραδρών και εισδύοντες εις τα πυκνά δάση, τα οποία αντηχούν από τον θόρυβο τους. Εκ της θορυβώδους αυτής πορείας τους καλείτο Βρόμιος και Εὔϊος. Κατά την πορεία του (πορεία της διαδόσεως της λατρείας του και της καλλιέργειας της άμπελο») ο Διόνυσος συνάντησε και φίλους και εχθρούς. Και εις μεν τους φίλους του έδωκε το γλυκύ δώρο του οίνου, το οποίο εύφραινε τις ψυχές αυτών και έλυνε από τις μέριμνες και λύπες (διά τούτο και Λυαῖος λέγονταν), εις δε τους εχθρούς του ενέπνευσε αγρία μανία και επέβαλε σκληρότατες ποινές. Ακράτητος δε στην ορμή του επεξέτεινε τις κατακτήσεις του σε όλο τον αρχαίο κόσμο, ακολουθούμενος από Σατύρους, Σιληνούς, Νύμφες, Βάκχους, ακροβάτες.
Ο θρίαμβος του Βάκχου ως καταχτητή της Βακτριανής. [Αγγείο του Δ΄ π.Χ. αιώνα] (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σελ. 408)
Από της Βοιωτίας, ήτις, ως προελέχθει, υπήρξε η κοιτίδα του πρώτου περί αυτού ελληνικού μύθου, διαδόθηκε η λατρεία του στην Αττική και ιδίως τις πόλεις Ελευθεράς παρά τα όρια της Βοιωτίας κειμένη και Ικαρία, εκατέρα των οποίων είχε και την παράδοση της, ότι αυτή πρώτη φιλοξένησε τον θεό και δέχθηκε το θείο δώρο του. Έτσι οι μεν κάτοικοι των Ελευθερών ισχυρίζονταν ότι εις την πόλη τους εισάχθηκε πρώτα η λατρεία του και γι’ αυτό αποκαλούνταν ο Διόνυσος Ἐλευθερεὺς και Ἐλευθέριος, οι δε της Ικαρίας, ότι ο Διόνυσος κατά την οδοιπορία του διήλθε εκ της πόλης τους και ότι φιλοξενήθηκε στην οικεία του βασιλέως της πόλεως Ικαρίας, ευχαριστημένος δε δια την φιλοξενία δίδαξε τον Ικάριο, προ της αναχωρήσεως του, την καλλιέργεια της αμπέλου, δωρίζοντας σε αυτόν ένα κλήμα, και την εκ σταφυλιών κατασκευή οίνου. Ο Ικάριος, κατά την παράδοση αυτή, καλλιέργησε άμπελο και γεύθηκε τον καρπό αυτής ως και του χυμού το καρπού, μη θέλοντας δε να απόλαυση αυτός μόνος τα ευεργετήματα του Θεού, πλήρωσε μερικούς ασκούς οίνου και διατρέξας τα χωρία και τους αγρούς της χώρας του έδωσε εις τους γεωργούς και ποιμένες αυτής να πιούν από το γλυκό ποτό, οι ίδιοι δε, πίνοντας εξ αυτού χωρίς μέτρο, μέθυσαν και νομίζοντας ότι δηλητηριάσθηκαν από τον Ικάριο φόνευσαν στην μανία της μέθης αυτόν και τον έθαψαν όταν συνήλθαν εκ της μέθης των.
Γέννηση του Διονύσου. Κάτοπτρο ετρουσκικό εκ Νεαπόλεως. (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σελ. 408)
Ένεκα της εκ του οίκου το απουσίας του Ικαρίου, η κόρη του Ηριγόνη, υποπτευόμενη κάποιο κακό, έτρεξε κλαίγοντας και οδύροντας προς αναζήτηση του, βρήκε δε τον τάφο του διά των γαυγισμάτων του σκυλιού Μαίρας, ήτις, πιστή εις την κυρία της, συνόδευε αυτή. Η Ηριγόνη κρεμάστηκε τότε από την λύπη της εκ του δένδρου, εις την ρίζα του οποίου ήταν ο τάφος του πατρός της. Εκτός της παραδόσεως της Ικαρίας της Αττικής, άξιες λόγου εκ των άλλων ελληνικών περί Διονύσου παραδόσεων είναι η της Χίου και η της Νάξου. Κατά την παράδοση της Χίου, ήτις πλάστηκε από την σύμπτωση της ανατολής εις τον ορίζοντα του αστερισμού Ορίωνος περί το μεσονύκτιο με την εποχή του τρυγητού, ο Ωρίωνας είχε μεταβεί στο νησί προς συνάντηση του Οινοποίωνα, υιού του Διονύσου και της Αριάδνης, κατά δεν την οίκου αυτού φιλοξενία του μεθυσμένος εκ του νέου οίνου επιχείρησε να ατιμάσει την σύζυγο του φιλοξενούντα.
Ο Διόνυσος εμπιστευόμενος εις την νύμφη Νύσα. (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σελ. 408)
Αγανακτισμένος ο Οινοποίων δια την διαγωγή του Ωρίωνα τύφλωσε αυτόν ενώ κοιμόταν και έριξε έπειτα εις την πλησίον της κατοικίας του ακτή. Αυτός όμως οδηγημένος από τον κρότο των εν της Λήμνου χαλκείων του Ηφαίστου έφθασε εκεί βαδίζων ψηλαφητά εντός της θαλάσσης και αφού άρπαξε ένα παιδί έθεσε αυτόν επί των ώμων του και διέταξε να οδηγεί πάντοτε προς την ανατολή όπου όταν έφθασε θεραπεύθηκε από τις ισχυρές ηλιακές ακτίνες. Μετά την θεραπεία του έσπευσε να τιμωρήσει τον Οινοπίωνα, αλλ’ αυτός απεκρύβετο υπό του Ποσειδώνα εις μία υπόγεια κατοικία και έτσι διέφυγε την οργή του Ωρίωνα. Εις την Νάξο οδήγησε τον Διόνυσο ο πόθος του να νυμφευθεί την εγκαταλειμμένη υπό του Θησέα εις τις ακτές της νήσου αυτής Αριάδνη. Αυτήν, ακολουθούμενος υπό Σατύρους και Βάκχους, βρήκε ο Διόνυσος κοιμώμενη ημίγυμνη επί της ακτής και μόλις έριξε τα θεία βλέμματα του επί του ωραίου σώματος της έμεινε έκθαμβος, καταληφθείς από θαυμασμό και ηδονή, την ίδια αυτήν δε συγκίνηση δοκίμασε και η ακολουθία του. Παρηγορηθείσα η Αριάδνη μετά την αφύπνισή της υπό του Διονύσου διά την εγκατάλειψή της συνεζεύχθει, ευγνωμονούσα, τον θεό, ο οποίος κρατώντας θύρσον και ακολουθούμενος από Βάκχους, Σατύρους, τον Πάνα, του Σιληνού, αυτής της Αφροδίτης και των υιών της, Έρωτα και Υμεναίου, οδήγησε αυτή υπό μέγα κλήμα, υπό την σκιάν του οποίου προσέφερε σε αυτή εντός θαυμασίου κυπέλλου το θείον ποτό του δια να ευφρανθεί εξ αυτού. Εκ του μετά της Αριάδνης γάμου του απέκτησε δύο υιούς, τον Οινοπίωνα και τον Στάφυλο, και μία κόρη, την Ευάνθη. Έκτος όμως της Αριάδνης αγάπησε και πλήθος άλλων γυναικών, θνητών και αθανάτων, ο Διόνυσος, ως την Αφροδίτη, την Δήμητρα, την Αλεξιρρόη, την Νίκαια, την Αλφεσίβοια κ. ά., εκ των οποίων γεννήθηκαν σε αυτόν πολλά τέκνα, ως, εκτός των προειρημένων, ο Πρίαμος, ο Φάνης, ο Ίακχος, η Μέθη, η Χάρις, ο Εύανδρος, ο Χάρμων, ή Δηιάνειρα κ. ά.. Εις την Νάξο ή σε κάποιο άλλο νησί του Αιγαίου πλάστηκε το πρώτον και η θαυμασιότερη των περί Διονύσου παραδόσεων, η της αρπαγής αυτού από Τυρρηνούς πειρατές, ήτις διασώθηκε εις ένα των ομηρικών ύμνων και την οποίαν περίγραψε ο Οβίδιος στις «Μεταμορφώσεις» του (βιβλ. III) και ο Νόννος στα «Διονυσιακά» του (Χ1.ν 105-168), και αποθανάτισε στο διάζωμα του χορηγικού μνημείου του Λυσικράτους υπέροχος καλλιτέχνης των μέσων του Δ΄ π. Χ. αιώνα. Κατά την παράδοση αυτή ο Διόνυσος, ωραίος νεανίας με θαυμάσιους πλοκάμους τριχών της κεφαλής και πορφυρούν «φᾶρος» περί τους ώμους, βρίσκονταν σε κάποια ακτή, όταν προσέγγισε σε αυτή πλοίο Τυρρηνών πειρατών. Μόλις είδαν αυτόν τούτοι συνεννοηθήκαν μεταξύ των και ωθώντας το πλοίο προς την ξηρά πήδησαν επ’ αυτής, συνέλαβαν αυτόν αμέσως και χαίροντες, διότι πίστευαν ότι θα ήταν κάποιος βασιλόπαις, απήγαγαν επί του πλοίου των. Θέλησαν έπειτα να δέσουν τα χέρια, τα πόδια του, αλλά τα πόδια έπεφταν και ο θεός φιλομειδής προσέβλεπε τους πειρατές. Ο κυβερνήτης κατενόησε τότε, ότι ο απαχθείς νεανίας, ήταν κάποιος θεός και συμβούλευσε ν’ αφήσουν αυτόν μήπως εξεγείρει σφοδρή τρικυμία και χάσει αυτούς, αντιστάθηκε όμως στην πρότασή του ο αρχηγός των πειρατών. Με έκπληξη των τότε οι πειρατές παρατήρησαν, ότι φύτρωσαν στο πλοίο κλήματα αμπέλου με βότρυς, ότι περιελίχτηκε στον ιστό του πλοίου κισσός και ότι περιβληθήκαν οι σκαλμοί με στεφάνους (κατά μεταγενέστερο μύθο τον ιστό και τα κουπιά μετέβαλε σε φίδια ο θεός). Έντρομοι από το θαύμα εκείνο οι πειρατές διέταξαν τον κυβερνήτη να οδηγήσει το πλοίο προς την ξηρά, εν τω μεταξύ όμως ο θεός μεταμορφώθηκε σε λιοντάρι και εξέβαλλε δυνατούς βρυχηθμούς, εις το μέσο δε του πλοίου εμφανίσθηκε δασύτριχη άρκτος. Πλήρεις φόβου οι πειρατές έτρεξαν τότε προς την πρύμνη, έχοντας εις το μέσο τους τον σώφρονα κυβερνήτη, όταν δε εφόρμησε υπό την μορφή του λέοντα ο θεός συνέλαβε τον αρχηγό τους, πήδησαν αυτοί στην θάλασσα και έγιναν δελφίνια. Μετά από αυτά τα θαύματα αποκάλυψε την θεότητά του ο Διόνυσος εις τον κυβερνήτη, τον οποίο κατέστησε άνθρωπο ευτυχισμένο.
Η τιμωρία των πειρατών είναι ο πρώτος θρίαμβος του Διονύσου. Θεός όμως τοσούτο ισχυρός ήταν άξιος μεγαλύτερος διαφημίσεως και η ελληνική ποίηση και μυθογραφία ανέλαβε το έργο αυτό. Κατέστησαν αυτόν ισάξιο εις δύναμη και τόλμη προς τον Ηρακλή. Μετέχει και αυτός στα Φλεγραία πεδία συναφθείσης γιγαντομαχίας και διά της γενναιότητας του συντελεί εις την νίκη των Ολυμπίων. Κατέρχεται ως ο Ηρακλής εις τον Άδη και νικώντας στα υπόγεια σκότη δυνάμεις του θανάτου ανάγει εις το ουράνιο φως την μητέρα του Σεμέλη, ήτις μετονομασθείσα Θεώνη καθίσταται του λοιπού η αχώριστος σύντροφος του υιού της. Στην Τανάγρα καταβάλλει τον Τρίτωνα, θαλάσσιο τέρας, το οποίο εμπόδισε τις Ταναγραίες να καθαριστούν στην θάλασσαν προ της τελέσεως των εορτών του (κατ’ άλλον μύθο ο Τρίτων, ο οποίος επετίθετο κατά των αλιέων και των ποιμνίων, τα οποία βοσκούσαν παρά την παραλία, φονεύθηκε από τους Ταναγραίους αφού μέθυσε πρότερα υπ’ αυτών δι’ οίνου, τον οποίον είχαν θέσει εντός κρατήρα πλησίον της παραλίας). Στην Θήβα τιμωρεί τον βασιλέα αυτών Πενθέα (ο οποίος εμπόδιζε τις Βάκχες να τελούν τα εν τω Κιθαιρώνι προς τιμήν του όργια), κατασπαραγμένος από της Βάκχης μητρός του Αγαύης, η οποία τον νόμισε άγριο θηρίο, όταν ως κατάσκοπος είχε μεταβεί στον Κιθαιρώνα. Και αυτοί μεν είναι οι κυριότεροι των καθ’ αυτό ελληνικών περί Διονύσου παραδόσεων, πλείστες δε είναι οι πλασμένοι εξ επιδράσεως μύθοι περί θεού των ασιατικών, ιδίως, χωρών συγγενών προς τον Διόνυσο.
Ο θίασος του Διονύσου. (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σελ. 408)
Πρώτες από τις χώρες αυτές, από τον Στ΄ αιώνα π.Χ. επίδρασαν επί των μύθων και την λατρεία του Διονύσου η Λυδία και η Φρυγία όπου οι θεοί Βασσαρεύς και Σαβάζιος ταυτιστήκαν με τον Διόνυσο, όταν συμπληρώθηκε και μεταρρυθμίστηκε και η περί τιμωρίας του Λυκούργου ομηρική παράδοση. Υπήρξε δε η τιμωρία του, κατά την μεταρρυθμισμένη αυτή παράδοση, και σκληρή και διπλή. Κατελήφθησαν πρώτα από μανία, αυτός φόνευσε το παιδί του Δρύαντα, νομίζοντας ότι κόβει κλήμα αμπέλου, συνήλθε δε στα λογικά του όταν ακρωτηρίασε τον γιό του. Μετά από αυτό τιμωρήθηκε ο ίδιος σκληρά, αφού κατασπαράχθηκε από άγρια άλογα, που τον βρήκαν δεμένο σε δέντρο του Παγγαίου, διότι είχε δοθεί χρησμός στους Ηδωνούς, ότι τότε θα καρποφορήσει η άκαρπος γη, όταν θανατωθεί ο Λυκούργος. Υπό την επίδραση της λατρείας και των μύθων των ασιατικών χωρών ο πλήρης σφρίγους και ρώμης θεός της αμπέλου υφίσταται πολλές αλλαγές. Αλλάζει ο ίδιος ασχολίες και μορφή και αλλάζει και ο τρόπος λατρείας του. Γίνεται νεανίας με αγένειους παρειάς, έχει μορφή παρθένου πλαισιωμένη με πλοκάμια κυματιζόντων ξανθών μαλλιών, φοράει μακριά εσθήτα και έχει βάδισμα νωθρό και συρτό. Από θεό των εύθυμων αμπελουργών της Αττικής μεταβάλλεται εις θεό των γυναικών. Η λατρεία του γίνεται οργιαστική. Παράφορες γυναίκες με εξημμένη την φαντασία και διεγερμένα τα νεύρα πλανώνται σε απόκρημνους βράχους και πυκνά δάση, κρατώντας θυρσούς και λαμπάδες στα χέρια, και ακολουθούν τον αόρατο οδηγό τον θεό. Έχουν την ψυχή πλήρη ενθουσιασμού εκβάλλοντας άγριες κραυγές κατά τις νυχτερινές πορείες τους, τα νυχτάλια, αντί ήρεμης προσευχής, και έχουν άτακτες κινήσεις. Οι μυστηριώδεις εντυπώσεις της νύχτας, της οποίας την σιγή διακόπτουν οι κραυγές τους, οι διάφοροι ήχοι των χάλκινων οργάνων και οι οξείς φθόγγοι του αυλού και τα φανταστικά σχήματα των φωτιζόμενων υπό των πυρσών βράχων και δέντρων προκαλούν την έξαρση των γυναικείων ψυχών μέχρι παραληρήματος, το οποίο διαδέχονται κατά διαλλείματα κόπωσης των φυσικών δυνάμεων και μια άφωνη νάρκωση.
Από αυτήν την λατρεία προέρχεται ο Διονυσιακός μυστικισμός, ο οποίος κήρυττε όπως όλοι την περιφρόνηση προς το λογικό και την υπακοή του ανθρώπου εις τους παλμούς της καρδιάς του και το παραλήρημα του εγκεφάλου του. Εις αντάλλαγμα αυτής της υποταγής των πιστών του ο Διόνυσος ενωνόταν με τις ψυχές τους (των μυημένων) και δια της ενώσεως αυτής, της εκστάσεως πίστευαν αυτοί, ότι γίνονταν καλύτεροι, και ότι η ψυχή τους αποκαθαιρόμενη έφθανε εις την μακαριότητα και εις την τελειότητα. Αλλά δια του ειρημένου τρόπου της λατρείας του ο Διόνυσος υπέστη και άλλη αλλοίωση της πρότερης φύσεώς του: από θεό της ευθυμίας έγινε ο πάσχων θεός, εις τον οποίον ήταν αφιερωμένοι οι τρεις μήνες της χειμερινής εποχής στους Δελφούς, κατά τους οποίους αυτός εξαφανίζονταν κατερχόμενος εις τα υπό της γης σκότη και εις τον κόσμο του θανάτου, οπότε και έρχονταν ξανά εις την ζωή την άνοιξη, όπου οι Βάκχες των Δελφών, οι Θυιάδες, ανέβαιναν στην κορυφή του Παρνασσού για να τον χαιρετήσουν που επανήλθε εις την ζωή.
Συνάντηση Σεμέλης και Διονύσου (Ετρουσκικό κάτοπτρο) (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σελ. 409)
Η Ιδέα της εκ του θανάτου εις την ζωή επανόδου του Διόνυσου είναι η βάση του μύθου του Ζαγραίου Διονύσου. Ο μύθος πλάστηκε μεν διά της συγχωνεύσεως εγχωρίων στοιχείων των περί Διονύσου μύθων μετά στοιχείων ληφθέντων εκ Φρυγίας και Κρήτης, αναπτύχθηκε όμως υπό των Ορφικών. Κατά τον νεότερο αυτό μύθο ο Διόνυσος δεν ήταν πλέον ο Θηβαίος θεός, ο υιός της Σεμέλης, αλλ’ ήταν ο υιός του Διός, συνελθόντος υπό μορφή δράκοντος μετά της Δηούς, μιας των δύο χθονίων δηλαδή θεοτήτων, οι οποίες στα έγκατα της γης προστάτευαν την βλάστηση, αλλά και επέφεραν τον θάνατο. Τον Διόνυσο αυτό, όταν ήταν ακόμη παιδί, συλλαβόντες οι αδελφοί του Τιτάνες τεμάχισαν και έβρασαν εντός λέβητα. Του βρασμένου όμως σώματος του Διονύσου ξέφυγε της προσοχής των Τιτάνων κάποιο τεμάχιο περιλαμβάνον την καρδιά του θεού. Αυτή πάλλουσα ακόμη έφερε η Αθηνά εις τον Δία και αυτός αναδημιούργησε τον θεό, είτε καταπιών την καρδιά του, είτε τοποθετώντας αυτής εντός του σκισμένου και ραμμένου έπειτα μηρού του. Εκ των άλλων λειψάνων του πλαστήκαν οι αγαθοί άνθρωποι, εκ δε της τέφρας των κεραυνωθέντων από τον Δία Τιτάνων οι κακοί. Αυτές είναι οι κυριότερες μεταμορφώσεις του μύθου του Διονύσου θεού, απελθούσες εκ της επί των αρχικών περί αυτού μύθων επιδράσεως ασιατικών θεοτήτων προ των χρόνων του Μ. Αλεξάνδρου. Ο μεγαλύτερος όμως συμφυρμός των μύθων του Διονύσου ως και η ευρύτατη αυτών διάδοση είναι έργο των Αλεξανδροκολάκων, οι οποίοι παραβάλλοντας τον Αλέξανδρο προς τους μυθικούς κατακτητές έπλασαν τον μύθο (Ιδίως ο περιηγητής Μεγασθένης), ότι προ του Αλεξάνδρου είχε κατακτήσει τις Ινδίες ο θεός Διόνυσος, ο οποίος και πρώτος γεφύρωσε τον Ευφράτη ποταμό. Κατά τον Παυσανία μάλιστα (Χ. 29.4) σώζονταν μέχρι των χρόνων του ο κάλως «ἀμπελίνοις ὁμοῦ πεπλεγμένος καὶ κισσοῦ κλήμασι», δια του οποίου έζευξε τον Ευφράτη ο Διόνυσος. Τις παραδόσεις αυτές καλλιέργησαν βραδύτερον και οι Ρωμαίοι, οι οποίοι τον θρίαμβο του Βάκχου θεωρούσαν ως εικόνα ιδεώδη του θριάμβου της Ρώμης κατά των ασιατικών λαών. Άλλωστε, ως ταυτίστηκε προς τον Διόνυσο ο Σαβάζιος της Φρυγίας και ο Όσιρις βραδύτερα της Αιγύπτου, ταυτίσθηκε προς αυτόν και ο Liber Pater των Ρωμαίων.
Ο Διόνυσος στο Ικάριο. Ανάγλυφη παράσταση (Ανάγλυπτη παράσταση). (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σελ. 409)
Ουδενός των αρχαίων θεών η λατρεία ήταν τόσο διαδεδομένη, όσο η του Διονύσου. Την διάδοση δε αυτής μαρτυρεί το πλήθος των περί αυτού μύθων, το όποιον ανάγκασε τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, προς αποφυγήν της συγχύσεως, να δέχονται πολλούς Διονύσους ή Βάκχους ο Διόδωρος δέχονταν 3, ο Κικέρων 5 και άλλοι 7, το πλήθος των επιθέτων αυτού (ανέρχονται εις 140 περίπου), το πλήθος των Ιερών και βωμών του (στην Αθήνα είχε 14 βωμούς σε ανάμνηση ότι 14 ήσαν τα τεμάχια στα οποία διαμελίσθηκε, ή 14 οι διαμελίσαντες -7 Τιτάνες και 7 Τιτανίδες-) και το πλήθος των εορτών του. Ήταν δε η λατρεία του όχι πανελλήνιος μόνον, αλλά παγκόσμιος και αρχαιότατη, ως μαρτυρεί η εν Βοιωτία, ένθα πλάστηκε και ο πρώτος περί αυτού ελληνικός μύθος, λατρεία αυτού ως Διονύσου Ενδένδρου, η οποία υπενθυμίζει τους αρχαιότατους χρόνους της δενδρολατρείας, ως Διονύσου Στύλου και ως Διονύσου Περικιονίου (στην Θήβα), και τα ίχνη της σε αυτόν ανθρωποθυσίες στην Ποτνία, όπου λατρεύονταν ως Αιγοβόλος, διότι ο ίδιος ο θεός αντικατέστησε με αίγα το ωραίο παιδί, το οποίο θυσιάζονταν στον βωμό του κατά χρησμό του μαντείου των Δελφών. Εκ των πολλαπλών δε εορτών του άξιες μνείας είναι ιδίως τα υπό των Θυιάδων τελούμενα όργια του Διονύσου ανά διετία μεν εις την κορυφή του Παρνασσού και ανά τριετία (τριετηρικά) στα στενά του Κιθαιρώνα, τα εν Αλέα της Αρκαδίας «Συφέρεια», κατά την τέλεση των όποιων μαστιγώνονταν οι γυναίκες (λείψανο ανθρωποθυσίας), τα στην Πελλήνη «Λαμπτήρια», κατά την τέλεση των οποίων τοποθετούσαν ανά τις οδούς της πόλεως κρατήρες πλήρες οίνου, τα εν Ήλιδα «Θύϊα», μυστική τις τελετή κατά το έαρ τελούμενη στα όρη της πόλεως Γυθείου Λαρυσίας, ο εν Σπάρτη άγων των Διονυσιάδων, και προ πάντων στην Αττική τελούμενες εορτές αυτού «Κατ᾽ ἀγροὺς» ή Μικρά Διονύσια», κοινό όνομα της στα χωριά της Αττικής εορτής του Διονύσου, ήτις κατά τόπους είχε και ίδια ονόματα (τα εν Πειραιά, Αγριώνεια, Άλωα, Ασκώλια κλπ.) και ήταν η αρχαιότατη πασών, συνδεδεμένη και με την περί του βασιλέως Ικαρίου παράδοση, «Λήναια», «Μεγάλα» ή «ἐν ἄστει Διονύσια», «Ἀνθεστήρια», ήτις υπό πολλών ταυτίζεται με τα «Λήναια» και θεωρείται η αρχαιότερα πασών, «Ὡσχοφόρια», κατά τα οποία μία πομπή από νεανίες κρατώντας κλήματα αμπέλου με σταφύλια (ώσχους) μετέβαινε από το Λήναιο εις το Ιερόν της Σκιράδος Αθηνάς στο Φάληρο και «Ἐλευσίνια μυστήρια», διότι και στην εορτή αυτή είχε το μέρος του ο σφετεριστής αυτός θεός υπό το όνομα Ίακχος (εκ του ιαχή ίσως). Κατά την έκτη μέρα της εορτής αυτή, η οποία ήταν και η ιερότερη όλων, μεταφέρονταν το άγαλμα του Ίακχου, υιού της Δήμητρας ή της Κόρης, κατά τους μύθους της εορτής αυτής, στεφανωμένο με μύρτον και κρατούσε λαμπάδα εις το χέρι από την Αθήνα εις την Ελευσίνα δια της ιερής οδού συνοδευμένο υπό απείρου πλήθους προσκυνητών (30 χιλιάδων), εκπέμποντας χαρμόσυνους επιφωνήσεις και ψάλλοντος ύμνους. Εξαιρετικώς ετιμάτο ο Διόνυσος και στους Δελφούς, όπου δεικνύονταν και ο τάφος του κοντά στον Ομφαλό και κοσμούσε δια της εικόνας του και των εικόνων των ακολούθων του τα αετώματα του ναού, οιονεί συνιδιοκτήτης ων μετά του Απόλλωνος. Πλην των ειρημένων εορτών πλείστες ήσαν και οι άλλες εορτές αυτού στην αρχαία Ελλάδα, όπου λατρεύονταν με τα επώνυμα Αἰγοβόλος, Ἀκρατοφόρος, Αἰσυμνήτης, Ἀνθεύς, Ἄνθιος, Ἀροεύς, Αὐξίτης, Βάκχιος, Βούκερως, Δασύλλιος, Ἐλευθερεύς, Κάδμιος, Καλυδώνιος, Κισσός, Κολωνάτας, Κρήσιος, Λαμπιήρ, Λευκυανίτης, Λάσιος, Μελάναιγις, Μελπόμενος, Μεσαλεύς, Μύστης, Νυκτέλιος, Πατρῷος, Πολίτης, Σαώτης, Ταυρόκερως, Ταυρομέτωπος, Ταυρόμορφος, Φαλήν, Ψίλαξ, Ὠμηστής κ. ά., στην αρχαία Ρώμη, όπου από τις αρχές του Ε΄ αιώνα είχε κοινό ναό μετά της Δήμητρας και Περσεφόνης και τελούνταν προς τιμήν του τα «Βαχανάλια» και «Λιμπεράλια», στα όρη Τμώλω της Λυδίας, και αλλού. Ιερά ζώα του Διονύσου ήσαν όσα ιδίως διακρίνονταν δια την ισχύ τους και την ακινησία τους, ως ο λέων, η τίγρης, ο ταύρος, η αίγα, ο τράγος, ο όνος, το δελφίνι κ. ά. και εκ των φυτών η άμπελος, ο κισσός. Κατά την τέλεση των οργίων των Διονυσίων και πάσης του Διονύσου εορτής προηγούνταν ο φέρων τον φαλλό, σύμβολο της παραγωγικής δυνάμεως της φύσεως, εορταστής μετά των αυλητών και τυμπανοκρουστών, χορεύονταν ο άσεμνος χορός κόρδαξ και ήδοντο κώμοι και φαλλικά άσματα.
Η τιμωρία των Τυρρηνών πειρατών υπό του Διονύσου. [Μνημείο του Λυσικράτη Αθήνα] (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σελ. 410)
Όπως εις την ερμηνεία πάντων των πολύπλοκων μύθων, έτσι και στην ερμηνεία των μύθων του Διονύσου αφετηρία υπήρξε η πρώτη μορφή του περί Διονύσου μύθου, όπως παραδόθηκε αυτή από τον Όμηρο. Ο κρυμμένος λοιπόν εκ φόβου στην θάλασσα Διόνυσος (Διώνυσσος βοιωτ., Διώνυσος επικ., Δεύνυσος Ιων., Ζέννυσος αιολ.), θεός της φανταστικής κοιλάδας Νύσης (ή του όρους Νυσηΐου)- όπου τοποθετείται στην Βοιωτία, Θράκη, Θεσσαλία, Εύβοια, Νάξο, και ακόμη στην Καρία, Λυδία, Καππαδοκία, Αραβία, Ινδία και γενικά σε κάθε χώρα, στην οποία λατρεύονταν ο Διόνυσος-, κατά τους αρχαίους μυθογράφους και ερμηνευτές (εκ της ετυμολογικής παρερμηνείας της λέξης Διόνυσος πλάσανε την φανταστική κοιλάδα), ή Διός κούρος (νύσα =νύμφη, κόρη), κατά την επικρατέστερη νεότερη ερμηνεία, καταδιωχθείς υπό του απειλήσαντος να φυλακίσει αυτόν Λυκούργου (λύκος = φώς, εἵργνυμι), του υιού του Δρύαντος (δρυμός, δάσος), είναι ο ήλιος, τον οποίον φυλακίζει με τα νέφη του ο βαρύς χειμώνας. Γεννήθηκε εκ του Διός (ουρανού) εν μέσω αστραπών και βροντών και κεραυνών, οι οποίοι φέρνουν μεν τον όλεθρο στα πλάσματα της γης, γίνονται όμως και αίτιοι, δια των ευεργετικών βροχών, οι οποίες επακολουθούν τα φυσικά αυτά φαινόμενα, να δημιουργηθεί νέα βλάστηση, νέα ζωή, και της Σεμέλης, προσωποποιήσεως της οργώσεως της βλάστησης κατά το έαρ γης. Τροφοί του είναι οι Νύμφες, δηλαδή οι ζωογονούσες την νέα βλάστηση πηγές. Εξ όλων των φυτών όμως διακρίνεται, ως ευεργετικότερο δια τον άνθρωπο, το κλήμα της αμπέλου, της οποίας ο καρπός είναι το εκλεκτότερο δώρο της μητρός Φύσεως. Τον εξαιρετικό αυτόν καρπό θεοποίησαν στον Διόνυσο, τον όποιον με στοργή φυλάττει το κλήμα με τα φύλλα του από τις φλογερές ακτίνες του ηλίου. Οι περιπετειώδεις πορείες του θεού είναι η διάδοση της καλλιέργειας της αμπέλου. Η ευθυμία και η χαρά τις οποίες δοκιμάζει κατά την πορεία του, ο θρίαμβος και τα πάθη του κατ’ αυτήν, ως και ο θάνατος και η αναβίωση του, είναι το φυσικό φαινόμενο του χρόνου με τις εποχές του, την άνοιξη η οποία σκορπίζει την ευθυμία και την χαρά, το θέρος το φιλοδωρούν τα ευλογημένα δώρα του, το φθινόπωρο με τους πρώτους διωγμούς του και το χειμώνα, ο οποίος φέρει τον θάνατον στην φύση. Η καρδιά του, η οποία μόνη έμεινε ζωντανή κατά τον διαμελισμό του υπό των γιγαντόσωμων και τερατόμορφων θεών του σκότους (των Γιγάντων), είναι ο πυρήνας του καρπού του φυτού ο διαφυλαχθείς στην γη δια να επαναγάγει στη ζωή το φυτό εκ του οποίου παρήχθη. Εις την περί του Διονύσου εν Ικαρία της Αττικής παράδοση, η κρεμασθείσα Ηριγόνη (ἤρι-ἔαρ-γεν) είναι η κρεμασμένη εκ του κλήματος της αμπέλου σταφυλή. Στον μύθο του Διονύσου και της Αριάδνης η εγκαταλειμμένη ερωμένη του Θησέα (ηλιακής θεότητας) σύζυγος του Διονύσου και μητέρα του Σταφύλου, είναι η θηλυκή προσωποποίηση της βλαστήσεως. Κοιμάται και ξυπνά, αποθνήσκει και αναζητά και αυτή, όπως ο Διόνυσος, έχει δηλαδή τις ίδιες περιπέτειες με τον σύζυγό της. Ειδικότερα όμως οι περιπέτειες και τα παθήματα του Διονύσου είναι οι περιπέτειες και τα παθήματα του κλήματος της αμπέλου: ο φλογερός ήλιος καίει αυτό, ο βαρύς χειμώνας καθιστά νεκρό (ξηρό) και ο άνθρωπος ακρωτηριάζει. Την δε σταφύλη του, ήτις κρύπτεται δια να διαφύγει τους κινδύνους, καταπατεί και συνθλίβει ο άνθρωπος στο ληνό. Εκ πασών λοιποί των ερμηνειών των επί μέρους μύθων του Διονύσου προκύπτει, ότι ο θεός αυτός ήταν η προσωποποίηση του ηλίου εν αρχή και της αναγεννώμενης δια των ζωογόνων ηλιακών ακτίνων φύσεως έπειτα. Οι δε περιπέτειες του βίου του είναι οι ετήσιες καιρικές μεταβολές (εποχές του έτους) και οι κατά την διάρκεια του έτους μεταμορφώσεις της βλαστήσεως και ειδικότερα του κλήματος της αμπέλου και της σταφυλής. Επειδή δε εξ όλων των σπόρων, οι οποίοι είναι τα σύμβολα της νεκραναστάσεως της φύσεως, ο ιερότερος και ευεργετικότερος δια τον άνθρωπο είναι ο κόκκος του σίτου, ιερού φυτού της Δήμητρας (προσωποποίησης της γης μητρός), δια τούτο η λατρεία του Διονύσου, θεού συγγενούς, αναμίχθηκε μετά της λατρείας της Δήμητρας και όπως η εξαφανιζόμενη από την γη, διά της αρπαγής της υπό του Πλούτωνα, και επανερχόμενη σε αυτήν Περσεφόνη ή Κόρη είναι ή θήλεια προσωποποίηση της νεκρούμενης και αναγεννημένης φύσεως, έτσι και ο Ίακχος Διόνυσος, τέκνο και αυτός της Γης μητρός, ή αρσενική προσωποποίηση αυτής. Όπως δε ως συγγενής θεότητα προς τις θεότητες των Ελευσίνιων μυστηρίων Δήμητρα και Κόρη έλαβε την θέση του ο Διόνυσος στη μυστηριώδη εκείνη λατρεία των μεγάλων του κόσμου νόμων, της ζωής και του θανάτου, έτσι έλαβε την κυρίαρχο θέση του και στα μυστήρια, των Ορφικών, τα οποία, όπως πάντα τα μυστήρια συνδέονταν με την λατρεία των θεοτήτων της γης, τα οποία κατέχουν το μυστικό της ζωής και του θανάτου, ταυτίστηκε προς τον Ζαγραίο, ο οποίος ήταν η προσωποποίηση του φαινόμενου του θανάτου και της επιστροφής στη ζωή. Έτσι δια της εξελίξεως την οποίαν έλαβε ο αρχικός πυρήνας των μύθων του Διονύσου, ο θεός αυτός έγινε η γόνιμη και άφθονη της γης παραγωγικότητα, η επί πάσα την γη κυκλοφορούσα ζωή, ήτις είναι αιωνία, διότι το φαινόμενο του εξαφανισμού και το φαινόμενο του θανάτου σε αυτή είναι μόνον στους μετασχηματισμός των πλασμάτων της φύσεως, η δε λατρεία του, κατά την οποίαν γίνονταν και ωμοφαγία (σαρκών ταύρου) μέχρι των χρόνων του Θεμιστοκλέους, διότι οι εορτάζοντες πίστευαν ότι έτρωγαν σάρκα και έπιναν αντί αυτού του θεού και λάμβαναν έτσι θεία δύναμη, έγινε μυστικισμός, ο οποίος ήταν μία έκσταση, μυστηριώδη επικοινωνία με τον Διόνυσο, επικοινωνία ήτις ήταν καθαρμός της ψυχής και εξαγνισμός της ζωής και παρείχε χρηστές ελπίδες δια την μέλλουσα ζωή.
Ο Βάκχος στηρίζεται επί του Αμπέλου μεταμορφούμενου εις το ομώνυμο φυτό (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σελ. 411)
Διά των μύθων του, της λατρείας του και των εορτών του, ο θεός Διόνυσος υπήρξε από του ΣΤ΄ π. Χ. αιώνα ο κύριος εμψυχωτής της αρχαίας θρησκείας και της αρχαίας ελληνικής ποιήσεως και καλλιτεχνίας. Ενέπνευσε τον διθύραμβο, ο οποίος ήταν ύμνος προς τον Διόνυσο, λυρικό άσμα με περιεχόμενο τις περιπέτειες του ολβιόδωρου θεού. Ζωογόνησε τις αρχαίες εορτές και διά της ελευθερίας η οποία επικράτησε στις δικές του εορτές ενέπνευσε στους ποιητές του διθυράμβου τους νεωτερισμούς εκείνους, δια των οποίων ήλθε εις φως εκ των σπλάγχνων του διθυράμβου η αθάνατη αττική τραγωδία. Δια της λατρείας του Διονύσου έλαβε νέα ζωή η μουσική και ο χορός, και κίνηση η γλυπτική και ζωγραφική. Εκτός των διθυράμβων, των οποίων το περιεχόμενο ήταν οι περιπέτειες του Διονύσου, άπειρες είναι στον αριθμό οι αρχαίες τραγωδίες, οι οποίες θέμα είχαν τους μύθους του Διονύσου, ως οι «Ἠδωνοί», «Βασσάραι», «Νεανίσκοι» και «Λυκοῦργος», συναποτελούν την τετραλογία «Λυκούργειαν», «Πενθεύς», «Ξάντριαι», «Σεμέλη» (ή «Ὑδροφόροι») και «Διονύσου τροφός», συναποτελούν ετέρα τετραλογία, του Αισχύλουυ, η «Ἡριγόνη» του Φρυνίχου και η «Ἡριγόνη» του Σοφοκλέους, ή «Λυκούργεια» (τριλογία) του Πολυφράδμονος, υιού του Φρυνίχου, οι «Βάκχαι» του Ευριπίδη, στις οποίες ο χορός αποτελείται από τις πλασθείσες υπό της φαντασίας του ποιητή Βάκχες, οι οποίες κατασκεύαζαν στεφάνια από όφεις, θήλαζαν λυκιδείς, κτυπούσαν με τους θύρσους τους βράχους δια ν’ αναβλύσουν εξ αυτών πηγές γάλακτος και χείμαρροι οίνου, καταξέσχιζαν άγρια θηρία και καταβρόχθιζαν ασπαιρούσας τις σάρκες τους, οι «Βάκχαι» του Ξενοκλέους. Οι μύθοι του Διονύσου είναι το περιεχόμενο των «Διονυσιακῶν» του Νόννου και εκλεκτών στίχων του Οβιδίου στις «Μεταμορφώσεις» του (βιβλ. Γ΄), διακοσμούν δε πλείστα άλλα έργα αρχαίων ποιητών. Όπως δε οι ποιητές όχι μόνο εμπνεύστηκαν από τους αρχαίους μύθους του Διονύσου, αλλά και με ελευθερία μεταρρύθμισαν αυτούς, έτσι και οι αρχαίοι καλλιτέχνες. Αρχαιότατες εικόνες του Διονύσου ήσαν πάσσαλοι βυθισμένοι εντός της γης ή κορμοί δένδρου (ως ο εύδενδρος Διόνυσος της Βοιωτίας), οι οποίοι κατά τις εορτάσιμες ημέρες κοσμούνταν κληματίδες και κισσό, ενδύονταν πολυτελώς και καλύπτονταν στη κορυφή με προσωπίδα η οποία προσέδιδε στον κορμό ανθρώπινη μορφή. Εικόνα τέτοιου αρχαϊκού ειδώλου διασώθηκε σε ένα αγγείο του μουσείου της Νεαπόλεως. Στα ειδώλια αυτά προσθέτονταν πολλές φορές και το σύμβολο της γονιμοποιού και παραγώγου δυνάμεως του Διονύσου, ο φαλλός, τοιούτο δε ξόανο ήταν στην Μηθύμνη της Λέσβου λατρευόμενο υπό την επωνυμία Διόνυσος Φαλλήν (Παυσ. Χ 19.3), του οποίου εξέλιξη ήταν ο με χαρακτηριστικά ιθυφαλλικού Ερμή απεικονιζόμενος στα νομίσματα της Μυτιλήνης Διόνυσος. Μετά τον ειρημένο τύπο του Διονύσου επικράτησε ό τύπος του ανδρικού και γενειοφόρου θεού, μετ’ αυτόν δε ο τύπος του θεού με την αιωνία εν ακμή νεότητα. Ο αρχαϊκός τύπος, ο του πωγωνέτου ή καταπώγωνος Διονύσου, διασώθηκε στα νομίσματα της Θάσου και της Νάξου και σε μερικά μελανόμορφα αγγεία, στα όποια παρίσταται ο Διόνυσος με σφηνοειδή πώγωνα στεφανωμένος με κισσό και φορών μακρύ χιτώνα. Κατά τον αιώνα του Περικλή ο Διόνυσος εκθηλύνεται υπό την επίδραση των ασιατικών θεοτήτων. Αντί μακρύ χιτώνα φέρει την γυναικεία εσθήτα βασσάρα και επ’ αυτής τον άνευ χειρίδων βραχύ κροκωτό χιτώνα και αντί στεφάνου εκ κληματίδων κισσού κρήδεμνο (η τοιαύτη μορφή του διασώθηκε επί ανάγλυφου μαρμάρινου κρατήρα, αποκειμένου στο μουσείο της Νεαπόλεως). Από των χρόνων του Πραξιτέλους ο Βάκχος παρίσταται ως νεανίας με ελκυστικό κάλλος και ευτραφή τα μέλη, με πλούσια κόμη, ήτις ή κυματίζει στους ώμους του ή είναι προσδεμένη με ταινία. Είναι εντελώς γυμνός ή φέρει νεβρίδα επί των ώμων ή περί την οσφύν, και το νεανικό, αβρό και λεπτοφυές εν γένει σώμα τον ομοιάζει περισσότερο με σώμα παρθένου ή νευρώδους εφήβου του γυμναστηρίου. Αλλά και υπό μορφή ζώου πολλές φορές απεικονίσθηκε ο Διόνυσος, ιδίως ταύρου (διασώθηκε δε ανάγλυφη αυτού εικόνα τέτοια σε δακτυλιόλιθο, ένθα μεταξύ των κεράτων του ταύρου απεικονίζονται οι τρεις χάριτες). Εκ των ανοκοδομηθέντων προς τιμήν του Διονύσου κατά τους αρχαίους χρόνους ιερών και ναών και των αγαλμάτων και ανάγλυφων ή γραπτών εικόνων του (ζωγραφιών) φημίζονταν ιδίως τα εξής έργα: ο μεγαλοπρεπής εν Αθήνα ναός του, ο προ του θεάτρου του Διονύσου (υπήρχε και έτερος ναός του θεού εντός του αυτού περιβόλου), ο οποίος είχε μήκος 22 μέτρων και πλάτος 10,50, το αφιερωμένο σε αυτόν θέατρο, το άριστο των ελληνικών θεάτρων, και το εν τω σήκω του ναού χρυσελεφάντινο άγαλμα του θεού, θαυμάσιο έργο του Αλκαμένους (και άγαλμα του θεού έτερο, Διονύσου του Ελευθερέως, υπήρχε, του οποίου ο Ιερεύς είχε και τον τον καλύτερο στο θέατρο θρόνο). Φημισμένες ήσαν και οι ζωγραφιές του ναού, των οποίων θέματα ήσαν η ανάβαση στον ουρανό του Ηφαίστου, παραπεισθέντος υπό του Διονύσου, η τιμωρία του Πενθέα και του Λυκούργου, ο απόπλους του Θησέα ενώ κοιμάται η Αριάδνη και η κατά την ώρα εκείνη άφιξη εις Νάξο του Διονύσου. Εκ των αρίστων από των μύθων του Διονύσου (του μύθου των Τυρρηνών πειρατών) εμπνευσμένων έργων είναι η ανάγλυπτη σύνθεση του χορηγικού μνημείου του Λυσικράτη, στην οποίαν παρίσταται ο Διόνυσος καθήμενος ήρεμος και παίζοντας με λέοντα, στον οποίο προσφέρει κύπελο, τέσσερις Σάτυροι εκ των οποίων δεξιά και αριστερά του θεού ανά ένας αναπαύεται και δύο άλλοι αντλούν εντός αμφορέα. Άλλοι Σάτυροι μάχονται κατά των πειρατών με θύρσους και φλεγόμενους πυρσούς. Εξ αυτών άλλους κτυπούν, άλλους φονεύουν και άλλους ρίπτουν στην θάλασσαν, όπου είναι καταφανές δια της δεξιότητας του γλύπτη ότι μεταμορφώνονται σε δελφίνια. Εκ των άξιων λόγου αγαλμάτων του Διονύσου ήταν και το εν ωδείο των Αθηνών. Πλην όμως των Αθηνών και του Πειραιά όπου, υπό ιδιώτες είχαν ανεγερθεί ναοί προς τιμήν του Διονύσου, υπήρχαν και στη λοιπή Αττική ναοί και βωμοί αυτού, όπως στην Φλυούντα, Αχαρνές, όπου λέγονταν ότι το πρώτο φύτρωσε το ιερό φυτό του, ο κισσός, στα Μέγαρα όπου λατρεύονταν ως Νυκτέλιος, στις Ελευθερές, όπου κομίσθηκε και το πρώτο στην Αθήνα ξόανο αυτού. Και αλλού της τε ηπειρωτικής Ελλάδος (όπως στην Αργολίδα, όπου στην παρά την Λέρνην Αλκυονία λίμνη, δια της οποίας κατήλθε στον Άδη, τελούνταν και μυστική νυκτερινή τελετή), στην Πάτρα, όπου καλούνταν Καλυδώνιος, Αρσεύς, Άνθιος και Μεσαλεύς, και των αποικιών υπήρχαν και ξόανα και αγάλματα και ιερά και θέατρα παρ’ αυτά του δημοφιλέστατου τούτου θεού. Εις πλείστες δε των πόλεων, εκτός των ιερών αυτού (ως εν Πειραιά, Ρόδο, Τέα, Τανάγρα και αλλού), υπήρχαν και θίασοι, ιεροί δηλαδή σύλλογοι, «Διονυσιασταὶ» καλούμενοι, οι οποίοι επιμελούνταν της λατρείας του θεού αυτού, ως και σύλλογοι των περί τον Διόνυσο τεχνιτών (στην Αθήνα, στην Κόρινθο, όπου ονομάζονταν «τὸ κοινὸν τῶν περὶ τον Δοόνυσον τεχνιτών τῶν ἐξ Ἰσθμοῦ καὶ Νεμέας», στην Μ. Ασία, Τέα διατελών υπό την προστασία των Αττάλων), των προγόνων δηλαδή των σημερινών ηθοποιών και σκηνοθετών.
Εκ των διασωθέντων αρχαίων μνημείων τέχνης, τα οποία οι δημιουργοί του εμπνευστήκαν εκ των μύθων του Διονύσου, τα καλύτερα είναι η ανάγλυφη παράσταση του θριάμβου του κατά των Τυρρηνών πειρατών στο χορηγικό μνημείο του Λυσικράτη, η στο ετρουσκικό κάτοπτρο αποκειμένη στο μουσείο της Νεαπόλεως παράσταση της γεννήσεως του, η παράδοση αυτού στην νύμφη Νύσα επί μαρμάρινου κρατήρα του μουσείου Νεαπόλεως, ο Θίασος του Διονύσου επί αγγείου ευρισκομένου στη Βιέννη, ο Θρίαμβος του Διονύσου ως κατακτητή της Βακτριανής, ο Διόνυσος στο Ικάριο (ανάγλυφη παράσταση), ο Λυκούργος διαμελίζων τον υιό του επί σαρκοφάγου της Βίλλας Αλμπάνι, η τρυφερά περίπτυξη Διονύσου και μητρός του επί ετρουσκικού κατόπτρου και ταύρος διονυσιακός. Έκτος όμως των ειρημένων και πλείστα άλλα αγάλματα αυτού πληρούν τα μουσεία των ευρωπαϊκών κρατών. Παρίσταται δε εις αυτά ο θεός είτε μόνος κατά διαφόρους ηλικίας και καταστάσεις (ως παιδί στην Δρέσδη, σε ανάπαυση σε τρία αγάλματά του στο Λούβρο, κατακεκλιμένος επί δέρματος πάνθηρα, ομοίως στο Λούβρο, πίνων εκ κυπέλλου κ.ο.κ.), είτε σε σύμπλεγμα με άλλους (ως σε μέθη στηριζόμενος υπό του Ακράτου και του Σταφύλου, σε σύμπλεγμα με το Αμπέλι, σε σύμπλεγμα μετά Βακχών, σε σύμπλεγμα μετά του Σιληνού, ο οποίος κρατεί αυτόν, βρέφος όντα, και προσβλέπει μετά πολλής στοργής, σε σύμπλεγμα μετά της Λευκοθόης, όπερ είναι εκ των καλλίστων και απόκειται στην γλυπτοθήκη του Μονάχου κ.ο.κ.). Ω δε ενέπνευσε με τους περί αυτού μύθους τους αρχαίους ποιητές και καλλιτέχνες, ο Διόνυσος ο οποίος υπήρξε το ιδεώδες του Μ. Αλεξάνδρου, το υπόδειγμα του βίου του Δημήτριου του Πολιορκητή και ο προσφιλής θεός του Πόντου του Μιθριδάτη, ο οποίος και επωνομάζονταν από αυτόν Διόνυσος και Εύιος, έτσι ενέπνευσε και νεώτερους ποιητές και καλλιτέχνες. Ο Redi έγραψε τον διθύραμβό του «Bacco in Toscana» σως ύμνο του οίνου. Ο Ν. Πουσέν επνεύστηκε στον εν μουσείο του Μομπελλιέ πίνακά του, ο Μιχ. Άγγελος εκείνον στην Φλωρεντία, ο Γκουΐντο εκείνον στην δρέσδη και ο γλύπτης Περρώ ελάξευσε την εικόνα του αρχαίου θεού σε μάρμαρο.
Βιβλιογραφία.
1. Τα ειδικά περί της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας συγγράμματα και ιδίως η μυθολογία της αρχαίας Ελλάδας του P. Decharme (μετάφρ. Α. Αδαμαντίου) και Griech. Myth. του Preller.
2. Μυθολογικό λεξικό του Roscher
3. Το ειδικά περί αρχαιοτήτων λεξικά (όπως του Daremberg et Saglio)
4. Τα εγκυκλοπαιδικά λεξικά (ιδίως του Pauly-Wissova)
5. Mittelhaus, De Bacco Attico
6. Maury. Hist. des religions de la Grece
7. J. Girard, LE sentiment religieux en Grece
8. Οι αρχαίοι Έλληνες και λατίνοι μυθογράφοι, ποιητές και συγγραφείς και ιδίως ο Όμηρος αποσπ. ομ. ύμνων, ο Ευριπίδης, ο Ηρόδοτος, ο Παυσανίας, ο Διόδωρος, ο Πλούταρχος, ο Απολλόδωρος, ο Νόννος, ο Οβίδιος κ.λ.π.
9. Τα διασωθέντα αρχαία μνημεία των μύθων του Διονύσου (μνημείο Λυσικράτη, αγγεία κ.τ.λ.)
Πηγή: Γεράσιμος Δ. Καψάλης, Πρόεδρος Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σσ. 407 - 411
«Ο Διόνυσος έριξε τη μανία στο Λυκούργο. Αυτός λοιπόν στην τρέλα του επάνω δίνει μια τσεκουριά και σκοτώνει το γιο του Δρύαντα. Κι επειδή η γή έμεινε άκαρπη ο θεός χρησμοδότησε ότι θα ξανακαρπίσει όταν θανατωθεί ο Λυκούργος. Μόλις τ άκουσαν οι Ηδωνοί τον έσυραν στο Παγγαίο όρος όπου σύμφωνα με την επιθυμία του Διόνυσου πέθανε από τις κλωτσιές των αλόγων. Αφού ο Διόνυσος πέρασε τη Θράκη ήρθε στη Θήβα και ανάγκασε τις γυναίκες να αφήσουν τα σπίτια τους και να επιδίδονται σε βακχικά όργια στον Κιθαιρώνα. Ο Πενθεύς, βασιλιάς της Θήβας εμπόδιζε να γίνονται όλα αυτά. Όταν όμως πήγε στον Κιθαιρώνα να κατασκοπεύσει τις Βάκχες, έγινε κομματάκια από την ίδια του τη μάνα την Αγαυή. Κι αφού έδειξε στους Θηβαίους ο Διόνυσος ότι είναι θεός, ήρθε στο Άργος. Κι εκεί, επειδή δεν τον τιμούσαν, έκανε τις γυναίκες μαινάδες να παίρνουν τα βουνά με τα μωρά στο βυζί και να τρέφονται από τις σάρκες των ίδιων των μωρών τους. (..) Έτσι οι άνθρωποι πίστεψαν ότι είναι θεός και τον τιμούσαν.» (ΠΗΓΗ: Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη, εκδ. Αφών Τολίδη).
Επίσης στο έργο του «Βάκχες» ( στ. 1345 - 1350) ο Ευριπίδης αφού μας εξιστορεί πως ο Διόνυσος έκανε τις Γυναίκες μαινάδες, μας μιλά για τον Κάδμο, ο οποίος ζητά συγχώρεση για την φρικτή τιμωρία που του έχει επιβληθεί, μόνο και μόνο, για να συναντήσει την κακότητα και την μνησικακακία του αιμοδιψούς Διονύσου.
Μια άλλη μαρτυρία της μη ελληνικότητας και τόσο αρχαίας καταγωγής του Διονύσου βρίσκουμε στον Παυσανία 12, 5, Σχ. Εσι Αριστοφ. Αχαρ. Στ. 243 όπου αναφέρει τον Πήγασο, ιερέα του Διόνυσου εξ ελευθέρων της Βοιωτίας ο οποίος πήγε στην Αθήνα το άγαλμα του θεού θέλοντας να εισαγάγει την λατρεία του. Οι Αθηναίοι δεν ήταν πρόθυμοι γι’ αυτό ο Διόνυσος προσέβαλε τα αιδοία των Αθηναίων ανδρών με νόσο την οποία δεν μπορούσαν να θεραπεύσουν, εξαναγκάζοντάς τους να τον λατρεύσουν φτιάχνοντας φαλλούς προς την χάρη του.
Οι Τιμωρίες στις οποίες επέβαλε ο Διόνυσος τους Ανθρώπους, επειδή αρνήθηκαν να τον λατρεύσουν...Από την τραγωδία ΒΑΚΧΕΣ του Ευριπίδη, σε μετάφραση Παντελή Πρεβελάκη.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ: Ορίζουν οι θεοί και δίκια κρίνουν! Ο θεός ο Διόνυσος, Θηβαίοι, μιλάει που απ' της Σεμέλης και του Αία το γάμο γεννήθηκε στη χώρα σας· ωστόσο, εσείς τον αψηφούσατε! Και πρώτος εστάθη ο βασιλιάς σας στην ασέβεια, που από θυμό και φθόνο κινημένος τον ευεργέτη του με λόγους κ' έργα τον πρόσβαλε· για τούτο κ' έχει λάβει θάνατο ντροπιασμένο απ' τους δικούς του. Αμή και σας, Θηβαίοι, σας περιμένουν πολλά δεινά, που δε θα τ' αποκρύψω: στην εξορία θα σύρετε μιά μέρα και δε θα ξαναδείτε την πατρίδα. Όσο για την Αγαύη και τις κόρες του Κάδμου, θα μισέψουν απ' τη Θήβα, γιατί 'ναι μολεμένες απ' το φόνο. Και, Κάδμο εσύ, πολλά μέλλεις να πάθεις.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ (Στον Κάδμο):
1330 Μορφή θ' αλλάξεις και θα γενείς Φίδι, κ' η θυγατέρα του Άρη, η Αρμονία, πού, αν και θνητός, γυναίκα σου την πήρες, όψη θεριού θα λάβει και θα μοιάσει φιδιού κι αυτή. Σε βοδαμάξι απάνω, καθώς το λέγει ένας χρησμός του Δία, με τη γυναίκα σου μαζί θα τρέχεις, σε στρατόν αρχηγεύοντας βαρβάρων.
1335 Πολιτείες πολλές θα να πατήσεις με αρίφνητο φουσάτο· το μαντείο, ωστόσο, του Λοξία σα διαγουμίσουν, θα πάρουν μαύρους δρόμους να γυρίσουν. Αλλά την Αρμονία κ' εσένα ο Άρης θα σας γλιτώσει, θα σας πάει στη χώρα των μακάρων, να δείτε καλό τέλος.
1340 Εγώ τα λέγω, ο Διόνυσος, του Δία κι όχι θνητού το τέκνο· φρονιμάδα αν εδείχνατε, αντί να την αρνιέστε, θά 'χατε σύμμαχο το γιο του Δία και θάν ήσασταν τώρα ευτυχισμένοι.
ΚΑΔΜΟΣ: Διόνυσε, σ' αδικήσαμε, έλεος κάμε !
ΔΙΟΝΥΣΟΣ:
1345 Τώρα είν' αργά· ποιός μ' ήξερε όταν έπρεπε;
ΚΑΔΜΟΣ: Αχ, ναί· μα η τιμωρία σου παραπήγε.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ: Μ' αψηφούσατε δα, θεός κι ας ήμουν !
ΚΑΔΜΟΣ: Δεν πρέπει σα θνητοί οι θεοί ν' αγριεύουν.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ: Παλιόθε τα όρισε έτσι ο Δίας ο κύρης μου.
ΑΓΑΥΗ:
1350 Αχ, γέρο, μαύρη ξενιτιά μπροστά μας!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ: Ό,τι είναι να γενεί, τί να χρονίζει;
ΚΑΔΜΟΣ: Σε δυστυχία φριχτή βουλιάξαμε όλοι, η άμοιρη εσύ, κ' εγώ, κ' οι αδερφές σου· ξένος θα σύρω ο γέρος σ' άλλους τόπους,
1355 κ' είναι γραφτό να φέρω στην Ελλάδα σμιγαδερό φουσάτο από βαρβάρους. Και του Άρη τη σπορά, την Αρμονία, τη σύζυγο μου, που την άγριαν όψη του φιδιού όπως εγώ θά 'χει και κείνη, σε βωμούς θα τη φέρω και σε τάφους ελληνικούς με αρματωμένο ασκέρι· 1360 και τα δεινά μου τελειωμό δε θα 'χουν· μηδ' όταν τον Αχέροντα περάσω τον υποχθόνιο, θά 'βρω τη γαλήνη.
ΑΓΑΥΗ: Πατέρα, δίχως σου κ' εγώ θα φύγω.
ΚΑΔΜΟΣ:
1365 Τί ήρθες κοντά μου, δόλια θυγατέρα, σαν άπλερο πουλί σε γέρο κύκνο;
ΑΓΑΥΗ: Πού να σύρω διωγμένη απ' την πατρίδα;
ΚΑΔΜΟΣ: Δεν ξέρω, κόρη· λίγη η δύναμη μου.
ΑΓΑΥΗ: Σπίτι, σου αφήνω τώρα γεια, και πολιτεία μου πατρική, μισεύω μες στη συφορά,
1370 διωγμένη από τα μέρη μου.
ΚΑΔΜΟΣ: Κόρη μου, σύρε τώρα στου Αρισταίου...
ΑΓΑΥΗ: Θρηνώ για σε, πατέρα.
ΚΑΔΜΟΣ: Κ' εγώ κλαίγω για σένα και τις άλλες σου αδερφάδες.
ΑΓΑΥΗ: Αληθεία, μαύρη συφορά 1375 ο αφέντης μας ο Διόνυσος έριξε μες στα σπίτια σου !
ΚΑΔΜΟΣ: Φριχτά δα του φερθήκατε, στη Θήβα να μην το προσκυνάτε τ' όνομά του.
ΑΓΑΥΗ: Ώρα καλή, πατέρα.
ΚΑΔΜΟΣ: Ώρα καλή σου
1380 εσένα, κόρη δύστυχη, κι ας είναι δύσκολο να γνωρίσεις καλήν ώρα.
Λίγοι γνωρίζουν πως η ονομασία Ίακχος-Βάκχος του Διονύσου, προέρχεται από το όνομα του αιμοδιψούς Σημιτικού Βαάλ (σημαίνει: Κύριος, Δεσπότης), ο οποίος ήταν ο θρηνούμενος ειδωλολατρικός «θεός». Στην Αρχαία Ελλάδα είχε και το όνομα Υάκινθος (Βάκινθος/Βάκχος) ενώ στην Αίγυπτο ονομαζόταν Όσιρις . Στην Παλαιστίνη ο Θεός αυτός (Βαάλ) ονομαζόταν και Θαμμούζ (σημαίνει: Ιούνιος) και ο θρήνος του γινόταν τον Ιούνιο. Ο μήνας Ιούνιος ονομαζόταν Υάκινθος στην Αρχαία Ελλάδα. Από το Υάκινθος / Βάκινθος προήλθε το Ίακχος-Βάκχος. Αν αφαιρεθούν οι καταλήξεις -ος και -ινθος μας μένει το «υάχ», το οποίο είναι θρηνητικό επιφώνημα των θρηνούντων Ιερέων του «θεού», οι οποίοι ονομαζόντουσαν «Βάκχοι». Άρα ο Βάκχος/Διόνυσος, είναι πιθανότατα μία Σημιτική θεότητα, που καμία σχέση δεν είχε με τους Έλληνες, αλλά επεκράτησε (όπως είδαμε από τα προηγούμενα κείμενα) με την βία, στον Ελληνικό χώρο. Είτε αυτό συνέβη μετά από βιαιότητες Ιερέων/πιστών του, είτε μετά από πολεμική εκστρατεία κάποιου βασιλέα «Διόνυσου» (ο οποίος μπορεί να ήταν και πραγματικό πρόσωπο), ο οποίος ύστερα θεοποιήθηκε.( με αυτό θα συμφωνούσε και ο Αντισθένης (414-365 π.Χ.) ο οποίος αποκήρυξε την θρησκεία της εποχής του γιατί θεωρούσε πως οι θεοί της ήταν θεοποιηθέντες άνθρωποι! [Cicero de Nat. Deor. I,II, 13] ) . Όπως και να έχει το θέμα, ο Διόνυσος/Βακχος ήταν ένας ξένος που έγινε θεός των Ελλήνων με την βία
Αριστερά: Τελετή στην οποία μαστιγώνεται μια γονατιστή γυναίκα προς τιμήν του θεού Διονύσου. (Πομπηία, Βίλλα των Μυστηρίων)
Μέσο: Ο θεός Διόνυσος (Πομπηία, Βίλλα των Μυστηρίων)
Δεξιά: Σάτυρος του Διονύσου (Πομπηία, Βίλλα των Μυστηρίων)
Είναι καθολικά δεκτό ότι οι τοιχογραφίες της Βίλλας των Μυστηρίων δείχνουν σκηνές της Μυστηριακής λατρείας του Διονύσου.
«Μετά δε Στύμφαλόν εστιν Αλέα, συνεδρίου μεν του Αργολικού μετέχουσα και αύτη, ʼλεον δε τον Αφείδαντος γενέσθαι σφίσιν αποφαίνουσιν οικιστήν. Θεών δε ιερά αυτόθι Αρτέμιδός εστιν Εφεσίας και Αθηνάς Αλέας, και Διονύσου ναός και άγαλμα. Τούτω παρά έτος Σκιέρεια εορτήν άγουσι, και εν Διονύσου τη εορτή κατά μάντευμα εκ Δελφών μαστιγούνται αι γυναίκες, καθά και οι Σπαρτιατών έφηβοι παρά τη Ορθία.» (Μτφρ: «Μετά τη Στύμφαλο είναι η Αλέα (χωριό Αλέα πρώην Μπουγιάτι), που και αυτή μετέχει στην αργολική ομοσπονδία. Εδώ υπάρχουν τα ιερά της Εφεσίας Αρτέμιδος, της Αλέας Αθηνάς και του Διονύσου, με άγαλμα του θεού. Κάθε χρόνο τελούν προς τιμήν του τα Σκιέρεια, όπου, σύμφωνα με χρησμό του μαντείου των Δελφών, μαστιγώνονται οι γυναίκες, όπως και οι έφηβοι των Σπαρτιατών στη γιορτή της Ορθίας»] (Πηγή: Περιηγήσεις Παυσανία από την Αργολίδα στην Αρκαδία, Ιστορικά Ελευθεροτυπίας, Νο 249. 19 Αυγούστου 2004 σελ. 13,14).
Πηγή: Euripides Bacchae, edited with Introduction and Commentary by Ε. R. Dodds, Second edition, Oxford, At the Clarendon Press [1960] Μετ. ΛΙΝΑΣ ΚΑΣΔΑΓΛΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΑΘΗΝΑ 1977
Ι. Διόνυσος
1. Η φύση της διονυσιακής θρησκείας
2. Η διονυσιακή θρησκεία στην Αθήνα
II. Παραδοσιακά στοιχεία στις Βάκχες
2. Μαρτυρίες από παλαιότερα διονυσιακά έργα
3. Μαρτυρίες από αγγειογραφίες
III. Οι Βάκχες μέσα στο έργο του Ευριπίδη
Αντίθετα από τις περισσότερες αρχαίες ελληνικές τραγωδίες, οι Βάκχες έχουν για θέμα ένα ιστορικό γεγονόςτην εισαγωγή μιας νέας θρησκείας στην Ελλάδα (1). Όταν έγραφε ο Ευριπίδης, το γεγονός άνηκε πια στο απώτερο παρελθόν, και μόνο η θύμηση του επιζούσε, σε μυθική μορφή· η νέα θρησκεία είχε από καιρό εγκλιματισθεί και είχε γίνει αποδεκτή σαν μέρος της ελληνικής ζωής. Αλλά έμενε πάντα η έκφραση μιας θρησκευτικής στάσης και η ανάμνηση μιας θρησκευτικής εμπειρίας διαφορετικής από οτιδήποτε ανήκε στη λατρεία των πατροπαράδοτων Ολυμπίων θεών και οι δυνάμεις που είχαν απελευθερωθεί και ενσαρκωθεί από την αρχική κίνηση δρούσαν ακόμα με άλλες μορφές στην Αθήνα του Ευριπίδη. Αν πρόκειται να κατανοήσουμε τούτο το έργο, πρέπει πρώτα να γνωρίσουμε μερικά πράγματα σχετικά με τη διονυσιακή θρησκείατην έννοια ορισμένων από τις ιεροτελεστίες της, τη σημασία μερικών από τους μύθους της και τα σχήματα που είχε πάρει στον καιρό του Ευριπίδη. Οι διαφωνίες των κριτικών του 19ου αιώνα θα έπρεπε να μας προειδοποιήσουν ότι, αν προσπαθήσουμε να συλλάβουμε τη σκέψη του ποιητή με μια κατά μέτωπον επίθεση, παραβλέποντας το υπόστρωμα της εποχής του, θα βρεθούμε στο έλεος των προκαταλήψεων των δικών μας είτε των άλλων.
Για τους Έλληνες των κλασικών χρόνων, ο Διόνυσος δεν ήταν μόνον, ούτε καν κυρίως, ο θεός του κρασιού. Ο Πλούταρχος μας το λέει, και το επιβεβαιώνει με ένα χωρίο του Πινδάρου (3), και οι λατρευτικοί τίτλοι του θεού το επιβεβαιώνουν επίσης: είναι Δενδρίτης ή Ένδενδρος, η Δύναμη που ενυπάρχει στο δέντρο· είναι Άνθιος, ο φορέας της άνθησης, Κάρπιος, ο φορέας των καρπών, Φλεύς ή Φλέως, η πλησμονή της ζωής. Περιοχή του είναι, όπως λέει ο Πλούταρχος, ολόκληρη η υγρά φύσιςόχι μόνο η ρευστή φωτιά του σταφυλιού, αλλά και ο χυμός που ανεβαίνει στο νέο δέντρο, το αίμα που χτυπάει στις φλέβες του νεαρού ζώου, όλα τα μυστηριώδη και ανεξέλεγκτα ρεύματα, η πλημμυρίδα και η άμπωτη μέσα στη ζωή της φύσης. Η παλαιότερη μαρτυρία που έχουμε, ο Όμηρος, πουθενά δεν τον αναφέρει ρητά για θεό του κρασιού (4), και πιθανότατα ο συσχετισμός του με ορισμένα άγρια φυτά, όπως το πεύκο και ο κισσός, και με ορισμένα αγρίμια, είναι πιο παλιές από το συσχετισμό του με το αμπέλι. Κυρίως οι Αλεξανδρινοί, και ακόμα περισσότερο οι Ρωμαίοι --με τη μανία τους να κατατάσσουν τα πάντα και με την πρόσχαρη χοντροκεφαλιά τους στα πνευματικά ζητήματακαταχώρισαν το Διόνυσο κάτω από τον τίτλο «ο εύθυμος Βάκχος», ο θεός του κρασιού, με την ακόλαστη συνοδεία του, νύμφες και σατύρους (5). Με τούτη τη μορφή τον πήραν από τους Ρωμαίους οι ζωγράφοι και οι ποιητές της Αναγέννησης· κι αυτοί πάλι, με τη σειρά τους, διαμόρφωσαν την εικόνα με την οποία τον παριστάνει ο σύγχρονος κόσμος. Αν πρόκειται να καταλάβουμε τις Βάκχες, πρέπει πρώτα πρώτα να τα βγάλουμε όλα αυτά από το νου μας, να ξεχάσουμε τους πίνακες του Τισιανού και του Ρούμπενς, να ξεχάσουμε τον Keats με το «θεό των ποτηριών που κατεβάζεις μονορούφι και των κεφάτων τραγουδιών», να θυμηθούμε ότι τα όργια δεν είχαν τη σημερινή έννοια αλλά ήταν πράξεις ευλάβειας (πρβλ. Βάκχες, 34 σημ.*) και ότι βακχεύειν δε σημαίνει «γλεντώ», αλλά «αποκτώ μια ιδιαίτερη θρησκευτική εμπειρία» την εμπειρία της κοινωνίας με το Θεό, που μεταμορφώνει τον άνθρωπο σε βάκχο ή βάκχη (πρβλ. στ. 115 σημ.).
Σ' αυτή την εμπειρία οι αρχαίοι Έλληνες, όπως και πολλοί άλλοι λαοί (6), πίστευαν ότι το κρασί πολλές φορές βοηθάει. Η μέθη, καθώς παρατήρησε ο William James, «διαστέλλει, ενώνει και καταφάσκει: οδηγεί τον πιστό της από την ψυχρή περιφέρεια των πραγμάτων στο ακτινοβόλο τους επίκεντρο· τον κάνει για μια στιγμή ένα με την αλήθεια» (7). Έτσι το κρασί αποκτά θρησκευτική αξία: αυτός που πίνει γίνεται ένθεος έχει πιει τη θεότητα. Αλλά το κρασί δεν ήταν το μόνο ούτε το πιο σημαντικό μέσο κοινωνίας. Οι μαινάδες, στο έργο τούτο, δεν είναι μεθυσμένες· ο Πενθέας νόμιζε ότι ήταν (στ. 260 κέ.), αλλά μας λέει ρητά ότι έκανε λάθος (στ. 686 κέ. )· μερικές προτιμούσαν να πίνουν νερό ή και γάλα (στ. 704 κέ.). Σ' αυτό το σημείο ο Ευριπίδης τα λέει πιθανώς σωστά από την τελετουργική άποψη: γιατί οι υπόλοιπες πράξεις των μαινάδων του ανήκουν σε χειμωνιάτικες τελετές, που φαίνεται πώς δε θα είχαν σχέση με τις γιορτές του κρασιού, και φυσικά δε θα μπορούσαν να έχουν (8). Κατάλληλη εποχή για την ιερή μέθη είναι η άνοιξη, όταν ανοίγουν τα κρασιά· και τότε ακριβώς τη συναντούμε, π.χ. στους αθηναϊκούς «Χόες», που αποτελούσαν μέρος των Ανθεστηρίων.
Υπήρχαν όμως και άλλοι τρόποι για να γίνεις ένθεος. Η παράδοξη ορειβασία, χορός στο βουνό που περιγράφεται στην Πάροδο των Βακχών, και πάλι στον πρώτο λόγο του Μαντατοφόρου, δεν είναι έργο φαντασίας του ποιητή, αλλά αντικαθρέφτισμα ενός τυπικού που το τελούσαν συντροφιές γυναικών στους Δελφούς ως τον καιρό του Πλουτάρχου και για το οποίο έχουμε επιγραφικές μαρτυρίες από διάφορα σημεία του ελληνικού χώρου (9). Η τελετή γινόταν το μεσοχείμωνο, χρόνο παρά χρόνο (από κει το όνομα τριετηρίς, Βάκχες, 133). Θα πρέπει να δημιουργούσε σημαντικές δυσκολίες, ακόμα και κινδύνους· ο Παυσανίας λέει ότι στους Δελφούς οι γυναίκες ανέβαιναν ως την κορφή του Παρνασσού (πάνω από 2.500 μ. ύψος), και ο Πλούταρχος περιγράφει μια περίπτωση, προφανώς στον καιρό το δικό του, όπου βρέθηκαν αποκομμένες από μια χιονοθύελλα και χρειάστηκε ν' ανεβεί μια ομάδα σωτηρίας για να τις γλιτώσει (10).
Ποιο ήταν το αντικείμενο αυτής της άσκησης; Πολλοί λαοί χορεύουν στο ύπαιθρο για να κάνουν τα σπαρτά τους να φυτρώσουν με την ομοιοπαθητική μαγεία. Αλλά τέτοιοι χοροί, αλλού, γίνονται κάθε χρόνο, σαν τα σπαρτά, όχι χρόνο παρά χρόνο, όπως η ορειβασία. Εποχή τους είναι ή άνοιξη, όχι το μεσοχείμωνο, και τόπος τους τα σπαρμένα χωράφια, όχι οι γυμνές βουνοκορφές. Στα τελευταία χρόνια της αρχαιότητας, Έλληνες συγγραφείς θεώρησαν τους χορούς των Δελφών αναμνηστικούς: «Χορεύουν» λέει ο Διόδωρος (4. 3) «για να μιμηθούν τις μαινάδες, που λένε ότι είχαν σχέση με το θεό τον παλιό καιρό». Έχει πιθανώς δίκιο για την εποχή του (ή για την εποχή της πηγής απ' όπου παίρνει τις πληροφορίες του)· αλλά η τελετουργία είναι συνήθως πιο παλιά από το μύθο με τον οποίο την ερμηνεύουν οι άνθρωποι, κ' έχει πιο βαθιές ψυχολογικές ρίζες, θα πρέπει κάποια εποχή οι μαινάδες ή θυιάδες ή βάκχες να γίνονταν για λίγες ώρες ή μέρες ό,τι υπονοεί τ' όνομά τους γυναίκες έξαλλες, που η ανθρώπινη προσωπικότητα τους είχε προσωρινά αντικατασταθεί από μιαν άλλη. Αν αυτό συνέβαινε και στις ήμερες του Ευριπίδη, δεν έχουμε ασφαλές μέσο να το μάθουμε· μια δελφική παράδοση που καταγράφει ο Πλούταρχος (11) υποβάλλει την ιδέα ότι ακόμα και τον 4ο αιώνα π.Χ. η τελετή αυτή προκαλούσε καμιά φορά αληθινή διαταραχή της προσωπικότητας, αλλά η ένδειξη είναι ισχνή.
Υπάρχουν εν τούτοις παράλληλα φαινόμενα σε άλλους πολιτισμούς, που θα μας βοηθούσαν ίσως να καταλάβουμε την Πάροδο των Βακχών και την τιμωρία της Αγαύης. Σε πολλές κοινωνίες, ίσως σε όλες τις κοινωνίες, υπάρχουν άνθρωποι στους οποίους «οι τελετουργικοί χοροί προκαλούν μια θρησκευτική εμπειρία που φαίνεται πιο ικανοποιητική και πιο πειστική από οποιαδήποτε άλλη... με το μυϊκό τους σύστημα αποκτούν πιο εύκολα τη γνώση του θείου» (12). Τα γνωστότερα παραδείγματα είναι οι Μωαμεθανοί δερβίσηδες, οι Αμερικανοί Shakers («Τρέμοντες»), οι Ιουδαίοι Χασιντίμ και οι σαμάν της Σιβηρίας, Συχνά ο χορός οδηγεί το χορευτή στην αίσθηση ότι κατέχεται από μια ξένη προσωπικότητα. Τέτοιοι χοροί είναι εξαιρετικά μεταδοτικοί· απλώνονται «σαν τη φωτιά που κόρωσε» (Βάκχες, 778), και εύκολα γίνονται μια ισχυρή έμμονη ιδέα που κυριεύει ακόμα και σκεπτικιστές (σαν την Αγαύη), χωρίς τη συγκατάθεση του συνειδητού. Αυτό συνέβαινε με την εξωφρενική χορευτική μανία που κυρίευε περιοδικά την Ευρώπη από τον 14ο ως τον 17ο αιώνα (13), όταν οι άνθρωποι χόρευαν ώσπου να πέσουν αναίσθητοι (πρβλ. Βάκχες, 136 και σημ.)· στη Λιέγη π.χ., το 1374, «πολλούς που έμοιαζαν να έχουν γερό και το μυαλό και το σώμα τους κυρίευαν ξαφνικά τα δαιμόνια» κι άφηναν το σπιτικό τους για να πάρουν τους δρόμους μαζί με τους χορευτές· ο Κάδμος κι ο Τειρεσίας είχαν το αντίστοιχό τους στην Ιταλία του 17ου αιώνα, όπου ακόμα και «γέροι ενενήντα χρονών πετούσαν τα δεκανίκια τους με τους ήχους της ταραντέλας, και σαν κάποιο μαγικό πιοτό που ξανανιώνει να κυλούσε μες στις φλέβες τους, ακολουθούσαν τους ξέφρενους χορευτές». Πολλοί υποστήριζαν ότι η χορευτική μανία μπορούσε να πιάσει τους ανθρώπους από κάποια κατάρα, καθώς όταν καταράστηκε ο Διόνυσος τις θυγατέρες του Κάδμου. Σε μερικές περιπτώσεις, η έμμονη ιδέα ξαναπαρουσιαζόταν σε ταχτικά διαστήματα, με αυξανόμενη ένταση, ως την ήμερα του Αι-Γιάννη ή του Αγίου Βίτου, οπότε τα θύματα έφταναν στον παροξυσμό και μετά ξαναγύριζαν στη φυσιολογική τους κατάσταση· έτσι αναπτύχθηκαν οι εποχιακές «θεραπείες» αρρώστων με τη μουσική και τον εκστατικό χορό, που σε ορισμένα μέρη αποκρυσταλλώνονταν σε ετήσια πανηγύρια (14).
Κάτοικοι του χωριού Γκαλλιτσάνο χορεύουν ταραντέλλα. Η φημισμένη ταραντέλλα είναι παραδοσιακός χορός όλης της Μεγάλης Ελλάδας. Έχει τις ρίζες της στον λεγόμενο ταραντινισμό και την συνήθεια των γεωργών του Τάραντα, οι οποίο μετά το επώδυνο τσίμπημα μιας μεγάλης αράχνης της περιοχής (ταράντα) επιδίδονταν επί μέρες σε ξέφρενα χοροπηδητά μέχρι να γιατρευτούν. Τα σημερινά εθιμικά δρώμενα με όσους γίνονται εθελοντικά «ταρανταίοι» στην εορτή του Αγίου Παύλου θυμίζουν χορό μαινάδων στις Ορφικές και Διονυσιακές λατρείες της αρχαιότητας.
Τούτο το τελευταίο μας δείχνει τον τρόπο με τον οποίο η τελετουργική ορειβασία σε ορισμένη ημερομηνία μπορεί αρχικά να αναπτύχθηκε, στην Ελλάδα, από αυθόρμητες κρίσεις ομαδικής υστερίας (15). Διοχετεύοντας μια τέτοια υστερία στα πλαίσια ενός οργανωμένου τυπικού, μια φορά στα δυο χρόνια, η διονυσιακή θρησκεία την κράτησε μέσα σε όρια και της έδωσε μια σχετικά ανώδυνη διέξοδο. Αυτό που περιγράφει η Πάροδος των Βακχών είναι υστερία υποταγμένη στην υπηρεσία της θρησκείας· τα δρώμενα στον Κιθαιρώνα είναι εκδηλώσεις υστερίας μέσα στη γυμνή, την παρορμητική μανία που κυριεύει τον άπιστο. Ο Διόνυσος ενεργεί διπλά: όπως ο Αϊ-Γιάννης ή ο Άγιος Βίτος, είναι και η αιτία της τρέλας και ο λυτρωτής από την τρέλα, Βάκχος και Λύσιος (16), «θεός δεινότατος, ανθρώποισι δ' ηπιώτατος »(Βάκχες, 860). Πρέπει να κρατήσουμε στο νου μας αυτή την αμφιλογία, αν πρόκειται να καταλάβουμε σωστά το έργο. Να αντιστέκεσαι στο Διόνυσο, σημαίνει να καταπνίγεις τον στοιχειακό πυρήνα μέσα στη φύση σου· η τιμωρία είναι η απότομη και τέλεια κατάρρευση των εσωτερικών φραγμών που γκρεμίζονται δια της βίας από τον στοιχειακό πυρήνα, και τότε ο πολιτισμός εξαφανίζεται.
Η πράξη που αποκορύφωνε τον χειμωνιάτικο διονυσιακό χορό ήταν ο σπαραγμός και η ωμοφαγία κάποιου ζώου. Αναφέρεται στους κανονισμούς της διονυσιακής λατρείας στη Μίλητο (276 π.Χ.) (17) και μαρτυρείται από τον Πλούταρχο και άλλους. Στις Βάκχες, ο σπαραγμός πρώτα του θηβαϊκού κοπαδιού (στ. 734 κέ.) κ' έπειτα του Πενθέα (στ. 1125 κέ.) περιγράφεται με μιαν απόλαυση που δυσκολεύεται να τη συμμεριστεί ο σύγχρονος αναγνώστης. μια λεπτομερειακή περιγραφή της ωμοφαγίας θα ήταν ίσως υπερβολικά βαριά, ακόμα και για το στομάχι ενός αθηναϊκού κοινού. Ο Ευριπίδης μιλάει γι' αυτήν δυο φορές (Βάκχες, 138 και Κρήτες, απόσπ. 472), αλλά κάθε φορά την προσπερνάει γρήγορα και διακριτικά. Είναι δύσκολο να μαντέψεις την ψυχολογική κατάσταση που περιγράφει με τις δυο λέξεις «ωμοφάγον χάριν». Αξίζει όμως να προσέξουμε ότι οι μέρες που ορίζονταν για την ωμοφαγία ήταν «ημέραι αποφράδες και σκυθρωπαί» (18), και φαίνεται ότι όσοι τελούν ένα παρόμοιο τυπικό στην εποχή μας δοκιμάζουν ένα μείγμα υπέρτατης έξαρσης και υπέρτατης αποστροφής· είναι συγχρόνως ιερό και φρικτό, πλήρωση και άγος, θρησκευτικό μυστήριο και ρύπανση η ίδια βίαιη σύγκρουση των συγκινησιακών τάσεων που διατρέχει πέρα για πέρα τις Βάκχες, και βρίσκεται στη ρίζα κάθε θρησκείας διονυσιακού τύπου (19). Μεταγενέστεροι συγγραφείς εξήγησαν την ωμοφαγία όπως και το χορό: θεώρησαν ότι γινόταν σε ανάμνηση της ημέρας όπου το νήπιο Διόνυσος κατασπαράχτηκε και καταβροχθίστηκε (20). Αλλά α) δύσκολα μπορούμε να αποσυσχετίσουμε την τελετουργία από την πολύ διαδεδομένη πίστη σ' αυτό που ο Frazer ονόμαζε «ομοιοπαθητικές επιδράσεις της κρεωφαγίας» (21)”: αν κατασπαράξεις κάτι και το φας ζεστό και ματωμένο, προσθέτεις τις ζωτικές του δυνάμεις στις δικές σου, γιατί «το αίμα είναι η ζωή», β) πιθανότατα θεωρούσαν ότι το θύμα ενσάρκωνε τις ζωτικές δυνάμεις του ίδιου του θεού, που με την πράξη της ωμοφαγίας μεταβιβάζονταν στους λάτρεις του. Το πιο συνηθισμένο θύμα ήταν ένας ταύρος γι' αυτό ο Αριστοφάνης μιλάει για τις «βακχικές τελετές του ταυροφάγου Κρατίνου» (22). Ακούμε επίσης για ωμοφαγίες με αγριοκάτσικα και μικρά ελάφια και για σπαραγμό φιδιών (23), ενώ οι γυναίκες που ξεσκίζουν τον Πενθέα πίστευαν ότι ήταν λιοντάρι (24). Σε πολλά από αυτά τα πλάσματα θα μπορούσαμε ν' αναγνωρίσουμε ενσαρκώσεις του θεού σε ζώο: πρβλ. Βάκχες, 1017-19, όπου οι πιστές του φωνάζουν να παρουσιαστεί σαν ταύρος, φίδι είτε λιοντάρι. Για λαούς βουκολικούς, όπως της Βοιωτίας ή της Ήλιδας, δεν υπάρχει πιο έκπαγλο σύμβολο της κραταιής φύσης από τον ταύρο. Με θωριά ταύρου, «να χιμάει με πόδι βοδιού», επικαλούνται τον Διόνυσο οι γυναίκες της Ήλιδας στον αρχαίο ύμνο (25), όπως και με θωριά ταύρου ξεγελάει ο θεός τον διώκτη του στις Βάκχες (στ. 618), και οι γλύπτες τον δείχνουν καμιά φορά, καθώς τον είδε ο Πενθέας σε δράμα (Βάκχες, 922), σαν άνθρωπο κερασφόρο (26). Στον Ομηρικό Ύμνο (7. 44) φανερώνεται σαν λιοντάρι, κι αυτή θα είναι ίσως η αρχαιότερη από τις μορφές ζώου που πήρε (27).
Μπορούμε λοιπόν να θεωρήσουμε την ωμοφαγία σα μια τελετή όπου ο θεός είναι κατά κάποια έννοια παρών μέσα στο ζώο που παίρνει για φορέα του και μ' αυτή τη θωριά κατασπαράζεται και τρώγεται από το λαό του (28). Παραδέχτηκε άραγε ποτέ η θρησκεία καθώς υποβάλλει η ιστορία του Πενθέα μιαν ισχυρότερη, επειδή είναι και πιο τρομερή, μορφή κοινωνίας το διαμελισμό, και μάλιστα το διαμελισμό και μαζί το φάγωμα του θεού με ανθρώπινη μορφή; Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, και μερικοί φιλόλογοι το αρνούνται. Υπάρχουν, ωστόσο, σκόρπιες ενδείξεις που μας οδηγούν σ' αυτόν το δρόμο (29).Ο Θεόφραστος (παρά Πορφυρίω, De abstinentia, 2. 8) αναφέρει την των ανθρωποθυσιών βακχείαν, και προσθέτει ότι οι Βασσάρες (μαινάδες της Θράκης) ασκούν επίσης τον κανιβαλισμό. Ο Παυσανίας (9. 8. 2) είχε ακούσει ότι στις Πότνιες, κοντά στη Θήβα, θυσιαζόταν κάποτε στο Διόνυσο ένα αγόρι, ώσπου οι Δελφοί επέτρεψαν να χρησιμοποιηθεί τράγος για υποκατάστατο. Εξηγεί την τελετή σαν εξιλασμό· αλλά υπάρχουν άλλες ενδείξεις που ίσως μας κάνουν ν' αμφιβάλλουμε γι' αυτό. Ο Εύελπις της Καρύστου (παρά Πορφυρίω, De abstinentia, 2. 55) ξέρει ότι σε δυο νησιά του Αιγαίου, τη Χίο και την Τένεδο, γινόταν κάποτε σπαραγμός με ανθρώπινο θύμα, προς τιμήν του Διονύσου Ομαδίου, θεού της ωμοφαγίας και ο Κλήμης (Προτρεπτικός, 3. 42) ανθολόγησε από μια ελληνιστική ιστορία της Κρήτης ανάλογη παράδοση για τη Λέσβο. Φαίνεται ότι στην Τένεδο, όπως στις Πότνιες, το θύμα αντικαταστάθηκε αργότερα με ζώο, αλλά το τυπικό διατήρησε περίεργα και χαρακτηριστικά στοιχεία. Ο Αιλιανός (Περί ζώων ιδιότητος, 12.34) μας λέει ότι διαλέγουν μια αγελάδα ετοιμόγεννη και τη μεταχειρίζονται σαν να ήταν γυναίκα με παιδί· όταν γεννηθεί το μοσχάρι, του βάζουν κοθόρνους κ' έπειτα το θυσιάζουν στο Διόνυσο Ανθρωπορραίστην, “πού συντρίβει τους ανθρώπους”· “αλλά εκείνος που χτύπησε το μοσχάρι με το πελέκι λιθοβολείται από το λαό, ώσπου φεύγει να γλιτώσει στην ακρογιαλιά” (δηλαδή είναι μολυσμένος και πρέπει να κάνει ότι τάχα φεύγει από τη χώρα, όπως η Αγαύη στο τέλος των Βακχών). Σ' αυτή τη μαρτυρία μπορούμε να προσθέσουμε: την επαναλαμβανόμενη παρουσία μιας παιδοφονίας και το σπαραγμό ανθρώπων στους διονυσιακούς μύθους (βλ. παρακάτω)· το γεγονός ότι η ανθρωποθυσία που υποστηρίζεται πώς έγινε πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας λέγεται ότι προσφέρθηκε στο Διόνυσο Ωμηστή (30) · και την αναφορά τελετουργικού φόνου σε σχέση με το διονυσιακό κίνημα στην Ιταλία, που καταργήθηκε το 186 π.Χ (31).
Όπως και νά 'ναι, η ωμοφαγία και οι ενσαρκώσεις σε ζώα δείχνουν το Διόνυσο σαν κάποιον πολύ πιο σημαντικό και πολύ πιο επίφοβο από ένα θεό του κρασιού. Είναι η αρχή της κτηνώδικης ζωής, ταύρος και ταυροφάγος (32), το θήραμα και ο κυνηγόςη αχαλίνωτη δύναμη που ζηλεύει ο άνθρωπος στα ζώα και που ζητάει να την αφομοιώσει. Η λατρεία του ήταν αρχικά μια απόπειρα των ανθρώπων να επιτύχουν την ένωση με αυτή τη δύναμη. Το ψυχολογικό αποτέλεσμα ήταν να απελευθερωθεί στον άνθρωπο η ζωή του ενστίκτου από τα δεσμά που της επιβάλλει η λογική και η κοινωνική συνήθεια· ο λατρευτής αποκτούσε συνείδηση μιας παράξενης καινούριας ζωτικότητας, που την απέδιδε στην παρουσία του θεού μέσα του (πρβλ. Βάκχες, 187 κέ., 194, 945-6 και σημειώσεις). Ο Ευριπίδης μοιάζει να υπαινίσσεται επίσης ένα πιο μακρινό αποτέλεσμα, μιαν απορρόφηση της ατομικής συνείδησης μέσα σε μιαν ομαδική συνείδηση: ο λατρευτής «θιασεύεται ψυχάν» (Βάκχες, 75), γίνεται ένα, όχι μόνο με τον Κύριο της Ζωής, άλλα και με τους συντρόφους του στη λατρεία· και γίνεται επίσης ένα με τη ζωή της γης (Βάκχες, 726-7 και σημ.).
Οι Έλληνες θεωρούσαν, χωρίς άλλο σωστά, ότι αυτές οι περίεργες τελετές δεν ήταν γεννημένες στην Ελλάδα: ο Ηρόδοτος τις ονομάζει νεωστί εσηγμένα (2.49, όπου το νεωστί μοιάζει να αναφέρεται στον καιρό του Μελάμποδος, πριν από τον Τρωικό πόλεμο) και ο Ευριπίδης παριστάνει τη διονυσιακή λατρεία σαν είδος “παγκόσμιας θρησκείας”, που τη μετέφεραν “ιεραπόστολοι” (όπως δεν είχε γίνει ποτέ με καμιά ελληνική λατρεία) από τη μια χώρα στην άλλη. Κατά τη γνώμη του, αρχική της έδρα ήταν τα βουνά της Λυδίας και της Φρυγίας (Βάκχες, 13, 55, 86 κτλ.), άποψη που ενισχύεται από τη σύγχρονη ανακάλυψη ότι Βάκχος είναι το λυδικό αντίστοιχο του Διονύσου (33). Αλλού ο Διόνυσος παριστάνεται πολύ συχνά Θρακιώτης· ο Όμηρος τον συσχετίζει με το Θρακιώτη Λυκούργο (Ιλιάς, Ζ 130 κέ., πρβλ. Σοφοκλέους Αντιγόνη, 955), και τον 5ο αιώνα Έλληνες ταξιδιώτες είχαν γνωρίσει τη διονυσιακή λατρεία στα όρη Παγγαίον και Ροδόπη (34). Και αυτό επίσης μπορούμε να το αποδεχτούμε: τα ορεινά της Θράκης και της Μικρασίας είχαν λαούς συγγενικούς στο αίμα και στον πολιτισμό (Ηρόδοτος, 7. 73). Οι μύθοι μας υποβάλλουν την ιδέα ότι ο νέος θεός έφτασε πιθανώς στην ηπειρωτική Ελλάδα από δυο ανεξάρτητους δρόμουςέναν υπερπόντιο από την ασιατική ακτή, περνώντας από την Κω, τη Νάξο, τη Δήλο και την Εύβοια, στην Αττική, και έναν χερσαίο, από τη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Βοιωτία ως τους Δελφούς(35). Ο ερχομός του δεν μπορεί να χρονολογηθεί με ακρίβεια, αλλά θα πρέπει, νομίζω, να έγινε πολύ νωρίτερα από όσο υπέθετε π.χ. ο Wilamowitz (πού ήταν έτοιμος να τον τοποθετήσει γύρω στα 700 π.Χ.): όχι μόνον η Σεμέλη είναι κιόλας βασιλοπούλα της Θήβας για τον ποιητή της Διός απάτης (Ιλιάς, Ξ 323 κέ.), αλλά και οι μύθοι της εισαγωγής του θεού συνδέονται με πολύ πρώιμες συνθήκες τη μοναρχία στην Αθήνα, την κυριαρχία των Μινυών στον Ορχομενό, των Προιτιδών και των Περσειδών στο Άργος, και την Καδμεία περίοδο στη Θήβα(36).
Μέσα στους αιώνες που χωρίζουν την πρώτη εμφάνιση της στην Ελλάδα από την εποχή του Ευριπίδη, η διονυσιακή λατρεία μπήκε κάτω από τον κρατικό έλεγχο και έχασε μεγάλο μέρος από τον αρχικό της χαρακτήρα, τουλάχιστο στην Αττική. Οι Αθηναίοι στον καιρό του Ευριπίδη δεν είχαν χειμωνιάτικες τελετές χρόνο παρά χρόνο, ούτε χορούς στα βουνά, ούτε ωμοφαγίες(37) · τους έφτανε να στέλνουν μια πρεσβεία γυναικών για να τους αντιπροσωπεύσει στη διονυσιακή τριετηρίδα. Όσο ξέρουμε, τα δικά τους διονυσιακά πανηγύρια ήταν πολύ διαφορετικά: ευκαιρίες για κάτι παλαιικές αγροτικές γητειές, όπως στα “κατ' αγρούς Διονύσια”· είτε για ευλαβικό και φαιδρό μεθύσι, όπως στους “Χόες”· είτε για επίδειξη του πολιτικού και πολιτιστικού μεγαλείου της Αθήνας, όπως στα “εv άστει Διονύσια”. Μόνο τα Λήναια κρατούσαν ίσως κάτι από το αρχικό θρησκευτικό πάθος που φανερώνει τ' όνομά τους και που μπορούμε να το αναγνωρίσουμε σε μερικά από τα λεγόμενα “ληναϊκά αγγεία”(38). Ο λειτουργικός σκοπός αυτών των κεφάτων αττικών πανηγυριών ήταν, κατά τα λόγια του Περικλή (39), αι ανάπαυλαι των πόνων: η αξία τους, περισσότερο κοινωνική παρά θρησκευτική. Αυτή η πλευρά της διονυσιακής λατρείας δεν αγνοείται στις Βάκχες: ο Ευριπίδης την έχει ωραία εκφράσει στο πρώτο Στάσιμο, 370 κέ. (βλ. Σχόλια στις Βάκχες, έκδ. Οξφόρδης). Αλλά δεν υπήρχε τίποτα ή σχεδόν τίποτα στην επίσημη αθηναϊκή λατρεία που θα μπορούσε να εμπνεύσει τις ωμές περιγραφές που συναντούμε στην Πάροδο και στους λόγους των Μαντατοφόρων ή να συσχετιστεί πραγματικά, κατά οποιονδήποτε τρόπο, με την άγρια και πρωτόγονη ιστορία της τιμωρίας του Πενθέα.
Ένα μεγάλο μέρος από την πρωτόγονη θρησκευτική χροιά του έργου είναι αναμφιβόλως παραδοσιακό, όπως και το ίδιο το θέμα (δες παρακάτω). Η ασυνήθιστη ζωντάνια του οφείλεται, ως ένα σημείο, σε πράγματα που ο ποιητής είδε και άκουσε στη Μακεδονία, όπου γράφτηκε το έργο γιατί στη Μακεδονία αν πιστέψουμε τον Πλούταρχο, η διονυσιακή λατρεία ήταν ακόμα, τον 4ο αιώνα, αρκετά πρωτόγονη ώστε να περικλείνει λειτουργικούς τύπους όπως ο χειρισμός φιδιών (40). Αλλά έχω πει αλλού (41) ότι το ενδιαφέρον του Ευριπίδη για το θέμα ίσως να ξύπνησε και από πράγματα που γίνονταν πιο κοντά στον τόπο του. Στην Αθήνα, ο Διόνυσος είχε εξημερωθεί, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η διονυσιακή ψυχική διάθεση είχε εξαφανιστεί, και υπάρχουν ορισμένως πλήθος ενδείξεις ότι τον καιρό του Πελοποννησιακού Πολέμου αποτέλεσμα, προφανώς, των κοινωνικών εντάσεων που γέννησε η οργιαστικής μορφής λατρεία άρχισε να βγαίνει πάλι στην επιφάνεια με άλλα ονόματα. Η Αθήνα πλημμύρισε από πλήθος θεούς ξενικούς: τούτο τον καιρό ακριβώς αρχίζει η αττική λογοτεχνία να γεμίζει με αναφορές σε ανατολικούς και βορινούς μυστηριακούς θεούς Κυβέλη και Βενδίς, Άδωνις και Σαβάζιος(42). Σχετικά με τις Βάκχες, ο τελευταίος της παραπάνω σειράς παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Είναι το ανατολίτικο αντίστοιχο του Διονύσου ενός ανελλήνιστου Διονύσου που η λατρεία του διατήρησε την πρωτόγονη έλξη και μεγάλο μέρος από το πρωτόγονο τυπικό που ο αττικός Διόνυσος είχε χάσει προ πολλού. Ο Σαβάζιος υποσχόταν ακόμα στους μύστες του αυτό που ο Διόνυσος είχε κάποτε υποσχεθεί την ταύτιση με τη θεότητα (43). Και γι' αυτό το σκοπό τους πρότεινε τα παλαιά μέσα μιά εκστασιακή νυχτερινή ιεροτελεστία που ξετυλιγόταν με τη μουσική του αυλού και του τυμπάνου (44). Πολλά από τα παλαιά τελετουργικά στοιχεία που αναφέρονται στην Πάροδο των Βακχών οι καθαρμοί, τα τύμπανα, ο χειρισμός φιδιών, τα λαφοτόμαρα, ο λατρευτικός τίτλος έξαρχος μαρτυριούνται από τον Δημοσθένη ως στοιχεία της λατρείας του Σαβάζιου, που την ασκούσαν στην Αθήνα τον 4ο αιώνα (45).
Το παρελθόν είχε πραγματικά ξαναγυρίσει ή προσπαθούσε να ξαναγυρίσει. Και έφερνε μαζί του μιαν αντιδικία παρόμοια στη φύση της με τη λογομαχία Πενθέα και Τειρεσία στις Βάκχες. Αντίλαλοι αυτής της αντιδικίας επιζούν σε αποσπάσματα της Αρχαίας Κωμωδίας, στους ρήτορες και στον Πλάτωνα. Ή μάλλον αντίλαλοι από μια πλευρά της· γιατί τυχαίνει όλες οι μαρτυρίες που έχουμε να είναι εχθρικές στη νέα θρησκευτική κίνηση. Ο Αριστοφάνης έγραψε ένα έργο, τις Ώρες, όπου “Ο Σαβάζιος και μερικοί άλλοι ξένοι θεοί” εισάγονται σε δίκη και καταδικάζονται σε εξορία από την Αθήνα· το παράπονο, όπως και το παράπονο του Πενθέα εναντίον του Διονύσου, μοιάζει να αφορά κυρίως την τέλεση της γυναικείας λατρείας στα σκοτεινά, “nocturnae pervigilationes” (“νυκτερινές αγρυπνίες”) (46). Και δεν ήταν αυτό μια μεμονωμένη επίθεση εναντίον των νέων θρησκειών: οι θεοί ξενικοί σατιρίζονται από τον Απολλοφάνη στους Κρήτες του, από τον Εύπολι στους Βάπτες, από τον κωμωδιογράφο Πλάτωνα στον Άδωνί του. Τον 4ο αιώνα, ο Δημοσθένης ζητάει να αμαυρώσει το χαρακτήρα του αντιπάλου του με αλλεπάλληλες αναφορές στις σχέσεις του με τις κακόφημες τελετές του Σαβάζιου· η Φρύνη κατηγορείται ότι έφερε ένα “νέο θεό” διονυσιακού τύπου, τον Ισοδαίτη, και ότι συγκρότησε απαγορευμένους θιάσους (47) · ενώ ο Πλάτων παίρνει τόσο στα σοβαρά τους ηθικούς κινδύνους αυτής της κίνησης, ώστε θα επέβαλλε αυστηρές ποινές σε οποιονδήποτε βρισκόταν “να τελεί ιδιωτικά οργιαστικές τελετές”(48).
Η αθηναϊκή κοινή γνώμη είναι επομένως, όσο τυχαίνει να ξέρουμε, με το μέρος του νόμου και της τάξης. Τί είδους συγκινησιακές δυνάμεις είχαν ενταχθεί στην αντίθετη παράταξη, μπορούμε να το μαντέψουμε εν μέρει από τα χορικά των Βακχών (49), και ο λόγος του Τειρεσία μπορεί ίσως να μας βοηθήσει να αναπλάσουμε τα διανοητικά στοιχεία για την υπεράσπιση που έγινε σε ορισμένους κύκλους. Αντίστοιχα, μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα μερικά μέρη του έργου, αν τα συσχετίσουμε με αυτό το σύγχρονο του υπόστρωμα. Δεν υποβάλλω την ιδέα ότι ο ποιητής χρησιμοποίησε τον ερχομό του Διονύσου στη Θήβα σαν αλληγορία για τον ερχομό στην Αθήνα του Σαβάζιου και των ομοίων του: ακόμα και αν επιθυμούσε να το κάμει, το περίγραμμα της ιστορίας ήταν τόσο στερεά καθορισμένο από την παράδοση ώστε δεν μπορούσε να υποβληθεί σε τέτοια μεταχείριση. Αλλά φαίνεται πιθανό ότι η σύγχρονη του κατάσταση ξύπνησε το ενδιαφέρον του Ευριπίδη για τη μυθική εποχή· και ότι γράφοντας ορισμένα χωρία των Βακχώνιδίως τη σκηνή Πενθέα-Τειρεσία (50) είχε στο νου του, και περίμενε να τον έχει και το κοινό του, τον παραλληλισμό ανάμεσα στις δύο εποχές.
Η ιστορία του Πενθέα και της Αγαύης ανήκει σε μια σειρά θρησκευτικών θρύλων που περιγράφουν την τιμωρία των παράτολμων εκείνων θνητών που αρνιόνταν να παραδεχτούν τη θρησκεία του Διονύσου. Ο πρώτος από αυτούς τους θρύλους που εμφανίστηκε στη λογοτεχνία είναι η ιστορία του Λυκούργου από τη Θράκη, για τον οποίο ο Όμηρος αναφέρει (Ιλιάς, Ζ 130 κέ.) ότι στο ιερό όρος Νύσα κυνήγησε τον Διόνυσο και τις “τροφούς” του, τους έριξε στη θάλασσα και για τιμωρία του τυφλώθηκε. Μεταγενέστεροι συγγραφείς (και αγγειογραφίες (51)) μας λένε ότι τιμωρήθηκε με παραφροσύνη και μέσα στην τρέλα του σκότωσε τον ίδιο του το γιό ([Απολλόδωρος ] 3. 5. 7, Υγίνου Fabulae, 132). Το τέλος του περιγράφεται με διάφορους τρόπους: θάφτηκε σε μια σπηλιά (Σοφοκλέους Αντιγόνη, 955 κέ.), κατασπαράχτηκε από άλογα ([Απολλόδωρος]) ή πάνθηρες (Υγίνος) ή έκοψε τα ίδια του τα πόδια (Σέρβιος, Σχόλια στην Αινειάδα, 3. 14). μια πολύ συγγενική μορφή είναι ο Θρακιώτης Βούτης, που κυνήγησε τις μαινάδες της Φθιώτιδας και τις έριξε στη θάλασσα, κ' έπειτα τρελάθηκε και πνίγηκε σ' ένα πηγάδι (Διόδωρος, 5. 50). μια άλλη ομάδα μύθων μιλάει για γυναίκες που τις τρέλανε ο θεός τις τρεις κόρες του Μινύα στον Ορχομενό, που σκότωσαν και καταβρόχθισαν το μικρό Ίππασο (Πλούταρχος, Αίτια Ελληνικά, 38)· τις τρεις κόρες του Προίτου, που έπεισαν τις γυναίκες του Άργους να σκοτώσουν τα παιδιά τους και να πάρουν τα βουνά ([Απολλόδωρος] 2. 2. 2, από τον Ησίοδο κτλ.)· τις κόρες του Ελευθήρος στις Ελευθερές, που η τρέλα τους ήταν η τιμωρία τους επειδή περιφρόνησαν ένα όραμα του θεού (Σουίδας, στη λέξη Μέλαν).
Αυτοί οι θρύλοι σχετίζονται οπωσδήποτε με το θηβαϊκό μύθο για την παραφροσύνη των τριών θυγατέρων του Κάδμου και για το θάνατο του Πενθέα στα χέρια τους. Πολλοί συγγραφείς (52) βρίσκουν σ' αυτούς απλώς μιαν αντανάκλαση ιστορικών γεγονότωνμία παράδοση από διαδοχικές τοπικές συγκρούσεις ανάμεσα στους φανατικούς οπαδούς της νέας θρησκείας και στους αντιπροσώπους του νόμου και της τάξης, τις κεφαλές των μεγάλων οικογενειών. Ότι συνέβαιναν τέτοιες συγκρούσεις είναι καθ' εαυτό πιθανό· ότι το μίασμα του χορού βουνά μπορεί ξαφνικά να κυριέψει τους άπιστους είναι ψυχολογικά κατανοητό και έχει, όπως είδαμε, τα αντίστοιχά του σε άλλους πνευματικούς πολιτισμούς· ότι ο θεός θα έβρισκε τους πρώτους του προσηλύτους ανάμεσα στις γυναίκες είναι φυσικό αν λογαριάσουμε πόσο στενά όρια είχε και πόσο καταπιεσμένη ήταν η ζωή που έκαναν συνήθως οι Ελληνίδες. Αλλά ενώ δε χρειάζεται να απορρίψουμε αυτή την άποψη, δε μας προσφέρει, νομίζω, από μόνη της, μια πλήρη εξήγηση των μύθων: α) Δεν ταιριάζει με την ιστορία του Λυκούργου, που εντοπίζεται στη θρακική πατρίδα του θεού. β) Δεν εξηγεί την παράξενη ακαμψία του πλαισίου που παρουσιάζει η άλλη ομάδα: πάντα οι κόρες του βασιλιά τρελαίνονται· πάντοτε είναι τρεις (αντίστοιχες με τους τρεις θιάσους των μαινάδων που υπήρχαν στη Θήβα και άλλου, στους Ιστορικούς χρόνους, πρβλ. Βάκχες, 680 σημ.)· κατά κανόνα σκοτώνουν τα παιδιά τους ή το παιδί της μιας τους, όπως ο Λυκούργος το γιο του και όπως η Πρόκνη σκότωσε τον Ίτυ στην τριετηρίδα, πάνω στο όρος Ροδόπη (Οβιδίου Μεταμορφώσεις, 6. 587 κέ.). Η ιστορία χωρίς άλλο επαναλαμβάνεται· αλλά μόνο το τυπικό των θρησκευτικών τελετών επαναλαμβάνεται ακριβώς, γ) Η αφήγηση για τις Μινυάδες συσχετίζεται από τον Πλούταρχο με μια τελετουργική καταδίωξη των “μαινάδων” από τον ιερέα του Διονύσου, που γινόταν ακόμα, τον καιρό του, στον Ορχομενό μιά καταδίωξη που μπορούσε να τελειώσει (και σε ορισμένες περιπτώσεις τελείωνε) μ' έναν τελετουργικό φόνο. Αν αποδεχτούμε τη μαρτυρία του Πλουτάρχου, είναι δύσκολο να αποφύγουμε το συμπέρασμα ότι η καταδίωξη των Αργείων μαινάδων από τον ιερέα Μελάμποδα και η καταδίωξη των “τροφών” του θεού από το Λυκούργο και το Βούτη αντανακλούν ένα παρόμοιο τυπικό. (53)
Αυτές οι σκέψεις μας οδηγούν στην ιδέα ότι ο Πενθέας ίσως να είναι μια μορφή σύνθετη από ιστορικά και θρησκευτικά στοιχεία ιστορικός αντίπαλος του θεού και συγχρόνως το τελετουργικά ταμένο θύμα του. Ο Ευριπίδης του έχει δώσει ένα χαρακτήρα που ταιριάζει με τον πρώτο ρόλο·: είναι ο συντηρητικός Έλληνας αριστοκράτης, που περιφρονεί τη νέα θρησκεία σαν βάρβαρον, τη μισεί γιατί εξαφανίζει τις σεξουαλικές και τις ταξικές διακρίσεις και τη φοβάται σαν απειλή για την κοινωνική ευταξία και για τη δημόσια ηθική. Αλλά υπάρχουν ορισμένα χαρακτηριστικά σ' αυτήν την ιστορία, καθώς την παρουσιάζει το έργο, που μοιάζουν παραδοσιακά στοιχεία προερχόμενα από το τελετουργικό τυπικό και που δεν εξηγούνται εύκολα με οποιαδήποτε άλλη υποθέση. (54) Τέτοιο είναι το σκαρφάλωμα του Πενθέα στο ιερό έλατο (στ. 1058-75 σημ.), ο ραβδισμός του με κλαδιά ελάτου και βελανιδιάς (στ. 1096-8 σημ.) και η αυταπάτη της Αγαύης ότι κρατάει το κομμένο κεφάλι μιας από τις ενσαρκώσεις του θεού σε ζώο, μοσχάρι είτε λιοντάρι, όταν καλεί το χορό να το γιορτάσει μαζί της (στ. 1184-7 σημειώσεις). Κι αν τα αποδεχτούμε αυτά σαν αντανάκλαση ενός πρωτόγονου τυπικού θυσίας, μπορούμε λογικά να συσχετίσουμε με το ίδιο τυπικό και επομένως να τα αναγνωρίσουμε σαν κατ' ουσία παραδοσιακά δυο από τα κυριότερα επεισόδια της ιστορίας, το γήτεμα του δαιμονισμένου Πενθέα και το ντύσιμο του με το τελετουργικό ένδυμα. Αν είναι να γίνει ο Πενθέας θύμα του θεού, πρέπει να γίνει και φορέας του θεού (αυτή είναι η διονυσιακή θεωρία της θυσίας): ο Διόνυσος πρέπει να μπει μέσα του και να τον τρελάνει όχι με πιοτό ή με φάρμακα ή με υπνωτισμό, όπως προτείνει με υπερβολική ευκολία ο σύγχρονος ορθολογισμός, αλλά με μια υπερφυσική κατακυρίευση της προσωπικότητας του ανθρώπου (πρβλ. εισαγωγική σημείωση στη σκηνή 3c, Βάκχες, έκδ. Οξφόρδης). Επίσης, προτού διαμελισθεί το θύμα, πρέπει να καθιερωθεί με μια τελετή χειροτονίας, όπως το μοσχάρι στην Τένεδο φορούσε τον κόθορνο του θεού, έτσι κι ο Πενθέας πρέπει να φορέσει τη μίτρα του θεού (στ. 831-3 σημ., 854-5 σημ.). Μπορούμε να πούμε με κάποια ασφάλεια ότι ούτε η σκηνή του δαιμονισμού ούτε η σκηνή του ντυσίματος είναι, στο κύριο περιεχόμενο τους, ευρήματα του ποιητή (ή κάποιου ποιητή), όπως υποστηρίχτηκε, αν και από αυτά τα παραδοσιακά στοιχεία δημιούργησε ο ποιητής κάτι μοναδικό σε ιδιοτυπία και σε δύναμη υποβολής. Το ίδιο ισχύει για το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου λόγου του Μαντατοφόρου (βλ. Σχόλια, Βάκχες, έκδ. Οξφόρδης).
Τα πάθη του Διονύσου, θεού που προστάτευε το δράμα, είναι πιθανώς το παλαιότερο απ' όλα τα θεατρικά θέματα. Για μας οι Βάκχες είναι μοναδικό δείγμα έργου με διονυσιακά πάθη, αλλά για το πρώτο του ακροατήριο ήταν ένας καινούριος χειρισμός θέματος γνωστού από καιρό σε γενεές Αθηναίων θεατρόφιλων. Η απόδοση ενός Πενθέα στο Θέσπι είναι πιθανώς φανταστική, άλλα εκτός από τις δύο διονυσιακές τετραλογίες του Αισχύλου, έχει ακουστεί μια τετραλογία, με θέμα το Λυκούργο, από τον Πολυφράδμονα, που παίχτηκε το 467· μια τραγωδία Βάκχαι του Ξενοκλή, από τετραλογία που πήρε το πρώτο βραβείο το 415· Βάκχαι ή Πενθεύς του Ιοφώντα, γιου του Σοφοκλή· Σεμέλη κεραυνουμένη του Σπινθάρου (τέλος 5ου αιώνα)· Βάκχαι του Κλεοφώντα (χρονολογία ακαθόριστη ). Στο Σοφοκλή δεν αποδίδονται διονυσιακές τραγωδίες, εκτός αν οι Υδροφόροι του είχαν για θέμα, όπως η Σεμέλη ή Υδροφόροι του Αισχύλου, τη γέννηση του Διονύσου (πού ξέρουμε ότι μνημονεύεται στο έργο, απόσπ. 674). Ο Διόνυσος του Χαιρήμονα (όπου φαίνεται ότι ένα από τα πρόσωπα ήταν ο Πενθέας), η Σεμέλη του Καρκίνου και η Σεμέλη του Διογένη ανήκουν στον 4ο αιώνα· ένα σωζόμενο απόσπασμα της τελευταίας, αρκετά μακρύ, μαρτυρεί το αδιάκοπο ενδιαφέρον του αθηναϊκού κοινού για τις εξωτικές οργιαστικές λατρείες. Για κανένα από αυτά τα έργα δεν ξέρουμε πολλά πράγματα πέρα από τον τίτλο η μεγάλη δημοτικότητα των Βακχών (55) στο τέλος των αρχαίων χρόνων τα έθαψε χωρίς άλλο. Ακόμα και για του Αισχύλου τα διονυσιακά έργα οι γνώσεις μας είναι αξιοθρήνητα περιορισμένες (56). Τη Λυκούργειά του την αποτελούσαν Ηδωνοί, Βασσάραι (ή Βασσαρίδες), Νεανίσκοι και το σατυρικό δράμα Λυκούργος (Σχόλια στις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη, 134). Όσο για τα έργα που αποτελούσαν την (υποτιθέμενη) θηβαϊκή τετραλογία του, έχουν πολύ συζητηθεί. Ο Μεδικαίος Κατάλογος μας παρουσιάζει τα εξής: Βάκχαι, Ξάντριαι, Πενθεύς, Σεμέλη ή Υδροφόροι, Τροφοί (=Διονύσου Τροφοί, υπόθεση της Μήδειας του Ευριπίδη). Έτσι περισσεύει ένα: η πιθανότερη υπόθεση είναι ίσως ότι το Βάκχαι ήταν εναλλακτικός τίτλος του Βασσάραι (57).' Η Σεμέλη πρέπει να ήταν το πρώτο έργο: είχε για θέμα τη μυστηριώδη εγκυμοσύνη της Σεμέλης και την αρχή της διονυσιακής κυριαρχίας στη Θήβα (Σχόλια στον Απολλώνιο το Ρόδιο, 1.636) και προφανώς τελείωνε με το θάνατο της και τον υποθετικό θάνατο του παιδιού της (58). Ο Χορός είναι γυναίκες που έχουν φέρει νερό για το τελετουργικό λούσιμο του νιογέννητου (59). Η Ήρα πρέπει να μπήκε στη μέση για να οδηγήσει τη Σεμέλη στην καταστροφή (πρβλ. Βάκχες, 9), όπως κάνει σε μεταγενέστερες εκδοχές της ιστορίας. Τα οξυρρυγχιανά αποσπάσματα, εν τούτοις, όπου παρουσιάζεται η Ήρα, ανήκουν, αν μπορεί κανείς να εμπιστευτεί τον Ασκληπιάδη, (60) όχι σ' αυτό το έργο, αλλά στο Ξάντριαι. Στο κυριότερο απόσπασμα, ένας Χορός (προφανώς οι “γυναίκες που ξαίνουν μαλλί” του τίτλου) υπερασπίζει την υπόληψη της Σεμέλης εναντία στη ζήλια και στις διαβολές για την ένωση της με το Δία (πρβλ. Βάκχες, 26 κέ. ) (61). Μπαίνει τότε η Ήρα, μεταμφιεσμένη σε ιέρεια που ζητιανεύει: ο σκοπός της είναι, δίχως άλλο, να υποκινήσει την αντίθεση ενάντια στο γιο της Σεμέλης (πρβλ. Βάκχες, 98, 294)· θεωρώ ότι είναι το πρόσωπο που αναφέρεται αλλού στο έργο σαν των δε βούλευτις πόνων (απόσπ. 172). (Είναι ενδιαφέρον ότι ο Ευριπίδης απορρίπτει την υπερφυσική αυτή επέμβαση, κάνοντας την αντίθεση καθαρά ανθρώπινη και στηρίζοντας την σε πολύ ανθρώπινα κίνητρα.) Η απόκριση του Διονύσου στην πλεκτάνη της Ήρας είναι να στείλει τη Λύσσα να τρελάνει τους άπιστους (απόσπ. 169). (Παρατηρήστε ότι, ενώ ο Αισχύλος έφερνε την ίδια τη Λύσσα στη σκηνή, ο Ευριπίδης αρκείται σε έναν υπαινιγμό και περνάει παρακάτω [ στ. 977]· την είχε χρησιμοποιήσει στον Ηρακλή, αλλά εδώ δεν υπάρχει θέση για μια τόσο καθαρά συμβολική μορφή.) Στις Ξάντριες, υποψιάζομαι ότι ο Διόνυσος δεν παρουσιαζόταν αυτοπρόσωπος, αλλά ενεργούσε με το όργανό του, τη Λύσσα· ο ίδιος ο θεός έμενε κατά μέρος για το τρίτο έργο. Οι Ξάντριες ίσως να τελείωναν εκεί όπου αρχίζουν οι Βάκχες του Ευριπίδη, με την αποχώρηση των γυναικών της Θήβας στον Κιθαιρώνα, που ξέρουμε ότι αναφερόταν εκεί (62), και με την απειλή του Πενθέα να τις καταδιώξει. Το τρίτο έργο, ο Πενθεύς, θα κάλυπτε λοιπόν τον ίδιο χώρο με το έργο του Ευριπίδη, κι αυτό συμφωνεί με τη δήλωση του Αριστοφάνη του Βυζαντίου στην υπόθεση του τελευταίου αυτού έργου (63). Το εξοργιστικό είναι πώς μόνον ένας στίχος του διατηρήθηκε (απόσπ. 183), μηδ' αίματος πέμφιγα προς πέδω βάλης προτροπή που θυμίζει τις Βάκχες, 837, και που ίσως έγινε σε παρόμοιες περιστάσεις. Από το έργο Διονύσου Τροφοί ξέρουμε μόνον ότι παίρνει για θέμα, ή τουλάχιστον αναφέρει, το ξανάνιωμα των Τροφών και των συζύγων τους από τη Μήδεια (απόσπ. 50). Αυτή η ανταμοιβή των πιστών θα ταίριαζε σε σατυρικό δράμα, γιατί παρουσιάζει φανερά ευθυμογραφικές δυνατότητες.
Τα αποσπάσματα από τη Λυκούργεια του Αισχύλου μας προσφέρουν μερικούς ενδιαφέροντες παραλληλισμούς με τις Βάκχες, α) Στο έργο Ηδωνοί, όπως και σε τούτο το έργο, το Διόνυσο τον φυλάκιζαν (Σχόλια στις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη, 135),τον ρωτούσαν που γεννήθηκε, αγνοώντας φανερά την ταυτότητα του (απόσπ. 61, πρβλ. Βάκχες, 460 κέ.) και τον περίπαιζαν για το θηλυπρεπές παρουσιαστικό και τη φορεσιά του (απόσπ. 61 και πιθανώς 59, 60, 62, πρβλ. Βάκχες, 453-9 σημ., 831-3 σημ.). Μοιάζει σαν η πρώτη σκηνή ανάμεσα στον Πενθέα και στο Διόνυσο, στις Βάκχες, να έχει ακολουθήσει από πολύ κοντά το πρότυπο του παλαιότερου ποιητή, β) Κάπου στην τετραλογία έχουμε μια θεοφάνεια, εμφάνιση του θεού με την αληθινή του φύση, και την επίδραση της πάνω στο παλάτι του Λυκούργου, που περιγραφόταν στο στίχο ενθουσιά δη δώμα· βακχεύει στέγη (απόσπ. 58). Μπορούμε να συμπεράνουμε με κάποια βεβαιότητα ότι στα “θαύματα του παλατιού”, στις Βάκχες, ο Ευριπίδης ακολούθησε την παράδοση, αν και οι λέξεις που διατηρήθηκαν δεν είναι απαραίτητο να σημαίνουν έναν πραγματικό σεισμό. (Πρβλ. Naevius, Lucurgus, απόσπ. 20, 23 που παραθέτω πιο κάτω, σ. 55, υποσ. 66.) γ) Από δύο αποσπάσματα του έργου Βασσάραι μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Αισχύλοςόπως κι ο Ευριπίδης μιλούσε για την επικίνδυνη ταυρίσια θωριά του θεού (απόσπ. 23, πρβλ. Βάκχες, 618, 920, 1017) και τον παρίστανε (αν το αστραπής είναι βέβαιο) σαν Κύριο της Αστραπής (Mette, Supplementa Aeschyli, απόσπ. 31=απόσπ. 12 Weir Smyth [Loeb] αστραπής πευκάεν σέλας πάνω στο όρος Παγγαίον, πρβλ. Βάκχες 594-5 σημ., 1082-3 σημ.).
Τρεις ακόμα εικασίες μπορούν να προστεθούν: α) Κάποιο πρόσωπο του Αισχύλου (ο Λυκούργος ή ο Πενθέας) χρησιμοποιεί τον υβριστικό όρο χαλιμίαι ή χαλιμάδες για τις βάκχες (απόσπ. 448), κι αυτό δείχνει πώς οι υπαινιγμοί για ανηθικότητα που βάζει ο Ευριπίδης στο στόμα του Πενθέα είναι παραδοσιακές κατηγορίες, β) Η φυλάκιση και η θαυματουργική απόδραση των βακχών, που περιγράφονται σύντομα στο έργο τούτο (443-8) υπάρχουν στην περίληψη της Ιστορίας του Λυκούργου από τον “Απολλόδωρο” (Βιβλιοθήκη, 3. 5. 1 Βάκχαι δε εγένοντο αιχμάλωτοι... αύθις δε αι Βάκχαι ελύθησαν εξαίφνης) και ίσως υπάρχουν και στο έργο Lucurgus (Λυκούργος) του Ναίβιου (απόσπ. 6, πρβλ. Ribberk, Romische Tragodie, 59 κέξ.) Ο “Απολλόδωρος” δεν ακολουθεί τον Ευριπίδη, γιατί βάζει το Λυκούργο να φυλακίζει και τους σατύρους. Πρέπει να υποθέσουμε ότι εκείνος και ο Ευριπίδης (και ο Ναίβιος;) αντλούν εδώ από μια κοινή πηγή, κατά πάσαν πιθανότητα τη Λυκούργεια του Αισχύλου (64). γ) Ο Ναίβιος χρησιμοποιεί επίσης την ανάκριση του αιχμάλωτου θεού (απόσπ. 11-14) και την περιγραφή της γυναικωτής φορεσιάς του (65), που ασφαλώς ανάγεται στον Αισχύλο· και την πυρπόληση του παλατιού (66), που ίσως κι αυτή ανάγεται σ' εκείνον. Επομένως μπορεί πολύ καλά να πήραν από την ίδια πηγή, αυτός και ο Ευριπίδης, τη σύγκριση των μαινάδων με πουλιά και τον απολογισμό της επιδρομής τους στα υποστατικά του κάμπου (απόσπ. 7 και 3, και Βάκχες, 748-50). Η εντύπωση που αφήνουν στο σύνολο τους τα αποσπάσματα του Λυκούργου είναι ότι ο Ναίβιος δεν δανείστηκε από τις Βάκχες, άλλα χρησιμοποίησε ένα αρχικό κείμενο πολύ όμοιο με αυτές και στον γενικό τόνο και στην πλοκή. Και πιθανότατα το αρχικό αυτό κείμενο ήταν οι Ηδωνοί του Αισχύλου (67).
Από τις ρωμαϊκές τραγωδίες που γράφτηκαν πάνω στην Ιστορία του Πενθέα, ο Pentheus του Πακούβιου βασίζεται στον Ευριπίδη, αν πιστέψουμε τον Σέρβιο (Σχόλια στην Αινειάδα, 4. 469)· αλλά και κάποια άλλη πηγή χρησιμοποιήθηκε επίσης, γιατί ο φυλακισμένος του Πενθέα ονομαζόταν Ακοίτης, όπως στον Οβίδιο, Μεταμορφώσεις, 3. 574 κέ. (όπου η αφήγηση από άλλες απόψεις διαφέρει πολύ από του Ευριπίδη). Η τραγωδία Bacchae του Ακκίου φαίνεται από τα αποσπάσματα ότι ήταν μια πολύ πιστή προσαρμογή του έργου του Ευριπίδη.
Ο θάνατος του Πενθέα στάθηκε, όπως και άλλα σχετικά με τον Διόνυσο, θέμα προσφιλέστατο στους αγγειογράφους· και από τον τρόπο με τον οποίο το πραγματεύονται, έγινε προσπάθεια να βγουν συμπεράσματα ως προς το χειρισμό του θέματος από τον Αισχύλο και τις καινοτομίες που αποδίδονται σ' αυτόν ή στον Ευριπίδη.
1. Η πρωιμότερη από τις σωζόμενες παραστάσεις της σκηνής εμφανίζεται σ' ένα ψυκτήρα που βρίσκεται στη Βοστώνη (και στο Φρειβούργο), ζωγραφισμένον γύρω στο 520 π.Χ. με τον τρόπο του Ευφρονίου (Arch. Jhb. VII [ 1892], πίν. 5, Philippart, πίν. 12, αρ. 150, Beazley, Attic Red-Figure Vase-Painters, σ'. 19.5). Tο μεγαλύτερο κομμάτι δείχνει τον Πενθέα (αναγνωρίζεται από το όνομα) να τον ξεσκίζουν δυο μαινάδες, που η μια τους ονομάζεται Γαλήνη· (69) το όνομα της άλλης λείπει. Διατυπώθηκε η εικασία ότι, στην παλαιότερη μορφή του μύθου, φόνισσες δεν ήταν η Αγαύη και οι αδερφές της, αλλά οι ακόλουθες του Διονύσου, και ότι είτε ο Αισχύλος είτε ο Ευριπίδης ήταν ο πρώτος που έκαμε φόνισσα την Αγαύη (70). Αυτό δεν είναι αδύνατο, αλλά νομίζω ότι οι παράλληλοι μύθοι των Μινυαδών και των Προιτιδών παρουσιάζονται αντίθετοι σ' αυτή την υποθέση· και η κύλιξ της Villa Giulia (βλ. παρακάτω) μας κάνει να μην παραδεχόμαστε τον Ευριπίδη για καινοτόμο.
2. Άλλα προευριπίδεια αγγεία δεν παρουσιάζουν τίποτα που να έρχεται σε αντίθεση με την αφήγηση του Ευριπίδη. Ότι το φρικαλέο παιχνίδι με τα σπαραγμένα μέλη (Βάκχες, 1133 κέ.) δεν είναι εύρημα ούτε του Ευριπίδη ούτε του Αισχύλου φαίνεται από δύο πρώιμα έργα: την κύλικα G 69 του Λούβρου (Arch. Jhb.), όπ.π., σ. 162, Philippart,, πίν. 13 α, αρ. 151), που ανήκει στην τελευταία δεκαετία του 6ου αιώνα: (71) και τη στάμνο, από το ζωγράφο του Βερολίνου, στην Οξφόρδη (Beazley, Attic Red-Figure Vase-Painters, 138. 112, Journal of Hellenic Studies, London, XXXI[1911], 282, πίν. 17), ζωγραφισμένη στην πρώτη δεκαετία του 5ου αιώνα. Ο θριαμβευτικός χορός, που τον σέρνει μια μαινάδα κρατώντας το κεφάλι του Πενθέα, παριστάνεται σε κομμάτια μιας κύλικος από τη Villa Giulia της Ρώμης (Corpus Vasorum Antiquorum, Villa Giulia, τεύχος 2, III. i.c, πίν. 37), που ζωγραφίστηκε στις αρχές του τελευταίου τετάρτου του 5ου αιώνα π.Χ. Εδώ το κεντρικό πρόσωπο στέκει ξέχωρα από τ' άλλα, και θα ήταν λογικό να το ονομάσουμε Αγαύη, αν και δεν μπορούμε να είμαστε εντελώς βέβαιοι.
3. Σύγχρονη περίπου (το νωρίτερο) με το έργο του Ευριπίδη είναι η πυξίδα της Χαϊδελβέργης (Curtius, Abb. 2-6, Philippart, αρ. 132, πίν. VII b), που δείχνει τον Πενθέα να ξεκινάει από το παλάτι του με δίχτυα και ακόντια κυνηγετικά, προφανώς για να καταδιώξει τις μαινάδες (πρβλ. το παραστατικό κυνήγι του νεβρού, Βάκχες, 868 κέ.). Ούτε εδώ ούτε αλλού στην ελληνική τέχνη υπάρχει ένδειξη ότι ο Πενθέας είναι μεταμφιεσμένος. Αυτό ίσως οφείλεται απλώς στη δυσκολία να γίνει ένας μεταμφιεσμένος Πενθέας εύκολα αναγνωρίσιμος (Huddilston, Greek Tragedy in the Light of Vase-paintings, 16). Και οπωσδήποτε είναι απερισκεψία να συμπεράνουμε, όπως κάνουν μερικοί, ότι ο Ευριπίδης εφεύρε τη μεταμφίεση (πρβλ. παραπάνω, σ. 26): πολλές από τις εκδοχές για το τέλος του Πενθέα θα κυκλοφορούσαν ήδη προτού γράψει εκείνος.
4. μια ιταλιωτική κάλπις (Μόναχο 3267, Sandys, αρ. 1, Curtius, Abb. 14, Philippart, αρ. 137, πίν. VIIa), περίπου σύγχρονη με την πρώτη παράσταση των Βακχών, δείχνει έναν οπλισμένο Πενθέα που τον ανακαλύπτουν κρυμμένο ανάμεσα σε δυο δέντρα· και μια σειρά από άλλα αγγεία, με ίδια χρονολογία και προέλευση (72), τον δείχνουν σε ένοπλη σύγκρουση με τις μαινάδες. Αυτή η αντίληψη θεωρήθηκε ότι ανάγεται στον Αισχύλο (73), με βάση τις Ευμενίδες, 25 κέ. Βάκχαις εστρατήγησεν θεός,/ λαγώ δίκην Πενθεί καταρράψας μόρον, που θεωρείται ότι σημαίνει πώς ο Διόνυσος οδήγησε τις γυναίκες του σε κανονική μάχη με τον Πενθέα και τον κατατρόπωσε (πρβλ. Βάκχες, 52, 798 κέ., που θα μπορούσαν να αναφέρονται σ' αυτή την εκδοχή). Ο συνδυασμός θα ήταν πιο πειστικός, αν τα λόγια του Αισχύλου ήταν πιο ρητά, και αν μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε την καλλιτεχνική παράδοση ως μια χρονολογία πιο κοντινή στον καιρό του Αισχύλου.
Θεωρίες αυτού του τύπου είναι κατ' ανάγκην παράτολμες. Αυτό που βγαίνει, εν τούτοις, από τη μελέτη των αγγειογραφιών του 5ου αιώνα με διονυσιακά θέματα είναι ότι μερικοί τουλάχιστον από τους αγγειογράφους είχαν δει γυναίκες σε θρησκευτική έκσταση (ίσως στα Λήναια) (74). Κι αυτό που έβλεπαν εκείνοι, μπορούσε να το δει και ο Ευριπίδης, χωρίς να πάει στη Μακεδονία γι' αυτό το σκοπό. Αλλά η αντίληψη των αγγειογράφων για τις μαινάδες άλλαζε, όσο προχωρούσε ο 5ος αιώνας. Αυτές που ζωγράφισαν οι μεγάλοι καλλιτέχνες της εποχής των περσικών πολέμων (75) πετάνε φλόγες. Στο τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα δημιουργούνται ακόμα αρχοντικές μαινάδες, π.χ. στα ανάγλυφα που αντικαθρεφτίζονται σ' έναν ελληνικό χάλκινο κρατήρα (76) και σε νεοαττικά μαρμάρινα αντίγραφα (77), ή στη ληναϊκή στάμνο που βρίσκεται στη Νεάπολη (78). Εδώ δε λείπει η σεμνότης, αλλά το ένστικτο του ζώου και η άγρια έκσταση της παλαιότερης εποχής έχουν καταλαγιάσει το αχάλινον και το βάρος έχουν αντικατασταθεί από ένα ιδανικό ημερωμένης μελωδικής ομορφιάς. Οι παλαιότερες εικόνες είναι που δείχνουν καλύτερα το πνεύμα του ευριπίδειου έργου.
Ως τώρα ασχοληθήκαμε μόνο με το περιεχόμενο των Βακχών. Όταν εξετάζουμε τη μορφή τους, μας κάνει αμέσως εντύπωση η αρχαϊκή όψη που παρουσιάζει αυτό το έργο, από τα τελευταία του Ευριπίδη. Δεν είναι άλλωστε το μοναδικό: μια κάποια αρχαΐζουσα τάση εμφανίζεται εδώ κ' εκεί, σε όλο το έργο του της τελευταίας περιόδου (79). Αλλά στις Βάκχες ο αρχαϊσμός πάει πιο μακριά απ' όλα τ' άλλα έργα του· ο Murray μάλιστα τις ονομάζει “το κατ' εξοχήν αρχέτυπο ελληνικό έργο που γνωρίζουμε” (80).
Ως ένα σημείο, αυτό υπαγορεύεται από την υπόθεση. Εδώ επιτέλους είχε ο Ευριπίδης ένα Χορό, που η παρουσία του δε χρειαζόταν δικαιολογίες και που η προσωπική του τύχη ήταν στενά δεμένη με τη δράση· μπορεί έτσι να συναγωνίζεται κι αυτός με τον τρόπο που επιδοκιμάζει ο Αριστοτέλης (Ποιητική, 1456a25) και σε μια έκταση ασυνήθιστη και στον Ευριπίδη και στα σωζόμενα έργα του Σοφοκλή. Επομένως δεν ήταν ανάγκη να συντμηθεί ο ρόλος του ή να αντικατασταθούν μερικά από τα τραγούδια του με μονωδίες (81) του ηθοποιού. Επιπλέον, η παρουσίαση ενός έργου με θαύματα, εκτός αν ο παραγωγός έχει τα σημερινά τεχνικά μέσα, επιβάλλει εκτεταμένη χρήση της αφήγησης. Ο ποιητής έχει βάλει ένα ψυχολογικό θαύμα στο κέντρο της σκηνικής δράσης (82) · αλλά τα φυσικά θαύματα πρέπει να εξιστορηθούν. Έτσι οι Βάκχες επιστρέφουν στο πιο παλιό δραματικό πρότυπο: όχι μόνον υπάρχουν δυο τυπικοί μονόλογοι Μαντατοφόρων, ο καθένας πάνω από εκατό στίχους, αλλά έχουμε ακόμα τις αφηγήσεις του Ακολούθου (στ. 434-50) και του Ξένου (στ. 616-37) και τα τέσσερα αυτά περιγράφουν θαυματουργά περιστατικά που δε θα μπορούσαν να παρουσιαστούν στη σκηνή.
Αλλά έχει σημασία ότι και στο λόγο και στο ύφος, το έργο ξαναγυρίζει σε παλαιότερη τεχνοτροπία. Τελευταία ένας ερευνητής από την Κεντρική Ευρώπη βρήκε περισσότερους αρχαϊκούς τύπους στις Βάκχες παρά σε οποιοδήποτε άλλο έργο του Ευριπίδη, και λιγότερους τύπους της καθημερινής γλώσσας ή του πεζού λόγου παρά σε οτιδήποτε είχε γράψει μετά τις Τρωάδες (83). Υπάρχει, αλήθεια, μια ασυνήθιστη αναλογία από “νέες” λέξεις, δηλαδή λέξεις που δε βρίσκονται σε κανένα προγενέστερο συγγραφέα (84). Λίγες όμως από αυτές φαίνονται παρμένες από την καθημερινή κουβέντα: μερικές ανήκουν στη γλώσσα της διονυσιακής θρησκείας, όπως θιασώτης ή καταβακχιούσθαι· άλλες είναι εκλεπτυσμοί του ποιητικού λόγου, όπως χρυσορόης ή σκιαρόκομος. Υπάρχει σημαντικό αισχύλειο στοιχείο στο λεξιλόγιο (85) και παρατηρήθηκαν μερικοί ασύνειδοι αντίλαλοι από αισχύλειες φράσεις (86) (ίσως θα βρίσκαμε περισσότερους, αν σώζονταν τα διονυσιακά έργα του Αισχύλου). Το αυστηρό μισολειτουργικό ύφος που κυριαρχεί στα χορικά θυμίζει συχνά τον Αισχύλο· ελάχιστα συναντούμε τη μπαρόκ εκζήτηση και την ενασχόληση με το διακοσμητικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τα περισσότερα από τα μεταγενέστερα λυρικά μέρη του Ευριπίδη. Συνταιριασμένη μ' αυτόν τον τόνο είναι η εκλογή των ρυθμών, που συνδέονται με πραγματικούς λατρευτικούς ύμνους (Σχόλια στις Βάκχες, έκδ. Οξφόρδης, σ. 183), και κυρίως η εκτεταμένη χρήση των ιονικών ποδών (αυτ. σ. 72). Το ίδιο και η εισαγωγή των επωδών (στ. 876 κέ., 991 κέ.), που ανήκουν στην παράδοση του θρησκευτικού ύμνου· αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αισχύλος τις χρησιμοποιεί συχνά, ο Σοφοκλής καθόλου, ο Ευριπίδης, αλλού, μόνο στον ύμνο του Ίωνα προς τον Απόλλωνα και στο τραγούδι της Ηλέκτρας που κουβαλάει νερό. Οι ιαμβικοί τρίμετροι φανερώνουν τη χρονολογία του έργου με την υψηλή αναλογία των αναλυμένων ποδών (ένας κάθε 2-3 τριμέτρους, συχνότητα που ξεπεράστηκε μόνο στον Oρέστη)· αλλά ο διάλογος έχει ωστόσο κάποια αρχαϊκή ακαμψία, αν τον συγκρίνουμε, π. χ., με τη σύγχρονη του Ιφιγένεια εν Αυλίδι. Χαρακτηριστική, γενικά, είναι η σπανιότητα, στο διάλογο, της αvτιλαβής (μοίρασμα ενός στίχου σε δυο ομιλητές). Σε άλλα έργα των τελευταίων χρόνων του Ευριπίδη αυτό είναι συνηθισμένο του (87) επινόημα για να υποβάλει το κοφτό πάρε-δώσε της ζωηρής συζήτησης, ιδίως στις τροχαϊκές σκηνές· στις Βάκχες, οι ιαμβικοί τρίμετροι μοιράζονται σε δυο μόνο σημεία (στ. 189, 966-70), οι τροχαίοι ποτέ.
Αυτή η αυστηρή μορφή φαίνεται θελημένη· ξεπερνάει τον εξαναγκασμό που μπορεί να επιβάλλουν oι θεατρικές ανάγκες. Και πραγματικά, η αφάνταστη δύναμη του έργου βγαίνει εν μέρει από την ένταση ανάμεσα στον κλασικό φορμαλισμό του ύφους και της δομής και στις παράξενες θρησκευτικές εμπειρίες που απεικονίζει. Καθώς έλεγε ο Coleridge, η δημιουργική φαντασία δείχνεται ακόμα πιο έντονη “στην εξισορρόπηση ή τη συμφιλίωση των αντίθετων ή παράτονων ιδιοτήτων”, και ιδίως στον συνδυασμό “μιας ασυνήθιστης συγκινησιακής κατάστασης με μιαν ασυνήθιστη τάξη”. Ένας τέτοιος συνδυασμός επιτελείται στις Βάκχες.
Μετά τη δημιουργία του Ορέστη, την άνοιξη του 408, ο Ευριπίδης έφυγε από την Αθήνα και δεν ξαναγύρισε ποτέ· είχε δεχτεί μια πρόσκληση από τον Αρχέλαο, τον ελληνίζοντα βασιλέα των μισοβάρβαρων Μακεδόνων, που ενδιαφερόταν να κάνει την Αυλή του κέντρο ελληνικής παιδείας. Ο ποιητής είχε περάσει τα εβδομήντα και, όπως έχουμε λόγους να πιστεύουμε, ήταν ένας άνθρωπος απογοητευμένος. Αν ο κατάλογος των βραβείων είναι απόδειξη, είχε σχετικά αποτύχει σαν δραματουργός· είχε γίνει ο περίγελος των κωμωδιογράφων και σε μιαν Αθήνα φρενιασμένη από είκοσι χρόνια όλο και πιο καταστροφικού πολέμου, οι ξεκάθαρες κριτικές του για τη δημαγωγία και τη δυναμική πολιτική θα του είχαν δημιουργήσει πολλούς εχθρούς, θα υπάρχει χωρίς άλλο κάποια αλήθεια στην παράδοση που διασώθηκε σ' ένα απόσπασμα του Φιλόδημου φασίν αχθόμενον αυτόν επί τω σχεδόν πάντας επιχαίρειν προς Αρχέλαον απελθείν.(88) Στη Μακεδονία συνέχισε το γράψιμο, δημιουργώντας τον Αρχέλαο, με θέμα τον επώνυμο πρόγονο εκείνου που τον φιλοξενούσε, έργο που ίσως να παίχτηκε στο καινούριο θέατρο που έχτισε ο Αρχέλαος στο Δίον. Κι όταν πέθανε, το χειμώνα του 407-6, τρία ακόμα θεατρικά έργα βρέθηκαν στα χαρτιά του, οι Βάκχες, ο Αλκμέων ο δια Κορίνθου (τώρα χαμένο) και η Ιφιγένεια εν Αυλίδι αυτό το τελευταίο πιθανώς ατελείωτο. Αυτά κατόπιν παίχτηκαν στην Αθήνα από το γιο (ή ανεψιό) του ποιητή, τον Ευριπίδη τον νεώτερο, (89) και πήραν το πρώτο βραβείο (90). Η υπόθεση που γεννήθηκε έτσι, ότι τις Βάκχες τις συμπλήρωσε, κι αν ακόμα δεν τις πρωτοσκέφτηκε, ο Ευριπίδης στη Μακεδονία, ενισχύεται από τις κολακευτικές αναφορές στην Πιερία (στ. 409-11 σημ.) και στην κοιλάδα του Λυδία (στ. 568-75 σημ.) περιοχές, και οι δυό, που πιθανότατα επισκέφθηκε ο Ευριπίδης, εφόσον το Δίον βρισκόταν στην πρώτη, και οι Λίγες, η μακεδονική πρωτεύουσα, στη δεύτερη. Δεν νομίζω όμως ότι το έργο προοριζόταν αρχικά για μακεδονικό κοινό· οι υπαινιγμοί σε σύγχρονες θεωρίες και πολεμικές, στους στίχους 201-3, 270-1, 274 κέ., 890 κέ. και αλλού, απευθύνονται ορισμένως σε αθηναϊκά αυτιά (91) · και είδαμε ότι εκείνη τηv εποχή το κοινωνικό πρόβλημα της οργιαστικής θρησκείας είχε, στην Αθήνα, τουλάχιστο τόσο επικαιρικό ενδιαφέρον όσο και στη Μακεδονία.
Γιατί ο Ευριπίδης, ακούραστος πάντα νεωτεριστής και πειραματιστής, άφησε σαν τελευταίο κληροδότημα στους συμπατριώτες του αυτό το επικαιρικό αλλά και βαθιά παραδοσιακό έργο θαυμάτων, “παλαιάς μόδας” σε ύφος και σε δομή, καθώς και στα επεισόδια που απεικονίζει, κι όμως φορτισμένο με ταραχή και συγκίνηση; Ήθελε να τους διδάξει κάποιο μάθημα; Πολλοί από τους υποψήφιους ερμηνευτές του το πίστεψαν, αν και δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν πάνω στη φύση αυτού του μαθήματος. Εφόσον το έργο εκθέτει τη δύναμη του Διονύσου και τη φοβερή τύχη εκείνων που του αντιστέκονταν, η πρώτη εξήγηση που ήρθε στο νου των φιλολόγων ήταν ότι ο ποιητής είχε δοκιμάσει (ή νόμισε σκόπιμο να το προσποιηθεί) στα τελευταία του μια μεταστροφή προς τη θρησκεία: οι Βάκχες είναι μια “παλινωδία”, μια αναίρεση του “αθεϊσμού” για τον οποίο ο Αριστοφάνης είχε κατηγορήσει τον συγγραφέα τους (Θεσμοφοριάζουσαι, 450 κέ. )· γράφτηκαν για να υπερασπίσουν τον Ευριπίδη απέναντι στην κατηγορία της ασέβειας, που σε λίγο σύντριψε το φίλο του το Σωκράτη (Tyrwhitt, Schoene), ή για να “τον συμβιβάσουν με το κοινό πάνω σε θέματα όπου είχε παρεξηγηθεί” (Sandys), ή από μια αληθινή πεποίθηση “ότι η θρησκεία δεν πρέπει να υποβάλλεται στο ψιλοκοσκίνισμα της λογικής” (Κ. Ο. Muller), αφού “δεν είχε βρει ικανοποίηση στην απιστία του” (Paley). Κατά παράξενο τρόπο, οι καλοί χριστιανοί εκδότες του έργου φάνηκαν ευχαριστημένοι απ' αυτήν την έννοια, τη μεταστροφή του ποιητή, την ενδέκατη ώρα, στην ειδωλολατρική ορθοδοξία· και αυτή, ή κάποια παρόμοια, έμεινε η επικρατέστερη γνώμη ως τα τέλη σχεδόν του 19ου αιώνα. Εκείνη την εποχή βγήκε μια γενιά, που έχοντας διαφορετικές προκαταλήψεις, θαύμασε τον Ευριπίδη για εντελώς άλλους λόγους και επιδίωξε να κάνει τις Βάκχες να συμφωνήσουν με τις δικές της απόψεις, ανανεώνοντας ριζικά την ερμηνεία τους. Δείχνοντας (σωστά) ότι ο Κάδμος και ο Τειρεσίας είναι θλιβεροί εκπρόσωποι της ορθοδοξίας και ότι ο Διόνυσος συμπεριφέρεται με ανελέητη σκληρότητα όχι μόνο στους αντιπάλους του, τον Πενθέα και την Αγαύη, αλλά και στον υποστηρικτή του τον Κάδμο, έβγαλαν την απόφαση ότι το αληθινό ηθικό συμπέρασμα του έργου ήταν “tantum religio potuit suadere malorum” (“τόσα κακά μπόρεσε να φέρει η θρησκεία”). Αυτή η ερμηνεία, που το σπέρμα της φαίνεται κιόλας στον Patin, αναπτύχθηκε την τελευταία δεκαετία του αιώνα από τον Wilamowitz και τον Bruhn στη Γερμανία, από τον Decharme και τον Weil στη Γαλλία, και αργότερα (με απίθανες ιδιόμορφες διεργασίες) από τον Norwood και τον Verall στην Αγγλία. Ο θρησκευτικός ζήλος των χορικών, προσβολή και πέτρα του σκανδάλου γι' αυτούς τους κριτικούς, εξηγήθηκε κατά διαφόρους τρόπους, σαν παραχώρηση στις δεισιδαιμονίες του μακεδονικού κοινού (Weil) ή σαν επιτυχημένος χαρακτηρισμός του φανατισμού (Wilamowitz).
Οι πιο προσεχτικοί ανάμεσα στους κριτικούς (92) των τελευταίων χρόνων αναγνώρισαν πόσο ανεπαρκής ήταν και η θεωρία της “παλινωδίας” και η αντίθετη της. Η καθεμιά απ' αυτές τις απόψεις ταιριάζει σε μερικά από τα γεγονότα, αλλά είναι φανερό ότι δεν ταιριάζει σε άλλα· είναι δηλαδή κ' οι δυο απαράδεκτα μονόπλευρες.
α) μια προσεχτικότερη μελέτη του έργου του ποιητή στο σύνολο του δε φανερώνει τέτοια απότομη μεταστροφή όσο υποστηρίζουν οι οπαδοί της “παλινωδίας”(93). Από τη μια μεριά το ενδιαφέρον του για την οργιαστική θρησκεία και η συμπάθεια και η κατανόηση που δείχνει γι' αυτήν δεν χρονολογούνται από τη μακεδονική του περίοδο: παρουσιάζονται κιόλας στον ύμνο των μυστών στους Κρήτες (απόσπ. 472), στην ωδή των μυστηρίων της Βουνίσιας Μητέρας των θεών στην Ελένη (στ. 1301 κέ.) και στα λείψανα μιας ωδής από την Υψιπύλη (αποσπ. 57, 58 Arnim=31, 32 Hunt). Η Ελένη παίχτηκε το 412, η Υψιπύλη κάπως αργότερα· αλλά οι Κρήτες φαίνεται πώς είναι πρώιμο έργο (94). Τα χορικά στις Βάκχες γίνονται έτσι η τελευταία και πληρέστερη εκδήλωση των συναισθημάτων που βασάνιζαν (95) τη σκέψη του Ευριπίδη τουλάχιστον έξι χρόνια πριν πεθάνει, και πιθανώς πολύ περισσότερον καιρό. Έτσι και οι επιθέσεις ενάντια στην “εξυπνάδα” και η εξύμνηση της ενστικτώδους σοφίας των απλών αvθρώπων, που ξάφνιασαν ορισμένους κριτικούς των Βακχών, δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτα καινούριο (βλ. Βάκχες, έκδ. Οξφόρδης, σημ. στους στ. 399-401, 430-3, 890-2, 910-11). Από την άλλη μεριά, η αντίφαση ανάμεσα στα ηθικά πρότυπα που εξυπακούεται στους μύθους και στα πρότυπα της πολιτισμένης ανθρωπότητας, στην οποία επισύρουν την προσοχή μας πολλά πρόσωπα του Ευριπίδη, δεν είναι άγνωστη στις Βάκχες .Η εκδίκηση του Διονύσου είναι τόσο σκληρή και χωρίς διάκριση όσο και η εκδίκηση της Αφροδίτης στον Ιππόλυτο. Στο καθένα από τα δύο έργα, ένας από τους ταπεινούς πιστούς του θεού παραπονιέται γι' αύτη την έλλειψη ηθικής, αλλά παραπονιέται μάταια (Βάκχες, 1348-9 σημ.). Και το καθένα από τα δύο έργα τελειώνει με τη συμπάθεια του κοινού συγκεντρωμένη αποκλειστικά στα θύματα του θεού. Δεν θα κατασκεύαζε έτσι ο Ευριπίδης, ή οποιοσδήποτε άλλος, μια “παλινωδία”(96).
β) Αλλά δεν πρέπει πάλι να μεταπηδήσουμε στο συμπέρασμα ότι ο Ευριπίδης θεωρούσε την Αφροδίτη ή τον Διόνυσο είτε σαν δαίμονες του κάκου είτε σαν πλάσματα της φαντασίας. Για μια τέτοια ερμηνεία των Βακχών, μοιραίο εμπόδιο είναι ο χαρακτηρισμός του Πενθέα. Αν η διονυσιακή λατρεία είναι μια ανήθικη δεισιδαιμονία και τίποτα παραπάνω, βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο Πενθέας είναι ένας από τους μάρτυρες του διαφωτισμού. Αλλά είναι πολύ πιο εύκολο να αμαυρώσουμε το Διόνυσο παρά να ξεπλύνουμε τον Πενθέα. Μερικοί ορθολογιστές κριτικοί επιχείρησαν αυτό το τελευταίο· αλλά πρέπει ορισμένως να έχεις παρωπίδες για να ανακαλύψεις στον Πενθέα τον “υπερασπιστή της συζυγικής πίστης”, έναν “αδιάλειπτα αξιαγάπητο χαρακτήρα”(97). Ο Ευριπίδης θα μπορούσε βέβαια να τον παραστήσει έτσι· θα μπορούσε χωρίς άλλο να τον κάνει ένα δεύτερο Ιππόλυτο, φανατικό, αλλά μ' ένα συγκινητικό και ηρωικό φανατισμό. Δεν το αποφάσισε. Αντίθετα, τον προίκισε με τα χαρακτηριστικά ενός τυπικού τυράννου τραγωδίας (98): έλλειψη αυτοελέγχου (στ. 214, 343 κέ., 620 κέ., 670 κέ.)· προθυμία να παραδεχτεί τα χειρότερα στηριζόμενος σε φήμες (στ. 221 κέ.), ή και σε τίποτα (στ. 255 κέ. )· βάναυση συμπεριφορά απέναντι στους αδύνατους (στ. 231, 241, 511 κέ., 796 κέ.)· και μια βλακώδη εμπιστοσύνη στη σωματική δύναμη σαν μέσο για τη ρύθμιση πνευματικών προβλημάτων (στ. 781-6 σημ.). Επιπλέον, του έχει δώσει την ανόητη φυλετική αλαζονεία μιας Ερμιόνης (στ. 483-4 σημ.) και τη σεξουαλική περιέργεια ενός ηδονοβλεψία (στ. 222-3 σημ., 957-60 σημ.) (99). Δεν παριστάνονται έτσι οι μάρτυρες του διαφωτισμού (100). Ούτε και απαρνούνται τέτοιοι μάρτυρες την πίστη τους την ώρα του θανάτου, όπως κάνει ο Πενθέας (στ. 1120 κέ.).
Και ο θεϊκός Ξένος; Αυτός εμφανίζει πέρα για πέρα ιδιότητες αντίθετες με του ανθρώπινου ανταγωνιστή του: έτσι γίνονται ιδιαίτερα αποτελεσματικές οι σκηνές της σύγκρουσης. Ο Πενθέας είναι αναστατωμένος, έξω φρενών, όλο νοσηρή διέγερση· ο Ξένος κρατάει από την αρχή ως το τέλος μιαν αδιατάρακτη χαμογελαστή γαλήνη (ησυχία, στ. 621-2 σημ.)· μια γαλήνη που τη βρίσκουμε στην αρχή συγκινητική, έπειτα αόριστα ανησυχητική, στο τέλος απερίγραπτα δυσοίωνη (στ. 439 σημ., 1020-23 σημ.). Ο Πενθέας στηρίζεται σε μιαν επίδειξη στρατιωτικής δύναμης· το μόνο όπλο του Ξένου είναι η αθέατη δύναμη που υπάρχει μέσα του. Και στη σοφία του Βασιλέα, την “εξυπνάδα” ή το “ρεαλισμό” που μετράει το κάθε τι με το χυδαίο πήχυ της συνηθισμένης πείρας, αντιθέτει ένα άλλο είδος σοφίας, τη γνώση που, όντας η ίδια ένα μέρος από την τάξη των πραγμάτων, ξέρει την τάξη τούτη και τη θέση του ανθρώπου μέσα της. Με όλους αυτούς τους τρόπους ο Ξένος χαρακτηρίζεται σαν πρόσωπο υπερφυσικό, αντίθετα με τον εντελώς ανθρώπινο αντίπαλο του: ησυχία, σεμνότης και σοφία είναι οι αρετές που απάνω απ' όλες οι Έλληνες καλλιτέχνες της κλασικής εποχής ζήτησαν να ενσαρκώσουν στις θείες μορφές της φαντασίας τους. Ο Ξένος συμπεριφέρεται οία δή θεός, όπως θα έπρεπε να συμπεριφέρεται ένας Έλληνας θεός: είναι το αντίστοιχο του γαλήνιου και γεμάτου μεγαλείο όντος που βλέπουμε στα ερυθρόμορφα αγγεία ή στα αττικά γλυπτά.
Αλλά ο Ξένος δεν είναι απλώς ένα εξιδανικευμένο πλάσμα από τον εξωανθρώπινο κόσμο· είναι ο Διόνυσος, ενσάρκωση εκείνων των τραγικών αντιφάσεωνχαρά και φρίκη, ενόραση και μανία, αθώο κέφι και άγρια σκληρότητα που, όπως είδαμε, εξυπακούονται σε κάθε θρησκεία διονυσιακού τύπου. Από τη θέση, επομένως, της ανθρώπινης ηθικής είναι, και πρέπει να είναι, ένα διφορούμενο πρόσωπο. Βλέποντας τον από αυτή τη θέση, ο Κάδμος, στο τέλος του έργου, ρητά καταδικάζει την ασπλαχνιά του. Αλλά η καταδίκη είναι τόσο μάταιη όσο και η ανάλογη καταδίκη της Αφροδίτης στον Ιππόλυτο. Γιατί, όπως και η Αφροδίτη, ο Διόνυσος είναι ένα “πρόσωπο”, ένας φορέας ηθικής, μόνον από τη θεατρική αναγκαιότητα. Αυτό που είναι πραγματικά η Αφροδίτη, o ποιητής μας το έχει πει ξεκάθαρα:
φοιτά δ' αν' αιθέρ', έστι δ' εν θαλασσίω
κλύδωνι Κύπρις, πάντα δ' εκ ταύτης έφυ·
ήδ' εστίν η σπείρουσα και διδούσ' έρον,
ου πάντες εσμέν οι κατά χθόν' έγγονοι (Ιππόλυτος, 447 κέ.).
Να ρωτάμε αν ο Ευριπίδης “πίστευε” σ' αυτήν την Αφροδίτη είναι τόσο χωρίς νόημα όσο και να ρωτάμε αν “πίστευε” στον έρωτα. Το ίδιο συμβαίνει και με το Διόνυσο. Καθώς το “ηθικό συμπέρασμα” του Ιππόλυτου είναι ότι στον έρωτα δεν υπάρχει περιθώριο για λάθη (101), έτσι το “ηθικό συμπέρασμα” των Βακχών είναι πώς αγνοούμε με μεγάλο μας κίνδυνο το αίτημα του ανθρώπινου πνεύματος για τη διονυσιακή εμπειρία. Για κείνους που δεν κλείνουν τη σκέψη τους απέναντι της, μια τέτοια εμπειρία μπορεί να γίνει βαθιά πηγή πνευματικής δύναμης και ευδαιμονία. Αλλά εκείνοι που καταπνίγουν αυτό το αίτημα μέσα τους ή εμποδίζουν τους άλλους να το ικανοποιήσουν, το μεταμορφώνουν, με αυτή τους την ενέργεια, σε μια δύναμη αποσύνθεσης και καταστροφής, μια τυφλή φυσική ανάγκη που σαρώνει και τον αθώο μαζί με τον ένοχο. Όταν έχει συμβεί αυτό, είναι πολύ αργά για επιχειρηματολογία ή για παράπονα: στη δικαιοσύνη του ανθρώπου υπάρχει χώρος για έλεος, αλλά στη δικαιοσύνη της Φύσης δεν υπάρχει· στο δικό μας “θα έπρεπε”, η απάντηση της, που τα καλύπτει όλα, είναι το απλό “Πρέπει”· δεν έχουμε άλλη εκλογή παρά να αποδεχτούμε αυτή την απάντηση και να αντέξουμε όπως μπορούμε.
Αν αυτή, ή κάποια παρόμοια, είναι η θεμελιακή σκέψη του έργου, συμπεραίνουμε ότι η απλοϊκή ερώτηση που έθεσαν oι κριτικοί του 19ου αιώναο Ευριπίδης ήταν “με το μέρος” του Διονύσου ή “εναντίον του”δεν παίρνει απάντηση μ' αυτή την έννοια. Ο Διόνυσος ο ίδιος είναι πέρα από το καλό και το κακό· για μας, καθώς λέει ο Τειρεσίας (στ. 314-18), είναι εκείνο που εμείς τον κάνουμε. Στην πραγματικότητα, το ερώτημα του 19ου αιώνα στηριζόταν στην υπόθεση -- κοινή στη σχολή των ορθολογιστών και στους αντιπάλους (102) και που τίθεται ακόμα πολύ συχνάότι ο Ευριπίδης, όπως και μερικοί από τους κριτικούς του, ενδιαφερόταν περισσότερο για την προπαγάνδα παρά για την ίδια τη δουλειά του δραματουργού. Αυτή την υπόθεση τη θεωρώ λαθεμένη. Η αλήθεια είναι ότι σε πολλά από τα έργα του ζήτησε να χύσει καινούρια ζωή στους παραδοσιακούς μύθους, φορτίζοντας τους με νέο σύγχρονο περιεχόμενο αναγνωρίζοντας στους ήρωες των παλιών θρύλων αντίστοιχα των τύπων του καιρού του και ανιστορώντας από την αρχή τις μυθικές καταστάσεις σαν να ήταν συγκρούσεις του 5ου αιώνα. Όπως είδαμε, κάτι τέτοιο επιχειρεί και στις Βάκχες. Στα καλύτερα όμως έργα του ο Ευριπίδης χρησιμοποίησε αυτές τις συγκρούσεις όχι για να κάνει προπαγάνδα, αλλά, κατά το χρέος του δραματουργού (103), για να φτιάξει από την ένταση τους μια τραγωδία. Δεν υπήρξε άλλος συγγραφέας που να του λείπει τόσο φανερά η πίστη του προπαγανδιστή στις εύκολες και τελειωμένες λύσεις. Η ευνοούμενη μέθοδός του είναι να παίρνει μια μονόπλευρη άποψη, μια υψηλού επιπέδου μισο-αλήθεια, να την εμφανίζει σε όλο το μεγαλείο της, έπειτα να παρουσιάζει την καταστροφή στην οποία αυτή οδηγεί τους τυφλούς οπαδούς της γιατί επιτέλους είναι μέρος μόνο της αλήθειας (104). Έτσι μας δείχνει στον Ιππόλυτο την ομορφιά, τη στενότητα και την ανεπάρκεια του ασκητικού ιδανικού, στον Ηρακλή την αίγλη της σωματικής δύναμης και του θάρρους και το γκρέμισμα τους στη μεγαλομανία και την καταστροφή· έτσι και στα έργα της εκδίκησης (Μήδεια, Εκάβη, Ηλέκτρα), η συμπάθεια του θεατή εξασφαλίζεται πρώτα για τον εκδικητή κ' έπειτα απλώνεται και στα θύματα του εκδικητή. Οι Βάκχες είναι φτιαγμένες πάνω στην ίδια αρχή: ο ποιητής δεν έχει υποτιμήσει το φαιδρό ξεχείλισμα της ζωτικότητας που φέρνει η διονυσιακή εμπειρία ούτε και μαλάκωσε την κτηνώδη φρίκη του “μαύρου” μαιναδισμού· σκόπιμα οδηγεί το κοινό του, μέσα απ' όλη την κλίμακα των συγκινήσεων, από τη συμπάθεια για τον καταδιωγμένο θεό στη διέγερση για τα θαύματα του παλατιού και στην ανατριχιαστικά κωμικοτραγική σκηνή του ντυσίματος, για να συμμεριστεί στο τέλος την αποστροφή του Κάδμου μπρος στην απάνθρωπη δικαιοσύνη. Είναι λάθος να ρωτάμε τί προσπαθεί να “αποδείξει”. Εκείνο που τον ενδιαφέρει εδώ, όπως και σε όλα τα σημαντικά έργα του, δεν είναι ν' αποδείξει κάτι, αλλά να πλατύνει την ευαισθησία μας και αυτό, όπως είπε ο Δρ. Johnson, είναι που ενδιαφέρει πραγματικά έναν ποιητή.
Εκείνο που κάνει τις Βάκχες διαφορετικές από τα υπόλοιπα έργα του Ευριπίδη δεν είναι κάτι νέο στην τεχνική τους ή στην πνευματική στάση του συγγραφέα. Είναι μάλλον αυτό που αισθάνθηκε ο James Adam, όταν είπε ότι το έργο εκφράζει μια “πρόσθετη συγκινησιακή διάσταση” και ότι είναι “διαποτισμένο από κείνη τη χαρούμενη έξαρση που συνοδεύει μια νέα ανακάλυψη ή φωτισμό”(105). Λες και η ανανεωμένη επαφή με τη φύση, στην άγρια χώρα της Μακεδονίας, και το ξύπνημα, μέσα στη φαντασία, μιας παλιάς ιστορίας θαυμάτων, ελευθέρωσε μιαν ανάβρα μέσα στο νου του ηλικιωμένου ποιητή και αποκατάστησε την επαφή με κρυμμένες πηγές δύναμης, που τις είχε χάσει μέσα στο αφύσικο, υπερδιανοούμενο περιβάλλον της Αθήνας στο τέλος του 5ου αιώνα, ώστε να βρει μια διέξοδο για συναισθήματα που χρόνια ολόκληρα στριμώχνονταν προσπαθώντας ν' ανέβουν στη συνείδηση του χωρίς να βρίσκουν την πλέρια τους εκφράση. Μπορούμε να μαντέψουμε ότι ο Ευριπίδης θα είπε στον εαυτό του, στη Μακεδονία, εκείνο που είπε ο Rilke, καθώς άρχιζε η τελευταία περίοδος της ζωής του:
Werk des Gesichts ist gethan: tue nun Herzwerk an den Bildern in dir, jenen gefangenen. Denn duuberwdltigtest sie; aber nun kennst du sir nicht. (To έργο της δράσης έγινε: τώρα κάνε το έργο της καρδιάςστις εικόνες πού 'ναι φυλακισμένες μέσα σου. Γιατί εσύ τις κατάκτησες, αλλά τώρα δεν τις γνωρίζεις.)
Η “πρόσθετη συγκινησιακή διάσταση” δεν προέρχεται από μια διανοητική μεταστροφή, αλλά από την ενέργεια της καρδίαςτη ματιά που στρέφεται προς τα μέσα, σε εικόνες από καιρό φυλακισμένες στο νου.
Μετ. ΛΙΝΑΣ ΚΑΣΔΑΓΛΗ
(Πηγή : http://www.mikrosapoplous.gr/)
Για τα παλαιότερα αποσπάσματα των τραγικών παραπέμπω στο Tragicorum Graecorum Fragmenta, β' έκδοση, του Νauck, εκτός από την περίπτωση του Σοφοκλή, όπου ακολούθησα τον καινούργιο Liddell-Scott (L.S.9) σε αναφορά με την έκδοση του Pearson. Για αποσπάσματα που ανακαλύφθηκαν πιο πρόσφατα, παραπέμπω, όπου είναι δυνατόν, στους: Hunt, Fragmenta Tragica Papyracea (Ο.C.T., 1912) ή Arnim, Supplementum Euripideum (Lietzmann, Kleino Texte, Bonn, 1913) ή Page, Greek Literary Papyri, I (Loeb Library, 1942).Kuhner-Blass, Kuhner-Gerth = R. Kuhner, Ausfuhrliche Grammatik der griechischen Sprache, γ' έκδοση. Μέρος Ι, επιμέλεια F. Blass. Μέρος II, επιμέλεια Β. Gerth.
(Oxford, 1942).
* Οι αριθμοί πλάι στον τίτλο Βάκχες (ή άλλης τραγωδίας) παραπέμπουν στο αρχαίο κείμενο. Η ένδειξη σημ. μετά τους στίχους των Βακχών αναφέρεται στις σημειώσεις του Dodds που ακολουθούν το αρχαίο κείμενο στην έκδοση της Οξφόρδης που υποσημειώνεται στη σ. 11.
1. Τα χαρακτηριστικά της διονυσιακής λατρείας είναι τόσο διαφορετικά από των περισσότερων άλλων αρχαίων ελληνικών λατρευτικών μορφών, ώστε δικαιολογημένα μπορούμε να την ονομάζουμε έτσι. Αλλά στην αρχαία ελληνική μορφή της ποτέ δεν ήταν μια ξεχωριστή “θρησκεία”, θέλω να πω ότι δεν απέκλειε άλλες εκδηλώσεις λατρείας.
2. Ο πρώτος σύγχρονος συγγραφέας που κατανόησε τη διονυσιακή ψυχολογία ήταν ο Erwin Rohde· το βιβλίο του Psyche (1η έκδ. 1891-94, αγγλ. μετ. 1925) μένει ακόμα θεμελιώδες. Βλέπε επίσης Farnell, Cults of the Greek States, τ. V. κεφ. 4-7, Wilamowitz, Glaube der Hellenen, II. 60 κέ., Ο. Kern, Religion der Griechen, I. 226 κε., W. K. C. Guthrie, The Greeks and their Gods, κεφ. 6. Τα Prolegomena to the Study of Greek Religion της Harrison και το· Dionysos του W. F. Otto είναι ενδιαφέροντα, αλλά πρέπει να χρησιμοποιούνται με επιφύλαξη. Μερικοί διαφωτιστικοί σύγχρονοι παραλληλισμοί αναφέρονται από τον Η. Jeanmaire στο περιεκτικό, αλλά σε ορισμένα μέρη αναμφισβήτητα αυθαίρετο βιβλίο του Dionysos (1951).
3. Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 35, 365 Α, αναφορά στον Πίνδαρο, απόσπ. 140 Bowra.
4. Αυτό μπορεί βέβαια να είναι συμπτωματικό· αλλά είναι περίεργο, καθώς λέει ο Farnell, ότι ο Μάρων, αν και Θρακιώτης και αμπελουργός, παρουσιάζεται ιερέας όχι του Διονύσου αλλά του Απόλλωνα.
5. Ο Οράτιος αποτελεί εξαίρεση: οι Ωδές, 2. 19 και 3. 25 δείχνουν μια βαθύτερη κατανόηση της αληθινής φύσης του θεού.
6. Πρβλ. Frazer, Golden Bough, III. 248, και για ένα εξαίρετο σύγχρονο παράδειγμα: Ruth Benedict, Patterns of Culture, 85.
7. The Varieties of Religious Experience, 387.
8. Farnell, Cults, V. 198 κέ. Πρβλ., εν τούτοις, Ίων, 550-4.
9. Βλέπε το άρθρο μου “Maenadism in the Bacchae”, Harvard Theological Review, XXXIII (1940), 155 κέ. (ανατυπώθηκε εν μέρει, με μερικές προσθήκες και διορθώσεις, σαν επίμετρο στο The Greeks and the Irrational, 1951).
10. Παυσανίας, 10. 32. 5· Πλούταρχος, Περί του πρώτως ψυχρού, 18, 953 D.
11. Γυναικών αρεταί, 13.
12. Aldous Huxley, Ends and Means, 232, 235.
13. Βλέπε J. F. K. Hecker, Die Tanzwuth (1832· αγγλ. μετ. Babington, 1888), A. Martin “Geschichte der Tanzkrankheit in Deutschland” στο Zeitschr. d. Vereins f. Volkskunde, XXIV (1914). Τέτοια περιστατικά δεν είναι άγνωστα, ακόμα και σήμερα. ΤΟ 1921 παρουσιάστηκε μια κρίση χορευτικής μανίας στη Θουριγγία, εμπνευσμένη από κάποιον Muek Lamberty. “Έβλεπες αστυνομικούς και δημόσιους λειτουργούς να μπαίνουν στο χορό και να τραγουδάνε έξω στους δρόμους, κ' είχε παρουσιαστεί μια αλλιώτικη παραλυσία, που οι αρχές είχαν χάσει κάθε δύναμη ν' αντιδράσουν... Αξιοπρέπεια, επάγγελμα, θρησκευτική πίστη, πολιτικές πεποιθήσεις, όλα είχανε χάσει το νόημα τους... Ο νέος προφήτης έγινε μια δύναμη που την εκτιμούσαν οι ανώτεροι κύκλοι. Όχι μόνον ήταν ζήτημα αν μπορούσε να βρεθεί άνθρωπος να τον καλέσει σε απολογία, αλλά θα μπορούσε να δημιουργηθεί, από κάτι τέτοιο, μια γενική εξέγερση.” (G. R. Halkett, The Dear Monster, 204 κέ.) Όπως δέχτηκαν το Διόνυσο στους Δελφούς, έτσι κήρυξε και ο Muck στην Καθεδρική της Ερφούρτης, και κατόρθωσε για λίγο να καθιερώσει θρησκευτικές γιορτές νέας μορφής. Αλλά ο Πενθέας νίκησε στο τέλος: Ο Muck δυσφημίστηκε από διάφορα ηθικά σκάνδαλα. Παρόμοια ξεσπάσματα ομαδικής υστερίας παρουσιάστηκαν κατά περιόδους στην Ιαπωνία, τον 18ο και 19ο αιώνα (βλ. E. H. Norman, Far Eastern Survey,XlV [1945], 65 κέ.). Ταραγμένες κοινωνικές συνθήκες φαίνεται ότι ήταν προδιαθετικοί παράγοντες στη Γερμανία και στην Ιαπωνία.
14. Πρβλ. την ετήσια χορευτική λιτανεία στο Έστερναχ της Ρηνανίας, που ακόμα θεωρείται θεραπευτική για ψυχοπαθολογικές παθήσεις (Martin, όπ.π., 129 κέ.)· επίσης Jeanmaire, Dionysos, 167 κέ.
15. Για άλλους παραλληλισμούς που προβάλλουν την ιδέα ότι η “μαινάδα” είναι πραγματικό κι όχι απλώς μυθολογικό πρόσωπο, δες “Maenadism in the Bacchae”, 159 κέ.
16. Rohde, Psyche, κεφ. 9, αρ. 21, Farnell, Cults, V 120. Πρβλ. την ιστορία των θυγατέρων του Προίτου, που τις τρέλανε ο Διόνυσος και έπειτα τις γιάτρεψε μετ' αλαλαγμού και τινος ενθέου χορείας [Απολλόδωρος], 2. 2. 2· και Σχολ. Πινδάρου, Πυθιον. 3. 139 και τον Διόνυσον δε καθαρτικόν μανίας φασί.
17. Μίλητος, VI. 22 μη εξείναι ωμοφάγιον εμβαλείν μηθενί πρότερον ή η ιέρεια υπέρ της πόλεως εμβάλη. εμβαλείν σημαίνει, νομίζω, “να ρίξει στο πλήθος των εορταστών” (“Maenadism in the Bacchae”, 164)· πρβλ. τη σύγχρονη ωμοφαγία στους Άραβες, όπου ο ιερέας πετάει από έναν εξώστη το θύμα κάτω στον όχλο των εκστασιασμένων (R. Brunel, Essai sur la confrerie religieusc des Αissaoua au Maroc ,177). Για άλλες μαρτυρίες, βλ. Farnell, Cults, V. 302 κέ.
18. Πλούταρχος, Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων, 14, 417 C, ημέρας αποφράδας και σκυθρωπάς, εν αις ωμοφαγίαι και διασπαρμοί.
19. Πρβλ. Benedict, Patterns of Culture, 179: “η ίδια η αποστροφή που oι Kwakiutl [Ινδιάνοι της Νήσου Βανκούβερ] αισθάνονταν απέναντι στην πράξη της ανθρωποφαγίας την έκανε γι' αυτούς ταιριαστή έκφραση της διονυσιακής αρετής που βρίσκεται στο τρομερό και στο απαγορευμένο”.
20. Σχολ. Κλήμεντος Αλεξανδρέως, 92 Ρ. (Ι. 318 Stahlin), Firmicus Maternus, De more profanarum religionum, 6. 5, Φώτιος, στη λέξη νεβρίζειν.
21. Βλ. Golden Bough, V. II, κεφ. 12.
22. Βάτραχοι, 357 και σχολ. Πρβλ. Βάκχες, 743 κέ., 1185· Oππιανός, Κυνηγετικά, 4. 304 κέ.
23. Τράγος, Βάκχες, 138, Arnobius, Adversus Nationes, 5.19· νεβρός, Φώτιος, στη λέξη νεβρίζειν· φίδι, Γαληνός, Περί αντιδότων, 1. 6. 14.
24. Πρβλ. Ορέστης, 1492, όπου οι βάκχες κυνηγούν μια σκύμνον ορείαν (δηλ. λιονταράκι;).
25. Πλούταρχος, Αίτια Ελληνικά, 36, 299 Β, βοέω ποδί θύων, άξιε ταύρε.
26. Πρβλ. τα λατρευτικά του επίθετα δίκερως, ταυρωπός, ταυρομέτωπος, κερασφόρος. Πολλές φορές στα αγάλματα του του έδιναν και σώμα ταύρου (Αθηναίος, 476 Α). Μερικοί από τους λατρευτές του ονομάζονταν βουκόλοι, και στο Άργος λατρευόταν ως βουγενής (Πλούταρχος, Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 35, 364 F).
27. Δεν υπήρχαν λιοντάρια στην Ελλάδα στους ιστορικούς χρόνους· αλλά το λιοντάρι επιζούσε στις παλαιότερες πατρίδες του θεού, στη Μικρασία, τη Θράκη και τη Μακεδονία (Ηρόδοτος, 7. 125, Ξενοφών, Κυνηγετικός, 11, Παυσανίας, 6. 5. 4, Αριστοτέλης, Αι περί τα ζώα ιστορίαι, 579b7).
28. Πρβλ. Gruppe, Gr. Mythologie u. Religionsgeschichte, 732.
29. Συγκεντρώθηκαν από τον F. Schwenn, Die Menschenopfer bei den Griechen u. Romern. Βλ. επίσης Farnell, Cults, V. 164 κέ.
30. Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 13, κατά τη μαρτυρία του Φανία, μαθητή του Αριστοτέλη. Ακόμα κι αν η ιστορία είναι πλαστή, δείχνει τί ιδέα είχαν οι Έλληνες του 4ου αιώνα για το Διόνυσο Ωμηστή.
31. Λίβιος, 39. 13, πρβλ. Πλαύτου, Bacchides, 371 κέ. Ο Kern πίστευε ότι το ποίημα Λήναι (Θεόκριτος, XXVI) είχε γραφτεί για να υπερασπιστεί την τελετουργική παιδοφονία (Arch. f. Rel. XXVI. 14 κέ.).
32. Σοφοκλής, απόσπ. 668.
33. Sardis, VI. Ι. 39, λυδικά ΒακιFαλις=ελληνικά Διονυσικλής.
34. Πρβλ. Εκάβη, 1267, Ρήσος, 972, Ηρόδοτος, 5. 7 και 7.111. Ο Ηρόδοτος ξέρει επίσης τις Οργιαστικές τριετηρίδες ανάμεσα στους Σκύθες Γελωνούς (4.108). Και οι σχέσεις του θεού με το Βορρά αναγνωρίζονται ακόμα και στις Βάκχες (στ. 560-75).
35. Πρβλ. Kern, Rel. der Griechen, Ι.226 κέ.· Nilsson, Minoan-Myce-naean Religion2, 567 κέ.
36. Πρβλ. Farnell, Cults, V. 109 κέ., Foucart, Culte de Dionysos en Attique, κεφ. 3, Deubner, Arch. Jhb. XLII (1927), 189. Από τότε που γράφτηκαν τα παραπάνω, τα επιχειρήματα για μια πολύ πρώιμη χρονολόγηση των αρχικών μύθων ενισχύθηκε από τη Miss Lorimer, Η mer and the Monuments, 471 κέ., και επιβεβαιώθηκε, όπως φαίνεται, από την αποκρυπτογράφηση σε μια αποσπασματική πινακίδα της Πύλου (Xao6) του ονόματος di-wo-nu-so-jo (Ventris και Chandwick Documents in Mycenaean Greek, 127). Ο Ventris και ο Chadwick παρατηρούν ότι το όνομα πάνω στην πινακίδα δεν είναι απαραιτήτως όνομα θεού· φαίνεται, ωστόσο, ότι προϋποθέτει τη γνώση του θεϊκού ονόματος, και έτσι φτάνει χρονολογικά τη γνωριμία των Ελλήνων με το Διόνυσο ως το 13ο αιώνα π.Χ. τουλάχιστον, Αν επιβεβαιωθεί η αποκρυπτογράφηση, δε σημαίνει απαραιτήτως ότι οι αρχικοί μύθοι δεν έχουν καμιά ιστορική θεμελίωση· αλλά το ιστορικό στοιχείο θα αναφέρεται σε πολύ μακρινή εποχή (την εποχή του Μελάμποδος που αναφέρεται στον Ηρόδοτο;), εκτός αν πιστεύουμε, μαζί με τον Nilsson (Minoan-Myce-naean Religion2, 575 κέ.), ότι υπήρχε μια “ιεραποστολική” κίνηση στην Αρχαϊκή Εποχή, που αποτελούσε στην ουσία μια επανεισαγωγή, από ξένες χώρες, ιδεών και τελετών γνώριμων στο μινωικό κόσμο.
37. Υποστηρίχτηκε ότι οι “οργιαστικές” τελετές δεν είχαν ποτέ θέση στην Αττική· αλλά το όνομα Λήναια προφανώς από το λήναι, έξαλλες γυναίκες μας δείχνει το αντίθετο.
38. Farnell, Cults, V. 208 κέ.· Frickenhaus, Lenaenvasen· Deubner, Att. Feste, 126 κέ. Τα αγγεία δείχνουν γυναίκες που κάνουν σπονδή μπροστά σ' ένα προσωπείο-είδωλο του Διονύσου, με τη συνοδεία ενός ιερατικού χορού με θύρσους και δάδες, και με μουσική από αυλούς και κρόταλα. Μοιάζει σαν ελεγχόμενη και περιορισμένη επιβίωση της γυναικείας οργιαστικής λατρείας. Αλλά η σχέση με τα Λήναια αμφισβητείται (Nilsson, Arch. Jahrb. XXXI [1916], 331 κέ.).
39. Θουκυδίδης, 2. 38.
40. Πλούταρχος, Αλέξανδρος, 2.
41. “Maenadism in the Bacchae”, 171 κέ.
42. Κυβέλη, Κρατίνος, απόσπ. 82, Αριστοφάνη, Όρνιθες, 876 κέ., Σοφοκλής, Φιλοκτήτης, 391 κέ.· Βενδίς, Κρατίνος, απόσπ. 80, πρβλ. Inscriptiones Graecae, Ι2. 310. 208 (429/8 π.Χ.)· Άττις, Θεόπομπος κωμωδιογράφος, απόσπ. 27· Άδωνις, Κρατίνος, απόσπ. 15, Αριστοφάνης, Ειρήνη, 420· Σαβάζιος, Αριστοφάνης, Σφήκες, 9 κε., Όρνιθες, 875, Λυσιστράτη, 387-97. Για την εξάπλωση της δεισιδαιμονίας κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, βλ. Kern, Rel.d. Griech. II. VH7 κέ., Nilsson, Greek Popular Religion, 130 κέ.
43. Γίνονταν σάβοι, όπως οι μύστες του Βάκχου γίνονταν βάκχοι (Αρποκρατίων, στη λέξη Σάβοι, Σχολ. Αριστοφάνους, Όρνιθες, 874, Πλούταρχος, Συμποσιακών, βιβλία θ', 4. 6. 2).
44. Αριστοφάνης, Λυσιστράτη, 388, απόσπ. 566, Δημοσθένης, Περί στεφάνου, 259, Ιάμβλιχος, Περί μυστηρίων, 3. 9.
45. Περί στεφάνου, 259 κέξ., 284. Μπορούμε να προσθέσουμε τον κισσό, αν η ανάγνωση του χειρογράφου κιττοφόρος είναι σωστή στο Περί στεφάνου, 260.
46. Κικέρων, Leges, 2. 37.
47. Ευθίας, απόσπ. 2 Baiter-Sauppe. Οι ηθικές προκαταλήψεις απέναντι στις ξένες λατρείες είχαν πιθανώς επίσης κάποια σχέση με την καταδίκη των δύο ιερειών, της Νίνου και της Θεωρίδος (πρβλ. Foucart, Associations, 80 κέ., 132 κέ.).
48. οργιάζων πλην τα δημόσια, Νόμοι, 10, 910 BC.
49. Και εν μέρει από ορισμένες αγγειογραφίες: βλ. σ. 35 κ.ε. και Webster, Greek Art and Literature, 530-400 π.Χ., 174.
50. Βλέπε Βάκχες, έκδ. Οξφόρδης, την εισαγωγική σημείωση σ' αυτή τη σκηνή, και 201-3 σημ., 222-3 σημ., 234 σημ., 274-85 σημ.
51. Η παλαιότερη μαρτυρία είναι μια υδρία ζωγραφισμένη γύρω στα 440 (Corpus Vasorum Antiquorum, Cracovie, πίν. 12· Beazley, Greek Vases in Poland, 44 κέ.), που δείχνει ότι αυτή η εκδοχή δεν είναι μεταγενέστερο δάνειο από την ιστορία της Αγαύης.
52. Ήτοι, Wilamowitz, Glaube d. Hell. 2. 66, Nilsson, Hist, of Greek Religion, 206 κέ. Ενάντια σ' αυτή την άποψη, βλ. τώρα Guthrie, The Greeks and their Gods, 172 κέ., και Jeanmaire, Dionysos, 86 κέ.
53. Ο βουπλήξ του Λυκούργου (Ιλιάς, Ζ 135) φαίνεται να είναι τελετουργικό όπλο. Μήπως και η φυλάκιση του στο σπήλαιο αντικαθρεφτίζει κάποια θρησκευτική τελετή; Πρβλ. Λίβιος, 39.13.13, στην Ιταλική διονυσιακή λατρεία “λέγεται ότι οι ανθρώποι έχουν αρπαγεί από τους θεούς· δεμένους σε μηχανή τους αρπάζουν και τους παίρνουν από τα μάτια μας σε απόκρυφα σπήλαια”. Έχω τη διάθεση να συσχετίσω το παραπάνω με το θεό του σπηλαίου ή προφήτη, στο Ρήσο, 972 κέ. και Στράβωνα, 7. 3. 5 (και επίσης Festugiere, Melanges d' Arch. et d' Hist. 1954, 94 κέ.).
54. Πρβλ. Α. G. Bather, J.H.S. XIV (1894), 244 κέ., Farnell, Cults, V. 171 κέ.
55. Ήταν πασίγνωστη σαν σχολικό βιβλίο (Καλλίμαχος, Επιγράμματα, 48 Wilamovitz=Παλατινή Ανθολογία, 6. 310)· δημοφιλή αποσπάσματα τους δίνονταν για απαγγελία (Λουκιανός, Προς απαίδευτον, 19)· αποσπάσματα και σταχυολογήσεις τους διαδόθηκαν ευρύτατα στη Ρωμαϊκή εποχή, όπως φαίνεται από τα “testimonia”, τις μαρτυρίες που παραθέτει στο Υπόμημά του ο Kirchhoff, και τις μιμήθηκε ο Νόννος σε μια εποχή όπου σχεδόν κάθε ανάμνηση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας έσβηνε.
56. Στα αποσπάσματα του Nauck (Tragicorum Graecorum Fragmenta) πρέπει να προσθέσουμε: Οξυρρυγχιανός Πάπυρος, 2164, εύκολα τώρα προσιτός στο Επίμετρο του Lloyd-Jones για τον Αισχύλο του Loeb, και μερικά σπαράγματα που μάζεψε ο Mette στο Fragmente der Tragodien des Aischylos (Βερολίνο, 1959). Διασταυρούμενες γνώμες: Welcker, Aisch. Trilogie, 320 κέ., Hermann, Opusc. V. 3 κέ., Bruhn, Εισαγωγή στις Βάκχες, Zielinski, Tragodoumena, 67 κέ., Murray. Aeschylus, 153 κέ., Deichgraber, Gott. Nachr. 1939, αρ. 8, Latte, Philol. XCVII (1948), 47 κέ.
57. Ή για το Πενθεύς (καθώς οι Βάκχες του Ευριπίδη και του Ιοφώντα είχαν και τον εναλλακτικό τίτλο Πενθεύς). Σ' αυτή την περίπτωση, ο Αλεξανδρινός λόγιος που έφτιαξε τον κατάλογο έκανε ένα εκπληκτικά σοβαρό λάθος. Από την άποψη που εννοούμε στο κείμενο, το λάθος μπορεί να ήταν κάποιου αντιγραφέα, που έγραψε Βάκχαι Βασσάραι Γλαύκος Πόντιος αντί για Βάκχαι ή Βασσάραι Γλαύκος Ποτνιεύς Γλαύκος Πόντιος.
58. Πρβλ. απόσπ. 221 Ζευς ος κατέκτα τούτον (δηλαδή το Διόνυσο; πρβλ. Βάκχες, 244 κέ.).
59. Άλλοι λένε, για να σβήσουν τη φωτιά που άναψε ο κεραυνός. Αλλά αυτό το απρόβλεπτο γεγονός φαίνεται ότι συμβαίνει στο τέλος ή κοντά στο τέλος του έργου, και η είσοδος του Χορού δύσκολα θα μπορούσε να αναβληθεί τόσο πολύ. Οι περιγραφικοί τίτλοι, αλλού, περιγράφουν την αρχική κατάσταση, π.χ. Χοηφόροι, Ιχνευταί, Πλύντριαι, Ιππόλυτος Στεφανηφόρος.
60. Σχολ. Αριστοφάνους, Βάτραχοι, 1344. Ο Latte υποστήριξε με επιμονή ότι θα έπρεπε να απορρίψουμε τη μαρτυρία του Ασκληπιάδη και να αποδώσουμε τα αποσπάσματα στη Σεμέλη, δίνοντας έτσι στην Ήρα το ρόλο που έχει σε μεταγενέστερες εκδοχές της ιστορίας. Το επιχείρημα του στηρίζεται, εν τούτοις, σε δυο υποθέσεις: ότι οι Ξάντριες είχαν για θέμα το θάνατο του Πενθέα, και ότι στα αποσπάσματα η Σεμέλη λογαριάζεται ακόμα ζωντανή. Καμιά από τις δυο υποθέσεις δε μου φαίνεται ασφαλής. Όσο για το θάνατο του Πενθέα, βλ. σ. 55 υποσημ. 62. Η ζωή της Σεμέλης κρέμεται από τη συμπλήρωση της μισοτελειωμένης φράσης [Σ]εμέλας δ' ε[υ]χόμεθ' είναι δια πάν ευθύπορον λά[, που ο Latte το συμπληρώνει λά[χος αιούς, ο Lloyd-Jones λά[χος όλβου. Αλλά μπορεί να συμπληρωθεί και αλλιώς, π.χ. λατρείαν (για το ρυθμό, πρβλ. Αγαμέμνων, 204): η φράση τότε θα αναφέρεται στη συνεχιζόμενη λατρεία πάνω στον τάφο της Σεμέλης (πρβλ. σημείωση στις Βάκχες, 6-12).
61. Επομένως δεν είναι οι γυναίκες που τιμωρήθηκαν με παραφροσύνη γιατί τους έλειπε η πίστη. Γι' αυτό και η άποψη του Elmsley ότι Ξάντριαι=Διαμελίστριες (του Πενθέα) φαίνεται λαθεμένη (σηκώνει άλλωστε αντιρρήσεις, σύμφωνα με όσα είπαμε παραπάνω, στην υποσ. 59).
62. Σχολ. Ευμενίδες, 26, νύν φησιν εν Παρνασώ είναι τα κατά Πενθέα, εν δε ταις Ξαντρίαις εν Κιθαιρώνι. Συνήθως βγάζουν από δω το συμπέρασμα ότι ο θάνατος του Πενθέα συνέβηκε στις Ξάντριες, που ήταν επομένως το τρίτο έργο της τριλογίας. Αλλά τότε, α) για τί πράγμα μιλούσε το δεύτερο έργο; β) γιατί λέει ο Αριστοφάνης ότι ο Αισχύλος μεταχειρίστηκε το θέμα των Βακχών του Ευριπίδη εν Πενθεί; Μπορεί πολύ καλά ο Κιθαιρώνας να υπήρχε και στις Ξάντριες και στον Πενθέα, και ο θάνατος του Πενθέα μπορεί να είχε παρουσιαστεί σαν προφητεία στο πρώτο έργο.
63. Πενθεύς εδώ λέγεται μερικές φορές σαν όνομα ολόκληρης της τριλογίας. Αλλά ο Αριστοφάνης παραλληλίζει τις Φοίνισσες με τους Επτά επί Θήβας, όχι με την Οιδιπόδεια.
64. Πρβλ. Zielinski, Tragodoumena, 66.
65. Naevius, αγνώστου τραγωδίας απόσπ. 4 “διάβαθρα [γυναικεία παπούτσια] είχε στα πόδια, ήταν ντυμένος με επίκροκον [γυναικείο φόρεμα με χρώμα κρόκου]”. Φαίνεται σχεδόν βέβαιο ότι το πρόσωπο που περιγράφεται είναι ο Διόνυσος.
66. Απόσπ. 20 “για να δω αυτά τα έργα του Ηφαίστου να γίνονται με τις φλόγες άνθη”· απόσπ. 23 “κατά μάκρος και πλάτος να πυρώνουν τα δοκάρια”.
67. Πρβλ. Deichgraber, όπ.π., σελ. 260 κέ.
68. Συγκεντρώθηκαν και ερμηνεύτηκαν πληρέστατα από τον Η. Philippart “Iconographie des Bacchantes d' Euripide”, Rev. belge de phil. et d' hist. IX (1930). Πρβλ. επίσης Sandys4, Εισαγωγή, σελ. CVII κέ., και L. Curtius, Pentheus (Berliner Winckelmannsprogramm 88,1929).
69. μια μορφή με αυτό το όνομα εμφανίζεται επίσης σ' ένα διονυσιακό θίασο, σε ερυθρόμορφο κωδωνόσχημο κρατήρα γύρω στο 430 π.Χ. (Reinach, Repertoire des Vases, II. 6. 3, C. Frankel, Satyru. Bakchennamen auf Vasenbildern, αρ. η). Αλλού η Γαλήνη είναι Νηρηίδα ή τοπική Νύμφη.
70. Αισχύλος, P. Girard, R.E.G. XVII (1904), 190· Ευριπίδης, Hartwig, Arch.Jhb. VII (1892), 157 κέ., Wilamowitz, Ba. ubersetzt, Einleitung, 34.
71. Οι χρονολογίες που υποδεικνύουν ο Curtius (“γύρω στο 470”) και ο Philippart (“αρχές 5ου αιώνα”) είναι λαθεμένες.
72. Philippart, αρ. 133, 134, 138, 139 = Sandys, αρ. 2, 6, 3, 4.
73. G. Haupt, Commentationes archaeol. in Aesch. (διδακτορική διατριβή, Halle, 1896), 114 κέ., Bruhn, Einl. 25 κέ.· εναντίον, Sechan, Etudes star la Tragodie grecquc dans ses rapports avec la Ceramique, 102 κέ., 308 κέ.
74. Βλ. παραπάνω, σελ. 22.
75. Π.χ. ο αμφορέας του ζωγράφου του Κλεοφράδους, Pfuhl, εικ. 379-80 (Beazley, A.R.V. 121. 5)· κύλιξ με άσπρο βάθος από τον ζωγράφο του Βρύγου, Furtwangler-Reichhold, πίν. 49 (Α.R.V. 247. 14)· κύλιξ του Μάκρωνος, Pfuhl, εικ. 438 (A.R.V. 304.37).
76. W. Zuechner, Der Berliner Manadenkrater (Berlinger Winckel-mannsprogramm 98).
77. Gisela Richter, A.J.A. XL (1936), 11 κε.
78. Pfuhl, είκ. 582 (A.R.V. 789, 2).
79. Wilamowitz, Euripidis Herakles, Ι2, 145, πρβλ Η. Βurkhardt, Die Archaismen des Eur. (διδακτορική διατριβή, Erlangen, 1906), 95 κέ., W. Kranz, Stasiman, 232. Χτυπητό παράδειγμα είναι η αναβίωση, από τον Ευριπίδη, του αρχικού μέτρου του τραγικού διαλόγου (τροχαϊκός τετράμετρος), που αφού είχε παραμεληθεί πολύν καιρό, ξαναπαρουσιάζεται στον Ηρακλή και χρησιμοποιείται στα περισσότερα από τα επόμενα έργα του.
80. Euripides and His Age, 184.
81. Φαίνεται πιθανό ότι η μακροσκελής μονωδία, που είχε παραγίνει σε έργα όπως ο Ορέστης, και δεν ήταν πια νεωτερισμός, είχε αρχίσει να φέρνει πλήξη στο κοινό (πρβλ. Αριστοφάνης, Βάτραχοι, 849, 1329 κέ.)· γιατί ο σύγχρονος Οιδίπους επί Κολωνώ δείχνει μια παρόμοια επιστροφή στην παλαιότερη τακτική, αν τον συγκρίνουμε με το Φιλοκτήτη.
82. Βλ. Βάκχες, έκδ. Οξφόρδης, σημ. στη Σκηνή 3 (c), σ. 172.
83. J. Smereka, Studia Euripidea (Lwow, 1936), 117.
84. Αυτόθι, 241.
85. Πρβλ. Burkhardt, όπ.π., 62 κέ.
86. Ο. Krausse, De Euripide Aeschyli instauratore (διδακτορική διατριβή, Ιένα, 1905), 158-62. Δες ειδικά Βάκχες, 850-3 σημ. και 1101-2 σημ. Δεν είναι ασφαλές να δίνει κανείς πολλή σημασία σε κοινοτυπίες όπως 764 ουκ άνευ θεών τινος = Πέρσες, 163, ή 753 πάντ' άνω τε και κάτω = Ευμενίδες, 650, ή σε παροιμιακές φράσεις όπως 795 προς κέντρα λακτίζοιμι (πρβλ. Αγαμέμνων, 1624).
87. 52 στίχοι του διαλόγου μοιράζονται έτσι στον Ορέστη, 36 στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι, 53 στον Οιδίποδα επί Κολωνώ.
88. Περί κακιών, 13. 4. Δεν είναι βέβαιο ότι τα λόγια αυτά αναφέρονται στον Ευριπίδη, αλλά είναι πιθανότατο. Πρβλ. Βίος Ευριπ. στ. 115 Nauck πλέον τι φρονήσας εικότως περιίστατο των πολλών, ουδεμίαν φιλοτιμίαν περί τα θέατρα ποιούμενος... επέκειντο δε και οι κωμικοί φθόνω αυτόν διασύροντες. υπεριδών δε πάντα εις Μακεδονίαν απήρε.
89. Σχολ. Αριστοφάνους, Βάτραχοι, 67 (από τις διδασκαλίες)· πρβλ. Βίος Ευριπ. στ. 29.
90. Σουίδας, στη λέξη Ευριπίδης.
91. Πρβλ.Κ. Nihard, Le probleme des Bacchantes d' Euripide (Publications du Musoe Beige, αρ. 38, 1912), 33 κε. και 62, αρ. 2.
92. Πρβλ. Murray, “The Bacchae of Euripides in relation to certain Currents of Thought in the Fifth Century”, Essays and Addresses, 56 κέ., Nihard, όπ.π., F. M. Wassermann, “Die Bakchantinnen des Eur.”, JV. Jhb. f. Wiss. u. Jugendbildung,V (1929), 272 κέ., W. B. Sedgwick, C.R. XLIV (1930), 6 κέ., G. M. A. Grube, Trans. Amer. Phil. Ass. LXVI (1935), 37 κέ., και The Drama of Euripides, 398 κέ., Η. D. F. Kitto, Greek Tragedy, 382 κέ. Σ' αυτούς μπορεί να προστεθεί τώρα W. Schmid, Geschichte der griech. Lit. I, iii, 683 κέ., A. Lesky, Die griech. Tragodie2, 250 κέ., F. Martinazzoli, Euripide, 387 κέ., και Ε. M. Blaiklock, The Male Characters of Euripides, 209 κέ.
93. Ο Hartung επέστησε την προσοχή σ' αυτό, εδώ κ' έναν αιώνα: “Αν αυτοί ήθελαν μάλλον να ερευνούν τί διδάσκουν τα ποιήματα του Ευριπίδη παρά να διακηρύσσουν τί πιστεύουν οι ίδιοι, θα αντιλαμβάνονταν ότι νέος και γέρος ομολογούν την ίδια γνώμη”. Για περισσότερες μαρτυρίες βλ. τη μελέτη μου “Euripides the Irrationalist”, C.R. XLIII (1929), 97 κέ.
94. Wilamowitz, Berl. Kl. Texte, V. 2, σ. 79, Zielinski, Tragodoumena, 226 (δεν υπάρχουν αναλύσεις μέτρων στα 40 σωζόμενα τρίμετρα).
95. Χαρακτηριστικό σχετικά είναι η ιδιαίτερη προτίμηση του στη μεταφορική χρήση του βάκχη, βακχεύειν και των συγγενικών όρων. Έχω μετρήσει πάνω από 20 παραδείγματα, έναντι 2 στον Αισχύλο και 1 στο Σοφοκλή.
96. Μπορεί κανείς να προσθέσει ότι την υποθετική “μεταστροφή” στην “ορθοδοξία” θα την ακολούθησε πιθανώς μια άμεση αποστασία. Γιατί ένα από τα συμπεράσματα της Ιφιγένειας εν Αυλίδι πιθανώς το τελευταίο έργο του ποιητή, αφού φαίνεται ότι το άφησε ατελείωτο είναι ορισμένως το “tanturn religio...” (πρβλ. την κρίση της Κορυφαίας, 1403 το της θεόν νοσεί).
97. Masqueray, Euripide et ses idees, 147· Pohlenz, Du grieck. Tragödie2, Ι. 455.
98. Πρβλ. μετάφραση Murray, σημ. στις σ. 215-62. M. Croiset, Journal des Savants, 1909, 250, και τώρα ειδικά H. Diller, Abh. Mainz 1955, αρ. 5, 458-63.
99. To “libidinosa spectandorum secretorum cupido” (“επιθυμία των ηδονών από τη θέα των αποκρύφων”) του Πενθέα παρατηρήθηκε ήδη από τον Härtung. Αυτή η περιέργεια ακριβώς τον παραδίδει στα χέρια του εχθρού του. Καθώς είπε σωστά ο Zielinski (N. Jhb., 1902, 646), τα πρωτόγονα στοιχεία ορθώνονται εναντίον του όχι μόνο μέσα στη Θήβα, άλλα και μέσα του.
100. Ο Nihard, όπ.π., 103 κέ., διδακτικά αντιθέτει το χαρακτήρα του Zopire στον Mahomet του Βολταίρου. (Πρέπει φυσικά να αποφύγουμε το αντίθετο σφάλμα, να βλέπουμε τον Πενθέα απλώς σαν τον “κακό” του έργου: αν ήταν έτσι, ο ποιητής δε θα μπορούσε να προκαλέσει τον οίκτο μας, όπως κάνει καθαρά στις τελευταίες σκηνές. Καθώς δείχνουν οι στίχοι 45-46, είναι ένας άνθρωπος με συμβατική, συντηρητική ευλάβεια, όχι ένας contemptor deum “περιφρονητής των θεών” όπως ο Mezentius του Βιργίλιου, και πιστεύει ότι ενεργεί για το συμφέρον του Κράτους. Αλλά ούτε στην αρχαία τραγωδία ούτε στην πραγματική ζωή δεν μπορούν οι καλές προθέσεις να σώσουν τους ανθρώπους από τις συνέπειες μιας λαθεμένης κρίσης.)
101. R. G. Collingwood, An Essay on Metaphysics, 210.
102. Κατά την έκφραση του Grube (Drama of Eur. 399), “και οι δυο σχολές είναι ενοχές για το ίδιο θεμελιώδες σφάλμα· βάζουν τον ίδιο τον ποιητή μπροστά στο έργο του και όχι πίσω από αυτό”. Πρβλ. Zielinski, Ν. Jhb., 1902, 649, “Ήταν ο Πενθέας, ήταν ο Διόνυσος, ο Τειρεσίας; Όλα αυτά, και ακόμα περισσότερα”. Ο Blaiklock παραθέτει την κρίση του Andre Gide (Journal, 21 Αυγούστου 1940): “Ο Ευριπίδης δεν παίρνει το μέρος κανενός, όπως δεν το παίρνει, νομίζω, και ο Ίψεν. Του φτάνει να φωτίζει και να αναπτύσσει τη σύγκρουση ανάμεσα στις φυσικές δυνάμεις και στην ψυχή που γυρεύει να ξεφύγει από την κυριαρχία τους”.
103. Πρβλ. Virginia Woolf στην Αντιγόνη. “Όταν πέφτει η αυλαία, συμπάσχουμε ακόμα και με τον Κρέοντα. Αυτό το αποτέλεσμα, ανεπιθύμητο για τον προπαγανδιστή... μας κάνει να καταλάβουμε ότι αν χρησιμοποιήσουμε την τέχνη για να διαδώσουμε πολιτικές πεποιθήσεις, πρέπει να εξαναγκάσουμε τον καλλιτέχνη να ψαλιδίσει η να φυλακίσει το χάρισμά του, ώστε να μας προσφέρει μια φτηνή και πρόσκαιρη υπηρεσία. Η λογοτεχνία θα πάθει την ίδια αναπηρία που παθαίνει το μουλάρι, και πια δε θα γεννιούνται άλογα” (Three Guineas, 302).
104. Πρβλ. Murray, Euripides and His Age, 187.
105. The Religious Teachers of Greece, 316 κέ. Πρβλ. Andre Rivier, Essai sur le tragique d' Euripide, 96: “Η αποκάλυψη ενός υπερπέραν απελευθερωμένου από τις ηθικές κατηγορίες μας και από τη λογική μας, να το θεμελιώδες θρησκευτικό γεγονός όπου στηρίζεται η τραγωδία Βάκχες”. Το βάθος και η ειλικρίνεια των θρησκευτικών συναισθημάτων που εκφράζονται στα χορικά τονίστηκαν πρόσφατα από τον Festugiere, Eranos, LV (1957), 127 κέ. Μου φαίνεται σωστό, ενόσω μιλούμε για συναισθήματα και όχι για πεποιθήσεις. Αλλά μπορεί θαυμάσια, όπως λέει ο Jaeger, “ο Ευριπίδης να έμαθε πώς να εξυμνεί τη χαρά της ταπεινής πίστης σε μια από τις θρησκευτικές αλήθειες που ξεπερνούν κάθε κατανόηση, απλώς επειδή ο ίδιος δεν είχε την ευτυχία μιας τέτοιας πίστης” (Paideia, Ι. 352, αγγλ. μετ.).
Λεπτομέρειες για αυτή την οργιαστική λατρεία που πιθανότητα δια μέσω των αναστεναρίων απέκτησε χριστιανική «κλίση», σε αυτή την σελίδα.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Στο τέλος κάθε σελίδας του Ανώνυμου Απολογητή θα παρουσιάζονται νεοπαγανιστικές και αθεϊστών (δήθεν ελληνιστών) απάτες που έχουν σχέση με το θέμα της σελίδας. Αυτές οι απάτες δεν έχουν σκοπό να βάλουν τα περιοδικά στα οποία εμφανίζονται τα νεοπαγανιστικά ψεύδη, εφόσον ούτως ή άλλως παγανιστές συγγράφουν σε διάφορα ανυποψίαστα εξ αυτών και αυτά δεν εκφράζονται από τις απόψεις των αρθρογράφων, αλλά σκοπό έχουν:
1. να καταδείξουν τον κρυφοπαγανιστή αρθρογράφο ώστε να γίνει γνωστός και
2. είτε ο κάθε ενδιαφερόμενος που αναγιγνώσκει εκ νέου άρθρα του να θέτει τον εαυτό του εν εγρήγορση και να ελέγχει θαρρετά τα ψεύδη του κρυφοπαγανιστή (δήθεν ελληνιστή), αν είναι μελετημένος και έχει πρόσβαση σε πρωτογενή βιβλιογραφία
3. είτε εάν δεν έχει πρόσβαση σε βιβλιογραφία, να μην δείχνει πλέον εμπιστοσύνη στον αρθογράφο εφόσον γνωρίζει πως εκφράζει ψεύδη για να σπιλώσει τον Χριστιανισμό υποστηρίζοντας θέσεις παγανισμού, που όμως δεν είναι σχεδόν ποτέ ξεκάθαρες, αλλά που παρουσιάζονται ως «ελληνικές» μιας και η πλειοψηφία των νεοπαγανιστών ντρέπεται να ομολογήσει δημοσίως την θρησκεία που ακολουθεί και προτιμά να καμουφλάρεται με κάτι οικοιότερο, τον πατριωτισμό, που όμως αρρωστημένα έχει μετατραπεί σε ένα παγανιστικό εθνικισμό.
ΕΞΑΙΡΕΣΗ: εξαιρούνται τα προσωπικά βιβλία του κρυφοπαγανιστή αθρογράφου ή τα έντυπα με καθαρά νεοπαγανιστικό προσανατολισμό, ανάμεσα στα τόσα που κυκλοφορούν στην Ελλάδα.
Γιώργος Τσαγκρινός, Διευθυντής Ιχώρ, Φυσικός (Πηγή: Τηλεοπτικός Σταθμός Alter, εκπομπή Οι Πύλες του Ανεξήγητου, Σάββατο 19/11/2005)
Έτσι ο Θεός, σαν μαθηματική ιδέα, είναι αθάνατος και, σαν υλική υπόσταση, είναι θνητός. Είναι Υλόπνευμα-Οινόπνευμα και είναι ο Θεός Διόνυσος. (Πηγή: Η αναβίωση της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας, Ρ. Αναστασάκης, Μ. Βερέττας, Μ. Δημόπουλος, Μ. Καλόπουλος. Μ. Κιουλαφά, Π. Μαρίνης, Χ. Μήνη, Στ. Μυτιληναίος, Γ. Σπυρόπουλος, Ο. Τουτουνζή, Γ. Τσαγκρινός, Εισαγωγή Εύα Αυλίδου, Εκδόσεις Αρχέτυπο, Έκδοση Α΄ Απρίλιος 2002, Θεσσαλονίκη, σελ. 280)
Μυθοπλάστης: Γεώργιος Τσαγκρινός
Απάντηση: Το ότι ο θεός Διόνυσος δεν είναι το οινόπνευμα είναι πασιφανές διότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν γνώρισαν τόση χημεία ώστε να αντιληφθούν πως η προκαλούμενη μέθη ήτο αποτέλεσμα της χημικής ενώσεως του οινοπνεύματος επί τη επιδράσει του, στο νευρικό σύστημα. Αυτό που αντιλαμβάνονταν ήταν η σίγουρα η μέθη ως αποτέλεσμα της κατανάλωσης οίνου, πράγμα που δεν ξεχνά να παρατηρήσει σε άλλο άρθρο του ο Τσαγκρινός «Ο Διόνυσος, ο Θεός της μέθης και της μέθεξης... » (1). Άλλο όμως μέθη και άλλο οινόπνευμα διότι λ.χ. ο θεός Διόνυσος δεν προήλθε από την ιατροφαρμακευτική χρήση του οινοπνεύματος αλλά από την «μεθιστική» μέχρι πτώσεως και όχι «ευφρανθείας», πράγμα που γίνεται οφθαλμοφανές στα αγάλματα του θεού αυτού που παρουσιάζεται υποβασταζόμενος. Η δε ερμηνεία των μύθων οδηγεί στον καρπό του σταφυλιού και όχι στο οινόπνευμα. Οι μύθοι περιγράφουν την ζωή του σταφυλιού και όχι την πορεία ή την ανύπαρκτη ζωή του οινοπνεύματος, το οποίο δεν είναι ζωντανός οργανισμός, δεν πεθαίνει και δεν «ανασταίνεται» με τις εναλλαγές του κλίματος «Χειμώνας -Καλοκαίρι», αλλά αποτελεί «νεκρό» (β. ανόργανο) προϊόν της ζύμωσης του σταφυλοχυμού αλλά και άλλων σακχαρωδών χυμών.
Μάλιστα οι επόμενες αλλαγές του μύθου γύρω από αυτό τον θεό που εν αρχή ήταν θεός της γονιμότητας, βλέπε πάλι αλλού Γεώργιο Τσαγκρινό, (2) αλλά και οι άλλες αναφορές προς τον Διόνυσο κάθε άλλο παρά οινόπνευμα τον χαρακτηρίζουν. Ο ίδιος ο Γεώργιος Τσαγκρινός το παραδέχεται αυτό όταν γράφει: «Έτσι η ιερογαμία της βασίλισσας της πόλης Αθηνάς στα αρχαία Διονύσια με τον βασιλέα Ταύρο - Διόνυσο, όπως και η θυσία του ταύρου βασιλιά....» (3) δείχνει ξεκάθαρα πως ο Διόνυσος δεν είναι υλόπνευμα-οινόπνευμα αλλά μάλλον «ταυρόπνευμα». (Άξια προσοχής εδώ η σύνδεση εξουσίας και παγανισμού, την οποία αρνούνται παρέα με τις παρά πόδα υποκριτικές κατηγορίες των παγανιστών για τις περί «ελέω-Θεού» βασιλείες των Χριστιανικών κρατών).
Οι νεοπαγανιστές διαλέγουν τέτοιες «θρησκευτικές ερμηνείες» διότι προσπαθούν να πλασάρουν ανωτερότητα εκεί που δεν υπάρχει. Παίζοντας με τις λέξεις και τα νεοελληνικά νοήματα όποτε συμφέρει, με ένα παράδοξο τρόπο προσπαθούν να συνδυάσουν την ύλη και το πνεύμα σε ατυχείς θεολογίες περί υλοπνεύματος-οινοπνεύματος, λες και το οινόπνευμα (ο θεός τους) έχει και «πνεύμα» επειδή «πνεύμα» έχει και η λέξη «οινόπνευμα», χωρίς όμως το ίδιο να έχει πνεύμα και ζωή, πόσο μάλλον Άγιο Πνεύμα, απλά και μόνο για να διδάξουν πως ο θεός Διόνυσος είναι και ύλη και ψυχή (πνεύμα). Πραγματικά τραγική η όλη θεωρία.
Εκείνο όμως που πρέπει να σημειωθεί είναι η επικινδυνότητα των νεοπαγανιστικών θεολογιών που έχουν αρχίσει να φτάνουν σε σημείο ανεπίτρεπτο για την ασφάλεια των πολιτών, όχι μόνο σε πνευματικό επίπεδο αλλά και σε βιολογικό, αφού εκτός από την διαφήμιση του αλκοόλ, το οποίο πέρα από τις όποιες ευεργετικές ιδιότητες του, για τις μικρές πάντοτε ποσότητες, πλασαριζόμενο ως διαφήμιση με την μορφή ενός θεού μπεκρή, μπορεί και δύναται να οδηγήσει τους ανθρώπους σε εντελώς ανεπίτρεπτες συμπεριφορές της ύψιστης μορφής ανοησίας. Και όχι μόνο, εφόσον:
Σε όλο το λεκανοπέδιο το τετράμηνο Iουνίου-Σεπτεμβρίου, οι οδηγοί που ήταν θετικοί στα αλκοτέστ έφταναν τους 1.766. Οι 433 από αυτούς οδηγούσαν μεθυσμένοι, όπως λένε τα ίδια τα στοιχεία, στη λεωφόρο Ποσειδώνος. Πρόκειται δηλαδή για το 24, 5% του συνόλου των οδηγών που συνελήφθησαν «σε κατάσταση μέθης», όπως αναφέρουν τα ενημερωτικά της Tροχαίας. (4)
Aνάπηροι
Κάθε χρόνο στην Ευρώπη, από τα τροχαία ατυχήματα χάνονται 50.000 άνθρωποι, 500.000 τραυματίζονται και 150.000 μένουν μόνιμα ανάπηροι. Και σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Ε.Ε., ένας στους 80 Eυρωπαίους πρόκειται να χάσει τη ζωή του και ένας στους τρεις θα νοσηλευτεί σε νοσοκομείο από τροχαίο ατύχημα. Στη χώρα μας, χάνονται ετησίως 2.500 και τραυματίζονται 32.000. Aγνωστο είναι πόσοι μένουν ανάπηροι;
Στη χώρα μας, για τα τροχαία ατυχήματα ευθύνονται κατά 73% οι οδηγοί και κατά 12% οι πεζοί. Από τα 27.875 τροχαία ατυχήματα που σημειώθηκαν το '98, υπήρξαν 35.299 παθόντες. Το 15% των οδηγών παραπέμφθηκαν γιατί οδηγούσαν μεθυσμένοι, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του αλκοοτέστ. (5)
Ευτυχώς η ελληνική αστυνομία έχει λάβει τα μέτρα της για τους αφελείς πιστούς του Διονύσου,(6) διότι άλλο πράγμα να την πληρώνει ο «πιστός» και άλλο να την πληρώνει την ζημιά ο περαστικός που δεν φταίει σε τίποτα.
[Η επιστροφή των θεών, Γεράσιμος Καλογεράκης]-Η επιστήμη έχει διαθέσει δισεκατομμύρια δραχμών για την αναζήτηση του εξωπραγματικού. Οι Ουράνιοι ή Εξωγήινοι ή Ολύμπιοι, βρίσκονται μέσα στις αναζητήσεις. Στο βιβλίο περιγράφεται η επικοινωνία με τους Ολύμπιους που γίνεται μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών σε χώρους γέφυρες κοσμικής επικοινωνίας. (Πηγή: http://www.psarasbooks.gr/p_details.asp?cid=1&pid=395&scat=24)
Ο αλκοολισμός και τα ναρκωτικά αυξάνονται δραματικά παγκοσμίως
Έχει υπολογιστεί ότι παγκοσμίως υπάρχουν 140 εκατομμύρια αλκοολικοί άνθρωποι με αποτέλεσμα να δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα στην προσωπική και οικογενειακή ζωή τους. Ταυτόχρονα δημιουργούνται κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα.
Εκείνο που ανησυχεί ιδιαίτερα είναι ότι η αύξηση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι είναι νεαρά άτομα που ολοένα και περισσότερο εθίζονται στο αλκοόλ. Στην Ευρώπη στους κάθε 4 θανάτους για τα άτομα ηλικίας από 15 έως 29 ετών ο ένας οφείλεται στο αλκοόλ. (Πηγή: http://www.medlook.net.cy/article.asp?item_id=294) [ Βιβλιογραφία: Alcohol and drug misuse sweeping world, says WHO, British Medical Journal http://bmj.com 2001;322:449, 24 February 2001]
Ο άλλος φίλος του 12θεου, ο Γεράσιμος Καλογεράκης διατείνεται πως η επικοινωνία με τους Ολύμπιους γίνεται δια «μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών σε χώρους γέφυρες κοσμικής επικοινωνίας», αν και ο Γεώργιος Τσαγκρινός θα έλεγε κανείς πως για να επικοινωνήσει ο πιστός του Διονύσου με το «οινόπνευμα» του χρειάζεται απλά ένα ποτήρι, αλλά ούτε και αυτό, αρκεί μάλλον το μπουκάλι («Ο Διόνυσος, ο Θεός της μέθης και της μέθεξης... »). Όμως από κει και έπειτα μπορεί σε κάποιο μέρος της ασφάλτου από τροχαίο ή σε κάποιο δωμάτιο νοσοκομείου ένεκα κύρωσης του ύπατος να τον βρει ο Χάρος που βγήκε «παγανιά».
Η λεγόμενη επιστροφή των θεών δεν είναι παρά η αποχαλίνωση των παθών δια μέσω της αμάθειας και της απιστίας - άρνησης εις το λυτρωτικό πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αρκεί μια ματιά στα βόρεια ιδίως κράτη της Ευρώπης για να δει ο αναγνώστης τι μαύρο χάλι επικρατεί από την λεγόμενη επιστροφή των θεών, η οποία δεν κάνει θραύση μόνο στα στάδια αλλά και στα μπαρ και στα ξενυχτάδικα γενικώς:
Εάν όμως ο Μπλερ παραδέχτηκε τα σοβαρά, οργανωτικά σφάλματα της κυβέρνησής του και τόνισε από την Πορτογαλία όπου βρίσκεται ότι «αυτή η μειονότητα αμαυρώνει ολόκληρη τη χώρα»...
...Χούλιγκανς που εύκολα αναγνωρίζονται από τα μονίμως ξυρισμένα κεφάλια, τα δεκάδες τατουάζ στα περισσότερα σημεία του σώματός τους, από την κλασική έλλειψη των μπροστινών δοντιών, από το δολοφονικό, παγωμένο και διαπεραστικό βλέμμα, από το ανεξέλεγκτο πάθος τους για το αλκοόλ.
...«Μπράβο στην αστυνομία. Οταν έχεις να κάνεις με τέτοιου είδους ανθρώπους, δεν μπορείς παρά να τους αντιμετωπίζεις όπως τους αρμόζει» είπε ο προπονητής της εθνικής Βελγίου, Ρομπέρ Βασέιζ (7)
Έπειτα οι νεοπαγανιστές θεολόγοι πλακατζήδες έχουν το θράσος ή την αφέλεια να υποστηρίζουν πως το αρχαίο θρησκευτικό σύστημα «κραιπάλης» και εκείνο του «αθλητισμού» είναι ταυτοσήμανση. Ας μην ξεγελιέται ο αναγνώστης. Τα πράγματα δεν είναι κωμικά αλλά τραγικά, εφόσον όλα αυτά συνδυάζονται με νύξεις στα παγανιστικά περιοδικά περί καταναλώσεως ναρκωτικών ουσιών εις θρησκευτική μέθεξη (8). Και το σπουδαιότερο για τους πιστούς του Χριστού είναι πως:
Προς Κορινθίους Κεφ. Στ΄ «ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ἄδικοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι; μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται 10 οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι. 11 καὶ ταῦτά τινες ἦτε· ἀλλὰ ἀπελούσασθε, ἀλλὰ ἡγιάσθητε, ἀλλὰ ἐδικαιώθητε ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ ἐν τῷ Πνεύματι τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.»
Μακάρι να ξεμεθύσουν... διότι οι μύθοι του Διονύσου περιγράφουν ξεκάθαρα τα αποτελέσματα της «θείας» μέθης: ««Ο Ικάριος, κατά την παράδοση αυτή, καλλιέργησε άμπελο και γεύθηκε τον καρπό αυτής ως και του χυμού το καρπού, μη θέλοντας δε να απόλαυση αυτός μόνος τα ευεργετήματα του Θεού, πλήρωσε μερικούς ασκούς οίνου και διατρέξας τα χωρία και τους αγρούς της χώρας του έδωσε εις τους γεωργούς και ποιμένες αυτής να πιούν από το γλυκό ποτό, οι ίδιοι δε, πίνοντας εξ αυτού χωρίς μέτρο, μέθυσαν και νομίζοντας ότι δηλητηριάσθηκαν από τον Ικάριο φόνευσαν στην μανία της μέθης αυτόν και τον έθαψαν όταν συνήλθαν εκ της μέθης των».(9). Περισσότερα.
Εταίρα βοηθά νέο κρατώντας το κεφάλι του, ο οποίος έχει «παραπιεί» και κάνει εμετό. (Λεπτομέρεια από κύλικα του πρώτου μισού του Ε΄ αιώνα π.Χ.) (Πηγή: Περιοδικό Δαυλός, τεύχος 264, άρθρο «Εταίρα: το υπέροχο θήλυ της ελληνικής αρχαιότητας», σελ. 17231)
Σημειώσεις
1. Γεώργιος Τσαγκρινός, Περιοδικό Ιχώρ, τεύχος 6, άρθρο «Διονυσιακές Μυστηριακές παραδόσεις στα σύγχρονα καρναβάλια», σελ. 17
2. Έτσι δια της εξελίξεως την οποίαν έλαβε ο αρχικός πυρήνας των μύθων του Διονύσου, ο θεός αυτός έγινε η γόνιμη και άφθονη της γης παραγωγικότητα, η επί πάσα την γη κυκλοφορούσα ζωή, ήτις είναι αιωνία, διότι το φαινόμενο του εξαφανισμού και το φαινόμενο του θανάτου σε αυτή είναι μόνον στους μετασχηματισμός των πλασμάτων της φύσεως, η δε λατρεία του, κατά την οποίαν γίνονταν και ωμοφαγία (σαρκών ταύρου) μέχρι των χρόνων του Θεμιστοκλέους, διότι οι εορτάζοντες πίστευαν ότι έτρωγαν σάρκα και έπιναν αντί αυτού του θεού και λάμβαναν έτσι θεία δύναμη, έγινε μυστικισμός, ο οποίος ήταν μία έκσταση, μυστηριώδη επικοινωνία με τον Διόνυσο, επικοινωνία ήτις ήταν καθαρμός της ψυχής και εξαγνισμός της ζωής και παρείχε χρηστές ελπίδες δια την μέλλουσα ζωή., ο.π.
3. ό.π., σελ. 23
4. http://www.hri.org/E/1996/96-10-15.dir/keimena/greece/greece3.htm
5. http://www.hri.org/E/1999/99-05-11.dir/keimena/greece/greece2.htm
6. Σύμφωνα με την εγκύκλιο όταν οι οδηγοί συλλαμβάνονται να τρέχουν με ταχύτητα άνω των 140 χιλιομέτρων την ώρα ή να οδηγούν μεθυσμένοι (ένδειξη αλκοτέστ άνω του 1,1%) τότε η αστυνομία θα προχωρά στην κατάσχεση του αυτοκινήτου. (Πηγή: http://chiosnews.com/cn1230200434326PM0.asp)
7. http://archive.enet.gr/2000/06/20/on-line/keimena/sport/sport1.htm
8. Επίσης ο Αρλεκίνος σε ένα δεύτερο επίπεδο σημαντικής πρέπει να έχει σχέση με το «ἀρλός», που προέρχεται από το «ἦρα», αρχ. «αἶρα» (=το ζιζάνιο του σιταριού, όπως επίσης στάχυ και άχυρο). Αυτή η πληροφορία θα μας βοηθήσει να μπούμε στην «ψυχή» μιας άλλης φιγούρας, του Παλιάτσου, που στην ουσία ξεκινά την καριέρα του στα καρναβάλια σαν αχυράνθρωπος. Εδώ οι υποψίες μας, ότι όλα αυτά τα παράσιτα-άρλα του σιταριού μπορεί να έχουν σχέση με την Ερυσιβώδη όλυρα, που είναι το παράσιτο που χρησιμοποιούσαν στα αρχαία ελληνικά Μυστήρια σαν ψυχεδελική ουσία και που σήμερα είναι γνωστή σαν L.S.D., έχουν κάποια βάση. Άλλωστε η έκσταση στα αρχαιοελληνικά Μυστήρια είναι σίγουρο ότι επεβοηθείτο από ψυχοδηλωτικές ουσίες. Ίσως αυτό να δικαιολογεί μια μορφή «τρέλας» που καταδιώκει όλες αυτές τις φιγούρες του καρναβαλιού, μπορεί να είναι μνήμες από τα παλιά. Όμως εδώ θα πρέπει να τονισθεί ότι η λήψη ψυχοδηλωτικών στην αρχαία Ελλάδα γινόταν μόνο μια φορά στην ζωή του ανθρώπου, όταν εμυήτο, και οποιαδήποτε άλλη χρήση θεωρείτο ύβρης. Στις γιορτές και τα πανηγύρια το κέφι ανέβαινε με άλλους τρόπους. (Πηγή: Γεώργιος Τσαγκρινός, Περιοδικό Ιχώρ, τεύχος 6, άρθρο «Διονυσιακές Μυστηριακές παραδόσεις στα σύγχρονα καρναβάλια», σσ. 11 -12)
9. Γεράσιμος Δ. Καψάλης, Πρόεδρος Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σσ. 407 - 411
Μεταξύ των αθανάτων θεών που έχουν απέναντί τους οι τρομαγμένοι και ταλαιπωρημένοι από τον χάρο θνητοί άνθρωποι, επιτέλους εμφανίζεται ένας θεός που μπαίνει και αυτός στην ίδια ανθρώπινη αγωνία, του να ζήση και να πεθάνει και μέσα από μια υπέρβαση να αναστηθεί. Αυτός ο θεός είναι ο Διόνυσος, ο θεός της θυσίας, ο θνήσκων, όπως και οι άνθρωποι, θεός. Ένας τέτοιος θεός που καταδέχεται να ζήσει και να υποφέρει ότι και οι άνθρωποι δεν μπορεί παρά να είναι ο πολυαγαπημένος θεός των ανθρώπων. Γι’ αυτοί και οι δαίμονες που περιτριγυρίζουν τον Διόνυσο, οι Πάνες, οι Έρωτες, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί είναι κατ’ εξοχήν δαίμονες της ευθυμίας, του έρωτα και του κεφιού, που μεθούν με την χαρά της ζωής τους ανθρώπους, για να ξεχνούν τον θάνατο. Οι Θεοί που δεν σκέπτονται τον θάνατο των δημιουργημάτων τους είναι σκληροί θεοί. Οι δαίμονες, αν και ανώτερα όντα, σαν «ενδιάμεσοι» μεταξύ θεών και ανθρώπων βρίσκονται σίγουρα συχνότερα κοντά στις επιθυμίες, τους καημούς και τις προσδοκίες των πιστών και κατανοούν τα ανθρώπινα πάθη, από την άλλη έχουν και αυτοί τις ιεραρχίες τους (Πηγή: Περιοδικό «Ιχώρ», τεύχος 9, άρθρο «Η λαϊκή λατρεία των αρχαίων Ελλήνων και οι αγαθοοντότητες», Γεώργιος Τσαγκρινός, σ. 25 - 26)
Μυθοπλάστης: Γεώργιος Τσαγκρινός
Απάντηση: «Και εις μεν τους φίλους του έδωκε το γλυκύ δώρο του οίνου, το οποίο εύφραινε τις ψυχές αυτών και έλυνε από τις μέριμνες και λύπες (διά τούτο και Λυαῖος λέγονταν), εις δε τους εχθρούς του ενέπνευσε αγρία μανία και επέβαλε σκληρότατες ποινές.»
«Ο Ικάριος, κατά την παράδοση αυτή, καλλιέργησε άμπελο και γεύθηκε τον καρπό αυτής ως και του χυμού το καρπού, μη θέλοντας δε να απόλαυση αυτός μόνος τα ευεργετήματα του Θεού, πλήρωσε μερικούς ασκούς οίνου και διατρέξας τα χωρία και τους αγρούς της χώρας του έδωσε εις τους γεωργούς και ποιμένες αυτής να πιούν από το γλυκό ποτό, οι ίδιοι δε, πίνοντας εξ αυτού χωρίς μέτρο, μέθυσαν και νομίζοντας ότι δηλητηριάσθηκαν από τον Ικάριο φόνευσαν στην μανία της μέθης αυτόν και τον έθαψαν όταν συνήλθαν εκ της μέθης των»
«Κατά την παράδοση της Χίου, ήτις πλάστηκε από την σύμπτωση της ανατολής εις τον ορίζοντα του αστερισμού Ορίωνος περί το μεσονύκτιο με την εποχή του τρυγητού, ο Ωρίωνας είχε μεταβεί στο νησί προς συνάντηση του Οινοποίωνα, υιού του Διονύσου και της Αριάδνης, κατά δεν την οίκου αυτού φιλοξενία του μεθυσμένος εκ του νέου οίνου επιχείρησε να ατιμάσει την σύζυγο του φιλοξενούντα.»
«Στην Θήβα τιμωρεί τον βασιλέα αυτών Πενθέα (ο οποίος εμπόδιζε τις Βάκχες να τελούν τα εν τω Κιθαιρώνι προς τιμήν του όργια), κατασπαραγμένος από της Βάκχης μητρός του Αγαύης, η οποία τον νόμισε άγριο θηρίο, όταν ως κατάσκοπος είχε μεταβεί στον Κιθαιρώνα.»
«Κατελήφθησαν πρώτα από μανία, αυτός φόνευσε το παιδί του Δρύαντα, νομίζοντας ότι κόβει κλήμα αμπέλου, συνήλθε δε στα λογικά του όταν ακρωτηρίασε τον γιό του. Μετά από αυτό τιμωρήθηκε ο ίδιος σκληρά, αφού κατασπαράχθηκε από άγρια άλογα, που τον βρήκαν δεμένο σε δέντρο του Παγγαίου, διότι είχε δοθεί χρησμός στους Ηδωνούς, ότι τότε θα καρποφορήσει η άκαρπος γη, όταν θανατωθεί ο Λυκούργος»
«Ήταν δε η λατρεία του όχι πανελλήνιος μόνον, αλλά παγκόσμιος και αρχαιότατη, ως μαρτυρεί η εν Βοιωτία, ένθα πλάστηκε και ο πρώτος περί αυτού ελληνικός μύθος, λατρεία αυτού ως Διονύσου Ενδένδρου, η οποία υπενθυμίζει τους αρχαιότατους χρόνους της δενδρολατρείας, ως Διονύσου Στύλου και ως Διονύσου Περικιονίου (στην Θήβα), και τα ίχνη της σε αυτόν ανθρωποθυσίες στην Ποτνία, όπου λατρεύονταν ως Αιγοβόλος, διότι ο ίδιος ο θεός αντικατέστησε με αίγα το ωραίο παιδί, το οποίο θυσιάζονταν στον βωμό του κατά χρησμό του μαντείου των Δελφών.»
«Εκ των πολλαπλών δε εορτών του άξιες μνείας είναι ιδίως τα υπό των Θυιάδων τελούμενα όργια του Διονύσου ανά διετία μεν εις την κορυφή του Παρνασσού και ανά τριετία (τριετηρικά) στα στενά του Κιθαιρώνα, τα εν Αλέα της Αρκαδίας «Συφέρεια», κατά την τέλεση των όποιων μαστιγώνονταν οι γυναίκες (λείψανο ανθρωποθυσίας),»
«Ιερά ζώα του Διονύσου ήσαν όσα ιδίως διακρίνονταν δια την ισχύ τους και την ακινησία τους, ως ο λέων, η τίγρης, ο ταύρος, η αίγα, ο τράγος, ο όνος, το δελφίνι κ. ά. και εκ των φυτών η άμπελος, ο κισσός. Κατά την τέλεση των οργίων των Διονυσίων και πάσης του Διονύσου εορτής προηγούνταν ο φέρων τον φαλλό, σύμβολο της παραγωγικής δυνάμεως της φύσεως, εορταστής μετά των αυλητών και τυμπανοκρουστών, χορεύονταν ο άσεμνος χορός κόρδαξ και ήδοντο κώμοι και φαλλικά άσματα.»
«Εξ όλων των φυτών όμως διακρίνεται, ως ευεργετικότερο δια τον άνθρωπο, το κλήμα της αμπέλου, της οποίας ο καρπός είναι το εκλεκτότερο δώρο της μητρός Φύσεως. Τον εξαιρετικό αυτόν καρπό θεοποίησαν στον Διόνυσο, τον όποιον με στοργή φυλάττει το κλήμα με τα φύλλα του από τις φλογερές ακτίνες του ηλίου.»
«Κατά τον αιώνα του Περικλή ο Διόνυσος εκθηλύνεται υπό την επίδραση των ασιατικών θεοτήτων. Αντί μακρύ χιτώνα φέρει την γυναικεία εσθήτα βασσάρα και επ’ αυτής τον άνευ χειρίδων βραχύ κροκωτό χιτώνα και αντί στεφάνου εκ κληματίδων κισσού κρήδεμνο (η τοιαύτη μορφή του διασώθηκε επί ανάγλυφου μαρμάρινου κρατήρα, αποκειμένου στο μουσείο της Νεαπόλεως).» (1)
Πώς μπορεί να είναι πολυαγαπημένος ένας θεός, που είναι θεός της μέθης και γίνεται αιτία της πνευματικής και σωματικής αυτοκαταστροφής των ανθρώπων, είτε με την κύρωση του ήπατος, είτε με το χάσιμο του λογικού (μέθης), είτε και με αυτή την απώλεια της βιολογικής ζωής για ανόητους λόγους (μέθη ευθυμία ναρκομανία) όπως συμβαίνει π.χ. κατά την διάρκεια των οδικών ατυχημάτων;
Επίσης κανείς δεν μπορεί να καταλάβει το που οδηγεί αυτή η υποτιθέμενη θυσία του Διονύσου, που καταδέχεται να ζήσει και να υποφέρει (από τι άραγε να υποφέρει; από τα δικά του σφάλματα της μέθης;). Στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού δεν έχουμε πάθος για να δοκιμάσει ο Θεός το πως ζει και πεθαίνει ο άνθρωπος «ο θεός της θυσίας, ο θνήσκων, όπως και οι άνθρωποι, θεός», διότι ο Θεός γνωρίζει ως Θεός τι βιώνει (2) ο κάθε άνθρωπος. Αλλά σε αυτή την περίπτωση έχουμε ενανθρώπιση του Θεού, ώστε να αποδείξει εις τους ανθρώπους ότι ο δρόμος της θέωσης είναι εφικτός, ακόμη και αν και οι ίδιοι έχουν σάρκα που τους δυσκολεύει σε αυτό. Δηλαδή ο Θεός για να διδάξει το πως μπορεί κάποιος να γίνει τέλειος άνθρωπος, έπρεπε πρώτα να «μπει στο χορό [των σαρκικών ανθρώπων] και να χορέψει» ο ίδιος, ως έχων σάρκα. Κατόπιν δε, με την Ανάσταση της σάρκας Του, να αποδείξει πως ο ίδιος είναι όντος Θεός, εφόσον μπορεί και ξαναδίνει ζωή σε ένα νεκρό βιολογικό σώμα και να καλέσει και άλλους ανθρώπους να διάγουν κατά το παράδειγμά Του, δίδοντάς τους απόδειξη πως οι προσπάθειές τους δεν θα πάνε χαμένες σε κάτι το ουτοπικό. Ο Διόνυσος δεν φαίνεται να πάσχει για καμιά λογική αιτία και σκοπό, πέρα κάποιας συμπόνοιας για τους ανθρώπους, γινόμενος και ο ίδιος δοκιμαστής του θανάτου. Ο δε θάνατος και η λεγόμενη ανάσταση του δεν οδηγεί πουθενά τους ανθρώπους. Θα πεθάνουν το ίδιο χωρίς καμιά ελπίδας ανάστασης, σαν αυτή που προσφέρει ο Ιησούς Χριστός ενώ δεν παύουν να παθιάζονται ακολουθώντας τον πρώτο με το σύμπτωμα του αλκοολισμού.
Δήλος, Μνημείο Καρυστίου (περ. 300 π.Χ.). Στην ανάγλυφη παράσταση της νότιας όψης, βλέπουμε τον «ένδοξο θεό» Διόνυσο, ο οποίος δεν μπορεί να βαδίσει ορθά απ’ το μεθύσι και υποβαστάζεται από μια μαινάδα. Δίπλα ένας χαρούμενος σάτυρος κηρύττει το μήνυμα της «θεϊκής» μέθης και ανηθικότητας και παραλογισμού και της καταστροφής της υγείας εντελώς αντίθετης με το αθλητικό, υγιεινό και ιατρικό ιδεώδες. Πάνω από τον θεό Διόνυσο βλέπουμε το σήμα κατατεθέν της «ιερής» και «σεβάσμιας» λατρείας των Εθνικών προγόνων μας, ανδρικό γεννητικό μόριο σε στύση.
Σημειώσεις
1. Πηγή: Γεράσιμος Δ. Καψάλης, Πρόεδρος Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σσ. 407 - 411
2. Προς Εβραίους, Κεφ Δ΄ «12 Ζῶν γὰρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καὶ διικνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καὶ πνεύματος, ἁρμῶν τε καὶ μυελῶν, καὶ κριτικὸς ἐνθυμήσεων καὶ ἐννοιῶν καρδίας, 13 καὶ οὐκ ἔστι κτίσις ἀφανὴς ἐνώπιον αὐτοῦ, πάντα δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ, πρὸς ὃν ἡμῖν ὁ λόγος.»
Στέφανος Μυτιληναίος, Ο μονοθεϊσμός στην αρχαία Ελλάδα, τα αρχαία κείμενα αποκαλύπτου. Νεοπαγανισμός: Δούριος Ίππος στον ελληνισμό, Εκδόσεις Νέα Θέσις, Ιούλιος 2000
Μυθοπλάστης: Στέφανος Μυτιληναίος
Απάντηση: Εδώ
Το σίγουρο πάντως είναι ότι η γενοκτονία 650.000 Ελλήνων από τους βυζαντινούς στρατιώτες έγινε υπό τις εντολές των χριστιανών επισκόπων, όπως γράφει στην βιογραφία του ο Ιερεύς του Διονύσου Κόρεσος, αντίτυπο της οποίας έχουν διασώσει οι Άραβες αντιγραφείς και λόγιοι. Ο Ιερεύς Κόρεσος ήτο μαζί με τον Συνέστιο πρωτεργάτες και Εθνομάρτυρες της Επανάστασης (το 728 μ.Χ.). (Πηγή: http://www.hellenicreligion.gr/doc/istorikesmnimes.htm (10/03/2004), αποθηκεμένη εδώ)
Μυθοπλάστης: «Δημήτριος Κουσθένης- Ζώπυρος», http://www.hellenicreligion.gr/doc/istorikesmni
Απάντηση: Εδώ
Ο Χαμένος Διόνυσος. Η «τυποποίηση» της ζωής σκότωσε την χαρά και τον έρωτα (Πηγή: Περιοδικό Δαυλός, τεύχος 200-201, εξώφυλλο)
Μυθοπλάστης: Περιοδικό Δαυλός
Απάντηση: Ο πρώην θεός της αμπέλου, της μέθης, των μαινάδων (οργιασμένων γυναικών), του παραληρήματος, ο μετέπειτα μυστικιστικός θεός που κήρυττε όπως όλοι οι μυστικισμοί την «περιφρόνηση προς το λογικό και την υπακοή του ανθρώπου εις τους παλμούς της καρδιάς του και το παραλήρημα του εγκεφάλου του» (1) και που μετατρέπεται δηλαδή σε πάσχοντα θεό, όπως μαρτυρεί και ο άλλος ο νεοπαγανιστής διευθυντής του Ιχώρ, Γεώργιος Τσαγκρινός (2), δείχνει πως δεν υπάρχει καμιά παγανιστική ουσιαστική θεολογία.
Το ρήμα «είμαι» στο γ΄ πρόσωπο χρησιμοποιείται κατά παράβαση και πότε ο «Χαμένος Διόνυσος» είναι για τον Δαυλό «ο θεός της χαράς και του έρωτα» και πότε είναι για τον Τσαγκρινό ο «θεός της θυσίας», τον οποίο περιτριγυρίζουν οι δαίμονες «Έρωτες», διαφορετικοί δηλαδή του Διονύσου, για να διασκεδάζουν τους ανθρώπους που τους απειλεί ο θάνατος. Θάνατο, εις τον οποίο υποβάλλεται ο Διόνυσος, που με την σειρά του σε άλλο σύγγραμμα «νεοπαγανιστικής θεολογίας» από τον Τσαγκρινό ορίζεται ως οινόπνευμα!(3). Αν μπορεί κανείς να φανταστεί οινόπνευμα που χαίρεται, πάσχει ή ερωτεύεται, τότε «με γεια του και με χαρά του» ο «θεός» του. Άξιος ο πιστός των ιδιοτήτων του θεού και άξιος κι ο θεός της φαντασίας του πιστού.
Φαίνεται πως οι νεοπαγανιστές ακολουθούν πιστά τους αρχαίους προγόνους όπου «... το πλήθος των περί αυτού [του Διονύσου] μύθων, το όποιον ανάγκασε τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, προς αποφυγήν της συγχύσεως, να δέχονται πολλούς Διονύσους ή Βάκχους ο Διόδωρος δέχονταν 3, ο Κικέρων 5 και άλλοι 7, το πλήθος των επιθέτων αυτού (ανέρχονται εις 140 περίπου) ». Κανείς δεν τους κατηγορεί γι’ αυτό, αλλά αντιφάσκουν οι ιδιότητες του Διονύσου κι αυτό έχει εξαιρετική σημασία τόσο για την θεολογία, όσο για την λογική και την επιστήμη. Διότι ο νεοπαγανισμός είναι η μετουσίωση της εκμετάλλευσης και χειραγώγησης της επιστήμης κάτω από μια σαθρή θεολογία. Έτσι οι νεοπαγανιστές υποτίθεται υπέρμαχοι των επιστημών και της λογικής του Αριστοτέλους (4), που «πολέμησε ο Χριστιανισμός» (5), ελίσσονται με μια επιχειρηματολογία που μοιάζει με το σώμα ενός φιδιού και το δέρμα του χαμαιλέοντα, αφού άλλοτε προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν ανεπιτυχώς τον κανόνα της αντίφασης για το σύγγραμμα της Κ.Δ. και άλλοτε τον διαγράφουν ξεδιάντροπα και τόσο φανερά, όπως στην προκειμένη περίπτωση ορισμού των ιδιοτήτων του Διονύσου, που προκύπτει χαρούμενος και πάσχων ταυτόχρονα αλλά κι οινόπνευμα. Ανάλογα θα έπρεπε η Ορθόδοξη θεολογία να διδάσκει ένα «θεό» που είναι Αγάπη αλλά που μετά από λίγο και ανάλογα με τις περιστάσεις μετατρέπεται σε Μίσος ή σε μια ουσία π.χ. νερό.
Δεν υπάρχει λοιπόν αμφιβολία πως η νεοπαγανιστική θεολογία δεν μιλά για φυσικά πρόσωπα αλλά ούτε και για πράγματα. Αυτό είναι ξεκάθαρο διότι φυσικά πρόσωπα (βλ. άνθρωπο πίσω από κάγκελα στο εξώφυλλο του Δαυλού τ. 200-201) δεν μπορεί να είναι χημικές ουσίες π.χ. οινόπνευμα ή ψυχικές καταστάσεις π.χ. χαρά και έρωτας, ούτε οι χημικές ουσίες, μπορούν να νιώθουν χαρά ή να θυσιάζονται ή να ερωτεύονται, μήτε η χαρά να είναι θυσία και η θυσία χαρά.
Όλα αυτά είναι :
α. διαφήμιση ναρκωτικών ουσιών και κακών συνηθειών μέσα από την εμπόρια ειδώλων & «ελληνισμού»
β. η σαγήνευση αφελών που φαντάζονται πως τα πάθη τους είναι πρόσωπα, που τους μιλούν και τους ακούν (6)
γ. πως οι ουσίες είναι «φιλικές» και «Έλληνες θεοί» επειδή είναι προσωποποιημένες ή επειδή τις προσωποποίησαν πρόγονοι.
δ. ένα μυθολογικό προσκάλεσμα, όπου το πάθος προσωποποιημένο και «φυλακισμένο» πίσω από σίδερα, προκαλεί τον «οίκτο» του κοιμισμένου αναγνώστη που καλείται να το «απελευθερώσει»
Αλλά είναι ανόσιο να αποδίδουμε στους θεούς τα δικά μας ανθρώπινα πάθη ή να θεωρούμε ότι τα δικά μας πάθη είναι θεϊκά», Πλούταρχος -Ερωτικός (Πηγή: Δαυλός, τεύχος 227, σελ. 14496)
Τελευταίος κεραυνός που δέχεται ο Διόνυσος του «Δαυλού» είναι αυτός που πίπτει από την «Ἑλληνική Νομαρχία»· σύγγραμμα που συχνά οι νεοπαγανιστές χρησιμοποιούν κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Εκεί, ο δικηγόρος των νεοπαγανιστών και συγγραφέας της «Ἀνώνυμος Ἕλλην» αναφέρει:
«Δὲν ἠξεύρεις, πὼς ὁ ἔρως εἶναι ὁ πρῶτος ἐχθρὸς τῆς ἀσωτείας, καὶ ἐξακολούθως εἰς τοὺς νῦν εὐγενεῖς τῶν ἀλλογενῶν δὲν εὑρίσκεται, εἰμὴ ἡ εἰκών του; Ἀγνοεῖς ὅτι ὁ γάμος, ὁποὺ ἀποκαταστεῖ ἐντελῶς εὐτυχῆ τὸν ἄνθρωπον, εἰς ἄλλο δὲν συντείνει, εἰμὴ εἰς τὸ νὰ ἐκδώσῃ τόσους πολίτας εἰς τὴν πατρίδα καὶ διαυθεντευτάς; Ἀλλ᾿ ἐσεῖς, ἀναίσθητοι, τί δίδετε εἰς τὴν πατρίδα σας; Φεῦ, τόσους ἐχθρούς! Οἱ υἱοί σας σᾶς ἀναθεματίζουν καὶ σᾶς νομίζουν ὡς μίαν τους ἐντροπήν» (7)
Εδώ θα πρέπει να θυμηθεί ο καθείς ένα παλιό ελληνικό τραγούδι:
«Εγώ θα κόψω το κρασί,
για εσένα αγάπη μου χρυσή,
εγώ θα κόψω το κρασί,
για σένα μόνο»
Αριστερά: Εταίρα βοηθά νέο κρατώντας το κεφάλι του, ο οποίος έχει «παραπιεί» και κάνει εμετό. (Λεπτομέρεια από κύλικα του πρώτου μισού του Ε΄ αιώνα π.Χ.) (Πηγή: Περιοδικό Δαυλός, τεύχος 264, άρθρο «Εταίρα: το υπέροχο θήλυ της ελληνικής αρχαιότητας», σελ. 17231)
Σημειώσεις
1. Διόνυσος, Γεράσιμος Δ. Καψάλης, Πρόεδρος Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σσ. 407 - 411
2. Μεταξύ των αθανάτων θεών που έχουν απέναντί τους οι τρομαγμένοι και ταλαιπωρημένοι από τον χάρο θνητοί άνθρωποι, επιτέλους εμφανίζεται ένας θεός που μπαίνει και αυτός στην ίδια ανθρώπινη αγωνία, του να ζήση και να πεθάνει και μέσα από μια υπέρβαση να αναστηθεί. Αυτός ο θεός είναι ο Διόνυσος, ο θεός της θυσίας, ο θνήσκων, όπως και οι άνθρωποι, θεός. Ένας τέτοιος θεός που καταδέχεται να ζήσει και να υποφέρει ότι και οι άνθρωποι δεν μπορεί παρά να είναι ο πολυαγαπημένος θεός των ανθρώπων. Γι’ αυτοί και οι δαίμονες που περιτριγυρίζουν τον Διόνυσο, οι Πάνες, οι Έρωτες, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί είναι κατ’ εξοχήν δαίμονες της ευθυμίας, του έρωτα και του κεφιού, που μεθούν με την χαρά της ζωής τους ανθρώπους, για να ξεχνούν τον θάνατο» (Πηγή: Περιοδικό «Ιχώρ», τεύχος 9, άρθρο «Η λαϊκή λατρεία των αρχαίων Ελλήνων και οι αγαθοοντότητες», Γεώργιος Τσαγκρινός, σ. 25 - 26)
5. Η αναβίωση της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας, Ρ. Αναστασάκης, Μ. Βερέττας, Μ. Δημόπουλος, Μ. Καλόπουλος. Μ. Κιουλαφά, Π. Μαρίνης, Χ. Μήνη, Στ. Μυτιληναίος, Γ. Σπυρόπουλος, Ο. Τουτουνζή, Γ. Τσαγκρινός, Εισαγωγή Εύα Αυλίδου, Εκδόσεις Αρχέτυπο, Έκδοση Α΄ Απρίλιος 2002, Θεσσαλονίκη, σελ. 280
4. Καρτέσιος (Rene Descartes): Έκλεψε την αριστοτελική Λογική...Νεύτωνας (Isaak Newton): Έκλεψε την αριστοτελική Μηχανική (Πηγή: Περιοδικό Δαυλός, τεύχος 275, άρθρο: Δύο αντιγραφείς του Αριστοτέλη, Νεύτωνας και Καρτέσιος, Γεράσιμος Καζανάς Οικονομολόγος, σελίδα 18159)
5. Ο «ιερός» διωγμός του Ορθού λόγου. (Πηγή: Περιοδικό Δαυλός, τεύχος 285, εξώφυλλο)
6. Οι δαίμονες, αν και ανώτερα όντα, σαν «ενδιάμεσοι» μεταξύ θεών και ανθρώπων βρίσκονται σίγουρα συχνότερα κοντά στις επιθυμίες, τους καημούς και τις προσδοκίες των πιστών και κατανοούν τα ανθρώπινα πάθη, από την άλλη έχουν και αυτοί τις ιεραρχίες τους (Πηγή: Περιοδικό «Ιχώρ», τεύχος 9, άρθρο «Η λαϊκή λατρεία των αρχαίων Ελλήνων και οι αγαθοοντότητες», Γεώργιος Τσαγκρινός, σ. 25 - 26)
7. Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σσ. 135-136
Ο «ιερός» διωγμός του Ορθού λόγου. (Πηγή: Περιοδικό Δαυλός, τεύχος 285, εξώφυλλο)
Μυθοπλάστης: Περιοδικό Δαυλός
Απάντηση: Η Ορθοδοξία δεν διδάσκει, ούτε εφαρμόζει τον διωγμό του Ορθού Λόγου αλλά δεν τον βάζει ως τον μόνο τρόπο εύρεσης ή όρασης της αλήθειας. Αυτό το γεγονός έχει λυθεί πλέον επιστημονικά και στον άνθρωπο δεν υπάρχει μόνο η «υπολογιστική» δύναμη στις αποφάσεις του αλλά και ο συναισθηματισμός βάση εγκεφαλικής κατασκευής και δηλαδή «φυσικής - παγανιστικής» ανάγκης (Ειμαρμένης). Αυτό το γεγονός οι φίλαυτοι «φυσιολάτρες» αρχαιοκάπηλοι θα έπρεπε να το γνωρίζουν, όχι μόνο ένεκα χάρη επιστημονικής γνώσης, αλλά και μέσα από την καθημερινότητα τους, στις σχέσεις τους με τους ανθρώπους, αλλά και από τον εθνικισμό που διδάσκουν, διότι λ.χ. η θυσία για το έθνος σε κάποια μάχη δεν ενέχει ορθολογισμό, αλλά σαφώς συναισθηματισμό. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Ορθοδοξία δεν τοποθετεί το συναίσθημα στο όργανο του εγκεφάλου μόνο, αλλά και εις το όργανο της καρδιάς.
Οι νεοπαγανιστές πίπτουν σε τραγικά λάθη ένεκα εμπάθειας, διότι άλλο πράγμα ο διωγμός του ορθού λόγου και άλλο πράγμα η χρησιμοποίηση του ορθού λόγου πλαισιωμένη από τις εντολές της «καρδιάς». Ο άνθρωπος δεν είναι «ηλεκτρονικός υπολογιστής» και ούτε ποτέ του θα γίνει τέτοιος.
Το πόσο τυφλωμένοι είναι οι νεοπαγανιστές από την αντιχριστιανική τους εμπάθεια, μπορεί να καταδειχθεί από τα ίδια τους τα λόγια. Όταν λοιπόν οι νεοπαγανιστές συγκεντρώνονται με τα νταούλια τους και τις κιθάρες τους στα Προμήθεια στον Όλυμπο, προσκαλούν διαφόρους πολίτες με τις εξής αναγγελίες: «Τα Προμήθεια, ένα ελληνικό βίωμα είναι φέτος αφιερωμένα στον Απόλλωνα και στον Διόνυσο. Οι δύο αυτοί θεοί εκφράζουν και αντιπροσωπεύουν δύο όψεις το λογικό-γνωσιακό και το εκστατικό-θυμώδες μέρος του πολιτισμού μας. Ο Προμηθεύς Πυρφόρος μεταμορφώνεται σε Απόλλωνα και η Προμήθεια-φλόγα σε Απολλώνεια γνώση. Είναί η γνώση που έκανε τον άνθρωπο να αποκτήσει συνείδηση και αυτοσυνείδηση, φιλοσοφία, επιστήμη και τέχνες. Η αναζήτηση του Απολλωνείου φωτός μέσω του Πυρφόρου είναι η αναζήτηση μιας ανώτερης συνειδήσεως για την εδραίωση της κοινωνίας της ελληνικής της γνώσεως την οποία τόσο έχει ανάγκη η πατρίδας μας.
Στην συνέχεια ο Απόλλων μεταμορφώνεται στο αντίθετό του, σε Διόνυσο και αναιρεί την λογική αναδεικνύοντας τον πνευματικό, ψυχικό κόσμο. Η ψυχή περνά από την διαδικασία της καθάρσεως για να φθάσει τελικά στην λύτρωση. Η πορεία της καθάρσεως αποτελεί το Θείο Δράμα του Διονύσου, που είναι το δράμα του ανθρώπου και της ανθρωπότητας....η βραδιά είναι το αποκορύφωμα των εκδηλώσεων και τελειώνει με πυρσοφορία και εκστατικό χορό περίπου στις τρεις τα ξημερώματα.» (1), δηλαδή κάνοντας σαφή αναφορά στον «διωγμό» της λογικής από τον θεό Διόνυσο, που δεν ξεχνά να τον διαφημίζει ο Δαυλός στο τεύχος 200-201 (βλέπε κάτωθι)
Οι Δώδεκα θεοί στο 2004. [Τρύφωνας Ολύμπιος, Προμήθεια στον Όλυμπο 2004] (Πηγή: Σταθμός Alter, Εκπομπή Χωρίς Μοντάζ ΙΙ, Σάββατο 07/02/2004)
Άλλωστε ακόμη και ο νεοπαγανιστής ποιητής Δ. Ιατρόπουλος αναφέρει: «Καταλαβαίνω την λύσσα που τους διακατέχει! Ξέρουνε πως άμα εξορίσουνε το διονυσιακό στοιχείο απ’ αυτόν τον λαό, μπορεί και να τα καταφέρουνε να αιχμαλωτίσουνε κατόπιν τον Απόλλωνα μέσα του, να τον αφοπλίσουν, να τον αφυδατώσουν. Γιατί ο μεθυσμένος Απόλλωνας, ο εν μανία ποιών, δεν νικιέται με τίποτε! Ενώ απ’ την άλλη ο σκεπτόμενος Διόνυσος είναι μία άλλη ανίκητη μορφή, δεν τον καταφέρνεις με το πιοτό, δουλεύει το μυαλό του έτσι!
Κι αυτή την ιερή δισημία, να ερωτεύεσαι σκεπτόμενος και να σκέφτεσαι ερωτευμένος, όλοι αυτοί οι νεομεσαιωνιστές θα θέλανε να την διαλύσουν...» (2)
Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πως μπορεί να δουλεύει ένα μυαλό σε κατάσταση μέθης όταν η επιστήμη έχει αποδείξει περίφημα την παρακώλυση της λειτουργίας του ανθρωπίνου νευρικού συστήματος από μεγάλες δόσεις αλκοόλ. Εκτός και αν ο θεός Διόνυσος δεν είναι άνθρωπος, πράγμα παράξενο αν αναλογισθεί κανείς τα περί ανθρωπομορφίας των θεών που διδάσκουν οι νεοπαγανιστές απίστευτοι. Επίσης, ούτε μπορεί να καταλάβει κανείς πως συμβαίνει να αφυδατωθεί ο Απόλλωνας μην πίνοντας οινόπνευμα (3), που δεν είναι μόνο ύδωρ (αφυδάτωση) αλλά μείγμα ύδατος, οινοπνεύματος και άλλων οσυιών, όταν είναι γνωστό πως αντιθέτως το οινόπνευμα ακόμη και αναμιγμένο σε περίσσια ύδατος, είναι αυτό που προκαλεί αφυδάτωση ένεκα παρατεταμένης διούρησης. Και αυτή η αφυδάτωση είναι εκείνη που προκαλεί εις τους μέθυσους τον πονοκέφαλο, συνήθως «την άλλη μέρα το πρωί», κατόπιν της βραδινής «καθάρσεως» του οργανισμού, από εκείνη την ουσία που σε μεγάλες δόσεις γίνεται ένα δηλητήριο της ψυχής και ασφαλώς του σώματος.
Όμως ας κρατήσει εδώ ο ερευνητής στην μνήμη του την τελευταία δήλωση του Ιατρόπουλου, που αναφέρεται παραπάνω για τον «σκεπτόμενο ερωτευμένο», για τον οποίο εδώ δεν θα χρειαστεί να γίνει αναφορά των συμπερασμάτων της ψυχολογίας πάνω εις την ψύχωση που καλείται έρωτας και που αναλύεται σε άλλη σελίδα. Φευγαλέα εδώ θα πρέπει να προσέξει ο αναγνώστης τα εξής φαινόμενα παραλογισμού, από εκείνους που κατηγορούν με επικεφαλίδες τύπου: «Ο «ιερός» διωγμός του Ορθού λόγου». Αρκούν δύο παραδείγματα από το ίδιο το περιοδικό Δαυλός για να ξεκαθαρίσει το τοπίο:
Αριστερά: Ο Χαμένος Διόνυσος. Η «τυποποίηση» της ζωής σκότωσε την χαρά και τον έρωτα. (Πηγή: Περιοδικό Δαυλός, τεύχος 200-201, εξώφυλλο)
Δεξιά: Ο διωγμός του Έρωτα. Από την Αφροδίτη εις τον Βαλεντίνο. (Πηγή: Περιοδικό Δαυλός, τεύχος 277, εξώφυλλο)
Εδώ οι νεοπαγανιστές, όπως αντιλαμβάνονται παραπάνω «ιερό διωγμό του Ορθού λόγου», που ως είδε ο αναγνώστης η πίστη εις τον Διόνυσο στην «ελληνική» εορτή των Προμήθειων 2002 είναι αυτή που δεδηλωμένα «αναιρεί την λογική», αντιλαμβάνονται και «διωγμό του Έρωτα», επειδή διώκεται ο Διόνυσος. Αυτός, δηλαδή ο διωγμός του έρωτα εις τον Χριστιανισμό, είναι πραγματικός μόνο όσο αφορά την θεολογία (θεός έρως) αλλά ανυπόστατος όσο αφορά την φύση, διότι η Ορθοδοξία δεν θεωρεί τον έρωτα εμπόδιο. Ο έρωτας είναι επιθυμητός σε ένα παντρεμένο ζευγάρι. Αλλά αυτό το ζευγάρι καλείται να ανεβεί ακόμη παραπάνω αναπτύσσοντας την αγάπη που ελλοχεύει στον ανώτερο φλοιό του εγκεφάλου, δηλαδή εκεί που βρίσκεται και η λογική, στην καρδιά και στην ψυχή του πιστού, αντιμετωπίζοντας τον σύντροφο ως ισάξιο πρόσωπο εις κοινωνία με τον Θεό, και όχι ως κατώτερο αντικείμενο προς τέρψη πορνείας και εγωιστικής σωματικής απόλαυσης. Δηλαδή εκείνο που αποβάλλεται είναι ουσιαστικά η Αφροδίτη, είτε ως θεολογία είτε ως πράξη και όχι ο έρωτας.
Αφού ξεκαθαρίστηκε αυτό εν τάχυ, ας σημειωθεί εδώ πως ενώ ο παγανισμός σήμερα διδάσκει πως υπάρχει ««ιερός» διωγμός του Ορθού λόγου», εννοώντας τον Χριστιανισμό, ταυτόχρονα υποστηρίζει την «ιερή» Αφροδίτη με κάθε μέσο. Ερωτά λοιπόν ο παρατηρητής τους «υποστηρικτές» του Ορθού Λόγου: «όταν εις το όνομα της «ιεράς» Αφροδίτης επιτελείται κάθε παράλογη χρήση του ανθρωπίνου σώματος, υπάρχει «ιερός διωγμός του Ορθού Λόγου» ναι ή όχι;».
Αριστερά: Το πεπτικό σύστημα του ανθρώπου. (Πηγή: Βιολογία Γ΄ Λυκείου, Β΄ Δέσμης, Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων, Αργύρης Ι. Λυκειάρχης Δρ. Βιολογίας, Κοτσιφάκης Ε. Λέκτορας Πειρ. Φυσιολογίας Παν. Αθηνών, Μαργάρης Ν., Καθηγητής Οικολογίας Παν. Θεσ/νίκης, Μάρκου Σ., Φυσιογνώστης Καθηγητής Μ.Ε., Παπαδόπουλος Ν., Επικ. Καθηγητής Περιγρ. Ανατομικής Παν. Αθηνών, Παπαφίλης Α., Λέκτορας Πειρ. Φυσιολογίας Παν. Αθηνών, Παταργιάς Θ., Αναπλ. Καθηγητής Βιολογίας Παν. Αθηνών, Σεκέρης Κ., Καθηγητής Βιοχημείας Παν. Αθηνών, Αθήνα, σελίδα 330)
Μέσο αριστερά: Παράδεισος ανικάνων και λεηλασία δισεκατομμυρίων στα πανεπιστήμια. (Πηγή: Περιοδικό Δαυλός, τεύχος 228, εξώφυλλο)
Μέσο Δεξιά: Ο θεός - πέος «Τύχων» και η θεά τύχη. Ο Τύχων ήταν θεότητα της Ορφικο-Διονυσιακής Θρησκείας. Μαρμάρινο ανάγλυφο της Ακυλείας. (Πηγή: περιοδικό «Δαυλός» Αύγουστος - Σεπτέμβριος 2001)
Δεξιά: Σάτυρος έτοιμος προς «αναπαραγωγή» κυνηγά να διακορεύσει νεαρό έφηβο.
Μα πώς δεν θα μπορούσε να μην υπάρχει; Όταν ακόμη και σε «σχέσεις» ετεροφυλόφιλων, αλλά ιδίως αναγκαστικά μεταξύ «ομοφυλοφίλων», το πεπτικό σύστημα μετατρέπεται από την «ιερή» Αφροδίτη ως δια μαγείας σε αναπαραγωγικό, δεν υπάρχει άκρατος ανορθολογισμός και «ιερός διωγμός του Ορθού Λόγου»; Όταν όλοι αυτοί οι καθηγητές που συνέγραψαν την Βιολογία της Γ΄ Λυκείου, διδάσκουν στους ελληνόπαιδες δια μέσω του συγγράμματος τους στο Λύκειο ανατομία του ανθρωπίνου σώματος, οι παγανιστές φανατικοί εθνικό-κόλακες, δια μέσω της θεάς Αφροδίτης της πορνείας του σώματος και της ανορθολογικής χρήσης του, στέλνουν στον κάλαθο των αχρήστων, όλα εκείνα τα «ιερά γράμματα» για τα οποία δήθεν πολεμούν. Έπειτα έχουν και το απαράμιλλο θράσος να υβρίζουν τους πανεπιστημιακούς της Ελλάδας ως «ανίκανους» μιας και δεν έχουν ίσως την ικανότητα να συνευρίσκονται με «αίγες» ή και «τράγους» και απαιτούν η εκπαίδευση της Ελλάδας να «αλλάξει» προς το «ελληνικότερο» (βλ. παγανιστικότερο) επειδή «χριστιανοκρατείται» (βλ. Μιχάλη Καλόπουλο).
Πολιτικοί γάμοι ομοφυλοφίλων εις την Ευρώπη [Σας ονομάζω «άνδρα» και «γυναίκα». Τέτοιες πρακτικές δεν απέχουν και πολύ από την μαγεία ή την δεισιδαιμονία, όταν δηλαδή κανείς μετατρέπει με τα λόγια ένα ανδρικό κορμί σε γυναικείο ή ένα γυναικείο σε ανδρικό] (Πηγή: Τηλεοπτικός Σταθμός NET, εκπομπή Transit, Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2004)
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι όπου ζυμώνεται η πορνεία του σώματος (όχι ο έρωτας), ο βανδαλισμός και ο ανορθολογισμός, εκεί και ο Διόνυσος και οι άλλες ναρκωτικές ουσίες.
Αριστερά και μέσο: Όλοι πίνουν πολύ. Υπάρχουν μεθυσμένοι, πολλοί καβγάδες... πολλά δωμάτια που τα καταστρέφουν... Γινόμαστε λιώμα κάθε βράδυ. Πηγαίνουμε στην παραλία που είναι εκεί...[Από το Φαληράκι στα Μαλιά οι Βρετανοί] (Πηγή: Εσπερινό δελτίο ειδήσεων, τηλεοπτικός σταθμός Alter, 11/06/2005)
Μέσο Δεξιά: «Κάθε ελληνικό να αφορίζεται και να μισήται» (πρβλ. σελίδα Ελληνισμός - Χριστιανισμός) (Πηγή: Περιοδικό Δαυλός, τεύχος 274, εξώφυλλο)
Δεξιά: Διαμαρτύρονται για την συμπεριφορά των τουριστών. Η συμπεριφορά των ξένων τουριστών στα Μάλια της Κρήτης έχει ξεπεράσει πλέον κάθε όριο. Κάθε βράδυ διασκεδάζουν έξαλλα, μεθούν, καταστρέφουν ότι βρουν μπροστά τους και προκαλούν με χυδαίες χειρονομίες τους ντόπιους ακόμη και μπροστά στα μάτια των αστυνομικών. Η υπομονή των κατοίκων εξαντλήθηκε και χθες βγήκαν στον δρόμο, απέκλεισαν την εθνική οδό και ζήτησα από τους αρμόδιους να λάβουν επειγόντων μέτρα. (Πηγή: Εφημερίδα Το Βήμα, Πέμπτη 26 Ιουλίου 2007, σελ. Α13)
Είναι φανερές οι προσπάθειες του θεού Διονύσου ενάντια στον πολιτισμό (βανδαλισμοί), ενάντια στην υγεία (καβγάδες και κύρωση ύπατος), αλλά σαφώς ενάντια στην λογική (γινόμαστε λιώμα). Τα άλογα πάθη του ανθρώπου, ουσιαστικά το βασίλειο της ανοησίας, στεφανώνει ακόμη μια φορά τους φανατικούς «ελληνιστές», κατά τους νεοπαγανιστές, υπηκόους του θεού Διονύσου, που βαπτίζοντας την κάθε ανοησία σε «ελληνικότητα» θαρρούν πως θα αποφύγουν την κριτική από Έλληνες συμπολίτες και συμπατριώτες τους.
«ἀφοσιούμενος τῷ ἐραστῇ ὁ Διόνυσος ἐπὶ τὸ μνημεῖον ὁρμᾶ καὶ πασχητιᾷ. Κλάδον οὖν συκῆς, ὡς ἔτυχεν, ἐκτεμὼν ἀνδρείου μορίου σκευάζεται τρόπον ἐφέζεταί τε τῷ κλάδῳ, τὴν ὑπόσχεσιν ἐκτελῶν τῷ νεκρῷ» [Μτφρ: Πιστός στην υπόσχεση προς τον εραστή ο Διόνυσος ορμά προς το μνήμα, γεμάτος ερωτικό πάθος. Έκοψε λοιπόν στην τύχη ένα κλάδο συκής, τον διαμορφώνει σαν ανδρικό μόριο, κι κάθισε επάνω στον κλάδο, εκπληρώνοντας την υπόσχεση προς τον νεκρό.] (4) . Περισσότερα
Σημειώσεις
1. Προμήθεια 2002, Ένας θεσμός των Ελλήνων στον Όλυμπο 21-23 Ιουνίου, Περιοδικό Ιχώρ, τεύχος 21, σελίδα 9
2. Δημήτριος Ιατρόπουλος, Περιοδικό Ιχώρ, τεύχος 53, Λόγου χάριν, σελ. 39
3. Έτσι ο Θεός, σαν μαθηματική ιδέα, είναι αθάνατος και, σαν υλική υπόσταση, είναι θνητός. Είναι Υλόπνευμα-Οινόπνευμα και είναι ο Θεός Διόνυσος. (Πηγή: Η αναβίωση της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας, Ρ. Αναστασάκης, Μ. Βερέττας, Μ. Δημόπουλος, Μ. Καλόπουλος. Μ. Κιουλαφά, Π. Μαρίνης, Χ. Μήνη, Στ. Μυτιληναίος, Γ. Σπυρόπουλος, Ο. Τουτουνζή, Γ. Τσαγκρινός, Εισαγωγή Εύα Αυλίδου, Εκδόσεις Αρχέτυπο, Έκδοση Α΄ Απρίλιος 2002, Θεσσαλονίκη, σελ. 280)
4. Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Κλήμεντος Αλεξανδρέως Άπαντα τα Έργα 1, Προτρεπτικός Προς Έλληνας, Β΄ 34,2 - 35,1 Πατερικές Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Επόπτης - Επιμελητής Εκδόσεως Ελευθέριος Γ. Μερετάκης, Πτυχιούχος Θεολογίας, Εκδοτικός Οίκος Ελευθερίου Μερετάκη «Το Βυζάντιον», σσ. 94-95
Τρύγος πριν από 28,000 χρόνια! Χρονολόγηση της Διονυσιακής λατρείας με βάση τις αστρονομικές πληροφορίες
ΚΑΛΑΜΠΑΛΙΚΗΣ, ΔΙΟΝ
Ο «θεός» Διόνυσος ήτο υπαρκτό πρόσωπο προικισμένο με εξέχουσες ικανότητες, που προσέφερε τεράστιες ευεργεσίες στους λαούς. Προ αυτού το όργωμα των αγρών εγίνετο δια των χειρών. Ο Διόνυσος εφεύρε το άροτρο και επενόησε την ζεύξη των βοών. Εμεθόδευσε και εδίδαξε στους ανθρώπους την καλλιέργεια του σίτου και της αμπέλου και την παραγωγή του οίνου. Εξεστράτευσε προς ανατολάς μέχρι της Ινδικής χερσονήσου, ιδρύων οικισμούς και πόλεις στους νομάδικους λαούς. Στις Ινδίες αντιμετώπισε ενδημούσα λοιμική νόσο. Μετέβη σε πολλές χώρες της Ασίας και της Αφρικής και εβασίλευσε όλων των Ινδιών. Λόγω των ευεργεσιών του εθεοποιήθηκε. (Πηγή: Καλαμπαλίκης Δίον, Περιοδικό Δαυλός, τεύχος 272-273, σελ. 17927)
Μυθοπλάστης: Περιοδικό Δαυλός και πλειάδα νεοπαγανιστών
Απάντηση: Σύμφωνα με την Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (1): «Ο μεγαλύτερος όμως συμφυρμός των μύθων του Διονύσου ως και η ευρύτατη αυτών διάδοση είναι έργο των Αλεξανδροκολάκων, οι οποίοι παραβάλλοντας τον Αλέξανδρο προς τους μυθικούς κατακτητές έπλασαν τον μύθο (Ιδίως ο περιηγητής Μεγασθένης), ότι προ του Αλεξάνδρου είχε κατακτήσει τις Ινδίες ο θεός Διόνυσος, ο οποίος και πρώτος γεφύρωσε τον Ευφράτη ποταμό. Κατά τον Παυσανία μάλιστα (Χ. 29.4) σώζονταν μέχρι των χρόνων του ο κάλως «ἀμπελίνοις ὁμοῦ πεπλεγμένος καὶ κισσοῦ κλήμασι», δια του οποίου έζευξε τον Ευφράτη ο Διόνυσος. Τις παραδόσεις αυτές καλλιέργησαν βραδύτερον και οι Ρωμαίοι, οι οποίοι τον θρίαμβο του Βάκχου θεωρούσαν ως εικόνα ιδεώδη του θριάμβου της Ρώμης κατά των ασιατικών λαών. »
Και δεν προκαλεί έκπληξη αυτό το γεγονός εφόσον ο θεός Διόνυσος ήταν αγαπημένος θεός όλων εκείνων που του άρεσε το μεθύσι (2) με κρασί: «Ω δε ενέπνευσε με τους περί αυτού μύθους τους αρχαίους ποιητές και καλλιτέχνες, ο Διόνυσος ο οποίος υπήρξε το ιδεώδες του Μ. Αλεξάνδρου, το υπόδειγμα του βίου του Δημήτριου του Πολιορκητή και ο προσφιλής θεός του Πόντου του Μιθριδάτη, ο οποίος και επωνομάζονταν από αυτόν Διόνυσος και Εύιος, έτσι ενέπνευσε και νεώτερους ποιητές και καλλιτέχνες» (3) αλλά και διότι όλες οι αυλές των στρατηλατών και των άλλων Μεγάλων ιστορικών προσώπων είχαν πάντοτε αυλοκόλακες, όπως βεβαίως και τους κριτικούς τους. (4)
Για το δε ζήτημα του «Ιησού: Κήρυκα μίσους και ανθελληνισμού», βλέπε εδώ ενώ για Διόνυσο εδώ.
Σημειώσεις
1. Πηγή: Γεράσιμος Δ. Καψάλης, Πρόεδρος Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σσ. 407 - 411
2. Είναι γνωστό πως ο Μ. Αλέξανδρος πάνω στο μεθύσι του σκότωσε τον πολύ κοντινό του φίλο, τον Κλείτο
3. Ό,π.
4. Και για την περίπτωση του Αλεξάνδρου χαρακτηριστικός φιλόσοφος αυλοκόλακας στην ανατολή είναι σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Πλούταρχου, Αθήναιου, Λουκιανού και Αρριανού, ο Ανάξαρχος ο Αβδηρίτης που θανατώθηκε μετέπειτα το θάνατο του Αλεξάνδρου από τον Νικοκρέοντα, τύρρανο της Κύπρου, ενώ χαρακτηριστικός κριτικός φιλόσοφος του Αλεξάνδρου ο Καλλισθένης ο Ολύνθιος (370-328), αδελφός του Αριστοτέλη, που έλεγξε τον Μακεδόνα για την εισαγωγή της συνήθειας της προσκύνησης ανθρώπου από άνθρωπο μεταξύ των Ελλήνων. Μετά την συνωμοσία του Ερμόλαου ο Καλλισθένης καταγγέλθηκε και σύμφωνα με τον Αριστόβουλο πέθανε στο δεσμωτήριο ενώ σύμφωνα με τον Πτολεμαίο βασανίσθηκε και απαγχονίστηκε.
Σχόλια βάση των εγκυκλοπαιδικών σημειώσεων για τον θεό Διόνυσο:
Από τις φυλές αυτές διαδόθηκε η λατρεία του Διονύσου και οι περί αυτού μύθοι εις τις χώρες των αιολικών φύλων, τα οποία υιοθέτησαν αυτούς, μεταμορφώνοντάς τους κατά το δικό τους πνεύμα. Από τις αιολικές παραδόσεις δημιουργήθηκε η θηβαϊκή περί της γεννήσεως του Διονύσου παράδοση, η οποία είναι ο κατ’ εξοχήν περί αυτού γνήσιος ελληνικός μύθος. Θρακοφρυγικής άλλωστε εισαγωγής πιστεύεται ότι είναι και το από τους τραγικούς άλλο όνομα που επικράτησε το «Βάκχος», που προέρχεται από το επίθετο του θεού Σαβαζίου «Βαγαῖος»....
...όπου οι θεοί Βασσαρεύς και Σαβάζιος ταυτιστήκαν με τον Διόνυσο,...
Η Ιδέα της εκ του θανάτου εις την ζωή επανόδου του Διόνυσου είναι η βάση του μύθου του Ζαγραίου Διονύσου. Ο μύθος πλάστηκε μεν διά της συγχωνεύσεως εγχωρίων στοιχείων των περί Διονύσου μύθων μετά στοιχείων ληφθέντων εκ Φρυγίας και Κρήτης, αναπτύχθηκε όμως υπό των Ορφικών. ..
Αυτή πάλλουσα ακόμη έφερε η Αθηνά εις τον Δία και αυτός αναδημιούργησε τον θεό, είτε καταπιών την καρδιά του, είτε τοποθετώντας αυτής εντός του σκισμένου και ραμμένου έπειτα μηρού του. Εκ των άλλων λειψάνων του πλαστήκαν οι αγαθοί άνθρωποι, εκ δε της τέφρας των κεραυνωθέντων από τον Δία Τιτάνων οι κακοί. Αυτές είναι οι κυριότερες μεταμορφώσεις του μύθου του Διονύσου θεού, απελθούσες εκ της επί των αρχικών περί αυτού μύθων επιδράσεως ασιατικών θεοτήτων προ των χρόνων του Μ. Αλεξάνδρου. ...
...Ουδενός των αρχαίων θεών η λατρεία ήταν τόσο διαδεδομένη, όσο η του Διονύσου. Την διάδοση δε αυτής μαρτυρεί το πλήθος των περί αυτού μύθων, το όποιον ανάγκασε τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, προς αποφυγήν της συγχύσεως, να δέχονται πολλούς Διονύσους ή Βάκχους ο Διόδωρος δέχονταν 3, ο Κικέρων 5 και άλλοι 7, το πλήθος των επιθέτων αυτού (ανέρχονται εις 140 περίπου), το πλήθος των Ιερών και βωμών του (στην Αθήνα είχε 14 βωμούς σε ανάμνηση ότι 14 ήσαν τα τεμάχια στα οποία διαμελίσθηκε, ή 14 οι διαμελίσαντες -7 Τιτάνες και 7 Τιτανίδες-) και το πλήθος των εορτών του. Ήταν δε η λατρεία του όχι πανελλήνιος μόνον, αλλά παγκόσμιος και αρχαιότατη, ως μαρτυρεί η εν Βοιωτία, ένθα πλάστηκε και ο πρώτος περί αυτού ελληνικός μύθος, λατρεία αυτού ως Διονύσου Ενδένδρου...
Ο Ικάριος, κατά την παράδοση αυτή, καλλιέργησε άμπελο και γεύθηκε τον καρπό αυτής ως και του χυμού το καρπού, μη θέλοντας δε να απόλαυση αυτός μόνος τα ευεργετήματα του Θεού, πλήρωσε μερικούς ασκούς οίνου και διατρέξας τα χωρία και τους αγρούς της χώρας του έδωσε εις τους γεωργούς και ποιμένες αυτής να πιούν από το γλυκό ποτό, οι ίδιοι δε, πίνοντας εξ αυτού χωρίς μέτρο, μέθυσαν και νομίζοντας ότι δηλητηριάσθηκαν από τον Ικάριο φόνευσαν στην μανία της μέθης αυτόν και τον έθαψαν όταν συνήλθαν εκ της μέθης των.
Εκτός της παραδόσεως της Ικαρίας της Αττικής, άξιες λόγου εκ των άλλων ελληνικών περί Διονύσου παραδόσεων είναι η της Χίου και η της Νάξου. Κατά την παράδοση της Χίου, ήτις πλάστηκε από την σύμπτωση της ανατολής εις τον ορίζοντα του αστερισμού Ορίωνος περί το μεσονύκτιο με την εποχή του τρυγητού, ο Ωρίωνας είχε μεταβεί στο νησί προς συνάντηση του Οινοποίωνα, υιού του Διονύσου και της Αριάδνης, κατά δεν την οίκου αυτού φιλοξενία του μεθυσμένος εκ του νέου οίνου επιχείρησε να ατιμάσει την σύζυγο του φιλοξενούντα.
...τα ίχνη της σε αυτόν ανθρωποθυσίες στην Ποτνία, όπου λατρεύονταν ως Αιγοβόλος, διότι ο ίδιος ο θεός αντικατέστησε με αίγα το ωραίο παιδί, το οποίο θυσιάζονταν στον βωμό του κατά χρησμό του μαντείου των Δελφών. Εκ των πολλαπλών δε εορτών του άξιες μνείας είναι ιδίως τα υπό των Θυιάδων τελούμενα όργια του Διονύσου ανά διετία μεν εις την κορυφή του Παρνασσού και ανά τριετία (τριετηρικά) στα στενά του Κιθαιρώνα, τα εν Αλέα της Αρκαδίας «Συφέρεια», κατά την τέλεση των όποιων μαστιγώνονταν οι γυναίκες (λείψανο ανθρωποθυσίας)...
Αριστερά και μέσο: Όλοι πίνουν πολύ. Υπάρχουν μεθυσμένοι, πολλοί καβγάδες... πολλά δωμάτια που τα καταστρέφουν... Γινόμαστε λιώμα κάθε βράδυ. Πηγαίνουμε στην παραλία που είναι εκεί...[Από το Φαληράκι στα Μαλιά οι Βρετανοί] (Πηγή: Εσπερινό δελτίο ειδήσεων, τηλεοπτικός σταθμός Alter, 11/06/2005)
Μέσο Δεξιά: «Κάθε ελληνικό να αφορίζεται και να μισήται» (πρβλ. σελίδα Ελληνισμός - Χριστιανισμός) (Πηγή: Περιοδικό Δαυλός, τεύχος 274, εξώφυλλο)
Δεξιά: Διαμαρτύρονται για την συμπεριφορά των τουριστών. Η συμπεριφορά των ξένων τουριστών στα Μάλια της Κρήτης έχει ξεπεράσει πλέον κάθε όριο. Κάθε βράδυ διασκεδάζουν έξαλλα, μεθούν, καταστρέφουν ότι βρουν μπροστά τους και προκαλούν με χυδαίες χειρονομίες τους ντόπιους ακόμη και μπροστά στα μάτια των αστυνομικών. Η υπομονή των κατοίκων εξαντλήθηκε και χθες βγήκαν στον δρόμο, απέκλεισαν την εθνική οδό και ζήτησα από τους αρμόδιους να λάβουν επειγόντων μέτρα. (Πηγή: Εφημερίδα Το Βήμα, Πέμπτη 26 Ιουλίου 2007, σελ. Α13)
Είναι φανερές οι προσπάθειες του θεού Διονύσου ενάντια στον πολιτισμό (βανδαλισμοί), ενάντια στην υγεία (καβγάδες) αλλά σαφώς ενάντια στην λογική (γινόμαστε λιώμα). Τα άλογα πάθη του ανθρώπου, ουσιαστικά το βασίλειο της ανοησίας, στεφανώνει ακόμη μια φορά τους αμαθείς φανατικούς «ελληνιστές», κατά τους νεοπαγανιστές, υπηκόους του θεού Διονύσου, που βαπτίζοντας την κάθε ανοησία σε «ελληνικότητα» θαρρούν πως θα αποφύγουν την κριτική από Έλληνες συμπολίτες και συμπατριώτες τους.
Εγκυκλοπαίδειες
1. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄
2. Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη, εκδ. Αφών Τολίδη
Περιοδικά
1. Δαυλός, τεύχη Αυγούστου - Σεπτεμβρίου 2001, 264, 272-273
2. Ιχώρ, τεύχος 6
3. Τρίτο Μάτι, τεύχος 95
Βιβλία
1. Τα αρχεία της χαμένης γνώσης, Παναγιώτης Τουλάτος, εκδόσεις Άμμων, Αθήνα
2. Η αναβίωση της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας, Ρ. Αναστασάκης, Μ. Βερέττας, Μ. Δημόπουλος, Μ. Καλόπουλος. Μ. Κιουλαφά, Π. Μαρίνης, Χ. Μήνη, Στ. Μυτιληναίος, Γ. Σπυρόπουλος, Ο. Τουτουνζή, Γ. Τσαγκρινός, Εισαγωγή Εύα Αυλίδου, Εκδόσεις Αρχέτυπο, Έκδοση Α΄ Απρίλιος 2002, Θεσσαλονίκη.
3. Στέφανος Μυτιληναίος, Ο μονοθεϊσμός στην αρχαία Ελλάδα, τα αρχαία κείμενα αποκαλύπτου. Νεοπαγανισμός: Δούριος Ίππος στον ελληνισμό, Εκδόσεις Νέα Θέσις, Ιούλιος 2000
4. Βιολογία Γ΄ Λυκείου, Β΄ Δέσμης, Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων, Αργύρης Ι. Λυκειάρχης Δρ. Βιολογίας, Κοτσιφάκης Ε. Λέκτορας Πειρ. Φυσιολογίας Παν. Αθηνών, Μαργάρης Ν., Καθηγητής Οικολογίας Παν. Θεσ/νίκης, Μάρκου Σ., Φυσιογνώστης Καθηγητής Μ.Ε., Παπαδόπουλος Ν., Επικ. Καθηγητής Περιγρ. Ανατομικής Παν. Αθηνών, Παπαφίλης Α., Λέκτορας Πειρ. Φυσιολογίας Παν. Αθηνών, Παταργιάς Θ., Αναπλ. Καθηγητής Βιολογίας Παν. Αθηνών, Σεκέρης Κ., Καθηγητής Βιοχημείας Παν. Αθηνών, Αθήνα.
5. Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Κλήμεντος Αλεξανδρέως Άπαντα τα Έργα 1, Προτρεπτικός Προς Έλληνας & Παιδαγωγός Λόγος Α΄, Πατερικές Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Επόπτης - Επιμελητής Εκδόσεως Ελευθέριος Γ. Μερετάκης, Πτυχιούχος Θεολογίας, Εκδοτικός Οίκος Ελευθερίου Μερετάκη «Το Βυζάντιον»
6. Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Κλήμεντος Αλεξανδρέως Άπαντα τα Έργα 2, Παιδαγωγός, Λόγοι Β΄ - Γ΄ 41,5-42,1 Πατερικές Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Επόπτης Παναγιώτης Κ. Χρήστου Καθηγητής Πανεπιστημίου - Επιμελητής Εκδόσεως Ελευθέριος Γ. Μερετάκης, Πτυχιούχος Θεολογίας, Εκδοτικός Οίκος Ελευθερίου Μερετάκη «Το Βυζάντιον»
7. Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία
Αρχαίοι Συγγραφείς
1. Ευριπίδης
2. Κικέρων
3. Ευριπίδης, Βάκχες
4. Ιουστίνος, Αμφιβαλλόμενα, Λόγος προς Έλληνας
5. Παυσανίας
Διαδίκτυο
1. http://www.mikrosapoplous.gr/
2. http://www.hellenicreligion.gr/doc/istorikesmnimes.htm
3. http://www.psarasbooks.gr/p_details.asp?cid=1&pid=395&scat=24
4. http://www.hri.org/E/1996/96-10-15.dir/keimena/greece/greece3.htm
5. http://www.hri.org/E/1999/99-05-11.dir/keimena/greece/greece2.htm
Εφημερίδες
1. Ελευθεροτυπία, ένθετο Ιστορικά Νο 249. 19 Αυγούστου 2004
2. Το Βήμα, Πέμπτη 26 Ιουλίου 2007
Τηλεοπτικοί Σταθμοί
1. Alter, εκπομπή Οι Πύλες του Ανεξήγητου, Σάββατο 19/11/2005