Περί της βασιλείας «ελέω θεού» πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει διαφορά σε αυτές τις συνήθειες με τα αρχαία χρόνια σύμφωνα με το «φαινόμενο» του «Ιερού Γάμου» της αρχαίας Ελλάδας. Κατά τον ιερό γάμο ένας θεός π.χ. Δίας ή ο Διόνυσος με την μορφή ταύρου νυμφεύονταν μια γυναίκα, όπως λ.χ. στην περίπτωση κατά την εορτή των Χοών στην Αθήνα ο θεός Διόνυσος νυμφεύονταν την γυναίκα του άρχοντος βασιλέως. Βεβαίως την θέση του Διονύσου στην Ιερή τελετή ελάμβανε ο βασιλεύς . Αυτό γίνονταν σε πολλές εθνότητες στον χώρο της αρχαίας μεσογείου για να ανέλθει ο βασιλεύς σε τάξη θεού, και δηλαδή να ταυτιστεί σχεδόν με εκείνο τον θεό που νυμφεύονταν. Σε αυτή την περίπτωση δεν υπήρχε ένας βασιλιάς ως «ελέω θεού» αλλά σχεδόν ταυτίζονταν - ενώνονταν με την θεότητα. Σαφώς όπως και στις περιπτώσεις της αρχαιότητας έτσι και στις περιπτώσεις του Χριστιανικού κόσμου υπάρχει «ανάμειξη» του κράτους με το θείο για την απολαβή μεγαλύτερης εξουσιαστικής δύναμης.
Λεπτομέρεια ρωμαϊκού ψηφιδωτού που απεικονίζει τον Μ. Αλέξανδρο να μάχεται στην μάχη της Ισσού (334 π.Χ.). Ο Μακεδόνας στρατηλάτης εισήγαγε στον ελληνικό χώρο την ανατολίτικη συνήθεια της απόδοσης θεϊκών τιμών στον ηγεμόνα. (Πηγή: Φώτο, Περιοδικό Πολεμικές Μονογραφίες, Αρχαίων Τέχνη Πολεμική (6000 -146 π.Χ.), τεύχος 32, σελίδα 54, Κείμενο, Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 44, σελίδα 71)
Την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου επικράτησε μια νέα δομή διακυβέρνησης που είχε έντονες επιδράσεις από τον απολυταρχισμό της Ανατολής, με αποτέλεσμα η αυτοκρατορική εξουσία στην Κωνσταντινούπολη να διαμορφωθεί στα πρότυπα του ανατολικού δεσποτισμού. Τα στοιχεία της νέας δομής ήταν εμφανή από καιρό στον τρόπο διακυβέρνησης ορισμένων αυτοκρατόρων, όμως δεν είχαν καταστεί θεσμοί του κράτους και επίσημος τρόπος άσκησης της εξουσίας, καθώς είχαν συναντήσει την καθολική αντίδραση των υπηκόων τους. Παραδείγματα τέτοιων αυτοκρατόρων αποτέλεσαν ο Καλιγούλας (37-41), ο οποίος είχε εκδηλώσει απολυταρχική συμπεριφορά, επηρεαζόμενος στα νεανικά του χρόνια από τους ηγεμόνες των ανατολικών βασιλείων που ζούσαν στην Ρώμη, καθώς και ο Νέρων (54-68), ο οποίος επιθυμούσε να προβάλλεται ως «κύριος και θεός», παραβιάζοντας το πολίτευμα και το πλαίσιο εξουσίας που είχε θέσει ο Οκταβιανός Αύγουστος. Την ίδια τακτική ακολούθησε και ο Δομιτιανός (81-96), ο οποίος τόνιζε σε κάθε ευκαιρία τον απόλυτο χαρακτήρα της εξουσίας του και την ιερότητα του προσώπου του, απαιτώντας από όλους τυφλή υποταγή. Με βάση το πολίτευμα του Αυγούστου, ο αυτοκρατορικός θρόνος εξακολουθούσε να θεωρείται ως ανώτατη αρχή του κράτους, η οποία, μέσω της υιοθεσίας, μεταβιβαζόταν από τον έναν «άριστο» στον επόμενο. Το καθεστώς αυτό έπαψε ουσιαστικά να υφίσταται την εποχή του Διοκλητιανού, η οποία σηματοδότησε το τέλος της ρωμαϊκής ηγεμονίας (principatus) και την μετάβαση στο καθεστώς της λεγόμενης Δεσποτείας (dominatus). Ο αυτοκράτορας έπαψε να είναι απλώς ένας από τους Ρωμαίους πολίτες, ο Πρώτος Πολίτης ή Princeps, και έγινε οριστικά «κύριος και Θεός», στοιχείο το οποίο διακρινόταν ιδιαίτερα στους εξωτερικούς τύπους που περίβαλλαν τον αυτοκράτορα. Οι τιμές που αποδίδονταν, π.χ., στους Σασσανίδες βασιλείς της Περσίας υιοθετήθηκαν σχεδόν πανομοιότυπα και από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Όλοι όσοι λάμβαναν την άδεια να εισέλθουν στο χώρο της ιερής παρουσίας τους, όφειλαν να τους προσκυνούν και να ασπάζονται την άκρη του βασιλικού τους ενδύματος. Παρόλα αυτά, ο Διοκλητιανός δεν επέβαλλε την κληρονομική διαδοχή του θρόνου, ούτε εξάλειψε την αντίληψη ότι ο αυτοκράτορας ήταν ο ανώτατος άρχοντας του ρωμαϊκού λαού. Λίγο αργότερα, όμως, ο Κωνσταντίνος εγκατάλειψε οριστικά αυτή την τακτική, καθώς θεμελίωσε μία νέα αντίληψη για τον αυτοκράτορα, ταυτίζοντας τον με τον εκπρόσωπο του Θεού στη γη. Η διαδοχή του θρόνου έγινε πλέον κληρονομική για την οικογένεια του Κωνσταντίνου, με αποτέλεσμα η διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας να ταυτιστεί με τον δεσποτισμό της Ανατολής. Στηρίγματα της δυναστείας και της αυτοκρατορικής εξουσίας αποτέλεσαν αφενός η αφοσίωση του στρατού και αφετέρου η θρησκεία, αφού ο Κωνσταντίνος συνειδητοποίησε πως μόνο πάνω στην θρησκεία μπορούσε να θεμελιωθεί η δεσποτική εξουσία. Το παλαιό ρωμαϊκό πολίτευμα με την Σύγκλητο και το λαό της Ρώμης έπαψε ουσιαστικά να υφίσταται την εποχή του Κωνσταντίνου, παραχωρώντας την θέση του σε ένα πολιτειακό σύστημα που επικράτησε τόσο στην Ανατολή όσο και στην Δύση επί πολλούς αιώνες, την «ελέω Θεού» μοναρχία. Την ίδια εποχή επήλθε και το τέλος ενός άλλου θεμελιώδους ιδανικού του ελληνορωμαϊκού κόσμου, δηλαδή της ιδιότητας του πολίτη και της ελευθερίας. Στο μοναρχικό καθεστώς που εγκαθίδρυσε ο Κωνσταντίνος δεν υπήρχε χώρος για τους ελεύθερους πολίτες που κάποτε κατοικούσαν στις πόλεις - κράτη της Ελλάδας και της Ιταλίας, καθώς την θέση τους κατέλαβαν πλέον οι υποτελείς υπήκοοι, οι οποίοι είχαν ελάχιστα δικαιώματα, όπως και οι υπήκοοι των βασιλέων της Περσίας. (Πηγή: «Βυζάντινο-Περσικοί Πολέμοι, Η σύγκρουση δύο αυτοκρατοριών», Γεώργιος Καρδάρας, Ιστορικός, Εκδόσεις Περισκόπιο, σσ. 19-20)
Βλέπε Απολογητικά Σχόλια |
1. |
ΣΤΩΪΚΙΣΜΟΣ & ΒΑΣΙΛΕΙΑ «ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ» |
2. |
Ο ΘΕΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ |
3. |
ΑΠΟ ΤΟΝ «ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ-ΘΕΟ» ΣΤΟΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ «ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ» |
4. |
ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ |
5. |
ΠΗΓΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ |
Στο περιοδικό Ιστορικά θέματα, στο άρθρο του Χρήστου Μπαλόγλου, Διδάκτωρα Οικονομικών Επιστήμών του Πανεπιστημίου της Φρανγκφούρτης «Το ιδεολογικό υπόβαθρο των μεταρρυθμίσεων του Κλεομένη Γ΄» παρουσιάζονται οι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες αλήθειες (οι εμφάσεις του Απολογητή) γύρω από τον στωικισμό και την βασιλεία:
....Η μοναρχική ιδέα ανταποκρινόταν θαυμάσια προς τη στωική κοσμοθεωρία: ο βασιλέας μπορούσε να κυβερνά επάνω στη Γη, όπως ο Ζευς στον Ουρανό, αφού ο επίγειος άρχοντας ήταν ομοίωμα του επουρανίου. Τούτο, μάλιστα, ήταν μία σκέψη την οποία είχε εκφράσει ο Ισοκράτης ήδη στον «Νικοκλή» (Ισοκράτη, Νικοκλής, 26). Ο βασιλέας είναι για τους υπηκόους του «Νόμος Εμψυχος» (20). Με τη μοναρχία εκφραζόταν η λογική αρχή στη λειτουργία του κόσμου. Για τον Στωικό φιλόσοφο έπρεπε να αποτελεί ύψιστο καθήκον κάθε βοήθεια για την επικράτηση της αρχής αυτής. (ό.π. σελ. 113)
....Υπάρχει η μαρτυρία ότι ο Ζήνων χρησιμοποίησε το πολίτευμα του Λυκούργου ως υπόδειγμα για την ιδανική «Πολιτεία» του: «ταύτην (5α Λυκούργου Πολιτείαν) (...) έλαβε της Πολιτείας υπόθεσιν καί (...) Ζήνων» (Πλουτάρχου, Λυκούργος, 31=SVF Ι 261). ...Ωστόσο, ο Ζήνων δεν αναφέρεται καθόλου στον στρατιωτικό βίο, τον οποίο οπωσδήποτε φαίνεται ότι απέρριπτε. Η πολιτεία του δεν είναι μία πολιτεία ανδρών αλλά μία πολιτεία σοφών και ο ερωτάς του είναι εξευγενισμός, όπως στον Πλάτωνα... (ό.π. σελ. 114)
Η οποιαδήποτε σχέση, συμμετοχή ή επίδραση του Στωικού Σφαίρου επί του Κλεομένη, θα πρέπει κατά την άποψη μας να διερευνηθεί σε συνδυασμό με τη θεωρητική διδασκαλία του Σφαίρου και τα μέτρα του Κλεομένη. Η πραγματοποίηση της μεταρρύθμισης του Κλεομένη στηριζόταν στο τρίπτυχο ίσος κλήρος, ίση παιδεία και ίση πειθαρχία. Το ιδανικό αυτό που στηριζόταν στη λυκούργεια νομοθεσία (Πλουτάρχου, Λυκούργος, 31: «Ενός ανδρός βίω και πόλεως όλης (...) ευδαιμονίαν απ' αρετής εγγίγνεσθαι και ομονοίας της προς αυτήν»), η οποία προέβαλλε την ομόνοια ανάμεσα στους πολίτες, προσεγγίζει τη στωική διδασκαλία, η οποία προπαγάνδιζε μία πολιτεία των σοφών και χρηστών πολιτών, χωρίς τη διάκριση ελεύθερων και δούλων, στην οποία θα επικρατούσε πνεύμα ομονοίας (Αθηναίου, Δειπνοσοφισταί, XIII 561c=SVF I 263). (ό.π. σελ. 115)
Η οποιαδήποτε σύνδεση του Κλεομένη με τη διδασκαλία των Κυνικών εστιάζεται στο πρόσωπο του Ηρακλή. Οι βασιλείς της Σπάρτης είναι απόγονοι του Ηρακλή και ως τέτοιος αναγνωρίζεται ο Κλεομένης (Πλουτάρχου, Κλεομένης, 13, 2). Η κεφαλή του Ηρακλή τοποθετήθηκε στα νομίσματα που είχε κόψει ο Κλεομένης (30). Ο Ηρακλής θεωρείται από τους Κυνικούς ως ο μόνος ικανός που μπορεί να πραγματοποιήσει την «αρίστην πολιτείαν» (Τέλητος, Περί φυγής, Hense, σελ. 28,8-11, Λουκιανού, Νεκρικοί Διάλογοι, 16,1-5. Πρβλ. Α. Μπαγιόνα... (ό.π. σελ. 116)
Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά θέματα, τεύχος 1, άρθρο «Το ιδεολογικό υπόβαθρο των μεταρρυθμίσεων του Κλεομένη Γ΄», Χρήστος Μπαλόγλος, Διδάκτωρας Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Φρανγκφούρτης σσ. 113 - 116
Στην εικόνα ο δηλών στωικός Βλάσσης Ρασσιάς σ’ εορτή νεοΕθνικών υπέρ του στωικού Ρωμαίου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου.
1. |
|
2. |
Προέλευση του όρου «αυτοκράτορας-θεός» και πώς και για ποιους λόγους επιβλήθηκε σε Ανατολή και Δύση |
3. |
|
4. |
Επιμέρους κατηγορίες αυτοκρατόρων που ξεχώρισαν από τη κοινή γραμμή του «αυτοκράτορα-θεού» |
5. |
|
6. |
|
7. |
|
8. |
Διαμόρφωση της πολιτικής θεολογίας των Χριστιανών, ο Άγιος Κωνσταντίνος ως εκφραστής της |
9. |
|
10. |
Ευνοϊκή συμπεριφορά του Αγίου Κωνσταντίνου προς Χριστιανούς : α. Στάση του προς ειδωλολάτρες - ναούς τους β. Στάση του προς διώκτες γ. Στάση του προς μάρτυρες προς την περιουσία τους, και προς συγγενείς τους |
11. |
|
12. |
|
13. |
|
14. |
Αντιδιαστολή της στάσης «αυτοκράτορα-θεού» και Αυτοκράτορα «ελέω Θεού» α)προς χριστιανισμό (συνοπτικά) β) Προς κοπή νομισμάτων και απεικονίσεις γ) Προς στρατιωτικές αρετές-ικανότητες και επιτυχίες δ) Προς το αίσθημα δικαίου ε) Προς τις αρετές τις σχετιζόμενες με το αίσθημα δικαίου και το περιεχόμενο που έλαβε πλέον η προσκύνηση του “ελέω Θεού” αυτοκράτορα. |
15. |
|
16. |
|
17. |
|
18. |
|
19. |
|
20. |
|
21. |
Σημαντικός παράγοντας που καθόρισε την πορεία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία μεταγενέστερα, στα 1562, από τον Ιερώνυμο Γουλφ, πρόσωπο της αυλής του Καρλομάγνου, χαρακτηρίστηκε ως «Βυζάντιο»(1) υπήρξε ο θεσμός του αυτοκράτορα. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας θεωρήθηκε από τους συγχρόνους και τους μεταγενέστερούς του ως «ελέω Θεού» ηγεμόνας. Ο θεσμός όμως αυτός δεν είναι κάτι το πρωτόγνωρο. ΄Εχει τις ρίζες του στο παλιό ρωμαϊκό «imperium» .Κάποια στοιχεία του αντίστοιχου ρωμαϊκού θεσμού τα απέρριψε, κάποια τα υιοθέτησε και κάποια τα μετέβαλε. Ας μην ξεχνούμε ότι ο πληθυσμός του «Βυζαντίου» θεωρούσε τον εαυτό του ²Ρωμαίο²(2) . Είναι φυσικό λοιπόν κάποια χαρακτηριστικά που θεωρείτο ότι διέκριναν το Ρωμαίο αυτοκράτορα από τα χρόνια ήδη του Αυγούστου να εξακολουθούν να θεωρούνται ως στοιχεία της εξουσίας του «βυζαντινού» αυτοκράτορα.
Η έννοια του αυτοκράτορα-θεού δημιουργήθηκε αρχικά από τους ίδιους τους Ρωμαίους ηγεμόνες για καθαρά πολιτικούς λόγους: για την εξασφάλιση και την κατοχύρωση της θέσης του πρώτου των Ρωμαίων.
Έμμεσα διεκδίκησαν τα σχετικά αξιώματα και έλαβαν τις ανάλογες τιμές από το λαό. Εκμεταλλεύθηκαν με εξαιρετική ευφυΐα τη σχετική παράδοση της Ρώμης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε ο Οκταβιανός Αύγουστος. Ο «genius» ήταν, στις συνειδήσεις των Ρωμαίων, το θεϊκό στοιχείο όλων, κυρίως όμως του «pater familiae». Κατόρθωσε ο Αύγουστος να αναδειχθεί σε «pater patriae» συνενώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο όλους τους «genius» στο πρόσωπό του. Στη συνέχεια οι «Iares», οι θεοί των συνοικιών, συνδέονται με τον Αύγουστο. Ο συσχετισμός του «genius» και των «Iares» αποτέλεσαν και την έμμεση λατρεία του, στην Ιταλία τουλάχιστον.
Υπήρξε όμως μια διάσταση ανάμεσα στο χώρο της Ανατολής και της Δύσης. Στην Ανατολή ο πληθυσμός λόγω του πολιτιστικού του υπόβαθρου θεωρούσε ως φυσιολογική τη θεοποίηση ενός ζώντος προσώπου. Ήδη από την εποχή της Ρεπουμπλικανικής Ρώμης (περίπτωση Τίτου Φλαμινίνου 96 π.Χ.) προέβησαν σε θεοποίηση Ρωμαίων αξιωματικών. Στη Δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, με κέντρο την Ιταλία, δεν υπήρχε η αντίστοιχη παράδοση της λατρείας ζώντων προσώπων ή ηρώων. Μέσω όμως της απόδοσης τιμών σε αυτοκράτορες ως συννάους (δηλαδή στον ίδιο χώρο με κάποια άλλη θεότητα), της κοπής νομισμάτων με τη μορφή του αυτοκράτορα, κάτι που ως τότε γινόταν μόνο για τις μορφές των θεών, της απόδοσης ονόματος του αυτοκράτορα σε φυλές της Ρώμης ή σε κάποιο μήνα του έτους, της κατασκευής αγαλμάτων με ακτινωτό στέφανο και μέσω της ανάληψης των καθηκόντων λατρείας από αντιπροσώπους των παλαιών ρωμαϊκών γενών για την απόδοση τιμών, θα καταλήξουμε στη λατρεία των ζώντων αυτοκρατόρων. Κάποιες μεταθανάτιες τιμές όπως η καύση του σώματός του επιβεβαίωναν τη λατρεία του αυτοκράτορα ως θεού.
Με το θάνατο όμως των αυτοκρατόρων εμφανίστηκε το ενδεχόμενο πιθανής αμφισβήτησης της θεότητάς τους : πώς κάποιος που είναι θεός εξασθενώντας ή και με βίαιο τρόπο πεθαίνει και το σώμα του γίνεται «σκωληκόβρωτο»; Το πρόβλημα αυτό ξεπεράστηκε μέσω της «consecratio», της διαδικασίας δηλαδή αποθέωσης του αυτοκράτορα. Κατά την «consecratio» συνδυάζονταν κάποια πυθαγόρεια στοιχεία. Έτσι είχαμε τη διάκριση σώματος και ψυχής : το σώμα υφίσταται φυσική καταδίκη αφού υπόκειται στους νόμους της φθοράς, η ψυχή αντίθετα, που θαυμάζεται ως θεού, αναχωρεί με μορφή κάποιου σώματος - λόγου χάρη πουλιών που απελευθερώνονται κατά την καύση - προς την αθανασία. Εξάλλου η παράδοση των Ρωμαίων για το «numen» τους βοήθησε στη διατήρηση της πίστης για τη θεότητα των αυτοκρατόρων. Το «numen» είναι η θεότητα που υπάρχει μέσα στο «corpus». Το «corpus» παραμένει στον ορατό κόσμο και φθείρεται , αλλά το «numen» επιστρέφει στον αρχικό τόπο προέλευσής του.
Σε περιπτώσεις όμως αυτοκρατόρων που ξεκινούσαν μεν νέα δυναστεία, προέρχονταν δε από ταπεινή γενιά ή ήταν ηλικιωμένοι, έπρεπε να βρεθούν στοιχεία που θα προκαλούσαν δέος για το πρόσωπό τους. Το ζήτημα αυτό λυόταν με τη συνεργεία των διαφόρων ιερατείων. Μέσω διοσημιών και διαφόρων προμαντεμάτων στερεωνόταν η εξουσία των ηγετών αυτών.
Τους αυτοκράτορες οι οποίοι αναδείχθηκαν σε βίαιους, σκληρούς και απάνθρωπους ηγεμόνες, όπως ο Γάϊος Γερμανικός Καλιγούλας ή ο Νέρωνας, που μπορεί μεν να είχαν λατρευτεί εν ζωή, δεν τους ακολούθησαν όμως διαδικασίες αποθέωσης και επίσημη λατρεία μετά θάνατον. Το ίδιο ίσχυσε και για την περίπτωση του Τιβερίου - ίσως λόγω της τελευταίας σκοτεινής φάσης της εξουσίας του και της αρνητικής στάσης του διαδόχου του.
Υπήρξαν και παραδείγματα αυτοκρατόρων όπως ο Τιβέριος ή ο Βεσπασιανός που είχαν, για κάποια περίοδο της ζωής τους τουλάχιστον, συναίσθηση της ανθρώπινης φύσης τους. Είχαν λάβει εξάλλου την εξουσία είτε σε προχωρημένη ηλικία είτε είχαν ζήσει σε δυσμένεια για μεγάλο χρονικό διάστημα της ζωής τους. Αυτοί οι ηγεμόνες άλλοτε εξέδιδαν διατάγματα ενάντια στην απόδοση θεϊκών τιμών στο πρόσωπό τους, άλλοτε αμφισβητούσαν έμμεσα ή άμεσα τη θειότητά τους. Η διατήρηση όμως της δυναστείας τους στο θρόνο, η συνοχή και οι ανάγκες της αυτοκρατορίας επέβαλαν τη διαιώνιση και τη διαλλακτική τους στάση ως προς αυτήν την παράδοση.
Η σειρά των αυτοκρατόρων που με επικεφαλή τον Αύγουστο ακολούθησε, εξασφάλισε ειρήνη και ασφάλεια στον πολύπαθο πληθυσμό της αυτοκρατορίας που είχε ζήσει μία μακρά περίοδο ταραχών και συγκρούσεων κατά τη διάρκεια των εμφυλίων διενέξεων. Ανάλογα με τους στόχους και τις αξίες τους, όπως η εξασφάλιση της επιβίωσης και της υλικής ευδαιμονίας, βάσει των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, όπως πίστη σε ημίθεους, σε ήρωες και των πολιτιστικών παραδόσεων της ελληνιστικής περιόδου, οι κάτοικοι των επαρχιών αποδέχθηκαν, ενθάρρυναν και υπερασπίστηκαν τη θεοποίηση των αυτοκρατόρων. Στη Δύση και ιδιαίτερα στην Ιταλία, που οι θρησκευτικές παραδόσεις διέφεραν, είδαμε πώς οι αυτοκράτορες εκμεταλλεύθηκαν και μετέστρεψαν τις ρωμαϊκές παραδόσεις για να καταλήξουν στη θεοποίησή τους.
Στη συνείδηση του πληθυσμού η επίδραση του αυτοκράτορα-θεού στη ζωή τους έπρεπε να είναι ευεργετική. Ήταν απαραίτητο να εξασφαλίζει, όπως ήδη αναφέραμε ότι έκανε ο Αύγουστος, την ομόνοια και την ευημερία. Αυτό μας το βεβαιώνουν επιγραφές όπου είτε έχουμε αφιερώματα στη θεοποιημένη, στο όνομα του αυτοκράτορα, κατάσταση, είτε το αντίστοιχο επίθετο προσδίδεται στον ηγεμόνα.
Λόγου χάρη έχουμε την «Concordia Augusta»(3). Άλλο παράδειγμα αποτελεί η κηδεμονία του αυτοκράτορα κάτω από την οποία εξελίσσεται η ζωή στο ρωμαϊκό κόσμο - η «tutela» - η οποία λατρεύτηκε ως επιμέρους θεότητα, ως «Tutela Augusta»(4). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προσμονής του λαού μας δίνει ο Σουητώνιος. Όταν οι επιβάτες και το πλήρωμα ενός πλοίου από την Αλεξάνδρεια συνάντησαν τον Αύγουστο και τον αναγνώρισαν, του απέδωσαν πολλούς επαίνους. Του είπαν ότι σε εκείνον οφειλόταν η ζωή τους, «per illum se vivere», σ’ εκείνον η δυνατότητά τους να διασχίζουν τις θάλασσες, «per illum navigare», σ’ εκείνον χρωστούσαν την απόλαυση της ελευθερίας και της περιουσίας τους «libertate atque fortunes per illum frui»(5). Ο αυτοκράτορας-θεός εξασφαλίζει την ευτυχία για τους υπηκόους του. Ο Οράτιος καλεί τον Αύγουστο να παράσχει μια μακρά περίοδο γιορτής στην Εσπερία(6). Αλλού υποστηρίζει ότι παρών θεός θα θεωρείται ο Αύγουστος αν στο κράτος το ρωμαϊκό προστεθούν οι Βρετανοί και οι μισητοί Πέρσες.(7). Ο αυτοκράτορας λοιπόν εξασφαλίζει την επέκταση και τη διατήρηση της ρωμαϊκής επικράτειας και πρέπει να διακρίνεται για την ανδρεία και τη γενναιότητά του. Αυτό τουλάχιστον μας διαβεβαιώνει η επιγραφή ²...Virtutu...caes. M.Aure [l]ii² όπου έχουμε πάλι ή τη θεοποίηση της ανδρείας ή την πρόσδωση του ομόρριζου επιθέτου στο Μάρκο Αυρήλιο.(8) Ο Αύγουστος ήδη από τα αρχικά στάδια της ανόδου του στο πολιτικό προσκήνιο της Ρώμης είχε τονίσει τη συγγένειά του με τον Ιούλιο Καίσαρα και ήταν κοινώς αποδεκτό ότι επιδίωξε την εκδίκηση-δηλαδή την απονομή δικαιοσύνης για το πρόσωπο του Καίσαρα. Ο ίδιος ο Οράτιος συνδέοντάς τον με τη θεότητα του Ερμή τον αποδέχεται ως εκδικητή.(9) Πάλι σε επιγραφή μνημονεύεται η “Iustitia Augusta”(10) ως επιβεβαίωση της αίτησης του πληθυσμού για την ύπαρξη της δικαιοσύνης ως αρετής του «αυτοκράτορα-θεού». ΄Έχουμε αναφερθεί για τα χαρίσματα και τις υποχρεώσεις του αυτοκράτορα-θεού λαμβάνοντας υπ’ όψιν μας κυρίως τον Αύγουστο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο Αύγουστος ήταν η αρχή της αποθέωσης και εν ζωή και μετά θάνατον των αυτοκρατόρων. Αυτόν έλαβαν ως πρότυπο οι διάδοχοί του. Με τη δική του εικόνα προσπάθησαν να εναρμονιστούν. Συμπληρωματικά όμως στις αρετές του «αυτοκράτορα θεού» μπορούμε να αναφέρουμε τη φιλανθρωπία του, την ευεργετικότητά του και τη θεραπευτική του ικανότητα ασχέτως αν η τελευταία αποτελεί δικό του γνώρισμα ή προέρχεται από τις συμβουλές των γιατρών που τον πλαισιώνουν. Από διάφορες πηγές της εποχής πληροφορούμαστε ότι όταν ο Βεσπασιανός επισκέφθηκε την Αλεξάνδρεια, τα νερά του Νείλου φούσκωσαν, σημάδι εύνοιας , αφού αυτό προμήνυε τη γονιμότητα των εδαφών για τη χρονιά που θα ακολουθούσε(11). Κατά τη διάρκεια αυτής της επίσκεψης ο Βεσπασιανός θεράπευσε έναν τυφλό και έναν χωλό(12) ενισχυμένος βέβαια από τις συμβουλές των γιατρών που τον ακολουθούσαν(13) .Την ευεργετική διάθεση του αυτοκράτορα-θεού προς τους υπηκόους του είναι δυνατόν να την επαληθεύσουμε για άλλη μία φορά στα λόγια που ο Βεσπασιανός απηύθυνε στους Αιγυπτίους μετά τη συνάντησή του με τον Φιλόστρατο: Τους ζήτησε όπως προστρέχουν στο Νείλο-που ήταν θεότητα-για βοήθεια, έτσι να προστρέχουν και σε αυτόν. «αρύσασθαι» ειπείν, «ως Νείλου και εμού»(14). Όπως διαμορφώθηκε η ρωμαϊκή παράδοση, ο Ρωμαίος ηγεμόνας ήταν θεότητα λατρευόμενη. Ωστόσο όμως δεν έπαυσε να αποτελεί και μέσο πραγματοποίησης του θελήματος των θεών δηλαδή εκλεκτό των θεών.(15)
Με το πέρασμα των χρόνων η λατρεία του εν ζωή «αυτοκράτορα-θεού» γίνεται ευρέως αποδεκτή από όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας. Στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού η λατρεία των προσώπων αυτών δεν είναι κάτι τυπικό και επιφανειακό. Αντιθέτως είναι κάτι βαθύ και βιωματικό που κατευθύνεται έντεχνα από τους αυτοκράτορες και το περιβάλλον τους. Γι΄ αυτό το λόγο η εχθρική στάση, οι διώξεις και οι θανατικές ποινές που κατά καιρούς επιβάλλονταν σε μεμονωμένα πρόσωπα ή σε πολυάριθμα σύνολα με άλλες αντιλήψεις για το θείο, με διαφορετική κοσμοθεωρία, στόχους, τοποθέτηση, αξίες, όπως ήταν οι χριστιανοί, ήταν κάτι σύμφωνο με τη Ρωμαϊκή παράδοση η οποία είχε ήδη διαμορφωθεί. Παράλληλα εξακολουθούσε ο σεβασμός και η τήρησή της να επιβάλλεται από το αυτοκρατορικό περιβάλλον για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ηγεμόνα. Η λατρεία λοιπόν του «αυτοκράτορα-θεού» μπορεί να οφείλεται σε πολιτικούς λόγους αλλά έλαβε τέτοιες διαστάσεις ώστε η άρνησή της να οδηγήσει σε μαρτυρικό θάνατο εκατομμύρια ανθρώπους.
Από την άλλη πλευρά βέβαια η απουσία της μεταθανάτιας προοπτικής, η αδυναμία των αυτοκρατόρων να διασφαλίσουν την ευημερία των υπηκόων τους κατά την εποχή των μεγάλων κρίσεων, η επιφανειακότητα και το ευμετάβλητο των υλικών αξιών ίσως μπορούν εν μέρει να εξηγήσουν την αθρόα προσέλευση πληθυσμού προερχόμενου από όλες τις τάξεις στο Χριστιανισμό.
Με την εμφάνιση στο προσκήνιο του Αγίου Κωνσταντίνου, η αυτοκρατορία θα εισέλθει σε ένα νέο στάδιο. Με αφετηρία τις μεταρρυθμίσεις αυτού του ηγεμόνα, θα αποτελέσει αμάγαλμα της ρωμαϊκής πολιτικής παράδοσης, του ελληνικού πολιτισμού και της Χριστιανικής πίστης.(16). Κάποια στοιχεία της διαμορφωμένης πια και συγκεκριμένης ρωμαϊκής παράδοσης θα απορριφθούν. Σε άλλα θα μεταβληθεί ο πυρήνας τους αλλά το εξωτερικό τους θα παραμείνει ίδιο και θα προσληφθούν από τη Χριστιανική Αυτοκρατορία. Άλλα αντιθέτως θα παραμείνουν ίδια.
Ο Άγιος Κωνσταντίνος θα αποτελέσει το κύριο πρόσωπο, στο οποίο θα αναζητήσουμε τα γνωρίσματα του «ελέω Θεού» βυζαντινού αυτοκράτορα. Θα αναφερθούμε βέβαια και σε καιρούς μεταγενέστερους από αυτόν, αλλά το συγκεκριμένο πρόσωπο συγκεντρώνει πολλά από τα στοιχεία που μας ενδιαφέρουν. Εξάλλου με αφορμή αυτόν και κάποιους διαδόχους του συγγραφείς και ρήτορες όπως ο Ευσέβιος ή ο Θεμίστιος αποδίδουν το ιδεώδες του βυζαντινού «ελέω Θεού» ηγεμόνα.
Ήδη όμως, πολύ πριν φθάσουμε στα χρόνια της τετραρχίας, των συγκρούσεων και της ανάδειξης του Αγίου Κωνσταντίνου σε μονοκράτορα, από τα πρώτα χρόνια της συγγραφής των Αποστολικών Επιστολών, οι χριστιανοί είχαν ήδη διαμορφώσει τη δική τους πολιτική θεολογία. Αυτή αποδίδεται χαρακτηριστικά από τον Απόστολο Παύλο στην προς Ρωμαίους επιστολή : «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασέσθω. Ου γάρ εστιν εξουσία ει μη υπό του Θεου . αι δέ ουσαι εξουσίαι υπό του Θεου τεταγμέναι εισίν . ωστε ο αντιτασσόμενος τη εξουσία τη του Θεου διαταγη ανθέστηκεν . οι δε ανθεστηκότες εαυτοις κρίμα λήψονται....Θεου γάρ διάκονος εστίν, εκδικος εις οργήν τω τό κακόν πράσσοντι . διό ανάγκη υποτάσσεσθαι ου μόνον διά τήν οργήν αλλά καί διά τήν συνείδησιν. Λειτουργοί γάρ Θεου εισίν....»(17) Βλέπουμε πως ο Απόστολος κηρύττει ότι οι εξουσίες που κάποια πρόσωπα έχουν, τους έχουν παραχωρηθεί από το Θεό και γι’ αυτό οι πάντες πρέπει να υποτάσσονται σε αυτές. Και ακόμη πως οι φορείς της εξουσίας είναι λειτουργοί, υπηρέτες του Θεού. Όπως θα δούμε και παρακάτω «ο Μ. Κωνσταντίνος υπήρξε ο πρώτος ρωμαίος αυτοκράτορας, ο οποίος άσκησε τη Θεοδώρητη αυτοκρατορική εξουσία σύμφωνα με το θέλημα του δωρητή της»(18). Είναι περιττό βέβαια να διασαφηνίσουμε ότι λέγοντας «Θεοδώρητη» αναφερόμαστε στο Θεό των Χριστιανών.
Την στροφή του προς το Χριστιανισμό την αιτιολόγησε ο Άγιος Κωνσταντίνος ισχυριζόμενος ότι κατά την παραμονή της μάχης του 312 στη Μουλβία γέφυρα κοντά στη Ρώμη εναντίον του Μαξεντίου, είδε ένα όραμα. Ο Ευσέβιος το παρουσιάζει με γλαφυρότητα : «....τω βασιλει θεοσημία τίς επιφαίνεται παραδοξοτάτη....Αμφί μεσημβρινάς ηλίου ωρας ηδη της ημέρας αποκλινούσης, αυτοις οφθαλμοις ιδειν εφη εν αυτω ουρανω υπερκείμενον του ηλίου σταυρου τρόπαιον εκ φωτός συνιστάμενον, γραφήν τέ αυτω συνηφθον λέγουσαν : Τούτω νίκα. Θάμβος δ΄επί τω θεάματι κρατησαι αυτόν τε καί τό στρατιωτικόν απαν, ο δή στελλομένω ποι πορείαν συνείπετό τε και θεωρόν εγίνετο του θαύματος. Και δή διαπορειν πρός εαυτόν ελεγε, τί ποτε ειη τό φάσμα. Ενθυμουμένω δ΄αυτω καί επί πολύ λογιζομένω νύξ επήει καταλαβουσα. Ενθα δή υπνουντι αυτω τόν Χριστόν του Θεού σύν τω φανέντι κατ΄ουρανόν σημείω οφθηναί τε καί παρακελεύσασθαι, μίμημα ποιησάμενον του κατ΄ουρανόν οφθέντος σημείου τούτω πρός τάς των πολεμίων συμβολάς αλεξήματι χρησθαι....»(19). Το σύμβολο του Σταυρού λοιπόν και το όραμα του Χριστού τον έστρεψαν από την πολυθεΐα του αρχαίου κόσμου, τη μονοθεΐα του Ήλιου, την οποία και ο πατέρας του είχε ασπαστεί(20) και την επιλογή της αυτοθέωσης, στην οποία όλοι οι προηγούμενοι αυτοκράτορες είχαν στραφεί, στη μονοθεΐα του Χριστιανισμού.
Η επιλογή όμως του Χριστιανισμού δεν εκδηλώθηκε μόνο μέσω της ανάρτησης του γνωστού λαβάρου.(21) «Η εύνοια, πού είχε δείξει για τον Χριστιανισμό, συνεχίσθηκε. Το 325 συγκάλεσε την Α΄ Οικουμενική σύνοδο στην Νίκαια της Βιθυνίας με σκοπό να θέση τέρμα στις έριδες πού προκαλούσε σε όλη την Ανατολή η αίρεση του Αρειανισμού και να αποκαταστήσει την ενότητα των επισκόπων»(22) . ΄Όπως αντίστοιχα ο Ευσέβιος μας πληροφορεί «ωσπερ επιστρατεύων αυτω φάλαγγα Θεου σύνοδον οικουμενικήν συνεκρότει, σπεύδειν απανταχόθεν τούς επισκόπους γράμμασι τιμητικοις προκαλούμενος......Ωριστο δέ καί πόλις εμπρέπουσα τη συνόδω , νίκης επώνυμος, κατά τό Βιθυνων εθνος η Νίκαια»(23). Ερμηνεύοντας ο Φειδάς την ενέργεια αυτή εκφράζει την άποψη ότι «...στην ενότητα της Εκκλησίας, έβλεπε ο Μ. Κωνσταντίνος τό πιο ασφαλές και σταθερό θεμέλιο της ενότητας της αυτοκρατορίας»(24). Μιλώντας πάλι για το υπόλοιπο της ζωής του : «Εν τούτοις δεν καταδίκασε ανοικτά την ειδωλολατρία, παραμένοντας πάντοτε pontifex maximus της εθνικής θρησκείας(25)».
Χα.- Η πραγματικότητα , σύμφωνα με τις πληροφορίες του Ευσεβίου διαφοροποιείται κάπως. Ο Άγιος Κωνσταντίνος δεν τήρησε ιδιαίτερα φιλική και προστατευτική στάση προς τους ειδωλολάτρες και τα ιερά τους. Αντιθέτως διέταξε πολλούς ειδωλολατρικούς ναούς να κλείσουν «....ο μέν ειργων τά μυσηρά της κατά πόλεις και χώρας τό παλαιόν συντελουμένης ειδωλολατρίας, ως μήτε εγέρσεις ξοάνων ποιεισθαι τολμαν, μήτε μαντείοις και ταις αλλαις περιεργίαις επιχειρειν, μήτε μήν θύειν καθόλου μηδένα...»(26). Στέλνει επιστολή στους κατοίκους των επαρχιών μέσω της οποίας ασκεί κριτική στην ειδωλολατρία και συμβουλεύει τους πολίτες να στραφούν στη λατρεία του Χριστού.(27). Αλλού πάλι μας λέει ότι επιθυμεί να γίνουν όλοι Χριστιανοί. Αυτούς όμως που δεν το θέλουν τους αφήνει να παραμείνουν στην ειδωλολατρία.(28). Αλλού πάλι βλέπουμε ότι καταλύει παντού τα ιερά των ειδωλολατρών και τα ξόανα.(29). Ο Ευσέβιος μας δίνει και συγκεκριμένες περιοχές .όπως στην επαρχία της Φοινίκης, σε πόλη των ακτών της Κιλικίας, στην Ηλιούπολη της Φοινίκης...(30). Έχουμε ήδη αναφέρει τη στάση και την προτροπή του Βεσπασιανού προς τους Αιγυπτίους, να επικαλούνται αυτόν όπως και το Νείλο. Ο Άγιος Κωνσταντίνος ερχόμενος σε αντίθεση με το παλιό ειδωλολατρικό παρελθόν της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, εμποδίζει τις ειδωλολατρικές εκδηλώσεις προς τιμήν του Νείλου. Όπως ο Ευσέβιος μας πληροφορεί οι κάτοικοι αντέδρασαν, πιστεύοντας ότι ο «Θεός» Νείλος θα τους στερήσει τη γονιμότητά του. Φυσικά τα πράγματα ήλθαν αλλιώς.(31). Για να αποκτήσουμε μία πιο ολοκληρωμένη άποψη για τη στάση του Μεγάλου Κωνσταντίνου προς το Χριστιανισμό, καλό θα ήταν να μελετήσουμε τη συμπεριφορά του προς τους διώκτες των Χριστιανών, προς τους μάρτυρες και τους συγγενείς τους.
Χβ.- Ως προς αυτούς που είχαν καταδιώξει το χριστιανισμό και είχαν οδηγήσει στο μαρτύριο τόσους ανθρώπους ο άγιος δεν εφαρμόζει κάποια μέτρα εχθρικά. Δεν τους καταδιώκει, ούτε τους τιμωρεί με αυστηρές ποινές. Τους ελέγχει όμως και στη συνείδησή του τουλάχιστον, τους καταδικάζει. Υποστηρίζει ότι στρατιωτικά ηττώνται «πολλαί μέν επεσον στρατιαί, πολλαί δέ πρός φυγήν ετράπησαν, πασα δέ τούτων πολέμων παράταξις εις αισχίστην εληξεν ητταν»(32). Πιστεύει ότι από τους διωγμούς προκύπτουν οι πόλεμοι, αναφύονται οι καταστροφικές ερημώσεις, μειώνονται τα αναγκαία υλικά αγαθά και ότι οι υπεύθυνοι για τους διωγμούς αυτούς ή πέθαναν ατιμωτικά ή διάγουν ζωή χειρότερη από το θάνατο(33). Ίσως δεν τους επιβάλλει βαρύτατες ποινές γιατί πιστεύει ότι οι άνθρωποι αυτοί, αν ζουν, υφίστανται τις συνθήκες του βίου που αναφέραμε και όταν πεθάνουν, τους περιμένουν τιμωρίες βαρύτατες.(34)
Χγ.- Ο Άγιος Κωνσταντίνος έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα και για την τίμηση των μαρτύρων - η γη στην οποία αναπαύονταν τα σώματά τους αποδόθηκαν στις εκκλησίες - και για την αποκατάσταση όσων ανθρώπων είχαν διωχθεί για τη χριστιανική τους πίστη και ήταν ακόμη εν ζωή. Με νόμο απαλλάσσει τους χριστιανούς αυτούς από την εξορία τους, επιτρέποντάς τους να επανέλθουν στον τόπο τους και να λάβουν πάλι την περιουσία που τους είχε κατασχεθεί. Όσοι είχαν καταδικασθεί να κατοικήσουν παρά τη θέλησή τους σε έρημα νησιά αποκλεισμένοι απ’ τον υπόλοιπο κόσμο εξαιτίας της θάλασσας ή δύσβατων βουνών, μπορούν να επιστρέψουν. Όσοι είχαν καταδικαστεί να υπηρετούν στα μεταλλεία ή σε δημόσια καταναγκαστικά έργα μπορούν να λάβουν πάλι την προηγούμενή τους κοινωνική θέση και να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους. Όσοι στρατιωτικοί κατείχαν αξιώματα και υποβιβάστηκαν έχουν την εξής επιλογή ή να λάβουν τις παλιές τους θέσεις ή να αποστρατευθούν για να ζήσουν «αδιατάραχον βίον» . Και τέλος αυτοί που στερήθηκαν τα προνόμια της ευγένειας και έγιναν δούλοι του δημοσίου ταμείου ή υποβιβάστηκαν στο να εργάζονται σε άλλα άθλια επαγγέλματα μπορούν να ανακτήσουν τα παλιότερά τους αξιώματα. Η περιουσία εκείνων που μαρτύρησαν ή αναγκάστηκαν να μετοικήσουν, με νόμο δίδεται στους συγγενείς ή εάν δεν υπάρχουν συγγενείς, η δημευμένη περιουσία δίνεται στην κατά τόπους εκκλησία. Εάν την είχε καρπωθεί ιδιώτης είχε την υποχρέωση να την επιστρέψει πίσω, αλλά μπορούσε να κρατήσει όσα είχε κερδίσει από αυτήν.(35)
Βλέπουμε λοιπόν ότι βεβαίως μεν ο Άγιος Κωνσταντίνος δεν απέβαλε τον τίτλο του «pontifex maximus» αλλά η στάση του και τα μέτρα που λάμβανε έρχονταν σε αντιδιαστολή με το συγκεκριμένο αξίωμά του. Μια πιθανή ερμηνεία θα μπορούσε να προκύψει αν ανατρέχαμε στο μακρινό ρωμαϊκό παρελθόν. Ήδη έχουμε αναφέρει ότι ο Οκταβιανός δεν θέλησε να προκαλέσει την αντίθεση των κατοίκων της Ιταλίας και της Ρώμης, οι οποίοι δεν είχαν την παράδοση της λατρείας ζώντων προσώπων. Έμμεσα, όπως είδαμε, λαμβάνοντας τίτλους , αξιώματα , παρέχοντάς τους επιθυμητές συνθήκες διαβίωσης, τους οδήγησε στο επιθυμητό γι΄ αυτόν αποτέλεσμα. Έτσι λοιπόν και ο Μέγας Κωνσταντίνος, ίσως επειδή δε θέλησε να παραβιάσει την αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας που ο ίδιος είχε προασπίσει στα Μεδιόλανα, δεν καταδίωξε τους ειδωλολάτρες. Ακολουθώντας όμως τις αρχές του Χριστιανισμού και θεωρώντας τις ειδωλολατρικές τελετές ως «μιάσματα» και προσφορές σε δαίμονες(36), όπως μας έχει πει ο Ευσέβειος, διέταξε να κλείσουν τα ιερά. Ίσως επειδή δεν ήθελε να προκαλέσει και την κατάφωρη αντίδραση των ειδωλολατρών, δεν απαρνήθηκε τον τίτλο του «pontifex maximus» ως τα τέλη της ζωής του, που βαπτίσθηκε Χριστιανός.(37)
Ενώ όμως ο Άγιος Κωνσταντίνος δεν καταδίωξε τους ειδωλολάτρες και δεν θανάτωσε τους διώκτες των Χριστιανών, δεν συμπεριφέρθηκε με την ίδια ανοχή προς τους αιρετικούς. Θεωρεί ότι εξαιτίας τους οι υγιείς πέφτουν σε ασθένεια και οι ζωντανοί σε διηνεκή θάνατο, ότι είναι εχθροί της αλήθειας, πολέμιοι της ζωής και σύμβουλοι της απώλειας.(38) Ο ίδιος εξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν είναι επιεικής. Πιστεύει ότι η ανεκτικότητα και η μακροθυμία προς αυτούς συμβάλλει στην ευρύτερη διάδοση της κακοδοξίας τους.(39) Γι’ αυτό το λόγο τους απαγορεύει να συναθροίζονται, τους δημεύει τους ευκτήριους οίκους, απαγορεύει τις συγκεντρώσεις και σε δημόσιους χώρους και σε ιδιωτικούς.(40) Η στάση του αυτή ανεξάρτητα από τους προσωπικούς του θρησκευτικούς λόγους σίγουρα προέρχεται από την πεποίθησή του ότι η Εκκλησία ήταν πλέον παράγοντας συνοχής και συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας κοινής ταυτότητας για τον πληθυσμό της αυτοκρατορίας. Με την ίδια λογική, οτιδήποτε νόθευε την Εκκλησία απειλούσε και την ίδια την αυτοκρατορία.
Η μελέτη ως προς τη θέση που δίνει ο Άγιος Κωνσταντίνος στον εαυτό του απέναντι στο Θεό θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τη στάση του και την πολιτική που άσκησε στις άλλες πτυχές ζωής της αυτοκρατορίας.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος αποκαλούσε τον εαυτό του δούλο και θεράποντα του Θεού(41) και κατά τον Ευσέβιο, ο Θεός ως ανταπόδοση τον είχε καταστήσει : κύριο, δεσπότη, νικητή και αήττητο.(42). Ο Άγιος υποστήριζε ότι ο Θεός ζήτησε την υπηρεσία του εξαιτίας της δυσσέβειας που επικρατούσε. Θεωρεί ότι η δική του υπουργία και υπηρεσία οδηγεί το ανθρώπινο γένος στη θεραπεία, ενώ από την άλλη πλευρά, και με τη συνέργια του Θεού αυξάνεται και η ευλογημένη πίστη.(43) Βλέπουμε ότι βεβαίως ο αυτοκράτορας εξακολουθεί να είναι εκλεκτός του Θεού αλλά πια δεν είναι Θεός. Έχει επιλεχθεί από τον Θεό για να τον «διακονήσει» ως «υπουργός». Ο Μέγας Κωνσταντίνος θεωρεί ότι είναι στόχος του το να επικρατήσει στο λαό ευσέβεια για το Θεό και ότι είναι συν-θεράπων δηλαδή συνεργάτης των επισκόπων της Εκκλησίας αφού έχουν τον ίδιο σκοπό, τη διάδοση του Χριστιανισμού.(44) Όταν πάλι τιμούν τον Άγιο Κωνσταντίνο υπερβολικά, λέγοντάς του ότι σ’ αυτή τη ζωή αξιώθηκε να είναι αυτοκράτορας και στην άλλη να συμβασιλεύει με το Χριστό, εκείνος δυσαρεστείται. Τους διακόπτει. Τους ζητά να προσεύχονται για να γίνει άξιος να είναι δούλος του Θεού και σ’ αυτή την ζωή και στην άλλη(45). Παρατηρούμε ότι η κλίμακα του ισόθεου - σύνναου -εκλεκτού των θεών αυτοκράτορα του παλιού «imperium» έχει αλλοιωθεί. Ο αυτοκράτορας ζητά να είναι απλός δούλος Του και να Τον υπηρετεί. Συγκεκριμένα, απευθυνόμενος σε επισκόπους της Εκκλησίας εκφέρει την άποψη ότι «υμεις μέν των εισω της εκκλησίας, εγώ δέ των εκτός υπό Θεου κατεσταμένος επίσκοπον αν ειην»(46). Επιθυμεί λοιπόν ο ίδιος να αποτελέσει επίσκοπος των εξωτερικών υποθέσεων της Εκκλησίας. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα έχουμε ένα σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στους ιεράρχες και στον αυτοκράτορα, όσον αφορά την ευθύνη προς το ποίμνιο και τη διατήρηση και εξάπλωση της ορθής - δογματικά - πίστης. Αυτός ο διαχωρισμός θα δούμε πως κάπου θα διατηρηθεί, πως αλλού θα αλλοιωθεί με το πέρασμα των χρόνων και πως θα αποτελέσει μέτρο σύγκρισης για την ορθή ή όχι στάση του «ελέω Θεού» βυζαντινού αυτοκράτορα προς την Εκκλησία.
Την ολοκληρωμένη εικόνα της στάσης του προς τη νέα πίστη και τους οπαδούς της κληρικούς και λαϊκούς μας δίνουν οι συμβουλές προς τους πολίτες να αναγνωρίσουν το Χριστό ως Μεσσία(47), η λύπη του κατά τη φιλονικία ιεραρχών και η προτροπή του για ομόνοια.(48).
Αναφέραμε την επιθετική προς τους χριστιανούς στάση των «αυτοκρατόρων-θεών». Σ’ αυτήν αντιδιαστείλαμε τη στροφή του αγίου Κωνσταντίνου προς το Χριστιανισμό και τη σχέση του με την Εκκλησία , ως συστατικό στοιχείο του «ελέω Θεού» αυτοκράτορα. Στη συνέχεια επιθυμούμε να αντιπαραθέσουμε κάποια μέτρα που ακολούθησε ο άγιος και οι διάδοχοί του σε σχέση με τα αντίστοιχα μέτρα των προγενέστερων «αυτοκρατόρων-θεών».
Ήδη αναφέραμε στο πρώτο μέρος της εργασίας αυτής ότι η κοπή νομισμάτων με την προτομή του «αυτοκράτορα-θεού» ήταν ένδειξη λατρείας-πίστης στη θεότητά του. Κατά τη διάρκεια της μονοκρατορίας του και ο Άγιος Κωνσταντίνος εξέδωσε νομίσματα. Η απόδοση της μορφής του ήταν πιο διαφορετική. Ο ίδιος όρισε η εικόνα του να ζωγραφίζεται μεν στα χρυσά νομίσματα αλλά να φαίνεται ότι το βλέμμα του είναι στραμμένο προς τα πάνω, προς το Θεό, και ότι είναι προσευχόμενος.(49) Επίσης στα ανάκτορα διαφόρων πόλεων, στις συνθέσεις που απλώνονταν πάνω στα προπύλαια, ζωγραφιζόταν όρθιος σε στάση προσευχής.(50). Όπως μας διαβεβαιώνει ο Ευσέβιος «τούτου...τα εκτυπώματα καθ’ όλης της Ρωμαίων διέτρεχεν οικουμένης..»(51). Αυτή του η στάση θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ομολογία της πίστης του. Λαμβανομένου υπόψη και της έκτασης της ρωμαϊκής επικράτειας, άρα του πόσο δύσκολο ήταν να κοινοποιηθεί επίσημα παντού η αλλαγή της στάσης του ρωμαίου ηγεμόνα προς το χριστιανισμό, η κυκλοφορία αυτών των νομισμάτων και η απεικόνισή του προσευχόμενου ήταν ταχεία και έμμεση διακήρυξη προς τους ανθρώπους των απομακρυσμένων επαρχιών και των απομονωμένων περιοχών. Μετά το θάνατό του, οι διάδοχοί του κυκλοφόρησαν νομίσματα στα οποία απεικονιζόταν ανερχόμενος στον ουρανό, δηλαδή κατευθυνόμενος προς την ουράνια βασιλεία του Θεού(52) μέτρο που ίσως αιτιολογείται από τις δύο απόψεις που διατυπώσαμε προηγουμένως.
Έχουμε συμπεριλάβει στις αρετές που απαιτούσε ο ρωμαϊκός πληθυσμός να διακρίνουν τον «αυτοκράτορα-θεό» την ανδρεία, τις στρατιωτικές ικανότητες και την επέκταση και διασφάλιση των ορίων της ρωμαϊκής επικράτειας. Θα παρατηρήσουμε λοιπόν στο κείμενο που θα ακολουθήσει τις καινοτομίες του Αγίου Κωνσταντίνου όσον αφορά το στράτευμα και τις στρατιωτικές του επιτυχίες που μαρτυρούν τις αντίστοιχές του αρετές.
Διέταξε και τους εθνικούς στρατιώτες τη «μέρα του φωτός» δηλαδή την Κυριακή να απευθύνουν προσευχή στο Θεό των Χριστιανών, ευχαριστώντας και επικαλούμενοι αυτόν για μακροβιότητα και ασφάλεια του «βασιλέως Κωνσταντίνου και των θεοφιλών υιών του»(53). Πρόσταξε να χαραχθεί πάνω στις ασπίδες το σύμβολο του σταυρού και στο εξής να μην είναι προπομπός των ταγμάτων χρυσό ειδώλιο-άγαλμα όπως πριν αλλά μόνο το τρόπαιο του Σωτήρα..(54) Για αυτούς τους λόγους κατά την άποψη των Χριστιανών, ο Θεός έκανε υποπόδιο των ποδών του βασιλέα πολλά έθνη: τους Σαυρομάτες που προηγουμένως κόμπαζαν με βαρβαρική υπερηφάνεια, τους Σκύθες ( βάσει υποσημείωσης σελ. 442 εννοούνται οι Γότθοι) , που για πρώτη φορά έμαθαν να δουλεύουν στους Ρωμαίους οι οποίοι παλιότερα τους κατέβαλαν και φόρο υποτέλειας.(55) Εκπρόσωποι των «Βλεμμύων, γένη Ινδών τε και Αιθιόπων» και άλλων φυλών των οποίων «ερυθραίνετο τα πρόσωπα....λευκότερα χιονός ην...εβέναι και πίττης μελάντερα...» έρχονταν να καταθέσουν πολύτιμα δώρα στο βασιλιά «ωσπερ εν πίνακος γραφη......στεφάνους χρυσους....... δ΄εκ λίθων διαδήματα τιμίων...... ξανθοκόμους...... παιδας...... καθυφασμένας...... βαρβαρικάς στολάς... ιππους... ασπίδας και δόρατα μακρά και βέλη και τόξα» και προσέφεραν την υπηρεσία και την συμμαχία τους στους Ρωμαίους.(56). Οι «μισητοί Πέρσες», την υποδούλωση των οποίων είχε θέσει ο Οράτιος ως προϋπόθεση για να γίνει ο Αύγουστος επί γης θεός, συνάπτουν συνθήκη ειρήνης με τον Άγιο Κωνσταντίνο . Μάλιστα ο βασιλιάς τους, ο Σαπώρ, επιτρέπει τη διάδοση του Χριστιανισμού στη χώρα του.(57)
Παρατηρήσαμε τα στρατιωτικά επιτεύγματα του Αγίου Κωνσταντίνου, ως συνέχεια όσων απαιτούνταν και από τον «αυτοκράτορα-θεό» με κάποιες βέβαια διαφοροποιήσεις. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στο «περί δικαίου» αίσθημα που τον διέκρινε, αρετή που έπρεπε να έχει και ο ηγεμόνας του παλιού ρωμαϊκού «imperium». Η κυριότερη πηγή μας θα είναι ο Θεμίστιος. Ως καθηγητής της ρητορικής, της φιλοσοφίας, θαυμαστής της κλασικής γραμματείας και ερευνητής των αριστοτελικών έργων, θωράκισε ιδεολογικά τους βυζαντινούς αυτοκράτορες του 4ου αιώνα μ.Χ. Με τους λόγους του έδωσε μία συνέχεια από τον αρχαίο κόσμο στο ρωμαϊκό, και από τον ρωμαϊκό στο σύγχρονό του. Κατά την εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα [τόμ. 27] ήταν ανεξίθρησκος, όμως κατά μία άλλη άποψη βάσει των προσώπων που επικαλείται και των παραδειγμάτων που δίνει στους λόγους του, είναι πιο κοντά στους εθνικούς.(58)
Ο Θεμίστιος μας δίνει πολλά στοιχεία για τις αρετές που απαιτούνταν από έναν αυτοκράτορα και της εποχής του Αγίου Θεοδοσίου. Μας μιλά για αρετές όπως «...η πραότης και η δικαιοσύνη και η ευσέβεια και η τούτων εξαρχος φιλανθρωπία...».(59)
Στον λόγο του «Εις Θεοδόσιον» ιδιαίτερη βαρύτητα δίνει στην ικανότητα του ηγεμόνα να αποδίδει δικαιοσύνη βάσει βέβαια των νόμων, αλλά έχοντας την ικανότητα να διακρίνει που πρέπει να είναι λιγότερο αμείλικτος και περισσότερο φιλάνθρωπος «αλλη μέν δικαστου , αλλη δέ βασιλέως αρετή και τω μεν προσήκει επεσθαι τοις νόμοις, τω δε επανορθουν και τους νόμους και το απηνές αυτων καί αμείλικτον παραδεικνύναι...δια τουτο γαρ , ως εοικε, βασιλείαν εκ του ουρανου κατέπεμψεν εις την γην ο Θεός, οπως αν ειη καταφυγή τω ανθρώπω από του νόμου του ακινήτου επί τόν εμπνουν και ζωντα»(60). Για άλλη μία φορά βλέπουμε να επαληθεύεται και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η έννοια της δοτής από το Θεό εξουσίας «πέφυκαι θεοειδής»(61). Ο αυτοκράτορας «ελέω Θεού» είναι βέβαια δίκαιος αλλά κυρίως είναι ανεξίκακος και φιλάνθρωπος «σύ δέ τήν μέν ακοήν εξείλες παντάπασι των εγκλημάτων, κόλασιν δέ και ρήμασι συνεχώρησας»(62) και αλλού «πραότητα και φιλανθρωπίαν, δι΄ης επέδειξεν άπασι βασιλεύς». Σε προγενέστερο λόγο του, σε ρητορική του ερώτηση διατυπώνει τη σκέψη ότι το πράο, το επιεικές, το ήμερο, δε θα μπορούσε να το αποκαλέσει κανείς τίποτε άλλο παρά γνωρίσματα της δικαιοσύνης(64). Η διάθεση για απόδοση δικαιοσύνης είπαμε ότι διέκρινε και τον Αύγουστο. Όμως δε θεωρείται πια ως δικαιοσύνη η αντεκδίκηση όσο η φιλευσπλαχνία, η πραότητα και ό,τι ο Θεμίστιος έχει αναφέρει. Θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε, όπως υποστηρίζει και ο Καραγιαννόπουλος, ότι ο βυζαντινός αυτοκράτορας «συγκεντρώνει στα χέρια του όλες τις εξουσίες : τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική. Είναι πάνω από όλες. Σαν νομοθέτης, είναι κύριος του Δικαίου, στέκεται ψηλότερα από τους νόμους που δεν τον δεσμεύουν υπό την έννοια ότι ο ίδιος έχει δικαίωμα να καταργήσει ή να τροποποιήσει νόμους ή να κάνει καινούριους, κυρίως με πνεύμα επιεικές και φιλάνθρωπο. Μόνο μ’ αυτό το νόημα είναι ο αυτοκράτορας νόμος έμψυχος. Αλλά ακόμη και σαν «νόμος έμψυχος» ο αυτοκράτορας υπόκειται στους νόμους, υπό την έννοια ότι και ο ίδιος πρέπει να ζει σύμφωνα με τους νόμους που ο ίδιος έχει εκδόσει...»(65). Γι’ αυτό και ο Λιβάνιος μπορεί να διακηρύξει μέσα από τους λόγους του «ουδέ σοι πάντα έξεστιν ω βασιλεύ. Αυτό γάρ τουτ΄έστι βασιλεία, τό μή πάντα τοις επ΄αυτής εξείναι»(66) . Ότι δηλαδή η υπακοή του αυτοκράτορα στους νόμους είναι βασικό χαρακτηριστικό του πολιτεύματός του και πως δεν του επιτρέπεται να κάνει τα πάντα ανεξέλεγκτος και ο Συνέσιος να υποστηρίξει «ότι βασιλέως μέν έστι τρόπος ο νόμος, τυράννου δέ ο τρόπος νόμος»67. Δηλαδή ότι ο βυζαντινός αυτοκράτορας έχει σαν τρόπο ζωής το νόμο ενώ αντίθετα σε άλλο καθεστώς ο τρόπος ζωής του απλού τύραννου είναι και ο νόμος.
Αυτός που φέρεται τυραννικά, δηλαδή ο άνθρωπος που είναι υποδουλωμένος στα πάθη του, δεν είναι άξιος να λέγεται και να έχει το αξίωμα του αυτοκράτορα - είναι απλά ένας τύραννος και «τούτο δε έστιν ο τύραννος, ος άμα τε των άλλων κρατεί και δούλον εαυτόν τοις πάθεσι παραδίδωσιν».(68). Ο τύραννος λοιπόν εξουσιάζει τη ζωή των άλλων, αλλά ο ίδιος είναι υποδουλωμένος στις ορμές και τα πάθη του. ΄Ομως «πώς δ΄άρχων και των όλων Κύριος ο μυρίους καθ΄εαυτού πικρούς δεσπότας εφειλκυσμένος, και δούλος μεν αισχράς ηδονής, δούλος δ΄ακολάστου γυναικομανίας, δούλος χρημάτων εξ αδίκου ποριζομένων, δούλος θυμού και οργής, δούλος φόβου και δειμάτων, δούλου μιαιφόνων δαιμόνων δούλος ψυχοφθόρων πνευμάτων;» αναρωτιέται ο Ευσέβιος(69). Πως αυτός που έχει υποταχθεί σε μύριους πικρούς δεσπότες μπορεί να αποτελέσει μίμηση της μοναρχικής εξουσίας του Θεού; Άρα αξίζει να ονομάζεται αληθινός αυτοκράτορας «αν ούτος ο της επέκεινα βασιλείας το μίμημα βασιλικαίς αρεταίς τη ψυχή μεμορφωμένος»(70), εφόσον δηλαδή έχει στην ψυχή του τη μίμηση της ουράνιας βασιλείας, διαμορφωμένη με βασιλικές αρετές. Μόνο σ’ αυτήν την περίπτωση ο αυτοκράτορας είναι άξιος του αξιώματός του. Μόνο σε αυτήν την περίπτωση επάξια θα τον προσκυνούν τιμητικά και θα θεωρούν ότι «της ανωτάτου βασιλείας την εικόνα φέρων ο τω Θεώ φίλος βασιλεύς κατά μίμησιν του κρείττονος των επί γης απάντων τους οίακης διακυβερνών ιθύνει»(71), ότι δηλαδή ο βασιλιάς που είναι αγαπητός στο Θεό έχει την εικόνα της θείας βασιλείας στο πρόσωπό του και κυβερνά όλα τα επίγεια κατά μίμηση του Υψίστου.
Εδώ όμως αναφερόμενοι στην «τιμητική προσκύνηση» εισαγόμαστε σε ένα άλλο σημαντικό ζήτημα. Έχουμε ήδη δει ότι ο «αυτοκράτορας-θεός» ήταν θεότητα λατρευόμενη και εκλεκτός των θεών. Οι υπήκοοι του αποδίδανε τις ίδιες τιμές - ναούς, θυσίες, προσκύνηση που αποδίδανε σε θεούς. Την έννοια της θεόδοτης εξουσίας τη συναντήσαμε και στον Ευσέβιο πολλές φορές, όσον αφορά τον «ελέω Θεού» βυζαντινό ηγεμόνα.
Ένα στοιχείο όμως που πια έχει διαφοροποιηθεί είναι το αντικείμενο και ο χαρακτήρας της προσκύνησης. Οι υπήκοοι εξακολουθούν να προσκυνούν τον ηγεμόνα τους, όχι όμως πια λατρευτικά - σαν θεό - αλλά τιμητικά. ΄Όπως μας διασαφηνίζει ο άγιος Αμβρόσιος «κατά την προσκύνηση, λατρεύεται ο σταυρός του Χριστού, στο πρόσωπο του ηγεμόνα .δεν είναι λοιπόν αυθάδεια (προς τον Θεό) το να προσκυνούμε τον αυτοκράτορα παρά ευσέβεια, επειδή (προσκυνώντας) αναφερόμαστε στο ιερό σύμβολο της λύτρωσης».(72)
Ας μην ξεχνούμε όμως ότι πριν την εμφάνιση του χριστιανισμού ήδη είχαν προηγηθεί πολλοί αιώνες ειδωλολατρίας. Κάποιες συνήθειες δεν μπορούσαν να εξαφανιστούν αμέσως. Εξάλλου δεν είχε αποδεχθεί όλος ο πληθυσμός της αυτοκρατορίας τον Χριστιανισμό. Από αυτήν την οπτική γωνία μπορούμε να δικαιολογήσουμε ένα γεγονός που εμπεριέχεται στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Φιλοστοργίου(73). Βρισκόμαστε στον 5ο μ.Χ. αιώνα. Μας δίνεται πληροφορία για την ύπαρξη κίονος από πορφυρίτη - υλικού κόκκινης απόχρωσης - πάνω στον οποίο βρίσκεται άγαλμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου με ακτινωτό στέμμα. Αυτήν την απεικόνιση η οποία συμβόλιζε το στέμμα του ήλιου, και είχε εμφανιστεί από την ελληνιστική εποχή, τη συναντούμε κατεξοχήν στην απεικόνιση των «αυτοκρατόρων-θεών». Πρόκειται για ένα καθαρά ειδωλολατρικό στοιχείο που ίσως είχε γίνει ανεκτό λόγω της διαλλακτικής πολιτικής του αγίου. Πιθανότατα είναι σοβαρή ένδειξη του βαθμού αναγνώρισης του αγίου από εθνικούς, τους υπηκόους του.
Είδαμε τα βασικά χαρακτηριστικά της εξουσίας του «ελέω Θεού» βυζαντινού αυτοκράτορα. Το κυριότερο βέβαια, αυτονόητα, είναι η αποδοχή και η προάσπιση της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης, η σχέση και η θέση του ως προς την Εκκλησία. Όπως, ήδη αναφέραμε ο άγιος Κωνσταντίνος θεωρούσε τον εαυτό του δούλο του Θεού, επίσκοπο των εξωτερικών της Εκκλησίας. Αυτή η στάση αποτέλεσε το πρότυπο για τους μεταγενέστερους αυτοκράτορες. Άλλοι απλώς την τήρησαν - άλλοι συνέβαλαν στην εξέλιξή της και κάποιοι την απέρριψαν είτε επειδή αμφισβήτησαν τις δικαιοδοσίες της Εκκλησίας έχοντας τη διάθεση να επιβάλλουν τον έλεγχο και την εξουσία τους σε όλους τους τομείς ζωής της αυτοκρατορίας είτε επειδή απέρριψαν το χριστιανισμό.
Ο διάδοχος του αγίου Κωνσταντίνου, ο Κωνστάντιος, υπήρξε μεν αξιόλογος αυτοκράτορας αλλά με την φιλοαρειανική πολιτική του προκάλεσε σύγχυση καθώς έγινε διώκτης του Μεγάλου Αθανασίου και των άλλων ορθόδοξων ιεραρχών(74). Ο Ιουλιανός ο Παραβάτης που τον διαδέχθηκε στο θρόνο, επιδείνωσε την κατάσταση καθώς με βίαια μέσα επιχείρησε να αποκαταστήσει την ειδωλολατρία(75). Ο Μέγας Θεοδόσιος κατήργησε επίσημα την ειδωλολατρία, απαγόρευσε την προσέλευση σε εθνικούς ναούς, κατήργησε τους Ολυμπιακούς αγώνες και τα Ελευσίνια μυστήρια. Υπήρξε περισσότερο διαλλακτικός με τους ειδωλολάτρες αλλά σκληρός και αδιάλλακτος με τους αιρετικούς.(76) Σ’ αυτό το σημείο προφανώς ακολούθησε την αντίστοιχη πολιτική του αγίου Κωνσταντίνου, με στόχο την προστασία της ενότητας της Εκκλησίας ως παράγοντα συνοχής της αυτοκρατορίας.
Οι δεκαετίες περνούν και φθάνουμε στην εποχή του Ιουστινιανού του Α΄(527-565)... «θεωρούσε.....τον εαυτό του υποχρεωμένο να επιβάλλει με νομοθετικά διατάγματα κάθε σημαντική εκκλησιαστική απόφαση, χωρίς όμως να απομακρύνεται από τους κανόνες της Εκκλησίας, στους οποίους είχε με νομοθετικά διατάγματα (Νεαρές) αναγνωρίσει κύρος νόμων του κράτους».(77) Στη Νεαρά Στ του Ιουστινιανού καθορίζεται η σχέση των δύο εξουσιών, δηλαδή της Ιεροσύνης και της Βασιλείας. Εδώ ο Ιουστινιανός αναγνωρίζει ότι και οι δύο αποτελούν «μέγιστα εν ανθρώποις δώρα Θεού παρά της άνωθεν δεδομένα φιλανθρωπίας». Το πεδίο δράσης των δύο εξουσιών διαχωρίζεται αφού η ιερωσύνη «τοις θείοις υπηρετούμενη» και «της προς Θεόν μετέχοι παρρησίας» ενώ η βασιλεία «των ανθρωπίνων εξάρχουσά τε και επιμελομένη» και «ορθώς τε και προσηκόντως κατακοσμοίη την παραδοθείσαν αυτή πολιτείαν».(78) Βλέπουμε ότι εξακολουθεί να υπάρχει η διάκριση που είχε θεσπίσει ο άγιος Κωνσταντίνος ως «επίσκοπος» των «έξω» της εκκλησίας και ως «συνθεράπων» των ιεραρχών.
Τα χρόνια διαδέχονται το ένα το άλλο και ερχόμαστε στην περίοδο της κατοχής του πατριαρχικού αξιώματος από τον Μεγάλο Φώτιο (858-886). Ο Μέγας Φώτιος συνέταξε τη λεγόμενη Επαναγωγή ή αλλιώς Εισαγωγή σε μία προσπάθεια να καθορισθούν οι σχέσεις όχι τόσο των δύο εξουσιών όσο των φορέων τους, του πατριάρχη και του αυτοκράτορα . Σκοπός του ηγεμόνα «ελέω Θεού» είναι η φύλαξη και η ασφάλεια αυτών που ήδη υπάρχουν, με την αγαθότητά του, η ανάκτηση όσων έχουν χαθεί μέσω της άγρυπνής του επιμέλειας και η επανάκτηση όσων λείπουν μέσω αρετών όπως η σοφία. Ρόλος του είναι η ευεργεσία γι’ αυτό και λέγεται ευεργέτης. Είναι επίσης υπεύθυνος για τη διατήρηση όλων όσων είτε είναι γραμμένα στην Αγία Γραφή, είτε έχουν θεσπιστεί σαν δόγματα από τις επτά οικουμενικές συνόδους, είτε έχουν οριστεί από τους υπάρχοντες νόμους. Οφείλει να διακρίνεται για την ευσέβειά του, για το ορθόδοξο φρόνημά του, για το ζήλο του προς τον Θεό και γενικότερα προς όλων όσων είναι δογματικές αλήθειες.(79) Αναλόγως ο πατριάρχης θεωρείται «εικών ζώσα Χριστού και έμψυχος». Σκοπός του «ους εκ Θεού παρέλαβεν ευσεβεία και σεμνότητις βίου διαφυλάξειν». Θεωρείται ότι τα πιο αναγκαία και μέγιστα «μέρη» της Πολιτείας «Βασιλεύς εστί και Πατριάρχης».(80)
Η εισαγωγή όμως του Φωτίου δεν έλαβε την αναγνώριση του αυτοκράτορα. Αντίθετα ο εμπνευστής της εξορίστηκε από τον αυτοκράτορα Λέοντα Στ΄. Ωστόσο αποτελεί για μας ένδειξη ότι κατά τη συγκεκριμένη εποχή υπήρχε, υποδομή για να συνταχθεί αυτό το κείμενο που προφανώς ήταν η έκφραση των διαθέσεων αρκετών ανθρώπων του καιρού εκείνου.
Διαπιστώνουμε λοιπόν πως ο θεσμός του «αυτοκράτορα-θεού» σταδιακά επιδέχθηκε μεταβολές. Κάποια στοιχεία του όπως προαναφέραμε καταργήθηκαν ενώ άλλα παρέμειναν ίδια ή ελαφρώς αλλοιώθηκαν . Το περιεχόμενό τους - η ουσία τους όμως άλλαξε : Από την πεποίθηση ότι ο αυτοκράτορας είναι θεός και ότι όσοι, όπως οι χριστιανοί, αμφισβητούσαν τη λατρεία του έπρεπε να διωχθούν οδηγηθήκαμε στο ότι ο αυτοκράτορας είναι «θεράπων», «δούλος» του Θεού των χριστιανών. Συγκεκριμένα κατά την άποψη που εξέφρασε ο Μέγας Βασίλειος «οι δύο διακονίες, βασιλική (πολιτική) και ιερατική, εις εν ορώσιν τέλος. Την των υπηκόων σωτηρίαν». «Ο κοινός τους δηλαδή στόχος είναι η σωτηρία - θείωση των πολιτών-πιστών»(81)
(1) Ι.Κ. «Β. Κρ» σελ. 51 «Ο όρος «βυζάντιο» είναι νεολογισμός. Τον χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Ιερώνυμος Wolf (1516-80) στα 1562...».
(2) Ι. Κ. «Β.Κρ.» σελ. 51 «....Μόνο Ρωμαίους ονόμαζαν τους εαυτούς τους, η αυτοκρατορία τους ήταν «ρωμαϊκή» και η πρωτεύουσά τους η Νέα Ρώμη…»
(3) D.-Ins.-L. -σελ. 101 επιγραφή 3786.
(4) D.-Ins.-L. -σελ. 101 επιγραφή 3786.
(5) C.Suetoni Tranquilli, Κεφ. XCVIII, σελ. 114, παρ. 2
(6) Ορ.ωδ. 4.5 «....Iongas utinam, dux bone, ferius….».
(7) Ορ.ωδ.3.5 «praesens divos habebitur Augustus adiectis Britannis imperio gravibusque Persis….».
(8) D. - Ins. L. , σελ. 101 επιγραφή 3798.
(9) Ορ.ωδ. 1.2 «....patiens vocari Caesaris ultor».
(10) D. -Ins. L. “….Institiae Augustae…” σελ. 102 επιγρ. 3790.
(11) Ερ.Β. LXVI-D.R.H. «...ο Νείλος παλαιστη πλέον ...παρά τό καθεστηκός εν μια ημέρα επελάγισεν....»
(12) ΕΡ.Β. LXVI-D.R.H. «....υγιεις απέφηνε....»
(13) Τ.Hist Tac. B. IV. LXXXI σελ. 160 «...Medici varie disserere : huic non exesam vim luminis et redituram…posse integrari…»
(14) Life of Apol. B.V - Fl.Fil. Cap. XXVIII, σελ. 526
(15) T.Ηist Tax. B. IV LXXXI «…et divino ministerio principen electum».
(16) G.Ostr. ²Ιστ.Β.Κρ² τομ.πρ. σελ. 84 «...Η ρωμαϊκή πολιτική θεωρία, ο ελληνικός πολιτισμός και η χριστιανική πίστη αποτελούν τα κύρια στοιχεία που καθώρισαν την εξέλιξη του Βυζαντίου».
(17) Προς Ρωμ. 13. 1-7 σελ. 319.
(18) Φ. ²Β.² σελ. 144.
(19) Ευσ. ²Β.Κ.Β.² Λογ.Α΄, 28-29.
(20) Φ. ²Εκκ.Ιστ.² σελ. 321 «...ο Κωνστάντιος ο Χλωρός πρέσβευε ένα συγκριτικό ενοθεϊσμό στον οποίο ο Θεός Ηλιος-Απόλλων κατείχε κεντρική θέση....»
(21) Ευσ. ²Β.Κ.Β.² Λογ. Α΄37 «...το νικητικόν τρόπαιον προτάξας..ηγειτο..»
(22) Φ. ²Β², σελ. 30.
(23) Ευσ. ²Β.Κ.Β.² Λογ. Γ΄, 6, σελ. 346
(24) Φ. ²Β.² σελ. 30.
(25) Φ. ²Β.², σελ. 30.
(26) Ευσ. ²Β.Κ.Β.² Λογ. Β΄, 45.1.
(27) Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ. Β., 4.7.1 «...διδασκαλίαν απελεγκτικήν της ειδωλολάτρου πλάνης...προτρέπων...γνωρίζειν αυτόν τε τόν Χριστόν...»
(28) Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ.Β΄56 1,2 «...τοις πιστεύουσιν οι πλανώμενοι χαίροντες.......ειρήνης.......ησυχίας......εκαστος....οπερ...η...ψυχή βούλεται ...ευφρονουντας πεπεισθαι χρή.....Οι δ΄εαυτούς αφέλκοντες εχόντων βουλόμενοι τά της ψευδολογίας τεμένη...».
(29) Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ. Γ΄. 54.
(30) Ευσ. ²Β.Κ.Β.² Λογ. Γ΄. 55-56-58 «...του Φοινίκων..εθνους-μέρει του Λιβάνου», «...περί των Κιλίκων..», «επί της Φοινίκων Ηλίου πόλεως»
(31) Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ.Δ΄25.2,3 «...τοις δέ κατ΄Αιγυπτον...τόν παρ΄αυτοις ποταμόν...θεραπεύειν...εθος...εχουσι...ο δέ ωσανεί καθαρθείσης αυτω....ανέβαινέ τε πλουσίω τω ρεύματι....»
(32) Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ. Β΄. 26
(33) Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ. Β΄27. «...αναφύονται πόλεμοι βαρεις...πορθήσεις πανώλεθροι...ελαττώσεις των προς της χρείας αναγκαίων...οι αρχηγοί δυσσεβείας...θάνατον πανώλεθρον...η ζωήν αισχίστην διάγοντες...θανάτου βαρυτέραν...».
(34) Ευσ. ²Β.Κ.Β.² Λογ. Β΄.27. «...τήν ζωήν ειναι βαρέα...των υπό της γης κολαστηρίων...προσδοκασθω...».
(35) Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ.Β΄. κεφ.30-37 «....χωρίοις τε πατρώοις αποκαταστάντες....οικήσεσιν...καί περιουσίαις αποδοθέντες...», «...απανθρώπου ερημίας ελευθερωθέντες...», «...μεταλλείαις εμπονειν...δημοσίοις εργοις...προτέραν αξίαν αναλαβόντες...», «...εν στρατιωτικαίς αξίαις ποτέ...εκπεσουσιν...η τα στρατιωτικά στέργουσιν....η αγειν σχολήν....», «....ευγενείας προς βίαν στερόμενοι...ανακαλεσάμενοι τας συνήθεις αξίας, «...τούτων τοις προς γένους προσνέμεσθαι τούς κλήρους προστάττομεν...», «...εκκλησία...τετάχθω....τόν....κληρον..»,«...αποκαθισταναι...ει...φανειεν...πολλά καρπωσάμενοι...» (64) Θ.λογ.Ι.4.d «τι αν36) Ευσ. ²Β.Κ.Β.² Λογ. Γ΄. 1.5 «....οι μέν ετίμων...δαίμονας».
(37) Φ. ²Β.² σελ. 30 «...παρά το γεγονός οτι ο ίδιος βαπτίσθηκε στό τέλος της ζωης του...»
(38) Ευσ. ²Β.Κ.Β.² Λογ. Γ΄64. 1,2 «...τούς μέν υγιαίνοντας εις ασθένειαν...τούς..ζώντας εις διηνεκη θάνατον...της μέν αληθείας εχθροί, της δε ζωής πολέμιοι και απωλείας σύμβουλοι»
(39) Ευσ. ²Β.Κ.Β.² Λογ.Γ΄64.4 «...η μακρά παρεπιθύμησις και τούς υγιαίνοντας χραίνεσθαι ποιει...»
(40) Ευσ. ²Β.Κ.Β.² Λογ. Γ΄65.1 «...καί πάντας....τούς οικους...αφαιρεθηναι...μή εν τω δημοσίω μόνον αλλά μηδ΄εν οικία ιδιωτικη....»
(41) Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ.Α΄.6. «...δουλον... θεράποντα... παμβασιλέως... ομολογων εαυτόν..»
(42)Ευσ.²Β.Κ.Β.²Λογ.Α΄.6. «...κύριον...δεσπότην νικητήν...αήττητον..»
(43) Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ.Β΄28.1-2 «...τήν...εμήν υπηρεσίαν εζήτησε...τη παρ΄εμού...υπουργία...»
(44) Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ.Γ΄ 17.1,2 «...πλήθεσι πίστις μία...συνθεράπων «υμέτερος πεφυκέναι...»
(45) Ευσ.²Β.Κ.Β.² λόγος Δ΄.48. «...μακάριον...αυτοκρατορικης βασιλείας...τω μέλλοντι συμβουλεύειν μέλλοι τω Υιώ του Θεου...μαλλον δε...δουλείας αξίω φανηναι...».
(46) Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ. Δ΄. 24.
(47) Ευσ.²Β.Κ.Β.² λογ.Β΄47.1-2 «προτρέπων...γνωρίζειν..αυτόν τον Χριστόν».
(48) Ευσ.²Β.Κ.Β.² λογ.Β΄72.1 «ει δέ μή, στένειν ανάγκη καί δακρύοις..αδίκω και βλαβερω πρός αλλήλους φιλονεικία κεχωρισμένων, εμέ πως εγχωρει τω λογισμω συνεστάναι λοιπόν».
(49) Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ.Δ΄15.1 «εν τοις χρυσοις νομίσμασι την...αυτου εικόνα...ως άνω βλέπειν δοκειν ανατεταμένως προς θεόν τρόπον ευχομένου».
(50) Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ.Δ΄. 15.2. «κατά τινας πόλεις...ανατεταμένος ευχομένου σχήματι»
(51) Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ. Δ΄15.2
(52) Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ. Δ΄ 74 «θατέρου δέ μέρους εφ΄αρματι τεθρίππω ηνιόχου τρόπον, υπό δεξιας ανωθεν εκτεινομένης αυτω χειρός αναλαμβανόμενον....»
(53) Ευσ.²Β.Κ.Β.²Λογ Δ΄κεφ. 20 «Σέ μόνον οιδαμεν Θεόν...βοηθόν ανακαλούμεθα..σωον...νικητήν φυλάττεσθαι...»
(54) Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ.Δ΄κεφ. 21 «επ΄αυτων των οπλων το του σωτηρίου τροπαίου σύμβολον κατασημαίνεσθαι εποίει, του τε ενόπλου στρατού προπομπεύειν χρυσων...αγαλμάτων...μηδέν, μόνον δε το σωτήριον τρόπαιον...»
(55) Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ.Δ΄κεφ. 5, 1-2 και 6. «ως τα Σκυών και Σαυροφητών γένη...ουτω...Σκύθαι Ρωμαίοις...δουλεύειν κεφ.6 : Σαυροματω....υπό τοις Κωνσταντίνου πόσιν.....»
(56) Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ. Δ΄κεφ. 5.1,2, 6.1.2., 7.1.2.3
(57) Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ. Δ. Κεφ. 8, κεφ. 9 «....ο Περσων βασιλεύς Κωνσταντίνω γνωρίζεσθαι δια πρεσβείας...επραττε τας συνθήκας...τω Περσών εθνει πληθύειν τας του Θεού Εκκλησίας...»
(58) Θ.λογ.19 «...εν Δελφοίς...ούτω προσείπεν η Πυθία...»
(59) Θ.λογ.19, 226.d.
(60) Θ.λογ. 19. 228.α
(61) Θ.λογ.19.230.α.
(62) Θ.λογ. 19.230.β.
άλλο εν δίκη καλοίτο;»
(65) Ι.Κ. ²Β.Κ.² σελ. 295-296
(66) Ι.Κ. ²Β.Κ.² σελ. 296 > Λογ. 59,19 (479,22)
(67) Ι.Κ. ².Β.Κ.² σελ. 296 > Συνεσ. Περ.Βασιλ.6.d. (15.4)
(68) Θ. Λογ.Ι. σ.α
(69) Ευσ.Κ.Τρ. 5.3
(70) Ευσ.Κ.Τρ. 5.2
(71) Ευσ.Κ.Τρ. 1.6
(72) Ι.Καρ. ²Τ.Β.Κ.² > de obitu Theodosii 48 (PL.16.402A)
(73) Φιλ. ²Εκκ.Ιστ² 2.17.
(74) Φ. ²Β.² σελ. 52 ²...οπαδός της αρειανικής αιρέσεως...διώκτης του Μεγάλου Αθανασίου....²
(75) Φ. ²Β² σελ. 53 ²....σύγχυση...να αναστηλώση την αρχαία θρησκεία....².
(76) Φ. ²Β² σελ. 60-61 ²...κατάργηση...ειδωλολατρικής θρησκείας...στάση διαλλακτικώτερη έναντι....ειδωλολατρών...σκληρή έναντι αιρετικών....».
(77) Φ. ²Β² σελ. 72.
(78) Φ. ²Β² σελ. 450-Ιουστινιανού Νεαρά Στ.
(79) Φ. ²Β². Σελ. 453-454 ²Σκοπός τω βασιλεί....η φυλακή και ασφάλεια....ανάληψις...ανάκτησις...το ευεργετείν...διατηρείν...τα εν τη θεία γραφή γεγραμμένα...και τα παρά των επτά αγίων συνόδων δογματισθέντα...και ρωμαϊκούς νόμους...Επισημότατα εν ορθοδοξία...ευσεβεία....εν ζήλω θείω διαβόητος².
(80) Φ. ²Β.² σελ. 454, 455.
(81) Πρ. Γ.Δ. Μετ. ²Εκκ. Ορ. Παρ.² σελ. 33 - Επ. 31928.
1. Ευσεβίου Καισαρείας τόμος Δ΄ - ΄Ελληνες Πατέρες της Εκκλησίας (Ε.Π.Ε.) - Πατερικαί Εκδόσεις ²Γρηγόριος ο Παλαμάς².
ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΝ ΤΡΙΑΚΟΝΤΑΕΤΗΡΙΚΟΣ (Ευσ.Τριακ.)
ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ, ΛΟΓΟΣ Α΄(Ευσ. ²Β.Κ.Β.² Λογ. Α΄).
ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ, ΛΟΓΟΣ Β΄ (Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ. Β΄).
ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ, ΛΟΓΟΣ Γ΄(Ευσ. ²Β.Κ.Β.² Λογ. Γ΄)
ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΛΟΓΟΣ Δ΄(Ευσ. ²Β.Κ.Β.² Λογ. Δ΄)
2. α. Βλασίου Ιω. ΦΕΙΔΑ
Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών
ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ΒΙΟΣ-ΘΕΣΜΟΙ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ-ΕΚΚΛΗΣΙΑ-ΠΑΙΔΕΙΑ-ΤΕΧΝΗ
Δ΄ Έκδοση - ΑΘΗΝΑΙ 1997
(Φ. ²Β.²)
β. Από το βιβλίο έχουν αντληθεί :
ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ,Νεαρά Στ σελ. 450.
ΕΠΑΝΑΓΩΓΗ σελ. 453 (Νεαρά Στ. Ιουστιν.)
3. Βλασίου Ιω. ΦΕΙΔΑ
Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ - ΑΘΗΝΑΙ 1994
(Φ. ²Εκκ. Ιστ.²)
4. α. Ιωάννης ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΡΑΤΟΣ
Τέταρτη έκδοση - ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
(Ι.Κ. ²Β.Κ.²)
β. Από το ίδιο βιβλίο έχουν αντληθεί στοιχεία για τον
Λιβάνιο (Λογ. 59,19) (479,22) σελ. 296 και τον Συνέσιο Περί
βασ. Ed (15.4), σελ. 296.
5. Θεμίστιος Λόγος Ι «ΠΕΡΙ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑΣ Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ² (Θ. λογ. Ι).
6. Θεμίστιος λόγος ΧΙΧ ²ΕΙΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΝ² (Θ. λογ. 19)
7. Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ - ΄Εκδοση Γ΄ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΑΘΗΝΑΙ 1992 ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ (Προς Ρωμ.)
8. Ορατίου ωδές (Ορ. ωδ.)
9. Herman Dessau : Inscriptiones Latinae Selectae (D.Ins.L.)
10. GEORG OSTROGORSKY ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΟΜ. ΠΡΩΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΕΦ. Δ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ (G. Ostr. ²Ιστ. Β. Κρ.²).
11. α. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑ και ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ Εκδόσεις Αρμός (Πρ. Γ.Δ. Μετ. ²Εκκ.-Π. Ορ. Παρ.²)
β. Από το ίδιο βιβλίο έχουν αντληθεί στοιχεία για τον Μέγα Βασίλειο (Ε.Π. 31, 928) σελ. 33
12. C. SUETONI TRANQUILLI
13. ΕPITOME OF BOOK LXXI - DIO΄S ROMAN HISTORY The Loeb Classical Library (Ep.B. LXVI - D.R.H.)
14. ΤΗΕ HISTORIES OF TACITUS (T.Hist.Tac)
15. LIFE OF APOLLONIUS, BOOK Y, “FLAVIUS PHILOSTRATUS” (Life of Apol.B.V. - Fl. Fil.)
16. ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΦΙΛΟΣΤΟΡΓΙΟΥ (Φιλ. “Εκκ.Ιστ.”)
Πολλές φορές οι νεοπαγανιστές κατηγορούν τον Χριστιανισμό για την απολυταρχία του Βυζαντίου. Όμως τα συμπεράσματά τους είναι εντελώς σφαλερά. Διότι ο αντιγραμμένος στην Δύση, πολιτικός δεσποτισμός ήταν εφεύρεση Ανατολικών πολυθεϊστών (βλ. Πέρσες). Η αντιγραφή αυτή ήταν μια κοινωνική και πολιτισμική επιρροή της Ανατολής στην πολυθεϊστική ακόμη Δύση η οποία άρχισε μόλις βρήκε πρόσφορο έδαφος και εκτενές κράτος στην ηγεμονία του Μ. Αλεξάνδρου. Και δηλαδή το πρόσφορο έδαφος ανευρέθη μόλις άρχιζε η Δύση ως Ελλάδα να μοιάζει λίγο με την Ανατολή. Η επιρροή αυτή δεν εκδηλώθηκε αμέσως στις διαστάσεις που θα έπαιρνε αργότερα, διότι ο ελληνικός χώρος ήταν ακόμη διάσπαρτος από ξεχωριστές πόλεις - κράτη, οι οποίες αποτελούσαν ένα ανάχωμα σε τέτοιες πρακτικές, όσο ήταν ασφαλώς ελεύθερες. Κάτι που πήγε να καταλυθεί με την έλευση του Μ. Αλεξάνδρου. Οι ανατολικές επιρροές πήγαν να σβήσουν μετά το τέλος του Μ. Αλεξάνδρου παράλληλα με την διασπορά της ευρείας αυτοκρατορίας του σε μικρότερα βασίλεια με ανίσχυρους βασιλείς. Όμως η έλευση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας θα έβαζε και πάλι τα θεμέλια για ένα αχανές κράτος με κεντρική εξουσία δίχως ανεξάρτητες πόλεις. Την διακυβέρνηση του κράτους αυτού ανέλαβαν «δεσπότες» - αυτοκράτορες οι οποίοι απέκτησαν πλήρη εξουσία ένεκα της στρατηγικής τους αίγλης και δημοτικότητας αλλά και λόγου του αριθμού των στρατευμάτων που είχαν υπό τις διαταγές τους, τα οποία αποτελούσαν πανίσχυρη και ολοκληρωτική δύναμη στο χώρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Αυτό βέβαια δεν προκαλεί εντύπωση εφόσον η επιβίωση της αυτοκρατορίας περισσότερο βασίζονταν στις στρατιωτικές ικανότητες των ηγεμόνων παρά εις τις πολιτικές αποφάσεις. Η αργή αλλά σταθερή μεταστροφή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από Δημοκρατία σε Μοναρχία είχε ως αποτέλεσμα την ακόμη περισσότερη ομοίωση Δύσης Ανατολής και την αναζήτηση στοιχείων προς ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας. Ο Χριστιανισμός ιστορικά εμφανίσθηκε «λίγο αργότερα» από αυτές τις πολιτικές και κοινωνικές ζυμώσεις και δεν αποτελούσε σε καμιά περίπτωση πολιτικό σύστημα ή κοινωνική επανάσταση που προωθούσε ή αποκήρυσσε συνοδικά τύπους πολιτεύματος. Κάθε άλλο. Είναι πολύ αμφίβολο η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία να μεταστρέφονταν σε δημοκρατία αν ο Χριστιανισμός δεν εμφανίζονταν. Η εμφάνιση του Χριστιανισμού έτυχε της πολιτικής εκμετάλλευσης, όπως της ίδιας εκμετάλλευσης έτυχε και ο παγανισμός με την θεοποίηση του αυτοκράτορα και με το πάντρεμα βασιλιάδων με θεότητες.
Άλλες φορές οι νεοπαγανιστές και άλλοι άθεοι αναφέρουν την προτροπή του Αποστόλου Παύλου (Κεφ. Ιγ΄ Προς Ρωμαίους «1 Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω· οὐ γάρ ἐστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ· αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν· 2 ὥστε ὁ ἀντιτασσόμενος τῇ ἐξουσίᾳ τῇ τοῦ Θεοῦ διαταγῇ ἀνθέστηκεν· οἱ δὲ ἀνθεστηκότες ἑαυτοῖς κρίμα λήψονται») για να υποδηλώσουν την δουλικότητα των Χριστιανών στην εξουσία, την οποία αυτοί ταυτίζουν τις περισσότερες των περιπτώσεων με την Τουρκική, προσπαθώντας να υποτιμήσουν τον πατριωτισμό των δεύτερων κατά το 1821. Όμως οι ταυτοποιήσεις τους είναι μεροληπτικές και ιδίως αυθαίρετες. Διότι εξουσία δεν είναι μόνο ένας τυχόν «ξένος κατακτητής» αλλά και ο «πατριώτης επαναστάτης» που υπάρχει και νικά.
Περιοδικά
1. Ιστορικά Θέματα, τεύχη 1, 44
2. «Βυζαντινο-Περσικοί Πολέμοι, Η σύγκρουση δύο αυτοκρατοριών», Γεώργιος Καρδάρας, Ιστορικός, Εκδόσεις Περισκόπιο
Επιπλέον Βιβλιογραφία
1. Ευσεβίου Καισαρείας τόμος Δ΄ - ΄Ελληνες Πατέρες της Εκκλησίας (Ε.Π.Ε.) - Πατερικαί Εκδόσεις ²Γρηγόριος ο Παλαμάς². , α.ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΝ ΤΡΙΑΚΟΝΤΑΕΤΗΡΙΚΟΣ (Ευσ.Τριακ.), β.ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ, ΛΟΓΟΣ Α΄(Ευσ. ²Β.Κ.Β.² Λογ. Α΄)., γ. ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ, ΛΟΓΟΣ Β΄ (Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ. Β΄)., δ. ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ, ΛΟΓΟΣ Γ΄(Ευσ. ²Β.Κ.Β.² Λογ. Γ΄), ε. ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΛΟΓΟΣ Δ΄(Ευσ. ²Β.Κ.Β.² Λογ. Δ΄)
2. α. Βλασίου Ιω. ΦΕΙΔΑ, Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών, ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΒΙΟΣ-ΘΕΣΜΟΙ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ-ΕΚΚΛΗΣΙΑ-ΠΑΙΔΕΙΑ-ΤΕΧΝΗ, Δ΄ Έκδοση - ΑΘΗΝΑΙ 1997 (Φ. ²Β.²),
3. Βλασίου Ιω. ΦΕΙΔΑ, Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄, ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ - ΑΘΗΝΑΙ 1994, (Φ. ²Εκκ. Ιστ.²)
4. α. Ιωάννης ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΡΑΤΟΣ, Τέταρτη έκδοση - ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, (Ι.Κ. ²Β.Κ.²)
5. Θεμίστιος Λόγος Ι «ΠΕΡΙ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑΣ Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ² (Θ. λογ. Ι).
6. Θεμίστιος λόγος ΧΙΧ ²ΕΙΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΝ² (Θ. λογ. 19)
7. Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ - ΄Εκδοση Γ΄ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, ΑΘΗΝΑΙ 1992
8. Ορατίου ωδές (Ορ. ωδ.)
9. Herman Dessau : Inscriptiones Latinae Selectae (D.Ins.L.)
10. GEORG OSTROGORSKY ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΟΜ. ΠΡΩΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΕΦ. Δ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ (G. Ostr. ²Ιστ. Β. Κρ.²).
11. α. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑ και ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ Εκδόσεις Αρμός (Πρ. Γ.Δ. Μετ. ²Εκκ.-Π. Ορ. Παρ.²)
12. C. SUETONI TRANQUILLI
13. ΕPITOME OF BOOK LXXI - DIO΄S ROMAN HISTORY The Loeb Classical Library (Ep.B. LXVI - D.R.H.)
14. ΤΗΕ HISTORIES OF TACITUS (T.Hist.Tac)
15. LIFE OF APOLLONIUS, BOOK Y, “FLAVIUS PHILOSTRATUS” (Life of Apol.B.V. - Fl. Fil.)
16. ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΦΙΛΟΣΤΟΡΓΙΟΥ (Φιλ. “Εκκ.Ιστ.”)