Το παράδοξο της Εθνικής θρησκευτικής προπαγάνδας είναι ως γνωστό το ζύγιασμα με δύο ζύγια και με δύο σταθμά όπως επίσης οι φάσεις και οι αντιφάσεις. Και εδώ οι νεοΕθνικοί πέφτουν στο πρώτο παράπτωμα, όπως άλλες πλείστες φορές και να γιατί: ο Μ. Κωνσταντίνος πριν βαπτιστεί Χριστιανός κατά το τέλος της ζωής του, ήταν βασικά ηλιολάτρης, όπως φυσικά και ο μετέπειτα Ιουλιανός. Αυτή η δεισιδαιμονική Ήλιο-μανία του Κωνσταντίνου της Εθνικής θρησκευτικής πίστης, τον οδηγούσε συνεχώς να κοιτάζει τον ήλιο για να ελέγξει τα μελλούμενα κατά τα εθνικο-θρησκευτικά του πιστεύω, όπως ανάλογα ο Νικίας την 27η Αυγούστου του 413 π.Χ. κατά την διάρκεια της Σικελικής εκστρατείας κοιτούσε μαζί με τους οιωνοσκόπους του, την έκλειψη της Σελήνης. Ελέγχοντας λοιπόν, για άλλη μια φορά τον ήλιο της ημέρας εκείνης, ο Κωνσταντίνος και οι στρατιώτες του βλέπουν το «τούτω Νίκα» και τον Σταυρό…και από εκείνη την στιγμή για όλους τους νεοΕθνικούς και Εθνικούς ο Κωνσταντίνος γίνεται ο «μισητός «εχθρός και φυσικά ο «τρελλός» αυτοκράτορας σε σχέσε με τον σοφό και «έλληνα» Ιουλιανό…γιατί άραγε; Μήπως οι Εθνικοί δεν ήσαν εκείνοι που τον δίδαξαν να κοιτάζει τον ήλιο για να δει τα μελλούμενα;..αλλά επειδή αυτήν την φορά δεν είδε τον «ήλιο» αλλά κάτι «άλλο» αυτό σημαίνει ότι «τρελάθηκε»; αν δηλαδή δεν έβλεπε συτό το κάτι «άλλο» αλλά τον θεό - ήλιο Απόλλωνα, των ηλιολατρών Εθνικών, θα ήταν στα λογικά του; ανάλογα όπως ήταν και ο Νικίας; Ήμαρτον πια με την αμεροληψία υπέρ της αρχαιότητας και κατά του Χριστού
Το θέμα του οράματος του Κωνσταντίνου απασχόλησε πολλούς βυζαντινολόγους και ιστορικούς και είναι σημείο αντιλεγόμενο. Υπάρχει ιστορική μαρτυρία γι’ αυτό και είναι του Ευσεβίου («Βίος Κωνσταντίνου») ο οποίος αναφέρει ότι το όραμα δεν το είδε μόνο ο Κωνσταντίνος αλλά και οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες του. Όπως γράφει «Αμφί μεταμεσημβρηνάς ηλίου ώρας, ήδη της ημέρας αποκλινούσης αυτοίς οφθαλμοίς ιδείν έφη (ο Κωνσταντίνος) εν αυτώ ουρανώ υπερκείμενον του ηλίου σταυρού τρόπαιον εκ φωτός συνιστάμενος, γραφήν τε αυτώ συνήφθαι λέγουσαν «τούτο Νίκα», θάμβος δε… κρατήσαι αυτόν τε και στρατιωτικόν άπαν, ο δή… συνείπετό τε και θεωρόν εγίνετο θαύματος». Την εξήγηση του σημείου την είδε μετά ο Κωνσταντίνος στον ύπνο του. Το δέχθηκε τότε και αυτός και οι στρατιώτες του πολέμησαν με αυτό εναντίον του εχθρού και νίκησαν.
Το γεγονός δεν αναφέρεται μόνο από τον Ευσέβιο αλλά και από άλλους συγγραφείς όπως είναι ο Θεοφάνης, ο Ευφραίμιος, ο Κεδρηνός κ.λ.π.. Ο σύγχρονος του Μεγάλου Κωνσταντίνου Λακτάνιος, δάσκαλος του υιού του Κρίσπος, στο έργο του «De mortibus persecutorum» ( Ο θάνατος των διωκτών) γράφει ότι ο αυτοκράτορας είδε στον ύπνο του το σημάδι του Θεού (signum Dei) και έδωσε εντολή την επόμενη να χαραχθεί στις ασπίδες των στρατιωτών του., ενώ ο Ευσέβιος γράφει ότι στον ύπνο του, αφού είδε το όραμα, πήρε από τον Χριστό την εντολή να χαράξει στις ασπίδες τους το σύμπλεγμα των γραμμάτων Χ και Ρ, που από τότε ο ίδιος έφερε στο κράνος του.
Ο Κωνσταντίνος Άμαντος παραθέτει την πληροφορία του Λακτανίου και αναφέρει ότι «οράματα ανακοίνωσε και ο Λικίνιος ότι είδε εις τον αγώνα κατά του Μαξιμίνου, όπως παλαιότερα και ο Αυρηλιανός, τον οποίο κατά την γνώμη μου και την ψυχολογική αυτή λεπτομέρεια ακολουθούν οι νέοι Αύγουστοι, όπως και σε άλλα σπουδαιότερα έργα».
Πάντως πρέπει να σημειωθεί ότι ο Ευσέβιος στο έργο του «Εκκλησιαστική Ιστορία» δεν κάνει λόγο για όραμα αλλά ότι ο Κωνσταντίνος «προσευχήθηκε στον Θεό του ουρανού και για τον Λόγο Του, τον Ιησού Χριστό, τον Λυτρωτή του Σύμπαντος» (ΙΧ, 9, 2) ενώ το έργο του «Βίος Κωνσταντίνου» θεωρείται σήμερα ότι γράφθηκε το 337 και «κακώς του αποδίδεται» (Α.Α. Βασίλιεφ: Ιστορίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας). Σχολιάζοντας το γεγονός ο Βασίλιεφ σωστά παρατηρεί : «οι πληροφορίες είναι τόσο αντίθετες μεταξύ τους, ώστε δεν μπορούν να αξιοποιηθούν ως ιστορικό υλικό. Μερικοί συγγραφείς φθάνουν στο σημείο να λένε ότι το θαύμα έγινε όχι κατά την διάρκεια της εκστρατείας αλλά κατά την διάρκεια της εκστρατείας εναντίον του Μαξεντίου, αλλά πριν φύγει ο Κωνσταντίνος από την Γαλατία».
Το πρόβλημα της μεταστροφής του Κωνσταντίνου προς τον Χριστιανισμό εξετάζει σε αυτοτελή μελέτη του ο φιλόλογος Ιωάννης Δ. Δέμης (Αθήνα 1972), ο οποίος υποστηρίζει ότι η μεταστροφή του δεν είναι αποτέλεσμα πολιτικής σκοπιμότητας αλλά αποτέλεσμα θρησκευτικής πεποιθήσεως. Μεταξύ άλλων γράφει : «Εάν τα πάντα ήταν πολιτική σκοπιμότητα τότε ποια πολιτική σκοπιμότητα ανάγκασε τον Αυτοκράτορα και επισήμως να δεχθεί το Χριστιανισμό και να βαπτισθεί κατά τις τελευταίες στιγμές της ζωής του όταν πλέον ο θάνατος βρίσκονταν επί θύρας και δεν γινόταν να αναλάβει κανένα σχέδιο για το μέλλον; Πολιτική σκοπιμότητα μπορεί να θεωρηθεί η καθυστέρηση της βάπτισής του, ώστε να μην ερεθίσει την εθνική πλειοψηφία, την οποία είχε ανάγκη για να εκτελέσει τα σχέδια του αλλά και βαθιά συναίσθηση της αγιότητας του μυστηρίου και φόβος Θεού, που αισθάνονταν σαν τα γεγονότα του 326 μ.Χ. Εάν η στροφή του Κωνσταντίνου προς τους Χριστιανούς ήταν πράξη πολιτικής συναινέσως τότε γιατί δεν έπαυσε να προστατεύει την Νέα Θρησκεία, όταν πλέον στερέωσε απόλυτα την αυτοκρατορία;» Μας ομολογεί ο Durant ότι «βαθμηδόν» και εφόσον η ισχύς του καθίστατο ασφαλέστερη ευνοούσε περισσότερο τον Χριστιανισμό. Γιατί όμως ευνοούσε τον Χριστιανισμό ενώ αυτός δεν ήταν Χριστιανός και εν πάση περιπτώσει κανένας άλλος λόγος δεν του το επέβαλλε; Είναι επίσης γνωστό ότι ο Κωνσταντίνος έδωσε στους υιούς του Χριστιανική μόρφωση, χρημάτισε πλούσια τα χριστιανικά έργα της μητέρας του, έκτισε πολλές εκκλησίες και άλλες βοήθησε χρηματικά ώστε να κτισθούν. Πολλοί αρχαίοι ναοί κατεστράφησαν και στις θέσεις τους ανυψώθηκαν περικαλλείς ναοί της νέας θρησκείας.
Πάντως και στο σημείο της μεταστροφής οι γνώμες των ιστορικών είναι τελείως αντίθετες. Ο Harnack χαρακτηρίζει τον Κωνσταντίνο ως ένα πολύ ικανό πολιτικό, ο Duruy υποστηρίζει ότι για πολιτικούς λόγους, παρά για θρησκευτική πίστη έδειξε εύνοια προς τον Χριστιανισμό, ο Schwartz αποδίδει την εύνοια στην διορατικότητά του κοσμοκράτορα, ο Piganiol γράφει ότι υπήρξε Χριστιανός χωρίς να το ξέρει. Αντίθετα ο Τζόουνς κατηγορηματικά δέχεται ότι η μεταστροφή του Κωνσταντίνου ήταν αποτέλεσμα θρησκευτικής πεποιθήσεως. Μαζί του συμπίπτουν ο Batiffol, ο Lot και σχετικά ο Boissier. Τον «Χριστιανισμό ως μέσο και όχι σκοπό» βλέπει ο Durant στις πράξεις του Κωνσταντίνου. Ανάλογες απόψεις έχουν διατυπώσει και άλλοι ιστορικοί. Γεγονός πάντως είναι ότι στις μέρες του Κωνσταντίνου, στερεώθηκε ο Χριστιανισμός. Αυτό κανείς ιστορικός δεν μπορεί να το αμφισβητήσει.