Θα εξεταστεί σε αυτή την ενότητα, η «επιστημονική» γνώση της Εθνικής θρησκείας, που προσπαθεί 2500 χρόνια αργότερα να της αποδοθεί από ορισμένους κύκλους εκβιάζοντας και βιάζοντας πολλαπλές φορές, τόσο τα ιστορικά στοιχεία του έθνους μας όσο και τις μνήμες εκείνων που δικάστηκαν και καταδικάστηκαν. Διότι εκτός των επιστημόνων - φιλοσόφων της εποχής, που παρουσιάζονται ως οι «προφήτες» του σημερινού Εθνισμού, καταδικάστηκαν πλήθος ανθρώπων που ουδέποτε φάνηκαν στην ευρέως γνωστή ιστορία, αλλά οι ψυχές τους το γνωρίζουν και το φωνάζουν, όσο και να προσπαθεί το ομιχλώδες πανί του νέο-Εθνισμού να καλύψει.
ΔΙΑΦΟΡΑ ΔΙΩΓΜΟΥ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΑΠΟ ΚΑΤΑΔΙΚΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ
Η διαφορά μεταξύ των καταδικών φιλοσόφων της αρχαιότητας με τους αιρετικούς στην Δύση και την ανατολή από ορισμένους αυτοκράτορες, έγκειται στο ότι ο φιλόσοφος υπό καταδίκη ήταν ένα άτομο, γεγονός που δύσκολα θα μπορούσε να θέσει την εξουσία υπό κίνδυνο, με εξαίρεση ίσως τους Πυθαγόρειους και τις διδασκαλίες του Σωκράτη προς τους νέους, όπου εκεί υπήρχε επηρεασμός προς μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, την νεολαία. Αντιθέτως οι διωγμοί κατά αιρετικών είχαν να κάνουν με το παιχνίδι της εξουσίας, εφόσον κάθε ομάδα αιρετικών αποτελούσε πολυπληθή ομάδα του αυτοκρατορικού κράτους ή των φέουδων που αμφισβητούσε την εξουσία θέλοντας να ηγηθεί τοπικά ή και οικουμενικά και ετοποθετείτο ως επικυρίαρχος αντικαταστάτης και διάδοχος του εκάστοτε αυτοκράτορα της Ανατολής ή του Πάπα (πολιτική εξουσία) της Ρώμης. Δεν δύναται να συγκριθούν οι καταδικαστικές αποφάσεις των αρχαίων Αθηναίων έναντι των φιλοσόφων με την απόφαση του Ιουστινιανού να κλείσει το πανεπιστήμιο Αθηνών. Διότι τις αποφάσεις των Αθηνών παίρνουν τα Δημοκρατικά δικαστήρια* όπου αποφασίζουν 501 άτομα αντιπροσωπευτικότατα των θρησκευτικών τάσεων και δεισιδαιμονιών της εποχής, ενώ εις την Βυζαντινή αυτοκρατορία αποφασίζει, διατάσσει και ευθύνεται ένας, δηλαδή ο αυτοκράτορας και μαζί του ίσως κάποιοι αυλοκόλακες στους οποίους βέβαια δεν μπορεί να αποδοθεί ιστορική ευθύνη χωρίς αποδείξεις. Η απόφαση δε του ενός δεν αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα του βυζαντινού Ορθόδοξου λαού, εν αντιθέσει με εκείνες τις αποφάσεις της αρχαίας Δημοκρατίας των Αθηνών, που αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα του Εθνικού λαού. Είναι λοιπόν άδικο να καταδικάζονται όλοι της Βυζαντινής αυτοκρατορίας Χριστιανοί ως μισαλλόδοξοι εφόσον αποφασίζει ένας από αυτούς, εν αντιθέσει με την αρχαιότητα που αποφασίζουν οι πλείστοι! Θα περίμενε κανείς να συμβαίνει το αντίθετο.
*Βεβαίως όμως πρέπει να τονιστεί ότι η ύπαρξη δικαστηρίων στην προχριστιανική Αθήνα δίδει μια σαφή έκφραση πολιτισμού και δημοκρατίας σε μια πόλη της πατρίδας μας, που δεν απαντάται πουθενά αλλού εις την υφήλιο εκείνων των εποχών, αλλά ούτε και για αρκετούς αιώνες εκείνων των μετέπειτα.)
|
1. |
ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΗ, ΑΘΗΝΑ & ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Διοπείθης, θεοί και διδασκαλία αστρονομίας
|
2. |
ΑΣΕΒΕΙΑΣ ΓΡΑΦΗ
|
3. |
ΑΘΕΪΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
|
4. |
ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ & ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΣΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ
Αποτυμπανισμός
|
5. |
Ο ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΕΡΗΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ |
6. |
ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ |
7. |
ΕΝΑΣ ΑΡΧΑΙΟΣ ΨΕΥΤΗΣ ΘΕΟΣ ΖΗΤΑ ΑΣΕΒΕΙΑ |
8. |
ΙΕΡΟΣΥΛΙΑ |
9. |
Η ΠΥΡΑ ΤΟΥ ΓΑΛΙΛΑΙΟΥ ΚΑΙ Ο ΠΕΡΙ ΑΥΤΗΣ ΜΥΘΟΣ |
10. |
ΔΙΩΞΕΙΣ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ & ΑΛΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ |
11. |
ΝΕΟΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΕΣ ΑΠΑΤΕΣΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΣΕΒΟΝΤΟ ΠΑΝΤΟΤΕ ΤΑ ΕΤΕΡΟΔΟΞΑ(Επαμεινώνδας Παντελεμίδης, περιοδικό Ιχώρ, τεύχος 30)ΗΠΙΑ ΘΕΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟ ΝΕΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ(Παναγιώτης Μαρίνης, τηλεοπτικός σταθμός Alter, 02/2004)Η Β΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ & ΠΑΓΑΝΙΣΜΟ(Κρεββατάς Δημήτριος, Βυζάντιο & ο διωγμός του ελληνισμού, σελ. 148)
|
12. |
ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑΑσέβεια και εξέταση φύσεως - αστρολογία |
13. |
ΠΗΓΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ |
Οι πόλεις - κράτη, και κυρίως η Δημοκρατική Αθήνα βλέποντας ότι η κριτική για τους θεούς ξεκινά από τους σοφιστές και τις ανώτερες κοινωνικά τάξεις θεώρησε ότι βρίσκεται μπροστά σε μια ύπουλη επίθεση Λακωνιζόντων, κατά του Δήμου κα γι’ αυτό ψήφισε το 432 π.Χ. το περίφημο «Ψήφισμα του ΔΙΟΠΕΙΘΗ*», επαγγελματία μάντη, εναντίων όσων: «τὰ θεῖα μὴ νομίζειν καὶ λόγους περὶ τῶν ματαρσίων (οὐρανίων) διδάσκειν» (Πλουτ. Περικ. 32) με ποινές την εξορία, το θάνατο και το κάψιμο των συγγραμμάτων (Nauk, Fragm. Trag. Gracc. 2η έκδοση, σελ. 771)
«Σωκράτης ἀδικεῖ καὶ περιεργάζεται ζητῶν τά τε ὑπὸ γῆς καὶ οὐράνια καὶ τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιῶν». Κατηγορία στο δικαστήριο του Λύκωνα και Μελήτου προς την ασέβεια του Σωκράτη, όπως περιγράφεται στην Απολογία του Πλάτωνα (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Κ΄, σελ. 298)
|
«Το Δωδεκάθεο έλαβε «κρατική» υπόσταση όταν άρχισαν να δημιουργούνται σιγά-σιγά στην Ελλάδα οι Πόλεις-Κράτη. Κάθε πολιτεία θεώρησε καλό να βάλει τάξη στο χάος των τοπικών λατρειών δημιουργώντας μία δημόσια λατρεία βασισμένη στο ομηρικό Δωδεκάθεο ως συνεκτικό δεσμό της Πόλεως-Κράτους. Πράγματι, οι αρχαίες ελληνικές πόλεις-κράτη δεν επέτρεπαν σε κανένα να βρίσκεται έξω από την κρατική οργάνωση της λατρείας. Ωστόσο η πλειονότητα των κατοίκων πού δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα (μέτοικοι, δούλοι κ.λπ.) συνέχισε να τηρεί τις παλιές, χθόνιες λατρείες και αργότερα αποτέλεσαν τους πολυπληθείς πιστούς της νέας θρησκείας του Διονύσου, όπως την είχε «μεταρρυθμίσει» ο Ορφισμός. η κύρια «θρησκευτική» ενασχόληση αυτής της πλειονότητας ήταν σαφώς η ΜΑΓΕΙΑ, όπως δείχνει με ιδιαίτερη ενάργεια η πληθώρα των μαγικών φυλακτών και καταδέσμων από τις ανασκαφές. Η Μαγεία άλλωστε ήταν και η μόνη διέξοδος της μεγάλης πληθώρας των αποκλήρων της ζωής στην αρχαία εποχή σε έναν κόσμο ανασφαλή, άδικο και εχθρικό…
Οι πόλεις - κράτη, και κυρίως η Δημοκρατική Αθήνα βλέποντας ότι η κριτική για τους θεούς ξεκινά από τους σοφιστές και τις ανώτερες κοινωνικά τάξεις θεώρησε ότι βρίσκεται μπροστά σε μια ύπουλη επίθεση Λακωνιζόντων, κατά του Δήμου κα γι’ αυτό ψήφισε το 432 π.Χ. το περίφημο «Ψήφισμα του ΔΙΟΠΕΙΘΗ*», επαγγελματία μάντη, εναντίων όσων: «τὰ θεῖα μὴ νομίζειν καὶ λόγους περὶ τῶν ματαρσίων (οὐρανίων) διδάσκειν» (Πλουτ. Περικ. 32) με ποινές την εξορία, το θάνατο και το κάψιμο των συγγραμμάτων (Nauk, Fragm. Trag. Gracc. 2η έκδοση, σελ. 771)».΄
Πηγή: «Οι απόκρυφες επιστήμες στην Ελληνική αρχαιότητα, από τον Όμηρο μέχρι τον Πρόκλο», Διαμαντής Κούτουλας, Εκδόσεις ΕΣΟΠΤΡΟΝ, Αθήνα 2002
Αθηναίος χρησμολόγος και φανατικός αντιπρόσωπος της αρχαίας πίστης. Το ένα του χέρι ήταν παράλυτο. Αντιτάχθηκε στις νεωτεριστικές μεταρρυθμίσεις του Περικλή και με εισήγησή του αποφασίστηκε να υποβάλλονται μυνήσεις «εἰσαγγελίαι» κατά παντός μη πιστεύοντας στους αρχαίους θεούς ή σε αυτούς που διέδιδαν θεωρίες περί υπερκόσμιων πραγμάτων. Φαίνεται πως άκμασε κατά το δεύτερο ήμισυ του Ε΄ αιώνα π.Χ., αν και δεν υπάρχει ομοφωνία προς αυτό. Για την μετέπειτα στάση του επί της κοινωνικής κατάστασης κύριος μάρτυρας είναι ο Αριστοφάνης, είναι δε ασφαλής η μαρτυρία του σχολιαστή του Αριστοφάνη που λέει πως ο Διοπείθης, ακολουθώντας άλλωστε τις αρχές του, διέκειτο συμπαθώς προς το συντηρητικό στρατηγό Νικία. Περί αυτού αναφέρεται πως έφτασε σε πολύ μεγάλη ηλικία, και ότι κατά τα τελευταία έτη της ζωής του μετακλήθηκε στην Σπάρτη, όπου ερμήνευσε ορισμένους χρησμούς αναφερόμενους στην ανάληψη της βασιλείας από τον Αγησίλαο.
Σταματάκος Ι., Καθηγητής Φιλολογίας, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ, σελίδα 413
Ο Πλούταρχος, λοιπόν σε μορφή διαλόγου με τον Λεύκιο λέει:
Και ο Λεύκιος γελώντας είπε «μόνο πρόσεξε, αγαπητέ μου, μην μας μπλέξεις σε κατηγορία για ασέβεια, όπως νόμιζε ότι έπρεπε να κάνει ο Κλεάνθης [αυτός κατηγόρησε* τον Αρίσταρχο για ασέβεια] για τον Αρίσταρχο τον Σάμιο, μηνύοντας αυτόν στους Έλληνες [Αθηναίους] για ασέβεια, επειδή νίκησε την εστία του κόσμου [την Γη], διδάσκοντας ότι η ουράνια σφαίρα μένει ακίνητη και ότι η Γη περιφέρεται σε λοξό κύκλο [την εκλειπτική], ενώ συγχρόνως περιφέρεται γύρω από τον άξονά της». *Κατηγορία του Κλεάνθη : «ὡς κινῶν τὴν τοῦ κόσμου ἑστίαν καὶ ταράσσων τὴν τῶν Ὀλυμπίων (θεῶν) ἠρεμίαν…» (Πηγή Περιοδικό «Ιχώρ», τεύχος 30, άρθρο «Οικειοποίηση της αρχαίας Ελληνικής επιστήμης», Αθανάσιος Β. Κοβάτσης, Δρ. Ιατρός και Δρ Χημικός, Καθηγητής ΑΠΘ, σελίδες 52, 54)
|
Υπό το γενικό αυτό όνομα περιλαμβάνονταν όλες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες αποδίδονταν εις τον κατηγορούμενο ως προσβολή του θρησκευτικού και ηθικού συναισθήματος των πολιτών. Ασέβημα κατά τον Πολύβιο «τό εἰς τούς θεούς καί τούς γονεῖς καί τούς τεθνεῶτας ἁμαρτάνειν» (αυτό ας το βλέπουν οι «διαβασμένοι» περί αρχαιότητας αρχαιολάτρες που αμαρτάνουν έναντι των τεθνώντων Ορθοδόξων υπέρ πατρίδας-ελευθερίας και που ενώ όλες οι αρχαίες συνήθειες εξυμνούνται από τους πρώτους κατά την διάρκεια των αρχαίων χρόνων εντούτοις ουδεμία εφαρμογή τους τίθεται επί των ημερών μας). Αφού λοιπόν τόση γενικότατη σημασία είχε η λέξη ασέβεια, είναι φυσικό, ότι πολλές και ποικίλες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες μπορούσε να εκφερθεί η κατηγορία για ασέβεια. Έτσι βλέπουμε ότι ο Αλκιβιάδης κατηγορήθηκε για ασέβεια διότι ενέπαιξε τα Ελευσίνια μυστήρια, άλλος, όπως αναφέρει ο Δημοσθένης, κατηγορήθηκε για ασέβεια διότι συναναστρέφονταν με τον ανιψιό του που είχε κατηγορηθεί για πατροκτονία και ακόμη δεν είχε δικαστεί. Η περίφημη Ασπασία η Μιλίσια, η σύζυγος του Περικλή κατηγορήθηκε ότι «Περικλεῖ γυναῖκας ἐλευθέρας εἰς τό αὐτό φοιτώσας ὑποδέχοιτο». Η συνηθέστερη όμως κατηγορία ήταν ενάντια ανθρώπων που θεωρούνταν ότι ήταν άθεοι, αιρετικοί, διότι δεν παραδέχονταν ανεξέταστα τα πάντα περί θεών μυθολογούμενα ή διότι τολμούσαν να εκφράσουν περί κόσμου ιδέες αντίθετες εις τα καθιερωμένα υπό της θρησκείας. Αυτή η κατηγορία έγινε συνήθως προς τους φιλοσόφους, των οποίων οι φιλοσοφικές ιδέες δεν συμφωνούσαν με την λαϊκή αντίληψη. Έτσι εκτός του Σωκράτη, που ως γνωστόν κατηγορήθηκε πως δεν πιστεύεις τους θεούς, τους οποίους πίστευε η πόλη, αλλά εισήγαγε «ἓτερα καινά δαιμόνια», για παρόμοιους λόγους κατηγορήθηκαν ο Αναξαγόρας, ο Αριστοτέλης, ο Πρωταγόρας, ο Στίλπων, ο Θεόφραστος και πλείστοι άλλοι.
Ενώ όμως στην αρχή πολλές ήταν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες μπορούσε να γίνει «γραφή ασέβειας», εντούτοις δεν υπήρχαν νόμοι που να ορίζουν λεπτομερώς τι σημαίνει ασέβεια. Στην αρχαιότατη εποχή το λαϊκό συναίσθημα ήταν το κριτήριο με το οποίο χαρακτηρίζονταν κάτι ως ασέβεια. Επειδή όμως αργότερα εμφανίζονταν πράξεις για πρώτη φορά, είτε ένεκα ιδιαίτερων λόγων, παρίστατο ανάγκη να χαρακτηριστούν ως ασεβήματα, άρχισαν παντού με ειδικούς νόμους μερικά αμαρτήματα να χαρακτηρίζονται ως αποτελούντα ασέβεια. Στην Αθήνα μόλις λίγο πριν την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου (το 432 π.Χ), με ενέργειες του εχθρού του Περικλή, καθορίσθηκε με ψήφισμα πως σε γραφή ασεβείας υπέκειντο «οἱ τά θεῖα μή νομίζοντες ἣ λόγους περί τῶν μεταρσίων διδάσκοντες» και αυτό έγινε ώστε με βάση αυτό το ψήφισμα να κατηγορηθεί ο φίλος του Περικλή Αναξαγόρας.
Είναι πιθανό ότι και άλλες περιπτώσεις, κατά τις οποίες μπορούσε να γίνει κατηγορία επί ασέβειας, να ήσαν νωρίτερα καθορισμένες ή να καθορίστηκαν αργότερα. Όλες όμως αυτές οι περιπτώσεις δεν ήταν δυνατόν να καθοριστούν με νόμο ένεκα του πλήθους και της ποικιλίας των αμαρτημάτων, τα οποία μπορούσαν, ανάλογα της εκάστοτε νοοτροπίας του λαού, να χαρακτηρισθούν ως ασεβήματα. Γι αυτό και οι ρήτορες επιχειρούσαν πολλές φορές να χαρακτηρίσουν ως ασεβή πράξη κάποια ενέργεια στηριζόμενοι επί του άγραφου ιερατικού νόμου. Λέγεται πως και ο ίδιος ο Περικλής συμβούλεψε αυτό στους Αθηναίους. Ως εκ τούτου γίνονταν κατηγορία περί ασεβείας και ας μην ήταν καθορισμένη από τον νόμο, αλλά η διαδικασία αυτών των περιπτώσεων ήταν διαφορετική από εκείνες που ήταν καθορισμένες από τον νόμο. Σε κάθε περίπτωση όμως, είτε ήταν καθορισμένη από τον νόμο η ασέβεια είτε όχι, ο κάθε πολίτης μπορούσε να κατηγορήσει για ασέβεια τον ασεβή, διότι ως είπαμε η ασέβεια δεν ήταν αδίκημα ενάντια σε ορισμένους πολίτες αλλά ενάντια σε όλους τους πολίτες της πόλης. Για αυτό και σε σπάνιες περιπτώσεις η ασέβεια καλούνταν «δίκη», συνηθέστερα δε «γραφή». Εκεί που ορισμένος νόμος όριζε ποια πράξη πρέπει να θεωρηθεί αδίκημα, ταυτόχρονα όριζε και σε ποιου δικαστηρίου την αρμοδιότητα ενέπιπταν οι κατηγορούμενοι για ασέβεια. Εκεί δε πάλι, που το ασέβημα γίνονταν με προσβολή, ή έλλειψη οφειλόμενου σεβασμού σε αντικείμενα διατελούντα υπό την επίβλεψη ορισμένων θρησκευτικών ή πολιτικών αρχών, η κατηγορία μπορούσε να γίνει προς αυτές τις αρχές, οι οποίες με την σειρά τους επιμελούνταν περί της δικαστικής καταδιώξεως και τιμωρίας του ενόχου, είτε εισάγοντας αυτόν σε ειδικά δικαστήρια, είτε επιβάλλοντας και ποινή σε αυτόν, ανάλογα με το μέτρο της δικαιοδοσίας τους, εφόσον είχαν το δικαίωμα να επιβάλλουν ποινές. Έτσι προσβολή κατά των Ελευσίνιων μυστηρίων μπορούσε να καταγγελθεί στους Ευμολπίδες, φθορά των ιερών ελαίων της Αθηνάς, των λεγόμενων μορίων, δικάζονταν από τον επιτετραμμένο για την επίβλεψη αυτών Αρείου Πάγου. Όπου όμως δεν ήταν σαφώς ορισμένη η αρχή προς την οποία όφειλε να αποταθεί εκείνος που κατάγγειλε ή όταν αγνοούσε ποιανού ήταν αυτή και γενικά όπου χωρούσε αναρμοδιότητα δικαστηρίου, η κατηγορία γίνονταν ενώπιον του άρχοντα βασιλέα, ο οποίος ενεργούσε την λεγόμενη προδικασία , παρέπεμπε έπειτα την υπόθεση προς το αρμόδιο δικαστήριο. Το λεγόμενο, πως ο Άρειος Πάγος δίκαζε τις κατηγορίες περί ασέβεια, δεν είναι αληθές. Βεβαίως στην παλαιότητα εποχή όχι μόνο αυτές, αλλά και τις άλλες σπουδαίες δίκες δίκαζαν οι Αρεοπαγίτες, ενώ κατά τους μεταγενέστερους χρόνους, όταν η δικαιοδοσία του Άρειου Πάγου κατέστη και πάλι μέγιστη, δίκαζε και ο Άρειος Πάγος αυτές τις κατηγορίες (όπως λ.χ. συνέβηκε, όταν ο Απόστολος Παύλος κήρυξε στην Αθήνα την νέα θρησκεία, της οποίας τα διδάγματα σκανδάλισαν πολλούς). Κατά τους χρόνους όμως της ακμής των Αθηνών τα ηλιαστικά δικαστήρια δίκαζαν επί ασέβεια (όπως και τις άλλες δίκες), εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις.
Η τιμωρία των καταδικαζομένων επί ασέβεια η μέγιστη διότι και η ασέβεια θεωρούνταν η μέγιστη αμαρτία. Συνηθισμένες ποινές ήταν: ο θάνατος, ενίοτε ατιμωτικός, η δε ταφή του πεθαμένου εκτός των ορίων της πόλεως (για τους αρχαίους έλληνες είχε σημασία η ταφή στην πόλη στην οποία ανήκαν) και η εξορία. Μόνο σε ελαφρότατες περιπτώσεις η τιμωρία μπορούσε να είναι πρόστιμο. Επειδή δε ο ασεβής θεωρούνταν ότι αποτελεί μίασμα για τις πόλεις και η τιμωρία του ήταν η απαίτηση των θεών και όχι των ανθρώπων, γι’ αυτό όταν λόγοι ανωτέρας βίας επέβαλλαν την ατιμωρησία του ασεβή, τότε αυτός ως εναγής αποκλείονταν από την αγορά, χώρος ιερός στην αρχαιότητα και από πάσης πράξεως προς τα θεία και από την είσοδο στα ιερά. Γι’ αυτό το λόγο επίσης κρίνονταν ως ασεβής εκείνος που εξανάγκαζε την πόλη να μην τιμωρήσει τον ασεβή ή εκείνος που εξ οίκτου δεν τον κατάγγειλε ή δεν τον καταδίκαζε ενώ τον θεωρούσε ένοχο. Ακριβώς διότι η ασέβεια θεωρούνταν η μέγιστη αμαρτία που δεν έπρεπε να μείνει ατιμώρητη ελάμβανε χώρα και το εξής: αν ο κατηγορούμενος για ασέβεια αθωώνονταν με 1/5 των ψήφων τουλάχιστον και δεν καταδικάζονταν τότε ο κατήγορος δεν αντιμετώπιζε μεγάλες ποινές, παρά εκείνες που εφαρμόζονταν σε συνηθισμένες δίκες, έστω και αν είχε κατηγορήσει κάποιον για ένα τόσο βαρύ και σημαντικό αδίκημα, αλλά δεν αντιμετώπιζε ούτε αποκλεισμό από τα δημόσια αξιώματα, ώστε να μην διστάσει κάποιος να κατηγορήσει τον ασεβή έστω και αν αθωωθεί πανηγυρικά ελλείψει επαρκών στοιχείων.
(Πηγή: Καρβέλλας Γ.Ι., Καθηγητής, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος Ε΄, σελίδα 796)
Δεν ευσταθεί η άποψη των νεο-Εθνικών περί ελεύθερης πίστης στην αρχαία Ελλάδα.
«Αδικεί Σωκράτης ους μεν οι πόλις νομίζει θεούς ου νομίζων, έτερα καινά δαιμόνια εισφέρων». κατηγορητήριο έναντι Σωκράτη
|
Οι κατηγορούμενοι φιλόσοφοι στην αρχαιότητα ως «άθεοι» (μη Ολύμπιοι) ξεσκεπάζουν την Εθνική προπαγάνδα περί «περιτυλίγματος» των, εις το μυθολογικό πάνθεον με αρχηγό τον Δία. Αξιοσημείωτη είναι και η τοποθέτηση ορισμένων εις το μονοθεϊστικό «κλάδο» όπως επίσης πασιφανέστατη είναι η ένδειξη ότι οι μύθοι δεν αποτελούσαν στην αρχαία Ελλάδα διδακτικές ιστορίες, σύμφωνα με την σημερινή Εθνική προπαγανδιστική τοποθέτηση, αλλά ήταν ολοκάθαρα θρησκευτικής υφής δρώμενα εις τα οποία απαιτούνταν πλήρης θρησκευτική ευσέβεια.
Από φιλοσοφικής απόψεως πάντες οι φυσικοί φιλόσοφοι όπως ο Θαλής, ο Ηράκλειτος και οι ατομικοί υπήρξαν άθεοι διότι κανείς δεν μεταχειρίστηκε την υπόθεση του θεού ως βάση ερμηνείας του κόσμου. Αλλά τέτοια αθεΐα απαντούμε σε κάθε επιστήμονα καθ’ όλη την διάρκεια που μελετά τα προβλήματα της επιστήμης ανεξάρτητα από το πώς θα χρησιμοποιήσει τα πορίσματα του φιλοσοφικά. Αφού δεν προχωρούν οι επιστήμονες πέρα από την αρχή των όντων τότε το μεταφυσικό Νου παραμένει ελεύθερο να αποδώσει την αρχή εις μία ανώτατη δύναμη. Αυτό γίνεται φανερό εις τον Αναξαγόρα.
Για τους φυσικούς φιλόσοφους μίλησε ο Αριστοτέλης λέγοντας «περί των όντων μεν την αλήθεια εσκόπουν, τα’ δε όντα υπέλαβον είναι τα αισθητά μόνον» (Μττφ. 1010 11). Οι Ελεάτες και ιδίως ο Παρμενίδης δεν ανήκουν εις τους φυσικούς και δεν ανήκαν εις την αθεΐα αλλά πρέσβευαν τον πανθεϊσμό και την ακοσμία . Η αθεΐα του Ίππωνα ήταν γνωστή επειδή είπε ότι η αρχή των όντων είναι το νερό και επειδή θεωρούσε ότι ούτε θεοί αλλά και ούτε μεταθανάτιος ζωή υπάρχει. Κάκιστα θεωρήθηκε άθεος ο Διογένης ο Αππολωνιάτης που ήταν οπαδός της Ιωνικής σχολής όπως ο Ίππωνας. Ο Δημήτριος ο Φαλιρεύς ( Παρ. Διογ. Λαερτ. IX 57) μας λέει ότι ο Διογένης κινδύνευσε να διωχθεί στην Αθήνα, διότι θεωρούσε τον αέρα αρχή του παντός, αυτός όμως ο αέρας ήταν πνευματική δύναμη κατ΄ αυτόν που τον ταύτιζε με τον Θεό (Diels. Frg. 51 B 5 - ει του περί φύσεως βλ. 51 Α 8).
Η λέξη αθεΐα δεν είχε την σημασία την σημερινή αλλά συγχέονταν με την ασέβεια, με την οποία εναλλάσσεται εις την χρήση. Διαβόητοι άθεοι ήταν ο Κινησίας, ο Διαγόρας, ο Θεόδωρος, ο Ευήμερος κ.α. (Πλούτ. Περί των κοιν. Εν. 31, Cic de nat.Deor ΙΙΙ 37) που εκδιώχθηκαν όχι επειδή δεν πίστευαν στον Θεό αλλά επειδή ενέπαιζαν ή αναιρούσαν την πίστη της πόλεως που βρίσκονταν (Λυσία κατ. Ανδοκ. 13, 17), δηλαδή ασεβούσαν.
Μερικοί από αυτούς κατηγορήθηκαν διότι ασχολούνταν με μυθογραφικές μελέτες δηλαδή θρησκειολογικές. Το αυτό συνέβηκε με τον Δημόκριτο και μερικούς σοφιστές που θεωρήθηκαν άθεοι όπως ο Πρόδικος και ο Κριτίας. Άλλοι θεωρήθηκαν άθεοι επειδή δίδασκαν αγνωστικισμό δηλαδή δίδασκαν αμφιβολία και όχι αναίρεση. Επιφανέστερος υπήρξε ο Πρωταγόρας. Την αντίληψη των σοφιστών αποκρυστάλλωσε ο λαμπρός μαθητής αυτών ο Ευριπίδης εις πλείστους παροιμιώδεις στίχους «Ζευς όστις ο Ζευς, ου γαρ οιδα πλην λόγω» κ.α.
Οι σκεπτικοί δεν δογμάτιζαν εναντίον αλλά αρνούνταν να λάβουν θέση και θεωρούσαν να περί υπάρξεως του Θεού επιχειρήματα ισοδύναμα με τα κακά. Αστήρικτα και ο Σωκράτης θεωρήθηκε άθεος διότι κέντρο της μεταφυσικής του φιλοσοφίας είναι ο Θεός. Στωικοί και Επικούρειοι κατά καιρούς κατηγορήθηκαν ως άθεοι αν και οι πρώτοι είναι πανθεϊστές και οι δεύτεροι είχαν μικρή ιδέα της θεότητας.
Από όλα αυτά συνάγουμε ότι η μεταφυσική αθεΐα ουδέποτε εκδηλώθηκε εις τους αρχαίους Έλληνες.
Τα παρακάτω φανερώνουν τι συνέβαινε στην Αθήνα, και μάλλον κατ’ επέκταση στην υπόλοιπη Ελλάδα, σχετικά με τα θεία, τα ήθη και την Εθνική «ανεξιθρησκία» που διατυμπανίζεται εξόχως στα Εθνικά έντυπα. Θα διαφανεί περίτρανα ότι «κανόνες» θρησκευτικοί που υβρίζονται από πολλούς Εθνικούς και άθεους σήμερα, ως σκοταδισμός της Χριστιανικής εκκλησίας, των μεσαιωνικών χρόνων και εκείνων των Βυζαντινών, αποτελούν παλιά κληρονομιά των Ελλήνων, που ευτυχώς ορισμένα σημεία της σήμερα έχουν εκλείψει. Για άλλη μια φορά να τονιστεί πως όλα αυτά που παραθέτονται δεν αποσκοπούν στην αμαύρωση της αρχαιότητας, διότι π.χ. η ύπαρξη αστυνομίας στην Αθήνα αποτελεί δείγμα πολιτισμού, αλλά απλά στόχος είναι η κατάργηση του νέο-Εθνικού ψεύδους - ανιστορικότητας έναντι του Χριστιανισμού. Αν υπήρχε ανεξιθρησκία και ανοχή όπως υποστηρίζουν οι σύγχρονοι Εθνικοί τότε γιατί να υπάρχει ο Άρχων Βασιλεύς; Ας μην ξεχνάνε επίσης ότι οι Αρεοπαγίτες ήταν δικαστές ιδίως θρησκευτικών παραπτωμάτων. Όλα αυτά στην δημοκρατική Αθήνα. Στις άλλες μικρότερες πόλεις ποιος γνωρίζει σήμερα λεπτομερέστατα όμως τι γίνονταν;
Σε όποιον, στην αρχαία Αθήνα της κλασικότητας, προσέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο την μνήμη νεκρού προσάπτονταν ποινή από την Αστυνομία της Αθήνας η οποία και φρόντιζε για την επιτήρηση των ηθών.
Ο Λίθος της Βασιλείου Στοάς στην αρχαία αγορά όπου είχε έδρα ο Άρχων Βασιλεύς ο οποίος εκδίκαζε αδικήματα κατά των θεών
Παρακολουθούσαν οι αστυνομικοί τους πολίτες ώστε να ντύνονται σεμνοπρεπή και χωρίς πολυτέλεια , να συμπεριφέρονται κοσμίως, να σέβονται και να τιμούν τους γέροντες και τις γυναίκες, να μη βωμολοχούν και να μην υβρίζουν τα θεία. Ο Σόλωνας απαγόρευσε την μέθη και όρισε πρόστιμο 1000 δραχμές για τις γυναίκες που ήταν άσεμνα ντυμένες. Οι γυναικονόμοι επέβαλαν ποινές αν οι γυναίκες κουβαλούσαν πιοτό ή φαγώσιμο που άξιζε πέραν του ενός οβολού ή κουβαλούσαν καλάθι 1 πήχεως. Υπήρχε δίωξη για την μοιχεία η οποία αποτελούσε βαρύτατο αδίκημα μαζί με τον βιασμό.
Οι αγορανόμοι κοιτούσαν για την καταπάτηση του καταναλωτή από τους εμπόρους, αλλοιωμένα ή ακριβά προϊόντα, όπως επίσης για τον καλλωπισμό και τον καθαρισμό των δρόμων από όπου θα περνούσαν οι θρησκευτικές πομπές.
Οι Αρχαίοι πολίτες έπρεπε να συμμορφωθούν με όλους τους κρατικά καθορισμένους κανόνες της πολυθεϊστικής λατρείας, να παίρνουν υποχρεωτικά μέρος σε όλες τις πομπές της κρατικής θρησκείας, να συμμετέχουν υποχρεωτικά στα ιερά δείπνα προς τιμή της επίσημης θρησκείας της πόλης κράτους.
Στην κλασσική Αθήνα ο νόμος τιμωρούσε αυστηρά όσους αρνούνταν να εκπληρώσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα « Ὃς ἂν μὴ θέλῃ παρασιτεῖν, εἰσαγέτω εἰς τὸ δικαστήριον˙» (Πηγή: Αθηναίος, 6, 26· Πολυδεύκης, 8, 46 · Ουλπιανός, σχόλ. στο Δημοσθένη Κατά Μειδίου).
Στην Αρχαία Σπάρτη όποιος δεν έπαιρνε μέρος σ’ αυτά τα ιερά δείπνα, που διεξάγονταν καθημερινά, έστω και παρά τη θέλησή του, έπαυε αμέσως να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πολίτες (Πηγή: Αριστοτέλης, Πολιτικά, 2, 6, 2). Κατά την τελετή της ενηλικίωσής του, όταν γινόταν δεκτός ως πολίτης του κράτους, ο νέος έπρεπε να ορκιστεί ότι θα σέβεται πάντα τη θρησκεία της πόλης «καὶ ἱερὰ τὰ πάτρια τιμήσω» (Πηγή: Πολυδεύκης, 8, 106:). Ακόμη και οι νεοαγορασμένοι δούλοι ενός σπιτιού έπρεπε να ασπαστούν την οικογενειακή λατρεία (Πηγή: Δημοσθένη, Κατά Στεφάνου, 1, 74· Αριστοτέλης, Οικονομικά, 1, 5· Κικέρων, De legibus, 2, 8 και 2, 11).
Στην Ειδωλολατρική Αρχαιότητα συνιστούσαν ποινικά κολάσιμες πράξεις η αμφισβήτηση και η απιστία προς τον πολιούχο «θεό», την επίσημη θρησκεία της αρχαίας Πόλης-Κράτους. Ο κάθε πολίτης «έπρεπε να πιστεύει και να υποτάσσεται στη θρησκεία της πόλης. Μπορούσαν, ωστόσο, να περιφρονούν ή να μισούν τους θεούς της γειτονικής πόλης (...) δεν έχουν δικαίωμα όμως ούτε να σκεφτούν ακόμη την αμφισβήτηση της Πολιούχου Αθηνάς ή του Ερεχθέα ή του Κέκροπα. Η ελευθερία της σκέψης σχετικά με τη θρησκεία ήταν κάτι εντελώς άγνωστο στους Αρχαίους» (Πηγή: Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 349). Γι’ αυτό άλλωστε, ο Σωκράτης κατηγορήθηκε πως δεν πίστευε ως «θεούς» τους «θεούς» που δεχόταν η Αθήνα με το κατηγόρημα «Ἀδικεῖ Σωκράτης οὕς ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων» (Πηγή: Ξενοφώντα, Απομνημονεύματα, 1, 1).
Στην αρχαιότητα συνιστούσε αδίκημα η προσωπική εισαγωγή στην πόλη μιας μη αναγνωρισμένης από το Κράτος ξένης τελετουργίας ή ακόμη και λατρείας προς ξένη «θεότητα»: «Καταδικάστηκε σε θάνατο κάποια ιέρεια που ονομαζόταν Νίνος. Το κύριο αδίκημά της φαίνεται ότι υπήρξε μια απόπειρα να συγκροτήσει μια νέα θρησκευτική αίρεση ή μια τελετουργία προς τιμήν κάποιας νέας θεότητας (Δημ. 19, 281)» (Πηγή: Douglas M. MacDowell, Το δίκαιο στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, εκδ. Παπαδήμα, σ. 304). Αυτά λεν για τη Νίνο ο Δημοσθένης στο Περί της παραπρεσβείας, 281, Προς Βοιωτόν περί προικός μητρώας, 9, Προς Βοιωτόν περί του ονόματος, και ο Διον. Αλικαρνασσεύςστο Περί Δεινάρχου, 11. «Η αθηναϊκή νομοθεσία προέβλεπε ποινές για όσους αρνιόυνταν να τιμήσουν θρησκευτικά μια εθνική εορτή (Πολυδεύκης, 8, 46 - Ουλπιανός, Σχολ. στο Δημοσθένη, Κατά Μειδίου)» (Πηγή: Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 349).
Ψευδής είναι επίσης ο ισχυρισμός ότι επειδή υπήρχαν πολλοί «θεοί» (Πολυθεϊσμός), τάχα επιτρεπόταν σε κάποιον να παρατήσει τον «θεό» της πόλης του, ώστε να διαλέξει ελεύθερα να λατρεύει έναν από τους υπόλοιπους «θεούς» του Πανθέου. Διαφορετικό ζήτημα η πολλαπλότητα των «θεοτήτων» και διαφορετικό ζήτημα η ανεξιθρησκία, και δηλαδή, η δυνατότητα απόρριψης της κρατικής θρησκείας και των κρατικών «θεών» για χάρη κάποιων άλλων. Καμιά «θρησκευτική ατομική ελευθερία», συνεπώς, δεν συνεπάγεται η φύση του Πολυθεϊσμού. Τόσο αντιεξουσιαστικό ήταν το αρχαίο κράτος αναφορικά με το ατομικό δικαίωμα στην επιλογή του προς λατρεία «θεού», που πολλοί καταδικάζονταν για ασέβεια ακόμη και προς τις επίσημα αναγνωρισμένες «θεότητες», λόγω μιας ιδιωτικής λατρευτικής τους πράξης, δίχως να προϋπάρχει νόμος που να την καταδικάζει ως ασέβεια. Η έννοια της ασέβειας ήταν τόσο ασαφής, που ο καθένας κινδύνευε για το παραμικρό να καταδικαστεί σε θάνατο ή πρόστιμο. «Ο Ανδοκίδης είχε επισύρει κάποια ποινή θέτοντας "ικετηρία" στο βωμό του Ελευσίνιου κατά τη διάρκεια των Μυστηρίων, χωρίς να γνωρίζει ότι υπήρχε νόμος που το απαγόρευε αυτό (Ανδ. 1, 113). (...) Ο Ανδοκίδης αποτελεί πιο αξιόπιστη πηγή απ’ ό,τι το σχετικό με τον Αισχύλο ανέκδοτο, και είναι προτιμότερο να δεχθούμε ότι στο αθηναϊκό δίκαιο μια πράξη μπορούσε να θεωρηθεί ως ασεβής, ακόμη κι αν ο δράστης δεν γνώριζε, όταν τη διέπραττε, ότι ήταν ασεβής. (...) Φαίνεται απίθανο να είχαν ασπαστεί οι Αθηναίοι την άποψη ότι μια πράξη δεν μπορούσε να είναι ασεβής, αν κανείς νομοθέτης δεν είχε σκεφθεί να την απαγορεύσει» (Πηγή: Douglas M. MacDowell, Το δίκαιο στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, εκδ. Παπαδήμα, σ. 306-307).
Σε απλά ελληνικά, η ειδωλολατρική θρησκεία των Αρχαίων ήταν τόσο ανεκτική, ώστε μπορούσες ξαφνικά, δίχως καλά-καλά να το καταλάβει κανείς, να βρεθεί κατηγορούμενος για «ασέβεια» και να θανατωθεί για μια λατρευτική του πράξη, δίχως να προϋπάρχει νόμος που να καταδικάζει τη συγκεκριμένη πράξη. Αυτά ασφαλώς δεν ήταν μεμονωμένα φαινόμενα. Ο Τιβέριος «απαγόρευσε τις ξένες λατρείες ιδιαίτερα τις αιγυπτιακές και εβραϊκές τελετουργίες, και εξανάγκασε εκείνους που είχαν σχέση με αυτές να κάψουν τα θρησκευτικά ενδύματα και εξαρτήματά τους» (Πηγή: Σουετώνιου, Τιβέριος, 36). Ο Κλαύδιος «εξαφάνισε εντελώς από τη Γαλατία τη σκληρή και απάνθρωπη θρησκεία των Δρυιδών, που στα χρόνια του Αυγούστου είχε απαγορευτεί για τους Ρωμαίους πολίτες» (Πηγή: Σουετώνιου, Κλαύδιος, 24). Γενικότερα, ήταν παράβαση νόμου η εισαγωγή ξένης θρησκείας που δεν εγκρίθηκε από τη ρωμαϊκή Γερουσία, όπως αναφέρει ο Κικέρωνας «nemo habesset deos sive novow dive advenas nissi publice adsvitos» (Πηγή: Κικέρων, De legibus, 2, 8), και ο παραβάτης τιμωρούνταν με θάνατο.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι η ταύτιση πιστού και πολίτη είναι βυζαντινό φαινόμενο που συνεχίζεται στα νεοελληνικά Συντάγματα, αλλά κάνουν λάθος. Πριν αναλάβουν οι Εννιά άρχοντες της Αρχαίας Αθήνας τα καθήκοντά τους, εξετάζονταν από επιτροπές, οι οποίες τους ρώταγαν, μεταξύ άλλων, αν πιστεύουν στους λεγόμενους θεούς: «Όταν οι άρχοντες υποβάλλονται σε εξέταση, τους ρωτούν πρώτα (...). Κατόπιν τους ρωτούν αν πιστεύουν στον Απόλλωνα τον πατρώο και στο Δία τον έρκειο και πού βρίσκονται τα ιερά τους» (Πηγή: Αριστοτέλη, Αθηναίων πολιτεία, 55, 3). Παρατηρεί ο αναγνώστης ότι οι αρχαιολάτρες ψεύδονται, όταν μιλάν για θρησκευτική ανοχή, διότι τόσο οι Έλληνες όσο και οι Λατίνοι δεν ήταν ανεκτικοί και πως το αρχαίο κράτος και η πολυθεϊστική θρησκεία ήταν άρρηκτα συνδεμένη και με ατσάλινη πειθαρχία εφαρμοσμένη στους πολίτες. Άλλωστε για ποιο λόγο ο Πλάτωνας θα έγραφε «χρειάζεται ένας γενικός νόμος, που δε θα επιτρέπει παράνομες πράξεις λατρείας» (Πηγή: Πλάτων, Νόμοι, 909d) και ποιες είναι οι παράνομες πράξεις λατρείας;
Ήταν μάλλον η πιο απάνθρωπη μορφή ποινής στην αρχαία Αθήνα. Μέσα στο δεσμωτήριο υπήρχε ένας μεγάλος κορμός δένδρου. Ο κατάδικος τοποθετούσε το κεφάλι του πάνω στον κορμό και ο εκτελεστής με ένα κόπανο (τύμπανο) κτυπούσε το κεφάλι του κατάδικου μέχρι ο τελευταίος να πεθάνει. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς αναφέρονται σε αυτό. Ο Αριστοφάνης λέει ότι με αυτόν τον τρόπο καταδικάζονταν οι «Κακούργοι, ανδροφόνοι, ασεβείς (προς τα θεία)» κ.λ.π.
Πολλοί νεοΕθνικοί αγνοούν πως η βάση της Ιερής Εξέτασης της Δύσης, ήταν ένα σύγγραμμα του Πλάτωνα. Αυτό ένεκα της ιδέας του Πλάτωνα για την δική του τέλεια πολιτεία. Παρόλο όμως το ότι ο Πλάτωνας δίδασκε την θανατική καταδίκη στην πολιτεία του σε περίπτωση ασέβειας προς αυτήν, εντούτοις αυτός είναι σωσμένος, όπως άλλωστε πολλοί άλλοι, από τον Ιησού Χριστό κατά την κατάβασή του στον Άδη.
«Αν όμως κάποιος ασεβής θα δείξει ανυπακοή στους νόμους, θα εφαρμόζεται ο εξής νόμος σχετικά με την ασέβεια: όποιος αντιληφθεί λόγια ή πράξεις ασεβείς, πρέπει να αντιδράσει αμέσως καταγγέλλοντας στους άρχοντες τον ένοχο, οι οποίοι θα τον οδηγήσουν στο αρμόδιο για τέτοιες υποθέσεις δικαστήριο. Αν ο άρχοντας που θα πληροφορηθεί το γεγονός δεν εκτελέσει το καθήκον του, θα διώκεται ο ίδιος για ασέβεια από οποιονδήποτε πολίτη, που θέλει να υπερασπιστεί τους νόμους. Αν κάποιος καταδικαστεί, το δικαστήριο θα ορίσει διαφορετική ποινή για κάθε αδίκημα, επιβάλλοντας φυλάκιση για όλες τις περιπτώσεις. Από τις τρεις φυλακές της πόλης (...) η δεύτερη [θα βρίσκεται] στο μέρος όπου συγκεντρώνεται το Νυκτερινό Συμβούλιο, θα ονομάζεται Σωφρονιστήριο. Η τρίτη, (..) σε μέρος όσο το δυνατό πιο μοναχικό και άγριο, θα έχει όνομα που θα δείχνει ότι σκοπός της είναι η τιμωρία. Όπως περιγράψαμε ήδη, υπάρχουν τρεις περιπτώσεις ασέβειας από τις οποίες η καθεμιά διαιρείται σε δύο. Κατά συνέπεια έχουμε έξι κατηγορίες αδικημάτων κατά των θεών, των οποίων η τιμωρία πρέπει να ποικίλλει σε είδος και βαθμό. (...) [908 e] Αυτό το είδος άθεων διαιρείται σε πολλές κατηγορίες αλλά η νομοθεσία αξίζει να ασχοληθεί μόνο με τις δύο που αναφέραμε. Η μια πρέπει να τιμωρείται με θάνατο όχι μόνο μια ή δυο φορές, αλλά πολύ περισσότερες, ενώ στην άλλη χρειάζονται συμβουλές και φυλάκιση. (...) Ο δικαστής πρέπει να κλείσει στο Σωφρονιστήριο για πέντε χρόνια τουλάχιστον, σύμφωνα με το νόμο, όσους έπεσαν θύματα της ανοησίας τους χωρίς να έχουν κακό χαρακτήρα ή διάθεση. Στο διάστημα αυτό δεν πρέπει να έρχεται σε επαφή μαζί τους κανένας πολίτης εκτός απ’ τα μέλη του Νυκτερινού Συμβουλίου, που θα τους επισκέπτονται και θα τους συμβουλεύουν πώς θα μπορέσουν να σώσουν την ψυχή τους. Όταν τελειώσει ο χρόνος της ποινής τους θα βγαίνουν απ’ τη φυλακή και όποιοι δείχνουν ότι συνετίστηκαν θα ζουν μαζί με τους άλλους πολίτες. Αν όμως εξακολουθούν να είναι αμετανόητοι, η ποινή θα είναι θάνατος για όσους καταδικαστούν ξανά για το ίδιο αδίκημα. (....) [ 909 d ] Ο νόμος , ίδιος για όλους, θα είναι ο εξής: κανείς δεν επιτρέπεται να έχει ιδιωτικά ιερά στο σπίτι του. (......) [ 910 c ] αν αποδειχθεί ότι κάποιος, άνδρας ή γυναίκα, εκτελεί λατρεία σε άλλα ιερά εκτός απ’ τα δημόσια, έστω κι αν δεν έχει διαπράξει κανένα μεγάλο ανόσιο έργο, αυτός που θα τον αντιληφθεί πρέπει να τον καταγγείλει στους νομοφύλακες, οι οποίοι θα τον διατάξουν να μεταφέρει τα ιδιωτικά ιερά στους δημόσιους ναούς. (...) Αν όμως αποδειχτεί ένοχος όχι για κάποια παιδιάστικη ιδιοτροπία αλλά για σοβαρή παρεκτροπή ενηλίκου ατόμου, που ιδρύει ιδιωτικά ιερά ή θυσιάζει μέσα σε δημόσιους ναούς σε θεούς, που δεν ανήκουν στους αναγνωρισμένους από την πόλη, θα τιμωρείται με θάνατο για ασέβεια.(...)» ] (Πηγή: Πλάτωνος, «Νόμοι», X 907 e )
«Πλάτων, ο επιφανής φιλόσοφος: Τυραννόφιλος και υπέρμαχος της μοναρχίας… Αλλά και στο έργο του Πλάτωνος […] επισημαίνονται στίγματα και πολιτικές αχρειότητες. Στην ακμή της άμεσης δημοκρατίας ο Πλάτων καταφρονεί το πολίτευμα της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης και εγκωμιάζει το καθεστώς της τυραννίας και ιδίως το μοναρχικό. […] Θα αποσιωπήσει τα εγκλήματα και τις αχρειότητες των [Τριάκοντα] Τυράννων στο έργο του Μενέξενος. Ζήτησε μάλιστα να παραγραφούν και να λησμονηθούν οι κακουργίες τους - ήταν συγγενείς και φίλοι του! […] Η υπερβολική ελευθερία -"άγαν ελευθερία"- γράφει, οδηγεί στη… δουλεία. […] Παντού στα έργα του λοιδορεί τη δημοκρατία. Είναι, γράφει, τέλεια αναρχία, αφού μοιράζει ισότητα σε ίσους και άνισους. Θεωρεί μάλιστα πηγή της τυραννίας τη… δημοκρατία. […] Υποστηρίζει ακόμα, με απύθμενο θράσος, ότι "ισχυρή πολιτική εξουσία" υπάρχει μόνο στην πόλη όπου κυβερνά τύραννος. […] Αντιφατικός στην πολιτική του φιλοσοφία αναφέρεται συχνά με καταφρόνηση στον λαό. Ενοχλείται από το δικαίωμα των απλών πολιτών -χτιστάδες, χαλκιάδες, πραματευτάδες- να ανεβαίνουν στο βήμα, κατά τις συνελεύσεις της εκκλησίας του δήμου και να μιλούν για τα προβλήματα της πόλης…» (Πηγή: Κυριάκος Σιμόπουλος, στο βιβλίο του Διανοούμενοι και Καλλιτέχνες Ευτελείς Δούλοι της Εξουσίας, εκδ. Στάχυ.)
«Ο Άγιος Αναστάσιος, πατριάρχης Αντιοχείας, διαβεβαιώνει ότι δι’ αποκαλύψεως εγνώσθη εις αυτόν ή των δικαίων Εθνικών σωτηρία. Αναφέρει δε ο ίδιος ότι ο σοφός Πλάτων εμφανίσθηκε σε κάποιον ευσεβή μοναχό, ο οποίος τον εξύβριζε για ορισμένες πλάνες του· και ενώ ο μοναχός ήταν ξυπνητός, άκουσε τον ύπατο των φιλοσόφων να τον πληροφορεί ότι δια του Ιησού Χριστού σώθηκε, γι΄ αυτό να μην αμαρτάνει υβρίζοντάς τον» (Πηγή: Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Περί αθανασίας ψυχής και ιερών μνημοσύνων, εκδ. Άγιος Νικόδημος, Αθήναι 1972, σελ. 110.)
Αριστερά: «Δαυίδ, Ο Σωκράτης πίνει το Κώνειο» (Πηγή Φώτο: Περιοδικό Strange, τεύχος 64, άρθρο «Η αλήθεια για τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους», Παντελής Γιαννουλάκης, σελίδα 37)
Δεξιά: Η δια ποδοκάκης βάσανος (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Στ΄, σελίδα 745)
(«Εις μερικές τέλος περιπτώσεις, οι σωματικές βάσανοι εφαρμόζονταν και ως πρόσθετη ποινή της ποινής του θανάτου» … «Συνδυασμός δε ποδοκάκης και κλοιού των βραχιόνων και τού λαιμού… Με αυτό το εργαλείο βασανίσθηκε και ο Σωκράτης προς της θανατώσεώς του»)
Για τα βασανιστήρια που επικρατούσαν στην αρχαία Ελλάδα και Ρώμη βλέπε σελίδα περί των δούλων και της δουλείας.
[Ο Κύρος έχοντας καταλάβει την Λυδία αφήνει στις Σάρδεις διοικητή τον Τάβαλο και με τον Κροίσο αιχμάλωτο-σύμβουλο επιστρέφει στην Περσία. Κάποιος Πακτύης ξεσηκώνει τους Λυδούς και αρχίζει να πολιορκεί τον Τάβαλο στην ακρόπολη των Σάρδεων. Ο Κύρος στέλνει τον Μαζάρη να επιβάλλει την τάξη].
157 Αφού λοιπόν έδωκε αυτάς τας διαταγάς καθ' οδόν ο Kύρος, εξηκολούθει την πορείαν του προς την χώραν των Περσών· ο δε Πακτύης άμα έμαθε ότι πλησιάζει στρατός βαδίζων εναντίον του, εφοβήθη και έφυγε γρήγορα-γρήγορα εις την Κύμην. Και ο Μήδος Μαζάρης επροχώρησε προς τας Σάρδεις έχων ένα μέρος του στρατού του Κύρου, όσον κι' αν ήτο, αδιάφορον, κι' επειδή εύρε ότι δεν ήσαν πλέον εις τας Σάρδεις ο Πακτύης και οι μετ' αυτού, πρώτον επέβαλεν εις τους Λυδούς να εκτελούν τας διαταγάς του Κύρου· και εξ αιτίας της διαταγής αυτού οι Λυδοί άλλαξαν εντελώς τον τρόπον της ζωής των. Έπειτα ο Μαζάρης έστειλε απεσταλμένους εις την Κύμην και τους διέταξε να του παραδώσουν τον Πακτύην. Οι Κυμαίοι όμως απεφάσισαν να αναφέρουν το πράγμα εις τον θεόν των Βραγχιδών και να ζητήσουν συμβουλήν. Διότι εις εκείνο το μέρος υπήρχεν ένα μαντείον από τα παλιά χρονιά και απ' αυτό συνήθιζαν να ζητούν χρησμόν και οι Ίωνες όλοι και οι Αιολείς. Το μέρος αυτό είναι εις την περιοχήν της Μιλήτου υπεράνω του λιμένος Πανόρμου.
158 Έστειλαν λοιπόν οι Κυμαίοι θεοπρόπους εις τους Βραγχίδας και ηρώτων, σαν τι πρέπει να κάνουν με τον Πακτύην, ώστε να ευχαριστήσουν τον θεόν. Ενώ επρόβαλλον αυτήν την ερώτησιν, τους εδόθη χρησμός να εκδώσουν τον Πακτύην εις τους Πέρσας. Μόλις την έφεραν πίσω την απάντησιν αυτήν και την ήκουσαν οι Κυμαίοι, ετοιμάζοντο να τον παραδώσουν. Ενώ όμως οι περισσότεροι ήσαν έτοιμοι να το κάμουν, ένας από τους εγκρίτους πολίτας, ο Αριστόδικος, ο υιός του Ηρακλείδη, επειδή δεν έδινε πίστιν εις τον χρησμόν και υπώπτευε ότι οι θεοπρόποι δεν λέγουν την αλήθειαν, συνεκράτησε τους Κυμαίους να μη το κάμουν, έως πού έφυγαν άλλοι θεοπρόποι, από τους οποίους ένας ήτο και ο Αριστόδικος, διά να ερωτήσουν δια δευτέραν φοράν δια το ζήτημα του Πακτύη.
159 Σαν έφθασαν εις τους Βραγχίδας, εζήτει χρησμόν εξ ονόματος όλων ο Αριστόδικος και απηύθυνε την έξης ερώτησιν: «Κύριε, ήλθε προς ημάς ως ικέτης ο Λυδός Πακτύης δια να γλυτώση από βίαιον θάνατον εκ μέρους των Περσών αυτοί όμως τώρα τον ζητούν καλά και σώνει και προκαλούν τους Κυμαίους να τον παραδώσουν. Αλλ' ημείς μολονότι φοβούμεθα την δύναμιν των Περσών, δεν ετολμήσαμεν ως τα σήμερα να παραδώσωμεν τον ικέτην, πριν μας δηλωθή σαφώς εκ μέρους σου, ποιό από τα δυό να κάνωμε.» Εκείνος μεν αυτήν την ερώτησιν απηύθυνε, ο δε θεός τους παρουσίαζε πάλιν τον ίδιο χρησμό και τους εκάλει να παραδώσουν τον Πακτύην εις τους Πέρσας. Ύστερα απ' αυτήν την απάντησιν ο Αριστόδικος κατέστρωσε ένα σχέδιον και να τι έκανε· εγύριζε γύρω γύρω εις τον ναόν και ξεφώλιαζε τα σπουργίτια και όσα άλλα είδη πουλιών είχαν κτίσει την φωλιά τους εις τον ναόν. Αλλά την ώρα πού το έκανε αυτό, λέγουν, ότι εβγήκε μία φωνή από το άδυτον πού απηυθύνετο προς τον Αριστόδικον και του έλεγε· «Ανοσιώτατε άνθρωπε, πως τολμάς να το κάνης αυτό; διώχνεις από τον ναόν τους ικέτας μου;» Κι' ο Αριστόδικος, λέγουν, χωρίς να παραξενευθή απήντησε προς την φωνήν· «Κύριε, συ ο ίδιος έτσι προστατεύεις τους ικέτας σου, και τους Κυμαίους τους προστάζεις να παραδώσουν τον ικέτην;» Και ο θεός, λέγουν, απήντησε πάλιν· «Ναι, προστάζω, δια να ασεβήσετε και να χαθήτε μιά ώρα αρχύτερα, και έτσι να μη έλθετε άλλη φορά εις το μαντείον να ερωτάτε, αν πρέπη να παραδώσετε ικέτας».
160 Όταν έφεραν πίσω αυτά τα λόγια και τα ήκουσαν οι Κυμαίοι, επειδή δεν είχαν όρεξη ούτε να τον παραδώσουν και να χαθούν, ούτε πάλι να τον κρατήσουν κοντά τους και να εκτεθούν εις πολιορκίαν, τον έστειλαν έξω από τον τόπον τους εις την Μυτιλήνην. Οι Μυτιληναίοι, επειδή ο Μαζάρης έστειλε από πίσω του ειδοποίησιν να παραδώσουν τον Πακτύην, ετοιμάζοντο να το κάμουν, αν τους εδίδετο κάποια χρηματική αμοιβή, αδιάφορον πόση· διότι δεν είμαι εις θέσιν να αναφέρω επακριβώς το ποσόν, και τούτο, διότι το παζάρεμα δεν επήρε τέλος. Οι Κυμαίοι δηλαδή, μόλις έμαθαν, ότι οι Μυτιληναίοι έκαναν τοιαύτας διαπραγματεύσεις, έστειλαν ένα πλοίον εις την Λέσβον και πήραν τον Πακτύην και τον μετέφεραν εις την Χίον. Από εκεί τον απέσπασαν βιαίως οι Χίοι από το ιερόν της πολιούχου Αθηνάς και τον παρέδωσαν. Και τον παρέδωσαν οι Χίοι λαβόντες αντάλλαγμα την περιφέρειαν του Αταρνέως· η περιφέρεια αυτού του Αταρνέως είναι εις την χωράν της Μυσίας, απέναντι της Λέσβου. Παρέλαβον λοιπόν οι Πέρσαι τον Πακτύην και τον εφύλαττον καλά, θέλοντες να τον παρουσιάσουν είς τον Κύρον. Και υπήρξε εποχή και μάλιστα μακράς διαρκείας, που κανένας κάτοικος της Χίου προσφέρων θυσίας εις οιονδήποτε θεόν δεν εχρησιμοποίει ουλάς κριθής από την περιφέρειαν αυτού του Αταρνέως, ούτε εζύμωνε ιερά πλακούντια από σίτον της περιφερείας αυτής και γενικά όλα τα προϊόντα αυτής της περιφερείας απεκλείοντο από κάθε θρησκευτικήν χρήσιν.
Αυτή η μικρή ενότητα είναι εξαιρετικά χρήσιμη διότι οι νεοΕθνικοί συνεχώς βάλλουν σε κάθε ευκαιρία την ιερή εξέταση της Δύσης, ώστε να σπιλώσουν πλαγίως την Ορθοδοξία, και διακηρύσσουν πως με αυτήν την μέθοδο ανακρίσεων εμποδίστηκε το επιστημονικό πνεύμα του Γαλιλαίου και κατ’ επέκταση του ανθρώπου. Ακόμη και αν παραμελήσουμε το ότι οι δήθεν ενδιαφερόμενοι για την πρόοδο της επιστήμης σημερινοί ειδωλολάτρες - δαιμονολάτρες αδιαφορούν για τις καταδίκες των αρχαίων σοφών της Ελλάδας και διαρκώς κρέμονται στα άρθρα τους από την εξέταση του Γαλιλαίου, δεν μπορούμε να αμελήσουμε και να μην κάνουμε την διαπίστωση πως ο θεσμός της ιερής εξέτασης προήλθε από τον Πλάτωνα όπως το ότι τα λεγόμενα περί Γαλιλαίου είναι μια απάτη χρήσιμη σε απατεώνες.(Σημειώσεις: α. οι ίδιοι οι νεοΕθνικοί, αν και από την μια προστρέχουν να υποστηρίξουν τον Γαλιλαίο και την ελληνικής καταγωγής ηλιοκεντρική θεωρία, ταυτόχρονα με άλλες μεθόδους εξαπάτησης προσπαθούν να περάσουν στο ελληνικό κοινό θεωρίες περί επίπεδης Γης και Γης ως κέντρου του κόσμου [δες εκτός της παρούσης σελίδας και την σελίδα για τα μαντεία, εις την ενότητα περί των τελλουριακών ρευμάτων και τους Δελφούς ως δήθεν κέντρο της Γης] β. οι γεωκεντρικές απόψεις των Δυτικών θεμελιώθηκαν βάση απόψεων των Ελλήνων π.χ. Αριστοτέλη και Πτολεμαίου)
Ας δώσουμε μερικές εξηγήσεις για τον… περίφημο θρύλο της πυράς του Γαλιλαίου. Οι εχθροί της Εκκλησίας του Χριστού διαδίδουν ψευδώς και παραπλανητικώς, ότι ο Γαλιλαίος καταδικάστηκε τάχα στον δια της πυράς θάνατο, αφού αναφώνησε: «και όμως κινείται»! γιατί υποστήριζε ότι η γη κινείται γύρω από τον ήλιο. Η αλήθεια όμως με κάθε δυνατή συντομία έχει ως ακολούθως:
Ο Γαλιλαίος δεν ήταν ο πρώτος εισηγητής της ηλιοκεντρικής θεωρίας. Προηγήθηκε ο Κοπέρνικος, αιώνες δε πριν από τον Κοπέρνικο οι αρχαίοι Έλληνες. Εξ άλλου, ότι η γη κινείται περί τον άξονά της το είχαν διατυπώσει πρώτα οι Ορφικοί περί το 1400 π.Χ. Ο Γαλιλαίος, όπως και ο Κοπέρνικος, συγκρούστηκε, όπως ήταν αναμενόμενο με τους Αριστοτελίζοντες της εποχής του.
Πριν ακόμη οι Ιησουΐτες συμμαχήσουν με του εχθρούς του Γαλιλαίο, και πριν από την συνάντησή του με την Ιερά εξέταση, ο Γαλιλαίος είχε πολλούς φίλους. Από την Νεάπολη, ο τότε φημισμένος θεολόγος Θωμάς Καμπανέλα έγραφε εγκώμια για τον Γαλιλαίο. Εκεί επίσης, ένας Καρμηλίτης ιερέας, άγνωστος στον Γαλιλαίο και στους ομοϊδεάτες του, συνέγραψε βιβλίο, το οποίο υποστήριζε τις απόψεις του Γαλιλαίου και των φίλων του. Το βιβλίο εκείνο «επρόκειτο γρήγορα να παίξει σημαντικό ρόλο στις υποθέσεις του Γαλιλαίου» [1]. Φίλους όμως είχε ο Γαλιλαίος και στην Εταιρία του Ιησού. «Ο Ιησουΐτης Χριστόφορος Κλάβιους (Clavius) επιβεβαίωσε τις παρατηρήσεις του Γαλιλαίου με τις δικές του. Άλλος Ιησουΐτης είχε επαινέσει τον Γαλιλαίο ως τον μεγαλύτερο αστρονόμο της εποχής. Μια επιτροπή από Ιησουΐτες λογίους, η οποία είχε διοριστεί από τον Ιησουΐτη Καρδινάλιο Ρόμπερτ Μπελλαρμίνε (Robert Bellarmine), για να εξετάσει τα ευρήματα του Γαλιλαίου, ανέφερε ευνοϊκά σε όλα τα σημεία. Όταν o Γαλιλαίος πήγε στην Ρώμη το 1611, οι Ιησουΐτες τον φιλοξένησαν στο Collegium Romanum, το οποίον ήταν δικό τους». Τότε έγραψε ο ίδιος: «έμεινα με τους Ιησουΐτες πατέρες […]. Προβήκαμε σε σύγκριση των σημειώσεών μου και βρήκαμε, ότι οι παρατηρήσεις τους συμφωνούσαν ακριβώς με τις δικές μου». Στη Ρώμη έγινε επίσης δεκτός από αξιωματούχους της Παπικής Εκκλησίας, ο δε πάπας Παύλος Ε’ τον διαβεβαίωσε περί της «αμεταβλήτου καλής διαθέσεως». Η φιλία μεταξύ Γαλιλαίου και Ιησουϊτών ψυχράθηκε, γιατί και ο μεν και οι δε διεκδικούσαν την προτεραιότητα στην ανακάλυψη των ηλιακών κηλίδων [2]. Οι αντιπάθειες, τις οποίες δημιούργησε μεταξύ των Αριστοτελιζόντων, η ψυχρότητα με τους Ιησουΐτες και η προσπάθειά του να δώσει στην ηλιοκεντρική του θεωρία χρώμα μεταφυσικό και θεολογικό, τον έφεραν υπόδικο μπρος στο δικαστήριο της Ιερής Εξέτασης την 26η Φεβρουαρίου 1616. Η ανάκριση εκείνη τερματίστηκε με «νουθεσία» στον Γαλιλαίο, «όπως εγκαταλείψει τας περί ων ο λόγος απόψεις του» και στο εξής να αρκείται στα όρια της επιστήμης του, χωρίς να προχωρεί στη διατύπωση μεταφυσικών θεωριών. Ο Γαλιλαίος επέστρεψε στην Φλωρεντία και έμεινε μακριά από κάθε διαμάχη μέχρι το 1622.
Το 1624 πήγε στην Ρώμη με την ελπίδα να προσηλυτίσει στις ιδέες του Κοπέρνικου, τον νέον πάπα Ουρβανό Η’ (παλαιό φίλο του Καρδινάλιο Μαφφέο Μαρβερίνι). Ο Πάπας τον δέχτηκε με εγκαρδιότητα, αλλά αρνήθηκε να άρει την απαγόρευση της Ιεράς Εξετάσεως του 1616. Ο Γαλιλαίος επέστρεψε και πάλι στην Φλωρεντία με μόνη παρηγοριά την δήλωση του πάπα Ουρβανού προς τον Μέγα Δούκα, ότι «από μακρού περιβάλλομεν με την πατρικήν μας αγάπη τον μέγαν αυτόν άνδρα (δηλαδή τον Γαλιλαίο), του οποίου η φήμη λάμπει εις το στερέωμα και βαδίζει επί της γης» [3]. Το 1632, αφού πέτυχε το «τυπωθήτω» της Παπικής Εκκλησίας, εξέδωσε το έργο του «Διάλογος περί των δύο κυριοτέρων Συστημάτων του κόσμου, του Πτολεμαίου και του Κοπερνίκου» (Dialogo […] dei due massimi sistemi del mundo). Το βιβλίο κυκλοφόρησε χωρίς τον πρόλογο που του είχε υποδείξει η Παπική Εκκλησία. Η τελευταία του είχε ζητήσει να αναφέρει στον Πρόλογο, ότι τοποθετεί το έργο έξω από θεολογικές αμφισβητήσεις και να το χαρακτηρίζει ως καθαρώς «ανθρώπινη» (ad hominem) θεωρία, χωρίς μεταφυσική χροιά. Εκτός όμως της παραλείψεως αυτής στο βιβλίο ο Γαλιλαίος είχε εξαπολύσει σφοδρή επίθεση εναντίον πολλών Ιησουϊτών. Ο Γαλιλαίος χαρακτήριζε, στο εν λόγω έργο του, τις ιδέες τού αντίπαλου του Ιησουΐτη μαθηματικού και αστρονόμου Christoph Scheiner (Χριστοφόρου Σιάινερ) ως «φρούδες και μωρές». O Γαλιλαίος υπήρξε πάντοτε «οξύς» στην πολεμική του, «ικανός να λογχίσει τον αντίπαλό του με μία φράση ή να τον ψήσει με ζέουσα αγανάκτηση», γράφει ο W. Durant. Ο Scheiner, ο οποίος επηρέαζε αρκετούς διανοουμένους και επιστήμονες, έγινε έξω φρενών, διότι εκτός των άλλων διαπίστωσε, ότι ο συγγραφέας του «Διαλόγου» υπό τον Αριστοτελικό φιλόσοφο, στον οποίον έδωσε το όνομα Simplicio («ο <Απλοϊκός») και τον οποίον παρουσίαζε «καθυστερημένο» και «μωρόν», εννοούσε αυτόν τον ίδιο. Κατόπιν τούτων ο Γαλιλαίος κλήθηκε και παρουσιάσθηκε εκ νέου ενώπιον της Ιεράς Εξετάσεως, η οποία την 22α Ιουνίου 1633 τον «κήρυξε ένοχο αιρέσεως και ανυπακοής» και τον κάλεσε να αποκηρύξει τις ιδέες του. Του επεβλήθη δε η ποινή του «περιορισμού», ποινή, η οποία ήταν σύμφωνη προς την επιστημονική του ιδιότητα, τηρουμένων όμως των τιμών, οι οποίες του ανήκαν (custodia honesta). Άλλα οπό τους δέκα καρδιναλίους δικαστές υπέγραψαν την καταδικαστική απόφαση μόνον επτά. Οι τρεις άλλοι τήρησαν αποχή. Τελικώς δε η καταδικαστική εκείνη απόφαση δεν επικυρώθηκε από τον Πάπα [4]. Ύστερα οπό αυτά ο Γαλιλαίος κρατήθηκε τρεις ημέρες στο μέγαρο της Ιεράς Εξετάσεως και στην συνέχεια, κατά διαταγή του Πάπα, αφού έμεινε επί μία εβδομάδα στην έπαυλη τού Μεγάλου Δούκα των Μεδίκων στο Τρινιτά ντέι Μόντι (Trinita dei Monti) της Ρώμης, μεταφέρθηκε σε άνετη διαμονή στο μέγαρο του πρώην μαθητή και προσωπικού του φίλου, αρχιεπισκόπου Ασκάνιο Πικολόμινι, στη Σιένα. Τελικώς τον Δεκέμβριο του 1633 του εδόθη η άδεια να μεταβεί στην έπαυλή του στο Arcetri (Αρτσέτρι), προάστιο της Φλωρεντίας[5], όπου έμεινε ανενόχλητος, εργαζόμενος επιστημονικώς, αλληλογραφώντας με φιλικά του πρόσωπα και δεχόμενος επισκέπτες. Εκεί τον επισκέφθηκε το 1638 ο διάσημος Άγγλος ποιητής Τζων Μίλτων. Δύο χρόνια πριν τον είχε επισκεφθεί ένας άλλος Άγγλος φιλόσοφος και θαυμαστής του, ο Θωμάς Χόμπς (Thomas Hobbes). Μαζί με τον Γαλιλαίο έμενε και η μοναχή κόρη του Suor Maria Ceιeste. Στο Αρτσέτρι δίδασκε και κατηύθυνε νέους επιστήμονες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο γνωστός φυσικός Εύαγγελίστα Τορριτσέλλι ή Τορρικέλλι, ο εφευρέτης του βαρομέτρου. O Γαλιλαίος πέθανε σε ηλικία 78 ετών εν ειρήνη κοντά στους μαθητές του, με ήσυχο και φυσικό θάνατο. Ήταν η 8η Ιανουαρίου του 1642. Το ίδιο έτος γεννιόταν ο Νεύτωνας. Την δύση του μεγάλου αστρονόμου διαδεχόταν η ανατολή ενός διασήμου επιστήμονα.
Ώστε ο Γαλιλαίος ουδέποτε βασανίσθηκε, όπως διαδίδει ψευδώς η απιστία. Ότι ο Γαλιλαίος πέθανε επάνω στη φωτιά, ή ότι είπε, καθώς έβγαινε από το δικαστήριο, το διαδιδόμενο «και όμως κινείται!» («Ε pur si muove!»), είναι μύθος, ο οποίος εφευρέθηκε 128 χρόνια αργότερα !... Δηλαδή μόλις το 1761[6]. Την πληροφορία αυτή αναγράφει το 1789 ο Caen στο «Dictionnaire Historique»(Δ΄ τόμος), στο οποίο το περιστατικό σημειώνεται ως «ισχυρισμός» ορισμένων και όχι ως βέβαιο ιστορικό γεγονός. Αργότερα παραλείφθηκε και η λέξη «ισχυρισμός» και έτσι έφθασε μέχρι των ημερών μας ως ιστορική αλήθεια ένας συκοφαντικός μύθος! Και επειδή οι εχθροί του Χριστιανισμού δεν κατόρθωσαν να παραποιήσουν εντελώς την Ιστορία και να φιμώσουν την αλήθεια, προσπάθησαν να τηρήσουν και τα... προσχήματα. Έτσι έφθασαν να μας πούνε, ότι ο «Γαλιλαίος δεν πρόφερε βεβαίως την φράση αυτή, άλλ’ ασφαλώς την σκέφθηκε»[7]! Πολύ διασκεδαστική πράγματι υπεκφυγή...
Είναι φανερό, ότι η Παπική Εκκλησία παρασυρμένη αφ΄ ενός μεν οπό κακούς συμβούλους, οι οποίοι εκινούντο περισσότερο οπό πνεύμα εμπάθειας, αφ’ ετέρου δε προσκολλημένη στον Αριστοτέλη και ως εκ τούτου ανίκανη να αντιμετωπίσει την επιστημονική πρόοδο, που είχε τότε παρουσιασθεί, έχασε τη σπουδαία ευκαιρία να αποδείξει την αρμονία που υπάρχει μεταξύ πίστεως και επιστήμης. Διότι ο Γαλιλαίος ήταν και παρέμεινε οπό τα πλέον πιστά τέκνα της μέχρι τέλους. Το ότι όμως η Εκκλησία αύτη απάλειψε τελικώς τα έργα του Γαλιλαίου οπό τον Ιndex (κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων) μετά την κατάργηση της ολέθριας για τον Παπισμό Ιεράς Εξετάσεως, αποδεικνύει ότι αναγνώρισε την αδικαιολόγητη ακαμψία και νωθρότητα της διανοίας, την οποίαν έδειξε κατά τις ιστορικές εκείνες ημέρες.
Ο διάσημος φυσικός Βέρνερ Χάιζενμπεργκ κατά την ομιλία που είχε εκφωνήσει στην «Καθολική Ακαδημία της Βαυαρίας», είπε και τα ακόλουθα σχετικώς με την όλη υπόθεση του Γαλιλαίου:
«Οι κριτές (του Γαλιλαίου) είχαν επίσης προφανώς τη μέγιστη εκτίμηση για την επιστημονική αυθεντία του Γαλιλαίου· έτσι δεν ήθελαν να τον εμποδίσουν στην άσκηση των ερευνών του, αλλά επιθυμούσαν πολύ να αποφύγουν να προκαλέσουν διατάραξη και αβεβαιότητα στην παραδοσιακή χριστιανική αντίληψη του κόσμου που είχε παίξει τόσο κρίσιμο ρόλο στη δομή της μεσαιωνικής κοινωνίας και συνέχιζε το ίδιο. Τα πορίσματα της επιστήμης, εξ άλλου, ειδικά όταν είναι νέα, υπόκεινται συχνά σε κάποιο βαθμό αλλαγής· η τελική κριτική γενικά μπορεί να γίνει μόνο μετά από μερικές δεκαετίες ελέγχου. Γιατί να μη περιμένει ο Γαλιλαίος προτού δημοσιεύσει; Έτσι θα πρέπει να αναγνωριστεί στην Ιερά Εξέταση ότι στην πρώτη δίκη προσπαθούσε να πετύχει μια συμφωνία και πήρε μια δικαιολογήσιμη απόφαση. Ήταν μόνο αργότερα, όταν ο Γαλιλαίος είχε υπερβεί τα όρια που είχαν επιβληθεί με την προειδοποίηση του Bellarmine, που τον έλεγχο μπόρεσαν να κερδίσουν κατά τη δεύτερη δίκη εκείνοι στους οποίους η δύναμη φάνηκε απλούστερη από την προσπάθεια για συμβιβασμό, οπότε και ακολούθησε εκείνη η περιβόητα αυστηρή απόφαση εναντίον του Γαλιλαίου, που τόσο έβλαψε στη συνέχεια την Εκκλησία»[8].
Είναι άξιον προσοχής ότι την 10.11.1979 κατά τον εορτασμό των εκατό ετών από της γεννήσεως του Albert Einstein εκ μέρους της Παπικής Ακαδημίας των Επιστήμων (η οποία συγκαταλέγει στα μέλη της και βραβεία Nobel) ο πάπας Ιωάννης - Παύλος Β' αναφέρθηκε και στην συμπεριφορά της Εκκλησίας του προς τον Γαλιλαίο. Ζήτησε μάλιστα και την αναθεώρηση της καταδικαστικής αποφάσεως του Παπισμού σε βάρος του Γαλιλαίου. Είπε:
«Η μεγαλοσύνη του Γαλιλαίου, καθώς και εκείνη τού Αλβέρτου Αϊνστάιν, είναι γνωστή εις όλους, αλλ’ ο πρώτος υπέφερε πολύ οπό τους θεσμούς και τους ανθρώπους της (Παπικής) Εκκλησίας. Τούτο δεν μπορούμε να το αποκρύψομε... Θέλω όπως οι θεολόγοι, οι φυσικοί επιστήμονες και οι ιστορικοί, κινούμενοι μέσα εις πνεύμα ειλικρινούς συνεργασίας, εξετάσουν και πάλιν την υπόθεση Γαλιλαίου, αναγνωρίσουν τα σφάλματα, όπου αυτά υπάρχουν και διαλύσουν την δυσπιστία, η οποία υπάρχει ακόμη μεταξύ πολλών ανθρώπων δια την υπόθεση εκείνη και η οποία εμποδίζει την γόνιμο ομόνοια μεταξύ επιστήμης και πίστεως, μεταξύ Εκκλησίας και κόσμου». Και ο Πάπας πρόσθεσε: «Οι παρεξηγήσεις γύρω από την δική (τού Γαλιλαίου) έχουν προκαλέσει οδυνηρές και πικρές αντιθέσεις κατά την διάρκεια των αιώνων»[9].
Η επίσημη αυτή δήλωση του Πάπα σε τόσο επίσημη ευκαιρία και τόπο και εμπρός σε τόσους επισήμους εκπροσώπους της επιστήμης, αποτελεί αναγνώριση και θαρραλέα ομολογία των λαθών που έκαμαν οι Παπικοί στην υπόθεση του Γαλιλαίου. Τα λάθη αυτά βαρύνουν ασφαλώς μόνο την Παπική Εκκλησία (η οποία είχε πλέον απομακρυνθεί με τους νεωτερισμούς και τα νέα αντιευαγγελικά της δόγματα από την αλήθεια της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, δηλαδή της Ορθοδόξου). Δυστυχώς όμως τα λάθη εκείνα έγιναν αφορμή να δυσφημείται η χριστιανική πίστη οπό τους εχθρούς του Σταυρού του Χριστού. Ακόμη έγιναν αφορμή ώστε να κλονισθούν περί την πίστη και όχι λίγοι Χριστιανοί, οι οποίοι δεν ήταν σε θέση να ερευνήσουν τα πράγματα και να πληροφορηθούν σωστά.
Εν πάση περιπτώσει η υγιής πίστη και η ορθοφρονούσα επιστήμη θριάμβευσαν στο πρόσωπο του «ηττημένου» Γαλιλαίου, η δε χριστιανική πίστη δεν έπαθε καμία απολύτως βλάβη[10]. Οι αστήρικτοι φόβοι των αντιπάλων του Γαλιλαίου, οι οποίοι αποδείχθηκαν τόσο κοντόφθαλμοι, διαψεύσθηκαν άλλη μία φορά. Διότι η γενναία φωνή τού Γαλιλαίου, η οποία αντηχεί οπό τα βάθη των αιώνων, λέγει: «Θαυμάζω απεριόριστα και άπειρα ευγνωμονώ τον Θεό, ο οποίος ευδόκησε να μου επιτρέψει να ανακαλύψω τόσο μεγάλα και εκπληκτικά».
(Πηγή: Ν. Π. Βασιλειάδη, Η Χριστιανική Πίστις εις τον Αιώνα της Επιστήμης, Εκδόσεις Ο Σωτήρ, Αθήναι 1989, σελ. 149-155.)
Σημειώσεις
1. ΠΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, Αθήναι 1966, Μέρος Β΄, τεύχος β΄, σελ.778.
2 W. & A. DURANT, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, εκδ. Αφοί Συρόπουλοι και Κ. Κουμουνδουρέας, Αθήναι, τομ. Ζ΄, σελ. 664.
3 W. & A. DURANT, ενθ. ανωτ., σελ. 664.
4 Πρβλ. R. WOLF, Geschichte der Astronomie, München, Ανατύπωση 1940, σελ. 257.
5 R. WOLF, ενθ. ανωτ., σελ.261. Βλέπε επίσης και το βιβλίο «The Private life of Galileo» (Macmillan and Co.), 1870, στο οποίο περιέχεται η αλληλογραφία του και εκείνη της νεότερης κόρης του μοναχής Μαρίας Celeste.
6 Πρβλ. W. & A. DURANT, ενθ. ανωτ., σελ. 671. Πρβλ. και G. de SANTILLANA, The Crime of Galileo, London 1958.
7 REISSMAN, Der Mensch und das All, στο «DIE WELT», 1943, S.11 (Nr. 20).
8 Βλ. Περιοδικό «ΑΚΤΙΝΕΣ» τεύχος 422, Ιούνιος 1981, σελ. 172.
9 Πρβλ. Περιοδικό «ΑΚΤΙΝΕΣ» τεύχος 408, Φευρουάριος 1980, σελ. 32.
10 Για την ανώτερα βιβλιογραφία περί του Μύθου της πυράς του Γαλιλαίου Πρβλ. και Περιοδικό «ΑΚΤΙΝΕΣ» 1943, σσ. 241-244. Επίσης «ΑΚΤΙΝΕΣ» 1980, σσ. 36-42.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Στο τέλος κάθε σελίδας του Ανώνυμου Απολογητή θα παρουσιάζονται νεοπαγανιστικές και αθεϊστών (δήθεν ελληνιστών) απάτες που έχουν σχέση με το θέμα της σελίδας. Αυτές οι απάτες δεν έχουν σκοπό να βάλουν τα περιοδικά στα οποία εμφανίζονται τα νεοπαγανιστικά ψεύδη, εφόσον ούτως ή άλλως παγανιστές συγγράφουν σε διάφορα ανυποψίαστα εξ αυτών και αυτά δεν εκφράζονται από τις απόψεις των αρθρογράφων, αλλά σκοπό έχουν:
1. να καταδείξουν τον κρυφοπαγανιστή αρθρογράφο ώστε να γίνει γνωστός και
2. είτε ο κάθε ενδιαφερόμενος που αναγιγνώσκει εκ νέου άρθρα του να θέτει τον εαυτό του εν εγρήγορση και να ελέγχει θαρρετά τα ψεύδη του κρυφοπαγανιστή (δήθεν ελληνιστή), αν είναι μελετημένος και έχει πρόσβαση σε πρωτογενή βιβλιογραφία
3. είτε εάν δεν έχει πρόσβαση σε βιβλιογραφία, να μην δείχνει πλέον εμπιστοσύνη στον αρθογράφο εφόσον γνωρίζει πως εκφράζει ψεύδη για να σπιλώσει τον Χριστιανισμό υποστηρίζοντας θέσεις παγανισμού, που όμως δεν είναι σχεδόν ποτέ ξεκάθαρες, αλλά που παρουσιάζονται ως «ελληνικές» μιας και η πλειοψηφία των νεοπαγανιστών ντρέπεται να ομολογήσει δημοσίως την θρησκεία που ακολουθεί και προτιμά να καμουφλάρεται με κάτι οικοιότερο, τον πατριωτισμό, που όμως αρρωστημένα έχει μετατραπεί σε ένα παγανιστικό εθνικισμό.
ΕΞΑΙΡΕΣΗ: εξαιρούνται τα προσωπικά βιβλία του κρυφοπαγανιστή αθρογράφου ή τα έντυπα με καθαρά νεοπαγανιστικό προσανατολισμό, ανάμεσα στα τόσα που κυκλοφορούν στην Ελλάδα.
Ο ουσιαστικός, όμως και σημαντικότερος λόγος ήταν ότι οι Έλληνες σέβονταν με ιερή ευλάβεια τα ετερόδοξα… Οι Έλληνες αναγνώριζαν σε κάθε λαό το δικαίωμα να λατρεύει το Θείο με όποιο όνομα και όποιες διαδικασίες εκείνος ο λαός επιθυμούσε (Πλούταρχος, «Λόγος Θεολογικός» και «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 378α). (Πηγή: Περιοδικό Ιχώρ, Τεύχος 30, άρθρο «Το μίσος της Αγάπης», Επαμεινώνδας Παντελεμίδης, σελίδα 32)
Μυθοπλάστης: Επαμεινώνδας Παντελειμίδης
Απάντηση: Η ιστορική έρευνα αναιρεί τον ισχυρισμό των νεοΕθνικών, ότι οι Έλληνες ουδέποτε δίωκαν για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις άλλους λαούς. Τέτοιο παράδειγμα υπάρχει και είναι γνωστό. Αφορά το Σέλευκη Έλληνα Αντίοχο τον Επιφανή. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να τα αναγνώσει στην σελίδα Πτολεμαίοι και Σελευκίδες.
Συνεπώς όχι μόνο οι Έλληνες δίωκαν αλλόθρησκους αλλά υπήρξαν οι πρώτοι που το έπραξαν ενάντια εκείνου του έθνους που σήμερα ακραίοι νεοΕθνικοί παρουσιάζουν ως την κατ’ εξοχήν εχθρική προς τον ελληνισμό. Αυτό το μαρτυρεί η ιστορία και όποιος δεν θέλει την αλήθεια ας κλείσει τα μάτια του όπως άλλωστε έχει κλείσει και τα αυτιά του και την συνείδησή του.
Μάλιστα στο εν λόγω απόσπασμα του νεοΕθνικού άρθρου υποστηρίζεται ότι ο ελληνικός 12θεϊστικός πολιτισμός, «σέβονταν με ιερή ευλάβεια τα ετερόδοξα». Ο γράφων δεν θα αντικρούσει ότι όντως ο ελληνικός πολιτισμός είχε μεγαλύτερη θρησκευτική ανέχεια από άλλους αργότερα, αλλά δεν ήταν και ο κατ’ εξοχής ανεξίθρησκος, διότι κάθε φορά όπου η θρησκεία έμπλεκε με την εξουσία, η ανεξιθρησκία δεν ήταν στο «φόρτε» της. Περί αυτού βλέπε τις διώξεις των φιλοσόφων και την παρούσα σελίδα.
Βέβαια, αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς πως τότε Έλληνες αποκαλούνταν όλοι οι λαοί που ασπάζονταν τις πολυθεϊστικές δοξασίες, τότε το ζήτημα αποκτά εντελώς διαφορετική τροπή.
Βίντεο: Μέγεθος: 56 kb Διάρκεια: 19΄΄ Όταν έχουμε μια επιβαλλόμενη θρησκεία (Χριστιανισμό) έχουμε να κάνουμε κατά τους νομικούς με ήπια θεοκρατία στο σημερινό Ελληνικό κράτος (Πηγή: Παναγιώτης Μαρίνης, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας αρχαιοφίλων και μέλος της Επιτροπής για την αναγνώριση της Ελληνικής θρησκείας του 12θέου Τηλεοπτικός σταθμός Alter, εκπομπή «Χωρίς Μοντάζ ΙΙ», Φεβρουάριος 2004)
Μυθοπλάστης: Παναγιώτης Μαρίνης
Απάντηση: Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ των «αρχαιόφιλων» Πανγιώτης Μαρίνης δεν βλέπει πως στην αρχαία Ελλάδα η πόλη - κράτος ήταν αυστηρά συνδεμένη με την πλειοψηφική θρησκεία και η θεοκρατία της δεν ήταν καθόλου ήπια μιας και καταδίκαζε τους φιλοσόφους σε εξορία; Τι και πόσο αρχαιόφιλος είναι; Και πού εφαρμόζεται άραγε αυτή η αρχαιοφιλία του; Μόνο στην αρχαία θρησκεία; Μελέτησε ποτέ του την πολιτεία του Πλάτωνα δια να δει τι λέγει ο μέγιστος, κατά τον κ. Αναστασάκυ Ραδάμανθυ, Πλάτων; ή τον ενδιαφέρει απλά ο Χριστιανισμός να μην είναι ενωμένος με το κράτος ώστε η δική του θρησκεία να βρει πάτημα επεκτατισμού; Δηλαδή αρχαιοφιλία και προεδρία της, τι είναι; Η αγάπη για τις αρχαίες αξίες όπως αυτές ήσαν εν πλήρη εφαρμογή ή μονάχα αγάπη για τους «12 θεούς» και τον παγανισμό συντροφευμένο από το μίσος κατά του Ιησού Χριστού; Ας αποκτήσουν ελευθερία στο θρησκεύεσαι οι νεοΕθνικοί, αλλά αυτό δεν έχει σχέση με την συνταγματική θρησκεία, διότι σε κάθε άλλη περίπτωση δεν έχει κανείς να κάνει με αρχαιολατρία αλλά με αισχρή αρχαιοκαπηλία.
Η οικουμενική σύνοδος του 381 αποφάσισε τον τερματισμό της λειτουργίας των φιλοσοφικών σχολών και της εθνικής λατρείας, αποφάσεις τις οποίες τήρησε απαρέγκλητα ο Θεοδόσιος. (Πηγή: Κρεββατάς Δημήτριος, Βυζάντιο & ο διωγμός του ελληνισμού, σε. 148)
Μυθοπλάστης: Κρεββατάς Δημήτριος
Απάντηση: Εδώ
Έπειτα από αυτή την σελίδα, το νεοΕθνικό επιχείρημα της σύνδεσης - ταύτισης Εθνισμού και επιστημών - φιλοσοφίας ξεφουσκώνει σαν παλιό ελαστικό που δεν δύναται να κρατήσει τον πεπιεσμένο αέρα μέσα του. Κρίνοντας επίσης από την πολιτική παρότρυνσης των πολιτών προς καταγγελία της ασέβειας κατανοούμε ίσως γιατί η γνώση στις φιλοσοφικές σχολές της αρχαιότητας ήταν υπόθεσης μύησης και μυστικισμού. Δημόσιες αναφορές σε διαφορετικές αντιλήψεις από τις μυθολογούμενες επέφεραν και τον θάνατο (βλέπε Σωκράτη και την προσπάθεια του να κατηχήσει τους νέους) από ένα δικαστήριο που λόγω της δημοκρατικής του σύνθεσης ο απλός λαϊκός πολίτης και θεοσεβούμενος αποφάσιζε υπέρ ή κατά των διανοούμενων. Έτσι αρκετοί φιλόσοφοι και επιστήμονες θεωρήθηκαν μιάσματα της πόλης των Αθηνών. Πρέπει να ειπωθεί όμως ότι η αρχαία Αθήνα δεν πρέπει να υποβιβάζεται εντελώς διότι άλλες οι συνθήκες της εποχής εκείνης και άλλες οι σημερινές. Η δημιουργία δικαστηρίων στον Ελληνικό χώρο αποτελεί δείγμα πολιτισμού, δημοκρατίας, κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης που άλλοι λαοί δεν είχαν εκατοντάδες χρόνια αργότερα και που πλείστοι λαοί δεν έχουν καν σήμερα (επί της βοηθείας και κάποιων άλλων εις αυτό βέβαια). Απολογητικά πάντως αρκεί να κατανοηθεί, ότι δεν ισχύει αυτή η απόλυτη σύνδεση Εθνισμού και φιλοσόφων ή Εθνισμού και ανεξιθρησκίας που κάποιοι θέλουν να επισφραγίσουν θέτοντας «ευγενικά» στεγανά στην θρησκεία τους μέσω των προσηλυτιστικών ψευδεπίγραφων προσπαθειών τους.
H αρχαία αθεΐα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η μη αποδοχή των αρχαίων θεοτήτων από μέρος μιας μερίδας πολιτών και μερικές φορές από μερίδα αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Σύμφωνα με αυτό οι σημερινοί Χριστιανοί Έλληνες δεν μπορεί να χαρακτηρίζονται ως «ανθέλληνες» ή «μη έλληνες» ή «ρωμιοί» εφόσον όχι μόνο ετούτοι αλλά και κάποιοι πρόγονοί τους, όντως αρχαίοι έλληνες, δεν δέχτηκαν ομοίως την αρχαία θρησκεία των ειδώλων. Το βαθύτερο νόημα όμως που μπορεί να κρατηθεί εις μνήμη μας για τον ΕΛΛΗΝΑ εις το πέρασμα των αιώνων, είναι αυτή η ΘΕΟΣΕΒΕΙΑ του, άσχετα από την ταυτότητα του λατρευόμενου Θεού.
Οι «αρχαιολάτρες» νέο-Εθνικοί συνεχώς προσανατολίζονται προς την αρχαιότητα για να απολάβουν παραδείγματα θρησκευτικότητας και πολιτικής συμπεριφοράς. Αλλά και εδώ πάλι έχουμε να κάνουμε με τις κλασσικές τους αντιφάσεις διότι ενώ:
1. Το αρχαίο κράτος είχε θρησκεία που εφάρμοζε με νόμο και
2. οι ασεβείς τιμωρούνταν
Εντούτοις οι νέο-εθνικοί στο σύγχρονο ελληνικό κράτος είναι
1. ενάντια στην σύνδεση κράτους - θρησκείας
2. υβρίζουν τα θεία του κράτους
Συνεπώς η «αρχαιολατρία» τους είναι εντελώς
1. επιφανειακή
2. αντιφατική και
3. μανιωδώς αντίχριστη.
Απώτερος στόχος τους είναι ο Χριστός. Όλα τα άλλα αποτελούν ένα έντεχνο καμουφλάζ, μια τακτική απόκρυψης και παραλλαγής, που εκμεταλλεύεται και καπηλεύεται τον πολισμό των προγόνων μας (τους).
Ψήφισμα Διοπείθη:
Το ψήφισμα του Διοπείθη, : [«τὰ θεῖα μὴ νομίζειν καὶ λόγους περὶ τῶν ματαρσίων (οὐρανίων) διδάσκειν» (Πλουτ. Περικ. 32)] όσο και αν δεν αρέσει σε μερικούς που λατρεύουν το αρχαίο κλέος φανατικά δίχως ίχνος αμφισβήτησης, αφορούσε και στρέφονταν ενάντια
1. στους αρνητές των θεών και της θρησκευτικής μυθολογίας
2. σε αυτούς που δίδασκαν αστρολογία
Η Γη είναι η ΣΤΑΘΕΡΗ - ΑΚΙΝΗΤΗ εστία (κέντρο του κόσμου και των θεών) κατά την αρχαία θρησκεία των «12»
Μια απόδειξη η κατηγορία του Κλεάνθη :«ὡς κινῶν τὴν τοῦ κόσμου ἑστίαν καὶ ταράσσων τὴν τῶν Ὀλυμπίων (θεῶν) ἠρεμίαν …» (Πηγή Περιοδικό «Ιχώρ», τεύχος 30, άρθρο «Οικειοποίηση της αρχαίας Ελληνικής επιστήμης», Αθανάσιος Β. Κοβάτσης, Δρ. Ιατρός και Δρ Χημικός, Καθηγητής ΑΠΘ, σελίδες 52, 54) και η φωτογραφία από τις εκδόσεις Εύανδρος (Ιχώρ)
Και ύστερα φάνηκε η Γαία η σταθερή και παντοτινή έδρα των αθανάτων που κατέχουν την κορφή του χιονισμένου Ολύμπου αλλά και τα ζοφερά Τάρταρα στα βάθη της. (Πηγή Φώτο: Ησίοδος Θεογονία, Έλληνες Κλασσικοί εικονογραφημένοι, εκδόσεις Εύανδρος, σελίδα 8)
Κάποιος θα ρωτήσει: γιατί η αρχαία θρησκεία στρέφονταν ενάντια στην ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑ;
Διότι η γαία θεωρούνταν επίπεδη με κέντρο της γης τους Δελφούς, όπως ανάλογα κέντρο της θάλασσας ήταν το νησί της Καλυψώς:
Κατασκευή του Σύμπαντος βάση της Ησιόδειας Θεογονίας. Περισσότερα για την κατασκευή εδώ.
Εγκυκλοπαίδειες
1. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμοι Ε΄, ΣΤ΄, Θ΄ , Κ΄
Περιοδικά
1. Ιχώρ, τεύχος 30
2. Δαυλός, τεύχος 182
3. Strange, τεύχος 64
Εικονογραφημένα
1. Θεογονία, Έλληνες Κλασσικοί εικονογραφημένοι, εκδόσεις Εύανδρος
Βιβλία
01. «Οι απόκρυφες επιστήμες στην Ελληνική αρχαιότητα, από τον Όμηρο μέχρι τον Πρόκλο», Διαμαντής Κούτουλας, Εκδόσεις ΕΣΟΠΤΡΟΝ, Αθήνα 2002
02. Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Περί αθανασίας ψυχής και ιερών μνημοσύνων, εκδ. Άγιος Νικόδημος, Αθήναι 1972
03. Κυριάκος Σιμόπουλος, στο βιβλίο του Διανοούμενοι και Καλλιτέχνες Ευτελείς Δούλοι της Εξουσίας, εκδ. Στάχυ
04. Ν. Π. Βασιλειάδη, Η Χριστιανική Πίστις εις τον Αιώνα της Επιστήμης, Εκδόσεις Ο Σωτήρ, Αθήναι 1989
05. Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός
06. Douglas M. MacDowell, Το δίκαιο στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, εκδ. Παπαδήμα
07. Κρεββατάς Δημήτριος, Βυζάντιο και ο διωγμός του ελληνισμού
Αρχαίοι Συγγραφείς
01. Ηροδότου Ιστορίαι (Ι 157-160)
02. Πλάτωνα, Νόμοι
03. Πολυδεύκης
04. Ουλπιανός, σχ. Δημοσθένη Κατά Μειδίου
05. Αριστοτέλης, Πολιτικά, Οικονομικά
06. Δημοσθένης, Κατά Στεφάνου, Περί της παραπρεσβείας, Προς Βοιωτόν περί προικός μητρώας, Προς Βοιωτόν περί του ονόματος
07. Κικέρων, De legibus
08. Διον. Αλικαρνασσεύς, Περί Δεινάρχου
09. Σουετώνιου, Τιβέριος
Ραδιο-Τηλεοπτικοί σταθμοί
1. Alter