Ο όρος «Βυζάντιο» είναι δημιούργημα της δύσεως, η οποία θεωρεί τον εαυτό της, για εθνικιστικούς λόγους, απόγονο και δίκαιο διάδοχο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και φορέα του πολιτισμού της. Αποδοχή του γεγονότος από τους δυτικούς ότι η ρωμαϊκή αυτοκρατορία συνεχίστηκε στην Ανατολή ως Ρωμανία (Βυζάντιο) για πλέον των 1000 ετών, θα ήταν μια ήττα για την ιστορική τους συνείδηση. Ως εκ τούτου εφευρέθηκε ο όρος «Βυζάντιο» για να αλλάξει τον χαρακτήρα και την ονομασία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Ανατολή και να απεμπολήσει τον Ελληνικό λαό από του να ζητά την κληρονομιά της, που άλλωστε εξ αρχής υπήρξε Ελλήνων δημιούργημα (Ρώμη). Οι νεοπαγανιστές, υποβοηθώντας το έργο των δυτικών προδοτικά ενάντια εις την ιστορία του ελληνισμού, δεν αποδέχονται την Ρωμανία (Βυζάντιο) ως συνέχιση της ιστορίας τους, αν και πολλές φορές αποδέχονται την παγανιστική ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ως εκ τούτου ενισχύουν ως δίκαιους διαδόχους της ελληνικής άλλοτε Ρώμης τους δυτικούς, περιορίζοντας τον ελληνισμό από την Μακεδονία ως την Κρήτη και πολλές φορές από την Αθήνα μέχρι την Πελοπόννησο ή την Σπάρτη. Είναι η μοναδική ίσως φορά στην ιστορία που ένα έθνος συρρικνώνεται τόσο ιστορικά για να υποστηριχθεί μια δαιμονολατρία.
1. |
Η ΠΡΩΤΗ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ |
2. |
ΤΙ ΕΙΝΑΙ, ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ, ΕΝΑΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ |
3. |
Ο ΕΚΒΑΡΒΑΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΥΣΕΩΣ |
4. |
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣΤο corpus για το Βυζάντιο
|
5. |
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΑΤΡΙΚΗ |
6. |
Ο RUNCIMAN ΓΙΑ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ |
7. |
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ |
8. |
ΝΕΟΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΕΣ ΑΠΑΤΕΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΗΤΑΝ ΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ(Θανάσης Κουκοβίτσας, περιοδικό Ιχώρ, τεύχος 59, σελ. 80)ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ & ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ(Παναγιώτης Μαρίνης, περ. Τρίτο Μάτι, τεύχος 109, ένθετο, σελ. 12)(Στέφανος Μυτιληναίος, περ. Δαυλός, τεύχος 240, σσ. 15439 - 15448)Η Β΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ & ΠΑΓΑΝΙΣΜΟ(Κρεββατάς Δημήτριος, Βυζάντιο & ο διωγμός του ελληνισμού, σελ. 148) |
9. |
ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ |
10. |
ΠΗΓΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ |
«Η λεηλασία της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους δεν έχει το αντίστοιχό της στην Ιστορία»Σερ Στήβεν Ράνσιμαν«Ιστορία των Σταυροφοριών»
|
Ενώ τονίζεται η 29η Μαΐου 1453 ως το τέλος της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας μας, το κυριότερο γεγονός που κλόνισε την ύπαρξή της ανεπανόρθωτα, και οδήγησε στον οριστικό τερματισμό της υλικής και οικονομικής υπεροχής του κράτους μας σε όλη την Ευρώπη, και τελικά στο 1453, δηλαδή η καταστροφή της Ρωμανίας από τη Δύση, με την Άλωση της Νέας Ρώμης/Κωνσταντινούπολης την 13η Απριλίου 1204 από τους Σταυροφόρους, αποσιωπάται ή δεν του δίνεται η πρέπουσα σημασία. Θα έλεγε κανείς, ότι επειδή ο προσανατολισμός του νεοελληνικού κράτους ήταν προς τη Δύση, οι ηγέτες του σκέφτηκαν ότι αυτός ο προσανατολισμός συνεπάγεται απαραίτητα και τη λήθη της ιστορίας, τη λήθη του γεγονότος ότι εξαιτίας της Άλωσης του 1204 η Ρωμηοσύνη στάθηκε αδύναμη να αντιμετωπίσει τους Τούρκους. Με άλλα λόγια, η Άλωση του 1204 οδήγησε στα 400-600 χρόνια Τουρκοκρατίας, αλλά αυτό το συμπέρασμα απωθήθηκε, πιθανότατα λόγω του ιδεολογικού προσανατολισμού της ηγετικής τάξης του Ελληνικού κράτους. Είναι σήμερα γενικά παραδεκτό, πως αυτή ήταν η αιτία της επικράτησης των Τούρκων στη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια. Ένα Ρωμαίικο Κράτος που δεν θα είχε υποστεί την Άλωση του 1204, πιθανότατα θα ανέκαμπτε, όπως είχε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν άλλωστε, και θα αντιμετώπιζε τους Τούρκους νικηφόρα, όπως και τους Άραβες.
Η ευκαιρία να χτυπηθεί η Ρωμηοσύνη, δεν άργησε να δοθεί στους Φραγκολατίνους. Ήδη από τον 12 αι πολλές δεκάδες χιλιάδες από αυτούς υπήρχαν στην Κωνσταντινούπολη. Απολάμβαναν προνόμια και ήταν προκλητικοί προς τους Ρωμηούς της Κωνσταντινούπολης. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός παραχώρησε το 1082 υπέρμετρα δικαιώματα που τους έκαναν μισητούς στους Ρωμαίους. Ο Ιωάννης ο Β΄ έκανε κάποιες προσπάθειες ώστε θα θέσει τέλος στα προνόμια αυτά. Αλλά η ενέργεια του αυτή, είχε ως αποτέλεσμα εχθροπραξίες από μέρους τους τόσο στο Αιγαίο, όσο και στο Ιόνιο και την Αδριατική. Αναγκάστηκε, ο αυτοκράτορας να ξαναδώσει πίσω τα προνόμια, όταν ο στόλος των Βενετών κινήθηκε εχθρικά προς τα εδάφη της Ρωμανίας. Οι Λατίνοι είχαν αλλοιώσει πολλές πλευρές της δημόσιας ζωής και οικονομικά διείσδυαν στον εμπορικό / επαγγελματικό ιστό συμβάλλοντας στην παρακμή της αυτοκρατορίας. Η Ρωμαϊκή οικονομία, πλέον ήταν υποχείριο της δύσης.
Ο λαός της Ρωμηοσύνης, αντιστάθηκε στις προκλήσεις τους, με μεγάλες εξεγέρσεις, οι οποίες βάφτηκαν με αίμα. Τον Μάιο του 1182, έγινε η πρώτη εξέγερση κατά των Λατίνων. Μια επανάσταση που χαρακτηρίστηκε από σφαγές και εξανδραποδισμούς. Κάτω από την πίεση της κατάστασης ο Ανδρόνικος ο Α΄ αναγκάστηκε να υιοθετήσει την αντιλατινική πολιτική. Όπως είναι φυσικό, οι Λατίνοι αντέδρασαν κατά της Ρωμανίας. Η επεκτατική πολιτική τους εκφράστηκε με την επίθεση των Ούγγρων στη βαλκανική το 1183 καθώς και με την επίθεση των Νορμανδών κατά των Ρωμαϊκών εδαφών το 1185, με αποτέλεσμα την άλωση της Θεσσαλονίκης. Ακολούθησε νέα επανάσταση του δυσαρεστημένου από τα γεγονότα λαού στη την οποία σφαγιάστηκε ο Ανδρόνικος.
Αυτοκράτορας έγινε ο Iσαάκιος ο B΄ ο Άγγελος. Δυστυχώς, εκείνη την περίοδο, η Ρωμανία έπασχε από ελλιπή ηγεσία Οι Άγγελοι ήταν ίσως η χειρότερη δυναστεία! Ο Παπαρρηγόπουλος λέει (Δ΄ Β 237): “η ολεθρία των Αγγέλων γενεά”. Ο Iσαάκιος προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με τους Λατίνους και να τους παραχωρήσει ξανά, ευνοϊκή μεταχείριση. Το 1187 επαναφέρει τα προνόμια των Βενετών, οι οποίοι έχουν πλέον την υποχρέωση να μην συνάπτουν συμμαχίες ενάντια στην Αυτοκρατορία. Το 1195 ανατρέπεται ο Ισαάκιος από τον Αδελφό του Αλέξιο Γ΄, πράγμα το οποίο κάνει τους Βενετούς σκεπτικούς, αν και τα προνόμια τους ανανεώνονται.
Ο Πάπας Ιννοκέντιος ο Γ΄ ήταν ο πνευματικός πατέρας της 4ης Σταυροφορίας. Υπήρχε σε αυτήν ένα ανάμεικτο πνεύμα αρρωστημένης θρησκευτικότητας και «ιπποτικής» ιδεολογίας. Έστειλε τους Λατίνους ιεροκήρυκες να προωθήσουν την υπόθεση του ιερού πολέμου στην Δυτική Ευρώπη, την κήρυξη του ιερού πολέμου. Ο Θεοβάλδος ο Γ΄, κόμης της Καμπανίας, κήρυξε τελικά τον (ανίερο) πόλεμο. Οι Σταυροφόροι «Ήταν ένα περίεργο ανακάτωμα από ευσεβείς και θρήσκους άνδρες, αλλά και από αποβράσματα της κοινωνίας, από ανθρώπους, δηλαδή, που ήταν ικανοί για κάθε έγκλημα» (1). Μυριάδες λαού έσπευσαν στο κάλεσμα των κηρύκων της Σταυροφορίας. Η θρησκευτικότητα ήταν πρόσχημα και επικάλυψη της κατάκτησης. Οι ελευθερωτές των Αγίων Τόπων έγιναν κατακτητές της Ανατολής, κοσμικοί και πνευματικοί αφέντες και δυνάστες. Το φεουδαρχικό κλίμα της Φράγκικης Δύσης μεταφυτεύτηκε στην Ανατολή.
To συμβούλιο που αποτελείτο από τους Φεουδάρχες οι οποίοι λάμβαναν μέρος στην σταυροφορία αποφάσισε πως η συγκέντρωση θα γινόταν στην Βενετία και κατόπιν θα κατευθύνονταν είτε στην Συρία, είτε στην Αίγυπτο. Οι σταυροφόροι έπασχαν τόσο από πλευράς οργάνωσης και εξοπλισμού, όσο και στα οικονομικά. Γι’ αυτό συνάψανε συμφωνία με τους Βενετούς, με την οποία θα παρείχετο τροφή και υποστήριξη, έναντι 85.000 μάρκων. Επίσης προσέφεραν και τα μισά εδάφη που θα κατακτούσαν οι σταυροφόροι. Οι περισσότεροι έφτασαν το 1202, αργοπορημένα στην Βενετία. Η οργάνωση, ο εξοπλισμός και τα οικονομικά τους ήταν σε άθλια κατάσταση. Μια και δεν μπορούσαν να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους, οι σταυροφόροι αναγκάστηκαν να βοηθήσουν τους Βενετούς χτυπώντας εχθρικές πόλεις, ως «πληρωμή». Καταστρέψανε και λεηλάτησαν την πόλη Ζάρα.
Ο Βολταίρος έλεγε ότι η «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους» δεν ήταν ούτε αγία, ούτε ρωμαϊκή ούτε καν αυτοκρατορία! Η Βενετική «Serenissima Repubblica» (Γαληνότατη Δημοκρατία) κατ’ αναλογία, ούτε γαλήνια, ούτε και Δημοκρατία ήταν. Ήταν ένα κράτος βαθιά ιμπεριαλιστικό, πλουτοκρατικό, αποικιοκρατικό και ρατσιστικό / αριστοκρατικό. Το Βενετικό κράτος ήταν «εμπορικό». Βεβαίως, δεν γνωρίζουμε αν το να είσαι κλέπτης και κλεπταποδόχος είναι «εμπόριο». Ο Φράγκος σταυροφόρος εντυπωσίασε, κλέβοντας και διαλύοντας την Ρωμηοσύνη. Δεν είναι μόνο τα «ελγίνεια» μάρμαρα που ξέρουμε όλοι. Όποιος έχει επισκεφθεί την Ιταλία, θαυμάζει, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, τα τέσσερα χάλκινα άλογα που κοσμούν τον εξώστη του ναού, τα οποία κάποτε στόλιζαν τον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης! Ακόμα και η βαριά μεγαλοπρεπής χαλύβδινη πόρτα του ναού, κάποτε κοσμούσε την Αγία Σοφία! Η Βενετία, ξεκίνησε ως μία καθαρά Ρωμαίικη πόλη, αλλά τελικά κατάληξε να αλωθεί πολιτισμικά από τους Φράγκους και να γίνει και αυτή Φραγκική. Αυτό συνέβη, κυρίως, μετά την κατάληψη του Πατριαρχείου Ρώμης από τους Φράγκους. Για παράδειγμα, ως τον 10ο αιώνα τα δημόσια έγγραφα της Βενετίας άνοιγαν με το όνομα του Ρωμαίου αυτοκράτορα. Στα τέλη του 12ου αιώνα όλοι οι Δόγηδες έφεραν τίτλους Ρωμηών αυλικών αξιωματούχων. Το σύστημα χρονολόγησης των εγγράφων παρέμεινε Ρωμαϊκό και συνέχισε να χρησιμοποιεί το μεσαιωνικό Index, ενώ ως την ενθρόνιση του τελευταίου βενετού Δόγη το 1789 το τελετουργικό ακολουθούσε αυστηρά τη Ρωμαίικη παράδοση (2). Μόνο μετά το 1797, οπότε και εγκαθιδρύθηκε η «Γαληνότατη Δημοκρατία», η Βενετία απέταξε εντελώς τα σύμβολα της Ρωμαίικης αυτοκρατορίας.
Στην πόλη Ζάρα στην Αδριατική Ακτή, αρχές του 1203, οι σταυροφόροι δέχτηκαν τους αντιπροσώπους του Αλέξιου Δ΄ Αγγελου, υιού του εκθρονισμένου και τυφλωμένου Ισάκιου Β΄ Αγγελου,. Η αδελφή του Αλέξιου είχε παντρευτεί τον βασιλιά της Σουηβίας Φίλιππο. Ο Αλέξιος Δ΄ έχει χαρακτηριστεί ο «Εφιάλτης» της Ρωμανίας! Αυτός έφερε τους Λατίνους Σταυροφόρους στην Κωνσταντινούπολη. Ήθελε να αποκαταστήσει, στον θρόνο, τον πατέρα του Ισαάκιο. Συνεργάστηκε όμως, με τους εχθρούς της αυτοκρατορίας, για να πετύχει τον σκοπό του. Οι Σταυροφόροι δεν μπόρεσαν αν αποφασίσουν, και απέπλευσαν προς Κέρκυρα, όπου ο Αλέξιος επανέλαβε τις προτάσεις του.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε ο δόγης της Bενετίας Ερρίκος Δάνδολος, ο οποίος έτρεφε μίσος κατά των Ρωμηών. Ο Δάνδολος έγινε Δόγης όταν ήταν 85 ετών. Είχε τυφλωθεί στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ήταν επικεφαλής μίας πρεσβείας των Βενετών στον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό. Το 1171, ο αυτοκράτορας, έχοντας απαυδήσει από την «ανυπόφορη» συμπεριφορά των Βενετών εμπόρων, είχε συλλάβει μερικούς από αυτούς. Ο Δάνδολος θα έλθει, τότε, σε σύγκρουση με τον Μανουήλ Α΄ και σε μια συμπλοκή στην Πόλη, τραυματίστηκε και τυφλώθηκε, σύμφωνα με τον Στήβεν Ράνσιμαν. Έτσι, ο Δάνδολος μισούσε θανάσιμα τους Ρωμηούς και ανέμενε κάποια ευκαιρία, για ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Επόμενο ήταν να «αρπάξει την ευκαιρία» και να ασκήσει και αυτός επιρροή, ώστε η εκστρατεία να κατευθυνθεί προς την Νέα Ρώμη / Κωνσταντινούπολη.Τον Μάιο του 1203 ο στόλος των σταυροφόρων έφυγε από την Κέρκυρα και έφθασε στην Βασιλεύουσα τον Ιούνιο. O ιππότης Γοδεφρείδος Bιλλεαρδουΐνος, που μετείχε ο ίδιος στη Σταυροφορία, έκπληκτος και αυτός, έγραψε χρονογραφία («Χρονικό της Κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης») που δίνει σαφή εικόνα των εντυπώσεων, σχετικά με το μέγεθος του ρωμαϊκού πολιτισμού, που αντίκρισαν οι στρατιώτες:
Παράγραφος 128.: «Τώρα μπορείτε να μάθετε πως κοίταζαν επίμονα την Κωνσταντινούπολη εκείνοι που δεν την είχαν δει ποτέ [σ.σ.: αναφέρεται στην στιγμή όπου τα δυτικά στρατεύματα πρωτοαντίκρισαν την Πόλη, 24 Ιουνίου 1203]. Γιατί δεν μπορούσαν καθόλου να σκεφτούν πως μπορεί να υπάρχει σε όλο τον κόσμο μια τόσο ΠΛΟΥΣΙΑ πόλη, όταν είδαν αυτά τα ψηλά της τείχη και τους ΠΛΟΥΣΙΟΥΣ πύργους κι αυτά τα ΠΛΟΥΣΙΑ παλάτια με τις ψηλές εκκλησίες, που ήταν τόσες πολλές που κανείς δεν θα το πίστευε αν δε το έβλεπε με τα μάτια του, και ακόμα το μήκος της πόλης που κυβερνούσε τις υπόλοιπες. Και μάθετε πως δεν υπήρξε άνθρωπος, άνθρωπος τόσο ασυγκίνητος, που να μην ανατριχιάσει. Κι αυτό δεν ήταν καθόλου περίεργο, γιατί ποτέ δεν ανέλαβαν άνθρωποι μια τόσο μεγάλη επιχείρηση από τότε που χτίστηκε ο κόσμος.»
Τρομοκρατημένος ο σφετεριστής αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ διέφυγε στην Θράκη παίρνοντας μαζί του το κρατικό θησαυροφυλάκιο. Με την βοήθεια των Φράγκων που παρέμειναν έξω από την πόλη, ο τυφλωμένος πρώην αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ Άγγελος αποκαταστάθηκε στον θρόνο του. Συναυτοκράτορας έγινε ο υιός του Αλέξιος Δ΄ Άγγελος. Ο Iσαάκιος επικύρωσε με χρυσόβουλλο όλες τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει απέναντι στους Σταυροφόρους ο Aλέξιος ο Δ΄. Η βασιλεία τους, όμως, δεν κράτησε πολύ.
Ο λαός αντέδρασε στην υποδούλωση στους δυτικούς, που ήταν εμφανής και ξέσπασε επανάσταση. Την αγανάκτηση του πληθυσμού προκάλεσαν η επιβολή βαριάς φορολογίας και η ληστρική συμπεριφορά των σταυροφόρων. Η επανάσταση είχε ως αποτέλεσμα ο Αλέξιος Δ΄ να χάσει τόσο το στέμμα, όσο και την ίδια τη ζωή του. Στο θρόνο ανέβηκε ο γαμπρός του Αλέξιου Γ΄, Αλέξιος Ε΄ Δούκας Μούρτζουφλος τον Ιανουάριο του 1204. Οι σταυροφόροι εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία και αποφάσισαν να επέμβουν, αυτή τη φορά όμως για να τοποθετήσουν όχι μια Ρωμαίικη κυβέρνηση, αλλά μια δική τους. Με εισήγηση του δόγη της Βενετίας Δάνδολου υπέγραψαν μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης συμφωνία διανομής των εδαφών της Ρωμανίας (Partitio Romaniae) και άρχισαν την πολιορκία της πόλης που έπεσε στα χέρια τους στις 13 Απριλίου 1204. Η ειρωνεία της τύχης είναι πως ο Δάνδολος πέθανε στην Κων/πολη και θάφτηκε στην Αγία Σοφία.
Η «βασιλίδα των πόλεων», απόρθητη από την εποχή της ίδρυσής της υπέκυψε για πρώτη φορά στον εχθρό. Φοβερές λεηλασίες και σφαγές ακολούθησαν την άλωση της Πόλης. Kύριοι της Kωνσταντινούπολης οι σταυροφόροι και οι συνεργάτες τους Bενετοί επέβαλαν το δίκαιο του κατακτητή. Οι σφαγές και η λεηλασία των δημόσιων κτηρίων και των ιδιωτικών κατοικιών ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Άπληστοι και ακόρεστοι οι ιππότες της Δύσης επέπεσαν πάνω στα θαυμαστά πλούτη και τους θησαυρούς που είχαν συγκεντρώσει αιώνες πολιτισμού στη Bασιλεύουσα. (3)
Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ (1198-1216), θα απειλήσει, δήθεν, τους Σταυροφόρους με αφορισμό, αλλά θα φροντίσει να λησμονήσει, εγκαίρως, την απειλή του. Μετά την καταστροφή της Βασιλεύουσας, θα γράψει προς τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Λάσκαρη ότι «οι Λατίνοι υπήρξαν όργανο της Θείας Προνοίας, που τιμώρησε τους Έλληνες για την άρνησί τους να δεχθούν την ηγεσία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας» (4) Σε ολόκληρη την Δύση θα ψάλλουν ύμνους για να πανηγυρίσουν την πτώση της «μεγάλης ανίερης (profana) πόλεως».
Στη θέση του αυτοκράτορα τοποθετήθηκε νέα λατινική κυβέρνηση. Οι κληρονόμοι του Ρωμαϊκού θρόνου, από τις επαρχίες της αυτοκρατορίας, επρόκειτο να συνεχίσουν τους αγώνες, μέχρι την ανάκτησή της το 1261 από το Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο. Διαβάζουμε: «Οι επιπτώσεις της Τέταρτης Σταυροφορίας επί του ευρωπαϊκού πολιτισμού υπήρξαν εξ ολοκλήρου καταστρεπτικές. Η λάμψη του ελληνικού πολιτισμού, την οποία το Βυζάντιο (σ.σ: διάβαζε Ρωμανία) συντηρούσε επί εννέα αιώνες μετά από την επιλογή της Κωνσταντινούπολης ως πρωτεύουσας, έσβησε ξαφνικά... Το έγκλημα της Τέταρτης Σταυροφορίας παρέδωσε την Κωνσταντινούπολη και τη Βαλκανική Χερσόνησο σε έξι αιώνες βαρβαρότητας... Προκειμένου να αντιληφθούμε την πλήρη σημασία της λατινικής κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης, πρέπει να προσπαθήσουμε να συνειδητοποιήσουμε ποιος θα ήταν σήμερα ο πολιτισμός της Δυτικής Ευρώπης, αν η προ έξι αιώνων Ρωμανία δεν είχε καταστραφεί. Μπορεί κανείς να φανταστεί όχι μόνο τη Μαύρη Θάλασσα, τον Βόσπορο και τον Μαρμαρά να περιβάλλονται από προοδευτικά και πολιτισμένα έθνη. αλλά ακόμα και τα ανατολικά και νότια παράλια της Μεσογείου να έχουν επιστρέψει υπό μια καλή διακυβέρνηση και υπό μια θρησκεία η οποία δεν αποτελεί φραγμό στον πολιτισμό...» (5)
Η λεηλασία και απογύμνωση της Κωνσταντινουπόλεως από όλα της τα πλούτη, δεν είχε όμοιο της. Όσοι τολμούσαν να αντισταθούν σφάζονταν επί τόπου. Δεν έμεινε παλάτι, αρχοντικό εκκλησία μεγάλη ή μικρή, μοναστήρι, χαμοκέλα, που να μην υποστεί φρικώδη λεηλασία. Ιδίως τους προσέλκυσε ο μυθικός πλούτος της Αγίας Σοφίας. Μπήκαν μέσα στον Ιερό Ναό με άλογα και μουλάρια που λέρωναν με τις κοπριές τους το μαρμάρινο δάπεδο. Και άρχισαν με φρενιτιώδη ταχύτητα να ξηλώνουν και να παίρνουν τα πάντα: από άγια δισκοπότηρα, ευαγγέλια, ιερά άμφια, άγιες εικόνες, την Αγία Τράπεζα, και το ασημένιο εικονοστάσιο του Τέμπλου, αφού προηγουμένως το έκαναν κομμάτια, μανουάλια, πολυκάντηλα, μέχρι και κουρτίνες. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της λεηλασίας μια Γαλλίδα πόρνη ανεβασμένη στον πατριαρχικό θρόνο χόρευε άσεμνα μισόγυμνη και τραγουδούσε. Ούτε οι τάφοι των Αυτοκρατόρων γλύτωσαν: συλήθηκαν όλοι, ενώ τα λείψανα πετάχτηκαν εδώ κι εκεί. π.χ. το πτώμα του Βασιλείου Β΄ Μακεδόνα πετάχτηκε έξω και στα χέρια του τοποθέτησαν οι Φράγκοι μια φλογέρα -ειρωνικά -. Με αφορμή αυτό το γεγονός ο Παλαμάς έγραψε το ποίημα «η φλογέρα του βασιλιά».
Κυρίως όμως καταστράφηκαν αναρίθμητα έργα τέχνης. Τόσο της κλασσικής αρχαιότητας (π.χ. αγάλματα του Δια, του Απόλλωνα, των Διόσκουρων, το χάλκινο άγαλμα του Ηρακλή από τον Λύσσιπο τον Σικυώνιο, της Άρτεμης, της Ήρας, της Ελένης του Μενελάου κ.ά. που κοσμούσαν δρόμους, πλατείες και παλάτια της Βασιλεύουσας) όσο και της Ρωμαϊκής περιόδου, τα οποία κομμάτιαζαν για να αφαιρέσουν το χρυσό, το ασήμι και τους πολύτιμους λίθους, ενώ τα κατασκευασμένα από χαλκό τα έλιωναν στα καμίνια για να κόψουν νομίσματα. Τα αρχαία ελληνικά χειρόγραφα καίγονταν από τους σταυροφόρους, για να ψήσουν τα κρεατικά τους! Οι πιο φρικτοί από όλους ήταν οι Γάλλοι και οι Φλαμανδοί, ενώ αντιθέτως οι Βενετοί που ήταν εξοικειωμένοι με το Ρωμαϊκό πολιτισμό ήταν οι πλέον φιλεύσπλαχνοι έναντι των ηττημένων: Ήταν τέτοια η έκταση της καταστροφής που στο τέλος το άλλοτε περικαλλές άστυ, η Βασιλίδα των πόλεων της οικουμένης, που επί 9 αιώνες είχε συσσωρεύσει αμύθητα πλούτη, κατάντησε σκέτο κουφάρι!
Μεθυσμένοι από τη νίκη τους οι Φραγκοδυτικοί περιγελούσαν τους νικημένους, φορούσαν με γελοίο τρόπο τα ρούχα που τούς είχαν αρπάξει, τοποθετούσαν στα κεφάλια των αλόγων τους τις καλύπτρες και τα κοσμήματα των Ρωμηών. Άλλοι κρατούσαν αντί για σπαθί χαρτιά, μελανοδοχεία, και βιβλία, και περιφέρονταν στους δρόμους της Πόλης, παριστάνοντας τους λογίους. Το πιο τραγικό από όλα ήταν όμως ότι ολόκληρος ο γυναικείος πληθυσμός της Κωνσταντινουπόλεως, αδιακρίτως ηλικίας ή ιδιότητας (μοναχές) υποβλήθηκε στην τρομερή διαδικασία του βιασμού. Τότε ακριβώς εσφάγησαν οι περισσότεροι από τους άρρενες κατοίκους: διότι στην προσπάθειά τους οι πατεράδες και οι σύζυγοι να διαφυλάξουν την τιμή των θυγατέρων και των συζύγων έπεσαν θύματα των αποχαλινωμένων Δυτικών. Βόγκηξε η Κωνσταντινούπολη από τον ατελείωτο βιασμό. Δεν περιγράφονται τα μαρτύρια που υπέστησαν οι κάτοικοι επί τρεις συνεχείς ημέρες, διότι τους βασάνιζαν απάνθρωπα για να τους αποκαλύψουν τα μέρη όπου είχαν κρύψει χρυσά και αργυρά νομίσματα και κυρίως τιμαλφή. Μόνο όταν κορέστηκε η δίψα τους για αρπαγή, αίμα και γενετήσιες απολαύσεις, ησύχασαν, αφού πρώτα τους τρόμαξε μια έκλειψη σελήνης. Κατόπιν συγκέντρωσαν όλη τη λεία και την έθεσαν υπό την φύλαξη των ευγενών.
Γράφει κι ο Νικήτας Χωνιάτης για την Άλωση της Πόλης: «Κι έτσι, καθένας είχε πόνο, στα στενά θρήνος και κλάματα, στα τρίστρατα οδυρμοί, στους ναούς ολοφυρμοί, φωνές των ανδρών, κραυγές των γυναικών, απαγωγές, υποδουλώσεις, τραυματισμοί και βιασμοί σωμάτων. (..)Το ίδιο και στις πλατείες, και δεν υπήρχε μέρος ανεξερεύνητο που να δώσει άσυλο σε αυτούς. Χριστέ μου, τι θλίψη και φόβος υπήρχαν τότε στους ανθρώπους (...) Τέτοιες παρανομίες έκαναν οι στρατοί από τη Δύση εναντίον της κληρονομιάς του Χριστού, χωρίς να δείξουν σε κανένα φιλανθρωπία, αλλά γυμνώνοντάς τους όλους από χρήματα και κτήματα, από σπίτια και ρούχα. (...) και το πιο σημαντικό, αυτοί που πήραν το σταυρό στους ώμους και πολλές φορές ορκίστηκαν σε αυτόν και στα θεία λόγια ότι θα περάσουν δίχως να πειράξουν τις χώρες των Χριστιανών, χωρίς να κοιτάξουν αριστερά ή να εκκλίνουν προς τα δεξιά, αλλά θα οπλιστούν κατά των Σαρακηνών και να βάψουν τα ξίφη τους με το αίμα τους.(...) Οι δε Σαρακηνοί δεν έκαναν έτσι, και φέρθηκαν πολύ φιλάνθρωπα και ευγενικά όταν κυρίευσαν την Ιερουσαλήμ. Γιατί ούτε πείραξαν τις γυναίκες των Λατίνων, ούτε τον κενό τάφο του Χριστού έκαναν ομαδικό τάφο,(...) και αφήνοντας όλους να φύγουν με ένα ορισμένο αριθμό χρυσών νομισμάτων και από τον καθένα έπαιρναν μερικά πράγματα αφήνοντας τα υπόλοιπα στους κατόχους τους, ακόμα κι αν αυτά ήταν σαν την άμμο. Κι έτσι φέρθηκε το γένος που μάχονταν το Χριστό [σ.σ: οι Άραβες] προς τους αλλόπιστους Λατίνους, ούτε με ξίφος ούτε με φωτιά ούτε με λιμό ούτε με διωγμούς ούτε με άλλα δεινά. Σε εμάς όμως τα προκάλεσαν αυτά τα παραπάνω οι φιλόχριστοι και ομόδοξοι [σ.σ: οι Δυτικοί της Δ΄ Σταυροφορίας], όπως είπαμε με συντομία, αν και δεν είχαμε κάνει κάποιο αδίκημα»
Και βεβαίως, είναι φυσικό που οι Ρωμηοί ένοιωθαν απορία με το μέγεθος της καταστροφής, αφού, με τον πόλεμο με τους Άραβες, ουδέποτε είχαν γνωρίσει τέτοια κτηνωδία, τους φαινόταν αδιανόητο πως άνθρωποι με πίστη στον Χριστό, ήταν δυνατόν να φέρονται έτσι. Σε αντίθεση με την γενικότερη έλλειψη ανεκτικότητας της Δύσης, στη Ρωμανία οι «μισαλλόδοξοι Ρωμηοί» (όπως αρέσκονται κάποιοι να αποκαλούν) είχαν κτίσει ήδη από τις αρχές του 8ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη τζαμί, για να προσεύχονται οι μουσουλμάνοι που περνούσαν από εκεί (π.χ. έμποροι), κι αργότερα έχτισαν και άλλα δύο. Ας μάς πει κανείς, πότε πρωτοχτίστηκε ισλαμικό τέμενος σε κράτος της Δυτικής Ευρώπης; Από τον 8ο αιώνα, οι Ρωμηοί δεν είχαν πρόβλημα να υπάρχει τζαμί στην πρωτεύουσα ενός χριστιανικού κράτους, το οποίο αντιμαχόταν τους Μουσουλμάνους και ήταν σε πόλεμο με αυτούς. Αν αυτό δε σημαίνει ανεκτικότητα, τότε τι σημαίνει, σε μια εποχή όπου οι Δυτικοί έκαναν Σταυροφορίες;
Διαβάζουμε, από την περιγραφή του Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου, που συμμετείχε στη πολιορκία, στο «Χρονικό της Κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης»:
247. «Εκείνη τη νύχτα [σ.σ: 12 προς 13 Απριλίου 1204], μπροστά στο στρατόπεδο του Βονιφάτιου του Μονφερατικού, δεν ξέρω ποιοι άνθρωποι, που φοβόντουσαν μην τους επιτεθούν οι Έλληνες, βάλανε φωτιά στο χώρο ανάμεσα σε αυτούς και στους Έλληνες. Και η πόλη άρχισε να αρπάζει φωτιά και να καίγεται πολύ άσχημα, και καιγόταν όλη εκείνη τη νύχτα και την άλλη μέρα μέχρι το απόγευμα. Και τούτη ήταν η τρίτη πυρκαγιά στην Κωνσταντινούπολη από τότε που ήρθανε οι Φράγκοι στην χώρα. Και υπήρχαν περισσότερα καμένα σπίτια από όσα υπήρχαν στις τρεις πιο μεγάλες πόλεις του βασιλείου της Γαλλίας.
248. Και τα λάφυρα ήταν τόσα πολλά που κανείς δεν ήξερε να πει πόσα, χρυσάφι, και ασήμι και σκεύη και πολύτιμα πετράδια και μετάξια και γούνινα φορέματα από γκρίζο σκίουρο και από ερμίνα, και όλα τα ακριβά πράγματα που βρέθηκαν ποτέ στη γη. Και δίνει βέβαιη μαρτυρία ο Γοδεφρίδος ο Μαρεσάλης της Καμπανίας, αληθινά και έχοντας σωστά τα λογικά του, πως από τότε που χτίστηκε ο κόσμος δεν πάρθηκαν τόσα λάφυρα από μια μόνο πόλη.
249. Ο μαρκήσιος Βονιφάτιος του Μονφερράτου προχώρησε κατά μήκος της ακτής προς το παλάτι του Βουκολέοντα. Και σαν έφτασε εκεί, του το παρέδωσαν, για να σώσουν τη ζωή τους, εκείνοι που ήταν μέσα. Εκεί βρήκε τις περισσότερες από τις πιο σπουδαίες κυρίες όλου του κόσμου, που είχαν καταφύγει στο κάστρο. Εκεί βρισκόταν η αδελφή του βασιλιά της Γαλλίας, που ήταν κάποτε αυτοκράτειρα [Αγνή, κόρη του Λουδοβίκου Ζ΄], και η αδελφή του βασιλιά της Ουγγαρίας που ήταν κι αυτή αυτοκράτειρα, και πολλές σπουδαίες κυρίες. Για το θησαυρό που βρισκόταν σε εκείνο το παλάτι, δε πρέπει καθόλου να μιλάμε. Γιατί υπήρχαν τόσα που δεν έχουν ούτε τέλος ούτε αριθμό.
251. Ο καθένας πήρε για να μείνει όποιο σπίτι ήθελε, και υπήρχαν πολλά. Και έπρεπε να δοξάσουν πολύ τον Κύριο Ημών, γιατί δεν είχαν πάνω από είκοσι χιλιάδες οπλισμένους ανθρώπους ανάμεσά τους και με τη βοήθεια του Θεού νίκησαν τετρακόσιες χιλιάδες ανθρώπους ή και περισσότερους, και μάλιστα μέσα στην πιο ισχυρή πόλη που υπήρξε σε όλον τον κόσμο, που ήταν μεγάλη πόλη, και η πιο καλά οχυρωμένη. »
Σημειώσεις
1. Παντίτ Νεχρού «Παγκόσμιος Ιστορία», επιστολή 62α
2. GHERARDO ORTALLI, «H Βενετία και τα ίχνη του Βυζαντίου», ΤΟ ΒΗΜΑ, 24-10-2004
3. «H Δ’ Σταυροφορία και η πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης», Nίκος Γ.Mοσχονάς Iνστιτ. Bυζαντ. Eρευνών, ενθετο «Επτά Ημέρες» εφημ «Καθημερινή», 1-11-98
4. Αρχιεπισκόπου πρ. Θυατείρων και Μ. Βρεταννίας Μεθοδίου Γ. Φούγια, Μητροπολίτου Πισιδίας, «Έλληνες και Λατίνοι», Α.Δ.Ε.Ε., Αθήνα, σ. 278
5. Σερ Έντουιν Πήαρς, «Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204»
Βιβλιογραφία
1. «Ρωμηοσύνη Ρωμανία Ρούμελη» του π. Ι. Ρωμανίδη, εκδ. Πουρνάρα, 2002
2. «Γέννημα και Θρέμμα Ρωμηοί» του Σεβ Ναυπάκτου Ιερ. Βλάχου, εκδ Πελαγία.
3. «Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204» του σερ Έντουιν Πήαρς
4. «Ιστορία των Σταυροφοριών» Σερ Στήβεν Ράνσιμαν.
5. «H Δ΄ Σταυροφορία και η πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης», Nίκος Γ.Mοσχονάς Iνστιτούτο Bυζαντινών Eρευνών, ενθετο «Επτά Ημέρες» εφημ. «Καθημερινή», 1-11-98
6. «H Βενετία και τα ίχνη του Βυζαντίου», ΤΟ ΒΗΜΑ, 24-10-2004
7. «Η πρώτη άλωση της Πόλης» του Ι. ΜΠΑΚΟΥΡΟΥ, Υποστράτηγου ε.α., http://www.seetha.gr/seetha/item.asp?ReportID=127
8. «1204, Η άλωση της Κωνσταντινούπολης», αφιέρωμα, http://www.myriobiblos.gr/afieromata/1204/
9. «Η άλωση του 1204», http://www.geocities.com/porta_aurea/proti_alosi.html
Αναθεώρηση 29-3-96.
Η αρχική έκδοση του άρθρου δημοσιεύθηκε στο Celator [Τόμος 10, Αριθμός 3: Μάρτιος 1996]. Τμήμα του επίσης αναφέρεται στο βιβλίο Ancient Coin Collecting του Wayne G. Sayles, έκδοση [Ιούνιος 1996] Krause Publications.
Περιεχόμενα
1. Εισαγωγή
4. Συμπεράσματα
Κατά τη τρέχουσα ορολογία η φράση «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» αναφέρεται σε μια πολιτική πραγματικότητα που κάποτε κυριάρχησε στον κόσμο της Μεσογείου. Η πόλη που ονομάζεται Κωνσταντινούπολη ή (στους σημερινούς χάρτες) Ισταμπούλ ήταν η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Η «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» γεννήθηκε με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης τον 4ο αιώνα στη θέση του Βυζαντίου, της αρχαίας Ελληνικής αποικίας. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο 1ος (πεθ. 337) ονόμασε τη πόλη Νέα Ρώμη ή Κωνσταντινούπολη. Ο Κωνσταντίνος στην καινούργια πόλη μετέφερε την πρωτεύουσα του και αργότερα της έδωσε και το όνομα του. Οι διάδοχοι του Κωνσταντίνου του 1ου έζησαν στην Κωνσταντινούπολη χωρίς διακοπή μέχρι το 1204. Το 1204, οι Σταυροφόροι από τη Δυτική Ευρώπη, παρέκκλιναν από την πορεία τους προς τα Ιεροσόλυμα, κυρίευσαν και λεηλάτησαν την Κωνσταντινούπολη. Κράτησαν την πόλη μέχρι το 1261. Οι «Βυζαντινοί» επανίδρυσαν τη «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» στην Κωνσταντινούπολη το 1261 μετά την εκδίωξη των «Φράγκων». Το 1453, οι Οθωμανοί Τούρκοι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη. Η «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» έπαψε να υπάρχει.
Ο ρόλος της «Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» στην Ευρωπαϊκή ιστορία δεν έχει γίνει επαρκώς κατανοητός από τη σύγχρονη ακαδημαϊκή κοινότητα. Η Κωνσταντινούπολη βρέθηκε στην οικονομική, πολιτική και πολιτιστική καρδιά της Ευρώπης από την ίδρυση της μέχρι την αδικαιολόγητη λεηλασία της από τους Σταυροφόρους. Η Νέα Ρώμη άντεξε στις επιθέσεις πολλών επιδρομέων, προστατεύοντας όλη την Ευρώπη από έναν χείμαρρο εισβολέων. Η «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» ήκμασε την εποχή που η Δυτική Ευρώπη ήταν απομονωμένη λόγω της ανέχειας και της βίας. Δεν μπορεί επίσης κανείς να παραθεωρεί το επιπρόσθετο γεγονός ότι η Κωνσταντινούπολη παραμένει ακόμη το κέντρο των Ορθοδόξων Χριστιανών, της κυρίαρχης πίστης στη Ρωσία και σε άλλες χώρες, που έχει τις ρίζες της στη Βυζαντινή εμπειρία. Στην εποχή μας, με τις τελευταίες αλλαγές στη Ρωσία, οι βυζαντινές της ρίζες είναι περισσότερο σημαντικές παρά ποτέ. Σε αντίθεση με την πλούσια κληρονομιά και τον πολυσήμαντο ρόλο τους, τα επιτεύγματα του Βυζαντινού πολιτισμού πολύ συχνά αποσιωπώνται και υποβαθμίζονται, αυτό καθ’ αυτό το όνομα «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» είναι στην πραγματικότητα, προσβλητικό.
Ο όρος «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» επινοήθηκε και διαδόθηκε από Γάλλους ανθρωπιστές σαν τον Montesquieu, μία σημαντική μορφή της διανόησης του 18ου αιώνα. Αυτός ήταν ο συγγραφέας του γόνιμου έργου «Το Πνεύμα των Νόμων» που τόσο πολύ ενέπνευσε τους Ιδρυτές των Ηνωμένων Πολιτειών στη σύνταξη του Αμερικανικού Συντάγματος. Όπως και άλλοι στοχαστές εκείνης της εποχής, ο Montesquieu εκτιμούσε τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους με υπερβολικό ενθουσιασμό ως μύστες της πολιτικής και του πολιτισμού άξιους προς μίμηση. Ακολουθώντας την Δυτικοευρωπαϊκή παράδοση που έχει τις ρίζες της στον πρώιμο Μεσαίωνα, ο Montesquieu θεωρούσε την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης διεφθαρμένη και παρακμασμένη. Αν και έγραψε μακροσκελή ιστορία της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, ο Montesquieu σε καμιά περίπτωση δεν επέτρεψε στον εαυτό του να αναφερθεί στην Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης χρησιμοποιώντας τα ένδοξα ονόματα «Ελληνική» ή «Ρωμαϊκή». Από το αρχαίο όνομα «Βυζάντιον», ο Montesquieu χρησιμοποίησε τη λέξη «Βυζαντινή». Η λέξη «Βυζαντινή» προσδιόριζε την Αυτοκρατορία και υπονοούσε τα υποτιθέμενα χαρακτηριστικά της: δολιότητα, υποκρισία και παρακμή. Ο Άγγλος διαφωτιστής Edward Gibbon στο έργο του «Παρακμή και Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» παρουσιάζει την Αυτοκρατορία μετά τον 6ο αιώνα ως ένα έπος μονότονης αθλιότητας και διαφθοράς.
Οι άνθρωποι που ζούσαν στη «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» ποτέ δεν ήξεραν ούτε και χρησιμοποίησαν τη λέξη «Βυζαντινός». Αυτοί ήξεραν για τον εαυτό τους ότι είναι Ρωμαίοι, τίποτα παραπάνω και απολύτως τίποτα λιγότερο. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη του Τίβερη στη Νέα Ρώμη του Βοσπόρου, τη μετέπειτα Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο 1ος μετέφερε την πραγματική ταυτότητα της Ρώμης σε καινούργια τοποθεσία. Πολύ πριν τον Κωνσταντίνο τον 1ο, η ιδέα της «Ρώμης» είχε αρχίσει να διαχωρίζεται από την Αιώνια Πόλη του Τίβερη. Έτσι που το Ρωμαίος σήμαινε τον Ρωμαίο πολίτη, όπου κι αν ζούσε. Πριν την Αυτοκρατορική περίοδο (89 π.Χ.), το Ρωμαϊκό Δίκαιο χορήγησε δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους της Ιταλίας. Κατόπιν, το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη προσφερόταν σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων παντού στην Αυτοκρατορία. Το 212, ο αυτοκράτορας Καρακάλας διακήρυξε ότι όλοι οι ελεύθεροι πολίτες της Αυτοκρατορίας μπορούσαν να γίνουν Ρωμαίοι πολίτες, δίνοντας τους τη δυνατότητα να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι, και όχι απλά υποτελείς των Ρωμαίων. Σε μερικές δεκαετίες οι άνθρωποι αναφερόμενοι στην Αυτοκρατορία άρχισαν να χρησιμοποιούν σπανιότερα (το Λατινικό) «Imperium Romanorum» (Κράτος των Ρωμαίων) και συχνότερα το «Ρωμανία» (Χώρα των Ρωμαίων).
Στις επαρχίες κοντά στην Κωνσταντινούπολη, όπου επικρατούσε η Ελληνική γλώσσα επί της Λατινικής της Πρεσβυτέρας Ρώμης, η ιδέα του Ρωμαίου πολίτη και της Ρωμαϊκής ταυτότητας ασκούσε μεγάλη έλξη σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Οι ελληνόφωνοι πολίτες ήσαν υπερήφανοι να είναι Ρωμαίοι, στα Λατινικά «Romani». Η λέξη «Ρωμαίοι» έγινε περιγραφική των ελληνόφωνων πληθυσμών της Αυτοκρατορίας. Το παλιό εθνικό όνομα Έλληνες, παρέμεινε σε αχρηστία. Στα αρχαία χρόνια και βέβαια το «Έλληνας» είχε εθνική σημασία. Το Έλληνας, ως εθνικό όνομα των Ελλήνων χρησιμοποιήθηκε από τον έβδομο π.Χ. αιώνα και μετά, αν όχι και νωρίτερα. Αν και ο Όμηρος ονόμαζε τους Έλληνες με διάφορα ονόματα, ο Ηρόδοτος, ο Περικλής, ο Πλάτων και ο Αλέξανδρος όλοι ήταν «Έλληνες», όπως ήταν και οι ελληνόφωνοι κάτοικοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον πρώτο και τον δεύτερο αιώνα μ.Χ. Τον τέταρτο αιώνα μ.Χ., όσο η Αυτοκρατορία εκχριστιανιζόταν, ο όρος «Έλληνας» άρχισε να επαναπροσδιορίζεται και κατέληξε να σημαίνει τους ανθρώπους που ακόμη λάτρευαν τους αρχαίους θεούς και σπούδαζαν τη φιλοσοφία με την ελπίδα να μπορέσουν να αντισταθούν στη νέα Χριστιανική πίστη. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο 2ος (361-363), ένας αυτοκράτορας που προσπάθησε να σταματήσει τη Χριστιανική παλίρροια, ονόμαζε τον εαυτό του «Έλληνα». Με το «Έλληνας», ο Ιουλιανός υποδήλωνε τη σχέση του με τη Νέο-Πλατωνική φιλοσοφία και τη λατρεία των θεών του Ολύμπου.
Στα τελευταία χρόνια του τέταρτου μ.Χ. αιώνα, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο 1ος (379-39 5) έκανε τον Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία του κράτους μετά την καταστολή της εξέγερσης ενός «Έλληνα» σφετεριστή του θρόνου, κάποιου δυτικού που ονομαζόταν Ευγένιος. Μετά την κρίσιμη απόφαση του Θεοδόσιου, όλο και λιγότεροι άνθρωποι επιθυμούσαν να αποκαλούν τον εαυτούς τους «Έλληνα». Για πολλούς αιώνες, η λέξη «Έλληνας» ήταν κακόφημη, ταυτισμένη με παράνομες θρησκευτικές ιδέες και απιστία προς το κράτος. Οι ελληνόφωνοι προτίμησαν τη ταυτότητα του «Ρωμαίου» αντί του «Έλληνα» ως σίγουρο καταφύγιο στους καιρούς που άλλαζαν. Ελληνόφωνοι «Ρωμαίοι» κατοικούσαν την Αυτοκρατορία μέχρι την πτώση της τον δέκατο πέμπτο αιώνα.
Η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να ονομαστεί «Βυζαντινή Αυτοκρατορία». Αν χρειαζόταν ιδιαίτερο όνομα, καλύτερα θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης «Αυτοκρατορία Ρωμαίων» από το ελληνικό «Βασιλεία Ρωμαίων».
Οι Αυτοκράτορες των Ρωμαίων φρόντιζαν να τονίζουν τη συνέχεια και ενότητα της εξουσίας τους στην Κωνσταντινούπολη με τη παράδοση της Πρεσβυτέρας Ρώμης πριν τον Κωνσταντίνο τον 1ο. Για παράδειγμα, τα νομίσματα συνέχιζαν να φέρουν επιγραφές στα Λατινικά αιώνες μετά που οι άνθρωποι στην Κωνσταντινούπολη ούτε μιλούσαν ούτε έγραφαν πλέον αυτή τη γλώσσα. Ας παρατηρήσουμε επιγραφές νομισμάτων από διαφορετικές αυτοκρατορικές περιόδους. Για σημείο αναφοράς ας πάρουμε τα νομίσματα του τελευταίου αυτοκράτορα που βασίλευσε για πολλά χρόνια στην Ιταλία, του Βαλεντινιανού του 3ου (425-455). Μια τυπική επιγραφή σε ένα από τα νομίσματα του Βαλεντινιανού είναι κάπως έτσι:
D N PLA VALENTINIANVS P F AVG |
Αναπτύσσοντας τις συντμήσεις διαβάζουμε: «Dominus Noster Placidius Valentinianus Pius Felix Augustus» (Ο Κύριος μας Πλακίδας [Ειρηναίος] Βαλεντινιανός ο Ευσεβής και Μακάριος Αύγουστος [Σεβαστός]). Ας συγκρίνουμε την επιγραφή του Βαλεντινιανού με τις επιγραφές μεταγενέστερων Ρωμαϊκών νομισμάτων. Αρχίζουμε με την επιγραφή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού του 1ου (527-565), ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του στην προσπάθεια ανάκτησης των χαμένων δυτικών επαρχιών, με περιορισμένη επιτυχία:
D N IVSTINIANVS PP AVC |
Υπάρχουν δύο μικρές αλλαγές μεταξύ του Βαλεντινιανού και του Ιουστινιανού. Πρώτον, το «Pius Felix» έχει αντικατασταθεί με το «Perpetuus» (Αιώνιος). Ο Αυτοκράτορας Λέων ο 1ος (457-474) διέταξε αυτή την αλλαγή. Θεώρησε ότι η φράση «Pius Felix» είχε πολύ μεγάλη σχέση με το ειδωλολατρικό παρελθόν για να είναι αποδεκτή στη νέα Χριστιανική Αυτοκρατορία. Άλλη διαφορά ήταν το ότι το «Αύγουστος» συμβολίζεται με τη συντομογραφία «AVC» αντί της «AUG». Αυτή η μικρή διαφορά δείχνει την επίδραση της Ελληνικής γλώσσας. Στα Ελληνικά, ο ήχος του «g» εκφράζεται με το γράμμα «γάμμα» (Γ) το οποίο είναι το τρίτο του Ελληνικού αλφαβήτου, ισοδύναμου με το Λατινικό «C». Παρά τις μικρές αυτές αλλαγές, οι επιγραφές του Ιουστινιανού διατηρούν τη συνέχεια με το Ρωμανικό παρελθόν. Τα Λατινικά παραμένουν εν χρήσει. Ο αυτοκράτορας παραμένει «Dominus Noster» και «Augustus». Έναν αιώνα μετά τον Ιουστινιανό τον 1ο, οι τίτλοι αυτοί ακόμη παρέμεναν εν χρήσει. Η τυπική επιγραφή του Κώνστα του 2ου (641-668) ήταν :
δN CONSTANTINVS PP AV |
Να σημειωθεί ότι τα Ελληνικά γράμματα «δέλτα» και «ταύ» μπήκαν στην επιγραφή. Το αμφιλεγόμενο «γάμμα» χάθηκε από τη συντομογραφία του «Augustus». Παρ’ όλα αυτά, ο Λατινικός τίτλος παραμένει. Η ρωμανική μορφή παραμένει και είναι ακόμη σεβαστή.
Το πέρασμα σε πιο ελληνότροπο στυλ επιγραφών μετά το 700 μπορεί να έχει σχέση με την αλλαγή της δυναστείας. Η οικογένεια του Ηράκλειου (610-641) καταγόταν από τη λατινόφωνη Βόρεια Αφρική. Οι διάδοχοι του Ηράκλειου, συμπεριλαμβανομένου και του Κώνστα του 2ου, άργησαν πιθανώς να εγκαταλείψουν τους Λατινικούς τίτλους εν μέρει, τιμής ένεκεν στην οικογενειακή τους κληρονομιά. Η Λατινικότητα της οικογένειας του Ηράκλειου δεν περιορίστηκε στις μορφές και τους τίτλους. Ο Κώνστας ο 2ος είχε αποφασίσει να μεταφέρει την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας από την Κωνσταντινούπολη στις Συρακούσες της Σικελίας. Αν και οι Συρακούσες ήταν Ελληνική πόλη όσο και η Κωνσταντινούπολη, γνωστή από την αρχαιότητα, η μεταφορά της πρωτεύουσας δυτικά από την Κωνσταντινούπολη στις Συρακούσες θα έστρεφε την Αυτοκρατορία σε νέα κατεύθυνση, σε μια κατεύθυνση βασικά λιγότερο Ελληνική. Ο Κώνστας ο 2ος πέθανε πρόωρα, και δεν ολοκλήρωσε το σχέδιο του. Δολοφονήθηκε στις Συρακούσες, πιθανώς από κάποιους που αντιδρούσαν στα σχέδια του για τη μεταφορά της πρωτεύουσας. Παρά τον χαμό του Κώνστα, η οικογένεια του Ηράκλειου παρέμεινε στην εξουσία στην Κωνσταντινούπολη για δύο γενιές ακόμη. Το τέλος της εποχής του Ηράκλειου σήμανε περαιτέρω αλλαγή στον προσανατολισμό της Αυτοκρατορίας προς τον Ελληνικό κόσμο. Η επόμενη βασιλική οικογένεια, η δυναστεία των Ισαύρων (717-802) ήταν εξ αρχής ελληνόφωνη. Κατά τη διάρκεια του όγδοου αιώνα, το «Dominus Noster» εξαφανίστηκε από τα αυτοκρατορικά νομίσματα. Την ίδια εποχή χάθηκαν και οι λέξεις «Perpetvus Augustus», και αντικαταστάθηκαν από το Ελληνικό «Βασιλεύς».
Η λέξη «Βασιλεύς» είχε τη δικιά της ιστορία. Στην κλασική αρχαιότητα το «Βασιλεύς» σήμαινε τον βασιλιά, ταυτόσημο με το Λατινικό «Rex» . Από τον καιρό του αυτοκράτορα Αυγούστου (πεθ. 14 π.Χ.), οι Έλληνες αποκαλούσαν τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα με το όνομα «Βασιλεύς». Βέβαια στη Λατινική γλώσσα ποτέ δεν ονομάστηκε ο Αυτοκράτορας «Rex», το οποίο θα ήταν προσβλητικό για τις δημοκρατικές ευαισθησίες των Ρωμαίων, ο Αυτοκράτορας ήταν, στη θεωρία, αρχηγός της δημοκρατικής κυβέρνησης. Παρά τη Ρωμαϊκή δημοκρατικότητα, ο όρος «Βασιλεύς» έγινε ο τύπος μεταξύ των ελληνόφωνων Ρωμαίων που περιγράφει τον Αυτοκράτορα. Δεν υπήρχε τρόπος να μεταφραστούν στα Ελληνικά οι τίτλοι «Imperator» ή «Augustus» και να μην ακούγονται επιτηδευμένοι ή γελοίοι. Η λέξη «Αυτοκράτωρ» φτιάχτηκε για να αποδώσει το «Imperator», «Σεβαστός» μεταφράστηκε το «Augustus», αλλά ποτέ το «Αυτοκράτωρ» ή το «Σεβαστός» δεν έγιναν δημοφιλή. Αντίθετα επικράτησε «Βασιλεύς» να σημαίνει «Emperor» αντί «Rex». Οι Ρωμαίοι άρχισαν να χρησιμοποιούν το Λατινικό «Rex» εννοώντας «Βασιλιάς» αναφερόμενοι σε μη Ρωμαίους άρχοντες υποβαθμίζοντας τους ως προς τον δικό τους Αυτοκράτορα. Η νέα χρήση του «Βασιλεύς» επικράτησε πολύ αργότερα. Τον έβδομο αιώνα, ο αυτοκράτορας Ηράκλειος χρησιμοποίησε το «Βασιλεύς» ως τον επίσημο τίτλο του στα ελληνόγλωσσα έγγραφα, αλλά η λέξη αντικατέστησε το «Augustus» στα νομίσματα της εποχής των Ισαύρων (717-802).
Ώθηση στην υιοθέτηση του νέου τίτλου δόθηκε από την Αυτοκράτειρα Ειρήνη (797-802). Ήταν η σύζυγος του Αυτοκράτορα Λέοντα Δ΄ (775-780). Μετά το θάνατο του Λέοντα, η Ειρήνη ανέλαβε την εξουσία ως αντιβασιλεύς του γιου τους Κωνσταντίνου ΣΤ΄ που ήταν νήπιο. Το 797 η Ειρήνη εκθρόνισε και τύφλωσε το γιό της για να αποτρέψει την ανάληψη της εξουσίας από αυτόν μόλις ενηλικιωνόταν. Η Ειρήνη αυτοανακηρύχθηκε μόνος ηγεμόνας, ισχυρισμός εντελώς πρωτόγνωρος για γυναίκα στην ιστορία της Αυτοκρατορίας. Η Ειρήνη αντιμετώπισε προβλήματα γραφειοκρατικής φύσεως στην προώθηση του νεόκοπου ισχυρισμού της, διότι ο Αυτοκρατορικός τίτλος «Αugustus» ήταν, βεβαίως, αρσενικού γένους. Δεν θα μπορούσε να αποκαλείται «Augustus» χωρίς να ακούγεται γελοίο. Η θηλυκή μορφή του «Augustus», η «Augusta» θα μπορούσε να παίξει τον απαιτούμενο ρόλο, αλλά στο παρελθόν η λέξη σήμαινε τη σύζυγο του Αυτοκράτορα ή άλλη σημαντική συγγενή του, και όχι το νόμιμο ηγεμόνα. Η χρήση της λέξης «Αugusta» για τον προσδιορισμό των γυναικείων μελών της Αυτοκρατορικής οικογένειας χρονολογείται από τα πρώτα χρόνια της Αυτοκρατορίας. Η χήρα του Αυτοκράτορα Αυγούστου, η Λίβια, δέχθηκε το όνομα «Julia Augusta» από τη Γερουσία το 14 μ.Χ.. Σε όλη τη διάρκεια των οκτώ αιώνων, η λέξη «Augusta» ούτε καν υπαινικτικά δεν σήμαινε μια ηγεμόνα από μόνη της: η ύπαρξη «Αυγούστας» συνεπαγόταν και την ύπαρξη ενός «Αυγούστου». Η Ειρήνη δεν επιθυμούσε να υπενθυμίζει στους Ρωμαίους το γιο της Κωνσταντίνο. έτσι, οι επιγραφές της Ειρήνης πάντα απέφευγαν τη λέξη «Augusta». Αντί γι’ αυτό, η Ειρήνη επέλεξε να ονομάζεται με τη θηλυκή μορφή του «Βασιλεύς», η οποία είχε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν από Βασίλισσες που κυβερνούσαν καθώς και από συζύγους και μητέρες των Βασιλέων. Η πλήρης μορφή της επιγραφής ήταν:
EIRINH BASILISSH |
Προσέξτε την ανάμιξη λατινικών και ελληνικών χαρακτήρων.
Στα κέρματα, στις περισσότερες περιπτώσεις εμφανιζόταν η συντετμημένη μορφή.
EIRINH BAS |
Συνταρακτικό γεγονός στη βασιλεία της Ειρήνης ήταν η στέψη στην Παλαιά Ρώμη του Φράγκου Βασιλιά Καρλομάγνου [Carolus Rex Francorum] ως Αυτοκράτορα το 800. Πολλές αρχές στο λατινόφωνο κόσμο συνέχιζαν να αναγνωρίζουν τους Αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης ως τους νόμιμους Ρωμαίους Αυτοκράτορες μέχρι που η Ειρήνη εκθρόνισε το γιό της το 797. Στα μάτια της Λατινικής Δύσης, ο θρόνος έμεινε κενός μετά την αποπομπή του Κωνσταντίνου ΣΤ΄. Για τρεις λόγους υπήρχε αντίδραση προς την Ειρήνη: ήταν γυναίκα, είχε προβεί στην αποτρόπαιη πράξη της τύφλωσης του γιου της και έμενε πιστή στις Ανατολικές θρησκευτικές συνήθειες τις οποίες απέρριπτε η Δύση. Αν και ο Καρλομάγνος, ένας Γερμανός φύλαρχος [είναι προτιμότερο να τον σκεφτόμαστε ως Καρλ, αντί για το Γαλλοποιημένο Καρλομάγνος), δεν ήταν Ρωμαίος, είχε φέρει την ενότητα σε μεγάλο τμήμα της Ευρώπης. Γιατί να μην ήταν αυτός, αντί για μια Ελληνίδα γυναίκα (Graeca), Αυτοκράτορας; έτσι σκέφτηκε ο Πάπας και έθεσε το Αυτοκρατορικό στέμμα στην κεφαλή του Καρλομάγνου τα Χριστούγεννα του 800. Μετά τη στέψη του, ο Καρλομάγνος αποκαλούσε τον εαυτό του «Carolus Augustus Imperator Romanorum gubernans Imperium» (Κάρολος Αύγουστος Αυτοκράτωρ κυβερνήτης της Επικράτειας των Ρωμαίων). Οι αρχές της Κωνσταντινούπολης δεν επιθυμούσαν να αναγνωρίσουν τις απαιτήσεις του νεόκοπου Φράγκου στη Δύση, αν και η πολιτική πραγματικότητα υποχρέωσε σε συμβιβασμό τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Α΄ (811-813). Ο απεσταλμένος του Μιχαήλ από την Κωνσταντινούπολη χαιρέτησε τον Καρλομάγνο στην αυλή του στο Άαχεν ως «Βασιλέα» και οι Δυτικοί το μετέφρασαν με ικανοποίηση ως Αυτοκράτωρ. Φυσικά οι Ελληνόφωνοι μπορούσαν να ανεχθούν την ασάφεια της λέξης «Βασιλεύς». Πίσω στην Κωνσταντινούπολη, ο Μιχαήλ άρχισε να αποκαλείται (σε σύντμηση):
MIXAHL BASILEYS ROMAION |
(Μιχαήλ, Ρωμαίος Αυτοκράτωρ). Προσέξτε το ελληνικό «ύψιλον» (U), «χι» (C), και «ήτα» (H). Στα κέρματα η συνηθισμένη μορφή ήταν
MIXAHL BAS ROM |
Πριν από αυτή την αλλαγή, κανείς Ρωμαίος Αυτοκράτορας δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ τη λέξη «Ρωμαίος» στον επίσημο τίτλο του: ο Αυτοκράτωρ ήταν απλώς ο «Imperator Caesar Augustus». Οι διπλωμάτες στην Κωνσταντινούπολη σύντομα θα ισχυρίζονταν ότι «Βασιλεύς» και «Βασιλεύς Ρωμαίων» ήταν δυο διαφορετικά πράγματα. Κατ’ αυτή την άποψη, το «Βασιλεύς Ρωμαίων» ήταν ένας ανώτερος και μοναδικός τίτλος αποκλειστικά για τον ηγεμόνα της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με αυτή την έξυπνη θεωρία, ο Μιχαήλ δεν είχε παραχωρήσει στον Καρλομάγνο τίποτα πέρα από ένα βασιλικό τίτλο, «Βασιλεύς» με την έννοια του βασιλιά («King»), ισοδύναμο του λατινικού «Rex». Γι’ αυτό άλλωστε και «Βυζαντινός» σημαίνει διπρόσωπος. Οι Δυτικοί Αυτοκράτορες άρχισαν να αυτοαποκαλούνται συστηματικά «Imperator Romanorum» (Αυτοκράτωρ Ρωμαίων) αμφισβητώντας άμεσα το «Βασιλεύς Ρωμαίων» της Κωνσταντινούπολης μόλις από την εποχή του Αυτοκράτορα Όθωνα Γ΄ (983-1002). Ο Όθων προχώρησε σ’ αυτή την ενέργεια με την παρακίνηση της μητέρας του της Θεοφανούς, μιας πριγκίπισσας από την Κωνσταντινούπολη που καταλάβαινε τη λεπτομέρεια του προβλήματος. Ο «Βασιλεύς Ρωμαίων» της εποχής, ο Βασίλειος Β΄ (976-1025) δεν ήταν συγγενής της Θεοφανούς και αυτή επιθυμούσε να εξυψώσει το γιο της πάνω από τους ανταγωνιστές στην Κωνσταντινούπολη με το να αποκαλεί τον Όθωνα «Imperator Romanorum» (Αυτοκράτορα Ρωμαίων). Βεβαίως, οι καλά πληροφορημένοι μεταξύ των Δυτικών γνώριζαν ήδη ότι ο καλύτερος τρόπος για να προσβάλλουν την αυθεντία της Κωνσταντινούπολης, εάν αυτός ήταν ο σκοπός τους, ήταν να αρνούνται την ρωμαϊκή της ταυτότητα. Ονομάστε τους «Graecus» (Γραικούς): αυτό μεταφραζόταν «Έλληνες» (Hellenes), που σήμαινε ειδωλολάτρες και μη Ρωμαίοι.
Αψηφώντας τις πολύπλοκες διπλωματικές συγκρούσεις, οι Δυτικοί του μεσαίωνα αναφέρονταν στην επικράτεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με το όνομα «Ρωμανία» (χώρα των Ρωμαίων). Παραδείγματος χάριν: από τον έκτο μέχρι τον όγδοο αιώνα, η πόλη της Ραβέννας ήταν η πρωτεύουσα της επαρχίας των Ρωμαίων της Ιταλίας, η έδρα του Εξάρχου. Η περιοχή γύρω από τη Ραβέννα διοικούταν απευθείας από την Αυτοκρατορική εξουσία. Στη σκέψη των Λογγοβάρδων, του Γερμανικού λαού που απέσπασε μεγάλο τμήμα της Ιταλίας από τον Αυτοκρατορικό έλεγχο, η περιοχή γύρω από τη Ραβέννα ήταν «Ρωμανία». Μέχρι σήμερα, αυτή η περιοχή της Ιταλίας ονομάζεται «Romagna», που προέρχεται από το «Ρωμανία». Αιώνες αργότερα, οι Φράγκοι της Τέταρτης Σταυροφορίας κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη το 1204. Στο Αυτοκρατορικό κενό που ακολούθησε, αυτοί οι τυχοδιώκτες, στην πλειοψηφία Γάλλοι, εξέλεξαν τον δικό τους Αυτοκράτορα και εγκαθίδρυσαν τη δική τους Φραγκική ή Λατινική Αυτοκρατορία. Ο Φραγκικός ή Λατινικός Αυτοκρατορικός τίτλος: «Imperator Romaniae» (Αυτοκράτωρ Ρωμανίας. Το «Αυτοκράτωρ Ρωμανίας» ήταν κάτι διαφορετικό από το «Imperator Romanorum» (Αυτοκράτωρ Ρωμαίων). Στη Δυτική Ευρώπη, ο τίτλος «Imperator Romanorum» ανήκε στους Γερμανούς διαδόχους του Καρλομάγνου και του Όθωνα Γ΄ όταν στεφανώνονταν από τον Πάπα στη Ρώμη. Μετά τον Όθωνα Γ΄, οι Γερμανοί Βασιλείς ονομάζονταν «Rex Romanorum» (Βασιλεύς Ρωμαίων) για το χρονικό διάστημα, που μπορούσε να είναι και πολλά χρόνια, που μεσολαβούσε από την στιγμή της εκλογής τους στη Γερμανία μέχρι τη στέψη τους στη Ρώμη Μετά τα μέσα του 13ου αιώνα, πολλοί Γερμανοί Βασιλείς δεν έλαβαν ποτέ το Αυτοκρατορικό στέμμα. Παρέμειναν «Rex Romanorum» σε όλη τη βασιλεία τους. Τη στιγμή κατά την οποία οι Σταυροφόροι της Τέταρτης Σταυροφορίας εξέλεξαν τον πρώτο Αυτοκράτορά τους τον Βαλδουίνο Α΄ (1204-1205), ο Δυτικός Αυτοκρατορικός θρόνος ήταν κενός. Ο Γερμανός Βασιλιάς Φίλιππος δεν είχε στεφανωθεί Αυτοκράτωρ από τον Πάπα και δεν επρόκειτο να στεφανωθεί ποτέ. Παρ’ όλα αυτά, ο Βαλδουίνος Α΄ σεβάστηκε τη Δυτική παράδοση: δεν τόλμησε να προσβάλει τον Πάπα με το να διεκδικήσει τον τίτλο «Imperator Romanorum» αλλά μόνο τον τίτλο «Imperator Romaniae» (Αυτοκράτωρ Ρωμανίας). Στα μάτια των Δυτικών, μόνον ο Πάπας μπορούσε να κάνει κάποιον «Imperator Romanorum».
Στη Δύση, η ιδέα του «Imperator Romanorum» επέζησε για να περιγράφει τον εκάστοτε Ρωμαιοκαθολικό ηγεμόνα μέχρι το 19ο αιώνα. Το 1508, ο Πάπας εξουσιοδότησε τον «Rex Romanorum» (Βασιλιά) να αποκαλείται «Imperator Romanorum Electus» (Εκλεγμένος Αυτοκράτωρ Ρωμαίων) χωρίς την τελετή στέψης στη Ρώμη. Ο τελευταίος «Εκλεγμένος Αυτοκράτωρ Ρωμαίων » παραιτήθηκε το 1806. Ο Βολταίρος χλεύαζε την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στη δύση της. Όπως σαρκαστικά έλεγε, η «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία... δεν ήταν ούτε Αγία, ούτε Ρωμαϊκή, ούτε Αυτοκρατορία». Όπως και σε άλλα θέματα, ο Βολταίρος γελοιοποιούσε τα πράγματα στα οποία πίστευαν οι άλλοι. Μέχρι το τέλος, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι, ειδικά οι Καθολικοί, αναφέρονταν στην «Sacrum Romanorum Imperium» (Aγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία) ως μια σοβαρή και σημαντική υπόθεση. Πάντως, οι Δυτικοευρωπαίοι δεν αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι ούτε ονόμαζαν την πατρίδα τους Ρωμανία. Αυτές οι λέξεις αποδίδονταν, έστω και απρόθυμα, στην Κωνσταντινούπολη.
Οι Δυτικοευρωπαίοι δεν ήταν οι μόνοι σφετεριστές της Αυτοκρατορίας των Ρωμαίων που προσέβλεπαν στο όνομα της Ρώμης. Τον 11ο αιώνα, ένας κλάδος των Σελτζούκων Τούρκων εγκαθίδρυσε ένα Σουλτανάτο στη Μικρά Ασία, αποσπώντας εδάφη της Μικράς Ασίας. Η επικράτεια του Σουλτανάτου είχε αποκοπεί από την Αυτοκρατορία μετά τη μάχη του Ματζικέρτ (1071), στην οποία ο Αυτοκράτωρ Ρωμανός Δ΄ (1067-1071) έπεσε αιχμάλωτος στα χέρια των Τούρκων. Αυτό το Τουρκικό κράτος ονομαζόταν «Ρουμ», από το Ρώμη. Το Σουλτανάτο του Ρουμ συνέχισε να υπάρχει μέχρι μετά το 1300 έχοντας ως πρωτεύουσα το Κόνια (Ικόνιο).
Οι μεταγενέστεροι Οθωμανοί Τούρκοι υιοθέτησαν τον όρο «Rumelia» (Ρούμελη) για να ονομάσουν τα τμήματα της Βαλκανικής χερσονήσου που κατέκτησαν από τους Ρωμαίους κατά το 14ο αιώνα. Το «Ρούμελη ήταν μια υποδεέστερη λέξη. Αν η Ανατολία ήταν η Ρώμη (Ρουμ), τότε οι Ευρωπαϊκές κτήσεις ήταν η Μικρότερη Ρώμη (Ρούμελη). Η λέξη «Ρούμελη» επέζησε μέχρι τον 19ο αιώνα. Ύστερα από μια ήττα των Τούρκων από τους Ρώσους, οι δυο αντιμαχόμενοι υπέγραψαν τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1877). Η Συνθήκη περιλάμβανε μια διάταξη για τη δημιουργία του «Πριγκιπάτου της Ανατολικής Ρωμυλίας» υπό Ρωσική «προστασία» σε εδάφη που σήμερα ανήκουν στη Βουλγαρία. Η προσπάθεια για τη δημιουργία Ανατολικής Ρωμυλίας δεν απέδωσε ποτέ καρπούς. Μετά από διπλωματικές πιέσεις από άλλες δυνάμεις, η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου υπέστη σημαντικές τροποποιήσεις στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878. Η Ανατολική Ρωμυλία εξαφανίστηκε πριν ακόμη αποκτήσει αληθινή ύπαρξη.
Ίσως κάποιοι να απορούν γιατί το όνομα «Ρωμανία» έγινε το όνομα ενός σύγχρονου έθνους που λέγεται Ρουμανία. Η σύνδεση του ονόματος «Ρωμανία» με το σημερινό έθνος «Ρουμανία» πηγάζει από το 19ο αιώνα. Στην πρώτη τους εμφάνιση στις ιστορικές πηγές του Μεσαίωνα, οι Ρουμάνοι αποκαλούνται «Βλάχοι» από τους χρονογράφους από την Ουγγαρία και την Κωνσταντινούπολη. Ένα πριγκιπάτο με το όνομα «Βαλαχία» εμφανίζεται μεταξύ των Βλάχων πριν από το 1300. Ακολούθησαν τα ξεχωριστά Βλάχικα πριγκιπάτα της Μολδαβίας και της Τρανσυλβανίας. Αργότερα, οι ερευνητές κατάλαβαν ότι η Βλάχικη γλώσσα προερχόταν από τη Λατινική: η Βλάχικη ήταν αδελφή γλώσσα με την Ιταλική, τη Γαλλική, την Ισπανική. Πώς έφτασαν Λατινόφωνοι σ’ αυτή την απόμακρη γωνιά της Ευρώπης βόρεια από τον ποταμό Δούναβη; Οι μελετητές ανέπτυξαν τη θεωρία ότι οι Βλάχοι ήταν απόγονοι Ρωμαίων αποίκων και εκλατινισμένων ντόπιων που ζούσαν στην περιοχή βόρεια του Δούναβη κατά το δεύτερο και τρίτο αιώνα μ.Χ. Σ’ αυτή την περίοδο, η περιοχή αποτελούσε τη Ρωμαϊκή επαρχία της Δακίας. Ανεξάρτητα από το εάν η θεωρία είναι σωστή ή όχι, αποτέλεσε τη βάση του Ρουμανικού εθνικιστικού αισθήματος κατά το 19ο αιώνα. Η ιδέα της Ρωμαϊκής καταγωγής προσέδωσε νέα υπερηφάνεια στους Βλάχους. Μετά τη συνένωση της Βλαχίας και της Μολδαβίας σε μια οντότητα το 1859, επιλέχθηκε το 1862 το όνομα «Ρουμανία» για να περιγράψει το συνενωμένο κράτος. Εκείνη την εποχή, η Ρουμανική ενότητα και ανεξαρτησία χρειαζόταν την υποστήριξη της Γαλλίας υπό τον Αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ΄ (1852-1870). Ο «Λατινικός δεσμός» με τη Γαλλία βοήθησε τη Ρουμανική υπόθεση εμπνέοντας το ενδιαφέρον των Γάλλων για το «αδελφό έθνος» της Ρουμανίας.
Παίρνοντας υπόψη τη σχετικά πρόσφατη εποχή κατά την οποία απέκτησε το όνομα της η σύγχρονη Ρουμανία, φαίνεται καθαρά ότι πρωτύτερα ο όρος «Ρωμανία» αναφερόταν στην επικράτεια όπου ζούσαν οι ελληνόφωνοι «Ρωμαίοι». Για πάνω από χίλια χρόνια, το κράτος που αποκαλούμε, λανθασμένα, Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν η Ρωμανία. Μετά το τέλος της Αυτοκρατορίας, οι ελληνόφωνοι κάτοικοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνέχισαν να αυτοαποκαλούνται «Ρωμαίοι».
Οι σύγχρονοι Έλληνες (Greeks) αυτοαποκαλούνται «Έλληνες» (Hellenes), όπως έκαμναν και οι αρχαίοι Έλληνες (Greeks). Η μεταστροφή από το «Ρωμαίοι» πίσω στο «Έλληνες», όπως και η μεταστροφή από το «Βλάχοι» στο «Ρουμάνοι», προήλθε από την πολιτική του εθνικισμού στα νεώτερα χρόνια. Οι Έλληνες (Greeks) χρειάζονταν τη Δυτικοευρωπαϊκή βοήθεια για να πετύχουν την ανεξαρτησία τους στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή τη βοήθεια μάλλον δύσκολα θα την προσείλκυαν εάν οι Δυτικοί έβλεπαν τους Έλληνες (Greeks) ως Βυζαντινούς. Αν, ωστόσο, τους φαντάζονταν ως παιδιά του Πλάτωνα και του Περικλή, οι συμπάθειες των μορφωμένων Δυτικών, που είχαν εντρυφήσει στην Κλασική παράδοση, θα ήταν με την Ελλάδα. Κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1832, «αναμίχθηκαν βαθύτατα οι Φιλελληνικές συμπάθειες της Βρετανίας και άλλων Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Η παρέμβαση υπέρ της ελληνικής ανεξαρτησίας αποδείχθηκε καθοριστική. Το όνομα «Έλλην» (Hellene) αναβίωσε με σκοπό να δημιουργήσει μια εθνική εικόνα που απέρριπτε το «Βυζαντινό» παρελθόν.
Τα ονόματα που δίνουμε στα πράγματα είναι σημαντικά για την εικόνα που σχηματίζουμε για την πραγματικότητα. Οι άνθρωποι συχνά ξαφνιάζονται όταν ανακαλύπτουν ότι ιστορικοί χαρακτηρισμοί που περιγράφουν το παρελθόν είναι νεολογισμοί που επέβαλε η ιστοριογραφία και η ιδεολογία, και όχι πραγματικότητες αυτού του ίδιου του παρελθόντος. Οι άνδρες και οι γυναίκες του Μεσαίωνα δεν ήξεραν ότι ζούσαν στον Μεσαίωνα, όπως και όσοι ζούσαν στην Κλασική Αθήνα ή την Ιταλική Αναγέννηση. Οι άνθρωποι της «Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» δεν είχαν ιδέα ότι ήταν Βυζαντινοί. Γνώριζαν ότι είναι αυθεντικοί συνεχιστές του Ρωμαϊκού κόσμου, οι Ρωμαίοι που ζούσαν στη Ρωμανία.
Πρώτη δημοσίευση: http://wwwtc.nhmccd.cc.tx.us/people/crf01/romaion/
Mετάφραση: http://www.romanity.org/htm/fox.e.01.ti_einai_an_einai_kati_enas_buzantinos.01.htm
Η επικεφαλίδα αυτή μπορεί να φανεί λίγο προκλητική. Γίνεται λόγος για τον εκβαρβαρισμό του δυτικού χώρου, όταν γνωρίζουμε ότι εκεί υπάρχει ένας μεγάλος τεχνικός πολιτισμός και επιστημονική πρόοδος, όταν μάθαμε να θεωρούμε τα Κράτη και τα έθνη της Δύσεως ως «φωτισμένα».
Από την αρχή πρέπει να τονισθή ότι η έκφραση αυτή, «εκβαρβαρισμός της Δύσεως», δεν αναφέρεται αποκλειστικά στην σύγχρονη εποχή και την πορεία των σημερινών Κρατών στον δυτικό χώρο, αλλά στο τι έγινε στο παρελθόν, πως δηλαδή έχασαν την μεγάλη και αρχοντική πολιτιστική κληρονομιά και περιέπεσαν στην βαρβαρότητα. Αυτό μπορεί ακόμη να συμπληρωθεί από την θέση ότι και τα σύγχρονα Κράτη μπορεί να διαθέτουν τεχνολογικό εξοπλισμό και επιστημονική πρόοδο, αλλά στερούνται πολιτιστικής παραδόσεως που αναπαύει το πνεύμα του ανθρώπου. Το γεγονός αυτό γίνεται αντιληπτό από την ευκολία με την οποία διάφορα ανατολικά ρεύματα εισέρχονται στον δυτικό χώρο. Πραγματικά, οι δυτικοί, απογοητευμένοι από την ανυπαρξία πνευματικής υποδομής, ψάχνουν να βρουν κάτι άλλο βαθύτερο και ουσιαστικότερο για να λύσουν τα έντονα ψυχολογικά και υπαρξιακά τους ερωτήματα.
Δεν πρόκειται να γίνει ανάλυση της καταστάσεως που επικρατεί σήμερα στον δυτικό κόσμο. Θα γίνει, όμως, προσπάθεια να δούμε πως η Δύση αποδεσμεύθηκε από τον πολιτισμό και την βαθύτατη πνευματική υποδομή που είχε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Είναι γνωστό, βέβαια, ότι ολόκληρη η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που επεκτεινόταν από την Ισπανία μέχρι την Αίγυπτο, είχε επηρεασθή και εμποτισθή από τον ελληνικό πολιτισμό και την αποκαλυπτική θεολογία, όπως διασώζεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Αλλά με την πάροδο του χρόνου, όταν η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην πόλη Βυζάντιο και ονομάσθηκε Νέα Ρώμη, το δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αποδυναμωμένο από την κεντρική διοίκηση, δέχθηκε την επίθεση των βαρβαρικών φυλών, οι οποίες τελικά το κατέλαβαν. Οι Βάρβαροι προσπάθησαν να καταστρέψουν ό,τι είχε σχέση με τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό και να δημιουργήσουν δική τους παράδοση και δικό τους πολιτισμό. Έτσι, αυτό που ονομάζουμε σήμερα ευρωπαϊκό πολιτισμό δεν έχει σχέση με τον ελληνορθόδοξο ή Ρωμαϊκό πολιτισμό. Μπορεί να διαθέτη μερικά στοιχεία του, αλλά στην βάση του είναι διαφορετικός [i].
Δεν πρόκειται να κάνουμε ανάλυση του θέματος βάσει Ρωμαίικων πηγών. Δηλώνω από την αρχή ότι δέχομαι απόλυτα τις έρευνες που έχει κάνει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης και ακολούθησε ο π. Γεώργιος Μεταλληνός. Πολύ ωραία ανάλυση γίνεται και από τον Αναστάσιο Φιλιππίδη στο βιβλίο του «Ρωμηοσύνη ή Βαρβαρότητα». Από τις μελέτες αυτές γνωρίζουμε πολύ καλά ότι το δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τελικά καταλήφθηκε από τους Φράγκους, οι οποίοι προσπάθησαν να καταστρέψουν ό,τι είχε σχέση με τον ρωμαϊκό πολιτισμό. Ξέρουμε επίσης ότι μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της Δύσεως δεν είχε αλλοιωθεί ούτε αλλοτριωθεί σημαντικά από το πνεύμα που έφεραν οι Βάρβαροι, γι’ αυτό και διαρκώς επαναστατούσε εναντίον των Βαρβάρων κατακτητών. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε και την Γαλλική επανάσταση. Γνωρίζουμε επί πλέον ότι ο δυτικός ευρωπαϊκός πολιτισμός βρίσκεται στον αντίποδα του ρωμαϊκού πολιτισμού.
Αυτά είναι γνωστά και έχουν αναλυθεί και παρουσιασθεί από τους προμνημονευθέντας Καθηγητές σε δημοσιευμένα έργα τους. Θα ήθελα όμως στην συνέχεια να εκθέσω τις απόψεις ενός δυτικού επιστήμονα και ερευνητού, του Jacques Le Goff, από το βιβλίο του με τίτλο: «Ο Πολιτισμός της Μεσαιωνικής Δύσης», που μεταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα.
Πριν αρχίσω την παράθεση μερικών σκέψεων του συγγραφέως, πρέπει να υπογραμμίσω εμφαντικά δύο πράγματα. Πρώτον, ότι θα παρουσιασθούν ορισμένα σημαντικά ιστορικά στοιχεία, που δείχνουν ότι η Δύση εκβαρβαρίστηκε από την είσοδο των βαρβαρικών φυλών, ιδιαιτέρως των Φράγκων. Τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία είναι σημαντικά, γιατί παρουσιάζονται και από Φράγκο ερευνητή - ιστορικό. Δεύτερον, δεν θα δεχθώ μερικές παρατηρήσεις και ερμηνείες του συγγραφέως, γιατί είναι εμφανές ότι εντάσσονται στην φράγκικη ιστοριογραφία. Βέβαια, δεν είμαι ιστορικός επιστήμων, αλλά το λέγω αυτό γιατί οι αναλύσεις του συγγραφέως θα κριθούν βάσει των ερμηνειών του π. Ιωάννου Ρωμανίδη και του π. Γεωργίου Μεταλληνού.
Πέρα από αυτό, το βιβλίο του Jacques Le Goff είναι σημαντικό, γιατί μας προσφέρει μερικές εξαιρετικές μαρτυρίες. Επειδή, δυστυχώς, εμείς οι Έλληνες είμαστε έτοιμοι να αμφισβητούμε δικούς μας ερευνητές, όπως τους προαναφερθέντας, αποδίδοντας σε αυτούς τον χαρακτηρισμό του φανατικού, γι’ αυτό και είναι καλό να δούμε πως ομιλούν και οι δυτικοί επιστήμονες.
Η μεταφράστρια του βιβλίου από την Γαλλική έκδοση, Ρίκα Μπενβενίστε [ii], ισχυρίζεται ότι ο Jacques Le Goff είναι από τους ανθρώπους εκείνους που ανακάλυψαν στον 20ό αιώνα τον Μεσαίωνα. Μάλιστα κατά τον λόγο της, η συμμετοχή του «στη συζήτηση για τις θεωρητικές και μεθοδολογικές επιλογές του ιστορικού και η δημιουργία ενός εργαστηρίου για την ιστορική ανθρωπολογία της μεσαιωνικής Δύσης είναι ανεκτίμητες» [iii].
«Ο J. Le Goff γεννήθηκε στην Τουλόν το 1924, φοίτησε στην Ecole Normale Superieure, στη Γαλλική Σχολή της Ρώμης, αλλά και στα Πανεπιστήμια της Πράγας και της Οξφόρδης. Άρχισε την καριέρα του στο Πανεπιστήμιο της Λίλλης, στη συνέχεια εργάστηκε στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών (CNRS) και από το 1960 εντάχθηκε στην Έκτη Πτέρυγα της Ecole Practique des Hautes Etudes (που μετονομάστηκε σε Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales το 1975)» [iv]. Σήμερα είναι διευθυντής σπουδών στην ανώτατη Σχολή Κοινωνικών επιστημών στην Γαλλία, «όπου διευθύνει το σεμινάριο της «Ιστορικής Ανθρωπολογίας της Μεσαιωνικής Δύσης». Είναι επίσης μέλος της επιτροπής που διευθύνει το περιοδικό Annales ESC. Είναι, τέλος, μαζί με κάποιους άλλους, σύμβολο της «νέας ιστορίας», όπως αυτή καλλιεργήθηκε από τη γαλλική ιστορική σχολή» [v].
Όλα αυτά τα στοιχεία δείχνουν αφ’ ενός μεν ότι έχει την δυνατότητα να έχει πρόσβαση στις πηγές και να μελετά την ιστορία της μεσαιωνικής Δύσεως, αφ’ ετέρου δε ότι, όπως θα δούμε, δεν μπορεί να αποδεσμευθεί τελείως από την δυτική προβληματική.
Είναι σημαντικό ένα απόσπασμα του συγγραφέως από τον πρόλογό του για την ελληνική έκδοση, στο οποίο λέγονται τα εξής: «Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, είχε συσσωματώσει τον ελληνικό και εξελληνισμένο κόσμο, το ρωμαϊκό και εκρωμαϊσμένο κόσμο. Ο εκχριστιανισμός θα μπορούσε να ενισχύσει και να εμβαθύνει αυτήν την ένωση. Δυστυχώς, ο Μεσαίωνας χώρισε μια δυτική λατινόφωνη Ευρώπη, που πρέσβευε το ρωμαϊκό χριστιανισμό, από μια ανατολική ελληνική Ευρώπη, που επαγγελλόταν το λεγόμενο ορθόδοξο χριστιανισμό. Εκεί όπου προηγουμένως επικρατούσε έλλειψη κατανόησης και κάποτε αντίθεση, αλλά επιχειρούνταν και η προσέγγιση ανάμεσα στη μεσαιωνική δυτική Χριστιανοσύνη και τη βυζαντινή Χριστιανοσύνη, οι τουρκικές κατακτήσεις στη νοτιο-ανατολική Ευρώπη επέβαλαν το διαχωρισμό. Ευτυχώς, απ’ όταν οι Έλληνες κατέκτησαν την ανεξαρτησία τους, στις αρχές του 19ου αιώνα, και στη συνέχεια και οι άλλοι χριστιανικοί ορθόδοξοι λαοί, η Ευρώπη αυτή δεν έπαψε να συνάπτει σχέσεις, ολοένα και στενότερες, με τη δυτική Ευρώπη» [vi].
Στο απόσπασμα αυτό φαίνεται η σύγχυση που επικρατεί μεταξύ της δυτικής λατινοφώνου Ευρώπης και της ανατολικής ελληνικής Ευρώπης, καθώς επίσης και η διαφορά μεταξύ του λεγομένου ρωμαϊκού Χριστιανισμού και ορθοδόξου Χριστιανισμού. Από τις μελέτες του π. Ιωάννου Ρωμανίδου και του π. Γεωργίου Μεταλληνού γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ του ορθοδόξου και του ρωμαϊκού Χριστιανισμού, αφού ο Ορθόδοξος είναι η Ρωμηοσύνη, ενώ ο δυτικός Χριστιανισμός εκφράζει την φραγκολατινική παράδοση. Επίσης, η διάκριση μεταξύ δυτικής και ανατολικής Ευρώπης ελέγχεται, γιατί υπάρχει η ενιαία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, στο δυτικό και ανατολικό της τμήμα, ο δε σύγχρονος ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι διαμορφωμένος από την επικράτηση των Φράγκων κατακτητών και την προσπάθεια των δυτικών να απαλλαγούν από την φράγκικη νοοτροπία. Οπότε πρέπει να γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ της Ευρώπης προ του Καρλομάγνου και μετά από αυτόν.
Επίσης, ο επηρεασμός του Jacques Le Goff από την φράγκικη ιστοριογραφία φαίνεται στο ότι κάνει λόγο για κοινή κληρονομιά από την αρχαιότητα, και θέτει το ερώτημα: «Τι θα ήταν η Ευρώπη δίχως την ελληνική κληρονομιά;» [vii]. Είναι εμφανές και στο σημείο αυτό ότι δίνεται προτεραιότητα στην αρχαία ελληνική παράδοση, και παραθεωρείται η ορθόδοξη Ρωμαίικη παράδοση, όπως βιώθηκε δια μέσου των αιώνων μέχρις ημών, δια της πείρας των θεουμένων.
Οι παρατηρήσεις αυτές δεν μειώνουν το έργο του συγγραφέως. Λέγονται όμως για να μπορούμε να διαβάσουμε και να αξιοποιήσουμε κατά τον καλύτερο και αυθεντικότερο τρόπο τις πληροφορίες που μας διασώζει και μας μεταφέρει. Αυτό ακριβώς θα κάνουμε στην ανάλυση που θα ακολουθήσει.
Ο Jacques Le Goff, έχοντας μια ορισμένη προοπτική, πολλές φορές λέγει ότι η μεταφορά της Πρωτεύουσας του Ρωμαϊκού Κράτους από την Παλαιά Ρώμη στην Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη, μετέφερε τον ρωμαϊκό κόσμο από την Δύση στη Ανατολή. Το Βυζάντιο αποτέλεσε την συνέχεια της Ρώμης και η Δύση «πτώχυνε και εκβαρβαρίστηκε» [viii]. Γι’ αυτόν τον λόγο η «μεσαιωνική Δύση γεννήθηκε πάνω στα ερείπια του ρωμαϊκού κόσμου» [ix]. Ισχυρίζεται, επομένως, ότι άρχισε να χάνεται η ιδιαίτερη πολιτιστική παράδοση που επικρατούσε χρόνια στον χώρο αυτόν.
Έχουμε σημειώσει ενωρίτερα ότι η μεγάλη διαφοροποίηση του δυτικού τμήματος από το ανατολικό έγινε κυρίως τον 8ο αιώνα με την επικράτηση των Φράγκων. Τότε δημιουργήθηκε ένας άλλος τρόπος ζωής και σκέψεως. Παρά την διαφοροποίηση αυτή μεγάλες μάζες του πληθυσμού ήταν και είναι Ρωμηοί στην συνείδηση, την καρδιά και τις πολιτιστικές παραδόσεις.
Δεν μπορούμε όμως να αγνοήσουμε ότι με την πάροδο του χρόνου επικρατεί ένας βαρβαρισμός στον δυτικό χώρο. Σε πολλά σημεία του βιβλίου αυτού γίνεται λόγος για την διαφορά μεταξύ Ρωμαίων και Βαρβάρων, για τις επιδρομές των Βαρβάρων, που εκβαρβαρίζουν τις ρωμαϊκές περιοχές. Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου τιτλοφορείται «η εγκατάσταση των βαρβάρων» (5ος-7ος αιώνας), όπου συναντούμε άφθονο υλικό. Θα ήθελα να παρουσιάσω μερικές φράσεις και χαρακτηρισμούς του Jacques Le Goff.
Επανειλημμένως γίνεται λόγος για διάκριση Ρωμαίων και Βαρβάρων [x]. Ο ρωμαϊκός πολιτισμός ασκούσε έλξη στους Βαρβάρους [xi]. Αλλού λέγεται ότι «οι παρηκμασμένοι Ρωμαίοι εκβαρβαρισμένοι εσωτερικά, υποβιβάζονταν στο επίπεδο των χονδροειδών Βαρβάρων που ήταν εξωτερικά ευγενείς» [xii]. Οι ρωμαϊκές μάζες «εκβαρβαρίζονται» [xiii]. «Ο σαξωνικός λαός είναι ανηλεής, οι Φράγκοι δόλιοι, οι Γέπιδες απάνθρωποι, οι Ούνοι άσεμνοι» [xiv].
Περιγράφεται αναλυτικά η εγκατάσταση των βαρβαρικών φυλών στο δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Άλλοτε με αργές διεισδύσεις και προωθήσεις, άλλοτε με απότομες επελάσεις, που συνδέονταν με μάχες και σφαγές, «η εισβολή των βαρβάρων, μεταξύ των αρχών του 5ου και του τέλους του 8ου αιώνα, μεταμόρφωσε βαθιά τον πολιτικό χάρτη της Δύσης, που κατ’ όνομα βρισκόταν υπό την εξουσία του βυζαντινού αυτοκράτορα» [xv].
Δεν πρόκειται να κάνουμε πλήρη περιγραφή της εγκαταστάσεως των Βαρβάρων στο δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά να σημειώσουμε μερικούς σταθμούς, όπως του περιγράφει ο Jacques Le Goff.
Μεταξύ των ετών 407 και 429 από διάφορες επιδρομές ερημώνεται η Ιταλία, Γαλατία και Ισπανία. Το σημαντικότερο γεγονός είναι η πολιορκία, κατάληψη και λεηλασία της Ρώμης από τον Αλάριχο και τους Βησιγότθους του 410. «Οι Βάνδαλοι, Αλανοί, Σουήβοι ερημώνουν την Ιβηρική χερσόνησο». Οι Βάνδαλοι, που είναι οι μόνοι από τους Βαρβάρους που είχαν στόλο, «φθάνουν στη βόρεια Αφρική και κατακτούν τη ρωμαϊκή επαρχία της Αφρικής, δηλαδή την Τυνησία και την ανατολική Αλγερία». Βέβαια, μετά το θάνατο του Αλάριχου «οι Βησιγότθοι αποσύρονται από την Ιταλία προς τη Γαλατία το 412 και έπειτα το 414 στην Ισπανία, απ’ όπου αναδιπλώνονται το 418 για να εγκατασταθούν στην Ακουϊταλία» [xvi].
Στο μέσον του 5ου αιώνος γίνονται μεγάλες και ουσιαστικές αλλαγές. Οι σκανδιναυοί βάρβαροι, Άγγλοι, Γιούτοι και Σάξωνες καταλαμβάνουν την Βρετανία. Σχηματίζεται προσωρινά η αυτοκρατορία των Ούνων στην Αττίλα, ο οποίος «συνενώνει τις μογγολικές φυλές που είχαν περάσει στη Δύση και έπειτα νικά και απορροφά άλλους Βαρβάρους» [xvii]. Το 468 οι Βησιγότθοι κατακτούν πάλι την Ισπανία. Την εποχή εκείνη εμφανίζεται ο Χλωδοβίκος και ο Θεοδώριχος, που επιβουλεύονται την Δύση. Ο Χλωδοβίκος, που συγκεντρώνει τις φραγκικές φυλές, καταλαμβάνει την Γαλατία οπότε το 511 οι Φράγκοι είναι κύριοι της Γαλατίας με εξαίρεση την Προβηγκία [xviii].
Γενικά, «στις αρχές του 6ου αιώνα φαίνεται ότι έχει εξασφαλισθεί ο διαμελισμός της Δύσης ανάμεσα στους Αγγλο-Σάξωνες, στη Μεγάλη Βρετανία που είναι αποκομμένη από κάθε σχέση με την ηπειρωτική Ευρώπη, τους Φράγκους, που κατέχουν τη Γαλατία, τους Βουργούνδιους που περιορίζονται στη Σαβοΐα, τους Βησιγότθους που είναι κύριοι της Ισπανίας, τους Βανδάλους, που εγκαταστάθηκαν στην Αφρική και τους Οστρογότθους, που κυριαρχούν στην Ιταλία»[xix].
Η τελική κατάληψη του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έγινε τον 8ο αιώνα από τους Φράγκους. Ο Πιπίνος ο Βραχύς, γιος του Καρόλου Μαρτέλ συνάπτει συμμαχία με τον Πάπα, αφού του δίνει την κοσμική εξουσία σ’ ένα τμήμα της Ιταλίας, γύρω από την Ρώμη, ο δε Πάπας με την σειρά του του δίνει τον τίτλο του Βασιλιά [xx]. Η μεγαλύτερη κυριαρχία των Φράγκων στη Δύση έγινε από τον Καρλομάγνο, που θεωρείται μεγάλη μορφή και ηγέτης της Φραγκικής Αυτοκρατορίας.
Στην πραγματικότητα οι Φράγκοι εισάγουν το φεουδαλιστικό σύστημα. «Οι φράγκοι βασιλείς θεωρούν το βασίλειο ιδιοκτησία τους, όπως ακριβώς τα γαιοκτήματά τους ή τους θησαυρούς τους. Το βασίλειο που τους ανήκει οι Φράγκοι βασιλείς το μοιράζουν ανάμεσα στους κληρονόμους τους» [xxi]. Με τις διανομές αυτές θα διαγραφούν τα μελλοντικά έθνη. Δηλαδή, η δυτική Φραγκία θα αποτελέσει την Γαλλία, η ανατολική Φραγκία θα αποτελέσει την Γερμανία, η οποία θα προχωρεί προς τα δυτικά και προς νότο, όπου βρίσκεται η Ιταλία.
Ο Βασιλιάς της Γερμανίας Όθων Α΄ στέφθηκε Imperator Augustus, αφού εγγυήθηκε την κοσμική εξουσία στον Πάπα. Ο γιος του Όθων Β΄ (973-983) έφερε τον τίτλο Imperator Romanorum, και ο γιος του τελευταίου Όθων Γ΄, ανακήρυξε την παλινόρθωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όμως ο λαός της Ρώμης εξεγέρθηκε εναντίον του Όθωνος Γ΄ και στην συνέχεια ο διάδοχός του Ερρίκος Β΄ επέστρεψε στο «Regnum Francorum», δηλαδή βασίλειο των Φράγκων [xxii].
Από την σύντομη αυτή αναδρομή φαίνεται ότι μετά την μεταφορά της Πρωτεύουσας του Ρωμαϊκού Κράτους από την Παλαιά Ρώμη στην Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη, πολλοί Βάρβαροι επιβουλεύτηκαν το δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τελικά, επικράτησαν οι Φράγκοι που δημιούργησαν την αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους και ανέπτυξαν έναν ιδιαίτερο πολιτισμό. Όμως πάντοτε υπήρχε αντίδραση στις επιδρομές αυτές των Βαρβάρων από τον ρωμαϊκό πληθυσμό των περιοχών αυτών. Η επανάσταση δε του λαού της Ρώμης εναντίον του Όθωνος Γ΄, που οικειοποιήθηκε τον τίτλο του Ρωμαίου Αυτοκράτορος, δεν είναι άσχετη με την ύπαρξη της ρωμαϊκής συνείδησης του πληθυσμού της δυτικής Ρωμηοσύνης.
Ο Jacques Le Goff σημειώνει ότι όταν έσβησε το ρωμαϊκό όνειρο του έτους 1000, με την επανάσταση του λαού της Ρώμης: «μια ανανέωση είναι έτοιμη να δει το φως της ημέρας: η ανανέωση ολόκληρης της Δύσης. Η ξαφνική της εκδήλωση καθιστά τον 11ο αιώνα εποχή αληθινής εκκίνησης της δυτικής Χριστιανοσύνης» [xxiii].
Και από αυτό το συμπέρασμα είναι φανερό ότι έχουμε μια πολιτική και θρησκευτική απομάκρυνση του δυτικού χώρου από την ορθόδοξη ανατολή, από την ρωμαϊκή πολιτιστική παράδοση. Βέβαια, αυτό δεν διαπότισε όλο τον πληθυσμό, αλλά όμως δείχνει την διαφορά. Επομένως, αυτό που σήμερα λέμε δυτικό πολιτισμό είναι δημιούργημα συγκρούσεων και αποστασιοποιήσεων από την Ρωμηοσύνη, την ζωή και το φρόνημα των αληθινών Ρωμηών. Στην πραγματικότητα είναι δημιούργημα των βαρβάρων Φράγκων.
Οι Βάρβαροι, που ήταν ειδωλολάτρες, δέχονταν τον Χριστιανισμό. Το χαρακτηριστικό είναι ότι «οι προσηλυτισμένοι βάρβαροι - Οστρογότθοι, Βησιγότθοι, Βουργούδιοι, Βάνδαλοι και αργότερα Λογγοβάρδοι» δέχθηκαν τον αρειανισμό [xxiv], ενώ οι Φράγκοι δέχθηκαν την Ορθοδοξία, την οποία όμως ανέμειξαν με παγανιστικά ήθη και έθιμα. Ο Jacques Le Goff λέγει: «η αριστοτεχνική κίνηση του Χλωδοβίκου ήταν η προσχώρησή του, μαζί με τον λαό του, όχι στον αρειανισμό, όπως οι άλλοι βάρβαροι βασιλείς, αλλά στον καθολικισμό» [xxv]. Φαίνεται και εδώ η σύγχυση που παρατηρείται στα γραπτά του Jacques Le Goff, αφού ταυτίζει τον καθολικισμό, όπως τον γνωρίζει σήμερα, με την Ορθοδοξία. Το γεγονός είναι ότι ούτε οι Φράγκοι ούτε οι άλλοι βαρβαρικοί λαοί γνώριζαν την Ορθοδοξία. Αγράμματοι, καθώς ήταν, άξεστοι, και επειδή ανέμειξαν στοιχεία της Ορθοδοξίας με τις παγανιστικές τους αντιλήψεις, έμειναν μακριά από την Ορθοδοξία. Οι απόψεις τους για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, η διάθεσή τους να θεολογούν χωρίς ορθόδοξες προϋποθέσεις, αλλά μόνο μέσα από την προοπτική του ιερού Αυγουστίνου, δημιούργησαν πολλά προβλήματα στον δυτικό χώρο.
Η εγκατάσταση των Βαρβάρων στο δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δεν έγινε ανώδυνα και ήρεμα. Στις πηγές της εποχής εκείνης βλέπουμε ότι αυτή η είσδυση συνδεόταν με σφαγές, λεηλασίες και αλλοιώσεις της πολιτιστικής παραδόσεως. Ο Jacques Le Goff μας δίνει μερικές τέτοιες πληροφορίες, τις οποίες πρέπει να παρουσιάσουμε στην συνέχεια γιατί είναι πολύ χαρακτηριστικές.
Οι Βάρβαροι που εγκαταστάθηκαν τον 5ο αιώνα στην Δύση δεν ήταν «λαοί νέοι, αλλά άγριοι που μόλις έβγαιναν από τα δάση και από τις στέπες τους». Ο Jacques Le Goff όμως ισχυρίζεται ότι καθώς προχωρούσαν προσλάμβαναν διάφορα στοιχεία από τους λαούς που συναντούσαν [xxvi]. Από μια μαρτυρία του 440 αποσπούμε τα εξής: «ο σαξονικός λαός είναι ανηλεής, οι Φράγκοι δόλιοι, οι Γέπιδες απάνθρωποι, οι Ούνοι άσεμνοι» [xxvii].
Στην περιγραφή του Αμμιανού Μαρκελλίνου παρουσιάζεται η αγριότητα των Ούνων: «Η αγριότητά τους τα ξεπερνάει όλα: με ένα σίδερο χαράσσουν βαθιές πληγές πάνω στα μάγουλα των νεογέννητων για να καταστρέψουν κάθε σπέρμα χνουδιού· έτσι γηράσκουν αμούστακοι και άχαροι σαν ευνούχοι. Έχουν κοντόχοντρο σώμα, εύρωστα μέλη και παχύ αυχένα. Οι τετράγωνοι ώμοι τους τους δίνουν τρομακτική όψη. Θα νόμιζε κανείς ότι πρόκειται για ζώα δίποδα, ή για εκείνες τις κακοφτιαγμένες μορφές, σε σχήμα κορμού, που περιβάλλουν το στηθαίο των γεφυριών. Οι Ούνοι ούτε ψήνουν, ούτε καρυκεύουν ό,τι τρώνε τρέφονται μονάχα με άγριες ρίζες ή με ωμό κρέας από το πρώτο ζώο που θα εμφανισθεί μπροστά τους τυχαία: το ζεσταίνουν για λίγο, πάνω στην πλάτη του αλόγου τους, ανάμεσα στα πόδια τους. Δεν έχουν καταφύγιο. Δεν χρησιμοποιούν ούτε σπίτια, ούτε τάφους... Σκεπάζονται με ύφασμα ή με δέρματα από αρουραίους που συρράπτουν μαζί· δεν έχουν ένδυμα για το εσωτερικό και ένδυμα για να βγαίνουν· αν κάποτε φορέσουν μια κάπα με παλιό χρώμα, θα την εγκαταλείψουν μόνο όταν θα φθαρεί τόσο πολύ που να τους πέφτει... Θα έλεγε κανείς ότι είναι καρφωμένοι πάνω στα άλογά τους... Δεν πατούν το πόδι στη γη ούτε για να φάνε, ούτε για να πιούν, κοιμούνται ξαπλωμένοι στον αδύνατο λαιμό του υποζυγίου τους, απ’ όπου ονειρεύονται άνετα τα πάντα...» [xxviii].
Ο άγιος Αμβρόσιος τους θεωρεί απάνθρωπους εχθρούς και προτρέπει του Χριστιανούς να υπεραμυνθούν «της πατρίδος εναντίον της βαρβαρικής εισβολής» με τα όπλα. Και ο Επίσκοπος Κυρήνης Συνέσιος, χρησιμοποιώντας τον στίχο της Ιλιάδας, προτρέπει, όπως ο Όμηρος, «να διώξουν τους καταραμένους σκύλους που έφερε το πεπρωμένο» [xxix].
Ο Επίσκοπος του Άουχ Ορέντιος γράφει μετά την εισβολή του 417 στην Γαλατία: «Δείτε πόσο ξαφνικά ο θάνατος βάρυνε πάνω σ’ ολόκληρο τον κόσμο, με πόση βία ο πόλεμος χτύπησε αυτούς τους λαούς. Ούτε το τραχύ έδαφος με τα πυκνά δάση και τα ψηλά βουνά, ούτε το ρεύμα των ποταμών με τις δίνες, ούτε η προστασία που παρέχουν στην τοποθεσία τα κάστρα, και στις πόλεις τα τείχη, ούτε το εμπόδιο που σχηματίζει η θάλασσα, ούτε η θλιμμένη μοναξιά των ερήμων, ούτε τα φαράγγια, ούτε καν τα σπήλαια, στα οποία δεσπόζουν σκοτεινοί βράχοι δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από τα χέρια των Βαρβάρων. Πολλοί χάθηκαν, θύματα της κακής πίστης, της ψευδορκίας, πολλοί καταγγέλθηκαν από τους συμπολίτες τους. Οι ενέδρες έκαναν μεγάλο κακό, το ίδιο και η λαϊκή βία. Η μητέρα υπέκυψε στην αθλιότητα μαζί με τα παιδιά της και τον σύζυγό της, και ο αφέντης υπέπεσε στη δουλεία μαζί με τους δουλοπάροικούς του. Κάποιοι έγινα βορά για τους σκύλους· πολλοί είδαν τα σπίτια τους μέσα στις φλόγες, είδαν να τους παίρνουν τη ζωή και ύστερα να τους προσφέρουν στην πυρά. Στις κωμοπόλεις, στα γαιοκτήματα, στην ύπαιθρο, στα σταυροδρόμια, σε όλα τα καντόνια από τι μια και την άλλη πλευρά του δρόμου υπάρχει θάνατος, οδύνη, καταστροφή, πυρκαγιά, πένθος. Μια μονάχα πυρά μετέτρεψε σε καπνό ολόκληρη τη Γαλατία» [xxx].
Φοβερές καταστροφές έγιναν και στην Ισπανία, όπως περιγράφονται από τον Επίσκοπο Ιδάτιο: «Οι Βάρβαροι αφανίζουν τις Ισπανίες· η μάστιγα της επιδημίας τις λυμαίνεται επίσης, η τυραννία των εκβιαστών λεηλατεί τους πόρους και τις περιουσίες που είναι κρυμμένες στις πόλεις και στίφη απείθαρχων στρατιωτών τις εξαντλούν. Μια απάνθρωπη πείνα θερίζει τόσο που, υπό το κράτος της, οι άνθρωποι κατασπαράζουν ανθρώπινη σάρκα· οι μητέρες πνίγουν τα παιδιά τους, τα ψήνουν και τρέφονται με τα σώματά τους. Τα ζώα που είχαν συνηθίσει στα πτώματα των ανθρώπων που πέθαναν από πείνα, από φονικά όπλα ή από επιδημία, σκοτώνουν ακόμη και ολοζώντανους ανθρώπους· δεν αρκούνται στη σάρκα των πτωμάτων και επιτίθενται στο ανθρώπινο είδος. Έτσι, οι τέσσερις μάστιγες, τα όπλα, η πείνα, η επιδημία και τα ζώα μαίνονται σ’ ολόκληρο τον κόσμο και πραγματοποιούνται οι προβλέψεις του Κυρίου με τους προφήτες του» [xxxi].
Οι Βάρβαροι της Μεσαιωνικής Δύσεως μοιάζουν με του προγόνους τους Αλανούς, οι οποίοι περιγράφονται ρεαλιστικά από τον Αμμιανό Μαρκελλίνο: «Την απόλαυση που τα γλυκά και ειρηνικά πνεύματα συναντούν στη φιλόπονη σχόλη, εκείνη τη βρίσκουν στους κινδύνους και στον πόλεμο. Στα μάτια τους είναι υπέρτατη ευτυχία να χάσουν τη ζωή τους στο πεδίο της μάχης· ο θάνατος από γηρατειά ή από ατύχημα είναι όνειδος και ανανδρία που φορτώνουν με φριχτές προσβολές· το να σκοτώσουν έναν άνθρωπο είναι ηρωισμός για τον οποίο δεν βρίσκουν αρκετούς επαίνους. Το πιο δοξασμένο τρόπαιο είναι η κόμη του εχθρού· αποτελεί κόσμημα για το πολεμικό άλογο. Σ’ αυτούς δεν βλέπουμε ούτε ναό, ούτε ιερό, ούτε καν μια καλύβα σκεπασμένη με καλαμιές. Ένα γυμνό σπαθί, μπηγμένο στη γη σύμφωνα με το βαρβαρικό έθιμο, γίνεται το έμβλημα του Άρη· τον τιμούν με ευλάβεια ως Κυρίαρχο των περιοχών που διατρέχουν» [xxxii].
Ο Jacques Le Goff χρησιμοποιεί την μαρτυρία του Γρηγορίου της Τουρ: «Τον καιρό εκείνο διαπράχθηκαν πολλά εγκλήματα... καθένας έβλεπε τη δικαιοσύνη σύμφωνα με τη δική του βούληση». Και συμπληρώνει: «Η εκζήτηση των βασανιστηρίων ενέπνευσε για μεγάλο διάστημα τη μεσαιωνική εικονογραφία. Ό,τι οι Ρωμαίοι ειδωλολάτρες δεν επέβαλαν στους χριστιανούς μάρτυρες το επέβαλαν στους δικούς τους οι καθολικοί Φράγκοι. «Συχνά κόβουν τα χέρια και τα πόδια, την άκρη της μύτης, βγάζουν τα μάτια, ακρωτηριάζουν το πρόσωπο με πυρακτωμένο σίδερο, μπήγουν αιχμηρές ράβδους κάτω από τα νύχια των χεριών και των ποδιών... Όταν, αφού τρέξει το πύον, οι πληγές αρχίζουν να κλείνουν, τότε τις ανανεώνουν. Εν ανάγκη καλούν έναν γιατρό, ώστε αφού ο δυστυχής γιατρευτεί να μπορεί να βασανισθεί με ένα πιο μεγάλο μαρτύριο». Ο άγιος Λεζέ (Léger), επίσκοπος του Ωτέν (Autun), το 677 πέφτει στα χέρια του εχθρού του, του Εβροΐνου, αυλάρχη της Νευστρίας. Του κόβουν τη γλώσσα, του χαράσσουν τα μάγουλα και τα χείλη, τον υποχρεώνουν να περπατήσει ξυπόλητος και να διασχίσει μια τάφρο όπου έχουν σπείρει αιχμηρές πέτρες που τρυπάνε σαν καρφιά και τέλος του βγάζουν τα μάτια. Ανάλογος ήταν και ο θάνατος της Βρουγχίλδης που, αφού την βασάνισαν τρεις ημέρες, τελικά την κρέμασαν από την ουρά ενός ατίθασου αλόγου που το μαστίγωσαν μέχρι να αφηνιάσει...
Η ασυγκίνητη γλώσσα των κωδίκων είναι αυτή που εντυπωσιάζει περισσότερο. Απόσπασμα από τον σαλικό νόμο: «Για την αποκοπή ενός χεριού ή ενός ποδιού, ή ενός ματιού, ή της μύτης: 100 σόλδια· αλλά μόνον 63 αν το χέρι παραμείνει κρεμασμένο· για την αποκοπή του αντίχειρα: 50 σόλδια, αλλά μόνον 50 να παραμείνει κρεμασμένο· για την αποκοπή του δείκτη (το δάκτυλο που χρησιμεύει στην τοξοβολία): 35 σόλδια· για δύο δάκτυλα μαζί 35 σόλδια· για τρία δάκτυλα 50 σόλδια» [xxxiii].
Οι σφαγές και οι λεηλασίες έγιναν και από τους Φράγκους. Ο Jacques Le Goff θα γράψει χαρακτηριστικά: «Στα ανατολικά, ο Καρλομάγνος εγκαινίασε μια παράδοση κατακτήσεων στην οποία συγχέονται σφαγή και προσηλυτισμός, που ήταν ο δια της βίας εκχριστιανισμός και ασκήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα στον Μεσαίωνα. Κατά μήκος της Βόρειας θάλασσας, από το 772 μέχρι το 803, κατακτήθηκαν πρώτα και με δυσκολία οι Σάξωνες με μια σειρά από εκστρατείες με αλληλοδιαδεχόμενες φαινομενικές νίκες και εξεγέρσεις των υποτιθέμενων ηττημένων, από τις οποίες η πιο θεαματική ήταν αυτή της οποίας ηγείτο ο Βιδουκίνδος. Άγρια καταστολή ακολούθησε την καταστροφή που υπέστησαν οι Φράγκοι στο Σύνταλ (Suntal): ο Καρλομάγνος διέταξε να αποκεφαλισθούν στο Βερντέν τέσσερις χιλιάδες πεντακόσιοι στασιαστές.
Με τη βοήθεια των ιεραποστόλων, που κάθε χρόνο τίθενται επικεφαλής στρατιωτών, από τους οποίους άλλοι βάπτιζαν, άλλοι λεηλατούσαν, πυρπολούσαν και έσφαζαν, και με μαζικές εκτοπίσεις, ο Κάρολος κατάφερε τελικά να υποτάξει τους Σάξωνες. Σύμφωνα με ένα διάταγμα που εκδόθηκε για να βοηθήσει την κατάκτηση, κάθε τραυματισμός κάποιου ιεραποστόλου και κάθε προσβολή της χριστιανικής θρησκείας τιμωρούνταν με θάνατο. Στη Βρέμη, στο Μύνστερ, στο Πάντερμπορν, στο Βερντέν και στο Μίντεν ιδρύθηκαν επισκοπές» [xxxiv].
Η είσοδος, λοιπόν, των βαρβάρων στο δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας συνδέεται με φοβερές λεηλασίες και σφαγές. Ο Ρωμαϊκός πληθυσμός καταστρέφεται. Οι Βάρβαροι, κυρίως οι Φράγκοι, προσπαθούν να επιβληθούν με τους φόνους και τον φόβο. Κυρίως οι Ορθόδοξοι Κληρικοί δέχθηκαν την επιθετική τους μανία. Αφού κατέσφαξαν τους Ρωμαίους Κληρικούς τοποθέτησαν του δικούς τους και έτσι αλλοίωσαν την σύνθεση της Χριστιανικής Ιεραρχίας, αλλά στην πραγματικότητα κατέστρεψαν και την αποστολική παράδοση και διαδοχή.
Βέβαια σε μερικές περιγραφές παλαιών πηγών υπάρχει το στοιχείο της υπερβολής. Όμως και η υπερβολή αυτή δείχνει την αντίδραση των Ρωμηών της Δύσης στην είσδυση των βαρβαρικών φυλών στο δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ο Jacques Le Goff διαπιστώνει χαρακτηριστικά: «Η έναρξη της ιστορίας της Μεσαιωνικής Δύσης είναι λοιπόν μακάβρια. Για δέκα αιώνες ο τόνος θα παραμείνει ο ίδιος. Η δουλεία, η πείνα, ο λοιμός, τα ζώα θα παραμείνουν οι ολέθριοι πρωταγωνιστές τούτης της ιστορίας» [xxxv].
Μέσα σε αυτήν την λαίλαπα είναι ενδιαφέρον να ρωτήσει κανείς τι ακριβώς έκανε η Εκκλησία και η Κωνσταντινούπολη. Πως αντιδρούσε σε αυτήν την κατάσταση. Δεν είναι δυνατόν να αναφερθούμε διεξοδικά σε αυτό το σημείο. Εκείνο που πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι οι Ορθόδοξοι Κληρικοί προσπαθούσαν να διασώσουν ό,τι μπορούσαν, να διαφυλάξουν τον λαό, κάνοντας διαπραγματεύσεις με τους Βαρβάρους, μοιράζοντας τρόφιμα, και εξασκώντας ελεημοσύνη [xxxvi]. Βέβαια, ο Jacques Le Goff ισχυρίζεται ότι «οι επίσκοποί της, που ανήκουν όλοι σχεδόν στην αριστοκρατία των μεγάλων γαιοκτημόνων, είναι πανίσχυροι μέσα στις πόλεις τους, στις επισκοπικές τους περιφέρειες, και επιδιώκουν να γίνουν το ίδιο ισχυροί και μέσα στο βασίλειο» [xxxvii]. Από έρευνες και αναλύσεις που έκανε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης φαίνεται ότι οι επίσκοποι που εγκαταστάθηκαν από τους Φράγκους είχαν τέτοιες ιδιότητες και εξασκούσανε τέτοια εξουσία, όχι οι Ρωμηοί Επίσκοποι και Κληρικοί, που δέχονταν την επιθετική μανία των πρώτων.
Αλλά και η Κωνσταντινούπολη αντιδρούσε στην διείσδυση των Βαρβάρων. Ο Jacques Le Goff ισχυρίζεται ότι στην αρχή οι αυτοκράτορες τηρούσαν μια παθητική στάση απέναντι στους Βαρβάρους, αφού επεδίωκαν να τους κρατούν σε υποταγή, παραχωρώντας στους Βαρβάρους Βασιλείς τίτλους υπάτου ή πατρικίου. Αργότερα όμως εγκατέλειψαν την παθητικότητα και έκαναν αντεπίθεση. Ο Ιουστινιανός θέλησε να επανακτήσει όλο το δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι Ρωμαίοι στρατηγοί «διαλύουν το βασίλειο των Βανδάλων στην Αφρική (533-534), τη γοτθική κυριαρχία στην Ιταλία,... αποσπούν τη Βαϊτική από τους Βησιγότθους στην Ισπανία». Όμως οι επιτυχίες τους αυτές είναι εφήμερες [xxxviii].
Παραθέσαμε προηγουμένως μερικές από τις μαρτυρίες του Jacques Le Goff για την εισβολή των Βαρβάρων στο δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν από αυτήν. Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τις πηγές, αν και δεν μπορεί να αρνηθεί και μερικές υπερβολές που παρατηρούνται σε τέτοιες αναφορές - περιγραφές. Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, ο Jacques Le Goff δεν μπορεί να ξεφύγει από την προοπτική μέσα στην οποία γράφεται η ιστορία στην Δύση. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να δούμε και τρεις παρατηρήσεις του για την εισβολή των Βαρβάρων, οι οποίες, κατά κάποιον τρόπο, επιδιώκουν να αμβλύνουν το μακάβριο κλίμα της εποχής εκείνης.
Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι η είσοδος των Βαρβάρων έγινε δεκτή από τους Ρωμαίους λόγω της αθλιότητας που υπήρχε. Δηλαδή, όπως λέγεται από τον Jacques Le Goff, η παθητική στάση των κατοίκων ευνόησε την εγκατάσταση των Βαρβάρων. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της πιέσεως που δέχονταν οι πληθυσμοί από την τάξη των πλουσίων, γι’ αυτό και γίνεται λόγος για εκβαρβαρισμό του δυτικού πληθυσμού πριν φθάσουν οι Βάρβαροι, και για αυτοκτονία του ρωμαϊκού πολιτισμού. Επειδή όμως ο συγγραφεύς δεν μπορεί να εξηγήσει όλα τα φαινόμενα, γι’ αυτό και υποστηρίζει ότι τελικά ο ρωμαϊκός πολιτισμός στην Δύση δεν πέθανε, αλλά επέζησε δια μέσου των Βαρβάρων [xxxix].
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το θέμα αυτό, απέδειξε στα γραπτά του ότι οι διαρκείς επαναστάσεις των Ρωμαίων της Δύσεως εναντίον των κατακτητών, και κυρίως εναντίον των Φράγκων, αποδεικνύουν ότι οι Βάρβαροι δεν έγιναν αποδεκτοί από τον ρωμαϊκό πληθυσμό [xl]. Ούτε οι επαναστάσεις, ούτε και η εξέγερση των Ρωμαίων της Δύσεως από τον Αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως μπορούν να ερμηνευθούν με την θεωρία της ελεύθερης και οικειοθελούς υποδοχής των Βαρβάρων από τους Ρωμαίους της Δύσεως. Επίσης, δεν μπορούν να ερμηνευθούν οι σφαγές που έγιναν, όπως τις αναφέραμε πιο πάνω. Δεν δικαιολογούνται τέτοιες ενέργειες, αν τις εντάξουμε μέσα στην άνετη και ελεύθερη επικράτηση των Βαρβάρων.
Η δεύτερη παρατήρηση του Jacques Le Goff, που αμβλύνει κάπως την εντύπωση που προξενεί η έλευση των Βαρβάρων, είναι ότι γίνεται λόγος για ώσμωση μεταξύ των Βαρβάρων και των Ρωμαίων. Σε πολλά σημεία του βιβλίου του Jacques Le Goff φαίνεται ότι, όχι τόσο από την αρχή, αλλά με την πάροδο του χρόνου, οι Βάρβαροι εκπολιτίστηκαν, δέχθηκαν πολλά στοιχεία του ρωμαϊκού πολιτισμού [xli], και στην συνέχεια δημιούργησαν δικό τους πολιτισμό.
Η τοποθέτηση αυτή εντάσσεται μέσα στην δυτική ιστοριογραφία, σύμφωνα με την οποία ο ελληνικός πολιτισμός καταστράφηκε τόσο στην Ανατολή όσο και στην Δύση. Στην μεν Ανατολή μετατράπηκε σε βυζαντινό, στην δε Δύση καταστράφηκε από τα βάρβαρα γερμανικά φύλα υπό την ηγεσία των Φράγκων, οι οποίοι δημιούργησαν δικό τους πολιτισμό στα ερείπια του ελληνικού πολιτισμού που καταστράφηκε [xlii]. Αυτό, βέβαια, δεν είναι σωστό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος ο Jacques Le Goff εξαναγκάζεται να παραδεχθεί μερικές αλήθειες, που δείχνουν ότι δεν μπορούμε να μιλούμε για ώσμωση μεταξύ Βαρβάρων και Ρωμαίων και, φυσικά, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για δημιουργία κοινού πολιτιστικού επιπέδου. Οι κοινωνίες που δημιουργήθηκαν με την εγκατάσταση των Βαρβάρων δεν ήταν κοινωνίες ίσων, δεν υπήρχε ισότητα, αφού οι Βάρβαροι επεδίωκαν να υπερισχύουν ως κάτοχοι της ιδιότητος του ελευθέρου, έναντι των Ρωμαίων, που έγιναν και θεωρούνταν υποτελείς [xliii]. Οι βαρβαρικοί λαοί προσπαθούσαν να μη χάσουν τα ήθη και έθιμα και τις παραδόσεις τους [xliv]. Έπειτα, πως μπορούμε να μιλούμε για ώσμωση μεταξύ Βαρβάρων και Ρωμαίων, όταν συνήθως οι πρώτοι απέφευγαν να κατοικούν μέσα στις πόλεις, αλλά κατοικούσαν στην περιφέρεια, και όταν οι Φράγκοι Βασιλείς προτιμούσαν να παραμένουν στις μεγάλες τους επαύλεις και όχι στα αστικά τους παλάτια; [xlv] Επίσης, είναι γνωστό ότι οι βαρβαρικοί λαοί δεν υποτάσσονταν σ’ έναν κοινό νόμο, αλλά κάθε λαός δικαζόταν σύμφωνα με τον δικό του νόμο. «Ο Φράγκος σύμφωνα με την φραγκική παράδοση, ή μάλλον σύμφωνα με την παράδοση της φραγκικής ομάδας στην οποία ανήκει, ο Βουργούνδιος σύμφωνα με το βουργουνδικό έθιμο, ο Ρωμαίος σύμφωνα με το ρωμαϊκό νόμο» [xlvi]. Άλλωστε, γι’ αυτό πολλοί βάρβαροι ηγεμόνες «θεώρησαν αναγκαία μια νέα νομοθεσία που προοριζόταν για τους Ρωμαίους» [xlvii].
Η τρίτη παρατήρηση του Jacques Le Goff, όπως φαίνεται σε πολλά σημεία του βιβλίου του που μελετούμε και είναι συνέχεια των δύο προηγουμένων παρατηρήσεών του, είναι ότι με την ώσμωση Βαρβάρων και Ρωμαίων τελικά προήλθε μια αναγέννηση στην Δύση. Γράφει χαρακτηριστικά: «όταν σβήνει το ρωμαϊκό όνειρο του έτους 1000, μια ανανέωση είναι έτοιμη να δει το φως της ημέρας: η ανανέωση ολόκληρης της Δύσης» [xlviii]. Και σε άλλο σημείο, μιλώντας για τον εκβαρβαρισμό των Ρωμαίων, γράφει: «Οι παρακμασμένοι Ρωμαίοι, εκβαρβαρισμένοι εσωτερικά, υποβιβάζονταν στο επίπεδο των χονδροειδών Βαρβάρων που ήταν εξωτερικά ευγενείς» [xlix].
Όταν, όμως, γίνεται λόγος για αναγέννηση, και κυρίως για καρολίγγεια αναγέννηση, περισσότερο εννοείται η προσπάθεια εκπολιτισμού των βαρβαρικών λαών, φυσικά και αυτών των ηγεμόνων τους. Οι Βάρβαροι θαυμάζουν τον πολιτισμό των Ρωμαίων και προσπαθούν να τον μιμηθούν [l]. Η καρολίγγεια παιδεία αποβλέπει στην μόρφωση των ανώτερων αξιωματικών, επεκτείνεται σε μερικές περιοχές, παρήγαγε μια τέχνη, αλλά, όπως ο ίδιος ο Jacques Le Goff ομολογεί, «ήταν ένα ξεκίνημα που απέτυχε ή τσακίστηκε πρόωρα», συντέλεσε όμως στην μετέπειτα αναγέννηση [li].
Στο βιβλίο όμως του Jacques Le Goff παρουσιάζεται εκφραστικά η αλήθεια ότι η εγκατάσταση των βαρβαρικών λαών στην Δύση συντέλεσε στην οπισθοδρόμηση του πολιτιστικού επιπέδου των κατοίκων της. Πρόκειται για ποσοτική οπισθοδρόμηση, αφού καταστράφηκαν ανθρώπινες ζωές, μνημεία, θησαυροί τέχνης, δρόμοι, εργαστήρια, αποθήκες για εμπορεύματα, αρδευτικά συστήματα, κλπ. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα λέγονται από τον Παύλο Διάκονο για την φρίκη που επικρατούσε στην Ιταλία: «Μέσα σε μια μέρα αγροκτήματα ή πόλεις πολυπληθείς ως τότε βυθίστηκαν στην πιο βαθιά σιωπή εξαιτίας της γενικής φυγής. Τα παιδιά διέφευγαν εγκαταλείποντας άταφο το πτώμα των γονιών τους, οι γονείς εγκατέλειπαν τα σπλάχνα των παιδιών τους που κάπνιζαν. Αν, κατά τύχη, έμενε κάποιος για να θάψει τον συγγενή του καταδικαζόταν να μείνει ο ίδιος άταφος... Ο αιώνας επανήλθε στη σιωπή που προϋπήρχε της ανθρωπότητας: δεν ακούγονταν πια φωνές στους αγρούς, δεν ακουγόταν πια το σφύριγμα των βοσκών... Μάταια οι σοδειές περίμεναν κάποιον θεριστή και ενώ πλησίαζε ο χειμώνας τα σταφύλια κρέμονταν ακόμη στ’ αμπέλια. Οι αγροί μετατράπηκαν σε νεκροταφεία και τα σπίτια των ανθρώπων σε τρώγλες για άγρια ζώα...» [lii].
Υπάρχει ακόμη οπισθοδρόμηση της τεχνικής, αφού υποχωρεί η επεξεργασία της πέτρας και παραχωρεί την θέση της στο ξύλο, καθώς επίσης εξαφανίζεται η τέχνη της υαλουργίας [liii]. Επικρατεί ακόμη οπισθοδρόμηση στην φιλοκαλία και τα ήθη. «Δεν προβάλλει απλώς το βάθος των αγροτικών προκαταλήψεων, αλλά όλες οι σεξουαλικές παρεκκλίσεις αποχαλινώνονται και η βία εξαγριώνεται: χτυπήματα και τραυματισμοί, λαιμαργία, μέθη» [liv]. Βλέπουμε ακόμη την οπισθοδρόμηση στην διοίκηση και την κυβερνητική μεγαλοπρέπεια.
Είναι χαρακτηριστικά όσα λέγει ο Jacques Le Goff: «Ο Φράγκος βασιλιάς, ο οποίος ενθρονίζεται με την ανύψωσή του πάνω σε μια ασπίδα και φέρει το δόρυ ως μοναδικό έμβλημα, στη θέση του σκήπτρου ή του διαδήματος, έχει για διακριτικό σημείο την μακριά κόμη: rex crinitus. Βασιλιάς - Σαμψών, με χαίτη, και κάποιοι γραφείς, οικιακοί δούλοι και η φρουρά του από anstrutiones τον ακολουθούν από το ένα γαιόκτημα στο άλλο. Όλα αυτά στολίζονται με παραμυθένιους τίτλους που τους δανείζονται από το λεξιλόγιο της ύστερης Αυτοκρατορίας. Ο αρχισταβλίτης γίνεται «κόμης του στάβλου», connetable, οι σωματοφύλακες «κόμητες του παλατιού» και το συνονθύλευμα των μεθυσμένων στρατιωτών και χονδροκομμένων κληρικών ονομάζεται «θαυμαστοί άνδρες» ή «ένδοξοι». Επειδή δεν συλλέγονται φόροι, ο πλούτος του βασιλιά περιορίζεται σε κιβώτια με χρυσά νομίσματα, γυάλινα μικροαντικείμενα και κοσμήματα, και όταν πεθαίνει ο βασιλιάς, σύζυγοι, συμβίες, παιδιά και νόθα, τα διεκδικούν με τον ίδιο τρόπο που μοιράζονται τη γη και το ίδιο το βασίλειο» [lv].
Είναι φανερό από όσα παρουσιάσαμε προηγουμένως ότι η εγκατάσταση των βαρβαρικών λαών στο δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δημιούργησε μεγάλα προβλήματα. Οι Βάρβαροι υπέταξαν τους Ρωμαίους, αλλοίωσαν την πολιτιστική τους παράδοση, και προσπάθησαν να δημιουργήσουν δικό τους πολιτισμό. Ωστόσο όμως οι υποτελείς Ρωμαίοι κράτησαν τα δικά του έθιμα και παραδόσεις.
Οι δυτικοί ιστοριογράφοι ισχυρίζονται ότι με την είσδυση των Βαρβάρων στο δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δημιουργήθηκε μια ώσμωση μεταξύ των Ρωμαίων και των Βαρβάρων, όπως είδαμε προηγουμένως. Αυτό όμως δεν ευσταθεί, γιατί δεν μπορούν να εξηγηθούν τόσο οι βιαιότητες και οι σφαγές, όσο και η διαφορά του πολιτιστικού επιπέδου μεταξύ των Βαρβάρων και των Ρωμαίων. Το γεγονός είναι ότι αναπτύχθηκε ένας ιδιαίτερος τρόπος ζωής, και ένας ιδιαίτερος πολιτισμός, που είναι σαφώς αντίθετος προς τον Ρωμαίικο πολιτισμό. Θα το δούμε αυτό σε τέσσερα χαρακτηριστικά σημεία.
Πρώτον. Η διαφορά μεταξύ του πολιτισμού των Ρωμαίων και των Φράγκων φαίνεται στον λεγόμενο φεουδαλισμό και το φεουδαλιστικό σύστημα. Η φεουδαρχία αποτελεί τον πυρήνα του φραγκικού τρόπου ζωής και δείχνει την αντίθεσή του προς τον ρωμαίικο τρόπο ζωής. Βεβαίως, μπορεί να συναντήσει κανείς και στην Ρωμαϊκή περίοδο έναν γεωργικό φεουδαλισμό, αλλά διαφέρει σαφώς από τον φραγκικό, γιατί δεν είχε θεολογική υποδομή, δεν στηριζόταν στην διάκριση μεταξύ των κατά φύσιν ευγενών και των κατά φύσιν δούλων. Όσα θα πούμε στην συνέχεια θα δείξουν αυτόματα την μεγάλη διαφορά μεταξύ Φράγκων και Ρωμαίων.
Κατά τον Καθηγητή π. Ιωάννη Ρωμανίδη, οι Φράγκοι κατακτητές είχαν και εφάρμοσαν το φεουδαρχικό σύστημα. Ο ρήγας των Φράγκων είχε υπό την εξουσία του όλα τα φέουδα ως κτήματά του και τα παραχωρούσε ισοβίως στους Φράγκους ευγενείς, πολεμάρχους, δούκας, κόμητας, βαρόνους και κατωτέρους ιππότες. Με τον καιρό αναγνωρίζονταν ως «κληρονομικά οικογενειακά δικαιώματα». Ο Φράγκος ηγεμών έδιδε φέουδο και σε επισκόπους, που κατείχαν θέση διοικητού και όχι πνευματικού πατρός [lvi].
Το φεουδαλιστικό σύστημα στην Δύση επικράτησε με την εμφάνιση των Φράγκων, και βέβαια αυτή η εμφάνιση συμπίπτει με τον αφανισμό των Ρωμαίων από τις διοικητικές εκκλησιαστικές θέσεις [lvii]. Όταν οι Φράγκοι κατέλαβαν το δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ακόμη και την εκκλησιαστική διοίκηση, αποκάλεσαν τους εαυτούς τους ευγενείς και τους υποδουλωθέντας Ρωμαίους, δουλοπαροίκους. Έτσι, δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ πλουσίων και πτωχών ή εγγραμμάτων και αγραμμάτων, αλλά μεταξύ κατακτητών και υποδούλων [lviii]. Πρόκειται, δηλαδή, για μια ρατσιστική διάκριση και διαίρεση του πληθυσμού της Δύσεως. Φυσικά, αυτό επηρέασε και την εκκλησιαστική διοίκηση, όταν η τελευταία καταλήφθηκε από τους Φράγκους, οπότε η χειροτονία, το συνοδικό σύστημα, ο διορισμός των επισκόπων εντάχθηκαν μέσα στην φεουδαλιστική νοοτροπία και διαποτίζονταν από την ατμόσφαιρα της φεουδαρχίας [lix].
Και οι δυτικοί ιστορικοί δεν μπορούν να αρνηθούν την ύπαρξη της φεουδαρχίας. Ο Jacques Le Goff μας προσφέρει χαρακτηριστικές πληροφορίες για την φεουδαρχία του Μεσαίωνος στην Δύση, κυρίως με την επικράτηση των Φράγκων.
Παρά το ότι οι Φράγκοι κατακτητές προσπαθούσαν να δανεισθούν την πολιτική και διοικητική κληρονομιά της Ρώμης, όμως ποτέ δεν απέκτησαν την αίσθηση του Κράτους. «Οι Φράγκοι βασιλείς θεωρούν το βασίλειο ιδιοκτησία τους, όπως ακριβώς τα γαιοκτήματά τους ή τους θησαυρούς τους. Το βασίλειο που τους ανήκει οι Φράγκοι βασιλείς το μοιράζουν ανάμεσα στους κληρονόμους τους. Από καιρό σε καιρό, η τύχη, η παιδική θνησιμότητα ή η πνευματική καθυστέρηση συνενώνουν τα φραγκικά κράτη υπό την εξουσία ενός ή δύο βασιλέων» [lx].
Ο Καρλομάγνος για να δημιουργήσει ένα σταθερό φραγκικό κράτος δώριζε τα φέουδα - τμήματα γης - σε διάφορα πρόσωπα, ώστε να γίνουν υποτελείς του. Οι δύσκολες συνθήκες που υπήρχαν τότε στην Δύση εξανάγκασαν τους αδύνατους ανθρώπους να ζητούν προστασία στους φεουδάρχες. Αυτό συντέλεσε στην δημιουργία ενός ιδιαίτερου τρόπου ζωής. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που συμπεραίνει ο Jacques Le Goff: «Διαισθανόμαστε ωστόσο τι είναι αυτό που συμβαίνει την εποχή των Καρολιδών και θα έχει αποφασιστική σημασία για τον μεσαιωνικό κόσμο. Στο εξής, ο κάθε άνθρωπος θα εξαρτάται όλο και περισσότερο από τον άρχοντά του, και αυτός ο κοντινός ορίζοντας, αυτός ο ζυγός που βαραίνει ακόμη περισσότερο αν λάβουμε υπόψη ότι ασκείται σε έναν κύκλο στενό, θα θεμελιωθεί στο δίκαιο· η βάση της εξουσίας θα είναι ολοένα και περισσότερο η κατοχή γης, το θεμέλιο της ηθικής θα είναι η πίστη, που θα αντικαταστήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα τις ελληνο-ρωμαϊκές πολιτικές αρετές. Ο αρχαίος άνθρωπος όφειλε να είναι δίκαιος ή τίμιος, ο μεσαιωνικός άνθρωπος θα πρέπει να είναι πιστός. Στο εξής οι κακοί θα είναι οι άπιστοι» [lxi].
Η φεουδαρχία, που είναι «το σύνολο των προσωπικών σχέσεων που συνδέουν μεταξύ τους ιεραρχικά, τα μέλη των κυρίαρχων στρωμάτων της κοινωνίας», αν και εν σπέρματι υπάρχει κατά την εποχή των Καρολιδών, εν τούτοις ανθίζει γύρω στο 1000 μ.Χ. [lxii].
Ο Jacques Le Goff μας παρουσιάζει και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του φεουδαλιστικού συστήματος, αυτά είναι δύο, ήτοι η υποτέλεια και το φέουδο.
Ο άρχοντας και ο υποτελής συνδέονται με το συμβόλαιο της υποτέλειας. Γίνεται ιδιαίτερη τελετή, κατά την οποία ο υποτελής δίνει υπόσχεση ότι ανήκει στον άρχοντα και αναλαμβάνει υποχρεώσεις «στη διοίκηση, τη δικαιοσύνη και τον στρατό του άρχοντα». Αυτή η υποτέλεια γίνεται και με συμβολικές πράξεις, αφού ο υποτελής βάζει τα ενωμένα χέρια του μέσα στα χέρια του άρχοντα και του λέγει: «Κύριε γίνομαι άνθρωπός σας». Με την σειρά του ο άρχοντας αναλαμβάνει την προστασία του υποτελούς του.
Εκτός από το χαρακτηριστικό της υποτέλειας, η φεουδαρχία συνδέεται και με το φέουδο, που είναι ένα τμήμα γης. Η παραχώρηση αυτού του φέουδου γίνεται κατά την διάρκεια ιδιαίτερης τελετής, του χρίσματος, κατά την οποία ο άρχοντας προσφέρει στον υποτελή του συμβολικά ένα αντικείμενο, όπως λάβαρο, σκήπτρο, ράβδο, δαχτυλίδι, μαχαίρι, γάντι, κομμάτι άχυρο κλπ. Επίσης, ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία του φεουδαρχικού συστήματος είναι η κληρονομικότητα του φέουδου [lxiii].
Όταν η εκκλησιαστική διοίκηση καταλήφθηκε από τους Φράγκους, απέκτησε και αυτή φεουδαλιστικό χαρακτήρα. Η παράδοση φέουδων στους ιεράρχες γινόταν με την ίδια τελετή, με την διαφορά ότι, αντί ο ρήγας να προσφέρει ένα άλλο αντικείμενο (σπαθί, ακόντιο, ασπίδα) παρέδιδε αρχιερατικό ωμοφόριο. Επίσης, το γεγονός ότι ο Επίσκοπος δεν είχε απογόνους για να κληρονομηθεί το φέουδο εξυπηρετούσε καλύτερα τον ρήγα στο να αποτρέπει την αποκέντρωση της στρατιωτικής και οικονομικής δυνάμεως. Έτσι, δια της ιεραρχίας ο ρήγας ή ο αυτοκράτορας συγκέντρωνε ασφαλέστερα την κρατική δύναμη στα χέρια του [lxiv].
Δεύτερον. Η φεουδαλιστική διοργάνωση της κοινωνίας ήταν φυσικό να δημιουργήσει τις διάφορες τάξεις, των οποίων γνωρίσματα ήταν οι πόλεμοι και οι διαμάχες μεταξύ τους. Αυτές οι διαμάχες συνεβαίνανε τόσο μεταξύ κυριάρχων Φράγκων και υποδούλων Ρωμαίων, όσο και μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών φεουδαρχών. Η μεσαιωνική ιστορία της Δύσεως, αλλά και γενικότερα η ευρωπαϊκή ιστορία είναι γεμάτη από τέτοιες συγκρούσεις και επαναστάσεις. Ο Jacques Le Goff θα γράψει χαρακτηριστικά: «στη Μεσαιωνική Δύση η ταξική πάλη συνοδεύεται από ζωηρούς ανταγωνισμούς στο εσωτερικό των τάξεων» [lxv].
Όπως λέγει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης όλος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός διακρίνεται από δύο βασικά σημεία. Το ένα είναι ο φεουδαλισμός με την ταξική και ρατσιστική του φιλοσοφία και οργάνωση, και το άλλο οι επαναστάσεις εναντίον των ταξικών αυτών διακρίσεων, με αρχή ότι ο καθένας να αγωνίζεται για την ευδαιμονία [lxvi].
Τρίτον. Η φεουδαρχία έχει σαν κέντρο τους πύργους και αυτό είναι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό γνώρισμα. Πραγματικά, «το κέντρο της φεουδαρχικής οργάνωσης είναι ο πύργος» [lxvii]. «Ο πύργος γίνεται το κέντρο μιας χωροδεσποτείας που σιγά σιγά απορροφά όλες τις εξουσίες: οικονομική, δικαστική και πολιτική» [lxviii]. Βέβαια, οι πύργοι είναι σημείο εξουσίας και δεσποτείας, αλλά ταυτόχρονα και οχύρωμα από τις διαρκείς επαναστάσεις των υποδούλων Ρωμηών.
Ο Jacques Le Goff σημειώνει για την σημασία των πύργων: «Από τον 10ο αιώνα, γεννώνται γύρω από τον πύργο οι νέοι φεουδαρχικοί θεσμοί. Ο πύργος είναι κατ’ αρχήν ένας οχυρωμένος τόπος, ferte. Αρχικά κατασκευάζεται από ξύλο και τα κύρια στοιχεία τους είναι ένας φράκτης και ένας πύργος που αποτελείται από δύο ορόφους: ένα υπόγειο και μια μεγάλη αίθουσα, στην οποία εισέρχονται από μια μεγάλη σκάλα. Κτίζεται πάνω σε ένα ύψωμα (motte). Ο πύργος γίνεται η ορατή και συγκεκριμένη βάση των εξουσιών του πυργοδεσπότη του οποίου το λάβαρο κυματίζει πάνω σε έναν πυργίσκο. Ο πύργος γίνεται σύντομα κέντρο κοινωνικής και οικονομικής κυριαρχίας. Από τον 11ο αιώνα, ιππότες και πυργοδεσπότες τείνουν να σχηματίσουν μια κάστα, της οποίας ο τρόπος ζωής εκλεπτύνεται, ενώ η κατασκευή των πύργων και η εσωτερική τους διευθέτηση σιγά σιγά βελτιώνονται. Ο πύργος είναι το κέντρο μιας ιδιαίτερης κοινωνίας· η κοινωνία των πύργων συνιστά έναν στρατιωτικό και καλλιτεχνικό πολιτισμό» [lxix].
Μέσα στους πύργους καλλιεργείται ένας ιδιαίτερος τρόπος ζωής, ο οποίος διαφέρει σαφώς από τον τρόπο ζωής των υποτελών Ρωμηών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και σήμερα διάφορες εκδηλώσεις της ζωής και τρόποι ψυχαγωγίας που επικρατούσαν στην Δύση και μεταφέρθηκαν και στον δικό μας χώρο, φέρουν την ονομασία που είχαν στην ζωή των πύργων. Όλοι γνωρίζουμε την κλασσική μουσική, το κλασσικό μπαλέτο κλπ. Η λέξη «κλασσικός» προέρχεται από την λέξη κλάση, που ταυτίζεται με την λέξη τάξη. Δείχνει τον ιδιαίτερο πολιτισμό των «ευγενών», των κατακτητών των Ρωμαίων.
Είναι χαρακτηριστικά όσα λέγονται από τον Jacques Le Goff: «Όπως η ενοριακή κοινωνία είναι ο μικρόκοσμος που οργανώνει η Εκκλησία, έτσι και η κοινωνία των κάστρων είναι το κοινωνικό κύτταρο που διαμορφώνουν οι άρχοντες στους πύργους. Συγκεντρώνει τους νεαρούς γιους των υποτελών οι οποίοι στέλνονται να υπηρετήσουν τον άρχοντα και να εκπαιδευτούν στρατιωτικά, - να χρησιμεύσουν και ως όμηροι ενδεχομένως -, τους υπηρέτες του άρχοντα και ολόκληρο τον κόσμο των διασκεδαστών που προορίζονται να ικανοποιήσουν τις ανάγκες ψυχαγωγίας και γοήτρου των φεουδαρχών. Η θέση των ραψωδών και των τροβαδούρων είναι αμφιλεγόμενη αφού υποχρεώνονται να τραγουδήσουν τα κατορθώματα και τις βασικές αξίες των εργοδοτών τους και εξαρτώνται άμεσα από τους μισθούς και την εύνοια αυτών των αφεντών· συχνά επιθυμούν και μερικές φορές καταφέρνουν να γίνουν και αυτοί με τη σειρά τους άρχοντες - τέτοια είναι η περίπτωση του Minnesanger που γίνεται ιππότης και λαμβάνει τα οικόσημα (το περίφημο χειρόγραφο της Χαϊλδεβέργης, του οποίου οι μικρογραφίες αναπαριστούν τους Minnesanger και τα οικόσημά τους, μαρτυρεί ότι η λυρική ποίηση αναδεικνύεται από την τέχνη των ευγενών)· εξίσου συχνά όμως, νιώθει μνησικακία εξαιτίας της θέσης του ως καλλιτέχνη που εξαρτάται από τα καπρίτσια ενός πολεμιστή, ως διανοούμενου που παρακινείται από ιδεώδη που έρχονται σε αντίθεση με εκείνα της φεουδαρχικής κάστας, και είναι έτοιμος να γίνει κατήγορος των αφεντικών του. Η λογοτεχνική και καλλιτεχνική παραγωγή στο περιβάλλον του πύργου είναι συχνά μια λίγο πολύ συγκαλυμμένη μαρτυρία της αντίθεσης στη φεουδαρχική κοινωνία» [lxx].
Τέταρτον. Στοιχείο στενά συνδεδεμένο με τα προηγούμενα είναι και ο στρατός που διέθεταν οι φεουδάρχες, με τον οποίο ασφάλιζαν την κυριαρχία τους επάνω στους υποτελείς Ρωμαίους και κατέστελλαν τις εξεγέρσεις τους. Με τον στρατό αυτόν οι δυτικοί ηγεμόνες έκαναν τις σταυροφορίες με σκοπό τάχα να ελευθερώσουν του Αγίους Τόπους, στην πραγματικότητα όμως να υποδουλώσουν και τους Ρωμηούς του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πραγματικά, οι σταυροφορίες επέτυχαν να αποδυναμώσουν την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ιδίως με την Δ΄ Σταυροφορία κυριεύθηκε από τους σταυροφόρους η Κωνσταντινούπολη, λεηλατήθηκε τρομακτικά, και στην πραγματικότητα από τότε δεν μπόρεσε ποτέ να ανανήψει. Έτσι, η φραγκοκρατία στις επαρχίες του ανατολικού τμήματος του Ρωμαϊκού Κράτους αποδυνάμωσε την Αυτοκρατορία και συντέλεσε τα μέγιστα στην υποδούλωσή της στους Τούρκους. Επομένως, μπορούμε να κάνουμε λόγο για την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από το 1204, όταν καταλήφθηκε από τους Σταυροφόρους [lxxi].
Γίνεται πολύς λόγος σήμερα για τα ελγίνεια μάρμαρα, τα οποία πρέπει να επιστραφούν στην Ελλάδα και ξεχνούμε τους θησαυρούς της Ρωμαίικης - Ορθόδοξης Αυτοκρατορίας που άρπαξαν οι σταυροφόροι - Φράγκοι και γέμισαν όλες τις βιβλιοθήκες και τα μουσεία τους. Τέτοιες λεηλασίες δεν είχαν ξαναγίνει στην ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Επομένως, η φεουδαλιστική οργάνωση, η ταξική κοινωνία, η ζωή στους πύργους και ο στρατός, όπως και άλλα συναφή στοιχεία, δείχνουν τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής των Φράγκων, που είναι σαφώς αντίθετος προς τον ρωμαίικο τρόπο ζωής και αποτελεί την βάση του λεγομένου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Δεν έχω πρόθεση να επεκταθώ στο σημείο αυτό, αλλά θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι και τα τέσσερα αυτά σημεία που είδαμε προηγουμένως, τα οποία αποτελούν την βάση της δυτικής - φραγκικής κοινωνίας, είναι ξένα προς την ζωή των Ρωμηών και την ουσία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στην Ρωμηοσύνη ποτέ δεν επικράτησε ο φεουδαλισμός με την ταξικά και ρατσιστική του νοοτροπία, και φυσικά δεν έχουμε φαινόμενα πύργων με τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής, ούτε φαινόμενα σταυροφοριών με όλα τα επακόλουθά τους.
Από όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως φαίνεται η σημασία του βιβλίου του Jacques Le Goff. Οπωσδήποτε οι μαρτυρίες που μας προσφέρει είναι αξιόλογες, αλλά όμως πρέπει να σταθούμε προσεκτικά και κριτικά απέναντι στις ερμηνείες, οι οποίες εντάσσονται μέσα στην δυτική ιστοριογραφία. Εμείς έχουμε δικές μας ερμηνείες πάνω στα φαινόμενα που παρατηρήθηκαν στον δυτικό χώρο, οι οποίες τουλάχιστον στην περίπτωση αυτή που μελετούμε είναι αντικειμενικότερες.
Το γεγονός είναι ότι, με την είσδυση των βαρβαρικών φυλών στο δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, επικράτησε ένας βαρβαρισμός, που πέρασε πολύς χρόνος για να ξεπερασθεί. Έγινε, βέβαια, μια αναγέννηση, δηλαδή δημιουργήθηκε ένας καινούργιος πολιτισμός, αλλά και αυτός μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ένας νεοβαρβαρισμός.
Σήμερα θεωρείται ότι τα δυτικά Κράτη είναι πολιτισμένα, φωτισμένα, γιατί στον χώρο αυτόν καλλιεργήθηκε η επιστήμη και η τεχνολογία. Κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό, αλλά όμως το πρόβλημα παραμένει, κατά πόσον η επιστήμη και τεχνολογία συνιστούν έναν ολοκληρωμένο πολιτισμό. Όταν καλλιεργούνται μερικά εξωτερικά γνωρίσματα που στηρίζονται απλώς και μόνον στην λογική και παραθεωρούνται άλλες πλευρές της προσωπικότητας του ανθρώπου, αυτό δεν λέγεται πολιτισμός.
Κατά την περίοδο της αναγεννήσεως στην Δύση μελετήθηκε η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, δημιουργήθηκαν πολλά κέντρα μελέτης των προβλημάτων που έθεσαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι. Αλλά όταν ο ελληνισμός αποξενωθεί από την Ορθόδοξη Παράδοση, όταν παύση να είναι Ρωμηοσύνη, τότε είναι οπισθοδρομικός και ανίσχυρος να λύση τα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου.
Κατά συνέπεια, ο σύγχρονος Ευρωπαίος είναι πνευματικά και υπαρξιακά ανάπηρος. Έχει αναπτυγμένη επιστημονική σκέψη, διακρίνεται για την τεχνική υποδομή, έχει κανόνες συμπεριφοράς και καλής αγωγής, αλλά δεν μπορεί να λύση τα οντολογικά και υπαρξιακά του προβλήματα. Ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός είναι μονοδιάστατος. Γι’ αυτό και μπορούμε να πούμε ότι στην Δύση επικρατεί ένας ιδιότυπος νεοβαρβαρισμός.
Η Δύση σήμερα έχει ανάγκη της Ρωμαίικης παραδόσεως, που λύει όλα τα προβλήματα του ανθρώπου. Στο σημείο αυτό βλέπουμε και την μεγάλη προσφορά της Ορθοδοξίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν πρέπει να πηγαίνουμε στην Ευρώπη ως φτωχοσυγγενείς και κομπλεξικοί, αλλά ως πνευματικά άρχοντες, αφού διαθέτουμε την πνευματικά αρχοντιά της ανθρωπότητος, όλα τα καλύτερα στοιχεία του γνησίου ανθρωπισμού.
Αύγουστος 1994
Σημειώσεις
[i] Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδου, Ρωμηοσύνη, Θεσσαλονίκη 1975, εκδ. Πουρναρά, σελ. 32 και εξής.
[ii] Jacques Le Goff: Ο πολιτισμός της Μεσαιωνικής Δύσης, εκδ. Βάνιας, 1993. Ελληνική Εκδοση
[iii] ένθ. ανωτ. σελ. 639.
[iv] ένθ. ανωτ. σελ. 635.
[v] ένθ. ανωτ. σελ. 635.
[vi] ένθ. ανωτ. σελ. VIII.
[vii] ένθ. ανωτ.
[viii] ένθ. ανωτ. σελ. 18.
[ix] ένθ. ανωτ. σελ. 17.
[x] ένθ. ανωτ. βλ. σελ. 27-29.
[xi] ένθ. ανωτ. σελ. 31.
[xii] ένθ. ανωτ. σελ. 31.
[xiii] ένθ. ανωτ. σελ. 28.
[xiv] ένθ. ανωτ. σελ. 27.
[xv] ένθ. ανωτ. σελ. 35.
[xvi] ένθ. ανωτ. σελ. 35-36.
[xvii] ένθ. ανωτ. σελ. 36.
[xviii] ένθ. ανωτ. σελ. 37.
[xix] ένθ. ανωτ. σελ. 38.
[xx] ένθ. ανωτ. σελ. 42.
[xxi] ένθ. ανωτ. σελ. 73.
[xxii] ένθ. ανωτ. σελ. 80-81.
[xxiii] ένθ. ανωτ. σελ. 81.
[xxiv] ένθ. ανωτ. σελ. 30.
[xxv] ένθ. ανωτ. σελ. 40.
[xxvi] ένθ. ανωτ. σελ. 29-30.
[xxvii] ένθ. ανωτ. σελ. 27.
[xxviii] ένθ. ανωτ. σελ. 23.
[xxix] ένθ. ανωτ. σελ. 23-26.
[xxx] ένθ. ανωτ. σελ. 33.
[xxxi] ένθ. ανωτ. σελ. 34.
[xxxii] ένθ. ανωτ. σελ. 34-35.
[xxxiii] ένθ. ανωτ. σελ. 56.
[xxxiv] ένθ. ανωτ. σελ. 66.
[xxxv] ένθ. ανωτ. σελ. 34.
[xxxvi] ένθ. ανωτ. σελ. 57.
[xxxvii] ένθ. ανωτ. σελ. 58.
[xxxviii] ένθ. ανωτ. σελ. 39-40.
[xxxix] ένθ. ανωτ. σελ. 27-28.
[xl] Πρωτ. Π. Ιωάννου Ρωμανίδη, «Παράδοση», τεύχος 4, σελ. 487.
[xli] ένθ. ανωτ. σελ. 29.
[xlii] Ιωάννου Ρωμανίδου, Ρωμηοσύνη, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 32 και εξής.
[xliii] Jacques Le Goff: Ο πολιτισμός της Μεσαιωνικής Δύσης, εκδ. Βάνιας 1993, σελ 49.
[xliv] ένθ. ανωτ. σελ. 50.
[xlv] ένθ. ανωτ. σελ. 51.
[xlvi] ένθ. ανωτ. σελ. 52.
[xlvii] ένθ. ανωτ. σελ. 53.
[xlviii] ένθ. ανωτ. σελ. 81.
[xlix] ένθ. ανωτ. σελ. 31.
[l] ένθ. ανωτ. σελ. 31.
[li] ένθ. ανωτ. σελ. 183.
[lii] ένθ. ανωτ. σελ. 55.
[liii] ένθ. ανωτ. σελ. 55.
[liv] ένθ. ανωτ. σελ. 55.
[lv] ένθ. ανωτ. σελ. 56-57.
[lvi] Ιωάννου Ρωμανίδη, Ρωμηοσύνη, ένθ. ανωτ. σελ. 157.
[lvii] ένθ. ανωτ. σελ. 140.
[lviii] ένθ. ανωτ. σελ. 141.
[lix] ένθ. ανωτ. σελ. 157 και εξής.
[lx] Jacques Le Goff, ένθ. ανωτ. σελ. 73.
[lxi] ένθ. ανωτ. σελ. 79.
[lxii] ένθ. ανωτ. σελ. 132.
[lxiii] ένθ. ανωτ. σελ. 132-134.
[lxiv] Ιωάννου Ρωμανίδου, Ρωμηοσύνη, ένθ. ανωτ. σελ. 157-158.
[lxv] Jacques Le Goff, ένθ. ανωτ. σελ. 425.
[lxvi] Ιωάννου Ρωμανίδου, ένθ. ανωτ. σελ. 174.
[lxvii] Jacques Le Goff, ένθ. ανωτ. σελ. 586.
[lxviii] ένθ. ανωτ. σελ. 135.
[lxix] ένθ. ανωτ. σελ. 586.
[lxx] ένθ. ανωτ. σελ. 433-434.
[lxxi] ένθ. ανωτ. σελ. 98-101.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Στο τέλος κάθε σελίδας του Ανώνυμου Απολογητή θα παρουσιάζονται νεοπαγανιστικές και αθεϊστών (δήθεν ελληνιστών) απάτες που έχουν σχέση με το θέμα της σελίδας. Αυτές οι απάτες δεν έχουν σκοπό να βάλουν τα περιοδικά στα οποία εμφανίζονται τα νεοπαγανιστικά ψεύδη, εφόσον ούτως ή άλλως παγανιστές συγγράφουν σε διάφορα ανυποψίαστα εξ αυτών και αυτά δεν εκφράζονται από τις απόψεις των αρθρογράφων, αλλά σκοπό έχουν:
1. να καταδείξουν τον κρυφοπαγανιστή αρθρογράφο ώστε να γίνει γνωστός και
2. είτε ο κάθε ενδιαφερόμενος που αναγιγνώσκει εκ νέου άρθρα του να θέτει τον εαυτό του εν εγρήγορση και να ελέγχει θαρρετά τα ψεύδη του κρυφοπαγανιστή (δήθεν ελληνιστή), αν είναι μελετημένος και έχει πρόσβαση σε πρωτογενή βιβλιογραφία
3. είτε εάν δεν έχει πρόσβαση σε βιβλιογραφία, να μην δείχνει πλέον εμπιστοσύνη στον αρθογράφο εφόσον γνωρίζει πως εκφράζει ψεύδη για να σπιλώσει τον Χριστιανισμό υποστηρίζοντας θέσεις παγανισμού, που όμως δεν είναι σχεδόν ποτέ ξεκάθαρες, αλλά που παρουσιάζονται ως «ελληνικές» μιας και η πλειοψηφία των νεοπαγανιστών ντρέπεται να ομολογήσει δημοσίως την θρησκεία που ακολουθεί και προτιμά να καμουφλάρεται με κάτι οικοιότερο, τον πατριωτισμό, που όμως αρρωστημένα έχει μετατραπεί σε ένα παγανιστικό εθνικισμό.
ΕΞΑΙΡΕΣΗ: εξαιρούνται τα προσωπικά βιβλία του κρυφοπαγανιστή αθρογράφου ή τα έντυπα με καθαρά νεοπαγανιστικό προσανατολισμό, ανάμεσα στα τόσα που κυκλοφορούν στην Ελλάδα.
Και δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η νεώτερη στις ημέρες μας ανάδειξη του βυζαντινού πολιτισμού κι η οργάνωση παγκόσμιας περιοδείας εκθεμάτων του συμπίπτει με την αρχή της επιβολής της παγκοσμιοποίησης. Το πολυεθνικό και απολιτισμικό (παρά την αγωνιώδη προσπάθεια των οπαδών του να το πιστώσουν με πολιτιστική παραγωγή) αποτελεί το πρότυπο των αρχών της παγκοσμιοποίησης. Το μόνο που αλλάζει είναι το ιδεολόγημα. Στην θέση της υποταγής στις θεϊκές εντολές έχουν βάλει την υποταγή στο σύστημα (Πηγή: Θανάσιος Κουκοβίτσας, περιοδικό Ιχώρ, τεύχος 59, άρθρο «Η Θέση του Βυζαντίου στα νεώτερα χρόνια», σελίδα 80)
Μυθοπλάστης: Θανάσιος Κουκοβίστας
Απάντηση: Οι συλλογισμοί στηρίζονται επάνω σε έννοιες. Μια από αυτές τις έννοιες είναι και η λέξη «πολιτισμός». Όταν λοιπόν κανείς δεν γνωρίζει τι σημαίνει η λέξη πολιτισμός ή όταν παραλείπει να τον αναλύσει, είναι πολύ εύκολο να επιβάλλει στους αναγνώστες του την άποψη ότι το τάδε κοινωνικό μόρφωμα είναι «απολίτιστο» και το δείνα είναι «πολιτισμένο». Με λίγα λόγια είτε ξεκινώντας από προκείμενες αναπόδεικτες, είτε ξεκινώντας από προκείμενες για τις οποίες ο εκθέτων το συμπέρασμα έχει αλλάξει ή αποκρύβει ή χειρότερα δεν γνωρίζει το νόημα τους, όπως στην προκειμένη περίπτωση, καταλήγει σε συμπεράσματα που αν και ενέχουν ορθότητα ως προς τον λογικό συμπερασμό, εντούτοις δεν έχουν επιστημονική εγκυρότητα και δηλαδή αλήθεια:
Α.
Πολιτισμός είναι όσα ο άνθρωπος δημιούργησε και τον βοήθησε να ανέβει από την κατηγορία του ζώου, στο επίπεδο του «έλλογου όντος». Όλα όσα είναι πέρα από τη μέριμνα για την επιβίωση και την αναπαραγωγή του είδους. Ο πολιτισμός είναι προϊόν της νόησης και του συναισθήματος. Είναι το οργανικό σύνολο που περιλαμβάνει τις γνώσεις, τις δοξασίες, την τεχνική, την τέχνη, τους θεσμούς, τα ήθη, τα έθιμα. Είναι η συσσωρεμένη δημιουργία του ανθρώπου.
Τα ανθρώπινα δημιουργήματα, οι κοινωνιολόγοι τα κατέταξαν σε ομοιογενείς ομάδες που τις ονόμασαν «αξίες».
Οι αξίες αυτές: Υλικές, βιολογικές, ηθικές, θεωρητικές, καλλιτεχνικές, θρησκευτικές…
Όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες εντάσσονται στις αξίες. Ο πολιτισμός είναι η σύνθεσή τους. Ο κάθε πολιτισμός χαρακτηρίζεται από τον τρόπο της σύνθεσης των αξιών και την περισσότερο ή λιγότερο συμμετοχής μιας ή περισσοτέρων αξιών. Όλες όμως συμμετέχουν. Ανισομερώς, αλλά συμμετέχουν. (1)
Β.
πολιτισμός ο [politizmós] O17 : 1. το σύνολο των υλικών, πνευματικών, τεχνικών επιτευγμάτων και επιδόσεων, που είναι αποτέλεσμα των δημιουργικών δυνάμεων και των ικανοτήτων του ανθρώπου και που εκφράζεται ιστορικά στους τύπους και στις μορφές οργάνωσης και δράσης της κοινωνίας καθώς και στη δημιουργία (υλικών και πνευματικών) αξιών: H γέννηση / δημιουργία / πρόοδος / εξέλιξη / άνθηση / ακμή / κρίση / παρακμή / καταστροφή του πολιτισμού. Aνώτερο / κατώτερο επίπεδο πολιτισμού. Iστορία του ανθρώπινου πολιτισμού. Ένας ενδεχόμενος πυρηνικός πόλεμος είναι απειλή για τον πολιτισμό του πλανήτη μας. α. το σύνολο των υλικών συνθηκών της ζωής του ανθρώπου, που διαμορφώθηκαν και εξελίχθηκαν μέσο της τεχνικής και της επιστημονικής προόδου, τεχνικός πολιτισμός: O σύγχρονος ~ εξαρτάται άμεσα από την τεχνολογία. H κατανάλωση ρεύματος είναι δείκτης πολιτισμού. β. το σύνολο των πνευματικών και καλλιτεχνικών επιδόσεων και επιτευγμάτων του ανθρώπου (τέχνες, επιστήμες, θεσμοί, δίκαιο, θρησκεία, έθιμα κτλ.), πνευματικός πολιτισμός, κουλτούρα: H καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων αποτελεί στίγμα για τον πολιτισμό μας. H ανάγνωση και η γρα φή υπήρξαν ένα τεράστιο βήμα του ανθρώπου στον πολιτισμό. 2. ο πολιτισμός1 ενός συγκεκριμένου τόπου ή χρόνου: Δυτικός / ανατολικός / αιγαιακός / μεσαιωνικός / βυζαντινός ~. Aστικός / λαϊκός / πρωτόγονος / σύγχρονος ~. O ~ των αρχαίων Eλλήνων / των Aιγυπτίων / της Aναγέννησης στην Iταλία. Xαμένοι πολιτισμοί. H Aθήνα και η Pώμη έβαλαν τα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού. 3. επίπεδο, τρόπος ζωής και συμπεριφοράς, που αποκτιέται μέσο της παιδείας και της εκπαίδευσης. ANT βαρβαρότητα, αγριότητα: H ευγένεια / ο σεβασμός στον άλλο / η καθαριότητα είναι ~. 4α. χώρες, περιοχές της γης με υψηλό επίπεδο πολιτισμικής και τεχνολογικής ανάπτυξης: Ύστερα από το ταξίδι στα βάθη της Aφρικής, γύρισαν στην Eυρώπη και στον πολιτισμό. β. κατοικημένες περιοχές με οργανωμένη ζωή: Aφού περιπλανήθηκε μέρες στην έρημο, επέστρεψε τελικά στον πολιτισμό. γ. οι συνθήκες ζωής και ανέσεων στις πόλεις: Kαλές οι διακοπές στην εξοχή αλλά είναι ευχάριστο να επιστρέφεις στον πολιτισμό και στο ζεστό νερό της μπανιέρας. 5. ο πολιτισμός (κυρ. στη σημ. 1β) ως τομέας κρατικής ή ευρύτερα κοινωνικής δραστηριότητας: Yπουργείο Πολιτισμού. Tα κονδύλια του προϋπολογισμού για τον πολιτισμό είναι φέτος αυξημένα. Σωματεία / σύλλογοι που ασχολούνται με τον πολιτισμό. [λόγ. < ελνστ. πολιτισμός `διοίκηση των δημόσιων υποθέσεων΄ (< αρχ. πολίτης) σημδ. γαλλ. civilisation] (2)
Συνεπώς το ότι επιμένουν οι νεοπαγανιστές μέσα στον σκοτεινά περιοδικά τους, πως το Βυζάντιο «δεν είχε πολιτισμό» ή «ήταν απολιτισμικό», δεν έχει καμία σοβαρή σημασία για την επιστημονική αλήθεια και όλα όσα αναφέρουν δεν είναι τίποτα άλλα παρά τα μοιρολατρικά φανατικά τους παραμύθια. Άλλωστε στην προκειμένη περίπτωση ο ίδιος ο αντίμαχος του Βυζαντίου παραδέχεται («η νεώτερη στις ημέρες μας ανάδειξη του βυζαντινού πολιτισμού») όσα δεν θέλει να παραδεχτεί («Το πολυεθνικό και απολιτισμικό»):
Περισσότερα όμως για την απάτη περί της σύνδεσης της «παγκοσμιοποίησης» με τον Βυζαντινό πολιτισμό, εις την σελίδα περί των «αρχαίων θεών σήμερα».
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού (Πηγή:http://www.mbp.gr/html/gr/index.htm)
Σημειώσεις
1. Πολιτικοί Θεσμοί & Οργάνωση του Κράτους, Ομάδα εκπαιδευτών -Παιδαγωγών, Εκδόσεις Πελεκάνος, Αθήνα, σελ. 24
2. http://www.komvos.edu.gr/dictionaries/dictonline/DictOnLineTri.htm
Απαγόρευσις του θεάτρου... [με τον Χριστιανισμό] (Πηγή: Παναγιώτης Μαρίνης, Περιοδικό Τρίτο Μάτι, τεύχος 109, ένθετο «Θα αναγνωρισθεί επίσημα η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία;», σελ. 12)
Απαγορεύονται το θέατρο, οι συναυλίες, ο χορός, τα θεάματα
«Ὥστε τὰ τέκνα τῶν Ἱερέων θεώρια κοσμικὰ μὴ ἐκτελεῖν, μηδὲ θεωρεῖν. Τοῦτο δὲ καὶ πᾶσι τοῖς Χριστιανοῖς ἀεὶ κεκήρυκται, ὥστε, ὅπου βλασφημίαι εἰσί, μὴ προσιέναι» (Kανών ΙΖ΄ της εν Kαρθαγένης Τοπικής Συνόδου).
Ερμηνεία υπό Αγαπίου ιερομόναχου και Νικοδήμου μοναχού: «Προστάζει ο παρών Κανών, ότι οι υιοί των ιερέων να μην κάμνουσι τας θεωρίας και παίγνια, που γίνονται εις τα θέατρα με τα τρεξίματα των αλόγων και με τας μάχας των θηρίων και ζώων, έχοντες δηλαδή αυτοί την των αλόγων και των τοιούτων ζώων επιστασίαν, αλλά ούτε όλως να στέκωνται να τα θεωρούν, όταν οι άλλοι τα κάμνουν όχι μόνον δε οι Ιερωμένων υιοί αλλά και όλοι κοινώς οι Χριστιανοί παντοτεινά διδάσκονται να μη πλησιάζουν στα θέατρα, όπου πολλά άσεμνα πράγματα γίνονται, δια μέσου των οποίων βλασφημείται και υβρίζεται η πίστης των Χριστιανών από τους απίστους και ασεβείς».
Επίσης και ο Κανών ΝΑ΄ της ΣΤ΄ Οίκουμενικης Συνόδου: «Καθόλου ἀπαγορεύει ἡ ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ Σύνοδος τοὺς λεγόμενους μίμους καὶ τὰ τούτων θέατρα, εἶτὰ γε μὴν καὶ τὰ τῶν κυνηγίων θεώρια, καὶ τάς ἐπὶ σκηνῆς ὀρχήσεις ἐπιτελεῖσθαι. Εἰ δέ τις τοῦ παρόντος Κανόνος καταφρονήσοι καὶ πρός τι ἑαυτὸν τῶν ἀπηγορευμένων τούτων ἐκδῷ, εἰ μὲν Κληρικὸς εἴη, καθαιρείσθω, εἰ δὲ λαϊκός, ἀφοριζέσθω».
Ερμηνεία υπό Αγαπίου ιερομόναχου και Νικοδήμου μοναχού: «Με όλην την τελειότητα εμποδίζει ο παρών Κανών το να γίνονται οι λεγόμενοι μίμοι, οίτινες πότε μεν των Αράβων μιμούμενοι τα σχήματα, πότε δε των Αρμενίων, άλλο τε των δούλων, μερικάς φοράς δε και κτυπώντες ραπίσματα εις τα πρόσωπα, παρακινούσι με όλα ταύτα τους βλέποντας εις το να γελώσιν ακράτητα. Θεώρια δε των κυνηγίων είναι, όταν βλέπει τινάς τα θηρία, λέοντας θετέον ή αρκούδας ή άλλα, να μάχωνται ή αναμεταξύ των ή με ανθρώπους όπου είναι καταδικασμένοι εις θάνατον. Ασπλαχνία γαρ και ωμότης μεγάλη είναι το να βλέπει τινάς των τοιούτων τα αίματα εκχυνόμενα και να γελά. Εμποδίζει δε προς τούτοις και τους χορούς και άσεμνα λυγίσματα όπου κάμνουν είτε άνδρες είτε γυναίκες εις τας σκηνάς· σκηνή δε είναι η τέντα, μέσα εις την οποίαν έκαμναν κάθε υπόκρισιν και προσποίησιν, είτις ίσταται σκηνικήν επιδεικνύμενος τέχνην, κατά τον ιγ΄ τίτλ. Φωτίου, Κεφ. κα΄. Όθεν και σκηνικοί ονομάζονται αυτοί, όπου πότε μεν υποκρίνονται πως είναι αυθένται, πότε δε πως είναι δούλοι και άλλο τε πως είναι άλλοι. Όποιος δε καταφρονήση τον παρόντα Κανόνα και δώσει τον εαυτόν τον εις την θεωρίαν των τοιούτων, ει μέν Κληρικός είναι ας καθαιρήται, ει δε λαϊκός ας αφορίζεται». (Πηγή: Στέφανος Μυτιληναίος, Περιοδικό Δαυλός, τεύχος 240, σσ. 15439 - 15448, http://www.davlos.gr/dissue.php?issue=240)
Μυθοπλάστες: Παναγιώτης Μαρίνης & Στέφανος Μυτιληναίος
Απάντηση: Εδώ
Η οικουμενική σύνοδος του 381 αποφάσισε τον τερματισμό της λειτουργίας των φιλοσοφικών σχολών και της εθνικής λατρείας, αποφάσεις τις οποίες τήρησε απαρέγκλητα ο Θεοδόσιος. (Πηγή: Κρεββατάς Δημήτριος, Βυζάντιο & ο διωγμός του ελληνισμού, σε. 148)
Μυθοπλάστης: Κρεββατάς Δημήτριος
Απάντηση: Εδώ
Διαδίκτυο
1. http://www.byzantium1200.org
2. http://www.seetha.gr/seetha/item.asp?ReportID=127
3. http://www.myriobiblos.gr/afieromata/1204/
4. http://www.geocities.com/porta_aurea/proti_alosi.html
5. http://wwwtc.nhmccd.cc.tx.us/people/crf01/romaion/
6. http://www.romanity.org/htm/fox.e.01.ti_einai_an_einai_kati_enas_buzantinos.01.htm
7. http://www.mbp.gr/html/gr/index.htm
Περιοδικά
1. Ιχώρ, τεύχος 59
2. Τρίτο Μάτι, τεύχος 109
3. Δαυλός, τεύχος 240
Εφημερίδες
1. Το βήμα, 24-10-2004
2. Καθημερινή, ένθετο «Επτά Ημέρες», 1-11-98
Βιβλία
01. Παντίτ Νεχρού «Παγκόσμιος Ιστορία»
02. Αρχιεπισκόπου πρ. Θυατείρων και Μ. Βρεταννίας Μεθοδίου Γ. Φούγια, Μητροπολίτου Πισιδίας, «Έλληνες και Λατίνοι», Α.Δ.Ε.Ε., Αθήνα, σ. 278
03. Σερ Έντουιν Πήαρς, «Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204»
04. «Ρωμηοσύνη Ρωμανία Ρούμελη» του π. Ι. Ρωμανίδη, εκδ. Πουρνάρα, 2002
05. «Γέννημα και Θρέμμα Ρωμηοί» του Σεβ Ναυπάκτου Ιερ. Βλάχου, εκδ Πελαγία.
06. «Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204» του σερ Έντουιν Πήαρς
07. «Ιστορία των Σταυροφοριών» Σερ Στήβεν Ράνσιμαν.
08. Ancient Coin Collecting του Wayne G. Sayles, έκδοση Krause Publications, Ιούνιος 1996
09. Κρεββατάς Δημήτριος, Βυζάντιο και ο διωγμός του ελληνισμού