Σε αυτήν την ενότητα δεν θα γίνει τίποτα άλλο παρά να αναδημοσιευτεί ο πρόλογος του αρχαιολογικού περιοδικού Corpus, τεύχους Ιανουαρίου 2002. Σε αυτό αντικατοπτρίζεται μια σοβαρή αρχαιολογική τοποθέτηση περί Βυζαντίου και Κωνσταντινουπόλεως μακρά από «δεισιδαιμονικές» δήθεν αρχαιολογικές τοποθετήσεις έναντι της ιστορίας του Ελληνικού έθνους.
Από τη σύνταξη
Πτώση της Κωνσταντινούπολης σημειώνει όντως το τέλος μιας μακράς ιστορίας, Το τέλος ενός μεγάλου πολιτισμού»,γράφει ο μεγάλος βυζαντινoλόγος Steven Runciman εν στο κλασικό πια έργο του «Η τελευταία βυζαντινή αναγέννηση», και συνεχίζει «λίγα μπόρεσαν να αντέξουν εκεί, εκτός από τα καταρρέοντα κτήρια, διαλυόμενα ψηφιδωτά, απαλειφόμενες τοιχογραφίες και μνήμες μιας αντιλήψεως για τον κόσμο που δεν μπορούσε πια να διατηρηθεί.. .Κι όμως, στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων, μέσα στην Πολιτική παρακμή και τον επιτεινόμενο ζόφο, ο πνευματικός πυρσός έφεγγε με αίγλη». Η υπέροχη πρωτεύουσα, που έκτισε ο Μεγάλος Κωνσταντίνος στα παράλια του Βοσπόρου, στην ίδια θέση όπου αιώνες πριν ένας τολμηρός Μεγαρέας, ο Βύζαντας, είχε ιδρύσει την ομώνυμη αποικία, θα γίνει με τον καιρό ο «δεύτερος Παρθενώνας» του Ελληνισμού, η Πόλη των Ελλήνων. Για πάνω από χίλια χρόνια, η Κωνσταντινούπολη υπήρξε η πλουσιότερη πόλη της Χριστιανοσύνης, με τις βιομηχανίες της, τα εργαστήρια και τις πολυάσχολες αγορές της, με τα παλάτια, τα θεόρατα τείχη της, με τις περισσότερες από τετρακόσιες εκκλησίες της και, βέβαια, πάνω απ’ όλα, με το καμάρι της πόλης, την Αγία Σοφία. Μέσα στο σκοτάδι των βαρβαρικών μεταναστεύσεων του Μεσαίωνα, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν η επίγεια Άγια έκφραση της Ουράνιας Βασιλείας Του Θεού. Οι Βυζαντινοί, με οδηγό τη βαθιά θρησκευτικότητα και πίστη τους, ένιωθαν πως είχαν ένα ιστορικό καθήκον, ως αντίσταση απέναντι στη σαρωτική θύελλα της μεσαιωνικής παρακμής και ανασφάλειας: πίστευαν δηλαδή πως ήταν χρέος τους να συντηρήσουν όσο μπορούσαν τους μεγάλους κλασικούς πολιτισμούς του παρελθόντος, τον ελληνικό και τον ρωμαϊκό, δια ποτισμένους όμως από το χριστιανικό Πνεύμα. Ελλάδα - Ρώμη - Χριστιανισμός αποτέλεσαν τη Θεμέλια τριλογία, επάνω στην οποία αναπτύχθηκε και έλαμψε στους αιώνες ο βυζαντινός πολιτισμός.
Το Βυζάντιο άσκησε στους Έλληνες του παρελθόντος, ιδίως σ΄ εκείνους που έζησαν στα δύσκολα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης, μια γοητεία και υπήρξε μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης και ελπίδας. Το χρυσό βάθος των βυζαντινών ψηφιδωτών, με τα αγιοκέρια να φωτίζουν τρεμοσβήνοντας τις μορφές των Αγίων, ο Παντοκράτορας στον τρούλο, το σταθερό του βλέμμα, η θαλπωρή της βρεφοκρατούσας Θεοτόκου την αψίδα του Ιερού και οι θρύλοι του Μαρμαρωμένου ηρωικού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ιλ’ Παλαιολόγου, και άλλες πολλές μυσταγωγικές δυνάμεις του λαού, βοήθησαν τους Έλληνες - σε εποχές που ούτε καν «Έλληνες» ονομάζονταν - να κρατήσουν την ουσία της ετερότητάς τους και να διαμορφώσουν την εθνική τους αυτοσυνειδησία. Το Βυζάντιο μπορεί να χάθηκε ως πολιτική ύπαρξη με την άλωση της πρωτεύουσάς του το 453, αλλά ο βυζαντινός πολιτισμός συνέχισε να υπάρχει στους επόμενους αιώνες και συνεχίζει να υπάρχει μέσα από εμάς, τους νεώτερους Έλληνες, που αποτελούμε γνήσιους κληρονόμους του. Ίσως ακριβώς το γεγονός ότι αισθανόμαστε το Βυζάντιο τόσο οικείο, τόσο γνώριμο και τόσο «ζωντανό», να είναι εν τέλει η αιτία που συχνά εκδηλώνουμε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για αρχαιότερες περιόδους της Ιστορίας μας, περιφρονώντας άδικα τα επιτεύγματα των βυζαντινών Ελλήνων. Σε όσους στρέφουν με περισσό ενδιαφέρον την προσοχή τους στην κλασική ή την προϊστορική Ελλάδα, απορρίπτοντας τη βυζαντινή ως μια περίοδο παρακμής, Θα πρέπει να θυμίσουμε τα λόγια του Runciman :«Αν είναι αναγκαία μια απόδειξη για τη συνέχεια της ελληνικής ιστορίας, αυτή παρέχεται από την κατά καιρούς αναβίωση του ενδιαφέροντος για τους κλασικούς συγγραφείς, που επαναλαμβάνεται σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής ιστορίας».
Πηγή: Δημήτριος Ν. Γαρουφαλής, , Αρχαιολόγος, Διευθυντής Σύνταξης Αρχαιολογικού Περιοδικού Corpus, Ιανουάριος 2002