Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός είναι ένα πολυσύνθετο φαινόμενο πέρα του καθαρού ιδεολογήματος. Ένα φαινόμενο που οδήγησε τους Ρωμιούς Έλληνες εις την πολιτική , παιδαγωγική, εθνική και γενικά, πολιτισμική τους ανασύνθεση κι αναμόρφωση, που προέκυψε ιδίως λόγω της παρακμής και της τελικής απουσίας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ως πολιτικού και παιδαγωγικού υπόβαθρου. Ένεκα ακριβώς αυτή της πορείας, ιδίως προς τον εθνικισμό, ο νεοελληνικός διαφωτισμός γίνεται και τον 21ο αιώνα εργαλείο για τη ρίψη νεοπαγανιστικών βολών κατά της Ορθοδοξίας, ταυτιζόμενος παραδόξως νοηματικά με την επιστήμη και τη απόλυτη γνώση. ¶λλωστε, η αναγέννηση του παγανισμού εις την Ελλάδα κατά τους σύγχρονους καιρούς, δεν είναι τίποτα άλλο, παρά οι μετασεισμικές δονήσεις της εισόδου μέρους του διαφωτισμού με την μορφή της φυσικής θρησκείας, όπως εκφράστηκε από ορισμένους Δυτικούς κι ελάχιστους Ανατολικούς φιλόσοφους εκείνης της εποχής (1774 - 1821), αλλά ιδίως το αποτέλεσμα εκείνης της άκριτης προγονολατρείας που ταλαιπώρησε και τους ίδιους τους Διαφωτιστές και την οποία στηλιτεύει κι αυτός ο «δικός τους» Ιώσηπος Μοισιόδακας.
Οι «συντηρητικές» επίσημες ενέργειες της εκκλησίας, ακόμη και με την μορφή ελαχίστων αφορισμών, έχουν να κάνουν με τον φόβο της εισόδου αιρετικών απόψεων στο δόγμα της κι όχι με όλες τις εκφάνσεις του Διαφωτισμού ή με την επιστήμη, η οποία τελευταία δεν έχει σχέση με τον διαφωτισμό όπως γενικώς προβάλλεται. Εξαιρέσεις επιθετικών ενεργειών ορθοδόξων κατά της επιστήμης υπήρξαν βεβαίως, όπως σε κάθε εποχή νέα επιστημονικά επιτεύγματα αναμοχλεύουν πάγιες διαφωνίες μεταξύ των μελετητών. Η «νέα επιστήμη» θα υπήρχε ως «νέες ανακαλύψεις» στο πεδίο της γνώσης ούτως ή άλλως, όπως πάντοτε, είτε ο διαφωτισμός γεννιόνταν είτε όχι. Όμως άλλο διαφωτισμός κι άλλο επιστήμη.
Ο διαφωτισμός δεν κινήθηκε ενάντια των Οθωμανών επειδή αυτοί ήταν κατακτητές της Ελλάδα· αυτός αντιθέτως, κινούνταν ούτως ή άλλως κατά της Δεσποτείας - Βασιλείας, ως ένα «κατεξοχὴν πολιτικὸν φαινόμενον» («Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 9) όπως φάνηκε κι από τη Γαλλική επανάσταση πρακτικώς. Ούτως, ο διαφωτισμός θα εμάχετο οιαδήποτε δεσποτεία στον ελληνικό χώρο, ακόμη κι αν αυτή αντιπροσωπεύονταν από ένα Βυζαντινό αυτοκράτορα και δεν θα μάχονταν ποτέ μια Οθωμανικήν Δημοκρατίαν ποτισμένη από το διαφωτισμό. Βέβαια, αν κάποιος εμφύλιος είχε συμβεί στην Ελλάδα ένεκα της έτι υπάρξεως του Βυζαντίου, τα αποτελέσματα του διαφωτισμού εις την Ελλάδα θα ήταν εντελώς διαφορετικά και δε θα περιελούζετο με τόσα όμορφα φώτα δημοσιότητος ως έχει τη σήμερον αφού ίσως ν’ είχε προκαλέσει εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των ρωμιών, ως εκείνος του 46-49. Δυστυχώς ο Διαφωτισμός, όπως όλα τα πολιτικά φαινόμενα συνοδεύθηκε από δογματικές ακρότητες κατά της Χριστιανικής Πίστεως, τις οποίες οι Έλληνες διαφωτιστές κουβάλησαν, άλλοτε με τη θέλησή τους, άλλοτε άθελά τους εις την Ανατολή, μη αναλογιζόμενοι τις άμεσες, πόσο μάλλον μακροπρόθεσμες, συνέπειες μια τέτοιας πολεμικής. Η θέση του Leibniz είναι χαρακτηριστική της αγνοίας ορισμένων περί των θεολογικών πραγμάτων: «είχε τονίσει ότι ο Διαφωτισμός ήταν θέλημα Θεού και μέσο για την τελείωση του ανθρωπίνου γένους και την προαγωγή του γενικού καλού [*]» (ο.π, σελ. 60)
Ο διαφωτισμός με εκείνες τις αιρετικές απόψεις και την κοσμικότητα πλάνεψε πολλούς, οι οποίοι εξέπεσαν, άλλοι σε προτεσταντικές, άλλοι σε φυσιολατρικές απόψεις. Οι μοναχοί έγιναν στόχος πολλές φορές διότι παρέμεναν ακλόνητοι στα δόγματα, μιας και τα βίωναν στην σχέση τους με τον Θεό δια μέσω της εμπειρίας. Η καθαρή λόγια ενασχόληση με τον Θεό, ο σχολαστικισμός της Δύσης, έφερε θεολογικές αστοχίες, τις οποίες οι πλανεμένοι φυσικά δεν εννόησαν, αφού δεν είχαν βίωμα Θεού. Προσπάθησαν να γίνουν κάποιες φορές «καπετάνιοι πλοίων» μέσα από «εγχειρίδια ναυσιπλοΐας» χωρίς να έχουν σχέση με την «θάλασσα». Η σελίδα αυτή, θα εντοπίσει τον κίνδυνο του διαφωτισμού ως ιδεολογήματος που δημιούργησε αιρετικές απόψεις ασύμβατες με την Ορθοδοξία ή εξαιρετική κοσμικότητα, κι όχι τις επιστημονικές απόψεις που συνόδευσαν την εισροή του διαφωτισμού στην Ελλάδα.
* «Memoir for Enlightened Persons of Good Intention», The Political Writings of Leibniz, επιμ. Patrick Riley, Cambridge 1972, σσ. 103-110
ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΟΧΙ ΕΘΝΙΚΗ
Είναι πολλοί οι εχθροί της Εκκλησίας οι οποίοι αποφεύγουν να ξεκαθαρίσουν ορισμένα σημαντικά πράγματα εις το μυαλό του αναγνώστη τους. Από αυτά, το κυριότερο ίσως είναι ότι ο Διαφωτισμός δεν στόχευε εις τις εθνικές επαναστάσεις των λαών προς δημιουργία αντίστοιχων εθνικών κρατών. Στόχευε εις την εγκαθίδρυση πολιτευμάτων «Δημοκρατίας». Προς τούτο εις την Γαλλία συνετέλεσε εις την επανάσταση του ίδιου του Γαλλικού λαού εναντίον του βασιλέα του, της αριστοκρατίας του και των κληρικών του οι οποίοι τον καταπίεζαν οικονομικά: 1. «Η αποκήρυξη του δεσποτισμού σε όλες του τις μεταμφιέσεις, συμπεριλαμβανομένης και της "φωτισμένης" εκδοχής του, η οποία είχε κυριαρχήσει στην ελληνική πολιτική σκέψη στο άμεσο παρελθόν, ήταν μια ακόμη ένδειξη της ιδεολογικής απελευθέρωσης την οποία βίωνε η ελληνική συνείδηση. Με το αβασίλευτο δημοκρατικό πολιτειακό σχήμα ο Διαφωτισμός πρότεινε μια εναλλακτική πολιτική επιλογή, την οποία αντιπαρέθετε στις διαψευσμένες υποσχέσεις της απολυταρχίας.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 350) 2. «Η ρητή κατάφαση της ηθικής προτεραιότητας του λαού και η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των υπηκόων προβάλλονταν για να τονιστεί ότι μοναδικός στόχος και δικαίωση του κυβερνήτη ήταν η παροχή υπηρεσιών προς το λαό του. Αν, υποκύπτοντας στους πειρασμούς του βασιλικού αξιώματος, ένας μονάρχη έκανε κατάχρηση της δύναμή του και καταπίεζε τον λαό του, θα προκαλούσε με βεβαιότητα την επανάσταση. [Σύμφωνα με τον Fénelon που πρόβαλλε μερικές από τις βασικές ιδέες της διαφωτισμένης πολιτικής σκέψης]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 95) Όταν η ιδεολογία του Διαφωτισμού μεταλαμπαδεύτηκε προς την Ελλάδα, το μήνυμα της Δημοκρατίας επέπεσε επί του εκείνην την περίοδο ευρισκομένου ως Μονάρχη των Ελλήνων, δηλαδή του Τούρκου Σουλτάνου· επέπεσε εναντίον του, όχι επειδή απλά ήτο Τούρκος, όπως σήμερα αντιλαμβάνεται ο μέσος Έλληνες μετά από δεκαετίες εθνικιστικής πλύσης εγκεφάλου, αλλά επειδή ήτο Μονάρχης. Κανείς δε μπορεί να παραβλέπει την τελική δογματική αντιπάθεια των διαφωτιστών για τις μοναρχίες και τους μονάρχες· και μάλιστα ακόμη κι εκείνη την αντιπάθεια ενάντια σε Μονάρχες που ο σημερινός ελληνικός εθνικισμός, οπωσδήποτε θαυμάζει, τους Μακεδόνες Φίλιππο και Μέγα Αλέξανδρο. Ο Ρήγας Φερραίος (1759-1798) «κατόρθωσε να κατηχήσει όχι μόνο πολλούς προκρίτους και αρματολούς, αλλά όπως λένε, κατόρθωσε να προσελκύσει ακόμη κι αυτόν τον περίφημο Πασβάνογλου του Βιδινίου. [...] Ο Ρήγας σύνθεσε το "Θούριό" του ως Μασσαλιώτιδα της ελληνικής επαναστάσεως. Την επανάσταση τη φανταζόταν ως ένα γενικό ξεσήκωμα των λαών της Τουρκίας εναντίον του απολυταρχικού Σουλτάνου. Βούλγαροι κι Αρβανίτες και Σέρβοι και Ρωμιοί νησιώτες κι Ηπειρώτες με μια κοινή ορμή, για την ελευθερία να ζώσουμε σπαθί. [...] νʼ ανάψουμε μία φλόγα εις όλην την Τουρκιά, να τρέξει από τη Μπόσνα έως την Αραπιά», (Πηγή: Ιστορία Ελληνική και Ευρωπαϊκή των Νέων Χρόνων, Χ. Θεοδωρίδου - Α. Λαζάρου, ΟΕΔΒ, Έκδοση Η΄, 1978, σελ. 190) [ συνέχεια...] «Η εμπειρία του μεγαλείου και της παρακμής είχε σημαδέψει την κοινωνική ιστορία και των δύο άλλων κοινωνιών της Μεσογείου στις οποίες αναφέρονται οι Φιλιππίδης και Κωνσταντάς: της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Και εδώ η τυραννική διακυβέρνηση, και, πάνω από όλα, ο διεφθαρμένος κλήρος και η Ιερά Εξέταση, έφεραν την ευθύνη για τη δυσπραγία των δύο εθνών», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 145) Το ίδιο μοντέλο «δυσπραγίας» σαν μήτρα καλουπιού «ερμήνευσε» όλες τις αποτυχίες των κοινωνιών της Ευρώπης στα μάτια των διαφωτιστών, ακόμη κι όταν η μεταφορά του στην Ελληνική χερσόνησο προσέκρουε σε μια κατοχή 400 ετών του ελληνικού έθνους υπό ξένου. Για όλα έφταιγαν «οι κληρικοί και οι μοναχοί», ακόμη και για τη στρατιωτική δύναμη των Οθωμανών: «Δύο αἴτια εἶναι, ὦ Ἕλληνές μου ἀκριβοί, ὁποὺ μέχρι τῆς σήμερον μᾶς φυλάττουσι δεδεμένους εἰς τὰς ἁλύσους τῆς τυραννίας, εἶναι δὲ τὸ ἀμαθὲς ἱερατεῖον καὶ ἡ ἀπουσία τῶν ἀρίστων συμπολιτῶν.», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 98) Είναι απίστευτο ότι αυτές οι μωρολογίες τριγυρίζουν σε μυαλά «διανοουμένων», ενώ είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορούσαν ποτέ έστω και να συγκινήσουν τα μυαλά στρατιωτικών καριέρας. Άλλοι διαφωτιστές, ακόμη κι ιερείς, στερέωσαν βάση του αντιμοναχισμού τους πάνω σε δυτικές θεωρίες: «Μολονότι οι ίδιοι οι συγγραφείς ανήκαν στις τάξεις του κλήρου, αυτό δεν τους εμπόδισε να επισημάνουν ότι το κακό αυτό δεν ήταν άλλο από την κοινωνική θέση του κλήρου, και ιδιαίτερα του μοναχισμού. Εκκλησίες και μοναστήρια ήταν πανταχού παρόντα στις ελληνικές περιοχές και τα πιο σημαντικά απ’ αυτά μνημονεύονται από τους συγγραφείς, στις κατά τόπους επισκοπήσεις τους. Στη θέα, ωστόσο, της μοναστικής πολιτείας του Άθω, η δυσφορία τους έφτασε στο σημείο της έκρηξης. [Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, γεωγραφία Νεωτερική, Βιέννη 1791, σσ. 255-260] Ο Κωνσταντάς και ο Φιλιππίδης θα θεωρούσαν άξια απορίας οιαδήποτε διαφορετική αντίδραση ενός φωτισμένου (;) ατόμου, που θα αντίκριζε τα απέραντα εδάφη που εξέτρεφαν την απραξία των μοναχών του Άθω. Η οργή τους συνδυαζόταν με τη γνώση της κοινωνικής ιστορίας του μοναχισμού στη βυζαντινή αυτοκρατορία. Πράγματι, η εξάπλωση του μοναχισμού, που κορυφώθηκε με την ίδρυση των μοναστηριών στην Αθωνική χερσόνησο, ήταν κατά την κρίση τους υπεύθυνη για την καταστροφή της αυτοκρατορίας και την παρακμή του ελληνικού πολιτισμού. [...] Ακολουθώντας την ερμηνεία του Montesquie για την παρακμή της χριστιανικής αυτοκρατορίας [Πρβλ. Montesquie, Considérations sur les causes de la grandeur et de la décadence des Romains, κεφάλαια XXI-XXIII], οι συγγραφείς της Νεωτερικής Γεωγραφίας κατόρθωσαν να συνδέσουν το σύνδρομο της δεισιδαιμονίας και της μοναστικής απραξίας με το κύκλο της διαφθοράς που θεωρούσαν υπεύθυνο για την δυσπραγία της κοινωνίας τους.» , (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 155-156)
«Πολεμήσατε, φίλοι καὶ ἀδελφοὶ, τοὺς ἀπανθρώπους καῖ σκληροὺς Τούρκους· ὄχι ὅμως ὡς Τούρκοι, ὄχι ὡς φονεῖς, ἀλλʼ ὡς γενναῖοι τῆς ἐλευθερίας στρατιῶται, ὡς ὑπερασπισταὶ τῆς ἱερᾶς ἡμῶν θρησκείας καὶ τῆς πατρίδος. Χύσατε χωρὶς ἔλεον τὸ αἶμα τῶν ἐχθρῶν, ὅσους εὕρετε ἐξωπλισμένους κατὰ τῆς ἐλευθερίας, καὶ ἑτοίμους νὰ σᾶς στηρήσωσι τὴν ζωήν. Ἄς ἀποθάνῃ ὅστις τυραννικῶς σφίγγει τῶν Γραικῶν τὰς ἀλύσεις, καὶ τοὺς ἐμποδίζει νὰ ῥήξωσι τὰ δεσμά των. Ἀλλᾶ σπλαχνίσθητε τὸν ἥσυχον Τοῦρκον, ὅστις ζητεῖ τὴν σωτηρίαν του μὲ τὴν φυγὴν, ἤ εὐαρεστεῖται νὰ μείνῃ εὶς τὴν Ἑλλάδα, ὑποτασόμενος εὶς νόμους δικαίους, καὶ γευόμενος καὶ αὐτὸς τοὺς καρποὺς τῆς ἐλευθερίας (1), καθὼς οἱ Γραικοὶ, καθώς καὶ αὐτοὶ τῆς Αἰγύπτου οἱ Τοῦρκοι. Ἀς δείξωμεν εἰς τὸ ἄγριον τῶν Μουσουλμάνων γένος, ὅτι μόνη τῆς ἐλευθερίας ἡ ἐπιθυμία, καὶ ὄχι ἡ δίψα τοῦ φόνου καὶ τῆς ἀρπαγῆς μᾶς ἐξώπλισε τὰς χεῖρας. Ἀς μάθωσιν οἱ ἀπάνθρωποι Τοῦρκοι ἀπὸ τὴν ἡμετέραν φιλανθρωπίαν, ὅτι διὰ νὰ παύσωμεν τὰς καθημερινὰς ἀδικίας, τὴν καθημερινὴν ἐκχυσιν τοῦ Ἑλληνικοῦ αἵματος, ἀναγκαζόμεθα πρὸς καιρὸν νὰ χύσωμεν ὀλίγον τουρκικὸν αἷμα.
Αριστερά: [Ο έλληνας διαφωτιστής] Αδαμάντιος Κοραής (1748 - 1833). (Πηγή: Πολίτης και Μοναχός, Βασίλης Μπακούρος, Περιοδικό Τρίτο Μάτι, τεύχος 139, σελ. 64)
Ναὶ, φίλοι καὶ συμπατριῶται, ὀλίγον αἷμα τουρκικὸν θέλει ῥεύσει, διότι ὀλίγοι Τοῦρκοι θέλουσι τολμήσει νὰ ἀντισταθοῦν εὶς τῶν Γραικῶν τὴν εὐψυχίαν. Αὐτοὶ, ὄχι μόνο ἔχασαν τὴν παλαιὰν αὐτῶν ἀνδρείαν, ἀλλʼ ἔχουσιν ἀκόμη νεαρὰ πρὸ ὀφθλαμῶν τὰ παραδείγματα τοσούτων Ἡγεμονιῶν τῆς Εὐρώπης (2), τὰς ὀποίας ἡ εὐμετάβολος τύχη ἤ παντελῶς ἀνέτρεψεν, ἤ σφοδρῶς ἐκλόνησεν. Αὐτὸς ὁ κοινὸς τῶν Τούρκων λαὸς, βεβαρυμένοι ἀπὸ τὸν ἀνυπόφορον τῆς δουλείας ζυγὸν (3), όλίγον θέλουσι φροντίσει διὰ τὸν κρημνισμὸν τοῦ τυράννου. Τέλος πάντων καὶ αὐτοὶ τῆς ἀνατολικῆς καὶ δυτικὴς Τουρκίας οἱ σατράπαι, οἱ ὁποίοι καὶ τώρα ἄρχησαν νὰ καταφρονώσι τᾶς προσταγὰς τοῦ Σουλτάνου, θέλουν ἐπιταχύνει τὴν πτῶσίν του». (4), (Πηγή: Σάλπισμα Πολεμιστήριον, Εν Αλεξανδρεία, Αδαμάντιος Κοραής υπό το ψευδώνυμο «Ατρομήτου του Μαραθωνίου» σσ. 21-22)
Σημειώσεις 1. Εδώ ως ελευθερία δεν νοείται η ελευθερία από τον όποιον Οθωμανό ή Τούρκον αλλά από τον Μονάρχη Σουλτάνο. 2. Νύξη κατά των ηγεμόνων παρά κατά ενός αλλοδαπού βασιλέα ως ήταν ο Σουλτάνος. 3. Η δουλεία σχετίζεται σαφώς με την ύπαρξη πολιτικού «τύραννου» στην Ελλάδα, ανάλογου με αυτούς της αρχαιότητας, δηλαδή ενός μη εκλεγμένου κυβερνήτη, παρά με την ύπαρξη ενός αλλοδαπού που κρατεί την Ελλάδα υπό ξένη κατοχή, καθόσον κι ο αυτός ο Τουρκικός λαός θεωρείται δούλος παρομοίως προς τους Έλληνες υπόδουλους της στρατιωτικής κατοχής του Οθωμανικού κράτους. 4. Στα κείμενα των ελλήνων της δύσης αντικρίζει κανείς πάντοτε μια απέχθεια πολιτική για τους μονάρχες, είτε αυτοί είναι οι Φίλιππος, Αλέξανδρος κι οι διάδοχοί τους ή οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες. Η ίδια απέχθεια συνεχίσθηκε αργότερα κι έναντι του 1ου κυβερνήτη της Ελλάδας Καποδίστρια: «Ἡ ἐλευθερία, τέκνα μου, δὲν ἀγαπᾷ νὰ κατοικῇ εἰς τόπους, ὅπου δὲν βασιλεύει ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ χρηστοήθεια. Ὅθεν οἱ θαυμαστοὶ ἐκεῖνοι καὶ περίφημοι Ἕλληνες ὑπετάχθησαν πρῶτον εἰς τοῦς διαδόχους τοῦ Ἀλεξάνδρου.», (Πηγή: Σάλπισμα Πολεμιστήριον, Εν Αλεξανδρεία, Αδαμάντιος Κοραής υπό το ψευδώνυμο «Ατρομήτου του Μαραθωνίου» σελ. 7)
|
Πρώτα ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ & μετά ΕΛΛΗΝΑΣ ο Ρήγας Φεραίος
«Ομολογούσε [ο Ρήγας] ότι αισθανόταν βαθύ μίσος για τη βάρβαρη τουρκική φυλή και δήλωνε ότι, μετά τη σωτηρία της ψυχής του, η βαθύτερη επιθυμία του ήταν να δει τους Τούρκους να διώχνονται από την Ελλάδα», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 314) Άλλο δεν σημειώνει η παραπάνω μαρτυρία πως, ο επηρεασμένος από το Διαφωτισμό Ρήγας Φεραίος πρώτα ήταν Χριστιανός και μετά Έλληνας· 1η προτεραιότητα του ήταν το σώσιμο της ψυχής του και 2η η σωτηρία της πατρίδος του· σκεπτικό απόλυτα σύμφωνο με τον «ἀγώνα ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος» των αγωνιστών του 1821, που κι ο ίδιος ο «Ἀνώνυμος Ἕλλην» αναφέρει με την σωστή προτεραιότητα: «Μάχου ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος», σελ. 119 Ας το έχουν λοιπόν καλά βαλμένο στο μυαλό τους αυτό και νεοπαγανιστές και νεοδιαφωτιστές, όταν προσπαθούν δια μέσω του διαφωτισμού και των ελλήνων εκπροσώπων του να συμπαρασύρουν πολίτες εις την αθεΐα κι όταν προσπαθούν τάχα κάτι να πουν ενάντια στον Γεννάδιο Σχολάριο: «Η εθνική μυθολογία, που ακολούθησε, μεγαλοποίησε το πρόγραμμά του [Ρήγα Φεραίου], ενώ οι προθέσεις του παραποιήθηκαν, για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις μεταγενέστερων ιδεολογικών αντιπαραθέσεων, αφού ο Ρήγας, ως πνευματικός πρόγονος, διεκδικήθηκε τόσο από την εθνικιστική δεξιά όσο και από την επαναστατική αριστερά.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 311, πρβλ. σσ. 571-572) «Ἐσεῖς δέ, ὦ μιμηταὶ τοῦ μεγάλου Ρήγα, ἀκούσατε...», λέγει ο «Ἀνώνυμος Ἕλλην», αλλά οι νεοπαγανιστές λατρεύουν τα είδωλα κι οι νεοδιαφωτιστές τη νοημοσύνη τους, δίχως να λαμβάνουν υπόψη τους πλήρως τα λόγια του, σύμφωνα με τον Κιτρομηλίδη (Πηγή: ό.π., σελ. 345), «ὀξυδερκοῦς συγγραφέως». Αν οι πνευματικοί του ακόλουθοι δεν τον λαμβάνουν πλήρως στα υπόψη, τότε ας μην περιμένουν να τον λάβουν οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι.
Δεξιά: O Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής παραχωρεί τα προνόμια του Πατριαρχείου στον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο (Πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/Γεννάδιος_Σχολάριος)
Ο Ρήγας όταν αντιλήφθηκε ότι ο Βολταίρος είχε κάνει λάθος για τα παλιρροϊκά κύματα στη Μεσόγειο πρόσθεσε: «καὶ ἀπόρησα πῶς ἔκαμε τοιτοῦτον λάθος ἕνα τόσον μεγάλο πνεῦμα; [Ρήγας Βελεστινλής, Φυσικής απάνθισμα, σελ. 64 ]», (Πηγή: ό.π., σελ. 293) Ο θαυμασμός των ικανοτήτων, των κατά μονάς Δυτικών φιλοσόφων για τα φυσικά πράγματα, από τους νεοέλληνες διαφωτιστές, είχε φθάσει κοντά εις το σεβασμό των Δυτικών για το πρόσωπο του Πάπα περί αοράτων πραγμάτων· δηλαδή πλησίαζε εις το «ἀλάθητον»· ήταν δε ίσος με το σεβασμό των Ανατολικών για τα δόγματα των Πατέρων της Εκκλησίας περί αοράτων, ενώ τους είχε κατά πολύ ξεπεράσει για εκείνα περί ορατών. Πάρα ταύτα 2 διαφωτιστές που είχαν εκπέσει της Ορθόδοξης πίστεως, χωρίς να αναλογίζονται μετά ταπεινώσεως τη δική τους θέση, κατηγορούσαν τους Επισκόπους περί «πάσης ξηροκαμπίας» [Περί Θεοκρατίας, Χριστόδουλος Παμπλέκης, σελ. 162 & «Ἀνώνυμος τοῦ 1789»]», (Πηγή: ό.π., σελ. 371)
|
Ένα δεδομένο που διαιωνίζεται από τους νεοπαγανιστές, είναι πως ο κλήρος δεν υποβόηθησε ποτέ την παιδεία των Ελλήνων εφόσον αμόρφωτος. Βασικά μια τέτοια τοποθέτηση είτε οφείλεται στην έλλειψη της παιδείας τους είτε είναι ένα ασύστολο εν επίγνωση ψέμα τους, με στόχο την καλλιέργεια του μίσους προς τον κλήρο, ως και ο κλήρος να μην ανάγει τα εαυτού μέλη μέσα από τους κύκλους των Ελλήνων κοσμικών και να αποτελεί μια ξεχωριστή ομάδα με ιδιαίτερα συμφέροντα.
Η ΠΑΙΔΕΙΑ
Πολύ σύντομα μετά την ¶λωση ωρίμασε στους Έλληνες η σκέψη ότι η Παιδεία, πού συνιστούσε ενημέρωση, ψυχική και πνευματική άνοδο, αποτελούσε αναγκαστικό μονοπάτι στην πορεία για την αποτίναξη του ξένου ζυγού. ¶νθρωποι οι όποιοι είχαν ασχολίες, επαγγελματικές ή μη εκπαιδευτικές και γενικότερα πνευματικές, προβληματίσθηκαν, συζήτησαν για το θέμα και δραστηριοποιήθηκαν προς την κατεύθυνση αυτή θέτοντας σε εφαρμογή μακρόπνοα πολλές φορές προγράμματα για τον παραπάνω σκοπό. Τις δραστηριότητες τους και γενικά τις μορφές με τις όποιες η παιδεία προσφέρθηκε στους Έλληνες στα χρόνια αυτά, μπορούμε να τις διακρίνουμε σε δυο κατηγορίες: εκείνες πού ήταν εκπαιδευτικές και όσες σχετίζονταν με την τυπογραφία.
Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
α. Ο Ελληνικός Χώρος
Στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα μια από τις πρώτες και μέσες συνέπειες της ¶λωσης ήταν η απώλεια της παιδείας, καθώς οι φορείς της, βυζαντινοί λόγιοι και δάσκαλοι, αποδήμησαν σε ξένους τόπους. Από την πλευρά του κράτους δεν υπήρξε καμιά ενέργεια για την πλήρωση του τεράστιου κενού, γιατί οι Οθωμανοί δεν είχαν κανένα απολύτως ενδιαφέρον για τις ανθρωπιστικές σπουδές. Σε πολλούς όμως υπόδουλους δεν έπαψε να υπάρχει ή δίψα για τη μάθηση, πού παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες, κατάφερνε να βρει διεξόδους. Αυτό φαίνεται από τις λίγες και σκόρπιες μνείες πού μας διασώζονται, οι όποιες μαρτυρούν για μια χωρίς συνέχεια και οργάνωση εκπαιδευτική δραστηριότητα. Στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα το έκπαιδευτικό έργο ασκούσαν λιγοστοί περιοδεύοντες λόγιοι, οι όποιοι δίδασκαν ως οικοδιδάσκαλοι σε ένα μαθητή ή σε μικρές ομάδες. σε ορισμένες περιπτώσεις ο αριθμός των μαθητών ή η διάρκεια του εκπαιδευτικού έργου θα μας επέτρεπε να κάνουμε λόγο για ύπαρξη εκπαιδευτηρίων. Ύπαρξη τέτοιου είδους διδασκάλων, πού περιοδεύουν, μνημονεύεται στα μέσα του 15ου αι. Στην Ανδριανούπολη συχνότερα, στην Αλβανία επίσης, στην Πελοπόννησο, στην Κωνσταντινούπολη. Η λαμπρότερη μορφή που προβάλλει είναι εκείνη του Μανουήλ Κορίνθιου, οφικιάλιου και μεγάλου ρήτορα του οικουμενικού πατριαρχείου, ο όποιος δρα στο διάστημα 1482-1530 και είναι άμεσος επίγονος του Βυζαντίου, πνευματικός σύμβουλος του ηγεμόνα της Βλαχίας. Επίσης, περιορισμένης κλίμακας διδακτική δραστηριότητα σημειώνεται στα τέλη του 16ου αιώνα και στην Θεσσαλονίκη, την Πάτμο, στην ¶ρτα και τα Ιωάννινα. Λαμπρή εξαίρεση στο θέμα αυτό αποτελεί στον τουρκοκρατούμενο χώρο η πόλη της Αθήνας, όπου στα 1586 λειτουργούσαν πολλά διδασκαλεία, τα όποια προετοίμαζαν τους κατοπινούς Αθηναίους σπουδαστές των ιταλικών πανεπιστημίων. ¶μεσα σχετιζόμενο με την πραγματικότητα αυτή πρέπει να θεωρήσουμε το γεγονός ότι η Αθήνα διατηρούσε στενές εμπορικές σχέσεις με χώρες της Δύσης και κυρίως τη Βενετία. Σε ότι αφορά αντίθετα την Κωνσταντινούπολη δεν γνωρίζουμε τίποτα σχεδόν για τις τύχες της εκεί περίφημης πατριαρχικής σχολής, μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα. Πιθανόν να λειτούργησε υποτυπωδώς και κατά περιόδους ήδη από την εποχή του Γενναδίου κατά καιρούς μεγάλοι ρήτορες δίδασκαν ίσως σε λίγους μαθητές. Μία πρώτη περίοδος συνεχούς λειτουργίας της εγκαινιάσθηκε στα 1556, όταν πατριάρχης εξελέγη ο Ιωάσαφ Β΄. Ο τελευταίος έφερε μαζί του τον Ιωάννη Ζυγομαλά, διευθυντή σχολείου στην Ανδριανούπολη, για να θέσουν σε λειτουργία μια σχολή συνδεδεμένη με το πατριαρχείο. Στην νέα αυτή πατριαρχική σχολή δίδαξαν από τότε αξιόλογοι λόγιοι έως τα 1558. Τουρκική επίθεση τη χρονιά αυτή προκάλεσε το κλείσιμο του ιδρύματος, το όποιο δεν στάθηκε δυνατό να επαναλειτουργήσει παρά μόνο στα 1625 με δάσκαλο τον Θεόφιλο Κορυδαλλέα.
Στις λατινοκρατούμενες χώρες υπήρχαν σαφώς ευνοϊκότεροι όροι για την εκπαίδευση των υπηκόων. Συχνά το δημόσιο Ταμείο ή η Εκκλησία χρηματοδοτούσαν την πρόσληψη δασκάλου. Έτσι απαντούν εδώ τόσο οικοδιδάσκαλοι όσο και σχολεία κανονικά. Στα τέλη του 15ου αιώνα μνημονεύονται σχολεία στην Κορώνη, τη Μεθώνη, την Κέρκυρα, το Ναύπλιο, τη Σκύρο, τη Ζάκυνθο. Στην τελευταία στα 1556 μαρτυριέται ή ύπαρξη σχολείου με εκατοντάδες μαθητές. Φαίνεται πράγματι πώς το νησί αυτό διέθετε κάποια παράδοση πού πρόσφερε άξιους δασκάλους και λόγιους όπως ήταν ο Παχώμιος Ρουσάνος, ο Ερμόδωρος Λήσταρχος και άλλοι.
Εκπαιδευτική δραστηριότητα παρατηρήθηκε εξ άλλου στις αρχές του 16ου αιώνα στη Μονεμβασία, όπου δίδαξε και άφησε αξιόλογους μαθητές ο Αρσένιος Αποστόλης, και στο Ναύπλιο, όπου έδρασαν ο Ιωάννης Ζυγομαλάς και ο Νικόλαος Μαλαξός. Από τα μέσα του 16ου αιώνα μαρτυριέται ή ύπαρξη δύο σχολείων στη Μυτιλήνη και αξιόλογη εκπαιδευτική κίνηση στη Χίο, όπου το 1546 οι πρόκριτοι σκέπτονταν να ιδρύσουν Πανεπιστήμια, σχέδιο το όποιο απέτρεψε ή τουρκική κατάκτηση του 1566. Η αγάπη των Χιωτών για τα γράμματα ήταν τόση, ώστε το σχολείο πού ίδρυσαν αργότερα (στα 1590) εκεί οι Ιησουίτες βρήκε πολλή απήχηση. Και φυσικά τις καλύτερες εκπαιδευτικές συνθήκες συναντούμε στα δυο μεγαλύτερα βενετοκρατούμενα νησιά, την Κύπρο και την Κρήτη, όπου η ανάπτυξη των αστικών κέντρων σε συνδυασμό και με την προϋπάρχουσα παράδοση και την επίδραση των ξένων άποικων δημιουργούσε καλλιτεχνικές και πνευματικές ανάγκες. Στο νησί της Κύπρου υπήρχαν σπουδαστήρια στο μοναστήρι των Κρινέων της Αμμοχώστου. Στη Λευκωσία υπήρχε σχολείο της λατινικής αρχιεπισκοπής για τους Βενετούς αλλά και δάσκαλος για τα Ελληνόπουλα, πού χρηματοδοτείτο από τα εισοδήματα των ελληνικών μοναστηριών. Στα μικρότερα μέρη λειτούργησαν, τουλάχιστον μετά το 1570, ενοριακά σχολεία. Στην Κρήτη λειτουργούσαν κατά καιρούς ιδιωτικά σχολεία και στα τρία μεγάλα αστικά κέντρα Ρέθυμνο, Χανιά και Χάνδακα. Στον Χάνδακα αναφέρονται ξένοι οικοδιδάσκαλοι σε σπίτια ευγενών. Το πνευματικό κλίμα σ’ αυτήν και στις άλλες μεγάλες πόλεις της Κρήτης ήταν ιδιαίτερα έντονο και εκδηλωνόταν με τη συγκρότηση πνευματικών εταιριών και την εμφάνιση μιας λογοτεχνίας με ξεχωριστή ποιότητα και ομορφιά.
β. Έξω από τον Ελληνικό χώρο
Για τον Ελληνισμό όμως δυνατότητες για μόρφωση παρέχονταν όχι μόνο στον τόπο του αλλά και έξω απ’ αυτόν -κύρια στην Ιταλίακαι συχνά με την πρωτοβουλία μορφωμένων Ελλήνων της Διασποράς. Οι εκπαιδευτικές αυτές εστίες ήταν οι παρακάτω:
Ι. Στη Ρώμη στα 1514 ιδρύθηκε, ύστερα από ενέργειες του αξιόλογου ουμανιστή και διπλωμάτη Ιανού Λάσκαρη, Ελληνικό γυμνάσιο υπό την προστασία του πάπα Λέοντα Ι΄. Το σχολείο αυτό έπαψε να λειτουργεί μετά το θάνατο του πάπα Λέοντα Γ΄ το 1521. Απ’ όσο μπορούμε να ξέρουμε σκοπός του σχολείου ήταν η προσφορά υψηλού επιπέδου κλασσικών Σπουδών. Σ’ αυτό φοίτησαν Έλληνες, κυρίως Επτανήσιοι -οι πιο πολλοί Ζακύνθιοι καθώς και μερικοί Ιταλοί. Τα ελληνικά γράμματα δίδαξαν Έλληνες ουμανιστές και τα λατινικά Ιταλοί. Οι Έλληνες απόφοιτοι του γυμνασίου παρέμειναν οι περισσότεροι στη Δύση, οπού αρκετοί αφιέρωσαν μέρος της δραστηριότητας τους στην προώθηση των ελληνικών ζητημάτων. Υπήρξαν ωστόσο και εκείνοι πού πρόσφεραν τις διδακτικές τους υπηρεσίες στον Ελληνικό χώρο.
II. Στη Ρώμη και πάλι, το 1576 ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ ίδρυσε το Ελληνικό κολλέγιο του άγ. Αθανασίου. Η ίδρυση του κολλεγίου αυτού καθώς και άλλων παρόμοιων για άλλες εθνότητες εντασσόταν στο γενικότερο σχέδιο άμυνας της Καθολικής Εκκλησίας έναντι της Μεταρρύθμισης, πού βασιζόταν σ’ ένα πρόγραμμα πνευματικής αντεπίθεσης. Το πρόγραμμα αυτό αποσκοπούσε στη δημιουργία μορφωμένων προπαγανδιστών των ιδεών και συμφερόντων της. Από τη στιγμή πού έγιναν αντιληπτοί οι σκοποί του σχολείου αυτού οι Έλληνες γονείς αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό ή και άρνηση την αποστολή των παιδιών τους εκεί για να σπουδάσουν. Παρόλα ταύτα ικανός αριθμός Ελλήνων νέων εκμεταλλεύθηκε τη δυνατότητα πού προσφερόταν (στο διάστημα 1576-1700 επί συνόλου 690 οι 439 ήταν Έλληνες), και το σπουδαιότερο, υπήρξαν ανάμεσα τους και εκείνοι πού διατήρησαν το θρησκευτικό τους πιστεύω. Τα μαθήματα αφορούσαν τα κλασσικά γράμματα, την θεολογία και τη Φιλοσοφία. Οι Έλληνες απόφοιτοι είχαν συνήθως λαμπρή επαγγελματική εξέλιξη ως κληρικοί και πανεπιστημιακοί καθηγητές, ή εργάσθηκαν στην πατρίδα τους ως γιατροί και δικηγόροι. Στη διάρκεια του 16ου αιώνα τουλάχιστον τέσσερις δίδαξαν σε σχολεία του ελληνικού χώρου ενώ στον 17ο αιώνα ο αριθμός αντίστοιχα ανεβαίνει το λιγότερο στους δώδεκα. Ανάμεσα τους και ο Θεόφιλος Κορυδαλλέας, δάσκαλος της πατριαρχικής σχολής, όπως είπαμε, και πατέρας της Νεοελληνικής Φιλοσοφίας.
ΙΙΙ. Στον ίδιο κύκλο εκπαίδευσης (Μέση προς ανώτερη) μπορούμε να κατατάξουμε και την Φλαγγινιανή σχολή πού είχε ιδρύσει και συντηρούσε η ελληνική Κοινότητα της Βενετίας απ’ το χρηματικό κληροδότημα του Θωμά Φλαγγίνη. Αυτό το ορθόδοξο Ελληνικό σχολείο πρόσφερε ανεκτίμητη υπηρεσία στην Ελλάδα, αφού μόρφωσε πολλές γενιές Ελλήνων μαθητών, πού αργότερα έδρασαν στον ελληνικό και τον ευρύτερο Βαλκανικό χώρο.
ΙV. Και οι τρεις παραπάνω σχολές ήταν ταυτόχρονα και οικοτροφεία των μαθητών τους. ¶λλα δύο οικοτροφεία για Έλληνες λειτούργησαν στην πόλη της Πάδοβας, ιδρυμένα από δύο Έλληνες: του Παλαιόκαπα και το Κωττουνιανό. Στο τελευταίο φαίνεται ότι για ένα διάστημα παραδίδονταν και μαθήματα μέσου κύκλου.
V. Την Παιδεία του ανωτάτου επιπέδου οι Έλληνες μπορούσαν να την πάρουν μόνο σε πανεπιστήμια του Εξωτερικού. Πανεπιστήμια στα οποία σπούδαζαν Έλληνες ήταν της Φερράρας, της Μπολώνιας και περισσότερο το παπικό (Γρηγοριανό Κολλέγιο) της Ρώμης, χωρίς να λείπουν εντελώς και οι περιπτώσεις άλλων πανεπιστημίων άλλων χωρών, όπως της Γαλλίας και της Γερμανίας. Εκείνο όμως πού κράτησε την πρωτοκαθεδρία, την αποκλειστικότητα σχεδόν της εκπαίδευσης των Ελλήνων επί αιώνες, ήταν το πανεπιστήμιο της Πάδοβας, αφού ήταν το ανώτατο ίδρυμα πού διέθετε το βενετικό κράτος. Οι περιοχές πού έστελναν τους περισσότερους σπουδαστές ήταν αρχικά η Κύπρος, έπειτα η Κρήτη και τελευταία τα Επτάνησα. Οι Έλληνες σπουδαστές του, αν και όχι οι περισσότεροι αριθμητικά επί του συνόλου, έκαναν έντονη την παρουσία τους με την συγγραφική τους δραστηριότητα, τις ομιλίες, την διάκριση τους στα πανεπιστημιακά αξιώματα.
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε τα έξης σχετικά με τις εκπαιδευτικές δυνατότητες των Ελλήνων στην περίοδο αυτή: Οι συνθήκες ήταν γενικά ευνοϊκότερες στις βενετοκρατούμενες χώρες παρά στις Τουρκοκρατούμενες. Η εκπαίδευση παρεχόταν συνήθως ιδιωτικά από δασκάλους πού συχνά περιόδευαν, αλλά υπήρχαν και σχολεία, άλλου πιο μόνιμα και άλλου περιστασιακά. Η Κατώτερη Εκπαίδευση σταματούσε στο αντικείμενο της γραφής και της ανάγνωσης, που τις δίδασκαν κυρίως κληρικοί χρησιμοποιώντας ως εγχειρίδια λειτουργικά βιβλία, όπως ήταν το Ψαλτήρι, η Οκτώηχος κ.α. τα μαθήματα των ιδιωτικών διδασκάλων και των άλλων σχολείων αντιστοιχούσαν στο επίπεδο της Μέσης και σπανιότερα της ανώτερης Εκπαίδευσης, την ανώτατη εκπαίδευση οι Έλληνες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο στο Εξωτερικό και κυρίως στην Πάδοβα.
Από τα Ελληνικά σχολεία της Ιταλίας εκείνο του Λέοντα Γ είχε καθαρά εκπαιδευτικούς σκοπούς, ενώ του ¶γ. Αθανασίου σκόπευε πρώτιστα στην προώθηση της παπικής προπαγάνδας. Εξ άλλου, σε μια εποχή όπου η Μεταρρύθμιση είχε φέρει νέο πνεύμα και την εισαγωγή της διδασκαλίας καινούργιων μαθημάτων στα Πανεπιστήμια των άλλων χωρών, στην Πάδοβα και τη Βενετία, προπύργια της καθολικής προπαγάνδας, διατηρήθηκε ή μεσαιωνική παράδοση, κυρίως σε δ,τι άφορα την Φιλοσοφία και τα νομικά. Οι τόποι έτσι σπουδής των Ελλήνων φοιτητών συντέλεσαν καίρια στην διαμόρφωση της ιδεολογίας της μορφωμένης και άρχουσας τάξης των Ελλήνων.
Η ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑ
Την Τυπογραφική δραστηριότητα των Ελλήνων μπορούμε να την διακρίνουμε στο μέρος πού σχετιζόταν με φιλολογικές ουμανιστικές εκδόσεις και σ’ εκείνη πού αφορούσε έντυπα με μεγαλύτερη διάδοση και κατανάλωση. Η πρώτη μας άφησε μνημειώδη έργα όπως το «Μέγα Ετυμολογικό» και λαμπρές εκδόσεις κλασσικών κειμένων με υποδειγματικό σχολιασμό, πού ανταποκρίνονταν στις ασχολίες και τα ενδιαφέροντα της Ελίτ των Ελλήνων λογίων της εποχής· ή κίνηση αυτή συνέβαλε οπωσδήποτε στην καλλιέργεια γενικά της ουμανιστικής κίνησης καθώς και στην καλύτερη κατάρτιση των Ελλήνων που σπούδαζαν τα κλασσικά γράμματα. Η άλλη όμως τυπογραφική δραστηριότητα απευθυνόταν στο πολυπληθέστερο και ευρύτερο κοινωνικά ελληνικό κοινό, και για τον λόγο αυτόν μας ενδιαφέρει περισσότερο εδώ. μια ενδιάμεση κατηγορία θα μπορούσαμε να διακρίνουμε στις καθαρά σχολικές εκδόσεις, όπως ήταν οι γραμματικές και οι Εγκυκλοπαίδειες.
Την εποχή αυτή η Καθολική Εκκλησία στην πρόθεση της να προσεγγίσει και να προσεταιρισθεί τις λαϊκές μάζες ευνοούσε την μεταγλώττιση των Γραφών στην απλή λαϊκή γλώσσα. Η άποψη αυτή ενέπνευσε Έλληνες διανοούμενους πού συνδέθηκαν με τους παπικούς ουμανιστές και προβλημάτισε έναν ευρύ κύκλο Ελλήνων της Διασποράς γύρω από τις δυνατότητες πού περιέκλειε το γλωσσικό όργανο του ελληνικού λαού για μια μετάγγιση σ’ αυτόν της προγονικής σοφίας και την ανύψωση του πνευματικά, ώστε να καταστεί άξιος να πάρει στα χέρια του τις τύχες του. Έτσι άρχισε το πρώτο δημοτικιστικό κίνημα της Ιστορίας μας με πρωτεργάτη τον Νικόλαο Σοφιανό, συντάκτη της πρώτης Γραμματικής της Ελληνικής Γλώσσας. Το κίνημα αυτό, πού είχε φυσικά και τους αντιπάλους του, εκδηλώθηκε με μεταφράσεις αρχαίων κλασσικών κειμένων και της Αγίας Γραφής, και με την συγγραφή παραινετικών κειμένων και διαλόγων. Μέσο για τη διάδοση του υπήρχε τώρα, η Τυπογραφία. Η πρώτη δοκιμή του ελληνικού αναγνωστικού κοινού αποκάλυψε μια τέτοια δεκτικότητα πού αποδείκνυε πώς το βιβλίο ήταν ένα πολύ προσοδοφόρο εμπόρευμα. Έκτοτε δεν έλλειπαν ούτε οι μεταπράτες του είδους ούτε οι χρηματοδότες ή οι ιδρυτές ελληνικών τυπογραφείων. Οι ανάγκες της Ορθόδοξης Ανατολής και το κλίμα της εποχής καθόρισαν και τις εκδοτικές επιλογές. Το μεγαλύτερο έτσι μέρος της βιβλιοπαραγωγής ήλθε να καλύψει τις λειτουργικές ανάγκες της Ελληνικής Εκκλησίας, προμηθεύοντας ταυτόχρονα τον ελληνικό χώρο με εγχειρίδια για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Χάρη στην τυπογραφία τα αριστουργήματα της αναγεννησιακής ελληνικής ποίησης μεταδόθηκαν περισσότερο και έγιναν κτήμα ευρύτερων πληθυσμιακών στρωμάτων.
Επίσης μέσα στο κλίμα της θετικής αξιολόγησης του λαϊκού γλωσσικού ιδιώματος και με τη λογική πού αναφέρθηκε παραπάνω, δοκιμάσθηκε ή διασκευή σε εκλαϊκευτική μορφή των ομηρικών επών ή η έκδοση βυζαντινών φυλλάδων, όπως εκείνης του Μέγ’ Αλεξάνδρου, Ενώ οι προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού επέβαλαν ακόμη και πολλά άλλα -έμμετρα συνήθωςλαϊκά αναγνώσματα, τα όποια χωρίς καλλιτεχνικές αξιώσεις περιέγραφαν κατορθώματα της εποχής ή διατύπωναν σκέψεις για τον θάνατο και την ανθρώπινη ζωή. Το πρόσφορο έδαφος επέτρεψε τον προγραμματισμό σειρών ολόκληρων από παρόμοιες λαϊκές εκδόσεις και επανεκδόσεις τους, με εξαιρετική εκδοτική επιτυχία, με τον τρόπο αυτόν συμβάντα γνωστοποιούνταν και ιδέες μεταδίδονταν σ’ ένα ευρύ κοινό, νοοτροπίες και πρότυπα αφομοιώνονταν απ’ τις πλατιές ελληνικές μάζες.
Σε ότι αφορά το χαρακτήρα της Εκπαίδευσης των Ελλήνων και των πνευματικών τους κατευθύνσεων σημειώθηκαν κατά τόπους παραλλαγές ή και διαφορές και αυτό απαιτεί ειδική συζήτηση και έρευνα για να επισημανθούν τα αίτια, θα μπορούσαμε ωστόσο να προβούμε σε ορισμένες γενικές διαπιστώσεις. Όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα για τα όποια μιλήσαμε παραπάνω εξυπηρέτησαν την λειτουργία και τον πολλαπλασιασμό των σχολείων στην Ελλάδα, αφού πολλοί από τους απόφοιτους διοχέτευσαν εκεί την εκπαιδευτική τους δραστηριότητα. Η σημασία της Κατώτερης Εκπαίδευσης συνίστατο στο ότι πρόσφερε σε πάμπολους Έλληνες την πρώτη αναγκαία πρόσβαση στο έντυπο, πού θα αποτελούσε έναν παράγοντα βασικής σημασίας για την διαμόρφωση ιδιαιτεροτήτων του Ελληνισμού έναντι του Τούρκου δυνάστη. Η σημασία της ανώτερης και της πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης για τις τύχες των Ελλήνων ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, και όχι μόνο αναφορικά με την πνευματική του ανύψωση από όσους ανέλαβαν δράση για οποιασδήποτε μορφής ανατροπή των δυσμενών ιστορικών δεδομένων, οι περισσότεροι ήταν φορείς παραστάσεων και ιδεών πού είχαν αποκτήσει στη διάρκεια της φοίτησης τους σε πανεπιστήμια της Δύσης. Σε ότι αφορά όμως τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα και μάλιστα σε μεγαλύτερη πληθυσμιακή ακτίνα, η Τυπογραφία έπαιξε εξ ίσου, αν όχι σημαντικότερο ρόλο: σε πρώτο πλάνο εξυπηρετώντας την λειτουργία σχολείων της Ελλάδας με την τροφοδότηση των απαραίτητων εγχειριδίων· κι ακόμα, καθώς παρήγαγε και κατηύθυνε την λαϊκή νοοτροπία, διαμόρφωσε ιδεολογίες και πρόσφερε πρότυπα και ινδάλματα -όπως εκείνο του παλικαριούσωτήρα Μεγαλέξανδρου. Τα τελευταία αυτά, στα όποια ο λαός είχε επενδύσει ένα σωρό προσδοκίες και επιθυμίες του, δυνάμωσαν την αντίσταση απέναντι στη φθορά του «ΓΕΝΟΥΣ».
ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
(Στην Ελληνική γλώσσα)
Γενικά έργα
1.Βακαλοπούλου Α., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τομ. Β΄, Γ΄, Θεσσαλονίκη 1964, 1968.
2.Βακαλοπούλου Α., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ι΄, Τουρκοκρατία-Λατινοκρατία (Περίοδος 1453-1669), Αθήνα 1974
3. Πλουμίδη Γ., Οι Βενετοκρατούμενες Ελληνικές χώρες μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου Τουρκοβενετικού πολέμου (1503 1537), Ιωάννινα 1974
4. Τσιρπανλή Ζ., Από την Αναγέννηση ως την Ειρήνη της Βεστφαλίας (1492-1648), Πανεπιστημιακές παραδόσεις, Ιωάννινα 1973
Επί μέρους μελέτες
01. Αντωνιάδη-Μπιμπίκου Ε., Ερημωμένα χωριά στην Ελλάδα ένας προσωρινός απολονισμός. «Η οικονομική δομή των Βαλκανικών χωρών (15ος-19ος αιώνας)», Αθήνα 1979, σ. 191-259
02. Γιαννακόπουλου Ν., Έλληνες λόγιοι στην Βενετία, μετάφρ. Χ.Γ.Πατρινέλη, Αθήνα 1965
03. Γιαννόπουλου Ν., Η κρίση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η κεντρική Διοίκηση-Επαρχιακή Διοίκηση. Τα Εγιαλέτια του Ελληνικού χώρου. «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμ. ΙΒ΄, σ. 98-105
04. Ηλίου Φ.Η., Σημειώσεις για τα «Τραβήγματα» των Ελληνικών Βιβλίων το 16ο αιώνα, «Ελληνικά» 28 (1975), σ. 102-141
05. Ζιώγα Π.Χ., Προβλήματα Παιδείας του Ελληνισμού κατά τον πρώτο αιώνα της Τουρκοκρατίας Θεσσαλονίκη, 1982
06. Κακλαμάνη Στ., Κριτική Βιβλιογραφία «Κρητικού θεάτρου» (1965 1979), «Ο Ερανιστής», ΙΘ΄ (1981) σ. 46-73
07. Καραθανάση Α.Ε., Η Φλαγγίνειος Σχολή της Βενετίας, Θεσσαλονίκη 1975
08. Μανούσακα Μ.Ι., Η παρουσίαση από τον Ιανό Λάσκαρη των πρώτων μαθητών του Ελληνικού Γυμνασίου της Ρώμης στον Πάπα Λέοντα Γ΄ (15 Φεβρ. 1514), «Ο Ερανιστής», Ι (1963), σ. 161-172.
09. Μανούσακα Μ.Ι., Κριτική Βιβλιογραφία «Κρητικού θεάτρου» Δεύτερη έκδοση Συμπληρωμένη, Αθήνα 1964
10. Παναγιωτάκη Ν.Μ., Ιταλικές Ακαδημίες και θέατρο, Οι Stravaganti του Χάνδακα. «Θέατρο» 1966, τευχ. 27-28, σ. 39-59
11. Παναγιωτόπουλου Β., Δημογραφικές εξελίξεις. Παράγοντες μειώσεως του Πληθυσμού κυρίως κατά το 17ο αι. «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» τομ. ΙΑ΄ σ. 153-156.
11. Πλουμίδη Γ., Οι Έλληνες Σπουδαστές του Πανεπιστημίου της Πάδοβας, Δωδώνη 12 (1983) σ. Τσιρπανλή Ζ., το Ελληνικό Κολλέγιο της Ρώμης και οι μαθητές του (1576-1700). Συμβολή στη μελέτη της μορφωτικής Πολιτικής του Βατικανού, Θεσσαλονίκη, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών 1980
12. Χασιώτη Ι., Οι πόλεμοι του ιερού Συνασπισμού του Linz και οι Έλληνες (1684-1669, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τομ. ΙΑ΄ σ. 13-38
Πηγή: Σύντομη Επισκόπηση της πρώτης περιόδου της Νεοελληνικής Ιστορίας 1453 1669, Φάνη Μαυροειδή, Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, Ιωάννινα 1987, σσ. 51 59
Έχουν γραφεί πολλά για την καταρχήν αρνητική στάση που τήρησε η Εκκλησία απέναντι στο κίνημα του Διαφωτισμού, γενικότερα απέναντι στο άνοιγμα προς τα φώτα της Ευρώπης. Έχουν γραφεί τόσα πολλά, ώστε έχει μάλλον διαμορφωθεί μια πεποίθηση, ότι η αρνητική αυτή στάση υπήρξε απόλυτη.
Αντιστιτικά επιχειρώ εδώ τον μετριασμό της εντύπωσης αυτής, με την παράθεση τεκμηρίων που συνηγορούν, όπως νομίζω, υπέρ μιας διαφορετικής (ας μην πω αντίθετης) εκδοχής.
Έχω και σε άλλα σημεία υπενθυμίσει, ότι οι κληρικοί υπήρξαν οπαδοί ή, καλύτερα, από τους πρωταγωνιστές του νεοελληνικού διαφωτισμού. Ο εκδότης του Λόγιου Ερμή (Λ.Ε.), ο ¶νθιμος Γαζής, δεν ήταν η μοναδική περίπτωση κάθε άλλο. Ο ένας από τους δύο διαδόχους του στην έκδοση του περιοδικού, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ήταν επίσης κληρικός (ο άλλος, ο Κωνσταντίνος Κοκκινάκης, ήταν έμπορος). Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται και μοναχοί. Ο Γαζής π.χ. πληροφορεί (Λ.Ε., 1814-1815, σ. 93), ότι τα μοναστήρια στην Αθήνα «εσύστησαν έτι και φιλοσοφικόν σχολείον, των οποίων οι ηγούμενοι και οι περί αυτούς μοναχοί, αισθανθέντες τα από της φιλοσοφίας καλά, οικεία προαιρέσει, πληρώνουσι τον ετήσιον μισθόν του φιλοσόφου διδάσκαλου». Και καταλήγει: «Είθε να εμιμούντο το καλόν τούτο παράδειγμα και όλοι οι ημέτεροι Εκκλησιαστικοί! Και τη αληθεία τότε ευδοκιμήσει το γένος, όταν οι Ιερείς φιλοσοφήσωσιν ή οι φιλόσοφοι ιερατεύσωσιν.» (ό.π., σ. 132)
Η «Εκκλησία της ορθοδόξου πίστεως των Γραικών», στο Λιβόρνο, από παλιά συντηρούσε «δι’ ιδίων αυτής εξόδων» τρεις νέους ομογενείς για να σπουδάζουν «εις τας κυριωτέρας και καλυτέρας της Ιταλίας Ακαδημίας». Αυτό κάνει και το 1816 με τους «εν Λιβόρνω Γραικούς της Ανατολικής Εκκλησίας» καλώντας, σε συνεννόηση με τις «σχολές» της Αθήνας, των Ιωαννίνων και της Χίου, από ένα για καθεμιά, βεβαιωμένα ορθόδοξο χριστιανό νέο, για τετραετείς σπουδές, «όπου θέλουν καταγίνουνται για να τελειοποιηθώσιν εις τα μαθήματα της Γεωγραφίας, Λογικής, Μεταφυσικής, Φυσικής Ιστορίας, Μαθηματικών, Αστρονομίας, Βοτανικής, Χημείας, Ανατομίας και Φυσιολογίας, εις τους οποίους διόλου δεν απαγορεύονται τα της Ιατρικής και Χειρουργίας μαθήματα». Μπορούν ακόμα, αν υπάρχει η κλίση, «να σπουδάσωσιν οι νέοι, αντί των ειρημένων επιστημών, την Αρχιτεκτονικήν, Γλυπτικήν και Ζωγραφικήν» (Λ.Ε., 1816, σελ. 200-201).
Στη σχετική ανακοίνωση των επιτρόπων της Εκκλησίας διαβάζουμε στην τελευταία παράγραφο: «Αύτη, φίλτατοι ομογενείς, η μικρά συνεισφορά γίνεται υπέρ την δύναμίν μας δια τα υπερβολικά της Εκκλησίας μας έξοδα και αδιακόπους βοηθείας και ελεημοσύνας, προς τους καθ’ ημέραν εδώ ερχομένους πτωχούς και δυστυχούντας ομογενείς μας, όμως να βοηθήσωμεν και εκ του υστερήματός μας απεφασίσαμεν, όχι μόνον δια να κάμωμεν το απαιτούμενον χρέος μας, αλλά και να σας ενθαρρύνωμεν προς την ένδοξον των κοινωφελών αγώνων σας εξακολούθησιν.» (ό.π., σελ. 103).
«Ο έρως της παιδείας» διαβάζουμε στο Λ.Ε. (1818, σελ. 463), «ανάπτει επί μάλλον και διαδίδεται εις την Ελλάδα, και ο αριθμός των εις την διάδοσιν αυτήν συντελούντων μέσων αυξάνει καθημερινώς. τα σχολεία πολλαπλασιάζονται, οι σοφοί διδάσκαλοι πληθύνονται, βιβλιοθήκαι συστήνονται και οι πλούσιοι έμποροι, πατριωτικώ κινούμενοι ζήλω, ανοίγουσι προθύμως τους θησαυρούς των (…) το ιερατείον συντρέχει και συμβουλεύει και η κοινή Μήτηρ, η μεγάλη Εκκλησία, ευλογεί, εφορεύει και διοικεί σοφώς των τέκνων της τα έργα».
Το περιοδικό κηρύσσει «τα ευαγγέλια», πληροφορεί ευφόσυνα για τον ενθρονισμό, για τρίτη φορά, στον «οικουμενικόν πατριαρχικόν θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως» του Γρηγορίου, ο οποίος γνώριζε «εκ πείρας» ότι «μόνη η παιδεία στερεώνει την θρησκείαν εις τα έθνη», γι’ αυτό «εφρόντισε κατά τας προλαβούσας εποχάς δια την διάδοσιν της ελληνικής παιδείας». Στην πρώτη πατριαρχία του «εσύστησε το ελληνικόν τυπογραφείον της Κωνσταντινουπόλεως», στη δεύτερη «εφρόντισε περί συστάσεως και ανεγέρσεως σχολείων ελληνικών καθ’ όλον το γένος» (Λ.Ε., 1819, σελ. 113 κ.ε.). Σε επόμενο τεύχος της ίδιας χρονιάς (του Μαΐου) αφιερώνεται και «Ωδή οφειλομένη εις τον Παναγιώτατον, θειότατον και Οικουμενικόν πατριάρχην κύριον κύριον Γρηγόριον», από τον κρυπτώνυμο Ν.Δ. (σελ. 309-310). αποσπώ τους στίχους:
Η της Εκκλησίας Μούσα, και η θύραθεν (η κοσμική) αυτή,
Ήδη ευτυχώς σκοπεύουν,
Την αμάθειαν τοξεύουν.
Παραπέμπω (σ’ αυτήν την απλώς ενδεικτική παράθεση παραδειγμάτων) και σε εγκύκλιο συνοδικό γράμμα (1819, 6 & 9), όπου εξαίρεται η «καθομιλουμένη διάλεκτος» ως «χαρακτηριστικόν του Ελληνικού και Χριστιανικού γένους», το οποίο πρέπει να μείνει «καθαρόν και ακέραιον», και χαιρετίζεται η ίδρυση «κοινής σχολής των Ελληνικών μαθημάτων επί κοινή επιδόσει των εκεί ομογενών», ενώ ζητείται η συνδρομή από όσους «αδελφούς» μπορούν.
Μελέτημά του παιδαγωγικό ο Κωνσταντίνος Κούμας το τελειώνει ως εξής: «Υμέτερον είναι το έργον, ΓΡΗΓΟΡΙΕ ΚΛΕΙΝΕ, εις τον οποίον ενεπίστευσεν η θεία Πρόνοια την ευτυχίαν και σωτηρίαν του ορθοδόξου πληρώματος(…). Εκτέλεσον το λαμπρότατον τούτο έργον, και αινέσουσί σε πάσαι αι γενεαί» (Λ.Ε., 1819, σελ. 748). Για τον Γρηγόριο είναι βέβαιος ο Κούμας, ότι θα συστήσει, μορφώνοντας ανάλογα, «θεολογικά σχολεία», απ’ τα οποία θα προκύψει γενικότερη βοήθεια, γιατί θα πάψουν οι παιδαγωγοί «των κοινών σχολείων» να διδάσκουν στα παιδιά «ν’ αναγινώσκωσι μηχανικώς την Οκτώηχον και το Ψαλτήριον, τρίβοντες εις αυτά ικανόν μέρος του χρόνου της ηλικίας των» (σελ. 740).
Ο γιατρός Πέτρος Ηπήτης, σε γράμμα του από την Οδησσό, όπου τον εντυπωσίασε η δραστηριότητα της ελληνικής παροικίας, γράφει στον Κοπιτάρ: «Προχθές εδέχθην επιστολήν εκ Κωνσταντινουπόλεως δηλωτικήν, ότι εις την ¶νδρον εσύστησε σχολείον ο Ιερολογιώτατος διδάσκαλος Σαμουήλ, το οποίον επροικίσθη παρά του Παναγιωτάτου μας Πατριάρχου με το Μοναστήριον των Τρ(ο)ωμαρχιών ονομαζόμενον. Επειδή δε εξεύρω, ότι υπεραγαπάς τους Γραικούς, και επιθυμείς την εις τα καλά προκοπήν των, και εις τούτο προθυμείσαι, όσον δύνασαι, να τους συνδράμης και με λόγον και με έργον, διά τούτο σ’ εμπερικλείω το περί ταύτης της αφιερώσεως2 ίσον απαράλλακτον του συνοδικού Σιγιλίου δια να κηρύξης, ότι τοιούτος ημίν έπρεπεν Αρχιερεύς, και διά να αποστομώσης τους όσους φλυαρούν, ότι οι υπηρέται του Πατρός των φώτων αγαπούν το σκότος, διά να μην φαίνονται τάχα αι ρυτίδες των» (Λ.Ε., 1818, σελ. 588).
Από την άλλη μεριά, κοσμικοί διαφωτιστές κάνουν φανερή τη διάθεση και την πρόθεσή τους σύμπλευσης με την Εκκλησία στο έργο τους. Δίνω και εδώ μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα. Το 1812 εκδίδονται στη Βιέννη τρεις Φυσικές: του Κούμα, του Βαρδαλάχου, του Δημήτριου Δάρβαρη. Και οι τρεις, ομολογείται, «σκοπούσιν εν ταυτώ να πολεμήσωσι την άλογον δεισιδαιμονίαν του όχλου». Στον Λόγιον Ερμή παρατίθεται ολόκληρο απόσπασμα από το προοίμιο της Φυσικής του Δάρβαρη, όπου καταδικάζονται τέτοιες δεισιδαιμονικές προλήψεις (για βρυκόλακες, κομήτες κ.λπ.). Ωστόσο ζητείται η συνδρομή των «ιεροκηρύκων», αφού τέτοιες προλήψεις είναι αντίθετες «και στην ιεράν ημών θρησκείαν» (1817, σελ. 581. σημ. [των εκδοτών] α’ 3).
Οι εκδότες του περιοδικού δεν παραλείπουν κάθε τόσο να τονίζουν τον θετικό ρόλο της Εκκλησίας (και της Θείας Πρόνοιας) στην καταπολέμηση της αμάθειας, που εκτρέφει τη δεισιδαιμονία: «αν και το Γένος πάσχη πολλά και δεινά, των οποίων αρχή και ρίζα είναι η αμάθεια, μ’ όλον τούτο η Θεία Πρόνοια δεν το εγκατέλιπε παντάπασιν, αλλά κινεί κατά καιρούς τοιούτους ευεργετικούς άνδρας» -όπως είναι οι φίλοι και φορείς των ιδεών του Διαφωτισμού (Λ.Ε., 1818, σελ. 84).
Επιγραμματικά τονίζει την ανάγκη σύμπλευσης και συντονισμού σχολείων και Εκκλησίας ο Κωνσταντίνος Ασώπιος, στην Τεργέστη, τον Απρίλιο του 1817: «εις την σημερινήν ημών κατάστασιν άλλο δεν εμπορούμεν να πράξωμεν, ίνα πολιτισθώμεν, όσον το δυνατόν, παρά τα δύο ταύτα να επιμεληθώμεν, τον ιερό άμβωνα και πολύ περισσότερο τα σχολεία» -αφού δεν μπορούμε, λέει στη συνέχεια, να έχουμε θέατρο και δικαστήρια (Λ.Ε., 1817, σελ. 366).
Και ο Πετράκης Ηπήτης σε ομιλία του εναντίον της δεισιδαιμονίας, -στην οποία παραθέτει πλείστες όσες, σε λειτουργία τότε, πρακτικές λαϊκής ιατρικής, συναφείς δοξασίες κ.λπ.ζητάει από τον ιεροκήρυκα να συστρατευθεί στον αγώνα για την καταπολέμησή της (Λ.Ε., 1816, σελ. 403, κ.ε.) (…).
Θέλω να κλείσω το κεφάλαιο για την εκκλησία με τον Παναγιώτη Κονδύλη κατεξοχήν, με το βιβλίο του για τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό4, εξεταζόμενου από τη σκοπιά της φιλοσοφίας. Μιλάει για τις φιλοσοφικές ιδέες του νεοελληνικού διαφωτισμού, στο βαθμό όπου αναγνωρίζει κάποιαν αξία, με δεδομένη, κατά την κρίση του συγγραφέα, τη «γενική καχεξία» του κινήματος (ο λόγος είναι πάντα για τη νεοελληνική περίπτωση), από την πλευρά της φιλοσοφικής προόδου και προσφοράς, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην Ευρώπη, όπου σημειώθηκε «η πλήρης ανακαίνιση της μορφής της φιλοσοφίας, ανοίγοντας τον δρόμο της άμεσης επαφής με τις ευρύτερες εκείνες κοινωνικές ομάδες, που προβάλλουν στο πνευματικό προσκήνιο μετά την κατάρρευση της ιδεολογικής κυριαρχίας της Εκκλησίας» (σελ. 11 και 16).
Κατά τον Κονδύλη, το κύριο χαρακτηριστικό του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού συνίσταται σ’ αυτόν τον εκτοπισμό της εκκλησιαστικής θρησκευτικής δογματικής σκέψης και επιβολής και με βάση αυτό το κριτήριο αντιμετωπίζει και τον νεοελληνικό Διαφωτισμό, διαπιστώνοντας την «καχεξία» και την «ήττα» του, αφού η Εκκλησία και η εξουσία της παρέμεινε αλώβητη. Τη διαφορά αυτή του νεοελληνικού από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό θεωρεί λοιπόν ως υστέρηση, αποτέλεσμα ενδημούσας υπανάπτυξης του ελληνικού χώρου, στον οποίον άρα δεν ήταν δυνατό να παρακολουθηθεί η συντελεσμένη στη Δύση πρόοδος. Δεν φαίνεται να τον απασχολεί καθόλου το ζήτημα, μήπως η διαφορά αυτή δεν είναι υστέρηση, ιστορική αδυναμία πρόσληψης όσων συνέβαιναν έξω, αλλά, αντίθετα, μια κριτική, επιλεκτική, δυναμική αφομοίωσή τους, ευσυνείδητη στρατηγική προσαρμογή ή και ανάπλασή τους, σύμφωνα με τις ιστορικές-πολιτισμικές ανάγκες και απαιτήσεις του ελληνικού χώρου.
Η βάση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού δεν ήταν επιστημονική και φιλοσοφική (πιο πάνω έδειξαν τα παραθέματα (5) πως η φιλοσοφία, που ο Κονδύλης με έμφαση και ένταση επικαλείται, έχει ένα ιδιαίτερο, πρακτικής σκέψης και ζωής περιεχόμενο). Ήταν ρομαντική και δυνάμει επαναστατική. Ο ελληνικός Διαφωτισμός έπλασε με τα υλικά της Ευρώπης κάτι άλλο, δικό του. Γι’ αυτό και δεν «αποθεολογικοποιήθηκε», συνυπήρξε με τη «θεολογία» την οποία χρειαζόταν.
Με τα κριτήρια που θέτει ο Κονδύλης αποφαίνεται, όπως είπα, ότι «ο ελληνικός Διαφωτισμός δεν βγήκε νικητής από τη μάχη όπου έδωσε». Όμως ήττα, αν δεχθούμε -όπως και πρέπει, νομίζωπως ο ρόλος του ελληνικού Διαφωτισμού στην προετοιμασία της Επανάστασης δεν υπήρξε ασήμαντος, δεν νοείται.
Οπωσδήποτε τις εξέχουσες στιγμές του ελληνικού Διαφωτισμού αναγνωρίζει ο Κονδύλης στα πρόσωπα εκείνα τα οποία, ενστερνιζόμενα στον ένα ή τον άλλο βαθμό τις προόδους της δυτικής φιλοσοφικής σκέψης, -πραγματοποιημένης εκεί, πάντα, σε πλήρη ρήξη με την Εκκλησία, την «παλιά μεταφυσική» και την εν γένει «παραδοσιακή» σκέψητις πέρασαν στα προγράμματά τους: Ευγένιος Βούλγαρης, Δημήτριος Καταρτζής, Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Βενιαμίν Λέσβιος, Χριστόδουλος Παμπλέκης, Αθανάσιος Ψαλίδας, Δανιήλ Φιλιππίδης, Νικηφόρος Θεοτόκης, Νικόλαος Ζερζούλης (πβ. σ. 114), Ρήγας, Νεόφυτος Βάμβας, Μεθόδιος Ανθρακίτης και βέβαια Κοραής.
Αλλά και στις περιπτώσεις αυτές, όπου η πρόσληψη του δυτικού (γαλλικού) Διαφωτισμού υπάρχει και κατά τον Κονδύλη, είναι μερική ή διαφοροποιημένη, που σημαίνει κατ’ αυτόν ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα. Π.χ. «ο εκλεκτισμός του Βούλγαρη, μολονότι από τη μια συμβάλλει ουσιαστικά στην υπέρβαση του δογματικού αριστοτελισμού, από την άλλη χρησιμεύει στην άμβλυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο, επιβοηθώντας έτσι την επιβίωση του πρώτου» (σελ. 22). Και βέβαια αυτή η επιβίωση του παλιού είναι κατά τον Κονδύλη κάτι κακό δεν πιστεύει σε μια σκόπιμη δημιουργική σύνθεση, έναν συγκερασμό του παλιού με το καινούργιο. Ανάλογη παρατήρηση κάνει, για να δώσω κι ένα δεύτερο παράδειγμα, για τον Ιώσηπο Μοισιόδακα, μολονότι αυτός έχει «πλήρη συνείδηση της νέας κατάστασης, που δημιούργησε στον χώρο της φιλοσοφίας η φυσική επιστήμη του 17ου αι.» (σελ. 28).
Η ίδια τοποθέτηση, σε ελαφρές παραλλαγές, γίνεται για όλους, όσους ξεχώρισε: τα έργα τους περιέχουν παλινωδίες και αντιφάσεις. Επιμένω ωστόσο στην άποψη, ότι η «αντιφατικότητα» αυτή του νεοελληνικού Διαφωτισμού συνιστά τον δυναμισμό του, ορίζει ένα νέο προτεινόμενο πρότυπο για τη διαμόρφωση ενός νέου πολιτισμού στο απελευθερωμένο, αύριο, απ’ τη μακραίωνη δουλεία, έθνος, ενός σχήματος και τρόπου ζωής στο νέο ξεκίνημα της ιστορίας του.
Θα μπορούσε κανείς ακόμα να υποστηρίξει ότι, αντίθετα, μια μείζων αντίφαση -όπως προκύπτει από μια σημαντικήν αποσιώπησηδιέπει την ίδια τη συλλογιστική του Κονδύλη: οι πιο πολλοί από εκείνους, που ο ίδιος τους ξεχωρίζει ως τα περισσότερο προοδευτικά πνεύματα στον χώρο των διαφωτιστών, είναι ενταγμένοι επίσημα στην Εκκλησία: είναι κληρικοί, ιερωμένοι (στη σημείωση 16 της σελίδας 51 αναφέρεται, πως η πρώτη δημοσιευμένη ελληνική μετάφραση του Locke έγινε από έναν ιερομόναχο, τον Ζακυνθηνό Ιωάννη Λίτινο).
Το δεδομένο αυτό ο Κονδύλης επιχειρεί συστηματικά να το εξουδετερώσει με τον ισχυρισμό, ότι οποιεσδήποτε ανακολουθίες εκείνων στην ορθή κατεύθυνση του διαφωτισμού οφείλονται σε πιέσεις που ασκήθηκαν από την Εκκλησία. Π.χ. «Ο Ιώσηπος δεν φτάνει, βέβαια, ίσαμε τον αποκλεισμό της μεταφυσικής από την ‘υγιή’ του φιλοσοφία, όμως οι επανειλημμένες ειρωνικές του αποστροφές σε σχέση με τους ‘πομπώδεις’ και ‘μεγαλοπρεπείς’ τίτλους της (‘θείον τι μάθημα’ , ‘φιλοσοφία γενική’ , ‘επιστήμη επιστημών’ κ.λπ.) αφήνουν να εννοηθεί ότι ο δισταγμός του αυτός οφείλεται σε ευνόητες όσο και πιεστικές σκοπιμότητες» (σελ. 30)!
«Το αίτημα της στενής σύνδεσης της φιλοσοφίας με τις μαθηματικές και φυσικές επιστήμες έμεινε ζωντανό ίσαμε τα τελευταία χρόνια του ελληνικού Διαφωτισμού», γράφει ο Κονδύλης (σελ. 31), παρατηρώντας στη συνέχεια πως το αίτημα αυτό «το ξαναβρίσκουμε εμφατικά διατυπωμένο» στον Βενιαμίν Λέσβιο, ιερωμένο, ως γνωστόν, που «δεν απέφυγε την κλήση του στην Κωνσταντινούπολη για να απολογηθεί πάνω στις ιδέες του», ωστόσο στη Φυσική του πρεσβεύει και «αντιτείνει το αίτημα της ελεύθερης, δηλ. αυτορρυθμιζόμενης και αυτοελεγχόμενης φιλοσοφικής έρευνας» (σελ. 32). Μπορούσε λοιπόν να «αντιτείνει». Και εν πάση περιπτώσει μπορούσε να φύγει, να βγάλει τον ιερομοναχικό τρίβωνα. Δεν τον έβγαλε. Γιατί; Δεν είναι εύλογο ένα τέτοιο ερώτημα;
Την απόφασή του να πολεμήσει ο Παμπλέκης τη δεισιδαιμονία, την οποία εντούτοις δεν θέλει με τίποτα να ταυτίσει με την αθεΐα, ο Κονδύλης θα την εξηγήσει με το ίδιο επιχείρημα της αστυνόμευσης: «Νομίζοντας, όπως και ο Καταρτζής, ότι η απερίφραστη απόρριψη της αθεΐας του εξασφαλίζει το επιθυμητό άλλοθι απέναντι στην Εκκλησία, ο Παμπλέκης -με προφανείς σκοπούςαφιερώνει την ανάλυση που ακολουθεί στην καταπολέμηση της δεισιδαιμονίας» (σελ. 33, βλ. και σελ. 34-35). Η ακοίμητη αυτή αστυνόμευση έχει γίνει κοινός τόπος στο βιβλίο του Κονδύλη. Κάθε περίπτωση διαφοροποίησης από τη γραμμή του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού κρίνεται, μονότονα, ως προϊόν τέτοιας ασφυκτικής πίεσης (παραπέμπω, όχι εξαντλητικά, και στις σελίδες 50, 55, 81, 83, 89, 92, 132, 141, 214).
Νομίζω πάντως ότι το πρόβλημα δεν λύνεται τόσο απλά. Όχι μόνο γιατί, ακόμα κι αν δεχθούμε τις πιέσεις και τις απειλές, παραμένει το γεγονός, ότι ο χώρος της Εκκλησίας αναδεικνύεται σ’ όλη τη διάρκεια του Διαφωτισμού φυτώριο και προοδευτικών -με το πνεύμα που θα ήθελε και ο Κονδύληςιδεών και των φορέων τους, αλλά και γιατί παρέμεναν στους κόλπους της -χωρίς προφανώς να τους αναγκάζει να παραμείνουν, το αντίθετο θα ήταν πιο λογικόκαι μετά την πίεση που δέχονταν (κάποτε μάλιστα έντονη, όπως για τον Μεθόδιο Ανθρακίτη ή τον Χριστόδουλο Παμπλέκη). Θέτω ξανά το ερώτημα: Γιατί; Μήπως γιατί αυτή η, τρόπον τινά, παλινωδία δεν ήταν παρά μια ειλικρινής, από τα βάθη της συνείδησης, προσπάθεια να συνδυασθούν αυτά που ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός έκρινε αλληλοαναιρούμενα, να συγκερασθούν σε μια νέα, αλλιώς προοδευτική σύνθεση, τα θεωρούμενα όλως αντίθετα φυσικές και μαθηματικές επιστήμες και «μεταφυσική»;
Παραθέτω και μιαν αναφορά του Κονδύλη στον Κοραή: «ο Κοραής ακολουθεί την τακτική, που ήδη συναντήσαμε στους Καταρτζή και Παμπλέκη και που παραμένει χαρακτηριστική για το κύριο (αστικό) ρεύμα του δυτικού Διαφωτισμού: η αθεΐα απορρίπτεται απερίφραστα, αλλά ως αντίτιμο ζητείται η καταπολέμηση της ‘δεισιδαιμονίας’ , δηλ. η αποκοπή του παραδοσιακού χριστιανισμού από τη ‘σχολαστική’ και η προσαρμογή του στο ηθικό και κοινωνικό πρόγραμμα των διαφωτιστών. Η ‘λογική λατρεία του Θεού’ πρέπει να αποτελέσει, κατά τον Κοραή, τη βάση για τη συμφωνία φιλοσοφίας και (ανανεωμένης) θρησκείας» (σελ. 38-39). Ξαφνικά πληροφορούμαστε, ότι και στον δυτικό (τον αστικό) Διαφωτισμό η αθεΐα απορρίπτεται, μάλιστα απερίφραστα, ενώ βέβαια καταπολεμείται η δεισιδαιμονία, και πως την τακτική αυτή ακολουθεί και ο Κοραής (αλλά και ο Καταρτζής και ο Παμπλέκης -δεν είναι λοιπόν μόνο οι πιέσεις της Εκκλησίας που ενεργούν δραστικά;). Βέβαια ήταν δύσκολο να αποδοθεί η «μέση οδός», όσον αφορά και την φιλοσοφία του Κοραή, στους ίδιους εσωτερικούς λόγους (πιέσεις της Εκκλησίας), γιατί αυτός δεν θα είχε επιτέλους τίποτα να φοβηθεί και το έδειξε πολλές φορές το θάρρος της γνώμης του. Ο ίδιος ο Κονδύλης στην παραπάνω σελίδα αναφέρει, σε υποσημείωση, όσα γράφει ο Κοραής στα προλεγόμενα των Ηθικών Νικομαχείων «για τους μοναχούς και τους ευγενείς ως τους δύο στύλους ολιγαρχικών πολιτευμάτων».
Ναι, το πιο ορθό είναι να παρατηρήσουμε, δίνοντας μάλιστα έμφαση στην παρατήρηση αυτή, πως ο Κοραής είναι ο κατεξοχήν κήρυκας της -στηριγμένης στην ίδια την ιστορία και την πολιτισμική παράδοση των Ελλήνωνμέσης οδού. Κι αν αυτός μιλούσε για γλώσσα, αυτό δεν σημαίνει, ότι δεν εννοούσε τη μέση οδό διευρυμένη σ’ όλο το πολιτισμικό φάσμα: η γλώσσα είναι ο βασικός φορέας του πολιτισμού.
Τα ίδια τα πραγματικά δεδομένα υποχρεώνουν κάποτε τον Κονδύλη να κλίνει προς μια τέτοιαν αναγνώριση. Ακόμη και για τον υλισμό -ως πρόβλημα της φιλοσοφίαςγράφει: «Το πρόβλημα του υλισμού στη φιλοσοφία του ελληνικού Διαφωτισμού παίρνει (…) δύο όψεις: από τη μια έχουμε να κάνουμε με τη ρητή αποκήρυξη του υλισμού (δηλ. της οντολογικής αυτονομίας της ύλης), όχι μόνον από φόβο μπροστά στην υλική δύναμη της θεολογικής κοσμοθεώρησης, αλλά κι από τη συνειδητή αποδοχή της παραδοσιακής σύνδεσης πνεύματος και ηθικών αξιών. κι από την άλλη πρέπει να διαπιστώσουμε τη δειλή, και κάποτε ασυνείδητη, διείσδυση θέσεων, άμεσα ή έμμεσα, υλιστικών σε κείμενα που από πρώτη όψη δεν δίνουν καμιά τέτοια εντύπωση» (η υπογράμμιση είναι δική μου) (σελ. 61-62).
Οπωσδήποτε την αδυναμία του νεοελληνικού Διαφωτισμού εν προκειμένω (που είναι και «ήττα» έναντι του δυτικού Διαφωτισμού) εντοπίζει ο Κονδύλης σε τελευταία ανάλυση, στο γεγονός, ότι ο πρώτος δεν απέβαλε τον θεό από τη θεωρία της φύσης, από την κοσμολογική φιλοσοφία του. Ακόμα και ο στενά πιεσμένος από το εκκλησιαστικό κατεστημένο Παμπλέκης έχει μια συνειδητή «αντιυλιστική τοποθέτηση», «με (μερική) εξαίρεση τον Ψαλίδα» (σελ. 68-69).
Είναι φανερό, ότι ο Κονδύλης δέχεται τη φιλοσοφία μονοσήμαντα και μονοδιάστατα, σε στενό εναγκαλισμό (μέχρι ταυτίσεως) με την επιστήμη, δηλαδή με τη φυσική και τα μαθηματικά. Όμως μόνο αυτή είναι η φιλοσοφία; Και εν τοιαύτη περιπτώσει γιατί χρειάζεται; Αν ήταν έτσι, όλες τις απαντήσεις θα τις έδινε η επιστήμη με αποτέλεσμα πολλά ερωτήματα να μένουν αναπάντητα (η σχεδόν βέβαιη απάντηση του Κονδύλη θα ήταν πως απαντήσεις που δεν δίνει η επιστήμη, παρά «μια παραδοσιακή μεταφυσική», είναι άχρηστες, δεν είναι απαντήσεις).
Εντούτοις υπάρχει και η άλλη φιλοσοφία. Και στον χώρο του Διαφωτισμού του νεοελληνικού. Όπως την εκφράζει π.χ. ο Καταρτζής. Αντιγράφω από τον Κονδύλη, από την ανάλυση των τοποθετήσεων και αρχών του σχετικά με το πρόβλημα του υλισμού: «Όποιος (…) παραιτείται από την υπεραισθητή γνώση του όντος αδιαφορεί και για την εξίσου υπεραισθητή γνώση των ηθικών αξιών και δεν δέχεται αρχές ρυθμιστικές των ανθρώπινων πράξεων, ‘για τούτο όλα είναι θεμιτά γι’ αυτόν, κι όλα τα κάμνει, αν τον αφήσουν’ , χωρίς να έχει συνειδησιακές τύψεις και νιώθοντας χαρά που επιστρέφει σε μια ζωώδη κατάσταση δίχως έλλογους περιορισμούς» κ.λπ. (σελ. 69). Το «υπεραισθητό», λοιπόν, τοποθετημένο στο κέντρο της κοσμολογίας του Καταρτζή, έστω κι αν ο Έλληνας στοχαστής δεν παραιτείται από την αστυνομική ερμηνεία τέτοιων δυιστικών, ας πούμε, φαινομένων: «ονομαστικά αποδοκιμάζονται εδώ ο Rousseau και ο Voltaire, και στ’ αλήθεια δυσκολευόμαστε να πούμε τι είναι πιθανότερο, αν δηλαδή ο Καταρτζής αγνοούσε σε τόση έκταση το πραγματικό περιεχόμενο των έργων τους ή αν ήθελε με μια πανηγυρική αποκήρυξη διαβόητων -για την Εκκλησίαδιαφωτιστών να εξασφαλίσει τίτλους χριστιανικής ορθοφροσύνης αρκετούς για να του δώσουν ελευθερία κινήσεων σε τομείς αμεσότερου πρακτικού ενδιαφέροντος (τον εκπαιδευτικό λ.χ.)» (σελ. 69-70).
Τελικά θέλει να θεωρήσει όλους αυτούς τους Έλληνες διαφωτιστές περίπου κρυπταθέους, που καταφεύγουν από σκοπιμότητα σε μια δήλωση αποκήρυξης της αθεΐας, για να βρουν την ησυχία τους! Κι αυτό γιατί υπάρχει μια εμμονή στην ιδέα, ότι ο δυτικός Διαφωτισμός είναι το αποκλειστικό και δεσμευτικά απόλυτο πρότυπο και μέτρο, σύμφωνα προς το οποίο πρέπει να κριθεί και να βαθμολογηθεί ο νεοελληνικός, ο οποίος «δεν είναι παρά η θαμπή αντανάκλαση του δυτικοευρωπαϊκού, και ο εσωτερικός του διαφορισμός συντελείται κι αυτός -παρά την ευνόητη ιδιομορφία της κοινωνικής του αιτιολογίαςσε αντιστοιχία ή αναλογία με τα ρεύματα ιδεών, στα οποία διακλαδίζεται κι ο δυτικοευρωπαϊκός» (σελ. 132). Είναι κρίμα που, ενώ ο Κονδύλης αναγνωρίζει -τη θεωρεί μάλιστα «ευνόητη»την «ιδιομορφία της κοινωνικής αιτιολογίας» και τον ρόλο της για την πρόσληψη του δυτικού Διαφωτισμού από τους Έλληνες διανοούμενους, δεν απέδωσε τελικά καμιά σημασία στη δυνατότητα που εύλογα είχε, η κοινωνική αυτή ιδιομορφία, να επιφέρει βαθύτερες μεταβολές, δομικές εν πολλοίς, στο προσλαμβανόμενο ιδεολογικό υλικό. Ωστόσο και μόνο η μετακίνησή του «ανατολικότερα» -για να μην αναφέρω ξερά τυπικά το αντιθετικό αλλά και δυναμικά συνενούμενο δίπολο Εκκλησίας και Αρχαιότηταςαναμενόταν να διαφοροποιήσει καθοριστικά το υλικό αυτό, ώστε να αναδειχτεί μια ουσιώδης παραλλαγή του αρχικού υποδείγματος.
Προσωπικά δεν θα είχα αντίρρηση να συμφωνήσω μ’ αυτό που λέει ο Κονδύλης στα «Εισαγωγικά», πως «η ‘ελληνική φιλοσοφία’ ως αδιάσπαστη συνέχεια θεμάτων και τάσεων με ειδοποιά χαρακτηριστικά αποτελεί κενό λόγο, ο οποίος ωστόσο σήμερα βρίσκει κι αυτός συχνά κάποιαν απήχηση κοντά στα άλλα ανιστόρητα φληναφήματα των διαφόρων κατευθύνσεων του ‘ελληνοκεντρισμού’ » (σελ. 10). Αλλά αυτή η εκδοχή δεν είναι και η μόνη που διατυπώνεται κατά τη θεώρηση της ελληνικής ιστορίας -συνήθως όμως αυτή η εκδοχή, την οποία ο Κονδύλης γενικεύει, διατυπώνεται από ασχολούμενους, περισσότερο ή λιγότερο, με τη μια ή την άλλη μορφή πολιτικής ρητορείας, στα κράσπεδα ή και εκτός της επιστήμης και της ιστορίας. Την ιστορία άλλωστε, γενικά, ποιος λίγο, ποιος πολύ, διαχειριζόμαστε οι περισσότεροι όχι με την αναγκαία προσοχή και «βάσανον», συνειδητά ή και υποσυνείδητα…
Σημειώσεις
1. Το παρόν κείμενο αποτελεί προδημοσίευση μέρους κεφαλαίου από το υπό δημοσίευση δοκίμιό μου με τίτλο: Λαϊκός πολιτισμός και Νεοελληνικός Διαφωτισμός.
2. Δημοσιεύεται στις σελ. 595-603 του τόμου του 1819. Διαφαίνεται βέβαια ένα συντηρητικό πνεύμα (πατριάρχης είναι ο Κύριλλος), αλλά δεν είναι ορθό να γενικεύουμε: είδαμε και στα δύο παραδείγματα ότι οι προσπάθειες της Εκκλησίας δεν αποκλείουν, κατά κανόνα, τα θετικά
μαθήματα.
3. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το κείμενο κηρύγματος Γερμανού ιεροκήρυκα για τη δεισιδαιμονία, που δημοσιεύεται μεταφρασμένο (ο.π., σελ. 579-587). Αξιοσημείωτο εξάλλου, ότι ο ονομαστός θετικός επιστήμονας και φωτισμένος δάσκαλος εκδίδει, ύστερα από δεκάχρονη εργασία, τα συγγράμματα Γρηγορίου του Θεολόγου (Λ.Ε., 1814-1815, 56-58).
4. Παναγιώτης Κονδύλης, Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι φιλοσοφικές ιδέες, Θεμέλιο, Αθήνα 1988
5. Εννοώ παραθέματα προηγούμενων κεφαλαίων του υπό δημοσίευση δοκιμίου μου.
Πηγή: Μιχάλης Μερακλής, ¶ρδην, τ. 50
Εδώ.
Ο πιο σημαντικός από τους Έλληνες λογίους που εισήγαγαν τον νεοαριστοτελισμό στην Ανατολή ήταν ο Αθηναίος Θεόφιλος Κορυδαλεύς (1570 -1646). Στην Πάδοβα είχε διατελέσει μαθητής του Cesare Cremonini, ο οποίος είχε προσδώσει και φυσιοκρατικό χαρακτήρα στο νεοαριστοτελισμό και είχε γίνει γνωστός για τις διαμάχες του με τους Ιησουίτες ως προς την ελευθερία της επιστημονικής ερευνάς. (18) Το 1624 ο Κορυδαλεύς κλήθηκε από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλο Α΄ Λούκαρη για να αναδιοργανώσει την Πατριαρχική Ακαδημία σε κεντρικό ίδρυμα ανώτερης παιδείας για ολόκληρη την Ελληνική Ανατολή. Η πρωτοβουλία του Κυρίλλου στο πρώτο τέταρτο του δέκατου έβδομου αιώνα, αποτελούσε το πρώτο συνειδητό πρόγραμμα πολιτισμικής αναμόρφωσης που ανέλαβε η ελληνική ηγεσία από την εποχή της ¶λωσης. Τα κίνητρα του πατριάρχη πήγαζαν εν μέρει από την επιθυμία του να αναχαιτίσει την εισβολή της καθολικής προπαγάνδας στον κόσμο της Ορθοδοξίας, και γι’ αυτόν τον σκοπό προχώρησε σε εκτεταμένες επαφές τόσο με τις προτεσταντικές εκκλησίες της Ευρώπης όσο και με τις κυβερνήσεις των προτεσταντικών χωρών, ιδίως της Ολλανδίας και της Αγγλίας. (19) Η πολιτική του Κυρίλλου ναυάγησε με τον τραγικό του θάνατο το 1638, το πρόγραμμα του ωστόσο για πολιτισμική αναμόρφωση είχε μια συνέπεια πού έμελλε να διαρκέσει: την εδραίωση της αριστοτελικής φιλοσοφίας, με τη μορφή βέβαια του νεοαριστοτελισμού, στην ελληνική παιδεία. Αυτό ήταν κυρίως το αποτέλεσμα της διδασκαλίας του Κορυδαλέα στην Πατριαρχική Ακαδημία. Χάρη στον Κορυδαλέα τέθηκαν και στην Ανατολή τα θεμέλια για τη χειραφέτηση της φιλοσοφίας από τη θεολογία με τη μετατόπιση της έμφασης προς τη λογική, τη φυσική και τη μελέτη του Περί Γενέσεως και Φθοράς.
Ο Κορυδαλεύς ήταν αυστηρός επικριτής τού μεσαιωνικού σχολαστικισμού και στα θρησκευτικά θέματα φαίνεται ότι υπήρξε μάλλον ελεύθερος στοχαστής, η ορθοδοξία τού οποίου αμφισβητήθηκε ακόμη και από τους πιο πιστούς του μαθητές. Όσον αφορά τη σύγκρουση της πίστης με τον ορθό λόγο, ο Κορυδαλεύς, σύμφωνα με όλες τις υπάρχουσες ενδείξεις, έκλινε μάλλον προς τον δεύτερο, γι’ αυτό και ορθά χαρακτηρίστηκε από τον πιο έγκυρο βιογράφο του ως ο πρώτος «επαναστατικός» στοχαστής στην Ελληνική Ανατολή και ως ο εισηγητής του ελεύθερου στοχασμού στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. (21) Ενόσω ζούσε ο Κορυδαλεύς γνώρισε δοκιμασίες εξαιτίας ακριβώς αυτών των προσανατολισμών της σκέψης του. Μετά το θάνατο τού Κυρίλλου Λουκάρεως εκδιώχθηκε από την Πατριαρχική Ακαδημία και, για να διασκεδάσει τις υποψίες σχετικά με την ορθοδοξία του, δέχτηκε να χειροτονηθεί μητροπολίτης Ναυπάκτου και ¶ρτης το 1641, αλλά παρέμεινε στην επισκοπή του για ένα μόνο χρόνο και επέστρεψε στη γενέτειρα του, την Αθήνα, όπου ίδρυσε σχολή και δίδαξε φιλοσοφία ως το θάνατο του το 1646.
Ωστόσο, δεν ήταν τα μη συμβατικά στοιχεία της σκέψης τού Κορυδαλέα που επιβίωσαν στην πνευματική του κληρονομιά, η οποία διαμόρφωσε την παιδευτική ζωή στην Ελληνική Ανατολή επί ενάμιση τουλάχιστον αιώνα μετά το τέλος της επίσημης θητείας του στην Κωνσταντινούπολη. Το πρότυπο της ανώτερης παιδείας πού εισήγαγε εκεί έγινε αντικείμενο μίμησης για τη δημιουργία νέων ακαδημαϊκών ιδρυμάτων στο Ιάσιο και στο Βουκουρέστι, στην Τραπεζούντα, στην Πάτμο, στη Χίο και αλλού. Οι σπουδαστές του στην Κωνσταντινούπολη εγκαινίασαν μία παράδοση ελληνικού νεοαριστοτελισμού, ο οποίος, μέσω αυτών των σχολών, μεταδόθηκε από γενιά σε γενιά μέχρι τα τέλη τού δέκατου ογδόου αιώνα, οπότε ήλθε σε σύγκρουση με τον Διαφωτισμό. Μέσα στο πλαίσιο αυτού του συστήματος ανώτερης παιδείας, τα υπομνήματα του Κορυδαλέα στον Αριστοτέλη έγιναν τα αποκλειστικά σχεδόν εγχειρίδια φιλοσοφικής παιδείας, που συμπληρώνονταν μόνον από υπομνήματα των μαθητών του. Τα κείμενα αυτά του κορυδαλικού αριστοτελισμού, σε χειρόγραφα αντίγραφα ή, αργότερα, τον δέκατο όγδοο αιώνα, σε αλλεπάλληλες εκδόσεις, κυκλοφορούσαν πλατιά στα ελληνικά σχολεία και αποτέλεσαν το πρότυπο της καθιερωμένης θύραθεν παιδείας, η οποία συμπλήρωνε την παραδοσιακή θρησκευτική μόρφωση, καθορίζοντας έτσι αυστηρά τις παραμέτρους της ελληνικής εκπαίδευσης. Στερημένη από την αρχική της ανανεωτική και αντιδογματική ορμή, η νεοαριστοτελική παράδοση που απέρρευσε από το φιλοσοφικό σύστημα τού Κορυδαλέα, απέβη ανασταλτικός παράγοντας για την περαιτέρω πρόοδο της ελληνικής παιδείας. Οι νεοαριστοτελικοι διάδοχοι του Κορυδαλέα, οι «κορυδαλιστές», εξελίχθηκαν σε πολέμιους της νεότερης φιλοσοφίας και της επιστημονικής γνώσης, όταν τα πρώτα σχετικά ψήγματα άρχισαν να καταφθάνουν και πάλι από τους δρόμους της Δύσης, και αντιτέθηκαν με φανατισμό σε κάθε ιδέα ανανέωσης της ελληνικής παιδείας προς αυτήν την κατεύθυνση. Αποτελεί τραγική μάλλον ειρωνεία το γεγονός ότι ο «κορυδαλισμός», η κληρονομιά του πρώτου «ελεύθερου στοχαστή» στην ελληνική πολιτισμική παράδοση, έμελλε να θεωρηθεί από μεταγενέστερους αποφοίτους της Πάδοβας και άλλων σχολών της Δύσης ως ο κύριος υπεύθυνος για τη στειρότητα της παραδοσιακής ελληνικής παιδείας. Σ’ αυτόν ο Διαφωτισμός έμελε να βρει έναν από τους κυριότερους στόχους του.
Ο κορυδαλικός αριστοτελισμός πρόσφερε και την απαραίτητη φιλοσοφική θεμελίωση για την επεξεργασία μιας σύνθεσης των παραδοσιακών πολιτικών ιδεών. Η σύνθεση αυτή προήλθε από την αποκρυστάλλωση αρχαίων αντιλήψεων για την πολιτική τάξη, εννοιών οι όποιες είχαν κληροδοτηθεί από τη βυζαντινή και την ελληνιστική παράδοση και αναδιατυπωθήκαν στη γλώσσα μιας κοινωνικής ηθικής και πολιτικής θεωρίας, υπαγορευμένης από τις επιδιώξεις της κοσμικής ηγεσίας που πρωτοεμφανίστηκε στην ελληνική κοινωνία την τελευταία τριακονταετία του δέκατου εβδόμου αιώνα. Για πρώτη ουσιαστικά φορά μετά την ¶λωση, μία ομάδα λαϊκών έφτασε σε κοινωνική περιωπή αντίστοιχη με εκείνη πού είχε αποκτήσει η εκκλησιαστική ιεραρχία από το 1453. Ο νέος αυτός κοινωνικός σχηματισμός ήταν η φαναριώτικη «αριστοκρατία», μια κοινωνική ομάδα η οποία αναδείχθηκε χάρη στις επιδόσεις της στο εμπόριο και στα επιστημονικά επαγγέλματα, κατά την περίοδο της κοινωνικής αλλαγής που σημειώθηκε στην οθωμανική αυτοκρατορία στο δεύτερο ήμισυ του δέκατου έβδομου αιώνα. Η οικονομική ευμάρεια επέτρεψε στους Φαναριώτες -ονομάστηκαν έτσι γιατί κατοικούσαν στη συνοικία Φανάρι της Κωνσταντινούπολης, όπου είχε την έδρα του και το Οικουμενικό Πατριαρχείο από το 1599να μορφωθούν στη Δύση και να σταδιοδρομήσουν ως λόγιοι, πράγμα πού τους έδωσε τη δυνατότητα να αναλάβουν την καθοδήγηση της ανώτερης ελληνικής εκπαίδευσης και να καταλάβουν αξιώματα στην πατριαρχική αυλή. Η γλωσσομάθεια τους και το κοσμοπολίτικο τους πνεύμα έκαναν τις υπηρεσίες τους πολύτιμες για την Υψηλή Πύλη, σε μια εποχή πού ή οθωμανική αυτοκρατορία, μετά από σοβαρές στρατιωτικές ήττες, και με αμβλυμμένη την επεκτατική της ορμή, βρισκόταν αναγκασμένη ν’ αρχίσει σοβαρές διπλωματικές διαπραγματεύσεις με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Έτσι, οι Φαναριώτες εισήλθαν στην οθωμανική διπλωματική υπηρεσία και έγιναν οι κύριοι διαπραγματευτές της Πύλης καταλαμβάνοντας το αξίωμα τού Μεγάλου Διερμηνέα, το όποιο επί δύο σχεδόν αιώνες συνήθως κατείχε κάποιος από αυτούς. (22)
Ο πρώτος Έλληνας Μεγάλος Διερμηνέας ήταν ο Παναγιώτης Νικούσιος, τον όποιο διαδέχτηκε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (1641-1709), ο «ἐξ ἀπορρήτων τῆς κραταιᾶς βασιλείας τῶν Ὀθωμανῶν», ιδρυτής της μεγαλύτερης φαναριώτικης δυναστείας. Πριν μπει στην υπηρεσία του Σουλτάνου είχε σπουδάσει φιλοσοφία και ιατρική στην Πάδοβα και είχε υπηρετήσει ως σχολάρχης της Πατριαρχικής Ακαδημίας. Το μεγάλο του διπλωματικό επίτευγμα ήταν η διαπραγμάτευση της συνθήκης του Κάρλοβιτς το 1699. (23) Έκτος από έναν αριθμό διδακτικών εγχειριδίων άφησε και πολιτικά συγγράμματα πού αποτελούν την πρώτη διατύπωση της φαναριώτικης κοινωνικής σκέψης. Ορισμένες διαστάσεις των απόψεων αυτών θα πρέπει να εντοπιστούν, για να προσδιοριστεί το περιεχόμενο της πολιτικής συνείδησης αυτής της πρώιμης γενιάς της φαναριώτικης πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας, ως terminus a quo για τις διερευνήσεις πού θ’ ακολουθήσουν σχετικά με την ιδεολογική μεταβολή που τελικά οδήγησε στην πολιτική συνείδηση τού Διαφωτισμού.
Κείμενο του Συνεδρίου του Κάρλοβιτς, στο οποίο φαίνεται η υπογραφή του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, ενός από τους δύο διαπραγματευτές της Υψηλής Πύλης στις αγωνιώδεις για τους Οθωμανούς διαπραγματεύσεις (ο άλλος ήταν ο Μεχμέτ Ραμή). (Πηγή: Θανάσης Μανής, Πτυχιούχος Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Αιγαίου (Ρόδος), άρθρο «1699 Η αναχαίτιση της οθωμανικής πλημμυρίδας. Το Συνέδριο του Κάρλοβιτς», Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 64, σελ. 104)
O Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος αποτελεί μία από τις κορυφαίες μορφές της ελληνικής πολιτικής και διανοητικής ιστορίας κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, που συνδυάζουν την παράδοση και την ανανέωση στην πολύπλευρη εμπειρία τους και στη σύνθεση της σκέψης τους. Κατά τις ιατρικές σπουδές του στην Πάδοβα, δύο γενεές μετά τον Κορυδαλέα, ο Μαυροκορδάτος ήλθε σε επαφή με τις θεωρίες της νεότερης επιστήμης, που υπέσκαπταν τη νεοαριστοτελική ορθοδοξία του Πανεπιστημίου. Η διδακτορική του διατριβή, την οποία υποστήριξε το 1664 στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, αναφέρεται στο ρόλο των πνευμόνων στην κυκλοφορία του αίματος και κατευθύνεται από νεότερες επιστημονικές αντιλήψεις: παίρνει κριτικές αποστάσεις από την αυθεντία της αρχαιότητας και δηλώνει την πίστη του στην ανθρώπινη κρίση ως το αποφασιστικό κριτήριο στη μελέτη της φύσης. Αν και ασπάζεται τη θεωρία του William Harvey για την κυκλοφορία του αίματος, που είχε διατυπωθεί ήδη το 1619 αλλά συναντούσε ακόμη σοβαρές αντιστάσεις από την πλευρά της νεοαριστοτελικής ιατρικής στην ηπειρωτική Ευρώπη, ο Αλέξανδρος δεν διστάζει να διαφοροποιήσει τη θέση του υιοθετώντας την άποψη ότι οι πνεύμονες και όχι η καρδιά αποτελούν την πρωταρχική αιτία της κυκλοφορίας του αίματος. (24)
Μετά την επιστροφή του στην Ελληνική Ανατολή και την ανάληψη της διδασκαλίας των φιλοσοφικών μαθημάτων στην Πατριαρχική Ακαδημία (1665-1672), ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, «Μέγας Ρήτωρ» του Οικουμενικού Πατριαρχείου πλέον, δεν δίστασε να διδάξει νεωτερικές επιστημονικές απόψεις παράλληλα προς το καθιερωμένο πρόγραμμα σπουδών που περιλάμβανε γραμματική, ρητορική και κορυδαλικά υπομνήματα στον Αριστοτέλη. Συνέθεσε μάλιστα και δικό του υπόμνημα στο υπόμνημα του Κορυδαλέα στο Περί Γενέσεως και Φθοράς. Μετά την επιστροφή του ωστόσο, η προσαρμογή των συγγραφικών του ενδιαφερόντων στις επικρατούσες διανοητικές συμβάσεις της Ελληνικής Ανατολής είναι χαρακτηριστική. Η εξοικείωση του με τη νεότερη επιστημονική γνώση δεν είναι ορατή στα κυριότερα έργα του, τα όποια εντάσσονται εντός του κανόνα των φιλολογικών ενδιαφερόντων του κορυδαλισμού: Γραμματική περί συντάξεως, Σόνοφις ρητορικής τέχνης.Το σημαντικότερο δε συστατικό της φιλοσοφίας του, το ενδιαφέρον για ζητήματα πολιτικής ηθικής, που επέτρεψε τον ενοφθαλμισμό στοιχείων της νεότερης ευρωπαϊκής πολιτικής σκέψης στο σώμα της νεοαριστοτελικής παράδοσης, παρέμεινε άγνωστο και απρόσιτο στους συγχρόνους του. (25)
Ως φορέας της νεοαριστοτελικής παράδοσης, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος είχε επίγνωση του ελληνικού παρελθόντος, αλλά όταν στράφηκε στη μελέτη της ιστορίας, την οποία χαρακτηρίζει ως «σοφίας συνέμπορον, συνοπαδὸν ἀληθείας [...] διδάσκαλον φρονήσεως» (26), αποφάσισε να προσφέρει στους αναγνώστες του μια απεικόνιση της «ἱερᾶς καὶ σεπτῆς κεφαλῆς» του σώματος της παγκόσμιας ιστορίας, αφηγούμενος την ιερή ιστορία του εβραϊκού λαού. Ό συγγραφέας έκρινε ότι η ανασκόπηση της εβραϊκής Ιστορίας από καταβολής κόσμου θα ήταν ιδιαίτερα εποικοδομητική για τους πιστούς. (27) Το παρελθόν προς το οποίο στρεφόταν ο Μαυροκορδάτος δεν ήταν ιστορία εθνικά προσδιορισμένη, αλλά το κοινό βιβλικό παρελθόν, το όποιο συμμερίζονταν όλοι οι χριστιανικοί λαοί. Η ιστορία άρχιζε με τη δημιουργία τού κόσμου και εξιστορούσε τις περιπέτειες των αρχαίων Ιουδαίων κατά το πρότυπο των παραδοσιακών χριστιανικών χρονικών.
Όταν έστρεψε την προσοχή του από την ιστορία προς τις πραγματικότητες του καιρού του, ο Μαυροκορδάτος διατύπωσε τις απόψεις του για την πολιτική και την κοινωνική ζωή στα Φροντίσματα, μια συλλογή στοχασμών, την οποία συνέταξε για την καθοδήγηση των γιων του, που παρέμεινε όμως ανέκδοτη στο οικογενειακό αρχείο παραπάνω από έναν αιώνα. (28) Οι πρωταρχικές αξίες που κυριαρχούσαν στους πολιτικούς στοχασμούς του γενάρχη της φαναριώτικης σκέψης ήταν η σύνεση και ο ρεαλισμός. Η έμφαση σ’ αυτές προδίδει το ένστικτο της επιβίωσης, το όποιο αισθανόταν απαραίτητο να καλλιεργήσει μια κοινωνική ομάδα ανελισσόμενη υπό την αιγίδα τού δεσποτισμού. Ο ώριμος ρεαλισμός και όχι ο ανεδαφικός Ιδεαλισμός όφειλε να είναι το μέτρο της πολιτικής συμπεριφοράς (29). Η εξωτερική εντύπωση και όχι αναγκαστικά ή ουσία της αρετής είναι το σημαντικό στις ανθρώπινες σχέσεις (30). Στο σημείο αυτό μπορεί κανείς να διακρίνει απηχήσεις της ηθικής του Machiavelli και του La Rochefoucauld (31). Όσο αφορά τα καθήκοντα προς το δεσπότη, ο Μαυροκορδάτος συμβούλευε απόλυτη αφοσίωση: όσοι αποκτούσαν γνώση κρατικών απορρήτων λόγω της θητείας τους σε δημόσια αξιώματα όφειλαν άκρα εχεμύθεια: «Εἰς τὰ Ἀρχεῖα εἴ τις εἰσίει, τυφλὸς εἰσίτω καὶ κωφὸς ἐξίτω» (32). Η συμβουλή αυτή της τυφλής αφοσίωσης στους εκάστοτε κρατούντες αντανακλούσε φυσικά και την υποσυνείδητη ταύτιση των Φαναριωτών με το οθωμανικό κράτος. Ο Μεγάλος Διερμηνέας, ο οποίος είχε χειριστεί τις εξωτερικές σχέσεις της Υψηλής Πύλης με επιδεξιότητα που είχε καταπλήξει τους συγχρόνους του, δεν μπορούσε να οραματιστεί ούτε άλλο πολιτικό πλαίσιο ούτε εναλλακτικό σχήμα για τη δημόσια ζωή. Μολονότι αγαπούσε θερμά τη γενέθλια γη της Χίου και έτρεφε για τη νησιώτικη πατρίδα του αισθήματα υπερηφάνειας, περιγράφοντας την ως «τὸ ἀμιγὲς καὶ ἀνόθευτον λείψανον τῆς πάσης Ἑλλάδος» (33), ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν φαίνεται να θεωρούσε ότι η ταυτότητα του προσδιοριζόταν από εθνικές ιδιότητες, οι οποίες τον διέκριναν από τους Οθωμανούς κυρίους του. Η πολιτική συνείδηση των ηγετικών ελληνικών πνευματικών ομάδων στο κατώφλι του αιώνα της ιδεολογικής αλλαγής θα μπορούσε να οριστεί με βάση μια διπλή ταύτιση: ως προς το παρελθόν οι ορθόδοξοι υπήκοοι τού Σουλτάνου ταυτίζονταν με τον οικουμενικό ευσεβή χριστιανικό λαό, τον νέο περιούσιο λαό του Κυρίου, ως προς τη συλλογική τους υπόσταση στο παρόν οι χριστιανοί υπόδουλοι φαίνεται να είχαν ενστερνισθεί την οθωμανική ταυτότητα. Τέλος, στο πεδίο της πολιτικής δράσης, η κατηγορική προσταγή της νομιμοφροσύνης και της υποταγής, που υπαγορευόταν από το συνετό ένστικτο της επιβίωσης, καθιστούσε αδύνατη κάθε μορφή άσκησης πολιτικής, ως συλλογικής και σχεδιασμένης δραστηριότητας, με στόχους διάφορους από εκείνους της ατομικής αυτόν συντήρησης και απέκλειε κάθε σκέψη πολιτικής αλλαγής.
Τα θέματα αυτά επεξεργάστηκε σε συστηματική πολιτική θεωρία ο γιος του Αλεξάνδρου του εξ απορρήτων, Νικόλαος Μαυροκορδάτος (1680-1730). (34) ¶νθρωπος με βαθιά καλλιέργεια και γνώση, ήταν ο πρώτος Έλληνας που διορίστηκε οσποδάρος (ηγεμόνας) στις παραδουνάβιες ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας υπό την επικυριαρχία τού Σουλτάνου. Ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος αναρρήθηκε διαδοχικά στο θρόνο και των δύο ηγεμονιών (1709-1730) και εγκαινίασε τον «αἰώνα τῶν Φαναριωτῶν» στις ρουμανικές χώρες. Η εποχή των Φαναριωτών χαρακτηρίστηκε από σημαντικές μεταρρυθμίσεις στις φεουδαρχικές κοινωνίες των περιοχών αυτών και διαμόρφωσε το πλαίσιο μιας αξιοσημείωτης πολιτισμικής και πνευματικής εξέλιξης, που ανέδειξε τελικά τις ηγεμονίες στο κυριότερο κέντρο του Διαφωτισμού στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος συνέταξε μια σειρά πολιτικών έργων, όπου εκφράστηκε με ωριμότητα η πρώιμη φαναριώτικη πολιτική θεωρία. Σε συλλογή ιδιωτικών παραινέσεων, που κατά το παράδειγμα του πατέρα του συνέταξε για τους απογόνους του, παρουσιάζει την ίδια με εκείνον φροντίδα για σύνεση και ρεαλισμό (35). Η οπτική του Νικολάου, ωστόσο, ήταν εκείνη του εκπροσώπου μιας κοινωνικής ομάδας, της οποίας είχε συντελεστεί η άνοδος στην κοινωνική ιεραρχία και ένιωθε βεβαιότητα για τα ερείσματα της. Η κοινωνική επιτυχία όμως κατασίγαζε το άγχος της αυτοσυντήρησης.
Η ψυχολογική άνεση επιτρέπει στον Νικόλαο Μαυροκορδάτο να διευρύνει την πολιτική του οπτική και να την μεταβάλει από απλή ενασχόληση με την τακτική της επιβίωσης σε θεώρηση της κοινωνικής ηθικής και της φύσης του αγαθού πολιτικού καθεστώτος. Στην πραγματεία του Περί Καθηκόντων (De Officiis) η επιρροή της κλασικής ηθικής φιλοσοφίας είναι έκδηλη. Ο συγγραφέας ακολουθεί τόσο τον Κικέρωνα όσο και τον Αριστοτέλη στην προσπάθεια του να σκιαγραφήσει ένα πρότυπο ενάρετης συμπεριφοράς και κοινωνικής δικαιοσύνης. Επιδίωξη του ήταν να κοσμήσει τον κλασικό αριστοτελικό πολίτη με χριστιανικές αρετές. Δεν αποβλέπει στο να διευρύνει την παραδοσιακή χριστιανική ηθική με την ενσωμάτωση κλασικών αξιών, αλλά μάλλον να εκχριστιανίσει την κλασική ηθική, ώστε να την προσαρμόσει στις απαιτήσεις του συμβατικού κώδικα συμπεριφοράς. Η πραγματεία έδινε κατά πρώτο λόγο έμφαση στον ορθό λόγο, ως το προσδιοριστικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Το κεντρικό και εκτενέστερο κεφάλαιο του βιβλίου ήταν αφιερωμένο στην εξέταση του ανθρώπου ως λογικού, κοινωνικού και πολιτικού όντος (36). Η γενναιότητα, η σύνεση και η δικαιοσύνη (η υψίστη των αρετών), η χρηστότητα και η γενναιοδωρία εξαίρονται όπως αρμόζει, άλλα το κύριο βάρος της επιχειρηματολογίας υπογράμμιζε τη σημασία των χριστιανικών αρετών της ευσέβειας, της μετάνοιας, της ταπεινοφροσύνης, τού φόβου του Θεού και του σεβασμού της Εκκλησίας. (37) Αυτά ήταν τα καθήκοντα του έλλογου όντος στην πολιτική κοινωνία. Συνέθεταν επίσης το ηθικό πρότυπο του ενάρετου κυβερνήτη.
Ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος διατύπωσε τις απόψεις του για την άσκηση της εξουσίας με την ελληνική μετάφραση του έργου Θέατρον πολιτικὸν (Theatrum Politicum) του Ambrosio Marliano, το όποιο είχε δημοσιευθεί στη Ρώμη το 1631. Οι σκοποί της μετάφρασης δηλώνονταν καθαρά στο εισαγωγικό σημείωμα του διαπρεπούς μεταφραστή: το βιβλίο δίδασκε τις αρετές που όφειλαν να κοσμούν τον τέλειο ηγεμόνα (38). Η δικαιοσύνη, η χρηστότητα και η σύνεση ήταν οι βασιλικές αρετές. Ο ενάρετος ηγεμόνας έπρεπε να γνωρίζει πως να επιλέγει τους άριστους συμβούλους, έπρεπε να είναι μετριοπαθής στις απαιτήσεις του από τους υπηκόους του και πιστός στην τήρηση των νόμων. Η νομοθετική του δραστηριότητα έπρεπε να συνάδει απόλυτα με τον Θείο Νόμο. Σε θέματα θρησκείας και ευσέβειας ο ηγεμόνας θα ‘πρεπε να είναι υπόδειγμα για όλους. Όφειλε να καλλιεργεί το πνεύμα του και να ενθαρρύνει τη διάδοση της γνώσης και των γραμμάτων. Έπρεπε να αποφεύγει τους κόλακες και να είναι προσεκτικός στην επιλογή των φίλων του, δοκιμάζοντας την αφοσίωση τους σε δύσκολες περιστάσεις. Πάνω απ’ όλα, ο ενάρετος ηγεμόνας ήταν υποχρεωμένος να φροντίζει για τη σωτηρία της ψυχής του, αποφεύγοντας την αλαζονεία και τη θρασύτητα σε στιγμές ευτυχίας και δείχνοντας καρτερία στην αντιμετώπιση των εναντιοτήτων, φοβούμενος τον Θεό και τιμώντας τους λειτουργούς του. (39)
Αυτή η αντίληψη για τον ενάρετο ηγεμόνα διαλάμβανε ουσιαστικά τον εκχριστιανισμό της αρχαίας πολιτικής θεωρίας της ελληνιστικής μοναρχίας, η οποία είχε παραδοθεί διά του βυζαντινού και του δυτικού Μεσαίωνα με τη φιλολογία των κατόπτρων των ηγεμόνων. Η θεωρία προϋπέθετε την ιεραρχική δόμηση τού σύμπαντος, εντός της οποίας τοποθετούσε την ηθική της πατριαρχικής βασιλείας. Οι Φαναριώτες ηγεμόνες, με τη διεκδίκηση αυτής της παρακαταθήκης, στην ουσία άρθρωναν την ιδεολογία που ήταν αναγκαία για τη στήριξη του νέου πολιτικού τους ρόλου. Για να παγιώσουν την ηγεμονική τους θέση στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, χρειάζονταν τη νομιμότητα μιας ηθικής παράδοσης, την οποία μπορούσαν να αποκομίσουν από το χριστιανικό παρελθόν. Υπό αυτή την έννοια αποτελούσαν τους τελευταίους συνεχιστές και διερμηνευτές της βυζαντινής πολιτικής θεωρίας, υπό τις συνθήκες της οθωμανικής κατάκτησης των λαών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (40). Η ταύτιση με το οθωμανικό παρόν, εξάλλου, πρόσφερε ένα ακόμη έρεισμα στην επιβολή τους στο συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο. Αυτό μπορεί να ερμηνεύσει και την πλήρως διαμορφωμένη οθωμανική συνείδηση του Νικολάου Μαυροκορδάτου. Η υπεράσπιση της οθωμανικής κοινωνίας κατά των παρανοήσεων των Ευρωπαίων παρατηρητών (41) υπογραμμίζει την ταύτιση του με το οθωμανικό πολιτικό περιβάλλον και υποδηλώνει με σαφήνεια το αντικείμενο της νομιμοφροσύνης του.
Η πολιτική και κοινωνική θεωρία τού Νικολάου Μαυροκορδάτου εξέφραζε την τελική σύνθεση της ελληνικής σκέψης στο πλαίσιο αποδοχής της οθωμανικής νομιμότητας. Η πολιτική του θεωρία με την αξιοσημείωτη προσαρμοστικότητα της αντιπροσώπευε το ενδιάμεσο σημείο μεταξύ της βυζαντινής κοσμοθεωρίας, η οποία συνιστούσε την πρωταρχική πνευματική κληρονομιά των ορθόδοξων υπηκόων του Σουλτάνου, και της νεοελληνικής συνείδησης, η οποία, υπό την επίδραση του Διαφωτισμού, έμελλε να δώσει στους Έλληνες νέες δυνατότητες αυτοπροσδιορισμού.
Η πρώιμη φαναριώτικη σκέψη αναζήτησε την ιδεολογική νομιμοποίηση της στην παράδοση της χριστιανικής βασιλείας, η πρωταρχική της ενασχόληση όμως αφορούσε το παρόν, το οποίο συνέθεταν αφενός η οθωμανική πραγματικότητα και αφετέρου ο κοσμοπολιτισμός της ευρωπαϊκής κοινωνίας, πέρα από τα σύνορα του οθωμανικού κράτους. Τόσο ο Αλέξανδρος όσο και ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος είχαν σχέσεις με αυτόν τον ευρύτερο κόσμο και τον γνώριζαν καλά. Η οθωμανική τους συνείδηση συμπληρωνόταν από μια κοσμοπολίτικη ευρωπαϊκή συνείδηση. Το γεγονός αυτό γίνεται αισθητό στα κατ’ ιδίαν φιλολογικά εντρυφήματα του Νικολάου Μαυροκορδάτου και στο ευρύ δίκτυο της αλληλογραφίας του, που του διασφάλισε περίοπτη θέση στην ευρωπαϊκή «πολιτεία των γραμμάτων», τον πρώιμο δέκατο όγδοο αιώνα. Η πυκνή αλληλογραφία του με τον Jean Leclerc, εκδότη του περίφημου περιοδικού του πρώιμου Διαφωτισμού Nouvelles de la republique des lettres, και ο θαυμασμός με τον οποίο τον μνημονεύει ο Γερμανός γραμματολόγος Johannes Fabricius αποτελούν αρκετά σαφή τεκμήρια της θέσης που κατέκτησε στην κοσμοπολίτικη παιδεία του αρχόμενου Διαφωτισμού. Η αλληλογραφία με τον Jean Leclerc διέσωσε και μια ιδιαίτερα σημαντική μαρτυρία των πολιτικών ενδιαφερόντων του Νικολάου Μαυροκορδάτου στις αρχές της δεκαετίας τού 1720: την εκδήλωση της επιθυμίας του ν’ αποκτήσει την Πραγματεία περί Κυβερνήσεως τού John Locke (42). Αυτή είναι η πρώτη μαρτυρία που μας έχει παραδοθεί σχετικά με την παρουσία του Locke στην ελληνική πολιτική και πνευματική παράδοση. Μεταξύ των προσωπικοτήτων της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, η διεθνής ακτινοβολία του Νικολάου Μαυροκορδάτου θα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με εκείνη του συγχρόνου του Δημητρίου Cantemir, τον οποίον αντικατέστησε στον ηγεμονικό θρόνο της Μολδαβίας.
Η πιο χαρακτηριστική έκφραση του κοσμοπολιτισμού του Νικολάου Μαυροκορδάτου περιέχεται στο μυθιστόρημα του Φιλόθεου Πάρεργα, όπου μία διεθνής ομάδα λογίων απολαμβάνει τις τέρψεις ενός μαγευτικού κήπου συζητώντας για ζητήματα γνωσιολογικά, ψυχολογικά, κοινωνικά και μορφωτικά, από τη σκοπιά των κοινών αξιών της κοσμοπολίτικης διανόησης τού πρώιμου Διαφωτισμού. Το διανοητικό πλαίσιο της συζήτησης και οι προσωπικές προτιμήσεις που συμμερίζονταν οι συνομιλητές αναδεικνύονται και από τη σύγκριση με μια άλλη κοσμοπολίτικη εποχή, η οποία διαγράφεται με την τοποθέτηση των συνομιλητών σ’ ένα ελληνιστικό σκηνικό. Είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη η συμμετοχή των καλλιεργημένων Ελλήνων στον πνευματικό κοσμοπολιτισμό της ευρωπαϊκής «πολιτείας των γραμμάτων», πολύ πριν αποκτήσουν ξεχωριστή ιστορική συνείδηση και αίσθημα εθνικής ταυτότητας. Αυτή ήταν μία άλλη εξέχουσα διάσταση της φαναριώτικης παιδείας, που έμελλε να επιβιώσει ακόμη και μετά την υπέρβαση της αρχικής θεωρητικής σύνθεσης των Μαυροκορδάτων από τις νεότερες γενιές των Φαναριωτών.
Αυτό το πολιτισμικό κλίμα εξηγεί γιατί τα πρώτα σημάδια πνευματικής αλλαγής, τα οποία υπαινίσσονται μια ορισμένη δεκτικότητα απέναντι στις φιλοσοφικές ζυμώσεις του πρώιμου Διαφωτισμού, εντοπίζονται στη σκέψη του Νικολάου Μαυροκορδάτου. Διάσπαρτα στα Φιλόθεου Πάρεργα μπορεί κανείς να επισημάνει αρκετά από τα νήματα της φιλοσοφίας τού αρχόμενου Διαφωτισμού. Αφετηρία αυτών των προβληματισμών υπήρξε η διατύπωση ορισμένων επιφυλάξεων απέναντι στον αριστοτελισμό. Για πρώτη φορά στην ελληνική σκέψη εκφραζόταν παρόμοια κριτική. Η πρωτοβουλία αυτή φαίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακή, αν λάβει κανείς υπόψη του τη θέση που είχε ο αριστοτελισμός στο πνευματικό περιβάλλον του Νικολάου (τόσο ο πατέρας του Αλέξανδρος όσο και ο δάσκαλος του Ιάκωβος Μάνος ήταν επιφανείς νεοαριστοτελικοί). Ωστόσο ο Νικόλαος δεν διστάζει να διατυπώσει το θαυμασμό του για τον αυστηρότερο επικριτή του Αριστοτέλη, τον Francis Bacon, (43) και να διακηρύξει την πεποίθηση ότι η «ἀπὸ τῶν αἰσθήσεων ἰθυνομένη φιλοσοφία» των Νεοτέρων ήταν πολύ πιο αξιόπιστη από την αριστοτελική φυσική, (44) για να συμπληρώσει ότι «Εἴ γε ἀναβιῶναι ἐξὸν εἴη τῷ σοφῷ Ἀριστοτέλει [...] ἄσμενον ἂν μαθητὴν γενέσθαι τῶν Νεωτέρων» (45). Με αυτή την παρατήρηση ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος έπαιρνε θέση στη διαμάχη Αρχαίων και Νεοτέρων. Η κριτική του Αριστοτέλη συμπληρωνόταν στις σελίδες του Νικολάου Μαυροκορδάτου με τον έπαινο του Πλάτωνα (46). Ο θαυμασμός του Μαυροκορδάτου για τον Πλάτωνα συνιστούσε ευδιάκριτο στοιχείο της φιλοσοφικής του συγκρότησης, και επισημάνθηκε πολύ εύστοχα από τον σύγχρονο του παρατηρητή της ελληνικής πνευματικής ζωής Δημήτριο Προκοπίου. Η πηγή του πλατωνισμού του Μαυροκορδάτου μπορεί να ανιχνευθεί στον αναγεννησιακό πλατωνισμό του Μαρσιλίου Ficino και του Pico della Mirandola, που εμφανίζονται και οι δύο στο μυθιστόρημα του Φιλόθεου Πάρεργα. (47) Στο κατώφλι του αιώνα του Διαφωτισμού, ο πλατωνισμός του Μαυροκορδάτου αποτελούσε εύγλωττη ένδειξη της θέλησης για χειραφέτηση από την άκαμπτη αυστηρότητα του αριστοτελισμού. Είναι χαρακτηριστικό, ωστόσο, το ότι αυτές οι προτιμήσεις δεν εκφράστηκαν ποτέ δημόσια. Το έργο, στο οποίο ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος διατύπωσε τις επιφυλάξεις του για τον αριστοτελισμό και την προτίμηση του για τη φιλοσοφία των Νεοτέρων, παρέμεινε ανέκδοτο μέχρι το 1800, ίσως επειδή η κοινοποίηση αυτών των απόψεων δεν συμβιβαζόταν με τις απαιτήσεις της βασιλίδας των φαναριώτικων αρετών, της φρόνησης.
Σημειώσεις
18. Cleobule Tsourkas, Les debuts de l’ enseignement philosophique et de la libre pensee dans le Balkans. La vie et l’ oeuvre de Theophile Corydalee, Θεσσαλονίκη 1967, σσ. 33 -80 για τα βιογραφικά του Κορυδαλλέα. Για την κατανόηση της φιλοσοφίας του δασκάλου του Κορυδαλλέα σημαντική είναι η μελέτη του C.B. Schmidt, Cesare Cremonini, un aristotelico al tempo di Galilei, Βενετία 1980, ενώ για τις ιδεολογικές του διαμάχες πρβλ. τις παρατηρήσεις του W. J. Bouwswa, Venice and the Defence of Republican Liberty, Berkeley 1968, σσ. 254 και 501
19. Για την σταδιοδρομία και την πολιτική του Πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρη, βλ. Runciman, The Great Church in Captivity, σσ. 259-288, με επισκόπηση των πηγών στη σ. 259, αλλά ιδίως Gunnar Hering, Οικουμενικό Πατριαρχείο και ευρωπαϊκή πολιτική 1620-1638, μετάφρ. Δ. Κούρτοβικ, Αθήνα 1992, σσ. 30-47, 179-246.
20. Tsourkas, Les debuts de l’ enseignement philosophique. σ. 207
21. Ό.π., σσ. 211-12. Για λεπτομερή ανάλυση της κορυδαλικής φιλοσοφίας βλ. σσ. 219-352, πρβλ. όμως και τις κριτικές παρατηρήσεις του Λίνου Μπενάκη, Ελληνικά, 23 (1970), σσ. 399-404. Μεγάλης σημασίας συμβολή στην προαγωγή της κατανόησης της φιλοσοφίας του Κορυδαλέα στο πλαίσιο της μεταβυζαντινής φιλοσοφικής παράδοσης είναι η ανθολογία κειμένων του Ν. Κ. Ψημμένου, Η Ελληνική Φιλοσοφία από το 1453 ως το 1821, τομ. Α΄: Η κυριαρχία του Αριστοτελισμού. Προκορυδαλική και κορυδαλική περίοδος, Αθήνα 1988, ιδίως σσ. 173-186 και τα κείμενα που ακολουθούν.
22. Από την εκτενή βιβλιογραφία βλ. τις εκτιμήσεις του Cyril Mango, «The Phanariots and the Byzantine Tradition», Byzantium and its Image, Λονδίνο: Variorum, 1984, Μελέτη XVIII (σσ. 41-66), όπου προσφέρεται και κριτική επισκόπηση τής βιβλιογραφίας για το θέμα. Όσα σημειώνει ο Mango είναι διαφωτιστικά, αλλά είναι συζητήσιμη κατά τη γνώμη μου η εκτίμηση του για τον Ρήγα Βελεστινλή ως φορέα της φαναριώτικης παράδοσης κατά την επαναστατική του φάση. Η σημαντικότερη πρόσφατη συμβολή είναι το Symposium: l’ , epoque phanariote, Θεσσαλονίκη 1974, πού προάγει σημαντικά το θέμα. Το παλαιότερο έργο του Ν. N. Iorga, Byzance apres Byzance, Βουκουρέστι 1935, ιδιαίτερα σσ. 220-241, διατηρεί πάντα το ενδιαφέρον του, ενώ για τη νοοτροπία των Φαναριωτών ιδιαίτερα σημαντικά είναι όσα γράφει ο Μ. Ι. Γεδεών, «Περί της Φαναριωτικής κοινωνίας μέχρι των άρχων της ενεστώσης εκατονταετηρίδος», Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, ΚΑ΄ (1887-88, 1888-89), σσ. 55-71.
23. Η βιβλιογραφία για τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο είναι ογκώδης. Η παλαιότερη σκιαγραφία προέρχεται από J. A. Fabricius, Bibliotheca Graeca, τόμ. XI, Αμβούργο 1722, σσ. 774-776, ενώ ουσιώδης εξακολουθεί να παραμένει η συμβολή του Alexandre C. Stourdza, L’ Europe orientale et le role historique des Mavrocordato 1660-1830, Παρίσι 1913, σσ. 30-64. Από τη νεότερη βιβλιογραφία βλ. Κ. ¶μαντος, «Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ο εξ Απορρήτων», Ελληνικά, 5 (1932), σσ. 335-350, όπου καλύπτεται και η παλαιότερη βιβλιογραφία. Από τις πιο πρόσφατες μελέτες, βλ. Nestor Camariano, Alexandre Mavrocordato, le grand dragoman: son activite diplomatique 1673-1709, Θεσσαλονίκη 1970, και για τα βιογραφικά προβλήματα Ζ. Τσιρπανλής, «Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ο εξ Απορρήτων. Νέα στοιχεία και νέες απόψεις», Δωδώνη, 4 (1975), σσ. 273-291.
24. Βλ. Pneumaticum instrumentum circulandi sanguinis sive de motu & usu pulmonum dissertatio philosophico-medica authore Alexandro Maurocordato Constantinopolitano, Βολωνία 1664. Το έργο επανεκδόθηκε στη Φρανκφούρτη το 1665, στη Λιψία το 1682 και επίσης στη Λιψία το 1870 με επιμ. του Μαρίνου Βρετού. Για την ιατρική κατάρτιση τού Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου βλ. και C.S. Bartsocas, «Alexander Mavrocordatos (1641-1709): Physician and Statesman», Journal of the History of Medicine, 28 (1973), σσ. 392- 395.
25. Για τη διδασκαλία στοιχείων τhς «νεωτερικής φυσιολογίας» από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στην Κωνσταντινούπολη, βλ. Δ. Γ. Αποστολόπουλος, «Για την προϊστορία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Στοιχεία Φυσιολογίας τον δέκατο έβδομο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη», Ο Ερανιστής, 11 (1974), σσ. 296-310.
26. Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Ιστορία Ιερά ήτοι τα Ιουδαϊκά, Βουκουρέστι 1716, σ. α΄.
27. Ό.π., προλογικό κείμενο με τίτλο «Ο της Ξυγγραφής Σκοπός», χ.σ.
28. Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Φροντίσματα, Βιέννη 1805.
29. Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Επιστολαί ρ΄, επιμ. εκδ. Θ. Λιβαδά, Τεργέστη 1879, σ. μθ΄
30. Μαυροκορδάτος, Φροντίσματα, σσ. 64-65.
31. Πρβλ. C. Th. Dimaras, «Alexandre Mavrocordato, Machiaveli et la Rochedoucauld», La Grece au temps des Lumieres, Γενεύη 1969, σσ. 19-25. Σύμφωνα με πιο πρόσφατες έρευνες, στα Φροντίσματα του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου θα μπορούσαν να ανιχνευθούν και απηχήσεις τής ευρωπαϊκής «σχολής τού φυσικού δικαίου» και ειδικότερα κάποιες ατομικιστικές απόψεις του Hobbes. Βλ. Δ. Γ. Αποστολόπουλος, Η εμφάνιση της σχολής του φυσικού δικαίου στην «Τουρκοκρατούμενη» ελληνική κοινωνία. Η πρώτη μετακένωση, Αθήνα 1983, σσ. 37-49. Η υπόθεση θα μπορούσε να θεμελιωθεί με βάση μαρτυρίες για τα αναγνώσματα και τη βιβλιοθήκη του Μαυροκορδάτου. Συγχρωτισμός πάντως με το έργο του Hobbes θα αντιπροσώπευε κάπως παράδοξη τροπή των ενδιαφερόντων του μετά την αποκορύφωση της διπλωματικής του σταδιοδρομίας. Η αφομοίωση ιδεών όπως της «αγαθής φιλαυτίας» και της «εαυτού κυριότητος» στα Φροντίσματα θα μπορούσε να γίνει κατανοητή βέβαια σε συνάρτηση με την φαναριωτική νοοτροπία της πολιτικής φρόνησης, αποτελεί όμως εκδήλωση της ανάγκης για «μία νέα ιδεολογία»;
32. Μαυροκορδάτος, Φροντίσματα, σ. 202.
33. Τού ιδίου, Επιστολαί ρ΄, σ. 93.
34. Βλ. Fabricius, Bibliotheca Graeca, τόμ. XI, σσ. 793-795. Για την πολιτική του σταδιοδρομία βλ. Alexandre C. Stourdza, L’ Europe orientale et le role histoqique des Mavrocordato, 1660-1830, σσ. 92-129, και για τις φιλοσοφικές του απόψεις βλ. ¶λκης Αγγέλου, Πλάτωνος Τύχαι, Αθήνα 1963, σσ. 63-81, συνεκτιμώντας όμως και τις παρατηρήσεις του Π. Κονδύλη, Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι φιλοσοφικές Ιδέες, Αθήνα 1988, σσ. 234-235.
35. Νικόλαος Μαυροκορδάτος, «Νουθεσίαι προς τον υιόν αυτού Κωνσταντίνον», (1726) και «Εγχειρίδιον εν ω γνώμαι και φροντίσματα περί ήθη και πολιτείαν», Eudoxiu De Hurmuzaki, Documnte privitoare la Istoria Romanilor,, τόμ. XIII, έπιμ. Αθανασίου Παπαδοπούλου Κεραμέως, Βουκουρέστι 1909, σσ. 461-504.
36. Νικόλαος Μαυροκορδάτος, Περί καθηκόντων βίβλος. Liber de officiis,, Λιψία 1722, κεφάλαιο Χ, σσ. 32-45. Για τις οφειλές του Μαυροκορδάτου στον Κικέρωνα στη σύνταξη του Περί καθηκόντων, βλ. και Ρ. Noutsos, «Nicolas mavrocordatos et Ciceron», Δωδώνη, 11 (1982), σσ. 217-225.
37. Περί καθηκόντων, κεφ. ΙΙΙ-ΙΧ, ΧΙV-ΧV. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτες οι σσ. 16-17, όπου τονίζεται η ανάγκη της επιτέλεσης πράξεων ευσέβειας: εξωραϊσμός των εκκλησιαστικών κτηρίων και προστασία της Εκκλησίας με κάθε μέσο.
38. Ambrosius Marlianus, Θέατρον Πολιτικόν, μετάφραση Ν. Μαυροκορδάτου, εκδ. Σεραφείμ Πισιδίου, Λιψία 1758. Η αυθεντικότητα της απόδοσης της μετάφρασης στον Ν. Μαυροκορδάτο αμφισβητήθηκε από την Α.Camariano, Revista Istorica Romana, 11-12 (1941-1942), σσ. 259-260. Αυτό, ωστόσο, δεν κάνει τη μετάφραση αυτή λιγότερο αντιπροσωπευτική των πολιτικών ιδεών που κυριαρχούσαν στο φαναριωτικό περιβάλλον, δεδομένου ότι και ο υποτιθέμενος πραγματικός μεταφραστής Ιωάννης Αβράμιος ήταν ανώτερος αξιωματούχος στην αυλή του Νικολάου.
39. Θέατρον πολιτικόν, ό.π., passim.
40. Για τις μακρινές Μεσανατολικές και Ελληνιστικές πηγές της πολιτικής αυτής παράδοσης και τον εκχριστιανισμό της στο Βυζάντιο, βλ. Francis Dvornik, Early Christian and Byzantine Political Philosophy, 2 τόμοι, Washington, D.C. 1966, ιδιαίτερα τα κεφ. V, VII, Χ-ΧΙΙ
41. Νικόλαος Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτος, Φιλόθεου Πάρεργα, επιμ. Γρηγορίου Κωνσταντά, Βιέννη 1800, σσ. 24-25, 35-38, 123. Νέα εκδ. J. Bouchard, Αθήνα 1989. Για τη σημασία του έργου αυτού ως αφετηρίας του «αιώνα των Φαναριωτών», βλ. Κ. Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα 1977, σσ. 263-282. Η ταύτιση με την οθωμανική εξουσία διαφαίνεται και στο Περί Καθηκόντων, σ. 110.
42. Βλ. Jacques Bouchard, «Les relations epistolaires de Nicolas Mavrocordatos avec Jean Le Clerc at William Wake», Ο Ερανιστής, 11 (1974), σσ. 67-92. Η μνεία του Locke στη σ. 77.
43. Φιλοθέτου Πάρεργα, σ. 61 [= εκδ. Bouchard, σ. 126].
44. Ό.π., σσ. 24-25 [Bouchard, σ. 86].
45. Ό.π., σ. 54 [Bouchard, σ. 120].
46. Ό.π., σ. 113, πρβλ. σσ. 52-54, 120-121 [Bouchard], σσ. 118, 184- 186]: μνείες των Πλατωνικών διαλόγων Φαίδων, Φαίδρος, Πολιτεία, Νόμοι και Τίμαιος.
47. Φιλόθεου Πάρεργα, εκδ. Bouchard, σ. 178. Κατά την εποχή της διοίκησης του Νικολάου στη Βλαχία τα έργα του Πλάτωνα Κρίτων και Φαίδων διδάσκονταν στην Ακαδημία τού Βουκουρεστίου το 1726-1727 από τον φίλο τού Νικολάου Γεώργιο Χρυσογόνη τον Τραπεζούντιο. Ο Δημήτριος Προκοπίου, «Έπιτετμημένη επαρίθμησις των κατά τον παρελθόντα αιώνα λογίων Γραικών, και περί τίνων εν τω νυν αιώνι ανθούντων», Bibliotheca Graeca, Ι. Α. Fabricii, τόμ. XI, Αμβούργο 1722, σ. 793, σημειώνει ότι ο «Νικόλαος, υιός Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου», υπήρξε «μάλιστα Πλάτωνος εραστής, αλλ’ ανιχνευτής και των νεωτέρων και επαινετής», θα πρέπει να επισημανθεί ότι η απόκλιση προς τη φιλοσοφία του Πλάτωνα πιθανόν να μπορούσε να συσχετισθεί με τον αντιαριστοτελισμό του D. Cantemir, η πνευματική προσωπικότητα του οποίου δέσποζε στις ηγεμονίες την εποχή ακριβώς πριν την άφιξη του Ν. Μαυροκορδάτου. Βλ. Vlad Georgescu, Political ideas and the Enlightenment in the Romanian Principalities, Boulder 1971, σ. 75.
48. Για τον «θρησκευτικό ουμανισμό» στην ελληνική παιδεία, Ιδιαίτερα στον δέκατο έβδομο αιώνα, βλ. Κ. θ. Δημαράς, Ιστορία τής νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα (6) 1975, σσ. 45-64, 86-96, 104-108.
49. Μεθόδιος Ανθρακίτης, Θεωρίαι Χριστιανικαί, Βενετία 1699, σ. 7.
50. Ό.π., σσ. 210-211, 216, 224.
51. Ό.π.,σσ. 231-232.
52. Το παράθεμα από τον Ανθρακίτη, ό.π., σ. 215. Το κείμενο του Δαμασκηνού Στουδίτη εκδίδεται από το χειρόγραφο 764 της Μονής Ιβήρων από την Ελένη Κακουλίδη, «Δαμασκηνού Στουδίτη Διάλογος», Δωδώνη, 3 (1974), σσ. 443-458.
53. Μανουήλ Γεδεών, Η πνευματική κίνησις του γένους κατά τον ΙΗ΄ και Ιθ΄ αιώνα, επιμ. Α. Αγγέλου και Φ. Ήλιου, Αθήνα 1976, σ. 99.
54. Μεθόδιος Ανθρακίτης, Οδός Μαθηματικής (μετάφραση από τα λατινικά), επιμ. Μπαλάνου Βασιλοπούλου, τόμοι Α΄, Β΄, Γ΄, Βενετία 1749.
55. Πρβλ. Pauls Hazard, The European Mind, σσ. 133-138.
56. Εκτός από τις παρατηρήσεις του Γεδεών, άλλες πηγές για την περίπτωση Ανθρακίτη δίνει ο Γ. Π. Κουρνούτος, «Σχολεία τής Τουρκοκρατούμενης Καστοριάς», Γέρας Αντωνίου Κεραμοπούλου, Αθήνα 1953, σσ. 445-448, 458-463 και ο ¶. Αγγέλου, «Η δίκη του Μεθόδιου Ανθρακίτη», Αφιέρωμα εις την Ήπειρον, επιμ. Λ. Βρανούση, Αθήνα 1956, σσ. 168-182.
57. Το κείμενο τής ομολογίας τού Ανθρακίτη δημοσιεύτηκε από τον Δ. Χατζή, Ελληνικά, 17 (1962), σσ. 296-300 με σχόλια σσ. 300-306.
58. Για το κείμενο του αφορισμού που εκδόθηκε από τη Σύνοδο τον Αύγουστο τού 1723, βλ. Εκκλησιαστική Αλήθεια, τόμ. Β΄ (1881-1883), σσ. 495-500. Πρβλ. Γεδεών, ο.π., σσ. 52-53, 99-101.
Πηγή: Νεοελληνικός Διαφωτισμός, οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, Πασχάλη Μ. Κιτρομήδη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Μετάφραση Στέλλα Νικολούδη, Αθήνα 1966, σσ. 29 - 42, 521 - 525
Του Αθανασίου Ι. Καλαμάτα.
Ουδεμία αμφισβήτηση επιδέχεται το γεγονός, ότι ο ρόλος της Εκκλησίας υπήρξε πάντα μαρτυρία και μαρτύριο. Εξ’ ού και η τιμή στους αγίους, τιμή που συνιστά το ορθόδοξο ήθος της. Αξίζει εδώ, να υπενθυμίσουμε την άποψη του π. Δ. Στανιλοάε, ότι η αγιότητα είναι «η ελευθερία από την αμφιβολία που περιορίζει τον άνθρωπο στον εαυτό του και ο άγιος είναι η επανόρθωση του παραμορφωμένου, από το ζωώδες, ανθρώπινου είναι, η ανθρώπινη φύση στην τελειότητά της εν Χριστώ» [1].
Η Εκκλησία στη μακρά διάρκεια της ιστορίας της, στηριγμένη στην εμπειρία των αγιών, διέσωσε την πνευματική υπόσταση και την ιστορική μαρτυρία της, χωρίς να υποτάσσεται σε καμιά θρησκευτικότητα. Γι’ αυτό στάθηκε ασυμβίβαστη, όχι μόνο σε κάθε μορφή θρησκευτικότητας, αλλά και στην εκκοσμίκευση. Αυτή η ασυμβατότητα, την έκαμε πολλές φορές να κρατά μια κριτική στάση απέναντι στα κυρίαρχα ιδεολογικά ρεύματα, τα οποία πάντοτε προσπαθούσαν να μεταβάλλουν την ασκητική σοφία της, σ’ ένα ουδετεροποιημένο αντικείμενο και να την περιορίσουν μόνο στην περιοχή της γνώσεως. Φέρνουμε ως παράδειγμα την ησυχαστική παράδοση του 14ου αιώνα και την αναγέννηση αυτής με την κολλυβαδική του 18ου αιώνα.
Και στις δύο περιπτώσεις, είναι σαφές ότι συγκρούσθηκαν δύο σαφώς αντιτιθέμενοι κόσμοι, η υπερβατική Ανατολή με την ενδοκοσμική Δύση, με αποτέλεσμα χάρη στην πρώτη να διαφυλαχθούν απαραχάρακτες οι οντολογικές προϋποθέσεις, που πάντοτε καθιστούσαν την Εκκλησία αληθινή κιβωτό σωτηρίας. Αυτό το χαρακτηριστικό την έκαμε να θέσει στο περιθώριο κάθε εξωτερικό σχήμα και η ίδια με βάση την ευχαριστιακή της ζωή, σε καιρούς ιδιαίτερα χαλεπούς, όπως λόγου χάριν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας να είναι «καινός τρόπος», πραγματώνοντας έτσι τη σωτηρία των υπόδουλων των Ελλήνων από λογής - λογής παραχαράξεις της πίστης. Τούτο επαληθεύεται από το ότι πολλοί λόγιοι διδάσκαλοι του Γένους, κληρικοί οι περισσότεροι, προσπάθησαν να αναχαιτίσουν το ρεύμα κάθε αιρετικής απόκλισης και αλλαξοπιστίας ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων με ειδικές συγγραφές, που σκοπό είχαν να καταδείξουν τη διατήρηση της ελληνορθόδοξης παράδοσης.
Όσο όμως και αν φαίνεται παράδοξο, κατά την αυτή περίοδο της Τουρκοκρατίας η Εκκλησία μολονότι με σφοδρότητα αντιπαρατέθηκε σε ιδεολογικά σχήματα, εν τούτοις δεν είναι λίγες οι φορές που υποτάχθηκε σ’ αυτά. Εκκοσμικεύτηκε. Προσέλαβε κοσμικό ήθος, με αποτέλεσμα να αλλοτριωθεί, χάνοντας την πνευματική της ικμάδα και δύναμη. Δεν ήταν λίγα τα ιδεολογικά σχήματα που υποκατέστησαν το οντολογικό κέντρο της χριστιανικής ζωής με την παραφθαρμένη εκδοχή που ήθελε την πίστη να κατακτάται δια της γνώσεως. Έτσι, αν και εξωτερικά διατηρήθηκε το μόρφωμα της Εκκλησίας, ουκ ολίγες φορές κινδύνεψε και έχασε την πνευματικότητά της. Στην προκείμενη περίπτωση η αλλοτρίωση αυτή έγινε αρχικά μέσω της Θεολογίας. [σημ: εννοεί τον σχολαστικισμό και την «θέωση» όχι με προϋπόθεση την καθαρή καρδιά αλλά με την γνώση θεολογικών κειμένων, κάτι ανάλογο δηλαδή με τον γνωστικισμό]
Υπό τις σαφείς επιρροές που δέχθηκε από τη δυτική φιλοσοφικοθεολογική σκέψη - κυρίαρχο εδώ υπήρξες το ρεύμα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού - έχασε το βαθύτερο οντολογικό της προσανατολισμό και άρχισε να υπηρετεί τα σχήματα της ανθρώπινης γνώσεως. Έγινε έτσι ένα σχηματοποιημένο θεολογικό σύστημα, το οποίο υποκλέπτοντας το εσχατολογικό περιεχόμενο της διδασκαλίας της, αντί να υπηρετεί την οντολογική μεταμόρφωση και τη διάσωση του εκκλησιαστικού ήθους, κατέληξε να αναπαράγει θεολογικά σχήματα παντελώς ξένα προς τη μακρόσυρτη παράδοσή της. Με ένα λόγο μετατράπηκε σ’ ένα εξουσιαστικό σχήμα ιεραρχικής δομής, που πιστά το αντέγραψε από την αποξηραμένη πνευματικά Δυτική Εκκλησία με καθαρά κοσμικό εξουσιαστικό μηχανισμό κάμνοντάς την να αποκτήσει κρατική υπόσταση [2].
Σκοπός, βέβαια, εδώ δεν είναι να καταδείξουμε τις αιτίες που απομάκρυναν την Ανατολική Εκκλησία από την ελληνορθόδοξη παράδοσή της. Αυτό μπορεί να το βρει ο καθένας μελετώντας τη ζωή και το έργο Ελλήνων λογίων της Τουρκοκρατίας στην πλειονότητά τους κληρικοί, που υπερασπίστηκαν την παράδοση της Εκκλησίας έναντι των δυτικών ιδεολογιών, κυρίως των παπικών, των προτεσταντικών διαφωτιστικών, όπως λόγου χάριν ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος, ο Ιερεμίας Β΄ Τρανός, ο Παχώμιος Ρουσάνος, ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, ο άγιος Αθανάσιος Πάριος και πολλοί άλλοι. Έχει όμως σημασία να κατανοήσουμε ότι οι δυνάμεις που στους χρόνους της δουλείας ενήργησαν και υπέσκαψαν καταλυτικά τα πνευματικά θεμέλια της ελληνορθόδοξης Ανατολής ήταν ο Σχολαστικισμός και ο Διαφωτισμός.
Και τα δύο αυτά μεγέθη, γεγονός είναι, ότι ποικιλότροπα επηρέασαν πολλούς ορθόδοξους διδασκάλους λογίους που έζησαν και έδρασαν στην Ευρώπη [3]. Ο Σχολαστικισμός όπως αυτός δοκιμάστηκε στον ρωμαιοκαθολικισμό με τον θωμιστικό αριστοτελισμό και αργότερα με τον πιετισμό δικαιώθηκε στην προτεσταντική μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα, αλλοτρίωσε τις βιωματικές ρίζες της ελληνορθόδοξης παράδοσης. Ο Διαφωτισμός ειδικότερα γοήτευσε, καθώς υπήρξε φορέας καινούριων δημιουργικών ιδεών, που κυρίως αφορούσαν τη φιλοσοφία και τις επιστήμες, θέτοντας με τον τρόπο αυτό στο περιθώριο κάθε μεσαιωνική δεισιδαιμονία και πολιτισμική αποτελμάτωση. Γι’ αυτό και η επιρροή των δύο αυτών ρευμάτων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη υπήρξε καίρια και σε πολλές περιπτώσεις έγινε αποδεκτή, χωρίς κριτικές αντιστάσεις οι οποίες όπως ήταν λογικό θα ‘πρεπε να προέρχονται εξ ολοκλήρου από την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία.
Έχοντας αυτό το σκηνικό υπ’ όψη, είναι ευτύχημα το γεγονός που κατά την τελευταία εικοσαετία, έχει ήδη αρχίσει να γίνεται πράξη μια διαφορετική ανάγνωση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Μια ανάγνωση υπό το πρίσμα των κριτηρίων της ορθόδοξης παράδοσης. Αυτή η διαφορετική αποτίμηση μας πηγαίνει κατευθείαν σε πρόσωπα που αντιστάθηκαν στο ρήγμα που προκάλεσε το κίνημα στη νεοελληνική συνείδηση. Μιλούμε εδώ την ιδεολογία του Αντιδιαφωτισμού [4], η οποία στάθηκε αντίθετη στη μετακένωση στην καθ’ ημάς Ανατολή των φιλοσοφικών, εκπαιδευτικών και κοινωνικοπολιτικών ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και εκφράστηκε από λογίους κληρικούς και διδασκάλους, όπως ο άγιος Αθανάσιος Πάριος, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων κ.α.
Θεωρούμε βέβαια εδώ, απαραίτητη μια διαφορετική αξιολόγηση των ιδεών του Νεοελληνικού Διαφωτισμού μακριά από ιδεολογικούς εγκλωβισμούς, όπως μέχρι σήμερα μας έχει συνηθίσει μια πλευρά της ιστοριογραφίας, η οποία μολονότι προσέφερε τα μέγιστα στην ερευνητική θεώρησή του, δεν κατάφερε να αποτιμήσει ορθά την άλλη όψη του. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση κορυφαίων Ελλήνων μελετητών του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, που ακόμη συνεχίζουν να αποτιμούν το κίνημα αυτό υπό τη σκοπιά μιας μυωπικής προοδευτικότητας.
Θέσεις και απόψεις, ομολογουμένως βέβαια ορθές, όπως λόγου χάρη ότι ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός λειτούργησε ανατρεπτικά και ενάντια στον ασφυκτικό κλοιό της τότε θρησκευτικής αυθεντίας - ωστόσο η απόρριψη του Βυζαντίου εδώ υπήρξε σαφής - και ότι στόχο είχε την πρόοδο των επιστημών [5], φρονούμε ότι επαληθεύει την παραπάνω άποψή μας. Όσο αξιόπιστη όμως και αν φαίνεται η θεώρηση αυτή, είναι άκρως μονότροπη και διαβλέπει μόνο τη μια όψη του ζητήματος. Ειδικότερα, στην αποκρυπτογράφηση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, για να είμαστε τίμιοι με την ιστορική επιστήμη, οφείλουμε να προσέξουμε ιδιαίτερα και κάτι που ίσως διαφεύγει της σκέψης μελετητών, όπως ο Κ. Θ. Δημαράς, ο Α. Αγγέλου, η Αικατερίνη Κουμαριανού, ο Φ. Ηλιού για να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα[6]. Τι είναι αυτό. Εξηγούμαστε, υιοθετώντας την θέση του π. Ιωάννου Ρωμανίδη: «η Ορθοδοξία του Κοραή αντικατέστησε α) την κάθαρση της καρδίας δια της χρεωκοπημένης πλέον φιλοσοφικής ηθικής, β) τον φωτισμόν της καρδίας δια του ετοιμοθανάτου μεταφυσικού φωτισμού της διανοίας και γ) την προ του θανάτου θέωσιν δι’ ουδενός. Απέστειλεν δηλαδή την Ορθοδοξίαν εις την ειδωλολατρίαν των αρχαίων Ελλήνων όπως εύρη τα τετριμμένα θεμέλια, άτινα είχον ήδη εύρει οι Φράγκοι ακολουθούντες τον Αυγουστίνον»[7].
Φυσικό επακόλουθο των παραπάνω, η βίαιη αποκοπή του Γένους από τη βυζαντινή παράδοση και η εξ αλλοτρίων κέντρων επιβολή ηθικών και φιλοσοφικών αρχών που προερχόταν κατευθείαν από την αρχαιοελληνική κληρονομιά. Γι’ αυτό και η διάπλαση της ιστορικής συνείδησης του Νεότερου Ελληνισμού στηρίχθηκε εξ ολοκλήρου στους Αρχαίους Έλληνες. Το ιστορικό λοιπόν ατόπημα ήδη είχε συντελεσθεί. Κι αυτό, διότι, ακόμη και σήμερα δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το εξής απλό: ότι δηλαδή, ένα από τα θεμελιώδη μαθήματα που μας παρέδωσε η μακρόσυρτη βυζαντινή κληρονομιά, είναι αυτό που θέλει την Ορθοδοξία να εμπεριέχει ολάκερο τον Ελληνισμό και όχι αντίστροφα, ο Ελληνισμός την Ορθοδοξία [8].
Τούτο το καίριο κατά τη γνώμη μας γεγονός, ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός βαθιά το αγνόησε «υπό το μανδύα της προοδευτικότητας»[9]. Γι’ αυτό και λόγιοι που στην πλειονότητά τους ήσαν κληρικοί και μάλιστα οι περισσότεροι για κάποιο χρονικό διάστημα αγιορείτες, παρέμειναν καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου τους κοσμικοί δάσκαλοι και συγγραφείς, όπως λόγου χάριν ο Ιώσηπος Μοισιόδακας και ο Βενιαμίν Λέσβιος. Ειδικότερα στην περίπτωση του Λεσβίου τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: σε καμιά περίπτωση δεν μπόρεσε να κατανοήσει την κριτική που του άσκησε ο αντίπαλός του Αθανάσιος Πάριος, αρχηγέτης των Κολλυβάδων Πατέρων, όπου μέσα σε ένα κλίμα ορθολογισμού και αστικού φιλελευθερισμού που προωθούσε η ευρωπαϊκή και η ελληνόφωνη διανόηση, αποκάλυπτε μια απροσδόκητη για την εποχή του θεολογική εγρήγορση, τροφοδοτώντας το Γένος με όλα εκείνα τα στοιχεία για πνευματική και πολιτισμική αυτάρκεια και αυτοσυνειδησία.
Υπό το πρίσμα λοιπόν αυτό, μια διαφορετική θεώρηση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού θα μπορούσε να καταγραφεί ως εξής. Μέχρι σήμερα στην πνευματική ζωή του ελληνικού 18ου αιώνα και ειδικότερα στα χρόνια 1770-1821, το κίνημα που ενέπνευσε παιδευτικά, κοινωνικά και πολιτικά το όραμα της ανάτασης του Γένους χαρακτηριζόταν ως «εποχή των φώτων». Επιφανέστερος εκπρόσωπος του αναμφισβήτητα υπήρξε ο Αδαμάντιος Κοραής. Το Παρίσι όπου έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του αποτελούσε για την εποχή του 18ου αιώνα κοιτίδα παραγωγής ριζοσπαστικής σκέψης και κριτικού διαλόγου. Χάρη σ’ αυτόν τον πολυσυζητημένο διδάσκαλο του Γένους και διαπρεπή φιλόλογο, συντελέστηκε η περιώνυμη μετακένωσις [10], δηλαδή η μεταφύτευση των νεωτερικών ιδεών που πυροδότησαν ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση στο χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης [11].
Από τη δική μας σκοπιά εδώ μας ενδιαφέρουν κάποια άλλα ουσιώδη γνωρίσματα του ρεύματος αυτού, που συνήθως κυρίως για ιδεολογικούς λόγους αποσιωπώνται[12].
Πρώτον, ο Διαφωτισμός διαπνεόταν από αντιεκκλησιαστικό και αντικληρικό πνεύμα, γεγονός που επηρέασε σημαντικά μερίδα Ελλήνων λογίων, όπως λόγου χάρη τον Κοραή[13]. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις ευρωπαίων φιλοσόφων που με σαφή την αρνητική θέση τους απέναντι σε θρησκευτικά ζητήματα, επιζητούσαν την αποδέσμευση της θρησκευτικότητας από τον άνθρωπο (αξίζει εδώ να τονίσω ότι ο Κοραής εξήγγειλε την απαγόρευση του ράσου και ζητούσε την κατάργηση των μοναστηριών) |
Δεύτερον, υπερτόνιζε τον ηθικισμό σε βάρος του εκκλησιαστικού γεγονότος. Αυτό στάθηκε η αιτία Θεολογία και Εκκλησία κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες, αντί του γεγονότος της Αναστάσεως που πρόβαλλε η παράδοσή της, να γνωρίσει το στυγνό ηθικισμό του πιετισμού (ευσεβισμού), που με νομικίστικο τρόπο οδήγησε σε παραμορφώσεις ολάκερη τη διδασκαλία της [14]. |
Τρίτον, ο Διαφωτισμός στράφηκε ανοιχτά εναντίον του έως τότε παραδοσιακού τρόπου αγιογράφησης των ορθοδόξων ναών (ο Κοραής προπαγάνδιζε την εισαγωγή δυτικών εικόνων στους ναούς), με αποτέλεσμα τη βαθμιαία διείσδυση του κοσμικού στοιχείου στην εκκλησιαστική τέχνη. Εδώ, βέβαια, ξανά ο Κοραής ούτε που μπόρεσε να υποψιαστεί, ότι οι Μονές, ως εργαστήρια αντιγραφής κωδίκων, εκκλησιαστικής ζωγραφικής και συγκρότησης πλουσιότατων βιβλιοθηκών, υπήρξαν τα κέντρα εκείνα που συνέβαλλαν στη διατήρηση του «ενδόξου βυζαντινισμού», όπως θα ‘λεγε κι ο Καβάφης. |
Και τέταρτον, χωρίς φειδώ εξήρε μονόπλευρα το όραμα της ανάστασης της Αρχαίας Ελλάδας (νεοκλασικισμός)[15] και απέρριπτε απερίφραστα το Βυζάντιο και ότι συνδεόταν με αυτό[16]. [Σημ: αποτέλεσμα μακροπρόθεσμο είναι η σημερινή εμφάνιση της πλάνης του παγανισμού] |
Φυσικά η πορεία του Διαφωτισμού, ακριβέστατα η «βίαιη μεταφύτευση» των νέων ιδεών στην καθ’ ημάς Ανατολή, δεν υπήρξε απρόσκοπτη. Παραλείποντας τις γνωστές σε όλους τους πολεμίους του Κοραή απόψεις - στην περίπτωση αυτή αξίζει να σημειώσουμε τη σύγκρουσή του με τον Αθανάσιο Πάριο και τον Παναγιώτη Κοδρικά [17] - τις δηκτικές και επιγραμματικές ρήσεις του γενναίου οπλαρχηγού του Αγώνα Μακρυγιάννη [18], τη μεγάλη σύγκρουση του Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων με τον Θεόκλητο Φαρμακίδη [19], υπογραμμίζουμε ένα γεγονός που μας φέρνει κατευθείαν στην καρδιά του προβλήματος.
Πρόκειται για τη μεγάλη πνευματική άνθηση στο ¶γιο Όρος τον 18ο αιώνα, που άρχισε με τους Κολλυβάδες Πατέρες και που προσφυώς ονομάστηκε φιλοκαλική αναγέννηση [20]. Ισχυρός συνδετικός κρίκος με το βυζαντινό ησυχασμό του 14ου αιώνα, η κολλυβαδική θεολογία [21] με μια τριανδρία αγίων, τον Νικόδημο Αγιορείτη, το Αθανάσιο Πάριο και τον Μακάριο Νοταρά επέτυχε την τροφοδότηση το υπόδουλου Γένους με μια σειρά κειμένων πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας, με κορυφαίο αυτό της Φιλοκαλίας των Ιερών Νηπτικών Πατέρων (Βενετία 1782). Το ασκητικό ιδεώδες της Ορθοδοξίας, για μια ακόμη φορά προερχόμενο μέσα από το μοναχισμό, το οποίο παρεμπιπτόντως εδώ ιδιαίτερα τονίζουμε, δεν αντιτασσόταν σε κάθε μορφής νεωτερισμό - τούτη η άποψη πολύ απλουστευτική, φτηνή ιστορική και απολογητική καρικατούρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί - έδινε στην υπόδουλη ρωμηοσύνη λόγο υπαρκτικής αφύπνισης στις ουσιώδεις πνευματικές ανάγκες που τότε είχε [22].
Τελεσφόρα με βάση τις παραπάνω επισημάνσεις θεωρούμε αναγκαία μια θεώρηση που να καταδεικνύει την κριτική στάση που κράτησαν έναντι του Διαφωτισμού οι Αντιδιαφωτιστές λόγιοι. Η περίπτωση του αγίου Αθανασίου Παρίου και των ιδεολογικών διενέξεων με τους κατηγόρους του, που πάνω απ’ όλα βέβαια φανερώνουν τα επιτεύγματα του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού, καταδεικνύει την εξής σημαντική συνιστώσα, που μέχρι σήμερα δεν έχει μελετηθεί επαρκώς: στο επίπεδο των παιδευτικών αξιών του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, αναμφισβήτητα αντλημένων από το οπλοστάσιο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, μολονότι σ’ ότι αφορά τον Πάριο και τον αντίπαλό του Λέσβιο, αρκετές φορές έχει εμφανιστεί το ζεύγμα «διαφωτιστής - σκοταδιστής» - εκ πρώτης όψεως βέβαια από αυτό, διαφαίνεται ότι περιγράφει το περιρρέον πολιτισμικό κλίμα του τότε ελληνισμού - ελάχιστα έχουν επισημανθεί οι ιδεολογικές συνιστάμενες που να αποτιμούν τον πρώτο με ορθοδοξοπατερικό και αγιοπατερικό κριτήριο.
Τούτο άμεσα συνδέεται και με την ερμηνεία που μέχρι σήμερα έχει δοθεί στην αρνητική στάση που κράτησε η Εκκλησία έναντι του Διαφωτισμού. Ερμηνεύτηκε και συνεχίζει να ερμηνεύεται ως στάση απόλυτης ιδεολογικής αγκύλωσης και φόβου, μήπως η φωτισμένη τότε Δύση διέγραφε με μια μονοκονδυλιά την παράδοση της [23]. Τούτη η εκδοχή, έχει κατά πολύ σήμερα μετριαστεί μιας και δεν μπορεί στα σοβαρά να τη λάβει κανείς υπόψη. Κι αυτό γιατί κάθε αντίδραση σε οτιδήποτε νεωτερικό, γινόταν χάρη της προσπάθειας διαφύλαξης της ελληνορθοδοξίας, αυτή δηλαδή που εξασφάλιζε και καθόριζε τη συγκεκριμένη εκείνη εποχή τον υπόδουλο Ελληνισμό. ¶λλωστε η Εκκλησία ήταν αυτή, που καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας υπήρξε η μήτρα του πολιτισμού σε όλες τις εκφάνσεις του, το «λαϊκό πανεπιστήμιο» που διέσωσε την «ακεραιότητα του ελληνικού λαού», καθώς έλεγε ο Στήβεν Ράνσιμαν και που ρωμαλέα αντιστάθηκε στην αμάθεια και την εγκατάλειψη. Η ίδια επίσης αναδείχθηκε φυτώριο όχι μόνο «συντηρητικών», αλλά και «προοδευτικών» λογίων, όπως ο Μεθόδιος Ανθρακίτης και ο Ευγένιος Βούλγαρις, οι οποίοι παρότι τις παλινωδίες τους σε φιλοσοφικά και επιστημονικά ζητήματα, προσπάθησαν να συγκεράσουν πολλές φορές πράγματα που θεωρούνταν αντίθετα μεταξύ τους, φυσικές και μαθηματικές επιστήμες με τη μεταφυσική και τη Θεολογία, κάτι που ασφαλώς γινόταν και στο Βυζάντιο[24].
Ως εκ τούτου λοιπόν, με βάση την αγιότητα, χαρισματικός φορέας της οποίας ήταν ο Αθανάσιος Πάριος, αποτέλεσε το αντίβαρο που εμπειρικά και δυναμικά αναψηλάφησε το αίτημα της επιστροφής στους Πατέρες της Εκκλησίας, αποτιμώντας κριτικά το έτερο αίτημα που ήθελε τον υπόδουλο Ελληνισμό, χωρίς αντιστάσεις να εξαρτάται από τη Λατινική Δύση.
Σημειώσεις
[1] Προσευχή, ελευθερία, αγιότητα, Αθήνα 1990, σ. 69.
[2] Στην Ελλάδα η τάση να ομοιάσομε στη Δύση δημιούργησε έναν άκριτο πολλές φορές θαυμασμό γι’ αυτή, με αποτέλεσμα, ιδιαίτερα στα μετεπαναστατικά χρόνια, το φαινόμενο του «ραγιαδισμού» να είναι εντονότερο. Υπό το καθεστώς της Βαυαροκρατίας οι μακρόσυρτες δομές του ελληνορθόδοξου πολιτισμικού γίγνεσθαι περιθωριοποιήθηκαν και κάθε μορφή εκκλησιαστικής έκφρασης αντικαταστάθηκε από μια κακέκτυπη πνευματικότητα που μόνο στο όνομα ήταν ορθόδοξη. Στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος εισήλθε η νοοτροπία των ευσεβιστικών οργανώσεων, οι οποίες δομημένες πάνω στα πρότυπα των δυτικών εκκλησιαστικών ταγμάτων το ταλαιπώρησαν για μακρά χρονική περίοδο. Τούτη η ιστορική πραγματικότητα του Ελληνισμού, η πολιτισμική εξάρτησή του από τα διαφωτιστικά κακέκτυπα της Δύσης, εν πολλοίς διαφαίνεται μέσα στο έργο των επιγόνων του Διαφωτισμού που «καθαρά και ξάστερα» αγνόησαν το πρόπλασμα της ορθόδοξης παράδοσης, αδυνατώντας με τον τρόπο τους, δημιουργικά να το μπολιάσουν στο πολιτισμικό πλαίσιο της διαφωτισμένης Ευρώπης. Τη σύγχυση αυτή σοφά καυτηρίασε ο Μακρυγιάννης: «Διέλυσαν τα μοναστήρια. συμφώνησαν με τους Μπαυαρέζους και πούλαγαν τα δισκοπότηρα κι’ όλα τα γερά εις το παζάρι... Αφάνισαν όλως διόλου τα μοναστήρια, και οι καημένοι οι καλόγεροι, οπού αφανίστηκαν εις τον αγώνα, πεθαίνουν της πείνας μέσα στους δρόμους, οπού αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της επανάστασής μας. Ότι εκεί ήταν και οι τζεμπιχανέδες μας κι’ όλα τ’ αναγκαία του πολέμου. Ότ’ ήταν παράμετρον και μυστήριον από τους Τούρκους. Και θυσίασαν οι καημένοι οι καλόγεροι και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι εις τον αγώνα»,. Απομνημονεύματα. Κείμενον, Σχόλια, Εισαγωγή Γιάννη Βλαχογιάννη, έκδοσης Β’ , τόμος Β’ , Αθήνα 1947, σ. 75. Για την κατανόηση των ζητημάτων αυτών ουσιώδους σημασίας είναι το εκτενές έργο του Χρ. Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεότερη Ελλάδα, Δόμος, Αθήνα 1996.
[3] Ζ. Τσιρπανλή, Οι Μακεδόνες σπουδαστές του Ελληνικού Κολλεγίου Ρώμης και η δράση τους στην Ελλάδα και στην Ιταλία (16ος - 1650), Θεσσαλονίκη 1971. Του ιδίου, Το Ελληνικό Κολλέγιο της Ρώμης και οι μαθητές του 1576-1700, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1980.
[4] Π. Κιτρομηλίδη, Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1996, σσ. 439-443.
[5] Για τους περισσότερους Έλληνες διαφωτιστές, υπήρξε άκρως σημαντικό το γεγονός ότι δεν μπορούσε να εννοηθεί ανάπτυξη της φιλοσοφικής σκέψης μακρυά από τις επιστήμες. Η φιλοσοφική σκέψη όφειλε να συνδέεται με «πάσαν επιστήμην ανθρώπινην», η οποία «ερευνά τας φύσεις των πραγμάτων» και στηρίζεται στη «χρείαν, ήτις ζωννύει πανταχόθεν την ζωήν ημών» και γι’ αυτό απατάται όποιος νομίζει ότι «μπορεί να είναι αληθινά φιλόσοφος, χωρίς την σπουδήν των φυσικών επιστημών», μαρτυρεί ο Ιώσηπος Μοισιόδακα, Απολογία, [Βιέννη 1780], σ. 85. Και σε άλλο μέρος της επαναλαμβάνει τον προβληματισμό αυτό: «είναι η υγιής Φιλοσοφία το λοιπόν μια θεωρία ολική, ήτις ερευνά τας φύσεις των πραγμάτων αεί προς τέλος, ώστε να συντηρήση, να συστήση την αληθινή ευδαιμονίαν, την οποίαν ο άνθρωπος, δύναται να απολαύση επί της γης», σ. 96.
[6] Το παράδειγμα του Κ. Θ. Δημαρά, ηγετικής προσωπικότητας στο χώρο των νεοελληνικών σπουδών είναι άκρως ενδεικτικό. Τα δύο κύρια έργα του Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Νεοελληνικός Διαφωτισμός (σημείωσαν πολλαπλές επανεκδόσεις) θεωρούνται ορόσημα στη μελέτη αυτού του «κοινωνικού φαινομένου», που ως έκφραση παιδευτικών και κοινωνικών αιτημάτων της εποχής του 18ου αιώνα, αποτέλεσε εκείνη την ιστορική περίοδο όπου η συνεισφορά του υπήρξε ανεξίτηλη. Ωστόσο, είναι απορίας άξιο το γεγονός πως ένας τόσο προικισμένος νεοελληνιστής παγιδεύτηκε και μέσα από την αντιπαράθεση των συντηρητικών παλαιοφιλοσόφων με τους προοδευτικούς νεοφιλοσόφους, διείδε ότι κάθε τι συντηρητικό προερχόταν από το Βυζάντιο, ενώ κάθε τι προοδευτικό από τη Δύση. Η περίπτωση αυτή είναι εξαιρετικά σημαντική, διότι μας κάμει γνωστό ότι διανοούμενοι και μελετητές σαν τον Δημαρά, φαίνεται να μην έχουν καλή σχέση με τη ελληνορθόδοξη κληρονομιά. Αλλιώς δεν εξηγείται το πώς από την πλευρά του, αλλά και των άλλων συγχρόνων του μελετητών, η προσφορά κάθε λογίου του 18ου αιώνα και δη κληρικού, ασπαζόμενου τις ιδέες της φωτισμένης Ευρώπης, ερμηνεύεται ως εξάρτηση από τη Δύση. Αυτή είναι κοινή γραμμή όλων αυτών και καταδεικνύει ότι από το Βυζάντιο αποσύνδεαν τα πάντα, εκτός από τη «θρησκευτικότητά» του.
[7] Το προπατορικόν αμάρτημα, Δόμος, Αθήνα 1989, σ. λε΄.
[8] Όσοι έως σήμερα αποτόλμησαν να κρίνουν αρνητικά την άποψη αυτή, φοβούμαστε ότι έχουν οδηγηθεί σε πολλαπλά σφάλματα. Στην προκείμενη περίπτωση είναι πολύτιμη η συμβολή του πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;, Αρμός, Αθήνα 2003.
[9] Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Από το Βυζάντιο στο μετά-Βυζάντιο. Οίνος παλαιός εις ασκούς καινούς και αντίστροφα, Ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν, Αθήνα 1993, σ. 14. Πρβλ. Ν. Ιorga, Byzance après Byzance, Bucuresti 1935, [δεύτερη έκδοση 1971].
[10] A. Papaderos, Metakenosis. Das kulturelle Zentralproblem des neuen Griechenlands bei Korais und Oikonomos, Mainsenheim am Glan 1970.
[11] Δεδομένου ότι ο Κοραής κατέχει κεντρική θέση στον κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, η βιβλιογραφία για τη ζωή και τη σκέψη του είναι ογκώδης. Στην προκειμένη περίπτωση σημαντικές είναι οι παρατηρήσεις του Π. Κιτρομηλίδη, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, σσ. 252-272, 277-281, 382-427, 460-476. Για τις αλλαγές που επέφερε η ιδεολογία της Γαλλικής Επανάστασης στο χώρο της ευρύτερου μεσογειακού χώρου αξιόλογη παραμένει επίσης η μελέτη του Π. Κιτρομηλίδη, Γαλλική Επανάσταση και η Νοτιοανατολική Ευρώπη, Διάττων, Αθήνα 1989, [δεύτερη έκδοση, Πορεία, Αθήνα 2000]. Θαυμάσια θεώρηση της Γαλλικής Επανάστασης βλ. Archimandrite Placide Simonopetritis, La revolution Francaise et la destin spiritual de l’ Europe. Conference don ne a Athenes le 24 Avril 1990 dans le cadre de la Fondation Goulandris - Horn. Οφείλω ωστόσο εδώ, να σημειώσω την άποψη του Μ. Γεδεών για τη Γαλλική Επανάσταση. Επικριτής του θαυμασμού που έτρεφαν και εξεδήλωναν πολλοί Έλληνες προς αυτή έγραφε ότι «η νέα γενεά του ελληνικού έθνους, οι συνήθεις χάσκακες, έχαινον ακούοντες την καινήν διδασκαλίαν, και προς αυτήν τον βίον ρυθμίζοντες, εζήτουν να ζώσιν ελεύθεροι των από της θρησκείας δεσμών, φυσικήν ζώντες ζωήν, φυσικόν νόμον ακούοντες, ή μη ακούοντες ουδένα, και δυστυχώς εγίνοντο περισσότεροι παρ’ ημέραν οι τοιούτοι, και τ’ αποτελέσματα επήλθον επιζημιώτατα εις τον βίον του ελληνικού έθνους, εκραγείσης μετ’ ολίγον της ελληνικής επαναστάσεως». Βλ. Η πνευματική κίνησις του γένους κατά τον ΙΗ΄ και ΙΘ΄ αιώνα, Ερμής, Αθήνα 1976, σ. 93. Και αλλού ο οξυδερκής και πολυμαθής Μέγας Χαρτοφύλαξ και Χρονογράφος της Μεγάλης Εκκλησίας υποστήριζε: «εικάζω ότι τα μεγάλα κηρύγματα της γαλλικής επαναστάσεως και των προδρόμων αυτής κακώς ήχησαν παρ’ ημίν παρενοήθησαν, εισαγάγοντα το εν τη παιδεύσει εφάμαρτον, αληθινήν «άρτης άρουραν θάνατον εκκαρπιζομένην, κατά το παλαίφατον, καλλιεργήσαντα, χερσώσαντα μάλλον ειπείν την εύγειον», σ. 45.
[12] Δ. Τριανταφυλλόπουλου, «Πρόοδος» και «συντήρηση» στο πεδίο της εκκλησιαστικής και θρησκευτικής ζωγραφικής. Η περίπτωση του 18ου αιώνα, Ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν, Αθήνα 1993, σσ. 16-19.
[13] Τ. Γριτσόπουλου, «Ο αντικληρικός Κοραής εκ της αλληλογραφίας του με τον Πρωτοψάλτην Σμύρνης Δημ. Λώτον», Θεολογία 56(1985)830-877. πρωτ. Γ. Δ. Μεταλληνού, Παράδοση και αλλοτρίωση. Τομές στην πνευματική πορεία του Νεώτερου Ελληνισμού κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, Δόμος, Αθήνα 1986, σσ. 149-190. Για την επαφή του Κοραή με το Βυζάντιο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη του πρωτ. Κ. Παπαδοπούλου, «Ο Κοραής ως βυζαντινολόγος», Σύναξη τχ.54(Απρίλιος-Μάιος 1995)47-51.
[14] Αποτέλεσμα της πρακτικής αυτής υπήρξε η αλλοίωση του θρησκευτικού ήθους του λαού μας. Για τον πιετισμό βλ. Χρ. Γιανναρά, Η ελευθερία του ήθους, Γρηγόρη, Αθήνα 1979, σσ. 151-176.
[15] Ν. Τωμαδάκη, «Κλασσικισμός, Διαφωτισμός και Αδαμάντιος Κοραής», Μνημοσύνη 6(1976-1977)94-116. Πρβλ. Π. Μαστροδημήτρη, Αναφορά στους Αρχαίους. Σταθμοί δημιουργικής αρχαιογνωσίας στη νεοελληνική ποίηση και φιλολογική σκέψη, Ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν, Αθήνα 1994, σσ. 13-31.
[16] Πτυχές του ζητήματος αυτού βλ. Α. Καραθανάση, Η τρίσημη ενότητα του Ελληνισμού. Αρχαιότητα - Βυζάντιο - Νέος Ελληνισμός, Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 1991. Πρβλ. Φ. Δημητρακόπουλου, Βυζάντιο και νεοελληνική διανόηση στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνος, Καστανιώτης, Αθήνα 1996.
[17] Η φιλολογική διαμάχη του Κοραή με τον Κοδρικά γνωστή ως «μάχη των φυλλαδίων», που μέχρι τα χρόνια της Επανάστασης διέγραψε την ιδεολογική αντιπαλότητα της ελληνικής λογιοσύνης της διασποράς, μιας και αυτή εκφράστηκε εκατέρωθεν και από τους φίλους τους, άριστα σκιαγραφείται στα κείμενα που συγκεντρώθηκαν και εκδόθηκαν από τους ¶λκη Αγγέλου, Αικατερίνη Κουμαριανού, Ευαγγελία Χατζηδάκη και Βαγγέλη Σκουβαρά στον τόμο Έρανος εις Αδαμάντιον Κοραήν, Αθήνα 1965, σσ. 157-208, 228-358. Πρβλ. Απ. Δασκαλάκη, Κοραής και Κοδρικάς. Η μεγάλη φιλολογική διαμάχη των Ελλήνων 1815- 1821, Αθήναι 1966. Για μια σκιαγραφία του Κοδρικά και για την αντιστράτευσή του στις ιδέες του Διαφωτισμού βλ. Κ. Θ. Δημαρά, «Προτομή του Κοδρικά», Φροντίσματα Α΄. Από την Αναγέννηση στον Διαφωτισμό, Αθήνα 1962, σσ. 67-88.
[18] Ο Μακρυγιάννης αποτελεί την χαρακτηριστικότερη περίπτωση ατόφιου νεοέλληνα, που διαισθανόμενος την καταστροφική εξάρτηση από τη Δύση, στα αμέσως μετά την Επανάσταση χρόνια, αποκάλυψε την πνευματική αλλοτρίωση που υπέστη ο ελληνισμός από τη συμπόρευσή του με το Διαφωτισμό. Βλ. Τερέζα Πεντζοπούλου - Βαλαλά, Ο στρατηγός Μακρυγιάννης όπως φιλοσόφησε πάνω στον αγώνα του ’ 21, Δημοσιεύματα Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών 44, Θεσσαλονίκη 1987. Πρβλ. Ν. Ματσούκα, Νέος Ελληνισμός και Δυτικός Διαφωτισμός, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 26κ.ε. Ν. Θεοτοκά, «Νοοτροπίες και πολιτισμικές μεταλλαγές. Τα οράματα και Θαύματα», Διαβάζω τχ. 101(5 Σεπτεμβρίου 1984)54-57.
[19] Γι’ αυτή σημαντική είναι η διδακτορική διατριβή του Ν. Κουλουγλιώτη, Η διαμάχη Θεοκλήτου Φαρμακίδη - Κωνσταντίνου Οικονόμου και η διαμόρφωση του παιδευτικού ιδεώδους του Νεοτέρου Ελληνισμού, Ρώμη 1983. Πρβλ. πρωτ. Γ. Μεταλληνού, «Επακριβώσεις στην ιδεολογική ταυτότητα του Θ. Φαρμακίδη», Ελληνισμός μετέωρος. Η ρωμαίικη ιδέα και το όραμα της Ευρώπης, Αθήνα 1992, σσ. 168-183.
[20] Αμφιλόχιου Ράντοβιτς, Η φιλοκαλική αναγέννησι του XVIII και XIX αιώνα και οι πνευματικοί καρποί της, Ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν, Αθήνα 1984. Μόνο παρεκβατικά αναφέρουμε εδώ, πως για τον ελληνικό χώρο τελευταίος σταθμός της παράδοσης αυτής ήταν η Μονή Ευαγγελισμού στη Σκιάθο και ως θαλερά τελευταία κλαδιά της η «ξυνωρίδα» των δύο Αλεξάνδρων, του Παπαδιαμάντη και του Μωραϊτίδη. Όσον αφορά την επίδραση της κολλυβαδικής θεολογίας στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο βλ. Κ. Παπουλίδη, «Περίπτωσις πνευματικής επιδράσεως του Αγίου Όρους εις τον βαλκανικόν χώρον κατά τον 18ο αι.», Μακεδονικά 9(1969)278-294. Α. Ταχιάου, Ο Παϊσιος Βελιτσικόφσκι (1722-1794) και η ασκητικοφιλολογική σχολή του, Θεσσαλονίκη 1964.
[21] πρωτ. Γ. Μεταλληνού, «Η δυναμική του Διαφωτισμού στη δράση των Κολλυβάδων», Ο Ερανιστής 21(1997)189-200.
[22] Για το ζήτημα της αναβίωσης της ορθόδοξης πνευματικότητας στον 18ο αιώνα βλ. Καλλίστου Ware, «The Spirituality of the Philokalia» Sobornost 13(1991)6-24. Πρβλ. πρωτ. Γ. Δ. Μεταλληνού, «Εισαγωγική πρόσβαση στην ορθόδοξη πνευματικότητα», Σημάδια τχ. 9 (Φεβρουάριος 1984) 18-22. Α. Καλαμάτα, «Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και η ορθόδοξη πνευματικότητα. Μικρό σχόλιο», Παριανά τχ. 73 (Απρίλιος - Ιούνιος 1999)133-136, [και Εκκλησιαστική Αλήθεια (16 Ιουνίου 1999)7].
[23] Ο Μανουήλ Γεδεών λαμβάνοντας υπόψη την παράμετρο αυτή ορθά υποστήριζε ότι η Εκκλησία παρενέβαινε κατά των φώτων της Ευρώπης, μόνο όταν ένοιωθε ότι εκινδύνευε η δογματική διδασκαλία της. Βλ. Η πνευματική κίνησις του Γένους κατά τον ΙΗ΄ και ΙΘ΄ αιώνα, σ. 113
[24] Ν. Ματσούκα, «Μαθηματικές, φιλοσοφικές και θεολογικές έννοιες σε πατερικά κείμενα», Γρηγόριος ο Παλαμάς 65(1982)259-279. Πρβλ. Ευαγγελίας Βαρελλά, «Οι θεολογικές προϋποθέσεις και οι πρακτικές εφαρμογές των φυσικών επιστημών κατά του λογίους της Θεσσαλονίκης (ΙΑ΄ - ΙΕ΄ αιώνες)», Κληρονομία 21(1989)115-132. Της ιδίας, «Εγχειρίδια φυσικών επιστημών στη Θεσσαλονίκη κατά το μεταίχμιο ΙΗ΄ και ΙΘ΄ αιώνος. Μια κριτική προσέγγιση», ΣΤ΄ Επιστημονικό Συμπόσιο: Χριστιανική Θεσσαλονίκη. Οθωμανική περίοδος 1430-1912, (Ιερά Μονή Βλατάδων 9-11 Νοεμβρίου 1994), Θεσσαλονίκη 1994, σσ. 187-200. Ν. Κατσιαβριά, «Η Ορθόδοξη Θεολογία και οι Φυσικές Επιστήμες», Ορθοδοξία και Φυσικές Επιστήμες, Αθήνα 1996, σσ. 47-54.
Πηγή: http://www.istoselides.gr/news/article.php?sid=2446
Ο χώρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που ήταν παροπλισμένος με τα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατεκλήσθη από προτεστάντες ιεραποστόλους. Η ιεραποστολή λέγεται «mission» και οι ιεραπόστολοι του Προτεσταντισμού, αλλά και του Παπισμού, που προηγήθησαν μερικούς αιώνες και δεν υπάρχουνε σήμερα, ονομάζονται «missionari». Δεν κάνουν ιεραποστολή, κάνουν προσηλυτισμό. Γι’ αυτό εμείς χρησιμοποιούμε τον ξένο όρο, «missionari», για να τους χαρακτηρίσουμε και να τους διακρίνουμε από τους γνήσιους ιεραποστόλους του Ευαγγελίου.
Οι missionari που έκαναν θραύση εδώ πέρα έμπαιναν στα σχολεία, έπαιρναν στα χέρια τους την εκπαίδευση, κ.ά.. Σκεφτείτε ότι οι κυβερνώντες ανέθεταν την εκπαίδευση στα χέρια των Προτεσταντών. Ο Καποδίστριας, ο καημένος, προσπάθησε να μετριάσει τα πράγματα. Έχω βρει εκθέσεις μισσιοναρίων, γιατί δούλεψα χρόνια σ’ αυτά τα θέματα, και λέγανε «Μας κάνει τον φίλο ο Καποδίστριας ενώ είναι ο μεγαλύτερος εχθρός μας». Είναι το μεγαλύτερο εγκώμιο προς τον Καποδίστρια! Αλλά δεν μπορούσε να συμμαζέψει τα πράγματα, ο Καποδίστριας, διότι χρειαζόταν μέσα και δεν τα είχε. Κι έτσι προσπαθούσε να ελέγξει την κατάσταση. Δηλαδή να παρακολουθεί για να μη προχωρούν παραπάνω απ’ ότι έπρεπε. Να προσφέρουν κάποια στοιχεία αλλά όχι να αιχμαλωτίζουν ψυχές, είτε γονείς είτε μαθητές, στον Προτεσταντισμό.
Όταν ιδρύθησαν τα σχολεία του Καποδίστρια, που προσπάθησε το χάος εκείνο να το κάνει κράτος, ίδρυσε την Ιερατική Σχολή στον Πόρο και το Ορφανοτροφείο της Αιγίνης. Ήτανε τα ορφανά του πολέμου, τα παιδιά των θυμάτων του πολέμου. Και τι έκανε ακόμη; Οργάνωσε τράπεζα, συσσίτια, όχι μόνο στην Ιερατική Σχολή για να ζούμε μοναστηριακό τυπικό, αλλά οργάνωσε συσσίτια μεσημβρινά και βραδινά και στα παιδιά, που ήτανε φτωχόπαιδα και δεν είχαν να φάνε. Οι Προτεστάντες αυτοί τον κατηγορούσαν στις εκθέσεις τους, τα «reports», που έστελναν οι μισσιονάριοι στις εταιρείες τους: «Ο Καποδίστριας είναι αναχρονιστικός. Δεν είναι “up-to-date”, σύγχρονος άνθρωπος και σκεφθείτε τι βάζει στα παιδιά να διαβάζουν το μεσημέρι: βίους Αγίων!». Ο Καποδίστριας εφήρμοζε το μοναστηριακό σύστημα. Και έβαζε ανάγνωσμα την ώρα του γεύματος και την ώρα του δείπνου, όπως στα κανονικά μοναστήρια (που δεν είναι τουριστικά κέντρα) αντί να κάθονται και να κουβεντιάζουν μεταξύ τους για τις ελιές και τα κοτόπουλα του μοναστηριού... Οπότε διαβάζουν πατερικά έργα και κυρίως το Συναξάρι της ημέρας, τους Αγίους της ημέρας.
Λέμε καμιά φορά «Πώς οι μοναχοί χωρίς να πάνε σχολείο, ξέρουν γράμματα;» κι έχουμε αρκετούς μοναχούς που δεν έχουν πάει ούτε μια μέρα στο σχολείο. Κι όχι απλά ξέρουν γράμματα αλλά άμα τους ακούσεις να μιλούν νομίζεις ότι είναι καθηγητές πανεπιστημίου με έναν, πραγματικά, αμίμητο και άφθαστο ελληνικό λόγο. Πώς φθάνουν εκεί; Ακούνε όλη μέρα, ψάλλουν. Το μεγάλο Σχολείο της Ορθοδοξίας είναι το αναλόγιο του ψάλτη! Που αν είναι καλλιεργημένος και δεν ψάλλει για να περάσει η ώρα, ή με βαρεμάρα, αλλά αγωνίζεται για να καταλάβει και τα λόγια, τότε μαθαίνει. Θα τα πει μία φορά, θα τα πει δέκα φορές και μετά θα μπαίνει στο νόημα. Οπότε κατηγορούσαν τον Καποδίστρια διότι βάζει βίους Αγίων και δεν βάζει τα παραμυθάκια, όπως «Η Φαβιόλα, «Η κόρη του γαλακτοκόμη», κ.ά. που μας έφερναν και που τα μετέφραζε δυστυχώς κι ο μακαρίτης ο Τρεμπέλας. Λέει κι ο Γιανναράς και σ’ αυτό έχει δίκιο, ότι «χαράμισε χιλιάδες ώρες ο Παναγιώτης Τρεμπέλας». Ήταν σπουδαίος, πράγματι. Αλλά ήταν το πνεύμα των οργανώσεων, όπου ζητούσαν να μιμούνται τους Προτεστάντες σ’ ότι έκαμναν, στην ιεραποστολή, κ.τ.λ.. Και τι έκανε; Μετέφραζε προτεσταντικά διηγήματα από τα αγγλικά και τα γαλλικά. Δεν μιλούσε καλά αλλά διάβαζε και καταλάβαινε σπουδαία. Μετέφραζε, δηλαδή, παραμύθια της Χαλιμάς... αντί να προβάλλουνε τα ζωντανά παραδείγματα των Αγίων, την ένσαρκη, εν σώματι Ορθοδοξία, όπως είναι οι ¶γιοι.
Αν μελετήσετε περισσότερο τον Καποδίστρια θα δείτε γιατί τα’ κανε αυτά. Ο Καποδίστριας ήταν Ρωμηός, ήταν ορθόδοξος Έλληνας. Κι έγραφε, π.χ., ότι ο Κοραής και άλλοι στέλνανε παιδιά να σπουδάσουν στη Δύση για να γίνουν Φράγκοι, γιατί αν δεν γίνουν «μεγάλοι», αν δεν γίνουν ¶γγλοι κ.ά., δεν σώζεται η Ελλάδα. Έτσι έλεγε, πίστευε και έπραττε ο Καποδίστριας (μη πείτε ότι συκοφαντώ γιατί όσα έχω διαβάσει για τον Καποδίστρια, δεν τα έχετε διαβάσει εσείς, με τόσα έγγραφα και αρχειακά στοιχεία που έχω δημοσιεύσει στα βιβλία μου). Ο Καποδίστριας, λοιπόν, κάθε άλλο! Έγραφε στον Ντεμποβί, έναν Ελβετό φίλο του, που τον βοήθησε πολύ, όπως και ο Εϊνάρδος και άλλοι: «Κοίταξε, εγώ έχω άλλο σκοπό. Τα παιδιά θα μεστώσουν πρώτα Ορθοδοξία και εθνικότητα στη πατρίδα. Και μετά θα πάνε έξω να σπουδάσουν. Κι εκεί έξω θα μελετούν πρωτίστως την ελληνική γλώσσα και την πίστη της Εκκλησίας μας, ώστε όταν έλθουν να κυβερνήσουν την Ελλάδα, το έθνος, ως Έλληνες και όχι ως ξένοι». Και γι’ αυτό τον φάγανε τον Καποδίστρια. Αυτά τα κείμενα είναι δημοσιευμένα και από την κα Κούκου, την συνάδελφο της φιλοσοφικής σχολής και σήμερα είναι γνωστότατα. Έτσι ενεργούσε ο Καποδίστριας, (που, όπως έλεγε) «να μεστώσουν τα παιδιά στην Ελλάδα, την ελληνική παράδοση και την Ορθοδοξία» ώστε να έρθουν να κυβερνήσουν ως Έλληνες Ορθόδοξοι τον τόπο κι όχι ως όργανα των ξένων.
Ο Καποδίστριας είχε υπ’ όψιν του το παράδειγμα των Κολλυβάδων Πατέρων, όπως ο ¶γιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο ¶γιος Αθανάσιος ο Πάριος, ο σπουδαίος θεολόγος ο Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης και ο ¶γιος Μακάριος, πρώην επίσκοπος Κορίνθου που οι Τούρκοι τον διώξανε από την Κόρινθο. Οι Κολλυβάδες Πατέρες λέγονται Νεοησυχαστές Πατέρες, δηλαδή αυτοί οι οποίοι ξανά’ φεραν στην επιφάνεια την παράδοση της Ορθοδοξίας, την παράδοση της πνευματικής ζωής για να μπορέσει να έχει κανείς κοινωνική ζωή. Δεν μπορεί να έχει κοινωνική ζωή εάν δεν έχει πνευματική ζωή. Οπότε, λοιπόν, οι Κολλυβάδες έφεραν στην επιφάνεια αυτή την ζωντανή παράδοση, που δεν έσβησε ποτέ στο ¶γιον Όρος κι όλο τον ρωμαίικο χώρο. Αλλά αναγκάστηκαν να την βγάλουν προς τα έξω γράφοντας βιβλία. Ο Αθανάσιος ο Πάριος και ο Νικόδημος ο Αγιορείτης είναι μεγάλοι συγγραφείς. Εικοσιοκτώ τόμους, ογκώδη βιβλία, έχουνε γραφεί και πόσα άλλα λανθάνουν ακόμα στις βιβλιοθήκες του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου! Σπουδαία και τα βιβλία του Αγίου Αθανασίου του Παρίου, που είναι μέσα στο πνεύμα της παραδόσεως της Ορθοδοξίας αλλά και του έθνους. Τα εθνικά κείμενα του Αγίου Αθανασίου Παρίου είναι απαράμιλλα.
Βλέπανε ότι ερχόταν από τη Δύση ο Διαφωτισμός με τις ανατρεπτικές ιδέες, της καταλύσεως των πάντων. Γιατί ο Διαφωτισμός ήταν ένα ρεύμα το οποίο άρδευε όλη την πραγματικότητα. Ήταν ένα πολυεπίπεδο κίνημα, ο Διαφωτισμός. Όπως ξέρετε, στη Δύση, έχουμε τρία μεγάλα ρήγματα. Δεν έχει ενότητα η Δύση, δυστυχώς! Εμείς έχουμε ενότητα. Δηλαδή, αν ψάξει κανείς θα βρει τη συνέχεια, θα υπάρχει. ¶λλοτε είναι περισσότεροι που ενσαρκώνονται σ’ αυτή τη συνέχεια, άλλοτε λιγότεροι ή άγνωστοι, που δεν τους βλέπουμε. Μου έλεγε ένας γνωστός μου, τώρα που ερχόμουν, ότι διάβαζε τον Κόντογλου. Αιωνία του η μνήμη! Μεγάλος!. Μου λέει «Διαβάζοντας ορισμένα του Κόντογλου βλέπω τα δικά σου, αυτά που λες. Γιατί;». Έχω διαβάσει αρκετά αλλά δεν έχω εντρυφήσει στον Κόντογλου, όπως του έλεγα. Έχω μελετήσει άλλους συγγραφείς. Αλλά χαρακτηριστικά κείμενα του Κόντογλου, κυρίως τα διηγήματα και τα μυθιστορήματα του δεν τα έχω διαβάσει επιμελώς. Μόνο κομμάτια. Αλλά τα άλλα, τα θεολογικά του κείμενα, τα έχω διαβάσει. Ξέρετε γιατί και η ταπεινότητά μου μοιάζει με τον Κόντογλου; Διότι κάνουμε βουτιά στην ίδια θάλασσα. ¶μα είναι μια θάλασσα γεμάτη μαργαριτάρια, πέφτεις στη βουτιά κι ό,τι αρπάξεις μαργαριτάρια θα’ ναι. Επομένως δεν μπορεί να διαφέρουν ο Ρωμανίδης, ο Ιερόθεος Βλάχος, ο παπα-Γιώργης. Όποιος προσπαθεί -άλλος περισσότερο από’ μένα, εγώ λιγότερο απ’ όλους- να βουτήξει σ’ αυτή τη θάλασσα, θα βγάλει τα μαργαριτάρια της παραδόσεως στην επιφάνεια. Του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, οι Διδαχές, είναι σύντομα κείμενα, ίσα ίσα φτιάχνεις ένα βιβλίο. Κι όμως, όλη η ορθόδοξη Παράδοση κρύπτεται μέσα στις Διδαχές του! Τα κηρύγματά του προς το Γένος ήταν αυτά που κράτησαν την συνείδησή του ακμαία. Όσο περισσότερο καλλιεργείτο η πίστη, τόσο περισσότερο ενισχύετο και η συνείδηση της Παραδόσεως του Γένους. Οι ρίζες! Αναζητούσαμε ρίζες! Όταν έλεγε «μάθετε τα παιδιά σας ελληνικά και να μη τα αφήνετε να μιλούν αρβανίτικα και ο,τιδήποτε άλλο. Κι εγώ θα προσεύχομαι για την ψυχή σας», δεν ήτανε ρατσιστής, δηλαδή σαν να έλεγε «τί τα θέλουμε τα αρβανίτικα;». Ο πατροΚοσμάς ηξερε πολλές γλώσσες αλλά ήξερε πρώτα απ’ όλα ελληνικά. Και θα σας πω, γιατί έλεγε να μαθαίνουν και να διδάσκουν στα παιδιά τους ελληνικά: διότι στα ελληνικά είναι το Ευαγγέλιο! Να μπορούν τα παιδιά να καταλάβουν το Ευαγγέλιο, τη λειτουργία μας στο πρωτότυπο! Έτσι που φτάσαμε σήμερα, ολόκληρος Αρχιεπίσκοπος -την ευχή του να’ χουμε- λέει να τα μεταφράσουμε κ.ά., «διότι δεν καταλαβαίνουν». Μα δεν θα χαλάσουμε εμείς την λατρεία μας! Θα κατηχήσουμε τον κόσμο ώστε να προσπαθεί να φτάσει σε ένα επίπεδο που να καταλαβαίνει. Δεν ισχύει το «πονάει δόντι κόβει κεφάλι». Αυτή είναι λανθασμένη πολιτική που την κατάλαβε κι ο Μακαριότατος και πήρε πίσω αυτό που έλεγε. Ο πατροΚοσμάς επέμενε, «να μάθετε ελληνικά, διότι στα ελληνικά είναι το Ευαγγέλιο!».
Οι Κολλυβάδες Πατέρες, λοιπόν, έβλεπαν αυτό το πολυεπίπεδο κίνημα από την Δύση, το οποίο ήταν το τρίτο ρήγμα, ρηγματικός σταθμός στην πορεία της Δύσεως. Το πρώτο ήταν η Αναγέννηση. Πολλοί, ακούτε την λέξη «Αναγέννηση» και λέτε «τι ωραίο». Δεν υπάρχει χειρότερο δημιούργημα από την Αναγέννηση! Δείτε, εν στροφή στην ρωμανικότητα, κυρίως στην φραγκολατινική παράδοση της Δύσεως, όλους τους μεγάλους. Ο Σίντερμιχ, ένας μεγάλος που έγραψε ογκώδες βιβλίο για την Αναγέννηση, λέει ότι είναι η «περίοδος σκότους». Γιατί, τι κάνει; «Αποσπά τον άνθρωπο από τον Θεό, αποσπά τον άνθρωπο από τον Παπισμό (αυτό είναι ωραίο) αλλά τον προσκολλά στον εαυτό του και στα γήινα». Δηλαδή ο σκοπός δεν ήταν να απελευθερώσουν τον άνθρωπο από ό,τι τυρρανικό στοιχείο υπήρχε στη Δύση αλλά να τον κάνουν να πάψει να έχει σχέση με το Θεό. Αυτή η κατάσταση συνεχίζεται σήμερα. Αυτό που λέμε «χωρισμός Εκκλησίας-Πολιτείας» είναι: «τι θέλουμε και μιλούμε για Θεό, πίστη, κ.τ.λ.;». Αυτή είναι η έννοια του «χωρισμού». Διοικητικός χωρισμός, υπάρχει. Κι εγώ δεν είμαι βουλευτής ή υπουργός κι ούτε ο Αρχιεπίσκοπος είναι πρωθυπουργός. «Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς», που λέει ο λαός. Με το να μιλείς δεν μπορεί να σου κλείσει το στόμα ο άλλος! Θα πεις «μπράβο κε Παπούλια που επιτέλους κατάλαβες ότι έχουμε και λίγο αξιοπρέπεια». Δεν θα τα «κατεβάζουμε» συνεχώς -συγγνώμη για την έκφραση- αλλά τόσα χρόνια «τα κατεβάζουμε» για να μη κάνουμε πόλεμο. Μα όσο σε βλέπουν αδύνατο τόσο σε δίνουν καρπαζιές. Ακόμα και οι Αλβανοί -γιατί έχει πίσω το θηρίο των Ηνωμένων Πολιτειών. Επομένως, το να τοποθετηθείς σ’ αυτά τα θέματα δεν είναι πολιτικολογία ούτε είναι υπέρβαση καθήκοντος. Κάθε Έλληνας έχει δικαίωμα να εκφράζεται δημόσια και ελεύθερα, κατά το Σύνταγμα, αρκεί να μην προσβάλλει τον άλλον.
Έτσι, λοιπόν, το πρώτο ρήγμα ήταν η Αναγέννηση. Σπάσανε, χωριστήκανε. Από την μία πλευρά ένας ογκόλιθος που λεγότανε Παπισμός και από την άλλη πλευρά ένας κόσμος που πιέζεται από τους διανοουμένους, όχι να εγκαταλείψει τον Πάπα αλλά να εγκαταλείψει το Θεό. Τότε, περίπου, γεννήθηκε μια ωραία αγγλική παροιμία: μια μάνα Αγγλίδα έπλενε το παιδί της στη λεκάνη (που είχανε εκείνη την εποχή) και από τη βιασύνη της, μαζί με το απονέρι, πέταξε και το παιδί. Αυτό κάμαν: αντί να πετάξουν τα βρομονέρια, πέταξαν και το Θεό μαζί!
Το δεύτερο ρήγμα είναι το 1517, η θρησκευτική και εκκλησιαστική επανάσταση, η Μεταρρύθμιση, ο Προτεσταντισμός. «Προτεσταντισμός» σημαίνει «διαμαρτύρηση». Ο Λούθηρος και όλοι οι άλλοι που ακολούθησαν, οι οποίοι κι αυτοί προσπαθώντας να απαλλαγούν από την κυριαρχία του Πάπα και του Παπισμού, έκαναν «άλμα» όχι τριπλούν αλλά έκαναν «άλμα πολλαπλούν», δήθεν ότι θα φτάσουν στον 1ο αιώνα και στην ουσία ξέφυγαν απ’ όλη την Παράδοση της Εκκλησίας. Αυτά προσπάθησαν να κάνουν. Και μας δημιούργησαν 600 περίπου προτεσταντικές παραφυάδες που είναι χειρότερες από τον Παπισμό. Βέβαια, η ρίζα όλου του κακού είναι ο Παπισμός. Αυτός εγέννησε όλη αυτή την ακαταστασία στο Δυτικό κόσμο. Οπότε διαλύθηκε ο κόσμος πολιτιστικά, ανθρωπιστικά με την Αναγέννηση, διαλύεται κι ο κόσμος της Δύσεως θρησκευτικά κι εκκλησιαστικά, με την Μεταρρύθμιση.
Μετά από τα τέλη του 16ου με αρχές 17ου αιώνος ήρθε ο λεγόμενος Διαφωτισμός. Ο Διαφωτισμός είναι η κυριαρχία του λογικού, η αυτοθεοποίηση του ανθρώπου. Μάλιστα στην Γαλλική Επανάσταση, που είναι η απόληξη του Διαφωτισμού, αυτή τη κυριαρχία της λογικής του ανθρώπου την εξέφρασαν ο μασόνος Ροβεσπιέρος (το κύριο χαρακτηριστικό του Διαφωτισμού είναι η Μασονία), οι Ιακωβίνοι. Ο Ροβεσπιέρος ανεκήρυξε την λατρεία, adoration, της θεάς Λογικής. Είναι η Raison, ο Λόγος, η Λογική, η απολυτοποίηση της λογικής του ανθρώπου. Και μάλιστα, επειδή ήταν μασόνος είχε κάποια θρησκευτικά. (ακούτε ο άλλος «ο Θεός και ο Θεός». Μα για «θεό και θεό» μιλούν και οι μασόνοι. Εμείς δεν έχουμε «θεό». Έχουμε τον Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον Πατέρα, τον Υιό και το ¶γιο Πνεύμα. Αυτός είναι ο Θεός μας. Δεν είναι ο Θεός αόριστος.) Οπότε τί κάνανε; Στην Παναγία των Παρισίων, τον παπικό ναό -δε φταίει βέβαια ο ναός- κάμανε μια γιορτή του Υπερτάτου Όντος. Είναι αυτό που λέγεται «μια ανωτέρα Δύναμη» κ.τ.λ. (αυτά είναι μασονικά. Αν ακούτε κάποιον να λέει -εκτός κι αν είναι ανίδεος ο άνθρωπος και το λέει επειδή δεν ξέρει- «πιστεύω σε μια ανωτέρα Δύναμη, σε ένα ανώτερο Όν, κ.τ.λ.», αυτό είναι Μασονισμός, είναι η ορολογία του Μασονισμού). Στην εορτή του Υπερτάτου Όντος πήρανε μια πόρνη, κοινή γνωστή πόρνη στη Γαλλία της υψηλής αριστοκρατίας. Οι Γάλλοι είχανε πολλούς «οίκους». Οι οίκοι αυτοί ήταν οίκοι ανοχής αριστοκρατικοί. Πηγαίνανε εκεί για να παίξουν μπιλιάρδο και διάφορα άλλα και είχανε και προμήθεια γυναικών και αγοριών. Αυτά τα έχει γράψει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στην Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, δεν είναι εφευρήματα δικά μου. Και όποιος διαβάζει ιστορία ξέρει τα πράγματα, Την γύμνωσαν [την πόρνη] και την έβαλαν γυμνή πάνω στην αγία τράπεζα της Παναγίας των Παρισίων. Και μετά τρέχαν όλοι και την προσκυνούσαν, την φιλούσαν, κ.ά., ως θεά Raison, θεά Λογική (1). Έτσι λατρεύτηκε η θεά Λογική από την Γαλλική Επανάσταση. Ήταν η κορύφωση του Διαφωτισμού.
Ο Διαφωτισμός είχε, ως μόνο θετικό στοιχείο, την εξέλιξη στις επιστήμες. Γι’ αυτό και ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Νικηφόρος Θεοτόκης κ.ά. εδέχτηκαν την πρόοδο της επιστήμης, όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο Χρυσόστομος, οι Γρηγόριοι κ.ά.. ¶λλο η επιστήμη που πρέπει να ενισχυθεί, να προοδεύσει ως έρευνα και άλλο αυτά τα αίσχη. Ο Διαφωτισμός έχει ένα επίπεδο στην πολιτική ζωή, στις διαλεκτικές μεταξύ Φεουδαρχίας-Αστισμού, Αστισμού-Σοσιαλισμού, Σοσιαλισμού-Μαρξισμού, κ.τ.λ.. Όλα αυτά μας ήρθαν από τη Δύση. Ποιος θα μας σώσει πιο γρήγορα και περισσότερο. Μετά ήταν ένα επίπεδο εκκλησιαστικο-πνευματικό και ένα επίπεδο κοινωνικό, κοινωνικής μεταρρυθμίσεως. Τότε για πρώτη φορά με την Γαλλική Επανάσταση, εισήχθη ο όρος «αλλαγή». Γι’ αυτό και ο μακαρίτης ο Ανδρέας επανέφερε το σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης. «Αλλαγή» από τί και σε τί; «Αλλαγή» απ’ ό,τι θεωρείται γι’ αυτούς καθυστερημένο, πεπαλαιωμένο όπως λέγανε οι Προτεστάντες για τον Καποδίστρια. Ότι ήταν «obsolete», πεπαλαιωμένος, διότι έβαζε στα παιδιά να διαβάζουν τους βίους και το παράδειγμα των Αγίων μας.
Έτσι, λοιπόν, οι Κολλυβάδες βλέποντας ότι μας έρχονται όλα αυτά τα έργα προέβαλαν τα ορθόδοξα πρότυπα. Γι’ αυτό αρχίζουν να ανασυντάσσουν, μέσα από τις πηγές, βιογραφίες των μεγάλων ασκητικών και πνευματικών μορφών της Ορθοδοξίας, να προβάλλουν τους Αγίους. Εν συνεχεία τους Μάρτυρες. Πώς βγήκαν όλοι οι μεγάλοι Μάρτυρες, οι Νεομάρτυρες κατά του Οθωμανικού καθεστώτος; Διότι ήσαν συνεχώς μέσα σ’ αυτό το πνεύμα, του μαρτυρίου, της ομολογίας. Ο Χριστιανός δεν σκοτώνει τον άλλον αλλά θυσιάζεται. Και το αίμα του ποτίζει το δέντρο της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας. Αυτή είναι η δική μας θεολογία και κοινωνική πρακτική. Έτσι λοιπόν, προβάλλουν συνεχώς τους Αγίους, τους Μάρτυρες ως απάντηση στα πρότυπα που μας παρουσίασε ο Διαφωτισμός, που μας παρουσίασαν οι Φράγκοι, οι μισσιονάριοι καί οι διαφωτιστές. Μπορεί να είχαν διαφορές μεταξύ τους αλλά συνηντόντο στην προβολή του πολιτισμού τους. Έλεγε ένας γερμανός καθηγητής, ο Peter Kalverau, τον οποίο γνώρισα (και μου έχει γράψει μια πολύ καλή κριτική στη ελληνική διδακτορική μου διατριβή που ασχολούμαι με αυτά τα θέματα), σε ένα ογκώδες βιβλίο του «America und die orientalischen Kirchen» (Η Αμερική και οι Ανατολικές Εκκλησίες) ότι η ιεραποστολή, η mission και τα αντιτορπιλικά των Ευρωπαίων πηγαίνανε «hand in hand», χέρι με χέρι. Η πολιτική δια της θρησκείας. Propagandio fidei per scientiae, «προπαγανδισμός της πίστεως δια της επιστήμης». Μπαίνανε στα σχολεία και διέφθειραν τις ψυχές των ανθρώπων. Αυτό που γίνεται και σήμερα, εν πολλοίς. Και δεύτερο: «προπαγάνδα της πατρίδος δια των μέσων ιεραποστολής»! Αντίθετα, ο Καποδίστριας ακολουθεί το παράδειγμα των Κολλυβάδων.
Για να καταλάβετε, σχετικό είναι κι αυτό με το Χρυσόστομο, που του φώναζε ο ιερέας κάτω από τον άμβωνα: «Πάτερ μου καλά τα λες αλλά θα μας κάμεις τα παιδιά καλογήρους!», επειδή μιλούσε για τα παιδιά και την πνευματική ζωή (σώζεται η ομιλία). Και πάνω απ’ τον άμβωνα -που τότε ήταν ένα υπερυψωμένο βήμα κι όχι «περιστερώνας», όπως σήμερα, πάνω στους τοίχους- που αν άκουγες Χρυσόστομο, τον είχες χίλια χρόνια στ’ αυτιά σου, του λέει ο Χρυσόστομος: «Αδελφέ μου, δεν σου ζητώ να τον κάμεις καλόγηρο. Χριστιανό να τον κάνεις!». Δεν διαβάζουμε, λοιπόν, αυτά τα κείμενα για να γίνουμε καλόγεροι. Χριστιανοί να γίνουμε! Τί διαφέρει ο μοναχός από εσάς ή από εμένα αν θέλουμε να είμαστε Χριστιανοί; ¶σκηση κάνει εκείνος, άσκηση πρέπει να κάνουμε κι εμείς. Πνευματική ζωή, εκείνος, που είναι μέσα στο χώρο της ασκήσεως, πνευματική ζωή κάνουμε κι εμείς: νηστεία, προσευχή, ακολουθίες, γονυκλισίες, λέμε την ευχή, κ.τ.λ.. Αν λ.χ. έλθει κάποιος να σε συμβουλευτεί και σε ρωτά πώς θα πολεμήσει κάτι, θα του πεις «την ευχή, παιδί μου». Το ίδιο λέει και ο γέρονας, ο π. Παρθένιος από το ¶γιον Όρος: «Την ευχή! Χτύπα τον Διάβολο με την ευχή!». Το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» είναι το μεγαλύτερο όπλο κατά του Διαβόλου! Δεν διαφέρει ο μοναχισμός από’ μας. Μόνο, που αυτά που κάνουμε εμείς εδώ εκείνος τα κάνει με μεγαλύτερη τελειότητα και μεγαλύτερη δυνατότητα προόδου μέσα στην μοναστική αδελφότητα. Ο π. Παΐσιος μια φορά -την ευχή του να’ χουμε- όταν τον ρώτησα κάτι τέτοιο, μου λέει : ¶κουσε, παιδί μου, να πολεμάτε! Γιατί όταν ο άνθρωπος μείνει ακίνητος, μαρμαρώνει από το κρύο, ψύχεται. Κινείστε, λοιπόν. Εσείς κάνετε σημειωτόν εμείς κάνουμε και μισό βήμα παραπάνω, κοντά είμαστε. Κάνε σημειωτόν αν δεν μπορείς να προχωρήσεις και κάποια στιγμή θα κάνεις άλμα! Στα μαζεύει ο Θεός όλα μαζί κι εκεί που δεν το περιμένεις καλύπτεις όλη την απόσταση που θα μπορούσες να κάνεις στο διάστημα που κάνεις σημειωτόν. Αυτή, λοιπόν, είναι η ενότητα.
Στη Δύση, στη Φραγκιά, λένε οι Παπικοί (γιατί οι Προτεστάντες όλα αυτά τα θεωρούν περίεργα, δουλεύουν μόνο με την διάνοια. Εκεί είναι που ταυτίζονται με τον Διαφωτισμό, στην θεοποίηση της διανοίας) λένε «¶λλη η πνευματικότητα των μοναχών και άλλη η πνευματικότητα στο κόσμο»! Τι δηλαδή, εμείς είμαστε «διαβολάκια»; Τι θα πει «άλλη πενυματικότητα»; Η ενότητα,, είναι το αναλόγιο του ψάλτη. Η αναμόχλευση όλης της πνευματικής ιστορίας και του πνευματικού μας βίου βρίσκεται σ’ αυτά τα βιβλία. Τα ίδια βιβλία έχουν και στα μοναστήρια! Δεν έχουν άλλα στο μοναστήρι κι άλλα εδώ. Γι’ αυτό στη Δύση, αν πάτε να δείτε στον κόσμο, αυτά τα οποία κάνουν (που μπήκαν και στους μοναχούς), είναι τα τραγουδάκια του κατηχητικού σχολείου: «Συ που κόσμους κυβερνάς... », «τα χριστιανόπουλα», άλλα του Μότσαρτ και του Μπετόβεν, που τραγουδούσαν και τραγουδούν στις Στοές των μασόνων και στις προτεσταντικές εκκλησίες, τα φέραμε κι εμείς! Θέλεις εμβατήριο; Ψάλλε το «Τη Υπερμάχω»! Είναι ο εθνικός μας Ύμνος επί τόσους αιώνες. Αυτός ήταν ο εθνικός μας Ύμνος, μαζί με το «Σώσον Κύριε τον λαόν σου».
Καταλαβαίνετε; Αποξενωθήκαμε μόνοι μας δήθεν για να γίνουμε Ευρωπαίοι και εκκλησιαστικά. Αυτό είναι το μεγάλο λάθος που έγινε. Δεν κατηγορούμε κανέναν αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι κάναμε έγκλημα. Λέω πάλι: ο Τρεμπέλας, αυτό το μεγάλο κεφάλαιο, καθόταν και χαράμιζε το μυαλό του για να μεταφράσει (από τα γερμανικά) το «Η θυγατέρα του γαλακτοπόλη». Εγώ τα έχω βρει και στα αγγλικά, όλα αυτά, στα αρχεία των μισσιοναρίων. Και τότε ξύπνησα, στα εικοσιένα με τριάντα μου χρόνια που τα μελέτησα... και έλεγα «Κοίταξε, ο Τρεμπέλας τώρα με τη «Φαβιόλα» και τη «Περπέτουα»»... Κάποια όμως έχουν μια βάση αγιολογική κι αυτά τα δεχόμαστε ευχαρίστως. Γι’ αυτό «Αιωνία του η μνήμη».
Πηγή: Απόσπασμα ομιλίας του κοσμήτορα της Θεολ. Σχολής του πανεπ. Αθηνών π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, η οποία δόθηκε στην εκκλησία του Αγ. Αντύπα, στο Γουδί αττικής, στις 03-11-2005, Απομαγνητοφώνηση: Θ.Α., Επιμέλεια: Θ.Φ.Δ.
Σημείωση
1. Η πορνεία είναι χαρακτηριστική ανορθολογική χρήση του ανθρώπινου σώματος και του αναπαραγωγικού συστήματος. Περισσότερα για τον ανορθολογισμό του σεξ εδώ.
Ο ορθολογισμός (ο)· η κατά τον ορθό λόγο διανόηση, η προσπάθεια προς λύση των πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων δια της αυστηρής λογικής ως φιλοσοφικό δόγμα: «η θεωρία του ορθολογισμού»
Ορθολογιστής (ο)- ο ασπαζόμενος το δόγμα του ορθολογισμού.
[Φιλοσοφία]. Ορθολογισμός λέγεται το κατ’ αρχάς η στη θεολογία και στη φιλοσοφία της θρησκείας άποψη εκείνη, κατά την οποίαν οι ατέλειες της πίστεως και ιδίως τα γεγονότα της αποκαλύψεως ερμηνεύονται δια του λόγου ή δύνανται να θεμελιωθούν διά του λογικού. Ευστόχως άρα ορίζει τον ορθολογισμό τούτον ο Μπαουμγκάρτεν ως εξής: «Rationalismus est error omnia in divinis tollem supra rationem errantis posita». Του θεολογικού τούτου ορθολογισμού οπαδοί είναι οι δυιστές, στον οποίο προέχουσα κατέχουν θέση ο φιλόσοφος Χρ. Βόλφ και ο θεολόγος Σέμλερ, και οι καθηγεμόνες του γερμανικού φωτισμού. Η ροπή αυτή υπεχώρησε κατά το πρώτον ήδη ήμισυ του παρελθόντος αιώνα υπό την πίεση του ιστορικού πνεύματος, όπως νυν αναφαίνεται, και δηλαδή σε συνδυασμό προς την αναβίωση του ρομαντισμού.
Στην κυρίως φιλοσοφία ορθολογισμός λέγεται η γνωσιολογική εκείνη ροπή, η οποία εξαίρει ως πηγή της επιστημονικής γνώσεως την νόηση, κατ’ αντίθεση προς την εμπειριοκρατία, διδάσκοντας την υπεροχή και την μονοκρατορία της εμπειρίας. Ενώ δηλαδή ή εμπειριοκρατία παράγει πάσα γνώση εκ της κατ’ αίσθηση αντιλήψεως, ισχυρίζεται ο ορθολογισμός ότι αυτή είναι αδύνατον να πηγάζει εκ των αισθήσεων, επειδή ουσιώδη αυτής γνωρίσματα είναι η καθολικότητα και η αναγκαιότητα, ταύτα δε είναι δυνατά μόνον εφ’ όσον η γνώσης είναι προϊόν της νοήσεως.
Με άλλες λέξεις, στο ερώτημα εάν και κατά πόσον υφίσταται γνώση αντικειμένων εξ υποκειμένου, εκ των προτέρων, δια του καθαρού λόγου, ο ορθολογισμός απαντά καταφατικώς, βέβαιων ότι δια καθαρής νοήσεως προσκτώμεθα απόλυτο και πλήρη γνώση των όντων, την οποίαν αδύνατον να παράσχουν οι αισθήσεις. Την αλήθεια του ισχυρισμού τούτου αμφισβητεί η εμπειριοκρατία, κατά την οποίαν μόνη και αποκλειστική πηγή γνώσεως είναι οι αισθήσεις και η οποία ομολογεί συγχρόνως διά του ισχυρισμού τούτου ότι η απόλυτη και πλήρης γνώση είναι κάτι αδύνατον. Την μεταξύ των δύο τούτων απόψεων αντίθεσιν επεχείρησε να άρει ο Κάντ, αποτελέσας εξ αυτών ενότητα διά του συνδυασμού αμφοτέρων. Ούτως ο ορθολογισμός είναι μία εκ των τριών γνωσιολογικών ροπών, οι οποίες αναφάνηκαν στην φιλοσοφία, μία εκ των τριών δυνατών απαντήσεων στο ερώτημα περί της αρχής και των πηγών της γνώσεως. Η απάντηση αυτού περιλαμβάνει τα έξης περίπου σημεία: Υπάρχουν γνώσεις προερχόμενες όχι εκ των κατ’ αίσθηση αντικειμένων, αλλά εκ της καθαρής νοήσεως· οι γνώσεις αυτές, οι δια της νοητικής λειτουργίας του ανθρώπου συγκροτούμενοι, υπερέχουν των δια της εμπειρίας ποριζομένων γνώσεων· τούτο δε τοσούτω μάλλον, όσο μόνον η νόηση εγγυάται περί της αληθείας, του κύρους, της αξίας και της αντικειμενικότητας της γνώσεως. Η εμπειριοκρατία, και δηλαδή υπό την μάλλον αφελή αυτής μορφή, την της αισθησιαρχίας, αποτελεί την άποψη του μήπω φιλοσοφούντος ανθρώπου, εφ’ όσον το πλείστον των ανθρώπων δέχεται αφελώς ότι την γνώσιν του κόσμου έχει διά των αισθήσεων. Ο γνωσιολογικός ορθολογισμός γεννάται από την στιγμή που απαλλάσσεται η φιλοσοφία από των κοσμολογικών παραστάσεων των πολλών, ισχυριζόμενη ότι η επιστημονική, η φιλοσοφική γνώση ως μόνη και κύρια αυτή πηγή έχει την νόηση ή τον λόγο. Την ορθολογιστική αυτή θεωρία περί της αρχής και της πηγής της γνώσεως συναντούμε ήδη στην προ του Σωκράτους φιλοσοφία. Έτσι θεωρούν οι Ελεάτες τον λόγο ως το κριτήριο της αληθείας και λέγουν τις αισθήσεις ως απατηλές, εκβάλλοντας αυτές εκ της αληθείας. Ο Διογένης ο Λαέρτιος γράφει για τον Παρμενίδη: «κριτήριον δὲ τὸν λὸγον εἶπε· τάς τε αἰσθήσεις μὴ ἀκριβεῖς ὑπάρχειν· φησὶ γοῦν: μηδὲ σ’ ἔθος πολύπειρον ὁδὸν κατὰ τήνδε βιάσθω κωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα καὶ ἡχήεσσαν ἀκουὴν καὶ γλῶσσαν, κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον· διὸ καὶ περὶ αὐτοῦ φησιν ὁ Τίμων: Παρμενίδου τε βίην μεγαλόφρονα, τὴν πολύδοξον, ὃς ρ’ ἐπὶ φαντασίας ἀπάτης ἀνενείκατο νώσεις». Επίσης και ο Ηράκλειτος απορρίπτει την κατ’ αίσθηση γνώση ως αναξιόπιστο και απατηλή, θεωρώντας ως αληθή αυτή μόνο αυτή που πηγάζει εκ της νοήσεως. «Κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων». Ακόμη και ο Δημόκριτος και οι ατομικοί καθόλου απονέμουν σε μόνον τον λόγο την ικανότητα της γνώσεως των όντων, θεωρώντας την μεν νοητική γνώση ως την γνησία και φωτεινή, την δε κατ’ αίσθηση ως νόθο και σκοτεινή. Ορθολογιστής είναι και ο Σωκράτης, ο οποίος εξαίρει εναντίον του υποκειμενισμού των σοφιστών την αξία της νοητικής, σταθερές και καθολικό κύρος κεκτημένης γνώσεως, διακρίνοντας αυτήν από της δόξας, και ακόμη μάλλον ο Πλάτων, ο οποίος διδάσκει ότι το όντως όν γνωρίζουμε δια τής νοήσεως και συγκροτεί την περί αναμνήσεως θεωρία. Των ιδεών γνώση λαμβάνουμε, κατά τον μέγα φιλόσοφο, ουχί διά των αισθήσεων, άλλα δια του νου, ο οποίος εισδύει διά μέσου της ποικιλίας των φαινομένων μέχρι του εσχάτου λόγου αυτών και ανάγεται μέχρι του όντως όντος, της πραγματικής και αληθινής ουσίας των όντων. Και ο Αριστοτέλης δε αυτός θεωρεί τον νουν ως επιστήμης αρχή.
Η σχολαστική φιλοσοφία ρέπει ισχυρώς προς τον γνωσιολογικό ορθολογισμό, πιστεύοντας από την μια τις έμφυτες αλήθειες, από την άλλη υπερβολικά τιμώντας την νόηση. Στην εμπειρία διαβλέπει το μέσο προς την αυτοτελή ενέργεια της νοήσεως. Και τα μεγάλα συστήματα της νεότερης φιλοσοφίας, τα του Καρτεσίου, Σπινόζα, Λεϊβνιτίου, στηρίζονται επί του ορθολογισμού. Τα μαθηματικά και οι μέθοδοι αυτών καθορίζουν εδώ την διαμόρφωση της φιλοσοφίας, ο δε λόγος κηρύσσεται ως η υψίστη αυθεντία όχι μόνον στην επιστήμη, άλλα και σε αυτή την ηθική και την ηθική πράξη. Κατά τον Λεϊβνίτιον, αναγκαίο και καθολικό κύρος κεκτημένες είναι μόνον οι verites de raison, οι οποίοι διέπονται υπό της βασικής αρχής της αντιφάσεως, ενώ οι verites de fait, οι επί της αρχής του αποχρώντος λόγου στηριζόμενες, είναι τυχαίες και μεταβλητές. Αλλά ο κυρίως ιδρυτής του νεότερου γνωσιολογικού ορθολογισμού είναι ο Καρτέσιος δια της διδασκαλίας αυτού περί έμφυτων ιδεών, της εξάρσεως του φυσικού φωτός, του lumen naturale, και των αιωνίων και αναγκαίων αληθειών, τις οποίες συλλαμβάνει το πνεύμα αφ’ εαυτού. Κατά παρεμφερή τρόπον διδάσκει και ο Σπινόζας ότι η αλήθεια αποκαλύπτεται δι’ εαυτής και ότι μόνος ο λόγος δύναται να γνωρίσει την αληθή, αιώνια και αναγκαία ουσία των όντων. Και οι τρεις ορμώνται, ως είπαμε, από της μαθηματικής επιστήμης, σκοπός δε αυτών είναι η συγκρότηση μαθητικής τίνος θεωρίας περί του κόσμου. Είναι φυσικό ότι τοιαύτη θεωρία δεν είναι δυνατόν να στηρίζεται υπό της εμπειρίας, ακριβώς όπως τα μαθηματικά. Ομοίως η σκωτική σχολή δέχεται την ύπαρξη αναγκαίων και αυτοφανών αληθειών, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να εκπήγασαν εκ της εμπειρίας, ακριβώς ένεκα της αναγκαιότητας αυτών. Και η φιλοσοφία του γερμανικού ιδανισμού εξαίρει διά του Φίχτε, του Σέλιγγ και του Έγελου την καθαρή νόηση, η οποία παράγει αφ’ εαυτής το περιεχόμενο της. Ο τελευταίος ιδία απονέμει στη νόηση την δύναμη ίνα δια της ιδίας αυτής κινήσεως συγκρατεί το περιεχόμενο του κόσμου, ανεξαρτήτως της εμπειρίας και άνευ αυτής.
Εκ των συγχρόνων ορθολογιστές στη γνωσιολογία είναι ο Χούσσερλ και εν μέρει ο Κοέν, οι Ιταλοί Κρόττε και Τζεντίλλε και καθόλου οι νέοι εγελιανοί, οι ¶γγλοι Taggant και Mackenric, οι Renouvier και Hamelin, και άλλοι πολλοί, και δέον να σημειωθεί ότι από της εμφανίσεως, της κριτικής φιλοσοφίας δια του Κάντ ο εν την αυστηρή σημασία της λέξεως ορθολογισμός δεν είναι ευχερώς αποδεκτός.
Προς αποτέλεση πάσης γνώσεως είναι αναντίρρητο ότι συνεργούν δύο παράγοντες, ο μεν εμπειρικός, έναντι του οποίου διακείμεθα παθητικά, ο δε λογικός, ο οποίος εκπροσωπεί την αυτενέργεια ημών, την σύλληψη και επεξεργασία του υλικού, του υπό της εμπειρίας παρεχομένου. Γεννάται κατ’ ακολουθία αφ’ εαυτού το ερώτημα περί του ποιος εκ των δύο τούτων παραγόντων είναι ο πρωταρχικός, ο θεμελιώδης, ο μείζονας αξία κεκτημένος. Ο ορθολογισμός, ως καταφαίνεται εκ των μέχρι τώρα ειρημένων, θεωρεί ως τέτοιον τον λογικό παράγοντα, την νόηση. Πάσα γνώσις γίνεται τοιαύτη δια της διαμορφωτικής δυνάμεως του νου, δια των εν αυτώ ιδεών και αρχών. Η ατέλεια και η δευτερεύουσα αξία της εμπειρίας γίνεται φανερά, εάν κανείς σκεφθεί ότι η γνώση ως ύστατο αυτής σκοπό έχει την αναγκαιότητα και το καθολικό κύρος εαυτής, ως τούτο συμβαίνει περί τα μαθηματικά. Αλλά η εμπειρική γνώσις είναι τυχαία και μεταβλητή και διά τούτο ανέφικτη δι’ αυτήν ο Ιδανικός εκείνος σκοπός, ο οποίος όμως καθιστά την γνώση κυρίως και αληθώς γνώσιν.
Υπάρχουν άλλωστε επιστήμες, διά τις οποίες ο εμπειρικός παράγων ουδεμίαν αξία κέκτηται. Αυτή είναι τα μαθηματικά, των οποίων τα αξιώματα αναπτύσσονται και αποδεικνύονται εκ των προτέρων και δια τούτο ακριβώς τον λόγο και διακρίνονται δια της αναγκαιότητας και της καθολικότητας αυτών. Εκ τούτου συμπεραίνει ο ορθολογισμός ότι ο λογικός και εξ υποκειμένου παράγων της γνώσεως κέκτηται μείζονα αξία του εμπειρικού, αφού είναι δυνατή επιστήμη οφείλουσα εις αυτόν και την γένεση αυτής και την επίτευξη το ιδανικού εκείνου σκοπού της γνώσεως. Το συμπέρασμα τούτο ενισχύεται και εκ του γεγονότος ότι και στις λοιπές επιστήμες οι σπουδαιότατες γνώσεις ημών προέρχονται εκ του λογικού παράγοντος, προ πάσης εμπειρίας και ανεξαρτήτως αυτής. Τα γεγονότα, αυτά καθ’ εαυτά, οι εντυπώσεις και οι κατ’ αίσθηση αντιλήψεις ημών δεν αποτελούν γνώση, αλλά αυτή γεννάται δια της συνδέσεως και της επεξεργασίας αυτών, δια της οποίας μόνης καθίσταται δυνατή η εύρυνση και η εμβάθυνση του πνευματικού ημών πλούτου. Και αυτές οι πρώτες αρχές της γνώσεως ημών, τα αίτια και οι νόμοι που καθορίζουν την πορεία των του κόσμου, η ουσία του κόσμου, η ύλη και η ψυχή κτλ. είναι προϊόντα της νοήσεως, δια της οποίας μόνης συλλαμβάνονται και εκφράζονται. Πάσα λοιπόν κυρίως η επιστημονική γνώσις παράγεται υπό του νου εξ αρχών βέβαιων και εκ των προτέρων, ούτε δημιουργημένες δια της κατ’ αίσθηση αντιλήψεως ούτε ελεγμένες δια τής εμπειρίας ελεγκτών. Αλλά ως προς τι αρχές αυτές ανακύπτουν δύο ίδια ζητήματα, στα όποια δύναται να αναλυθεί το ανωτέρω διατυπωθέν ερώτημα. Το πρώτον τούτων έχει ως εξής: Πώς καταντούμε στις πρώτες εκείνες αρχές, οι οποίες χρησιμεύουν σε εμάς ως απόλυτες αφορμές της γνώσεως; Και πώς συμβαίνει δεύτερον ότι το διά καθαράς ενεργείας του νου συγκροτηθέν σύστημα αυτό να παρέχει σε εμάς αντικειμενική γνώσιν; Διότι προφανώς η συμφωνία του εξ υποκειμένου συστήματος τούτου των ιδεών προς τον έκτος ημών πραγματικό κόσμο δεν είναι αυτονόητος. Κατά τις απαντήσεις, οι οποίες δόθηκαν στα δύο ταύτα ερωτήματα, διακρίνεται ο ορθολογισμός σε τρεις κατηγορίες, στον μεταφυσικό, τον μαθηματικό και τον ειδολογικό ορθολογισμό.
Ο μεταφυσικός ορθολογισμός ορμάται εκ της προϋποθέσεως ότι η πραγματικότητα είναι καθ’ εαυτή ιδέα και δια τούτο δύναται να γνωσθεί δια καθαρής νοήσεως. Την προϋπόθεση αυτή κατέστησε πρώτος ο Πλάτωνας βάση του φιλοσοφικού αυτού συστήματος. Κατά τον μέγα φιλόσοφο της αρχαιότητος, ο κόσμος των αισθήσεων δεν είναι ο πραγματικός κόσμος, ο οποίος τουναντίον αποτελείται εκ συστήματος ιδεών. Στην γνώση αυτού, του όντως όντος, φθάνομε δια της μαθηματικής και τής διαλεκτικής, οι οποίες αποτελούν τις δύο μεγάλες μορφές της νοήσεως. Δέον όμως να σημειωθεί ότι η απάντηση του Πλάτωνα δεν είναι κυρίως θα έλεγε κανείς γνωσιολογική, αλλά μεταφυσική. Διότι η γνώση είναι κατ’ αυτόν ανάμνηση της ψυχής εκ των χρόνων τής ασωμάτου αυτής καταστάσεως στο Επέκεινα, ανάμνηση, η οποία καθίσταται δυνατή δια της απαλλαγής από των αισθήσεων και των απατηλών αυτής φασμάτων. Ο μεταφυσικός αυτός ορθολογισμός του Πλάτωνα ανανεώνεται κατά τον δέκατο ένατο αιώνα υπό της φιλοσοφίας του γερμανικού ιδανισμού. Έτσι βρίσκουμε στον Έγελο την αυτή θεμελιώδη προϋπόθεση. Η πραγματικότητα είναι και κατ’ αυτόν ιδέα, εξελισσόμενη μετ’ εσωτερικής αναγκαιότητας. Η πλήρης γνώσης συνίσταται στην νόηση των ιδεών, οι οποίες είναι το όντως ον. Η δευτέρα μορφή του ορθολογισμού, ο μαθηματικός ορθολογισμός, αναφαίνεται κατά τον δέκατο έβδομο αιώνα. Το ιδανικό αυτού είναι η γνώση, η οποία προσλαμβάνει την μορφή της μαθηματικής επιστήμης, τουτέστι την μορφή συστήματος παραγομένου εξ αρχών εκ των προτέρο τεθειμένων στην νόησή μας. Εισηγητής του ορθολογισμού τούτου έγινε ο Καρτέσιος, ο οποίος διδάσκει ότι υπάρχουν στοιχεία της γνώσεως, έμφυτες ιδέες, οι οποίες παράγονται υπ’ αυτού του νου, μηδεμιάς πιστοποιήσεως της εμπειρίας δεόμενα. Τοιαύτες αρχές είναι τα αξιώματα των μαθηματικών, τα όποια δεν κατάγονται εκ της εμπειρίας, άλλα τα όποια θέτει ο νους, ως θέτει αυτός αφ’ εαυτού και τους μαθηματικούς ορισμούς. Το κύρος αυτών δεν εξαρτάται εκ της εμπειρίας, αλλά η αλήθεια αυτών γίνεται αυτοφανής ευθύς ως κατανοηθώσι. Διά αυτό πειράται να αναγάγει και την φυσική στα μαθηματικά, να καταστήσει δηλαδή αυτήν μαθηματική φυσική. Εντεύθεν και ο ορισμός της φύσεως του σωματικού ως καθαρής εκτάσεως. Το σώμα κέκτηται μόνον γεωμετρικές ιδιότητες και διά τούτο υπάγεται στην μαθηματική θεώρηση. Ο ορισμός αυτού είναι καθαρά μαθηματικός ορισμός, ως εξ άλλου και ο ορισμός της ψυχής. Επί της βάσης των ορισμών τούτων και αξιωμάτων τινών, ως είναι τα περί διατηρήσεως της ουσίας και της δυνάμεως, αναπτύσσει την επιστήμη της φύσεως ως σύστημα μηχανικής. Κατά την νοητική αυτή εργασία η κατ’ αίσθηση αντίληψη κέκτηται οίαν και στη γεωμετρία αξία· παρέχει δηλαδή την πρώτη αφορμή προς σχηματισμό εννοιών και αξιωμάτων. Όπως δε οι μαθηματικές έννοιες περιέχουν σε αυτές την εγγύηση του κύρους αυτών, ουδεμιάς χρήζουν δια της εμπειρίας κυρώσεως, έτσι και οι ορισμοί και τα αξιώματα εκείνα. Διότι πάσα σαφής και διαυγής έννοια φέρει σε αυτή εαυτή την εγγύηση της αληθείας της. Quidquid clare ac distincte percipio, verum est. Τις αρχές αυτές εφαρμόζει πλήρως δι’ όλου αυτού του συστήματος ο Σπινόζας, του οποίου το κύριο έργο φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο: Ethica more geometrico demonstrata. Σε αυτό χρησιμοποιεί αυστηρά την μορφή της μαθηματικής αποδείξεως. Όλες οι επιστήμες, η φυσική, η μεταφυσική, η γνωσιολογία, η ψυχολογία, η ηθική, η πολιτική, εξετάζονται κατά γεωμετρικό τρόπον, η δε φιλοσοφία καθόλου εμφανίζεται ως σύστημα αναγκαίων λογικώς τύπων, παραγομένων εκ λογικώς αναγκαίων εννοιών και αξιωμάτων. Αλλά σε αντίθεση με τον Καρτέσιο την απάντηση στο δεύτερον εκείνο ερώτημα, το σχετικό προς την συμφωνία του εξ υποκειμένου συστήματος τούτου των εννοιών προς την αντικειμενική γνώση, αντλεί ο Σπινόζας εκ της μεταφυσικής αυτού, κατά την οποίαν ordo et connexio, idearum idem est ac ordo et connexio rerum, εκ του μονισμού αυτού και της εξ αυτού απορρέουσας θεωρίας περί παραλληλισμού. Ο ενδολογικός τέλος ορθολογισμός συνδέεται προς το όνομα του Κάντ, ο οποίος παραλαμβάνει εξ αμφοτέρων των αντιμαχομένων αλλήλων γνωσιολογικών θεωριών, του ορθολογισμού και της εμπειριοκρατίας, όσα αληθή περιέχει σε αυτή εκατέρα αυτών και συνδυάζει αυτά σε νέα γνωσιολογική θεωρία. Κατά την θεωρία αυτή υφίσταται γνώση εκ των προτέρων, αλλά γνώση των φαινόμενων, όχι των πραγμάτων, καθ’ αυτά.
Βιβλιογραφία
01. «Le rationalisme comme hypothese mithodologique, 1909
02. Hobhouse, «The Theory of Knowledge», 1896.
03. Messer, «Einfoehrung in die Erkenntnistheorie», 1909.
04. Girgensohn, «Der Rationalismus des Abendlandes», 1926
05. Barrebotti, «Il rationalismo nella storia della filosofia», 1886.
06. Robertson, Rationalism, 1912.
07. Jaspers, «Psychologie der Weltanschauungen», β΄ εκδ. 1922
08. Kulpe, «Einfoehrung in die Philosophic», στ΄ έκδ. 1913
09. Paulsen, «Einleitung in die Philosophic, 23η έκδ., 1910.
Πηγή: Ν.Ι. Λούβαρης, Καθηγητής στην εισαγωγή της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ιθ΄, σσ. 54 - 55
Το αρχέγονο διώνυμο της θεότητας. Από την αρχαία Ελλάδα μέχρι τους Σημίτες...
Η θεμελιώδης διάκριση φωτός - σκότους διατρέχει ως φυσική αλλά και ηθική οροθεσία την ανθρώπινη σκέψη, από τα πρώτα φιλοσοφικά και θεολογικά της βήματα. Η αιτία είναι προφανής: η διαίρεση του συντομότερου ιστορικού τμήματος (ημερονυκτίου) γίνεται με βάση τη διάκριση αυτή. Όταν λοιπόν η ανθρώπινη λογική επιχείρησε οποιαδήποτε αξιολογική διάκριση σε επίπεδα πέρα από την καθημερινή εμπειρία κατέφυγε στο «φυσιολογικό» αυτό διώνυμο. Δεν είναι τυχαίο ότι, για τον Ευρωπαϊκό χώρο, πρώτοι οι Έλληνες «φυσικοί» φιλόσοφοι, τόσο οι Ίωνες όσο και οι Δωριείς, αναγνώρισαν το συμβολικό χαρακτήρα του διώνυμου αυτού και τον χρησιμοποίησαν, όπως θα δούμε αναλυτικά παρακάτω, ποικιλοτρόπως.
Επειδή ωστόσο οι Έλληνες διανοητές αξιοποίησαν την εμπειρία του κοινού ανθρώπου, ουσιαστικά άντλησαν από μια ιεραρχία συμβόλων που αποτέλεσε και αποτελεί μέρος της παγκόσμιας κουλτούρας.
Στο εξώφυλλο; «1 ΕΝ ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. 2 ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. 3 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς. 4 καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν· καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους. 5 καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα μία.» (Γεν. 1,1-5)
ΦΩΣ και ΣΚΟΤΟΣ
ΤΟ ΑΡΧΕΓΟΝΟ ΔΙΩΝΥΜΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΗΤΑΣ
Στην εναρκτήρια αυτή διήγηση της Γενέσεως - του πρώτου βιβλίου της Π. Διαθήκης -περιγράφεται η γέννηση του φωτός και έτσι αποτυπώνεται και κωδικοποιείται μία πάγια αντίληψη του προχριστιανικού κόσμου (ελληνικού και σημιτικού, όπως θα δούμε παρακάτω!), που στο σύνολο της εισάγεται και στη χριστιανική σκέψη. Ας επιχειρήσουμε την ανάλυση της.
Όπως γίνεται σαφές στο παραπάνω απόσπασμα, το φως συνιστά μια φάση της δημιουργίας, συγκεκριμένα τη δεύτερη μετά το σύμπαν, που ήδη από την συγκρότηση του αποσπά τα ευμενή σχόλια του Θεού και επενδύεται με ηθικό - αισθητικό περιεχόμενο (...«ὅτι καλόν»). Αξίζει ωστόσο τονιστεί ότι το σκότος, ο αντίποδας του φωτός, δεν δημιουργήθηκε ως αυτόνομο κατασκεύασμα της ελεύθερης βούλησης της θεότητας, αλλά ως επιμέρους χαρακτηριστικό του Σύμπαντος (...«καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου...»). Μετά τη δημιουργία του φωτός, το σκότος αποκτά οντότητα ως στέρηση του φωτός.
Από δε τη μεταξύ τους αντιπαράθεση δομείται η διάσταση του χρόνου (...«καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα μία»...)!
Ήδη λοιπόν, από την αρχή της ύλης, το διώνυμο φως / σκότος έχει μια αξιολογική διάσταση. Για να μιλήσουμε με μοντέρνους όρους: το φως είναι αιτιοκρατικά προδιαγεγραμμένο να ορίζει τα πλαίσια μιας κατάστασης (αυτής του σκότους), χωρίς το οποίο (το φως δηλαδή) ούτε αυτή η κατάσταση έχει αυτοδύναμη οντότητα. Με άλλα λόγια το σκότος είναι μια ετεροπροσδιορισμένη δημιουργία η οποία δεν νοείται ως «είναι», γιατί απλώς δεν έλαβε ύπαρξη από την υπαρξιακή πηγή των όντων, τον θεό, αλλά υπήρξε ως αναγκαιότητα. Είναι όρος στερητικός που απλώς δηλώνει την απουσία της ύπαρξης του φωτός.
Ο θεμελιώδης χαρακτήρας του φωτός υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι η παρουσία του συγκροτεί μία ολόκληρη διάσταση ύπαρξης: τον Χρόνο. Χωρίς την διαλεκτική αντίθεση του φωτός με το σκότος, ο χρόνος δεν θα είχε φυσική ύπαρξη, αλλά θα υπήρχε ως αφηρημένη φιλοσοφική κατηγορία.
Φως και σκότος στην αρχαιοελληνική σκέψη
Την καίρια κοσμολογική αντίθεση ανάμεσα στο φως και το σκότος είχε συλλάβει πολύ πρώιμα και η αρχαιοελληνική φιλοσοφική σκέψη. Πέρα από τις διάσπαρτες αναφορές, πρώτοι οι Πυθαγόρειοι συμπεριέλαβαν το ζεύγος φως-σκότος στα δέκα θεμελιώδη αντιθετικά ζεύγη δυνάμεων που κυβερνούν και καθορίζουν τη λειτουργία του κόσμου. Ας σημειωθεί μάλιστα ότι τα μονά (αριστερά στον παρακάτω πίνακα) μέλη των ζευγών αυτών είναι σύστοιχα προς την έννοια του «αγαθού», ενώ τα ζυγά στοιχούν προς την έννοια του «κακού» κατά την «μονιστική σύλληψη της «μαγικής» υφής των πυθαγορείων αριθμών. Τα κοσμολογικά αυτά ζεύγη είναι τα:
«ΑΓΑΘΟΝ» |
«ΚΑΚΟΝ» |
πέρας |
άπειρον, |
περιττόν |
άρτιον, |
εν |
πλήθος, |
δεξιόν |
αριστερόν, |
άρρεν |
θήλυ, |
ηρεμούν |
κινούμενον, |
ευθύ |
καμπύλον, |
φως |
σκότος, |
αγαθόν |
κακόν, |
τετράγωνο |
ετερόμηκες |
Την αξιολογική αυτή αντίληψη του χωρισμού των Πυθαγορείων παρέλαβε και επισημοποίησε με το γνωστικό του κύρος ο Αριστοτέλης. Συγκεκριμένα στα «Ηθικά - Νικομάχεια» (Β6, 14-16), επιχειρώντας να προσδιορίσει το χαρακτήρα της αρετής ως μεσότητας, αποδέχεται όχι μόνο ότι οι κοσμολογικές αρχές των Πυθαγορείων ισχύουν, αλλά ότι, περαιτέρω, έχουν ηθική νοηματοδότηση που στηρίζεται στη ριζική διάκριση ανάμεσα στο «αγαθόν - κακόν».
Συγκεκριμένα το «σφάλμα» («το κακόν» των Πυθαγορείων) είναι κάτι που μπορεί να συμβεί ποικιλοτρόπως («πλήθος» των Πυθαγορείων), γιατί το κακό ανήκει στο χώρο του «απείρου», αφού μπορεί να σφάλουμε ατέρμονα. Το «άπειρο» όμως προκαλεί τρόμο στην ανθρώπινη λογική γι’ αυτό και είναι «κακόν»...
Αντίθετα, το ορθό («το αγαθόν» των Πυθαγορείων) γίνεται με ένα τρόπο (το εν των Πυθαγορείων), γιατί το αγαθό είναι πεπερασμένο και συγκεκριμένο («πέρας» των Πυθαγορείων). Επομένως το «αγαθόν», οι καλές πράξεις, έχουν όρια είναι σύμμετρες και τέλειες, γιατί αυτό που έχει «πέρας» θεωρείται τελειότερο από το «άπειρο» και «άμορφο».
Έτσι η αρετή («το αγαθόν») είναι δύσκολος στόχος, επειδή ταυτίζεται με το «εν», ενώ η κακία εύκολος, επειδή ταυτίζεται με το «πλήθος» σε κάθε του εκδοχή. Έτσι θα πρέπει να ερμηνευτεί και η αριστοκρατική σύλληψη οργάνωσης της Πολιτείας από τους Πυθαγόρειους. Για τους ίδιους λόγους η υπερβολή και η έλλειψη είναι γνωρίσματα της κακίας (αφού χαρακτηρίζονται από το «πλήθος» και το «άπειρον»), ενώ η μεσότητα είναι γνώρισμα της αρετής (αφού χαρακτηρίζεται από το «εν» και το «πέρας»). Βέβαια ο Αριστοτέλης, ξεπερνώντας τις αριστοκρατικές αντιλήψεις των Πυθαγορείων, απέδειξε ότι η μεσότητα συνάδει με τη δημοκρατία και ας στηρίζεται ως πολίτευμα στο πλήθος! Ας δούμε το σχετικό αριστοτελικό χωρίο.
«...Έτι το μεν αμαρτάνειν πολλαχώς εστί (το γαρ κακόν τον απείρου, ως οι Πυθαγόρειοι είκαζον, το δε αγαθόν του πεπερασμένου), το όέ κατορθούν μοναχός (ό’ ο και το μεν ράόιον το όέ χαλεπόν, ράδιονμεν το αποτυχείν του σκοπού, χαλεπόν όέ το επιτυχείν) και όιά ταύτα ουν, της μεν κακίας η υπερβολή και η έλλειψις, της δ’ αρετής η μεσάτης...»
Μετάφραση: «...Επιπλέον, το λάθος γίνεται με πολλούς τρόπους (γιατί το κακό και το άπειρο πάνε μαζί, όπως δίδασκαν οι Πυθαγόρειοι, ενώ το καλό πάει μαζί με το πεπερασμένο), το σωστό όμως γίνεται με έναν μόνο τρόπο (γι’ αυτό και το πρώτο είναι εύκολο, ενώ το άλλο είναι δύσκολο· είναι εύκολο, πράγματι, να αποτύχεις στο στόχο σου και είναι δύσκολο να τον πετύχεις) γι’ αυτό το λόγο λοιπόν η υπερβολή και η έλλειψη είναι χαρακτηριστικά της κακίας και η μεσότητα της αρετής...».
Ταύτιση φωτός και αρετής, σκότους και «κακίας»
Μέσα σε αυτά τα γνωστικά πλαίσια, το σκότος (που είναι η έλλειψη του φωτός κατά τη Γένεση) έγινε λογικά παραδεκτό ως θεμελιώδες γνώρισμα της κακίας από τη χριστιανική σκέψη, η οποία εφάρμοσε τις αριστοτελικές αρχές στην ερμηνεία των ιερών βιβλίων της Αγίας Γραφής.
Στην Καινή Διαθήκη η αναφορά στο φως, ως σύμβολο του αγαθού και της θεότητας, αποτελεί κοινό τόπο. Βέβαια επισκοπώντας τα σχετικά χωρία (65 συνολικά!) θα αντιληφθούμε ότι η συμβολοποίηση αυτή συνδέεται άμεσα με την πλατωνική θεωρία των Ιδεών, αφού το φως δεν είναι απλώς θεουργό σύμβολο αλλά ταυτόχρονα και πηγή γνώσης, όπως και χαρακτηρίζεται σε ποικίλα πλατωνικά χωρία. Είναι περιττό να τονιστεί ότι ο γνωστικός χαρακτήρας της αρετής, που θεμελίωσε ο Σωκράτης και αποδέχθηκε ο Πλάτων, καθιστά τελικά το φως σύμβολο της αρετής. Το πλέον χαρακτηριστικό σχετικό χωρίο είναι το εναρκτήριο του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου:
«...1 Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. 2 Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. 3 πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν ὃ γέγονεν. 4 ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. 5 καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν. 6 Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης· 7 οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσιν δι’ αὐτοῦ. 8 οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ’ ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός. 9 Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον, ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον....» (Κατά Ιωάννην 1,1-9).
Μετάφραση: «Στην εξουσία βρισκόταν ο Λόγος, και ο Λόγος ήταν προς το θεόν και θεός ήταν ο Λόγος. Αυτός κατείχε την θεϊκή εξουσία. Όλα έγιναν μέσω αυτού και χωρίς αυτόν τίποτα δεν έγινε από το μέρος της δημιουργίας. Σε αυτόν υπάρχει ζωή, και η ζωή ήταν το φως των ανθρώπων, και το φως φωτίζει το σκοτάδι και το σκοτάδι δεν μπορεί να υπερισχύσει. Γεννήθηκε άνθρωπος απεσταλμένος από το Θεό, το όνομα του Ιωάννης. Έργο του να ομολογήσει το Θεό να μαρτυρήσει για το φως, ώστε όλοι να πιστεύσουν με τη βοήθεια του. Δεν ήταν εκείνος το φως αλλά ο μάρτυρας του. Ήταν το φως το αληθινόν που φωτίζει κάθε άνθρωπο που γεννιέται στον κόσμο».
Η παρουσία του φωτός θεωρείται χαρακτηριστικό γνώρισμα της θεότητας σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο ίδιος ο Χριστός, να διακηρύξει: «...12 Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς. 13 εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Φαρισαῖοι· Σὺ περὶ σεαυτοῦ μαρτυρεῖς· ...»
Μετάφραση: «...Εγώ είμαι το φως του κόσμου αυτός που με ακολουθεί δεν θα περπατήσει στο σκοτάδι αλλά θα έχει το φως της ζωής. Απάντησαν λοιπόν οι Φαρισαίοι, σ’ αυτόν: εσύ μιλάς για τον εαυτό σου...»
Βέβαια η διασύνδεση του φωτός με την αλήθεια - και παραγωγικά με τη θεότητα - υπαγορεύεται και από τη φυσική σύλληψη της ηθικής και μεταφυσικής πραγματικότητας. Επειδή ακριβώς η φύση του φωτός είναι αποκαλυπτική γίνεται αντιληπτό ως προϋπόθεση της αλήθειας, της ηθικότητας, του αγαθού και άρα της θεότητας. Αντιστρόφως το σκότος ως κρυπτικό συνδέεται και με το κακό γιατί στο πλαίσιο της ίδιας φυσικής αντίληψης, παρέχει κάλυψη σε κάθε ανομία. Χαρακτηριστική για την περίσταση είναι η σχετική αναφορά του Ιωάννη:
«..19 αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς, ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα.20 πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ· 21 ὁ δὲ ποιῶν τὴν ἀλήθειαν ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα φανερωθῇ αὐτοῦ τὰ ἔργα, ὅτι ἐν Θεῷ ἐστιν εἰργασμένα..» (Κατά Ιωάννη 3,19-21).
Μετάφραση: «...αυτή είναι η κρίση, ότι το φως ήρθε στον κόσμο και αγάπησαν οι άνθρωποι πιο πολύ το σκοτάδι παρά το φως, γιατί τα έργα τους ήταν πονηρά. Γιατί όποιος πράττει ανόσια έργα μισεί το φως και δεν έρχεται στο φως για να μην ελεχθούν τα έργα του Αυτός που εκτελεί τα έργα της αλήθειας έρχεται προς το φως, για να φανερωθούν τα έργα του ότι τα έχει εκτελέσει συμφωνά με τις απαιτήσεις του Θεού...».
Στο παραπάνω χωρίο διαπιστώνεται ότι το φως αποτελεί όχι μόνο το σύμβολο της θεότητας αλλά επαγωγικά και σύμβολο του ηθικού ανθρώπου, του ανθρώπου εκείνου που υπακούει στο θέλημα του Θεού.
Βέβαια η διασύνδεση αυτή θεμελιώθηκε επίσης στον αρχαιοελληνικό στοχασμό και αξιοποιήθηκε λογοτεχνικά από τον Σοφοκλή με το μύθο του Οιδίποδα και μάλιστα με έναν ολότελα ανατρεπτικό τρόπο. Συγκεκριμένα ο Οιδίποδας προικισμένος με το φυσικό φως στερείται παντελώς του ηθικού φωτός, ενώ ο αντίπαλος του Τειρεσίας, γεννημένος τυφλός σε φυσικό επίπεδο, απολαμβάνει το ηθικό φως και αυτό αντιπαραθέτει θριαμβευτικά στην ηθική τυφλότητα του Οιδίποδα. Χαρακτηριστικές είναι οι σχετικές αναφορές του Σοφοκλή στα ακόλουθα αποσπάσματα του Οιδίποδα.:
(Οιδίπους): «...Μιας τρέφει προς νυκτός, ώστε μήτ’ εμέ μήτ’ άλλον, όστις φως ορά βλάψαι ποτ’ αν...»
(Τειρεσίας): «...ει και τυρρανείς, εξισωτέον το γουν ίσα αντιλέξαι, τούδε γάρ και γώ κρατώ ου γάρ τι σοι ζώ δούλος, αλλά Λοξία, ώστε ου Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι. Λέγω δ’ επειδή και τυφλόν μ’ ωνείδισας σύ και δέδορκας και βλέπεις ίνα ει κακού ουδ’ ένθα ναίεις. Ουδ’ ότων οικείς μέτα, αρ’ οίσθ’ αφ’ ων ει;...»
Μετάφραση: (Οιδ): «...Βρίσκεσαι σε διαρκή τύφλωση, ώστε ούτε εμένα ούτε κανένα άλλον που βλέπει φως θα μπορούσες να βλάψεις...»
(Τειρ.): «Αν και είσαι βασιλιάς πρέπει να εξισωθώ με εσένα ως προς το δικαίωμα να δώσω ίση απάντηση, γιατί κι εγώ έχω αυτό το δικαίωμα, αφού δεν ζω ως δούλος δικός σου αλλά του Λοξία, άρα δεν θα θεωρηθώ προστατευόμενος του Κρέοντα. Λέω λοιπόν, επειδή με έβρισες «τυφλό", εσύ και έχεις μάτια και δεν βλέπεις σε ποιο σημείο του κακού βρίσκεσαι, ούτε που κατοικείς, ούτε με ποιους συζείς. ¶ραγε γνωρίζεις από ποιους κατάγεσαι;»
Ο Σοφοκλής ως γνήσιος Έλληνας στοχαστής και λογοτέχνης δραματοποιεί μια ψευδαίσθηση ηθικότητας: η κατοχή του υλικού φωτός - και η δυνατότητα της εμπειρικής γνώσης που επιτρέπει αυτή η κατοχή δίνει - την εντύπωση ότι ο ¶νθρωπος είναι προικισμένος με το Φως ως ευρύτερο σύμβολο της θεουργού γνώσης. Αυτή η ψευδαίσθηση μπορεί να αποβεί μοιραία, όταν πάνω σ’ αυτήν καθένας μας θεμελιώσει τη ζωή του.
Πρόκειται ουσιαστικά για μια γνωστική και ηθική πλάνη, στην οποία ακριβώς πλειοδότησε ο νεότερος Διαφωτισμός, καπηλευόμενος τον όρο «φως», όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω.
ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ: Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ.
Ο τρόπος πρόσληψης της αρχαίας ελληνικής σκέψης στη μεσαιωνική Δύση και κυρίως η ανεπιτυχής προσπάθεια το φιλοσοφικό «φως» της γνωστικής αρετής - όπως το έθεσε ο Αριστοτέλης - να «απολογηθεί για το υπερκόσμιο φως των Ευαγγελίων, δημιούργησε τις προϋποθέσεις μιας πρωτοφανούς σύγχυσης:
Η ανθρώπινη σκέψη σταδιακά αυτονομήθηκε από την ηθική συνείδηση. Έγινε από «θεωρία», «εμπειρία» και αντιδρώντας στην εσφαλμένη τακτική του Μεσαίωνα, η ανθρώπινη σκέψη εμφανίσθηκε ως «φως». Μάλιστα το κίνημα που εξέθρεψε αυτή την αυτονόμηση χαρακτηρίσθηκε «Διαφωτισμός» και για να αποκτήσει κοινωνικό κύρος διεκήρυξε ότι «επανανακάλυψε» την Αρχαιότητα, η οποία δήθεν είχε ξεχαστεί κατά τον Μεσαίωνα!
Όποιος, όμως, μελετήσει τις πηγές θα διαπιστώσει ότι καμία διακοπή δεν υπήρξε στην αναπαραγωγή της αρχαίας Σκέψης ούτε στη Δύση, ούτε στην Ανατολή. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ο κύκλος των «επαϊόντων» ήταν περιορισμένος και συχνά κλειστός.
Αυτή η αριστοκρατικότητα της γνώσης, ωστόσο ήταν επίσης κληρονομιά της αρχαιότητας και του εκλεκτικιστικού βιώματος που είχε εισηγηθεί ο Πλάτων.
Η αιτίαση που συνήθως προβάλλεται ήταν ότι τα αρχαία κείμενα διαστράφηκαν νοηματικά, ή και πλαστογραφήθηκαν (!), για να υπηρετήσουν την «προπαγάνδα» της Εκκλησίας. Ωστόσο η διαστροφή που υπέστησαν αυτά τα κείμενα από τους Διαφωτιστές για να υπηρετήσουν την Αστική Σκέψη ήταν πιο εκβιαστική και παραμορφωτική.
Η ουσία όμως του προβλήματος είναι άλλη.
Στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού η αντίθεση «φως - σκότος» επανοηματοδοτήθηκε με ένα τρόπο που διαστρέβλωσε τόσο την αρχαιοελληνική, όσο και την χριστιανική παράδοση και ορολογία. Η διαστρέβλωση αυτή ήταν κυρίως αποτέλεσμα της έκπτωσης της παιδείας σε γνώση και μάλιστα πρακτική, και επιπρόσθετα της έκπτωσης της ελευθερίας στο ιδεώδες του εγκόσμιου φιλελευθερισμού.
Οι εννοιολογικές αυτές αλλοιώσεις στάθηκαν καίριες για μια σωρεία κειμενικών παρεξηγήσεων, όπως θα διαπιστώσουμε. Καταρχάς η παιδεία στην ελληνική αρχαιότητα ήταν ένα μέσο για την κατάκτηση της αρετής η οποία κατά τον Αριστοτέλη: «...Έστιν άρα αρετή έξις προαιρετική εν μεσότητι ούσα τη προς ημάς, ωρισμένη λόγω και ω αν φρόνιμος ορίσειεν...»
Μετάφραση: «...Είναι λοιπόν η αρετή συνήθεια που επιλέγει κάποιος και συνιστά έκφραση της προσωπικής μας μεσότητας, καθορισμένη με τη λογική όπως θα την προσδιόριζε ο γνωστικός (σκεπτόμενος) άνθρωπος...»
Συνάγεται λοιπόν το συμπέρασμα ότι η παιδεία ως άσκηση αρετής στηρίζεται στην δόμηση της λογικής, άρα έχει αυστηρά θεωρητικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό, ιδεώδης τύπος ανθρώπου για τον Φιλόσοφο ήταν ο θεωρητικός, και επίσης γι’ αυτό καταδικάζεται ο Σοφιστής ως «μεταπράτης γνώσεων»!
Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι ο Αριστοτέλης και γενικώς η αρχαιοελληνική σκέψη απορρίπτουν τον «πρακτικό βίο» ως μέσο απόκτησης της αρετής. Αντιθέτως μάλιστα ο Αριστοτέλης, διορθώνοντας τον Πλάτωνα που θεωρούσε το αγαθό (αρετή) ως την ύψιστη υπερκόσμια Ιδέα, τονίζει:
«... τάς δ’ αρετάς λαμβάνομεν ενεργήσαντες πρότερον ώσπερ και επί των άλλων τεχνών ο γάρ δεί μαθόντας ποιείν τούτα ποιούντες μανθάνομεν, οίον οικοδομούντες οικοδόμοι γίνονται και κιθορίζοντες κιθαρισταί ούτω δη και τα μεν δίκαια πράττοντες δίκαιοι τα δέ σώφρονα σώφρονες τα δ’ ανδρεία ανδρείοι...» (Ηθικά Νικομάχεια Β1,4)
Μετάφραση.: «... τις αρετές όμως τις αποκτούμε αφού πρώτα τις πραγματώσουμε, όπως ακριβώς συμβαίνει και στις άλλες τέχνες· εκείνα δηλαδή τα οποία πρέπει να τα κάνουμε αφού προηγουμένως τα μάθουμε, αυτά τα μαθαίνουμε κάνοντας τα για παράδειγμα οικοδόμοι γινόμαστε οικοδομώντας και κιθαριστές παίζοντας κιθάρα με τον ίδιο τρόπο λοιπόν γινόμαστε σώφρονες πράττοντας συνετά και ανδρείοι, εκτελώντας ανδρείες πράξεις...».
Οι πράξεις υπαγορεύουν (καλύτερα: εδραιώνουν) το ήθος, ωστόσο η παιδεία που διαμορφώνει και εκλεπτύνει τον άνθρωπο ώστε να ασκεί ενάρετα έργα είναι καρπός λογικός, άρα θεωρητικός. Πρακτική «παιδεία» δεν υπάρχει, διότι ο ¶νθρωπος είναι ον με βούληση, και όπως υπογράμμισε αιώνες μετά ο Νίτσε, αν η βούληση δεν δομηθεί λογικά τότε παραμένει ενστικτώδης και γι’ αυτό εγκληματική δύναμη.
Ο Διαφωτισμός, μετατρέποντας το «θεωρείν» σε «πράττειν» - και μάλιστα οικονομικά αξιοποιήσιμο κατά τις επιδιώξεις της αστικής τάξης - μετατρέπει το γνωστικό «σκότος» σε «φως», και ενώ κομπάζει ότι απελευθερώνει τον ¶νθρωπο, ουσιαστικά τον υποδουλώνει, αφού το ελεύθερο φρόνημα είναι τελεολογικό, αλλά όχι ιδιοτελές. Δηλαδή ενδιαφέρεται για τον σκοπό των πράξεων και των φαινομένων, αλλά δεν τα εκμεταλλεύεται. Πρόκειται για την σαφή διαφορά ανάμεσα στο Φιλόσοφο (Αριστοτέλη, Πλάτωνα, Σωκράτη) και στον ανηθικολόγο Σοφιστή (Γοργία, Πρόδικο) και την ακόμη σαφέστερη διαφορά τού Οιδίποδα από τον Τειρεσία.
Αν όμως ο Διαφωτισμός αλλοιώνει την αρχαιοελληνική σκέψη - αντλώντας έστω και χωρίς να το ξέρει από τη Σοφιστική - την χριστιανική παράδοση την ανατρέπει άμεσα και συνειδητά! Στηριζόμενος στο αίτημα του φιλελευθερισμού αυτονόμησε τη φιλοσοφική σκέψη από τη θεολογία, ερμηνεύοντας την πρώτη ως υλιστική συλλογιστική και τη δεύτερη ως νεφελώδη μεταφυσική. Θεώρησε μάλιστα αυτή τη μεθοδολογία, ως πρακτική καινοτόμο και «φωτισμένη».
Δυστυχώς, σε αυτή την επέμβαση, ο Διαφωτισμός ευνοήθηκε από την διαμορφωμένη στη Δύση φιλοσοφική παράδοση του σχολαστικισμού, που μετέτρεψε τον αρχαιοελληνικό φιλοσοφικό λόγο σε απολογητικό λόγο, όχι του χριστιανισμού (όπως υπεστήριζαν οι Διαφωτιστές) αλλά του Παπισμού... Αγνοήθηκε δηλαδή η σύνθεση Ελληνικής φιλοσοφικής και Χριστιανικής Αποκάλυψης που είχε επιτευχθεί στην Ανατολική Πατερική Παράδοση.
Έτσι, το υπερκόσμιο φως των Ευαγγελίων θεωρήθηκε «σκοτάδι», σύμβολο δεσμευτικό του ανθρώπινου στοχασμού, ενώ για την ακρίβεια «σκοτάδι» στάθηκε η προσπάθεια των ανθρώπων να μεταλαμπαδεύσουν τη δική τους νοσηρή τυφλότητα ως ευαγγελικό φως. Πρόκειται και πάλι για την οιδιπόδεια πλάνη: η λύση του αινίγματος της Σφίγγας στάθηκε η ρήση «¶νθρωπος». Επειδή ωστόσο ο άνθρωπος (ο Οιδίπους) που την υπαγόρευσε εξαργύρωσε τη γνώση με μια βασιλεία και χάραξε αυτόφωτη πορεία, εκτός από το τέρας έβλαψε και τον εαυτό του.
Αυτό το φως ακριβώς αναγόρευσε σε κέντρο γνωστικής φωτοχυσίας ο Διαφωτισμός και έτσι, αν και γκρέμισε τα τέρατα των παπικών προλήψεων και δεισιδαιμονιών, εντέλει αυτοκαταστράφηκε, συμπαρασύροντας στον αιώνα μας και τον ανθρωπιστικό πολιτισμό. Η κατίσχυση της θετικιστικής πρακτικοποιημένης Επιστήμης ως φωτός αυτονόμου είναι ίσως η μεγαλύτερη απόδειξη της στρέβλωσης του φωτισμού, ως αρχαιοελληνικού ιδανικού.
Το φως στην ορθόδοξη παράδοση
Όπως προαναφέραμε, ποικίλα ιερά χωρία χρησιμοποιούν το φως ως ορατό (υλικό) σύμβολο της αθέατης και άϋλης θεότητας: Ταυτόχρονα το φως και η κυριότερη πηγή του, ο Ήλιος, χρησιμοποιείται συχνά από τους Πατέρες και ιδιαίτερα από τον Μ. Βασίλειο για να παραδειγματίσει και να ερμηνεύσει το ουσιώδες δόγμα της τριαδικότητας. Βέβαια για να προληφθούν παρεξηγήσεις τονίζει «....Κ’ αν ήλιου φως, πάντα άτιμα προς εικασίαν δόξης και πλέον απολειπόμενα προς την του αληθινού φωτός σύγκριση η καθ’ όσον βαθεία νυξ και στυγνή ακοτομήνη μεσημβρίας καθαρωτάτης...» (Όροι κατά πλάτος 2,1)
Μετάφραση: «...Κι αν ακόμα είναι του ήλιου το φως όλα είναι χαμηλότερης αξίας από την εντύπωση της δόξας του Θεού και υπολείπονται περισσότερο κατά τη σύγκριση τους με το αληθινό φως, όσο υπολείπεται η βαθειά και άγρια νύχτα από την καθαρότερη μεσημβρία...).
Δύο όμως κυρίως γεγονότα χριστολογικού χαρακτήρα με άμεσο εσχατολογικό νόημα συνδέονται με το υλικό φως, ως εκδήλωση της θεϊκής παρέμβασης στην Ιστορία, ενώ αντίθετα ένα συνδέεται με το σκότος. Η ξαφνική στέρηση του φωτός, δηλαδή το σκότος, ως σημάδι της θεϊκής οδύνης και απαξίωσης καταγράφεται γλαφυρά από τον Ευαγγελιστή Λουκά λίγο πριν ο εσταυρωμένος Ιησούς εκπνεύσει: «...44 ἦν δὲ ὡσεὶ ὥρα ἕκτη καὶ σκότος ἐγένετο ἐφ' ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης, τοῦ ἡλίου ἐκλειπόντος...» (Κατά Λουκά, 23, 44-45).
Το πρώτο γεγονός της επίγειας παρουσίας του Ιησού, που επιβεβαιώνει τη διασύνδεση του υλικού φωτός με το «Αγαθόν» και γενικώς με το «θείον», είναι τα Θεοφάνεια. Σε θεολογικό επίπεδο η συσχέτιση αυτή αποδεικνύεται εξαιρετικά ισχυρή, ώστε η πλήρης ιστορική εμφάνιση των προσώπων της Τριαδικής Θεότητας να χαρακτηρίζεται με τον περιληπτικό όρο «Φώτα».
Η σχετική ευαγγελική περικοπή αναφέρει τα ακόλουθα: «... 13 Τότε παραγίνεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν Ἰωάννην τοῦ βαπτισθῆναι ὑπ' αὐτοῦ. 14 ὁ δὲ Ἰωάννης διεκώλυεν αὐτὸν λέγων· Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με; 15 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν πρὸς αὐτόν· Ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην. τότε ἀφίησιν αὐτόν· 16 καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος· καὶ ἰδοὺ ἀνεῴχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδεν τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν καὶ ἐρχόμενον ἐπ' αὐτόν· 17 καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῶν οὐρανῶν λέγουσα· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα....» (Κατά Ματθαίον, 3,13-5)
Ανάλογη είναι και η περιγραφή των άλλων Ευαγγελιστών. Όπως εύκολα διαπιστώνει ο προσεκτικός αναγνώστης στο ευαγγελικό κείμενο δεν υπάρχει καμμία αναφορά σε υλικό φως, ούτε μνημονεύεται ως σύμβολο της θεότητας. Προφανώς ο συνειρμικός συσχετισμός της εορτής των Θεοφανείων με το Φως καλλιεργήθηκε σταδιακά και εδράστηκε στην πεποίθηση ότι η φανέρωση του Θεού δεν μπορεί παρά να είχε το χαρακτήρα φωτοχυσίας.
Μάλιστα, επειδή η ίδια η πράξη του βαπτίσματος συνιστά - όπως υπογραμμίζει ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός (Λόγος ΛΘ΄ εις τα ¶για Φώτα, ΡΕ36, 336 Α-Β) - τελετή πνευματικού φωτισμού, ο χαρακτηρισμός «Φώτα» στάθηκε αρκετά εύστοχος, για να προσδιορίσει τα Θεοφάνεια.
Ας σημειωθεί τέλος ότι η εορτή των Θεοφανείων τοποθετήθηκε εξαρχής την 6η Ιανουαρίου, όταν από τους εθνικούς τελείτο εορτή για το χειμερινό ηλιοστάσιο. Στην Ρώμη μάλιστα η εορτή αφορούσε τη γέννηση του Αήττητου Ήλιον (Natalis Soliu invicti ή απλώς Natalis Invicti). Προφανώς αυτή η προσπάθεια αντικατάστασης της εθνικής από την χριστιανική εορτή στηρίχθηκε ακριβώς στην πάγια σύνδεση του φωτός με τη θεότητα. Επομένως ο Χριστιανικός Θεός ως «πρότυπον φωτός» καλείται με την εορτή του να καταυγάσει και να υπερισχύσει έναντι κάθε άλλου υλικού φωτός.
Αυτή τη συλλογιστική υπηρετεί και ο κατεξοχήν ύμνος της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας: «Φως ιλαρόν...» Πρόκειται για αρχαιότατο ύμνο, όπως επιβεβαιώνει ήδη ο Μεγ. Βασίλειος που αντιστοιχεί προς την ευλογία του εσπερινού φωτός. Μάλιστα ο συμβολισμός του φωτός είναι εδώ τόσο ισχυρός, ώστε η δεύτερη στροφή του να αποτελεί σύνοψη της ορθόδοξης διδασκαλίας περί Αγ. Πνεύματος (ελθόντες......Θεόν). Γράφει σχετικά ο Μεγ. Βασίλειος:
«... Έδοξε τοις πατράσι(ν) ημών μη σιωπή την χάριν τον εσπερινού φωτός δέχεσθαι αλλ’ ευθύς φανέντος ευχαριστείν. Και όστις μεν ο πατήρ των ρημάτων εκείνων της επιλυχνίον ευχαριστίας, ειπείν ουκ έχομεν ο μέντοι λαός αρχαίαν αφίησι την φωνήν και ουδενί πώποτε ασεβείν ενομίσθησαν οι λέγοντες αινούμεν Πατέρα, Υιόν και ¶γιον Πνεύμα Θεού...» (Περί του Αγίου Πνεύματος προς τον εν Αγίοις Αμφάόχιον επίσκοπον Ικονίου, κεφ. ιθ’ , ΡΕ 32, 205).
Μετάφραση: «...Φάνηκε καλό στους προγόνους μας να μην δέχονται σιωπηρά τη χάρη του εσπερινού φωτός αλλά να εκφράζουν τις ευχαριστίες τους αμέσως μόλις φανεί. Και δεν ξέρουμε να πούμε ποιος ήταν ο δημιουργός αυτού του ευχαριστήριου ύμνου, ο χριστιανικός λαός έψελνε από πολύ παλιά αυτόν τον ύμνο και κανείς ποτέ δεν θεώρησε ότι ασεβούν όσοι υμνούν έτσι το Θεό, αινούμε λοιπόν τον Πατέρα και τον Υιό και το ¶γιο Πνεύμα του Θεού...».
Ανάλογες λειτουργικές διασυνδέσεις του υλικού Φωτός με τον Θεό παρατηρούμε τόσο στο τυπικό της Αναστάσεως όσο και της Μεταμόρφωσης (βλ. παρακάτω). Τη σχέση, ιδιαίτερα του φωτός - συμβόλου στον αρχαίο ύμνο που σχολιάσαμε και του αγιοταφικού Φωτός ρητά επιβεβαιώνουν διάφορες πηγές (βλ. παρακάτω).
Το δεύτερο χρονολογικό γεγονός που άμεσα συνδέεται και περαιτέρω συμβολίζεται με το φως είναι το γεγονός της Μεταμορφώσεως: «...1 Καὶ μεθ' ἡμέρας ἓξ παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ' ἰδίαν· 2 καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς. 3 καὶ ἰδοὺ ὤφθησαν αὐτοῖς Μωϋσῆς καὶ Ἠλίας μετ' αὐτοῦ συλλαλοῦντες ...» (Κατά Ματθαίον (17,1-4)
Μετάφραση: «...Και μετά από έξι ημέρες παίρνει μαζί του ο Ιησούς τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη τον αδελφό του και ανεβαίνουν μαζί του σε όρος ψηλό και ξεχωριστά από τους υπόλοιπους μεταμορφώθηκε μπροστά τους και έλαμψε το πρόσωπο του σαν τον ήλιο και τα ρούχα του έγιναν λευκά σαν το φως και ξαφνικά είδαν τον Μωυσή και τον Ηλία να συνομιλούν μαζί του......
Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα ότι το φως αυτού του γεγονός, ως άκτιστο σύμβολο της θεότητας, αποτέλεσε τη βάση του κινήματος του Ησυχασμού κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο. Έτσι ακριβώς διεχωρίστηκαν και καθορίστηκαν τα δογματικά όρια του ορθόδοξου ανατολικού φωτός από το φως της χριστιανικής Δύσης, με πρωτεργάτη τον Αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά. Κατά τον Πατέρα αυτόν, το φως της Μεταμορφώσεως συνιστά σύμβολο ουσιώδες («άκτιστο») της θεϊκής παρουσίας και μέσο αισθητηριακής επαφής με το «κτιστό» (¶νθρωπος).
Το τρίτο χρονολογικό γεγονός είναι αυτό της Αναστάσεως. Οι περιγραφές των Ευαγγελίων αν και δεν διαμνημονεύουν κάποια κατάσταση αυτοτελούς φωτοχυσίας ως απόρροια της Αναστάσεως, ωστόσο οι περιγραφές καταδείχνουν ότι ο χώρος του μνημείου και οι θεϊκοί απεσταλμένοι καταλάμπουν. Αυτή η λάμψη συνιστά απόδειξη όχι μόνο της προέλευσης τους αλλά και του χαρμόσυνου χαρακτήρα της αποστολής τους. Χαρακτηριστική η περιγραφή του Λουκά για τη συνάντηση των μυροφόρων γυναικών με τους Αγγέλους μετά την Ανάσταση:
«...2 εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου, 3 καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 4 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήτεσιν ἀστραπτούσαις...» (Κατά Λουκάν, 24, 2-4).
Το φως βέβαια που προέκυψε από τον άδειο τάφο του Ιησού, αν και ορατό, ήταν υπερκόσμιο σύμβολο με την έννοια ότι κυρίως διέλυσε σκότη πνευματικά με κορυφαίο αυτό του θανάτου, που ως στέρηση της ζωής ταυτίζεται οντολογικά με το σκότος ως στέρηση του φωτός. Για αυτό στη βυζαντινή αγιογραφία η Ανάσταση του Κυρίου ισοδυναμεί με την «Εις ¶δου Κάθοδον» του Χριστού περιβεβλημένου με ένα νέφος φωτός.
Η σχέση του φωτός με την Ανάσταση πέρα από το συμβολικό έχει και λειτουργικό χαρακτήρα. Ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες κατά την παννυχίδα του Πάσχα οι ναοί ήταν κατάφωτοι από τις λαμπάδες των πιστών που υποδέχονταν το Νυμφίο, «τον πνευματικό Ήλιο που διέλυσε την νύχτα της αμαρτίας» (Ευσέβιος Καισαρείας). Μάλιστα ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος θεωρεί τη φωταψία αυτή «του μεγάλου Φωτός, αντίκτυπον».
Στα πλαίσια αυτής της λειτουργικής πράξης και του συμβολισμού πρέπει να γίνει αντιληπτή και η τελετή της αφής του Αγίου Φωτός, που τελείται το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου στα Ιεροσόλυμα. Το τυπικό της τελετής είναι απλό και ταυτόχρονα μεγαλοπρεπές: ο ορθόδοξος πατριάρχης και οι συνοδικοί συνοδευόμενοι από πλήθος ιερέων κα» πιστών καθώς και τον πατριάρχη των Αρμενίων τελούν λιτανεία εντός του ναού της Αναστάσεως. Φτάνοντας μπροστά στο ιερό κουβούκλιο που εγκλείει τον τάφο του Ιησού, σβήνουν όλα τα φώτα, και ο Ορθόδοξος Πατριάρχης μαζί με τον Αρμένιο, αφού υποστούν εξονυχιστικό έλεγχο από τους εκπροσώπους της εξουσίας εισέρχονται στο ιερό κουβούκλιο με απλό λευκό χιτώνα, χωρίς διακριτκά, μόνοι.
Ο Αρμένιος πατριάρχης παραμένει στον προθάλαμο σε στάση όρθιας ικεσίας. Ο Ελληνορθόδοξος πατριάρχης προχωρεί μόνος τους και γονατίζει ενώπιον του Τάφου. Έπειτα από μακρά προσευχή εξέρχονται με αναμμένες δεσμίδες τριαντατριών κεριών που συμβολίζουν τα χρόνια της εγκόσμιας ζωής του Ιησού και διατηρείται σε «ακοίμητο» καντήλι εντός του πατριαρχικού ναού μέχρι το επόμενο Πάσχα.
Ας σημειωθεί ότι η τελετή της αφής αποτελεί αποκλειστικά προνόμιο του Ελληνορθόδοξου Πατριάρχη από τον οποίο το παραλαμβάνουν και οι Παπικοί αλλά και οι Μαρωνίτες, οι Κόπτες (Αιγύπτιοι) κ.λπ. Το προνόμιο αυτό, όπως είναι φυσικό συχνά προκαλεί την οργή των οργάνων των άλλων Εκκλησιών, που αντιδρούν κυρίως μέσω του ισραηλινού κράτους (παλαιότερα των Οθωμανών) επιχειρώντας να παρεμποδίσουν την τέλεση αυτής της λειτουργικής πράξης.
Για τον τρόπο της θαυματουργής αφής έχουν γραφεί πολλά όχι πάντα αξιόπιστα με κορυφαίο παράδειγμα το έργο του Αδ. Κοραή: Διάλογος περί τον εν Ιεροσολύμοις αγίου φωτός. Αδύνατο σημείο όλων των σχετικών μελετών είναι η απουσία -αυτοψία και η έλλειψη πληροφόρησης, καθόσον οι μοναδικοί παρόντες πατριάρχες (Έλλην και Αρμένιος) τηρούν κρυφά τα τεκταινόμενα μέσα στο κουβούκλιο. Σε κάθε περίπτωση πάντως η ουσία του φωτισμού αυτού όπως και κάθε φωτισμού συνοψίζεται στα λόγια του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου:
«...Φωτίοωμεν εαντοίς ως γνώσεως... Γενώμεθα φωστήρες εν τη κόσμω λόγω ζωής επέχοντες...».
ΤΟ ΑΓΙΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΟΠΩΝ
Ο προβληματισμός και συχνά η διένεξη για το θαυματουργικό (ή μη) χαρακτήρα του φωτός της Αναστάσεως δεν είναι δυνατόν να εξετασθεί με πληρότητα, αν δεν συνθεωρηθεί με τον ιδιόμορφο χαρακτήρα εν γένει, του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, αφού η αφή του φωτός αυτού αποτελεί κορυφαία λειτουργική εκδήλωση που επιτελείται από τον ίδιο τον Πατριάρχη. Ο θαυματουργικός της χαρακτήρας μάλιστα προσλαμβάνει τις διαστάσεις θείας επίνευσης, και άρα επικύρωσης, όχι απλώς της τοπικής ορθόδοξης Εκκλησίας. Στα μάτια των πιστών είναι περαιτέρω επισφράγιση και αναγνώριση ενός τύπου εκκλησιαστικής διοίκησης. Αυτός ο τύπος διοίκησης, αν και ήταν κοινός και συνήθως παλαιότερα στις ημέρες μας τείνει να εκλείψει κάτω από το βάρος του τοπικισμού και του εθνικισμού.
Συγκεκριμένα το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, αν και ως προς το δόγμα είναι ορθόδοξο και ως προς την πολιτισμική του παράδοση και παρουσία ελληνικό, το ποίμνιο του είναι ¶ραβες. Με άλλα λόγια, πιστό στους αποστολικούς κανόνες και το εκκλησιαστικό δίκαιο, στο Πατριαρχείο αυτό συνυπάρχουν δύο έθνη (Αραβικό και Ελληνικό) τα οποία ενώνονται σε κοινότητα εκκλησιαστική, αφού βιώνουν κοινό δόγμα. Ασφαλώς οι Έλληνες εκεί δεν είναι γηγενείς. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η παρουσία τους είναι «ιεραποστολική», όπως η παρουσία των υπόλοιπων Εκκλησιών. Από τους ¶ραβες Ορθόδοξους, ο Ελληνικός Κλήρος θεωρείται θεματοφύλακας της ορθόδοξης ταυτότητας τους, εγγυητής δογματικής καθαρότητας και ταυτόχρονα ιστορική ανάμνηση της οικουμενικότητας του βυζαντινού πολιτισμού, την οποία μετά την ¶λωση ανέλαβε και διατήρησε ως παρακαταθήκη η Ορθόδοξη Εκκλησία.
Δυστυχώς το πνεύμα του εθνικισμού - καρπού του αστικού φιλελευθερισμού - που διέβρωσε τόσο την Παπική όσο και την Ορθόδοξη Εκκλησία, λειτούργησε και λειτουργεί διασπαστικά, επιχειρώντας να διαιρέσει την πολυεθνική εκκλησιαστική αυτή κοινωνία του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Τόσο η Οννία όσο και ο Πανσλαβισμός, χαρακτήρισαν την ελληνική παρουσία στα Ιεροσόλυμα, ως μορφή εκκλησιαστικής δικτατορίας!
Η επίκληση βέβαια της εκκλησιαστικής κανονικότητας είναι παρελκυστική. Οι ετερόδοξοι προσπαθούν να διαιρέσουν το ορθόδοξο σώμα της Σιωνίτιδας Εκκλησίας, ώστε να μπορέσουν απερίσπαστα να εισπράξουν για λογαριασμό τους το κύρος του θεματοφύλακα των Αγίων Προσκυνημάτων τα οποία ανήκουν σήμερα στην απόλυτη κυριότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Το καθεστώς διοίκησης και κυριαρχίας στα προσκυνήματα αυτά αποτελεί αντικείμενο έριδος εδώ και πολλούς αιώνες. Ωστόσο, με γνώμονα την ιστόρική παράδοση των Αγίων Τόπων, επιστάτης τους είναι η ελληνορθόδοξη κοινότητα. Όχι μόνο γιατί από την ίδρυση του το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων στάθηκε αμιγώς ελληνορθόδοξο, ούτε γιατί η παρουσία του εκεί είναι αδιάκοπη και συνεχής και παλαιότερη από οποιαδήποτε άλλη! Αλλά κυρίως γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει στα Ιεροσόλυμα γηγενές ποίμνιο, πολυάριθμο, συνειδητοποιημένο το οποίο υφίσταται διαρκείς προσηλυτιστικές επιθέσεις με μέσα προσβλητικά, όχι απλώς της θρησκευτικής αλλά κυρίως της κοινής ηθικής. Η παρουσία μάλιστα της Παπικής Εκκλησίας στη Μέση Ανατολή υπήρξε καρπός βίαιης επιβολής, από την εποχή κυρίως της Δ΄ Σταυροφορίας.
Ας σημειωθεί μάλιστα ότι στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δόθηκαν συχνά σκληρότατοι αγώνες τόσο από τους Φαναριώτες, όσο και από τους Οικουμενικούς Πατριάρχες με κόστος σε χρήμα και αίμα, για να αναχαιτιστεί η επιθετική πολιτική πρόσκτησης των Αγίων Τόπων στην οποία επεδίδοντο οι καθολικές Δυνάμεις της Ευρώπης (Γαλλία, Αυστρία κ.λπ.) για λογαριασμό και με υπόδειξη του Βατικανού. Σήμερα δε, όσα τμήματα των Προσκυνημάτων «διοικούνται» από ετερόδοξους, καταπατήθηκαν με τη βία και διατηρούνται στην κατοχή τους κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου.
Ατυχώς, με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων ασχολήθηκε και η ελληνική αυτή ιντελλιγκέντσια. Ωστόσο η σκοτεινή ιστορία μακραίωνων δολοπλοκιών φαίνεται ότι αγνοήθηκε ολότελα στον προβληματισμό για το ¶γιο Φως, κυρίως από τους διανοητές του Διαφωτισμού. Ο Αδ. Κοραής για παράδειγμα, στην εκτενή μελέτη του για την αφή του Αγίου Φωτός που προαναφέραμε, δεν περιορίζεται απλώς σε μια ορθολογιστική αναίρεση του θαύματος αυτού, αλλά συμβουλεύει τους Έλληνες αδελφούς, να μην επισκέπτονται τους Αγίους Τόπους, θεωρώντας το ταξίδι αυτό μορφή δεισιδαιμονίας!
Πέρα ωστόσο από την οργή του για μια θρησκευτική συνήθεια, που πιθανώς στην εποχή του να είχε πάρει την μορφή φανατικής εμμονής, υπηρετεί με τις συμβουλές του την Γαλλική Πολιτική στη Μέση Ανατολή και μάλιστα σε βάρος της οικουμενικότητας του Ελληνισμού. Οι επισκέψεις των προσκυνητών και ιδιαίτερα των Ελλήνων ζωογονούν το εμπερίστατο αυτό Πατριαρχείο, όχι τόσο οικονομικά, όσο ηθικά και εκκλησιαστικά, αφού οι ¶ραβες Ορθόδοξοι και οι Έλληνες Ιεράρχες εκεί, συχνά πιέζονται και βάλλονται από τη ρήξη Ιουδαϊσμού - Μωαμεθανισμού. Έτσι ο Αδ. Κοραής καταρρακώνοντας το κύρος του Πατριαρχείου και χαρακτηρίζοντας «τέχνασμα» την αφή του Αγίου Φωτός, συντελεί στη διαμόρφωση ενός κλίματος αφερεγγυότητας για την Ελληνορθόδοξη Παρουσία στην περιοχή και ενισχύει το οπλοστάσιο όσων θέλουν να την υποκαταστήσουν.
Για το ¶γιο Φως των Ιεροσολύμων και την σημασία του η τελευταία επιστημονική μελέτη είναι αυτή του πρωτ. Γ. Δ. Μεταλληνού, καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών με τίτλο «Φωτομαχικά - Αντιφωτομαχικά» (εκδ. Ιστορητής / Κάτοπτρο, Αθήνα 2001). Ωστόσο, καταληκτικά, θα έπρεπε να αναφέρουμε τις σχετικές πληροφορίες για το χαρακτήρα του φωτός αυτού, ενός αγνώστου πληροφοριοδότη σε χειρόγραφο ψαλτήριο του 1149, με τη μορφή σημείωσης πριν τον λυχνικό ύμνο («Φως Ιλαρόν»).
«Ο υποκείμενος λυχνικός ύμνος γεγήνηται τρόπω τοιώδε. Επειδή σύνηθες τη αγία και μεγάλη Εκκλησία τη εν Ιερουσαλήμ της Υπεραγίας Αναστάσεως νέον και ουράνιον φως κατά το άγιον Σάββατον δέχεσθαι εξαπτομένον εν ταις επάνω του ζωηφόρον και θείου μνήματος κανδήλαις, τούτο περιμένοντι ενίτων πατριαρχών, λέγω δή κατ’ εκείνω καιρώ (ου γαρ άρχεται η εκκλησία, ουδέ άπτει τις, αλλά προσμένει πάσα η Αγία Πόλις, όπως εξ αυτού λάβωσιν) εξαίφνης ον μόνος εκεί έσωθεν του τάφου αλλά σχεδόν πάσα η Αγία Ανάστασις εξήψε παρά το ειωθός. Εξεφώνησεν ουν ο Πατριάρχης ως ευχαριστίαν τούτον τον ύμνον και εξ εκείνου μέχρι του δεύρο εις ευχάριστον μνήμην τω Θεώ παρείληπται πάσιν άδεσθαι.»
Όπως μπορεί να παρατηρηθεί, ήδη προ του 12ου αιώνος ήταν διάχυτη η πεποίθηση ότι το φως του Πανάγιου Τάφου έχει θαυματουργική προέλευση και συνιστά μορφή Θεοφανείας. Αντίθετη στη λαϊκή αυτή πίστη είναι η ορθολογιστική προσέγγιση του φαινομένου αυτού. Αδύνατο σημείο της προσέγγισης αυτής (μέσα στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και αυτή του Κοραή) είναι ότι τα επιχειρήματα που προσάγονται δεν είναι δυνατόν να ενισχυθούν με τεκμήρια και δεν στηρίζονται στην αυτοψία, όπως προείπαμε.
ΤΟ ΦΩΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΦΩΤΟΣ
Το φως του γεγονότος της Μεταμορφώσεως, με δεδομένο το διαμορφωμένο συμβολισμό του φωτός και περαιτέρω του Θεού ως πηγής του, αποτελεί το κέντρο της διδασκαλίας του Ησυχασμού, ενός κινήματος ορθόδοξου πνευματικότητας που αναπτύχθηκε σε πολλά επίπεδα (Κοινωνικό, Φιλοσοφικό) πέρα από το θεολογικό.
Αδιαφιλονίκητος ηγέτης του κινήματος αυτού στάθηκε ο Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (1347-1359) ο οποίος όχι μόνο αποτέλεσε με τη διδασκαλία του το αντίπαλο δέος του Θωμά Ακινάτη, αλλά ταυτόχρονα θεωρήθηκε ο τελευταίος χρονολογικά από τη σειρά των χριστιανών διανοητών που αποκαλούνται τιμητικά «Πατέρες» της Εκκλησίας και με τα έργα τους καλλιέργησαν και πέτυχαν το γόνιμο ενοφθαλμισμό της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Με τον Αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά κλείνει - ελπίζουμε όχι οριστικά - ένας πνευματικός κύκλος ελληνομαθών (Ελλήνων και μη) χριστιανών που αναδέχθηκαν γόνιμα τα φιλοσοφικά ρεύματα της Αρχαιότητας και, αφού μελέτησαν ως δεινοί αρχαιογνώστες την αρχαία Γραμματεία από τα πρωτότυπα έργα, χρησιμοποίησαν τα φιλοσοφικά συστήματα της αρχαιοελληνικής σκέψης συνδυάζοντας τα με την ευαγγελική αποκάλυψη.
Για να μιλήσουμε με φιλοσοφικούς όρους, παρέλαβαν την γνωσιολογία, την αισθητική και την ηθική της αρχαίας φιλοσοφίας και ανέλαβαν το δυσχερές έργο επιλεκτικά από την αρχαία οντολογία να χρησιμοποιήσουν τους όρους της και τα επιχειρήματα της, αλλά και τη μέθοδο ανάλυσης της, διατυπώνοντας το ορθόδοξο δόγμα. Η επιτυχία της προσπάθειας ήταν τέτοια, ώστε ορθά (αν και κακοπροαίρετα) ο Θωμάς ο Ακινάτης αγανακτισμένος φρονούσε ότι οι: Graeci sunt saepe Graeci similes christiani (Οι Έλληνες είναι πάντα Έλληνες όμοιοι με τους Χριστιανούς) και: Ecclesia Graecorum scola philosophica (= Η Ελληνική Εκκλησία είναι σχολή Ελληνικής φιλοσοφίας)!
Βέβαια, μια θεότητα που συνιστά «Λόγο» είναι φυσιολογικό να παράγει θεολογία που αποτελεί φιλοσοφία! Η διαφορά όμως ανάμεσα σε ένα οποιοδήποτε φιλοσοφικό σύστημα και στη «φιλοσοφία» της Ορθοδοξίας είναι ότι οι ανθρώπινες διανοητικές κατασκευές στοχεύουν στην αλήθεια και στην αρετή, ενώ η «φιλοσοφία» της Εκκλησίας στη σωτηρία.
Η αλήθεια και η αρετή δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσα προς σκοπόν, για να μιλήσουμε με τους τελεολογικούς όρους του Αριστοτέλη. Γι’ αυτό, αν η αποκαλυπτική φύση του φωτός το καθιστά σύμβολο θεολογικό της αλήθειας, πηγή και ουσία της είναι ο Θεός. Ο χριστιανικός Θεός όμως, είναι άκτιστος επομένως και το φως που παρέχει είναι τέτοιο.
Η συμμετοχή όμως της ύλης (φωτός) στη θεότητα κρύβει την απειλή του πανθεϊσμού. Αυτή την κατηγορία έπρεπε να αποσείσει ο Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν οι θεωρητικοί και εκκλησιαστικοί αντίπαλοι του Ησυχασμού με κορυφαίο τον Βαρλαάμ αντιτάχθηκαν στην ορθόδοξη διδασκαλία του.
Συγκεκριμένα, με βάση την ασκητική παράδοση του ¶θω, όπως είχε διαμορφωθεί πολύ πριν την θεωρητική της διατύπωση από τον Παλαμά, οι μοναχοί προσευχόμενοι οδηγούνταν σταδιακά στη «θεωρία του θείου φωτός». Η πεποίθηση ότι η ανθρώπινη επαφή με το θείο μορφοποιείται κυρίως ως «θέαση» και επιπλέον ότι το μέσο με το οποίο η θεότητα φανερώνεται είναι «το φως», εδράζεται - όπως προείπαμε - σε συμβολισμούς προχριστιανικούς, ευαγγελικούς και υμνογραφικούς - λειτουργικούς.
Το φως της μοναστικής εμπειρίας δεν θεωρείται ως κτιστό σύμβολο της θείας παρουσίας, αλλά ως άκτιστη χάρη και ενέργεια του Θεού. Όπως ο ήλιος φωτίζει τον κόσμο με τη φυσική του λαμπρότητα, έτσι και ο Θεός φωτίζει τον Κόσμο (Κτιστό) μέσω της φυσικής ενέργειας και της χάριτος του (¶κτιστο).
Προκειμένου να δικαιολογήσει την επιλογή τού φωτός ως άχτιστης έκφρασης της θεότητας, ο Παλαμάς ανατρέχει στις θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης, στη θέαση του πρωτομάρτυρα Στεφάνου, στην επέμβαση του Θεού για τη μεταστροφή του Σαούλ σε Παύλο και κυρίως στο γεγονός του φωτός της Μεταμορφώσεως του Κυρίου στο όρος Θαβώρ (Θαβώρειον φως). Με τη μορφή του Φωτός, κατά τον Παλαμά, ο αόρατος, αμέθεκτος, άκτιστος Θεός γίνεται ορατός και μεθεκτός κατά την ενέργεια του, από τον ¶νθρωπο.
Επειδή όμως αυτή η επικοινωνία συνιστά ανατροπή της κοσμικής (ιστορικής) ροής, απαιτείται η συγκατάθεση του Ανθρώπου και η κατάλληλη προετοιμασία του, ώστε παραβλέποντας τα εφήμερα να αναχθεί στο αιώνιο. Αν ο τυφλός εκτεθεί στη λαμπρότητα του ήλιου χωρίς σταδιακή προετοιμασία, και αίφνης αναβλέψει, δεν θα κατακτήσει την πλήρη θέαση αλλά απλώς, θα παρατείνει και θα επιτείνει την τυφλότητα του καθώς τα μάτια του δεν έχουν ασκηθεί για το φυσικό τους προορισμό.
Στην περίπτωση του άκτιστου Φωτός, άσκηση είναι η προσευχή, ώστε ο ¶νθρωπος να το απολαύσει, αφού το ¶γιο Πνεύμα θα τον έχει καταστήσει ικανό. Η θέαση του φωτός αυτού είναι ανθρώπινη επιλογή, αλλά όχι ανθρώπινη κατάκτηση. Ο ¶νθρωπος την απολαμβάνει στο βαθμό που τον έχει προικίσει - ύστερα από αίτηση του (προσευχή)- ο ίδιος ο Θεός (Αγ. Πνεύμα). Γι’ αυτό:
«Προσευχή έστιν ομιλία νου προς Θεόν, ή ανάβασις νου προς Θεόν, ή κατάστασις νου φθαρτική παντός επιγείου νοήματος». Τα αποτελέσματα της προσευχής είναι ευεργετικότατα και ικανά να μετατρέψουν τον ¶νθρωπο σε δοχείο της θείας χάριτος:
«Η γαρ προς θεόν καθ’ ημέραν διά προσευχής και ψαλμωδίας έντευξις και τας επιφοράς πάσας κατευνάζει και μετασκευάζει και τας σαρκικός ορέξεις αναστέλλει και την πλεονεκτικήν αμβλύνει γνώμη, και τον τύφον καθαιρεί και τον φθόνον αναιρεί και τον θυμόν παιδαγωγεί και την μνησικακία αφανίζει» (Ομιλία 51, 7).
Μετάφραση: «... Η καθημερινή, μέσω της προσευχής, επαφή με τον θεόν κατευνάζει τις ορμές και τις μεταστρέφει και τις σαρκικές επιθυμίες αναστέλλει και την πλεονεξία μειώνει και την υπερηφάνεια εξαλείφει και τον φθόνο καταργεί και το θυμό χειραγωγεί και την μνησικακία αφανίζει.»
Για τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό από την άλλη, τον πολέμιο των ησυχαστών, η θέαση του φωτός είναι δυνατή, αλλά η θεολογική ερμηνεία αυτής της θέασης που παρείχε ο Παλαμάς ήταν ολότελα απαράδεκτη.
Για τον Βαρλαάμ «νοητό φως» μπορεί να είναι, είτε η φύση των αγγέλων, είτε ο «καθαρός» ανθρώπινος νους (φάρος φωτός)! Η δυνατότητα όμως του Ανθρώπου, ή η ιστορική πιθανότητα ο ίδιος ο Θεός να αποτελέσει «νοητό φως", συλληπτό από τον ¶νθρωπο, συνιστά κατά τον Βαρλάμ σκάνδαλο! Ο Βαρλαάμ δεν διέκρινε στο Θεό Ουσία και Ενέργειες, όπως έκανε η ελληνορθόδοξη διανόηση της Ανατολής, στηριγμένη στον Αριστοτέλη, και έτσι απέκλειε κάθε πιθανότητα πραγματικής, κοινωνίας με τον Θεό και επαγωγικά πάθε μορφής θεοφάνειας...
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε ένα πρόβλημα φιλοσοφικό, γλωσσικό, ηθικό και βιωματικό.
Ο Παλαμάς χρησιμοποιεί το σύμβολο τον φωτός και αναφέρεται σε αποκάλυψη του θεού (= της φυσικής ενέργειας του θεού).
Ο Βαρλαάμ εννοεί την χρήση κτιστού συμβόλου (του φωτός) που αποκαλύπτεται από το θεό, ώστε οι άνθρωποι να βοηθηθούν στον πνευματικό τους αγώνα για να Τον γνωρίσουν.
Ο Παλαμάς πράγματι θεωρούσε το (άκτιστο) φως, σύμβολο της θεότητας. Οι θεοφάνειες, τόσο στην Π. όσο και στην Κ. Διαθήκη, είναι σαφή και αρκετά παραδείγματα. Ωστόσο ο Παλαμάς τον όρο «σύμβολο» τον αντιμετώπιζε διττά. Σύμβολο είναι σε γενικές γραμμές ο όρος ή το αντικείμενο που παραπέμπει περιληπτικά - μεταφορικά ή μετωνυμικά - σε ένα δεδομένο άλλης ποιότητας. Με άλλα λόγια ο ιχθύς χρησιμοποιείται ως σύμβολο τον Χριστού διότι τα γράμματα που απαρτίζουν τη λέξη αυτή είναι τα αρκτικόλεξα του τίτλου τον Ιησού (Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ).
Με βάση την αριστοτελική σκέψη (Ρητορική) ο Παλαμάς διακρίνει τα σύμβολα σε δύο κατηγορίες: Όσα σύμβολα είναι «σύμφυτα» με το «συμβολιζόμενο» και σε όσα είναι «ετερόφυτα» του συμβολιζομένου.
Για παράδειγμα η θερμότητα είναι φυσικό (σύμφυτο) σύμβολο της φωτιάς, ενώ ο πυρσός που κινείται ρυθμικά στο πεδίο της μάχης είναι «ετερόφυτο» σύμβολο της επίθεσης των εχθρών.
Για να μιλήσουμε με γραμματικούς όρους, ο Παλαμάς τονίζει τη διαφορά ανάμεσα στο μεταφορικό σύμβολο που παραπέμπει σε ένα δηλούμενο, και στο μετωνυμικά σύμβολο που παραπέμπει σε ένα δηλούμενο επίσης, όντας όμως τμήμα ή ιδιότητα του. Το «φως» λοιπόν είναι για τον Παλαμά άκτιστο, όχι γιατί συνιστά «ουσία» του θεού, αλλά ενέργεια που προκύπτει από την ουσία του Θεού και η οποία, χωρίς να είναι θεία ουσία, δεν αποτελεί κτίσμα.
Σε φιλοσοφικό επίπεδο η ρήξη Βαρλαάμ -Παλαμά είναι επίσης ενδιαφέρουσα. Και οι δύο θεωρητικοί αντίπαλοι έχουν την επίγνωση ότι αντλούν την ορολογία τους από την αρχαιοελληνική σκέψη. Ο Βαρλαάμ συνεχίζει την παράδοση του πλατωνισμού και του νεοπλατωνισμού, ερμηνεύοντας το όρο σύμβολο ως «απείκασμα», ολότελα διαφορετικό από την ουσία του συμβολιζομένου, όπως τα αισθητά είναι «απεικάσματα» των Ιδεών στην πλατωνική φιλοσοφία.
Ο Παλαμάς από την άλλη, χρησιμοποιώντας την αριστοτελική ρητορική προσπαθεί να εμπλουτίσει τον πλατωνικό συμβολισμό.
Σε θεολογικό και εκκλησιαστικό επίπεδο η σημασία της διαφωνίας αυτής για το άγιο φως θα μπορούσε να συνοψισθεί ως εξής: ο Παλαμάς δέχεται ότι είναι δυνατή η άμεση και προσωπική κοινωνία του Ανθρώπου με τον Θεό, ενώ ο Βαρλαάμ βιώνει τον χριστιανικό Θεό ως Πρόσωπο ριζικά «έτερο» τού Ανθρώπου, κυριολεκτικά εξω-κοσμικό. Ο Παλαμάς ωστόσο φρονεί ότι το (άκτιστο) φως είναι δώρο του Αγ. Πνεύματος: «...αυτή της θείας φύσεως λαμπρότης, καθ’ ην κοιωνεί τοις αξίοις ο Θεός» (Επιστολήν προς Αθανάσιο Κυζίκου, κωδ. Βodl. Laud gr 87, φ. 217 β΄).
Μάλιστα δεν είναι μόνο ορατό το φως αυτό, αλλά γενικώς μεθεκτό και η απόλαυση του οδηγεί στην θέωση. Βέβαια η διαδικασία της «φωτουργού θεώσεως» δεν είναι κατάσταση στην οποία φτάνει ο άνθρωπος καθηκοντολογικά. Ο Θεός δεν οφείλει τη θέωση στον ¶νθρωπο, όταν αυτός συμπεριφέρεται και γενικώς ζει ηθικά, διότι κάτι τέτοιο θα αμφισβητούσε την ελευθερία του Θεού! Εκείνος δημιούργησε τον ηθικό νόμο γι’ αυτό δεν είναι ενεργούμενο του. Ο ¶νθρωπος επιδιώκει τη θέωση αλλά η επίγεια βίωση της, η «έκλαμψη» του άκτιστου φωτός είναι χορηγία, πράξη φιλανθρωπίας του Θεού, ή όπως υπογραμμίζει ο Παλαμάς: «δωρεά».
Ουσιαστικά, με τη θεολογική ερμηνεία του ακτί-στου φωτός ο Παλαμάς ανανεώνει τη διδασκαλία των «μυστικών» θεολόγων του Βυζαντίου και την επισφραγίζει, αφού υπογραμμίζει ακριβώς τη δυνατότητα της χαρισματικής θέωσης του ανθρώπου ήδη από την επίγεια ζωή του.
Έτσι ο ¶νθρωπος παύει ως κοινωνική οντότητα να απειλείται από τον ιστορικό χρόνο και η αριστοτελική αντίληψη της κυκλικότητας του χρόνου αυτού αντικαθίσταται από μια ευθύγραμμη σύλληψη που δεν περιμένει όμως κάποιο τέλος.
Συγκεκριμένα, η αντίληψη για το τέλος του ιστορικού βίου του Ανθρώπου - που κατά τους χριστιανους συγγραφείς των πρώτων αιώνων θα επέλθει με τη Δευτέρα Παρουσία - στην παλαμική σκέψη είναι περιττή! Σκοπός της Δευτέρας παρουσίας είναι η Κρίση και περαιτέρω η ένωση των κεκριμένων ως δικαίων, με το Θεό. Αυτή η θέωση όμως πλέον, κατά τον Παλαμά, συντελείται δυνητικά κάθε στιγμή, εφ’ όσον ο άνθρωπος το επιδιώκει! Το άκτιστο φως συνιστά μια διαρκή «δευτέρα» παρουσία του Θεού στην Ιστορία! Για να μπορέσει βέβαια να την απολαύσει ο ¶νθρωπος ως προσωπικό γεγονός θα πρέπει να ασκηθεί κατάλληλα και μέσω της απάθειας (=μεταστροφής των παθών σε αρετές) να θεωθεί.
Θα πρέπει ακόμη να λεχθεί ότι με άξονα την απάθεια, αλλά και άλλα εξωτερικά κυρίως μέσα άσκησης επιχειρήθηκε να συνδεθεί ο ησυχασμός ως μοναστική πρακτική με τη γιόγκα ή άλλες ανατολικές πρακτικές μόνωσης. Κοινό εμπειρικό βέβαια στοιχείο είναι και η θέαση υπερκόσμου φωτός που αίρει τους γιόγκι από το κτιστό και τους μεταθέτει, εσωτερικά τουλάχιστον, σε μια άλλη διάσταση.
Προοιμιακά θα πρέπει να τονίσουμε ότι πολλά χαρίσματα που κατακτά ο ασκούμενος χριστιανός ως «ανταποδόσεις» (επιφάνειες) της διαδικασίας θέωσης ήταν γνωστά ήδη από τον προχριστιανικό κόσμο. Στις πράξεις των Αποστόλων περιγράφονται συχνά Εθνικοί ή Εβραίοι που διαθέτουν μαντική δύναμη εξωτερικά σύστοιχη με την χριστιανική προορασία.
Η ομοιότητα όμως των αποτελεσμάτων δεν πρέπει να οδηγεί στη σύγχυση. Η πνευματική άσκηση που τελείται με ειλικρινή διάθεση στα πλαίσια κάθε παράδοσης αποδίδει καρπούς, που σε επίπεδο κοινωνικό ομοιάζουν γιατί ανατρέπουν το ιστορικό γίγνεσθαι και γίνονται, απλουστευτικά, συλληπτά ως θαύματα.
Το χριστιανικό ωστόσο θαύμα δεν είναι μια επιδεικτική νίκη του Κτιστού (Ανθρώπου) στο Κτιστό (Κόσμο). Έχει σωτηριολογικό χαρακτήρα και ταυτόχρονα ηθικό. Διαφυλάσσει στο ακέραιο το Ανθρώπινο Πρόσωπο ως συνείδηση ελεύθερη και το συνάπτει με τον Θεό, χωρίς να το ταυτίζει μαζί Του, γιατί τότε η Σωτηρία (Θέωση) δεν είναι μία πράξη επιλογής του Ανθρώπου, αλλά μια κατάσταση εξαναγκασμού του Θεού. Μια τέτοια «σωτηρία» αντί να απελευθερώνει τον ¶νθρωπο από την Ύλη, καθιστά το Θεό, Ύλη ή μάλλον την Ύλη, Θεό!
Ο φωτισμός και η θέωση της γιόγκα, για παράδειγμα, δεν είναι θαύμα αλλά ένα προκλητικό ηθικό «σκάνδαλο», γιατί στοχεύει στην ουσιαστική μεταποίηση του Κτιστού σε ¶κτιστο, αφού μέρος της προσπάθειας του ασκητή να απελευθερωθεί, είναι να «εξαναγκασθεί» ο Θεός να δημιουργήσει ένα ομοειδές.
Για την ελληνική σκέψη, η διαδικασία αυτή είναι διπλά σκανδαλώδης: όχι μόνο ηθικά, (γιατί δημιουργεί ανθρώπους δυνάμει θεούς) αλλά γιατί θραύει την αριστοτελική αρχή της ουσιαστική διάκρισης των ειδών και έτσι το θαύμα γίνεται πράξη μαγική. Ο φυσικός δηλαδή νόμος δεν υπερβαίνεται, αλλά καταργείται. Πίσω από την απαίτηση αυτή της εκβιαστικής κατάργησης του Κτιστού βρίσκεται η εωσφορική και όχι η χριστιανική θέωση. Πρόκειται για τον παραδείσιο μετασχηματισμό του σκότους σε φως γνώσεως, που ο ¶δαμ αυτόβουλα θα κατανάλωνε...
Πηγή: Βασίλειος Μπακούρος, περιοδικό Τρίτο Μάτι, ένθετο «Φως και Σκότος, το αρχέγονο διώνυμο της θεότητας», τεύχος 106
Η μάχη του Βαλμύ (20 Σεπτεμβρίου 1792) μεταξύ των γαλλικών επαναστατικών δυνάμεων και του Πρωσοαυστριακού Αυτοκρατορικού Στρατού ήταν καθοριστική για την επιβίωση της Γαλλικής Επανάστασης. Τελικά οι Επαναστάτες κατήγαγαν νίκη εναντίον των καλά εκπαιδευμένων και εξοπλισμένων δυνάμεων των Ευρωπαίων μοναρχών και η Επανάσταση σώθηκε. Στην πραγματικότητα όμως δεν έγινε μάχη. Μετά από έναν εκτεταμένο βομβαρδισμό του αυτοκρατορικού πυροβολικού, ο οποίος οδήγησε σε απελπισία τους Γάλλους, οι σύμμαχοι αποσύρθηκαν ανεξήγητα. Τι είχε συμβεί; Ο αρχηγός των συμμαχικών δυνάμεων, δούκας του Μπρούνσβικ και υψηλόβαθμος μασόνος, είχε αποφασίσει να μην κερδίσει την καθοριστική αυτή μάχη.
Αριστερά: Η μάχη του Βαλμύ. (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, σελ. 15)
Κάθε φορά που γίνεται λόγος για τη Γαλλική Επανάσταση ο νους όλων πηγαίνει σε μια αυθόρμητη εξέγερση του γαλλικού λαού εναντίον του βασιλικού και εκκλησιαστικού δεσποτισμού, που πραγματοποιήθηκε με αφορμή την οικονομική δυσπραγία στην οποία είχε οδηγήσει τη χώρα η κακή διαχείριση εκ μέρους των πολιτικών της εποχής και η ανικανότητα εχέφρονος διακυβέρνησης του τόπου από τον βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ΄. Με βάση, μάλιστα, το παράδειγμα της Γαλλικής Επανάστασης, έχουμε συνηθίσει μέσα από την Ιστορία που διδασκόμαστε να θεωρούμε δεδομένο το γεγονός ότι ένας λαός, χωρίς να καθοδηγείται από κάποιον ή να δρα, έστω και εν αγνοία του, βάσει κάποιου καλά οργανωμένου σχεδίου, μπορεί να εξεγερθεί αυθόρμητα και να καταλύσει αιωνόβιες δυναστείες με βαθιές ρίζες τόσο στην Ιστορία όσο και στον ψυχικό συμβολισμό του, να καταλάβει την εξουσία και να εφαρμόσει τακτικές, θεσμούς και ιδεολογίες παντελώς ξένες προς την ψυχοσύνθεση των επαναστατημένων. Γιατί αυτό ήταν η Γαλλική Επανάσταση, μια επανάσταση των Γάλλων εναντίον της ίδιας τους της Ιστορίας, των παραδόσεων τους, της καθολικής τους θρησκείας και γενικά όλων όσων συνιστούσαν τα παραδοσιακά θεμέλια στα οποία στηριζόταν η χώρα τους, «η πιο αγαπημένη θυγατέρα της Καθολικής Εκκλησίας», κατά τη ρήση της Αγίας Έδρας. Χωρίς να παραβλέπουμε ότι η Γαλλική Επανάσταση ήταν ένα μεγαλειώδες γεγονός, που συγκλόνισε και συνετάραξε την Ευρώπη -νικώντας την κατά κράτος στις πολεμικές συρράξεις που ακολούθησαν- και του οποίου ο αντίλαλος ηχεί μέχρι σήμερα στη Γηραιά Ήπειρο, ωστόσο πρέπει να σημειώσουμε πως δεν πείθει πλέον ο «αυθορμητισμός» της έκρηξης της.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να αναφέρουμε έστω και παρενθετικά ένα φυσικό γεγονός το οποίο επέδρασε καταλυτικά ως αστάθμητος παράγοντας στην προετοιμασία του εδάφους για την έκρηξη της Επανάστασης και το οποίο σχεδόν ποτέ δεν αναφέρεται. Έναν χρόνο πριν την Επανάσταση, το έτος 1788, σημειώθηκε στον χώρο του βόρειου Ατλαντικού, κοντά στην Ισλανδία, η έκρηξη ενός υποθαλάσσιου ηφαιστείου, το οποίο εξέβαλε μια τεράστια ποσότητα μάγματος, ώστε σχημάτισε ένα ολόκληρο νησί - που υπάρχει έως σήμερα. Τα αέρια που απελευθερώθηκαν από την έκρηξη του ηφαιστείου μεταφέρθηκαν με τα εναέρια ρεύματα πάνω από τον ουρανό της Γαλλίας, προκαλώντας εκείνη τη χρονιά ανομβρία, καταστροφή της γεωργικής παραγωγής και σιτοδεία σε όλη τη χώρα. Η Κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει εγκαίρως το πρόβλημα και το φάσμα της πείνας άρχισε να πλανάται πάνω από τον λαό. Μια απρόσμενη ηφαιστειακή έκρηξη στον βόρειο Ατλαντικό, λοιπόν, σε συνδυασμό με την ανικανότητα του βασιλιά να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις αύξησαν στο μέγιστο τη λαϊκή δυσαρέσκεια και αποτέλεσαν τη χρυσή ευκαιρία όσων από χρονιά ετοιμάζονταν για γα ανατρέψουν την καθεστηκυία τάξη και να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους. Έτσι, με αφορμή την οικονομική ανέχεια που οδήγησε σε πείνα τον γαλλικό λαό εκείνη τη χρονιά έλαβε χώρα μια λαϊκή εξέγερση στο πλαίσιο της οποίας είδαν το φως της ημέρας πολλά παράξενα γεγονότα.
Συγκεκριμένα, ο άοπλος λαός που εξεγέρθηκε καταρχάς ζητώντας ψωμί σύντομα κινήθηκε προς το φρούριο της Βαστίλλης απαιτώντας την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων. Μόνο που στη Βαστίλλη εκείνη την εποχή οι κρατούμενοι ήταν 16 ή 17 και σχεδόν όλοι ήταν εγκληματίες ποινικού δικαίου. Μεταξύ τους μάλιστα συγκαταλεγόταν και ο μαρκήσιος ντε Σαντ, καταδικασμένος για τη δολοφονία μιας πλειάδας γυναικών της υπαίθρου προκειμένου να ικανοποιήσει τα ιδιαίτερα σεξουαλικά του ένστικτα. Πολιτικοί κρατούμενοι δεν υπήρχαν και η απάντηση που συχνά δίνεται στο ερώτημα «τότε γιατί οι επαναστάτες κινήθηκαν προς την Βαστίλλη;» είναι ότι ο επαναστατημένος λαός δεν το γνώριζε.
Αριστερά: Η πτώση της Βαστίλης. (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, σελ. 16)
Δεξιά: Μασονικά σύμβολα. (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, σελ. 17)
Στη συνέχεια οι επαναστάτες αποφάσισαν να καταλάβουν τη Βαστίλλη ως σύμβολο του βασιλικού δεσποτισμού. Η Βαστίλλη, ωστόσο, ήταν κτισμένη και οχυρωμένη με τρόπο ώστε να μπορεί να αντισταθεί για ολόκληρους μήνες σε ένοπλη πολιορκία, γεγονός το οποίο οι Παριζιάνοι γνώριζαν πολύ καλά. Βάσει ποιας λογικής, λοιπόν, κινήθηκε ο άτακτος όχλος με σκοπό να την εκπορθήσει; Το εγχείρημα ακούγεται σχεδόν παράλογο. Κι όμως, ο αξιωματικός διοικητής της Βαστίλλης, δρώντας ως «από μηχανής θεός», έριξε την ξύλινη γέφυρα πάνω από τη γεμάτη νερό τάφρο που εμπόδιζε τον λαό να πλησιάσει το κάστρο, άνοιξε τις πύλες και παρέδωσε στους επαναστατημένους το φρούριο μαζί με τη φρουρά του. Αμέσως οι ποινικοί κρατούμενοι απελευθερώθηκαν, το φρούριο πυρπολήθηκε και η φρουρά δολοφονήθηκε μαζί με τον διοικητή της από τον εξαγριωμένο όχλο. Κατά συνέπεια δίκαια θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος τι ήταν αυτό που έπεισε τον διοικητή να παραδώσει τον εαυτό του και τους άνδρες του στη μανία των επαναστατών, τη στιγμή που μπορούσε να μείνει στην ασφάλεια του φρουρίου περιμένοντας ενισχύσεις για αρκετό διάστημα. Σίγουρα όχι οι τύψεις για τους πολιτικούς κρατούμενους, που δεν υπήρχαν. Το γεγονός είναι ότι η «πτώση» - και όχι η «παράδοση», όπως θα ήταν το σωστό - της Βαστίλλης εορτάζεται μέχρι σήμερα ως «πρώτος θρίαμβος της Επανάστασης»!
Στη συνέχεια, πάντοτε εντελώς «αυθόρμητα και ακαθοδήγητα», οι επαναστάτες στράφηκαν προς τις Βερσαλλίες. Επρόκειτο για το πολυτελές ανάκτορο το οποίο είχε οικοδομήσει ο πανίσχυρος Λουδοβίκος ΙΔ΄, ο «βασιλιάς Ήλιος», αρκετά έξω από τα τότε όρια των Παρισίων με σκοπό ακριβώς να μην είναι ευπρόσβλητο από τυχόν λαϊκές ταραχές, οι οποίες λαμβάνουν χώρα σε όλες τις εποχές. Το ανάκτορο είχε δική του, καλά εκπαιδευμένη φρουρά, που αποτελείτο από έναν μικρό στρατό. Έχοντας προβλεφθεί μάλιστα και η πιθανότητα η γαλλική ανακτορική φρουρά να δίσταζε να βάλει εναντίον του γαλλικού λαού, είχε προσληφθεί επιπλέον και μια μονάδα επιλεγμένων Ελβετών μισθοφόρων ως προσωπική φρουρά του εκάστοτε μονάρχη. Πριν φθάσει ο επαναστατημένος λαός πεζοπορώντας στα ανάκτορα κατέφθασε εκεί εποχούμενος ο χωλός - επίσκοπος και πρίγκιπας τότε και κατόπιν υπουργός Εξωτερικών και περίφημος διπλωμάτης -Ταλεϋράνδος, με σκοπό να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην καταστολή της εξέγερσης. Όπως αργότερα διηγείτο ο ίδιος, αν και πρίγκιπας, μόνο μετά από μια μακρά αναμονή κατάφερε να συναντήσει τον δευτερότοκο αδελφό του μονάρχη, τον κατοπινό βασιλιά Λουδοβίκο ΙΗ΄, ο οποίος του ανακοίνωσε: «η Αυτού Μεγαλειότης ο Βασιλεύς κοιμάται»! Ξεπερνώντας την πρώτη έκπληξη, ο Ταλεϋράνδος τού υπενθύμισε ότι ο όχλος κινείτο προς τις Βερσαλλίες και ότι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης του ήταν να μην τον αφήσουν να πλησιάσει, αλλά να λάβει θέση η βασιλική φρουρά μπροστά από τα ανάκτορα και, μόλις οι εξεγερμένοι φθάσουν, σε απόσταση βολής, να ανοίξει πυρ κατά βούληση. Σύμφωνα με την πολεμική εμπειρία αιώνων, εφόσον οι εξεγερμένοι ήταν ασύντακτοι και ακαθοδήγητοι -τουλάχιστον έτσι διατείνονταν-μόλις έπεφταν οι πρώτοι νεκροί, οι υπόλοιποι θα διαλύονταν τρεπόμενοι σε άτακτη φυγή. Η απάντηση του πρίγκιπα, «ο βασιλεύς δεν σκοπεύει να χύσει ούτε μια σταγόνα γαλλικού αίματος, θα δεχθεί τους εξεγερμένους για να τους ακούσει», άφησε άφωνο τον πανέξυπνο Ταλεϋράνδο. Όπως έγραφε αργότερα στα απομνημονεύματα του, «εκείνη τη νύκτα εγκατέλειψα τη μοναρχία όχι ασπαζόμενος τη δημοκρατία, αλλά γιατί κατάλαβα ότι η πρώτη είχε πεθάνει. Όσοι συνέχισαν να την ακολουθούν δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να ακολουθούν ένα πτώμα». Τα λόγια του ήταν προφητικά. Εντελώς ανέλπιστα οι καθοδηγητές της Επανάστασης είδαν τα ανάκτορα να παραδίδονται αμαχητί και τον όχλο «σαν έναν Σηκουάνα να ορμά μέσα παρασύροντας τα πάντα στο διάβα του», όπως έγραψε αργότερα ο μεγάλος Γερμανοεβραίος λογοτέχνης Στέφαν Τσβάιχ.
Αριστερά: Οι τρεις τάξεις ομοφωνούν εναντίον του βασιλιά. (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, σελ. 18)
Δεξιά: Ο επαναστατημένος λαός περιφέρει κεφάλια ευγενών. (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, σελ. 18)
Ο βασιλιάς, υπερβαίνοντας κάθε προσδοκία, παραδόθηκε στους Επαναστάτες και σε όσους βρίσκονταν πίσω από αυτούς. Έκτοτε η μοίρα του ήταν προδιαγεγραμμένη, μολονότι ο αγράμματος στην πλειοψηφία του λαός, παρόλη την αντιμοναρχική προπαγάνδα που δεχόταν, παρέμενε πεισματικά βασιλόφρων, πληρώνοντας το πολύ ακριβά μερικές φορές. Ο βασιλιάς έπεσε χάρη στην προσωπική του ανικανότητα να κυβερνήσει και, πληρώνοντας ουσιαστικά λάθη και παραλείψεις προκατόχων του, καρατομήθηκε μόνο με μια ψήφο επιπλέον. Και αυτή η ψήφος δεν ανήκε σε άλλον παρά στον εξάδελφο του, πρίγκιπα Λουδοβίκο Φίλιππο της Ορλεάνης, γεγονός που κατέπληξε και τους πιο ακραίους επαναστάτες.
Αναφερόμενοι στο πρόσωπο του πρίγκιπα Φιλίππου της Ορλεάνης, πρωτοεξαδέλφου του βασιλιά και μέλους του βασιλικού οίκου των Βουρβώνων, ήλθε η ώρα να αναφερθούμε στο ποιοι ήθελαν και επιδίωξαν την ανατροπή του «Παλαιού Καθεστώτος» και γιατί. Τόσο ο πρίγκιπας Φίλιππος της Ορλεάνης όσο και πολλοί άλλοι υψηλά ιστάμενοι, καθώς και διανοούμενοι της Γαλλίας των Βουρβώνων ήταν μέλη μυστικών εταιριών οι οποίες είχαν κάνει την εμφάνιση τους στη χώρα από το έτος 1726, όταν ορισμένοι ¶γγλοι καθολικοί πολιτικοί εξόριστοι (οι «Ιακωβίτες») ίδρυσαν στο Παρίσι την πρώτη μασονική στοά με την επωνυμία «Σαίντ Τόμας». Με βάση αυτή τη στοά άρχισε ο προσηλυτισμός πολλών επιφανών Γάλλων, αριστοκρατών, ιεραρχών, διανοουμένων, καλλιτεχνών, κρατικών αξιωματούχων κα., με αποτέλεσμα γρήγορα ο αριθμός των στοών να αυξηθεί και να εξαπλωθούν σε όλη τη χώρα συναποτελώντας πλέον τη «Μεγάλη Στοά της Γαλλίας».
Επιπλέον, μολονότι στην αρχή η πρώτη στοά αποτελείτο από Καθολικούς, με τον καιρό πολλοί Προτεστάντες εισέδυσαν στις τάξεις της και ως πιο δυναμικό και προοδευτικό στοιχείο κατάφεραν να πάρουν την ηγεσία στα χέρια τους. Το 1773 ένα μεγάλο μέρος των μελών της «Μεγάλης Στοάς της Γαλλίας» αποσχίσθηκε σχηματίζοντας τη «Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας», της οποίας Μέγας Διδάσκαλος ονομάσθηκε ο Λουδοβίκος Φίλιππος της Ορλεάνης. Ο νέος αυτός σχηματισμός άρχισε να αποκτά μεγάλη οικονομική και πολιτική δύναμη, γενόμενος «κράτος εν κράτει» και το 1789, όταν ξέσπασε η Επανάσταση, αριθμούσε περί τις 1.000 στοές.
Τι όμως ήταν εκείνο που κίνησε αυτό το πλήθος Γάλλων να μυηθούν στις στοές; Πολλοί Γάλλοι, κινούμενοι από διάφορα αίτια- είτε διότι τους έλκυε ο μυστικιστικός χαρακτήρας της διδασκαλίας και των τελετουργικών της οργάνωσης, είτε πιστεύοντας στις ευγενείς ιδέες και τα ιδανικά που αυτή διακήρυσσε, είτε από ιδιοτελείς σκοπούς ή ακόμη και από ανία -ίδιο των ευγενών- πύκνωσαν τις γραμμές των στοών. Επιπλέον, στις τάξεις των Γάλλων ευγενών εκείνης της εποχής επικρατούσε ένας θαυμασμός για την αγγλική αριστοκρατία, η οποία από την εποχή των Στιούαρτς είχε καταφέρει να επιβάλει μια συνταγματική μοναρχία που της έδινε τη δυνατότητα να κυριαρχεί στην πολιτική ζωή μαζί με τους αστούς. Σε αντίθεση με αυτούς, οι Γάλλοι αριστοκράτες είχαν υποχρεωθεί από τον ισχυρό βασιλιά Λουδοβίκο ΙΔ΄ να εγκαταλείψουν τους πύργους και τα κτήματα τους και να εγκατασταθούν μονίμως στις Βερσαλλίες, όπου ζούσαν με επιδόματα που τους παρέχονταν από το βασιλικό θησαυροφυλάκιο, χάνοντας έτσι τη δύναμη τους και εκφυλιζόμενοι σε απλούς αυλικούς που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για τη βασιλική εύνοια.
Όλοι αυτοί λοιπόν, οι οποίοι διψούσαν για την εξουσία που τους είχε- αφαιρεθεί, αντιμετώπισαν την αγγλική αριστοκρατία ως πρότυπο και τις αγγλικής επινόησης τεκτονικές στοές ως ένα πολιτικό όργανο με βάση το οποίο θα μπορούσαν να διεκδικήσουν και πάλι τη χαμένη ισχύ τους. Σε αυτούς με τον καιρό προστέθηκαν και εύποροι αστοί, δημοτικοί άρχοντες, τραπεζίτες, καραβοκύρηδες, έμποροι, ελεύθεροι επαγγελματίες, τεχνίτες κ.α., οι οποίοι είχαν αποκτήσει μέσα από τα επαγγέλματα τους οικονομική ισχύ, αλλά τους έλλειπε η πολιτική έκφραση και υπόσταση στο πλαίσιο της μοναρχίας, καθώς επίσης και η κοινωνική άνοδος στην ανώτερη τάξη των αριστοκρατών. Η μασονία με τις φιλελεύθερες ιδέες που πρέσβευε δημιουργούσε στο πλαίσιο των στοών τις προϋποθέσεις ώστε να μπορέσουν όλες αυτές οι επιδιώξεις να βρουν την έκφραση τους.
Επιπλέον στους κόλπους των τεκτονικών εργαστηρίων υπήρχε μέσα από τον αμοιβαίο σεβασμό των διαφόρων κοινωνικών τάξεων μια κοινωνική ισότητα «εκτός κράτους», η οποία ήταν αδιανόητη για το απολυταρχικό κράτος του «Παλαιού Καθεστώτος». Με αυτό τον τρόπο οι κοινωνικές διαφορές είχαν ήδη καταργηθεί μέσα στις στοές. Τα μέλη τους δεν ήταν πλέον «υπήκοοι», αλλά άνθρωποι μεταξύ ανθρώπων, που μπορούσαν να σκέπτονται και να δρουν ελεύθερα. Έτσι, η μυστική ελευθερία των στοών έγινε το μυστικό της ελευθερίας.
Όπως ήταν φυσικό, σε αυτή την αλματώδη εξάπλωση των στοών αντέδρασε πρώτα η Καθολική Εκκλησία, η οποία αντιμετώπιζε με καχυποψία τη διδασκαλία και τα τελετουργικά των μασόνων και στη συνέχεια, μετά την παραίνεση της Αγίας Έδρας, και το Γαλλικό κράτος. Η μοναρχία δεν αντιμετώπισε ευνοϊκά αυτή την περίεργη αγγλοφιλία των μασόνων, η οποία όλο και αυξανόταν. Έτσι, άρχισε μια ακήρυκτη διαμάχη ανάμεσα στη μοναρχία και στις στοές, την οποία έμελλε να κερδίσουν οι δεύτερες. Η αδύναμη μοναρχία του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ ονομάσθηκε «γαλλικός δεσποτισμός» και το θεμέλιο του θρόνου, η Καθολική Εκκλησία, «θρησκευτικός δεσποτισμός» ή «φανατισμός», όροι απωθητικοί, οι οποίοι ωστόσο μπορούσαν να στηριχθούν σε ιστορικά προηγούμενα (όπως οι θρησκευτικοί πόλεμοι που είχαν συνταράξει τη Γαλλία έναν αιώνα νωρίτερα και κατέληξαν στον διωγμό των Προτεσταντών ή στη θεσμοθετημένη από την Καθολική Εκκλησία «Ιερά Εξέταση», γεγονότα και τα δυο πολύ νωπά στη συλλογική μνήμη των Γάλλων). Ο ιδεολογικός πόλεμος είχε αρχίσει και οι στοές είχαν ναρκοθετήσει τα θεμέλια του «Παλαιού Καθεστώτος», το οποίο αντιδρούσε σπασμωδικά και χωρίς σχέδιο στις καλά οργανωμένες επιθέσεις που δεχόταν.
Αριστερά: Ο θρίαμβος της επανάστασης. (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, σελ. 19)
Δεξιά: Η βία διαφοροποίησε ριζικά την Γαλλική από την μεγάλη Αμερικανική Επανάσταση. (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, σελ. 20)
Δρώντας με άρτια οργάνωση σε αυτό τον ακήρυκτο πόλεμο ζωής και θανάτου, οι στοές επιμελήθηκαν πρώτα από όλα την ιδεολογική προετοιμασία της Επανάστασης, με σκοπό να απογυμνώσουν τόσο τη μοναρχία όσο και την Καθολική Εκκλησία από κάθε ιδεολογικό και συμβολικό έρεισμα που είχαν στην ψυχή του λαού. Θρόνος και ναός έπρεπε να αποϊεροποιηθούν στη συνείδηση του απλού λαού και βασικό όργανο αυτού του εγχειρήματος υπήρξε η Φιλοσοφία, η οποία θεωρήθηκε σύμμαχος της μασονίας, ενώ υποστηρίχθηκε ότι η μεταξύ τους σχέση ήταν τόσο στενή ώστε η μία απέρρεε από την άλλη.
«Μεταξύ των μασόνων και των διακεκριμένων φιλοσόφων δεν υπήρξαν ούτε και μπορεί να υπάρχουν διαφορές», διακηρυσσόταν. Η στοά «Εννέα Μούσες», που ιδρύθηκε το 1776 με πρωτοβουλία του φιλοσόφου Ελβέτιους και του αστρονόμου Λαλάντ, προσέλκυσε όλη τη φωτισμένη ελίτ της διανόησης της εποχής εκείνης και αποκλήθηκε «εργαστήριο Φιλοσοφίας», «πρόοδος», «μέλλον» και «πραγματική επανάσταση». Μέλος της μάλιστα, αν και μυήθηκε σε αυτή το έτος 1778, δηλαδή λίγο πριν τον θάνατο του, υπήρξε και ο περίφημος φιλόσοφος Βολταίρος. Έτσι, η Φιλοσοφία χρησιμοποιήθηκε ως προπομπός της Επανάστασης και κάτω από τη μάσκα της νομιμοφροσύνης απέναντι στον βασιλιά και τους θεσμούς της Μοναρχίας και της Εκκλησίας εκτρεφόταν το πνεύμα της αντιμοναρχικής εξέγερσης της αγγλόφιλης αριστοκρατίας και της φιλόδοξης και κοινωνικά ανερχόμενης αστικής τάξης των πόλεων. Επειχειρείτο, δηλαδή, μια ριζική αλλαγή της κοινωνίας σε πολιτικό και πολιτισμικό σχέδιο μέσα από συγκεκριμένες και νομιμοφανείς ενέργειες. Έτσι, για παράδειγμα, διακηρυσσόταν η ισότητα των ανθρώπων με σκοπό να επικριθεί η Καθολική ιεραρχία, αλλά και χάρη στις νέες δυνάμεις που αναπτύσσονταν μέσα από τη μασονία. Πολλές στοές ακόμα και μέσα από την ίδια την επωνυμία τους διακήρυσσαν τη διδασκαλία τους, όπως για παράδειγμα οι στοές «Λογική» και «Τελεία Ισότης».
Ένα βασικό όπλο για τη διάδοση των ιδεών τους με σκοπό την επιχειρούμενη αλλαγή ήταν η περίφημη «Εγκυκλοπαίδεια», η οποία συνιστά κατά κοινή ομολογία ένα αληθινό επαναστατικό οπλοστάσιο. Σίγουρα το πολύτομο έργο του Ντιντερο και του ντ’ Αλαμπέρ δεν ήταν ένα αποκλειστικά μασονικό εγχείρημα, οπωσδήποτε όμως η στήριξη που οι στοές τής παρείχαν ήταν ουσιαστική. Πολλοί μασόνοι συνεργάσθηκαν στη συγγραφή άρθρων της Εγκυκλοπαίδειας και πολλοί περισσότεροι ήταν εκείνοι που προεγγράφησαν προπληρώνοντας συνδρομή και δίνοντας τη δυνατότητα να εκδοθεί και να διαδοθεί το έργο. Κάποιες στοές μάλιστα έθεσαν ως υπέρτατο στόχο τους την προπαγάνδιση της Εγκυκλοπαίδειας και δεν είναι τυχαίο ότι στοές όπως αυτή της Τουλούζης αυτοτιτλοφορήθηκαν «Εγκυκλοπαιδικές».
Πέρα από την Εγκυκλοπαίδεια, όμως, οι στοές φρόντισαν να διαδώσουν τις ιδέες τους και με την έκδοση αυτοτελών βιβλίων, όπως εκείνο που εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1772 με τον τίτλο «Το έτος 2440» και του οποίου συγγραφέας ήταν ο μασόνος και μέλος της στοάς «Εννέα Μούσες» Λουί Σεμπαστιάν Μερσιέ. Σε αυτό το βιβλίο, που κυκλοφόρησε 17 ολόκληρα έτη πριν την Επανάσταση, ο Μερσιέ περιγράφει ένα όνειρο που είδε σαν όραμα και το οποίο βεβαίωνε ότι θα πραγματοποιείτο πολύ σύντομα. Σε αυτό το όνειρο, λοιπόν, ο συγγραφέας διατεινόταν ότι είχε οραματισθεί την πτώση της Βαστίλλης, τον αποχριστιανισμό της Καθολικής Γαλλίας, την κατάργηση της Μοναρχίας και τη δολοφονία του βασιλιά. Λίγο αργότερα το όνειρο του υλοποιήθηκε επακριβώς. Σύμπτωση ή σκοτεινή «προφητεία»; Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι οι στοές συνέβαλαν στην ιδεολογική προετοιμασία της Επανάστασης με την οικονομική υποστήριξη που παρείχαν στην έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας, η οποία υπήρξε το ιδεολογικό όπλο της Επανάστασης, με τη διάδοση ορθολογιστικών, αντι-καθολικών, αντιπαραδοσιακών και αντιμοναρχικών ιδεών και με την ελπίδα που έδωσαν στην παραμερισμένη αριστοκρατία και στη νεοεμφανιζόμενη αστική τάξη ότι μπορούσαν να πάρουν, όπως και στην Αγγλία, την εξουσία στα χέρια τους.
Με την εκδήλωση της Επανάστασης πολλά μέλη των στοών πέρασαν από τη θεωρητική προπαγάνδα στην ενεργό δράση και ορισμένοι από αυτούς κατέλαβαν υψηλές θέσεις κατά την περίοδο της εξέγερσης. Παραδειγματικά μόνο αναφέρουμε τον δικαστή Παστορέ, πρόεδρο κατά τα έτη 1788 και 1789 της στοάς «Εννέα Μούσες» - η οποία με την έκρηξη της Επανάστασης έγινε πολιτική λέσχη και μετονομάσθηκε σε «Εθνική Εταιρία των Εννέα Μουσών» - που αναγορεύθηκε το 1790 πρόεδρος της Εκλογικής Συνελεύσεως των Παρισίων, καθήκον της οποίας ήταν η επιλογή δικαστών και εισαγγελέων. Ένα άλλο μέλος της ίδιας στοάς, ο Γκρουβέλ, ήταν εκείνος που ανακοίνωσε το 1793 το διάταγμα της Συντακτικής στον βασιλιά Λουδοβίκο, με το οποίο ο μονάρχης καταδικαζόταν σε θάνατο. Και ένα τρίτο μέλος της ίδιας στοάς, ο Γκαρά, διορίσθηκε από τη Συντακτική υπουργός Δικαιοσύνης.
Αριστερά: Η πρώτη ημέρα της συνέλευσης των τριών τάξεων. (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, σελ. 21)
Δεξιά: Μασονικές συμβολικές παραστάσεις. (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, σελ. 22)
Επιπλέον δύο μασόνοι, ο μαρκήσιος Λα Φαγιέτ και ο Αμερικανός διπλωμάτης Φράνκλιν, οι οποίοι είχαν λάβει μέρος στη νικηφόρο Αμερικανική Επανάσταση, είχαν επιστρέψει κατόπιν στη Γαλλία προπαγανδίζοντας τις επαναστατικές ιδέες. Εκείνοι ήταν που μέσα από την ένθερμη προπαγάνδα που έκαναν παντού υπέρ της Επανάστασης βοήθησαν ώστε όσοι είχαν ενστερνισθεί την επαναστατική ιδεολογία να περάσουν από τη θεωρία στην πράξη. Ο γαλλικός θρόνος μάλιστα, λόγω της διαρκούς και μόνιμης αντιπαλότητας του με τη Βρετανία, είχε ενισχύσει τους Αμερικανούς επαναστάτες χωρίς να ξέρει ότι σε λίγο ερχόταν η σειρά του να αντιμετωπίσει το ίδιο φαινόμενο και μάλιστα όχι σε αποικίες, όπως οι Βρετανοί, αλλά στο ίδιο το μητροπολιτικό έδαφος της Γαλλίας.
Με πλήρη τάξη το 1789 Κλήρος, ευγενείς και εκπρόσωποι του λαού παρήλασαν στο Παρίσι και προσήλθαν στη γενική τους συνέλευση. Τίποτε ακόμα δεν μαρτυρούσε τη σφαγή που έμελλε να ακολουθήσει, ούτε την αποπομπή των ευγενών και του Κλήρου από τον επαναστατημένο όχλο. Προς το παρόν ομονοούσαν όλοι έναντι του «κοινού εχθρού», του βασιλιά. Αργότερα θα διευθετούσαν τις μεταξύ τους διαφορές, προς το παρόν όμως η «φεουδαρχική αντίδραση» άνοιγε τον δρόμο για την εξέγερση των αστών. Εξάλλου, το ίδιο το Παλαί Ρουαγιάλ (Palais Royal), κατοικία του δούκα της Ορλεάνης, πρίγκιπα Λουδοβίκου Φιλίππου, είχε καταστεί φωλεά επαναστατών και εκείνος χρηματοδοτούσε τους διαφωτιστές επαναστάτες, ενώ ταυτόχρονα, όπως προαναφέρθηκε, ήταν ο Μέγας Διδάσκαλος της Μεγάλης Ανατολής της Γαλλίας, δηλαδή αυτός που κατείχε τον ανώτερο βαθμό στην ιεραρχική κλίμακα της μασονίας. Από το Παλαί Ρουαγιάλ κυκλοφορούσαν όλες οι ειδήσεις σχετικά με τον βασιλιά και τους υπουργούς του χάρη στους ειδικούς ταχυδρόμους που κατέφθαναν απευθείας από τις Βερσαλλίες με τα τελευταία νέα, λιγότερο ή περισσότερο ακριβή ή ακόμα και με δόσεις υπερβολής. Οι δε τέκτονες που συμμετείχαν στη σύγκληση των τριών Γενικών Τάξεων ανέρχονταν σε 237, μόνιμους και αναπληρωματικούς, διανεμημένοι και στις τρεις τάξεις. Γι’ αυτούς η σύγκληση των Γενικών Τάξεων δεν ήταν παρά μόνο μια φάση, την οποία θα διαδεχόταν η επιβολή της συνταγματικής και αντιπροσωπευτικής μοναρχίας και η κατάργηση του υπουργικού δεσποτισμού.
Από την αρχή ακόμα της σύγκλησης διαφάνηκε η εξέλιξη της κατάστασης, αφού, αντί να τεθεί σε πρώτη προτεραιότητα το οικονομικό πρόβλημα, τέθηκε ως πρώτο το ζήτημα του θεσμού της Μοναρχίας. Έντρομος ο βασιλιάς έδωσε διαταγή να σφραγισθεί η αίθουσα συνεδριάσεων και τότε η Τρίτη Τάξη αυτοανακηρύχθηκε «Εθνική Συνέλευση», κατέλαβε την αίθουσα του σφαιριστηρίου και ορκίσθηκε στις 20 Ιουνίου 1789 ότι δεν θα διαλυόταν έως ότου ο βασιλιάς αποδεχόταν το Σύνταγμα. Μέλη των στοών διαδραμάτισαν τότε σημαντικό ρόλο αναλαμβάνοντας ουσιαστική δράση. Η ιδέα της κατάληψης της αίθουσας του σφαιριστηρίου ανήκε στον μασόνο Γκιλοτίν, πρόεδρος της «Εθνοσυνέλευσης» ήταν ο επίσης μασόνος Μπεϊλύ, ενώ τον όρκο που έδωσαν οι σύνεδροι συνέταξε ο μασόνος Λε Σαπελιέ. Η Επανάσταση είχε ήδη δρομολογηθεί και στο τέλος Ιουνίου οι εκπρόσωποι της Τρίτης Τάξης είχαν εκλέξει μια επαναστατική επιτροπή, η οποία είχε εγκατασταθεί παράνομα στο Δημαρχείο των Παρισίων (Hotel de Ville) και έδινε την εικόνα μιας Αρχής που περίμενε να παραλάβει τα ηνία του κράτους. Σε αυτή την επιτροπή είχε στρατολογηθεί μια πλειάδα μασόνων, όπως οι Λασάλ, Τασάν, Ντελότρ, Κουατρεμέρ, Ζανίν, Οσελάν, Γκαράν ντε Κουλόν, Μορό ντε Σαν Μερύ, και Μπεϊλύ. Πρώτο τους μέλημα ήταν να σχηματίσουν μια ένοπλη δύναμη αποτελούμενη από εξεγερμένους αστούς με αρχηγό τον Λασάλ και υπαρχηγό τον Γκολάρ, μασόνοι και οι δύο. Εκείνοι το πρωινό της 14ης Ιουλίου έστειλαν αντιπροσωπεία που συναντήθηκε με τον διοικητή της Βαστίλλης ζητώντας του να παραδοθεί, ενώ ήδη είχαν σχεδιάσει την επίθεση εναντίον του φρουρίου. Αρχηγός της εφόδου ήταν ο μασόνος Μορετόν ντε Σαμπριγιάν, ενώ επιμέρους αρχηγοί των τριών ομάδων επιτιθέμενων ήταν οι μασόνοι Σαντερέ και Παλού (ομάδα α, συνοικία Σαν Αντουάν), Φουρνιέ (ομάδα β, συνοικία των Χαλ), και Κασονιέρ (ομάδα γ, περιοχή Αψίδας του Θριάμβου). Ο ενορχηστρωτής της όλης επιχείρησης βέβαια δεν ήταν άλλος από τον πρίγκιπα Λουδοβίκο Φίλιππο της Ορλεάνης, ο οποίος μέσα από το παλάτι του υποκινούσε και χρηματοδοτούσε την Επανάσταση, γεγονός που είχε γίνει ευρύτατα γνωστό και είχε καταγγελθεί από όλες τις βασιλικές Αυλές της Ευρώπης. Φαίνεται λοιπόν καθαρά ότι δεν ήταν καθόλου αυθόρμητη και ασχεδίαστη η επίθεση εναντίον της Βαστίλλης και είναι πλέον φανερό με τις εγγυήσεις και τις εντολές ποίου ο διοικητής της την παρέδωσε αμαχητί μαζί με τη φρουρά της στους επαναστάτες.
Δεξιά: Ο αμερικανός διπλωμάτης Φράνκλιν. (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, σελ. 23)
Την επόμενη ημέρα της παράδοσης της Βαστίλλης η επαναστατική επιτροπή που έδρευε στο Δημαρχείο σχημάτισε την Κομούνα των Παρισίων, με δήμαρχο τον μασόνο Μπεϊλύ, ενώ η ένοπλη δύναμη των αστών μετασχηματίσθηκε σε Εθνική Φρουρά υπό την ηγεσία του μασόνου μαρκησίου Λα Φαγιέτ, ο οποίος, έστω και πρόσκαιρα, συγκέντρωσε με αυτό τον τρόπο στα χέρια του τη μόνη αξιόλογη δύναμη εκείνης της εποχής, τη «δύναμη των επαναστατών». Έτσι, μετά τα γεγονότα του Οκτωβρίου τόσο ο βασιλιάς όσο και η Εθνοσυνέλευση ουσιαστικά περιήλθαν στον έλεγχο του μαρκησίου.
Πολλές στοές μετασχηματίσθηκαν σε επαναστατικές πολιτικές λέσχες, όπως η στοά «Εγκυκλοπαιδική» της Τουλούζης, που έγινε «Εγκυκλοπαιδική Εταιρεία» ή η «Συγκέντρωση των Φίλων», που έγινε «Κέντρο των Φίλων», χωρίς μέσα από αυτή την μετατροπή να χάσουν το τεκτονικό τους πνεύμα, παρότι με τη νέα τους μορφή ήταν πλέον ανοικτές και στους αμύητους. Φρόντισαν πάντοτε να αναγνωρίσουν ως αρχή τους τη Μεγάλη Ανατολή, στην οποία μετά τον αποχριστιανισμό τους και την αποκήρυξη ορισμένων αγίων (τους οποίους αρχικά είχαν ανακηρύξει ως προστάτες), είχαν την πλήρη αναφορά τους.
Αρκετές στοές, όπως η στοά «Παρφέ Ουνιόν» του Μοντομπάν, κάλεσαν τα μέλη τους σε συνεδρίαση προκειμένου να υιοθετήσουν και να υπερασπισθούν όλες τις πράξεις της «Εθνοσυνέλευσης». Ο πρόεδρος της, Μαλεζιό ντε Αμέλ, εγκωμίασε την «ευτυχισμένη επανάσταση που πραγματοποιείται» και ευχαρίστησε τον Μεγάλο Αρχιτέκτονα Του Σύμπαντος που έκανε κάτι τέτοιο δυνατό. Στην ίδια συνεδρίαση ο Κορμπάν ντε Πόντμπριάν ισχυρίσθηκε ότι «η νίκη της ελευθερίας και του πατριωτισμού είναι η πιο πλήρης νίκη του αληθινού τέκτονα». Η στοά Λα Φιλαντελφίκ των Παρισίων αμέσως μετά την «πτώση της Βαστίλλης» έστειλε ανοικτή επιστολή προς τη Μεγάλη Ανατολή με την οποία επικροτούσε με ενθουσιασμό την Επανάσταση που προήγαγε το πνεύμα της ισότητας, το οποίο οι ίδιοι εφήρμοζαν από χρόνια στα εργαστήρια τους και ονόμαζε όσα μέλη της είχαν εμπλακεί στις πολιτικές εξελίξεις «verteux citoyens» (ενάρετους πολίτες), «bons fleres» (καλούς αδελφούς) και «vraies maçons» (αληθινούς μασόνους). Με την επικράτηση, μάλιστα, της Επανάστασης και τους ευρωπαϊκούς πολέμους που ακολούθησαν, έθεσαν ως στόχο τους την ανατροπή των απολυταρχικών μοναρχιών της εποχής και την ίδρυση φιλελεύθερων και συνταγματικών κυβερνήσεων.
Η εξέλιξη της Επανάστασης είναι γνωστή, επομένως σ’ αυτό το σημείο σταματούμε την αφήγηση των γεγονότων, θεωρώντας ενδεικτικά για τον ρόλο των στοών τα παραδείγματα που δώσαμε και θέλοντας να απαντήσουμε σε μια ερώτηση που είναι πιθανόν να τεθεί. Όσοι έχουν μελετήσει την ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης πιθανώς να αναρωτηθούν πώς είναι δυνατό οι μασονικές στοές να συνέβαλαν σε ένα εγχείρημα κατά το οποίο πολλά από τα μέλη τους, μεταξύ των οποίων και ο Μεγάλος Διδάσκαλος της Μεγάλης Ανατολής της Γαλλίας, πρίγκιπας Λουδοβίκος Φίλιππος, έπεσαν θύματα των επαναστατών, συχνά μάλιστα καρατομούμενοι. Θα απαντήσουμε με ένα πολύ γνωστό παράδειγμα από την Ιστορία του περασμένου αιώνα. Το γεγονός ότι ο Στάλιν εξεδίωξε από το κόμμα και τη χώρα και δολοφόνησε τελικά στη Λατινική Αμερική τον Τρότσκυ (Λεβύ Μπρονστάιν), δεν μπορεί να μειώσει τη συμμετοχή του δεύτερου στην Οκτωβριανή Επανάσταση, ούτε και να ακυρώσει τον σημαντικό ρόλο τον οποίο διαδραμάτισε ως διοργανωτής και πολιτικός επικεφαλής του ιδιόρρυθμου «Ερυθρού στρατού» στην επιτυχή έκβαση του πολέμου και την επικράτηση των Μπολσεβίκων. Ή, για να επανέλθουμε στο θέμα που εξετάζουμε, δεν μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι οι Γιρονδίνοι δεν διαδραμάτισαν κανέναν ρόλο στη Γαλλική Επανάσταση, επειδή αργότερα εκκαθαρίσθηκαν από τους Ιακωβίνους.
Οπωσδήποτε οι μασονικές στοές δεν είχαν ως μοναδικό και κύριο σκοπό τους την Επανάσταση, ωστόσο πολλά από τα μέλη τους είχαν αφιερωθεί ολόψυχα στην ολοκλήρωση αυτού του έργου και με τη βοήθεια των στοών και του μεταξύ τους ισχυρού συνδέσμου συνέβαλαν συχνά στην επίτευξη δύσκολων στόχων των επαναστατημένων, όπως ήδη καταδείξαμε. ¶λλωστε, αν ορισμένοι μασόνοι εκκαθαρίσθηκαν από άλλους, τέκτονες ή μη, κατά τη διάρκεια των γεγονότων, είναι ένα ερώτημα που αφορά αποκλειστικά την επαναστατική διαλεκτική.
Βιβλιογραφία
1. L. D’ Estampes, C. Jannet: LA FRANC-MACONNERIE ET LA REVOLUTION, Avignon 1884.
2. J. Evola: SCRITTI SULLA MASSONERIA, Roma 1984.
3. Bernard Fay: LA FRANC-MACONNERIE ET LA REVOLUTION INTELLECTUELLE DU XVIII SIECLE, Paris 1961.
4. J.F. Findel: HISTOIRE DE LA FRANC-MACONNERIE DEPUIS SON ORIGINE JUSQW A NOS JOURS (Paris 1866), Bologne 1976 (6' war.).
5. Jouaust: HISTOIRE DU GRAND ORIENT DE FRANCE, Rennes, Paris 1865.
Πηγή: Κωνσταντίνος Τσομπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, σσ. 14-23
Βλέπε σελίδα Ἑλληνικὴ Νομαρχία
ΠΡΟΣΟΧΗ: Στο τέλος κάθε σελίδας του Ανώνυμου Απολογητή θα παρουσιάζονται νεοπαγανιστικές και αθεϊστών (δήθεν ελληνιστών) απάτες που έχουν σχέση με το θέμα της σελίδας. Αυτές οι απάτες δεν έχουν σκοπό να βάλουν τα περιοδικά στα οποία εμφανίζονται τα νεοπαγανιστικά ψεύδη, εφόσον ούτως ή άλλως παγανιστές συγγράφουν σε διάφορα ανυποψίαστα εξ αυτών και αυτά δεν εκφράζονται από τις απόψεις των αρθρογράφων, αλλά σκοπό έχουν:
1. να καταδείξουν τον κρυφοπαγανιστή αρθρογράφο ώστε να γίνει γνωστός και
2. είτε ο κάθε ενδιαφερόμενος που αναγιγνώσκει εκ νέου άρθρα του να θέτει τον εαυτό του εν εγρήγορση και να ελέγχει θαρρετά τα ψεύδη του κρυφοπαγανιστή (δήθεν ελληνιστή), αν είναι μελετημένος και έχει πρόσβαση σε πρωτογενή βιβλιογραφία
3. είτε εάν δεν έχει πρόσβαση σε βιβλιογραφία, να μην δείχνει πλέον εμπιστοσύνη στον αρθογράφο εφόσον γνωρίζει πως εκφράζει ψεύδη για να σπιλώσει τον Χριστιανισμό υποστηρίζοντας θέσεις παγανισμού, που όμως δεν είναι σχεδόν ποτέ ξεκάθαρες, αλλά που παρουσιάζονται ως «ελληνικές» μιας και η πλειοψηφία των νεοπαγανιστών ντρέπεται να ομολογήσει δημοσίως την θρησκεία που ακολουθεί και προτιμά να καμουφλάρεται με κάτι οικοιότερο, τον πατριωτισμό, που όμως αρρωστημένα έχει μετατραπεί σε ένα παγανιστικό εθνικισμό.
ΕΞΑΙΡΕΣΗ: εξαιρούνται τα προσωπικά βιβλία του κρυφοπαγανιστή αθρογράφου ή τα έντυπα με καθαρά νεοπαγανιστικό προσανατολισμό, ανάμεσα στα τόσα που κυκλοφορούν στην Ελλάδα.
Απαγόρευσις της ελευθέρας σκέψεως, της «αγοράς", του φιλοσοφικού στοχασμού, «κλείσιμο» των φιλοσοφικών σχολών. Απόρριψις της Λογικής: «Πίστευε τοῖς θαύμασι καὶ μὴ ἐρεύνα λογισμοῖς τὸ γενόμενον»! (Πηγή: Παναγιώτης Μαρίνης, Περιοδικό Τρίτο Μάτι, τεύχος 109, ένθετο «Θα αναγνωρισθεί επίσημα η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία;», σελ. 12)
Μυθοπλάστης: Παναγιώτης Μαρίνης
Απάντηση: Εδώ
«Ὁ χορὸς τῶν ἐπισκόπων ἐξακολουθεῖ μετὰ τοὺς ἀρχιεπισκόπους. Αὐτοί, πάλιν, εἶναι ἄλλοι λύκοι, ἴσως χειρότεροι ἀπὸ τοὺς πρώτους, ἐπειδὴ κυριεύουσι τοὺς χωρικοὺς καὶ ἰδιώτας.[...]. Αὐτοὶ πέμπουσι τόσους ληστάς, διὰ νὰ εἰπῶ ἔτζι, εἰς τὰ χωρία τῆς ἐπισκοπῆς των, καὶ τοὺς δίδοσι τὸν τίτλον ἢ τοῦ πρωτοσυγκέλλου ἢ τοῦ ἀρχιμανδρίτου ἢ ἄλλου τινὸς τάγματος, οἱ ὁποῖοι ἄλλο δὲν ἠξεύρουσι, παρὰ νὰ γράφουν ὀνόματα τῶν χριστιανῶν μὲ ὅλην τὴν ἀνορθογραφίαν, καὶ νὰ προφέρωσι τὸ «νὰ εἶσαι κατηραμένος», «νὰ ἔχῃς τὴν εὐχὴν» καὶ «δός μοι», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σσ. 114-115)
«Ἑκατὸν χιλιάδες, καὶ ἴσως περισσότεροι, μαυροφορεμένοι [...] φυλάττουσι τοὺς λύκους, διὰ νὰ ἁρπάζουν καὶ ξεσχίζουν τὰ ἀθῶα καὶ ἱλαρὰ πρόβατα τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ.», σελ. 119
Μυθοπλάστης: «Ἀνώνυμος Ἕλλην»
Απάντηση: Εδώ
«Ὦ ἄνθρωποι, ὄντως βάρβαροι, χυδαῖοι καὶ ἐχθροὶ φανεροὶ τῆς πατρίδος μας καὶ τοῦ ἰδίου Χριστοῦ, πῶς ἐννοεῖτε ἔτζι ἀνάποδα αὐτὸ τὸ ρητόν, καὶ κάμνετε μὲ τὴν ἀμάθειάν σας καὶ τινὰς νὰ βλασφημῶσι; Δὲν καταλαμβάνετε, ἀνόητοι, ὅτι τὸ «παιδεύω», εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν ἐννοεῖ ποτὲ μὲν τὸ «διδάσκω», ποτὲ δὲ τὸ «τιμωρῶ», καὶ ὅτι εἰς αὐτὸ τὸ ρητὸν ἐξ ἀνάγκης πρέπει νὰ ἐννοῇ τὸ «διδάσκω»; Καὶ οὕτως ὁ πατήρ, ἐπειδὴ ἀγαπᾶ τὸν υἱόν του, τὸν διδάσκει, ἤτοι τὸν παιδεύει. Ἀλλ᾿ ἂς τὸ ἐξηγήσωμεν κατὰ τὸ λεξικὸν τῆς ἀμαθείας, καὶ νὰ εἰπῶμεν, ὅτι τιμωρεῖ ἕνας ὅποιον ἀγαπᾷ. Ἀλλά, διατί τὸν τιμωρεῖ; Βέβαια, διὰ νὰ τὸν διορθώσῃ ἀπὸ τὰ σφάλματά του καὶ νὰ τὸν καταστήσῃ χρηστοηθῆ καὶ ἐνάρετον. Πῶς λοιπὸν μπορεῖ νὰ νομισθῇ παιδεία πρὸς τὸ καλὸν ἡ τυραννία, ἡ ὁποία, ὡς ἀνωτέρω ἀπεδείχθη, εἶναι ἐχθρὰ πάσης ἀρετῆς καὶ πρόξενος πάσης κακίας; Πῶς, χυδαῖοι, δὲν τὸ βλέπετε, μόνον ἐκφωνεῖτε ὅ,τι σᾶς ἔλθῃ εἰς τὴν ἐνθύμησιν, χωρὶς νὰ στοχασθῆτε, ὅτι εἰς τοιαύτας ὑποθέσεις ἡ παραμικρὰ κακοεξήγησις φέρει ἀνεκδιήγητα καὶ πολυάριθμα κακὰ εἰς τοὺς ἀκροατάς; [άρα η αμάθεια είναι στους ακροατές; ]
Ἴσως ὅμως τὸ λέγετε πρὸς παρηγορίαν; Ὤ, κακὸν χρόνον νὰ ἔχητε καὶ ἐσεῖς καὶ ἡ παρηγορία σας! Αὐτὴ εἶναι χειροτέρα ἀπὸ τὴν ἰδίαν αἰτίαν τῆς θλίψεως, καὶ εἰς ἄλλο δὲν χρησιμεύει, παρὰ εἰς τὸ νὰ καταστῇ τοὺς Ἕλληνας πάντοτε ἀξίους παρηγορίας. Ἐσεῖς φωνάζετε μὲ ἄκραν ἡσυχίαν καὶ λέγετε: «Ἀγαπητοί, ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσεν τὴν ὀθωμανικὴν τυραννίαν, διὰ νὰ μᾶς τιμωρήσῃ διὰ τὰ ἁμαρτήματά μας, καὶ παιδεύοντάς μας εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ μετὰ θάνατον ἀπὸ τὴν αἰώνιον κόλασιν». Ὦ ἐχθροὶ τῆς ἀληθείας, τουτέστι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ! Δὲν βλέπετε, ὁπού, μὲ αὐτὴν τὴν κακήν σας καὶ ἄτοπον παρηγορίαν, ὑποχρεώνετε τοὺς Ἕλληνας, ἀντὶς νὰ μισήσουν τὴν τυραννίαν καὶ νὰ προσπαθήσουν νὰ ἐλευθερωθοῦν, ἐξ ἐναντίας νὰ τὴν ἀγαπῶσι, καὶ μάλιστα, νὰ νομίζωνται εὐτυχεῖς, πιστεύοντες ἀπὸ ἁπλότητά των, ὅτι παιδεύονται εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, διὰ νὰ ἀποκτήσουν τὸν παράδεισον; Ποῖος Ἐσκαριώτης σᾶς ἔβαλεν εἰς τὸν νοῦν, νὰ προφέρητε τοιαύτην παρηγορίαν, ὅταν δὲν ἠξεύρετε νὰ τὴν ἐξηγήσητε, ὦ ἀναίσχυντοι; Τὰ ἁμαρτήματα, ἴσως, παιδεύονται μὲ ἄλλα ἁμαρτήματα, ὦ ἄφρονες; Δὲν στοχάζεσθε, πόσον ἀτιμεῖτε καὶ τὸν ἑαυτόν σας καὶ τὴν Ἐκκλησίαν μὲ τοὺς παραλογισμούς σας;», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σσ. 120-121)
Μυθοπλάστης: Ανώνυμος Έλλην, Λιλή Ζωγράφου
Απάντηση: Εδώ
«Ἑκατὸν χιλιάδες, καὶ ἴσως περισσότεροι, μαυροφορεμένοι ζῶσιν ἀργοὶ καὶ τρέφονται ἀπὸ τοὺς ἵδρωτας τῶν ταλαιπώρων καὶ πτωχῶν Ἑλλήνων», σελ. 119
Μυθοπλάστης: «Ἀνώνυμος Ἕλλην»
Απάντηση: Εδώ
«Ἐκεῖνοι οἱ αὐτόματοι καὶ οὐτιδανοὶ ἄρχοντες, οἱ φιλάργυροι καὶ ἀμαθεῖς ἀρχιεπίσκοποι. Ἐκεῖνοι οἱ αὐθάδεις καὶ ὄντως βάρβαροι προεστοί. Ἐκεῖνοι οἱ ἀμαθεῖς, ὁποὺ θέλουσι νὰ ἀποκρίνωνται πάντοτε καὶ εἰς κάθε πρόβλημα. Ἐκεῖνοι, ὁποὺ ἀναζητήτως δίδουσι συμβουλὰς πάντοτε καὶ εἰς ὅλους.», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 144)
«Ὁ χορὸς τῶν ἐπισκόπων ἐξακολουθεῖ μετὰ τοὺς ἀρχιεπισκόπους. Αὐτοί, πάλιν, εἶναι ἄλλοι λύκοι, ἴσως χειρότεροι ἀπὸ τοὺς πρώτους, ἐπειδὴ κυριεύουσι τοὺς χωρικοὺς καὶ ἰδιώτας.[...]. Αὐτοὶ πέμπουσι τόσους ληστάς, διὰ νὰ εἰπῶ ἔτζι, εἰς τὰ χωρία τῆς ἐπισκοπῆς των, καὶ τοὺς δίδοσι τὸν τίτλον ἢ τοῦ πρωτοσυγκέλλου ἢ τοῦ ἀρχιμανδρίτου ἢ ἄλλου τινὸς τάγματος, οἱ ὁποῖοι ἄλλο δὲν ἠξεύρουσι, παρὰ νὰ γράφουν ὀνόματα τῶν χριστιανῶν μὲ ὅλην τὴν ἀνορθογραφίαν, καὶ νὰ προφέρωσι τὸ «νὰ εἶσαι κατηραμένος», «νὰ ἔχῃς τὴν εὐχὴν» καὶ «δός μοι», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σσ. 114-115)
Μυθοπλάστης: Ανώνυμος Έλλην
Απάντηση: Εδώ
«Ὁ πρῶτος [Πατριάρχης] ὀνομάζεται οἰκουμενικός. Καὶ ἂν ἄλλο δὲν σημαίνῃ αὐτὸς ὁ γελοιώδης τίτλος...», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 110)
Μυθοπλάστης: «Ἀνώνυμος Ἕλλην»
Απάντηση: Εδώ
«Ἀναγκαῖον ἦτον νὰ ὀλιγοστεύσῃ ὁ πατριάρχης τὸ πλῆθος τῶν ἑορτῶν καὶ τῶν νηστειῶν, ἐπειδὴ αἱ μὲν ἑορταὶ ἐμποδίζουσι τὸ κέρδος μὲ τὴν ἀργίαν εἰς τὸν λαόν, καὶ αἱ νηστεῖαι τοῦ ἀφανίζουν τὴν ὑγιείαν. Ὅθεν, τὰς μεγάλας ἑορτὰς ἠμποροῦσε νὰ τὰς διορίσῃ εἰς ὅλας τὰς Κυριακὰς καὶ εἰς ἄλλας ἑορτὰς νὰ δώσῃ τὴν ἄδειαν νὰ δουλεύουν, διὰ δὲ τὰς σαρακοστάς, νὰ τὰς σμικρύνῃ, καὶ τὰς περισσοτέρας νὰ τὰς ἀποβάλῃ. Καὶ τότε ὁ πτωχὸς ζῇ μὲ ὀλιγότερα ἔξοδα, καὶ τρέφεται καλλιότερα.», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 123)
Μυθοπλάστης: «Ἀνώνυμος Ἕλλην»
Απάντηση: Εδώ
«Ἑκατὸν χιλιάδες, καὶ ἴσως περισσότεροι, μαυροφορεμένοι ζῶσιν ἀργοὶ καὶ τρέφονται ἀπὸ τοὺς ἵδρωτας τῶν ταλαιπώρων καὶ πτωχῶν Ἑλλήνων», σελ. 119
Μυθοπλάστης: «Ἀνώνυμος Ἕλλην»
Απάντηση: Εδώ
«Μάλιστα δὲ σύ, ὦ πατριάρχα, ὁποὺ ὡς κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας σέβεσαι παρὰ πάντων καὶ τιμᾶσαι, προσπάθησον νὰ διορθώσῃς τὰ κακά, ὁποὺ ἐπροξένησεν ἡ ἀμέλειά σου. [....] καταδάφισον ὅλα τὰ μοναστήρια, διὰ νὰ ὀλιγοστεύσῃς τὰ βάρη τοῦ λαοῦ [...] ἡ κτίσις τοῦ Παντὸς εἶναι ἀρκετὴ νὰ ἀποδείξῃ κάθε ἀνθρώπου τὴν παντοδυναμίαν Του, χωρὶς νὰ ἔχῃ χρείαν ἀπὸ τὰ ψευδολογήματα τῶν καλογήρων. Ἤ, τέλος πάντων, ἂν παντάπασιν δὲν ἠμπορέσῃς νὰ τὰ ἐξαλείψῃς, σμίκρυνε κἂν τὸν ἀριθμόν των καὶ τὴν ἀναίσχυντον καὶ βάρβαρον κατάχρησιν, ὁποὺ οἱ καλόγηροι τῶν μοναστηρίων ἔκαμαν.», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σσ. 123-124)
Μυθοπλάστης: «Ἀνώνυμος Ἕλλην»
Απάντηση: Εδώ.
«Ἔνας ἀρχιμανδρίτης, ἀναγινώσκοντας ἐπ᾿ ἐκκλησίας τὸ εὐαγγέλιον, ἔτυχεν εἰς τὸ τέλος τοῦ κατεβατοῦ τὸ ἀπαρέμφατον ἐπανέρχεσθαι. Ὅθεν αὐτὸς ἀνέγνωσε τὸ ἐπανερ- ὅπου ἐτελείωνε τὸ κατεβατόν, καὶ ἔπειτα γυρίζοντας τὸ φύλλον ἐπρόφερετο τὸ -χέσθαι, εἰς τρόπον ὁποὺ ἐρέθισε ἕνα γενικὸν γέλωτα εἰς τοὺς παρεστῶτας.», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 116)
Μυθοπλάστης: Ανώνυμος Έλλην
Απάντηση: Εδώ
«Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πεπροικισμένος ἀπὸ τὴν φύσιν μὲ τὸ λογικόν, διὰ μέσου τοῦ ὁποίου συγκρίνει τὰ πράγματα ἀναμεταξύ των, καὶ προκρίνει ἀπὸ αὐτὰ ὅποιον τὸν ὠφελεῖ περισσότερον, ἔχει δὲ μίαν κλίσιν πρὸς τὸ βελτίον, ὁποὺ πάντοτε τὸν παρακινεῖ, εἰς ὁποιανδήποτε κατάστασιν ἤθελεν εἶναι, νὰ ζητῇ μίαν καλλιοτέραν· ὁ πρῶτος του λοιπὸν καὶ ἀναγκαιότερος στοχασμὸς εἶναι τὸ νὰ διαφυλάξῃ τὴν ζωήν του καὶ νὰ τὴν διαυθεντεύσῃ ὅσον ἠμπορεῖ ἀπὸ κάθε ἐναντίον.», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 14)
Μυθοπλάστης: «Ἀνώνυμος Ἕλλην»
Απάντηση: Εδώ
«... καὶ ὁ πατριάρχης τὰ ξαναλαμβάνει ἀπὸ τοὺς ἀρχιεπισκόπους διπλᾶ καὶ τριπλᾶ. Ἀλλὰ αὐτοί, ἀφοῦ λάβουν μέρος ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους, τὰ λοιπὰ πρέπει νὰ τὰ ἐβγάλουν ἀπὸ τοὺς χριστιανούς, καὶ εἰς αὐτὸ μιμοῦνται τοὺς ὀθωμανικοὺς διοικητὰς τῆς ἀρχιεπισκοπῆς των, ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἰς ἄλλο δὲν διαφέρουσι, εἰμὴ ὅτι οἱ ἀρχιεπίσκοποι πληρώνουν αὐτούς, καὶ αὐτοὶ τοὺς δίδουν τὴν ἄδειαν νὰ κλέψωσιν ὅσα ἠμποροῦσι.
Ἡ ἀμάθεια τοῦ λαοῦ ἀκόνισεν τόσον τὰ ἀρχιερατικὰ σπαθία, ὁποὺ κανεὶς δὲν τοὺς ἀντιστέκεται. Μ᾿ ἓν κατεβατὸν μὲ κατάρας, ὁποὺ ἡ πλέον διαβολικὴ διάθεσις φοβερωτέρας βέβαια δὲν ἤθελεν ἠμπορέσει νὰ ἐφεύρῃ, τὸ ὁποῖον ὀνομάζουσιν ἀφορισμόν, ἐκδύουσι καὶ πλουσίους καὶ πτωχούς. Καὶ ἂν πολλάκις μ᾿ ἕτερον κατεβατὸν μ᾿ εὐχάς, εὐλογίας καὶ συγχώρησιν, διαλύουσι τὸν ἀφορισθέντα, δι᾿ ἄλλο τέλος δὲν τὸ κάμνουσι, παρὰ διὰ νὰ ἠμπορέσωσι νὰ τὸν ξαναφορίσωσι. Ἐπειδὴ τὸν ἀφορισθέντα δὲν δύνανται νὰ τὸν ξαναφορίσωσι, ἂν πρῶτον δὲν τὸν συγχωρήσωσι.», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 112)
«Ὁ νῦν Ἰωαννίνων ἔλαβε τὴν αὐθάδειαν νὰ ἀφορίσῃ τὸν ἐνάρετον καὶ φιλόσοφον κὺρ Κοσμᾶ, διὰ νὰ μὴν ἠμπόρεσε νὰ τὸν καταπείσῃ εἰς τὰς κακάς του θελήσεις.», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 114)
«Ὁ χορὸς τῶν ἐπισκόπων ἐξακολουθεῖ μετὰ τοὺς ἀρχιεπισκόπους. Αὐτοί, πάλιν, εἶναι ἄλλοι λύκοι, ἴσως χειρότεροι ἀπὸ τοὺς πρώτους, ἐπειδὴ κυριεύουσι τοὺς χωρικοὺς καὶ ἰδιώτας.[...]. Αὐτοὶ πέμπουσι τόσους ληστάς, διὰ νὰ εἰπῶ ἔτζι, εἰς τὰ χωρία τῆς ἐπισκοπῆς των, καὶ τοὺς δίδοσι τὸν τίτλον ἢ τοῦ πρωτοσυγκέλλου ἢ τοῦ ἀρχιμανδρίτου ἢ ἄλλου τινὸς τάγματος, οἱ ὁποῖοι ἄλλο δὲν ἠξεύρουσι, παρὰ νὰ γράφουν ὀνόματα τῶν χριστιανῶν μὲ ὅλην τὴν ἀνορθογραφίαν, καὶ νὰ προφέρωσι τὸ «νὰ εἶσαι κατηραμένος», «νὰ ἔχῃς τὴν εὐχὴν» καὶ «δός μοι», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σσ. 114-115)
«Μετὰ τῶν Ἐπισκόπων, λοιπόν, ἔρχονται ἐκεῖνοι οἱ πρωτοσύγκελλοι, οἱ ἀρχιμανδρῖται καὶ οἱ πνευματικοί, οἱ ὁποῖοι στέλλονται ἀπὸ τὰ μοναστήρια - δι᾿ ὧν κατωτέρω ρηθήσεται - μὲ κάποιας πανταχούσας. Αὐτοὶ εἶναι ἀναρίθμητοι, ἐπειδὴ δὲν εὑρίσκεται πόλις ἢ χωρίον, ὁποὺ νὰ μὴν φυλάττῃ ἢ ἕνα ἢ δύο ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς λαοκλέπτας, οἱ ὁποῖοι παρησιάζονται εἰς τὸν ἀρχιερέα καὶ ἀγοράζουν παρ᾿ αὐτοῦ τὴν ἄδειαν τοῦ κλεψίματος, καὶ ἔπειτα, μὲ ἄκραν αὐθάδειαν, ἀρχινοῦσιν ἀπὸ ὀσπίτιον εἰς ὀσπίτιον, νὰ ζητοῦσιν ἐλεημοσύνην, καὶ ἐκδύουσιν ἐξόχως τὰς γυναῖκας, ὅσον ἠμποροῦσι.», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 116)
«Μάλιστα δὲ σύ, ὦ πατριάρχα, ὁποὺ ὡς κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας σέβεσαι παρὰ πάντων καὶ τιμᾶσαι, προσπάθησον νὰ διορθώσῃς τὰ κακά, ὁποὺ ἐπροξένησεν ἡ ἀμέλειά σου [...]. Πρόσταξε νὰ μένουν τὰ λείψανα τῶν ἁγίων εἰς τὰς ἐκκλησίας καὶ νὰ μὴν ἀποκαταστῶνται εἶδος ἐμπορίου. Ἐμπόδισε τὰ θαύματα, διὰ νὰ ἐξαλείψῃς τὴν δεισιδαιμονίαν. Μὴν στοχάζεσαι νὰ φανῇς ἀνευλαβὴς εἰς τὸν Θεὸν διὰ τοῦτο, ἐπειδὴ ἡ μεγαλειότης Του εἶναι ἄκρα καὶ ἀκατάληπτος· ἡ κτίσις τοῦ Παντὸς εἶναι ἀρκετὴ νὰ ἀποδείξῃ κάθε ἀνθρώπου τὴν παντοδυναμίαν Του, χωρὶς νὰ ἔχῃ χρείαν ἀπὸ τὰ ψευδολογήματα τῶν καλογήρων. Ἤ, τέλος πάντων, ἂν παντάπασιν δὲν ἠμπορέσῃς νὰ τὰ ἐξαλείψῃς, σμίκρυνε κἂν τὸν ἀριθμόν των καὶ τὴν ἀναίσχυντον καὶ βάρβαρον κατάχρησιν, ὁποὺ οἱ καλόγηροι τῶν μοναστηρίων ἔκαμαν.», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σσ. 123-124)
Μυθοπλάστης: «Ἀνώνυμος Ἕλλην»
Απάντηση: Εδώ
«Δόξα οὖν τῇ Ἐλευθερίᾳ, ἔχομεν ἓν παράδειγμα, καὶ μεγάλον καὶ νέον, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀρκετόν, διὰ νὰ σᾶς καταπείσῃ, χωρὶς νὰ ἔχω χρείαν νὰ ἀντιγράψω τοὺς ἱστορικούς. Τοιοῦτον παράδειγμα τόσον εἶναι ἀξιοθαύμαστον εἰς τὴν ἰδιότητά του, ὅσον μεγαλειτέρα ἤθελε σταθῆ ἡ ἀνοησία ἐκείνων, ὁποὺ δὲν ἤθελον καταπεισθῆ. Οἱ Σέρβοι μᾶς δίδουν αὐτὸ τὸ μεγάλον παράδειγμα, ὦ Ἕλληνες.
Αὐτοὶ ἦτον ὁ λαὸς ὁ πλέον ἁπλούστατος, καὶ βέβαια καθεὶς ἐστοχάζετο, ὅτι ἀργότερα ἤθελε λάμψει ἡ ἐλευθερία εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη, παρὰ εἰς τὰ ἄλλα. Μ᾿ ὅλον τοῦτο, ὁ θαυμαστὸς στρατηγός των καὶ ἐλευθερωτής των Γεώργιος ἐστάθη ἱκανὸς νὰ ἐπαναστατήσῃ ὅλους τοὺς συμπατριῶτας του, καὶ εἰς τὸ βραχύτατον διάστημα ἓξ μηνῶν νὰ ἐλευθερώσῃ τὴν πατρίδα του ἀπὸ τὸν ζυγὸν τῆς ὀθωμανικῆς τυραννίας. Ὤ, πόσα μαθήματα ἔδωσεν καὶ πόσας ἀμφιβολίας διέλυσεν μὲ τὰ ἔργα του ὁ ἀξιάγαστος Γεώργιος εἰς μεταχείρισιν τῶν Ἑλλήνων! Ὤ, πόσον ἀποστόμωσε τοὺς ἀνοήτους καὶ φλυάρους κατὰ τῶν Ἑλλήνων μὲ τὰ κατορθώματά του, καὶ ἐτρόμαξεν τοὺς ἀχρείους ὀθωμανοὺς μὲ τὰ ἅρματα τῆς νίκης καὶ τῆς ἐκδικήσεως!», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 157)
Μυθοπλάστης: «Ἀνώνυμος Ἕλλην»
Απάντηση: Εδώ
«Ἡ πτωχεία, τέλος πάντων, ὡς μία ἀδιάκοπος μικρὴ θέρμη, ἀδυνατίζει τὸ πλέον ὑγιὲς σῶμα. Οὕτως καταβάλλει τὴν γενναιότητα καὶ σταθερότητα τῶν δυστύχων πατέρων καὶ θαμπώνει τὸ πνεῦμα τῶν τέκνων.
Πῶς στοχάζεσαι τώρα, ὦ ἀναγνῶστα, νὰ ζῶσιν οἱ ἀγαπητοί μας Ἕλληνες, αὐτοὶ οἱ γλυκύτατοί μας ἀδελφοί; Ἴσως δὲν τὸ ἀγνοεῖς, καὶ ἴσως μαζύ μου συγκλαίεις καὶ ἐσὺ τὰς κοινὰς ἑλληνικάς μας δυστυχίας. Πλήν, μ᾿ ὅλον τοῦτο, δὲν θέλω σιωπήσει ἐγώ, ξαναενθυμῶντας σου τὸν τρόπον τῆς δυστυχεστάτης καὶ πτωχικῆς ζωῆς τῶν Ἑλλήνων, ἀπὸ τὸ νὰ εὐφημίσω τὴν ἀγαθὴν καρδίαν καὶ τὴν φιλανθρωπότητα τῶν εὐεργέτων τῆς Ἑλλάδος.», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 92)
Μυθοπλάστης: «Ἀνώνυμος Ἕλλην»
Απάντηση: Εδώ
«Ὤ, πόσον αἰσθάνομαι τὴν φλόγαν τῆς ἀγανακτήσεως καὶ ἐντροπῆς εἰς τὴν καρδίαν μου, τώρα ὁποὺ τόσον καταφρονητικῶς θέλω λαλήσει διὰ τὴν πλέον τιμιωτέραν κλάσιν τῆς πολιτικῆς διαγωγῆς! Πόσον μὲ λυπεῖ, ὁπού, ἀντὶς νὰ ἐπαινέσω αὐτὸ τὸ ἱερὸν τάγμα, ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ πατριωτικὸν χρέος μου μὲ βιάζουσι νὰ τὸ κατηγορήσω. Μεγάλον βέβαια εἶναι τὸ ἐπιχείρημά μου, ἀλλ᾿ ἐγὼ ἔταξα νὰ κάμω κάθε θυσίαν ἔμπροσθεν εἰς τὸ ἄγαλμα τῆς Ἐλευθερίας, καὶ δὲν θέλω παραιτήσει τὴν ἀναγκαιοτέραν.», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 100)
Μυθοπλάστης: «Ἀνώνυμος Ἕλλην»
Απάντηση: Εδώ
«Ὤ, πόσα παραδείγματα μᾶς παρασταίνει ἡ ἱστορία πρὸς τιμὴν τῆς φιλίας, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν ἠμπορῶ νὰ σιωπήσω τὸ ἀκόλουθον. Βασιλεύοντος Διονυσίου τοῦ Τυράννου εἰς Συρακούζην, ἐσυκοφαντήθη πρὸς αὐτὸν παρά τινος προδότου ἕνας ἐνάρετος ἄνθρωπος, ἑνωμένος μὲ τοὺς ἡδυτάτους δεσμοὺς μιᾶς εἰλικρινεστάτης φιλίας. Ὁ τύραννος οὖν, κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν ἐπὶ θρόνου καθημένων, καταδικάζει τὸν ἀθῶον εἰς θάνατον, καὶ δὲν καταδέχεται οὔτε κἂν νὰ τὸν ἰδῇ, ὄχι δὲ νὰ τὸν ἀκούσῃ. Μανθάνει ὁ ἀθῶος τὴν ἀπόφασιν, χωρὶς ἔκπληξιν, ὡσὰν ὁποὺ ἐγνώριζε, ὅτι οἱ δοῦλοι ὑπόκεινται εἰς τὸ νὰ χάσουν τὴν ζωήν των εἰς κάθε στιγμήν, καὶ κατὰ τὴν ὄρεξιν τοῦ τυράννου. Δὲν λυπεῖται δι᾿ ἄλλο τι, εἰμὴ μόνον, ὅτι ἄφηνε τὰς ὑποθέσεις του εἰς ἄκραν ἀταξίαν. Διὸ τρέχει πρὸς τὸν τύραννον, καὶ μετὰ δακρύων τὸν παρακαλεῖ, νὰ ἀναβάλῃ τὸν καιρὸν τοῦ θανάτου του διὰ ὀλίγας ἡμέρας, καὶ νὰ τοῦ δώσῃ τὴν ἄδειαν νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν πατρίδα του, διὰ νὰ διορθώσῃ τὰς ὑποθέσεις τοῦ ὀσπιτίου του, καὶ ἔπειτα μὲ ὅρκον τοῦ τάζει νὰ ξαναγυρίσῃ, διὰ νὰ λάβῃ τὸν θάνατον. Ὁ τύραννος, λοιπόν, τοῦ ἀπεκρίθη, ὅτι ἤθελε τοῦ κάμει τοιαύτην χάριν, πλὴν ὑπωψίαζε, μήπως δὲν ἤθελεν ἐπιστρέψει, καὶ διὰ τοῦτο ἂν ἤθελε τοῦ προσφέρει ἕνα ἐγγυητὴν - τὸν ὁποῖον νὰ ἤθελε θυσιάσει, ἂν αὐτὸς ἤθελε τὸν ἠπατήσει - τότε ἤθελε τοῦ δώσει τὴν ἄδειαν. Ἀκούσας δὲ ὁ φίλος του αὐτά, εὐθὺς τρέχει πρὸς τὸν τύραννον, καὶ μετὰ χαρᾶς τοῦ λέγει, δεικνύοντας τὸν ἑαυτόν του: «Ἰδοὺ ὁ ἐγγυητής του. Ἐγὼ μένω εἰς φυλακήν, ἕως εἰς τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ φίλου μου, καὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ θυσιασθῶ εἰς ἔλλειψίν του.
Τότε ὁ τύραννος ἐπροσδιώρισεν τὴν ἡμέραν, ἕως εἰς τὴν ὁποίαν ἤθελε τὸν προσμείνει, καὶ παραχρῆμα ὁ μὲν πρῶτος ἀνεχώρησεν, ὁ δ᾿ ἄλλος ἐβάλθη εἰς φυλακήν. Καθεὶς ἠμπορεῖ νὰ ἰδεασθῇ τὴν χαρὰν τῆς εὐγνωμοσύνης καὶ τῆς εὐπραξίας, ὁποὺ ἀμφότεροι αἰσθάνθησαν. Ἐπῆγεν, λοιπόν, εἰς τὸ ὀσπίτιόν του καὶ μετὰ πάσης σπουδῆς ἐδιώρθωσε τὰς ὑποθέσεις του, δίδοντας δὲ τὸν ὑστερινὸν ἀσπασμὸν εἰς τὴν σύζυγόν του καὶ τέκνα του, ταχέως ἐπέστρεφεν πρὸς τὸν τύραννον, καὶ ἔφθασεν πρὶν τοῦ τέλους τῆς προσδιωρισμένης ἡμέρας. Ἀλλ᾿ ὁ τύραννος, βλέποντας τοσαύτην ἐμπιστοσύνην, τρόπον τινὰ ἐκινήθη εἰς σπλάγχνος καὶ τοὺς ἠλευθέρωσεν ἀμφοτέρους.
Ἰδού, ὦ ἀγαπητοί μου, πόσον δύναται νὰ πράξῃ ἡ φιλία, ὅταν εὑρίσκεται ὄντως ριζωμένη εἰς τὰς καρδίας δύο ὑποκειμένων. Στοχάζεσθε, ἴσως, νὰ εἶχον αὐτοὶ οἱ δύο φίλοι καρδίας δούλων; Οὐχί, ὦ Ἕλληνες! Αὐτοὶ ἐφρονοῦσαν ἐλευθέρως, καὶ μόνον ὑπόκειντο εἰς τὸν τύραννον, καθὼς τὴν σήμερον ἀκολουθεῖ εἰς τοὺς περισσοτέρους τοῦ γένους μας. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνθίσῃ τοιαύτη φιλία εἰς σκλαβωμένας καὶ δούλας ψυχάς; Οἱ δοῦλοι, ὦ Ἕλληνες, ἂν καὶ κατὰ συμβεβηκὸς συμφωνήσουν εἰς μερικὰς ἰδέας των, δὲν ἠμποροῦν ποτὲ νὰ συμφωνήσουν εἰς τὸν κυριώτερον σκοπὸν τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς εὐτυχίας των, ὡσὰν ὁποὺ καθεὶς ἀπὸ αὐτούς, εὑρισκόμενος εἰς μίαν παντοτινὴν ἀβεβαιότητα, φυλάττει καθεὶς ξεχωριστὸν τρόπον εἰς τὸ νὰ ζῇ, καὶ ἐξακολούθως προσπαθεῖ διηνεκῶς νὰ διαφθείρῃ τὴν διαγωγήν του, καὶ νὰ τὴν παρομοιάζῃ μὲ τὴν θέλησιν τοῦ τυράννου, ἐπειδὴ τὸ πᾶν κρέμαται ἀπὸ αὐτὸ τὸ βρωμερὸν τέρας.», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σσ. 54-56)
Μυθοπλάστης: «Ἀνώνυμος Ἕλλην»
Απάντηση: Εδώ
«Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν ζητῶ τόσον ἀπὸ τὴν δειλήν σου ψυχήν! Καὶ ἐπειδὴ ἐσὺ δὲν τολμεῖς ἐπ᾿ ἄμβωνος νὰ λαλήσῃς τὴν ἀλήθειαν, καθὼς προφασίζεσαι, εἰπέ την κἂν κατὰ μόνας τῶν τόσων καὶ τόσων, ὁποὺ ἐξομολογεῖς...», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 122)
Μυθοπλάστης: Ανώνυμος Έλλην
Απάντηση: Εδώ
«Δύο αἴτια εἶναι, ὦ Ἕλληνές μου ἀκριβοί, ὁποὺ μέχρι τῆς σήμερον μᾶς φυλάττουσι δεδεμένους εἰς τὰς ἁλύσους τῆς τυραννίας, εἶναι δὲ τὸ ἀμαθὲς ἱερατεῖον καὶ ἡ ἀπουσία τῶν ἀρίστων συμπολιτῶν.», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 98)
«Ἰδοὺ λοιπόν, ὦ Ἕλληνες, ὁποὺ ἀρκετῶς ἀπεδείχθη, πόσον τὸ σημερινὸν ἑλληνικὸν ἱερατεῖον ἐμποδίζει καὶ κρύπτει τὴν ὁδὸν τῆς ἐλευθερώσεως τῶν Ἑλλήνων, καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ πρώτη καὶ μεγαλειτέρα αἰτία, ὁποὺ μέχρι τῆς σήμερον εὑρισκόμεθα ὑπὸ τῆς ὀθωμανικῆς τυραννίας. Μετ᾿ αὐτῆς δὲ ἀκολουθεῖ ἡ δευτέρα αἰτία, ἡ ὁποία, ἂν καὶ δὲν κατέχῃ τὸν πρῶτον τόπον, δὲν εἶναι ὅμως ὀλιγότερον ἐπιζήμιος εἰς τὴν Ἑλλάδα, καθὼς θέλω προσπαθήσει νὰ ἀποδείξω. Αὕτη δὲ εἶναι, ὡς προεῖπον, ἡ ἀπουσία τῶν ἀξιωτέρων ὑποκειμένων τῆς Ἑλλάδος.», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 127)
Μυθοπλάστης: Ανώνυμος Έλλην
Απάντηση: Εδώ
«...τὸ πλῆθος τῶν ἑορτῶν καὶ αἱ ἀγγαρεῖαι τοὺς ἐμποδίζουσιν, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, κάθε περισσότερον κέρδος, ὁποὺ ἤθελαν ἠμπορέσει νὰ κάμωσι», σελ. 88
«Ἀναγκαῖον ἦτον νὰ ὀλιγοστεύσῃ ὁ πατριάρχης τὸ πλῆθος τῶν ἑορτῶν [...] ἐπειδὴ αἱ μὲν ἑορταὶ ἐμποδίζουσι τὸ κέρδος μὲ τὴν ἀργίαν εἰς τὸν λαόν», σελ. 123
Μυθοπλάστης: Ανώνυμος Έλλην
Απάντηση: Εδώ
«Ἡ διαυθέντευσις τῶν Σουλιώτων κατὰ τοῦ τῆς Ἠπείρου τυράννου, ἀρκετῶς θέλει τοὺς ἀποδείξει, ὅτι ἡ Ἑλλὰς γεννᾷ ἀκόμη Λεωνίδας καὶ Θεμιστοκλεῖς. Ὤ, πόσον θέλουν μείνει ἔκθαμβοι, ὅταν ἀναγνώσουν τὰ θαυμαστὰ κατορθώματα τοῦ μεγάλου Φώτου, ἐκείνου, λέγω, τοῦ ἥρωος τοῦ Σούλιου καὶ ὅλων τῶν Σουλιώτων, τῶν ὁποίων ἡ ἀνδρεία, ἡ μεγαλοψυχία, καὶ ὁ ζῆλος περὶ τῆς ἐλευθερίας τῆς πατρίδος των, ἀθανάτισαν τὸ ὄνομά των, καὶ ἔφερον εἰς ἀπελπισμὸν χίλιας φορὰς τὸν ἐχθρόν τους τύραννον, τὸν ἀχρειέστατον λέγω Ἀλῆ!
Ἡ Ἑλλάς, οὐχί! οὐχί! δὲν εἶναι πάντως ὑστερημένη ἀπὸ μεγάλους ἀνθρώπους· ἡ διαυθέντευσίς των διὰ δεκαπέντε χρόνους, περιέχει τοσαύτας καὶ τοιαύτας ἡρωϊκὰς πράξεις, ὥστε παράδοξον ἤθελε φανῆ καὶ εἰς ἡμᾶς τοὺς ἰδίους, ἂν δὲν εἴμεθα μάρτυρες αὐτόπται τῶν κατορθωμάτων των. Αὐτοὶ ἦτον μόνον χίλιοι καὶ διὰ τόσους χρόνους καθημερινῶς σχεδὸν συνεκρότουν πολέμους μετὰ τοῦ τυράννου ἐχθροῦ των, ὁ ὁποῖος, διὰ πολλὰς φοράς, ἐκινήθη ἐναντίον των μὲ ἕως δεκαπέντε χιλιάδας στρατεύματα, καὶ πάντοτε ἐνικήθη», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 105)
Μυθοπλάστες: Ανώνυμος Έλλην και λοιποί διαφωτιστές
Απάντηση: Εδώ
«Ἡ ἐφεύρεσις τῶν χρημάτων κατέστησεν τοὺς ἀνθρώπους ἐχθροὺς τῆς φύσεως καὶ τοῦ ἑαυτοῦ των. Ἡ ἐφεύρεσίς των κάμνει νὰ πιστεύουν οἱ περισσότεροι τῶν ἀνθρώπων, μεγαλείτερον τὸ μικρὸν ἀπὸ τὸ μεγάλον. Ἡ ἐφεύρεσίς των ἔφθειρε τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων, μὲ τὴν πολυτέλειαν, καί, τέλος πάντων, τὰ χρήματα ἔδωσαν ὕπαρξιν ἄλλων δύο γενῶν ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Ὅθεν, ἐκτὸς τοῦ ἀρσενικοῦ καὶ τοῦ θηλυκοῦ, τὴν σήμερον εὑρίσκεται τὸ τρίτον γένος, διὰ νὰ εἰπῶ οὕτως, τῶν πλουσίων, καὶ τὸ τέταρτον, τῶν πτωχῶν.», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 105)
Μυθοπλάστης: Ανώνυμος Έλλην
Απάντηση:Εδώ
«Ὦ Πατρίς! Ὦ Ἑλλάς! Ὦ Ἕλληνες! Ὦ φίλοι μου γλυκύτατοι! (πίπτει λιποθυμισμένος).», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 166)
«Τότε δὲ θέλομεν ἀποδείξει ἐμπράκτως τὴν πρὸς αὐτὸν εὐγνωμοσύνην μας, ὑψώνοντες εἰς τὸ κέντρον τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος στεφάνους δόξης καὶ θριάμβους εἰς μνημόσυνον αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἀνδρός, ὡς ἀρχηγοῦ καὶ πρώτου συνεργοῦ εἰς τὴν τῆς Ἑλλάδος ἐλευθέρωσιν.», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 39)
Μυθοπλάστης: Ανώνυμος Έλλην
Απάντηση: Εδώ
«Ἔχοντες ὅλοι οἱ ἐλεύθεροι ἄνθρωποι τὴν ἰδίαν ζέσιν καὶ ἀγάπην εἰς τὴν διοίκησίν τους, ὅταν ἡ χρεία τὸ καλῇ, ὅλοι ὁμοθυμαδὸν τρέχουσι εἰς διαυθέντευσιν τῆς πατρίδος των, ἤτοι τῶν νόμων των καὶ τῆς εὐτυχίας των. Οἱ δοῦλοι δὲ εὑρισκόμενοι πάντοτε ἀσύμφωνοι, κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ διαυθεντεύσῃ τὴν πατρίδα του, ἑκουσίως καὶ μὲ πόθον, νομίζοντές την ἓν ἀλλότριον κτῆμα, καὶ διὰ τοῦτο πάντοτε νικῶνται. Εἰς αὐτούς, ἀγαπητοί μου, λείπει τὸ κυριώτερον μέσον διὰ τὴν νίκην, τοὺς λείπει, λέγω, ἡ ὁμόνοια, ἐπειδή, ὡς προεῖπον, δὲν ἔχουν ὅλοι τὸν ἴδιον σκοπόν, καὶ ἐν καιρῷ βίας, ὁ δοῦλος δὲν στοχάζεται δι᾿ ἄλλο, εἰμὴ μόνον καὶ μόνον διὰ τὸν ἑαυτόν του, καὶ εἰς τὸν ἑαυτόν του μόνον εὑρίσκει καὶ πατρίδα, καὶ συγγενεῖς, καὶ φίλους, καὶ τέλος πάντων τὴν εὐτυχίαν του. Καὶ μὴν ἠμπορῶντας νὰ ἐλπίζῃ εἰς ἄλλο τι, οὔτε δι᾿ ἄλλο τι τὸν μέλει, παρὰ διὰ τὸν ἑαυτόν του, καὶ οὕτως ἀκολουθεῖ: ὅπου δοῦλοι, ἐκεῖ καὶ ἀσυμφωνία, ὅπου δὲ ἀσυμφωνία, ἐκεῖ καὶ ὄλεθρος.», σελ. 56
«Ἐγὼ ὅμως παραιτῶ τὰ περισσότερα χάριν συντομίας, μάλιστα ὁποὺ παρεμπρὸς θέλει παρησιασθῶσι διάφοροι αἰτίαι εἰς τὸ νὰ ἀποδείξω τὴν διαφορὰν τῶν ἐλευθέρων στρατευμάτων ἀπὸ τῶν ὑποδουλωμένων, καὶ μόνον τὸ παράδειγμα τοῦ Λεωνίδα θέλω ἀναφέρει, τὸ ὁποῖον ἀρκετῶς ἀποδεικνύει τὴν γενναιότητα καὶ μεγαλοψυχίαν, ὁποὺ ἡ ἐλευθέρα ζωὴ ἐμφυτεύει εἰς τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων, οὖσαι αὐταὶ αἱ δύο ἀρεταὶ ἡ πρώτη καὶ ἀναγκαιοτέρα βάσις τῆς πολεμικῆς ἐπιστήμης.», σελ. 29
«Αὐτός, λοιπόν, ὁ φόβος, ὁ στερεώτερος στῦλος τῆς τυραννίας, αὐτός, ὦ Ἕλληνες, ὁδηγεῖ τοὺς δούλους εἰς τὸν πόλεμον. Καί, ἐπειδὴ ὅλοι οἱ δοῦλοι εἰς αὐτὸν παρομοίως ὑπόκεινται, οὕτως ὁ δεύτερος ἀκολουθεῖ τὰ βήματα τοῦ πρώτου, καὶ ὁ τρίτος τοῦ δευτέρου μέχρι τοῦ ἐσχάτου. Ὑπάγουν, πολεμοῦσι, κοπιάζουν, φονεύονται, τέλος πάντων, χωρὶς νὰ ἠξεύρουν οὔτε διατί ἐπῆγαν, οὔτε διατί δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάγουν. [...] Ἴσως διὰ τοὺς τρεῖς, ἢ τέσσαρες ὀβολούς, ὁποὺ ὁ τύραννός των τοὺς δίδει διὰ μισθόν; ἢ διὰ τὸν φόβον τῆς ἀτιμίας; Αὐτοί, καὶ νικηταὶ καὶ νικημένοι, τὸν μισθόν τους θέλουν τὸν ἔχει, καὶ νικηταὶ καὶ νικημένοι ἀτιμίαν δὲν φοβοῦνται, οὔτε τιμὴν ἔχουν. Ἢ μήπως ἔχουν, τέλος πάντων, συγγενεῖς, φίλους καὶ πατρίδα, ὁποὺ νὰ τοὺς παρακινήσουν; Αὐτοὶ οἱ δυστυχεῖς εἶναι ἀγορασμένοι ἀπὸ τὸν τύραννόν τους, ὡσὰν τόσα βόδια ἢ ἄλογα. [...] Ἡ δειλία εἶναι τὸ πρῶτον καὶ ἄφευκτον σημεῖον εἰς αὐτούς, ἡ ὁποία αὐξάνει εἰς τὰς ἰδέας των κάθε παραμικρὸν κίνδυνον, καὶ κάθε δύσκολον ἐπιχείρημα δι᾿ αὐτοὺς εἶναι ἀδύνατον.», σσ. 51-52
«Ὁ ἐντελὴς ἀρχιστράτηγος πρέπει ἀκόμη νὰ γνωρίζῃ τὴν γλῶσσαν τῶν ἐχθρῶν του, καὶ τὰς φυσικὰς κλίσεις των, νὰ γνωρίζῃ κατὰ μέρος τὸν ἀρχιστράτηγον αὐτῶν, καὶ τὴν ἀξιότητά του, ἐν ἑνὶ λόγῳ ὅλας τὰς στρατιωτικὰς γυμνάσεις, τῆς τε ἱππικῆς καὶ τοῦ πεζοῦ στρατεύματος, καὶ τοῦτο διὰ νὰ προστάζῃ ὀρθῶς, καὶ νὰ ὑπακούεται εὐθύς. Ὡσὰν ὁποὺ ὅποιος ἀρχιστράτηγος ἢ ὁποιουδήποτε ἄλλου μεγάλου ἐπαγγέλματος ἄνθρωπος, δὲν ὑπακούεται, τὰς περισσοτέρας φορὰς τὸ σφάλμα εἶναι ἐδικόν του, ἐπειδὴ ὅποιος ἠξεύρει νὰ προστάζῃ, ἀναμφιβόλως καὶ ὑπακούεται.
Τοιαῦται γυμνάσεις καὶ μαθήσεις, μὲ πολλὰς ἄλλας, ὁποὺ χάριν συντομίας δὲν ἀναφέρω, ἐνεργοῦντο μὲ πᾶσαν προσοχὴν καὶ τελειότητα παρὰ τῶν προγόνων μας, καὶ αὐταὶ ἐσύνθετον τὴν τέχνην τοῦ πολέμου, ἤτοι τὴν τακτικήν.
Περὶ δὲ τῶν στρατιωτῶν εἶναι ἀναγκαῖον νὰ γνωρίζουν, διὰ τῆς πράξεως, ἐντελῶς, τὴν γύμνασιν τῶν ἀρμάτων, καὶ νὰ βαδίζουν τακτικῶς, νὰ ὑπακούουν εὐθὺς εἰς τὰς προσταγὰς τῶν ἀρχηγῶν, αἱ ὁποῖαι πρέπει νὰ εἶναι ὅσον τὸ δυνατὸν βραχύλογοι.
Τέλος πάντων, πρέπει νὰ εἶναι συνηθισμένοι εἰς τὸ νὰ ὑποφέρουν κάθε κόπον, ἀλλὰ τὰ τοιαῦτα διὰ μέσον τῆς καλῆς διοικήσεως μόνον ἀποκτῶνται, καὶ μόνη ἡ ἐλευθερία εἶναι πρόξενος καὶ πρώτη αἰτία τῶν μεγάλων κατορθωμάτων.», σσ. 24-25
Μυθοπλάστης: Ανώνυμος Έλλην
Απάντηση: Εδώ
«Το αποτέλεσμα απέδωσε το σπουδαιότερο μνημείο πολιτικής θεωρίας του νεοελληνικού Διαφωτισμού (της Ελληνικής Νομαρχίας), που προσφέρει μια οξυδερκή ερμηνεία της δυσπραγίας και των προοπτικών του ελληνικού γένους με τους όρους της πολιτικής σκέψης του Montesquieu, του Rousseau, του Alfieri και του Beccaria και με σταθερό υπόβαθρο τον Αριστοτέλη και τον Ξενοφώντα, τον Πολύβιο και τον Πλούταρχο», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 345)
Ο Μεταφυσικός ορθολογισμός του Πλάτωνα προϋποθέτει την μετεμψύχωση ή μετενσάρκωση, εφόσον διατείνεται πως η γνώση προϋπάρχει μέσα μας ως ενθύμηση της προηγούμενης ζωής, πράγμα αναπόδεικτο και αντίθετο με την Ορθόδοξη Θεολογία. Θα μπορούσε κανείς να πει πως εδώ επίσης λαμβάνεται μια προϋπόθεση ως βάση αυτής της θεωρίας, εκτός της μετενσάρκωσης. Πως η ψυχή προΰπαρχε πάντοτε πριν το σώμα. Διότι αν δεν προΰπαρχε τότε δεν θα έστεκε η θεωρία της «ενθύμησης», την πρώτη φορά που έλαβε χώρα η πρώτη σύνδεση ψυχής και σώματος. Στην Ορθοδοξία σώμα και ψυχή είναι αλληλένδετα και η ψυχή δεν προϋπάρχει του σώματος. Έχει κανείς να κάνει με μεταφυσικό σύστημα πίστης που ανάγεται σε αιγυπτιακές θρησκευτικές δοξολογίες που πιθανώς με τον Πυθαγόρα πέρασαν και στην Ελλάδα.
Αν ο Μαθηματικός ορθολογισμός μεταφέρει το γνωσιολογικό επίπεδο μόνο στην επιστήμη των μαθηματικών και της γεωμετρίας χωρίς ανάγκη εμπειρικής απόδειξης, σημειώνει μια παραδοξότητα στο χώρο τουλάχιστον της μεταφυσικής, διότι χρησιμοποιείται η γεωμετρία, επιστήμη δηλαδή που περιγράφει τον αισθητό κόσμο της εμπειρίας, για έναν άγνωστο και μη αποδείξιμο για τέτοιες θεωρίες χώρο, τον μεταφυσικό ως αυτός να έχει γεωμετρικές διαστάσεις. Επίσης λίγα μπορεί να πει μια τέτοια θεωρία μαθηματικών για την αλήθεια των βιολογικών οργανισμών, εφόσον η γνώση αυτών επιτυγχάνεται μόνο δια της παρατηρήσεως και όχι ασφαλώς δια της «μαθηματικής ορθολογικής» σκέψεως που ανάγει τις αποδείξεις της αφ’ εαυτής. Πρακτικά εδώ η σκέψη του ανθρώπου μάλλον οδηγείται εις την δημιουργία-κατασκευή νέων εικονικών πλασμάτων παρά σε μελέτη των υπαρκτών, με ότι συνεπάγεται κάτι τέτοιο για μια επιστήμη ως η ιατρική και τα παρακλάδια της.
Γενικά οι διατιθέμενοι πως δεν υπάρχει σωστή γνώση δια της εμπειρίας αλλά μόνο δια του ορθολογισμού άνευ χρήση της πρώτης, διδάσκουν θεωρίες παράδοξες και υποκριτικές, αφού όσο καιρό αναπτύσσονταν ως βιολογικοί οργανισμοί, χρησιμοποιούσαν τόσο την ακοή, όσο και την όραση αλλά και την αφή τους και δηλαδή τα εμπειρικά τους αισθητήρια όργανα, άνευ των οποίων είναι τρομερά αμφίβολο αν ποτέ θα μπορούσαν να αποκτήσουν γνώση ώστε να εκφράσουν «ορθολογικές» απόψεις, εφόσον ποτέ δεν θα είχαν μάθει να μιλούν, να γράφουν και να εκφράζουν τις σκέψεις τους αλλά δεν θα είχαν και κανένα δεδομένο στην μνήμη τους (αισθητήριες εμπειρίες) για να το επεξεργαστούν για παραπέρα συμπεράσματα.
Πρακτικά και «αθεϊστικά» οι θεωρίες του ιδεολογήματος των ορθολογιστών μοιάζουν σαν έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή άνευ δεδομένων και περιφερειακών εισόδου-εξόδου (input-output), δηλαδή σαν ύπαρξη κεντρικής μονάδας επεξεργασίας (CPU) αλλά άνευ ουδενός δεδομένου να εισέρχεται από την μνήμη (εμπειρία) ή τον σκληρό δίσκο (βίωμα) δια μέσω του διαύλου επικοινωνίας. Ως εκ τούτου θα ήσαν ανίκανοι να εκτελέσουν οιαδήποτε «ορθολογική πράξη» ακόμη και αν ήσαν ικανοί προς τούτο. Οι μεταφυσικοί ορθολογιστές «ξεπερνάν» αυτό το πρόβλημα διατιθέμενοι πως «κάποτε» η δική τους κεντρική μονάδα επεξεργασίας ήταν και παραμένει και μνήμη ταυτόχρονα, κάποιας μορφής παλαιάς γνωστικής εμπειρίας την οποία θυμούνται μόλις εξοβελίσουν την αίσθηση. Όμως η μνήμη είναι αποθήκευση εμπειρίας και δηλαδή βιώματος και όχι ορθολογισμός. Η όλη θεωρία μοιάζει με τις ρωσικές κούκλες, όπου το πρόβλημα τους να αποφύγουν την γνώση της αίσθησης δεν το λύνουν αλλά το μεταθέτουν σε μια άλλη ζωή και μάλιστα προηγούμενη γνωστικισμού, την οποία μεταφέρουν στην παρούσα ως γνώση αυτεπάγγελτης εγκυρότητας a priori επί παντός θέματος, χωρίς όμως δυνατότητα απόδειξης, εφόσον όλα όσα σκέφτονται συμβαίνουν μέσα στον αισθητό χώρο ενώ εκείνος ο μη αισθητός δεν πιστοποιείται από καμιά απόδειξη.
Ο ορθός λόγος είναι συμβατός με την Ορθόδοξη θεολογία, αλλά η ιδεολογία του ορθολογισμού όχι, εφόσον μπορεί και απορρίπτει την εμπειρία ως γνώση, δηλαδή το βίωμα της Τριαδικής Θεότητας εις την καρδιά του ανθρώπου και καταφεύγει στον αναπόδεικτο πολλές φορές ορθολογισμό για να βρει την αλήθεια, χωρίς την εφαρμογή των κανόνων της Κ.Δ. του Ιησού, που στην Ορθόδοξη Θεολογία ταυτίζεται με την Αλήθεια (πρβλ. Κατά Ιωάννην, Κεφ. Ιδ΄, 5) και ασφαλώς με τον Θεό που αποκαλύφθηκε και δεν ανακαλύφθηκε από κανέναν. Αποκάλυψη Θεού που έχει την αρχή της στην Π.Δ. Με Ορθόδοξα λόγια ο Χριστός για τον αυστηρό ορθολογισμό θα μπορούσε να μην είναι αλήθεια εφόσον ο νους μπορεί μόνος του να την συλλάβει δια μέσω των μαθηματικών ή της σκέψης άνευ της ενσαρκωμένης εμπειρίας. Ο δύσπιστος Θωμάς δεν πιάνει τα χέρια του Κυρίου για να βρει τις τρύπες στα χέρια Του, αλλά στρέφει την πλάτη του σε Αυτόν και στους υπόλοιπους μαθητές Του, ανοίγει την πόρτα και φεύγει χαμένος μέσα στις σκέψεις του. Όλα όσα είχε βιώσει ως μαθητής Του είναι φαινόμενα και όχι τα ουσιαστικά πράγματα. Ο Ιούδας πρόδωσε ένα «φαινόμενο» και πέθανε γι’ «αυτό». «Κακός» μαθητής της ορθολογιστικής θεωρίας, όπως και του Χριστιανισμού άλλωστε.
Επιστήμη και ορθολογισμός
Η υποκρισία που καταλαμβάνει τους νεοπαγανιστές αλλά και αθεϊστές «ορθολογιστές», είναι πως ενώ η θρησκεία αποβάλλεται από τα συστήματά τους ως «λαϊκό» βίωμα για «κατώτερους» ανθρώπους, ταυτόχρονα ούτοι είναι πιστοί ενός ακόμη ιδεολογήματος που καταπατά πολλές όψεις της σύγχρονης επιστημονικής γνώσης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα μάλλον ασύμβατα με τον ορθολογισμό ως αρχή της γνώσης είναι η αρχαιολογική επιστήμη καθώς και η έρευνα γύρω από τον μικρόκοσμο ή τον μακρόκοσμο. Καμιά σοφή ιδέα του ορθολογικού ιδεολογήματος δεν μπορεί να γνωρίσει το παρελθόν άνευ χειροπιαστών τεκμηρίων, ούτε φαίνεται η καθαρή σκέψη να μπορεί να διακρίνει τον κόσμο των μικροσωματιδίων ή των αχανών πλανητών. Γι’ αυτό και η άγνοια εξορκίζεται με μεταφυσικές απόπειρες προηγούμενων ζωών, όπως έπραξε ο Πλάτωνας.
Μια μεγάλη ένδειξη πως η γνώση δεν είναι αποτέλεσμα περισσότερο της ορθολογικής διανόησης αποτελεί η γνώση των όποιων φυτικών ή ζωικών συστημάτων που δεν διαθέτουν κανέναν ορθό λόγο. Εδώ είναι άγνωστο τι θα μπορούσε να προτείνει ένας ορθολογιστής για την γνώση αυτή. Θα του έμεναν μάλλον μερικές θεωρίες από τις οποίες θα μπορούσε να διαλέξει και μέσα στις οποίες βρίσκεται και η θρησκευτική άποψη:
1ον ότι η γνώση αυτών των συστημάτων οφείλεται στην μεταφυσική πίστη της μετενσάρκωσης.
2ον ότι η εκπληκτική (1) πολλές φορές γνώση τους οφείλεται αποκλειστικά στην εμπειρία.
3ον ότι η γνώση οφείλεται σε κάποιον Δημιουργό που τους την «εμφύτεψε».
Η αποτυχία της Ορθόδοξης θέωσης δια μέσω της ιδεολογίας του ορθολογισμού
Το πιο κρίσιμο ζήτημα όμως που συνοδεύει το ιδεολόγημα του ορθολογισμού, ως ελέχθει περιληπτικά ανωτέρω, είναι επιτυχία ή μη της θέωσης, δηλαδή η επιτυχής ή μη ένωση του ανθρώπου με τον Θεό και η ακόλουθη κατοικία του Αγίου Πνεύματος μέσα στο σώμα του πρώτου ως Χάρη (2). Οι Ορθολογιστές υποστήριξαν πως ο νους είναι ανώτερος από την εμπειρία και συνέπεια τούτου ο νους να μπορεί να συμπληρώνει και την χριστιανική θρησκεία γύρω από τις ιδιότητες του Θεού.
Θα μπορούσε λοιπόν ένας ορθολογιστής διανοούμενος να κατανοήσει τον Θεό και την Ουσία Του με την χρήση της «ορθολογικής ιδεολογίας» άνευ εμπειρίας;
Μια τέτοια γνώση όσο αφορά τα περί του Χριστιανικού Θεού αποκλείεται και ο λόγος είναι απλός. Ο Χριστιανικός Θεός σαφώς επιθυμεί να Τον αγαπά κανείς με τον νου του, την διάνοια και την καρδιά του (3). Όμως ξεκαθαρίζει ότι η Αγάπη αυτή προς τον Θεό συνοδεύεται από έργα (4) και δεν μπορεί να μένει απλώς σε καθαρά νοητικό επίπεδο, αν θέλει κανείς να καταστεί τέλειος (5) και δηλαδή όμοιος με τον Θεό (6). Σε αντίθετη περίπτωση, και δηλαδή στην περίπτωση του ορθολογικού ιδεολογήματος ο άνθρωπος υποτίθεται ενώνεται ή γνωρίζει τα του Θεού ακόμη και δίχως κανένα έργο, εφόσον όλα μπορούν να ανάγονται στον νου και όχι στο εμπειρικό βίωμα περί των νόμων του Θεού που οδηγούν στην ομοίωση με την Χριστιανική Αγία Τριάδα. Μια τέτοια θεωρία υποστηρίζει δηλαδή, πως ο Χριστιανικός Θεός θα μπορούσε να «προτιμήσει» όχι έναν φιλάνθρωπο ασκητή ή έστω και κοσμικό που έχει έργα και γνωρίζει τον Θεό μέσα από το εμπειρικό βίωμα των πράξεων που οδηγούν στην δική του θέωσή, αλλά έναν διανοούμενο δίχως κανένα έργο Αγάπης προς τον συνάνθρωπο. Με άλλα λόγια ο Θεός γίνεται απλά αντικείμενο υπολογισμού και σκέψης, λες και ο Ίδιος απλός στοχαστής, παρά στόχος προς ομοίωση πράξεων και βιώματος προς Αυτόν που δημιουργεί από Αγάπη και δηλαδή Ενεργεί και πράττει έργα Αγαθότητας. Ενώ λοιπόν από την μια υπάρχει ένας Θεός που Αγαπά, και όχι μόνο σκέφτεται, αλλά ενεργεί και πέρα της αρχικής δημιουργίας με την μαρτυρία Του στον σταυρό για τα Πλάσματά Του, από την άλλη ο ορθολογιστής προσπαθεί να «μοιάσει» στον Θεό όχι με την ταύτιση των όποιων έργων του προς Αυτόν αλλά απλά με τη διανόησή του αρνούμενος τα έργα ως μέθοδο προσέγγισης και γνώσης του Θεού. Αντίθετα όλα γι’ αυτόν δύναται να προσεγγιστούν με την σκέψη του.
Ο διαλογιζόμενος απλά τον Θεό δεν παράγει έργα αγαθότητας, ίσα ίσα που μπορεί να παράγει και έργα φαυλότητας μη γνωρίζοντας, και όλη η προσπάθεια πλησιάσματος προς τον Θεό να είναι μια εικονική πραγματικότητα που οδηγεί σε αμφίβολους ατραπούς. Μια τέτοια μεθοδολογία προσέγγισης του θείου εφαρμοσμένη από έναν άνθρωπο, απαιτεί από τον Θεό την άπλετη αλήθεια, χωρίς όμως να αποδεικνύει πως όντως την αξίζει ο αγωνιζόμενος. Διότι για να αξίζει κανείς την αλήθεια οφείλει πρώτα από όλα να προσπαθεί να παράγει έργο αληθείας και όχι να πράττει έργο φαυλότητας ή καθόλου. Ο άνθρωπος έχει και σώμα και νου. Σώμα και διάνοια πρέπει να εργάζονται παράλληλα και δεν δύνανται μήτε ο σκεπτόμενος τον Θεό που παράγει φαύλα έργα, μήτε ο πράττων τα έργα αλλά σκεπτόμενος άλλη θεότητα να ομοιάσει στον Χριστιανικό Θεό, εφόσον στην πρώτη περίπτωση η πορεία προς την ομοίωση είναι καθαρά μια άνευ καρπών καλλιέργεια, ενώ στην δεύτερη περίπτωση υπάρχει καλλιέργεια έργων που μοιάζουν σε κάποιο ή κάποιους άλλους θεούς (7).
Σημειώσεις
1. Ένα άλλο έντομο «αμμόφιλος ή ακανθώδης» θα καταφέρει εννέα! αλλεπάλληλα κεντρίσματα σε μια πεταλούδα, όπου υπάρχουν τα 9 ισάριθμα νευρικά της κέντρα, για να επιτύχει την επιθυμητή παραλυσία, όχι όμως τον θάνατο. Γιατί ο θάνατος θα επιφέρει σήψη, και τότε το θήραμα, που τοποθετείται πλάι στα αυγά δεν θα είναι κατάλληλη τροφή για τα μικρά, που θα προέλθουν από τα αυγά... ....Πώς;; Ποιος;; Τύχη ή Δημιουργία;; Ή τα έντομα αυτά σκέπτονται ή κάποιος σκέφτηκε γι’ αυτά. Η επιστήμη ονόμασε «ένστικτον» τις ενέργειες αυτές, «προσαρμογή, εξέλιξη» στο πέρασμα γενεών και αιώνων χωρίς και να κατορθώνει να αναλύσει βαθύτερα το πρόβλημα. Μα αυτό δεν είναι ερμηνεία, δεν είναι εξήγηση που να ικανοποιεί. (Πηγή: Από τα θαυμάσια της δημιουργίας, Τύχη ή Δημιουργία, Β.Π. Νικολόπουλου, Χημικού, Πάτρα 1987)
2. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιδ΄«23 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιησόμεν.»
3. Κατά Ματθαίον, Κεφ Κβ΄ «36 Διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; 37 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· 38 αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή.»
4. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιδ΄ «12 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καὶ μείζονα τούτων ποιήσει»
5. Κατά Μάρκον, Κεφ Ι΄ «20 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· Διδάσκαλε, ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. 21 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτὸν καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἕν σοι ὑστερεῖ· εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι, ἄρας τὸν σταυρόν σου.»
6. Κατά Ματθαίον, Κεφ Ε΄ «48 Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὡς ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν.»
7. Κατά Λουκάν, Κεφ. Στ΄ «43 Οὐ γάρ ἐστι δένδρον καλὸν ποιοῦν καρπὸν σαπρόν, οὐδὲ δένδρον σαπρὸν ποιοῦν καρπὸν καλόν· 44 ἕκαστον γὰρ δένδρον ἐκ τοῦ ἰδίου καρποῦ γινώσκεται. οὐ γὰρ ἐξ ἀκανθῶν συλλέγουσι σῦκα, οὐδὲ ἐκ βάτου τρυγῶσι σταφυλὴν. 45 ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας αὐτοῦ προφέρει τὸ ἀγαθόν, καὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας αὐτοῦ προφέρει τὸ πονηρόν· ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας λαλεῖ τὸ στόμα αὐτοῦ.»
Πολλές φορές διάφοροι άνθρωποι για τις όποιες απόψεις τους χαρακτηρίζονται «σοφοί» ή «φιλόσοφοι» δηλαδή φίλοι της σοφίας. Ο Θεόφιλος Καΐρης είναι ένα τέτοιο παράδειγμα διαφωτιστή, την θρησκεία όμως του οποίου, και αυτή είναι που ενδιαφέρει έναν Χριστιανό Απολογητή και όχι οι επιστημονικές του απόψεις, δεν την ακολούθησε κανείς, ούτε ασφαλώς αυτοί που γράφουν με θαυμασμό γι’ αυτόν πολεμώντας μερικές φορές κατ’ εξαίρεση βέβαια την Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη. Τέτοια συμπεριφορά είναι ένδειξη ανακολουθίας και υποκρισίας εφόσον τις «θρησκευτικές σοφίες» του «σοφού» δεν τις ακολουθεί κανείς από τους όποιους υποστηρικτές του. Πράγμα το οποίο οδηγεί τον αμερόληπτο μελετητή να συμπεράνει πως ο «πιστός» της θρησκείας του «σοφού» είναι άπιστος και απολογείται υπέρ του «σοφού» επειδή βλέπει τον Χριστιανισμό ως αντίπαλο και όχι για κάποιο άλλο λόγο. Ουσιαστικά ο «σοφός» αποτελεί ένα μέσο και έναν «δούρειο ίππο» ο οποίος αφού χρησιμοποιηθεί ενάντια στον Χριστιανισμό, μετά πέφτει σε «αχρηστία». Ο Χριστιανός ως οιοσδήποτε απολογητής όμως, θρησκεύεται με τον Χριστό στην καρδιά. Και αυτό αποτελεί ακολουθία και ταύτιση πράξεων και λόγων. Δεν πολεμά την φιλοσοφία ως αντίπαλη γενικά αλλά ειδικά όπου αυτή εχθρεύεται τον Χριστό. Δεν πολεμά τους ανθρώπους, αν και υπάρχουν εξαιρέσεις φανατισμού και αιρετικής συμπεριφοράς, αλλά τις αντίθετες προς το δίδαγμα του Χριστού ιδεολογίες οι οποίες μπορεί να αποβούν μοιραίες για τους ακολούθους τους. Δηλαδή όλα έχουν κίνητρο το ενδιαφέρον προς τον άνθρωπο και το πρόσωπό του και όχι την απρόσωπη ιδεολογία η οποία κάθε φορά αποκτά διαφορετικό προσωπείο.
Προς Ρωμαίους, Κεφ. Α΄«20 τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης, εἰς τὸ εἶναι αὐτοὺς ἀναπολογήτους, 21 διότι γνόντες τὸν Θεὸν οὐχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν ἢ εὐχαρίστησαν, ἀλλ’ ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία· 22 φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν, »
Το 1800 [Ο Θεόφιλος Καΐρης 1784-1853] επέστρεψε στις Κυδωνίες για να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Φοίτησε στην Ανώτερη Φιλοσοφική Ακαδημία των Κυδωνιών υπό τον διάσημο λόγιο Βενιαμίν τον Λέσβιο (1762-1824), από τον οποίο μυήθηκε στις νέες ιδέες των Φυσικών Επιστημών, των Μαθηματικών και της Αστρονομίας, ενώ τα ελληνικά στοιχεία της Φιλοσοφίας τα διδάχθηκε από τον Γρηγόριο Σαράφη.
Σε ηλικία 18 ετών, το 1801, χειροτονήθηκε ιερομόναχος και ονομάσθηκε Θεόφιλος. Ακολούθησε τον μοναχικό βίο, γιατί τότε μόνο μέσω της Εκκλησίας μπορούσε κάποιος να αποκτήσει πρόσβαση σε περαιτέρω μόρφωση. (Πηγή: Θεόφιλος Καΐρης, ο εισηγητής μιας νέας θρησκείας στην Ελλάδα, Στράτος Θεοδοσίου, Αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Φυσικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών - Μάνος Δανέζης, Επίκουρος Καθηγητής αστροφυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 48, σελ. 105)
Το παραπάνω έντονο κείμενο είναι μια εκούσια μαρτυρία για κάτι πολύ γνωστό που δεν φανερώνεται από κανένα νεοπαγανιστικό περιοδικό της Ελλάδας. Μηδενός εξαιρουμένων παρουσιάζουν την Εκκλησία ως ένα χώρο απαίδευτων.
Επίσης η είσοδος μιας όποιας κάθε φορά νέας και προσωπικής θρησκείας, όπως π.χ. από τον Θεόφιλο Καΐρη αλλά και άλλους «διαφωτιστές», δεν παρουσιάζεται εκτεταμένα αλλά ούτε και λεπτομερώς πιθανώς σε κανένα ελληνικό πανεπιστήμιο εις το μάθημα του νεοελληνικού διαφωτισμού. Όλα παρουσιάζουν στους σπουδαστές τους μια αποπροσανατολιστική «περιορισμένη» και εικονική διαμάχη «Εκκλησίας-Επιστήμης», που όμως από τα ίδια τα γεγονότα υπό καθολική άποψη μελετημένα, τίθεται ξεκάθαρα υπό αμφισβήτηση, και την οποία αναμασούν οι νεοπαγανιστές για να προωθούν τα όποια θρησκευτικά τους πιστεύω.
Οι πλάνες του διαφωτισμού είναι ποικίλες και διάφορες, ενώ αυτός δεν αποτελεί κανένα «αλάθητο επιστημονικό» ιδεολόγημα. Κάθε άλλο. Πλάνες, όχι μόνο θρησκευτικές αλλά και επιστημονικές του διαφωτισμού ως ειδώλου λατρείας, τριγυρίζουν ακόμη και στους πιο σπουδασμένους της ελληνικής κοινωνίας, οι οποίοι απομνημονεύουν συγγράμματα διαφωτιστών, δίχως καμιά κριτική σκέψη ή διάθεση απέναντί τους. Κανείς δεν γνωρίζει το γιατί ο «διαφωτισμός» έχει λάβει μια τέτοια διάσταση «αυθεντίας» μέσα στο μυαλό αρκετών. Μια πιθανή απάντηση πάνω σε αυτό το ζήτημα μπορεί να δοθεί μόνο από την κριτική εξέταση της μονομερούς αστικής παιδείας, των ιδεολογημάτων και των κοινωνικών διαφορών που προωθεί και αναπαράγει αυτή και των συμφερόντων της καθώς και από την στείρα μάθηση επί μορφής «παπαγαλίας» αυστηρά εξειδικευμένων μαθημάτων άνευ παράλληλης εξετάσεως διαφοροποιούμενων απόψεων γύρω από τα κοινωνικά, φιλοσοφικά και θρησκευτικά φαινόμενα της νέας ελληνικής εποχής, που θα μπορούσαν να ωθήσουν σε μια ουσιαστική κριτική σκέψη, παρά σε χειραφέτηση της «κριτικής σκέψης» μονομερώς από την πλευρά του διαφωτισμού. Ουσιαστικά δηλαδή ενώ γίνεται διαρκώς παρουσίαση του ορθού λόγου, από την άλλη ο (χριστιανικός) αντίλογος, που αποτελεί και αυτός ορθό λόγο, δεν παρουσιάζεται εκτεταμένα στην αστική παιδεία. Συνέπεια τούτων η ολοένα παθητική εκπαιδευτική «αποχριστιανοποίηση» των «άνω» πολιτών του νέου Ελληνικού κράτους που με την σειρά τους διαχεόμενοι στις εργασιακές εκπαιδευτικές θέσεις με την σειρά τους αναπαράγουν τις αστικές αντιλήψεις και προς τις «κατώτερες» κοινωνικές μάζες «αποχριστιανοποιώντας περαιτέρω» ακούσια ή εκούσια. Ο φραγμός όμως που αντιστέκεται σε αυτό το φαινόμενο και που οι «άνω» μάζες φαίνεται να μην αντιλαμβάνονται μέσα από την εκπαιδευτική αλαζονεία τους, που εκφράζεται με την μονομέρεια των απόψεων που ενστερνίζονται αποβάλλοντας μερικές φορές και τον ίδιο τον Χριστό, είναι η πραγματική Παρουσία της Θεότητας σε εκείνους που δεν διάλεξαν ελεύθερα τον δρόμο της a priori απόρριψης κάτω από τις προς διαφορετικές κατευθύνσεις βολές των ιδεολογημάτων. Εκεί οι όποιες φιλοσοφικές και ιδεολογικές «σοφίες» καταρρίπτονται κάθετα από την εμπειρία του Θεού που βιώνει ο καθείς προσωπικά. Εκεί η «εμπειριοκρατία» νικά την στείρα ιδεολογία και ορθώνεται ο αντίλογος απέναντι στον ορθολογισμό. Εδώ θα παρατεθεί ως παράδειγμα η αλλοιωμένη σκοπιά από την οποία βλέπει την Ορθοδοξία και τον Θεό ο διαφωτιστής Θεόφιλος Καΐρης:
«Στο εύλογο ερώτημα, γιατί, αφού αρνιόταν τον Χριστιανισμό και τις αρχές του, χειροτονήθηκε ιερέας, η απάντηση δίνεται στην υπάρχουσα αλληλογραφία του από τον ένθερμο μαθητή του, τον ιατρό Γρηγόριο Δεσποτόπουλο, ο οποίος αναφέρει ότι, σε σχετική ερώτηση των μαθητών, ο Ανδριώτης στοχαστής απάντησε: «Απεφάσισα να προαχθώ εις όλους τους ιερατικούς βαθμούς, πρώτον μεν ίνα επέλθει και εις εμέ το ¶γιον Πνεύμα, αλλά αφού είδον ότι δεν επήλθεν, ανεχαιτίσθην. Δεύτερον δε επί της πεποιθήσει ότι και παρ’ άλλοις εγγενήθηκε όμοιος περί του Χριστιανισμού ενδοιασμός και ενδέχεται να μην τολμώσι να εκμυστηρευθώσι τα ενδόμυχα της πεποιθήσεως των εις μικρού αξιώματους κληρικόν»» (Πηγή: ό.π., σσ. 109-110)
Προσευχή πριν από την θεία Κοινωνία στα Μέγαρα, του Θεόδωρου Ράλλη. (Πηγή: Εφημερίδα Το Βήμα, Πέμπτη 22 Μαΐου 2008, σελ. Α26)
Μέσα από τον παραπάνω ζωγραφικό πίνακα μπορεί κανείς να καταλάβει το πόσο άλλαξε η Ελλάδα από τον περασμένο αιώνα μέχρι σήμερα.
ΚΟΡΑΗΣ & ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
«Τί συμφέρει εἰς τὴν ἐλευθερωμένην ἀπὸ Τούρκους Ἑλλάδα νᾶ πράξῃ εἰς τὰς παρούσας περιστάσεις διὰ νὰ μὴ δουλωθῇ εἰς Χριστιανοὺς τουρκίζοντας. [«Διάλογος δύο Γραικῶν», εκδόμενος από το Γ. Πανταζίδην, Παρίσι 1830, 36 (είναι ψευδώνυμο του Κοραή)]», (Πηγή: Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Κ.Θ. Δημαράς, Έκδοση Ε΄, Νεοελληνικά Μελετήματα Ερμής, Αθήνα 1989, σελ. 514) Η υποδούλωση «εἰς Χριστιανοὺς τουρκίζοντας» είναι η διατήρηση της Βασιλείας έναντι της Γαλλικής εμπνεύσεως Δημοκρατίας (βλ. γεγονότα με Καποδίστρια). Η «ελευθερία» δεν ήταν ζήτημα αλλαγής «εθνικής» κυβέρνησης, αλλά ζήτημα αλλαγής «πολιτικής» κυβέρνησης. Ζήτημα λεπτότατο, βαρύνον και παντελώς παραμερισμένο από το σημερινό βόρβορο της αντικληρικής μανίας ορισμένων.
Αριστερά: [Ο έλληνας διαφωτιστής] Αδαμάντιος Κοραής (1748 - 1833). (Πηγή: Πολίτης και Μοναχός, Βασίλης Μπακούρος, Περιοδικό Τρίτο Μάτι, τεύχος 139, σελ. 64)
Ακόμη κι όταν ο γνωστός μελετητής του νεοελληνικού διαφωτισμού παρατηρεί τον «Ἀνώνυμον Ἕλληνα», ο οποίος εκλαμβάνεται ως κάποιου είδους «ἐθνικὸς ἐπαναστάτης» σημειώνει: «Αποτελεί ειρωνεία το γεγονός ότι και ο ίδιος ο ανώνυμος πατριώτης θα μπορούσε να κατηγορηθεί για την ίδια ηθική αποτυχία, αφού ζούσε στην Ιταλία και εξαπέλυε τους μύδρους του κατά της τυραννίας και της διαφθοράς απ’ έξω. Θα μπορούσε βέβαια να αντιτείνει ότι ο ίδιος έγραφε για πολιτικά ζητήματα και όχι για αδιάφορα θέματα...», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 360)
|
Είναι αρκετοί οι εχθροί της Εκκλησίας οι οποίοι αποφεύγουν να ξεκαθαρίσουν ορισμένα σημαντικά πράγματα εις το μυαλό του αναγνώστη τους. Από αυτά, το κυριότερο ίσως είναι ότι ο Διαφωτισμός δεν στόχευε εις τις εθνικές επαναστάσεις των λαών προς δημιουργία αντίστοιχων εθνικών κρατών. Στόχευε εις την εγκαθίδρυση φιλελευθέρων πολιτευμάτων. Προς τούτο εις την Γαλλία συνετέλεσε εις την επανάσταση του ίδιου του Γαλλικού λαού εναντίον του βασιλέα του, εναντίον της αριστοκρατίας του και των κληρικών του, οι οποίοι τον καταπίεζαν οικονομικά κι όχι ενάντια ενός ξένου εισβολέα, ως εις την Ελλάδα και την Αμερική, οι μεν Έλληνες εξηγέρθησαν ενάντια στον Οθωμανό και οι Αμερικάνοι ενάντια εις τον Άγγλο αντίστοιχα:
1. «Η αποκήρυξη του δεσποτισμού σε όλες του τις μεταμφιέσεις, συμπεριλαμβανομένης και της "φωτισμένης" εκδοχής του, η οποία είχε κυριαρχήσει στην ελληνική πολιτική σκέψη στο άμεσο παρελθόν, ήταν μια ακόμη ένδειξη της ιδεολογικής απελευθέρωσης την οποία βίωνε η ελληνική συνείδηση. Με το αβασίλευτο δημοκρατικό πολιτειακό σχήμα ο Διαφωτισμός πρότεινε μια εναλλακτική πολιτική επιλογή, την οποία αντιπαρέθετε στις διαψευσμένες υποσχέσεις της απολυταρχίας.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 350)
2. «Η ρητή κατάφαση της ηθικής προτεραιότητας του λαού και η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των υπηκόων προβάλλονταν για να τονιστεί ότι μοναδικός στόχος και δικαίωση του κυβερνήτη ήταν η παροχή υπηρεσιών προς το λαό του. Αν, υποκύπτοντας στους πειρασμούς του βασιλικού αξιώματος, ένας μονάρχη έκανε κατάχρηση της δύναμή του και καταπίεζε τον λαό του, θα προκαλούσε με βεβαιότητα την επανάσταση. [Σύμφωνα με τον Fénelon που πρόβαλλε μερικές από τις βασικές ιδέες της διαφωτισμένης πολιτικής σκέψης]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 95)
Όταν η ιδεολογία του Διαφωτισμού μεταλαμπαδεύτηκε προς την Ελλάδα, το μήνυμα της Δημοκρατίας επέπεσε επί του εκείνην την περίοδο ευρισκομένου ως Μονάρχη των Ελλήνων, δηλαδή του Τούρκου Σουλτάνου· επέπεσε εναντίον του, όχι μόνο επειδή ήτο Τούρκος, όπως σήμερα αντιλαμβάνεται ο μέσος Έλληνες μετά από δεκαετίες εθνικιστικής πλύσης εγκεφάλου, αλλά επειδή κυρίως ήτο Μονάρχης. Κανείς δε μπορεί να παραβλέπει την δογματική αντιπάθεια των Διαφωτιστών για τις μοναρχίες και τους μονάρχες σε γενικές γραμμές· και μάλιστα ακόμη κι εκείνη την αντιπάθεια ενάντια σε Μονάρχες που ο σημερινός ελληνικός εθνικισμός οπωσδήποτε θαυμάζει, τους Μακεδόνες Φίλιππο και Μέγα Αλέξανδρο:
α. Ο Δημητριείς έλεγον ότι: «Η διαφθορά ανέτρεψε τη δημοκρατική τάξη στην αρχαία Αθήνα , όπου η τρυφηλότητα και η ιδιοτέλεια -για να αναφερθεί η εξαχρείωση της πολιτικής ζωής με την παρέμβαση του Φιλίππου της Μακεδονίας-εκτόπισαν τη θερμή αγάπη της ελευθερίας και της πατρίδας [Γεωγραφία Νεωτερική, σελ. 113]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 148)
β. «Ἡ Ἑλλάς, ὦ ἀγαπητοί μου, ὀκτακοσίους χρόνους πρὸ Χριστοῦ ἤκμαζε, καὶ ἦτον εἰς τὸν ἄκρον βαθμὸν τῆς εὐτυχίας της. Ἀφοῦ ὅμως εἰς τοὺς 375 πρὸ Χριστοῦ, Φίλιππος, ὁ πατὴρ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ἔλαβε τὸ μακεδονικὸν σκῆπτρον, διὰ πρώτην φοράν, ἤρχισε, φεῦ! νὰ μιάνῃ τὴν ἐλευθέραν γῆν τῆς Ἑλλάδος μὲ τὴν ἀνεξάρτητον ἀρχήν του. Αὐτὸς ὄντας πολλὰ φιλόδοξος, καὶ ἐν αὐτῷ φιλομαθὴς καὶ δίκαιος, ὅταν δὲν ἦτον πρὸς ζημίαν του, ἢ διὰ νὰ εἰπῶ καλλίτερα ὅταν ἦτον πρὸς ὄφελός του, εἵλκυσε κατ᾿ ὀλίγον ὀλίγον εἰς τὴν φιλίαν του τοὺς περισσοτέρους ἀρχηγοὺς τῶν τότε ἐλληνικῶν πόλεων, καὶ οὕτως προετοίμασεν εἰς μὲν τὸν υἱόν του μεγάλας νίκας, εἰς δὲ τὴν πατρίδα του καὶ ὅλην τὴν Ἑλλάδα ἕνα ἐπικείμενον καὶ ἄφευκτον ἀφανισμόν. Ἐξ αἰτίας του, εὐθύς, ἤρχισεν ὁ πόλεμος ἀναμεταξύ των, αἱ διχόνοιαι ηὔξησαν, καὶ ἡ ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος ἀπ᾿ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἐφθείρετο, ἕως εἰς τοὺς 146 πρὸ Χριστοῦ, ὁποὺ παντελῶς ἠφανίσθη ὑπὸ τῆς ρωμαϊκῆς μεγαλειότητος.», (Πηγή: Ελληνική Νομαρχία, Ανώμυμος Έλλην, σελ. 73)
Δεν πρέπει να ξαφνιάζει δε το γεγονός ότι νεοπαγανιστές, ο Ρασσιάς του ΥΣΕΕ είναι ένα τυπικό παράδειγμα, ασπάζονται αυτές τις ιδέες κατά του Μέγα Αλέξανδρου, αφού η σκούφια τους είναι διαφωτιστική· αυτή συμπληρώνεται από τη χρήση ιδίας ποιότητος επιχειρημάτων από σημερινούς εθνικιστές των Βαλκανίων κατά του ελληνικού έθνους, δηλαδή απόψεις σύγχρονων σχετικά Ελλήνων, των Διαφωτιστών, χρησιμοποιούνται κατά των Μακεδόνων Βασιλέων, αποκρύπτοντας πως η αποστροφή εκείνων ήταν πολιτική κι όχι εθνική.
Εντούτοις, το ζήτημα δεν είναι αυτό. Το ζήτημα είναι πως ο Ελληνικός Διαφωτισμός προσπαθεί να αδράξει τα στεφάνια του «πατριώτου ἀντιστασιακοῦ» κατά του «Ὀθωμανικού ζυγού» έναντι του «Χριστιανισμού» των «Αντιδιαφωτιστών». Αυτό μπορεί και το καταφέρνει μόνο μέσα από ιστορικές συγκυρίες για τις οποίες ο ίδιος δεν ευθύνεται. Διότι αν εις τον Ελληνικό χώρο δεν υπήρχε η Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά η Βυζαντινή, τότε το ελληνικό γένος ή οι Ρωμιοί, αν είχαν καταπεισθεί από το Διαφωτισμό, θα είχαν ακολουθήσει έναν ακόμη εμφύλιο πόλεμο ορισμένων ίσως επαναστατημένων Ελλήνων, εναντίον ενός Έλληνα ηγεμόνος, κι όχι ενός Τούρκου ή Οθωμανού, με ότι αυτό συνεπάγεται για τους πολιτικούς εν Ελλάδι συμμάχους του πρώτου· τότε ο ρόλος του «πατριωτῶν ἀντιστασιακῶν των Διαφωτιστών θα ήτο αμφιλεγόμενος. Και λέγεται «ίσως επαναστατημένων» διότι σε τελική ανάλυση δεν ήταν ο Διαφωτισμός εκείνος ο οποίος προκάλεσε την επανάσταση εις τον Ελληνικό χώρο ενάντια εις τους Οθωμανούς, πόσο μάλλον ολιγότερο θα ευθύνονται για μια κάποια επανάσταση ενάντια σε κάποιον Βυζαντινό ηγεμόνα :
α. «Η επανάσταση δεν άρχισε από τους διανοουμένους του Διαφωτισμού, αλλά από τις αγροτικές μάζες στην Ήπειρο και στην Πελοπόννησο, που είχαν φτάσει σε απόγνωση εξαιτίας των δηώσεων των οθωμανικών στρατευμάτων μετά την καταστολή της ανταρσίας του Αλή Πασά.», (Πηγή: Ελληνική Νομαρχία, Ανώμυμος Έλλην, σελ. 408)
β. «Η επανάσταση ήταν σε μεγάλο βαθμό μια αγροτική εξέγερση που διενεργήθηκε μέσα σε έντονες κοινωνικές συγκρούσεις, με κορυφώσεις τους δύο εμφυλίους πολέμους στα 1823-1824. Σ’ αυτό το πλαίσιο οι δυτικόφρονες διανοούμενοι αποτελούσαν μικρή μειοψηφία και , εξαιτίας των ιδεών τους, μειοψηφία όχι ιδιαίτερα δημοφιλή»., (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 467)
γ. «Οι νέες ιδέες και η φιλελεύθερη προδιάθεση περιοριζόταν ως επί το πλείστον μεταξύ των νέων εμπόρων και των διανοουμένων, που διατηρούσαν άμεσες ή έμμεσες επαφές με τη Δύση. Ο Διαφωτισμός έγινε δεκτός κατά κανόνα με καχυποψία ή και ανοιχτή εχθρότητα σε όλα σχεδόν τα άλλα κοινωνικά περιβάλλοντα στην Ελληνική Ανατολή...», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 506)
δ. «...οι διαφωτιστές δεν φαίνεται να είχαν συνειδητοποιήσει την εσωτερική αντίφαση μεταξύ της πνευματικής ανάπτυξης και της αναιμικής κοινωνικής βάσης της θεωρητικής τους θέσης. Η εσωτερική αυτή αντινομία συνδεόταν με τη θέση των οπαδών του Διαφωτισμού στην ελληνική κοινωνία: αποτελούσαν μια ισχνή μερίδα του πληθυσμού συγκεντρωμένη στις εμπορικές πόλεις των Βαλκανίων και της Δυτικής Μικράς Ασίας και στις κοινότητες της ελληνικής διασποράς, από δε τη φύση των πραγμάτων παρέμειναν γενικά απομονωμένοι από την κύρια μάζα μιας παραδοσιακής θρησκευτικά προσανατολισμένης και αναλφάβητης σε μέγιστο ποσοστό αγροτικής κοινωνίας.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 500)
Ο Κοραής κι ο Μοισιόδαξ είχαν κατανοήσει πως μια επανάσταση εις τον Ελλαδικό χώρο για να φέρει κάποιο «φιλελεύθερο» πολίτευμα όφειλε να στηριχθεί επάνω σε αναμόρφωση των κοινωνικών αντιλήψεων για την πολιτική, δηλαδή ο λαός όφειλε να περάσει μέσα από ένα ευρύτερο πρόγραμμα πολιτικής προπαγάνδας βασισμένο εις τις αρχές που είχαν επιλέξει οι «διανοούμενοι» της Δύσεως:
α. «Η αμάθεια αποτελούσε πρωταρχική αιτία της κοινωνικής δυσπραγίας. Στο μέτρο που η άγνοια μπορούσε να ξεπεραστεί και να ξεριζωθεί, η διαφθορά θα μπορούσε να δαμαστεί και να επιτευχθεί η κοινωνική αναμόρφωση. Με βάση αυτή την αιτιολογία των κοινωνικών δεινών, η θεωρητική ενασχόληση του Μοισιόδακα συναρθρώθηκε γύρω από τις προϋποθέσεις της πολιτισμικής ανανέωσης και τα μέσα για τον έλεγχο της αμάθειας. Η κριτική του εμπνεόταν από αυτόν τον στόχο και επιδίωκε να εκθέσει τα εμπόδια και τους περιορισμούς που έπρεπε να παραμεριστούν πριν παταχθεί η αμάθεια. Μόνον αφού θα είχε συντελεστεί αυτή η αρχική φάση της κριτικής, θα ήταν δυνατό να τεθεί σε εφαρμογή οποιοδήποτε μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. [Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Ηθική Φιλοσοφία, σσ. ια -ιδ] », (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 227)
β. «Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είχε στρέψει όλη την ενεργητικότητά του [ο Αδαμάντιος Κοραής] στην προσπάθεια της πολιτισμικής αναδημιουργίας και της ηθικής αναμόρφωσης, η οποία έπρεπε να προηγηθεί της κατάκτησης της ελευθερίας», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 408)
γ. «Θεωρούσε πάντως [ο Κοραής] ότι απαιτούνταν αρκετές δεκαετίες για να ωριμάσουν στην Ελλάδα οι κοινωνικές προϋποθέσεις μιας ελεύθερης πολιτείας. [Στην Αυτοβιογραφία του, γραμμένη το 1829 και δημοσιευμένη για πρώτη φορά στη Συλλογή Προλεγομένων (1833), σσ. ζ-λθ,, ιδιαίτερα σ. κθ, ο Κοραής διατυπώνει την πεποίθηση ότι η Ελληνική Επανάσταση, έπρεπε να πραγματοποιηθεί γύρω στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα (σημ:1850). Φθάνοντας τριάντα χρόνια νωρίτερα, η επανάσταση είχε προηγηθεί της εμφάνισης μίας ώριμης πολιτικής ηγεσίας που θα μπορούσε να καθοδηγήσει τις τύχες του έθνους με μεγαλύτερη σύνεση.]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 408 & 588)
δ. «Σε αυτή την προοπτική η προτίμηση του Κοραή για τη φιλελεύθερη δημοκρατία θα μπορούσε να φανεί άκαιρη, γιατί οι βάσεις της κοινωνικής μετριοπάθειας που θα προσέδιδαν βιωσιμότητα σε ένα τέτοιο πολιτικό σύστημα απουσίαζαν από την οθωμανική Ελλάδα, η οποία πολύ απείχε από τη φιλελεύθερη Βρετανία. Η επίγνωση αυτού του εξόφθαλμου γεγονότος, την οποία διέθετε πλήρως ο Κοραής, εξηγεί και τη θέση του υπέρ της εξελικτικής αλλαγής \και της αναβολής της επαναστατικής έκρηξης ως τη στιγμή που θα ωρίμαζαν οι προϋποθέσεις της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Διαφορετικά φοβόταν ότι ο Διαφωτισμός θα έχανε τη μάχη, όπως άλλωστε συνέβη τελικά. Στην ελληνική ιστορία, κατά συνέπεια, ο Διαφωτισμός παρέμεινε μάλλον περίγραμμα οραματισμών του μέλλοντος και κριτικής του παρόντος παρά ένα εφαρμόσιμο πρόγραμμα πρακτικών επιλογών. », (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 504)
Αυτή λοιπόν η αναγνώριση της αναγκαίας πολιτικής «αναμόρφωσης» πριν μια επανάσταση, δεικνύει πως τα πράγματα θα ήτο εντελώς διαφορετικά άπαξ κι εις τον ευρύτερο βαλκανικό χώρο ευρίσκονταν έτι μια Βυζαντινή αυτοκρατορία με τον ηγεμόνα της αντί εκείνου των Οθωμανών· αν η εξέγερση κατά των Τούρκων το 1821 μπορούσε και στελεχώνονταν από τις αντιδράσεις ενάντια εις την κοινωνική καταπίεση ενός αλλόθρησκου κατακτητή, εκείνη η υποθετική ενάντια εις ένα Βυζαντινό ηγεμόνα ο οποίος ήτο προστάτης δεν θα μπορούσε να το πράξει:
«ὅταν ἡ Διοίκησις βιάζῃ, ἀθετῇ, καταφρονῇ τὰ δίκαια τοῦ λαοῦ καὶ δὲν εἰσακούῃ τὰ παράπονά του, το νὰ κάμῃ τότε ὁ λαὸς ἤ κάθε μέρος τοῦ λαοῦ ἐπανάστασιν, νὰ ἁρπάζῃ τὰ ἄρματα καὶ νὰ τιμωρήσῃ τοὺς τυράννους του, εἶναι τὸ πλέον ἱερὸν ἄπὸ ὅλα τὰ δίκαιά του καὶ τὸ πλέον ἀπαραίτητον ἄπὸ ὅλα τὰ χρέη του [Ρήγας Βελεστινλής, Τα δίκαια του ανθρώπου, άρθρο 35]». , (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 324-325)
Έτσι, κανείς δε γνωρίζει πόσο «πατριωτικὲς» θα μπορούσαν να ήταν ορισμένες Διαφωτιστικές απόψεις διανοουμένων σε ένα Βαλκανικό χώρο υπό τη διοίκηση των Βυζαντινών Βασιλέων, εάν δεν υπήρχε γενική κι ευρεία κοινωνική κατακραυγή κατά της φορολογικής αδικίας. Πάντως, παρά τις διακηρύξεις πως αν «υποκύπτοντας στους πειρασμούς του βασιλικού αξιώματος, ένας μονάρχη έκανε κατάχρηση της δύναμή του και καταπίεζε τον λαό του, θα προκαλούσε με βεβαιότητα την επανάσταση», πρέπει να λεχθεί ότι επαναστάσεις κατά Μοναρχών άνευ ουσιαστικής καταπίεσης του λαού συνέβησαν, όπως ατυχώς το παράδειγμα της δολοφονίας του Καποδίστρια δηλοί.
Επιπλέον μια επανάσταση εναντίον του οιοδήποτε διαφορετικού πολιτεύματος παρεκτός της «Δημοκρατίας» στοιχειοθετείται μέσα από το χάρτη των δικαιωμάτων του ανθρώπου που συνέταξε ο Ρήγας Βελεστινλής με κάθε τρόπο:
α. «Πέρα από την αναγνώριση αυτών των κοινωνικών δικαιωμάτων στη Διακήρυξη [των Δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη του Ρήγα Βελεστινλή που ακολουθεί πιστά την "Déclaration des Droits de l' Homme et du Citoyen" του γαλλικού συντάγματος του 1793], οι ειδικότερες θεσμικές ρυθμίσεις που προτείνονταν στο κυρίως κείμενο του συντάγματος υπαγορεύονταν από γνήσια δημοκρατική έμπνευση. Αυτό πρόβαλλε πολύ καθαρά με τη διεύρυνση της πολιτικής συμμετοχής στη θέσπιση της καθολικής ανδρικής ψήφου. Ο δημοκρατικός χαρακτήρας υπογραμμιζόταν με την τοποθέτηση της ισότητας στην πρώτη γραμμή μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων (άρθρο 2), καθώς και με την έμφαση, με την οποία τονίζονταν η αντίσταση στην τυραννία και το δικαίωμα για εξέγερση, ως τα πιο ιερά και απαράγραπτα καθήκοντα του πολίτη (άρθρο 35).» , (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 319)
β. «Η Δημοκρατία του Ρήγα δεν αποτελούσε πολίτευμα βασισμένο στην αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση και στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Μεγάλο μέρος των πολιτικών πρωτοβουλιών, ιδιαίτερα σε ζητήματα συνταγματικής αναθεώρησης, ανήκε απ’ ευθείας στο λαό. Σε περίπτωση που όλες αυτές οι διαρθρωτικές ρυθμίσεις και οι θεσμοί αποδεικνυόταν ανεπαρκείς εγγυήσεις κατά των μηχανορραφιών της τυραννίας, η προστασία και η υπεράσπιση της δημοκρατικής πολιτείας ετίθετο υπό την "ἄγρυπτον φύλαξιν ὅλων τῶν ἐναρέτων φιλελευθέρων ἄνδρῶν, ὁπού, διὰ νὰ μὴ ὑποκύψουν εἰς τὸν ζυγὸν τὴς Τυραννίας, ἐνηγκαλίσθησαν τὴν στρατιωτικὴν ζωήν, καὶ ἀρματωμένοι ὤμοσαν αἰώνιον πόλεμον κατὰ τῶν τυράννων" [Ρήγας Βελεστινλής, Σύνταγμα, άρθρο 123]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 324-325)
Η διαχείριση της «δημοκρατίας», ως «βούλησης του λαού», δια μέσω «επαναστάσεων» είναι χαρακτηριστική σε όλα τα πολιτεύματα και σε όλους τους αιώνες, αρκεί πάντοτε να μην έρχεται ο «αντίπαλος δαίμων» εις την εξουσία. Ακόμη κι αυτή η ίδια η «βασιλική της Γαλλίας» δημοκρατία, επιζητά τη χρήση βίας για να επιβληθεί. Η κοσμικότητα, όπως κι ο παπισμός ως επέκταση της, αντιλαμβάνεται πάντοτε την επέκταση των «ορθών» εκάστοτε απόψεων της μόνο δια μέσω της βίας, ακόμη κι αν πρόκειται περί «δημοκρατιών»:
1. «Οι φόβοι του Κοραή φάνηκαν να επαληθεύονται από τις συνέπειες του δράματος της βασιλοκτονίας. Η καταστροφή της παλαιάς μυθολογίας αποχαλίνωσε τα πάθη και την εκδικητικότητα, με αποτέλεσμα την αιφνίδια μετάπτωση από τη δεσποτεία του παραλόγου στην τυραννία του τρόμου. Την αρνητική όψη της Επανάστασης εκπροσωπούσε ο αιμοδιψής Marat , άλλοτε γιατρός του πιο αντιδραστικού από τους αδελφούς του βασιλιά, του Κόμη του Αρτουά. Μέλος της Συμβατικής Συνέλευσης, την οποία δυσφημούσε με την παρουσία του, δηλητηρίαζε καθημερινά τα πνεύματα του λαού στο Παρίσι με τα εμπρηστικά δημοσιεύματα της εφημερίδας του Ο φίλος του λαού (Ami du peuple). Κήρυσσε το φόνο ως μέσον για την ενίσχυση της δημόσιας ασφάλειας και υπολόγιζε ότι η εδραίωση της ελευθερίας απαιτούσε την εκτέλεση τουλάχιστον εκατόν πενήντα χιλιάδων ανθρώπων [Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία, 1774-1798, σελ. 307].», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 268-270)
2. «Οι επιθέσεις των υποστηρικτών του στέμματος κατά των πολιτικών κομμάτων ως φορέων διχόνοιας, σε συνδυασμό με μια πλατιά διαδεδομένη αντιπάθεια για τους πολιτικούς σχηματισμούς και συσπειρώσεις γενικά, κληροδοτημένη από τις πικρές εμπειρίες της Επανάστασης, καλλιέργησαν κλίμα αρνητικό για τη νομιμότητα των πολιτικών κομμάτων. Τα κόμματα κατέληξαν να θεωρούνται διαιρετικοί μηχανισμοί, που δεν είχαν άλλο κίνητρο παρά την επιδίωξη του προσωπικού κέρδους αδίστακτων αρχηγών και ιδιοτελών οπαδών.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 479)
Αν σημειώσει κανείς εις το νου του, το πως ο λαός πέφτει θύμα ρητόρων και δημαγωγών, βασιλέων κι αυτοκρατόρων, αντιλαμβάνεται περίφημα το πόσο «δίκαιο» έχε η μία κοσμικότητα έναντι της άλλης· ισχύει ότι το μικρότερο κακό είναι η καλύτερη επιλογή.
Μια φορά, κι αυτό είναι που έχει σημασία εδώ, το ότι ο Διαφωτισμός ήταν πολιτικό κίνημα, κι όχι εθνικό. Αυτό θα πρέπει να το εννοήσει ο αναγνώστης μέσα από τα λόγια των ιδικών του αντιπροσώπων:
α. «Οι φόβοι που είχαν καταλάβει τον Κοραή καθώς η Ελληνική Επανάσταση, μετά τις πρώτες νίκες και τους πρώτους ενθουσιασμούς, άρχισε να παραπαίει, είναι προφανείς στην καμπή αυτής της σκέψης του. Γνώριζε ότι η μοίρα του Διαφωτισμού επρόκειτο να κριθεί μέσα στην αναστάτωση των διασταυρούμενων πολιτικών ρευμάτων, των αντιμαχόμενων δυνάμεων και του εμφύλιου σπαραγμού, που σημάδευαν την Ελληνική Επανάσταση. Η σημασία των διακυβευομένων δεν μπορούσε να είναι μεγαλύτερη.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 422)
β. «Καλούσαν τις άλλες εθνότητες, που στέναζαν κάτω από τον αφόρητο ζυγό του οθωμανικού δεσποτισμού, να συνταχθούν υπό τη σημαία της κοινής σταυροφορίας για την ελευθερία. "Χριστιανοὶ καὶ Τούρκοι" έπρεπε να παραμερίσουν τις θρησκευτικές τους διαφορές και να συνειδητοποιήσουν την κοινή ανθρώπινη υπόσταση που συνέδεε όλα τα "πλάσματα τοῦ Θεοῦ" και την αδελφοσύνη που, μέσα από την κοινή δοκιμασία της τυραννίας, έφερνε κοντά όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από κοινωνικές τάξεις και θρησκείες. Έτσι, όλοι οι λαοί που ποθούσαν την ελευθερία τους ανακάλυπταν τη συναδέλφωση στην κοινή επαναστατική τους εξέγερση, επιζητώντας να υπερασπιστούν ενώπιον της οικουμένης τα ιερά και απαραβίαστα δικαιώματά τους [Βρανούσης, επιμ. τα έργα του Ρήγγα, τομ. Β, σσ.681-683]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 317-318)
δ. «Ο Ρήγας κήρυσσε την ισότητα ως το πρώτο και το κατεξοχήν φυσικό δικαίωμα, αλλά επιπλέον επέμενε ότι στην Ελληνική Δημοκρατία δεν θα γινόταν ανεκτή καμία διάκριση βασισμένη στη θρησκεία, τη γλώσσα, τη φυλή ή την εθνική καταγωγή. Εφόσον οι άνθρωποι ήταν από τη φύση τους ίσοι, ο κάθε πολίτης είχε το δικαίωμα να συμμετέχει στη θέσπιση των νόμων», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 321)
ε. «Ίσως η απελπισμένη αγανάκτηση, στην οποία είχε οδηγήσει όλες αυτές τις εθνότητες η κοινή πληγή του δεσποτισμού, να μπορούσε να τις συμπαρατάξει στην επανάσταση που θα ανέτρεπε την τυραννία. Αλλά πως θα μπορούσαν να συνυπάρξουν σε μια ενιαία και αδιαίρετη δημοκρατική πολιτεία; Αυτή ήταν η πραγματική πρόκληση για την πολιτική θεωρία του Ρήγα.
Το πρώτο βήμα προς την υπέρβαση αυτού του προβλήματος συνίστατο στην έμφαση, με την οποία ο Ρήγας τόνιζε τον τεχνητό χαρακτήρα όλων των διακρίσεων που στηρίζονταν στη γλώσσα, τη θρησκεία και τη φυλετική καταγωγή. Παρόμοιες εξωτερικές διαφορές δεν επιτρεπόταν να επισκιάζουν τη θεμελιακή αλήθεια για τη φυσική ισότητα και αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 328)
ζ. Στον Πατριωτικό Θούριο ο Ρήγας «Τους παρότρυνε να εξεγερθούν εμπνευσμένοι από το πνεύμα του πατριωτισμού και καθοδηγημένοι αποκλειστικά από τους νόμους, να ενώσουν αδελφικά τις δυνάμεις τους με τα άλλα υπόδουλα έθνη, λευκούς και μαύρους, και κινημένοι από την ορμή της ελευθερίας να επιτεθούν κατά της τυραννίας, να διαρρήξουν τον ζυγό του δεσποτισμού και να εγκαθιδρύσουν τη δικαιοσύνη και την ελευθερία σε όλη την περιοχή που απλώνονταν από τη Βοσνία και το Μαυροβούνιο, κάλυπτε τη Ρούμελη και τη Μάνη και έφθανε μέχρι την Κρήτη, τη Μικρά Ασία, τη Συρία και την Αίγυπτο.[Claude Fauriel, Chants populaires de la Gréce Moderne, τομ. Β, Παρίσι 1825, σσ. 20-28]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 334)
Δεν είναι μόνο οι αντιπρόσωποι του Διαφωτισμού που αναγνωρίζουν ότι ο Διαφωτισμός είναι πολιτικό κίνημα. Η ίδια η ιστορία αποδεικνύει πως ο Διαφωτισμός έπραξε τα ίδια όπου κι αν έδρασε, πέρα από εθνικά πλαίσια κι «επαναστατικές εθνικές θεωρίες»:
α. «Τη σύγχυση που επικρατούσε στο κράτους [του Σουλτάνου] , την ενίσχυσε η μεταρρυθμιστική προσπάθεια μερικών ηγεμόνων και πολιτικών της Τουρκίας. Δηλαδή κατά το τέλος του Ιη΄ αιώνα κάτω από την επίδραση της γαλλικής επαναστάσεως μεταδόθηκε και στην τουρκική κυβέρνηση η αναμορφωτική τάση.
Ο Σελίμ ο Γ΄ (1789-807) επιχείρησε να εξευρωπαΐσει την Τουρκία, εισάγοντας τολμηρές οικονομικές και στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις. Και προσπάθησε να το πετύχει, συντρίβοντας τους δυσκολοπειθάρχητους Γενίτσαρους και εγκαινιάζοντας τη φωτισμένη δεσποτεία. Αλλά αυτό ξεσήκωσε εναντίον του τους Παλαιότουρκους, τους ουλεμάδες (=νομομαθείς, θεολόγοι) και τους Γενίτσαρους και ξύπνησε στου σκλαβωμένους τις αποκοιμισμένες δυνάμεις τους.», σελ. 189
«Η γαλλική επανάσταση [...] είχε διαλυτική επίδραση στην Τουρκία. Βαθύτερα από τα άλλα έθνη της Βαλκανικής συγκίνησε τους Έλληνες. Ήδη πριν από την επανάσταση οι Γάλλοι φιλόσοφοι είχαν δυσφημίσει την απολυταρχική εξουσία του Σουλτάνου. Πριν από τον πόλεμο του 1788 ο Βολταίρος έγραφε στην αυτοκράτειρα Αικατερίνη: "Χτυπήστε τους Τούρκους στο όνομα του Θεού και για πείσμα του αντιπροσώπου του Πάπα στην Πολωνία, που διάκειται απέναντί τους τόσο φιλικά. Να θριαμβεύσετε συγχρόνως και εναντίον του άγιου πατέρα και εναντίον του Μουφτή. Θα είναι ωραίο θέαμα να βλέπει κανείς δύο αυτοκράτειρες να τραβούν από τα αυτιά στην Ασία το χοντρό Μουσταφά."», σελ. 189
Ο Ρήγας Φερραίος (1759-1798) «κατόρθωσε να κατηχήσει όχι μόνο πολλούς προκρίτους και αρματολούς, αλλά όπως λένε, κατόρθωσε να προσελκύσει ακόμη κι αυτόν τον περίφημο Πασβάνογλου του Βιδινίου.
[...]
Ο Ρήγας σύνθεσε το "Θούριό" του ως Μασσαλιώτιδα της ελληνικής επαναστάσεως. Την επανάσταση τη φανταζόταν ως ένα γενικό ξεσήκωμα των λαών της Τουρκίας εναντίον του απολυταρχικού Σουλτάνου.
Βούλγαροι κι Αρβανίτες και Σέρβοι και Ρωμιοί
νησιώτες κι Ηπειρώτες με μια κοινή ορμή,
για την ελευθερία να ζώσουμε σπαθί.
[...]
νʼ ανάψουμε μία φλόγα εις όλην την Τουρκιά,
να τρέξει από τη Μπόσνα έως την Αραπιά», (Πηγή: Ιστορία Ελληνική και Ευρωπαϊκή των Νέων Χρόνων, Χ. Θεοδωρίδου - Α. Λαζάρου, ΟΕΔΒ, Έκδοση Η΄, 1978, σελ. 190)
«...οι σπουδαιότεροι από τους Γάλλους συγγραφείς του Ιη΄ αιώνα, όπως ο Βολταίρος, ο Μοντεσκιέ, ο Ντιντερό, για τους οποίους μιλήσαμε αναλυτικά, δεν είναι καθαροί λογοτέχνες, αλλά πολιτικοί συγγραφείς και εξετάζουν στα συγγράμματά τους, περισσότερο κοινωνικά προβλήματα»,(Πηγή: Ιστορία Ελληνική και Ευρωπαϊκή των Νέων Χρόνων, Χ. Θεοδωρίδου - Α. Λαζάρου, ΟΕΔΒ, Έκδοση Η΄, 1978, σελ. 152)
Η Εθνοσυνέλευση της 1ης Ιανουαρίου 1822 στην Επίδαυρο «έχοντας ως παράδειγμα τις Ενωμένες Πολιτείες και τη γαλλική επανάσταση, έκαμε ένα είδος διακηρύξεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που δικαιολογούσε την επανάσταση. Αυτή απευθυνόταν περισσότερο προς τους Ευρωπαίους και προσπαθούσε να δείξει τη διαφορά της ελληνικής επαναστάσεως από τα στασιακά κινήματα της Ευρώπης.
Η διακήρυξη ανάμεσα στα άλλα έλεγε και τα εξής: "Ὁ κατὰ τῶν Τούρκων πόλεμος ἡμῶν μακρὰν τοῦ νὰ στηρίζεται εὶς ἀρχὰς τινας δημαγωγικὰς καὶ στασιώδεις ἢ ἰδιωφελεῖς μέρους τινὸς τοῦ σύμπαντος Ἑλληνικοῦ Ἔθνους σκοπούς... εἶναι πόλεμος ἐθνικός, τοῦ ὁποίου μόνη αἰτία εἶναι ἡ ἀνάκλησις τῶν δικαίων τῆς προσωπικῆς ἠμῶν ἐλευθερίας, τῆς ἰδιοκτησίας καὶ τῆς τιμῆς..."», (Πηγή: Ιστορία Ελληνική και Ευρωπαϊκή των Νέων Χρόνων, Χ. Θεοδωρίδου - Α. Λαζάρου, ΟΕΔΒ, Έκδοση Η΄, 1978, σελ. 226)
Υπάρχει ένα τελευταίο ερώτημα το οποίο θα πρέπει να έχει στο μυαλό του ο ερευνητής της αλήθειας για τη σχέση Διαφωτισμού και εθνικής επαναστάσεως του 1821:
Αν η Οθωμανική αυτοκρατορία δεν παρέμενε αυτοκρατορία, αλλά αντιθέτως ασπαζόμενη τις προτάσεις των Διαφωτιστών μετατρέπονταν αυτή σε Οθωμανική Δημοκρατία ή Οθωμανική Διαφωτιστική Μοναρχία πριν δημιουργηθεί οιοδήποτε εθνικό κράτος στα Βαλκάνια, ακόμη κι ελληνικό, τότε ποια θα ήταν η θέση του Διαφωτισμού για τον Ελληνικό χώρο υπό ξένη κατοχή; καταδικαστική ή επαινετική; επαναστατική ή συναινούσα;
Ίσως για το μέσο αναγνώστη μια τέτοια θέση να φαντάζει παράξενη κι ασυνήθιστη· κι όμως δεν ήταν τόσο. Ο Διαφωτισμός στο Βαλκανικό χώρο, κι όχι μόνον, πριν υιοθετήσει την απόρριψη της μοναρχίας, («Κατά τη δεκαετία του 1790, ο ελληνικός Διαφωτισμός αναζητούσε ήδη πολιτική έκφραση πέρα από τα όρια της φωτισμένης απολυταρχίας», (Πηγή: ο.π, σελ. 220) εβρίσκετο εις «ἐρωτικὸν εἰδύλλιον» μετά των «φωτισμένων μοναρχῶν»:
α. «Ο Μοισιόδαξ και ο Καταρτζής είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στη διακυβέρνηση των Φαναριωτών ηγεμόνων, οι οποίον τον δέκατο όγδοο αιώνα διοικούσαν τις παραδουνάβιες ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας υπό οθωμανική επικυριαρχία [*]. Υπήρχαν πολλά στο ενεργητικό των Φαναριωτών ηγεμόνων που δικαιολογούσαν αυτές τις ελπίδες. Υπό το φαναριώτικο καθεστώς είχαν γίνει σημαντικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και κυρίως η νομοθετική κατάργηση της δουλοπαροικίας από τον Κωνσταντίνο Μαυροκορδάτο με τα διατάγματα των ετών 1746-1749, Η εύνοια προς την παιδεία, που έδειχναν σοβαροί ηγεμόνες, όπως ο Γρηγόριος Γκίκας και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, είχει δημιουργήσει υποδοχές για τον Διαφωτισμό στο χώρο των ηγεμονιών. Οι ακαδημίες του Βουκουρεστίου και του Ιασίου αναδείχθηκαν στις σημαντικότερες εστίες του Διαφωτισμού στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Ο Μοισόδαξ είχε κατά καιρούς διδάξει και στις δύο ακαδημίες, ενώ ο Καταρτζής σταδιοδρόμησε σε υψηλά αξιώματα στην αυλή του Βουκουρεστίου. Έτσι και οι δύο είχαν τη δυνατότητα να ζήσουν την πρακτική της μεταρρυθμιστικές μοναρχίας κε των ένδον. Για μια στιγμή φάνηκε ότι η φωτισμένη απολυταρχία θα μπορούσε όντως να θέσει σε πράξη το αίτημα της πολιτισμικής αλλαγής. Ο Μοισιόδαξ εξέφρασε αυτή του την προσδοκία στην εναρκτήρια ομιλία του, όταν ανέλαβε τη σχολαρχία της αυθεντικής Ακαδημίας του Ιασίου του 1765, καθώς και στα αφιερωματικά σημειώματα προς τους ηγεμόνες, τα οποία προέταξε στα δύο τελευταία βιβλία του το 1781 και το 1784. ο Καταρτζής βίωσε διαισθητικά τις υποσχέσεις τη φωτισμένης απολυταρχίας χάρη στη θέση του στη ηγεμονική αυλή.» (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 218-219)
β. [*] Ακόμη ένας που έγραψε από το πνευματικό περιβάλλον των ηγεμονιών κι έγραψε διεξοδικά περί φωτισμένης μοναρχίας ήταν ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, Πολιτικά παράλληλα και Πολιτικά σοφίσματα, Άπαντα, επιμ. εκ. Γ. Βαλέτα, Αθήνα 1969, σσ. 341-477 & Nestor Camariano, Athanasios Christopoulos. Sa vie, son oeuvre littéraire et ses rapports avec la culture roumaine, Θεσσαλονίκη 1981 (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σel. 557).
γ. Η ενασχόλησή τους [των Βολταίρου και Diderot] με την κοινωνική και την πολιτισμική αλλαγή, ωστόσο, και η ανάμειξή τους στην πρακτική πολιτική του Διαφωτισμού ως κινήματος κοινωνικής ανανέωσης, τους οδήγησαν να λάβουν σοβαρά υπόψη τις προθέσεις, την πολιτική και τα επιτεύγματα μερικών από τους νεωτερίζοντες μονάρχες της εποχής τους. Ο Βολταίρος γνώριζε, από τις έρευνές του στη ρωσική ιστορία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πέτρου του Μεγάλου, ότι η απολυταρχία διέθετε μοναδικό δυναμισμό, ο οποίος, κατευθυνόμενος από έναν ικανό κυβερνήτη, μπορούσε να προσφέρει πολλά στον εκσυγχρονισμό μια καθυστερημένης κοινωνίας και να ανοίξει τις πύλες της στο Διαφωτισμό.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 166)
Ακόμη κι η νεότερη ελληνική ιστορία έχει παρουσιάσει μια τέτοια θέση μέσα από τις σελίδες του νεοπαγανιστικού / νεοδιαφωτιστικού / νεοκοσμικού περιοδικού Δαυλός· εκεί η Τουρκική «Δημοκρατία» επειδή είναι εκκοσμικευμένη, ενίοτε δε και παγανιστική, θαυμάζεται και ουδέποτε προσβάλλεται αν κι ιστορικά έχει αποδείξει εχθρική στάση κατά του βιολογικού ελληνισμού (βλέπε ειδικό θέμα στη σελίδα Δαυλός Απελέκητος).
Αριστερά: «Εορτή του Δία εις την Τουρκία». Οι κοσμικοί του Δαυλού επειδή εναντιώνονται μανιωδώς στη Χριστιανική θρησκεία, θαυμάζουν παντού και πάντα το κοσμικό κράτος των Τούρκων στρατηγών έναντι των εκεί Μουσουλμάνων, ασχέτως από του αν οι στρατοκράτες της Άγκυρας δεν τα πάνε τόσο τέλεια στις σχέσεις τους με το νεοϊδρυθέν ελληνικό κράτος των Αθηνών. (Πηγή: Περιοδικό Δαυλός, τεύχος 273, εξώφυλλο)
Στην ουσία ο Διαφωτισμός μπορούσε να είναι τόσο αδιάφορος για την ηγεμονία ή τη Δημοκρατία, αρκεί να πετύχαινε τους σκοπούς του, όσο αδιάφορος ήταν ο Αντιδἲαφωτισμός:
«Εφόσον διασφαλιζόταν οι πνευματικοί και θρησκευτικοί στόχοι του προγράμματός του, ο Αντιδιαφωτισμός παρέμεινε αδιάφορος για το πολιτικό πλαίσιο και, υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν στο μεταίχμιο του δέκατου όγδοου προς το δέκατο όγδοο αιώνα, εμφανιζόταν κάλλιστα διατεθειμένος να υποκύψει στη διηνεκή παράταση του ζυγού των Οθωμανών.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 505)
Σ’ αυτή «τη διηνεκή παράταση του ζυγού των Οθωμανών» θα μπορούσε να υποκύψει κι ο Διαφωτισμός, υπό άλλες ιστορικές συνθήκες. Οι παρελθούσες όμως, έδωσαν το δικαίωμα εις τον Διαφωτισμό να παριστά τον «πατριώτην» εις την θέση του «πατριώτου»· όχι δηλαδή ένεκα μιας κάποιας απόλυτης διαφοροποιού σχέσης αλλά ένεκα ιστορικών συγκυριών.
Είναι χαρακτηριστικές οι διαμαρτυρίες του «Ἀνωνύμου τοῦ Ἕλληνος», ο οποίος δεν βγάζει εθνικό λόγο, όσο κοινωνικοπολιτικό παράπονο:
«Τί περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἔχει αὐτός, ὁποὺ τόσον αὐστηρῶς καὶ ὑπερηφάνως κτυπᾶ, ὑβρίζει καὶ καταφρονεῖ τοὺς ἄλλους; Διατί, διατί, ὁ ἕνας νὰ ὀνομάζεται δοῦλος καὶ ὁ ἄλλος κύριος; Διατί ὁ πλούσιος νὰ τρώγῃ, νὰ πίνῃ, νὰ κοιμᾶται, νὰ ξεφαντώνῃ, νὰ μὴν κοπιάζῃ καὶ νὰ ὁρίζῃ, ὁ δὲ πτωχὸς νὰ ὑπόκειται, νὰ κοπιάζῃ, νὰ δουλεύῃ πάντοτε, νὰ κοιμᾶται κατὰ γῆς, νὰ διψῇ, καὶ νὰ πεινᾷ;», (Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, Βενετία 1806, σελ. 107)
Έτσι θα καταπιαστεί να βαπτίζει δούλους όλους τους υπό των Οθωμανών ή Ευρωπαίων Μοναρχών διαλαλουμένων:
«Ἀλλά, τὴν σήμερον, ὁποὺ τὰ ἐννέα δέκατα τῆς οἰκουμένης εἶναι δοῦλα, καὶ ὑπὸ τυραννίας βασανίζονται, δὲν κρίνω τόσον ἀναγκαῖον νὰ περιγράψω καταλεπτῶς τὴν ἰδιότητά της, μάλιστα εἰς ἐσᾶς, ὦ Ἕλληνες, ὁποὺ ἐντὸς ὀλίγου περὶ τῶν ὀθωμανῶν θέλω ὁμιλήσει.», (Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, Βενετία 1806, σελ. 32)
Αντιθέτως δε θα βγάλει άχνα για τους δούλους της αρχαίας Αθήνας ή της
ης, διότι κι οι δύο αυτές πόλεις αποτελούν πολιτικό παράδειγμα για τους διαφωτιστές που βασίζονταν,
«στην επιλογή και την ανάλυση ηθικών διδαγμάτων από την ιστορική εμπειρία των τριών μεγάλων πολιτειών της αρχαιότητας, της Αθήνας, της Σπάρτης και της Ρώμης [Μαυροκορδάτος, Φροντίσματα, σε. 202]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 104)
Παράλληλα ο «Ἀνώνυμος Ἕλλην» θα ξεκαθαρίσει το τοπίο της ανοχής προς τις ολιγαρχίες (α), την ίδια που τόσο ξεδιάντροπα η Διαφωτιστική διανόηση θα παρουσιάσει το Βυζάντιο, που παρέδωσε τους νόμους του Ιουστινιανού Κώδικα σε όλη την Ευρώπη, ως «θρησκευτικὸν ἤ πολιτικὸν σκοταδισμὸν» (β)
α. «Ἡ νομαρχία, ἀδελφοί μου, εὑρίσκεται τόσον εἰς τὴν δημοκρατίαν, καθὼς καὶ εἰς τὴν ἀριστοκρατίαν, αἱ ὁποῖαι εἰς ἄλλο δὲν διαφέρουσι, εἰμὴ μόνον, ὅτι ἡ μὲν δημοκρατία κλίνει εἰς τὴν ἀναρχίαν, ἡ δὲ ἀριστοκρατία εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν, ἡ ὁποία πολλάκις εἶναι χειροτέρα καὶ ἀπὸ τὴν ἰδίαν τυραννίαν. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ εἰς τὰς δύο αὐτὰς διοικήσεις σώζεται ἡ Ἐλευθερία, ἀδιάφορος εἶναι ἡ ἐκλογή», (Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, Βενετία 1806, σελ. 16)
Το ότι ο Διαφωτισμός ήταν μια Δυτική ιδεολογική κίνηση το αντιλαμβάνεται και ο πιο αστοιχείωτος της ιστορίας. Δεν ήταν μια ιδεολογία που γεννήθηκε εις τον ελληνικό χώρο από έλληνες. Όχι ότι αυτό βέβαια είναι ουσιώδες ως προς την αξία του νοήματός του. Αλλά έχει αξία για να καταδείξει ότι τόσα και τόσα επιχειρήματα των ελλήνων διαφωτιστών δεν είναι παρά αντιγραφές της δυτικής πολιτικής σκέψης οι οποίες δεν έχουν να προσθέσουν τίποτα η μία πάνω στην άλλη, εφόσον επαναλαμβάνουν τα ίδια και τα ίδια πράγματα πλείστες φορές.
Εκεί λοιπόν στα επιλαμβανόμενα επιχειρήματα του Διαφωτισμού θα βρει κανείς ως στερεότυπα τον αντικληρικαλισμό, τον αντιμοναχισμό, το θαυμασμό για Σπάρτη και την Αθήνα, τον εξορθολογισμό της Χριστιανικής πίστεως, την προσκόλληση μετά πτώσης εις το κοσμικό φρόνημα, τη φυσική θρησκεία, την προσβολή όλων των βασιλείων [Φιλίππου & Αλεξάνδρου συμπεριλαμβανομένων], την παραγραφή της Βυζαντινής ιστορίας επειδή Μοναρχία χάρη στις επιρροές του ιστορικού και την εμφάνιση των παλαιών παγανιστικών θεών στα λόγια κείμενα των συγγραφέων που εκπροσωπούσαν το κίνημα αυτό.
Οι επαναλήψεις των δυτικών φράσεων κι απόψεων από εκείνους τους λίγους φανατικούς Έλληνες Διαφωτιστές πολέμιους της Εκκλησίας είναι τόσο κουραστικές, που αναρωτιέται κανείς αν όντως αυτοί οι άνθρωποι στα αλήθεια μπορούν να θεωρούνται φιλόσοφοι ή αντίθετα μερικές φορές πιστά «γραμμόφωνα τῆς δύσεως» στρατευμένα εις τον αντικληρικαλισμό, που θεμελιώνονταν σε συγκεκριμένα στερεότυπα ηθικολογίας και δήθεν ανώτερου ορθολογισμού. Για παράδειγμα, η άποψη των Διαφωτιστών πως η η Μοναρχία είναι πάντοτε και κατ’ ανάγκη «κακὴ», έστω κι αν ο ηγεμόνας είναι «φωτισμένος», καταντά μεταφυσική πίστη όταν βλέπει κανείς τους ιδίους παράλληλα να διατείνονται πως η αντιπροτεινομένη απ’ αυτούς καλύτερη πολιτική διοίκηση της «Δημοκρατὶας» έχει ανάγκη από «φωτισμὸν τῶν ἀνθρώπων» για να ευδοκιμήσει:
α. «Γι’ αυτό τον έθλιβαν [τον Κοραή] οι ηθικοί κίνδυνοι που διέκρινε ότι υπονόμευαν εσωτερικά την επανάσταση.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 268)
β. «Η απώλεια της ενότητας δημόσιας και ιδιωτικής ηθικής κατέστρεψε τη δημοκρατική ελευθερία στην αρχαία Ελλάδα.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 417)
γ. «Η ιστορική αλλαγή, η πτώση των κλασσικών δημοκρατιών και η απώλεια της ελευθερίας των αρχαίων ελληνικών πόλεων ερμηνεύονταν με τη θεωρία της ηθικής αποσύνθεσης και της κοινωνικής διαφθοράς», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 112)
Αυτή λοιπόν η συνεχής επανάληψη του ιδίου αυτού πολιτικο-ηθολογικού επιχειρήματος στα γραπτά Διαφωτιστών για την Αθήνα προς υποστήριξη ενός «καλύτερου» μοντέλου διοίκησης, το οποίο όμως δεν δύναται να αποδώσει αν προηγουμένως οι ίδιοι οι άνθρωποι δεν έχουν βελτιωθεί ηθικά, είναι ένα στοιχείο που οδηγεί τον αναγνώστη να αναρωτηθεί αν πράγματι η διανόηση του Διαφωτισμού είχε πράγματι κάτι νέο να πει από τις «ηθικές» προτροπές της Χριστιανικής θρησκείας ή απλώς πολύ λόγος γίνονταν για το τίποτα. Δεν πρέπει να ξεχνά ο αναγνώστης πως η ίδιοι οι Εκκλησιαστικοί ελέγχονταν από τους Διαφωτιστές περί ηθικής τελειότητας.
Εντούτοις αυτό είναι κάτι που ο ίδιος ο αναγνώστης θα το κρίνει για δικό του λόγο. Σημασία της παρούσας είναι η παρουσίαση της στελέχωσης αυτού του χαρακτηρισμού περί «γραμμοφώνων τῆς δύσεως»:
1. Αντιγραφές [δεν είναι κατ’ ανάγκη «κακές», αλλά εντούτοις...
α. «Μεγάλο μέρος του έργου τους [των διαφωτιστών] συνιστούσαν μεταφράσεις ή εκλαϊκεύσεις ιδεών, η προέλευση των οποίων βρισκόταν στα έργα ξένων συγγραφέων», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 21)
β. «στην επιλογή και την ανάλυση ηθικών διδαγμάτων από την ιστορική εμπειρία των τριών μεγάλων πολιτειών της αρχαιότητας, της Αθήνας, της Σπάρτης και της Ρώμης [Μαυροκορδάτος, Φροντίσματα, σε. 202]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 104)
γ. «Ο Montesquieu, ως ο μεγαλύτερος πολιτικός νους του Διαφωτισμού, και οι Έλληνες συγγραφείς, ως γνήσια τέκνα του, φαίνονται να ενδιαφέρονται με τον ίδιο τρόπο για την αναμόρφωση των κοινωνιών τους. Οι έλληνες abbés, που είχαν καταγγείλει τη διαφθορά της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, δεν είχαν πολλά πράγματα να χάσουν μέσα στο πλαίσιο της ισχύουσας τάξης πραγμάτων. Αυτό πρόσθετε ψυχολογική δύναμη στο ανατρεπτικό μήνυμα της γεμάτης πάθος έκκλησής τους για μεταφύτευση στη γη της πατρίδας τους των προτύπων που τους πρόσφεραν οι πρωτεύουσες του Διαφωτισμού», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 164)
δ. «Επρόκειτο για σύγκριση μεταξύ της ελληνικής ελευθερίας και του ασιατικού δεσποτισμού. Οι ψυχολογικές διαφορές, που συνδέονταν με αυτά τα διαμετρικά αντίθετα κοινωνικά και πολιτικά πλαίσια, συνιστούσαν το κλειδί που μπορούσε να ερμηνεύσει τις διαφορές στα κίνητρα καθώς και στην αντίστοιχη επίδειξη ανδραγαθίας μεταξύ Ευρωπαίων και Ασιατών, Ελλήνων και Περσών, των ελεύθερων Γάλλων και των υπηκόων των συνασπισμένων τυράννων. Ο Κοραής είχε πλήρη επίγνωση ότι αυτή η κοινωνική λογική της ελευθερίας, την οποία πρώτος είχε υπαινιχθεί ο Ιπποκράτης, είχε αποτελέσει τη βάση και της θεωρίας του Montesquieu, όπως αυτή διατυπώνεται στο Περί Νόμων βιβλίο του [Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία, 1774-1798, σσ. 279-280, Πρβλ. Ιπποκράτης, Περί Αέρων, Υδάτων, Τόπων, ΧΙΙ-ΧVI]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 268)
ε. «Γι’ αυτό τον έθλιβαν [τον Κοραή] οι ηθικοί κίνδυνοι που διέκρινε ότι υπονόμευαν εσωτερικά την επανάσταση. Το κύριο αίτιο της ανησυχίας του παρέμενε η έπαρση και ο φανατισμός των "κολάκων τῆς ἐλευθερίας", οι οποίοι συνέχιζαν να αναμοχλεύουν τα κοινωνικά πάθη, για να εξυπηρετήσουν τους ιδιοτελείς τους στόχους. Ένα εύγλωττο δείγμα της άκρατης ματαιοδοξίας τους ήταν η υιοθέτηση από μερικούς ηχηρών τίτλων, όπως "πρέσβεις τῆς ἀνθρωπότητας" και "ρήτορες τοῦ ἀνθρωπίνου εἶδους". Καθώς αυτή η αδιάντροπη αλαζονεία γινόταν περισσότερο απροκάλυπτη και επιθετική, οι ανησυχίες του Κοραή μεγάλωναν. Γνώριζε καλά ότι η ελευθερία δεν μπορούσε να ευδοκιμήσει χωρίς αρετή. Και στο ζήτημα αυτό η αρχαία ελληνική εμπειρία πρόσφερε τα πιο κατάλληλα ηθικά μαθήματα. Οι Έλληνες, "ὅταν μὲ τριακοσίους Σπαρτιάτας καὶ μὲ ὅλίγα ἄθλια πλοῖα κατέστρεψαν τὸν πολυάριθμον στόλον καὶ τὴν ἄπειρον πεζικὴν δύναμιν τῶν Περσῶν, δὲν εἶχεν ἀκόμη γυμνωθῶσιν ἀπὸ τὰς ἀρετάς των". Από τη στιγμή που η αρετή αυτή μολύνθηκε από τη διαφθορά, η ελληνική ελευθερία παράκμασε και οι Έλληνες υποδουλώθηκαν "ὡς ἀνδράποδα" πρώτα τους διαδόχους του Αλεξάνδρου και στη συνέχεια στους Ρωμαίους. Παρόμοιος ήταν και ο έσχατος κίνδυνος που αντιμετώπιζε η Γαλλική Επανάσταση. Παρά τον πατριωτικό ενθουσιασμό που εκδηλωνόταν τόσο με πράξεις πραγματικής ανδρείας όσο και με το επαναστατικό σύνθημα "Ἐλευθερία ἤ θάνατος", η ηθική ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε γύρω από τον Κοραή, του ενέπνεε ανησυχία: "Ἐλευθερία χωρὶς ἀρετὴν δὲν δύναται ποτὲ νὰ σταθῇ· οὓτοι ἐδῶ μάλιστα οἱ κάτοικοι τοῦ Παρισίου εῑναι παντάπασι διεφθαρμένοι, καὶ ἠ μόνη σωτηρία των εἶναι νὰ μεταβάλωσι τὰ ἤθη. [Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία, 1774-1798, σελ. 228]"
Οι φόβοι του Κοραή φάνηκαν να επαληθεύονται από τις συνέπειες του δράματος της βασιλοκτονίας. Η καταστροφή της παλαιάς μυθολογίας αποχαλίνωσε τα πάθη και την εκδικητικότητα, με αποτέλεσμα την αιφνίδια μετάπτωση από τη δεσποτεία του παραλόγου στην τυραννία του τρόμου. Την αρνητική όψη της Επανάστασης εκπροσωπούσε ο αιμοδιψής Marat , άλλοτε γιατρός του πιο αντιδραστικού από τους αδελφούς του βασιλιά, του Κόμη του Αρτουά. Μέλος της Συμβατικής Συνέλευσης, την οποία δυσφημούσε με την παρουσία του, δηλητηρίαζε καθημερινά τα πνεύματα του λαού στο Παρίσι με τα εμπρηστικά δημοσιεύματα της εφημερίδας του Ο φίλος του λαού (Ami du peuple). Κήρυσσε το φόνο ως μέσον για την ενίσχυση της δημόσιας ασφάλειας και υπολόγιζε ότι η εδραίωση της ελευθερίας απαιτούσε την εκτέλεση τουλάχιστον εκατόν πενήντα χιλιάδων ανθρώπων [Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία, 1774-1798, σελ. 307]. Συντετριμμένος από τις ακρότητες της τρομοκρατίας, ο Κοραής σ’ ένα ξέσπασμα υπερβολής, υποστήριζε ότι το πρόγραμμα του Marat τέθηκε σε εφαρμογή από τον ομοϊδεάτη του Ροβεσπιέρο.
Στα δύο χρόνια της τρομοκρατίας ο Κοραής παρέμεινε σιωπηλός. Επιφύλαξε ωστόσο έναν σκληρό επιτάφιο στο Ροβεσπιέρο, την επαύριον του Θερμιδόρ. Έχοντας διατηρήσει τον αυτοέλεγχό του μέσα στις αναταραχές της Επανάστασης, ο Κοραής προς στιγμήν φαίνεται να διολισθαίνει προς το μελόδραμα: η τυραννία του "τέρατος Ροβεσπιέρου" είχε ανοίξει βαθιές πληγές στη Γαλλία, που μόνον ο χρόνος και η σύνεση θα μπορούσαν να επουλώσουν. Η εξουσία του ήταν μισητή σε χιλιάδες έντιμους Γάλλους που, μαζί με τον Κοραή, ένιωθαν απέχθεια παρακολουθώντας τη μεγάλη Επανάσταση να εκφυλίζεται σε βαρβαρότητα και κανιβαλισμό. Ο αιώνας του Διαφωτισμού έμοιαζε να έχει αλωθεί από την επίθεση του εγκλήματος και της αμάθειας που συντάσσονταν υπό τη σημαία της αθεΐας, ενώ οι επιστήμες και οι τέχνες καταδικάζονταν σε λήθαργο από το βανδαλισμό, και η αρετή και το τάλαντο γίνονταν λεία του ξίφους των δολοφόνων. [Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία, 1774-1798, σσ.412-413,501] Ο καταληκτήριος αυτός υπαινιγμός του Κοραή, αποτελούσε οργισμένη ελεγεία για το ίνδαλμά του, τον Condorcet. Τη φωτισμένη στάση του Condorcet τόσο θαύμαζε ο Κοραής, ώστε διοχέτευε προς τους συμπατριώτες του φυλλάδια με τα έργα του φιλοσόφου, με σκοπό να τους πληροφορήσει όχι μόνο για τις προόδους της Επανάστασης, αλλά και του ανθρώπινου πνεύματος [Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία, 1774-1798, σελ. 307]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 268-270)
στ. «Σύμφωνα με τον Σκαλιώρα, ο Κοραής, ανεπαρκής και ανίκανος και στις νέες του επιστημονικές απασχολήσεις, όπως παλαιότερα στο εμπόριό του, είχε οικειοποιηθεί "τὰς ἐννοίας τοῦ Μοισιόδακος καὶ ἄλλων πολλῶν τῆς Εὐρώπης φιλολόγων" και τις είχε παρουσιάσει ως δικές του [Ιγνάτιος Σκαλιώρας, Ἐπιστολὴ τῆς νέας φιλοσοφίας στηλιτευτική, Λιψία 1817, σσ. 3-4, 18-19, 23-24. Πρβλ. Φ. Ηλιού, επιμ. Γράμματα από το Άμστερνταμ, σσ. ξγ-ξζ]. Αυτή η ενδεικτική επισήμανση πνευματικής συγγένειας μεταξύ του Μοισιόδακα και του Κοραή συνιστά τη μόνη εύστοχη αν και συμπτωματική παρατήρηση στη σκανδαλολογία του Ιγνατίου», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 451)
ζ. Για το έργο Ανώνυμου συγγραφέως «Ρωσσαγγλογάλος» του 1805 καταγράφεται φανταστικά ο ίδιος κλασσικός αντικληριαλισμός: «Ο συγγραφέας του Ρωσσαγγλογάλου ήταν πεπεισμένος ότι η εθνική αναδημιουργία της Ελλάδας ήταν αδύνατη, εφόσον η ελπίδα της απελευθέρωσης προσέκρουε στην υπάρχουσα κοινωνική οργάνωση. Όσοι αποτελούσαν την πνευματική, πολιτική και οικονομική ηγεσία του γένους, αντί να μεριμνούν για τα προβλήματα και τις δυνατότητες της αναγέννησής του, είχαν επιλέξει να υποκύψουν άνευ όρων στη διπλή τυραννία του ξένου δεσποτισμού και της διαφθοράς. Η ορθόδοξη ιεραρχία εξάλλου ήταν παραδομένη στην αναίσχυντη εκμετάλλευση της λαϊκής δεισιδαιμονίας και μόνη της απασχόληση ήταν η συσσώρευση πλούτου κι οι απολαύσεις της σάρκας. "Περὶ δὲ τῆς Ἑλλάδος, ποὺ λέτε, ὀλίγον μὲ μέλλει, ἄν τυραννιέται", λέγει ο μητροπολίτης, ένα από τα πρόσωπα του διαλόγου, το οποίο ο συγγραφέας του Ρωσσαγγλογάλου χρησιμοποιεί για να σατιρίσει την αδιαφορία των ανώτερων κληρικών για τα κοινά», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 339-340)
η. «Δεν είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς στο υπόβαθρο αυτής της επιχειρηματολογίας [της Ελληνικής Νομαρχίας για την μετατροπή της μοναρχίας σε τυραννία] την ανατομία της γενεαλογίας της κοινωνικής διαφθοράς, που παρουσιάζει ο Rousseau στην πραγματεία του για την καταγωγή της ανισότητας», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 346)
θ. «Στην αδιάφθορη μορφή τους όμως τόσο η αριστοκρατία όσο και η δημοκρατία περιφρουρούν την ελευθερία και το πνεύμα της νομαρχίας. Έτσι η επιλογή μεταξύ των δύο εξαρτάται από άλλες κοινωνιολογικές συντεταγμένες της πολιτείας, όπως ο αριθμός των κατοίκων ή η φύση του κλίματος. Οι τοποθετήσεις αυτές δεν αφήνουν αμφιβολία ότι ο Ανώνυμος ο Έλλην αντλεί την προβληματική του από τον Montesquie. Η νομαρχία είναι αρχή που διέπει το πνεύμα τόσο των δημοκρατικών όσο και των αριστοκρατικών πολιτειών. [Πρβλ. Montesquieu, De l’ esprit des lois, Βιβλία ΙΙΙ και VIII]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 347)
ι. «Η οργή του [Ανώνυμου Έλληνα] ήταν πράγματι η αγανάκτηση ενός τέκνου του Διαφωτισμού. Το φλογερό του ενδιαφέρον για το πεπρωμένο της πατρίδας του επανέφερε στη ζωή τους φιλοσοφικούς στοχασμούς του Voltaire και του Montesquie σχετικά με την παρακμή της Ελλάδας. Τόσο στη λογική δομή της όσο και στην ευγλωττία της, η ιστορική ανάλυση της πτώσης της Ελλάδας, παρ’ όλη τη συντομία της, διαθέτει επική ποιότητα, την οποία στο ελληνικό πλαίσιο ανακαλεί όσα γράφτηκαν πάνω στο ίδιο θέμα από έναν άλλο μεγάλο θαυμαστή του Montesquie, τον Edward Gibbon.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 352)
ια. «Οι κατεξοχήν εχθροί της ελευθερίας και συνεργάτες της τυραννίας βρίσκονταν κατά τον Ανώνυμο μεταξύ των Μοναχών και της ιεραρχίας της Εκκλησίας. Οι συγγραφείς της Νεωτερικής Γεωγραφίας, πηγής που ο ανώνυμος πατριώτης είχε αναμφίβολα διαβάσει, είχαν παραπονεθεί λίγα χρόνια προηγουμένως ότι οι ιεράρχες είχαν καταστήσει την εκκλησία οίκο εμπορίας των ιερών μυστηρίων, "μυστηριοπώλειο". Αυτό συνιστούσε μάλλον ήπια μομφή σε σύγκριση με τη βίαιη ευγλωττία, με την οποία ο συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας κατήγγελλε τον ανώτερο κλήρο ως πρωταρχικό εχθρό της ελευθερίας. [Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, Γεωγραφία Νεωτερική, Βιέννη 1791 ,σσ. 217-218]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 356)
ιβ. «Ο Χριστόδουλος [Παμπλέκης] άρχιζε [το βιβλίο του "Περὶ Θεοκρατίας"] με μια μαχητική υπεράσπιση του Διαφωτισμού, εξαίρωντας ιδίως τη σοφία του "Βολτάϊρου" και του Rousseau και υπογραμμίζοντας ότι οι εχθροί τους "ποτὲ δὲν ἡξιώθησαν [...] οὐδὲ κὰν νὰ τὰ συγγράμματὰ τους νὰ ἀναγνώσωσι", αλλά τους πολεμούσαν εξαιτίας της δικής τους άγνοιας. Όσο για τις συκοφαντίες εναντίον του, οι οποίες τον εμφάνιζαν ως νέο "Βολτάϊρον" ή "Ρουσσόν", ο Παμπλέκης δήλωνε ρητά "καὶ εἴθε καὶ τοιοῦτος νὰ ἤμην διότι [...] ἤθελον ἀνοίξω τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς ὅλου τοῦ κόσμου". Συνέχιζε στηλιτεύοντας τη διαφθορά, τη διαστροφή και το σκοταδισμό του κλήρου, και ιδιαίτερα όσων μοναχών είχε γνωρίσει στο Άγιον Όρος και αλλού, διότι καλλιεργούσαν την δεισιδαιμονία και "πίνουσι τὸ καθαρότατον αἶμα τοῦ δυστυχισμένου κοινοῦ λαοῦ". Οι απεχθείς αυτές πράξεις αποτελούσαν κοινό μυστικό και αντικείμενο γενικής αποδοκιμασίας. Γι’ αυτό ο Παμπλέκης απορούσε "διατί μόνος ἐγὼ εἶμαι καλογεροκατήγορος" [Χριστόφορος Παμπλέκης, Ακολουθία, σσ. 59,72, 138, 77-79, 129-140]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 370)
ιγ. «Στο κείμενο του Παμπλέκη υπάρχουν ενδείξεις, που μαρτυρούν ότι είχε πιθανότατα διαβάσει την παρωδία του κλήρου και της θρησκείας που είχε συντάξει ο "Ἀνώνυμος του 1789":μια χαρακτηριστική σύμπτωση είναι η χρήση και στις δύο πηγές του ίδιου σατυρικού τίτλου "πᾶσης ξηροκαμπίας" για την περιγραφή των επισκόπων. [Χριστόφορος Παμπλέκης, Ακολουθία, σελ. 162] Τα δύο αυτά κείμενα αποτελούν τις μοναδικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο Διαφωτισμός, εγκλωβισμένος στην οξύτητα της ιδεολογικής πολεμικής, ξεπέρασε τον αντικληρικαλισμό και τη συγκρατημένη απόκλιση προς τη φυσική θρησκεία, που διαφαίνεται σε θέσεις υπέρ μιας αποκαθαρμένης και εξορθολογισμένης θρησκείας, όπως εκείνες του Μοισιόδακα ή αργότερα του Κοραή, και έφτασε σε ρητή άρνηση της αλήθειας της ορθόδοξης θρησκευτικής πίστης. Ο Παμπλέκης πέθανε λίγες μέρες πριν από την εσπευσμένη δημοσίευση του φυλλαδίου του. », (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 371-372)
ιδ. «Για μιαν ακόμη φορά ο επικριτής των αισιόδοξων στόχων του Διαφωτισμού, ο Jean-Jacques Rousseau, πρόσφερε το πιο βαθυστόχαστο σχόλιο στο πρόβλημα. Η νοσταλγία του για τη Σπάρτη και το χαμένο Χρυσό Αιώνα [Judith Shklar, Men and Citizens: A Study of Rousseau's Social Theory, Cambridge 1969, σσ.1-32] δεν ήταν απόδραση από την κοινωνία, αλλά καταγγελία του ξεπεσμού της. Η επεξεργασία του ουτοπικού οράματος πρόσφερε το μέτρο της κριτικής των υφιστάμενων συνθηκών και πρόβαλλε πρότυπα για το πως θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα. Ο πολιτικός ουμανισμός, που εξυμνούσε την πολιτική αρετή και το δημόσιο ήθος, σχολίαζε τόσο την εγωπάθεια των "ἀδέσποτων" ατομιστών, όσο και τη διαφθορά και τη φαυλότητα του δεσποτισμού, της αποπνικτικής αυτής πραγματικότητας του αιώνα.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 381)
ιε. «Επιπλέον ο Κοραής καταδείκνυε με ακρίβεια πως η βαρβαρότητα αποκτούσε συγκεκριμένη κοινωνική υπόσταση: τα καταστρεπτικά της αποτελέσματα γίνονταν αισθητά στη συμπεριφορά του απαίδευτου κλήρου, των αρχόντων, που ενεργούσαν ως θαλαμηπόλοι του ξένου δεσποτισμού, αλλά και του λαού, τον οποίον η δεισιδαιμονία άφηνε έρμαιο της στυγνότερης εκμετάλλευσης και καταπίεσης.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 388)
ιστ. «...ο Κοραής παρουσίαζε ουσιαστικά μια περίπτωση εμπειρικής εφαρμογής της θεωρίας του Montesquieu για τη σχέση εμπορίου και ελευθερίας...», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 390)
ιζ. «Αναπτύσσοντας την επιχειρηματολογία του κατά της αναγωγής της δικαιοσύνης σε κοινωνικής σύμβαση, ο Κοραής δεν παρέλειψε να αποκαλύψει ότι πηγή της έμπνευσής του ήταν η σοφία του Montesquieu. [Αδαμάντιος Κοραής, Διατριβὴ αὐτοσχέδιος περὶ τοῦ περιβοήτου δόγματος τῶν Σκεπτικῶν φιλοσόφων καὶ σοφιστῶν "Νόμῳ Καλόν, Νόμῳ Κακόν", δημοσιευμένο με το ψευδώνυμο Στ. Πανταζής και εικονικό τόπο έκδοσης Λιψία, αλλά Βιέννη 1819, σελ 95,σημ. 29. Τα αποσπάσματα του Montesquieu παρατίθενται από το έργο Esprit des Lois, βιβλίο Ι, κεφ. 1 και βιβλίο ΧΧVI, κεφ. 3]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 411)
ιη. «Από την πίστη του στη θεωρία της προόδου, που είχε διδαχθεί από τον Condorcet πήγαζε η ελπίδα του ότι η μελλοντική αναβίωση της ενότητας πολιτικής και ηθικής ήταν δυνατή ως μέρους του θριάμβου του ορθού λόγου επάνω στα πάθη -του θριάμβου που θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις της δίκαιης κοινωνίας [Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια, επιμ. Α. Κοραή, Παρίσι 1822, σσ. μγ-μδ με περικοπές Condercet, Esquisse d’ un tableau historique des progrès de l’ esprit humain, σελ. 440, 1822]. Ο Κοραής μνημόνευε τη φιλοσοφική προφητεία του Condorcet [...] Κατά την κρίση του μία πρακτική προσέγγιση προς την ηθική αναμόρφωση της κοινωνίας διαφαινόταν στην πρόταση των Ιδεολόγων ότι με τη συστηματική εκπαίδευση ένας λαός θα μπορούσε να διδαχθεί την αρετή. [ο.π, σελ. οδ, αναφορά Destutt de Tracy, Quels sont les moyens de fonder la morale d’ un peuple, Παρίσι 1819. Πρβλ. Picavet, Les Idélogues, σσ. 391-398]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 418)
ιθ. Τα επιχειρήματα του Κοραή για τη λύση του «ελληνικού προβλήματος» ήταν «αντλημένα πρώτον, από την κλασσική ελληνική σκέψη, υπό το πρίσμα όμως των ερμηνειών που της προσέδωσε ο γαλλικός νεοκλασικισμός του δέκατου όγδοου αιώνα· δεύτερον, από έναν εξορθολογισμένο χριστιανισμό, ο οποίος μερικές φορές πλησιάζει τον δεϊσμό και παρουσιάζει μεγαλύτερη συνάφεια με τον Προτεσταντισμό παρά με την Ορθοδοξία· και τρίτον, από τη ριζοσπαστική και φιλελεύθερη πολιτική σκέψη του Διαφωτισμού.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 423)
κ .«Το αποτέλεσμα απέδωσε το σπουδαιότερο μνημείο πολιτικής θεωρίας του νεοελληνικού Διαφωτισμού (της Ελληνικής Νομαρχίας), που προσφέρει μια οξυδερκή ερμηνεία της δυσπραγίας και των προοπτικών του ελληνικού γένους με τους όρους της πολιτικής σκέψης του Montesquieu, του Rousseau, του Alfieri και του Beccaria και με σταθερό υπόβαθρο τον Αριστοτέλη και τον Ξενοφώντα, τον Πολύβιο και τον Πλούταρχο», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 345)
κα. Ακόμη κι ο Ευγένιος Βούλγαρης «δίδαξε τη Μεταφυσική του Genovesi», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 63), την ίδια ώρα που κανείς θεμελιώδης Διαφωτιστής δε δίδασκε το Σύμβολο της Πίστεως.
κβ. «Για μία ακόμη φορά οι διαπιστώσεις των συγγραφέων απηχούν το μήνυμα του Montesquieu, που επισήμανε πόσο πρόσφορες ήταν οι ορεινές περιοχές για ελεύθερα πολιτεύματα. [Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, Γεωγραφία Νεωτερική, Βιέννη 1791, Πρβλ. Montesquieu, De l’ esprit des lois, βιβλίο XVII, κεφ. 2 & Benjamin r. barber, The Death of Communal Liberty, Princeton 1974]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 160)
κγ. «Η έμπνευση της έκκλησής τους ήταν αντίστοιχη με εκείνη που διέπνεε την ερμηνεία του Rousseau σχετικά με την κοινωνική ζωή στην αγροτική Ελβετία, καθώς και το όραμα του για την Κορσική. Όπως ο Rousseau, έτσι και οι δύο Έλληνες γεωγράφοι...[Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, Γεωγραφία Νεωτερική, Βιέννη 1791 & Πρβλ. J.J. Rousseau, Projet de constitution pour la Corse». Oeuvres complétes, τομ. 3, Παρίσι 1964, σσ. 901-939], (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 161)
κδ. «Στο σημείο αυτό οι Έλληνες γεωγράφοι συμμερίζονταν την πολιτική τοποθέτηση του ίδιου του Montesquieu... [Montesquieu, Lettres persanes, αρ. ΙΙ, VII. Πρβλ. Judith Shklar, "Politics and the Intellect", Studies in Eighteenth Century Culture, 7 (1978), σσ. 139-151]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 164)
κε. «Ο Montesquieu και ο Rousseau αρνούνταν στην απολυταρχία ακόμη και κάποιες τυχόν θετικές πλευρές.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 166)
κστ. «Ακολουθώντας αρκετά πιστά τον Locke, ο Μοισόδαξ βάσισε την παιδαγωγική του θεωρία στη γνωσιολογική αντίληψη της ανθρώπινης νόησης ως tabula rasa [John Locke, Some thoughts concerning education]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 235)
κζ. «Η παιδαγωγική έμπνευση του [Ρήγα Βελεστινλή] πήγαζε από το το έργο του Rousseau. Για να δικαιολογήσει φιλοσοφικά τις παιδαγωγικές επιλογές του παρέθεσε στο προοίμιο της Φυσικής του δύο χωρία από τον Èmile [Ρήγας Βελενστινλής, Φυσικῆς Ἀπάνθισμα γιὰ τοὺς ἀγχίνους καὶ φιλομαθεῖς Ἕλληνας, Βιέννη 1790, σελ. 45]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 292)
κη. Οι φιλόσοφοι «Πάπες» της Δύσεως: «καὶ ἀπόρησα πῶς ἔκαμε τοιοῦτον λάθος ἕνα τόσον μεγάλο πνεῦμα; [Ρήγας Βελενστινλής, Φυσικῆς Ἀπάνθισμα γιὰ τοὺς ἀγχίνους καὶ φιλομαθεῖς Ἕλληνας, Βιέννη 1790, σελ. 64]»
κθ. «Στην περιγραφή της ιστορικής φθοράς ο Ανώνυμος ακολουθούσε περισσότερο τον Machiavelli παρά τον Αριστοτέλη. Ο αμφιλεγόμενος Φλωρεντινός φυσικά δεν αναφέρεται ποτέ ονομαστικά από τον Ανώνυμο τον Έλληνα, ο οποίος έχει απορροφήσει τη μακιαβελική επιρροή έμμεσα, από τους Ιταλούς επιγόνους του Machiavelli του δέκατου όγδοου αιώνα, ανάμεσα στους οποίους έζησε και τα ίχνη των οποίων είναι προφανή στη σκέψη του. [βλ. Elizabeth Rawson, The Sparta Tradition in European Thought, Οξφόρδη 1969, σσ. 301-305. Ο συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας είχε δεχθεί την άμεση επίδραση του Alfieri, από το έργο του οποίου Della Tyrannide υπάρχουν παραθέματα στη σελ. 157]. Η περιγραφή της ηθικής και κοινωνικής αποσάθρωσης του αρίστου πολιτεύματος στην Ελληνική Νομαρχία παραπέμπει στην ανατομία της κοινωνικής διαφθοράς στις Διατριβές στην πρώτη δεκάδα του Τίτου Λίβιου, και πιο συγκεκριμένα στις Φλωρεντινές Ιστορίες [Πρβλ. Machiavelli, The Discourses, Βιβλίο Ι, κεφ. 16-18 & J.G.A. Pocock, The Machiavellian Moment, Princeton 1975, σσ. 204-211]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 349)
λ. «Η τυραννία της δεισιδαιμονίας δεν ήταν η τελευταία βαθμίδα της διαφθοράς. Ο κύκλος της αποσύνθεσης συνέχισε να ανελίσσεται μέχρι που έφτασε στο πιο τρομακτικό και απάνθρωπο σημείο, το οποίο σφραγίστηκε από την υποδούλωση της Ελλάδας στον οθωμανικό δεσποτισμό. Η δεισιδαιμονία και η άγνοια είχαν επί αιώνες προετοιμάσει το θρίαμβο των βαρβάρων, η άγρια πλημμυρίδα των οποίων δεν μπορούσε να αναχαιτισθεί από τους εξουθενωμένους Έλληνες. Η σύγχρονη δυσπραγία της Ελλάδας, που τόσο βαθιά έθλιψε τον ανώνυμο συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας, ήταν το τελικό προϊόν τριών διαδοχικών κύκλων τυραννίας: της τυραννίας των Ρωμαίων, της τυραννίας των κληρικών και τελικά της πιο απεχθούς απ’ όλες, της τυραννίας των Οθωμανών. [Αυτή ήταν η τυπική άποψη της ιστοριογραφίας του Διαφωτισμού για την ελληνική ιστορία. Πρβλ. Montesquieu, Considérations sur les causes de la grandeur des Romains et de décadence, κεφ. ΧΧΙ-ΧΧΙΙ & Voltaire, Essai sur les moeurs, κεφ. LXXXVII, LXXXIX, XCI, XCIII]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 352)
λα. «Εκτός του Monstesquieu , ο Κοραής έτρεφε θαυμασμό και για τον Condorcet. [Alexandre Koyré, "Condorcet", Journal of the History of Ideas, τομ. 9, τχ.2 (Απρίλιος 1948), σσ.131-152] Η πνευματική συγγένεια που ένιωθε με τον τελευταίο των φιλοσόφων είχε τη συναισθηματική της πηγή στην εντύπωση που προκάλεσε στον Κοραή ο θάρρος, με το οποίο ο Condorcet είχε επικρίνει τις υπερβολές της Επανάστασης. Πέρα από αυτή τη συναισθηματική της πτυχή, η σύνδεση του Κοραή με τη φιλοσοφική κληρονομιά του Condorcet απέκτησε ουσιαστικό περιεχόμενο μέσα από τους δεσμούς του με τους πνευματικούς διαδόχους του Condorcet, τους Idéologues.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 386)
λβ. «Εμπνευσμένος από την θεωρία της προόδου του Condorcet, ο Κοραής...», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 408)
λγ. «...τον δημιουργικότερο ίσως εκπρόσωπο του νεοελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού στον πρώιμο δέκατο ένατο αιώνα, τον Βενιαμίν Λέσβιο, ο οποίος είχε σπουδάσει στην Πίζα και στο Παρίσι και, όπως ο Κοραής, είχε ασπασθεί τις θεωρίες των Ιδεολόγων», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 449)
λδ. «Η πολιτική φιλοσοφία που πρόβαλλε από τις λόγιες έντυπες πηγές ήταν ο δημοκρατικός εθνικισμός του Διαφωτισμού, του οποίου ο Κοραής υπήρξε ο πιο εύλογος κήρυκας. Τα ονόματα και οι ιδέες του Rousseau, του Mably και του Mirabeau παρέμειναν σταθερά αποτυπωμένα στις πολιτικές συνειδήσεις [βλ. Αικ. Κουμαριανού, επιμ. , Ο τύπος στον Αγώνα, τομ . Α, σσ. 79, 217, 276, τομ. Β, σσ. 11-12, 29, τομ. Γ΄, σ.177, 180, 303: αναφορά στους Bentham, Beccaria, Jefferson, Mably, Mirabau, Montesquieu, Newton, Rousseau]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 471-600)
λε. «Το φιλοδυτικό ρεύμα εκπροσωπούσαν κυρίως οι κύκλοι των διανοουμένων και των πολιτικών. Οι πρώτοι, γιατί ταυτίζονταν στις θεωρητικές αναζητήσεις τους με τους δυτικούς διανοουμένους, ενώ οι δεύτεροι και για λόγους σκοπιμότητας (προσδοκία βοήθειας)», (Πηγή: Τουρκοκρατία - Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, εκδόσεις Ακρίτας, Ε΄ Έκδοση, Αθήνα 2000, σελ.86)
λστ. «Κατά την εποχή αυτή είχε αποκτήσει φήμη μεγάλου συγγραφέα ο Ρουσσό (Jan Jacques Rousseau, 1712- 1778). [...] Ο Ρουσσό δεν ήθελε να οργανώσει το κράτος έχοντας ως πρότυπο το αγγλικό, γιατί είχε τη γνώμη ότι οι Άγγλοι έχουν φαινομενική ελευθερία και όχι πραγματική. "Οι άνθρωποι, έλεγε, πρέπει να συγκεντρώνονται και να θεσπίζουν τους νόμους απευθείας οι ίδιοι, όπως γινόταν στα αρχαία κρατίδια, γιατί η κοινή θέληση ζητεί πάντοτε το άριστο" Ο Ρουσσό πιστεύει ότι ο άνθρωπος από τη φύση είναι πλασμένος καλός, αλλά τον έχει διαφθείρει ο πολιτισμός. Για να διορθωθούμε και να αποκτήσουμε την παλιά αθωότητα, πρέπει να ξαναγυρίσουμε στη φύση".», (Πηγή: Ιστορία Ελληνική και Ευρωπαϊκή των Νέων Χρόνων, Χ. Θεοδωρίδου - Α. Λαζάρου, ΟΕΔΒ, Έκδοση Η΄, 1978, σ. 211)
ι.. «Ἀφοῦ λοιπὸν ἔπαυσεν, ὡς εἶπον, τὸ πρῶτον σύστημα τῶν ἀνθρώπων, εἰς τὸ ὁποῖον ἡ φύσις ἦτον ἀντὶ τῶν νόμων, ἡ γῆ ὅλη ἀντὶ τῶν πολιτειῶν, καὶ ἡ θέλησις καθενὸς ἀντὶ τῶν ἠθῶν, ἀφοῦ, λέγω, ὁ ἄνθρωπος δὲν ἠθέλησεν νὰ εὐχαριστηθῇ μὲ τὴν σημερινὴν τροφήν, ἀλλ᾿ ἐζήτησε νὰ προητοιμάσῃ καὶ διὰ τὴν αὔριον, καὶ ἀφοῦ τέλος πάντων ἀπεφάσισε νὰ ζήσῃ μαζὶ μὲ ἄλλους, ἔχασε τὴν ἀληθῆ εὐτυχίαν, καὶ ἔγινε δοῦλος ὄχι μόνον τοῦ ἑαυτοῦ του, καὶ ἄλλων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἰδίων ἀψύχων πραγμάτων.», (Πηγή: Ελληνική Νομαρχία, Ανώνυμος Έλλην, Βενετία 1806, σελ. 14)
ιι. «Ἕως ὁποὺ ὁ ἄνθρωπος ἠμπόρεσε νὰ τραφῇ καὶ νὰ διαυθεντευθῇ μόνος του, ἕως τότε ἐσώθη ἡ φυσικὴ ζωή, καὶ βέβαια ἡ εὐτυχεστέρα διὰ ἡμᾶς τοὺς θνητούς. Ἀφοῦ ὅμως ὁ ἕνας ἔκραξεν πρὸς βοήθειάν του τὸν ἄλλον, τὸ φυσικὸν σύστημα ἐτελείωσεν, καὶ εὐθὺς ἤρχισεν, διὰ νὰ εἰπῶ ἔτζι, τὸ ἐλεεινὸν θέατρον τῶν ἀνθρωπίνων περιστάσεων», ( Ελληνική Νομαρχία, Ανώνυμος Έλλην, Βενετία 1806, σελ. 14)
2. Αντιπάθεια προς το μοναχισμό & τους κληρικούς (αντικληρικαλισμός)
α. «...νὰ διορθώσωσιν ὁπωσοῦν τὰς φοβερὰς καὶ ἐπιζημιώδεις καταχρήσεις αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ τάγματος, διὰ νὰ ἀναλάβῃ ἡ Ἑλλὰς τὴν προτέραν της λάμψιν καὶ εὐτυχίαν.
Διὰ τοῦτο, λοιπὸν, μετὰ δακρύων παρακαλῶ τοὺς σοφοὺς καὶ ἐναρέτους ἄνδρας, ὁποὺ φέρουσι τὸ σεβάσμιον ἔνδυμα τῆς ἱερωσύνης, νὰ μὲ συγχωρήσουν, ἂν μὲ ἄκραν τόλμην ἀποφασίζω νὰ ἐλέγξω αὐστηρῶς τοὺς ἀναξίους καὶ ἀμαθεῖς καλογήρους, καὶ νὰ ἀποδείξω μὲ γεωμετρικὴν βεβαιότητα τὸ πόσον κακὸν προξενοῦσι τὴν σήμερον εἰς τὴν Ἑλλάδα.
Ἂς μὴν μὲ νομίσουν ἀνευλαβῆ, ἂν ἀκούσωσι νὰ καταφρονῶ τὴν σημερινὴν καλογερικήν των σύστησιν καὶ διαγωγήν, ἀλλ᾿ ὡς ζηλωταὶ τῆς ἐπανορθώσεως καὶ δόξης τῆς κοινῆς πατρίδος μας Ἑλλάδος», (Πηγή: Ελληνική Νομαρχία, Ανώνυμος Έλλην, σελ. 99)
β. «Ο Κοραής ένιωθε πως όλα αυτά μπορούσαν να καταπλήξουν τον καθένα, αλλά "δι’ ἕνα Ἕλληνα, ὅστις ἠξεύρει ὅτι πρὸ δύο χιλιάδων ἐτῶν οἱ πρόγονοί τους εἰς τὰς Ἀθήνας εἶχε φθάσωσιν εἰς τὸν αὐτὸν (καἰ ἵσως ἀνώτερον) βαθμόν τῆς σοφίας, μὲ τὴν ἔκπληξιν σμίγεται καὶ μελαγχολία· ὅταν ὅμως προσεπιλογγισθῇ ὅτι τὰ τοσαῦτα καλὰ ὄχι μόνον ἀπέκτησαν τῆν σήμερον ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ἀλλ΄ ἀντιεισήσχθησαν ἀντ’ αὐτῶν μύρια κακὰ, ὅτι ἐκεῖ ὅπου ἐβασίλευαν οἱ σοφώτατοι νόμοι τοῦ Σόλωνος [...], δυναστεύει τὴν σήμερον ἡ ἀμάθεια, ἡ κακία, ἡ βία, τὸ ζορμπαλίκι, ἡ αὐθάδεια καὶ ἡ ἀναισχυντία, ὅτι ἀντὶ τῶν Μιλτιάδων καὶ Θεμιστοκλέων, τοὺς ὁποίους ἀκόμη θαυμάζει ἡ Εὐρώπη, κυβερνώμεθα οἴμοι! ἀπὸ ποίους; Ἤ ἀπὸ χαμάληδες καὶ ντεβετζῆδες ἤ ἀπὸ βαρβάρους καλογερίσκους, χειρότερους καὶ ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἔξωτερικοὺς τυρράννους [...] Ὅταν [...] ὁ δυστυχὴς ἕλλην βλέπων ταῦτα, συλλογισθῇ ἐκεῖνα, τότε [...] ἡ μελαγχολία μεταβάλλεται εὶς ἀγανάκτησιν καὶ ἀπόγνωσιν." [Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία, τομ. Α, 1774-1798, επιμ. Κ.Θ. Δημαρά κ.α., Αθήνα 1964, σσ.100-101]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 253)
γ. «Ήταν κατάφορη αδικία το να υποστηρίζει κανείς ότι ο ξεπεσμός των σύγχρονων Ελλήνων ήταν τέτοιος, ώστε καμιά ανθρώπινη δύναμη να μην είναι σε θέση να τον άρει. Δεν χρειαζόταν υπεράνθρωπα θαύματα, παρά μόνον ελευθερία από τον ζυγό των Τούρκων και από την "ἀλαζονικὴν φιλαρχίαν τῶν καλογήρων" για να μπορέσουν οι Έλληνες να γίνουν αντάξιοι των Ευρωπαίων στην πρόοδο του πολιτισμού [Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία, τομ. Α, 1774-1798, επιμ. Κ.Θ. Δημαρά κ.α., Αθήνα 1964, σσ.101-102, σ. 345]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 254)
δ. «Καθώς η επαναστατική ζέση μετέδιδε τις δονήσεις της πολιτικής αλλαγής από το Παρίσι στην υπόλοιπη Γαλλία, οι αντιπρόσωποι του έθνους στη Συνέλευση προχωρούσαν σε ριζική αναδιάρθρωση της κοινωνίας. Τα προνόμια των αριστοκρατών, που στον Κοραή φαίνονταν τυραννικοί και αλαζόνες -αριστοκράτες μόνο στο όνομα και όχι στην ψυχή-καταργήθηκαν. Το ίδιο και τα προνόμια και οι απαλλαγές του κλήρου. Τα μοναστήρια, αυτά τα άντρα οκνηρίας, δεισιδαιμονίας και διαφθοράς, κατά τον Κοραή, έκλεισαν και τα ποικίλα θρησκευτικά τάγματα διαλύθηκαν.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 257)
ε. «Με θαυμασμό ο Κοραής μνημονεύει τις ενάρετες κυρίες του Παρισιού που δώρισαν τα κοσμήματά τους στην Εθνοσυνέλευση, ως συνεισφορά στο έργο της αναμόρφωσης του έθνους. Ένα άλλο δείγμα της κατάστασης των πνευμάτων ήταν ο λόγος ενός ιεροκήρυκα, ο οποίος εδίδασκε "ἐπ’ ἄμβωνος ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ περὶ ἐλευθερίας". Ερμηνεύοντας τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου "ὑμεῖς γὰρ ἐπ’ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε", ο επαναστάτης ιεροκήρυκας υποστήριζε ότι οι "σταυρώσαντες τὸν Ἰησοῦν ἦσαν ἀριστοκράται (καλόγηροι δηλονότι καὶ εὐγενεῖς)..." και τούτο διότι ο Ιησούς υπερασπίζετο το τρίτον τάγματα και εδίδασκε την αδελφικήν ισότητα [Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία 1774-1798, σσ. 118-119]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 259)
στ. «Στα βάθη της ψυχής του [ο Κοραής] συναισθανόταν ότι η τυραννία των Τούρκων και η φαυλότητα των καλογήρων "εἶχε καταστήσει στείραν καὶ ἄγονον τὴν καρποφόρον μητέρα τῶν σοφῶν, τὴν Ἑλλάδα". Ο θρίαμβος της φιλοσοφίας, που έδειχνε ότι το τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα θα μπορούσε να φέρει "τὴν πτῶσιν τῶν βασιλέων καὶ τῶν καλογήρων" σε ολόκληρη την Ευρώπη [ο.π,. σελ. 284], δεν μπορούσε να απαλύνει τη βαθιά θλίψη του Κοραή. Το πνεύμα του αγαλλίαζε στο επαναστατημένο Παρίσι, αλλά την καρδιά του βάραινε η μοίρα της πατρίδας του [Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία 1774-1798, επιστολή της 15ης Νοεμβρίου 1791, σσ. 196-199» , (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 262)
ζ. Οι μοναχοί είναι πάντοτε «ἀμαθεῖς» και «σκοταδιστὲς» και πιστεύουν σε «δεισιδαιμονίες»:
«Στη βάση του συστήματος ήταν οι πανταχού παρόντες μοναχοί, που περιέρχονταν τις επαρχίες και τις πόλεις, αναμοχλεύοντας τους τυφλούς φόβους στα πνεύματα των ανθρώπων και εδραιώνοντας έτσι την ερεβώδη άγνοια.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 357)
η. «Ο Χριστόδουλος [Παμπλέκης] άρχιζε [το βιβλίο του "Περὶ Θεοκρατίας"] με μια μαχητική υπεράσπιση του Διαφωτισμού, εξαίρωντας ιδίως τη σοφία του "Βολτάϊρου" και του Rousseau και υπογραμμίζοντας ότι οι εχθροί τους "ποτὲ δὲν ἡξιώθησαν [...] οὐδὲ κὰν νὰ τὰ συγγράμματὰ τους νὰ ἀναγνώσωσι", αλλά τους πολεμούσαν εξαιτίας της δικής τους άγνοιας. Όσο για τις συκοφαντίες εναντίον του, οι οποίες τον εμφάνιζαν ως νέο "Βολτάϊρον" ή "Ρουσσόν", ο Παμπλέκης δήλωνε ρητά "καὶ εἴθε καὶ τοιοῦτος νὰ ἤμην διότι [...] ἤθελον ἀνοίξω τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς ὅλου τοῦ κόσμου". Συνέχιζε στηλιτεύοντας τη διαφθορά, τη διαστροφή και το σκοταδισμό του κλήρου, και ιδιαίτερα όσων μοναχών είχε γνωρίσει στο Άγιον Όρος και αλλού, διότι καλλιεργούσαν την δεισιδαιμονία και "πίνουσι τὸ καθαρότατον αἶμα τοῦ δυστυχισμένου κοινοῦ λαοῦ". Οι απεχθείς αυτές πράξεις αποτελούσαν κοινό μυστικό και αντικείμενο γενικής αποδοκιμασίας. Γι’ αυτό ο Παμπλέκης απορούσε "διατί μόνος ἐγὼ εἶμαι καλογεροκατήγορος" [Χριστόφορος Παμπλέκης, Ακολουθία, σσ. 59,72, 138, 77-79, 129-140]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 370)
θ. Άλλοι διαφωτιστές, αυλοκόλακες της δύσεως, ονομάζουν τους μοναχούς «ἄγρια θηρία»:
«Η καταγγελία της πολιτείας του κλήρου αποτελούσε η βάση της εσωτερικής κριτικής των θρησκευτικών δογμάτων. Επισημαίνοντας την αντίθεση μεταξύ του Διαφωτισμού, ο οποίος εξέφραζε την αρετή και τη φιλοσοφία, και του σκοταδισμού που εκφράζονταν με την αμάθεια και την κακία, ο Παμπλέκης εξήρε τον ορθό λόγο ως το αποκλειστικό μέτρο της κρίσης του. Αισθανόταν ως εκ τούτου συνεπής με τον εαυτό του καταγγέλοντας τον ασκητισμό ως χαρακτηριστικό μάλλον των άγριων θηρίων παρά των αγίων, την αγαμία ως προσβολή κατά της φύσης και της θείας θέλησης, και τη σοφία των Γραφών ως λογοκλοπή εις βάρος της αρχαίας κοσμικής φιλοσοφίας. Απέρριπτε εξάλλου τη λατρεία των προφητών και των αγίων, στο πρόσωπο των οποίων δεν έβλεπε παρά απλούς ανθρώπους. Απεμπολώντας έτσι τα περισσότερα από τα δόγματα της χριστιανικής πίστης και απορρίπτοντας τη διδασκαλία της ιερής παράδοσης της Εκκλησίας, ακόμη και το ίδιο το Σύμβολον της Πίστεως, ως εφευρήματα μέσω των οποίων οι μοναχοί κρατούσαν τα πνεύματα των ανθρώπων σε υποταγή, κατέληγε με την παραδοχή της ύπαρξης του Θεού, ως "ἀναγκαίας καὶ ἀπείρου οὐσίας", προσεγγίζοντας έτσι με τον δικό του τρόπο μια απλοποιημένη εκδοχή του πανθεϊστικού δεϊσμού. [Χριστόφορος Παμπλέκης, Ακολουθία, σσ. 105-115, 124-129, 148-151, 154-155]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 370-371)
ι. «Στην πολιτική κοινωνιολογία της νεότερης Ευρώπης τα κυριότερα εμπόδια για την επανασύνδεση ηθικής και πολιτικής και για την αναγέννηση της ηθικής κοινότητας αποτελούσαν δύο διασπαστικές και δύστροπες φατρίες: οι μοναχοί και οι αριστοκράτες. Και οι δύο αυτές κοινωνικές ομάδες απολάμβαναν δυσανάλογα υλικά πλεονεκτήματα και κοινωνικά προνόμια, τα οποία θα έχαναν, αν υποτάσσονταν τις απαιτήσεις μιας φωτισμένης πολιτικής κοινότητας. Ο Κοραής, που ήταν εξίσου εξοικειωμένος με την ιστορική εμπειρία της νεότερης Ευρώπης όσο και της Ελλάδας, είχε κάθε λόγο να φοβάται τα ρήγματα που μπορούσαν να προκληθούν από τις δύο φατρίες στην αντίθεσή τους προς την κοινωνική αναμόρφωση [Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια, επιμ. Α. Κοραή, Παρίση 1822, σσ. μα-ν]. Ωστόσο, ως Ιδεολόγος και πνευματικός γόνος του Διαφωτισμού δεν απελπιζόταν. Από την πίστη του στη θεωρία της προόδου, που είχε διδαχθεί από τον Condorcet, πήγαζε η ελπίδα του ότι η μελλοντική αναβίωση της ενότητας πολιτικής και ηθικής ήταν δυνατή ως μέρος του θριάμβου του ορθού λόγου επάνω στα πάθη -του θριάμβου που θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις της δίκαιης κοινωνίας. [ό,π.,σσ. μγ-μδ, όπου παρατίθενται περικοπές του Condorcet, Esquisse d’ un tableau hisotrique des progrès de l’ esprit humain, σ. 440 της έκδοσης του 1822]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 417)
ια. Η δημιουργία αισθήματος αντιμοναχισμού κατόπιν ανάγνωσης βιβλίων θεωρητικών ερμηνειών για την κατάπτωση του Βυζαντίου είναι χαρακτηριστικότατη στην κάτωθι περίπτωση, όπου ο μοναχισμός αντιμετωπίζεται καθαρά κι απόλυτα με κοσμικό φρόνημα ή πολιτικό:
«Μολονότι οι ίδιοι οι συγγραφείς ανήκαν στις τάξεις του κλήρου, αυτό δεν τους εμπόδισε να επισημάνουν ότι το κακό αυτό δεν ήταν άλλο από την κοινωνική θέση του κλήρου, και ιδιαίτερα του μοναχισμού. Εκκλησίες και μοναστήρια ήταν πανταχού παρόντα στις ελληνικές περιοχές και τα πιο σημαντικά απ’ αυτά μνημονεύονται από τους συγγραφείς, στις κατά τόπους επισκοπήσεις τους. Στη θέα, ωστόσο, της μοναστικής πολιτείας του Άθω, η δυσφορία τους έφτασε στο σημείο της έκρηξης. [Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, γεωγραφία Νεωτερική, Βιέννη 1791, σσ. 255-260] Ο Κωνσταντάς και ο Φιλιππίδης θα θεωρούσαν άξια απορίας οιαδήποτε διαφορετική αντίδραση ενός φωτισμένου (;) ατόμου, που θα αντίκριζε τα απέραντα εδάφη που εξέτρεφαν την απραξία των μοναχών του Άθω. Η οργή τους συνδυαζόταν με τη γνώση της κοινωνικής ιστορίας του μοναχισμού στη βυζαντινή αυτοκρατορία. Πράγματι, η εξάπλωση του μοναχισμού, που κορυφώθηκε με την ίδρυση των μοναστηριών στην Αθωνική χερσόνησο, ήταν κατά την κρίση τους υπεύθυνη για την καταστροφή της αυτοκρατορίας και την παρακμή του ελληνικού πολιτισμού. Οι περισσότεροι χριστιανοί αυτοκράτορες είχαν παραπλανηθεί από τη θρησκευτική τους δεισιδαιμονία που υπαγόρευε ότι θα έπρεπε να ενθαρρύνουν, να τιμούν και να υποστηρίζουν τα μοναχικά τάγματα, σαν να επρόκειτο οι μοναχοί κι όχι οι στρατιώτες να αποκρούσουν τις επιθέσεις των Αράβων από το Νότο, των Τούρκων από την Ανατολή, των Σκυθών από το Βορρά και των Φράγκων από τη Δύση. την εποχή των χριστιανών αυτοκρατόρων η Κωνσταντινούπολη και η υπόλοιπη Ελλάδα είχαν κατακλυσθεί από μοναστήρια, μερικά από τα οποία ήταν πολυάνθρωπα και ιδιαίτερα πλούσια. Ο μοναχισμός, ωστόσο, κατά τους συγγραφείς εμπεριείχε μια αντίφαση, αν λάβουμε υπόψη μας ότι στις μοναστικές αδελφότητες κάθε μοναχός έπρεπε να συντηρεί τον εαυτό του με την εργασία του, ακόμη και αν ήταν γιος βασιλιά, εντούτοις όμως όσοι ζούσαν στα μοναστήρια έκαναν άνετη ζωή ει βάρος του υπόλοιπου πληθυσμού. Γίνονταν μοναχοί μάλλον «διὰ νᾶ σώσουν τὸ σῶμα τους καὶ ὄχι τὴν ψυχή τους».
Παρ’ όλα αυτά, οι χριστιανοί αυτοκράτορες συνέχισαν να αυξάνουν τον αριθμό των μοναστηριών και να προικίζουν με προνόμια και δωρεές, ενθαρρύνοντας έτσι το κοινωνικό αυτό φαινόμενο και ανταμείβοντας την οκνηρία, την υποκρισία και τη διαφθορά. Η πολιτική αυτή παραφροσύνη υπέσκαψε τα θεμέλια της πολιτικής κοινωνίας και επέφερε τελικά την πτώση της ατυοκρατορίας: ακριβώς όπως "ἕνα μελίσσι ὅπου ἔχει πολλοὺς κηφῆνας, κλίνει πάντοτε εἰς τὸν ἀφανισμό του". Μία πολιτική κοινότητα, τα μέλη της οποίας δεν είναι εξίσου ενεργά και φιλόπονα, τείνει αργά ή γρήγορα να καταστραφεί. Σε μια τέτοια κοινωνία ο «ἀργὸς καὶ ξοδευτὴς εἶναι ἐχθρὸς τοῦ ἐνεργοῦ καὶ δουλευτοῦ». Σ’ αυτό το περιβάλλον ο πατριωτισμός και η δικαιοσύνη, που η καλλιέργεια τους θα έπρεπε να είναι η μέγιστη φροντίδα και το ύψιστο χρέος των βασιλέων, έτειναν αντίθετα να εξαφανιστούν. Ακολουθώντας την ερμηνεία του Montesquie για την παρακμή της χριστιανικής αυτοκρατορίας [Πρβλ. Montesquie, Considérations sur les causes de la grandeur et de la décadence des Romains, κεφάλαια XXI-XXIII], οι συγγραφείς της Νεωτερικής Γεωγραφίας κατόρθωσαν να συνδέσουν το σύνδρομο της δεισιδαιμονίας και της μοναστικής απραξίας με το κύκλο της διαφθοράς που θεωρούσαν υπεύθυνο για την δυσπραγία της κοινωνίας τους.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 155-156)
ιβ. Ο αντικληρικαλισμός κι η επίθεση ενάντια στο μοναχισμό της Δύσης, οφείλονταν σε θρησκευτικές αιρέσεις μα και σε κοινωνικά-ταξικά αίτια.
i. «Οι κάτοικοι της Γαλλίας διαιρούνταν σε τρεις τάξεις: στις δύο προνομιούχες, δηλαδή τους ευγενείς και τον Κλήρο, και στο Λαό ή τρίτη τάξη, την Tiers état», (Πηγή: Ιστορία Ελληνική και Ευρωπαϊκή των Νέων Χρόνων, Χ. Θεοδωρίδου - Α. Λαζάρου, ΟΕΔΒ, Έκδοση Η΄, 1978, σελ. 121)
ii. «Στην πολιτική κοινωνιολογία της νεότερης Ευρώπης τα κυριότερα εμπόδια για την επανασύνδεση ηθικής και πολιτικής και για την αναγέννηση της ηθικής κοινότητας αποτελούσαν δύο διασπαστικές και δύστροπες φατρίες: οι μοναχοί και οι αριστοκράτες. Και οι δύο αυτές κοινωνικές ομάδες απολάμβαναν δυσανάλογα υλικά πλεονεκτήματα και κοινωνικά προνόμια, τα οποία θα έχαναν, αν υποτάσσονταν στις απαιτήσεις μιας φωτισμένης πολιτικής κοινότητας.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 417)
iii. «Στο Βυζάντιο οι μοναχοί δεν αποτελούσαν μια ξεχωριστή κάστα, ξεχωριστά από την κοινωνία Ήσαν πιστοί, όχι μόνο στους δικούς τους οίκους ή μοναστικούς ηγέτες, αλλά αποτελούσαν και μέρος ενός πλέγματος κοινωνικών, οικονομικών και πνευματικών σχέσεων οι οποίες έδεναν μαζί τους "ισχυρούς" στο μέσο Βυζαντινό κράτος. Ο Μοναχισμός παρουσίαζε μια άκρως ατομιστική γραμμή, που δεν έμοιαζε με τις Δυτικές θρησκευτικές "τάξεις".», (Πηγή: Monks and laymen in Byzantium 843-1118, Rosemary Morris, Cambridge University Press 1995», οπισθόφυλλο)
Ο αντιδυτικισμός της Ανατολής είχε «όμως και προϋποθέσεις κοινωνικές. Την υποταγή της Εκκλησίας της Δύσης στη φραγκική φεουδαρχία, με την εκγράγκευση και του πατριαρχείου της Παλαιάς Ρώμης (1014) με τη μεταβολή του σε Παπικό Κράτος. Έτσι η Φεουδαρχία, που θεμελιώθηκε πάνω στην πίστη για τη "φυσική" ανισότητα των ανθρώπων, έλαβε στη Δύση χριστιανική καταξίωση. Άλλʼ αυτό ισοδυναμούσε πάλι με ανατροπή του Χριστιανισμού», (Πηγή: Τουρκοκρατία - Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, εκδόσεις Ακρίτας, Ε΄ Έκδοση, Αθήνα 2000, σελ.87)
3. Αντικληρικαλισμός
Η αντιπάθεια προς τον κλήρο συνοδεύεται από εμπαθή ψέματα και υπεργενικεύσεις διαφωτιστών εκμεταλλευομένων «ἡθικοὺς ἐλέχγους» βασισμένους επί του ευαγγελίου, εις το οποίο ο διαφωτισμός ως κοσμική ιδεολογία δε δύναται να πιστεύει:
α. «Σε κάθε μέτρο της Επανάστασης κατά των εξουσιών και των προνομίων του κλήρου, ο Κοραής έβλεπε ένα μάθημα που αφορούσε το εξίσου καίριο πρόβλημα της θέσης του κλήρου στην ελληνική κοινωνία. Κατά τη γνώμη του, η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ανατολή είχε διαπράξει λιγότερες υπερβασίες απ’ ότι η Καθολική Εκκλησία στη Δύση. Ωστόσο, ήταν εξίσου βέβαιο ότι η διαφθορά του κλήρου ήταν η μεγαλύτερη πληγή της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι, ο Κοραής δεν έχανε ευκαιρία να τονίζει τη χρησιμότητα των μαθημάτων που πρόσφερε η επαναστατική Γαλλία ως προς το ζήτημα της περιστολής της επιρροής της διεφθαρμένης ιεραρχίας και των μοναστικών ταγμάτων, τα οποία θεωρούσε ως (ΦΑΚΙΟΛΙ)χειρότερους τυράννους από τους Τούρκους. [Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία 1774-1798, επιστολή της 21ης Ιανουαρίου 1791, σσ. 139-145, σ. 199]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 260)
β. «Ο πατριάρχης και η Σύνοδος προΐσταντο ενός συστήματος ιερατικού ελέγχου, το οποίο, μέσω των επαρχιακών αρχιεπισκόπων και των τοπικών επισκόπων, άπλωνε τα πλοκάμια τους σε ολόκληρη την αυτοκρατορία», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 357)
γ. «Η οξύτητα της επίθεσης της Ελληνικής Νομαρχίας κατά της Εκκλησίας ως του κατεξοχήν συνεργού της τυραννίας, ήταν ενδεικτική του περιεχομένου της ιδεολογικής αντιπαράθεσης στην ελληνική κοινωνία. Η κοινωνική κριτική είχε βρει τον κυριότερο στόχο της. Η επίθεση του Διαφωτισμού επικεντρωνόταν στον κλήρο, ως τώρα κυριότερο εμπόδιο στο δρόμο της ελευθερίας. Κατά συνέπεια, στην ουσία της η διαμάχη γύρω από τη θέση της Εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία ήταν πολιτική και όχι θρησκευτική.
[...]
Μόνο σε δύο μεμονωμένες περιπτώσεις το όριο αυτό ξεπεράστηκε και τα ίδια τα θεμελιώδη δόγματα της χριστιανικής θρησκείας τέθηκαν υπό αμφισβήτηση [...]
Η πρώτη [...] που με βάση εσωτερικά τεκμήρια αποκλήθηκε έργο του "Ἀνωνύμου τοῦ 1789" και που τελείως πρόσφατα η έρευνα έχει συνδέσει με πρότυπα από το έργο του Diderot. Πρόκειται για σατιρικό έργο που συνδέεται με το κοινωνικό κλίμα των παραδουνάβιων ηγεμονιών. Γραμμένο σε προκλητικά ελευθεριάζουσα γλώσσα, συνδύαζε την παρωδία της διαφθοράς και των διαστροφών των κληρικών (και ιδιαίτερα των μοναχών) με την διακωμώδηση ακόμη και μεταφυσικών δογμάτων και μυστηρίων της πίστης.
Η άλλη περίπτωση συνδέεται με την αντίδραση του Χριστοδούλου Ευσταθίου Μαμπλέκη (1733-1793) στη δίωξη που άσκησε εναντίον του η Εκκλησία για τις φιλοσοφικές του απόψεις.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 366-367)
δ. Εξαιρέσεις υπάρχουν μόνον όταν ανώτατοι κληρικοί έχουν εξαπατηθεί από το διαφωτισμό, όταν δεν αντιλήφθηκαν πως αυτή η ιδεολογία συνοδεύεται από την αθεΐα. Η κριτική κατά του ανωτάτου κλήρου υπήρχε προ διαφωτισμού· ο τελευταίος όμως την υιοθέτησε ο κύριο άρμα για ενορχήστρωση της αθεϊστικής του επίθεσης, παρότι αυτή δεν έγινε κατανοητή από αρκετούς Ανατολικούς υποστηρικτές του:
Υπήρχε δηλαδή «προγενέστερη παράδοση κριτικής του ανώτερου κλήρου, σημαντικότερος εκπρόσωπος της οποίας υπήρξε ο ιεράρχης του δέκατου έκτου αιώνα Δαμασκηνός Στουδίτης», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 44)
ε. Η πηγή αυτή [ένα αδημοσίευτο ανώνυμο κείμενο για τη ιδεολογική διαμάχη της Σμύρνης], μαζί με το Περί Θεοκρατίας του Παμπλέκη και την Ελληνική Νομαρχία, συμπληρώνει το τρίπτυχο της πιο βίαιης καταγγελίας της στάσης της εκκλησίας απέναντι στο Διαφωτισμό.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 373)
στ. «Ο [Ευγένιος] Βούλγαρης γράφει ακριβώς από τη σκοπιά της χριστιανικής κοινωνίας και για το λόγο αυτό μία από τις κυριότερες επιδιώξεις του είναι να ανασκευάσει και τις υπερβολές, στις οποίες κατά την κρίση του προβαίνει ο Βολταίρος στην πολεμική του κατά της Εκκλησίας στη δική του Πραγματεία περί Ανεξιθρησκίας (1764)», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 65)
ζ. «Όπως ήταν ο κανόνας για τους περισσότερους διανοουμένους που ήθελαν να ακολουθήσουν εκπαιδευτική σταδιοδρομία, ο [Νικηφόρος;] Θεοτόκης σε πολύ νεαρή ηλικία εισήλθε στις τάξεις του κλήρου», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 66)
η. Εις τον «Λίβελλον κατὰ τῶν Ἀρχιερέων» αναφέρεται ότι : «Η θρησκευτική θέση του συγγραφέα, ωστόσο, προϋποθέτει μιαν ακόμη πιο βαθιά κριτική από την καταγγελία της διαφθοράς και της δεισιδαιμονίας στους κόλπους της Εκκλησίας. Η ίδια η υπόσταση της θρησκείας ως κοινωνικού θεσμού τίθεται υπό αμφισβήτηση. Αυτό γίνεται φανερό από το σχόλιο για την επίδραση του κοινωνικού συναισθήματος και της τελετουργίας στο πνεύμα του απλού λαού, με αφορμή την περιγραφή της ενθρόνισης ενός νέου επισκόπου: "ὁ δὲ ἁπλούστατος λαὸς ἀκροάζεται κεχηνότι τῷ στόματι, καὶ ἀτενίζων τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς αὐτὸ τὸ χρυσοστόλιστο ἄγαλμα, φαντάζεται ὁτι βλέπει τὴν ἰδίαν θεότητα." [Βλ. Λίβελλλος κατά των Αρχιερέων, σελ. 101», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 376)
θ. «Η εχθρότητα του Ρήγα προς όλες τις μορφές ιεραρχίας πρόβαλλε αρνητικά μεν από τον πλήρη, αποκλεισμό της Εκκλησίας από το πολιτειακό σύστημα της Ελληνικής Δημοκρατίας...», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 322)
ι. «...προκύπτει το συμπέρασμα, το οποίο εκτίθεται στο επόμενο κεφάλαιο, όπου "ἀπελέγχονται οἱ ἀρχιερεῖς ὡς έχθροὶ τοῦ γένους" [Βλ. Λίβελλλος κατά των Αρχιερέων, κεφάλαια με τους τίτλους "Προβιβασμός", "Ἀποδημία", "Ἐπιστροφὴ εἰς Κωνσταντινούπολιν", "Ἡ σκληροτέρα μάστιξ τοῦ γένους εἰσὶν οἱ ἀρχιερεῖς", "Οἱ ἀρχιερεῖς ἀπελέγχονται ἐχθροὶ τοῦ γένους"]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 374)
ια. «Επιπλέον, το νέο κράτος μετέβαλε την Ορθόδοξη Εκκλησία σε διοικητικό του όργανο, διακόπτοντας κάθε δεσμό διοικητικής εξάρτησης της ιεραρχείας του βασιλείου από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως [...] Με την μετατροπή της ελλαδικής εκκλησίας σε κρατική υπηρεσία κατά το πρότυπο των προτεσταντικών κρατών της Ευρώπης, η Ελλάδα θιοθετούσε την ταυτότητα του κοσμικού κράτους, εγκαταλείποντας τις παραδόσεις που η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε κληρονομήσει από το Βυζάντιο.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 470)
ιβ. «Υπό τις συνθήκες αυτές ο Διαφωτισμός έφθινε ως πολιτική επιλογή, μολονότι υπό ορισμένες απόψεις το νέο καθεστώς εγκολπώθηκε ένα μέρος από την ιδεολογική του κληρονομιά. Η σαφέστερη πρακτική συνέπεια του Διαφωτισμού συντελέστηκε στο ζήτημα της Ελληνικής Εκκλησίας, ο χωρισμός της οποίας από την Κωνσταντινούπολη διατηρήθηκε κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων δεκαετιών της βαυαρικής μοναρχίας. Είναι χαρακτηριστικό, ότι εκκλησιαστικός απολογητής της πολιτικής της αυτοκεφάλου της ελληνικής Εκκλησίας υπήρξε ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, οπαδός του Κοραή και εκδότης του Λόγιου Ἑρμῆ, κατά την τελευταία φάση έκδοσης του περιοδικού. [βλ. Charles A. Frazee, The Orthodox Church and Independent Greece 1821-1852, Cambridge 1969, σσ.103-110, 145-153. Ελληνική Έκδοση: Ορθόδοξη Εκκλησία και ελληνική ανεξαρτησία 1821-18521, μεταφρ. Ιωσήφ Ροηλίδη, Αθήνα 1987]» (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 474)
4. «Εξορθολογισμός» της Χριστιανικής πίστεως
Υποτίθεται πως αυτός θα συνέβαινε από κάποιους υποτίθεται «φωτισμένους», οι οποίοι χωρίς να ακολουθούν σε τίποτα τις εντολές του Ιησού Χριστού, έχουν καταφέρει να «φωτισθώσιν» περισσότερο από τους Αγίους της Εκκλησίας εις τα σωτηριολογικά δόγματα που αφορούν τις ψυχές των ανθρώπων. Αυτή η ορθολογική «ἀποκάθαρσις» της πίστεως από τη «δεισιδαιμονίαν» επιτελείται χωρίς καμία δημοκρατική διαδικασία της εκκλησίας, δηλαδή Οικουμενικές Συνόδους, αλλά δια μέσω «προτροπές σε βασιλείς Πατριάρχες»:
α. Ο διαφωτιστής Δ. Καταρτζής: «Ο Βολταίρος όμως, με λόγο πως συντυχαίνει κατά της δεισιδαιμονίας, ήταν ένας άκρος δεισιδαίμων εις την ασέβεια [Δ. Καταρτζής, Τα ευρισκόμενα, σσ. 55, 81, 61]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 211)
β. Ο «εξορθολογισμός» της πίστεως φτάνει μέχρι την απαγόρευση θαυμάτων εις τον απλό πιστό δηλαδή μέχρι την αφαίρεση των ενεργειών του Θεού: «Η έκβαση της παλαιάς διαμάχης συνιστούσε θρίαμβο της επιστήμης και της κριτικής απέναντι στις συμβατικές αλήθειες της παραδοσιακής θρησκείας και της φιλοσοφικής αυθεντίας.
Στη νεότερη ελληνική παιδεία ο Διαφωτισμός μάλλον προκάλεσε τη διαμάχη αρχαίων και νεοτέρων. Ο ορθολογισμός του Διαφωτισμού και η επαφή με τη νεότερη επιστήμη έδωσαν τα πρώτα εναύσματα για τη δειλή αρχικά αμφισβήτηση της αυθεντίας του Αριστοτέλη και των νεοαριστοτελικών σχολιαστών του, ιδίως του Κορυδαλέα», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 223)
γ. «Η εγκατάλειψη των αστήρικτων ιδεών μπορούσε να εξασφαλισθεί, μόνον αν η θρησκευτική αγωγή περιοριζόταν στη διδασκαλία των βασικών δογμάτων της πίστης, αποφεύγοντας επιχειρήματα που αντιβαίνουν στον ορθό λόγο», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 239)
δ. «Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Έλληνα παρατηρητή [Κοραή], η επανάσταση είχε ήδη συντελεστεί στη συνείδηση του λαού. Οι επαναστατημένοι Γάλλοι είχαν αποκτήσει πλήρη επίγνωση της ανοησίας της παραδοσιακής θρησκείας. Έτσι φαινόταν να πλησιάζει η στιγμή του θριάμβου της νέας θρησκείας του λόγου. τον Ιούλιο του 1791, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Κοραή, και άλλων ξένων παρατηρητών, οι πολίτες του επαναστατημένου Παρισιού σε σεμνή και πάνδημη τελετή μετέφεραν μέσα σε γενική έξαρση τα λείψανα του Βολταίρου, κοσμημένα με όλα τα σύμβολα του αιώνα του λόγου, για να ενταφιαστούν στην απελευθερωμένη πόλη, την ελευθερία της οποίας ο ίδιος είχε προετοιμάσει.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 261-262)
ε. «Ο [Αθανάσιος] Πάριος είχε κληρονομήσει τον ζήλο του δασκάλου του και πήρε για πρώτη φορά μέρος στις ιδεολογικές συζητήσεις του τέλους του δέκατου αιώνα, όταν το 1791 κυκλοφόρησε τα χειρόγραφα αντίγραφα επιστολιμαία διατριβή κατά των περί νηστείας απόψεων του Κοραή [Α. Κοραής, Αλληλογραφία, τομ. Α΄: 1774-1798, σσ.150-153]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 439)
5. Μονοπώληση της παιδείας εις το «κοσμικὸν φρόνημα», αντικατάσταση της ηθικής του Χριστιανισμού με την ηθική της αρχαίας Ελλάδας (ποιά είναι αυτή;)
α. «Η απομάκρυνση του Θεού προσέδωσε αυτονομία στο χώρο της ιστορίας [...] Η χριστιανική εσχατολογία παραχώρησε τη θέση της στην τελεολογία του λόγου. Από τη στιγμή που η μυθική αφήγηση της σωτηρίας του κόσμου, όπως την αντιλαμβανόταν ο Bosquet, χάθηκε στο λαβύρινθο των γεγονότων, ο Διαφωτισμός είχε τη δυνατότητα να αναπτύξει τη δική του προσέγγιση στη μελέτη του παρελθόντος.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 83-84)
β. «Η αγιολογία, τόσο υπό το θρησκευτικό όσο κι υπό το κοσμικό της ένδυμα, εξοβελίστηκε, και την ιστορία των μεγάλων ανδρών άρχισε να υποκαθιστά μια νέα μορφή πνευματικής και κοινωνικής ιστορίας. Αυτή η αναδιάταξη των αξιών στην ιστορική γνώση υπήρξε, σε μεγάλο βαθμό, έργο του Βολταίρου και του Montesquieu», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 84)
γ. «Η ηθική διαπαιδαγώγηση, αν και ακόμη σαφώς επιθυμητή, αποτελούσε εντούτοις μόνο συμπτωματική συνέπεια. Η ιστορία ήταν σημαντική, κυρίως γιατί δίδασκε πως ήταν δυνατή η επίτευξη των στόχων ενός ατόμου ή ενός έθνους [Glébule Tsourkas, Lew débuts de l’enseignement philosophique et de la libre pensée dans les Balkans. La vie et l’ oeuvre de Théophile Corydalée, Θεσσαλονίκη 1967, σ.195]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 93)
δ. «Μολονότι το πολιτικό μυθιστόρημα του Fénelon, ήταν προϊόν μυθοπλασίας, οι Έλληνες το διάβασαν ως ιστορική αναφορά στον προγονικό τους πολιτισμό», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 94)
ε. «Οι ιδέες που διακρίνονταν μέσα από τις σελίδες του εγκυκλοπαιδικού πανοράματος του αρχαίου πολισμού του Rollin [..] Εμπεριείχαν μια παραδοχή της υπεροχής της κοσμικής ιστορίας και την αναγνώριση της αξίας αρχαίων πολιτισμών, που ωστόσο κόμιζαν μια διαφορετική πρόταση από αυτήν που υπέβαλλε η αυθεντία των Γραφών», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 98)
στ. «Παράλληλα, εκδηλώθηκε η τάση, ιδίως μεταξύ όσων καλλιεργούσαν την νέα ιστορική συνείδηση και ενστερνιζόταν τη συλλογική ταυτότητα που συνδεόταν με αυτή, να υποβαθμιστεί η χριστιανική περίοδος της ελληνικής ιστορίας, που συνέδεε τους νεότερους Έλληνες περισσότερο με το βιβλικό παρά με το κλασικό τους παρελθόν», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 104)
ζ. «Η γνώση της αρχαίας ιστορίας ήταν πρωταρχικά χρήσιμη εξαιτίας του ηθικού της περιεχομένου. Αποτελούσε την κυριότερη πηγή των ηθικών διδαγμάτων που υποδείκνυαν τους κανόνες της "πολιτικής επιστήμης"», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 117)
η. «Υπό την εξουσία χριστιανών κυρίων, όπως οι Φράγκοι ευγενείς και η βενετική εμπορική ολιγαρχία, η εκμετάλλευση, η καταπίεση και τα δεινά υπήρξαν χειρότερα απ’ ότι υπό την εξουσία των Τούρκων», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 121)
θ. «Ο χριστιανισμός και οι αιρέσεις του, ο Ιουδαϊσμός, το Ισλάμ, ακόμη και ο ειδωλολατρικός παγανισμός περιγράφονται με την ίδια ουδετερότητα [Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, γεωγραφία Νεωτερική, Βιέννη 1791, σσ. 76-83]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 141)
ι. «Η μοναδικότητα της ελληνικής εμπειρίας συνίστατο στην έντονη πολιτική χροιά της διαμάχης. Ο Διαφωτισμός αμφισβητούσε την αυθεντία του συμβατικού αριστοτελισμού αλλά και καλλιεργούσε στους νεότερους έλληνες τη συνείδηση της εθνικής και πολιτισμικής καταγωγής τους από την κλασσική Ελλάδα. Αυτή υπήρξε η επαναστατική ανακάλυψη που διέσπασε την παραδοσιακή χριστιανική πολιτισμική παράδοση, της οποία η αυτοσυνείδηση μέχρι τότε οριζόταν από την κοινή βιβλική καταγωγή των χριστιανικών λαών», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 224)
ια. «Επιπλέον υπήρχαν εκείνοι οι εξωφρενικοί υποκριτές, που ισχυρίζονταν ότι η συλλογική δυσπραγία ενός αιχμάλωτου έθνους δεν μπορούσε να του επιτρέψει την πολυτέλεια της δαπάνης, που απαιτούσε η αναμόρφωση της εκπαίδευσης. Ξεχνούσαν φυσικά όλα εκείνα τα περιττά έξοδα που αφιερώνονταν σε θρησκευτικούς σκοπούς, τις "ιεροδοξίες", που θα μπορούσαν να συντηρήσουν μια έξοχη ακαδημία», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 241)
ιβ. «Η αρχική αμφιβολία των συγγραφέων της Νεωτερικής γεωγραφίας σύντομα διαλύθηκε στο πνεύμα των συντηρητικών, που ήδη αισθάνονταν αμηχανία απέναντι στην εξάπλωση των εκκοσμικευμένων αξιών του Διαφωτισμού στην κοινωνία, και ιδιαίτερα ανάμεσα στις μορφωμένες γενεές του ορθόδοξου γένους», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 271-272)
ιγ. Ρήγας Βελεστινλής: «Στις μεγάλες πόλεις έπρεπε επίσης να διδάσκονται η γαλλική και η ιταλική, ως γλώσσες του Διαφωτισμού [Ρήγας Βελεστινλής, Τα δίκαια του ανθρώπου, άρθρα 16-34]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 323)
ιδ. «Ο ανώνυμος πατριώτης, ορμώμενος από το ζήλο της ελευθερίας, κατέληγε στη βίαιη επίθεση του κατά της Εκκλησίας καλώντας τους ιεράρχες και όλους τους Έλληνες κληρικούς να ασπασθούν τη δική του εκδοχή της αρετής. Συντασσόμενοι με το μακρόπνοο σχέδιο της ηθικής αναμόρφωσης που απαιτούσε η ανασυγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας, θα απελευθερώνονταν και οι ίδιοι από το άχθος της προδοσίας και θα αποκαθιστούσαν την ευαγγελική αξιοπρέπεια της Εκκλησίας, την οποία απαιτούσαν απ’ αυτούς όλοι οι πατριώτες και ιδιαίτερα οι συμβουλές του "νέου Ἱπποκράτους, τοῦ ἐναρέτου φιλοσόφου Ἕλληνος, τοῦ ἐν Παρισίοις κυρίου Κοραῆ".», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 358)
ιε. «Μετά την αποκρυστάλλωση της ιδεολογικής διαμάχης μεταξύ των οπαδών και των αντιπάλων του Διαφωτισμού, η εκκλησία , ως ενσυνείδητος υπερασπιστής της παραδοσιακής τάξης και των συμβατικών αξιών, ανέλαβε μαχητικές πρωτοβουλίες περιστολής και εξάλειψης των νέων ιδεών, προκαλώντας έτσι την οργισμένη κριτική της φωτισμένης (;!) διανόησης. Η υιοθέτηση του Αντιδιαφωτισμού ως επίσημης πολιτικής από την Εκκλησία, σε συνδυασμό με τα εξόφθαλμα κρούσματα διαφθοράς στις τάξεις της ιεραρχίας και του μοναχισμού, παρέσχε τα επιχειρήματα που χρειάζονταν οι οπαδοί της φιλοσοφίας και της ελευθερίας για την ιδεολογική τους σταυροφορία. Κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων δεκαετιών του δέκατου ένατου αιώνα, ενώ ο Διαφωτισμός φαινόταν να έχει φτάσει πλέον σε στάδιο ωριμότητας και αυτοπεποίθησης, ο αντικληρικαλισμός αποτελούσε το ουσιαστικό περιεχόμενο των αιτημάτων της πολιτισμικής ανανέωσης και της εθνικής αναβίωσης. Αυτό εκφράζονταν ιδίως σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ιδεολογικής διαμάχης σε σχέση με το περιεχόμενο της εκπαίδευσης. Και οι δύο πλευρές γνώριζαν ότι ο έλεγχος του εκπαιδευτικού συστήματος και του εγκοινωνισμού των νεότερων γενεών θα ήταν τελικά ο καθοριστικός παράγοντας για την έκβαση της σύγκρουσης. Εξαιτίας της απουσίας τυπικών δομών οργανωμένης πολιτικής ζωής, το εκπαιδευτικό σύστημα και η συζήτηση για το περιεχόμενο των σπουδών αποτέλεσαν το πρωταρχικό πεδίο της ιδεολογικής διαμάχης.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 272-273)
ιστ. Στο «Λίβελλον κατὰ τῶν Ἀρχιερέων» αναφέρεται: «"[...] Οἱ Ἀρχιερεῖς μισούσι τὸ φῶς τῆς φιλοσοφίας καθὼς οἱ 'φθαλμιῶντες τὸν ἥλιον ἤ καθὼς οἱ κλέπται τοὺς λύγχνους. Οἱ Ἀρχιερεῖς θέλουσι τοῦς νέους Γραικοὺς ἀμαθεῖς καὶ ἀπαιδεύτους, διὰ νὰ κύπτουσι τὸν αὐχένα ὡς ἄλογα κτήνη εἰς τὸν γυζὸν τῆς πλάνης. Θέλουσι τοὺς Χριστιανοὺς ἀμαθεῖς, διὰ νὰ πιστεύωσιν ὡς δόγματα πίστεως τὰ ἐφευρήματα τῆς δεισιδαιμονίας, τὰ ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπελέγχει ὡς αἱρέσεις. Μισοῦσιν οἱ Ἱεροὶ τοῦ γένους τὸν φωτισμὸν διότι πειράζει τὰ παράνομα αὐτῶν εἰσοδήματα καὶ τὰ ἄδικα δικαιώματα. Μισοῦσιν τοῦ γένους τὸν φωτισμὸν ἐπειδὴ αὐτὸς εἶναι ἡ δίστομος μάχαιρα ἥτις μέλλει νὰ κατακόψῃ τὰς κεφαλὰς τῆς πολυκεφάλου ὕδρας, λέγω τῆς δεισιδαιμονίας [...]
Δυσχαιρένουσιν οἱ Ἅγιοι ὅταν βλέπωσιν ἐκδιδόμενα εἰς φῶς βιβλία ἐπιστημονικὰ καὶ φιλολογικὰ, τὰ ὁπόῖα φωτίσουζι τὸ γένος. [...] δίδαξόν μας, λέγω καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ πάτερ, οὐχὶ τὴν ὑποταγὴν τοῦ κόσμου ἀλλὰ τὸ καλῶς ζῆν ἐν τῷ κόσμῳ, οὐχὶ τὴν μισανρθωπίαν τοῦ Τίμωνος, ἀλλὰ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Σωκράτους, οὐχὶ ὀπτασίας ἀλλὰ ἡθικὴν, [...] οὐχὶ τὰ ὑπὲρ ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὰ ὠφέλιμα εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ τὰ καθήκοντα τῆς πολιτικὴς κοινωνίας", σσ. 119-122», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 376-378)
ιζ. «Αυτές [Χριστόφορου Παμπλέκη, Ελληνικής Νομαρχίας, Λίβελλου κατά Αρχιερέων], ωστόσο, ήταν οι οριακές περιπτώσεις που εκπροσωπούσαν εξαιρετικά ρηξικέλευθες και καθόλου τυπικές θρησκευτικές απόψεις. Στο σύνολό του ο ελληνικός Διαφωτισμός δεν ήταν αντιχριστιανικός στις αρχές του. Ο αντικληρικαλισμός ήταν το αναπόφευκτο προϊόν της διαφθοράς στους κόλπους της Εκκλησίας, αλλά η εσωτερική κριτική της πίστης παρέμενε πέρα από τους συνειδητούς στόχους της πλειονότητας των εκπροσώπων του ελληνικού Διαφωτισμού. Αν η κριτική και η καταγγελία της διαφθοράς του κλήρου στην ουσία υπονόμευε την πίστη θέτοντας υπό αμφισβήτηση της ακεραιότητα της θρησκείας ως οργανικού συστήματος πεποιθήσεων και συμπεριφοράς , αυτό αποτελούσε σε μεγάλο βαθμό απρόβλεπτη συνέπεια της θρησκευτικής κριτικής. Το στοιχείο αυτό φυσικά αποτελεί γενικό χαρακτηριστικό της διαδικασίας της εκκοσμίκευσης. Στη γενική του θρησκευτική στάση ο ελληνικός Διαφωτισμός, όπως άλλωστε και ο γερμανικός Διαφωτισμός, καθώς και άλλα παρόμοια κινήματα στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, δεν διαλάμβανε παρά παραινέσεις για εξαγνισμό της πίστης και ανόρθωση των ηθών των διακόνων της, τις υπηρεσίες των οποίων ήθελε να εντάξει στη γενική προσπάθεια για κοινωνική αναμόρφωση.
Το ζήτημα της θρησκευτικής κριτικής στον ελληνικό Διαφωτισμό κατά συνέπεια μπορεί να διευκρινιστεί με τους όρους μιας τυπολογίας θεωρητικών στάσεων. Εκτός από την παραδοσιακή χριστιανική κριτική των κακών κληρικών, που με κανέναν τρόπο δεν αποτελούσε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Διαφωτισμού, η νέα φιλοσοφία ανέπτυξε δύο άλλες προσεγγίσεις στο πρόβλημα της Εκκλησίας. Η μια ήταν εκείνη που συνδεόταν με τον αντικληρικαλισμό του πολιτικού ουμανισμού, ο οποίος, στις περισσότερες περιπτώσεις, προσπαθούσε να διασώσει τα βασικά στοιχεία του ορθόδοξου δόγματος και τόνιζε ότι το μόνο που ζητούσε ήταν η αποκάθαρση της Εκκλησίας και η αναβίωση της γνήσιας ευαγγελικής πίστης. Αυτό βεβαίως ισοδυναμούσε κατ’ ουσίαν με την υιοθέτηση προτεσταντικών θέσεων παρά την διακήρυξη της αυστηρής Ορθοδοξίας των οπαδών της αντίληψης αυτής, μερικοί από τους οποίους, όπως ο Μοισιόδαξ και οι συγγραφείς της Νεωτερικῆς Γεωγραφίας, ήταν οι ίδιοι κληρικοί της Εκκλησίας. Η δεύτερη προσέγγιση ήταν εκείνη, την οποία εκπροσωπούσαν οι πιο τολμηροί επικριτές της θρησκείας, η αρχική στάση των οποίων διαμορφωνόταν με βάση τα αξιώματα του ευρωπαϊκού δεϊσμού. Υπό την πίεση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης, ωστόσο, οι Έλληνες δεϊστές μετατοπίστηκαν προς μια εωτερική κριτική και απόρριψη των θεμελιακών αρχών της θρησκευτικής πίστης -κάτι το οποίο οι εκπρόσωποι του πολιτικού αντικληρικαλισμού, έχοντας συνείδηση των απαιτήσεων της πολιτικής στρατηγικής, και ίσως θεωρητικά αβέβαιοι και οι ίδιοι σχετικά με τη θρησκεία, απέφυγαν προσεκτικά να πράξουν.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 379-380)
ιη. Ο Κοραής θεωρούσε την ουσιαστική μόρφωση υπέρ της οποίας τάσσονταν ως «την έννοια της πνευματικής καλλιέργειας που θα συνδύαζε την ηθική της κλασσικής εποχής με τη σύγχρονη φιλοσοφία και επιστήμη. Επέμενε ότι η αναγέννηση στην Ευρώπη είχε συντελεστεί με αυτόν τον τρόπο και κατά συνέπεια η αναγέννηση ης Ελλάδας μπορούσε να επιτευχθεί με την ίδια μέθοδο [Αδαμάντιος Κοραής, Συλλογή Προλεγομένων, επιμ. Φ. Φουρναράκη, τομ. Α, Παρίσι 1833, σσ.249-251]: "Περισσότερον ἤθελ’ ὠφελήσειν τὸ γένος σήμερον ὅστις καίει παρὰ ὅστις γράφει Γραμματικάς" [ό.π, σελ. 67]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 398)
ιθ. «Αυταπάρνηση, ολιγάρκεια, ξερίζωμα των ατομικών παθών, αφοσίωση στην υπόθεση του εθνικού διαφωτισμού και της ηθικής αναγέννησης, ομόνοια στην επιδίωξη των κοινών στόχων και φλογερό ενδιαφέρον για την κοινή ευημερία -αυτά τα ηθικά συναισθήματα άρμοζαν στις ελληνικές ψυχές. Τα κλασσικά έργα έβριθαν από παραδείγματα και θα ’πρεπε να εμπνέουν τους ηθικούς αγώνες των νεότερων Ελλήνων. Από την έρευνα των κλασσικών κειμένων ο Κοραής αντλούσε ηθικά πρότυπα και παρακινούσε τους συγχρόνους του να τα μιμηθούν, αν επιθυμούσαν να αναστήσουν τη δόξα της Ελλάδας. Δεν μπορούσε να υπάρξει οδός προς την ελευθερία, αν όσοι είχαν ενστερνιστεί αυτά τα ιδεώδη, δεν έστεργαν το κοινωνικό ήθος του πολιτειακού ριζοσπαστισμού. Ο Κοραής είχε φτάσει στις θεωρητικές αυτές θέσεις μελετώντας την πολιτική φιλοσοφία του Rousseau. Γι’ αυτό και την εποχή αυτή ακριβώς αναγγέλλει την πρόθεσή του να μεταφράσει το Πολιτικόν Συνάλλαγμα, εις το οποίον "ὁ περίφημος Ρουσσὼς [...] ἐξετάζει τὰ γενέθλια τῆς πολιτικῆς κοινωνίας" [Πρβλ. σχόλια στο Cesare Beccaria, Περί Αμαρτημάτων και ποινών πολιτικώς θεωρουμένων, μετάφραση Διαμαντή Κοραή, Παρίσι 1802, σελ. 210].
Η στροφή προς το Rousseau προσέδιδε στον ηθικό προβληματισμό μια έντονα πολιτική διάσταση. Η πλήρης αναμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας και η ηθική στράτευση είχαν ως αναγκαίο επακόλουθο την κοινωνική επανάσταση. Το ελληνικό πρόβλημα είχε επιτέλους τεθεί με αναμφίλεκτους πολιτικούς όρους. Η αρχική σύλληψη, που το έβλεπε ως υπόθεση πολιτισμικής ανανέωσης, είχε διευρυνθεί, έτσι ώστε να περιλαμβάνει τις προοπτικές της ηθικής στράτευσης και της πολιτικής δράσης ως προϋποθέσεις της εθνικής αναβίωσης.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 404)
κ. το παράλογον της αντικατάστασης
«...ο Κοραής προχώρησε στην ανασκευή της θεωρίας κατά την οποία η διάκριση του αγαθού από το κακό και του ορθού από το εσφαλμένο είναι απλά ζήτημα κοινωνικής σύμβασης. Εναντίον αυτής της άποψης υποστήριζε ότι η δικαιοσύνη πηγάζει από τη φύση των πραγμάτων, από τη φυσική τάξη του κόσμου. Για να ενισχύσει τα επιχειρήματά του επικαλέσθηκε τις μαρτυρίες της κλασικής σοφίας και της ευαγγελικής αλήθειας [Διατριβὴ αὐτοσχέδιος περὶ τοῦ περιβοήτου δόγματος τῶν Σκεπτικῶν φιλοσόφων καὶ σοφιστῶν "Νόμῳ Καλόν, Νόμῳ Κακόν", δημοσιευμένο με το ψευδώνυμο Στ. Πανταζής και εικονικό τόπο έκδοσης Λιψία, αλλά Βιέννη 1819, σσ. 2-3] [...] με το κύρος της αυθεντίας των αρχαίων και της Αγίας Γραφής, ο Κοραής κατέληγε θεωρώντας ότι είχε θεμελιώσει τις θέσεις του.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 410-411)
κα. «Το έργο αυτό κατά τον Κοραή ήταν πολύ δυσκολότερο γιατί, αν η κατάκτηση της ελευθερίας απαιτούσε μόνον ανδρεία και ηρωισμό, η διατήρηση της προϋπέθετε δικαιοσύνη, σύνεση και αρετή [Ἀριστοτέλους πολιτικῶν τὰ σωζόμενα, επιμ. Α. Κοραή, Παρίσι 1821, σ. ρμβ]. Επομένως, ο Κοραής θεωρούσε ότι αυτό που χρειάζονταν οι Έλληνες ως προπαρασκευή για να ζήσουν ως ελεύθεροι πολίτες ήταν η ακριβής γνώση των αρχών της πολιτικής επιστήμης , "ἥτις ἄλλο δὲν εἶναι παρὰ ἡ τέχνη πῶς νὰ συζῶσι μετ’ ἀλλήλων εἰρηνικῶς οἱ ἄνθρωποι".», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 412)
κβ. «Το ενδιαφέρον του για τα συγκεκριμένα κοινωνικά προβλήματα εκδηλώθηκε με την επιμονή του στην ανάγκη να ρυθμιστεί η θέση του κλήρου στην ανεξάρτητη Ελλάδα. Η στάση του αυτή δείχνει όχι μόνο τις προδιαθέσεις που του είχε ενσταλάξει ο πολιτικός ριζοσπαστισμός, αλλά και τις υποψίες του ως προς τους ενδεχόμενους εχθρούς της δημοκρατικής διαμόρφωσης της ελληνικής κοινωνίας. Γι’ αυτό επέμενε ότι έπρεπε να υπάρξει ιδιαίτερη μέριμνα για την επιλογή των κληρικών, την εκπαίδευσή τους και τη ρύθμιση των δραστηριοτήτων τους στους κόλπους του νέου κράτους. Ο Κοραής ήταν ο πρώτος που υπέδειξε την ανάγκη να χειραφετηθεί η Εκκλησία της ελεύθερης Ελλάδας από το διοικητικό έλεγχο του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, όσο το τελευταίο εξακολουθούσε να παραμένει υπό το ζυγό της τυραννίας [Ἀριστοτέλους πολιτικῶν τὰ σωζόμενα, επιμ. Α. Κοραή, Παρίσι 1821, σσ. ρκ-ρκδ]. Αυτό που στην ουσία προτείνει ο Κοραής στα οκτώ άρθρα του για τη ρύθμιση των εκκλησιαστικών θεμάτων, είναι η πολιτική αναδιοργάνωση της Εκκλησίας ως βραχίονα του κοσμικού κράτους, κατά το προτεσταντικό πρότυπο», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 415) και τώρα που η τυραννία έφυγε, παραμένει αυτόνομο.
κγ. «Ήταν επομένως απόλυτα λογική η απόπειρά του να επιστρατεύσει την υποστήριξη της εκκλησίας στη σταυροφορία του Διαφωτισμού. Έχοντας αυτόν τον στόχο, ο Κοραής δεν δίστασε ποτέ να διακρίνει τους ενάρετους από τους διεφθαρμένους κληρικούς και να επαινεί οποιεσδήποτε διαφωτιστικές πρωτοβουλίες συνέβαινε να παρατηρήσει μεταξύ των ανώτερων κληρικών. Οι απόψεις του για τη θρησκεία και την εκκλησία εκτίθενται συστηματικά στο σημαντικό σώμα των θεολογικών του συγγραμμάτων, τα οποία επιδίωκαν να αποκαθάρουν την ορθόδοξη πίστη από ότι ο Κοραής θεωρούσε ως δεισιδαιμονία και να μεταρρυθμίσουν τη θρησκεία σε τρόπο ώστε να ενσωματωθεί αποτελεσματικά στο φάσμα των κοινωνιολογικών προϋποθέσεων της γενικότερης πολιτικής αναμόρφωσης. []», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 416)
κδ. «Πράγματι, ως κορύφωση της πορείας του Διαφωτισμού στην ελληνική σκέψη, αντιπροσώπευε την τελική αναίρεση και υπέρβαση μιας προγενέστερης σύνθεσης, που συνιστούσε την πολιτική θεωρία, σε αντίθεση προς την οποία είχε συντελεστεί η ιδεολογική μεταβολή. Μια ευκρινής πλέον ελληνική εθνική συνείδηση είχε εκτοπίσει την κοινή ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση που οι Ρωμαίοι της Ανατολής είχαν κληρονομήσει από το Βυζάντιο. Ο προσδιορισμός της πολιτικής κοινότητας υπό το πνεύμα του πολιτικού ουμανισμού προβαλλόταν σε αντίθεση προς το ιεραρχικό προστατευτισμό της χριστιανικής μοναρχίας. Μια σύγχρονη εκκοσμικευμένη παιδεία, βασισμένη στην αναβίωση του κλασσικού ανθρωπισμού, προβαλλόταν ως υποκατάστατο της παραδοσιακής θρησκείας στον ορισμό της κοινωνικής ηθικής και ως εννοιολογικό πλαίσιο αυτογνωσίας.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 426)
κε. «Η ανδρεία και η αρετή των πρωταγωνιστών, εκφρασμένη δραματικά με την πρόθυμη αυτοθυσία στο όνομα της ευγενικής φιλίας, έφερναν στο προσκήνιο την ηρωική ηθική των αρχαίων Ελλήνων, τους οποίους ονειρεύονταν να μιμηθούν οι νεότεροί τους απόγονοι. Έτσι, οι λογοτεχνικές επιδιώξεις του Ρήγα, ενοποιημένες στο συγκινησιακό τους περιεχόμενο από τον πόθο για ελεύθερη συναισθηματική έκφραση, ενσωματώθηκαν σ’ ένα ευρύτερο πατριωτικό πρόγραμμα αναβίωσης της ελληνικής αρετής [όχι χριστιανικής]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 300)
κστ. «ο Δαπόντες εκθείαζε τον ηρωισμό του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, ενώ τοποθετούσε τον Αχιλλέα, τον Ηρακλή, τον Θησέα και τον Αλέξανδρο στο ίδιο βάθρο με τον Σαμψών», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 91)
κζ. «Η γνωριμία του παρελθόντος σήμαινε για το αναγνωστικό κοινό του Διαφωτισμού εξοικείωση με τον τρόπο ζωής και τη δυναμική του πολιτισμού των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Αυτό βέβαια συνεπαγόταν σαφή ιδεολογική διάσταση από την εξιστόρηση εξαιρετικών συμβάντων με μεταφυσική σημασία, η οποία συνιστούσε το περιεχόμενο των παραδοσιακών χρονικών. [...] Η νέα προσέγγιση στη μελέτη του παρελθόντος, με άξονα πλέον τον πολιτισμό, αποτέλεσε το δίαυλο δια του οποίου ο Διαφωτισμός διοχέτευσε τις πολιτικές ιδέες και τις ηθικές αξίες της κλασσικής εποχής στη νεότερη ελληνική σκέψη». (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 101)
κη. «Ο ορίζοντάς τους, άλλωστε καθοριζόταν από τη γεωγραφία της θρησκευτικής πίστης, που είχε ως πέρας το προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα. Η επίδραση του Διαφωτισμού αντικατέστησε την προσδοκία του ευλαβικού προσκυνήματος με την αναζήτηση της γνώσης [σήμερα τουρισμός του σεξ] και την ελπίδα της σωτηρίας με την εμπειρία της πνευματικής απελευθέρωσης [σημερινή θεολογική άγνοια]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 126)
κθ. Παρακάτω διαφαίνεται ο τρόπος με τον οποίο η Χριστιανική παράδοση διαγράφτηκε από την ελληνική - ρωμαίικη εκπαίδευση με το δούρειο ίππο /πρόσχημα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, η οποία αφού στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε κατά μεγάλο μέρος στο σημερινό ελληνικό σχολείο (2010) κι οδεύει ίσως προς απόλυτη φραγή στο μέλλον, εντούτοις είχε καταφέρει εν τω μεταξύ να εξοβελίσει τη γνήσια πατερική σκέψη από τους μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου, αντικαθιστώντας την με αδιάφορα πολιτικά κείμενα που μιλούν για πολέμους και κομματικές ή εξουσιαστικές αντιδικίες που τίποτα άλλο δεν κάνουν παρά να μεγαλώνουν την ηθική απελπισία των μαθητών, καθώς αυτοί αντιλαμβάνονται ότι για χιλιάδες χρόνια η πολιτική δεν έχει τόσα όμορφα ή καλύτερες πράξεις να επιδείξει για την κοινωνική διαβίωση των προσώπων από ότι η σημερινή αδηφάγα πολιτική πολέμων, σκανδάλων, απατών και επαναλαμβανόμενων «οἰκομικῶν κρίσεων»· ηθική απελπισία που μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με την παρηγοριά της αιώνιας βασιλείας του Θεού:
«Η απαγγελία και η ερμηνεία πατερικών κειμένων, τα οποία διέστρεφαν την ελληνική γλώσσα, καθώς και η άχαρη απομνημόνευση γραμματικών πραγματειών της ύστερης βυζαντινής περιόδου θα ’πρεπε να αντικατασταθούν με ένα πρόγραμμα διδασκαλίας των ίδιων των κλασσικών κειμένων. Αρχαία κείμενα με ουσιαστικό ενδιαφέρον και ζωντάνια, όπως οι μύθοι του Αισώπου, θα μπορούσαν να κινήσουν το ενδιαφέρον των μικρών παιδιών και τα κείμενα αρχαίων ιστορικών, όπως ο Ηρόδοτος, ο Αρριανός και ο Ξενοφών, θα αποτελούσαν ελκυστικά αναγνώσματα, που θα όξυναν τα πνεύματα των μαθητών και θα καλλιεργούσαν την ηθική τους αίσθηση. Το ανανεωμένο πρόγραμμα της κλασσικής εκπαίδευσης θα ’πρεπε να συνεχίζεται με το Δημοσθένη και να κορυφώνεται με τον Θουκυδίδη. Τα κείμενα όφειλαν να μελετώνται μέσα στο ιστορικό και πολιτισμικό τους πλαίσιο, έτσι ώστε να διευκρινίζονται τα σημαντικά πολιτικά τους νοήματα και να καλλιεργείται το αίσθημα της κοινής ταυτότητας, της "ὁμοφυλίας", μεταξύ των αναγνωστών» , (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 237-238)
Επιπλέον ακόμη κι η ίδια η χριστιανική θέωση που παρέχει η Αγάπη του Ιησού Χριστού, μετέπειτα αντικαταστάθηκε με ασήμαντες πολυλογίες ηθικολόγων, όταν ανάμεσα στα προτεινόμενα μαθήματα που τα καθιστούσε απαραίτητα «η πρόοδος του Διαφωτισμού» προτάθηκε και η «ηθική φιλοσοφία, για την διδασκαλία της οποίας [επί παραδείγματι] ο Μοισιόδαξ είχε μεταφράσει το δίτομο έργο του Muratori [Πρβλ. Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Πραγματεία περί παίδων αγωγής ή Παιδαγωγία, Βενετία 1779, σσ. 110-137, 144-147, 157-158, 160-165]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 238)
λ. «Ταυτόχρονα ένας καινούργιος όρος θα κρατήσει την προσοχή μας. Στους τίτλους που αναφέρω εδώ θα μπόρεσε κιόλας ο αναγνώστης να παρατηρήσει τα "εὐτυχῶς" (νὰ ζήση τιμίως καὶ εὐτυχῶς) και "γαλήνη" (νὰ ζήσῃ τινὰς ἔν εἰρήνῃ καὶ γαλήνῃ)· πρόκειται πια για προβλήματα καθαρά επίγεια. Η μετατόπιση αυτή των κοινωνικών αξιών είναι αισθητότερη μέσα σε μια άλλη σημασιολογική εξέλιξη:στη σπουδαιότητα την οποία παίρνει ο όρος "εὐδαιμονία" στους τίτλους των έργων που έρχονται να αντικαταστήσουν τα εμπνευσμένα από τη θρησκεία παλαιά εγχειρίδια: "Ἀληθὴς εὐδαιμονία" (1791), "Ἀληθὴς ὁδὸς εἰς τὴν εὐδαιμονία", δηλαδή την ευτυχία σ’ αυτόν τον κόσμο, αφήνονταν κατά μέρος το πρόβλημα που επρώτευε άλλοτε, την "μακαριότητας", της ευτυχίας, στον άλλο κόσμο»., (Πηγή: Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Κ.Θ. Δημαράς, Έκδοση Ε΄, Νεοελληνικά Μελετήματα Ερμής, Αθήνα 1989, σελ. 254)
6. Απόκρυψη της αντιχριστιανικής δράσης του διαφωτισμού
α. «Με τον τρόπο αυτόν είχε τη δυνατότητα [ο Κοραής] να ανασκευάσει και να καταρρίψει τα επιχειρήματα του έργου αυτού [Διδασκαλία Πατρική], χωρίς να εμπλακεί σε κατά μέτωπο επίθεση κατά της Εκκλησίας. Έτσι προσπαθούσε ν’ αποφύγει την ανοικτή ρήξη που θα εξέθετε την υπόθεση του Διαφωτισμού στον κίνδυνο να φανεί αντιθρησκευτική», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 278)
β. «Το βασικό ερώτημα που ανακύπτει απ’ όσα έχουν προηγηθεί είναι το ακόλουθο: ήταν ο αντικληρικαλισμός του Διαφωτισμού μια απλή επίθεση κατά της διαφθοράς του κλήρου, μια κριτική, έστω δριμεία, των ηθικών αποτυχιών της εκκλησιαστικής ηγεσίας, κινημένη από γνήσια αφοσίωση στις πνευματικές και ηθικές απαιτήσεις της πίστης, όπως επέμεναν οι περισσότεροι από τους επικριτές της Εκκλησίας, ή η οξεία κριτική του κλήρου στην πραγματικότητα συνεπαγόταν την υιοθέτηση της φυσικής θρησκείας του Διαφωτισμού, οδηγώντας λογικά σε αμφισβήτηση των ίδιων των θεμελίων της ορθόδοξης πίστης; Οι απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα δεν είναι εύκολες, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη την προφανή αντίφαση μεταξύ των δηλωμένων ορθόδοξων προθέσεων ορισμένων συγγραφέων από τη μια πλευρά και της αντιθρησκευτικής χροιάς των επιχειρημάτων από την άλλη.
Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση τόσο της Ελληνικής Νομαρχίας όσο και του Λιβέλλου κατά των Αρχιερέων. Οι διαβεβαιώσεις των συγγραφέων για τη γνησιότητα της εμμονής τους στην ευαγγελική αλήθεια και την Ορθοδοξία δεν μπορούν να κρύψουν τις διάφανες δεϊστικές θρησκευτικές τους προτιμήσεις, οι οποίες αντανακλώνται στην πρόκριση μιας απλουστευμένης και εξορθολογισμένης θρησκείας. Από αυτή την άποψη θα ήταν εύλογο να υποστηρίξει κανείς ότι οι περί της Ορθοδοξίας διακηρύξεις υπαγορεύονται κατά πρώτο λόγο από τακτικές σκοπιμότητες, συνδεδεμένες με την επιδίωξη της ευρύτερης δυνατής απήχησης για την επιχειρηματολογία τους, η οποία απευθυνόταν σε κοινό έντονα προσηλωμένο στη θρησκεία. Φαινόμενα θρησκευτικής κριτικής που ήδη μνημονεύσαμε, όπως ο αντικληρικαλισμός της Νεωτερικής Γεωγραφίας και η αντινομία που επισήμανε ο Μοισιόδαξ μεταξύ παιδευτικής προόδου και των απαιτήσεων της θρησκείας, αντιπροσώπευαν ουσιαστικά πρώιμες εκδηλώσεις αυτής της πνευματικής στάσης. Η θρησκευτική στάση του Κοραή, όπως θα παρουσιαστεί στο επόμενο κεφάλαιο, μπορεί να γίνει σε μεγάλο βαθμό αντιληπτή με ανάλογους όρους.
Σε πιο ακραίες περιπτώσεις, όπως εκείνες του Παμπλέκη και του "Ανώνυμου του 1789", τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα. Η θρησκευτική τους κριτική ξεπερνούσε το δεϊσμό, φτάνοντας σε αμφισβήτηση, ανασκευή, ακόμη και διασυρμό βασικών θρησκευτικών δογμάτων και εκκλησιαστικών μυστηρίων -μια θέση που στην ουσία ισοδυναμούσε με απόρριψη της θρησκευτικής πίστης. Μερικές αιχμές της επιχειρηματολογίας του Λιβέλλου κατά των Αρχιερέων, και ιδιαίτερα η άποψη ότι η θρησκεία υπνωτίζει τις μάζες- πράγμα που σχεδόν θυμίζει τη μεταφορά για το "ὄπιο τοῦ λαοῦ", μπορούν να θεωρηθούν ως ένδειξη κάποιας συνάφειας αυτού του κειμένου με το ρεύμα του αντικληρικαλισμού, που εξελίχθηκε σε κριτική της ίδιας της πίστης.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 377-378)
7. Εμφάνιση των αρχαίων θεών εις τα λόγια κείμενα
α. «Η σοφία της [Αικατερίνης] κατά τον Ψαλίδα κατοπτριζόταν στη νομοθεσία της, την οποία μιμούνταν άλλοι φωτισμένοι μονάρχες της Ευρώπης. Εξάλλου, στην επιστολή του, απευθυνόμενος στην Αικατερίνη, έγραφε: "ἡ Σὴ γαρ φρόνησίς τε καὶ ἀνδρεία πρὸς τὴν ἁπάντων εὐδαιμονίαν ἀφορᾷ. Διὸ καὶ σηκοὶ Μουσῶν, σηκοὶ Ἀρεώς τε καὶ Ἀθηνᾶς, σηκοὶ Ἀπόλλωνος καὶ Διὸς ἐγείρονται· "[Αθανάσιος Ψαλίδας, Ἀληθὴς εὐδαιμονία ἤτοι βάσις πάσης θρησκείας. Vera felicitas sive fundamentum omnis religionis, Βιέννη 1792, σσ. 3-5]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 188)
β. «Αυτή ήταν η φύση του οθωμανικού καθεστώτος κατά τον Ανώνυμο. Τα άθλια αποτελέσματά του αποκάλυπτε η ηθική κατάπτωση των ηγετικών τάξεων, μεταξύ των υποδούλων, που είχαν συνθηκολογήσει με την τυραννία. Στην ανάλυση της κοινωνιολογίας της δουλείας, ο Ανώνυμος ο Έλλην είχε επανειλημμένα αναφερθεί σ’ αυτούς τους θαλαμηπόλους της τυραννίας. Αυτοί δεν ήταν άλλοι από τους μεγαλογαιοκτήμονες και τους τοπικούς προύχοντες που ενεργούσαν ως ενδιάμεσοι μεταξύ των Οθωμανών τυράννων και της καταπιεσμένης αγροτιάς και καθόλου δεν διέφεραν από τους πρώτους σε αρπακτικότητα και σκληρότητα. Διεφθαρμένοι από τις συνήθειες της τυραννίας και απαχαλινωμένοι εξαιτίας της παντελούς απουσίας νόμων, ενεργούσαν με ασυγκράτητη απληστία στην είσπραξη των φόρων, δικαίωμα το οποίο νοίκιαζαν από τους Οθωμανούς κυρίους τους. Οι άφρονες και μωροί αυτοί άνθρωποι, "ὁποὺ κραζονται προεστοὶ καὶ ἄρχοντες, οἱτινες, ἀπὸ τὴν βρωμερὰν συνήθειαν, ἔχασαν σχεδὸν καὶ τὴν ἐντροπὴν τῶν ἀνθρώπων καὶ τὸν φόβον τῶν θεῶν", παρέμεναν αδιάφοροι απέναντι στα δεινά των χριστιανών συμπατριωτών τους. Δεν ήταν απλώς πιστοί υπηρέτες της τυραννίας, υπό την σκέπη της οποίας ευδοκιμούσαν, αλλά ήταν και οι χειρότεροι εχθροί του δούλου γένους τους.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 354)
γ. «Τα σχέδια αυτά [τα μυστικά της Αικατερίνης της Μεγάλης] αποσκοπούσαν στην επαναφορά της σοφίας της Παλλάδας Αθηνάς στην Ελλάδα και στην απελευθέρωση της χώρας από τα κατάλοιπα της βαρβαρότητας. [Αθανάσιος Ψαλίδας, Αικατερίνα η Β΄, Βιέννη 1792, σσ. 3-5]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 190)
δ. «Ἂς ἐξετάσωμεν τώρα τὰς αἰτίας, ὁποὺ ἀποκαταστῶσιν εὔκολον τὴν ἐπανόρθωσιν τῶν Ἑλλήνων· πρώτη λοιπόν, εἶναι ἡ προχώρησις τοῦ γένους μας εἰς τὰ μαθήματα. Ὤ, πόση διαφορὰ εὑρίσκεται εἰς τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ δέκα χρόνους ἕως τὴν σήμερον! Μεγάλη, ὦ ἀδελφοί μου, μεγαλοτάτη καὶ καθ᾿ ἑκάστην πρὸς τὸ κρεῖττον φέρεται. Τώρα ἄρχισαν αἱ Μοῦσαι νὰ ἀναλάβουν, καὶ πάλιν νὰ ἐπανορθωθῶσιν εἰς τὰ χρυσόχροα ὄρη τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Ἀπόλλων πάλιν ἐμφανίσθη εἰς τὸ ἀρχαῖον του παλάτιον. Δὲν εὑρίσκεται πόλις τὴν σήμερον, ὁποὺ νὰ μὴν ἔχῃ δύο καὶ τρία σχολεῖα.
Ἐξαλείφθη εἰς τὰ περισσότερα μέρη ἡ δεισιδαιμονία τῶν γραμματικῶν..», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 149)
ε. «Ἀλλὰ τί, τί τάχατες σὲ παρακινεῖ νὰ λάβῃς διὰ γυναῖκα μίαν ἀλλογενῆ; Ὑστερεῖται ἡ Ἑλλάς, ἴσως, ἀπὸ κοράσια; Ἔφυγεν, ἴσως, ἡ Ἀφροδίτη ἀπὸ τὸν πρῶτον της ναόν; Τί σὲ ἀποτύφλωσε τόσον, ὁποὺ σοῦ φαίνονται ὡραιότερα τὰ ζωγραφισμένα ἀναιδέστατα πρόσωπα τῶν κακοηθεστάτων ἀλλογενῶν, ὦ ἀναίσχυντε καὶ ὄντως γιδοκέφαλε ἀποστάτα τῆς πατρίδος; Νομίζεις, ἴσως, νὰ σὲ ἐπαινέσουν οἱ ἄλλοι ἀλλογενεῖς; Ἀπατᾶσαι, δύστυχε, πάλιν εἰς τὴν ἰδίαν σου ἀπάτην.», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 134)
στ. «Ἡ τυραννία τῶν ὀθωμανῶν ηὔξησεν τόσον, ὁποὺ μόνη της προδεικνύει τὸν ἀφανισμόν της. Ἡ Ἐλευθερία ἐπλησίασεν εἰς τὴν προτέραν της κατοικίαν. Ὁ ἦχος τῆς σάλπιγγος τοῦ Ἄρεως ἐξύπνησεν ἀπὸ τοὺς τάφους των τῶν προγόνων μας τοὺς ἥρωας.», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 162)
ζ. «Ὅλοι οἱ θεοὶ εἶναι πρὸς βοήθειάν μας!», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 71)
8. Κατάρριψη Χριστιανικής μεταφυσικής ή κι αντικατάσταση με τη φυσική θρησκεία ή τους φυσικούς νόμους ή την πολιτική θρησκεία
Αυτό είναι ένα ιδιαίτερα κρίσιμο σημείο πάνω εις τη οποίο στήθηκε και στήνεται η αντιδιαφωτιστική επιχειρηματολογία της Εκκλησίας. Οι σημερινοί σπόνσορες του Διαφωτισμού επιμένουν ότι η πολεμική της εκκλησίας ενάντια εις τον Διαφωτισμό είχε να κάνει με «προνόμια ἡθικὰ καὶ οἰκονομικὰ» του ανώτερου κλήρου που διακυβεύονταν με τις πολιτικές αλλαγές, την ίδια ώρα που αυτοί οι ίδιοι διαφημιστές της Διαφωτιστικής επιχειρηματολογίας αντιλαμβάνονται περίφημα τις δονήσεις που επέφερε αυτή η ιδεολογία εις τα θρησκευτικά δόγμα της Χριστιανικής θρησκείας, προσπαθώντας όπως τόσες και τόσες (ιδεολογικές) αιρέσεις να την κλονίσουν, ανεπιτυχώς:
α. «Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο Ανθρακίτης ασκεί την κοινωνική του κριτική επικαλούμενος τους "φυσικούς νόμους". Η διάσταση αυτή της επιχειρηματολογίας του μπορεί να θεωρηθεί ένδειξη μιας μετάβασης στη σκέψη του από τον θρησκευτικό ουμανισμό προς μία διαφορετική θεώρηση, που άρχιζε να κρίνει με κριτήρια εγγενή στη φύση των πραγμάτων μάλλον παρά με αναφορά σε υπερφυσικές αξίες», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 45)
β. «Ασπάζονταν [ο μοναχός Ανθρακίτης] όντως και δίδασκε τις μεταφυσικές θεωρίες του Descartes ή τη θρησκευτική φιλοσοφία του Malebranche», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 45)
γ. «Ο Παχώμιος, επίσης μοναχός, είχε σπουδάσει υπό τον Ανθρακίτη και ήταν μαχητικός επικριτής του αριστοτελισμού και οπαδός του Malebranche», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 47)
δ. «Οι εκδηλώσεις της περιλάμβαναν την πολεμική και καταδίκη το 1793 εις βάρος του Χριστόδουλου Παμπλέκη, Έλληνα καθηγητή της φυσικής φιλοσοφίας στη Λιψία, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος Έλληνας διανοούμενος από την εποχή του Ανθρακίτη που καταδικάστηκε επίσημα από την Εκκλησία και αφορίστηκε εξαιτίας των θρησκευτικών του απόψεων []», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 274)
ε. Μετά τον αφορισμό του Χριστόφορου Παμπλέκη και του συγγράμματος του, τον οποίο ακολούθησε απόδοση τιμών σε αυτόν εκ μέρων Ελλήνων φοιτητών της Λειψίας φάνηκε ότι «...ο Διαφωτισμός δεν μπορούσε να εξορκιστεί με εκκλησιαστικά επιτίμια, διωγμούς και προσωπικούς λίβελλους. Τίποτα από αυτά δεν μπορούσε να κάμψει τον ενθουσιασμό των οπαδών της νέας φιλοσοφίας και τη δύναμη των πεποιθήσεών τους, οι οποίες τους οδηγούσαν σε τόσο δραματικές πράξεις αμφισβήτησης της παραδοσιακής αυθεντίας», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 372)
στ. Ο Φραγκίσκος Πυλαρινός, στον επικήδειο λόγο του για τον Κοραή στις 8 Απριλίου του 1883 λέγει: «Τοιοῦτος λοιπὸν ἐστάθη, ὦ παρευρισκόμενοι! ὁ σεβάσμιος γέρων· ἀπόστολος τῶν δημοκρατικῶν δογμάτων τοῦ αἰῶνος του, καὶ ἀναμορφωτῆς τῆς θρησκείας, φιλοσοφίας καὶ πολιτικῆς ὡς πρὸς ἠμᾶς... [Φραγκίσκος Πυλαρινός, "Λόγος Ἐπιτάφιος [...] εἰς τὴν θανὴν τοῦ Δ. Κοραῆ", Le Polyglotte, Année 1833, Seconde Livraison (Paris, Imprimerie d’ Auffray, 1833, σσ. 4-8) ]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 427)
ζ. Ο Νικηφόρος Θεοτόκης, πρόδρομος του ελληνικού διαφωτισμού, έλεγε για το έργο του Βολταίρου «La Bible enfin expliquée, το οποίο χαρακτηριζόταν ως ο "κολοφὼν τῆς ἀπιστίας καῖ τῆς φαυλότητος αὐτοῦ"», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 436)
η. «Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών, εγγύηση όχι μόνο καλής και σταθερής διακυβέρνησης αλλά και πολιτικού μεγαλείου, οι συγγραφείς συμπεριέλαβαν την πολιτική θρησκεία της αρχαίας Ρώμης. Το σύστημα της δημόσιας θρησκευτικής πρακτικής, της συλλογικής λατρείας και των κοινών μεταφυσικών δοξασιών είχε διδάξει τους αρχαίους Ρωμαίους να θεωρούν την πόλη τους και τη δόξα της ως προϊόν των ατομικών τους επιδιώξεων, γέννημα των προσπαθειών τους, των θυσιών και της πολιτικής τους αρετής. Φτάνοντας να θεωρούν τους εαυτούς τους πατέρες της πόλης τους, οι Ρωμαίοι είχαν διαποτισθεί με τέτοιο πατριωτικό ζήλο, που μόνο με θρησκευτική έξαρση θα μπορούσε να συγκριθεί. Οι συνεχείς πολεμικές επιχειρήσεις, τις οποίες η Ρώμη διεξήγε σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, κρατούσαν αυτόν το ζήλο αμείωτο. Αυτός ακριβώς δημιούργησε το μεγαλείο της Ρώμης [Γεωγραφία Νεωτερική, σσ. 393-394].
Εγκόσμια επιτεύγματα τέτοιου μεγέθους μπορούσαν να δικαιώσουν τις πρωτογενείς εκφράσεις θρησκευτικής πίστης και δεισιδαιμονίας, από τις οποίες πήγαζε ο ρωμαϊκός πατριωτικός ζήλος. Έδειχναν εξάλλου τις δυνατότητες που είχε η θρησκεία ως συνεκτικό κοινωνικό πνεύμα από τη στιγμή που θα ελευθερωνόταν από τη μάστιγα της απάτης και της διαφθοράς του κλήρου.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 144)
θ. «Αυτό το νέο σύνθημα [Viva la nation] σήμαινε ότι η παράδοση αιώνων, η αίγλη του θείου χρίσματος της βασιλείας και η ακτινοβολία των θαυματουργικών μύθων είχαν διαλυθεί από την Επανάσταση, που είχε συναρπάσει τα πνεύματα των ανθρώπων», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 263-264)
ι. «Η οξύτερη αιχμή της κριτικής του Διαφωτισμού στρεφόταν κατά του συμβατικού Χριστιανισμού, της Εκκλησίας και της λογοκρισίας που αυτή επέβαλλε. Ο Χριστιανισμός συνιστούσε το αντίπαλο δόγμα, το οποίο υπέθαλπε την ανεξέλεγκτη πίστη και κατ’ επέκταση, στα μάτια των Διαφωτιστών τη δεισιδαιμονία. Συμβόλιζε δηλαδή όσα αντιμαχόταν ο Διαφωτισμός.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 336)
ια. «Η εμφάνιση της κριτικής θεωρίας αποτελούσε το πιο βέβαιο σημάδι ότι ο Διαφωτισμός είχε γίνει πραγματικότητα στη συνείδηση τουλάχιστον ενός τμήματος της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό δεν ήταν μικρό επίτευγμα για ένα πολιτισμό, του οποίου, μόλις μερικές δεκαετίες προηγουμένως, το πνευματικό περίγραμμα καθοριζόταν αποκλειστικά από την Ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση. Η έκταση και η πολυμορφία του κριτικού πνεύματος στον ελληνικό Διαφωτισμό μπορεί να κατανοηθεί με την παρακολούθηση της ανέλιξης του σε τρία διαδοχικά στάδια: έχοντας ως αφετηρία το επίπεδο της πολιτισμικής κριτικής, όπως συνήθως συνήθως συνέβαινε με τα αιτήματα του Διαφωτισμού, το πνεύμα της αμφισβήτησης προχώρησε προς την κριτική των υπαρκτών κοινωνικών δομών και τελικά εστιάστηκε στην καταγγελία της Εκκλησίας και της παραδοσιακής θρησκείας, την οποία οι υπέρμαχοι του Διαφωτισμού θεωρούσαν ως τον κυριότερο τους αντίπαλο.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 337)
ιβ. «Στο έργο του Προδιοίκησις εἰς τὸν Ἑρμῆλον, κατάγγελλε [ο Περδικάρης] ότι "οἱ διεφθαρμένοι τῆς Γαλλίας φιλόσοφοι [...] θέλοντας τάχα νὰ σύρουν τὸν ταλαίπωρον ἄνθρωπον ἀπὸ τὸ σκότος τῆς δεισιδαιμονίας, τὸ ἔρριψαν χειρότερα εὀς τὸ χάος τῆς ἀσεβείας"», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 430)
ιγ. «Η εμμονή του Ψαλίδα στο πρόγραμμα αυτό φαίνεται και στην επιστολή του της 25 Οκτωβρίου 1799, με την οποία ζητεί την ενίσχυση των "ἀπανταχοῦ φιλομούσων Ἑλλήνων" στην έκδοση πεντάτομου έργου, το οποίο είχε προετοιμάσει και το οποίο κάλυπτε όλο το φάσμα των νεοτέρων επιστημών, περιλαμβανομένων των "Κατηγοριῶν τοῦ περιφήμου Γερμανοῦ Καντίου, της Φυσικῆς Θεολογίας κατὰ τὸν Λεϊβνίτιον, τὸν ἔξοχον τῶν φιλοσόφων, τῆς πρακτικῆς Φιλοσοφίας, ἥς μέρη τὸ Φυσικὸν Δικαίωμα, τὸ Ἠθικὸν, τὸ Πολιτικὸν καὶ Οἰκονομικόν [...] καὶ τέλος πάντων τῆς Πειραματικπης Φυσικῆς [...] κατὰ τὸν κλεινὸν Λαβοϊσιέρ" [βλ. Κ. Αθ. Διαμάντη, "Ὁ Ἀθανάσιος Ψαλίδας καὶ τὸ ἀρχεῖον του", ΔΙΕΕΕ, 16 (1962), σ. 306]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 555)
9. Περιφρόνηση εις το Βυζάντιο
α. «Ο Διαφωτισμός, παρά την περιφρόνησή του για το Βυζάντιο, την οποία συμμερίζονταν αρκετοί από τους Έλληνες εκπροσώπους του, δεν μπορούσε να αγνοήσει την ιστορική αυτή περίοδο, προκειμένου να εξασφαλίσει την επιστημονική σκευή για την αποκατάσταση της καταγωγής των Νεοελλήνων», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 106)
β. «Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η επανασύνδεση προϋπόθετε το ξερίζωμα όλων των καταλοίπων του βυζαντινού "σκοταδισμού" (τον οποίο εκπροσωπούσε και συντηρούσε η Εκκλησία) από την ελληνική ζωή και σκέψη», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 106)
γ. «Ο νεοελληνικός Διαφωτισμός διατύπωσε την αρχική μορφή της ιστορικής θεωρίας, η οποία εντοπίζεται στη βάση του εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Αυτό το κίνημα ιδεών καταρχήν πρόβαλε ως έκφραση ενός γενικότερου ενδιαφέροντος για τη μη θρησκευτική πλευρά του παρελθόντος, αργότερα εκφράστηκε ως ανάγκη για συστηματική γνώση, και τελικά διατυπώθηκε ως αίτημα για στενότερη γνωριμία με τον αρχαίο πολιτισμό και αναβίωση του πνεύματός του. Σ’ αυτή την τελική διατύπωση η αρχική πνευματική επιδίωξη έμελλε αργότερα να εξελιχθεί σε εθνική σταυροφορία», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 96)
δ. «Η αμηχανία των ιστορικών θα μπορούσε ίσως να ξεπεραστεί αν προσεγγιζόταν η βυζαντινή ιστορία με τα νέα γνωστικά κριτήρια, που θα επέτρεπαν να παραμεριστούν όσα κατάλοιπα δεισιδαιμονίας ή σκοταδισμού αμαύρωναν την εικόνα της.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 106)
ε. «Τα πλεονεκτήματα της κριτικής προσέγγισης στη βυζαντινή ιστορία ήταν προφανή για τη νέα θεωρία της ελληνικής συνέχειας: με τις νέες μεθόδους της ιστορικής κριτικής θα μπορούσε να μετατοπίσει την προσοχή από την κραυγαλέα εικόνα του μοναστικού σκοταδισμού και την αθλιότητα της μαζικής δεισιδαιμονίας...» (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 107)
στ. «...οι επιθέσεις των ξένων παρατηρητών, οι οποίοι, επηρεασμένοι από την ιστορική θεωρία του Διαφωτισμού για την παρακμή των Ρωμαίων, κατηγορούσαν τους νεότερους Έλληνες για βαρβαρότητα και εκφυλισμό...», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 107)
ζ. Εδώ η περιφρόνηση της Ρωμιοσύνης βάση πολιτικών, κι όχι εθνικών κριτηρίων, είναι χαρακτηριστική:
«Το μέγεθος του συνειδησιακού προβλήματος απεικονιζόταν οδυνηρά στην καθιερωμένη συνήθεια των νεότερων Ελλήνων να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι, όταν έπρεπε να δηλώσουν το εθνικό τους όνομα: "...τῶν ἱστορικῶν Βιβλίων ἡ σπάνις κρατεῖ τό ποτε εὐκλεὲς τῶν Ἑλλήνων γένος εἰς ἄγνοιαν, ἡ δὲ ἄγνοια τοσοῦτον κατακυρίευσεν αὐτὸ ὤστε καὶ τὸ ὄνομα Ἕλληνες, οὐ μόνον δὲν θέλομεν νὰ δεχώμεθα, ἀλλὰ καὶ ὅτε τὸ ἀκούωμεν, δυσαρεστούμεθα. Ρωμαῖοι δὲ καλούμενοι χαίρομεν, διὰ νὰ χαρακτηρίζωμενκαλλίτερον τὸ ὄνειδος τῆς δουλείας, τὴν ὁποίαν ἐλάβομεν ἀπὸ τὸν λαὸν τῆς Ρώμης ὡς πατρικήν τινα ἀρετήν"», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 107)
η. «Αμάθεια» είναι η συζήτηση της θεολογίας στο Βυζάντιο....ή η άγνοια που είχαν οι Διαφωτιστές για τις επιστήμες στο Βυζάντιο και για την Ορθόδοξη Θεολογία εκτρεπόμενοι σε αναίσχυντες αιρέσεις; «Έτσι, σύμφωνα με τον Βενιαμίν, διαλύθηκε η αμάθεια που η νεότερη Ελλάδα είχε κληρονομήσει από το Βυζάντιο, όπου "τὰ πνεύματα εἶχον δοθεῖ διόλου εἰς τὰς θρησκευτικὰς συζητήσεις." », (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 466)
10. Μετά από αμφιταλαντεύσεις οριστική αντιπάθεια εις οποιαδήποτε μορφή μοναρχίας ή βασιλείας
Αυτή, ασχέτως από την ικανότητά της εις το ιστορικό γίγνεσθαι βάση εκκοσμικευμένων κριτηρίων, δηλαδή εκείνων ακριβώς που προωθεί ο διαφωτισμός και ασχέτως με την εθνική καταγωγή του βασιλέα ή μονάρχη, η οποία ως παράπλευρη διδασκαλία μεταδόθηκε υποστηριζόμενη από ους οπαδούς του πρώτου ως εθνικισμός:
α. «Ἡ Ἑλλάς, ὦ ἀγαπητοί μου, ὀκτακοσίους χρόνους πρὸ Χριστοῦ ἤκμαζε, καὶ ἦτον εἰς τὸν ἄκρον βαθμὸν τῆς εὐτυχίας της. Ἀφοῦ ὅμως εἰς τοὺς 375 πρὸ Χριστοῦ, Φίλιππος, ὁ πατὴρ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ἔλαβε τὸ μακεδονικὸν σκῆπτρον, διὰ πρώτην φοράν, ἤρχισε, φεῦ! νὰ μιάνῃ τὴν ἐλευθέραν γῆν τῆς Ἑλλάδος μὲ τὴν ἀνεξάρτητον ἀρχήν του. Αὐτὸς ὄντας πολλὰ φιλόδοξος, καὶ ἐν αὐτῷ φιλομαθὴς καὶ δίκαιος, ὅταν δὲν ἦτον πρὸς ζημίαν του, ἢ διὰ νὰ εἰπῶ καλλίτερα ὅταν ἦτον πρὸς ὄφελός του, εἵλκυσε κατ᾿ ὀλίγον ὀλίγον εἰς τὴν φιλίαν του τοὺς περισσοτέρους ἀρχηγοὺς τῶν τότε ἐλληνικῶν πόλεων, καὶ οὕτως προετοίμασεν εἰς μὲν τὸν υἱόν του μεγάλας νίκας, εἰς δὲ τὴν πατρίδα του καὶ ὅλην τὴν Ἑλλάδα ἕνα ἐπικείμενον καὶ ἄφευκτον ἀφανισμόν. Ἐξ αἰτίας του, εὐθύς, ἤρχισεν ὁ πόλεμος ἀναμεταξύ των, αἱ διχόνοιαι ηὔξησαν, καὶ ἡ ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος ἀπ᾿ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἐφθείρετο, ἕως εἰς τοὺς 146 πρὸ Χριστοῦ, ὁποὺ παντελῶς ἠφανίσθη ὑπὸ τῆς ρωμαϊκῆς μεγαλειότητος.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 73)
β. «Για ένα διάστημα, ορισμένοι από τους διανοούμενους του Διαφωτισμού φάνηκαν διατεθειμένοι να αποδεχτούν και να υποστηρίξουν την πολιτική μοναρχών που ήθελαν να εμφανίζονται ως φωτισμένοι. Ο Βολταίρος και ο Ντιντερότ υπήρξαν ίσως οι σημαντικότεροι...», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 16)
γ. «Αυτό είχε συμβεί με τη διοίκηση του Μεγάλου Δούκα Λεοπόλδου στην Τοσκάνη. Εκεί όπου προηγουμένως επικρατούσε χάος, ο φωτισμένος ηγεμόνας είχε επιβάλει τάξη και πρόοδο. Εγκαθίδρυσε ελευθερία στο εμπόριο, περιόρισε τις υπερβασίες των κληρικών και τη διαφθορά και πολέμησε τη δεισιδαιμονία. Στη Γένοβα επίσης, η διχόνοια και η διαφθορά, που είχαν υποσκάψει την αρχαία δημοκρατική ελευθερία, παραμερίστηκαν, και ένα σταθερό αριστοκρατικό καθεστώς εδραιώθηκε με την επέμβαση του Andrea Doria. Η σταθερότητα αυτή αποτελούσε τη βάση της ευημερίας και της ισχύος της πόλης. [Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, γεωγραφία Νεωτερική, Βιέννη 1791, σελ. 411 Πρβλ. σσ.359,439]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 143)
δ. «Οι πράξεις των ενάρετων κυβερνητών ξεπερνούν τα ιδιωτικά συμφέροντα και έχουν ως μοναδικό κίνητρο το καλό της ανθρωπότητας. Οι κυβερνήτες αυτοί έπρεπε να φροντίζουν εξίσου την ευημερία του λαού τους όπως και αυτή των γειτόνων τους: τέτοια ήταν η περίπτωση του Γέλωνα των Συρακουσών, για τον ανθρωπισμό και την αρετή του οποίου μπορούσε δίκαια να υπερηφανεύεται το ελληνικό γένος.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 145)
ε. Οι Δημητριείς ανέφεραν ότι: «Η διαφθορά ανέτρεψε τη δημοκρατική τάξη στην αρχαία Αθήνα , όπου η τρυφηλότητα και η ιδιοτέλεια -για να αναφερθεί η εξαχρείωση της πολιτικής ζωής με την παρέμβαση του Φιλίππου της Μακεδονίας-εκτόπισαν τη θερμή αγάπη της ελευθερίας και της πατρίδας», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 148)
στ. «η απολυταρχία, ακόμη κι όταν ήθελε να είναι φωτισμένη, παρέμεινε θεμελιακά ασυμβίβαστη με τις αρχές της ελευθερίας και της κυριαρχίας του νόμου, τις οποίες περίκλειε η πολιτική φιλοσοφία του Διαφωτισμού», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 166)
ζ. «...ήταν παρμένο από τον ορισμό του μονάρχη "κατὰ νόμον" που δίνει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά : "ἄρχων ἐστίν πρὸς τὸ συμφέρον τῶν ἀρχομένων, ἀλλὰ μὴ πρὸς τὸ σφέτερον αὐτοῦ" [Ιωσήπου του Μοισιόδακος, Παραλλαγή του προς Νικοκλέα λόγου περί Βασιλείας του Ισοκράτους ή Κεφάλαια Πολιτικά, Βενετία 1779, σ.4, βλ. Katerina Kinimi, "Les discours à Nicoclès par Moisiodax", Ελληνικά, 29 (1976), σσ. 61-115, Πρβλ. Π.Μ. Κιτρομηλίδης, Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Αθήνα 1985, σσ. 209-214 & ό.π,. σσ. 345-355]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 198)
η. Δ. Καταρτζής: «Αν ένας κυβερνήτης δεν επιτύγχανε να ευεργετήσει και να διαπαιδαγωγήσει τους υπηκόους του, "εἶν' ἕνας ἀντάρτης τοῦ μεγάλου Θεοῦ, ποὺ ἐσφετέρισε τὴν ἐξουσία, γιὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τὰ ἴδια πάθη του, τὴ φιλοτιμία του, τὴν πλεονεξία του, τὴ σάρκα του, τὴ γαστέρα του" [Δ. Καταρτζής, Τα ευρισκόμενα, σ. 87]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 216)
θ. «Γι’ αυτό τον έθλιβαν οι ηθικοί κίνδυνοι που διέκρινε ότι υπονόμευαν εσωτερικά την επανάσταση. το κύριο αίτιο της ανησυχίας του παρέμενε η έπαρση και ο φανατισμός των "κολάκων τῆς ἐλευθερίας", οι οποίοι συνέχιζαν να αναμοχλεύουν τα κοινωνικά πάθη, για να εξυπηρετήσουν τους ιδιοτελείς τους στόχους. Ένα εύγλωττο δείγμα της άκρατης ματαιοδοξίας τους ήταν η υιοθέτηση από μερικούς ηχηρών τίτλων , όπως "πρέσβεις τῆς ἀνθρωπότητας" και "ρήτορες τοῦ ἀνθρωπίνου εἶδους". Καθώς αυτή η αδιάντροπη αλαζονεία γινόταν περισσότερο απροκάλυπτη και επιθετική, οι ανησυχίες του Κοραή μεγάλωναν. Γνώριζε καλά ότι η ελευθερία δεν μπορούσε να ευδοκιμήσει χωρίς αρετή. Και στο ζήτημα αυτό η αρχαία ελληνική εμπειρία πρόσφερε τα πιο κατάλληλα ηθικά μαθήματα. Οι Έλληνες, "ὅταν μὲ τριακοσίους Σπαρτιάτας καὶ μὲ ὅλίγα ἄθλια πλοῖα κατέστρεψαν τὸν πολυάριθμον στόλον καὶ τὴν ἄπειρον πεζικὴν δύναμιν τῶν Περσῶν, δὲν εἶχεν ἀκόμη γυμνωθῶσιν ἀπὸ τὰς ἀρετάς των". Από τη στιγμή που η αρετή αυτή μολύνθηκε από τη διαφθορά, η ελληνική ελευθερία παράκμασε και οι Έλληνες υποδουλώθηκαν "ὡς ἀνδράποδα" πρώτα τους διαδόχους του Αλεξάνδρου και στη συνέχεια στους Ρωμαίους. Παρόμοιος ήταν και ο έσχατος κίνδυνος που αντιμετώπιζε η Γαλλική Επανάσταση. Παρά τον πατριωτικό ενθουσιασμό που εκδηλωνόταν τόσο με πράξεις πραγματικής ανδρείας όσο και με το επαναστατικό σύνθημα "Ἐλευθερία ἤ θάνατος", η ηθική ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε γύρω από τον Κοραή, του ενέπνεε ανησυχία: "Ἐλευθερία χωρὶς ἀρετὴν δὲν δύναται ποτὲ νὰ σταθῇ· οὓτοι ἐδῶ μάλιστα οἱ κάτοικοι τοῦ Παρισίου εῑναι παντάπασι διεφθαρμένοι, καὶ ἠ μόνη σωτηρία των εἶναι νὰ μεταβάλωσι τὰ ἤθη."
Οι φόβοι του Κοραή φάνηκαν να επαληθεύονται από τις συνέπειες του δράματος της βασιλοκτονίας. Η καταστροφή της παλαιάς μυθολογίας αποχαλίνωσε τα πάθη και την εκδικητικότητα, με αποτέλεσμα την αιφνίδια μετάπτωση από τη δεσποτεία του παραλόγου στην τυραννία του τρόμου. Την αρνητική όψη της Επανάστασης εκπροσωπούσε ο αιμοδιψής Marat , άλλοτε γιατρός του πιο αντιδραστικού από τους αδελφούς του βασιλιά, του Κόμη του Αρτουά. Μέλος της Συμβατικής Συνέλευσης, την οποία δυσφημούσε με την παρουσία του, δηλητηρίαζε καθημερινά τα πνεύματα του λαού στο Παρίσι με τα εμπρηστικά δημοσιεύματα της εφημερίδας του Ο φίλος του λαού (Ami du peuple). Κήρυσσε το φόνο ως μέσον για την ενίσχυση της δημόσιας ασφάλειας και υπολόγιζε ότι η εδραίωση της ελευθερίας απαιτούσε την εκτέλεση τουλάχιστον εκατόν πενήντα χιλιάδων ανθρώπων. Συντετριμμένος από τις ακρότητες της τρομοκρατίας, ο Κοραής σ’ ένα ξέσπασμα υπερβολής, υποστήριζε ότι το πρόγραμμα του Marat τέθηκε σε εφαρμογή από τον ομοϊδεάτη του Ροβεσπιέρο.
Στα δύο χρόνια της τρομοκρατίας ο Κοραής παρέμεινε σιωπηλός. Επιφύλαξε ωστόσο έναν σκληρό επιτάφιο στο Ροβεσπιέρο, την επαύριον του Θερμιδόρ. Έχοντας διατηρήσει τον αυτοέλεγχό του μέσα στις αναταραχές της Επανάστσης, ο Κοραής προς στιγμήν φαίνεται να διολισθαίνει προς το μελόδραμα: τυραννία του "τέρατος Ροβεσπιέρου" είχε ανοίξει βαθιές πληγές στη Γαλλία, που μόνον ο χρόνος και η σύνεση θα μπορούσαν να επουλώσουν. Η εξουσία του ήταν μισητή σε χιλιάδες έντιμους Γάλλους που, μαζί με τον Κοραή, ένιωθαν απέχθεια παρακολουθώντας τη μεγάλη Επανάσταση να εκφυλίζεται σε βαρβαρότητα και κανιβαλισμό. Ο αιώνας του Διαφωτισμού έμοιαζε να έχει αλωθεί από την επίθεση του εγκλήματος και της αμάθειας που συντάσσονταν υπό τη σημαία της αθεΐας, ενώ οι επιστήμες και οι τέχνες καταδικάζονταν σε λήθαργο από το βανδαλισμό, και η αρετή και το τάλαντο γίνονταν λεία του ξίφους των δολοφόνων. Ο καταληκτήριος αυτός υπαινιγμός του Κοραή, αποτελούσε οργισμένη ελεγεία για το ίνδαλμά του, τον Condorcet. τη φωτισμένη στάση του Condorcet τόσο θαύμαζε ο Κοραής, ώστε διοχέτευε προς τους συμπατριώτες του φυλλάδια με τα έργα του φιλοσόφου, με σκοπό να τους πληροφορήσει όχι μόνο για τις προόδους της Επανάστασης, αλλά και του ανθρώπινου πνεύματος», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 268-270)
ι. «Στην τρίτη του έκκληση προς τους Επτανησίους, μετά την προσωρινή κατοχή των νησιών από τους δημοκρατικούς Γάλλους στα 1797-1798, ο Σταμάτης, με το ψευδώνυμο "Φιλόπατρις Ἐλευθεριάδης", τους παρακινούσε να αγωνιστούν για την ελευθερία, εγκαταλείποντας την "τυφλὴν δεισιδαιμονίαν διὰ τοὺς Μοσχόβους" και συστρατευόμενοι στην υπόθεση "τῶν φιλλελήνων Φραντζέζων" [Αικ. Κουμαριανού, Ενέργειες του Κωνσταντίνου Σταμάτη για την απελευθέρωση της Ελλάδος, 1798-1799, Πρακτικά του Τρίτου Πανιονίου Συνεδρίου, Τομ. Α, Αθήνα 1967, σσ. 154-174]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 282)
ια. «Οι μονάρχες αυτοί απλώς μεταμφίεζαν τη φαυλότητα τους με το ένδυμα της θρησκείας και των νόμων. Οι υποτιθέμενοι φωτισμένοι ηγεμόνες ήταν εξίσου αδίστακτοι με όλους τους τυράννους στις "ἀδικοπραγίες" εις βάρος των υπηκόων τους -την αδικία, τον καταναγκασμό, τη λεηλασία και το θάνατο- μόνο που απέδιδαν τα πάντα "εἰς τοὺς νόμους, τοὺς ὁποίους ἀυτοὶ μόνοι τους συνθέτουσι, αὐτοὶ ἐνεργοῦσι, καὶ αὐτοὶ δὲν ὑπακούωσι". Το ηθικό δίδαγμα που προέκυπτε από την ανάληψη της τυραννίας ήταν ότι "ἡ ἀνεξάρτητος ἐξουσία ἀφανίζει καὶ τὸν πλέον ἐνάρετον ἄνδρα"», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 350)
ιβ. «Η αποκήρυξη του δεσποτισμού σε όλες του τις μεταμφιέσεις, συμπεριλαμβανομένης και της "φωτισμένης" εκδοχής του, η οποία είχε κυριαρχήσει στην ελληνική πολιτική σκέψη στο άμεσο παρελθόν, ήταν μια ακόμη ένδειξη της ιδεολογικής απελευθέρωσης την οποία βίωνε η ελληνική συνείδηση. Με το αβασίλευτο δημοκρατικό πολιτειακό σχήμα ο Διαφωτισμός πρότεινε μια εναλλακτική πολιτική επιλογή, την οποία αντιπαρέθετε στις διαψευσμένες υποσχέσεις της απολυταρχίας.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 350)
Είναι εντυπωσιακό να βλέπει κανείς θεωρητικούς διαφημιστές ή σπουδαστές του Διαφωτισμού να θεωρούν «δράμα» τη δίωξη μια πολιτικής ιδεολογίας έναντι της αποφυγής περαιτέρω θυμάτων εκ μέρους των Ελλήνων:
«Η τελευταία πράξη του δράματος των διώξεων του Διαφωτισμού από την Εκκλησία συντελείται μέσα στο κλίμα του πανικού, που προκάλεσαν τα αντίποινα των Τούρκων στην Κωνσταντινούπολη, μετά την έκρηξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο. τον Μάρτιο του 1821 συγκαλείται σύνοδος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο με τη συμμετοχή, εκτός των συνοδικών αρχιερέων, και λαϊκών αξιωματούχων. Σκοπός της Συνόδου ήταν ο κατευνασμός της μανίας των Τούρκων δια της "καθαιρέσεως τῶν φιλοσοφικῶν μαθημάτων", με συγκεκριμένους στόχους τον Κοραή, τον Κούμα και τον Βενιαμίν Λέσβιο, οι οποίο θεωρούνταν ως υποδαυλιστές της αποστασίας. [Κώστας Λάππας, Πατριαρχική Σύνοδος "Περὶ καθαιρέσεως τῶν φιλοσοφικῶν μαθημάτων", τον Μάρτιο του 1821. Μαρτυρία του Κωσταντίνου Οικονόμου, Μνήμων, 11 (1987) , σσ. 123-153]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 455-456)
Είναι εντυπωσιακό λοιπόν το ότι οι διαφημιστές του Διαφωτισμού απαιτούσαν η Εκκλησία ίσως να μην προσπαθεί να ελαχιστοποιήσει τα βιολογικά θύματα του Οθωμανικού κράτους ανάμεσα στο ελληνικό λαό, δεχόμενοι ως «δράμα» την ανατροπή της ασυλίας εις τη διδασκαλία πολιτικών επαναστατικών φιλοσοφιών μέσα σε σχολές ανά την κατεχομένη Ρωμιοσύνη, την στιγμή που οι ίδιοι οι συγγραφείς διαφωτιστές αυτών των φιλοσοφιών ελαχιστοποιούσαν τις δικές τους πιθανότητες να πέσουν θύματα του ίδιου καθεστώτος, επιδιώκοντας δε, οι περισσότεροι εξ αυτών, άλλοι να διακινούν τα δικά τους πολιτικά βιβλία εις τη θέση τη δική τους· το πραγματικό «δράμα» λοιπόν, όσο αφορά τον Π. Κητρομηλίδη, θα έπρεπε να ήταν το ότι χάνονταν πραγματικοί άνθρωποι, παρά μια πολιτική ιδεολογία από τα «επίσημα σχολεία».
Αλήθεια ποιος ήταν εκείνος που κατά τη Χούντα ή τη Γερμανική κατοχή κυκλοφορούσε φανερά εφημερίδες του ΕΑΜ σε σχολεία πόλεων ή χωριών μη αναλογιζόμενος τα αντίποινα των κατεχόντων την εξουσία; Κανείς. Για τους Διαφωτιστές όμως «δράμα» είναι να εξοβελίζονται μερικές «πολιτικές εφημερίδες» μέσα από ένα σχολείο, παρά να εκτελούνται ρωμιοί έλληνες χάριν της δικής τους απομακρυσμένης από τα επικίνδυνα γεγονότα, πολιτικής δημοσιογραφικής ματαιοδοξίας.
Ο Διαφωτισμός ήταν το «φιλοσοφικό σύστημα» πολιτικής & οικονομολογίας, το οποίο κατόρθωσε δια της πλύσεως εγκεφάλου της ελληνικής κοινωνίας μετά το 1821, μέσα από μια σειρά προσπαθειών από αντιχριστιανούς, να ταυτίζεται με την «πατριδολατρία» ή τον «αυστηρό ορθολογισμό»· αυτή την αξία περί «ορθολογισμού» την απόκτησε αρκετά «έξυπνα» με δύο τρόπους:
α) από τη μια χρησιμοποίησε ως δεκανίκι του την λόγια υποστήριξη της επιστημονικής έρευνας (δίχως όμως ο ίδιος να είναι επιστήμη)
β) από την άλλη παρουσιάστηκε ως ο «τοπογράφος» των «παραλόγων» της Χριστιανικής θρησκείας (ενώ ο ίδιος είχε ενδυθεί τη Φυσική θρησκεία)
Εκεί όμως που κυριολεκτικά «σαρώνει» ως μεταφυσική κι ως μη επιστήμη η πολιτική «πατέντα» του Διαφωτισμού, είναι ο τομέας της «οικονομολογίας»· σʼ αυτόν τον τομέα ο Διαφωτισμός έρχεται όλος «φώτα» σαν «Χριστουγεννιάτικο» δέντρο, το οποίο αντί να έχει στην κορυφή του το «Άστρο της Βηθλεέμ», έχει αντίθετα κάποιο «Αόρατο Χέρι», μιας κάποιας μεταφυσικής πίστεως η οποία διατείνεται πως όποια ανοησία κι αν κάνουν οι άνθρωποι εις τις οικονομίες τους, αυτό το «Αόρατο Χέρι» θα την διορθώσει «αυτόματα», δίχως να χρειάζεται καμία άλλη έξωθεν παρέμβαση.
Είναι τρελό και μόνο να ακούγεται, αλλά οι σημερινές Δυτικές Οικονομίες στηρίζονται σε αυτή την μεταφυσική ανοησία η οποία έχει πάρει τραγικές διαστάσεις εν έτη 2011.
Ποια είναι τα παιδιά αυτής της θεωρίας περί ενός «Αοράτου Χεριού», μακάρι ενός «θεού» ονόματι «Αυνάν»;
H Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και η ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ)...
Ειδικότερα στο άρθρο του Μ.Α. Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστημίου Εδιμβούργου Άγγελου Μορφόπουλου, «Εισαγωγή στις θεωρίες των Διεθνών Σχέσεων», μεταξύ των πολιτικών θεωριών του Ρεαλισμού, Νορεαλισμού ή Δομικού Ρεαλισμού, Φιλελευθερισμού, Μαρξιστικών Θεωριών [Κλασικός Μαρξισμός, Στρουκτουραλισμός, Κριτική Θεωρία], Μεταμοντερνισμού, Φεμινισμού, Κοινωνικού Κονστρουκτιβισμού, Οικολογίας, αναφέρονται για τον Διαφωτισμό τα εξής:
«ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ
Ο φιλελευθερισμός είναι μια πολιτική και οικονομική σχολή σκέψης, επίκεντρο της οποίας αποτελεί ο άνθρωπος και οι δυνατότητές του για ηθική βελτίωση και εξέλιξη. Ύψιστος στόχος της φιλελεύθερης θεωρίας είναι η διαφύλαξη και προώθηση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ανθρώπου. Γιʼ αυτό, σε αντίθεση με τον ρεαλισμό, δίνει έμφαση στην αναγκαιότητα των θεσμών, της συνεργασίας και της αλληλεξάρτησης.
Ως αφετηρία του σύγχρονου πολιτικού φιλελευθερισμού θεωρείται το έργο του Ιμμάνουελ Καντ «Διαρκής Ειρήνη», το οποίο δημοσιεύθηκε το 1795. Ο Καντ ισχυρίστηκε ότι προϋπόθεση για την επίτευξη της ειρήνης είναι η εγκαθίδρυση δημοκρατικών καθεστώτων που θα διέπονται από τις αρχές του δικαίου και τον σεβασμό των δικαιωμάτων των πολιτών, και τα οποία θα συγκροτήσουν μεταξύ τους μια χαλαρή ομοσπονδία ελεύθερων κρατών. Θεωρούσε ότι η εσωτερική και η διεθνής πολιτική είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Δεν αντιλαμβανόταν την επίτευξη της ειρήνης μέσω της υπερίσχυσης μιας παγκόσμιας εξουσίας, αλλά ως αποτέλεσμα της βούλησης του λαού, ο οποίος στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής πολιτείας θα είναι ο τελικός κριτής για τη διεξαγωγή ή όχι ενός πολέμου. Οι απόψεις του Καντ αποτέλεσαν, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, τη βάση για τη θεωρία του Μάικλ Ντόυλ (Michael Doyle). Ο τελευταίος, βασιζόμενος σε στατιστικές έρευνες σχετικά με τους πολέμους που διεξήχθησαν από το 1816 και εξής, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν πολεμούν μεταξύ τους και πως ο δρόμος για την προώθηση της ειρήνης περνάει μέσα από τον εκδημοκρατισμό των κρατών και τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έδωσε την κατάλληλη ευκαιρία στους υποστηρικτές της φιλελεύθερης θεωρίας να ισχυριστούν την επικράτηση των απόψεών τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Ένας από αυτούς, ο Φράνσις Φουκουγιάμα (Francis Fukuyama), σε μία από τις πιο γνωστές επιστημονικές μελέτες του, το «Τέλος της Ιστορίας», διατείνεται πως οι φιλελεύθερες αξίες και ο φιλελεύθερος τρόπος οργάνωσης των κοινωνιών είναι σήμερα οι πλέον αξιόπιστες επιλογές από τη στιγμή που το σύστημα αξιών της κομμουνιστικής θεωρίας έχει καταρρεύσει.
Αριστερά: Στρατόπεδο συγκέντρωση στο Άουσβιτς. Το σχέδιο του Διαφωτισμού περί προόδου επικρίθηκε έντονα από τους μεταμοντερνιστές. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 107, σελ. 44)
Δεξιά: Τζων Μέυναρντ ο εμπνευστής του κράτους πρόνοιας. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 107, σελ. 43)
Η έμφαση που αποδίδει η φιλελεύθερη θεωρία στην αναγκαιότητα των θεσμών και της συνεργασίας, αντικατοπτρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο παράδειγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκκινώντας ουσιαστικά από μια μορφή διακυβερνητικής συνεργασίας, σε οικονομικό κυρίως επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εξελιχθεί σε μια υπερεθνική οντότητα με αυτοτελείς θεσμούς και με απώτερο στόχο της την πολιτική ένωση. Το εν λόγω πείραμα έλκει τη θεωρητική του βάση από τις παραδοχές του «λειτουργισμού», μιας προσέγγισης κατά βάση φιλελεύθερης, η οποία υποστηρίζει ότι τα οφέλη που προκύπτουν από τη συνεργασία σε κάποιον τομέα του κοινωνικού βίου, μπορούν να διαχυθούν και σε περισσότερο σημαντικούς τομείς.
Στην οικονομική του διάσταση, ο φιλελευθερισμός εκφράστηκε πρωτίστως μέσα από το έργο των Άνταμ Σμιθ (Adam Smith) και Ντέιβιντ Ρικάρντο (David Ricardo). Σύμφωνα με τους κλασικούς αυτούς φιλελεύθερους οικονομολόγους, οι άνθρωποι είναι μεν ορθολογικά όντα που καθοδηγούνται από την επιδίωξη του προσωπικού τους συμφέροντος, αλλά το συμφέρον αυτό τείνει να εξυπηρετεί και το συμφέρον της κοινότητας στο σύνολό της. Τα συμφέροντα των ανθρώπων εξυπηρετούνται καλύτερα με την απουσία κρατικών παρεμβατισμών, αφού το «αόρατο χέρι» της αγοράς είναι εκείνο που λειτουργεί ως εξισορροπητικός παράγοντας και εξασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη ευημερία της κοινωνίας.
Οι κλασικοί φιλελεύθεροι οικονομολόγοι υποστηρίζουν επίσης ότι η ανάγκη ανεύρεσης νέων αγορών, η εισαγωγή πρώτων υλών και τα οφέλη που αποκομίζουν τα κράτη από το μεταξύ τους εμπόριο, στη βάση του συγκριτικού τους πλεονεκτήματος, δικαιολογούν τη θέση ότι το διεθνές εμπόριο είναι μια αμοιβαία επωφελής διαδικασία, απαραίτητη για την ευημερία των κρατών και των πολιτών τους.
Η θεωρία του «αόρατου χεριού» αμφισβητήθηκε μεταπολεμικά από μια γενιά οικονομολόγων οι οποίοι βίωσαν τη μεγάλη οικονομική κρίση του τέλους της δεκαετίας του 1920 και την αποτυχία της αγοράς να ανταποκριθεί σε αυτήν. Ένας από τους πιο σημαντικούς οικονομολόγους της περιόδου, ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς (John Maynard Keynes), προώθησε την ιδέα του «παρεμβατικού κράτους» ως αντισταθμίσματος των κοινωνικών ανισοτήτων που προκαλούσε η λειτουργία της μη ελεγχόμενης, ελεύθερης αγοράς. Σύμφωνα με τον Κέυνς, το κράτος θα έπρεπε να παρεμβαίνει τόσο για την παροχή δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών όσο και για την εξασφάλιση κοινωνικών παροχών στους πολίτες.
Αυτό το «κράτος πρόνοιας» ήταν ένα σύνολο κοινωνικών παροχών που κυριάρχησε στην οικονομική πολιτική των κρατών της Δύσης μέχρι το τέλος περίπου της δεκαετίας του 1970. Επιπλέον, στο πλαίσιο του διεθνούς εμπορίου, o φόβος για την επιστροφή των κρατών σε παλαιότερες πολιτικές προστατευτισμού οδήγησε στην ίδρυση του συστήματος του Μπρέτον Γουντς με τη δημιουργία τριών θεσμών, οι οποίοι ως στόχο έθεσαν την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων από τον πόλεμο οικονομιών, τη διεθνή ρευστότητα και τη μείωση των περιορισμών στο παγκόσμιο εμπόριο. H Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και η τότε Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT), που έχει αντικατασταθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), αποτέλεσαν τον πυρήνα του φιλελεύθερου σχεδιασμού της μεταπολεμικής παγκόσμιας οικονομίας.
Μεγάλο μέρος της κριτικής που ασκείται σήμερα στον φιλελεύθερο τρόπο οργάνωσης της παγκόσμιας οικονομίας αφορά τις ανισότητες που δημιουργεί, διευρύνοντας το χάσμα μεταξύ των πλούσιων χωρών του Βορρά και των φτωχών του Νότου, και την αδικία εις βάρος των υποανάπτυκτων και αναπτυσσόμενων χωρών με την άνιση συμμετοχή τους στο διεθνές εμπόριο και τους σοβαρούς περιορισμούς που επιβάλλει στην προσπάθειά του να στηρίξει όσες χώρες αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας.
[...]
ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
H θεωρία του μεταμοντερνισμού γεννήθηκε μέσα από τον πολιτικό ριζοσπαστισμό της δεκαετίας του 1960, που εκφράστηκε από ομάδες οι οποίες είχαν αγνοηθεί από τη θεωρία της πάλης των κοινωνικών τάξεων (φεμινίστριες, οικολόγοι, ομοφυλόφιλοι κ.α.). Οι οπαδοί του μεταμοντερνισμού διατηρούν επιφυλακτική στάση απέναντι σε θεωρίες και οικουμενικά οράματα που ισχυρίζονται ότι έχουν ανακαλύψει τα αίτια, τις επιπτώσεις και τις λύσεις της ανθρώπινης δυστυχίας. Ο μεταμοντερνισμός στο επίκεντρο της κριτικής του τοποθετεί τον Διαφωτισμό και το σχέδιο που επικαλέστηκε για ανθρώπινη πρόοδο και χειραφέτηση. Ο Διαφωτισμός στηρίχθηκε στην πεποίθηση της ανακάλυψης οικουμενικών αληθειών, καθώς η ορθολογική οργάνωση της κοινωνίας και η σύγχρονη επιστήμη έδωσαν ελπίδες για την ανακάλυψη «νόμων» της κοινωνικής πραγματικότητας.
Οι μεταμοντερνιστές υποστηρίζουν ότι οι φιλελεύθερες ιδέες για ορθολογική πρόοδο και πολιτισμό χρησιμοποιήθηκαν στην ουσία για την καταπίεση πολλών λαών και εξυπηρέτησαν την κατηγοριοποίηση των λαών σε πολιτισμένους και μη. Οι διάφορες μορφές πολιτιστικής δραστηριότητας χαρακτηρίζονται ως καλές ή κακές επειδή λαμβάνουν ως σημείο αναφοράς τα δυτικά πρότυπα, γεγονός που ενέχει τον κίνδυνο οτιδήποτε «διαφορετικό» να θεωρηθεί ξένο ή ακόμη και επικίνδυνο. Ως σημαντικότερο γεγονός που χαρακτηρίζει την αποτυχία της Δύσης και την πλήρη χρεοκοπία του σχεδίου του Διαφωτισμού, θεωρούν την άνοδο του φασισμού και τη βαρβαρότητα που αυτός προκάλεσε.
Οι δύο σημαντικότεροι εκπρόσωποι του μεταμοντερνισμού θεωρούνται οι Μισέλ Φουκώ (Michel Foucault) και Ζακ Ντεριντά (Jacques Derrida).
[...]
ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ
Η οικολογία είναι μια σχετικά νέα θεωρία του κλάδου των Διεθνών Σχέσεων Οι οικολογικοί προβληματισμοί, βέβαια, απασχόλησαν και άλλες θεωρίες, όπως τον ρεαλισμό και τον φιλελευθερισμό, και μάλιστα από τους πρώιμους ακόμη στοχαστές τους. Ως ανεξάρτητη θεωρία, όμως, άρχισε να διαμορφώνεται με αφορμή την έκθεση της Ομάδας της Ρώμης «Τα όρια της Ανάπτυξης», η οποία δημοσιεύθηκε το 1972. Οι εσχατολογικές προβλέψεις της για την κατάρρευση της ανθρώπινης κοινωνίας, οι οποίες στηρίχτηκαν σε τεχνικά υποδείγματα με τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, ώθησαν τους ερευνητές να αρθρώσουν μια αυτόνομη σχολή σκέψης για το περιβάλλον που επαναπροσδιορίζει συνολικά τη σχέση μεταξύ ανθρώπου-φύσης. Εκεί όπου οι άλλες θεωρίες αντιμετωπίζουν τα περιβαλλοντικά προβλήματα ως απλά θέματα προς επίλυση, η οικολογική σκέψη τα εντάσσει στο επίκεντρο της θεωρητικής της ενασχόλησης, αντικαθιστώντας τον ανθρωποκεντρισμό των προηγούμενων χρόνων από μια οικοκεντρική αντίληψη.
Βέβαια, είχαν ήδη προηγηθεί οι κριτικές απέναντι στον Διαφωτισμό, ο οποίος με την πίστη του στην πρόοδο και την τεχνολογία ευνόησε την κυριαρχία του ανθρώπου επάνω στη φύση και την υποταγή της τελευταίας προς όφελός του. Απέναντι στην άποψη του Ντεκάρτ για χρησιμοποίηση της φύσης προς όφελος των ανθρώπων χωρίς ηθικούς περιορισμούς, η οικολογική σκέψη αντιτάσσει την έννοια της «κοινότητας», προκειμένου να συμπεριλάβει και άλλα έμψυχα όντα πλην των ανθρώπων Οικολόγοι, όπως ο Πάτερσον, υποστηρίζουν πως το κράτος με τις πολιτικές που ασκεί στην ουσία καταστρέφει το περιβάλλον Επιπλέον, θεωρούν απαραίτητη την οργάνωση της κοινωνίας σε μικρότερες κοινότητες, οι οποίες θα μπορούσαν να διαχειριστούν καλύτερα το περιβάλλον τους. Την άποψη περί απόκέντρωσης συμμερίζεται και ο Τζων Ντίζεκ (John Dryzek), ισχυριζόμενος ότι μιας μικρής κλίμακας κοινότητα βρίσκεται σε μεγαλύτερη ετοιμότητα σε ότι αφορά την άμεση αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων.»
Πηγή: Άγγελος Μορφόπουλος, Μ.Α. Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστημίου Εδιμβούργου Άγγελου, «Εισαγωγή στις θεωρίες των Διεθνών Σχέσεων», Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 107, σσ. 42-45, 52-53
Ίσως ο Διαφωτισμός να τα είχε καταφέρει καλύτερα στο ζήτημα του «ὀρθολογισμοῦ», αν αντί για την «Ἀόρατην Χείραν» του Άνταμ Σμιθ είχε φροντίσει να συμπεριλάβει στο οικονομικό του σύστημα και την «Μακριὰν Χείραν» του Καραγκιόζη... |
|
|
|
Πηγή Φώτο: http://www.tvxs.gr/webtv/ντοκιμαντέρ/οικονομική-κρίση-και-μμε |
Περιοδικά
1. ¶ρδην, τεύχος 50
2. Ιστορικά Θέματα, τεύχη 43,44, 48, 64, 107
3. Τρίτο Μάτι, τεύχος 106, 109, 139
4. Crypto, τεύχος 1
5. Δαυλός, τεύχος 273
Βιβλία
01. Νεοελληνικός Διαφωτισμός, οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Μετάφραση Στέλλα Νικολούδη, Αθήνα 1966
02. Από τα θαυμάσια της δημιουργίας, Τύχη ή Δημιουργία, Β.Π. Νικολόπουλου, Χημικού, Πάτρα 1987
03. Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, Βενετία 1806
04. Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Κ.Θ. Δημαράς, Έκδοση Ε΄, Νεοελληνικά Μελετήματα Ερμής, Αθήνα 1989
05. Καραμπελιάς Γιώργος, Κοραής και Γρηγόριος Ε΄. Κοινωνικές Συγκρούσεις και Διαφωτισμός στην Προεπαναστατική Σμύρνη (1788-1820), Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2009
06. Τουρκοκρατία - Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, εκδόσεις Ακρίτας, Ε΄ Έκδοση, Αθήνα 2000
07. Ιστορία Ελληνική και Ευρωπαϊκή των Νέων Χρόνων, Χ. Θεοδωρίδου - Α. Λαζάρου, ΟΕΔΒ, Έκδοση Η΄, 1978
08. Monks and laymen in Byzantium 843-1118, Rosemary Morris, Cambridge University Press 1995
09. Σάλπισμα Πολεμιστήριον, Εν Αλεξανδρεία, Αδαμάντιος Κοραής υπό το ψευδώνυμο «Ατρομήτου του Μαραθωνίου»
10. Ιστορία Ελληνική και Ευρωπαϊκή των Νέων Χρόνων, Χ. Θεοδωρίδου - Α. Λαζάρου, ΟΕΔΒ, Έκδοση Η΄, 1978
11. Αντιγνώση, Λιλή Ζωγράφου, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 18η έκδοση, Αθήνα, 1η έκδοση 1974
Πανεπιστημιακές Παραδόσεις
1. Σύντομη Επισκόπηση της πρώτης περιόδου της Νεοελληνικής Ιστορίας 1453 1669, Φάνη Μαυροειδή, Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, Ιωάννινα 1987
Διαδίκτυο
1. http://www.istoselides.gr/news/article.php?sid=2446
2. http://el.wikipedia.org/wiki/Γεννάδιος_Σχολάριος
3. http://www.tvxs.gr/webtv/ντοκιμαντέρ/οικονομική-κρίση-και-μμε
Ομιλίες
1. Κοσμήτορα της Θεολ. Σχολής του πανεπ. Αθηνών π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Εκκλησία του Αγ. Αντύπα, Γουδί Αττικής, 03-11-2005, Απομαγνητοφώνηση: Θ.Α., Επιμέλεια: Θ.Φ.Δ.
Επιπλέον Βιβλιογραφία
01. Αντωνιάδη-Μπιμπίκου Ε., Ερημωμένα χωριά στην Ελλάδα ένας προσωρινός απολονισμός. «Η οικονομική δομή των Βαλκανικών χωρών (15ος-19ος αιώνας)», Αθήνα 1979
02. Γιαννακόπουλου Ν., Έλληνες λόγιοι στην Βενετία, μετάφρ. Χ.Γ.Πατρινέλη, Αθήνα 1965
03. Γιαννόπουλου Ν., Η κρίση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η κεντρική Διοίκηση-Επαρχιακή Διοίκηση. Τα Εγιαλέτια του Ελληνικού χώρου. «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμ. ΙΒ
04. Ηλίου Φ.Η., Σημειώσεις για τα «Τραβήγματα» των Ελληνικών Βιβλίων το 16ο αιώνα, «Ελληνικά» 28 (1975)
05. Ζιώγα Π.Χ., Προβλήματα Παιδείας του Ελληνισμού κατά τον πρώτο αιώνα της Τουρκοκρατίας Θεσσαλονίκη, 1982
06. Κακλαμάνη Στ., Κριτική Βιβλιογραφία «Κρητικού θεάτρου» (1965 1979), «Ο Ερανιστής», ΙΘ΄ (1981)
07. Καραθανάση Α.Ε., Η Φλαγγίνειος Σχολή της Βενετίας, Θεσσαλονίκη 1975
08. Μανούσακα Μ.Ι., Η παρουσίαση από τον Ιανό Λάσκαρη των πρώτων μαθητών του Ελληνικού Γυμνασίου της Ρώμης στον Πάπα Λέοντα Γ΄ (15 Φεβρ. 1514), «Ο Ερανιστής», Ι (1963)
09. Μανούσακα Μ.Ι., Κριτική Βιβλιογραφία «Κρητικού θεάτρου» Δεύτερη έκδοση Συμπληρωμένη, Αθήνα 1964
10. Παναγιωτάκη Ν.Μ., Ιταλικές Ακαδημίες και θέατρο, Οι Stravaganti του Χάνδακα. «Θέατρο» 1966, τευχ. 27-28
11. Παναγιωτόπουλου Β., Δημογραφικές εξελίξεις. Παράγοντες μειώσεως του Πληθυσμού κυρίως κατά το 17ο αι. «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» τομ. ΙΑ΄
11. Πλουμίδη Γ., Οι Έλληνες Σπουδαστές του Πανεπιστημίου της Πάδοβας, Δωδώνη 12 (1983) σ. Τσιρπανλή Ζ., το Ελληνικό Κολλέγιο της Ρώμης και οι μαθητές του (1576-1700). Συμβολή στη μελέτη της μορφωτικής Πολιτικής του Βατικανού, Θεσσαλονίκη, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών 1980
12. Χασιώτη Ι., Οι πόλεμοι του ιερού Συνασπισμού του Linz και οι Έλληνες (1684-1669, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τομ. ΙΑ΄
13. Βακαλοπούλου Α., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τομ. Β΄, Γ΄, Θεσσαλονίκη 1964, 1968.
14. Βακαλοπούλου Α., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ι΄, Τουρκοκρατία-Λατινοκρατία (Περίοδος 1453-1669), Αθήνα 1974
15. Πλουμίδη Γ., Οι Βενετοκρατούμενες Ελληνικές χώρες μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου Τουρκοβενετικού πολέμου (1503 1537), Ιωάννινα 1974
16.Τσιρπανλή Ζ., Από την Αναγέννηση ως την Ειρήνη της Βεστφαλίας (1492-1648), Πανεπιστημιακές παραδόσεις, Ιωάννινα 1973
17. L. D’ Estampes, C. Jannet: LA FRANC-MACONNERIE ET LA REVOLUTION, Avignon 1884.
18. J. Evola: SCRITTI SULLA MASSONERIA, Roma 1984.
19. Bernard Fay: LA FRANC-MACONNERIE ET LA REVOLUTION INTELLECTUELLE DU XVIII SIECLE, Paris 1961.
20. J.F. Findel: HISTOIRE DE LA FRANC-MACONNERIE DEPUIS SON ORIGINE JUSQW A NOS JOURS (Paris 1866), Bologne 1976 (6' war.).
21. Jouaust: HISTOIRE DU GRAND ORIENT DE FRANCE, Rennes, Paris 1865.
22. Glébule Tsourkas, Lew débuts de l’enseignement philosophique et de la libre pensée dans les Balkans. La vie et l’ oeuvre de Théophile Corydalée, Θεσσαλονίκη 1967
23. Memoir for Enlightened Persons of Good Intention», The Political Writings of Leibniz, επιμ. Patrick Riley, Cambridge 1972
24. Μαυροκορδάτος, Φροντίσματα
25. Abbé Millot, Στοιχεία της γενικής ιστορίας παλαιάς και νεωτέρας, μτφρ. Γρ. Κωνσταντά και Ζήση Κάβρα, Βενετία 1806, τομ. Α & Β
26. Κωνστάντιος Κούμας, Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων, τομ. Στ
27. Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, γεωγραφία Νεωτερική, Βιέννη 1791
28. Montesquie, Considérations sur les causes de la grandeur et de la décadence des Romains
29. Montesquieu, De l’ esprit des lois, βιβλίο XVII
30. Benjamin r. barber, The Death of Communal Liberty, Princeton 1974
31. J.J. Rousseau, Projet de constitution pour la Corse». Oeuvres complétes, Παρίσι 1964
32. Montesquieu, Lettres persanes, αρ. ΙΙ, VII.
33. Judith Shklar, "Politics and the Intellect", Studies in Eighteenth Century Culture, 7 (1978)
34. Αθανάσιος Ψαλίδας, Ἀληθὴς εὐδαιμονία ἤτοι βάσις πάσης θρησκείας. Vera felicitas sive fundamentum omnis religionis, Βιέννη 1792
35. Αθανάσιος Ψαλίδας, Αικατερίνα η Β΄, Βιέννη 1792
36. Ιωσήπου του Μοισιόδακος, Παραλλαγή του προς Νικοκλέα λόγου περί Βασιλείας του Ισοκράτους ή Κεφάλαια Πολιτικά, Βενετία 1779
37. Katerina Kinimi, "Les discours à Nicoclès par Moisiodax", Ελληνικά, 29 (1976)
38. Π.Μ. Κιτρομηλίδης, Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Αθήνα 1985
39. Δ. Καταρτζής, Τα ευρισκόμενα
40. John Locke, Some thoughts concerning education
41. Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Πραγματεία περί παίδων αγωγής ή Παιδαγωγία, Βενετία 1779
42. Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία, 1774-1798, επιμ. Κ.Θ. Δημαρά κ.α., Αθήνα 1964
43. Αικ. Κουμαριανού, Ενέργειες του Κωνσταντίνου Σταμάτη για την απελευθέρωση της Ελλάδος, 1798-1799, Πρακτικά του Τρίτου Πανιονίου Συνεδρίου, Τομ. Α, Αθήνα 1967
44. Ρήγας Βελενστινλής, Φυσικῆς Ἀπάνθισμα γιὰ τοὺς ἀγχίνους καὶ φιλομαθεῖς Ἕλληνας, Βιέννη 1790
45. Ρήγας Βελεστινλής, Τα δίκαια του ανθρώπου
46. Ρήγας Βελεστινλής, Σύνταγμα
47. Claude Fauriel, Chants populaires de la Gréce Moderne, τομ. Β, Παρίσι 1825
48. Montesquieu, De l’ esprit des lois
49. Elizabeth Rawson, The Sparta Tradition in European Thought, Οξφόρδη 1969
50. Alfieri, Della Tyrannide
51. Machiavelli, The Discourses
52. J.G.A. Pocock, The Machiavellian Moment, Princeton 1975
53. Montesquieu, Considérations sur les causes de la grandeur des Romains et de décadence
54. Voltaire, Essai sur les moeurs
55. Χριστόφορος Παμπλέκης, Ακολουθία
56. Judith Shklar, Men and Citizens: A Study of Rousseau's Social Theory, Cambridge 1969
57. Alexandre Koyré, "Condorcet", Journal of the History of Ideas, τομ.9, τχ. 2, Απρίλιος 1948
58. Αδαμάντιος Κοραής, Συλλογή Προλεγομένων, επιμ. Φ. Φουρναράκη, τομ. Α, Παρίσι 1833
59. Cesare Beccaria, Περί Αμαρτημάτων και ποινών πολιτικώς θεωρουμένων, μετάφραση Διαμαντή Κοραή, Παρίσι 1802
60. Αδαμάντιος Κοραής. Διατριβὴ αὐτοσχέδιος περὶ τοῦ περιβοήτου δόγματος τῶν Σκεπτικῶν φιλοσόφων καὶ σοφιστῶν "Νόμῳ Καλόν, Νόμῳ Κακόν", δημοσιευμένο με το ψευδώνυμο Στ. Πανταζής και εικονικό τόπο έκδοσης Λιψία, αλλά Βιέννη 1819
61. Montesquieu, Esprit des Lois, βιβλίο Ι & ΧΧVI
62. Condercet, Esquisse dˀ un tableau historique des progrès de l’ esprit humain, 1822
63. Destutt de Tracy, Quels sont les moyens de fonder la morale d’ un peuple, Παρίσι 1819
64. Francǫis Picavet, Les Idéologues, Παρίσι 1891
65. Φραγκίσκος Πυλαρινός, "Λόγος Ἐπιτάφιος [...] εἰς τὴν θανὴν τοῦ Δ. Κοραῆ", Le Polyglotte, Année 1833, Seconde Livraison (Paris, Imprimerie d’ Auffray, 1833)
66. Μιχαήλ Περδικάρης, Προδιοίκησις εἰς τὸν Ἑρμῆλον, Βιέννη 1817
67. Ιγνάτιος Σκαλιώρας, Ἐπιστολὴ τῆς νέας φιλοσοφοίας στηλιτευτική, Λιψία 1817
68. Φ. Ηλιού, επιμ. Γράμματα από το Άμστερνταμ
69. Κώστας Λάππας, Πατριαρχική Σύνοδος "Περὶ καθαιρέσεως τῶν φιλοσοφικῶν μαθημάτων", τον Μάρτιο του 1821
70. Μαρτυρία του Κωσταντίνου Οικονόμου, Μνήμων, 11 (1987)
71. Αικ. Κουμαριανού, επιμ., Ο τύπος στον Αγώνα, τομ. Α, Β, Γ
72. Charles A. Frazee, The Orthodox Church and Independent Greece 1821-1852, Cambridge 1969, Ελληνική Έκδοση: Ορθόδοξη Εκκλησία και ελληνική ανεξαρτησία 1821-18521, μεταφρ. Ιωσήφ Ροηλίδη, Αθήνα 1987
73. Αθ. Διαμάντη, "Ὁ Ἀθανάσιος Ψαλίδας καὶ τὸ ἀρχεῖον του", ΔΙΕΕΕ, 16 (1962)
74. Χριστόφος Παμπλέκης, Περί Θεοκρατίας,
75. «Ἀνώνυμος τοῦ 1789»
76. «Διάλογος δύο Γραικῶν», εκδόμενος από το Γ. Πανταζίδην, Παρίσι 1830
Αρχαίοι Συγγραφείς
01. Ιπποκράτης, Περί Αέρων, Υδάτων, Τόπων, ΧΙΙ-ΧVI
02. Ἀριστοτέλους πολιτικῶν τὰ σωζόμενα, επιμ. Α. Κοραή, Παρίσι 1821
03. Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια, επιμ. Α. Κοραή