- «Χριστός Ανέστη!» - «Αληθώς Ανέστη!» Ο χριστιανισμός δεν δίδαξε ποτέ ότι αντιπροσωπεύει το μόνο δόγμα που έχει αναστημένο Θεό. Άλλωστε πώς θα μπορούσε να το πράξει όταν τον καιρό που εκδηλώθηκε υπήρχαν και άλλα δόγματα που διακήρυσσαν «αναστημένους θεούς»; Οι άνθρωποι τότε τους γνώριζαν πολύ καλά εφόσον θρησκεύονταν σύμφωνα με αυτά τα δόγματα. Αντίθετα ο Χριστιανισμός δίδαξε ότι αντιπροσωπεύει την αλήθεια και δηλαδή πως η ανάσταση ενός «ανθρώπου» και πραγματικού προσώπου ήταν αληθινή. Άνθρωποι που δεν γνωρίζουν ή δεν θέλουν να καταλάβουν αυτή την διαφορά και μέσα από το γενικόλογο πνεύμα του συγκρητισμού, σκέφτονται πως «και άλλοι θεοί αναστήθηκαν» και α. είτε αρνούνται την αλήθεια (μη αποδοχή χριστιανικού δόγματος) β. είτε δέχονται το ψέμα (αποδοχή «ανάστασης» άλλων «θεών») δεχόμενοι αναγκαστικά και την θέση α.
|
Ανάσταση (η): έγερση, σήκωμα : «ανάστασις εκ
τόπου τινός», απομάκρυνση»· «ανάσταση εκ του ύπνου», έγερση· || κατ’ εξοχήν
«ανάσταση εκ νεκρών», ή εκ
τού τάφου έγερση, ανάκληση, επάνοδος στην ζωή: «ανάσταση του Χρίστου», «-του
Λαζάρου»· || μεταφ. ταραχή, θόρυβος, συμπλοκή : «πιαστήκανε στην πλατεία κι
έγινε ανάσταση» (από των πυροβολισμών και τού άλλου θορύβου του κατά την εορτή
της Αναστάσεως).
Πηγή: Β.Φάβης, Συντάκτης του «Ιστορικού Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Δ΄, σελ. 578
- [Αποκρυφισμός] Στη μεν τη Ερμητική φιλοσοφία ανάσταση καλείται η μετάχρωση του μέλανος, όπερ εκδηλώνει την σήψη, σε λευκό, τουτέστιν η μετουσίωση αγενούς μετάλλου σε ευγενές· στους λοιπούς κλάδους των απόκρυφων επιστημών ανάσταση καλούμε την αφύπνιση των εσωτερικών δυνάμεων της ψυχής, την προσωποποιούμενη στις ποικίλες αποκρυφολογικές και μυσταγωγικές παραδόσεις δια της αναστάσεως του Αδώνιδος, του Χιράμ, του Βούδα κλπ.
Πηγή: Διον.Π. Καλλογερόπουλος, Βιβλιοφύλακας της βιβλιοθήκης της Βουλής, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Δ΄, σελ. 578
Α΄. ΘΡΗΣΚΕΙΟΛΟΓΙΚΑ
1. Ανάσταση θεών:
Στη παλαιά Εγγύς Ανατολή και μάλιστα στην εμπρόσθια Ασία βρίσκουμε ευρέως διαδεδομένη την πίστη στην εκ νεκρών ανάσταση ενίων θεών. Τοιούτοι Θεοί στην Αίγυπτο ο Όσιρις, στην Βαβυλώνα ο Ταμμούζ, ο υιός και αγαπητός της Ιστάρ, ο περί του οποίου μύθος εμφανίζει ικανές ομοιότητες προς τον μύθο του Οσίριδος, ο μικρασιατικός Άττις, ο φοινικικός Άδωνις, ο ελληνικός Διόνυσος ή Βάκχος, ο γερμανικός Μπάλδερ , ίσως δε και οι διάφοροι Βάαλ παρά τους δυτικούς Σημίτες. Δεδομένου δ’ ότι οι πλείστοι των θεών τούτων ήσαν θεοί της γονιμότητος, η ιδέα περί εκ νεκρών αναστάσεως αυτών είναι λίαν πιθανόν ότι δεν ενεπνεύσθη κυρίως υπό αστρολογικών παρατηρήσεων, αλλ’ είναι συναφής προς το θέαμα της απονεκρωμένης και αναζωογονημένης φύσεως. Οι εν λόγω θεοί δηλαδή, στα γεγονότα του βίου αυτών, συμβολίζουν τις λειτουργίες λειτουργίας της φύσεως, απονεκρωμένοι μετ’ αυτής θνησκούσης και μετ’ αυτής αναζωογονούμενης εις νέο βίο συνιστάμενοι. Πέριξ δε τού αγώνος τούτου περί υπάρξεως των εν λόγω θεών υφάνθηκε ο ιστός των λεγομένων μυστηρίων, από τα οποία επί το μιμοδραματικώτερο το μεν ενώπιον του λαού, το δε κρυφίως ή ενώπιον ορισμένων μυστών, αναπαρίσταντο οι διάφορες φάσεις του αγώνος τούτου παραλλήλως προς τις ανάλογες φάσεις της ειρημένης λειτουργίας της φύσεως, του λαού συμμεριζόμενου τις ποικίλες περιπέτειας του θνήσκοντος και αναζωογονούμενου θεού, της δε χαράς επακολουθούσης τη λύπη. Ως χρόνος δε τελέσεως των μυστηρίων ορίζονταν το τέλος τού θέρους, η αρχή της βροχής ή του νέου έτους. Προς τους μύθους τούτους ουδεμία εσωτερική σχέση έχουν ούτε ή εξωτερικώς παρεμφερής ιδέα περί τού πάσχοντος, θνήσκοντος και ανισταμένου ησαΐείου έβεδ Γιαβέ (παιδί ή δούλου του Κυρίου), με τον οποίο ο μέγιστος τού Ισραήλ προφήτης νοεί τον Μεσσία (κεφ νγ΄), ούτε το ιστορικώς άριστα μαρτυρούμενο γεγονός της αναστάσεως τού Χριστού
Βιβλιογραφία
01. A. J, Leipoldt, Sterbande und auferstehende, Goeter 1923.
02. Gressman εν λ. Auferstehung του εγκυκλοπαιδικού λεξικού, Religion in Geschichte und Gegenwart (β΄ εκδ. 1927 )
κ.π.α..
2. Ανάσταση ανθρώπων:
Την ιδέα περί συνεχίσεως του βίου υπό σωματική μορφή και μετά θάνατο βρίσκουμε παρά πολλούς λαούς τόσο της παλαιάς και των συγχρόνων εποχών, πρωτογόνους και πολιτισμένους, τόσο του παλαιού όσο και του νέου κόσμου. Συναφής δε προς την ιδέα αυτή τυγχάνει η παρατηρούμενη σε μερικά από τα θρησκεύματα (Αιγυπτίων, παλαιών Γερμανών, Μεξικανών, Περουανών κ.λ.π) αγωνιώδης μέριμνα περί διατηρήσεως του σώματος, τουλάχιστον των οστών από της αποσυνθέσεως.
Αλλά όμως πάσα μετά θάνατον σωματική επιβίωση δεν είναι ταυτόσημος προς την πραγματική, σωματική εκ νεκρών ανάσταση, αν και δεν είναι πάντοτε εύκολος η αυστηρή μεταξύ της πραγματικής και μη πραγματικής σωματικής αναστάσεως διάκριση. Πολύ λιγότερο πρέπει να ταυτίζεται προς την πραγματική σωματική ανάσταση ή σε μερικές μυσταγωγικές τελετές πολλών πρωτόγονων λαών, μάλιστα δ’ επί αυστραλιανού, πολυνησιακού και μελανησιακού, αμερικανικού και αφρικανικού εδάφους, ακόμη δε και σε αυτά τα παλαιά θρησκευτικά μυστήρια επικρατούσα ιδέα περί πνευματικού θανάτου και πνευματικής αναγεννήσεως των προσήλυτων, ως και η ιδέα περί μετεμψυχώσεως. Περί πραγματικής δ’ εκ του τάφου αναστάσεως ανθρώπων πρόκειται στη θρησκεία των Κελτών, κατά κάποια δε μαρτυρία και στη θρησκεία των αρχαίων Πρώσσων. Η ιδέα αυτή ήταν επίσης γνωστή παρά τους παλαιούς Αιγυπτίους, παρά τους οποίους η πίστη αυτή, και δηλαδή η πίστη εις ανάσταση των νεκρών ευθύς μετά τον θάνατον και ατομική, ζωογονήθηκε δια της πίστεως εις την ανάσταση του Οσίρι. Επίσης δε την ιδέα αυτήν απαντούμε αρκούντως αναπτυγμένη και στον Παρσισμό, με την διαφορά ότι ενταύθα η ανάσταση των νεκρών προσδοκάται ως συνολική και τοποθετείται στο τέλος των αιώνων και ακριβέστερα θα λέγαμε στο τέλος των 12000 ετών, όταν οι νεκροί θα εγερθούν για να υποστούν την κρίση. Παρά δε τους παλαιούς Έλληνες ήταν μεν ευρύτατα διαδεδομένη η πίστη στην ζωή μετά θάνατο, ως και η περί μετεμψυχώσεως ιδέα αλλά όχι και η πίστη στην σωματική εκ νεκρών ανάσταση, ήτις ήταν, ως φαίνεται, ακατανόητος σε αυτούς. Έτσι εξηγείται ο κατά του αποστόλου Παύλου χλευασμός των επί του αθηναϊκού Αρείου Πάγου λογίων ακροατών αυτού επί του ακούσματος «ἀναστάσεως ἐκ νεκρῶν» (Πράξεων Αποστόλων Ιζ΄ 31). Την πίστη στην σωματική των νεκρών ανάσταση βρίσκουμε τέλος στους Εβραίους, παρά τους οποίους, αμυδρότατη κατ’ αρχάς ούσα, απέβαινε με τον χρόνο σαφέστερη. Η κατά τους παλαιοτέρους χρόνους πίστη στην προς τον Θεό ανάληψη εκλεκτών τίνων αυτού ανθρώπων, όπως του Ενώχ (Γενέσεως ε΄ 21 εξ.) και του Ηλία (Δ΄ Βασιλειών β΄) δεν είναι μεν όλως άσχετη προς την σωματική ανάσταση, δεν πρέπει δ’ όμως και να συγχέεται προς αυτήν.
Πρώτοι δε οι προφήτες ήδη προ της αιχμαλωσίας ανέπτυξαν την ιδέα αυτή, και δηλαδή ο Ησαΐας (κεφ. κδ΄ - κζ΄) και ο Ιεζεκιήλ, έπειτα δε διάφοροι ψαλμωδοί (ψαλμοί ιε΄, ιστ΄, οβ΄), ο συγγραφεύς της βίβλου του Ιώβ (ιθ΄ 25 εξ.) και μάλιστα ο Δανιήλ, ο οποίος εξαγγέλλει γενική ανάσταση, δικαίων τε και άσεβων (ιβ΄, 1 κ. έ. και βραδύτερα ο συγγραφεύς του Β΄ βιβλίου των Μακκαβαίων (ζ΄ 9 και ιβ΄ 43). Την ιδέα αυτή βρίσκουμε περαιτέρω αναπτυσσόμενη στη ψευδοαποκαλυπτική γραμματεία (μάλιστα παρά Βαρούχ, Δ΄ Έσδρα, Ενώχ) ως και στη Ραββινική. Ο μεταγενέστερος λοιπόν Παλαιστίνιος ιουδαϊσμός, εξαιρέσει των Σαδδουκαίων (πρβλ. και Μάρκου ιβ΄ 18 εξ., Πράξ. Αποστ. κγ΄ 6-8), μάλιστα δε οι υπό την επίδραση του φαρισαϊσμού διατελούντες κύκλοι, προσδοκούσαν ανάσταση νεκρών μέλλουσα να γίνει προ της κρίσεως, του ελληνίζοντος ιουδαϊσμού της διασποράς αντ’ αυτής πιστεύανε στην αθανασία της ψυχής. Και προς μεν την διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης περί αναστάσεως των νεκρών σχετίζεται η χριστιανική διδασκαλία (περί της οποία βλ. κατωτέρω)· εκ δε της ιουδαϊκής και χριστιανικής εσχατολογίας ηρύσατο την ιδέαν αυτή και ο Μωάμεθ, περί της σχετικής διδασκαλίας του οποίου ο λόγος στο υπ’ αριθ. 76 σούρε του κορανίου.
Τέλος ως προς τις ρίζες τής ούτως ευρέως παραδεδομένης πίστεως στην σωματική των νεκρών ανάστασης σημειώνουμε, ότι αυτές αναζητούνται μεν συνήθως στην θέα της νεκρουμένης και αναζωογονούμενης φύσεως, και των δυόντων και πάλι ανατελλόντων αστέρων, ως και στη παρατήρηση του πολλή εξωτερική ομοιότητα προς τον θάνατον εμφανίζοντος ύπνου, ανομολογείται δ’ όμως υπό ειλικρινών θρησκειολόγων, ότι η τελεία διακρίβωση των ριζών τούτων είναι δυσκολότατη και ήκιστα ασφαλής. Όθεν, ειμή τι άλλο, τουλάχιστον η ομολογία αυτή επιτρέπει εις ημάς να θεωρήσουμε και την ούτως ευρέως διαδεδομένη ιδέαν αυτή ως λείψανο πανάρχαιας και πρωτογόνου θείας αποκαλύψεως, ώσπερ και την ιδέα περί αρχεγόνου μακαριότητας και μετέπειτα πτώσεως του ανθρώπου, περί ζωής μετά θάνατον κ.τ.τ., σπέρματα αναπτυχθέντα υπό το φως της θείας αποκαλύψεως στην Παλαιά και μάλιστα στην Καινή Διαθήκη.
Βιβλιογραφία
01.A. C. Clemen Das. Ieben nach dem Tode im Glauben der Menscheit 1920.
02. Bertholet και Procksch στην λέξη Auferstehung des Menschen (I και ΙΙ) εν Religion in Geschichte und Gegenwart 1927.
03. Ed. Konig, Geschichte der alttestamentl. Religion 4 1924
κ.π.α.
Πηγή: Π.Ι. Μπρατσιώτης, Καθηγητής της Βιβλικής Ιστορίας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Δ΄, σελ. 578
Β΄) Στον Χριστιανισμό
Κατά την χριστιανική διδασκαλία ο δια του θανάτου επερχόμενος χωρισμός της ψυχής από του σώματος δεν είναι διαρκής, διότι το σώμα το διαλυθέν στα εξ των όσων συντέθηκε θα αναστηθεί κατά την δευτέρα παρουσία του Κυρίου και θα ενωθεί μετά της ψυχής. Κατά ταύτα η ανάσταση των νεκρών περιλαμβάνει δύο τινά, την ανάσταση του σώματος και την ένωση αυτού με της ψυχής. Την ανάσταση της σαρκός ρητά διδάσκει η αγία Γραφή· ο αναστημένος Χριστός είναι «ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων» (Α΄ Κορινθ. 15, 20), «ὁ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν» (Κολ. 1, 18), η εγγύηση της ημετέρας αναστάσεως (ρωμ. 8, 11)· κατά την ημέρα εκείνη τα μεν σώματα των απ’ αιώνος κεκοιμημένων θα αναστηθούν, των δε ζώντων θα αλλάξουν, δηλαδή θα μεταβληθούν επί το αϋλότερον (Α΄ Κορινθίους 15, 51 κ.ε. -Α΄ Θεσ. 4, 13 κ.ε.). Η πίστη εις την ανάσταση του Χριστού συνεπάγεται την πίστη στην ανάσταση των νεκρών («εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ» Α΄ Θεσ. 4 14. πρβλ. καί Α΄ Κορινθ. 15,12 κ. έ.). Το αποθνήσκον σώμα έχει τέτοια σχέση προς το εγερθησόμενο όπως ο σπειρόμενος σίτος προς το εξ αυτού φυτό (Α΄ Κορινθ. 15, 36)· το μεν αποθνήσκον σώμα είναι γήινο, φθαρτό, εν ασθένεια, το δ’ ανεστημένο είναι επουράνιο, εν αφθαρσία, εν δυνάμει (Α΄ Κορινθ. 15, 43-49). Ο Χριστός, δια της παντοδυναμίας αυτού, θα μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών σε σώμα σύμμορφο του σώματος της δόξας αυτού (Φιλιπ. 3, 21). Την γραφική αυτή διδασκαλία περί αναστάσεως των σωμάτων διεκήρυξαν τα αρχαία σύμβολα τής Εκκλησίας και ανέπτυξαν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, είτε σε ειδικές πραγματείες (η αρχαιότερα σωζόμενη τοιαύτη είναι η «περὶ ἀναστάσεως πραγματεία» του Απολογητή Αθηναγόρα τον Β΄ αιώνα (εν Migne Ελληνική Πατρολογία 6, 973 - 1024) είτε σε λόγους (Χρυσοστόμου, Αυγουστίνου) και επιστολές (Ισιδώρου Πηλουσιώτου, Νείλου).
Οι απολογητές του χριστιανικού τούτου δόγματος ζητούσαν να καταδείξουν την αλήθεια τούτου όχι μόνον διά γραφικών χωρίων αλλά και διά λογικών επιχειρημάτων· τούτων τα κυριώτερα είναι τα έξης: α΄) ο άνθρωπος αποτελείται εκ σώματος και ψυχής, διά τούτο δεν δύναται να νοηθεί στην μέλλουσα ζωή άνευ σώματος, ότε θα έπαυε να ήταν άνθρωπος· β΄) το σώμα συνεργασθέν μετά της ψυχής δια την επιτέλεση του καλού ή του κακού δίκαιο είναι να συμμερισθεί μετ’ αυτής την αμοιβή ή την τιμωρία («εἰ μὲν μόνη κατώρθωσεν ἡ ψυχή, μόνη καὶ οτεφανούσθω· εἰ δὲ καὶ τὶ σῶμα ἐμερίσατο τοῦς ἄθλους, μετ’ αὐτοῦ καὶ στεφανούσθω» Ισιδ. Πηλουσ. επιστ. 4, 201)· γ΄) άνευ της αναστάσεως των σωμάτων το απολυτρωτικό έργο του Χριστού θα ήταν ατελές και η κατά του θανάτου νίκη όχι πλήρης.
Την ανάσταση της σαρκός δεν αποδέχονταν στην αρχαία Εκκλησία διάφοροι αιρετικοί, ορμώμενοι από της αρχής ότι η ύλη ουδεμίαν έχει θέση στη κατάσταση της τελειότητας και ότι η εκ νέου συνένωση της ψυχής μετά του σώματος θα επέφερε δι’ αυτήν νέους κίνδυνους. Και ο μέγας εκκλησιαστικός διδάσκαλος Ωριγένης, φρονώντας ότι το υλικό δεν είναι αιώνιο, αλλά απλό επεισόδιο στην πνευματική εξέλιξη, όπερ εκ του μηδενός προελθόν θα επανέλθει στο μηδέν, απέρριπτε την ανάσταση των σωμάτων, τα οποία άλλως εφρόνει ότι δημιουργήθηκαν από τον Θεό διά να εγκλεισθούν σε αυτά, προς τιμωρία και κάθαρση, τα εκπεσόντα πνεύματα. Κατά των δοξασιών τούτων του Ωριγένη, τις οποίες ασπάζονταν ο Συνέσιος ο Πτολεμαΐδας και άλλοι, έγραψε Μεθόδιος ο Ολύμπου το «περὶ ἀναστάσεως» έργο του, που διασώθηκαν τμήματα ελληνιστί (εν Migne Ε. Π. 18, 265) και πλείονα συριστί, και πολλοί μετ’ αυτόν.
Σήμερα την ανάσταση των σωμάτων αρνούνται όχι μόνον ορθολογιστές και υλιστές άλλα και οι πανθεϊστές και ικανοί των αυστηρών προτεσταντών θεολόγων. Ξένη δε προς την γνησία χριστιανική διδασκαλία είναι και η διδασκαλία των Χιλιαστών περί διπλής αναστάσεως.
Πηγή: Δ. Σ. Μπαλάνος, Καθηγητής της Πατρολογίας μετά της Ερμηνείας των Πατέρων στο Εθνικό Πανεπιστήμιο, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Δ΄, σσ. 578 - 579
- «Χριστός Ανέστη!»
- «Αληθώς Ανέστη!»
Η υπογραμμισμένη λέξη είναι η απόλυτη διαφορά του Χριστού με τους Εθνικούς θεούς καταβάτες εις τον Άδη και αναβάτες εις τον άνω κόσμο ξανά. Η Ανάσταση του Ιησού επιτυγχάνεται εξ ολοκλήρου από το πρόσωπό Του, χωρίς την βοήθεια τρίτων. Στην αρχαιότητα οι αναστάσεις άλλων θεοτήτων γίνονται με την βοήθεια άλλων θεών ή με την βοήθεια - πρόσκληση ιερέων - ιερειών, π.χ. το κάλεσμα του θεού Διόνυσου από τον Άδη γίνονταν με την ρίψη ενός αρνιού στην άβυσσο και με την πρόσκληση του θεού με σάλπιγγες. Άλλες φορές χρειάζονται ιερουργικές μάχες για να νικηθεί ο Άδης και να μπορέσει ένας αρχαίος θεός να επιστρέψει στην ζωή. Την γέννηση του Ιησού και την ανάστασή του πρέπει να την δει κανείς μέσα από την ιστορική αλήθεια κάτι το οποίο στις Εθνικές θρησκείες (ιστορικότητα αναστημένων κατά σάρκα Εθνικών θεών) θεωρείται αδύνατον.
Αριστερά: Να αποβληθεί η παλαιά διαθήκη από την θρησκεία των Ελλήνων (Πηγή: Περιοδικό Δαυλός, Τεύχος 137, εξώφυλλο)
Δεξιά: Δεν στέκει ο Χριστιανισμός χωρίς την Εβραϊκή Βίβλο (Πηγή: Περιοδικό Δαυλός, Τεύχος 244, εξώφυλλο)
Οι προσπάθειες των σύγχρονων «διαφωτιστών» αρνητών του Ιησού Χριστού να αποβληθεί η Π.Δ. μέσα από το δόγμα είναι παντελώς αθεολόγητες, αδικαιολόγητες, εθνικιστικές και ναζιστικής πρωτοκαθεδρίας. Οι ίδιοι άλλωστε γνωρίζουν πως με αποβολή της Βίβλου δεν «στέκει ο Χριστιανισμός», συνεπώς είναι και προφανής ο σκοπός των προτάσεών τους: «Ξεκίνα από την κλωστή στην άκρη για να διαλύσεις το πλεκτό» της Σωτηρίας.
Ειδικά για το ζήτημα της ανάστασης, αν μπορούσε ποτέ να αποβληθεί η Π.Δ., μια τέτοια ανόητη απόφαση θα οδηγούσε τον Χριστιανισμό στο απλοϊκό επίπεδο άλλων δογμάτων, εφόσον ο πρώτος δεν θα έχανε μόνο τις προφητείες που προανάγγελλαν τον ερχομό του Σωτήρα με συγκεκριμένα εδάφια αλλά και την πρωτοκαθεδρία γύρω από συγκεκριμένα ζητήματα πίστης. Ειδικά σε αυτή την περίπτωση δηλαδή της ανάστασης, και δια μέσω του συγκρητισμού, ο Χριστιανισμός θα ήταν ακόμη μια θρησκεία της Μεσογείου των Ελληνιστικών χρόνων με τις ίδιες πάνω κάτω επαναλαμβανόμενες ή «κλεμμένες» αναγγελίες της θρησκείας του Μίθρα ή του Ζωροάστρη. Όμως η παρουσία της Π.Δ. στέλνει πολλά χρόνια πίσω τον Χριστιανισμό, ξεπερνώντας έτσι πολλές αφηγηματικές ομοιότητες που επιφέρει ο συγκρητισμός σε διάφορους καλοθελητές «ερευνητές», που θεωρούν πως ο Χριστιανισμός «πήρε ιδέες από άλλους». Έτσι λοιπόν, η ιδέα της ανάστασης των ανθρώπων εντοπίζεται σε όλο τον γνωστό κόσμο του πλανήτη Γη, και όχι μόνο στην Μεσόγειο, όπως άλλωστε και η θρησκεία γενικότερα. «Ερευνητές» που νομίζουν πως «ανάσταση» η μία του Χριστού και «ανάσταση» και η άλλη, των άλλων θεών, άρα δεν υπάρχει διαφορά, σφάλλουν και πλανιόνται. Διότι ακόμη και αν αφαιρέσει κανείς τις προγενέστερες γραπτές μαρτυρίες της Βίβλου για την ανάσταση των νεκρών δια μέσω των προφητών, βλέπει πως η θρησκεία υπάρχει σε όλο τον πλανήτη και μαζί με αυτήν και η προσδοκία για ανάσταση, συνεπώς δεν μπορεί να ειπωθεί πως η ανάσταση είναι μια ιδέα που η μια θρησκεία πέρασε στην άλλη αποκλειστικά στον χώρο της Μεσογείου. Και αν αυτή η ιδέα υπάρχει και στα πιο απόμακρα σημεία της ανθρωπότητας, αυτό συμβαίνει διότι αυτό επιθυμούσε ο άνθρωπος. Να αναστηθεί. Και ο Σωτήρας Ιησούς Χριστός είναι ο Μόνος που κατάφερε και απόδειξε και εκπλήρωσε αυτή την επιθυμία. Κανείς άλλος κατηγορηματικά!
Και όσο αφορά τα πρόσωπα γίνεται ασφαλώς κατανοητό πως η ιστορικότητα του προσώπου του Χριστού δια μέσω της αρχαιολογικής σκαπάνης αλλά και της αξιοπιστίας των μαθητών Του, ανάγει το ζήτημα της Ανάστασης Του σε Γόρδιο Δεσμό που δεν κόβεται αποφασιστικά με ένα σπαθί, δίχως να λαμβάνει κανείς υπ’ όψη του όλους σφαιρικά τους παράγοντες. Ο συγκρητισμός είναι γενικόλογος και αρμόζει πραγματικά σε κείνους που αποφασίζουν να ξεμπερδέψουν γρήγορα με αυτά τα ζητήματα, εφόσον ο τομέας της «ειδικότητας» τους είναι σαφώς διαφορετικός.
Εγκυκλοπαίδειες
1. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Δ΄
Περιοδικά
1. Δαυλός, τεύχη 137, 244
Επιπλέον Βιβλιογραφία
01. A. C. Clemen Das. Ieben nach dem Tode im Glauben der Menscheit 1920.
02. Bertholet και Procksch στην λέξη Auferstehung des Menschen (I και ΙΙ) εν Religion in Geschichte und Gegenwart 1927.
03. Ed. Konig, Geschichte der alttestamentl. Religion 4 1924
04. A. J, Leipoldt, Sterbande und auferstehende, Goeter 1923.
05. Gressman εν λ. Auferstehung του εγκυκλοπαιδικού λεξικού, Religion in Geschichte und Gegenwart (β΄ εκδ. 1927 ).