Αποκατάστασης της ορθοδόξου Εκκλησίας στην Ελλάδα.
Το 1430 ο σουλτάνος Μουράτ Β΄ , γενόμενος κύριος της Θεσσαλονίκης, προξένησε μεγάλες δηώσεις και καταστροφές, επί πολλάς διαρκεσάσας ημέρας. ΙΙρος τοις άλλοις κατεσκάφηκε ο τάφος του αγίου Δημητρίου, κατετεμαχίσθη δε το λείψανο της αγίας Θεοδώρας της μυροβλήτιδος. Μονές και ναοί μετεβλήθησαν εις άμορφα ερείπια, τα δε μάρμαρα αυτών απεστάλησαν εις Αδριανούπολιν προς ίδρυσιν βαλανείου. Το αυτό έτος κατελήφθησαν τα Ιωάννινα. Το 1456 εκυριεύθησαν υπό των Τούρκων αι Αθήναι, μετά διετίαν δε (1458) εισήλθεν εις την πόλιν ο κατακτητής Μωάμεθ Β΄ θριαμβευτικώς. Το 1470 εξεδίωξεν ούτος τους Ενετούς εξ Ευβοίας και ταυτοχρόνως κατέλαβε την Πελοπόννησον, συμπληρώσας ούτω την κατάκτησιν της Ελλάδος. Το γεγονός τούτο αρνητικώς ωφέλησε την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και δι’ αυτής την υπόδουλωθείσαν χώρα, διότι απεμάκρυνε μεν τον επείσακτον λατινικόν κλήρον, υπεβοήθησε δε την αποκατάστασιν των Ορθοδόξων ιεραρχών και της Εκκλησίας. Αι Αθήναι εθεωρούντο κτήμα του «κισλάραγα» του σουλτάνου, ήτις του αρχηγού των ευνούχων του σεραγίου, όστις εδέχετo ευμενώς τας αιτήσεις των κατοίκων και επροστάτευεν αυτούς. Οι Ναοί του ΙΙαρθενώνος της Ακροπόλεως και οι οπωσδήποτε εξέχοντες εν τη πόλει των Αθηνών, καταληφθέντες υπό των Τούρκων, μετεβλήθησαν εις τζαμιά. Εκτός τινων άλλων διεσώθη το αρχαίον Θησείον, όπερ ήτο μεταβλημένον εις ναό του αγίου Γεωργίου. Ουχ ήττον η Εκκλησία ήρξατο καταλαμβάνουσα διακεκριμένην θέσιν. Ο μητροπολίτης Αθηνών εφοδιαζόμενος δια σουλτανικού βερατίου, ως και οι λοιποί μητροπολίται του Οικουμενικού Θρόνου, ως πρόεδρος του κοινοτικού συμβουλίου Αθηνών απέκτησε σημαντικήν πολιτικήν ισχύν και απέβη εν σμικρώ εθνάρχης. Έφερε δε τίτλο «μητροπολίτης Άθηνῶν καὶ Λεβαδείας, ὑπέρτιμος καἰ ἔξαρχος πάσης Ἑλλάδος» ή κατά τον τη΄ αιώνα «μητροπολίτης Ἀθηνῶν καὶ ἔξαρχος πάσης Ἑλλάδος καὶ τῶν Κυκλάδων νήσων καὶ τὸν τόπον ἐπέχων τοῦ Καισαρείας» .
Κατά την αρχήν της Τουρκοκρατίας μετά τας επελθούσας αλλεπαλλήλου συμφοράς των ελληνικών χωρών ελάχισται ήσαν αι εκκλησιαστικαί επαρχίαι του Οικουμενικού Πατριαρχείου. ΙΙάντως αι δειναί περιστάσεις της εκκλησίας συνετέλεσαν εις την ελάττωσιν των εκκλησιαστικών επαρχιών και την αραίωσιν του ορθοδόξου ελληνικού πληθυσμού. Αλλά η αποκατάστασις της Ορθοδόξου ιεραρχίας μικρόν κατά μικρόν συνεπήγαγε και την πύκνωσιν του Ορθοδόξου ποιμνίου, πολλώ μάλλον ότε εξέλιπεν ο λατινικός κλήρος ο καταπιέζων αυτώ. Εν τη κυρίως Ελλάδι μετά τον μητροπολίτην Μονεμβασίας ήρχετο ο μητροπολίτης Λαρίσης, αλλά ούτος από των αρχών του ιδ' αιώνος ήδρευεν αλλαχού, διότι η πόλις μετά την τουρκικήν κατάκτησιν είχεν ολίγους χριστιανούς.
Αι υπαγόμεναι εις το Οικουμενικόν πατριαρχείον εκκλησιαστικαί επαρχίαι της Ελλάδος διαιρούντο εις τας επαρχίας της ΙΙελοπονήσου και της Δύσεως, υφ’ ην ενοούντο πάσαι αι λοιπαί Πατριαρχικοί έξαρχοι περιώδευον συνεχώς προς είσπραξιν των πατριαρχικών δικαιωμάτων, δι’ ων η Εκκλησία κατώρθου ν’ αντεπεξέρχηται κατά των απαιτήσεων των δυναστών, ουχί δε σπανίως περιώδευον αυτοπροσώπως και οι πατριάρχαι, οι τε της Κωνσταντινουπόλεως και οι των λοιπών θρόνων, ιδίως δε των Ιεροσολύμων. Ούτοι από του ις΄ αιώνος είχον αποχτήσει εν Αθήναις, και αλλαχού μετόχια του ΙΙαναγίου Τάφου. Μέγας αριθμός των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως και των άλλων θρόνων προήρχετο εκ της κυρίως Ελλάδος. Κατ’ αυτόν έτι τον ιε΄ αιώνα πατριάρχης Αλεξανδρείας εχρημάτισεν ο εξ Αθηνών Ιωακείμ ο Πάνυ, ον διεδέχθησαν οι εκ Κρήτης πατριάρχαι Σίλβεστρος (1569-1500), Μελέτιος Πηγάς (1590-1601), Κύριλλος Λούκαρις (1601-1621+1638), Γεράσιμος Σπαρταλιώτης (1621-1636). Κατά τούς εφεξής αιώνας εκόσμησε τον πατριαρχικόν θρόνον Ιεροσολύμων μακρά σειρά Ιεραρχών εκ Δημητσάνης της ΙΙελοποννήσου ο Γερμανός (1537-1579), ο Σωφρόνιος (1579-1608), ο Θεοφάνης (1608-1644), ο Δοσίθεος (1669-1707) ο Χρύσανθος Νοταράς (1707-1731), ωσαύτως οι εξ Αθηνών Παρθένιος και Εφραίμ κατά τον ιη΄ αιώνα. Τινές τούτων ως ο Δοσίθεος, ο Χρύσανθος και ο Εφραίμ διεκρίθησαν και ως θεολόγοι κακαι εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Ούτω μετά την απομάκρυνσιν των Φράγκων, παράς τα εκ των νέων δυναστών ανήκουστα δεινά η αποκατασταθείσα Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος ηδυνήθη ν’ αναδείξει εξ εαυτής μεγάλας πνευματικάς δυνάμεις και δι’ εαυτήν και δια την καθόλου Ορθόδοξον Εκκλησίαν. Κέντρον της αρξάμενης εν αυτή νέας πνευματικής κινήσεως απέβη και πάλιν η πόλις των Αθηνών, μετά την επί φραγκοκρατίας, από ορθοδόξου απόψεως αφάνειαν. Διακεκριμένοι ιεράρχαι κοσμούσι τον θρόνον Αθηνών.
Κατά τον ιζ΄ αιώνα εν Αθήναις αναγεννάται ο μοναχικός βίος ιδίως δια της λογίας και περιακούστου μοναχής Φιλοθέης Μπενιζέλου.
Η Εκκλησία της Ελλάδος αποκατασταθείσα μετά την απομάκρυνσιν των Φράγκων και ενωθεί πάλιν μετά του Οικουμενικού ΙΙατριαρχείου, ευρέθη μετά τον πνευματικού ποιμνίου αυτής εις οίαν δυσάρεστον θέσιν γενικώς εευρέθησαν και τα λοιπά τμήματα της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν ταις υπό των Τούρκων κατακτηθείσας χώραις. Εν μέσω των φρικτών ερειπίων της εξωτερικής πολιτικής καταστροφής, επακολουθησάσης μετά την αχαρακτήριστον καταπιεστικήν διαγωγήν των Φράγκων, ο νέος κατακτητής δεν κατεδίωσε μεν συστηματικώς την θρησκείαν του ελληνικού λαού, η έναντι όμως αυτού στάσις εδημιούργει κίνδυνον εξαφανισμού ου μόνον του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσης, αλλά και αυτής της θρησκείας του υποδουλοθέντος λαού. Η Εκκλησία εκαλείτο να εκπληρώσει νέαν μεγίστην αποστολήν κατά την μεγίστην εκείνην περιπέτειαν αυτού.
Το ΙΙατριαρχείον, Κωνσταντινουπόλεως ηγέρεθη εκ των ερειπείων της πολιτικής καταστροφής της ελληνικής αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, ίνα συνεχίζον παλαιάν κι ένδοξον παράδοσιν περιλάβης, προ παντός, και συγκρατήση του ελληνικού γένους την ενότητα. Η ανεπίσχετος τούρκικη κατάκτησις των έλληνικών χωρών και νήσων συνεπήγαγε την εξωτερικήν ενότητα του γένους υπό μίαν και την αυτήν πολιτικήν εξουσίαν, η δ’ εξωτερική ενότης συνεπήγαγε και την εσωτερικήν υπό το πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως ενότητα. Ούτω δε συνηνούντο τα τέως διεσπασμένα του Ελληνισμού τμήματα. Το πατριαρχείον επικοινώνει ήδη μετά των Αθηνών, των ΙΙατρών, της Κορίνθου, της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Κύπρου, της Ρόδου, της Κρήτης, της Αιγύπτου, της ΙΙαλαιστίνης, της Συρίας, της Μικρασίας ολοκλήρου. Επετελείτο αληθώς εν των θαυμάτων της ελληνικής Ιστορίας, διότι το Ελληνικόν γένος μετά την ανεκδιήγητον καταστροφήν εευρίσκει τους τρόπους, ίνα σωθή υπό την σκέπην της Εκκλησίας. Το πατριαρχείον καθίστατο σύμβολον ενώσεως εν ταις ιδέαις της πίστεως και της πατρίδος, κέντρον εθνικής περισυλλογής.
Το επί των ερειπίων της ελληνικής αυτοκρατορίας του Βυζαντίου ιδρυθέν τουρκικόν κράτος ήτο μουσουλμανικόν κράτος, στηριζόμενον επί των διατάξεων τον Κορανίου. Οι νόμοι αυτού δύναντο να εφαρμόζωνται μόνον επί Μουσουλμάνων. Κατ’ ανάγκην δε οι χριστιανοί υπήκοοι του κράτους, εφ’ όσον εγίνοντο ανεκτοί διά πληρωμής κεφαλικού φόρου έμενον θρησκευτικώς ελεύθεροι υπό τους θρησκευτικούς των αρχηγούς. Τούτον ένεκα ο Πορθητής της Κωνσταντινουπόλεωs ανεγνώρισε τον πατριάρχην ως εθνάρχην των νέων Ελλήνων υπηκόων. Το πρώτον δοθέν εις τον πατριάρχην Γεννάδιον Σχολάριον βεράτιον δεν διεσώθη, αλλ’ ως εξάγεται εκ των μαρτυριών των συγχρόνων χρονογράφων και των σωζομένων μεταγενεστέρων βερατίων, ο πατριάρχης είχεν υπό την εξουσίαν του την Εκκλησίαν και τον κλήρον, τούς ναούς και τας μονάς μετά της περιουσίας των, τα θρησκευτικά, εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα. Είχε το δικαίωμα να συλλέγει τακτικάς ή εκτάκτους πρός συντήρησιν των εισφοράς και ερρύθμιζεν πάντα τ’ αφορώντα εις τον οικογενειακόν βίον των Χριστιανών. Ως εθνάρχης ο πατριάρχης ήτο υπεύθυνος έναντι του σουλτάνου δια την υποταγήν και την ειρήνην των Χριστιανών. Τα αυτά δικαιώματα είχον εν ταις επαρχίαις και οι αρχιερείς, βοηθούμενοι υπό των δημογερόντων. Το πατριαρχικόν και τον αρχιερατικόν δικαστήριον εδίκαζον ανεκκλήτως τας διαφοράς των Χριστιανών, πολλάκις δε και τας χριστιανών και Τούρκων διαφοράς. Και εδικαιούτο μεν να προσφύγη τις εις τουρκικόν δικαστήριον αλλά συνήθως προελαμβάνετο τούτο. Τα προς ναούς ή μονάς ή χάριν των πτωχών κληροδοτήματα των Χριστιανών υπεχρεούντο ν’ αναγνωρίζωσι τα τουρκικά δικαστήρια. ΙΙαρ’ εκάστω αρχιερεί υπήρχε και ιδιαίτερος συμβολαιογράφος διότι ο αρχιερεύς υπέγραφε και επεκύρου παν συμβόλαιον των Χριστιανών, ωσαύτως υπέγραφε και επεκύρου τας διαθήκας και τα περί κηδεμονίας έγγραφα. Ήτο δε συνήγορος των Χριστιανών παρά ταις τουρκικαίς αρχαίς, αντιπρόσωπος των υποδούλωνν, σύμβουλος αυτών και παραστάτης.
Σνγκεντρωμένοι όντες οι Έλληνες Χριστιανοί περί την εκκλησίαν ηδυνήθησαν ν’ αποφύγωσι την προς τους κατακτητάς αφομοίωσιν και τον εξισλαμισμόν. Η προνομιούχος θέσις της Εκκλησίας εν τω τουρκικώ κράτει επέτρεψε και την κοινοτικήν οργάνωσιν των υποδούλων, διότι άλλως τε ο πορθητής της Κωνσταντινουπόλεως είχεν αναγνωρίσει την Εκκλησίαν ως κοινότητα , συμπεριλαμβάνουσαν πάντας τους ορθοδόξους Χριστιανούς υπηκόους του νέου κράτους. Η κοινοτική οργάνωσις δεν συνετελέσθη δια μιας και κατα προδιαγεγραμένας τινάς αρχάς, αλλ’ εξειλίχθη θαυμασίως μέχρι τέλους του ιζ΄ αιώνος, έχουσα μεν ενιαχού τοπικάς τινάς διαφοράς, αλλά γενικώς εμφανιζομένη ως ομοιόμορφον σύστημά. Εκάστη πόλις και έκαστον έτι χωρίον απετέλει ιδίαν κοινότητα, ης μέλη ήσαν πάντες οί κάτοικοι είτε αυτόχθονες είτε έξωθεν ελθόντες και εγκατασταθέντες. Μεταξύ αυτών εθεωρούντο «πρόκριτοι» οι συνεισφέροντες περισσότερα υπέρ της κοινοτητας, εξ αυτών δ’ εξελέγοντο οι κοινοτικοί άρχοντες, «δημογέροντες» ή «προεστοί» (τουρκιστοί κοτζαμπάση) καλούμενοι. Η εκλογή εγίνετο ενιαυσίως συνήθως κατά την εορτήν του άγ. Γεωργίου (234 Απριλίου) εντός του ναού ή εν τω περιβόλω αυτού. Ενιαχού η υπηρεσία των δημογερόντων παρετείνετο επί περισότερον. Οι δημογέροντες διαχειρίζοντο την κοινοτικήν περιουσίαν, καθώριζον τους δημοσίους φόρους, τους οποίους έκαστος πολίτης όφειλε να πληρώση, διότι η κοινότις καταμερίζουσα εις τους πολίτας, επλήρωνεν εις τον αντιπρόσωπον της τουρκικής κυβερνήσεως συνολικώς τους φόρους, επέβαλλον δε και ιδίους φόρους ή εισφοράς υπέρ των αναγκών της κοινότητος, όριζαν την προσωπικήν εργασίαν εκάστου προς επιτέλεσιν κοινοτικών έργων, αντεπροσώπευον την κοινότητα ενώπιων των τουρκικών δικαστηρίων, εδίκαζονον ως ειρηνοδίκαι μετά του αρχιερέως διαφόρους υποθέσεις, επεκύρουν μετ’ αυτού τα συμβόλαια των πολιτών, τέλος εθεωρούντο κι ως αντιπρόσωποι της κυβερνήσεως, εκτελούντες τας διαταγάς αυτής παρά τη κοινότητι. Πάσα ενέργεια των κοινοτικών αρχόντων διετέλει πάντοτε υπό την εποπτείαν της Εκκλησίας, πολλαχού δε ως κοινοτικοί άρχοντες επεκράτουν οι κληρικοί. Η νήσος Ύδρα λ.χ. κατ’ αρχάς δωιωκείτο από δύο Ιερέων, οίτινες βραδύτερον εξέλεγον και δύο λαϊκούς «ἐπιτρόπους» ως κι έναν «γραμματικόν» προς διεξαγωγήν των κοινοτικών έργων κι υποθέσεων. Τους «ἐπιτρόπους» αντικατέστησαν δύο «δημογέροντες» , ότε δε εξελαϊκεύθη πανταχού το σύστημα της διοικήσεως εξηκολούθησαν προεξάρχοντες μεταξύ των δημογερόντων οι κληρικοί, ο οικονόμος, ο σακκελάριος, ο σκευοφύλαξ, ο χαρτοφύλαξ, ο σακκελίων, πρώτοι πάντων υπογραφόμενοι εν τοις επισήμοις εγγράφοις της κοινότητος. Ενιαχού, ως εν Θεσσαλία, η εξουσία των δημογερόντων ήτο κληρονομική. Αι κοινότητες των νήσων είχον εξαιρετικά προνόμια, υπήγοντο δε υπό την δικαιοδοσίαν του ναυάρχου του τουρκικού στόλου («καπιτὰν πασᾶ») εξαιρέσει της Άνδρου και Σύρου, αίτινες ανήκον εις την εκάστοτε ευνοούμενην σουλτάναν, και της Τήνου, ήτις ήτο τιμάριον τούρκου μεγιστάνος. Διωκούντο δε και αι νήσοι κατά το κοινοτικόν σύστημα, έχουσαι τους αιρετούς αυτών δημογέροντας, αλλά τινες των νήσων, ως η Ύδρα, αι Σπέτσαι και τα Ψαρά δια της ακμής της ναυτιλίας, σχεδόν αυτονομούμεναι είχον εκάστη και τον ιδίον διοικητήν «μπέην» ή «ἀρχικοτσάμπασην». Μεγάλα προνόμια είχον και αι κοινότητες της Πελοποννήσου, αποτελούσης ιδίαν διοικητικήν περιφέρειαν («σαντζὰκ») υπό γενικόν διοικητήν «Μόρα - Βαλισὶ» τιτλοφορούμενον. Οι αντιπρόσωποι των Πελοποννησιακών κοινοτήτων εν τη πρωτευούση εκάστης επαρχίας και τη έδρα του τούρκου καδή απετέλουν ιδίαν επαρχιακήν συνέλευσιν, συνερχομένην τακτικώς άπξ του έτους υπό προεδρίαν του «βοεβόδα» (διοικητού). Αύτη εξέλεγε δύο μισθωτούς προεστούς της επαρχίας και τον «καψιμάλην» (ταμίαν). Εκτός της επαρχιακής συνελεύσεως συνεκροτείτο καθ’ ορισμένας εποχάς γενική συνέλευσις των επαρχιακών προεστώτων («ἀγιάνιδων») δια τα φορολογικά κυρίως ζητήματα, βραδύτερον δε αντεπροσωπεύετο η Πελοπόννησος και εν Κων/πόλει δια τριών ή τεσσάρων πληρεξουσίων («βεκίληδες τοῦ Μορέως») παρά τη κυβερνήσει. Αυτονομίας τινός απήλαυεν η Μάνη εν η το κοινοτικόν σύστημα προσέλαβε μάλλον στρατιωτικόν χαρακτήρα, προΐστατο δε εκάστης κοινότητος ο «καπετάνιος» (οπλαρχηγός), διηρείτο δε η Μάνη εις «καπετανίας», νω προΐστατο ο «μπὰς καπετάν» (αρχικαπετάνιος) και βραδύτερον ο ηγεμών της Μάνης, έχων πάσαν την εξουσίαν πλην της δικαστικής, διότι εν Μάνη απεδίδετο η δικαιοσύνη υπό των ιδιωτών δι’ αυτοδικίας ή δι’ αποφάσεως εν οικογενειακούς συμβουλίοις λαμβανομένων.
Εν τη Στερεά Ελλάδι η Κοινότης Αθηνών είχε προνομίας τινάς, υπαγομένη υπό τον «κιζλὰρ ἀγᾶν» (αρχιευνούχον του σουλτανικού σεραγίου), ον αντιρποσώπευεν εν Αθήναις ο μουσελίμης ή βοεβόδας ως διοικητής της πόλεως, ο «δεισδάρης» ως φρούραχος της Ακροπόλεως, ο καδής ως δικαστής και τρεις αξιωματικοί. Άπασα η εξουσία της κοινότητος Αθηνών ανήκεν εις τον μητροπολίτων και τους δημογέροντας. Ωσαύτως διεκρίθησαν μεγάλως οι κοινότητες της Χαλκιδικής τα «Μαδεμοχώρια», η εν Θεσσαλία των «Ἀμπελακίων» και άλλαι αλλαχού ακμάσασαι δια τους εμπορίου και της βιομηχανίας. Υό την προστασίαν δε της Εκκλησίας εμορφώθησαν διάφοροι επαγγελματικοί συνεταιρισμοί («ἰσνάφια») και «ἀδελφάτα» προς υποστήριξιν των κοινοφελών ιδρυμάτων.
Ούτως επετελέσθη περί την Εκκλησίαν υπό των υποδούλων Χριστιανών πνευματικός και ηθικός οργανισμός, όστις ηδυνήθη ν’ αντιστή κατά της μεγάλης εκείνης και τραγικής περιπετείας της υποδουλώσεως εις μουσουλμάνους, οίτινεςς παρά τα θεωρητικώς ανεγνωρισμένα προνόμια μετά μίσους και θρησκευτικού φανατισμού απέβλεπον προς τους Χριστιανούς, καταπατούντες αυθαιρέτως και υπό διαφόρους προφάσεις παν δίκαιον και προνόμιον αυτών.
Ένεκα της κοινοτικής αυτοδιοικήσεως των υποδούλων, διατελούσης υπό την εποπτείαν της Εκκλησίας, διεργανώθη αύτη θαυμασίως εντός του τουρκικού κράτους. Αι μεγάλαι ελλείψεις της διοικήσεως της τουρκικής κυβερνήσεως ενίσχυον έτι μάλλον την ελληνικήν αυτοδιοίκησιν. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ως αρχηγός της ελληνικής εκκλησιαστικής πολιτείας, απέβη δια τους υποδούλους «αὐθέντης» και «βασιλεύς» , καταλαβών την θέσιν του εκλιπόντος αυτοκράτορος, έχων ως σήμα τον δικέφαλον αετόν, περιβεβλημένος πνευματικήν και ηθικήν μεγαλειότητα, επικοινωνών προς την Υψηλήν Πύλην δια του Τούρκου υπουργού επί των εξωτερικών (ρεΐζ -ἐφέντη), αλληλογραφών προς τους ξένους μονάρχας. Συγκεντρωμένοι όντες οι υπόδουλοι εν τη Εκκλησία των, ως ιδιαίτερος οργανισμός εφαίνοντο αληθώς συγκροτούν κράτος εν κράτει.
Αλλά το ελληνικόν εκκλησιαστικόν κράτος ευρίσκετο εν κράτει βαρβαρότητος και αυθαιρεσίας. Ο πατριάρχης ήτο «δέσμιος βασιλεὺς ἐν μέσω δεσμίου λαοῦ». Οι υπόδουλοι διετήρησαν με την θρησκευτικήν ελευθερίαν, αλλά εστερήθησαν παντός ανθρωπίνου δικαιώματος. Τα προνόμια της Εκκλησίας καθίσταντο χάρτης άγραφος, εφ’ όσον δια τον ξένον κατακτητήν «ἡ αὐθαιρεσία ἧτο κανὼν καὶ ἡ ἰδιοτροπία νόμος». Ο προστυχών Τούρκος πασάς ηδύνατο δι’ ενός λακτίσματος να συντρίψη το οικοδόμημα της κοινοτικής αυτοδιοικήσεως, να καταργήση παν προνόμιον. Ο υπόδουλος εθεωρείτο κατώτερον όν, υπόχρεως ως ν’ αποδίδει κεφαλικόν φόρον προς εξαγοράν της ζωής του και μυρίους άλλους φόρους τακτικούς ή εκτάξτους. Φόρος υπήρχεν και για την «ἐξερεύνησιν τῶν ναῶν». Ιδιαίτεροι υπάλληλοι αποζώντες εκ του φόρου τούτου περιήρχοντο και επεθεώρουν τους ναούς. Μικρά τις αν εγίνετο επισκευή, ηδύνατο να χρησιμεύση ως αφορμή κατακριμνήσεως ολοκλήρου του ναού, της μαστιγώσεως ή της φυλακίσεως των κατοίκων, της επιβαρύνσεως αυτών δια μεγάλων χρηματικών προστίμων. Ωνόμαζον δε οι Τούρκοι τους χριστιανικούς ναούς «στάβλους», πολλάκις δε εισήγον τα ζλωα των εν αυτούς. Προς αποφυγήν τούτοι αι μοναί ενιαχού είχον πολύ χαμηλάς θύρας. Πολλάκις η δαπάνη δια την επίτευξιν αδείας της κυβερνήσεως προς επισκευήν ναού τινός υπερέβαινε την δια την επισκευήν απαιτουμένην. Εξαιρετικώς μόνον κατά τας τρεις ημέρας του Πάσχα είχον το δικαίωμα οι Χριστιανοί να διασκεδάζωσι δημοσία.. Κατά τας λοιπάς ημέρας του έτους πρεσεπάθουν να μη φαίνωνται, να μην ακούωνται, αν συνέπιπτε να συγκατοικώσι μετά Τούρκων. Δεν εδικαιούντο οι Χριστιανοί να φορώσιν ενδύματα χρωματιστά ως οι Τούρκοι, αλλά πένθιμα ενδύματα, αι οικίαι των δεν ηδύναντο να είναι υψηλότεροι των οικιών των γειτόνων των Τούρκων ή να έχωσιν παράθυρον βλέπον προς τουρκικόν τζαμί, δεν εδικαιούντο να ιππεύωσιν ή να κάθηνται διερχομένου Τούρκου.
Θεωρητικώς είχε παραχωρηθή θρησκευτική ελευθερία δια των προνομίων, αλλά εν τη πραγματικότητι υπήρχεν ακήρυκτος διωγμός κατά της Εκκλησίας. Ουχί σπανίως Χριστιανοί υπεβάλλοντο εις φρικτάς βασάνους και υφίσταντο μαρτύρια δια την χριστιανικήν πίστιν. Από των πρώτων ημερών της αλώσεως ήρξατο μακρά σειρά νεομαρτύρων. Οι σουλτάνοι περιήρχοντο εις ανακολουθίαν προς εαυτούς, οικτρώς παραβιάζοντες τα προνόμια. Αλλά ευτυχώςη παραβίασις δεν ήτο συστηματική, ωφελείτο δε μάλλον εις την αυθαιρεσίαν. Η εκκλησία δια μυρίων τρόπων κατώρθου να προλαμβάνη την καταστροφήν, αυτή πρώτη υφισταμένη τα πλήγματα της αυθαιρεσίας. Δια της Εκκλησίας και εν τη Εκκλησία έζησαν οι υπόδουλοι Έλληνες επί τουρκοκρατίας ως οι Χριστιανοί των πρώτων αιώνων. Πατριάρχαι και αρχιερείς διαρκώς επένοντο, υποχρεούμενοι να πληρώνωσι βαρυτάτους φόρους τακτικούς ή εκτάτκους, εισπραττομένους παρά του λαού. Οι ανώτατοι λειτουργοί του κράτους μεταχειρίζοντο την εξουσίαν προς χρηματισμόν, αποζυμώντες πάσαν δύναμιν των υποδούλων. Οι απειθάρχητοι γενίτσαροι κύριον ασχόλημά των είχον τα αρπαγάς, τας ατιμώσεις, τας βασάνους. Πολλοί των υποδούλων, όπως αποφεύγωσι τας τυραννικάς καταπιέσεις, ηναγκάζοντο εξωτερικώς να εκτουρκίζωνται, δεχόμενοι με το θρήσκευμα του Ισλάμ, αλλά εν τω βάεθι της ψυχής των διασώζοντες την χριστιανικήν πίστιν. Πλείστοι Χριστιανοί πολλαχού του τουρκικού κράτους και εν αυτή τη Κωνσταντινουπόλει εφαίνοντο εξωτερικώς Μουσουλμάνοι, όντες εν των κρυπτώ Χριστιανοί. Ελληνίδες κόραι εξηναγκάζοντο να συζευγνύωνται Τούρκους, αντιθέτως πας Χριστιανός έχων σχέσεις μετά Μουσουλμανίδος εξηναγκάζετο να γίνει Μουσουλμάνος, άλλως κατεδικάζετο εις θάνατον.
Το Ελληνικόν έθνος, τοιούτον υφιστάμενον διωγμόν, θα διέτρεχε μέγιστον κίνδυνον άνευ της Εκκλησίας. Εν αυτή δεν εύρε μόνον την εξωτερικήν του ενότητα, αλλά και τους τρόπους της εθνικής περισυλλογής, της ψυχικής αναπλάσεως και ηθικής καθάρσεως, απέκτησεν εθνικήν συνείδησιν. Η Εκκλησία διακρατούσα τους Έλληνας πνευματικώς ελευθέρους από των Τούρκων και ανανεούσα εκάστοτε τας φθειρομένας δυνάμεις των, παρά πάσα εξωτερικήν των Τούρκων πίεσιν, ανεζωογόνει την αυτοσυνείδησίν των δια των εθνικών παραδόσεων, ων πιστή ήτο θεματοφύλαξ, δια της ελληνικής γλώσσης και των ελληνικών γραμμάτων. Μέγας πατριάρχης της Κωσνταντινουπόλεως ο Κύριλλος Λούκαρις, θέλων να προφυλάξη τους υπόδουλους από των ξένων προπαγανδών, συνέταξε διάλογον εν απλή γλώσση εν τω []οποίω έλεγε προς τοις άλλοις: «Πρέπον εἶναι, ὦ ἀνδρες Ἕλληνες καὶ τῆς Ἀνατολικῆς Ἑκκλησίας γνήσια παιδιά, ἄν ἴσως καὶ εὐρισκόμεθα ξεπεσμένοι ἀπὸ βασιλείαν, ἀπὸ πλούτη καὶ ἀνάπαυσιν, ὁποῦ ἔχει ὁ κόσμος, νὰ μὴ προδώσωμεν τὴν εὐγένειαν τῆς ψυχῆς μας.». Ἀνδρας Έλληνας προσφωνεί ο πατριάρχης τους υποδούλους, ζητών να διασώση την ευγένειαν της ψυχής των. Είναι δ’ ευνόητον τι τοιούτο εσήμαινεν.
Η Εκκλησία και αι απόπειραι προς απελευθέρωσιν
Κατ’ εξοχήν εις την κυρίως Ελλάδα υπεθάλπετο η ιδεά της απελευθερώσεως ένεκα δε των ανωτέρω εκτεθέντων λόγων ο ελληνικός κλήρος επρωτοστάτει ή ενεργώς συμμετείχε πάσης απελευθερωτικής κινήσεως. Ούτω πρώτος ηγήθη εν Θεσσαλία τολμηράς επαναστάσεως, εν τέλει του 1600 ο μητροπολίτης Λαρίσης - Τρίκκης Διονύσιος Β΄ ο Φιλόσοφος, ο υπό Τούρκων και των άλλων εχθρών του αποκληθείς Σκυλόσοφος. Αποτυχούση της θεσσαλικής εκείνης επαναστάσεως οι Τούρκοι εξεδικήθηκαν αγρίως του Χριστιανούς. Προς τοις άλλοις υπέστη τότε μαρτυρικόν θάνατον ο επίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου Σεραφείμ † 1601. Ιδιαζόντως κατεπιέσθησαν και εξηναγκάσθησαν προς εξόμωσιν οι κάτοικοι της Ηπείρου, κατηγορηθέντες ότι συνενούντο μετά των Δυτικών. Τότε δ’ εξισλαμίσθησαν οι εν τω Τουρκικώ στρατώ υπηρετούντες σπαχήδες. Η κατάστασις της Εκκλησίας και του λαού ήτο πάντοτε δεινή. Τα προνόμια της Εκκλησίας κατεπατούντο εις τοιούτον βαθμόν ώστε λ.χ. επί Πατριάρχου Νεοφύτου Γ΄ (1636-1637) ο μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως Γαβριήλ βιαίως αντικατεστάθη δια του πρώην Κορίνθου Κυρίλλου, την δε πράξιν της μεταθέσεως υπέγραψαν πέντε αρχιερείς και τρεις Τούρκοι! Μόλις δε επί του Πατριάρχου Παρθενίου Α΄ (1639-1644) κατέστη δυνατόν ν’ ακυρωθή η ασεβής εκείνη πράξις. Ο διάδοχος του Παρθενίου Α΄, αξορισθέντος εις Κύπρον, Παρθένιος Β΄ τη 16η Μαΐου 1650 εστραγγαλίσθη υπό των Τούρκων. Ομοίως τη 14 Μαρτίου 1657 απηγχονίσθη και ο Παρθένιος Γ΄, κατηγορηθείς ότι συνεννοείτο μετά των Ρώσων, επέβαλε δε η Υψηλή Πύλη βιαίως ως πατριάρχην τον Γάνου και Χώρας μητροπολίτην Γαβριήλ (1657). Αλλά και ούτος μετά δώδεκα μόνον ημερών πατριαρχείαν, κατηγορηθείς ότι εβάπτισεν Μωαμεθανόν, εξωρίσθη εις Προύσαν και εκεί τη 3 Δεκεμβρίου 1659 απηγχονίσθη.
Τω 1645, μαθών ο Σουλτάνος Ιβραΐμ Α΄, ότι ενετικός στόλος προσεγγίσας εις Πάτρας, Μεθώνην και Κορώνην, συνέλαβεν αιχμαλώτους Τούρκους τινάς, διέταξεν εν τη οργή του σφαγή όλων των Χριστιανών, μόλις δε συνεκρατήθη από του φονικού τούτου βουλεύματος υπό του μουφτή Εβουσαΐτ. Πλείστοι δε Χριστιανοί κατεσφάγησαν κατά την άλωσιν της Κρήτης (1669). Μεγάλη πίεσις ησκείτο δια της αυξήσεως των φόρων, επιβληθέντων και επί των μονών. Πολλαχού εξηγέρθησαν οι Έλληνες, προτρεπόμενοι και υπό των Ενετών. Ο μητροπολίτης Κεφαλληνίας Τιμόθεος Τιπάλδος συμμετέσχε της εξεγέρσεως μετά σώματος 150 κληρικών. Αλλαχού της Ελλάδος παρουσιάσθησαν μετά των επαναστατών έτεροι επίσκοποι ως ο Σαλώνων Φιλόθεος, ο Θηβών Ιερόθεος, ο Λαρίσης Μακάριος, ο Ευβοίας Αμβρόσιος. Ταυτοχρόνως ο περιφανής ρήτωρ Ηλίας Μηνιάτης από του άμβωνος του εν Ενετία ελληνικού ναού προέτρεπε τους Έλληνας εις εξέγερσιν. Αλλά δυστυχώς, αι ελπίδες των Ελλήνων διεψεύθησαν, αποτέλεσμα δε της αποτυχίας και ταύτης της εξεγέρσεως υπήρξαν καταπιέσεις του λαού.
Τότε προς τοις άλλοις υπέστη μαρτυρικόν θάνατον και ο μητροπολίτης Κορίνθου Ζαχαρίας. Η Εκκλησία παρέστη και πάλιν παρήγορος μήτηρ, στηρίζουσα τον λαόν εν τη πίστει και τη ελπίδι. Ο Ηλίας Μηνιάτης, συνέγραψε και κατά των Λατίνων, διότι δυστυχώς εν μέσω των φρικτών καταπιέσεων των Ελλήνων παρά των Τούρκων ηγωνίζοντο και οι ετερόδοξοι της Δύσεως, ίν’ αποσπάσωσιν αυτούς δια του προσηλυτισμού από της Ορθοδοξίας.
Τας περί απελευθερώσεως ελπίδας των Ελλήνων, υπέθαλπτε και η αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη η Β΄, ης απεσταλμένος ο Γεώργιος Παπάζωλης περιοδεύσας την Ελλάδα συννενοήθη ιδίως μετά των μητροπολιτών της Πελοποννήσου. Άμα τη εκρήξη ρωσοτουρκικού πολέμου προϋκλήθη δια του Αλεξίου και Θεοδώρου Ορλώφ επανάστασις των Ελλήνων (1768) πρώτου υψώσαντος τη σημαίαν αυτής του μητροπολίτου Παλαιών Πατρών Παρθενίου. Εκτός άλλων συμμετέσχον της επεναστάσεως οι επίσκοποι Μεθώνης και Καλαμών, ο δε εν Αγίω Όρει εφησυχάζων πρώην πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σεραφείμ Β΄ μετέβη εις τον ρωσικόν στόλον και δι’ εγκυκλίων προέτρεπε τους Έλληνας εις εξέγερσιν. Αλλά η επενάστασις εκείνη υπήρξεν ολεθριωτάτη δια τους Έλληνας, εγκατελειφθέντας υπό των Ρώσων. Προς στιγμήν εγένετο σκεσκέψις περί γενικής σφαγής των Ελλήνων, αλλά μη πραγματοποιηθείσης ταύτης απερίγραπτοι διεπράχθησαν βιαιότητες κατά του λαού. Ο πατριάρχης Κωσταντινουπόλεως Μελέτιος Β΄ εξωρίσθη , απέθανε δ’ εν τη φυλακή ο επίσκοπος Καρύστου Ιάκωβος και ο μητροπολίτης Λήμνου μετά πολλάς βασάνους εθανατώθη. Μεγάλας ζημίας υπέστησαν αι μοναί του Αγίου Όρους ένεκα του ανωτέρω διαβήματος του Σεραφείμ, χιλιάδες αιχμαλώτων απήχθησαν και επωλήθησαν ως δούλοι, πολλοί δ’ εκ Πελοποννήσου εξετοπίσθησαν εις Μικράν Ασίαν. Υπήρξε τόσον μεγάλη η καταλαβούσα τους υποδούλους φρίκη, ώστε ενώ από της αλώσεως και εξής είχον δικαίωμα μόνον τρεις ημέρας του Πάσχα να εορτάζωσι δημόσια, ο πατριάρχης Θεοδόσιος Β΄ δι’ εγκυκλίου (1772) προέτρεψε τον λαόν ν’ αποφύγη πάσα εορτήν και εκδήλωσιν χαράς. Μετά την λήξιν του ρωσοτουρκικού πολέμου τη 10 Ιουλίου 1774 υπεγράφη η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, δι’ ης η Τουρκία ανέλαβεν την υποχρέωσιν να μη καταδιώκη τους Χριστιανούς και να επιτρέπη την ανοικοδόμησιν των ναών. Αι διατάξεις αύται έμειναν έμειναν δυστυχώς επί του χάρτου, ότε δε μετά εν έτος εγένετο απόπειρα επισκευών των ναών Κωνσταντινουπόλεως, εξηγέρθη ο φανατικός τουρκικός όχλος, καταστρέψας πάσαν οικοδομήν και πέριξ έτι των ναών.
Εκραγέντος τω 1787 νέου ροσωτουρκικού πολέμου ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Προκόπιος εξηναγκάζετο υπό της Πύλης να προτρέπη τους Έλληνας, όπως εύχωνται υπέρ της επικρατήσεως των τουρκικών όπλων και καταβάλλωσι βαρυτάτους πολεμικούς φόρους, ανώ ταυτοχρόνως απερίγραπτοι βιαιοπραγίαι διεπράττοντο κατά των Χριστιανών. Μόλις δε δια της εν Ιασίω ρωσοτουρκικής συνθήκης (29 Δεκεμβρίου 1791) εβελτιώθη πως η θέσις των Χριστιανών. Επετράπη τότε δια διατάγματος του Σουλτάνου Σελήμ Γ΄ η ανοικοδόμησις ναών ως δ’ εσημείωσεων ο Κωσταντίνος Κούμας «ποτὲ δὲν ἐκτίσθησαν εἰς τὴν Τουρκίαν τόσαι καὶ τοσαῦται περικαλλεῖς ἐκκλησίαι, ὅσαι ὲπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Σελήμ».
Ο πάπας Ρώμης Πίος Β΄ προέβη και εις προτάσεις προς τον πορθητήν της Κωσταντινουπόλεως Μωάμεθ Β΄ όπως δεχθεί τον Χριστιανισμόν και αναγνωρισθή αυτοκράτωρ Κωνσταντινουπόλεως. «Δύο ρανίδες ὕδατος καὶ τὸ πᾶν εὐοδοῦται» έγραψεν ο πάπας. Αλλά ύστερον επεδίωξαν τον προσηλυτισμόν των υποδούλων Ελλήνων, ωφελούμενοι εκ της μεγάλης αυτών συμφοράς της δουλείας. Ο πάπας Πίος Β΄ υπεχρέου τους Έλληνας επισκόπους των ενετοκρατουμένων ελληνικών χωρών, όπως υπογράψωσι και εφαρμόζωσι τον όρον της εν Φλωρεντία συνόδου. Ανηγόρευσε και πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως μετά τον Ισίδωρον Ρωσίας τον πολύν Βησσαρίωνα, όστις εκθύμωςυπεστήριξε τας παπικάς βλέψεις μετά πολλών Ελλήνων συνεργατών και ομοφρόνων. Εν Ρώμη ευρίσκετο και ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορος, ανακομίσας εκεί εκ ΙΙατρών του αποστόλου Ανδρέου τα λείψανα , μετά δε τον θάνατον του Θωμά († 1465) ο πάπας ανέλαβεν υπό την προστασίαν του τους Έλληνας βασιλόπαιδας. Τούτων ο Μανουήλ, νεώτερος υιός του Θωμά, μη ανεχόμενος την θρησκευτικήν δουλείαν, εις ην υπεβλήθη, προυτίμησε να καταφύγει προς τον Τούρκον σουλτάνον Κωνσταντινουπόλεως. Αι επεμβάσεις του πάπα προυκάλουν πολλαχού ταραχάς, ως συνέβη εν Ρόδω τω 1474, και ιδίως εν Κρήτη, όπου κατά των δυστροπούντων Ελλήνων εγένετο χρήσις και της ιεράς εξετάσεως. Διά των βίαιαων εκείνων ενεργειών μάλλον ενισχύετο η αντίδρασις κατά του πάπα. Κέντρον της αντιδράσεως ήτο η Κωνσταντινούπολις. Οι ορθόδοξοι πατριάρχαι προσεπάθουν να συγκρατήσωσι τον ελληνικόν λαόν εν τη Ορθοδοξία. Ο πατριάρχης Μάξιμος Γ΄ (1477-1481) διεμαρτυρήθη και προς αυτόν τον δόγην της Ενετίας Ιωάννην Μοσενίγον, ζητήσας την περιοστολήν των φανατικών Λατίνων κληρικών και την αναγνώρισιν των εν Κρήτη και Κορώνη δικαιωμάτων του πατριαρχείου. Συνεκάλεσε δε και σύνοδον με μεγάλην εν Κωνσταντινουπόλει (1482-1484) προς ενίσχυσιν της Ορθοδοξίας.
Μετά τινά έτη εξεδηλώθη εν τη Δύσει η μεγάλη θρησκευτική μεταρρύθμισης του Λουθήρου. Εν τη αρξαμένη ταύτη κινήσει, εν, εύκολος ήτο η προς προτεσταντισμόν προσέγγισις των Ελλήνων, διότι οι κορυφαίοι αυτού δια της ελληνικής παιδείας συνεδέοντο προς τους Έλληνας. Ο Μελάγχθων ηρίθμει μεταξύ τούτων πολλούς φίλους. Αλλά αξιοσημείωτον ότι την προς εγγυτέραν και αμεσωτέραν γνώσιν του προτενταντισμού πρωτοβουλίαν λαμβάνει το πατριαρχείον Κωνστανιτινουπόλεως. ΙΙρος τον σκοπόν τούτον ο πατριάρχης Ιωάσαφ αποστέλλει εις Βιττεμβέργην, την κοιτίδα του προτεσταντισμού, τον Θεσσαλονικέα διάκονον Δημήτριον Μυσόν, ούτος δ’ επανακάμψας τω 1559 εις Κωνσταντινούπολιν εκόμισε προς τον πατριάρχην την «Αὐγουσταίαν Ὁμολογίαν» των προτεσταντών εν ελληνική μεταφράσει μετ’ επιστολής του Μελάγθονος. Αιί πληροφορίαι του Δημητρίου Μυσού και η εξέτασις της «Αὐγουσταῖας Ὁμολογίας», έπεισαν τους ημετέρους ότι δεν ήτο δυνατή η ένωσις των προτεσταντών μετά της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Εν τω μεταξύ όμως ο Ιάκωβος Βασιλικός, ισχυριζόμενος ότι κατήγετο εκ των αρχαίων Ηρακλειδών, δια παραβόλων εγχειρημάτων γενόμενος ηγεμών της Μολδαβίας έγραφε προς τον πατριάρχην και προς τον Ιωάννην Ζυγομαλάν, ότι ήλπιζε ν’ ανακτήση και την Κωνταντινούπολιν, αλλά εσκόπει να εισαγάγη και τον Προτεσταντισμόν εις την Ανατολήν, όιεν προκαλέσας τας δυσαρεσκείας των υπηκόων του εύρεν οικτρόν τέλος. Ταυτοχρόνως εν Χίω ο Ιάκωβος Παλαιολόγος διέδωκε τας προτεσταντικάς ιδέας μεταξύ των ορθοδόξων υπό την προστασίαν των Τούρκων, αλλά άνευ σοβαρών αποτελεσμάτων.
Η λατινική εκκλησία, παρακολουθούσα την προσέγγισιν των προστεσταντών προς τους ορθοδόξους, ενέτεινε τας προσπαθείας της προς επικράτησιν εν τη Ανατολή. Ο Αρσένιος Αποστόλης καταλαβών την μητρόπολιν Μονεμβασίας μετά φανατισμού ειργάσθη πρός τον σκοπόν τούτον, προέβη δε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Παχώμιος Α΄ (1504-1513) εις καθαίρεσιν αυτού και αφορισμόν. Ο Αρσένιος μετέβη τότε εις Ενετίαν, ης συνετάραξεν την ελληνικήν κοινότητα. Τας ενεργείας αυτού υπέρ του παπισμού εξηκολούθησαν οι Έλληνες εφημέριοι της ελληνικής κοινότητας Ενετίας, ο Νικόλαος Τριζέντης και ο Αναστάσιος Πορφύριος. Προς κατευνασμόν των ταραχών της εν Ενετίας κοινότητος ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Διονύσιος Β΄ (1546-1555) απέστειλε τω 1546 τον μητροτολίτην Καισαρείας Μητροφάνην, όστις δυστυχώς ου μόνον τον ελληνικόν ναόν παρέδωκεν εις τούς λατινόφρονας, αλλά και εις Ρώμην μεταβάς εδέχθη τον όρον της Φλωρεντινής συνόδου και ηνώθη μετά του πάπα. Το σκάνδαλον τούτο γνωσθέν συνετάραξε τον ορθόδοξον ελληνικόν λαόν, κατά Νοέμβριον δε του 1547 συνελθόντες οι εν Κωνσταντινουπόλει αρχιερείς απεδοκίμασαν την πράξιν του Μητροφάνους.
Επηκολούθησαν αι πολύκροτοι απότειραι ενώσεως των διαμαρτυρομένων μετά των ορθοδόξων επί του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου Β΄ († 1595), άνευ όμως αποτελέσματος, ενώ οι Λατίνοι προέβησαν εις δραστηρίας προσηλυτευτικάς ενεργείας εν Ανατολή. Ο πάπας Γρηγόριοc ΙΓ΄, απέστειλε εις Κωνσταντινούπολιν ιησουΐτας αναπτύξαντας και εκεί και εις άλλας πόλεις της Ανατολής την λατινικήν προπαγάνδαν, ιδίως δια των σχολείων, ων εστερείτο η Ανατολή. Τω 1582 ο Γρηγόριος, μεταρρυθμίσας το ημερολόγιον, εζήτησε να επιβάλλει διά προσηλυτευτικούς σκοπούς την μεταρρύθμισιν εκείνην. Η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ανατολής οριστικώς απέκρουσεν αυτό και διότι δια προσηλυτευτικούς σκοπούς επεδιώκετο η επιβολή του και διότι παρεβίασε την περί της εορτής του ΙΙάσχα διάταξιν της Α΄ Οικουμενικής συνόδου.
Αλλά τούτο κατά τον ιζ αιώνα επεβάλλετο εν ταις ενετοκρατουμέναις ελληνικαίς χώραις. Και η εν Ενετία ελληνική κοινότης πιεζομένη εζήτησε παρά του πατριάρχου την άδειαν να εφαρμόση αυτό, αλλά δεν επετράπη δια τους ανωτέρω λόγους. Σύγχρονος διαπρεπής θεολόγος και ιεράρχης, ο Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς,ειργάσθη δραστηρίως υπέρ της ορθοδόξου εκκλησίας, υπήρξε δε το σπουδαιότερονν πρόσωπον της εν έτει 1593 συνελθούσης εν Κωνστανινουπόλει μεγάλης συνόδου προς κύρωσιν της πραξέως του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου περί ιδρύσεως του ρωσικού πατριαρχείου και α απόκρουσιν της Λατινικής Εκκλησίας, άμα δε και διαρρύθμισιν της εσωτερικής της ορθοδόξου Εκκλησίας. Δια συντόνων όμως ενεργειών των ιησουϊτών και άλλων Λατίνων ιεραποστόλων εφαίνετο κυριαρχούσα και πάλιν η Λατινική Εκκλησία. Αλλά σπουδαίως αντέδρασε κατ’ αυτής ο μεγαλοπράγμων πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις, διά κηρυγμάτων προς τον λαόν και δια βιβλίων, ιδρύσας πρώτος αυτός και τυπογραφείον εν Κωνσταντινουπόλει, και δια σχολείων. Έχων ανάγκην εσωτερικής ενισχύσεως επεδίωξε την συνεργασίαν μετά των διαμαρτυρομένων. Αλλά δυστυχώς, και ούτοι ηθέλησαν να ωφεληθώσι της δεινής θέσεως των ορθοδόξων Ελλήνων, ίνα προσελκύσωσιν αυτούς εις τον προτεσταντισμόν. Εντεύθεν δδραματικωτάτη υπέβη η αρχιερατεία του μεγάλου εκείνου πατριάρχου, όστις πεντάκις καταβιβασθείς από τον θρόνον δια των ενεργειών των Ιησουϊτών, και τέλος καταγγελεθίς εις τους Τούρκους ως παρασκευάζων επανάστασιν κατ’ αυτών, εστραγγαλίσθη και ερρίφθη εις την θάλασσα (1638). Εις τούτο συνειργάσθη, δυστυχώς, μετά των Ιησουϊτών, ο μαθητής αυτού Κύριλλος Κονταρής, εκ Βεροίας της Μακεδονίας καταγόμενος, αλλά και ούτος επί μικρόν πατριαρχεύσας εξωρίσθη εις Αφρικήν και οικτρώς υπό των Τούρκων εθανατώθη. Διάφοροι σύνοδοι συγκροτηθείσαι εν Κωνσταντινουπόλει, εν Ιασίω και εν Ιεροσολύμοις κατά τον ιζ΄ αιώνα απέκρουσαν τον επί Κυρίλλου Λουκάρεως αποπειραθέντα να ει΄δύση εις την Ανατολήν προτεσταντισμόν, αλλά ταυτοχρόνως απεκρούσθη και ο αναθαρρήσας παπισμός.
Συνεκίνουν δε τον ελληνικόν λαόν βαθύτατα και τα από των αρχών του αιώνος αρξάμενα ζητήματα των προσκυνημάτων εν Παλαιστίνη. Τους κατά των Λατίνων αγώνας αιματηρούς ενίοτε, διεξήγεν η ελληνική Αγιοταφική Αδελφότης, ης η αρχή ανάγεται εις τον δ΄ αιώνα, ενισχυομένη ηθικώς και υλικώς υπό σύμπαντος του ελληνικού έθνους. Επί Κυρίλλου του Λουκάρεως τα ζητήματα των προσκυνημάτων είχον περιέλθει εις οξύτατον σημείον. Εν τίνι δε συσκέψει, γενομένη εν τη ολλανδική πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως, ο Κύριλλος Λούκαρις ηπείτησεν την επανάστασιν των Ελλήνων κατά του σουλτάνου αν ούτος πιεζόμενος υπό των λατινικών Δυνάμεων παρεχώρει τυχόν ταύτα εις τούς Λατίνους μοναχούς. Και τότε μεν ελύθη το ζήτημα υπέρ των Ελλήνων, παρά τας υπερανθρώπους προσπαθείας της Γαλλίας διά του εν Κωνσταντινουπόλει πρεσβευτού Harlay de Cesy, διότι ο σουλτάνος Μουράτ Γ΄ εξέδωκε τω 1631 υπέρ των Ελλήνων φιρμάνιον, επαναληφθέν και κατά το 1634. αλλά ηττηθείσα η Τουρκία τω 1688 υπό των συνησπισμένων κατ’ αυτής Δυνάμεων Αυστρίας Πολωνίας, Ενετίας, προσετέθη και η Ρωσία υπό την πίεσιν της Γαλλίας διά του εν Κωνσταντινουπόλει πρεσβευτού Castagnéres de Chateaunef κατ’ Απρίλιον του 1689 παρεχώρησε τα πλείστα των προσκυνημάτων εις τους Λατίνους. Μάτην ηγωνίσθη ο μέγας πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος († 1707) να σώση τα προσκυνήματα δια των Ρώσων και δια του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου κατά την εν Κάρλοβιτς συναφθείσαν συνθήκην (1699). Δια συντόνου ενεργείας των Ελλήνων, το κακόν επηνωρθώθη βραδύτερον τω 1757, ότε δια φιρμανίου του σουλτάνου Οσμάν Γ΄ απεδόθησαν και πάλιν τα προσκυνήματα το εις αυτούς
Αντίδρασις κατά του εξισλαμισμού
Μεταξύ των πατριαρχών Ιεροσολύμων του Ιζ΄ αιώνος όλως εξέχουσαν κατέλαβε θέσιν ο Δοσίθεος, όστις μετά του Κύριλλου Λούκαριν ζωηρότερον επεδίωξεν, ίνα προκαλέσει το ενδιαφέρον της Ρωσίας υπέρ των καταπιεζομένων λαών τη Ανατολής. Πράγματι δε ήρξατο εδιαφερομένη η χώρα εκείνη, αλλά από του Μ. Πέτρου ιδίως ως πρόγραμμα αυτής είχεν την κατάκτησιν της Ανατολής. Δυστυχώς, η πάλη των υποδούλων προς τους κατακτητές εξηκολούθει αμείλιχτος, οξυτάτη, τραγική. Οι κατακτηταί εζήτουν ν’ αφομοιώσωσιν αυτούς αμυνομένους δια της Εκκλησίας, περί την οποίαν ήσαν συγκεντρωμένοι. υπομένοντες και εγκαρτερούντες. Θρησκεία, γλώσσα, ήθη και έθιμα, πολιτισμός, εθνικός χαρακτήρ είχον ευρύνει επι μάλλον και μάλλον το μεταξύ υποδούλων και κατακτητών χάσμα. Ο ελληνικός κλήρος ρακένδυτος και γυμνητεύων συνεκράτει τον λαόν και απέκρουε πάσαν αφομοιωτικήν των καταχτητών επίδρασιν. Ιδιαζόντως ηργάσθη προς περιστολήν του εξισλαμισμού ο Κοσμάς ο Αιτωλόc (βλ. τ. Β΄ σ. 915) , εις των μεγάλων Ελλήνων εθναποστόλων, ο σωτήρ του Ελληνισμού της δυτικής περιοχής της Βαλκανικής. Την εποχήν εκείνην εξεδηλώθη εκ μέρους των πατριαρχών Σεραφείμ Β΄, Σαμουήλ του Χαντζερή και Σωφρονίου Β΄, ως και των μητροπολιτών Δρυϊνουπόλεως Δοσιθέου και Δελβίνου Ιωαννικίου, ισχυρόν το διαφέρον περί της τύχης του εν Ηπείρω και Αλβανία Χριστιανισμού. Οι ισχυροί ούτοι άνδρες, γνήσιοι εκπρόσωποι του οικουμενικού Χριστιανικού Ελληνισμού, εύρον εν τω προσώπω του Κοσμά του Αιτωλού τον πεπνυμένον εθναπόστολον, τον ικανόν ου μόνον να αντιδράσει και να ανακόψει το ρεύμα των εεξισλαμισμών, αλλά και δια της συστάσεως σχολείων να αφυπνίσει εκ του ληθάργού της αγραμματωσύνης τους Χριστιανούς μεγάλων τμημάτων του ελληνισμού. Του Κοσμά προηγήθη ο αγιορείτης μοναχός Νεκτάριος Τέρπος ο Μοσχοπολίτης όστις συνέγραψε κατά της αποδοχής του σιλαμισμού. Φλεγόμενος ο Κοσμάς υπό του πόθου της θρησκευτικής, πνευματικής και πολιτικής αναγεννήσεως του Ελληνικού λαού κι ενισχυθείς υπό των ανωτέρω πατριαρχών περιώδευσεν όλα τα μέρη της Δ. Ελλάδος, (ο ανώνυμος;) Ηπείρου, Αλβανίας, Μακεδονίας και Θεσσαλίας. Ασκών εξαίρετον επιβολήν ο ασκητής ούτος δια του λόγου και των έργων, εμπνέων σεβασμόν και ει αυτούς τους Τούρκους, κατώρθωσε να θέσει τέρμα εις τους ομαδικούςεξισλαμισμούς. Εθεμελίωσεν υπέρ τα διακόσια κοινά σχολεία και περί τα 10 ανώτερα ελληνικά. Μετέβη εις Κόνιτσαν (1767), Κορυτσάν (1775) ένθα συνέστησε να ομιλούν μόνον ελληνικά, Μοσχόπολιν, Χειμάραν, Τεπελένι, και την δευτέραν του περιοδείαν εις Αγίους Σαράντα, ομιλών προς πάντας με απλότητα και διά τούτο γινόμενος σαφής. Ακολούθως ώδευσε προς Βεράτιον προσελκύων δια του κυρήγματος αυτού τα πλήθη και ακουόμενος με μεγάλη κατάνυξιν υπό Ελλήνων και Αλβανών ως άνθρωπος του Θεού. Περιοδεύσας την περιοχήν Αχρίδας, Μοναστηρίου, Καστοριάς συνήντησε μόνον Έλληνας βλαχοφώνους, ουδαμού δε σλαυοφώνους, εις ους σευνέστησεν εγκατάλειψιν της βλαχικής και εκμάθησιν της ελληνικής γλώσσης. ο Έλληνισμός εξικνείτο τότε μέχρι Κρουσόβου-Δυρραχίου. Σημειωτέον ότι ο Κοσμάς επεσκέφθη και την Κρόιαν, διότι μέχρι εκεί υπήρχον συνοικισμοί της Ελληνικής ορθοδοξίας, μεθ’ ο επέστρεψεν εις την ανωτέρω περιοχήν, οπόθεν ενίσχυσε και αύθις τον Ελληνισμόν της Β. Μακεδονίας. Έκτοτε υπεχώρησαν ό τε εξισλαμισμός και η διάδοση της βλαχικής γλώσσης, ενώ παραλλήλως ήρξατο η διάλυσις του σκότους, της αμαθείας. Ο Κοσμάς υπήρξεν ο κατ’ εξοχήν ανακαινιστής της λαϊκής ευσεβείας και συνέβαλε τα μέγιστα εις την αναγέννησιν της ελληνικής Εκκλησίας, ήτις ούτως μετέσχεν ενεργώς της προπαρασκευής της εθνεγερσίας, καθ’ ον χρόνον ηγωνίζετο και κατά των εκ της Δύσεως προπανανδών.
Συστηματικός εξισλαμισμός διενηργείτο υπό των Τούρκων εν Κρήτη δια κυρίων καταπιέσεων, χαρακτηριστική δε τις λεπτομέρειαν είναι γνωστή εκ του έτους 1780, καθ’ ο εις τους Χριστιανούς κατοίκους των Χανίων απηγορεύθη να διανυκτερεύωσιν εις τας εντός των τειχών της πόλεως οικίας των επί δύο μήνας, διότι ο επίσκοπος Χανίων ετόλμησε να εισέλθει εις την πόλιν έφιππος.!
Εκκλησιαστικά κέντρα εν Ελλάδι
Αρχομένου του Ιη΄αιώνος υπήρχον εν Ελλάδι 8 μητροπόλεις, υφ’ ας υπήγοντο 15 επισκοπαί και 2 αρχιεπισκοπαί. Πασών υπερείχεν η μητρόπολις των Αθηνών, διότι η ένοξος πόλις είχεν αποβή και πάλιν επί τουρκοκρατίας το πνευματικόν και εκκλησιαστικόν κέντρον της όλης Ελλάδος. Υπέστη η πόλις αύτη τα δεινά της δουλείας και κατά μεν την εκστρατείαν του Μοροζίνη ηρημώθη επί τριετίαν , είτα δε εταλαιπωρήθη φρικτώς επί της τυραννίας του Χασεκή. Αλλά κατώρθου ν’ αναλαμβάνηεκάστοτε εκ των δεινών εκείνων. Αι Αθήναι από του Ιζ΄ αιώνος απέκτησαν μετόχια του Παναγίου Τάφου και της μονής του όρους Σινά επεσκέπτοντο δε αυτάς αι πατριάρχαι Ιεροσσολύμων, ων ο Παρθένιος Γερένης (1737-1766) και άλλοι κατήγοντο εξ Αθηνών. Ιδρύθησαν εν αυταίς μεγάλαι μοναί ευεργετικώςδια την κοινωνία δράσασαι. Μετά την μονήν του Αγίου Ανδρέου, ην ίδρυσεν η οσία Φιλοθέη, ιδρύθη η μονή Παντοκράτορος εν θέσει Ταώ (Νταού Πεντέλη), η μονή Πεντέλης τω 1578 υπό του εξ’ Αττικής καταγομένου αγίου Τιμοθέου Ευβοίας, η μονή των αγίων Αναργύρων (όπου νυν το μετόχιον του ΙΙαναγίου Τάφου) υπό του Δημητρίου Κολοκύνθη η μονή Πετράκη υπό του Ιατροφιλοσόφου Παρθενίου Πετράκη († 1686), συγχωνεύσαντος μετ’ αυτής την εν Καρέα του Υμηττού μονήν Ασωμάτων, ανεκαινίσθη η εν Σαλαμίνι μονή της Μεταμορφώσεως υπό του εκ Μεγάλων Λαυρεντίου, Κανέλλου († 9 Μαρτίου 1707) μετονομασθείσα κα της Φανερωμένης, εκ της φανερωθείσης και εικόνος της Θεοτόκου και διακοσμηθείσα υπότου εκ Κρήτης ζωγράφου Γεωργίου Μάρκου όστις κατέλιπε σπουδαία έργα τέχνης εις τον ναόν της μονής Πετράκη και αλλαχού. Διετηρούντο δε οιπαλαιότεραι μοναί, της Καισαριανής του οσίου Μελετίου, Κλειστών, του ΔΔαφνίου και άλλαι. Η μονή Πεντέλης διετήρει εν αυτή σχολήν, η μονή των Ασωμάτων-Πετράκη συνετήρει την δημοσίαν σχολήν Αθηνών και ευηργέτει την πόλιν των Αθηνών, οι δε ηγούμενοι της μονής μετείχον ενεργώς των κονοτικών πραγμάτων της πόλεως. Η Εκκλησία των Αθηνών επρωτοστάτει εν τη πνευματική κινήσει της δουλευούσης Ελλάδος και δια της ελληνικής παιδείας, ήτις πανταχού της Ελλάδος εξηπλούτο, ιδίως από του Ιη΄ αιώνοςκαι εξής. Αλλά τελευτώντος του αιώνος εκείνου εδημιουργήθη νέον εκκλησιαστικόν κέντρον δια της καταργήσεως της ενετικής κυριαρχίαςεν ταις Ιονίοις νήσοις (1797) υπό των Γάλλων. Το γεγονός τούτο συνετέλεσεν εις την πλήρη αποκατάστασιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν ταις νήσοις. Αλλά οι Γάλλοι δεν εσεβάσθησαν αυτήν. Επί αγγλοκρατίας συνέλευσις των Επτανησίων εν Κερκύρα (20 Απριλίού 1817) εψήφισε το Σύντάγμα δια του οποίου ανεκηρύχθη η εν τη Ιονίω Πολιτεία Ορθόδοξος Εκκλησία, τελούσα υπό τον Οικουμενικόν Πατριάρχην, αποτελουμένη δ’ εκ των μητροπόλεων, Κερκύρας, Κεφαλληνίας, Ζακύνθου, Λευκάδος και Αγίας Μαύρας, Κυθήρων και των επισκοπών Ιθάκης και Παξών. Εις των μητροπολιτών εκ περιτροπής, εφ όσον διήρκει μία βουλευτική περίοδος, προεξήρχε της Εκκλησίας των Ιονίων νήσων, τιτλοφορούμενος έξαρχος και διοικών την Εκκλησίαν. Οι ιερείς εξέλεγον τους αρχιερείς, εγκρινομένους υπό της γερουσίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Καθωρίσθησαν δε τα της εκκλησιαστικής δικονομίας της μισθοδοσίας του κλήρου εκ του δημοσίου ταμείου και της μορφώσεως αυτού εν τη θεολογική σχολή της υπό του κόμητος Γυΐλφορδ ιδρυθείσης Ιονίου Ακαδημίας και εν τω ιεροσπουδαστηρίω ή λυκείω εκάστης νήσου. Ούτως υπό την ανωτέραν εποπτείαν και δικαιοδοσίαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου ιδρύθη η Ιόνιος Εκκλησία αποτελέσασα ουχί αυτοκέφαλον, εν τη νεωτέρα έννοια της λέξεως, αλλά αυτόνομον Εκκλησίαν και αποβάσα σπουδαίον εκκλησιαστικόν κέντρον δια την δουλεύουσαν Ελλάδα.
-1 Η όλη ζωή του υποδούλου έθνους έφερεν εκκλησιαστικόν χαρακτήρα. Ο υπόδουλος Έλλην έβλεπε ενώπιόν του διαρκώς την Εκκλησίαν, τον Πατριάρχην, τον αρχιερέα, τον ιερέα, τα δε ζητήματα της Εκκλησίας ήσαν ζητήματα του έθνους και τανάπαλιν. Εστηρίζετο το έθνος επί της Εκκλησίας αλλά αστήριζε αυτό την φιλόστοργον μητέρα Εκκλησίαν. Μετείχεν ενεργώς της διοικήσεως αυτής, εγνώριζε δε τας ανάγκας αυτής και αντεπεξήρχετο προς αυτάς.
Το Πατριαρχείον ευρίσκετο διαρκώς καταχρεωμένον, αναγκαζόμενον να δίδη προς τους κρατούντας, όπως διασώζη εαυτό και τους υποδούλους. Κατά τον Ιζ΄ αιώνα το χρέος ανήρχετο εις εκατομμύρια γροσίων, επελήφθη δε της ανορθώσεως των οικονομικών ο πατριάρχης Ιωάσαφ ο Μεγαλοπρεπής (1555-1565). Ευτυχώς η γενναιοδωρία των Χριστιανών ανεκούφιζεν εκάστοτε το πατριαρχείον. Κατά τον Ιζ΄ αιώνα τα χρέη του επλήρωσεν ο ηγεμών Μολδαυίας Βασίλειος. Κατά τον Ιη΄ ηυξήθησαν και πάλιν τα χρέη, διότι εν τω πατριαρχικώ βερατίω μόνον ανεγράφοντο ετήσιοι φόροι προς το τουρκικόν δημόσιον ταμείον γροσ. 33425, δια τους διερμηνείς του διβανίου γρόσια 5000, δια τον στρατόν 65440, δια το ιδιαίτερον σουλτανικόν ταμείον 24060 και δια την γενομένην μετά του πατριαρχείου ένωσιν των αρχιεπισκοπών Αχρίδος και Πεκίου 163000. Ο Σαμουήλ Χαντζερής, διαπρεπής πατριάρχης του Ιη΄ αιώνος επεμελήθη σοβαρώς του οικονομικού ζητήματος. Μετ’ αυτόν ο Γρηγόριος Ε΄ κατέβαλε μεγάλας προσπαθείας. Το 1818 εύρε χρέος του «Κοινοῦ», ήτοι του Πατριαρχείου και τους έθνους, 1.936.000 γροσίων, ερρύθμισε δε την απόσβεσιν αυτού δι’ έθνοσυνελεύσεως,ην συνεκάλεσε εν Κωνσταντινούπολει. (όλος ο λαός πλήρωνε και πώς κέρδιζε η εκκλησία αφου υπήρχε πάντα χρέος,, το δε λάδωμα καλό είναι) Το ταμείον του «Κοινοῦ» έδιδεν ετησίως εις την τουρκικήν κυβέρνηση 40.000 γροσίων. Έδιδεν οσαύτως απαραίτητα χρηματικά δώρα εις τους μγάλους βεζύρας κι εις τους εκάστοτενέους υπουργούς, κατηύναζε την οργήν των κρατούντων κατά των επαναστατούντων Ελλήνων, εξηγόραζεν αιχμαλώτους και υφίστατο μυρίας άλλας εθνικάς δαπάνας. Εκ τούτων ίαπετελούντο τα «αὐλικὰ» λεγόμενα χρέη, δια την απόσβεση των οποίων επεφορτίζετο αναλόγως εκάστη επαρχία δια των αρχιερέων.
-2. Η μεγαλοπρέπεια της θείας λατρείας, ήτις εχαραχτήριζε την θρησκευτικήν ζωήν των Ορθοδόξων Ελλήνων κατά τους προγενεστέρους χρόνους, είχεν εξαφανισθή επί τουρκοκρατίας. Οι ναοί διηρπάζοντο και κατεστρέφοντο από καιρού εις καιρόν και μεθ’ εκάστην εξέγερσιν του τούρκικού όχλου κατά των υποδούλων. Υπήρχον μόνον πολλά παρεκκλήσια, ιδίως εν Πελοποννήσω και εν ταις νήσοις. Επί πληθυσμού 17.000 οικογενειών των συμπεριληφθεισών κατ’ αρχάς εις το ελληνικόν βασίλειον νήσων του Αιγαίου ευρέθησαν 502 ναοί και 602 ιερείς. Εν τη νήσω Σκύρω υπήρχον 365 παρεκκλήσια. Των εν ταις πόλεσι ναών η εμφάνισις ήτο πενιχρά. Μόνον αι μοναί κατώρθουν να ιδρύουσιν αξίους λόγου ναούς. Κέντρου του μοναχικού βίου και κατά την περίοδον ταύτην εξηκολούθει να είναι το Άγιον Όρος, αλλά διεκρίνοντο ωσαύτως αι μοναί άλλων μερών της Ελλάδος, εν η κατά την απελευθέρωσιν της ευρέθησαν 545 μοναί ανδρών και 18 γυναικών. Ήκμαζον αι μοναί της Πελοποννήσου, Μ. Σπηλαίου και Αγίας Λαύρας, εν Ηπείρω η της Βελλάς, του Προφήτου Ηλιού, του Δρυάνου, της Μολυβδοσκεπάστου και της Γκούρας, εν Θεσσαλία αι μοναί των Μετεώρων, εν Μακεδονία της Ζάβορδας παρά τα Γρεβενά, της Ολυμπιωτίσσης παρά την Ελασσόνα, του Τιμίου Προδρόμου παρά τας Σέρρας, της Εικοσιφοινίσσης παρά την Δράμαν. Το πλήθος των μονών εξηγείται εκ του γεγονότος ότι οι Τούρκοι, κατ’ αρχήν εσεβάσθησαν τον μοναχικόν βίον, αι μοναί απέβησαν άσυλον των καταδυναστευομένων και ενίσχυον την ευσέβειαν του λαού. Αι μοναί, ως προσκυνήματα, προὐκάλουν τακτικάς συγκεντρώσεις του λαού μακρόν των ομμάτων των Τούρκων. Μοναχοί διδάσκαλοι, εν ταις μοναίς διδάσκοντες ή περιοδεύποντες, κήρυκες και πνευματικοί εξομολόγοι ενίσχυον τον λαόν και εις την πίστιν και εις την εγκαρτέρησιν. Εν πολλαίς μοναίς ελειτούργουν πσχολαί, πάσαι δε εφιλοτιμούντο να συλλέγουσι χειρογράφους κώδικας καί έχομεν σήμερον ατιμήτους πνευματικούς θησαυρούς εις τας βιβλιοθήκας τωνι μονών. Αι γυναικεία μοναί ήσαν συνήθως εργαστήρια των πτωχών γυναικών. Εντεύθεν εξηγούνται αι μεγάλαι και πλούσιαι δωρεαί κτημάτων προς τας μονάς.
Μεγάλην υπήρξεν η φιλανθρωπική δράσις και η κοινωνική πρόνοια της Εκκλησίας. Τω 1806 ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ επέβαλεν ωριομένην εισφοράν εις τους ναύτας(10 γρόσια δι’ έκαστον ταξίδιον , προς συντήρησιν των εθνικών φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, και τω 1819 ίδρυσεν εν τω πατριαρχείω το περίφημον «κιβώτιον τοῦ ἐλέους», λαμπράν φιλανθρωπικήν οργάνωσιν , ειςην εκ των πρώτων ο Ιωάννης Βαρβάκης προσέφερεν ικανόν ποσόν χρημάτων. Αναμφιβόλως η μεγάλη φιλανθρωπική δράσις της Εκκλησίας υπήρξεν εν των σπουδαιοτέρων μέσων της διασώσεως του έθνους, αλλά και η δράσις αυτή συνετέλει εις τον στενότερον σύνδεσμον αυτού προς την εκκλησίαν και εις την ενίσχυσιν της πίστεως αυτού και της αρετής. Ταυτοχρόνως, η δράσις αύτη, διεξαγομένη δια του λαού και υπέρ του λαού απετέλει εκδήλωσιν της εσωτερικής ζωής της εκκλησίας εκ των σπουδαιοτέρων.
Σπουδαιοτάτη εκδήλωσις ενισχύουσα τον λαόν εις την Χριστιανικήν πίστιν ήτο το μαρτύριον όπερ υφίσταντο οι υπέρ πίστεως αποθνήσκοντες, οι γενικώς νεομάρτυρες αποκληθέντες. Πρωτίστη αιτία του μαρτυρίου αυτών υπήρξεν η μισαλλοδοξία και ο θρησκευτικός φανατισμός των δυναστών, οίτινες εζήτουν ευκαιρίας εξισλαμισμού των υποδούλων. Πας χριστιανός, δι’ οιανδήποτε αιτίαν καταδικασθείς εις θάνατον, ηδύνατο ν’ απαλλαγή εάν εγίνετο Μουσουλμάνος. Πολλάκις και δια προσωπικούς λόγους ωδηγούντο προ των ιεροδικαστών Χριστιανοί, ήρκει δε ψευδής μαρτυρία ότι ύβρισε τον Μωάμεθ, ίνα καταδικασθώσιν εις θάνατον και ν’ απαλλαγώσι μόνον δια της προσελεύσεως εις την θρησκείαν του Μωάμεθ. ΙΙολλάκις, χάριν παιδιάς, Τούρκοι έθετον σαρίκιον επί κεφαλής Χριστιανού, ή πολλάκις Χριστιανός τις έλεγεν απροσέκτως ή αφελώς τουρκιστί τας λέξεις «Δόξα σοι ὁ Θεός», ή ανεγίνωσκεν ως μάθημα την μουσουλμανικήν ομολογίαν πίστεως, ή εν παραφορά έλεγεν ότι θα γίνη Τούρκος- εις όλας ταύτας τας περιπτώσεις εξηναγκάζετο εις τον εξισλαμισμόν, μη πειθόμενος δε υφίστατο φρικτάς βασάνους και θάνατον. Πάσα ύποπτος σχέσις μετά Μουσουλμανίδος συνεπήγετο θάνατον. Οι νεομάρτυρες, περιφρονούντες τας βασάνους και τον θάνατον, ηρωικώς ηγωνίζοντο ως οι μάρτυρες των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού υπέρ της πίστεως, στηρίζοντες εις αυτήν τους υποδούλους και οπλίζοντες αυτούς δι’ υπομονής και καρτερίας. Ου μόνον ημέτεροι αλλά και ξένοι, αυτόπται μάρτυρες γενόμενοι του ηρωικού αγώνος των νεομαρτύρων, περιέγραψαν αυτόν. Το μαρτύριον τους υπήρξεν εκδήλωσις της δυνάμεως του Χριστιανισμού.
ΙΙολλούς των νεομαρτύρων κατέταξεν εις τον χορόν των αγίων η Εκκλησία, αλλά επειδή δια του φόβου των Τούρκων δεν ήτο δυνατόν να πράξη τούτο δια πάντας, το μαρτύριον αυτό καθ’ εαυτό εθεωρήθη αρκετόν προς κατάταξιν των νεομαρτύρων μεταξύ των αγίων. Ετιμώντο δε ούτοι τοπικώς εις τούς τόπους των μαρτυρίων των. Η Εκκλησία «ἐκανόνισεν», αναγράψασα εις τον χορόν των αγίων, και άλλους διακριθέντας επί αγιότητι βίου και άνδρας και γυναίκας. Ούτω, ευθύς μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως, εκανονίσθη η οσία Ματρώνα ή Χιοπολίτισσα, ωσαύτως εκανονίσθησαν οι δύο άγιοι πατριάρχαι ΚΚωνσταντινουπόλεως Διονύσιος Α΄ (1466-1471, 1489-1491) και Νήφων Β΄ (1486-1489, 1497-1498). Κατά τους αυτούς χρόνους ήκμασε και ο άγιος Διονύσιος αρχιεπίσκοπος Αιγίνης (†1624), εκ Ζακύνθου μεν καταγόμενος, εν Αθήναις δε χειροτονηθείς. Το ιερόν του λείψανον σώζεται εν Ζακύνθω, ως εν Κερκύρα του αγίου Σπυρίδωνος και εν Κεφαλληνία του άγιου Γερασίμου, ον εκανόνισεν ο μέγας πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Λούκαρις. Ο αυτός εκανόνισε και τον εν Κρήτη ασκήσαντα άγιον Ιωάννην ερημίτην και τους συν αυτώ. Μεσούντος του Ιζ΄ αιώνος διεκρίθησαν επί αγιότητι βίου οι εξ Ιωαννίνων αδελφοί Αψαράδες Θεοφάνης († 17 Μαΐου 1544) και Νεκτάριος (7 Απριλίου 1550), ιδρυταί γενόμενοι της μονής Βαρλαάμ Μετεώρων, ο άγιος Διονύσιος, ιδρυτής της επί του Ολύμπου φερωνύμου μονής, και ο άγιος Βησσαρίων Λαρίσης και άλλοι. Δια πατριαρχικής και συνοδικής πράξεως ο Οικουμενικός πατριάρχη Ματθαίος Β΄ (1595-1600 το β΄) κατέταξε «τῷ χορῷ τῶν ὁσίων καὶ ἁγίων γυναικῶν» την Αθηναίαν Φιλοθέην Μπενιζέλου († 19 Φεβρουαρίου 1589), οσίως μεν βιώσασαν, λαμπρώς δε όπερ της κοινωνίας εργασθείσαν και τέλος θανούσαν εκ των παρά των Τούρκων κακώσεων, διότι εφυγάδευσεν Ελληνίδας τινάς. Πάντες ούτοι οι άγιοι, ως και οι κατά τούς εφεξής αιώνας αναφανέντες, εξεδήλουν το αληθές πνεύμα και την δύναμιν του Χριστιανισμού και δια της αγιότητος του βίου αυτών και δια των έργων των αγαθών υπέρ της κοινωνίας .
ΙΙόσοι και τίνες υπήρξαν οι άγιοι και οι μάρτυρες των υπ’ όψιν ημών χρόνων δεν είναι κυρίως ειπείν, γνωστόν. Τελευτώντος του Ιη΄ αιώνος ο πολύς Ευγένιος Βούλγαρις, εν θαυμασία επιστολιμαία διατριβή προς τον Πέτρον Κλαίρκιον «ΙΙερὶ τῶν μετὰ τὸ σχίσμα ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν γινομένων ἐν αὐτῇ θαυμάτων», απαριθμήσας τους γνωστοτέρους αγίους και μάρτυρας, «γίνωσκε» λέγει, «ὅτι οὖτοι μερὶς βραχεῖά ἐστι τῶν παρ' ἡμῖν νεοφανῶν ἁγίων, δείγματος ἕνεκεν ἀπὸ μνημονευθέντες, πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι ὑπάρχουσιν, ὦν οἱ μὲν ἤδη ἐκανονίσθησαν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, οἱ δὲ θ’ ἀπογραφῶσι καὶ θὰ κανονισθῶσιν ἐν ἡμέρᾳ βουλῆς Κυρίου, ὅτε ἵλεως ἐφ’ ἡμᾶς, καὶ ἐπὶ τὴν Ἐκκλησίαν Αὐτοῦ θὰ εὐδοκήση νὰ ἐπιβλέψῃ ὁ φιλάνθρωπος. Διότι πολλούς τοῖς παλαιοῖς ἐφαμίλλους ἁγίους καὶ ὁ ὕστερον ἀνέδειξε χρόνος, οὐδ’ εἶναι δυνατὸν ν’ ἀριθμήση τις τοὺς ἐν ταῖς μοναῖς τοῦ Σινᾶ καὶ τοῦ Ἄθω καὶ ἐν ταῖς ἐρήμοις ἐπ’ ἀρετῇ καὶ βίου ἁγιότητι διαλάμποντας. Παρατρέχω τοὺς ὑπὲρ Χριστοῦ παντοίως ὑπὸ τῶν τυραννούντων ὁσημέραι κακουμένους, καὶ ὅσα οὐδ’ εἶναι δυνατόν τις νὰ διεξέλθῃ πάσχοντας, τοὺς ἄνω καὶ κάτω φερομένους καὶ στρεφομένους, τοὺς ἐν δεσμωτηρίοις καθειργνυμένους, τοὺς ἐν τριήρεσι, τοὺς ἐν λατομίαις, τοὺς ἐν μεταλλείοις βίον κόπων καὶ ταλαιπωριῶν διάγοντας καὶ τέως καταγηρά... τοὺς ἐν μυρίοις βασάνων εἴδεσι κατατεινομένους καὶ ἐν ὀρθῇ τέως ὁμολογία ἐκπνέοντας».
Η Εκκλησία και η ελληνική παιδεία
Αλλά εξίσου θαυμασία εκδήλωσις του εσωτερικού πνευματικού βίου, της Εκκλησίας υπήρξεν η υπ’ αυτής υποστήριξις της ελληνικής παιδείας. Ο Αδαμάντιος Κοραής έγραφεν: «Εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ὡς κοινὴν μητέρα, εἶναι τὸ Γένος προσκεκολλημένον καὶ διὰ τὴν θρησκείαν καὶ διὰ τὴν μητρικήν φροντίδα, τὴν ὁποίαν δείχνει καθ’ ἐκάστην ἡμέραν ὑπὲρ τῆς παιδείας τοῦ Γένους» . Ο αυτός πρυσέθετεν ότι η Εκκλησία «ὡς φιλόστοργος μήτηρ τοῦ Γένους τίποτε δὲν ἀμελεῖ ἀφ’ ὅσα δύνανται νὰ διδάξωσι τὸ Γένος» . Κατά τον Ιάκωβον Νερούτσον Νερουλόν η πνευματική ανάπτυξις του Γένους «ὑπὸ τὰς πτέρυγας τῆς θρησκείας μακρὰν τῶν ὁφθαλμῶν τῶν τυρράνων». Τα σχολεία και ιδίως τα «κοινὰ» λεγόμενα ιδρύοντο εις τας μονάς, τους ναούς και εις τους οίκους των κληρικών. Σπάνιοι ήσαν οι λαϊκοί διδάσκαλοι. Συνήθως εδίδασκον οι επίσκοποι, άλλοι κληρικοί και οι μοναχοί, ων τίνες υπήρξαν αφανείς αλλά μεγάλοι διδάσκαλοι του γένους ως λ.χ. ο Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός. Παραλλήλως προς τα σχολεία ήρξαντο ιδρυόμεναι και αι λεγόμεναι «ἀκαδημίαι». Τοιαύτη κατ’ εξοχήν ήτο η ΙΙατριαρχική Ακαδημία Κωνσταντινουπόλεως, υπό την άμεσον επιστασίαν του Πατριαρχείου διατελούσα. Το 1713 ίδρυσε την Ακαδημίαν της Πάτμου ο Πάτμιος ιερομόναχος Μακάριος († 1738). Η Αθωνιάς ακαδημία ιδρυθείσα αρχικώς υπό του μοναχού Νεοφύτου Καυσοκαβαλύτου (1749), εδοξάσθη υπό του Ευγενίου Βουλγάρεως. Ο Γεώργιος Κωνσταντίνου εξ Ιωαννίνων έλεγε, ότι σχολεία υπήρχον πανταχού της Ελλάδος εις τας μεγαλυτέρας πόλεις και τας νήσους «καὶ ὅπου ἄν ἡ ἡμετέρα διάλεκτος πολιτεύεται καὶ ἡ εὐσέβεια τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας κηρύττεται καὶ σχολεῖα σῴζονται καὶ ἄλλα ἐγείρονται καὶ διδάσκαλοι καὶ σπουδαῖοι κοσμοῦσι τὰς "μηγύρεις τῶν τε ἀρχιερέων καὶ τῶν κληρικῶν καὶ ἀπ’ ἄμβωνος συνεχῶς κηρύττουσι λόγους, συνθεμένους μὲ τὴν πλέον ἀνθηρὰν, καὶ γλαφυρὰν φράσιν, κατὰ τὴν ἅπλῆν διάλεκτον...». Ο Ιωάννης Καποδίστριας, μαθών ότι ο ηγεμών της Μόνης Πετρόμπεης Μούρου Μαυρομιχάλης εσκόπει να ιδρύσει σχολείον, έγραφε προς αυτόν: «Ἅν τὰ σχολεῖα εὐδοκιμοῦσι πολλαχοῦ τῆς Ἕλλάδος, τοῦτο συμβαίνει διότι εὑρίσκοναι ὕπὸ τὴν αἰγίδα τῆς Ἐκκλησίας καὶ μόνον διὰ τοῦτο ἡ Πύλη σέβεται αὐτὰ. Ἱδρύοντες λοιπὸν τὴν σχολήν σας ἐξαρτήσατε αὐτήν καθ’ ὁλοκληρίαν ἐκ τοῦ Πατριαρχείου καὶ μεταχειρισθῆτε καλοὺς διδασκάλους , ἵνα διδάξωσι τὴν ἐθνικήν ἡμῶν γλώσσαν, τὰ θρησκευτικὰ, στοιχειώδη φυσικὰ καὶ ἱστορίαν. Μὴν περιβάλλετε δι’ οὺδεμιᾶς ἐπιδεικτικότητος τὸ νέον τοῦτο καθίδρυμα, ἀλλὰ θεωρήσατε αὐτὸ ὡς παράρτημα τῆς ἐκκλησίας» .
Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ υπήρξεν ένθερμος υποστηρικτής της παιδείας ενίσχυσε την ακαδημία της Πάτμου, ης υπήρξε τρόφιμος και την Πατριαρχικήν Ακαδημίαν Κωνσταντινουπόλεως, διά πατριαρχικών δε σιγιλλίων ενέκρινε την ίδρυσιν πλείστων σχολών κα τω 1807 εξέδωκεν εγκύκλιον προς τον κλήρον και τον λαόν υπέρ της παιδείας. Τω 1819 ο Κ. Κούμας υπέβαλεν εις τον πατριάρχην σχέδιον νέου σχολικού προγράμματος, μεγάλαι δε συζητήσεις διεξήγοντο τότε περί των παιδευτικών ζητημάτων και της ελληνικής γλώσσης , προεξάρχοντος του αναμορφωτού της ελληνικής παιδείας Αδαμαντίου Κοραή, όστις εκτός του πατριάρχου Γρηγορίου ενθέρμους προστάτας της παιδείας ανέφερεν ονομαστί τους μητροπολίτας Εφέσου Μελέτιον Πετροκόκκινον και Διονύσιον Καλλιάρχην, τον Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιον, ον «καύχημα τοῦ γένους» απεκάλει, τον Χίου Πλάτωνα, τους μοναχούς της μονής Βατοπεδίου Αγίου Όρους και άλλους. Ταυτοχρόνως ο πατριάρχης επανίδρυσεν εν Κωνσταντινουπόλει το πατριαρχικόν τυπογραφείον κατά Ιούνιον του 1798, λαβών την σχετικήν άδειαν της Υψηλής Πύλης. Το τυπογραφείον διευθυνόμενον υπό εξαμελούς επιτροπής, εξέδωκεν ικανά βιβλία, αναδιωργανώθη δ’ εν έτει 1820 υπό του ιδρυτού αυτού.
Επειδή δε η ορθόδοξος Εκκλησία ηναγκάζετο ν’ αμύνηται κατά των ενεργειών της λατινικής Εκκλησίας, ζητούσης επιμόνως να προσυλητεύση και εκλατινίσει τους Έλληνας , ουδόλως παράδοξον ότι το κύριον θέμα της Ελληνικής θεολογίας κατά τους μετά την άλωσιν χρόνους ήτο η αναίρεσις του παπισμού. Σχεδόν πάντες οι λόγιοι Έλληνες υπεστήριζον την ορθόδοξον Εκκλησίαν, γράψαντες κατά του παπισμού χωρίς όμως να παρατρέξωσιτα άλλα θρησκευτικά και θεολογικά ζητήματα. Είναι δε ο χαρακτήρ της Ελληνικής Θεολογικής Επιστήμης και γραμματείας των μετά την άλωσιν χρόνων συντηρητικός, συμφώνως προς τον καθόλου χαρακτήρα της ορθοδόξου ανατολικής Εκκλησίας, ήτις υπό τας δεινάς περιστάσεις των νέων χρόνων διετήρησεν έτι μάλλον αναλλοίωτον τον γνήσιον αυτής χαρακτήρα, ελάχιστα δε και ασήμαντα θεολογικά ζητήματα εχώρισαν τούς Έλληνας θεολόγους. Ουδέ ανεφάνησαν, εκτός ελαχίστων ετεροδιδασκαλιών, αιρέσεις και σχίσματα εν τη ορθοδόξω Εκκλησία. Αναγράφοντες δε τους διακριθέντας Έλληνας θεολόγους και συγγραφείς, πρώτους κατά τους αμέσους μετά την άλωσιν χρόνους συναντώμεν τον Γεννάδιον Σχολάριον, πατριάρχη Κωνσταντινουπόελως, τον Ματθαίον Καμαριώτην, Μανουήλ Κορίνθιον, μέγαν ρήτορα της Εκκλησίας, είτα δε υπό το όνομα Μάξιμος πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, καί Μανουήλ τον μέγαν εκκλησιάρχην. Τούτων η συγγραφική θεολογική δράσις κυρίως έχει χαρακτήρα αντιρρητικόν στρεφομένη ειδικώτερον κατά της Φλωρεντινής συνόδου, καθ’ ης επί του πατριάρχουν Μαξίμου εν τέλει του αιώνος συνήλθεν εν Κωνσταντινουπόλει μεγάλη σύνοδος. Ομώνυμος του Πατριάρχου τούτου Έλλην Αγιορείτης μοναχός, ο Μάξιμος († 1566), ειργάσθη κατά τον επόμενον αιώνα εν Ρωσία, πολλά παθών εν αυτή, και συγγράψας ου μόνον κατά των Λατίνων, αλλά και κατά των προτεσταντών, κατά των Ιουδαίων και των Μουσουλμάνων. Ποικίλωτάτη υπήρξεν ωσαύτως εν τη Ανατολή η συγγραφική δράσις του μοναχού ΙΙαχωμίου Ρουσάνου, πρώτου παρ’ ημίν γράψαντος κατά Λουθήρου. Εκτός δε άλλων συγγραφέων του ις΄ αιώνος (Θεοφάνους Ελεαβούλκου Νοταρά, Δαμασκηνού Στουδίτου, Ζαχαρίου Σκορδυλίου Μαραφαρά), επί πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου Β΄ ειργάσθησαν ικανοί Έλληνες θεολόγοι, εν οις διεκρίθησαν οι εκ Ναυπλίου Ιωάννης Ζυγομυλάς και ο υιός αυτού Θεοδόσιος, προς σύνταξιν των περιφήμων «Ἀποκρίσεων» του Ιερεμίου προς τους προτεστάντας. Τότε το πρώτον ήρξαντο εξεταζόμενα παρ’ ημίν τα θεολογικά ζητήματα εν αντιθέσει προς τον προτεσταντισμόν επί τη βάσει όμως της θεολογικής φιλολογίας των προηγουμένων αιώνων και της παραδόσεως. Αι «Ἀποκρίσεις» μνημείον σπουδαιότατον της θεολογικής φιλολογίας του Ις΄ αιώνος, διετύπωσαν γνησίως το ορθόδοξον φρόνημα.
Ταυτοχρόνως όμως διεξήγετο μεν εν τη Δύσει ο μεταξύ των Λατίνων και προτεσταντών αγών, μορφούντο δ’ εν ταις σχολαίς της Δύσεως Έλληνες θεολόγοι. Μεταξύ τούτων διεκρίθησαν εν τέλει του Ιστ΄ αιώνος ο Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς, ο Επίσκοπος Κυθήρων Μάξιμος Μαργούνιος († 1602) και ο Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρος († 1616). Επί τούτων είναι προφανής η επίδρασις της λατινικής θεολογίας, δι’ ης εισήλθον εις την ελληνικήν θεολογίαν νέοι όροι. Κατά της διδασκαλίας της λατινικής Εκκλησίας αντεπεξήλθεν ο Ναθαναήλ Χύχας, ως και μαθητής και αρχιδιάκονος του Μελετίου Πηγά Μάξιμος ο Πελοποννήσιος, διδάξας αλλαχού και εν Ιωαννίνοις. Ο Αρσένιος επίσκοπος Ελασσόνος, εν Ρωσία εργασθείς ησχολήθη και περί την χρονογραφίαν. ΙΙολύκροτον χρονογραφικόν έργο του Ιστ΄ αιώνος, συντεθέν από της εποχής ταύτης. ανακριβώς απεδόθη εις τον ανύπαρκτον Δωρόθεον Μονεμβασίας ή τον λίαν γνωστόν Ιερόθεον Μονεμβασίας τον συνοδεύσαντα εις Ρωσίαν τον πατριάρχην Ιερεμίαν Β΄. Κυρίως συντάκτης του εν λόγω χρονογραφικού έργου υπήρξεν ο Μανουήλ Μαλαξός, διδάξας εν Κωνσταντινουπόλει και συγγράψας και πολλά άλλα έργα.
Κατά τον Ιζ΄ αιώνα μορφούται νέα θεολογική τάσις περι τον Κύριλλον Λούκαριν, ήτις τείνει ν’ αποκρούση πάσαν επίδρασιν της λατινικής θεολογίας, ζητούσα την ελευθέραν ανάπτυξιν της ελληνικής ορθοδόξου εθολογίας. Την τάσιν ταύτην εξεδήλωσεν ο Αθηναίος διδάσκαλος Θεόφιλος Κορυδαλλεύς. Ο Κύριλλος Λούκαρις κατά Λατίνων ειδικώτερον γράψας προς υποστήριξιν της Εκκλησίας δι’ ουδενός τρόπου εφάνη αποδεχθείς την επ’ ονόματι αυτού δημοσιευθείσαν καλβινικήν «Ὁμολογίαν», ούτε οι συνεργάται αυτού πατριάρχαι Ιεροσολύμων Θεοφάνης και Αλεξανδρείας Γεράσιμος Σπαρταλιώτης. Ο Γεράσιμος μάλιστα και διήλεγξε τον προτεσταντισμόν δια τας αρχάς αυτού ως ο Θεοφάνης έπραξε δια τον παπισμόν. Το φρόνημα της Ορθοδόξου Εκκλησία εξεδήλωσεν έτερος Αλεξανδρείας, ο εκ Βεροίας Μητροφάνης Κριτόπουλος (†1639). Πάντως αγαθή υπήρξεν και η πρόθεσις και του το πρώτον τότε μεταφράσαντος την Αγίαν Γραφήν εις απλοελληνικήν γλώσσαν Μαξίμου Καλλιπολίτου. Ο εκ Χίου Γεώργιος Κορέσιος († 1641) καίτοι διετέλεσεν υπό την επίδρασιν της λατινικής θεολογίας, υπεστήριξεν δια των συγγραφών του τας Ορθοδόξους γνώμας επί πολλών ζητημάτων, γράψας και κατά του προτεσταντισμού . Βαθυτέρα υπήρξεν η επίδρασις επί τον εν Κρήτης Μελέτιον Συρίγον († 1664), όστις εστράφη μάλλον κατά τού προτεσταντισμού, χρησιμοποιήσας τα κατ’ αυτού έτοιμα όπλα τβν Λατίνων θεολόγων. Συμμετέσχε δε και της διατυπώσεως της «Ὁμολογίας» του Μογίλα, ης το αρχικόν κείμενον υπήρξε λατινικόν. Αντιθέτως ο Ζαχαρίας Γεργανός συνέγραψεν υπό προτεσταντικάς επιδράσεις.
Σειρά Ελλήνων μαθητών του υπό του πάπα Γρηγορίου Ιγ΄ ιδρυθέντος Κολλεγίου του Αγίου Αθανασίου εν Ρώμη, ων κορυφαίοι ο Κερκυραίος Πέτρος Αρκάδιος (†1634) και ο Χίος Λέων Αλλάτιος († 1669), μετά φανατισμού υπερημύνθησαν της λατινικής Εκκλησίας, αντιθέτως δε συνέγραψαν κατ’ αυτής οι σύγχρονοι Νικόλαος Κεραμεύς († 1672) , Ιερεμίας Κακαβέλας († μετά το 1698), Βησσαρίων Μακρής († 1699) και ο μαθητής του Θεοφίλου Κορυδαλλέως πατριάρχης Ιεροσολύμων Νεκτάριος († 1680). Υπέρτερος πάντων τούτων υπήρξεν ο διάδοχος του Νεκταρίου Δοσίθεος, μεγάλη και εξέχουσα εκ πάσης απόψεως εκκλησιαστική φυσιογνωμία. Ο Δοσίθεος εστερείτο μεν πρωτοτυπίας, διετέλεσε δε υπό την ισχυράν επίδρασιν του Μελετίου Συρίγου, αλλά ηδυνήθη και πολλά να συγγράψει και πολλά να δημοσιεύσει, ιδρύσας και τυπογραφείον εν Ιασίω. Αντίθετος προς τον Δοσίθεον υπήρξεν ο μαθητής του Θεοφίλου Κορυδαλλέως και διάδοχος αυτού εν τη πατριαρχική ακαδημία μέγας λογοθέτης της Μ. Εκκλησίας, Ιωάννης Καρυοφύλλης († 1690), όστις, αποκρούων τον λατινικόν όρον «μετουσίωσις», εξελήφθη ως αιρετικός και κατεδίκασθη εν τη εν Κωνσταντινουπόλει συνόδω του 1691. Εις την καταδίκην ταύτην συνετέλεσε και ο μέγας διερμηνευτής της Υψηλής Πύλης, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, († 1709), όστις διεκρίθη και ως θεολόγος μετά τον επίσης ως θεολόγον διακριθέντα προκάτοχον αυτού αυτού Παναγιώτην Νικούσιον († 1673). Ταυτοχρόνως εις των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως ανεδεικνύετο ως λόγιος και συγγραφεύς ο Καλλίνικος Ακαρνάν († 1702). Τον Ιζ΄ αιώνα επεσφράγισαν και εισήλθον εις τον Ιη΄ αιώνα μεγάλα σεμνώματα της νέας ελληνικής θεολογίας, ο Σεβαστός Κυμηνίτης († 1702), δογματικός θεολόγος, ο Ηλίας Μηνιάτης, ρήτωρ γλαφυρώτατος και θεολόγος αντιρρητικός, ο Μελέτιος Αθηνών, εκκλησιαστικός ιστορικός, ο Αθανάσιος Κομνηνός Υψηλάντης χρονογράφος, και οι δευτερεύοντες συγγραφείς και θεολόγοι Φραγκίσκος Σκούφος, Άγγελος Βενιζέλος, Νεκτάριος Ζαμπέλιος και άλλοι. Μεσούντος του αιώνος διακρίνεται ως εκκλησιαστικός ρήτωρ και συγγραφεύς ο ιδρυτής της εν Πάτμω ακαδημίας Μακάριος Καλογεράς και ο μαθητής αυτού Ιάκωβος Πάτμιος, μεταλαμπαδεύσας την ελληνικήν παιδείαν εις Συρίαν και Παλαιστίνην, οι εκ Κεφαλληνίας αδελφοί Λειχούδαι Ιωάννης († 1717) και Σωφρόνιος († 1730), εν Μόσχα εργαζόμενοι και διδάσκοντες, και ο Ιωάννης Κομνηνός († 1719) εν Βουκουρεστίω. Περί θεολογικάς συγγραφάς ησχολήθησαν ο ηγεμών Μολδαβίας Νικόλαος Μαυροκορδάτος († 1730) και ο πατριάρχης Αντιοχείας Αθανάσιος († 1728) και ο ανώτερος πάντων των συγχρόνων αυτού Χρύσανθος Νοταράς, πατριάρχης Ιεροσολύμων. Ο διδάσκαλος τούτου Νικόλαος Παπαδόπουλος Κομνηνός († 1740), καθηγητής του εν ΙΙαταβίω πανεπιστημίου, αφιέρωσε την συγγραφικήν του δράσιν υπέρ της λατινικής Εκκλησίας, ης ήτο οπαδός. Άλλοι σύγχρονοι αυτού ο Αναστάσιος Γόρδιος († 1729) ιερομόναχος εξ Αγράφων, μαθητεύσας εν Αθήναις και πολλαχού της Ελλάδος εργασθείς, ο διαπρεπής διδάσκαλος της Κρήτης και Χίου Διαμαντής Ρύσιος († 1747 ), ο διδάσκαλος της Κεφαλληνίας Βικέντιος Δαμωδός († 1752) και ιδία ο Χίος Ευστράτιος Αργέντης († 1750), εν Αιγύπτω εργασθείς, συνέγραψαν κατά Λατίνων. Πολυγραφώτατοι ανεδείχθησαν ο Ζακύνθιος Ιωάννης Κοντονής († 1761) και ο εκ της νήσου Σκοπέλου Καισάριος Δαπόντε († 1759). Ο δε Κερκυραίος αρχιμανδρίτης Σπυρίδων Μήλιας, πρώτος και μόνος παρ’ ημίν, μέχρι τούδε, εξέδωκε το 1761 τα πρακτικά των Συνόδων. Ο Αθηναίος διδάσκαλος Κύπρου και είτα πατριάρχης Ιεροσολύμων Εφραίμ († 1771) υπήρξε και συγγραφεύς δόκιμος και προστάτης της παιδείας. Ο εκ Πατρών Αγιορείτης μοναχός Νεόφυτος Καυσικαλυβίτης († 1780), πρώτος διδάσκαλος της Αθωνιάδος ακαδημίας υπήρξε και συγγραφεύς γονιμώτατος. Ο Ζακύνθιος Γεώργιος Βενδότης εδημοσίευε τω 1783-1784 εν Βιέννη την τρίτομον «Ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν» του Μελετίου Αθηνών, τω δε 1795 προσέθετεν ιδίαν ιστορικήν συγγραφήν ως τέταρτον τόμο, μεγίστης αξίας. Ο Κορίνθου Μακάριος Νοταράς († 1805), επίσημος γενόμενος δια την αγιότητα τού βίου του εξέδωκε τύποις πολλά συγγράμματα υπέρ του λαού, ίδια ή άλλων συγγραφέων, εν οις και την «Κατήχησιν» του Πάτωνος Μόσχας. Ο Μακάριος υπεστήριξε την συνεχή μετάληψιν των αχράντων Μυστηρίων, περί της οποίας διεξήγοντο ζωηραί συζητήσεις. Αλλά κορυφαίοι των Ελλήνων θεολόγων της εποχής εκείνης ανεδείχθησαν οι εκ Κερκύρας Νικηφόρος Θεοτόκης († 1800) και Ευγένιος Βούλγαρις († 1806), ο μεν μάλλον πρακτικά υπέρ του λαού και αντιρρητικά κατά Λατίνων συγγράψας έργα, ο δε μάλλον θεωρητικά και κατ’ εξοχήν θεολογικά, μετ’ εκτάκτου πολυμαθείας και δραστηριότητος ηγηθέντες τότε πνευματικής των Ελλήνων κινήσεως. Λόγιοι μοναχοί ως ο εκ Δημητσάνης Αγάπιος (Ασημάκης). Λεονάρδος († 1813) και ο εκ Νάξου Νικόδημος Αγιορείτης († 1300) εξέδωκαν συλλογές των ιερών κανόνων, ο δε δεύτερος και το «Πηδάλιον», εκτός άλλων πολυαρίθμων συγγραμμάτων, ωσαύτως και ο εξ Ίμβρου Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός. Ο εκ Φουρνά των Αγράφων Σέργιος Μακραίος († 1819) εκτός άλλων κατέλιπε σύγγραμμα μεγάλης σπουδαιότητος, την «Ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν». Μαθητής του Βουλγάρεωςεν τη Αθωνιάδι ακαδημία υπήρξε, προς τοις άλλοις, και ο Αθανάσιος Πάριος († 1812) διδάξας εν Χίω και αλλαχού και συγγράψας πλείστα και ωφελιμότατα θεολογικά και εκκλησιαστικά συγγράμματα. ΙΙερί την συγγραφήν τοιούτων συγγραμμάτων ησχολήθη και ο αναμορφωτής της Ελληνικής παιδείας Αδαμάντιος Κοραής († 1832) αλλά επιζητήσας και την της Εκκλησίας αναμόρφωσιν προεκάλεσε παρεξηγήσεις τινάς
Η Εκκλησία και ο απελευθερωτικός αγών
Η προς την ελευθερίαν ορμή του γένους ήτο τοιαύτη, ώστε δεν ηδύνατο η Εκκλησία να μείνει αμέτοχος του απελευθερωτικού αγώνος. Οι κληρικοί ως μέλη της «Φιλικῆς Ἑταιρείας» ειργάσθησαν μετά πολλής δραστηριότητος. Απλούc ιερεύς ο παπά Γεώργιος, εν αυτή τη Κωνσταντινουπόλει εντός δύο μόνον μηνών του 1817 εμύησε 15.000 άτομα εις την «Φιλικὴν Ἑταιρίαν».. Ουδείς των επισήμων αρχιερέων, της ΙΙελοποννήσου ιδίως, έμεινεν αμύητος. Μέλος αυτής υπήρξε και ο εκ Πάτμου καταγόμενος Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος, ο δε Γερμανός Ε΄ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως το γ΄ προσκληθείς εις τον πατριαρχικόν θρόνον τη 14 Δεκεμβρίου 1818 ευρέθη εν μέσω επαναστατικού οργασμού. ΙΙροσωπικώς ο μέγας εθνάρχης εφρόνει ότι η επανάστασις ήτο πρόωρος, την γνώμην δε ταύτην ησπάζοντο ο Ιωάννης Καποδίστριας και ο Αδαμάντιος Κοραής. Αλλά απέβη ανεπίσχετος η ορμή προς τον απελευθερωτικόν αγώνα. Η επικειμένη επανάστασις δεν ήτο στάσις κατά νομίμου αρχής, ούτε ρήξις ηθικώς επιβεβλημένης υποταγής εις νόμιμον και δικαίαν εξουσίαν, αλλά ήτο πόλεμος του Ελληνικού Έθνους νόμιμος και ιερός κατά του ξένου κατακτητού, υπό την εξουσίαν του οποίου δεν ήτο δυνατόν να ζήσωσιν ελεύθεροι πολίται. Τούτου ένεκα η Εκκλησία επηυλόγησε τον αγώνα και συμμετέσχεν αυτού.
Η σημαία του απελευθερωτικού αγώνος επισήμως ηυλογήθη και ανεπετάσθη υπό του μητροπολίτου Παλαιών Πατρών Γερμανού τη 29 Μαρτίου 1821 εν τη Ιστορική μονή της Αγίας Λαύρας, σύνθημα δε του αγώνος υπήρξε: «Μάχου ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος». Ο αγών προσέλαβε θρησκευτικόν χαρακτήρα και δια τους Έλληνας, δια της συμμετοχής της Εκκλησίας και δια τους Τούρκους. Διότι ο σουλτάνος Μαχμούτ προσεκάλεσε τους «πιστούς», ίνα εξεγερθώσι κατά των απίστων προς διάσωσιν του κινδυνεύοντος ισλαμισμού, ηξίωσε δε παρά του Πατριάρχου Γρηγορίου ν’ αφορίσει τον αρχηγόν της επαναστάσεως, Αλέξανδρον Υψηλάντην. Ηπειλείτο γενική σφαγή των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως υπό του εκφανατισθέντος τουρκικού όχλου, όθεν ο Πατριάρχης προς πρόληψιν της σφαγής, ηναγκάσθη να υποχωρήσει εις την τουρκικήν αξίωσιν. Τούτο όμως δεν ικανοποίησε τον σουλτάνον, όστις αγρίως εστράφη κατά των ιεραρχών και των κορυφών του έθνους. Τη 24 Μαρτίου 1821 εφυλακίσθη ο διαπρεπής μητροπολίτης Εφέσου Διονύσιος Καλλιάρχης, μέλος ων τότε της ιεράς συνόδου Κωνσταντινουπόλεως. Αναρίθμητοι κληρικοί και λαϊκοί απηγχονίσθησαν ή εσφάγησαν εν Κωνσταντινουπόλει και εν ταις επαρχίαις. Εν Τριπόλει εφυλακίσθησαν οι περισσότεροι αρχιερείς της Πελοποννήσου μετ’ εξεχόντων προυχόντων, υποστάντες ανεκδιηγήτους ταλαιπωρίας. Κατά διαταγήν του Σουλτάνου εν Κωνσταντινουπόλει εφυλακίσθησαν τρεις έτι αρχιερείς: ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος, ο Τορνόβου Ιωαννίκιος, ζητηθέντες ως όμηροι παρά του πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄, ον ο σουλτάνος κατέστησε προσωπικώς υπεύθυνον δια την ησυχίαν των Χριστιανών. Η συνοικία του Φαναρίου εν Κωνσταντινουπόλει, ένθα το πατριαρχείο, είχε μεταβληθεί εις σφαγείον ανθρώπων.
Ο πατριάρχης Γρηγόριος, ενώ ηδύνατο να φύγει εκ Κωνσταντινουπόλεως, απεφάσισε παρά τας επιμόνους περί φυγής προτροπάς, να μείνει, έτοιμος ων να θυσιασθεί χάριν του ποιμνίου του. Διότι η σφαγή του αναμφιβόλως έμελλε να χρησιμεύσει ως σύνθημα γενικής σφαγής. Την νύκτα του Πάσχα του 1821 (10 Απριλίου) ο πατριάρχης ετέλεσε το ύστατον την θείαν Λειτουργιαν εν τω πατριαρχικώ ναώ, κατά διαταγήν δε του σουλτάνου συλληφθείς την πρωίαν, απηγχονίσθη μετά μεσημβρίαν εν τη πύλη του πατριαρχίου. Επί τρείς ημέρας έμεινε κρεμάμενον το λειψανόν του, ύστερον δε περιυβρισθέν υπό Τούρκων και Εβραίων ερρίρθη εις την θάλασσαν, αλλά υπό ελληνικού πλοίου εσώθη εις Ρωσίαν. Η αποτροπαία πράξις του απαγχονισμού του πατριάρχου, προσδούσα έτι μάλλον θρησκευτικόν χαρακτήρα εις τον απελευθερωτικόν αγώνα, συνετέλεσεν εις την ενίσχυσιν των ηρώων αγωνιστών, οίτινες ωρκίσθησαν να εκδικηθώσι δια τον μαρτυρικόν θάνατον του πατριάρχου. Κατά την ημέραν εκείνην του Πάσχα απηγχονίσθησαν εν Κωνσταντινουπόλει οι 9 μητροπολίται Εφέσου Διονύσιος, Αγχιάλου Ευγένιος, Νικομήδειας Αθανάσιος, όστις γέρων ων εξέπνευσε καθ’ οδόν. Οι δήμιοι εκρέμασαν από της αγχόνης το άπνουν λείψανον. Τη 3 Μαΐου απεκεφαλίσθη ο εκατοντούτης γέρων επίσκοπος Μαριουπόλεως, τη επαύριον οι μητροτολίται Δέρκων, Αδριανουπόλεως και Γορνόβου. Εν τω μεταξύ οο γενίτσαροι ορμήσαντες κατεπάτησαν το πατριαρχείον. Αι αυταί βιαιοπραγίαι διεπράττοντο και εν τας επαρχίας, εν Σμύρν, εν Αδριανουπόλει, ένθα τη 18 Απριλίου απηγχονίσθη ο πρώην πατριάρχης Κωνσταντινουτόλεως Κύριλλος ζ΄ μετά 8 άλλων κληρικών και 0 λαϊκών. Εν Κύπρω τη 9 Ιουλίου απηγχονίσθησαν ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός μετά των μητροπολιτών της Κύπρου και πλείστων προυχόντων Ελλήνων. Εν Κρήτη ωσαύρως εσφαγιάσθησαν επίσκοποι και άλλοι κληρικοί, εν Ιερουσαλήμ υπέστησαν οι Έλληνες μοναχοί μυρίας κακώσεις, ως και οι μοναχοί του Αγίου Όρους Άθω, οίτινες και δια των όπλων μετέσχον της επαναστάσεως. Εν τη νέα Μονή της Χίου οι Τούρκοι κατέσφαξαν 200 μοναχούς, ολόκληρος δε η νήσος υπέστη απερίγραπτον πανωλεθρίαν. Μεταξύ των θυμάτων υπήρξε και ο μητροπολίτης Χίου Πλάτων Φραγκιάδης, απαγχονισθείς μετά των προυχόντων. Την αυτήν τύχην έσχεν η πόλις των Κυδωνιών. Ταυτοχρόνως εν τη κυρίως Ελλάδι, ήτις απέβη το ένδοξον πεδίον του μεγάλου απελευθερωτικού αγώνος, ο ελληνικός κλήρος ενίσχυσεν αυτόν δι’ ενεργού συμμετοχής. Διακρίθησαν δ’ εκ των επισκόπων εκτός του παλαιών Πατρών Γερμανού, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, ο Ταλαντίου Νεόφυτος Μεταξάς, ο Καρύστου Ν Νεόφυτος, ο Ανδρούσης Ιωσήφ, ο Ρέοντος και ΙΙραστού Διονύσιος, ο Γρηγόριος Κορώνης, απαγχονισθείς υπό των Τούρκων (14 Οκτωβρίου 18224) , ο Κορίνθου Κύριλλος, ο Έλους Άνθιμος, εκ δε των λοιπών κληρικών ο Θεόφιλος Καΐρης, ο Άνθιμος Γαζής, ο Νεόφυτος Δούκας, ο Νεόφυτος Βάμβας, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης και πλείστοι. Ο Ρογών Ιωσήφ προσήνεγκεν εαυτόν εις ολοκαύτωμα εν Μεσολογγίω. Τινές των επισκόπων προήδρευσαν των εθνοσυνελεύσεων και συμμετέσχον των αποπειρών προς συ)κρότησιν νομίμων διοικητικών αρχών ως υπουργοί, ως ο Ανδρούσης Ιωσήφ μινίστρος της Θρησκείας, είτα και της Δικαιοσύνης, ο Ιωνάς Δαμαλών, μινίστρος της Δικαιοσύνης. Αυτοπροσώπως παρέστη εν Ελλάδι ενισχύσας τον απελευθερωτικόν αγώνα και ο εκ Πάτμου πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος (1805 - 1825), παυθείς δια τούτο της θέσεώς του.
Η Εκκλησία και διασώσασα το έθνος επί τουρκοκρατίας και προπαρασκευάσασα την απελευθέρωσιν αυτού, έργω και λόγω συμμετέσχε και του ενδόξου απελευθερωτικού αγώνος. «Ποσάκις καθ’ ὅλον τὸ διάστημα τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος τὸ ἑλληνικὸν ἱερατεῖον ἔδωκε δείγματα ἡρωϊσμοῦ χριστιανικοῦ! Ποσάκις ἀφειδήσαντες ἑαυτῶν οἱ σεβάσμιοι τῆς Ἑκκλησίας ποιμένες ἔθεντο τὰς ψυχὰς ὑπὲρ τῶν προβάτων! Ποσάκις ἡ μειλίχιος τοῦ Εὐαγγελίου φωνὴ ἐνεθουσίασε κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως τοὺς ὑπὲρ αὐτῆς ἀγωνιζομένους!», έγραφεν εν εγκυκλίω αυτού από 9 Μαΐου 1832 ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλόςως γραμματεύς (υπουργός) των Εκκλησιαστικών προς τον κλήρον, εις των τα μάλισταπεφωτισμένων Ελλήνων των ηρωικών εκείνων χρόνων. Αλλά πάγκοινος υπήρξεν η ομολογία και η βαθεία πάντων των Ελλήνων συναίσθησις ότι μεγίστη και ανεκτίμητος υπήρξεν η συμβολή της Εκκλησίας εις την απελευθέρωσιν του έθνους.
Βιβλιογραφία
01. Ιεροκλέους, Συνέκδημος (εκδ. Honigmann)
02. Χρυσάνθου, Συνταγμάτιον, Ενετία 1778
03. Ν. Βέης, εν Oriens Christianus (1914)
04. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος (τ. Α΄ 1920
05. Δ. Ματαράγκα, Εκκλησία και Πολιτεία (τ. Α΄ 1937)
06. Δ. Πετρακάκου, Εκκλησίασεις και ενασχολήσεις (1943)
07. Α. Βακαλοπούλου, Ιστορία της Θεσσαλονίκης (1947)
08. Β. Ατέση, Επισκοπική Ιστορία της Ελλάδος (1948 -1953)
09. Κ. Βοβολίνη, Η Εκκλησία εις τον αγώνα της Ελευθερίας (Αθήνα 1952)
10. Α. Χριστοφιλοπούλου, Ελληνικόν Εκκλησιαστικόν Δίκαιον (Αθήναι, 1952-3)
11. Παρθ. Πολάκη, Η Ελληνική Εκκλησία και ο κόσμος των Βαρβάρων (Θεσσαλονίκη 1953)
12. E. Kirsten, Die Byz. Stadt. Berichte zum XI Intern. Byz. Kongress (München 1958)
13. H.G. Beck, Kircheund Theol. Literature (München 1959)
14. Α. Καμβύση, Νομοθεσία Ο.Δ.Ε.Π.
15. Γ.Ι. Κονιδάρη, αι Μητροπόλεις και Αρχιεπισκοπαί του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η τάξις αυτών (Αθήνα 1934)
16. Επίτομος Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος (1938)
17. Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος (τ. Α΄, Αθήναι 1960, ένθα και η παλαιοτέρα βιβλιογραφία)
18. Γ. Κελεμένη -Κ. Σπυροπούλου, Νομοθεσία περί ενοριών και Ταμείου ασφαλίσεως Κλήρου Ελλάδος (Αθήναι 1961)
Σημαντική πηγήν της εκκλησιαστικής ιστορίας της Ελλάδος αποτελεί το περιοδικόν «Ἐκκλησία» (1923-1964), Γ. Ι. Κονιδάρης
Πηγή: Χρυσόστομος, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΕΛΛΑΣ Ι, σσ. 163 - 169
Εγκυκλοπαίδειες
01. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Ελλάς, τ. Ι
Βιβλία
01. Ιεροκλέους, Συνέκδημος (εκδ. Honigmann)
02. Χρυσάνθου, Συνταγμάτιον, Ενετία 1778
03. Ν. Βέης, εν Oriens Christianus (1914)
04. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1920
05. Δ. Ματαράγκα, Εκκλησία και Πολιτεία, 1937
06. Δ. Πετρακάκου, Εκκλησίασεις και ενασχολήσεις, 1943
07. Α. Βακαλοπούλου, Ιστορία της Θεσσαλονίκης, 1947
08. Β. Ατέση, Επισκοπική Ιστορία της Ελλάδος, 1948 -1953
09. Κ. Βοβολίνη, Η Εκκλησία εις τον αγώνα της Ελευθερίας, Αθήνα 1952
10. Α. Χριστοφιλοπούλου, Ελληνικόν Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, Αθήναι, 1952-3
11. Παρθ. Πολάκη, Η Ελληνική Εκκλησία και ο κόσμος των Βαρβάρων, Θεσσαλονίκη 1953
12. E. Kirsten, Die Byz. Stadt. Berichte zum XI Intern. Byz. Kongress, München 1958
13. H.G. Beck, Kircheund Theol. Literature, München 1959
14. Α. Καμβύση, Νομοθεσία Ο.Δ.Ε.Π.
15. Γ.Ι. Κονιδάρη, αι Μητροπόλεις και Αρχιεπισκοπαί του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η τάξις αυτών, Αθήνα 1934
16. Επίτομος Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, 1938
17. Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, Αθήναι 1960
18. Γ. Κελεμένη -Κ. Σπυροπούλου, Νομοθεσία περί ενοριών και Ταμείου ασφαλίσεως Κλήρου Ελλάδος, Αθήναι 1961
Περιοδικά
01. «Ἐκκλησία», 1923-1964