Η προσπάθεια των «αρχαιόφιλων» (παγανιστών στην ουσία) στρέφεται όχι μόνο προς διαπόμπευση του Βυζαντίου και του Βυζαντινού πολιτισμού αλλά και με την παράλληλη διαφύλαξη - απόκρυψη ηθικών αταλθασιών στην αρχαιότητα των προγόνων μας.
«Όπου ξυναντών μοι ταδί τις μέμψεται ώσπερ αδικηθείς παίδος ωραίου πατήρ' "Καλώς γέ μου τόν υιόν, ώ στιλβωνίδη, ευρών απιόντ'από γυμνασίου λελουμένον ουκ έκυσας, ου προσείπας, ου προσηγάγου, ουκ ωρχιπέδισας, ών εμοί πατρικός φίλος» (Να, συναντώντας με ο πατέρας κάποιου ωραίου αγοριού να μου λέει θαρρείς και τον αδίκησα: «Ε! Λαμπροστολισμένε, το γιο μου αντάμωσες λουσμένο μόλις έβγαινε από το γυμναστήριο, και δεν του μίλησες, δεν τον αγκάλιαζες, δεν τον ..., κι ας είσαι φίλος μου πατρικός».)
Αριστοφάνη Όρνιθες, στίχ. 135-145
|
Αναπαράσταση αθηναϊκού γυμνασίου, έτσι όπως το φαντάστηκε ένας σύγχρονος καλλιτέχνης. Τα γυμνάσια στην αρχαία Αθήνα, εκτός από χώροι άθλησης των νεαρών εφήβων, ήταν σημαντικά πνευματικά κέντρα (αναπαράσταση του Κ. Ηλιάκη για την «Ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων» της Εκδοτικής Αθηνών). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 14, άρθρο «η στοιχειώδης εκπαίδευση στην κλασική Αθήνα, το θεμέλιο του κλασικού πολιτισμού», Αργυρώ Μπούρου, φιλόλογος, σελίδα 98)
Εξετάζοντας τα στοιχεία της βασικής εκπαίδευσης των νεαρών Αθηναίων διαπιστώνουμε ότι το περιεχόμενο των μαθημάτων που διδάσκονταν χαρακτηριζόταν από αρμονία, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη ότι οι νέοι της εποχής ασκούσαν το πνεύμα τους στο σχολείο του γραμματιστή, το σώμα τους στο γυμνάσιο και στην παλαίστρα, ενώ μεριμνούσαν για την καλλιέργεια της ψυχής τους με τη διδασκαλία της μουσικής από τον κιθαριστή. Με αυτόν τον τρόπο η κλασική αθηναϊκή κοινωνία επιτύγχανε μια σύμμετρη ανάπτυξη όλων των πτυχών της προσωπικότητας των μελλοντικών πολιτών της, στοιχείο το οποίο αποτελεί βασικό ζητούμενο και της σύγχρονης παιδαγωγικής.
Είναι γνωστό ότι κατά τα κλασικά χρόνια η Αθήνα αποτέλεσε ένα σημαντικό πνευματικό κέντρο αναγνωρισμένο από μεγάλα πνεύματα της εποχής, αλλά και από όλους τους Έλληνες. Ο Θουκυδίδης στον Επιτάφιο του Περικλή (II, 41.1) αναφέρει ότι: «όλη η πόλη (η Αθήνα) είναι σχολείο της Ελλάδος», ενώ ο Πλάτων τη χαρακτηρίζει «πρυτανείον της σοφίας» (Πρωταγόρας 3376). Ποια ήταν όμως η εκπαίδευση των Αθηναίων πολιτών οι οποίοι δημιούργησαν έναν τόσο σημαντικό πολιτισμό; Ποιες ήταν οι βάσεις επάνω στις οποίες οικοδομήθηκε αυτός ο πολιτισμός;
Παρόλο που τα όρια των βαθμίδων της εκπαίδευσης δεν ήταν ακριβώς καθορισμένα, οι πηγές μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στην αθηναϊκή εκπαίδευση της κλασικής περιόδου μπορούμε να διακρίνουμε δύο βασικές βαθμίδες: την κατώτερη και την ανώτερη. Η κατώτερη περιελάμβανε τις στοιχειώδεις γνώσεις γραφής, ανάγνωσης, μουσικής και γυμναστικής. Μετά τη συμπλήρωση του πρώτου κύκλου εκπαίδευσης, οι νεαροί Αθηναίοι, έφηβοι πλέον, είχαν τη δυνατότητα να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε κάποια από τις υπάρχουσες σχολές. Οι σχολές αυτές διακρίνονταν κυρίως σε φιλοσοφικές και ρητορικές, αλλά εκτός από τη φιλοσοφία και τη ρητορεία παρείχαν βασικές γνώσεις και άλλων επιστημών.
Ερείπια της παλαίστρας στην αρχαία Ολυμπία. Οι παλαίστρες ήταν τα ιδιωτικά γυμναστήρια της εποχής, όπου τα παιδιά της σχολικής ηλικίας γυμνάζονταν υπό την κα9οδήγηση του παιδοτρίβη. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 14, άρθρο «η στοιχειώδης εκπαίδευση στην κλασική Αθήνα, το θεμέλιο του κλασικού πολιτισμού», Αργυρώ Μπούρου, φιλόλογος, σελίδα 100)
Οι μύθοι του Αισώπου ήταν τα πρώτα παραμύθια τα οποία άκουγαν τα παιδιά κατά την αρχαιότητα. Εδώ: χαρακτικό από παλαιά έκδοση των μύ9ων του Αισώπου, στο οποίο απεικονίζεται ο μυθος του λύκου και της γριάς. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 14, άρθρο «η στοιχειώδης εκπαίδευση στην κλασική Αθήνα, το θεμέλιο του κλασικού πολιτισμού», Αργυρώ Μπούρου, φιλόλογος, σελίδα 101)
Σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή, στο πλαίσιο της οποίας θεωρούμε την εκπαίδευση υποχρέωση της πολιτείας, κατά την αρχαιότητα η εκπαίδευση είχε χαρακτήρα προαιρετικό και ιδιωτικό. Αρχικά πρέπει να διασαφηνίσουμε ότι δικαίωμα εκπαίδευσης είχαν μόνο τα αγόρια των Αθηναίων πολιτών. Είναι προφανές ότι οι γιοι των δούλων ή των ξένων ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται από μικρή ηλικία προκειμένου να μπορέσουν να επιβιώσουν οι ίδιοι και οι οικογένειες τους. Από την άλλη πλευρά, τα νεαρά κορίτσια των αθηναϊκών οικογενειών ήταν υποχρεωμένα κατά κανόνα να βρίσκονται στο σπίτι, όπως ακριβώς και οι μητέρες τους και να απασχολούνται με ποικίλες γυναικείες εργασίες, μέχρι να έλθουν σε ηλικία κατάλληλη για γάμο. Ωστόσο, υπάρχουν αντικρουόμενες μαρτυρίες σχετικά με την εκπαίδευση των κοριτσιών. Πολλά αγγεία παριστάνουν κορίτσια να χορεύουν ή να παίζουν κάποιο μουσικό όργανο. Αυτό σημαίνει ότι λάμβαναν κάποιου είδους εκπαίδευση. Οι περισσότεροι μελετητές υποστηρίζουν ότι τα κορίτσια διδάσκονταν στο σπίτι από τις μητέρες τους ή από δούλες. Άλλοι υποστηρίζουν ότι παρακολουθούσαν μαθήματα και εκτός σπιτιού, αλλά όχι στον ίδιο χώρο με τα αγόρια. Είναι πάντως αναμφισβήτητο το γεγονός ότι δεν ήταν όλες οι γυναίκες παντελώς αναλφάβητες. Εξάλλου, οι γυναίκες παρακολουθούσαν θεατρικές παραστάσεις ισότιμα με τους άνδρες και το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι γνώριζαν μυθολογία. Ακόμη, δεν είναι λίγες οι πληροφορίες για γυναίκες οι οποίες γνώριζαν ανάγνωση και γραφή και είχαν αποκτήσει κάποιου είδους μόρφωση. Οι περισσότερες από αυτές ήταν εταίρες, Μεταξύ αυτών και η περιβόητη Ασπασία, η σύντροφος του Περικλή. Βέβαια, αυτές οι γυναίκες ήταν συνήθως ξένες και πιθανώς είχαν λάβει κάποιου είδους εκπαίδευση στην πατρίδα τους.
Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μόνο λίγοι νέοι είχαν τη δυνατότητα να μορφωθούν. Ακόμη όμως και η μόρφωση των αγοριών της Αθήνας δεν ήταν πάντοτε δεδομένη, αφού ήταν στη διακριτική ευχέρεια κάθε πατέρα στείλει το παιδί του στο σχολείο, σύμφωνα με την οικονομική του κατάσταση. Δηλαδή, περισσότερο η παράδοση και το έθιμο παρά η πολιτεία υποχρέωναν τους γονείς να ενδιαφερθούν για την εκπαίδευση των παιδιών τους.
Επομένως, καταλήγουμε στη διαπίστωση ότι, κατά κανόνα, οι γόνοι των πλούσιων οικογενειών είχαν το προνόμιο της στοιχειώδους εκπαίδευσης Και ακόμη περισσότερο, όπως είναι αυτονόητο της ανώτερης βαθμίδας της εκπαίδευσης.
Τα νεαρά κορίτσια επισήμως δεν λάμβαναν καμιά εκπαίδευση, συχνά, όμως, απεικονίζονται σε αγγεία, όπως αυτό της εικόνας, να χορεύουν ή να παίζουν κάποιο μουσικό όργανο (Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 14, άρθρο «η στοιχειώδης εκπαίδευση στην κλασική Αθήνα, το θεμέλιο του κλασικού πολιτισμού», Αργυρώ Μπούρου, φιλόλογος, σελίδα 102)
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της ανατροφής των παιδιών στην κλασική Αθήνα αποτελεί το γεγονός ότι οι γονείς δεν είχαν την άμεση φροντίδα των παιδιών τους, ούτε στις μικρότερες ηλικίες ούτε στις μεγαλύτερες. Ο τρόπος ζωής των Αθηναίων ανδρών αλλά και η νοοτροπία τους δεν τους επέτρεπε να διαθέτουν πολύ χρόνο για τις οικογένειες τους. Οι πιο πλούσιοι συμμετείχαν καθημερινά είτε στην Εκκλησία του Δήμου είτε σε διάφορες συζητήσεις οι οποίες πραγματοποιούντο στην αγορά. Οι Αθηναίοι των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων εργάζονταν πολλές ώρες της ημέρας είτε ως αγρότες είτε σε άλλες εργασίες. Επιπλέον, όλοι οι Αθηναίοι κατά τον νόμο ήταν υποχρεωμένοι να αναλαμβάνουν διάφορα αξιώματα της πόλης και έτσι κατά καιρούς εκλέγονταν βουλευτές, δικαστές ή καταλάμβαναν άλλες κρατικές θέσεις.
Παρότι θα περίμενε κανείς ότι οι μητέρες θα είχαν αναλάβει εξ ολοκλήρου τον ρόλο της διαπαιδαγώγησης, αυτό δεν αποτελούσε πάντοτε τον κανόνα. Στις ευπορότερες οικογένειες τη φροντίδα των παιδιών αναλάμβαναν συχνά η τίτθη και η τροφός. Η τροφός, δηλαδή η παραμάνα, ήταν μια ελεύθερη ή δούλη, υπεύθυνη για τα πρώτα χρόνια της ζωής ενός παιδιού, αφού ενδεχομένως θα έφερε το βάρος διάφορων υποχρεώσεων, από τον θηλασμό μέχρι και την ηθική διαπαιδαγώγηση. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα από την αρχαία ελληνική γραμματεία τα οποία μας αποδεικνύουν τη στενή σχέση διάφορων ανδρών, ακόμη και σε μεγάλη ηλικία, με την τροφό που τους είχε θηλάσει κατά τη βρεφική τους ηλικία. Στις Χοηφόρες του Αισχύλου (στ. 746 - 761) η τροφός αναπολεί με αγάπη τις φροντίδες που προσέφερε στον Αγαμέμνονα, όταν αυτός ήταν μικρός. Είναι γνωστό, εξάλλου, το επεισόδιο από την Οδύσσεια (τ 467 - 475) - αν και αναφέρεται σε παλαιότερη εποχή - κατά το οποίο η τροφός του Οδυσσέα, η Ευρύκλεια, αναγνώρισε μετά από είκοσι χρόνια με συγκίνηση το αγαπημένο της παιδί. Κατά κάποιον τρόπο και σε ορισμένες περιπτώσεις η τροφός αν πλήρωνε τον ρόλο της μητέρας. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι η μητέρα ήταν αμέτοχη στην ανατροφή του παιδιού. Είναι βέβαιο ότι ασκούσε σημαντικότερο ρόλο από τον πατέρα, καθώς βρισκόταν περισσότερο χρόνο στο σπίτι και είχε περισσότερες ευκαιρίες να ασχοληθεί μαζί του.
Πρώτο μέλημα στο σχολείο του γραμματιστή ήταν η διδασκαλία της ανάγνωσης. Εδώ: απεικόνιση αγοριού το οποίο διαβάζει από έναν κύλινδρο παπύρου. Θραύσμα ερυθρόμορφου κυπέλλου του 460 π.Χ. από τον ζωγράφο Ακεστορίδη. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 14, άρθρο «η στοιχειώδης εκπαίδευση στην κλασική Αθήνα, το θεμέλιο του κλασικού πολιτισμού», Αργυρώ Μπούρου, φιλόλογος, σελίδα 103)
Τα μικρά παιδιά περνούσαν τα πρώτα έξι με επτά χρόνια της ζωής τους στο σπίτι, κάτω από τη φροντίδα των τροφών και την εποπτεία της μητέρας. Η εκπαίδευση τους περιοριζόταν στην ακρόαση διάφορων ιστοριών από τη μυθολογία ή άλλες πηγές (πιθανώς τους μύθους του Αισώπου), αλλά και στην ακρόαση παιδικών τραγουδιών. Είναι χαρακτηριστικό, όπως μας πληροφορεί ο Πλάτων (Φαιδρός 61b), ότι ο Σωκράτης κατά την παραμονή του στη φυλακή μετά την καταδίκη του ασχολείτο με τη στιχουργία μύθων τους οποίους είχε αποστηθίσει κατά την παιδική του ηλικία. Τις σχετικές αφηγήσεις έκαναν, εκτός από τη μητέρα ή την τροφό και άλλα πρόσωπα, όπως ο παππούς και η γιαγιά.
Φυσικά σ' αυτή την ηλικία τα παιδιά δεν ήταν πάντα υπάκουα, οπότε συχνά είτε η μητέρα είτε η τροφός κατέφευγαν στον ξυλοδαρμό και στην τιμωρία. Ο Πλάτων (Πρωταγόρας 325ο) αναφέρει πως οι γονείς το ανυπάκουο παιδί: «με απειλές και κτυπήματα το φέρνουν στον ίσιο δρόμο, όπως ακριβώς το στραβό και εύκαμπτο ξύλο».
Το σχολείο του γραμματιστή και του κιθαριστή, όπως απεικονίζονται στην ερυθρόμορφη κύλικα του Δούρι του 5ου αιώνα π.Χ. (Βερολίνο, Κρατικό Μουσείο). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 14, άρθρο «η στοιχειώδης εκπαίδευση στην κλασική Αθήνα, το θεμέλιο του κλασικού πολιτισμού», Αργυρώ Μπούρου, φιλόλογος, σελίδα 103)
Η κατώτερη εκπαίδευση των Αθηναίων αποτελείτο από τρία κύρια στάδια: α) την απόκτηση της ικανότητας της ανάγνωσης, της γραφής και της απλής αριθμητικής στο σχολείο του γραμματιστή, β) την απόκτηση μουσικής παιδείας στο σχολείο του κιθαριστή, γ) την αθλητική εκπαίδευση στο σχολείο του παιδοτρίβη. Επιπλέον, ορισμένες πηγές μάς πληροφορούν και για ύπαρξη σχολείου ζωγραφικής. Μεταξύ αυτών είναι ο Αριστοτέλης (Πολιτεία, 1337ο, 23) ο οποίος, αναφερόμενος στις βασικές γνώσεις της στοιχειώδους εκπαίδευσης ενός παιδιού, απαριθμεί τα γράμματα, τη γυμναστική, τη μουσική αλλά και τη ζωγραφική την οποία, όμως, «μερικοί τη διδάσκουν», σύμφωνα με τα λεγόμενα του. Οι λιγοστές πηγές από την αρχαία ελληνική γραμματεία μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η διδασκαλία της ζωγραφικής δεν ήταν τόσο διαδεδομένη εκείνη την εποχή.
Δεν καθίσταται απολύτως σαφές από τις μαρτυρίες εάν τα παιδιά φοιτούσαν σε αυτά τα τρία βασικά σχολεία ταυτόχρονα ή διαδοχικά, δηλαδή εάν ολοκλήρωναν το ένα και συνέχιζαν την εκπαίδευση στο άλλο.
Η μητέρα, η τροφός ή ο παιδαγωγός συχνά κατέφευγαν στον ξυλοδαρμό προκειμένου να συμμορφώσουν το παιδί (εικόνα από αττική οινοχόη, Βερολίνο, Εθνικό Μουσείο). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 14, άρθρο «η στοιχειώδης εκπαίδευση στην κλασική Αθήνα, το θεμέλιο του κλασικού πολιτισμού», Αργυρώ Μπούρου, φιλόλογος, σελίδα 104)
Ωστόσο, περισσότερο σίγουρο είναι το γεγονός ότι τα νεαρά άτομα ξεκινούσαν τη βασική τους εκπαίδευση μετά τα πρώτα επτά χρόνια τους. Προς αυτή την άποψη συγκλίνουν όλες οι αρχαίες πηγές. Ενδεικτικά αναφέρουμε την άποψη του Αριστοτέλη (Πολιτεία 1336α, 45) ο οποίος, επιπλήττοντας τους γονείς που στέλνουν νωρίς τα παιδιά τους στο σχολείο, αναφέρει ότι κατά τα πρώτα επτά χρόνια της ζωής του το παιδί πρέπει να μένει στο σπίτι.
Όταν το παιδί μεγάλωνε και οι γονείς του αποφάσιζαν ότι έπρεπε να φοιτήσει σε κάποιο σχολείο, ο παιδαγωγός αναλάμβανε κατά κάποιον τρόπο τον ρόλο της τροφού. Ο παιδαγωγός ήταν κάποιος σκλάβος ο οποίος είχε υποχρέωση να συνοδεύει το παιδί σε κάθε δάσκαλο του. Έτσι, κάθε πρωί ο νεαρός Αθηναίος ξεκινούσε την κοπιαστική ημέρα του καθ' οδών προς το διδασκαλείο με τη συνοδεία του παιδαγωγού, ο οποίος μετέφερε τα απαραίτητα σύνεργα του μαθητή. Χρέος του παιδαγωγού ήταν επίσης να προσπαθεί να διδάξει τρόπους καλής συμπεριφοράς, όπως π.χ. τον τρόπο με τον οποίο όφειλε ένα παιδί να περπατά ή να κάθεται. Οι μέθοδοι τις οποίες χρησιμοποιούσε ο δούλος δεν ήταν ιδιαίτερα παιδαγωγικές σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα: συχνά βλέπουμε σε παραστάσεις επάνω σε αγγεία τον παιδαγωγό να κρατά μια βέργα ή ένα σανδάλι και να απειλεί τον μαθητή. Εξάλλου, όπως προαναφέραμε, η σωματική τιμωρία θεωρείτο απαραίτητο μέσο συμμόρφωσης του παιδιού.
Οι Αθηναίοι ασκούντο στο τρέξιμο από μικρή ηλικία, καθώς αυτό αποτελούσε βασικό άθλημα των Ολυμπιακών αγώνων. Λεπτομέρεια από αμφορέα του 540 π.Χ. (Λονδίνο). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 14, άρθρο «η στοιχειώδης εκπαίδευση στην κλασική Αθήνα, το θεμέλιο του κλασικού πολιτισμού», Αργυρώ Μπούρου, φιλόλογος, σελίδα 105)
Γραμματιστής ονομαζόταν ο δάσκαλος ο οποίος δίδασκε στα παιδιά γραφή, ανάγνωση αλλά και βασικές γνώσεις αριθμητικής μετά τα επτά τους χρόνια.
Δεν γνωρίζουμε ακριβώς τον χώρο στον οποίο διδασκόταν το μάθημα. Οι πηγές τον ονομάζουν διδασκαλείο. Δίδασκαν, όμως, στο ίδιο διδασκαλείο ο γραμματιστής και ο κιθαριστής ή σε δύο ιδιαίτερα; Αυτό δεν διευκρινίζεται από τις αρχαίες μαρτυρίες.
Κάτω από ποιες συνθήκες πραγματοποιείτο το μάθημα; Οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι να κάθονται σε σκαμνιά, έχοντας στα γόνατα τους τα πινακίδια πάνω στα οποία έγραφαν. Οι γραμματιστές κάθονταν σε καθίσματα, τους λεγόμενους θρόνους, και τους επέβλεπαν. Τα πινακίδια ήταν αλειμμένα με κερί και επάνω σε αυτό το υλικό χαράσσονταν τα γράμματα με τη βοήθεια της γραφίδας. Η γραφίδα ήταν ένα αντικείμενο μυτερό από τη μια πλευρά, ώστε να μπορεί εύκολα ο μαθητής να χαράσσει τα γράμματα και πλατύ από την άλλη, ώστε να μπορεί να σβήνει τυχόν λάθη. Οι μαθητές οι οποίοι δεν διέθεταν πινακίδιο με κερί, συνέλεγαν όστρακα από τα κεραμικά εργαστήρια ή από τον δρόμο, τα οποία και πάλι μπορούσαν να τα χαράσσουν.
Η μέθοδος διδασκαλίας την οποία χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι γραμματιστές βασιζόταν στην τεχνική της απομνημόνευσης. Οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι να αποστηθίσουν την αλφάβητο, όχι μόνο με την κανονική σειρά (α, β, γ...) αλλά και με την αντίστροφη (ω, ψ, χ...). Στη συνέχεια προχωρούσαν στην εκμάθηση της ανάγνωσης και της γραφής των συλλαβών και κατέληγαν σε ολόκληρες λέξεις. Με την πάροδο του χρόνου σταδιακά ο μαθητής προέβαινε στην ανάγνωση κειμένων. Φυσικά, τα κείμενα αυτά δεν ήταν προσαρμοσμένα ούτε στις δυνατότητες ούτε στην ηλικία του μαθητή, όπως συμβαίνει σήμερα.
Στα γυμνάσια οι έφηβοι ασκούντο στην πυγμαχία, άθλημα ανάλογο με το σημερινό, αλλά με διαφορετικούς κανόνες. Εδώ:αγγείο του 520 π.Χ. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 14, άρθρο «η στοιχειώδης εκπαίδευση στην κλασική Αθήνα, το θεμέλιο του κλασικού πολιτισμού», Αργυρώ Μπούρου, φιλόλογος, σελίδα 105)
Τα συνηθέστερα κείμενα τα οποία διδάσκονταν κατά την αρχαιότητα ήταν τα ομηρικά έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Ας μη φαντασθεί ο αναγνώστης ότι το κείμενο τύγχανε φιλολογικής ή άλλου είδους ανάλυσης. Η διδασκαλία περιοριζόταν στην ανάγνωση και στην αποστήθιση των κειμένων. Ωστόσο, οι αρχαίες πηγές αναφέρουν ότι τα έργα και άλλων συγγραφέων, όπως ο Ησίοδος ή ο Αίσωπος, διδάσκονταν στα νεαρά άτομα από τον γραμματιστή.
Ένα άλλο μάθημα το οποίο περιλαμβανόταν στο έργο του γραμματιστή ήταν η διδασκαλία βασικών στοιχείων αριθμητικής. Σκοπός του συγκεκριμένου μαθήματος ήταν να μάθουν τα παιδιά να μετρούν αλλά και να χρησιμοποιούν τις βασικές αριθμητικές πράξεις. Βέβαια, αυτό δεν ήταν τόσο απλό εκείνη την εποχή, εάν σκεφθεί κανείς ότι στους αρχαίους Έλληνες τα γράμματα της αλφαβήτου χρησίμευαν και ως αριθμοί, γεγονός το οποίο πιθανόν προκαλούσε προβλήματα στους μικρούς μαθητές.
Τα μέσα τα οποία χρησιμοποιούντο για τη διδασκαλία των μαθηματικών ήταν κυρίως τα δάκτυλα των χεριών και κατά δεύτερο λόγο οι επονομαζόμενοι «ψήφοι», δηλαδή πετραδάκια τα οποία βοηθούσαν στους αριθμητικούς υπολογισμούς. Ορισμένες πηγές αναφέρουν και τον άβακα ως αναγκαίο εποπτικό μέσο για το μάθημα της αριθμητικής, μολονότι δεν έχει διασωθεί κανένα τέτοιο αντικείμενο. Πιθανόν το χρησιμοποιούσαν για την τέλεση πολύπλοκων υπολογισμών.
Τα κορίτσια συχνά διδάσκονταν ανάγνωση και γραφή στο σπίτι. Στο συγκεκριμένο μαρμάρινο επιτάφιο ανάγλυφο απεικονίζεται κορίτσι που διαβάζει (Βρετανικό Μουσείο). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 14, άρθρο «η στοιχειώδης εκπαίδευση στην κλασική Αθήνα, το θεμέλιο του κλασικού πολιτισμού», Αργυρώ Μπούρου, φιλόλογος, σελίδα 106)
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι οι γνώσεις των μαθηματικών ήταν απαραίτητες σε ένα παιδί. Εκτός από το γεγονός ότι του χρησίμευαν στην καθημερινή ζωή, θεωρούσαν ότι μέσω των αριθμητικών πράξεων ένας νέος μπορούσε να εξασκήσει το πνεύμα του. Ο Πλάτων (Πολιτεία 527ο) αναφέρει μεταξύ άλλων ότι η αριθμητική ενεργοποιεί το πνεύμα και το αναγκάζει να λογικεύεται.
Είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι ο γραμματιστής δεν είχε τόσο περίοπτη θέση στην αθηναϊκή κοινωνία, όπως θα περίμενε κανείς με βάση τα σημερινά κοινωνικά δεδομένα. Πολλοί κατέφευγαν στην εξάσκηση αυτού του επαγγέλματος αποκλειστικά λόγω οικονομικών αναγκών. Φυσικά, το μόνο απαραίτητο εφόδιο για να γίνει κανείς γραμματιστής ήταν η γνώση ανάγνωσης και γραφής. Ο γραμματιστής συνήθως ήταν ταπεινής καταγωγής και πτωχός. Ακριβώς επειδή δεν έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους Αθηναίους, ο μισθός του ήταν πενιχρός.
Οι Αθηναίοι έδιναν μεγάλη σημασία στη μουσική παιδεία των νέων και γι' αυτόν τον λόγο η φοίτηση στο σχολείο του κιθαριστή αποτελούσε βασικό τμήμα της στοιχειώδους εκπαίδευσης τους. Πώς ακριβώς πίστευαν οι Αθηναίοι ότι η μουσική ωφελεί τους νέους; Ο Πλάτων (Νόμοι β' 654 α-β) χαρακτηρίζει «αχόρευτο και απαίδευτο» τον νέο ο οποίος δεν έχει λάβει μουσική παιδεία. Αυτό σημαίνει ότι εκτός από την πρακτική εφαρμογή των γνώσεων της, η μουσική διδασκόταν με σκοπό και την ηθική καλλιέργεια του νέου. Έτσι, η μουσική αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής ζωής ενός Αθηναίου, ο οποίος όφειλε να τη μάθει προκειμένου να μπορεί να συμμετέχει στις γιορτές οι οποίες διοργανώνονταν στην πόλη, είτε παίζοντας κάποιο μουσικό όργανο είτε τραγουδώντας. Από την άλλη πλευρά, κατά την αρχαιότητα κυριαρχούσε γενικά η άποψη (η οποία υφίσταται ως σήμερα) ότι η μουσική εξημερώνει τα ήθη και καλλιεργεί την ψυχή του ανθρώπου. Και πάλι θα αναφερθούμε στον Πλάτωνα (Πρωταγόρας 326α), ο οποίος απηχεί την άποψη που επικρατούσε εκείνη την εποχή υποστηρίζοντας ότι η διδασκαλία της μουσικής συμβάλλει στην καλλιέργεια της σωφροσύνης και της σύνεσης του ανθρώπου.
Η λύρα. Μαζί με τον αυλό ήταν ένα από τα δύο βασικά όργανα της μουσικής εκπαίδευσης των νεαρών Αθηναίων. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 14, άρθρο «η στοιχειώδης εκπαίδευση στην κλασική Αθήνα, το θεμέλιο του κλασικού πολιτισμού», Αργυρώ Μπούρου, φιλόλογος, σελίδα 106)
Η διδασκαλία της μουσικής από τον κιθαριστή περιελάμβανε την εκμάθηση κάποιου μουσικού οργάνου, τραγουδιού και χορού. Εξάλλου, η λέξη «μουσική» έχει ευρεία έννοια στα αρχαία ελληνικά, αφού ετυμολογικά σχετίζεται με τις Μούσες και γι' αυτόν τον λόγο περιλαμβάνει, εκτός από τα μουσικά όργανα και το τραγούδι, την ποίηση και τον χορό.
Οι νεαροί Αθηναίοι εκπαιδεύονταν κυρίως σε δύο μουσικά όργανα: τη λύρα και τον αυλό. Η λύρα, η οποία στα αρχαία ελληνικά ονομαζόταν και κιθάρα, ήταν ένα επτάχορδο όργανο το οποίο συνόδευε την απαγγελία των επικών και των λυρικών ποιημάτων. Ο αυλός αποτελείτο από δύο διάτρητους καλαμένιους σωλήνες και παιζόταν από τον μουσικό για διαφορετικό σκοπό. Ο αυλητής δεν απήγγελλε ποιήματα, αλλά έπαιζε σε διάφορους χώρους με ψυχαγωγικό σκοπό. Διάσημες ήταν και οι αυλητρίδες, οι οποίες ψυχαγωγούσαν τους Αθηναίους κατά τα συμπόσια. Στη συνείδηση, όμως, των Αθηναίων η λύρα τύγχανε μεγαλύτερης εκτίμησης σε σχέση με τον αυλό ακριβώς επειδή συνόδευε την ποίηση -γι' αυτό και η εκμάθηση της θεωρείτο απαραίτητο στοιχείο κατά την εκπαίδευση ενός Αθηναίου πολίτη.
Η εκμάθηση της λύρας αποτελούσε βασικό στοιχείο της μουσικής εκπαίδευσης των Αθηναίων πολιτών, καθώς η μουσική της συνόδευε τα επικά και λυρικά ποιήματα (αττική υδρία, Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 14, άρθρο «η στοιχειώδης εκπαίδευση στην κλασική Αθήνα, το θεμέλιο του κλασικού πολιτισμού», Αργυρώ Μπούρου, φιλόλογος, σελίδα 107)
Σημαντική θέση στην εκπαίδευση των Αθηναίων κατείχε η σωματική άσκηση. Η γυμναστική περιελάμβανε δύο βαθμίδες, στις οποίες οι νεαροί εντάσσονταν ανάλογα με την ηλικία τους. Στην πρώτη γυμνάζονταν στις παλαίστρες με την καθοδήγηση του παιδοτρίβη, ενώ στη δεύτερη με τη βοήθεια του γυμναστή, στα γυμνάσια, δηλαδή σε πιο μεγάλα και πιο οργανωμένα γυμναστήρια Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ηλικία κατά την οποία οι νέοι άρχιζαν την καθημερινή σωματική άσκηση. Περισσότερο πιθανή είναι η άποψη ότι κατά την ηλικία των 12 ως 15 ετών γυμνάζονταν στην παλαίστρα, ενώ κατά το διάστημα μεταξύ 15 και 18 ετών στα γυμνάσια. Παιδιά μικρής ηλικίας δεν εισέρχονταν στα γυμναστήρια.
Οι λόγοι για τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν σημαντική και απαραίτητη τη γυμναστική ήταν πολλοί. Πίστευαν ότι όχι μόνο συμβάλλει στη σωστή λειτουργία του σώματος, αλλά ότι συντελεί και στην απόκτηση σωματικής δύναμης, απαραίτητης κατά τον πόλεμο. Εξάλλου, το καλλίγραμμο σώμα αποτελούσε ιδεώδες ομορφιάς στην κλασική Αθήνα και η γυμναστική το μέσο για να το αποκτήσουν οι νέοι της εποχής. Τέλος, πίστευαν ότι η γυμναστική λειτουργούσε και ως αντίβαρο της μουσικής στην εκπαίδευση. Με τη μονόπλευρη εκμάθηση της μουσικής πίστευαν ότι οι νέοι καθίσταντο μαλθακοί, ενώ η γυμναστική απέτρεπε αυτόν τον φόβο.
Όπως προαναφέρθηκε, υπεύθυνος για την εκγύμναση των παιδιών αλλά και για τη συνολική λειτουργία της παλαίστρας ήταν ο παιδοτρίβης, ο οποίος κυκλοφορούσε στον χώρο της παλαίστρας φέροντας έναν πορφυρό μανδύα που τον βοηθούσε να διακρίνεται, καθώς οι νεαροί, για να γυμνασθούν, έπρεπε να είναι γυμνοί. Ακόμη, κρατούσε μια ράβδο την οποία χρησιμοποιούσε για να επαναφέρει στην τάξη τους ανυπάκουους μαθητές.
Όπως συνέβαινε και στα σχολεία του γραμματιστή και του κιθαριστή, ο παιδαγωγός οδηγούσε το παιδί στην παλαίστρα. Μόλις έφθανε ο μαθητής, ήταν υποχρεωμένος να γδυθεί στα αποδυτήρια, να αλείψει το σώμα του με λάδι στο αλειπτήριο και να το πασπαλίσει στη συνέχεια με λεπτή άμμο, καθώς πίστευαν ότι με αυτόν τον τρόπο προστατευόταν το σώμα. Μετά από αυτή την απαραίτητη διαδικασία, το παιδί ήταν έτοιμο να αθληθεί. Οι ασκήσεις εκτελούντο πάντα με τη συνοδεία αυλού, ο οποίος έδινε τον ρυθμό στους αθλητές. Με τις υποδείξεις του παιδοτρίβη οι μαθητές σε αυτή την ηλικία ασκούντο στο πένταθλο, που περιελάμβανε το ακόντιο, τη δισκοβολία, το άλμα, το τρέξιμο και την πάλη και πιθανόν στο παγκράτιο (μικτό αγώνισμα πάλης και πυγμαχίας). Μετά το τέλος της προπόνησης οι μαθητές ξέπλεναν τα σώματα τους στο λουτρό που υπήρχε μέσα στις παλαίστρες, ντύνονταν και ήταν έτοιμοι για αποχώρηση.
Η εκμάθηση της λύρας αποτελούσε έναν από τους βασικούς σκοπούς του μαθήματος της μουσικής. Εδώ: λεπτομέρεια από αναπαράσταση ερυθρόμορφης υδρίας του αγγειογράφου Φιντία (Μόναχο, Κρατικό Μουσείο Αρχαιοτήτων). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 14, άρθρο «η στοιχειώδης εκπαίδευση στην κλασική Αθήνα, το θεμέλιο του κλασικού πολιτισμού», Αργυρώ Μπούρου, φιλόλογος, σελίδα 108)
Στην Αθήνα οι παλαίστρες ήταν πολυάριθμες, καθώς η οικοδόμηση τους αποτελούσε μια καθαρά ιδιωτική υπόθεση. Οι γονείς κατέβαλλαν δίδακτρα για να στείλουν τα παιδιά τους να γυμνασθούν. Όλες οι παλαίστρες ήταν αφιερωμένες στον Ερμή γιατί θεωρείτο προστάτης των αγώνων.
Νεαροί Αθηναίοι αθλούνται σε γυμνάσιο υπό τη μουσική υπόκρουση του αυλητή. Ερυθρόμορφος αττικός κρατήρας του 5ου αιώνα π.Χ. (Κοπεγχάγη, Εθνικό Μουσείο). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 14, άρθρο «η στοιχειώδης εκπαίδευση στην κλασική Αθήνα, το θεμέλιο του κλασικού πολιτισμού», Αργυρώ Μπούρου, φιλόλογος, σελίδα 109)
Στα γυμνάσια οι νέοι αθλούντο ως έφηβοι. Ο σκοπός της εκπαίδευσης στους χώρους αυτούς ήταν διαφορετικός. Ο γυμναστής προετοίμαζε τους εφήβους για να λάβουν μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες. Οι αθλητές ακολουθούσαν την ίδια τυπική διαδικασία προετοιμασίας για την προπόνηση όπως και στις παλαίστρες. Άλλωστε, τα γυμνάσια είχαν αυτή την ονομασία ακριβώς επειδή η άθληση υπαγόρευε στους αθλητές να είναι γυμνοί. Τα αθλήματα στα οποία ασκούντο οι νέοι στα γυμνάσια ήταν ανάλογα με αυτά στα οποία εκπαιδεύονταν σε μικρότερη ηλικία στις παλαίστρες. Εδώ, όμως, η προπόνηση ήταν περισσότερο εντατική και η προετοιμασία των αθλητών είχε πιο συγκεκριμένο σκοπό. Εκτός από το παγκράτιο και το πένταθλο, αγώνισμα των Ολυμπιακών αγώνων αποτελούσε και η πυγμαχία με αποτέλεσμα να κατέχει και αυτή θέση στην καθημερινή προπόνηση των εφήβων. Τα γυμνάσια ήταν μεγάλες αθλητικές εγκαταστάσεις γι' αυτό και ήταν ολιγάριθμα στην Αθήνα. Ανήκαν στο κράτος, το οποίο ήταν υπεύθυνο για τον μισθό των εκπαιδευτών και γενικά για τη διοίκηση του χώρου. Τα γνωστά γυμνάσια της εποχής ήταν τρία: το Λύκειο (αφιερωμένο στον Λύκειο Απόλλωνα), η Ακαδημία (αφιερωμένη στον Ακάδημο) και το Κυνόσαργες (αφιερωμένο στον Ηρακλή).
Μόλις εισέρχονταν στην παλαίστρα οι έφηβοι γδύνονταν, αλείφονταν με λάδι και πασπάλιζαν τα σώματα τους με λεπτή άμμο (Βερολίνο, Εθνικό Μουσείο). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 14, άρθρο «η στοιχειώδης εκπαίδευση στην κλασική Αθήνα, το θεμέλιο του κλασικού πολιτισμού», Αργυρώ Μπούρου, φιλόλογος, σελίδα 110)
Εκτός από τα λουτρά, τα αποδυτήρια και διάφορους αθλητικούς χώρους (στάδιο, παλαίστρα), είχαν επίσης και ένα στενόμακρο υπόστεγο περιτριγυρισμένο από κολώνες (όπου περπατούσαν οι ενήλικοι επισκέπτες του γυμναστηρίου), αλλά και εξέδρες γύρω από τους αθλητικούς χώρους, όπου οι ενήλικες μπορούσαν να εισέλθουν για να θαυμάσουν τους νεαρούς αθλητές. Αυτό το πρόσθετο στοιχείο είναι πολύ σημαντικό γιατί συνετέλεσε στη συγκέντρωση στους χώρους αυτούς πολλών μορφωμένων ανθρώπων της εποχής, ρητόρων και φιλοσόφων, με αποτέλεσμα σταδιακά τα γυμνάσια να μετατραπούν σε σημαντικά πνευματικά κέντρα της εποχής.
Η θέα των γυμνών σωμάτων των εφήβων από τους ενηλίκους αλλά και η άμετρη αγάπη των Αθηναίων για το σωματικό κάλλος ήταν οι βασικοί λόγοι της εκδήλωσης του φαινομένου της παιδεραστίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία, όσο και αν πολλοί προσπαθούν να εξωραΐσουν το γεγονός, ότι αυτή λάμβανε χώρα στους αθλητικούς χώρους τους οποίους περιγράψαμε. Φυσικά δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι το γεγονός αυτό ήταν γενικευμένο σε όλους τους Αθηναίους. Περισσότερο θα λέγαμε ότι αποτελούσε ένα χαρακτηριστικό της ελίτ της αθηναϊκής κοινωνίας. Αυτό αποδεικνύει και ο νόμος του Σόλωνα (594 π.Χ.) ο οποίος απαγόρευε την παιδεραστία στους δούλους και καθόριζε ποινή για όσους εκμεταλλεύονταν τους νέους με σκοπό το κέρδος. Ακόμη, υποχρέωνε τους γονείς να διαθέτουν πάντοτε για τα παιδιά τους κάποιον παιδαγωγό ως συνοδό προκειμένου οι νέοι να προστατεύονται. Αυτός ο νόμος αποτελούσε ένα θετικό βήμα για την καταπολέμηση της παιδεραστίας, πολύ έξυπνα, όμως, δεν υπήρχε ιδιαίτερη ρύθμιση για τους ελεύθερους πολίτες, οι οποίοι, όπως πληροφορούμαστε από τις αρχαίες πηγές, εισέρχονταν στα γυμναστήρια με σχετική ελευθερία.
Το φαινόμενο αυτό ήταν φυσικά μεμπτό και εκείνη την εποχή. Οι επιρρεπείς Αθηναίοι, όμως, καλύπτονταν από τον πέπλο της ηθικής διαπαιδαγώγησης. Ο ενήλικος άνδρας, δηλαδή «ο εραστής» όπως ονομάζεται από τα αρχαία κείμενα, θεωρείτο ότι καθοδηγούσε τον έφηβο - «ερωμένο», καθώς ανέπτυσσε μαζί του φιλοσοφικές ή άλλες ιδέες ή ενδεχομένως τον συμβούλευε για διάφορα θέματα που τυχόν τον απασχολούσαν. Η φιλία η οποία αναπτυσσόταν μεταξύ τους αποσκοπούσε από την πλευρά του ενήλικα στην προστασία και στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του νέου, ενώ από την άλλη πλευρά χαρακτηριζόταν από θαυμασμό και ευγνωμοσύνη του νέου προς τον άνδρα. Σε πολλές λοιπόν περιπτώσεις - όσο κι αν αυτό φαίνεται αξιοπερίεργο - μορφωμένοι ενήλικοι άνδρες αναλάμβαναν την ηθική διαμόρφωση του χαρακτήρα των νέων της εποχής υπό το πρίσμα του έρωτα ο οποίος αναπτυσσόταν μεταξύ τους. Ας μην ξεχνούμε ότι αυτό συνέβαινε σε μια κοινωνία στο πλαίσιο της οποίας ο πατέρας και η μητέρα ήταν ουσιαστικά απόντες από την ανατροφή των παιδιών τους.
Η εκπαίδευση στην αρχαία Αθήνα μεριμνούσε για την ανάπτυξη όλων των πτυχών της προσωπικότητας του νέου και τον προετοίμαζε κατάλληλα για να καταστεί «καλός καγαθός» πολίτης, σύμφωνα με τον βασικό σκοπό της. Οι κοινωνικές συνθήκες, όμως, επέτρεπαν μόνο σε λίγους νέους να απολαμβάνουν το προνόμιο της εκπαίδευσης και τελικά να δημιουργήσουν τον ευρέως αναγνωρισμένο κλασικό αθηναϊκό πολιτισμό.
Η μουσική του αυλού συνόδευε τα αθλήματα στην παλαίστρα για να δίνει ρυθμό στις κινήσεις των αθλητών (Βερολίνο, Εθνικό Μουσείο). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 14, άρθρο «η στοιχειώδης εκπαίδευση στην κλασική Αθήνα, το θεμέλιο του κλασικού πολιτισμού», Αργυρώ Μπούρου, φιλόλογος, σελίδα 111)
1. Frederick Beck: Grekk Education 450 - 350 Β.C. εκδ. Methuen and CO LTD, Λονδίνο 1964.
2. Αναστάσιος Β. Γιαννικόπουλος: Η εκπαίδευση στην Κλασσική και Προκλασική αρχαιότητα, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1989.
3. Αναστάσιος Β. Γιαννικόπουλος: Ιστορία της Ελληνικής Εκπαίδευσης, άγνωστες πτυχές της αρχαίας ζωής και αγωγής, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1993.
4. Robert Flaceliere: Daily Life in Greece at the time of Pericles, εκδ. Weindenfeld and Nicolson, 1965.
5. Θόδωρος Καρζής: Η Παιδεία στην αρχαιότητα, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 1997.
Περιοδικά:
1. Corpus
2. Ιστορικά Θέματα, τεύχος 14
Επιπλέον Βιβλιογραφία
1. Frederick Beck: Grekk Education 450 - 350 Β.C. εκδ. Methuen and CO LTD, Λονδίνο 1964.
2. Αναστάσιος Β. Γιαννικόπουλος: Η εκπαίδευση στην Κλασσική και Προκλασική αρχαιότητα, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1989.
3. Αναστάσιος Β. Γιαννικόπουλος: Ιστορία της Ελληνικής Εκπαίδευσης, άγνωστες πτυχές της αρχαίας ζωής και αγωγής, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1993.
4. Robert Flaceliere: Daily Life in Greece at the time of Pericles, εκδ. Weindenfeld and Nicolson, 1965.
5. Θόδωρος Καρζής: Η Παιδεία στην αρχαιότητα, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 1997.