Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ, Ο ΚΛΗΡΟΣ & Ο ΛΑΟΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΩΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΜΑΣ

Μια εξαιρετική ενότητα γύρω από τον ρόλο του Λαού, του Κλήρου και του Αυτοκράτορα κατά τα Χριστιανικά χρόνια του Βυζαντίου. Μια βαρύγδουπη απόδειξη, ανάμεσα σε πλείστες άλλες κατά το πέρασμα της ιστορίας, που φανερώνει, ενάντια προς κάθε νέο-Εθνική προπαγανδιστική τοποθέτηση, ότι αυτοί οι τρεις φορείς της Χριστιανικής θρησκείας αλλά και του Βυζαντινού πολιτισμού, δεν ταυτίζονται σε καμιά περίπτωση ως προς τις θρησκευτικές αποφάσεις. Τέτοια δείγματα συμμετοχής του θρησκευόμενου Λαού στα θρησκευτικά δρώμενα της Ορθοδοξίας, ενάντια προς τις αποφάσεις του Ελέω Θεού αυτοκράτορα ή του ιερατείου, δεν υπάρχουν διόλου, ούτε κατά διάνοια, στα δήθεν Εθνικά «ανεξίθρησκα» χρόνια της αρχαίας Ελληνικής ή Ρωμαϊκής πόλης, όπου η θρησκευτικότητα εξαρτάται από αποφάσεις και μυστήρια ενός ιερατείου που κατάγεται από «ιερές» οικογένειες (βλ. Ελευσίνια, Καβείρια, εισαγωγή λατρείας της Αφροδίτης στην Κύπρο κ.α.)

 

 

 

1.

 

Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΛΥΩΝ

 

Το σχίσμα του 1054 και οι μετέπειτα συγκυρίες

Πολιτικές επιδιώξεις και Εκκλησιαστική πολιτική

Ενωτικές προσπάθειες ενός απειλούμενου αυτοκράτορα

Ο ρόλος των Αρσενιτών και η δράση των ανθενωτικών

Μοιραία Σύνοδος

Η υποταγή των Ελλήνων και η ένωση των Εκκλησιών

Η Βυζαντινή αντίδραση στην ένωση

Το τέλος της βραχύβιας ένωσης

 Σημειώσεις

 

 

2.

 

ΦΩΝΗ ΛΑΟΥ…ΟΡΓΗ ΘΕΟΥ

 

Ο λαός στην Ορθόδοξης Εκκλησία

Λαός και Ορθόδοξο δόγμα

Λαός και Μυστηριακή ζωή

Η θέση του λαού στην Εκκλησιαστική διοίκηση

Η Ελληνική εκκλησιαστική παράδοση και ο λαός

Η ελλαδική Εκκλησία και ο Ελληνικός λαός

Η προσπάθεια σύνδεσης μιας οικουμενικής ιδεολογίας (Ορθοδοξίας) με μια εθνική (Ελληνικό Κράτος)

Η πρόταση

Η Εκκλησιαστική περιουσία

 

 

3.

 

ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

 

 

4.

 

ΠΗΓΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ

 

 

 

 

 

 

 

Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΛΥΩΝ 

(Μια αποτυχημένη απόπειρα ένωσης των Εκκλησιών)

Το 1274 πραγματοποιήθηκε στην Λυών της Γαλλίας η 14η Οικουμενική (για την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) Σύνοδος, όπου και επιτεύχθηκε η πρώτη ένωση των Χριστιανικών Εκκλησιών μετά το σχίσμα του 1054. Οι λόγοι που έφεραν τις δύο πλευρές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, οι συνθήκες που ανάγκασαν τους Βυζαντινούς σε υποχώρηση και τελική υποταγή στον πάπα και οι λόγοι για τους οποίους αναζωπυρώθηκε η ρήξη καταδεικνύουν ότι την περίοδο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας η πολιτεία και η Εκκλησία ήταν δύο φορείς που άλλοτε ακολουθούσαν κοινή πορεία και άλλοτε διαφοροποιούντο με γνώμονα την εξυπηρέτηση ιδίων σκοπών.

 

Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 σε μικρογραφία γαλλικού χειρογράφου του 15ου αιώνα (Παρίσι, Βιβλιοθήκη του Ναυστάθμου) (Πηγή: Περιοδικό «Ιστορικά Θέματα», τεύχος 18, άρθρο «Η Σύνοδος της Λυών, μια αποτυχημένη απόπειρα ένωσης των Εκκλησιών», Δήμητρα Πλακάλη, M. Ed. Ιστορίας, σελίδα 28)

 

Ο καρδινάλιος Μποναβεντούρα, ενώ δέχεται τους Έλληνες απεσταλμένους στη Σύνοδο της Λυών, σε πίνακα του Ισπανού ζωγράφου Francisco de Zurbaran (Παρίσι, Μουσείο Λούβρου) (Πηγή: Περιοδικό «Ιστορικά Θέματα», τεύχος 18, άρθρο «Η Σύνοδος της Λυών, μια αποτυχημένη απόπειρα ένωσης των Εκκλησιών», Δήμητρα Πλακάλη, M. Ed. Ιστορίας, σελίδα 29)

 

ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΟΥ 1054 ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΣΥΓΚΥΡΙΕΣ

Στις 16 Ιουλίου 1054 ο καρδινάλιος Ουμβέρτος, απεσταλμένος του πάπα της Ρώμης Λέοντα Θ', εισήλθε στον ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη και κατέθεσε αφοριστική βούλα κατά του Οικουμενικού πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου και των οπαδών του (1). Ο πατριάρχης απάντησε με αφορισμό της παπικής αντιπροσωπείας, κί­νηση που οριστικοποίησε το τρίτο Σχίσμα της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία (2).

Το εκκλησιαστικό σχίσμα δεν είχε ως συ­νέπεια και την απουσία κάθε σχέσης με τη Ρω­μαϊκή Έδρα. Επαφές μεταξύ των δύο χριστιανικών κέντρων υπήρχαν και μετά το 1054, αν και περιορί­ζονταν σε ζητήματα πολιτικής (3). Ειδικά οι Βυζαντινοί ηγεμόνες ήθελαν να διατηρούν καλές σχέσεις με τη Δυτική Εκ­κλησία, καθώς αυτές λειτουργούσαν σαν ασπίδα εναντίον απειλών από εχθρούς που προέρχονταν από τη Δύση, όπως οι Νορμανδοί και οι Σταυροφόροι.

 

Ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος, για να αυξήσει τα αποθέματα του δημοσίου ταμείου, υποτίμησε το βυζαντινό υπέρπυρο. Στην εικόνα: υποτιμημένο υπέρπυρο του Μιχαήλ Η' (Αθήνα Νομισματικό Μουσείο). (Πηγή: Περιοδικό «Ιστορικά Θέματα», τεύχος 18, άρθρο «Η Σύνοδος της Λυών, μια αποτυχημένη απόπειρα ένωσης των Εκκλησιών», Δήμητρα Πλακάλη, M. Ed. Ιστορίας, σελίδα 30)

 

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Οι ουσιαστικές προσπάθειες για την ένωση των Εκκλησιών είχαν ως χρονική αφετηρία το 1204 και την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους στρατιώτες της Δ' Σταυροφορίας. Πρόκειται για ενέργειες που εκκινούσαν από τη νέα έδρα της αυτοκρατορίας, τη Νίκαια και υποκινήθηκαν από αμιγώς πολιτικά αίτια. Έτσι, ο Θεόδωρος Α' Λάσκαρις, αυτοκράτορας και συνιδρυτής της αυτοκρατορίας της Νί­καιας, προέβη το 1219 με τη συνδρομή του πατριάρχη Μανουήλ σε ορισμένες κι­νήσεις για την προώθηση της εκκλησιαστικής ειρήνης, αποβλέποντας στην εξα­σφάλιση της πόλης της Θεσσαλονίκης που κινδύνευε να πέσει στα χέρια του αντι­πάλου του, δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Α’ Αγγέλου Δούκα (4).

Ο διάδοχος του Λάσκαρι, Ιωάννης Γ' Βατατζής, ενθάρρυνε την ανταλλαγή επι­στολών μεταξύ του πατριάρχη Γερμανού Γ' (1223-1240) και του πάπα Γρηγόριου Θ' (1227-1241) και συμφώνησε στη διεξαγωγή συνόδου στην πρωτεύουσα του για την αποκατάσταση των εκκλησιαστικών σχέσεων, η οποία όμως δεν είχε αποτέλεσμα, αφού οι δύο πλευρές δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν στο ζήτημα του filioque (που αποτελεί τη σημαντικότερη δογματική διαφορά των δύο Εκκλησιών και ανα­φέρεται στην προέλευση του Αγίου Πνεύματος) (5). Επαφές και διαπραγματεύσεις έγιναν και από τον διάδοχο του Βατατζή, τον Θεόδωρο Β' Λάσκαρι, στον οποίο ο πάπας Αλέξανδρος έστειλε τον επίσκοπο του Ορδιέτο για τη διεξαγωγή συζητήσε­ων. Πρόκειται για μια ακόμη αποτυχημένη προσπάθεια, αφού ο Λάσκαρις έχασε το ενδιαφέρον του όταν κατάλαβε ότι στη δικαιοδοσία του επισκόπου δεν συμπερι­λαμβανόταν η παράδοση της Κωνσταντινούπολης σε περίπτωση ευνοϊκής κατάλη­ξης των διαπραγματεύσεων (6).

 

Η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη Νίκαια η οποία καταστράφηκε το 1922, κατά την Μικρασιατική καταστροφή. (Πηγή: Περιοδικό «Ιστορικά Θέματα», τεύχος 18, άρθρο «Η Σύνοδος της Λυών, μια αποτυχημένη απόπειρα ένωσης των Εκκλησιών», Δήμητρα Πλακάλη, M. Ed. Ιστορίας, σελίδα 31)

 

ΕΝΩΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΕΝΟΣ ΑΠΕΙΛΟΥΜΕΝΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ

Το καλοκαίρι του 1261 οι Βυζαντινοί της Νίκαιας ανακατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη από τους Σταυροφόρους και ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος μετέφερε την έδρα της αυτοκρατορίας του στην παραδοσιακή της πρωτεύουσα. Έχοντας εκτοπίσει­ τον νόμιμο διάδοχο του αυτοκράτορα Θεοδώρου Β', έμεινε μόνος στον θρόνο μιας αυτοκρατορίας που δεν θύμιζε πολλά από την παλαιά της έκταση και δόξα. Τα εδάφη της είχαν περιορισθεί σε υπερβολικό βαθμό και βρισκόταν περικυκλω­μένη από εχθρούς. Κύριο μέλημα του Μιχαήλ ήταν η προστασία της Βασιλεύουσας από τις προσπάθειες επανάκτησης τις οποίες κατέβαλλε ο έκπτωτος Λατίνος βα­σιλιάς της Βαλδουίνος Β' (7). ο περιορισμός της επέκτασης των τουρκικών και μογγολικών δυνάμεων και η αποτροπή μιας συμμαχίας της Ρώμης με τη Σικελία του Καρόλου Ανδεγαύου.

Ο Κάρολος Ανδεγαυός ή Ανζού είχε επικρατήσει επί του Μανφρέδου της Σικελίας το 1266 και είχε καταστεί ηγεμόνας του νησιού, ενώ η μεγαλύτερη του φιλο­δοξία ήταν να κατακτήσει το Βυζάντιο. Ο Μιχαήλ Η' είχε συνειδητοποιήσει το μέγεθος της απειλής του και τον φοβόταν καθώς ο Κάρολος παρουσιαζόταν ως υπε­ρασπιστής της Ορθοδοξίας και υποψήφιος ηγέτης μιας νέας σταυροφορίας (8). Οι παραπάνω συνθήκες υπαγόρευσαν στον Μιχαήλ την απόφαση να συμμαχήσει ο ίδιος με τον πάπα και να επιλέξει ως καλύτερη μορφή συμμαχίας την ένωση των Εκκλησιών.

Η πρώτη προσέγγιση έγινε το 1262, με επιστολή του Μιχαήλ Η' στον πάπα Ουρβανό Δ. (1261-1264) και σ' αυτήν εκφράσθηκε η αυτοκρατορική επιθυμία για εκκλησιαστική ένωση. Ο θάνατος του πάπα τον Δεκέμβριο του 1264 ανέστειλε τις διαδικασίες και δυσχέρανε την κατάσταση, αφού ο νέος ποντίφηκας Κλήμης Δ’ (1264-1271) διαφοροποιήθηκε από τη διαλλακτική στάση του προκατόχου του και διασαφήνισε ότι η ένωση θα σηματοδοτούσε την ολοκληρωτική υποταγή, του Βυζαντίου στη Ρωμαιοκαθολική πίστη και πρωτοκαθεδρία (9). Η έκπληξη του αυτοκράτορα από τις παπικές απαιτήσεις έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν ο Κλήμης του ζήτησε να υπογράψει μια λεπτομερή ομολογία πίστης, καθώς ο ίδιος ευελπι­στούσε ότι η ένωση θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς αναφορές σε τελετουργικά και δογματικά ζητήματα. Προκειμένου να κερδίσει χρόνο και ίσως και κάποια υποχώρηση της παπικής έδρας, ο Μιχαήλ συνέχισε να αλληλογραφεί με τον Κλήμη και τον Γρηγόριο Γ, ο οποίος τον διαδέχθηκε μετά από τετραετή χηρεία της παπικής έδρας.

 

 Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος σε μικρογραφία χειρογράφου από το έργο του ιστορικού Γεωργίου Παχυμέρη (Μόναχο, Βαυαρική Κρατική Βιβλιοθήκη). (Πηγή: Περιοδικό «Ιστορικά Θέματα», τεύχος 18, άρθρο «Η Σύνοδος της Λυών, μια αποτυχημένη απόπειρα ένωσης των Εκκλησιών», Δήμητρα Πλακάλη, M. Ed. Ιστορίας, σελίδα 32)

 

Αυτή η διαδοχή ήταν η ευνοϊκή αλλαγή που περίμενε ο Βυζαντινός αυτοκράτο­ρας. Ο νέος πάπας φημιζόταν για το πάθος του για τους Αγίους Τόπους και φιλο­δοξούσε να οργανώσει μια νέα σταυροφορία για την ανακατάληψη τους. Τα σχέδια του θα εξυπηρετούντο από μια συμμαχία με τον Μιχαήλ και, προκειμένου να τον πείσει, του προσέφερε την προστασία του απέναντι στον Κάρολο του Ανζού, υπό τον όρο να πραγματοποιηθεί η εκκλησιαστική ένωση. Η πρόταση έγινε αποδεκτή από τον Μιχαήλ, ο οποίος όμως χρειάσθηκε να αντιμετωπίσει ένα σοβαρό πρόβλη­μα: έπρεπε να πείσει τον λαό του για την αναγκαιότητα της ένωσης. Είναι χαρα­κτηριστικό πως, αν και απέφυγε τις δογματικές και τελετουργικές διαφορές και δεν έπαυε να τονίζει τις ομοιότητες της λατινικής με την ελληνική πί­στη, δεν κατάφερε να κερδίσει τη συναίνεση του εκκλησιαστικού του συμ­βουλίου (10).

 

Εικόνα της Σταύρωσης από αυτοκρατορική εκκλησία της Κωνσταντινού­πολης (Μόναχο, Residence). (Πηγή: Περιοδικό «Ιστορικά Θέματα», τεύχος 18, άρθρο «Η Σύνοδος της Λυών, μια αποτυχημένη απόπειρα ένωσης των Εκκλησιών», Δήμητρα Πλακάλη, M. Ed. Ιστορίας, σελίδα 33)

 

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΑΡΣΕΝΙΤΩΝ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΕΝΩΤΙΚΩΝ

Γεγονός είναι ότι το Βυζάντιο ταλανιζόταν εκείνη την εποχή από εσωτερικές εκκλησιαστικές έριδες που είχαν ξεσπάσει λίγα χρόνια νωρίτερα, όταν ανέβηκε στον θρόνο ο Μιχαήλ Η’ πα­ραγκωνίζοντας τον διάδοχο του αποθανόντα αυτοκράτορα Θεόδωρου Β' Λάσκαρι, τον οκτάχρονο Ιωάννη Δ', τον οποίο μάλιστα και τύφλωσε για να μη μπορεί να διεκδικήσει αργό­τερα τον θρόνο του πατέρα του. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε την αντίδραση του πατριάρχη Αρσενίου Αυτωρειανού, ο οποίος αφόρισε τον νέο αυτοκράτορα. Εκείνος με τη σειρά του καθαίρεσε τον πατριάρχη με την αιτιολογία ότι είχε εμπλακεί σε κάποια συνωμοσία εναντίον του. Η περίπτωση του Αρσενίου συσπείρωσε κάθε μορφής αντιδραστικό προς τον θρόνο στοιχεία, οι οποίοι ονομάσθηκαν Αρσενίτες, θεωρούσαν άκυρη την καθαίρεση του Αρσενίου και αρνούντο να αναγνωρίσουν τους πατριάρχες που τον εί­χαν διαδεχθεί. Η αρσενιτική κίνηση συνεχίσθηκε και με­τά τον θάνατο του Αρσενίου, το 1273 και αποτέλεσε ένα1 ακόμη παράγοντα ανθενωτικής δράσης στα σχέδια του Μιχαήλ (11).

 

 Ο Ιωάννης Δ' Λάσκαρις σε μικρογραφία χειρογράφου του 15ου αιώνα (Μόδενα, Βιβλιο9ήκη Estense). (Πηγή: Περιοδικό «Ιστορικά Θέματα», τεύχος 18, άρθρο «Η Σύνοδος της Λυών, μια αποτυχημένη απόπειρα ένωσης των Εκκλησιών», Δήμητρα Πλακάλη, M. Ed. Ιστορίας, σελίδα 34)

 

Ένας από τους σημαντικότερους αντιπάλους του Μι­χαήλ στις ενωτικές του προσπάθειες ήταν και ο χαρτοφύλακας και πρώτος γραμματέας της Αγίας Σοφίας, Ιωάννης Βέκκος (12), ο οποίος δεν δίστασε να αποκαλέσει τους Λατίνους αιρετικούς, προσθέτοντας μια ακόμη κατηγορία στο στόμα των ανθενωτικών Βυζαντινών. Η απομάκρυνση του Βέκκου από το αξίωμα του και η φυλάκιση του δεν μετρίασαν την αντίδραση του λαού, ο οποίος μάλιστα είχε βρει πολύτιμους συμμάχους στα πρόσωπα επιφανών πολιτών, όπως η αδελφή του αυτοκράτορα, Ευλογία (13), και ορισμένοι από τους σπουδαιό­τερους στρατηγούς του.

Οι δύο πλευρές εξέθεταν τις απόψεις τους σε κείμενα, ορισμένα από τα οποία σώζονται ως σήμερα, ενώ άλλα μας είναι γνωστά από αποσπάσματα ή αναφορές που έχουν γίνει σ’ αυτά. Ο Μιχαήλ επιχειρηματολογούσε υπέρ της ένωσης τονίζο­ντας κυρίως τα πολιτικά οφέλη που θα κέρδιζε η αυτοκρατορία από την επίτευξη της και υποσχόμενος ότι η υποταγή που ζητούσε ο πάπας δεν 9α ήταν ολοκληρωτική και τίποτε δεν θα άλλαζε στην πίστη και στο τυπικό της Βυζαντινής Εκκλησίας. Οι αντίπαλοι του απαντούσαν επισημαί­νοντας τη δογματική διαφορά του filioque και τον κίνδυνο εκλατινισμού τους. Το 1273 ο αυτοκράτορας έχασε οριστικά από το πλευρό του τον πατριάρχη Ιωσήφ, όταν εκείνος αποσύρθηκε στο μοναστήρι της Περιβλέπτου, υπό τον όρο να παραιτηθεί από το αξίωμα του σε περίπτωση που η ένωση γινόταν πραγματικότητα.

 

Η παραχώρηση του βασιλείου της Σικελίας στον Κάρολο τον Αδεγαυό από τον πάπα Κλήμη Δ’ σε τοιχογραφία του 13ου αιώνα (Fernew les Fontaines, Πύργος Ferrante) (Πηγή: Περιοδικό «Ιστορικά Θέματα», τεύχος 18, άρθρο «Η Σύνοδος της Λυών, μια αποτυχημένη απόπειρα ένωσης των Εκκλησιών», Δήμητρα Πλακάλη, M. Ed. Ιστορίας, σελίδα 35)

 

Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ο Μιχαήλ, απο­γοητευμένος από τα αποτελέσματα των προσπαθει­ών πειθούς, με διάλογο ανάγκασε τους επισκόπους του να συμφωνήσουν με την ιδέα της ένωσης μέσω της σκληρής και ατιμωτικής συμπεριφοράς που επι­φύλαξε σε έναν από τους πιο επίμονους ανθενωτικούς, τον ρήτορα Μανουήλ Ολόβολο. Ο Ολόβολος ήταν αρχικά υποστηρικτής των ενωτικών σχεδίων του Παλαιολόγου, αλλά αργότερα, πικραμένος επει­δή δεν τον προσκάλεσαν σε κάποια σύνοδο, στρά­φηκε εναντίον του και εξέφρασε την αφοσίωση του στον μικρό Ιωάννη Λάσκαρι. Ο Μιχαήλ εξοργίσθηκε με την τόλμη του και τον εξό­ρισε στη Νίκαια επί έναν περίπου χρόνο. Η τιμωρία του ολοκληρώθηκε με την πε­ριφορά του στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης αλυσοδεμένου και με τα εντό­σθια ενός πρόσφατα σφαγμένου προβάτου να κρέμονται στον λαιμό του (14). Το θέαμα ήταν αρκετό για να πεισθούν τα μέλη της εκκλησιαστικής συνόδου να συμ­φωνήσουν με τον Μιχαήλ από φόβο για το ποια θα ήταν η δική τους μοίρα αν συ­νέχιζαν να αντιδρούν. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1274 η σύνοδος ετοίμασε μια επι­στολή για τον πάπα στην οποία εξηγούσε ότι μετά από παρατεταμένες διαβουλεύ­σεις οι απόψεις του αυτοκράτορα είχαν επικρατήσει και ότι όλοι ήταν σύμφωνοι με την ένωση.

 

Τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1208 ο Θεόδωρος Λάσκαρης στέφθηκε αυτοκράτορας και έτσι γεννήθηκε η εξόριστη αυτοκρατορία της Νίκαιας. Εδώ ο αυτοκράτορας Θεόδωρος ο Α’ Λάσκαρις σε μικρογραφία χειρογράφου του 15ου αιώνα (Μόδενα, Βιβλιοθήκη Estense) (Πηγή: Περιοδικό «Ιστορικά Θέματα», τεύχος 18, άρθρο «Η Σύνοδος της Λυών, μια αποτυχημένη απόπειρα ένωσης των Εκκλησιών», Δήμητρα Πλακάλη, M. Ed. Ιστορίας, σελίδα 36)

 

Η ΜΟΙΡΑΙΑ ΣΥΝΟΔΟΣ

Ήδη από τον Μάρτιο του 1272 ο πάπας Γρηγόριος Γ είχε αναγγείλει τη σύγκληση μιας γενικής συνόδου στη Λυών της Γαλλίας. Μεταξύ των θεμάτων που θα συζητούντο συγκαταλεγόταν και αυτό της ένωσης των Εκκλησιών και για εκεί αναχώρησε τον Μάρτιο του 1274 βυζαντινή αντιπροσωπεία που αποτελείτο, όπως ήταν αναμενόμενο, από ένθερμους υποστηρικτές της ένωσης. Το πιο εξέχον μέλος της αποστολής ήταν ο Μέγας Λογοθέτης Γεώργιος Ακροπολίτης, ενώ στους κόλπους της συμπεριλαμβάνονταν ο πρώην πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός Γ, ο μητροπολίτης Νικαίας Θεοφάνης, ο «υπουργός Οικονομικών» Νικόλαος Πανάρε­τος και ο αρχηγός των διερμηνέων Γεώργιος Τσιμισκής Βεριώτης, μαζί με το συνη­θισμένο προσωπικό και τα ανάλογα πολύτιμα δώρα. Δυστυχώς, το πλοίο που μετέ­φερε το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού και τα δώρα έπεσε σε τρικυμία στο Αι­γαίο πέλαγος και βυθίστηκε σχεδόν αύτανδρο κοντά στις ακτές της Πελοποννήσου. Το άλλο σκάφος που μετέφερε τους σημαντικούς απεσταλμένους έφθασε στο Μπρίντεζι και από εκεί οι Βυζαντινοί συνέχισαν δια ξηράς το ταξίδι τους για να φθάσουν στη Λυών στις 24 Ιουνίου 1274 και να προλάβουν να παραστούν στην τέ­ταρτη συνεδρίαση της συνόδου (15).

Η σύνοδος της Λυών, η οποία θεωρείται για τη Ρωμαϊκή Εκκλησία η 14η Οικουμενική Σύνοδος, είχε ξεκινήσει τις εργασίες της από τις 7 Μαΐου στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη και ήταν μια εντυπωσιακή συγκέντρωση επισκόπων, κληρι­κών και απεσταλμένων έξι ηγεμόνων. Στις συνεδρίες που πραγματοποιήθηκαν στις 7 και 18 Μαΐου και στις 4 Ιουνίου οι συμμετέχοντες ασχολήθηκαν με προκαταρκτι­κά ζητήματα και θέματα σχετικά με την οργάνωση και τη χρηματοδότηση μιας νέ­ας σταυροφορίας. Γνωστοποιήθηκε, όμως, ότι η βυζαντινή αντιπροσωπεία βρισκό­ταν καθ' οδόν και οι εργασίες διακόπηκαν. Κατά την άφιξη τους οι Βυζαντινοί συ­νοδεύθηκαν με όλες τις τιμές στο παλάτι όπου διέμενε ο πάπας και στη διάρκεια της τελετής υποδοχής δέχθηκαν το φιλί της ειρήνης από τον Γρηγόριο Γ΄. Οι Βυζα­ντινοί δήλωσαν ότι είχαν έλθει για να εκφράσουν την υποταγή τους στην παπική έδρα και πως είχαν μαζί τους και έγγραφα που την επιβεβαίωναν: ένα χρυσόβουλο από τον Μιχαήλ Η' που συμφωνούσε με τους παπικούς όρους, μια παρόμοια δή­λωση υποταγής από τον γιο του αυτοκράτορα, Ανδρόνικο, καθώς και μια επιστολή από τους Βυζαντινούς κληρικούς, αν και εκείνοι δεν δεσμεύονταν με τόση σαφή­νεια όση οι αυτοκράτορες.

 

Τα χάλκινα άλογα που αφαιρέθηκαν από τον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης κατά την λεηλασία του 1204 και τοποθετήθηκαν μπροστά από την Εκκλησία του Αγίου Μάρκου στη Βενετία. (Πηγή: Περιοδικό «Ιστορικά Θέματα», τεύχος 18, άρθρο «Η Σύνοδος της Λυών, μια αποτυχημένη απόπειρα ένωσης των Εκκλησιών», Δήμητρα Πλακάλη, M. Ed. Ιστορίας, σελίδα 37)

 

Προκειμένου να εορτάσει την περίσταση, ο Γρηγόριος Γ οργάνωσε μια λαμπρή λειτουργία προς τιμήν των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στις 29 Ιουνίου κατά την οποία εκφώνησε έναν εγκωμιαστικό για το Ελ­ληνικό έθνος λόγο, εκφράζοντας παράλληλα τον θαυμασμό του για τους πρώτους Έλληνες εκκλησιαστικούς Πατέρες και τονί­ζοντας το όφελος που θα αποκόμιζε το Βυζάντιο με την ανα­κατάληψη της Μικράς Ασίας στο πλαίσιο μιας νέας σταυρο­φορίας. Η τελετή ολοκληρώθηκε με την ανάγνωση των λει­τουργικών κειμένων στην ελ­ληνική και στη λατινική γλώσ­σα και του ελληνικού Συμβόλου της Πίστεως, που περιε­λάμβανε και το filioque (16).

 

Η ΥΠΟΤΑΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ Η ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

Η επίσημη υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας και η ένωση της με τη Δυτική πραγματοποιήθηκε κατά την τέταρτη συνεδρίαση, στις 6 Ιουλί­ου, με τους Έλληνες αντιπροσώπους να κάθονται δεξιά του Πάπα. Παρά τις διαβεβαιώσεις και των δύο πλευρών ότι η αποδοχή των παπικών όρων είχε γίνει χωρίς να ασκηθούν πιέσεις στην ελληνική πλευρά, ήταν διάχυτη η εντύπωση ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει αφού η απειλή του Καρόλου του Ανζού ήταν σοβαρότατη όπως και η ανάγκη του Μιχαήλ να μεσολαβήσει ο Πάπας υπέρ του (17). Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης αναγνώσθηκαν οι δηλώσεις των Βυζαντινών αυτοκρατόρων και του Ελληνικού κλήρου. Ο Μιχαήλ παράθετε στη δήλωση του το Σύμβολο της Πίστεως (με προσθήκη του filioque), εξέφραζε την πίστη του στα επτά ιερά μυστήρια, αναγνώριζε τη ρωμαϊκή διδασκαλία και υποσχόταν υπακοή στη ρωμαϊκή πίστη και κυρίως στη ρωμαϊκή πρωτοκαθεδρία, καταλήγοντας με ένα αίτημα για τη διατήρηση των τυπικών και πρακτικών της Εκκλησίας του. Το αίτημα του Μιχαήλ έγινε αποδεκτό από τη σύνοδο και οι Δυτικοί επέτρεψαν, στους Βυζαντινούς να ακολουθούν το τυπικό τους, η έθιμα και τους λειτουργικούς τους κανόνες.

 Η απουσία οποιασδήποτε συζήτησης μεταξύ των δύο πλευρών προκαλεί εντύπωση, καθώς μεταξύ των Εκκλησιών υπήρχαν διαφορές τόσο στα δόγματα όσο, και στο τυπικό, οι οποίες είχαν αποτελέσει κατά καιρους αντικείμενο εξέτασης και αντιπαράθεσης. Η παποσύνη, μάλιστα, είχε επανειλημμένα προσπαθήσει να εξηγήσει το δόγμα και τις πρακτικές της στους Βυζαντινούς, ιδιαίτερα κατά τη λατινική κατοχή της Κωνσταντινούπολης. Ίσως η εξέλιξη αυτή να ερμηνεύει αφενός την απόφαση του Μιχαήλ να μην υπεισέλθει σε δογματικά ζητήματα που θα μπορούσαν να προκαλέσουν διαφωνίες και τριβές αφετέρου την έλλειψη αμφιβολιών από τη δυτική πλευρά για την ορθότητα της πίστης και του τυπικού της. Κατά τα λόγια του Κλήμη Δ' σε κάποια επιστολή του προς τον Μιχαήλ Η', το ρωμαϊκό δόγμα ήταν αγνό και η ορθότητα του πέρα από κάθε αμφισβήτηση (18).

Ο Γεώργιος Ακροπολίτης έδωσε όρκο για λογαριασμό του αυτοκράτορα του ολοκληρώνοντας την πράξη της ένωσης, την οποία φυσικά υπέγραψαν και τα υπό λοιπά μέλη της βυζαντινής αντιπροσωπείας.

 

Με την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Η’ παρατηρείται μια αναβίωση του κλασικισμού στην εκκλησιαστική τέχνη. Εδώ, ο Χριστός από την Δέηση της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. (Πηγή: Περιοδικό «Ιστορικά Θέματα», τεύχος 18, άρθρο «Η Σύνοδος της Λυών, μια αποτυχημένη απόπειρα ένωσης των Εκκλησιών», Δήμητρα Πλακάλη, M. Ed. Ιστορίας, σελίδα 33)

 

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΝΩΣΗ

Η βυζαντινή αποστολή επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη μετά από την κλήρωση των εργασιών της συνόδου στο τέλος του φθινοπώρου συνοδευόμενη από μια ομάδα παπικών λεγάτων. Στις 16 Ιανουαρίου 1275 το γεγονός της ένωσης εορτάσθηκε με δοξολογία στον ναό των ανακτόρων των Βλαχερνών, όπου η μνημόνευση του ονόματος του πάπα οριστικοποίησε την άρση του Σχίσματος.

Η αντίδραση, όμως, του βυζαντινού λαού και του κλήρου κάθε άλλο παρά ευνοϊκή ήταν. Ήδη ο πατριάρχης Ιωσήφ είχε παραιτηθεί από το αξίωμα του, όπως είχε υποσχεθεί και τη θέση του κατέλαβε ο πρώην ανθενωτικός Ιωάννης Βέκκος. Ο Βέκκος είχε ταχθεί υπέρ της ένωσης, αφού έλαβε τη διαβεβαίωση ότι το τυπικό της Εκκλησίας του θα έμενε αναλλοίωτο. Τα πράγματα, όμως, δεν ήταν τόσο απλά με τους υπόλοιπους οι οποίοι είχαν αντιδράσει. Ο πατριάρχης Ιωσήφ, που είχε εκθρονισθεί, θεωρείτο πλέον ήρωας της Ορθοδοξίας και οι οπαδοί του ενώθηκαν με τους Αρσενίτες σχηματίζοντας ένα ενιαίο ανθενωτικό μέτωπο. Ο Ιωάννης Βέκκος επέβαλε την ποινή του αφορισμού σε όλους τους ανθενωτικούς, οι οποίοι ανακη­ρύχθηκαν προδότες, έχασαν τις περιουσίες τους, φυλακίσθηκαν, βασανίσθηκαν ή εξορίσθηκαν.

Γενικά, ο Μιχαήλ Η' μεταχειρίσθηκε κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο για να επιβά­λει την ένωση, καθώς οι διάδοχοι του Γρηγόριου Γ στην παπική έδρα ζητούσαν δια­βεβαιώσεις για την ουσιαστική εφαρμογή της στην αυτοκρατορία. Καθησυχαστική ήταν για τον πάπα Ιωάννη ΚΑ' η σύνοδος κληρικών και λαϊκών, η οποία έλαβε χώρα τον Φεβρουάριο του 1276 στην Κωνσταντινούπολη και στην οποία η ένωση διακη­ρύχθηκε επίσημα. Επίσης, τον Απρίλιο του 1277 ο Μιχαήλ Η' και ο Ανδρόνικος ορ­κίσθηκαν δημόσια να αναγνωρίσουν τα πρωτεία της Ρωμαϊκής Έδρας και την ορ­θότητα της πίστης της ικανοποιώντας ένα ακόμη παπικό αίτημα.

Παράλληλα, τα αποτελέσματα της ένωσης σε διπλωματικό επίπεδο ήταν μεν θετικά, αφού η αυτοκρατορία είχε εξα­σφαλίσει κάποια μορφή προστασίας από τον πάπα. όχι όμως τόσο θετικά όσο ήλ­πιζε ο Μιχαήλ. Τα ανεξάρτητα κρατίδια της Θεσσαλίας και της Ηπείρου στράφηκαν εναντίον της Κωνσταντινούπολης με την πρόφαση της υπεράσπισης της Ορθοδοξίας από την επιβουλή ενός Καθολικού μονάρχη, όπως πλέον θεωρείτο ο Πα­λαιολόγος και οι Αυλές τους είχαν καταστεί καταφύγιο για όσους έφευγαν από την πρωτεύουσα και εστίες ανθενωτικής δράσης.

 Επίσης, οι θετικές εξελίξεις στο εξω­τερικό ανατράπηκαν με την εκλογή του νέου πάπα Μαρτίνου Δ' το 1281. Ο Μαρτίνος ήταν υποστηρικτής του Καρόλου του Ανζού και ακολουθούσε τη γραμμή της πολιτικής του. Έτσι, όταν στις 3 Ιουλίου 1281 υπογράφηκε η συνθήκη του Ορβιέτο μεταξύ του Καρόλου και της Βενετίας και αποφασίσθηκε εκστρατεία για την αποκατάσταση του Λατίνου πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο πάπας έδωσε τη συγκατάθεση του για την υλοποίηση της και μερικούς μήνες αργότερα αφόρισε τον Μιχαήλ Η' με την κατηγορία της υπο­κίνησης αίρεσης και του σφετερισμού του θρόνου του λατινικού βασιλείου της Κωνσταντινούπολης (19).

 

Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ ευλογούμενος από τον Χριστό σε μικρογραφία χρυσόβουλου του 1301 (Αθήνα, Βυζαντινό Μουσείο) (Πηγή: Περιοδικό «Ιστορικά Θέματα», τεύχος 18, άρθρο «Η Σύνοδος της Λυών, μια αποτυχημένη απόπειρα ένωσης των Εκκλησιών», Δήμητρα Πλακάλη, M. Ed. Ιστορίας, σελίδα 33)

 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΒΡΑΧΥΒΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ

Ευτυχώς για το Βυζάντιο, ο αυτοκράτορας του διέθετε εξαιρετικές διπλωματι­κές ικανότητες και κατόρθωσε να αποτρέψει την απειλή του Καρόλου στρέφοντας εναντίον του τον σύμμαχο των Βυζαντινών, Πέτρο της Αραγωνίας, ο οποίος κατέ­λαβε τη Σικελία (20). Δυστυχώς για τον ίδιο, ο Μιχαήλ δαπάνησε τον μεγαλύτερο χρόνο της βασιλείας του προσπαθώντας να επιβάλει στον λαό την ανεπιθύμητη εκ­κλησιαστική ένωση και κατέληξε να πεθάνει αφορισμένος από τη Δυτική Εκκλησία, αλλά και χωρίς να τιμηθεί με τη λειτουργική δοξολογία που τελείτο για τους Βυζα­ντινούς αυτοκράτορες, αφού και η Βυζαντινή Εκκλησία κατέληξε να τον θεωρεί αιρετικό. Έτσι, η επίσημη αποκήρυξη της ένωσης της Λυών έγινε περί το τέλος του 1282 από τον διάδοχο του Μιχαήλ, Ανδρόνικο Β' Παλαιολόγο.

Από όλα τα παραπάνω καθίσταται φανερό ότι ένα ζήτημα αμιγώς θρησκευτικό, όπως οι σχέσεις μεταξύ των δύο σημαντικότερων κέντρων της χριστιανοσύνης χρησιμοποιήθηκε ως διπλωματικό όπλο για την επίτευξη πολιτικών σκοπών και την εξασφάλιση προστασίας και συμμάχων. Μεταξύ των πολλών πρωταγωνιστών των γεγονότων τα οποία παρατέθηκαν εν συντομία υπήρχαν και ορισμένοι, όπως ο πάπας Γρηγόριος Ι΄, οι οποίοι πράγματι έτρεφαν ελπίδες για την υπέρβαση των διαφορών και την ένωση των αδελ­φών του χριστιανικού κόσμου, η μεγάλη όμως απόσταση της Κωνσταντινούπολης από τη Ρώμη, οι πολλές διαφορές στον τρόπο ζωής και τις συ­νήθειες των λαών τους, καθώς και ορισμένες κα­κές ιστορικές στιγμές, όπως οι Σταυροφορίες, εί­χαν οδηγήσει τις δύο Εκκλησίες σε απώλεια των ουσιαστικών σημείων επαφής τους και είχαν καλ­λιεργήσει δυσάρεστα συναισθήματα μεταξύ των Ανατολικών και των Δυτικών, με αποτέλεσμα να καθίσταται δύσκολη, αν όχι αδύνατη, οποιαδήπο­τε ενωτική προσπάθεια.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. M. Knowles - D. Obolensky, Le Moyen Age, Παρίσι 1968, σσ. 129-39, J. Erickson, “Schisms, Eastern - Western Church”, Dictionary of the Middle Ages, τ. 11 (1988), στ. 214-47, Α. Σαββίδης, «Σχίσμα των Εκκλησιών», Εγκυκλοπαίδεια Ποντιακού Ελληνισμού, τ. 5 (1989), σσ. 249-50.

2. Fr. Dvornik, Byzantium and the Roman Primacy, 1975, σελ. 168.

3. T. C. Lounghis, Les ambassades Byzantines en Occident, depuis la foundation des etats barbares, jusq’ aux croisades (407 - 1096), Αθήνα 1980, σσ 480 -1

4. J. Gill, Church Union : Rome and Byzantium (1204 - 1453), Λονδίνο 1979, σελ. 73.

5. Η διδασκαλία για το filioque παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά από τον Αυγουστίνο (371-430, De Trinidade, 5, 20) και αναφέρεται στην προέλευση του Αγίου Πνεύματος και από τον Υιό εκτός του Πατέρα. Προστέθηκε στο Σύμβολο της Πίστης στην τοπική σύνοδο του Τολέδου της Ισπανίας (589, a patre filioque procedens) και, παρά την αντίδραση τον πάπα Λέοντα Γ' (755-816), η προσθήκη έγινε απόλυτα δεχτή το 1014 επί πάπα Βενέδιχτου Β' (1012-1024). Βλ. Σ. Λώλης, «Σύμβολο Πίστεως», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (Θ.Η.Ε.), τ. 11 (1967), στ. 528-30, Erickson, ό.π., J. Meyendorff, "Filioque", Oxford Dictionary of Byzantium (ODB), τ. 2 (1991), στ. 785-6, St. Runciman, “The Great church in Cpativity”, 1968, σελ. 88.

6. Για τις ενωτικές προσπάθειες ατό διάστημα 1204-1261 βλ, Gill, ό.π. σσ. 72-6 και J. Hussey “The Orthodox Church in The Byzantine Empire", Οξφόρδη 1986, σσ. 211-9.

7. Για τον Βαλδουίνο Β', βλ. Μπ. Χέντρικς-Α. Σαββίδης, «Βαλδουίνος Β'», Εγκυκλοπαιδικό Προσωπογραφικό Λεξικό Βυζαντινής Ιστορίας και Πολιτισμού (ΕΠΛΒΙΠ), τ. 4, σσ. 138-41.

8. D. Nicol, Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου (1261-1453), Αθήνα 1996, σσ. 88-9 και J. Hussey, ό.π, σελ. 223.

9. Gill ό.π, σελ. 76.

10. Hussey, ό.π., σελ. 224 και Nicol, ό.π., σελ. 89.

11. Για τον Αρσένιο Αυτωρειανό βλ. Χ. Πατρινέλη, «Αρσένιος», ΘΗΕ, τ. 3 (1963), σσ. 236-7 και Ρ. Ράντιτς - Π. Ζάβονκοροφ, «Αρσένιος Β' Αυτωρειανός», ΕΠΛΒΙΠ, τ. 2 (1998), σσ. 207-9.

12. Gill, “John Beccus, Patriarch of Constantinople, 1275-1282", Βυζαντινά, τ. 7(1975), σσ. 251-66.

13. Nicol, Οι Βυζαντινές Δεσποσύνες, Αθήνα 1996, σσ. 63-74.

14. Gill, ό.π. (1979), σελ. 7.

15. G. Ostrogorsky, Ιστορία τον Βυζαντινού κράτους, τ. 3 (1993), σελ. 145, και Hussey, ό.π., σελ. 231.

16. Hussey, ό,π,Gill, ό.π, σελ. 77.

17. Nicol,, Οι τελευταίοι αιώνες τον Βυζαντίου (1996), σελ. 100, Hussey, ό.π., σελ. 231.

18. Hussey, ό.π. σελ. 233.

19. Nicol (1996), ό.π., σσ. 107-18 και Hussey, ό.π., σσ. 236-42.

20. Στο νησί της Σικελίας ετοιμαζόταν από χρόνια συνωμοσία για την ανατροπή της δυναστείας των Ανδεγαυών, βλ. Ν. Νικολούδη, «Ανδηγαβών ή Ανδεγαυών οίκος», ΕΠΛΒΙΠ, τ. 2 (1997), σσ. 163-5. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου χρηματοδότησε αυτή την επιχείρηση με στόχο την εξάλειψη τον Καρόλου. Το κίνημα, το οποίο εκδηλώθηκε στις 31 Μαρτίου 1282 στο Παλέρμο και εξαπλώθηκε σε ολόκληρο το νησί, είχε ως αποτέλεσμα να ανατραπεί τελικά ο Κάρολος και να πάρει τη θέση του ο Πέτρος της Αραγωνίας και έμεινε στην Ιστορία ως «Σικελικός Εσπερινός». Βλ. Ostrogorsky, ό.π., ασ. 150-1, Runciman, The Sicilian Vespers, 1958, C. Tsirpanlis, “The involvement of Michael VIII Paleologus in the Sicilian Vespers (1279 - 1282), Βυζαντινά, τ. 4 (1972), σσ. 269-71 και Κ. Γιαννακόπουλο, Ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Παλαιολόγος και η Δύσις (1258-1282), Αθήνα 1969, σσ. 247-71.

 

 

ΦΩΝΗ ΛΑΟΥ… ΟΡΓΗ ΘΕΟΥ

 Ο τεράστιος ρόλος του Λαού στην Ορθοδοξία

 Κυριολεκτικά ξαφνιάζει τον ανίδεο ο τεράστιος ρόλος του Λαού στη μονοθεϊστική Ορθοδοξία, ρόλος που προφανώς επιτείνεται από τις ελληνικές καταβολές της...Η βαυαροκρατία όμως επεδίωξε και πέτυχε τη μείωση και τον εκμηδενισμό αυτού του ρόλου στο σύγχρονο ορθόδοξο ελληνικό βίωμα...

 

Ορθόδοξη λειτουργία στην Ινδία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ορθοδοξία, η τέλεση οποιοδήποτε μυστηρίου, από όσους ιερείς και αν τελεστεί και οποιοδήποτε εκκλησιαστικό αξίωμα και αν κατέχουν οι ιερείς αυτοί, είναι άκυρη αν δεν συμμετέχει ο Ορθόδοξος Λαός! Έτσι, παρ’ όλο που θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι οι τοπικές εθνικές παραδόσεις παραμερίζονται μπροστά στον οικουμενισμό της Ορθοδοξίας, εκεί στην μακρινή Ινδία, ίσως για πρώτη φορά οι άνθρωποι μυούνται, μ’ αυτόν τον τρόπο, στις αρχές μιας βαθύτατης δημοκρατίας! (Πηγή Φώτο: Περιοδικό «Τρίτο Μάτι», τεύχος 117, άρθρο «Φωνή Λαού… Οργή Θεού, ο τεράστιος ρόλος του Λαού στην Ορθοδοξία», του καθ. Β. Μπακούρου, σελίδα 50)

 

Ο ΛΑΟΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Η επικράτηση του δημοκρατικού πολιτεύματος στις ευρωπαϊκές κοινωνίες επέφερε στο ιστορι­κό προσκήνιο τον ρόλο του λαού ως πολιτεια­κού μορφώματος. Μάλιστα, έπειτα από την κατάρρευση του κομμουνιστικού κράτους, ο όρος «λαός» έχασε την ταξική του νοηματοδότηση και περιλαμβάνει πλέον το σύνολο των πολιτών σε ένα διαταξικό μηχανισμό.

Έτσι, τα τελευταία χρόνια η παρουσία του λαϊκού στοιχείου στα κρατικά θεσμικά όργανα επανεξετάζεται και συχνά αναβαθμίζεται. Αυτή η κινητικότητα δεν ήταν δυνατό να αφήσει ανε­πηρέαστη την Ορθόδοξη Εκκλησία συνολικά και ειδικότερα την ελλαδική Εκκλησία, αφού ενω­μένη με το Κράτος δεχόταν εντονότερες τις επιρροές του κρατικού μετασχηματισμού.

Δυστυχώς, εκτός από τις επιρροές αυτές, η Εκκλησία της Ελλάδος υπέστη και στο ζήτημα αυτό (όπως και σε πολλά άλλα) μια μακροχρό­νια δυτική επίδραση από δύο άλλους πόλους: το Βατικανό και τη Διαμαρτύρηση, με αποτέλεσμα η Παράδοση της να κακοποιηθεί βάναυσα και στην καλύτερη περίπτωση να θεωρείται ως τρίτη (μέση) λύση, συμβιβαστικού χαρακτήρα ανάμεσα στο παπικό και το προτεσταντικό κοσμοείδωλο.

Ανάμεσα λοιπόν στην παπική κληρικοκρατία και στην προτεσταντική λαοκρατία, η Ορθοδοξία θεωρείται «δημοκρατική» Εκκλησία με την ύπαρξη ισόρροπης συνύπαρξης λαϊκών και κληρικών στη δομή της.

Η απλούστευση αυτή όμως προκύπτει απατη­λή γιατί η Εκκλησία, αν θεωρείται θεοΐδρυτος οργανισμός, οφείλει να αποτελεί κοινωνία Θεού-Ανθρώπου. Με άλλα λόγια πρέπει να αποτελεί συνύπαρξη του Υπεριστορικού με την Ιστορική πραγματικότητα σε ένα Όλο που υπερ­βαίνει τον χρόνο και θραύει τις πεπερασμένες διοικητικές διακρίσεις.

Το μείζον πρόβλημα για την Εκκλησία δεν είναι ο τρόπος συνάρθρωσης του Ανθρώπου με τον Άνθρωπο, αλλά του Ανθρώπου με τον Θεό. Άρα η σχέση κληρικού-λαϊκού (ανθρώπων και των δύο) δεν μπορεί να καθορίζει τον χαρακτή­ρα της Εκκλησίας. Αντιθέτως, η σχέση Ανθρώπου-Θεού είναι αυτή που οφείλει να χαράσσει τη δυναμική της σχέσης του κληρικού και του λαϊκού στοιχείου.

Τόσο λοιπόν η στάση του Βατικανού όσο και των Προτεσταντών απέναντι στο ζήτημα του λαϊκού στοιχείου στην Εκκλησία προδίδει άπει­ρη υποκρισία. Και αυτό γιατί επιδιώκεται να αποκρύβει το κεφαλαιώδες ζήτημα της νόθευσης του δόγματος (δηλαδή του εκκλησιαστικού βιώματος), η οποία νόθευση υποχρέωσε τις χριστιανικές αυτές ομολογίες να αλλοιώσουν την πρωτοχριστιανική παράδοση της κοινότη­τας και να εισάγουν στην Εκκλησία εγκόσμιες αιρέσεις.

Όταν λοιπόν ασχολούμαστε και εμείς οι Ορθόδοξοι με τον Λαό και τη θέση του στην Εκκλησία, οφείλουμε να έχουμε κατά νου ότι δεν πολιτικολογούμε -πολύ λιγότερο δεν ιεραρχούμε- αλλά θεολογούμε και μάλιστα δογματικά (δηλαδή, σχετικά με το ορθόδοξο Δόγμα).

 

ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΔΟΓΜΑ

Αναμφισβήτητα το λαϊκό στοιχείο αποτελεί ιδι­αίτερο εκκλησιαστικό τμήμα. Αποτελεί το «άγιον έθνος» (ανεξαρτήτως εθνικής καταγω­γής) που αν και καλείται «ποίμνιον» και «λαός αρχόμενος», δεν αποτελείται από «σκεύη κενά χάριτος», αλλά αντιθέτως συνιστά το «λογικόν ποίμνιον» του Χριστού. Με τους ποιμένες μαζί συναποτελεί ένα αδιαίρετο όλον το οποίο ο απόστολος Πέτρος καλεί «βασίλειον ιεράτευμα».

Βέβαια, ποιμένες και λαός κατέχουν διαφο­ρετικές θέσεις στο σώμα της Εκκλησίας, ανάλο­γες με τις δωρεές των μυστηρίων που έχουν απολαύσει αλλά τούτο δεν συνεπάγεται ιεράρ­χηση. Αποδεικνύει την αρετή της ποικιλίας. Και τούτο γιατί κλήρος και λαός συνιστούν αλληλο­εξαρτώμενα μέλη σε μια κοινωνία πίστης που ακυρώνεται, όταν αυτή η αλληλεξάρτηση ατο­νήσει.

Οι κληρικοί υπάρχουν ως εκκλησιαστικά μέλη για να υπηρετούν τον Θεό που βρίσκεται σε κοινωνία ζωής, μέσω των μυστηρίων, με τον Λαό Του.

Αλλά και οι λαϊκοί, για να αποτελούν εκκλη­σιαστικά μέλη και όχι φθαρτές ιστορικές μονά­δες, ενώνονται με τον Θεό και συναπαρτίζουν τον Λαό του, μέσω του κλήρου ως φορέα μυστηριακής χάριτος.

Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχει στην εκκλησιαστική παράδοση η δυνατότητα οι λαϊκοί να τελέσουν μυστήρια χωρίς την παρουσία κληρι­κών (π.χ., αεροβάπτισμα), αλλά προβλέπονται ρητώς ως άκυρα τα μυστήρια που τελούνται από κληρικούς χωρίς τη συμμετοχή του λάου. Δηλαδή, Θεία Λειτουργία έγκυρη στην Ορθόδοξη Εκκλησία προϋποθέτει την ύπαρξη ενός τουλάχιστον πιστού! Αντίθετα στην Παπική Εκκλησία ο κληρικός τελεί έγκυρα το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας ακόμη και όταν «κοινω­νεί» μόνος του.

Η θεμελιώδης αυτή θέση του Λαού στην εκκλησιαστική ζωή απορρέει από τη διασύνδε­ση Λαού-Δόγματος. Στην ορθόδοξη ορολογία το «δόγμα» δεν αποτελεί αναπόδεικτο αξίωμα, αλλά τη συνοπτική διατύπωση (εκλογίκευση) ενός συλλογικού βιώματος της σχέσης Θεού-Ανθρώπου. Μέσω αυτής μάλιστα της σχέσης, ο Άνθρωπος συλλαμβάνει πτυχές της θείας χάρι­τος. Ασφαλώς, η γνωστοποίηση του δόγματος εδράζεται στη βούληση του Θεού, αλλά η εγκυ­ρότητα αυτής της εκλογίκευσης εξαρτάται ακρι­βώς από τη δυνατότητα της να βιωθεί.

Με άλλα λόγια: ο Θεός φανερώνεται στους ανθρώπους όπως εκείνος θέλει, αλλά η σύλλη­ψη αυτής της φανέρωσης δεν είναι απλώς μια θεωρητική κατασκευή, μια θεολογική ή φιλο­σοφική αρχή που «κατασκευάζεται» από το ιερατείο. Βιώνεται από το Σώμα της Εκκλησίας (κλήρο και κυρίως Λαό) και στη συνέχεια διατυ­πώνεται λεκτικά.

Συμβαίνει συχνά οι κληρικοί, αποκομμένοι από το λαϊκό βίωμα, να θεωρητικολογούν δογ­ματικά παραγνωρίζοντας το βίωμα αυτό και, σε συνεργασία με το Κράτος, να επιχειρούν να επιβάλουν «δόγματα» σύλληψης του Θεού που δεν συνιστούν λαϊκό βίωμα. Τότε ο λαός με την άρνηση του να υλοποιήσει βιωματικά αυτές τις ιδέες περιχαρακώνει την εκκλησιαστική παρά­δοση και προφυλάσσει το «δόγμα» από ιδεολογικοποιήσεις. Για παράδειγμα στη Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας το 1438 συνυπογράφτη­κε από το βυζαντινό αυτοκράτορα (Κράτος) και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (Κλήρος) το παπικό πρωτείο και το Filioque ως δόγματα της Ανατολικής Εκκλησίας. Όπως όμως μαρτυρούν ιστορικές πηγές (π.χ. Σφραντζής) η αντίδραση του ορθόδοξου Λαού ακύρωσε στην πράξη τις αποφάσεις αυτής της Συνόδου.

Επομένως οι κληρικοί μέσω των μυστηρίων (των απτών δηλαδή τρόπων μυστηριακής εισό­δου του Θεού στην Ιστορία) διαμορφώνουν το αξίωμα του Λαού, αλλά η άσκηση του από τον Λαό στα πλαίσια της εκκλησιαστικής Παράδοσης διαμορφώνει-ασυνείδητα πολλές φορές- δογματικά αισθητήρια που προστατεύ­ουν το βίωμα αυτό από καινοτομίες.

Γίνεται λοιπόν συλληπτό γιατί αν και ο κλήρος έχει το ειδικό χάρισμα της ιεροσύνης, το λαϊκό στοιχείο είναι ισότιμο εκκλησιαστικά με το ιερατείο. Ακριβώς μάλιστα η διαφορά των χαρισμάτων υποβαθρώνει αυτή την εκκλησια­στική ισοτιμία. Όπως παρατηρεί σχετικά ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «...αν δεν υπήρχε ανά­μεσα σας μεγάλη διαφορά, δεν θα αποτελούσα­τε σώμα. Αν δεν απαρτίζατε σώμα δεν θα συνι­στούσατε σύνολο, αν δεν ήσασταν σύνολο δεν θα ήσασταν ισότιμοι... Ώστε αυτή η διαφορά είναι που δημιουργεί την ισοτιμία. Τώρα υπάρ­χουν πολλά μέλη, όμως ένα σώμα». (1)

 

ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΖΩΗ

Είναι αλήθεια βέβαια ότι ο Απ. Παύλος (όπως γενικά συμβαίνει στην Καινή Διαθήκη) εμφανί­ζει τον Κλήρο να κατέχει ξεχωριστή θέση στην Εκκλησία του Χριστού. Παρ' όλα αυτά όμως η εξουσία αυτή δεν είναι αφορμή ματαιοδοξίας για τα ιερατεία και δουλεπρέπειας για τον Λαό. Η ιερατική εξουσία δεν πηγάζει από τον ιερέα αυτοδύναμα, αλλά από την οργανική του σχέση με τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας δηλαδή από την τέλεση έγκυρων μυστηρίων, όπως προαναφέραμε. Η ζωή όμως αυτή αποκτά νόημα όταν ενώνει Θεό και Άνθρωπο. Επομένως η συμμετοχή του Λαού στα μυστήρια δίδει στον ιερέα υπόσταση στην εκκλησιαστική ζωή. Ιερατική εξουσία χωρίς την ύπαρξη ποι­μνίου είναι αδιανόητη και αντικανονική νια την Ορθόδοξη Εκκλησία, για να μην πούμε ύπο­πτη...

Από την ισοτιμία του λαϊκού στοιχείου με τον Κλήρο προκύπτει η ενεργός συμμετοχή του Λαού στην τέλεση μυστηρίου και ιδιαίτερα στα πλαίσια της κοινής λατρείας που αποτελεί προ­νόμιο του Χριστιανικού λαού άνευ προηγουμέ­νου στο Ιουδαϊκό Έθνος. Σχολιάζει σχετικά ο Χρυσόστομος: «...Αυτός που πρόκειται να προ­βεί σε χειροτονία αναφωνεί τις εκκλησιαστικές ευχές και ο Λαός ψηφίζει δια βοής, όπως γνω­ρίζουν οι μυημένοι. Σε διάφορες περιπτώσεις διαφαίνεται ότι δεν διαφέρει ο ιερέας από τον λαϊκό, όπως για παράδειγμα όταν μετέχει των φρικτών μυστηρίων, δεν συμβαίνει όπως παλαιότερα (στους Ιουδαίους) άλλα να τρώει ο ιερέας και άλλα ο λαϊκός και δεν ήταν επιτρε­πτό στον λαό να μετέχει σε όσα μετείχε και ο κληρικός. Τώρα δεν είναι έτσι, αλλά όλοι είμα­στε ένα σώμα μέσω ενός ποτηριού. Και στη κοινή προσευχή θα μπορούσε κάποιος να δει το λαό να συμμετέχει. Και για χάρη θεών όσων εκτελούν τα μυστήρια και όσων μετανοούν, κοι­νές είναι οι ευχές του ιερέα και από το λαό επί­σης γίνονται ευχές και όλοι εκτελούν μια ευχή αυτή του "ελέου". Πάλιν όταν εμποδίζουμε από την ιερά λατρεία αυτούς που δεν μπορούν να μετέχουν στην ιερή τράπεζα γίνεται και άλλη ευχή και όλοι όμοια γονατίζουμε και πάλι όμοια σηκωνόμαστε». (2)

Ο ιερός Χρυσόστομος επισημαίνει παραπά­νω ορισμένα σημεία της θείας λατρείας στα οποία, παρά το ιερατικό αξίωμα του κλήρου, διαφαίνεται ότι αυτή η θέση δεν αποτελεί θώκο οίησης, αλλά διακονίας. Αξίζει μάλιστα να υπογραμμισθεί, όπως καταγράφει και ο ίδιος, ότι ένα σύνολο ευχών (προσευχών) που αναπέμπει ο λαός αφορά στον επίσκοπο του για τον οποίο δέεται ο λαός προς τον Θεό. Επομένως η μεσιτεία προς το Θεό δεν αποτελεί, με βάση την πρωτοχριστιανική παράδοση, προνόμιο του κλήρου (Βατικανό), χάρισμα που του δίδει θέση ηγεμονική, αλλά διακονία χάριτος που αποκτά εκκλησιαστικό αντίκρισμα σε μια διαλεκτική κοινότητα αγάπης και πίστης. Αν αυτή η διαλε­κτική συντριβεί τότε το ιερατικό χάρισμα μετα­τρέπεται σε κοσμικό οφφίκιο (Βατικανό) ή κοι­νωνικό τίτλο (Προτεσταντισμός).

Προνόμιο επίσης, αλλά και καθήκον, των λαϊκών ήταν να προσφέρουν τα δώρα της θείας Ευχαριστίας. Αξίζει να τονιστεί ότι αυτή αποτε­λούσε συμβολική προσφορά του εαυτού τους ως θυσία αγάπης. Γι’ αυτό άλλωστε και ο διάκο­νος μετά την απόθεση των τίμιων δώρων στην Αγία Τράπεζα, για την έναρξη ουσιαστικά των δεήσεων καθαγιασμού, προσκαλεί το εκκλησια­στικό σώμα με την ακόλουθη Ευχή: «Αγαπήσωμεν αλλήλους ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν» και αντιφωνικώς ο λαός συμπληρώ­νει «Πατέραν, Υιόν και Αγίον Πνεύμαν...»

Το δόγμα της τριαδικότητας μετατρέπεται σε βίωμα μέσω του μυστηρίου της Θείας ευχαριστίας που αποτελεί ορατή φανέρωση της αγάπης, του υπαρκτικού δηλαδή του τρόπου ης θεότητας. Σε αυτόν τον υπαρκτικό τρόπο μετέχει αδιακρίτως κλήρος και λαός. Γι' αυτό άλλωστε μετά τον καθαγιασμό των Τίμιων Δώρων ο ιερεύς ομιλεί πάντα σε πληθυντικό, εκπροσωπώντας το σύνολο των εκκλησιαστι­κού σώματος.

Εκτός όμως από την τελετουργία οι λαϊκοί μετέχουν στο σύνολο της μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας (κατήχηση, κήρυγμα κλπ). Ιδιαίτερα μάλιστα το κήρυγμα δεν αποτελεί απλώς συμπτωματική ευθύνη του λαϊκού εκκλησιαστικού μέλους, αλλά ιεραποστολικό καθήκον και ταυτόχρονα ευθύνη κοινωνικής δράσης. Διότι οι λαϊκοί διδάσκουν όχι μόνο με λόγια αλλά και κυρίως με έργα. Βιώνουν δηλα­δή τη παράδοση της Εκκλησίας την αποδεικνύ­ουν εμπράκτως ζωντανά και έτσι την ακτινοβο­λούν.

Για αυτούς τους λόγους με Εγκύκλιο τους οι ορθόδοξοι Πατριάρχες, κατά την 6η Μαΐου 1848, διακήρυξαν ότι ο ορθόδοξος Λαός δεν είναι απλώς ποίμνιο της Εκκλησίας (Παπισμός) ούτε καθαυτό Εκκλησία (Προτεσταντισμός), αλλά ενεργός «φύλακας της Ορθοδοξίας, σώμα της Εκκλησίας».

 

Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ1ΊΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

Η παραπάνω θεώρηση του Λαού αποτελεί και την εκκλησιαστική βάση αναγνώρισης ευρύτα­των δικαιωμάτων σ' αυτόν, που κατοχυρώνο­νται τόσο από τους ιερούς Κανόνες όσο και από την Ιερά Παράδοση. Ήδη όπως περιγράφεται στις Πράξεις των Αποστόλων (ΙΕ 12) στην Αποστολική Σύνοδο μετείχε «παν το πλήθος» των πιστών. Ας σημειωθεί μάλιστα ότι οι απο­φάσεις ελήφθησαν με τη σύμφωνη γνώμη των αποστόλων, του κλήρου και του λαού. Ο συνο­δικός θεσμός της Εκκλησίας έτσι επέβαλε έκτο­τε την παρουσία του λαού σε ένα πλήθος Συνόδων στην Αφρική στην Ιταλία. Στην Ελβίρα (305) καταγράφεται δυναμικά η παρουσία του πλήθους ενώ στις συνόδους της Αραουσίκα (529) και της Καλκούτα (789) συνυπογράφουν, ως ισόψηφοι των επισκόπων, οι λαϊκοί.

Εκτός όμως από τη συμμετοχή στη Σύνοδο οι λαϊκοί είχαν το δικαίωμα της συμμετοχής στην εκλογή και τη χειροτονία του κλήρου όλων των βαθμίδων. Η συμμετοχή αυτή έπαιρνε τη μορφή όχι μόνο της απλής διαμαρτυρίας, αλλά και της αναβλητικής αρνησικυρίας, εφόσον οποιαδήποτε διαφωνία λαϊκού στη χειροτονία ή την προαγωγή κληρικού, αν δεν εξεταζόταν επακριβώς καθιστούσε την εκκλησιαστική αυτή πράξη άκυρη.

Συχνά επίσης στην εκκλησιαστική πράξη ο Λαός είναι εκείνος που επιβάλλει με τη θέληση του τη μορφή της εκκλησιαστικής διοίκησης έχοντας το αναφαίρετο δικαίωμα να ζητεί την ίδρυση ή την κατάργηση Μητροπόλεων, Αρχιεπισκοπών, κλπ (π.χ., Αρχιεπισκοπή Πεκίου, Αχριδών 1767).

Δυστυχώς βέβαια, η διοικητική αυτή παρέμ­βαση ή η απαίτηση του Λαού ποδηγετείται κατάλληλα από εκκλησιαστικούς ή πολιτικούς παράγοντες που επιδιώκουν να εξυπηρετήσουν με τους εκκλησιαστικούς μετασχηματισμούς, κοσμικούς και όχι πνευματικούς σκοπούς (π.χ., βουλγαρική Εξαρχία, 1870). Πρόκειται για το εύλογο τίμημα που πληρώνει ήδη από την ίδρυ­ση της η Εκκλησία, όταν καλείται να συσχηματιστεί με τον ιστορικό χρόνο. Αυτή όμως η κακο­ποίηση δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για όσους επιδιώκουν (ή επιμένουν) να αποκλείουν τον λαό από τα εκκλησιαστικά διοικητικά όργα­να.

Η σπουδαιότητα αυτής της θέσης, που πιθα­νώς ηχεί αφοριστική, καταδεικνύεται από την αναγκαιότητα της συμμετοχής του λαού στη διαχείριση των οικονομικών της Εκκλησίας! Η αναγκαιότητα αυτή προκύπτει όχι επειδή τάχα ο κλήρος «οφείλει να ασχολείται με πνευματικά ζητήματα». Η εκκλησιαστική περιουσία είναι πνευματικό ζήτημα γιατί έχει ιδιοκτήτη το Σώμα του Χριστού και υπηρετεί (ή πρέπει να υπηρε­τεί) σκοπούς πνευματικούς. Η ύλη για την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι ο αντίποδας του πνεύματος, αλλά φυσικό μέσο θέωσης.

Η συμμετοχή λοιπόν των λαϊκών στη διαχεί­ριση της εκκλησιαστικής περιουσίας -πέρα από τις παραπάνω ανεδαφικές και αθεολόγητες αιτιάσεις- επιβάλλεται από σημαντικούς ποιμα­ντικούς λόγους: την αποφυγή σκανδαλισμών, την αλληλοϋποστήριξη και την αποφυγή ταξι­κών διακρίσεων εντός της Εκκλησίας! Αν ο μοναχός στερείται περιουσίας ακριβώς για να ταπεινωθεί και να αποδεσμευθεί από τα εγκό­σμια, πώς είναι δυνατόν ο Κλήρος να προσδένε­ται με μία ευθύνη (περιουσία), να αποκτά δηλα­δή θεσμικά τη δυνατότητα της οίησης;

 

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ Ο ΛΑΟΣ

Η συμμετοχή του Λαού στα εκκλησιαστικά ζητήματα που παρέμεινε κεφαλαιώδης μέχρι τη δύση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, συνεχί­στηκε αμείωτη και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Αν και τα συνοδικά έγγραφα υπογράφονταν κατά κανόνα μόνο από τους συνοδικούς μητροπολίτες, ωστόσο πλήθος πηγών βεβαιώνουν τη διαρκή παρουσία λαϊκών μελών, αξιωματούχων πατριαρχικών, εκπρο­σώπων επαγγελματικών τάξεων (συντεχνιών) κλπ, στη Σύνοδο του Πατριαρχείου.

Από τον 18ο αιώνα μάλιστα (1755) συγκροτεί­ται λαϊκή Επιτροπή διαχειρίσεως του Κοινού Ταμείου του Γένους, αρχικά με μικτή (κληρικολαϊκή) σύνθεση και έπειτα αποκλειστικά λαϊκή.

Μέχρι την Ελληνική Επανάσταση έχουν διαμορφωθεί δύο διοικητικοί πόλοι στο Ιατριαρχείο. Η Σύνοδος των Γερόντων Αρχιερέων (οκταμελής) και η λαϊκή Επιτροπή του Κοινού (16μελής). Ωστόσο η συμμετοχή του Πατριάρχη στις συνεδριάσεις της Επιτροπής του (οίνου και των λαϊκών αξιωματούχων Φαναριωτών) στη γεροντική Σύνοδο δημιούρ­γησε δύο συλλογικά σώματα κληρικολαϊκού χαρακτήρα.

Επειδή όμως ο λαός της Βασιλεύουσας συμ­μετείχε ενεργά στις εκκλησιαστικές διεργασίες ολόκληρο τον 18ο και 19ο αιώνα, συχνά απλοί άνθρωποι όλων των τάξεων δεν διστάζουν να παρέμβουν δυναμικά και μαζικά, άλλοτε για να αποτρέψουν τη λήψη αποφάσεων αντιθέτων με το λαϊκό αίσθημα και άλλοτε για να προασπί­σουν εκκλησιαστικά πρόσωπα που θεωρούσαν ότι εκφράζουν την ορθόδοξη παράδοση πιστότερα. Δεν έλειψαν κατά περίπτωση υπερβολές, έκτροπα ή ταπεινά κίνητρα. Ωστόσο ο μελετη­τής των σχετικών πηγών δεν μπορεί να αρνη­θεί ότι πρόκειται για ένα ζωντανό εκκλησιαστι­κό σώμα, παρά τις δυσμενείς συνθήκες της τουρκικής κατάκτησης.

Ίσως έτσι να αποδεικνύεται πόσο εσφαλμένη είναι η θεωρία της διαρκούς παρέμβασης του οθωμανικού κράτους στο Πατριαρχείο. Η παρέμβαση αυτή (αναπόφευκτη λογικά, αφού τόσο το Πατριαρχείο όσο και η οθωμανική αυλή ήταν μέρη του ίδιου διοικητικού συστήματος), όπως και όποτε εκδηλωνόταν, αφορούσε κυρίως στο πρόσωπο και το αξίωμα του Πατριάρχη. Αυτός όμως ουδέποτε αποτέλεσε στη Ορθόδοξη Εκκλησία princes Ecclesiae (Πρίγκηπας της Εκκλησίας - Παπισμός). Ήταν πάντα primus inter pares (Πρώτος μεταξύ ίσων). Τον τόνο της εκκλησιαστικής ζωής, όπως τουλάχιστον αποτυπώνεται στις πηγές, έδινε ο Λαός.

 

Η ΕΛΛΑΔΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΑΟΣ

Από αυτόν τον ζωντανό εκκλησιαστικό οργανι­σμό προέκυψε κατ' αποκοπήν η ελλαδική Εκκλησία. Τόσο ο τρόπος που μεθοδεύτηκε αυτή η αποκοπή όσο και οι ιστορικές συγκυρίες, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη συγκρό­τηση μιας εκκλησιαστικής δομής στην Ελλάδα ολότελα καινοφανούς για την ορθόδοξη παρά­δοση.

Οι Βαυαροί που συνεργάσθηκαν με Έλληνες (κληρικούς και μη) διαφωτιστές, στόχευαν όχι απλώς στη συγκρότηση μιας αυτοκέφαλης ορθόδοξης εκκλησίας αλλά στον μετασχηματι­σμό της ελλαδικής Εκκλησίας σε μία Εκκλησία εθνική-κρατική, αλλά όχι ορθόδοξη! Έπληξαν λοιπόν ριζικά τόσο τον συνοδικό όσο και τον λαϊκό της χαρακτήρα, γιατί είχαν συλλάβει την αλληλοσύνδεσή τους.

Στα πλαίσια μιας αυταρχικής συλλογιστικής θεώρησαν τους μονάρχες (στη συγκεκριμένη περίπτωση τον αλλόδοξο Όθωνα) ως λαϊκό σύμβολο, ως «τύπο Λαού» και έτσι περαιτέρω ακύρωσαν την παρουσία του απλού Έλληνα πιστού σε οποιοδήποτε εκκλησιαστικό επίπεδο.

Το επόμενο βήμα ήταν ακόμη πιο αντικανονικό. Αν και κεφαλή της Εκκλησίας αναγνωριζό­ταν ο Χριστός για να σώζονται τα προσχήματα ευσέβειας, η ελλαδική Εκκλησία απέκτησε αρχηγό(!) με ρόλο κυρίαρχο και ασαφή, μετατρέποντας τη Σύνοδο σε απλό συμβουλευτικό όργανο του... Καίσαρα.

Ταυτόχρονα, η θεώρηση της Εκκλησίας από τους Βαυαρούς αλλοίωσε καίρια τη συνείδηση του εκκλησιαστικού σώματος. Ενώ παλαιότερα η Εκκλησία γινόταν συλληπτή ως Κοινωνία Θεού και το Κράτος ως πολιτική έκφραση -οργάνωση επί Γης αυτής της Κοινωνίας, το ελλαδικό κράτος αυτεξούσιο και κηδεμονικό, μετατρέπει την Εκκλησία σε Υπηρεσία του, που εξυπηρετεί τις θρησκευτικές, ανάγκες των πολιτών, όπως για παράδειγμα το... «Εθνικόν Οργανον Οδοποιίας» εξυπηρετεί τις οδικές...

Είναι φυσικό ότι από μια τέτοια εκκλησιαστι­κή οργάνωση απουσίαζε ο Λαός. Επιμελώς ο Μάουρερ (αν και Προτεστάντης) συνέλαβε ότι η συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στα εκκλησια­στικά όργανα κάποια στιγμή θα δρούσε διεγερ­τικά και θα ακύρωνε το ασφυκτικό καθεστώς του καισαροπαπισμού, της κηδεμονίας δηλαδή της Κρατικής πλέον Ορθόδοξης Εκκλησίας. Έτσι σε επίπεδο διοικητικό το Συνοδικό Σύστημα της Ελλαδικής Εκκλησίας από κληρικολαϊκό χαρα­κτήρα, απέκτησε αποκλειστικά κληρικό.

Ας σημειωθεί μάλιστα ότι την περίοδο της Βαυαροκρατίας ούτε και η υποτυπώδης Σύνοδος λειτουργούσε υπό κανονικές συνθή­κες, αφού ο πρόεδρος της, (Μητροπολίτης Αθηνών) καλούσε όσους Συνοδικούς Αρχιερείς επιθυμούσε κάθε φορά ο Βασιλεύς. Με άλλα λόγια, η Σύνοδος δεν ήταν ούτε Διαρκής, ούτε Ενδημούσα, αλλά Αριστίνδην και μάλιστα χωρίς σαφή καθορισμό των «αρίστων» μελών.

Οι εντόπιες κληρικολαϊκές εκλογικές συνε­λεύσεις αρχιερέων, που είχαν καθιερωθεί κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας για τις μητροπόλεις του ελλαδικού χώρου, ακυρώθη­καν. Οι εκλογές Αρχιερέων διενεργούνταν από τη Σύνοδο, αλλά ο Βασιλεύς Όθωνας διατηρού­σε δικαίωμα παρέμβασης σε δύο επίπεδα. Αφ' ενός είχε τη δυνατότητα να διαγράφει από τους καταλόγους των εκλόγιμων κληρικών όσα ονό­ματα ήθελε, χωρίς την υποχρέωση να δικαιολο­γεί την πράξη του, αφ' ετέρου οποιαδήποτε εκλογή (ή ενθρόνιση) αρχιερέα θεωρείτο «άκυρη» αν δεν υπογραφόταν σχετικό διάταγ­μα διορισμού του(!).

Ας σημειωθεί μάλιστα ότι οι Αρχιερείς που «εκλέγονταν», υποχρεώνονταν να ορκίζονται πίστη στο πρόσωπο του παπικού Βασιλιά! Ο Λαός διατήρησε βέβαια το δικαίωμα της δια βοής συμφωνίας, αλλά αυτό στην πράξη προσέ­λαβε πλέον εθιμικό χαρακτήρα, αφού πουθενά δεν προβλεπόταν η δυνατότητα του λαού να παρέμβει στην εκλογή του επισκόπου του...

Αν εξετάσουμε συγκριτικά και απροκατάλη­πτα τις οθωμανικές και βαυαρικές νομικές προ­βλέψεις για την Εκκλησία, δε θα δυσκολευτού­με να διαπιστώσουμε ότι παρά τις μελίρρυτες διαβεβαιώσεις ευσέβειας, το φραγκικό ελληνι­κό κράτος στάθηκε πιο απολυταρχικό, δεσποτι­κό και τυραννικό απέναντι στην Εκκλησία από οποιοδήποτε αλλόθρησκο Σουλτάνο!

Η Αντιβασιλεία αρχικά και ο Όθωνας αργότε­ρα, είχαν βέβαια συγκεκριμένη στόχευση. Διαιρώντας την Ορθόδοξη Εκκλησία σε Κλήρο και Λαό, εισήγαγαν ένα νέο εκκλησιολογικό όχημα βατικάνειας προέλευσης, νοώντας τον Κλήρο ως εξουσία και το Λαό ως υπηκόους. Επειδή όμως ήξεραν ή πιθανολογούσαν ότι μια τέτοια διαίρεση θα αποξένωνε τον Λαό από την Εκκλησία ως Κοινωνικό Σώμα, έτρεφαν την ψευδαίσθηση ότι περαιτέρω θα δημιουργού­σαν ρήγμα μέσα από το οποίο θα εισχωρούσε ευκολότερα η δυτική θρησκευτική προπαγάν­δα.

Δεν είναι τυχαίο ότι το χάσμα βιώματος που όντως δημιουργήθηκε ανάμεσα στους Ορθόδοξους έσπευσαν να το καλύψουν πλήθος δυτικών μισσιοναρίων («ιεραποστόλων»), οι οποίοι με άφθονα υλικά μέσα διενεργούσαν «κατηχήσεις» του ελληνικού λαού...

Για να αποφύγουν μάλιστα την αντίδραση της διοικούσας Εκκλησίας στα κατηχητικά τους έντυπα απέφευγαν δογματικές αποκλίσεις. Στόχευαν κυρίως στη μετάδοση ενός ηθικιστικού ευσεβιστικού βιώματος που ερχόταν να καλύψει το κενό στο λειτουργικό βίωμα του Ορθόδοξου Λαού που ζούσε σ' ένα διαιρεμένο εκκλησιαστικό Σώμα.

 

Ο Γερμανός νομομαθής και αντιβασιλέας του Όθωνα, Γκεόργκε Μάουρερ. Ο περιορισμός του ρόλου του Λαού στην ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν κυρίως δικής του έμπνευσης και μεθό­δευσης. Πολλά από τα εκκλησιαστικά ζητήματα που βιώνει σήμερα ο ελληνι­κός λαός (πρόβλημα με την εκκλησια­στική περιουσία, εκλογή επισκόπων, κλπ) σχετίζονται άμεσα με τις δικές του μεταρρυθμίσεις. (Πηγή Φώτο: Περιοδικό «Τρίτο Μάτι», τεύχος 117, άρθρο «Φωνή Λαού… Οργή Θεού, ο τεράστιος ρόλος του Λαού στην Ορθοδοξία», του καθ. Β. Μπακούρου, σελίδα 53)

 

Τόσο οι μισσιονάριοι όσο και οι κρατούντες Βαυαροί φρονούσαν ότι έτσι σταδιακά θα απο­ξένωναν τον ελληνικό λαό από την προγονική θρησκευτική παράδοση και η Ελλαδική Ορθοδοξία θα αποτελούσε την πρώτη Εκκλησία της Διαμαρτύρησης στην Ανατολή. Έως ότου ο Λαός αυτός να αποτελέσει φορέα ανατροπής της Ορθόδοξης Παράδοσης έπρεπε να αποτελεί «ποίμνιο» αδιαφοροποίητο και ανενεργό, αφού το βίωμα του ήταν αντίθετο σε οποιαδήποτε προσπάθεια ιδεολογικοποίησης της θρησκείας…

Συμμάχους στο σχέδιο τους οι Βαυαροί βρή­καν διάφορους διαφωτιστές (κληρικούς και μη) φορείς του ήθους και του πνεύματος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ο πνευματικός ηγέτης άλλωστε του Κινήματος αυτού, ο Αδ. Κοραής, είχε τονίσει από το Παρίσι όπου διέμε­νε, ως επιβεβλημένη ιστορική ανάγκη την ανεξαρτοποίηση της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Φανάρι. Σε αυτή την άποψη, που συνηγορούσε στα βαυαρικά σχέδια, υπερθεμάτισαν οι Διαφωτιστές στην Ελλάδα, με κορυφαίο τον αρχιμανδρίτη (και αργότερα μητροπολίτη Σύρου), θεόκλητο Φαρμακίδη.

Αναμφισβήτητα από την εποχή του Φωτίου Α' πάγια διοικητική τακτική της Εκκλησίας είναι να διαιρεί τις εκκλησιαστικές περιφέρειες με βάση τις επικράτειες. Επομένως αργά ή γρήγορα το Πατριαρχείο θα χορηγούσε στις μητροπόλεις του, ελεύθερου πλέον Ελληνικού Κράτους, «Αυτοκέφαλο». Η σπουδή των Βαυαρών οφείλεται στο γεγονός ότι η χορήγηση αυτοκέφα­λου από το Πατριαρχείο οπωσδήποτε θα συνο­δευόταν και από ένα σύνολο ρυθμίσεων που θα περιόριζαν την κρατική κηδεμονία της Ελλαδικής Εκκλησίας. Έπειτα, μια τέτοια αυτό­βουλη πράξη του Φαναριού θα σφυρηλατούσε διαρκείς δεσμούς με τον ελεύθερο ελληνικό λαό που θα εδράζονταν σε σχέση εκκλησιαστι­κής υιοθεσίας, αφού το Πατριαρχείο θα ήταν Μητέρα-Εκκλησία της Ελλαδικής.

Μια τέτοια όμως συσχέτιση αντί να διακόψει την εκκλησιαστική βιωματική παράδοση θα την ανανέωνε. Έτσι επιλέχθηκε ο δρόμος της ανοι­κτής σύγκρουσης, ώστε να καλλιεργηθεί ένα εχθρικό κλίμα προς το Φανάρι. Ο Πατριάρχης θεωρήθηκε εκκλησιαστικός Σουλτάνος και η Προπαγάνδα του Απολυταρχικού Βαυαρικού Κράτους εμφάνισε την πρωτοβουλία του Μάουρερ για αποκοπή από τη Μητέρα Εκκλησία περίπου ως «δεύτερο '21»!

Σε αυτή την εκστρατεία λάσπης κανένα μέσο δεν θεωρήθηκε ανήθικο, καμία πολεμική δεν έμεινε ανενεργή. Αρκεί να διαβάσει κανείς τον καθεστωτικό Τύπο για να καταλάβει ότι οι Βαυαροί και οι Διαφωτιστές που τους υπηρέτη­σαν προπαγάνδιζαν την ακόλουθη βιωματική διαίρεση:

Χρησιμοποιώντας το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων το έστρεφαν σταθερά προς το εκκλη­σιαστικό πατριαρχικό βίωμα και επιχειρούσαν να επιβάλλουν στο Λαό την άποψη ότι όφειλε να θρησκεύει ως Έλληνας πολίτης, εγκαταλεί­ποντας οριστικά και αμετάκλητα το οικουμενικό όραμα της Ελληνικής Ορθοδοξίας. Όπως ακρι­βώς το Ελλαδικό κράτος είχε οριστικά εγκατα­λείψει το όραμα της πολυεθνικής αυτοκρατο­ρίας, δηλαδή το οικουμενικό μοντέλο διάδοσης ίου ελληνικού πολιτισμού.

Η εθνικοποίηση όμως της Ορθοδοξίας και μάλιστα στα όρια ενός απολυταρχικού κράτους τραυματίζει ανεπανόρθωτα το κοινωνικό της βίωμα, αφού ως ιστορικό σχήμα εκπροσωπεί το οικουμενικό χριστιανικό όραμα σωτηρίας του Ανθρώπου από το Θεό. Μια τέτοια οπτική προϋποθέτει μια ανάλογη σύλληψη του Θεού. Οι χριστιανοί Πατέρες επέλεξαν ως οικουμενι­κό τρόπο σύλληψης του χριστιανικού θεού την Ελληνική Σκέψη, καθιστώντας την έτσι παγκό­σμια κληρονομιά.

 

Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΣΥΝΔΕΣΗΣ ΜΙΑΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ (ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ) ΜΕ ΜΙΑ ΕΘΝΙΚΗ (ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ)

Στην ουσία, το 19ο αι. στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος επιχειρήθηκε για πρώτη φορά η προ­σπάθεια συγκερασμού της Ορθοδοξίας με το Εθνικό Κράτος. Οι κλυδωνισμοί ήταν και είναι πολλοί, αφού το κράτος για να επιτύχει την καθυποταγή του διοικητικού μηχανισμού της Εκκλησίας, έπρεπε κυρίως να της αφαιρέσει το λαϊκό της έρεισμα. Με άλλα λόγια, οι Έλληνες έπρεπε να μάθουν να ζουν πρωτίστως ως πολίτες που θρησκεύουν και όχι ως πιστοί που πολιτεύονται...

Αυτός ο κρατικός μεγαλοϊδεατισμός της Αστικής Τάξης στον 20ο αι. εμβολιάστηκε κρατικό όραμα του άθεου (κομμουνισμός) ή ανεξίθρησκου (καπιταλισμός) κράτους. Και στα δύο αυτά μοντέλα οργάνωσης, η Εκκλησία είτε Ιδεολογικοποιείται (κομμουνισμός) και διώκε­ται, είτε ηθικοποιείται (καπιταλισμός) και σταδιακά απωθείται.

Δυστυχώς, οι παραπάνω θεωρήσεις της Εκκλησίας στην Ελλάδα βρήκαν απήχηση σε ευρύτατα στρώματα του Λαού (και του Κλήρου) και νόθευσαν εν τέλει τη βίωση της Ορθοδοξίας ως ενοριακού σχηματισμού κοινωνικής σωτηρίας...

 

Η ΠΡΟΤΑΣΗ

Το κρισιμότερο ίσως ζήτημα είναι η δυνατότητα (υπέρβασης αυτής της αγγίλωσης, η οποία από το 19ο αι. έως τις μέρες μας μετέτρεψε σε πολλές περιπτώσεις την Εκκλησία σε λιβανιστή της ελληνικής εξουσίας. Ασφαλώς, λύση δεν είναι ο χωρισμός Εκκλησίας - Κράτους. Και τούτο γιατί αυτή η ενοποίηση δεν ήταν κυρίως κρατική υπόθεση, αλλά λαϊκή απαίτηση, καθ' όσον ο Ελληνικός λαός, ως εθνότητα, συνειδητοποιή­θηκε θρησκευτικά και κυρίως αντιθετικά προς το Ισλάμ ή την Παπική Εκκλησία. Ο χωρισμός Εκκλησίας - Κράτους, ενώ δεν εγκρύπτει κανένα κίνδυνο για την Εκκλησία, υποσκάπτει τη λαϊκή κυριαρχία αφού η Ορθοδοξία πρωτίστως εδράζεται στο λαϊκό βίωμα. Όσο και αν η θέση του λαού στους εκκλησιαστικούς μηχανισμούς αποδυναμώθηκε, από το δικό του βίωμα εξαρτάται η αυθεντικότητα της Ορθόδοξης Πίστης. Η Εκκλησία επιβίωσε για πολλούς αιώνες στα πλαίσια κρατικών σχηματισμών ολότελα εχθρι­κών προς αυτήν....

Το αξιοπρόσεκτο λοιπόν ζήτημα δεν είναι η περίπτωση του χωρισμού αυτού στην Εκκλησία αλλά στο Κράτος και όσοι προπαγανδίζουν αυτή τη θέση οφείλουν να ελέγξουν την alteram partem (άλλη πλευρά) και κυρίως οφείλουν να απευθυνθούν στο Λαό.

Η σχέση της Εκκλησίας με το Κράτος και ο τρόπος συνάρθρωσης Εκκλησίας- Ελλαδικής Κοινωνίας δεν είναι αποφάσεις προγραμματι­κού (πολιτικού) χαρακτήρα αλλά πολιτειακά ζητήματα με την έννοια ότι αφορούν τον τρόπο (ζωής και επίσημης υπόστασης της ελληνικής πολιτείας. Αποτελεί λοιπόν οξύμωρο η προάσπιση του Συντάγματος να επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων και ταυτόχρονα το σύνταγμα αυτό να έχει θεσπιστεί ερήμην του Λαού. Κάθε λοιπόν συνταγματική μεταβολή της σχέσης Εκκλησίας- Κράτους για να έχει δημο­κρατικό χαρακτήρα θα πρέπει να έχει την έγκριση της απόλυτης πλειοψηφίας του ελληνικού Λαού. Ας μη βρεθεί ο Λαός αυτός προ εκπλήξεως (όπως στην περίπτωση των ταυτο­τήτων) και κληθεί εκ των υστέρων, μέσα σε ατμόσφαιρα έντασης, να κρίνει μια κυβέρνηση για επιλογές που δεν είχε διακηρύξει προγραμματικά.

Είναι βέβαια δύσκολη οποιαδήποτε πρόταση ουσιαστικής αναβάθμισης της θέσης του Λαού την Ελλαδική Εκκλησία και τούτο γιατί το νομικό status quo που διέπει την υπόσταση της εθνικής Εκκλησίας των Ελλήνων πολιτών κατο­χυρώνεται συνταγματικά. Οποιαδήποτε αλλαγή του αποφεύγεται τόσο από την Πολιτεία όσο και από την Εκκλησία για να μην ανοίξουν θέματα και δοθούν αφορμές ρήξεων.

Ωστόσο, όπως και σε άλλα θέματα, η Εκκλησία θα μπορούσε εκ των έσω να προχω­ρήσει σε μια De Facto μεταβολή στα πλαίσια του δεδομένου πλέγματος. Αυτή η μεταβολή είναι αδιάφορο αν θα εξασφαλίσει ποτέ την έγκριση της Ελληνικής Πολιτείας. Το αν πράγματι αυτή η αλλαγή θα εκπροσωπεί το ορθόδοξο βίωμα δεν έχει ανάγκη τη νομική κατοχύρωση, αφού θα απολαμβάνει το λαϊκό σεβασμό. Η Εκκλησία έχει την δυνατότητα (για να μην πω επιβάλλεται) να καθιερώνει συμπεριφορές ή πρακτικές που δεν προβλέπονται νομικά, γιατί τα Κράτη είναι επικαιρικά ανθρώπινα οχήματα, η ίδια όμως κείται και πέραν της Ιστορίας.

Αναμφισβήτητα η διοίκηση της Εκκλησίας πρέπει να ασκείται από τη διαρκή Ιερά Σύνοδο. Στις συνεδριάσεις της όμως δεν μπορεί να μην μετέχουν λαϊκοί εκπρόσωποι επαγγελματικών τάξεων, πνευματικών φορέων και τάξεων, εκπρόσωποι κομμάτων, πανεπιστημίων. Η Εκκλησία ως μήτρα του Ελληνικού Κράτους οφείλει να προσκαλέσει όλους χωρίς εξαιρέ­σεις. Μόνη συνειδησιακή προϋπόθεση είναι η πίστη και το ορθόδοξο βίωμα που θα επιβεβαι­ώνεται από τη συμμετοχή στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας,

Αλλά ακόμα κι αν στην Ιερή Σύνοδο θελήσουν και μετέχουν άθεοι ή θρησκευτικά αδιάφοροι σε τίποτα δεν παραβλάπτεται ο αγιοπνευματικός της χαρακτήρας. Διδακτικό είναι το παρά­δειγμα της Ρωσικής Εκκλησίας τον 20ο αιώνα.

Η διαρκής Ιερά Σύνοδος δεν μπορεί να προ­κύπτει από την ολομέλεια της Ιεράς Συνόδου χωρίς τη συμμετοχή των λαϊκών. Η επιβεβλημένη Συνεδρίαση, μια κάθε χρόνο, πρέπει να έχει χαρακτήρα κληρικολαϊκής σύναξης όπου οι επίσκοποι, θα ακούν ως Σώμα συνοδικό τις απόψεις του Λαού που διαποιμαίνουν και κυρίως χωρίς τις παρεμβολές της εκκλησιαστι­κής γραφειοκρατίας που συχνά αμβλύνει ή διο­γκώνει (ή και αποκρύπτει) την αλήθεια.

Ειδικότερα οι εκλογές αρχιερέων πρέπει να διενεργούνται από τέτοιες ευρύτατες συνελεύ­σεις, όποτε επιβάλλει η θεία Πρόνοια. Η εκλογή ενός επισκόπου αφορά κυρίως το λαό της περι­φέρειας του και το σύνολο των επισκόπων με τούς οποίους συνεργάζεται. Δεν είναι αφορμή πολιτικών πιέσεων ή ενδοεκκλησιαστικών συμμαχιών... Οι επίσκοποι εκλέγονται για χάρη του Λαού και αυτόν διακονούν προς σωτηρία.

 

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ

Άφησα τελευταίο το διαρκώς επίμαχο ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας όχι γιατί το θεωρώ απρεπές, αλλά γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία αντιμετωπίζει το ζήτημα αυτό ολότε­λα διαφορετικά από τις άλλες Ομολογίες.

Στον Προτεσταντισμό η εκκλησιαστική περι­ουσία είναι βέβαια περιουσία μιας κοινότητας πιστών, αλλά αντιμετωπίζεται ως επένδυση κεφαλαίου με κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Με άλλα λόγια αξιοποιείται ως συλλογικό περιου­σιακό στοιχείο με εξατομικευμένα κέρδη.

Στην Παπική Εκκλησία η Εκκλησιαστική περι­ουσία είναι κτήμα της Αγ. Έδρας με διαχειριστή τον Πάπα αυτοπροσώπως.

Στην Ορθοδοξία η εκκλησιαστική περιουσία είναι κτήμα του συνόλου των πιστών αλλά αξιο­ποιείται προς όφελος των αναξιοπαθούντων. Αποτελεί δηλαδή τρόπο ακύρωσης του κοινωνι­κού χάσματος και προσφορά στα αδύνατα κοινωνικά μέλη. Στην πραγματικότητα πρόκειται μάλλον για μια διαρκή αναδιανομή πλούτου παρά για μια στατική κτήση. Η μοναστηριακή περιουσία γίνεται αντικείμενο διαφορετικής αντιμετώπισης αφού από αυτήν συντηρείται ένα σύνολο ακτημόνων (όπως οι μοναχοί) διαρ­κώς εξαρτημένων από τον εκκλησιαστικό οργανισμό.

Η διαχείριση λοιπόν της περιουσίας από κληρολαϊκές επιτροπές είναι όχι μόνο αυτονόητη, αλλά και επιβεβλημένη, τόσο από την παράδο­ση όσο και από τη λογική. Αφήνοντας κατά μέρος τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και ο Βυζάντιο, κατά την Τουρκοκρατία η πρώτη επιτροπή του Κοινού χρονολογείται από το 1755 και μάλιστα με λαϊκή πλειοψηφία, όπως είπαμε. Η ένδεια του Γένους, τους αμέσως μετά την άλωση χρόνους, δικαιολογεί τη λειτουργία της Επιτροπής αυτής τόσο όψιμα. Έκτοτε όμως αποτελεί πάγια τακτική η συμμετοχή λαϊκών σε Επιτροπές με αντικείμενο την Εκκλησιαστική διαχείριση. Αν η περιουσία βοηθά όλους τους αναξιοπαθούντες αδιακρίτως, αναλόγως χωρίς διακρίσεις πρέπει να γίνεται αντικείμενο ελέγ­χου.

Σε καμιά πάντως περίπτωση η επέμβαση του Κράτους δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει ως άλλοθι τη λαϊκή κυριαρχία. Το Κράτος (ακόμα και το δημοκρατικό) δεν ταυτίζεται με το Λαό. Ο Λαός έχει εξουσία ως τμήμα των εκκλησιαστι­κού σώματος, ενώ το Κράτος είναι αυτεξούσιο χωρίς την επικουρία της Εκκλησίας. Η επέμβαση του λοιπόν συνιστά εξωγενή παρέμβαση, ακόμα και αν σε αυτό μετέχουν πιστοί. Όταν οι πιστοί χρησιμοποιούν κοσμικούς μηχανισμούς για να διεισδύσουν στην Εκκλησία δεν λειτουργούν ως Λαός αλλά ως πολίτες (κρατικά μέλη).

 

 

1 «...ει μη ην εν υμίν πολλή η διαφορά, ουκ αν ήτε σώμα. Σώμα δε ούτε όντες ουκ αν ήτε εν. εν δε ουκ όντες ουκ αν ήτε ισότιμοι...Ώστε η διαφορά αυτή μάλιστα εστίν η ποιούσα την ισοτιμίαν. Νυν δε πολλά μεν μέλη, εν δε σώμα...» (Ομιλ. 30 εις την Α' Κορ παρ. β PG 61,251)

2 «Ο μέλλων χειροτονείν και τας της εκκλησίας ευχάς πρότερον καλεί και τότε αυτός επιψηφίζεται και επιβοά άπερ ίσοσιν οι μεμυημένοι... Εστί δε όπου διέστηκεν ο ιερεύς του αρχομένου, οίον όταν απολαύειν δέη των φρικτών μυστηρίων. Ομοίως γαρ πάντες αξιούμεθα των αυτών, ου καθάπερ επί της παλαιάς τα μεν ο ιερεύς ήσθιε, τα δε ο αρχόμενος και θέμις ουκ ην τω λαώ μετέχειν ων μετείχεν ο ιερεύς. Αλλ’ ου νυν -αλλά πάσιν εν σώμα πρόκειται και ποτήριον εν. και εν ταις ευχαίς δε πολύ τον λαόν ίδοι τις αν συνεισφέρο­ντα. Και γαρ υπέρ των ενεργούμενων, υπέρ των εν μετάνοια καινοί και παρά του ιερέως και παρ' αυτών γίνονται αι ευχαί· και πάντες μίαν λέγουσιν ευχήν, του ελέου γέμουσαν. Πάλιν- επειδάν είρξωμεν των ιερών περιβολών τους ου δυναμένους της ιεράς μετασχείν τραπέζης ετέραν δει γενέσθαι ευχήν και πάντες ομοίως επ' εδάφους κείμεθα και πάντες ομοί­ως ανιστάμεθα...» (Ομιλ 18 παρ 3 εις Β' Κορ, σελ 61,527).

 

Περιοδικό «Τρίτο Μάτι», τεύχος 117, άρθρο «Φωνή Λαού… Οργή Θεού, ο τεράστιος ρόλος του Λαού στην Ορθοδοξία», του καθ. Β. Μπακούρου, σελίδα 50

 

 

ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

 

Κατά του επιχειρήματος «οι Χριστιανοί έχουν σχέση με τους σταυροφόρους»

1. Το βυζάντιο δεν έχει σχέση με Νορμανδούς και σταυροφόρους

2. Οι Βυζαντινοί της Νίκαιας τέθηκαν ενάντια στους σταυροφόρους το καλοκαίρι του 1261

3. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ προσπαθεί την συμμαχία με τον Πάπα για την αποφυγή των Νορμανδών της Σικελίας και των σταυροφόρων

 

 

Κατά του επιχειρήματος «ο αυτοκράτορας αποφασίζει εν συμφωνία με τον κλήρο ή ο κλήρος υποδεικνύει τις αποφάσεις στον αυτοκράτορα»

1. Ο αυτοκράτορας κινείται από πολιτικά κριτήρια όπως φαίνεται από την προσπάθεια συμμαχίας αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ με τον Πάπα για την αποφυγή των Νορμανδών της Σικελίας ή των σταυροφόρων

2. Αν και ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ δέχθηκε τις δογματικές θέσεις του Πάπα Κλήμη Δ’ εντούτοις έπρεπε να πείσει τον λαό και ιδίως το εκκλησιαστικό συμβούλιο περί αυτών και δεν αποφασίζει μόνος του.

3. Ο πατριάρχης Αρσένιος Αυτωρειανός αφόρισε τον Μιχαήλ Η’ επειδή ο τελευταίος παραγκώνισε και τύφλωσε τον νόμιμο διάδοχο 8χρονο Ιωάννη Δ'.

4. Ο πατριάρχης Αρσένιος αφού αφόρισε τον Μιχαήλ Η’ καθαιρέθηκε με την κατηγορία της συνομωσίας (όπως ανάλογα έγινε με τον Εθνικό φιλόσοφο Μάξιμο από τον αυτοκράτορα Ουάλεντο τον Δ’ αιώνα μ.Χ. Η θρησκεία δεν έχει βαρύνουσα σημασία)

5. Οι Αρσενίτες (υπέρμαχοι του Πατριάρχη Αρσένιου) δεν αναγνωρίζουν τους επόμενους Πατριάρχες και ανθίσταται στον αυτοκράτορα

6. Ο Πατριάρχης Ιωσήφ μετά τις ενωτικές προσπάθειες του Μιχαήλ Η’ παραιτείται και αποσύρεται σε μοναστήρι

7. Μετά θάνατο στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ δεν τελείται λειτουργική δοξολογία εφόσον θεωρείται αιρετικός.

8. Στις 16 Ιανουαρίου 1275 τελείται δοξολογία στο ανάκτορο των Βλάχερνών υπέρ της ένωσης των εκκλησιών και του Πάπα αλλά οι Αρσενίτες και ο πατριάρχης Ιωσήφ μαζί με τους ανθεντωτικούς αντιστέκονται και αφορίζονται ως προδότες, χάνοντας περιουσίες, φυλακίσθηκαν, βασανίστηκαν και εξορίστηκαν

9. Οι κληρικοί σε σύνοδο μαζί με τους λαϊκούς ψηφίζουν υπέρ της ένωσης του Φεβρουάριο του 1276 επίσημα πλέον ενώ ο Μιχαήλ Η’ και ο Ανδρόνικος ορκίστηκαν δημόσια να αναγνωρίσουν τα πρωτεία της ρωμαϊκής έδρας και την ορθότητα της πίστης.

 10. Ο Θεός φανερώνεται στους ανθρώπους όπως εκείνος θέλει, αλλά η σύλληψη αυτής της φανέρωσης δεν είναι απλώς μια θεωρητική κατασκευή, μια θεολογική ή φιλοσοφική αρχή που «κατασκευάζεται» από το ιερατείο. Βιώνεται από το Σώμα της Εκκλησίας (κλήρο και κυρίως Λαό) και στη συνέχεια διατυπώνεται λεκτικά. Με άλλα λόγια: Συμβαίνει συχνά οι κληρικοί, αποκομμένοι από το λαϊκό βίωμα, να θεωρητικολογούν δογματικά παραγνωρίζοντας το βίωμα αυτό και, σε συνεργασία με το Κράτος, να επιχειρούν να επιβάλουν «δόγματα» σύλληψης του Θεού που δεν συνιστούν λαϊκό βίωμα. Τότε ο λαός με την άρνηση του να υλοποιήσει βιωματικά αυτές τις ιδέες περιχαρακώνει την εκκλησιαστική παράδοση και προφυλάσσει το «δόγμα» από ιδεολογικοποιήσεις

 

 

Κατά του επιχειρήματος «ο λαός υποτάσσεται στον Αυτοκράτορα και αυτός επιβάλλει θρησκεία και έθιμα στους Έλληνες»

1. Ο Ιωάννης Βέκκος, πρώτος γραμματέας της Αγίας Σοφίας φυλακίζεται ως ανθενωτικός

2. Στρατηγοί και η αδελφή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ ήσαν ενάντια στην ένωση των εκκλησιών. Το αυτό και επιφανείς πολίτες του κράτους

3. Ο ρήτορας Μανουήλ Ολόβολος εξορίζεται για 1 χρόνο στην Νίκαια ένεκα της υποστήριξής του στον νόμιμο διάδοχο (8χρονο Ιωάννη Δ΄)

3.Ο ρήτορας Μανουήλ Ολόβολος τιμωρείται ατιμωτικά για τις ανθενωτικές του απόψεις από τον αυτοκράτορα (αλυσοδένεται και περιφέρεται στους δρόμους, ενώ στον λαιμό του έχουν τυλιχθεί εντόσθια από πρόσφατα σφαγμένο πρόβατο)

4. Στις 16 Ιανουαρίου 1275 τελείται δοξολογία στο ανάκτορο των Βλάχερνών υπέρ της ένωσης των εκκλησιών και του Πάπα αλλά οι Αρσενίτες και ο πατριάρχης Ιωσήφ μαζί με τους ανθεντωτικούς αντιστέκονται και αφορίζονται ως προδότες, χάνοντας περιουσίες, φυλακίσθηκαν, βασανίστηκαν και εξορίστηκαν

5. Οι κληρικοί σε σύνοδο μαζί με τους λαϊκούς ψηφίζουν υπέρ της ένωσης του Φεβρουάριο του 1276 επίσημα πλέον ενώ ο Μιχαήλ Η’ και ο Ανδρόνικος ορκίστηκαν δημόσια να αναγνωρίσουν τα πρωτεία της ρωμαϊκής έδρας και την ορθότητα της πίστης.

6. Η Θεσσαλία και η Ήπειρος ως ανεξάρτητα κράτη εναντιώνονται στην Κωνσταντινούπολη και στις θρησκευτικές της ενωτικές της αποφάσεις με την πρόφαση της διατήρησης της Ορθοδοξίας.

7. Η Ορθοδοξία είναι κοινότητα και οφείλει να έχει ισόρροπη ύπαρξη κληρικών και λαϊκών παρά την κακοποίηση της παράδοσης

8. Ο Θεός φανερώνεται στους ανθρώπους όπως εκείνος θέλει, αλλά η σύλληψη αυτής της φανέρωσης δεν είναι απλώς μια θεωρητική κατασκευή, μια θεολογική ή φιλοσοφική αρχή που «κατασκευάζεται» από το ιερατείο. Βιώνεται από το Σώμα της Εκκλησίας (κλήρο και κυρίως Λαό) και στη συνέχεια διατυπώνεται λεκτικά. Με άλλα λόγια: Συμβαίνει συχνά οι κληρικοί, αποκομμένοι από το λαϊκό βίωμα, να θεωρητικολογούν δογματικά παραγνωρίζοντας το βίωμα αυτό και, σε συνεργασία με το Κράτος, να επιχειρούν να επιβάλουν «δόγματα» σύλληψης του Θεού που δεν συνιστούν λαϊκό βίωμα. Τότε ο λαός με την άρνηση του να υλοποιήσει βιωματικά αυτές τις ιδέες περιχαρακώνει την εκκλησιαστική παράδοση και προφυλάσσει το «δόγμα» από ιδεολογικοποιήσεις

9. Ο κλήρος έχει το ειδικό χάρισμα της ιεροσύνης και το λαϊκό στοιχείο είναι ισότιμο εκκλησιαστικά με το ιερατείο

10. Ιερατική εξουσία χωρίς την ύπαρξη ποιμνίου είναι αδιανόητη και αντικανονική για την Ορθόδοξη Εκκλησία, για να μην ειπωθεί ύποπτη

11. Ένα σύνολο ευχών (προσευχών) που αναπέμπει ο λαός αφορά στον επίσκοπο του για τον οποίο δέεται ο λαός προς τον Θεό. Επομένως η μεσιτεία προς το Θεό δεν αποτελεί, με βάση την πρωτοχριστιανική παράδοση, προνόμιο του κλήρου (Βατικανό), χάρισμα που του δίδει θέση ηγεμονική, αλλά διακονία χάριτος που αποκτά εκκλησιαστικό αντίκρισμα σε μια διαλεκτική κοινότητα αγάπης και πίστης. Αν αυτή η διαλεκτική συντριβεί τότε το ιερατικό χάρισμα μετατρέπεται σε κοσμικό οφφίκιο (Βατικανό) ή κοινωνικό τίτλο (Προτεσταντισμός).

12. Εκτός όμως από την τελετουργία οι λαϊκοί μετέχουν στο σύνολο της μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας (κατήχηση, κήρυγμα κλπ). Ιδιαίτερα μάλιστα το κήρυγμα δεν αποτελεί απλώς συμπτωματική ευθύνη του λαϊκού εκκλησιαστικού μέλους, αλλά ιεραποστολικό καθήκον και ταυτόχρονα ευθύνη κοινωνικής δράσης. Διότι οι λαϊκοί διδάσκουν όχι μόνο με λόγια αλλά και κυρίως με έργα. Βιώνουν δηλαδή τη παράδοση της Εκκλησίας την αποδεικνύουν εμπράκτως ζωντανά και έτσι την ακτινοβολούν.

13. Με Εγκύκλιο τους οι ορθόδοξοι Πατριάρχες, κατά την 6η Μαΐου 1848, διακήρυξαν ότι ο ορθόδοξος Λαός δεν είναι απλώς ποίμνιο της Εκκλησίας (Παπισμός) ούτε καθαυτό Εκκλησία (Προτεσταντισμός), αλλά ενεργός «φύλακας της Ορθοδοξίας, σώμα της Εκκλησίας».

14. Ήδη όπως περιγράφεται στις Πράξεις των Αποστόλων (ΙΕ 12) στην Αποστολική Σύνοδο μετείχε «παν το πλήθος» των πιστών. Ο συνοδικός θεσμός της Εκκλησίας έτσι επέβαλε έκτοτε την παρουσία του λαού σε ένα πλήθος Συνόδων στην Αφρική στην Ιταλία. Στην Ελβίρα (305) καταγράφεται δυναμικά η παρουσία του πλήθους ενώ στις συνόδους της Αραουσίκα (529) και της Καλκούτα (789) συνυπογράφουν, ως ισόψηφοι των επισκόπων, οι λαϊκοί.

15. Εκτός όμως από τη συμμετοχή στη Σύνοδο οι λαϊκοί είχαν το δικαίωμα της συμμετοχής στην εκλογή και τη χειροτονία του κλήρου όλων των βαθμίδων. Η συμμετοχή αυτή έπαιρνε τη μορφή όχι μόνο της απλής διαμαρτυρίας, αλλά και της αναβλητικής αρνησικυρίας, εφόσον οποιαδήποτε διαφωνία λαϊκού στη χειροτονία ή την προαγωγή κληρικού, αν δεν εξεταζόταν επακριβώς καθιστούσε την εκκλησιαστική αυτή πράξη άκυρη

16. Συχνά επίσης στην εκκλησιαστική πράξη ο Λαός είναι εκείνος που επιβάλλει με τη θέληση του τη μορφή της εκκλησιαστικής διοίκησης έχοντας το αναφαίρετο δικαίωμα να ζητεί την ίδρυση ή την κατάργηση Μητροπόλεων, Αρχιεπισκοπών, κλπ (π.χ., Αρχιεπισκοπή Πεκίου, Αχριδών 1767).

 

 

Κατά του επιχειρήματος «Το Βυζάντιο είναι ρωμαϊκό και σε καμιά περίπτωση Ελληνικό»

1. Εκλατινισμός από τους Βυζαντινούς θεωρείται η αποδοχή του δόγματος περί filioque. (Πώς είναι δυνατόν Ρωμαίοι - Λατίνοι [Βυζαντινοί] να φοβόνται τον «εκλατινισμό»; δεν είναι ήδη «λατίνοι» κατά νέο-Εθνικούς;)

2. Στην σύνοδο της Λυών ο Γρηγόριος Γ οργάνωσε λειτουργία προς τιμή του απόστολου Πέτρου και Παύλου, στις 29 Ιουνίου όπου και εκφώνησε εγκωμιαστικό λόγο υπέρ του Ελληνικού έθνους και στους πρώτους Έλληνες Χριστιανούς πατέρες.

 

 

Κατά του επιχειρήματος «Ο χριστιανισμός είναι Ιουδαιο-Χριστιανισμός» ήτις θρησκεία για Ιουδαίους

1.Το λαϊκό στοιχείο είναι άγιο έθνος ανεξαρτήτου εθνικότητας

2.Η εθνικοποίηση της Ορθοδοξίας (βλέπε διαφωτισμό και προσπάθεια αποκοπής ελλαδικής εκκλησίας από το Φανάρι) και μάλιστα στα όρια ενός απολυταρχικού κράτους τραυματίζει ανεπανόρθωτα το κοινωνικό της βίωμα, αφού ως ιστορικό σχήμα εκπροσωπεί το οικουμενικό χριστιανικό όραμα σωτηρίας του Ανθρώπου από το Θεό. Μια τέτοια οπτική προϋποθέτει μια ανάλογη σύλληψη του Θεού. Οι χριστιανοί Πατέρες επέλεξαν ως οικουμενικό τρόπο σύλληψης του χριστιανικού θεού την Ελληνική Σκέψη, καθιστώντας την έτσι παγκόσμια κληρονομιά

 

 

Κατά του επιχειρήματος «στην Εθνική θρησκεία όλοι είναι ίσοι (όλοι ιερείς) ενώ στον Χριστιανισμό όχι»

1. Τα Μυστήρια στην Ορθοδοξία είναι άκυρα αν δεν συμμετέχει ο Λαός και δηλαδή τουλάχιστον κι ένας πιστός

2. Ο Χριστιανικός λαός είναι βασίλειο ιεράτευμα και ποιμένες και λαός κατέχουν ο καθείς διαφορετικές θέσεις ανάλογα με τα μυστήρια αλλά δεν υπάρχει ιεράρχηση. Οι κληρικοί υπάρχουν ως εκκλησιαστικά μέλη για να υπηρετούν τον Θεό που βρίσκεται σε κοινωνία ζωής, μέσω των μυστηρίων, με τον Λαό Του.

3. Οι λαϊκοί έχουν την δυνατότητα να τελέσουν μυστήρια χωρίς την παρουσία κληρικών (π.χ., αεροβάπτισμα), αλλά προβλέπονται ρητώς ως άκυρα τα μυστήρια που τελούνται από κληρικούς χωρίς τη συμμετοχή του λάου. Δηλαδή, Θεία Λειτουργία έγκυρη στην Ορθόδοξη Εκκλησία προϋποθέτει την ύπαρξη ενός τουλάχιστον πιστού! Αντίθετα στην Παπική Εκκλησία ο κληρικός τελεί έγκυρα το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας ακόμη και όταν «κοινωνεί» μόνος του

4. Ο Θεός φανερώνεται στους ανθρώπους όπως εκείνος θέλει, αλλά η σύλληψη αυτής της φανέρωσης δεν είναι απλώς μια θεωρητική κατασκευή, μια θεολογική ή φιλοσοφική αρχή που «κατασκευάζεται» από το ιερατείο. Βιώνεται από το Σώμα της Εκκλησίας (κλήρο και κυρίως Λαό) και στη συνέχεια διατυπώνεται λεκτικά. Με άλλα λόγια: Συμβαίνει συχνά οι κληρικοί, αποκομμένοι από το λαϊκό βίωμα, να θεωρητικολογούν δογματικά παραγνωρίζοντας το βίωμα αυτό και, σε συνεργασία με το Κράτος, να επιχειρούν να επιβάλουν «δόγματα» σύλληψης του Θεού που δεν συνιστούν λαϊκό βίωμα. Τότε ο λαός με την άρνηση του να υλοποιήσει βιωματικά αυτές τις ιδέες περιχαρακώνει την εκκλησιαστική παράδοση και προφυλάσσει το «δόγμα» από ιδεολογικοποιήσεις

5. Ο κλήρος έχει το ειδικό χάρισμα της ιεροσύνης και το λαϊκό στοιχείο είναι ισότιμο εκκλησιαστικά με το ιερατείο

6. Ιερατική εξουσία χωρίς την ύπαρξη ποιμνίου είναι αδιανόητη και αντικανονική για την Ορθόδοξη Εκκλησία, για να μην ειπωθεί ύποπτη

7. Ένα σύνολο ευχών (προσευχών) που αναπέμπει ο λαός αφορά στον επίσκοπο του για τον οποίο δέεται ο λαός προς τον Θεό. Επομένως η μεσιτεία προς το Θεό δεν αποτελεί, με βάση την πρωτοχριστιανική παράδοση, προνόμιο του κλήρου (Βατικανό), χάρισμα που του δίδει θέση ηγεμονική, αλλά διακονία χάριτος που αποκτά εκκλησιαστικό αντίκρισμα σε μια διαλεκτική κοινότητα αγάπης και πίστης. Αν αυτή η διαλεκτική συντριβεί τότε το ιερατικό χάρισμα μετατρέπεται σε κοσμικό οφφίκιο (Βατικανό) ή κοινωνικό τίτλο (Προτεσταντισμός).

8. Εκτός όμως από την τελετουργία οι λαϊκοί μετέχουν στο σύνολο της μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας (κατήχηση, κήρυγμα κλπ). Ιδιαίτερα μάλιστα το κήρυγμα δεν αποτελεί απλώς συμπτωματική ευθύνη του λαϊκού εκκλησιαστικού μέλους, αλλά ιεραποστολικό καθήκον και ταυτόχρονα ευθύνη κοινωνικής δράσης. Διότι οι λαϊκοί διδάσκουν όχι μόνο με λόγια αλλά και κυρίως με έργα. Βιώνουν δηλαδή τη παράδοση της Εκκλησίας την αποδεικνύουν εμπράκτως ζωντανά και έτσι την ακτινοβολούν.

9. Με Εγκύκλιο τους οι ορθόδοξοι Πατριάρχες, κατά την 6η Μαΐου 1848, διακήρυξαν ότι ο ορθόδοξος Λαός δεν είναι απλώς ποίμνιο της Εκκλησίας (Παπισμός) ούτε καθαυτό Εκκλησία (Προτεσταντισμός), αλλά ενεργός «φύλακας της Ορθοδοξίας, σώμα της Εκκλησίας».

10. Ήδη όπως περιγράφεται στις Πράξεις των Αποστόλων (ΙΕ 12) στην Αποστολική Σύνοδο μετείχε «παν το πλήθος» των πιστών. Ο συνοδικός θεσμός της Εκκλησίας έτσι επέβαλε έκτοτε την παρουσία του λαού σε ένα πλήθος Συνόδων στην Αφρική στην Ιταλία. Στην Ελβίρα (305) καταγράφεται δυναμικά η παρουσία του πλήθους ενώ στις συνόδους της Αραουσίκα (529) και της Καλκούτα (789) συνυπογράφουν, ως ισόψηφοι των επισκόπων, οι λαϊκοί.

11. Εκτός όμως από τη συμμετοχή στη Σύνοδο οι λαϊκοί είχαν το δικαίωμα της συμμετοχής στην εκλογή και τη χειροτονία του κλήρου όλων των βαθμίδων. Η συμμετοχή αυτή έπαιρνε τη μορφή όχι μόνο της απλής διαμαρτυρίας, αλλά και της αναβλητικής αρνησικυρίας, εφόσον οποιαδήποτε διαφωνία λαϊκού στη χειροτονία ή την προαγωγή κληρικού, αν δεν εξεταζόταν επακριβώς καθιστούσε την εκκλησιαστική αυτή πράξη άκυρη

12. Συχνά επίσης στην εκκλησιαστική πράξη ο Λαός είναι εκείνος που επιβάλλει με τη θέληση του τη μορφή της εκκλησιαστικής διοίκησης έχοντας το αναφαίρετο δικαίωμα να ζητεί την ίδρυση ή την κατάργηση Μητροπόλεων, Αρχιεπισκοπών, κλπ (π.χ., Αρχιεπισκοπή Πεκίου, Αχριδών 1767).

13. Η συμμετοχή του Λαού στα εκκλησιαστικά ζητήματα που παρέμεινε κεφαλαιώδης μέχρι τη δύση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, συνεχίστηκε αμείωτη και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Αν και τα συνοδικά έγγραφα υπογράφονταν κατά κανόνα μόνο από τους συνοδικούς μητροπολίτες, ωστόσο πλήθος πηγών βεβαιώνουν τη διαρκή παρουσία λαϊκών μελών, αξιωματούχων πατριαρχικών, εκπροσώπων επαγγελματικών τάξεων (συντεχνιών) κλπ, στη Σύνοδο του Πατριαρχείου. Δεν έλειψαν κατά περίπτωση υπερβολές, έκτροπα ή ταπεινά κίνητρα. Ωστόσο ο μελετητής των σχετικών πηγών δεν μπορεί να αρνηθεί ότι πρόκειται για ένα ζωντανό εκκλησιαστικό σώμα, παρά τις δυσμενείς συνθήκες της τουρκικής κατάκτησης.

14. Από τον 18ο αιώνα μάλιστα (1755) συγκροτείται λαϊκή Επιτροπή διαχειρίσεως του Κοινού Ταμείου του Γένους, αρχικά με μικτή (κληρικολαϊκή) σύνθεση και έπειτα αποκλειστικά λαϊκή.

 

 

Κατά του επιχειρήματος «Η Εκκλησία έχει αρπάξει τις περιουσίες από τον Ελληνικό λαό»

1. Η εκκλησιαστική περιουσία είναι πνευματικό ζήτημα γιατί έχει ιδιοκτήτη το Σώμα του Χριστού και υπηρετεί (ή πρέπει να υπηρετεί) σκοπούς πνευματικούς. Η ύλη για την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι ο αντίποδας του πνεύματος, αλλά φυσικό μέσο θέωσης. Η συμμετοχή λοιπόν των λαϊκών στη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας -πέρα από τις παραπάνω ανεδαφικές και αθεολόγητες αιτιάσεις- επιβάλλεται από σημαντικούς ποιμαντικούς λόγους: την αποφυγή σκανδαλισμών, την αλληλοϋποστήριξη και την αποφυγή ταξικών διακρίσεων εντός της Εκκλησίας! Αν ο μοναχός στερείται περιουσίας ακριβώς για να ταπεινωθεί και να αποδεσμευθεί από τα εγκόσμια, πώς είναι δυνατόν ο Κλήρος να προσδένεται με μία ευθύνη (περιουσία), να αποκτά δηλαδή θεσμικά τη δυνατότητα της οίησης;

2. Στον Προτεσταντισμό η εκκλησιαστική περιουσία είναι βέβαια περιουσία μιας κοινότητας πιστών, αλλά αντιμετωπίζεται ως επένδυση κεφαλαίου με κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Με άλλα λόγια αξιοποιείται ως συλλογικό περιουσιακό στοιχείο με εξατομικευμένα κέρδη. Στην Παπική Εκκλησία η Εκκλησιαστική περιουσία είναι κτήμα της Αγ. Έδρας με διαχειριστή τον Πάπα αυτοπροσώπως. Στην Ορθοδοξία η εκκλησιαστική περιουσία είναι κτήμα του συνόλου των πιστών αλλά αξιοποιείται προς όφελος των αναξιοπαθούντων. Αποτελεί δηλαδή τρόπο ακύρωσης του κοινωνικού χάσματος και προσφορά στα αδύνατα κοινωνικά μέλη. Στην πραγματικότητα πρόκειται μάλλον για μια διαρκή αναδιανομή πλούτου παρά για μια στατική κτήση. Η μοναστηριακή περιουσία γίνεται αντικείμενο διαφορετικής αντιμετώπισης αφού από αυτήν συντηρείται ένα σύνολο ακτημόνων (όπως οι μοναχοί) διαρκώς εξαρτημένων από τον εκκλησιαστικό οργανισμό.

 

 

Κατά του επιχειρήματος « Το Φανάρι είναι Τούρκικο ενώ η Ελλαδική Εκκλησία Ελληνική»

1. Αποδεικνύεται πόσο εσφαλμένη είναι η θεωρία της διαρκούς παρέμβασης του οθωμανικού κράτους στο Πατριαρχείο. Η παρέμβαση αυτή (αναπόφευκτη λογικά, αφού τόσο το Πατριαρχείο όσο και η οθωμανική αυλή ήταν μέρη του ίδιου διοικητικού συστήματος), όπως και όποτε εκδηλωνόταν, αφορούσε κυρίως στο πρόσωπο και το αξίωμα του Πατριάρχη. Αυτός όμως ουδέποτε αποτέλεσε στη Ορθόδοξη Εκκλησία princes Ecclesiae (Πρίγκηπας της Εκκλησίας - Παπισμός). Ήταν πάντα primus inter pares (Πρώτος μεταξύ ίσων). Τον τόνο της εκκλησιαστικής ζωής, όπως τουλάχιστον αποτυπώνεται στις πηγές, έδινε ο Λαός.

2. Η Αντιβασιλεία αρχικά και ο Όθωνας αργότερα, είχαν βέβαια συγκεκριμένη στόχευση. Διαιρώντας την Ορθόδοξη Εκκλησία σε Κλήρο και Λαό, εισήγαγαν ένα νέο εκκλησιολογικό όχημα βατικάνειας προέλευσης, νοώντας τον Κλήρο ως εξουσία και το Λαό ως υπηκόους. Επειδή όμως ήξεραν ή πιθανολογούσαν ότι μια τέτοια διαίρεση θα αποξένωνε τον Λαό από την Εκκλησία ως Κοινωνικό Σώμα, έτρεφαν την ψευδαίσθηση ότι περαιτέρω θα δημιουργούσαν ρήγμα μέσα από το οποίο θα εισχωρούσε ευκολότερα η δυτική θρησκευτική προπαγάνδα. Δεν είναι τυχαίο ότι το χάσμα βιώματος που όντως δημιουργήθηκε ανάμεσα στους Ορθόδοξους έσπευσαν να το καλύψουν πλήθος δυτικών μισσιοναρίων («ιεραποστόλων»), οι οποίοι με άφθονα υλικά μέσα διενεργούσαν «κατηχήσεις» του ελληνικού λαού...Συμμάχους στο σχέδιο τους οι Βαυαροί βρήκαν διάφορους διαφωτιστές (κληρικούς και μη) φορείς του ήθους και του πνεύματος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ο πνευματικός ηγέτης άλλωστε του Κινήματος αυτού, ο Αδ. Κοραής, είχε τονίσει από το Παρίσι όπου διέμενε, ως επιβεβλημένη ιστορική ανάγκη την ανεξαρτοποίηση της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Φανάρι. Μια τέτοια όμως συσχέτιση αντί να διακόψει την εκκλησιαστική βιωματική παράδοση θα την ανανέωνε. Έτσι επιλέχθηκε ο δρόμος της ανοικτής σύγκρουσης, ώστε να καλλιεργηθεί ένα εχθρικό κλίμα προς το Φανάρι. Ο Πατριάρχης θεωρήθηκε εκκλησιαστικός Σουλτάνος και η Προπαγάνδα του Απολυταρχικού Βαυαρικού Κράτους εμφάνισε την πρωτοβουλία του Μάουρερ για αποκοπή από τη Μητέρα Εκκλησία περίπου ως «δεύτερο '21»!Χρησιμοποιώντας το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων το έστρεφαν σταθερά προς το εκκλησιαστικό πατριαρχικό βίωμα και επιχειρούσαν να επιβάλλουν στο Λαό την άποψη ότι όφειλε να θρησκεύει ως Έλληνας πολίτης, εγκαταλείποντας οριστικά και αμετάκλητα το οικουμενικό όραμα της Ελληνικής Ορθοδοξίας. Όπως ακριβώς το Ελλαδικό κράτος είχε οριστικά εγκαταλείψει το όραμα της πολυεθνικής αυτοκρατορίας, δηλαδή το οικουμενικό μοντέλο διάδοσης ίου ελληνικού πολιτισμού.

 

 

Κατά του επιχειρήματος «Η Ορθοδοξία είναι δογματισμός άνευ φιλοσοφικού στοχασμού, βιώματος ή αποδείξεων»

1. Ο Θεός φανερώνεται στους ανθρώπους όπως εκείνος θέλει, αλλά η σύλληψη αυτής της φανέρωσης δεν είναι απλώς μια θεωρητική κατασκευή, μια θεολογική ή φιλοσοφική αρχή που «κατασκευάζεται» από το ιερατείο. Βιώνεται από το Σώμα της Εκκλησίας (κλήρο και κυρίως Λαό) και στη συνέχεια διατυπώνεται λεκτικά. Με άλλα λόγια: Συμβαίνει συχνά οι κληρικοί, αποκομμένοι από το λαϊκό βίωμα, να θεωρητικολογούν δογματικά παραγνωρίζοντας το βίωμα αυτό και, σε συνεργασία με το Κράτος, να επιχειρούν να επιβάλουν «δόγματα» σύλληψης του Θεού που δεν συνιστούν λαϊκό βίωμα. Τότε ο λαός με την άρνηση του να υλοποιήσει βιωματικά αυτές τις ιδέες περιχαρακώνει την εκκλησιαστική παράδοση και προφυλάσσει το «δόγμα» από ιδεολογικοποιήσεις

2. Τα μυστήρια είναι απτοί τρόποι μυστηριακής εισόδου του Θεού στην Ιστορία.

 

 

Κατά της «προόδου» του Διαφωτισμού στα Εκκλησιαστικά ζητήματα

1. Οι Βαυαροί που συνεργάσθηκαν με Έλληνες (κληρικούς και μη) διαφωτιστές, στόχευαν όχι απλώς στη συγκρότηση μιας αυτοκέφαλης ορθόδοξης εκκλησίας αλλά στον μετασχηματισμό της ελλαδικής Εκκλησίας σε μία Εκκλησία εθνική-κρατική, αλλά όχι ορθόδοξη! Έπληξαν λοιπόν ριζικά τόσο τον συνοδικό όσο και τον λαϊκό της χαρακτήρα, γιατί είχαν συλλάβει την αλληλοσύνδεσή τους. Στα πλαίσια μιας αυταρχικής συλλογιστικής θεώρησαν τους μονάρχες (στη συγκεκριμένη περίπτωση τον αλλόδοξο Όθωνα) ως λαϊκό σύμβολο, ως «τύπο Λαού» και έτσι περαιτέρω ακύρωσαν την παρουσία του απλού Έλληνα πιστού σε οποιοδήποτε εκκλησιαστικό επίπεδο.

2. Το επόμενο βήμα ήταν ακόμη πιο αντικανονικό. Αν και κεφαλή της Εκκλησίας αναγνωριζόταν ο Χριστός για να σώζονται τα προσχήματα ευσέβειας, η ελλαδική Εκκλησία απέκτησε αρχηγό(!) με ρόλο κυρίαρχο και ασαφή, μετατρέποντας τη Σύνοδο σε απλό συμβουλευτικό όργανο του... Καίσαρα.

3. Ταυτόχρονα, η θεώρηση της Εκκλησίας από τους Βαυαρούς αλλοίωσε καίρια τη συνείδηση του εκκλησιαστικού σώματος. Ενώ παλαιότερα η Εκκλησία γινόταν συλληπτή ως Κοινωνία Θεού και το Κράτος ως πολιτική έκφραση -οργάνωση επί Γης αυτής της Κοινωνίας, το ελλαδικό κράτος αυτεξούσιο και κηδεμονικό, μετατρέπει την Εκκλησία σε Υπηρεσία του, που εξυπηρετεί τις θρησκευτικές, ανάγκες των πολιτών, όπως για παράδειγμα το... «Εθνικόν Οργανον Οδοποιίας» εξυπηρετεί τις οδικές... Είναι φυσικό ότι από μια τέτοια εκκλησιαστική οργάνωση απουσίαζε ο Λαός. Επιμελώς ο Μάουρερ (αν και Προτεστάντης) συνέλαβε ότι η συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στα εκκλησιαστικά όργανα κάποια στιγμή θα δρούσε διεγερτικά και θα ακύρωνε το ασφυκτικό καθεστώς του καισαροπαπισμού, της κηδεμονίας δηλαδή της Κρατικής πλέον Ορθόδοξης Εκκλησίας. Έτσι σε επίπεδο διοικητικό το Συνοδικό Σύστημα της Ελλαδικής Εκκλησίας από κληρικολαϊκό χαρακτήρα, απέκτησε αποκλειστικά κληρικό. Ας σημειωθεί μάλιστα ότι την περίοδο της Βαυαροκρατίας ούτε και η υποτυπώδης Σύνοδος λειτουργούσε υπό κανονικές συνθήκες, αφού ο πρόεδρος της, (Μητροπολίτης Αθηνών) καλούσε όσους Συνοδικούς Αρχιερείς επιθυμούσε κάθε φορά ο Βασιλεύς. Με άλλα λόγια, η Σύνοδος δεν ήταν ούτε Διαρκής, ούτε Ενδημούσα, αλλά Αριστίνδην και μάλιστα χωρίς σαφή καθορισμό των «αρίστων» μελών. Οι εντόπιες κληρικολαϊκές εκλογικές συνελεύσεις αρχιερέων, που είχαν καθιερωθεί κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας για τις μητροπόλεις του ελλαδικού χώρου, ακυρώθηκαν. Οι εκλογές Αρχιερέων διενεργούνταν από τη Σύνοδο, αλλά ο Βασιλεύς Όθωνας διατηρούσε δικαίωμα παρέμβασης σε δύο επίπεδα. Αφ' ενός είχε τη δυνατότητα να διαγράφει από τους καταλόγους των εκλόγιμων κληρικών όσα ονόματα ήθελε, χωρίς την υποχρέωση να δικαιολογεί την πράξη του, αφ' ετέρου οποιαδήποτε εκλογή (ή ενθρόνιση) αρχιερέα θεωρείτο «άκυρη» αν δεν υπογραφόταν σχετικό διάταγμα διορισμού του(!). Ας σημειωθεί μάλιστα ότι οι Αρχιερείς που «εκλέγονταν», υποχρεώνονταν να ορκίζονται πίστη στο πρόσωπο του παπικού Βασιλιά! Ο Λαός διατήρησε βέβαια το δικαίωμα της δια βοής συμφωνίας, αλλά αυτό στην πράξη προσέλαβε πλέον εθιμικό χαρακτήρα, αφού πουθενά δεν προβλεπόταν η δυνατότητα του λαού να παρέμβει στην εκλογή του επισκόπου του...το φραγκικό ελληνικό κράτος στάθηκε πιο απολυταρχικό, δεσποτικό και τυραννικό απέναντι στην Εκκλησία από οποιοδήποτε αλλόθρησκο Σουλτάνο! Η Αντιβασιλεία αρχικά και ο Όθωνας αργότερα, είχαν βέβαια συγκεκριμένη στόχευση. Διαιρώντας την Ορθόδοξη Εκκλησία σε Κλήρο και Λαό, εισήγαγαν ένα νέο εκκλησιολογικό όχημα βατικάνειας προέλευσης, νοώντας τον Κλήρο ως εξουσία και το Λαό ως υπηκόους. Επειδή όμως ήξεραν ή πιθανολογούσαν ότι μια τέτοια διαίρεση θα αποξένωνε τον Λαό από την Εκκλησία ως Κοινωνικό Σώμα, έτρεφαν την ψευδαίσθηση ότι περαιτέρω θα δημιουργούσαν ρήγμα μέσα από το οποίο θα εισχωρούσε ευκολότερα η δυτική θρησκευτική προπαγάνδα. Δεν είναι τυχαίο ότι το χάσμα βιώματος που όντως δημιουργήθηκε ανάμεσα στους Ορθόδοξους έσπευσαν να το καλύψουν πλήθος δυτικών μισσιοναρίων («ιεραποστόλων»), οι οποίοι με άφθονα υλικά μέσα διενεργούσαν «κατηχήσεις» του ελληνικού λαού...Συμμάχους στο σχέδιο τους οι Βαυαροί βρήκαν διάφορους διαφωτιστές (κληρικούς και μη) φορείς του ήθους και του πνεύματος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ο πνευματικός ηγέτης άλλωστε του Κινήματος αυτού, ο Αδ. Κοραής, είχε τονίσει από το Παρίσι όπου διέμενε, ως επιβεβλημένη ιστορική ανάγκη την ανεξαρτοποίηση της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Φανάρι. Μια τέτοια όμως συσχέτιση αντί να διακόψει την εκκλησιαστική βιωματική παράδοση θα την ανανέωνε. Έτσι επιλέχθηκε ο δρόμος της ανοικτής σύγκρουσης, ώστε να καλλιεργηθεί ένα εχθρικό κλίμα προς το Φανάρι. Ο Πατριάρχης θεωρήθηκε εκκλησιαστικός Σουλτάνος και η Προπαγάνδα του Απολυταρχικού Βαυαρικού Κράτους εμφάνισε την πρωτοβουλία του Μάουρερ για αποκοπή από τη Μητέρα Εκκλησία περίπου ως «δεύτερο '21»! Χρησιμοποιώντας το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων το έστρεφαν σταθερά προς το εκκλησιαστικό πατριαρχικό βίωμα και επιχειρούσαν να επιβάλλουν στο Λαό την άποψη ότι όφειλε να θρησκεύει ως Έλληνας πολίτης, εγκαταλείποντας οριστικά και αμετάκλητα το οικουμενικό όραμα της Ελληνικής Ορθοδοξίας. Όπως ακριβώς το Ελλαδικό κράτος είχε οριστικά εγκαταλείψει το όραμα της πολυεθνικής αυτοκρατορίας, δηλαδή το οικουμενικό μοντέλο διάδοσης ίου ελληνικού πολιτισμού.

 

 

Κατά του επιχειρήματος «Ανεξιθρησκία για το κράτος είναι το πλέον αρμοστό παράδειγμα»

1. Ο κρατικός μεγαλοϊδεατισμός της Αστικής Τάξης στον 20ο αι. εμβολιάστηκε κρατικό όραμα του άθεου (κομμουνισμός) ή ανεξίθρησκου (καπιταλισμός) κράτους. Και στα δύο αυτά μοντέλα οργάνωσης, η Εκκλησία είτε ιδεολογικοποιείται (κομμουνισμός) και διώκεται, είτε ηθικοποιείται (καπιταλισμός) και σταδιακά απωθείται.

2. Το κρισιμότερο ίσως ζήτημα είναι η δυνατότητα (υπέρβασης αυτής της αγγίλωσης, η οποία από το 19ο αι. έως τις μέρες μας μετέτρεψε σε πολλές περιπτώσεις την Εκκλησία σε λιβανιστή της ελληνικής εξουσίας. Ασφαλώς, λύση δεν είναι ο χωρισμός Εκκλησίας - Κράτους. Και τούτο γιατί αυτή η ενοποίηση δεν ήταν κυρίως κρατική υπόθεση, αλλά λαϊκή απαίτηση, καθ' όσον ο Ελληνικός λαός, ως εθνότητα, συνειδητοποιήθηκε θρησκευτικά και κυρίως αντιθετικά προς το Ισλάμ ή την Παπική Εκκλησία. Ο χωρισμός Εκκλησίας - Κράτους, ενώ δεν εγκρύπτει κανένα κίνδυνο για την Εκκλησία, υποσκάπτει τη λαϊκή κυριαρχία αφού η Ορθοδοξία πρωτίστως εδράζεται στο λαϊκό βίωμα.

 

 

Μυστήρια και Ορθοδοξία σε σχέση με άλλα Μυστήρια π.χ. Ελευσίνια (βλέπε όραμα Περσεφόνης)

1. Τα μυστήρια είναι απτοί τρόποι μυστηριακής εισόδου του Θεού στην Ιστορία

 

 

Παρατήρηση: Η πρώτη «Ουνία»

1. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ δέχθηκε το δόγμα της δύσης περί filioque και υποσχέθηκε υπακοή στην ρωμαϊκή έδρα και ρωμαϊκή πρωτοκαθεδρία, ενώ κρατήθηκαν στην Ανατολή το αυτό τυπικό, έθιμα και λειτουργικοί κανόνες.

 

 

 

ΠΗΓΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ

Περιοδικά

1. Ιστορικά Θέματα, τεύχος 18

2. Τρίτο Μάτι, τεύχος 117

 

 

 

 

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ