ΘΥΣΙΕΣ & ΕΝΑΓΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

 Μια παρουσίαση των θυσιαστικών τελετών, αναίμακτων και μη, της αρχαίας θρησκείας η οποία σκοπό έχει να ρίξει άπλετο φως στην θρησκευτικότητα και τις συνήθειες του αρχαίου Έλληνα θρησκευόμενου, ώστε να είναι δυνατή η σύγκριση της παλαιάς Εθνικής θρησκείας με  εκείνη την παρουσιαζόμενη από τους νεοΕθνικούς της φανατικής μερίδας, διότι οι τελευταίοι ως ευρύτερα γνωστό, παρουσιάζουν μόνο όσα εξυπηρετούν τους σκοπούς τους, ενώ αποκρύπτουν πλείστα άλλα που κάνουν στην κυριολεξία τις θεωρίες τους περίγελες για τις μισές τους αλήθειες.

 

 

1.

 

 

ΘΥΣΙΕΣ

 

α. Είδη Θυσίας

β. Ελάφια

γ. Άγρια Ζώα

δ. Καθάρσεις

ε. Θυσίες σκύλων στην θεά Μανία

στ. Καύσεις ζωντανών ζώων στην Άρτεμη

 

 

2.

 

 

ΝΕΟΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΕΣ ΑΠΑΤΕΣ

 

 

 

3.

 

 

ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

 

 

 

4.

 

 

ΠΗΓΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ

 

 

 

 

 

ΟΙ ΘΥΣΙΕΣ

 

ΕΙΔΗ ΘΥΣΙΩΝ

Ήδη από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα η J.E. Harrison [Prolegomena to the Study of Greek Religion, N.Y. 1922] είχε διαχωρίσει τις δύο όψεις της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας με βάση τις διαφορετικές κατηγορίες τελετών. Η μία είχε θεραπευτική φύση και απευθύνονταν, με πύρινες θυσίες σε βωμούς, στους Ολύμπιους θεούς, ενώ η άλλη είχε χαρακτήρα εξιλέωσης και αποτροπής και απευθύνονταν στις χθόνιες θεότητες και στα πνεύματα των ηρώων, με ολοκαυτώματα χαμηλές εσχάρες και τελετές εξαγνισμού σε τάφρους.

Η επιστημονική έρευνα μάλιστα, από την εποχή της Harrison και κατόπιν, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τον εντοπισμό στις διάφορες εορτές των αρχαίων Ελλήνων του «προ-ομηρικού» χθόνιου «υπόβαθρου» -που κατά την αρχαϊκή εποχή- επικαλύφθηκε από το τυπικό των Ολύμπιων τελετουργιών. Έτσι εύκολα διαπιστώθηκε ότι εορτές όπως π.χ. τα Διάσια προς τιμή του Διός, τα Ανθεστήρια προς τιμή του Διονύσου ή τα Θαργήλια προς τιμή του Απόλλωνα, αντί της αναμενόμενης «θεραπευτικής» τελετουργίας, είχαν σαφή εξιλεωτικό-εξαγνιστικό χαρακτήρα. Αντί για τελετές πύρινης θυσίας, χαράς, ευωχίας, κοινού γεύματος και αθλητικών αγώνων, η επιστημονική έρευνα διαπίστωσε χθόνιες τελετουργίες εξαγνισμού και εξορκισμού, δηλαδή πρωτόγονες τελετές αίματος.

 

 

 

 ΕΛΑΦΙΑ

Ο 9ος μήνας του αττικού έτους (15 Μαρτίου - 15 Απριλίου) ονομαζόταν Ελαφηβολίων. Τα Ελαφηβόλια (ελαφηβιολία ονομαζόταν το κυνήγι των ελαφιών και ελαφηβόλος ο τοξεύων τα ελάφια (ελαφοκτόνος) ήταν εορτή της ¶ρτεμης. Η παλιά ιδιότητα της θεάς του κυνηγιού είχε παραμερισθεί αφότου έπαψε η συνήθεια αυτή να αποτελεί βιοποριστικό μέσο. Αν και το περιεχόμενο της εορτής είχε ξεχασθεί, ωστόσο θυσιάζονταν στην ¶ρτεμη ελάφια για να ευοδωθούν οι θηρευτικές εξορμήσεις (Παπαζατζής 1987: 160 & 173). Θυσίες ελαφιών τελούσαν οι πλουσιότεροι στην εορτής της Ίσιδας στην Τιθορέα της Φωκίδας (Παυς. Χ, 32, 16) και σύμφωνα με επιγραφή του Απόλλωνα της Δήλου (Keller 1887:96). Δεν αποκλείεται όμως πολλά από αυτά να ήταν δάμα και όχι κανονικά ελάφια, όπως αυτό που απεικονίζεται σε αναθηματικό, επίσης ανάγλυφο στην Βραυρώνια ¶ρτεμη (Παπαζατζής 1974: 432, εικ. 259). Πάντως στους Λουσούς της Αρκαδίας αναφέρονται ιερά πάρκα για την προστασία των ελαφιών ενώ κατά μαρτυρία της ύστερης αρχαιότητας (Symmachus Quintus Aurelius Epistolae, V 68), αντί θυσίας γίνονταν προσφορά κεράτων στο βωμό και στο ιερό δένδρο της ¶ρτεμης. Στην Αττική επίσης, αντί πραγματικής θυσίας, προσέφεραν την «έλαφο», που ήταν γλυκό από μέλι, αλεύρι και σουσάμι (Keller 1887: 97)

 

ΑΓΡΙΑ ΖΩΑ

Κατά την διάρκεια των Λαφρίων, εορτή προς τιμή της ¶ρτεμης, την οποία περιέγραψε ο Παυσανίας το Β’ μισό του 2ου αιώνα μ.Χ. (VII, 18, 8-13) εκτελισσόταν ένα πολύ βάρβαρο έθιμο. Πρόκειται για ολοκαύτωμα διάφορων ζώων, εκ των οποίων πολλά άγρια, όπως ελάφια, ζαρκάδια, αγριόχοιροι ακόμη και λύκοι ή αρκούδες. Αυτά καίγονταν ζωντανά σε ένα τεράστιο βωμό κατασκευασμένο από τεράστιους κορμούς δένδρων. Η εορτή, σκοπός της οποίας ήταν να εξευμενιστεί η θεά και να προστατεύει τα ζώα, είχε μεταφερθεί στην Πάτρα από την Αιτωλική καλυδώνα, όπου, όπως σε όλη την ορεινή Δ. Ελλάδα, ο θηρευτικός βίος είχε μεγαλύτερη διάρκεια από ότι στην υπόλοιπη χώρα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ιέρεια της ¶ρτεμης έκλεινε την πομπή, η οποία προηγούνταν του ολοκαυτώματος, καθισμένη σε άρμα που σύρονταν από ελάφια, σκηνή που παρίσταται και σε νομίσματα της πόλης των ρωμαϊκών χρόνων (Παπαχατζής 1980:92, εικ. 40, δ)

 

ΚΑΘΑΡΣΕΙΣ

 

- [Θρησκειολ.] Κάθαρση καλείται το σύνολο των ενεργειών εκείνων, δια των οποίων επιδιώκεται η από ακαθάρτων στοιχείων και πνευμάτων απαλλαγή κυρίως μεν του ανθρώπου, αλλά και άψυχων αντικειμένων και ζώων χρησίμων εις τον άνθρωπο (1). Η τοιαύτη απαλλαγή του ανθρώπου αποτελεί την αρνητική πλευρά της καθαγιάσεως του ανθρωπίνου βίου, ήτις εμφανίζεται ως κοινωνική ανάγκη εν πάση θρησκευτική κοινότητα και της οποίας την θετική πλευρά αποτελεί ο σύνδεσμος προς τα αγαθά πνεύματα και ο δια του τρόπου τούτου εφοδιασμός του ανθρώπου δια νέων και ανώτερων δυνάμεων. Το ξένα εκείνα στοιχεία και πνεύματα νοούνται ως εισχωρούντα εντός του ανθρώπου, υποτάσσοντα αυτόν υπό την ιδίαν αυτών εξουσία ή βαρύνοντα αυτόν δια ενοχής και αμαρτίας. Η κάθαρση δύναται να νοηθεί, εν μέρει του άχιστον, ως απορρέουσα εκ των περί ταμπού παραστάσεων των πρωτογόνων λαών, συνεπεία των οποίων δημιουργηθήκαν έθιμα και τελετές αποσκοπούσες την από του ανθρώπου απομάκρυνση δυνάμεως, της οποίας εξ αβλεψίας και αναρμοδίως κατέστη κοινωνώς, ή την απαλλαγή αυτού από επιβλαβών καθόλου δυνάμεων. Βραδύτερον θεωρείται η κάθαρση, και ιδία η υπό την μορφή του εξορκισμού γνωστή αυτής μορφή, ως επιφέρουσα την απαλλαγή του ανθρώπου από προσωπικών πνευμάτων και δαιμόνων, οι οποίες έλαβαν κατοχή αυτού και προξενούσι δι’ αυτού δυστυχήματα εις το σύνολο της θρησκευτικής κοινότητος. Ειδική περίπτωση ενταύθα είναι ο τρόπος της ιάσεως στους πρωτόγονους λαούς, όστις συνίσταται εις την εκ του ασθενούς εκδίωξη των πονηρών πνευμάτων, αιτίων της ασθενείας. Η προσοχή όμως στρέφεται εντατικότερα προς την άρση της μολύνσεως των ζώντων στις περιπτώσεις θανάτου, όστις παρίσταται ως δαίμων,  απειλών τους πάντας δια της παρουσίας αυτού. Μετά του αυτού ενδιαφέροντος προσέχουσι και εις τα διάφορα στάδια του ανθρωπίνου βίου και τα σπουδαιότερα εν αυτώ γεγονότα, την γέννηση, την εις την εφηβική ηλικία είσοδο, τον γάμο κ.λ.π. Εννοείται όμως, ότι σύν τω χρόνω και παρά μερικούς λαούς, ως λ.χ. παρά τους Πέρσες, η αρχή εκείνη της μολύνσεως προσλαμβάνει χαρακτήρα ηθικόν. Τα μέσα,  με τα οποία συντελείται η κάθαρση, είναι το μεν υλικές ουσίες, το δε και μερικές ενέργειες. Υλικές ουσίες είναι το ύδωρ, το αίμα, τα ούρα, το έλαιον, ο οίνος, η τέφρα, ο καπνός, δηλαδή το μεν στοιχεία της ζωής (ύδωρ, οίνος), το δε ως μεταδίδοντα οργανική δύναμη (ούρο), το δε ως περιέχοντα φυτική δύναμιν (οίνος, έλαιον) το δε τέλος ως εγκλείοντα εν εαυτοίς την δύναμη της εστίας και του βωμού (τέφρα). Ως τοιαύτα είχαν ανέκαθεν θρησκευτική σημασία και ήσαν εν χρήσει θρησκευτική. Είναι όμως φανερό, ότι μερικά εκ των μέσων τούτων την καθαρτική αυτών δύναμιν, την οποία πιστεύονται κεκτημένα, οφείλουν και εις το γεγονός, ότι χρησίμευαν συγχρόνως εις την από του ρύπου απαλλαγή του σώματος, ως το ύδωρ. Εκ των ενεργειών, οι οποίες χρησιμοποιούντο προς κάθαρση, μνημονεύουμε τις κυριότερες. Αυτές είναι εντριβές, κρούσεις, πλήγματα, ακόμη δε και το μαστίγωμα, το όποιον ήτο λίαν σύνηθες παρά Πέρσαις προς αποδίωξη των δαιμόνων. Σε αυτές προσθετέον διαφόρους μορφές της ασκήσεως, ως και ποικίλα προς το πυρ συνδεόμενα έθιμα. Τέλος χρησιμοποιείται και η δύναμις του λόγου, δια της οποίας καθαίρεται ο άνθρωπος, εκδιωκομένου του πονηρού. Η κάθαρσης προσλαμβάνει, ως υποδηλώσαμε, ηθικόν περιεχόμενο συν τω χρόνω, επιδιωκόμενης δι’ αυτής της από της ένοχης καθόλου και της αμαρτίας ιδία απαλλαγής, αν και αυτή δεν νοείται πάντοτε υπό την αυστηρώς ηθική σημασία της λέξεως, και της ανακαινίσεως του ανθρώπου. Εν πάση περιπτώσει η τοιαύτη απολυτρωτική κάθαρση προϋποθέτει παράπτωμα έχων οπωσδήποτε σχέση προς τον ηθικόν νόμο. Σαφώς καταφαίνεται τούτο εν τη καθάρσει τη αποσκοπούση τον εξιλασμό του φόνου. Αυτή απέβλεπε μεν το κατ’ αρχάς στην απαλλαγή από της μολύνσεως της επιφερομένης δια της επαφής του νεκρού, βραδύτερον όμως σκοπό έχει την από της ενοχής και του βάρους του εγκλήματος απαλλαγή. Την τοιαύτη απολυτρωτική κάθαρση απαντούμε συχνά στους Έλληνες, δεν ελλείπει δε και από του Ισραήλ. Κατά τους χρόνους του Χρίστου σε πολλή χρήση προς κάθαρση είναι το ύδωρ. Το στοιχείο αυτό, το οποίο χρησιμοποιούνταν στην αρχή όπως πλένεται δι’ αυτού ο ως υλικός νοούμενος ρύπος της ενοχής, θεωρείται βραδύτερα ως σύμβολο της αναγεννήσεως και του ανακαινισμού του ανθρώπου, ως τοιούτο είναι δε η σε πολύ χρήση στις μυστηριακές θρησκείες και αργότερα στον Ισλαμισμό, ο οποίος διατηρεί και πολλαπλασιάζει τους εκ του Ιουδαϊσμού παραληφθέντος δι’ ύδατος καθαρμούς. Το ύδωρ μεταχειρίζεται και ο Χριστιανισμός, άλλα μόνον κατά το βάπτισμα, και δηλαδή στερημένο πάσης μαγικής παραστάσεως. Έτσι διακρίνεται αφ’ ενός μεν από των μυστηριακών θρησκειών δια της ελλείψεως πάσης μαγικής πίστεως, αφ’ ετέρου δε από του Ιουδαϊσμού και του απ’ αυτού εξαρτωμένου Ισλαμισμού διά της από των συχνών τελετουργικών λούσεων απαλλαγής. Παραδείγματα τίνα εκ των κυριότερων θρησκειών είναι αρκετά, όπως καταστήσουν σαφέστερες τις ανωτέρω γενικότερες παρατηρήσεις περί της καθάρσεως. Στις σημιτικές θρησκείες οι καθαρμοί αποτελούν μέρος των σπουδαιότερων εξιλαστικών ενεργειών του ιερέα.  Τα πρόσωπα, τα οποία δέον να καθαρθούν, ραντίζονται δι’ ύδατος ή και πλένονται δι’ αυτού. Επίσης χρίονται δι’ ελαίου, το οποίο κέκτηται αγιαστική δύναμη. Αγιασμένο ύδωρ εκ του Τίγρη ή του Ευφράτη και καθαρό έλαιο αποπλένουν το εν τω ανθρώπω ακάθαρτο, το οποίο μεταφέρεται επ’ αυτά. Με την βοήθεια δε των ποικίλων μέσων του εξορκισμού εκδιώκεται το ακάθαρτο στην έρημο, το «καθαρό» τόπο, όπου διατρίβουν οι δαίμονες. Οι ιερείς της Βαβυλώνας έφεραν το όνομα καθαροί, όπερ απαντούμε και στην Αίγυπτο ως χαρακτηρισμό ορισμένης τάξεως ιερέων, αν και ενταύθα η εν αυστηρότερα έννοια κάθαρση περιορίζονταν στο νεκρό. Λίαν διαδεδομένο ήταν το έθιμο της καθάρσεως εν Περσία, ένθα ο βίος θεωρείτο ως διαρκής τις άγων εναντίον του ακαθάρτου, όπερ ήταν στενά συνδεδεμένο προς την θάνατον, τους δαίμονας και την αρχή καθόλου του πονηρού, τον Αρειμάν. Υλικό μέσον καθάρσεως ήταν σε χρήσει προ πάντων η λούση, και δη πρώτον μεν δια των ούρων βοός, μετά δε τούτο δι’ ύδατος, όπερ κέκτηται αγιαστική καθόλου δύναμη. Πλην όμως του καθαρτικού τούτου μέσου χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες και άλλοι, και το μαστίγωμα, κατέχουμε δε περιγραφές του τρόπου και των οδών τις οποίες ακολουθεί ο δαίμων, ίνα εξέλθει εκ του σώματος. Και η καταστροφή ζώων ανηκόντων εις την παράταξη του Αρειμάν, ως λ.χ. όφεων και σκορπιών, συντελεί στην κάθαρση του θανατώνοντας αυτά. Συμφώνως δε προς την κοσμοθεωρία, επί της οποίας στηρίζεται η θρησκεία του Ζωροάστρη, η κάθαρση προσλαμβάνει τέλος και ηθικόν χαρακτήρα, αποσκοπούσα στην από της δυνάμεως της πονηρής αρχής απαλλαγή, ίνα αναπτυχθούν ακωλύτως οι αρετές της φιλαληθείας, της δικαιοσύνης, της αγνότητας, της αγαθοεργίας κ.λ.π. Η Ινδική θρησκεία γνωρίζει επίσης διάφορα μέσα καθάρσεως, το μεν από ακαθάρτων ουσιών, το δε από του πονηρού ή της αμαρτίας·
τοιαύτα είναι το ύδωρ, το πυρ, ο καπνός, το βέλος, η ράβδος και στηρίζονται επί συμβολισμού, εν τω οποίο όμως σύμβολο και συμβολιζόμενο συνδέονται στενά προς άλληλα κατά κάποιο μυστικό τρόπο. Όπως δε και στις άλλες θρησκείες, τα μέσα αυτά συνδέονται στενά προς την μαγεία, εξ ης και κατάγονται. Η ιαπωνική θρησκεία σχετίζει μεγάλως προς αλλήλας την έννοια του ακαθάρτου και την έννοια του κακού, ως βλέπουμε ήδη εκ της μυθολογίας της χώρας ταύτης, στην οποία εμφανίζεται μάλιστα και θεός της ακαθαρσίας και του κακού, εξουδετερούμενος υπό αντιστοίχου θεότητας της καθαρότητας, αίρουσης την ακαθαρσία και το κακό. Κυριώτατο μέσο καθάρσεως είναι και εδώ το ύδωρ. Όταν ο Izanagi μολύνθηκε δια της εις Άδη καταβάσεως αυτού, σπεύδει μετά την άνοδο να καθαρθεί, ως η Ήρα και η Αλκήστη, δια θαλασσίου λουτρού. Μεγάλη σημασία κέκτητο η κάθαρση και δια την θρησκεία των Ελλήνων, οι οποίοι λατρεύουν τον Απόλλωνα ως τον θεό των καθαρμών και του δι’ αυτών συντελουμένου εξιλασμού. Παλαιότατες τελετές καθάρσεως και εξιλασμού αποβαίνουν σύν τω χρόνω εορτές του Απόλλωνος. Το παράδειγμα προς καθαρμό δίδει αυτός ο θεός, ο οποίος μετά τον φόνο του Πύθωνα υποβάλλει εαυτό σε μακράν κάθαρση. Καθόλου δε ο δελφικός θεός είναι ο φρουρός και ο επόπτης των τελετουργιών καθαρότητας και ο νομοθέτης των διαφόρων τρόπων της καθάρσεως. Η κάθαρση αυτή στερείται κατά το πλείστον ηθικού χαρακτήρα και μόνον κατά τους ύστερους χρόνους σχετίζεται προς το καθαρώς ηθικόν φρόνημα. Περί πολλού ποιούσαν τις καθάρσεις και οι ορφικοί, οι όποιοι τους αμύητους νόμιζαν ακάθαρτους, «ἐν βορβόρῳ κειμένους», και μετά θάνατο. Γνωστή είναι τέλος η περί Επιμενίδη διήγηση, ο οποίος εκλήθη στην Αθήνα, ίνα δι’ αγνισμών καθάρη την πόλη από του άγους. Εκ των μυστηριακών θρησκειών εξέχουσα κατέχει θέση ως προς την εν αυτή σημασία της καθάρσεως, η θρησκεία του Μίθρα, της οποίας οι μύστες απαλλάσσονταν του ρύπου ραντιζόμενοι δια αίματος ταύρου, σύμβολο του ηλίου. Και στην Ιουδαϊκή θρησκεία δεν είναι άγνωστη η κάθαρση. Σε αυτή γίνεται χρήση είδος βαπτίσματος. Ο Ιωάννης βαπτίζει στο νερό, συχνά δε γίνεται λόγος περί καθαρού και ακάθαρτου, και στα ευαγγέλια, εξ αφορμής των φαρισαϊκών εθίμων. Η μωαμεθανική θρησκεία τέλος προσέδωσε εξαιρετική σημασία εις την κάθαρση, αφ’ ενός μεν πολλαπλασιάσασα τους δι’ ύδατος αγιασμούς, αφ’ ετέρου δε προβάλουσα οδηγίες, κατά τις οποίες πρέπει να τελούνται οι λούσεις των πιστών. Ούτως εκ περί ταμπού παραστάσεων και εκ της πράξεως των πρωτογόνων λαών, δια της οποίας επεδίωκαν την αποτροπή της «Μανά», της επικίνδυνης δυνάμεως, και την άμυνα κατά των πνευμάτων, γεννήθηκε βαθμηδόν η διάκριση μεταξύ καθαρού και ακαθάρτου, ιδίως αφ’ της στιγμής οι πρωτόγονες  εκείνες παραστάσεις συνδεθήκαν μετά πίστεως εις θεούς. Η απαίτηση προς καθαρότητα θεωρείται ως έκφραση της βουλήσεως θεών, σύν τω χρόνω δε πληρούται, εν μέρει τουλάχιστον, υπό ηθικού περιεχομένου, αποβάλλουσα τον μονομερώς τελετουργικό αυτής χαρακτήρα. Η μεταβολή αυτή καταφαίνεται σαφέστατα στην κάθαρση από του ρύπου του φόνου, η οποία καθίσταται κάθαρση από του εγκλήματος και προσκτάται εξιλαστική δύναμιν εν ηθική σημασία.

 

Σημειώσεις α.α.

1. Οι καθάρσεις του παγανισμού σε μια φύση που θεωρείται ακάθαρτη, αποδεικνύουν περίφημα πως η παγανιστική θρησκεία δεν είναι μια «πράσινη οικολογία», όπως διαπιστώνουν διάφοροι υποστηρικτές του νεοπαγανισμού, ως ο Μιχάλης Καλόπουλος: «Οι Έλληνες λοιπόν ήταν σε θρησκευτική βάση οικολόγοι (!)».

 

Βιβλιογραφία

1. Πρβλ.  Ιστορίας Θρησκευμάτων: Thiele-Söderblom, von Orelli, Chantepie de la Saussaye, εκδ. 4 υπό Bertholet, και Lehmann και τις εν αυτώ αναφερόμενες ειδικές πραγματείες.

Πηγή: Λούβαρης Ν.Ι., Καθηγητής της Εισαγωγής και Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στο Εθνικό Πανεπιστήμιο, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ιγ΄, σσ. 456-457
 

ΘΥΣΙΕΣ ΣΚΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΘΕΑ ΜΑΝΙΑ

 

Η πληροφορία σύμφωνα με την οποία στην θεά Μανία θυσιάζονταν σκυλιά στην αρχαιότητα, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, καθόσον η παρουσία τέτοιων θρησκευτικών εθίμων, ανατρέπει κάθε βαρύγδουπη, πλην κενού περιεχομένου, προσπάθεια των νεοπαγανιστών να διδάξουν το κοινό της νεότερης Ελλάδας, ότι δήθεν η αρχαία θρησκεία ήταν «οικολογική» και «πράσινη» (2). Όταν ο «καλύτερος φίλος» του ανθρώπου από το ζωικό βασίλειο, ο σκύλος, θυσιάζεται στην θεά Μανία, κανείς δεν ξέρει αν είναι η θεά εκείνη που έχει την μανία ή οι πιστοί μια ανούσιας θρησκείας.

 

Σημειώσεις

1. Σαμοθράκης Α.Θ. Ιατρός, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ιστ΄, σελ. 613

2. Πρβλ. Η αναβίωση της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας, Ρ. Αναστασάκης, Μ. Βερέττας, Μ. Δημόπουλος, Μ. Καλόπουλος. Μ. Κιουλαφά, Π. Μαρίνης, Χ. Μήνη, Στ. Μυτιληναίος, Γ. Σπυρόπουλος, Ο. Τουτουνζή, Γ. Τσαγκρινός, Εισαγωγή Εύα Αυλίδου, Εκδόσεις Αρχέτυπο, Έκδοση Α΄ Απρίλιος 2002, Θεσσαλονίκη

 

 

ΚΑΥΣΕΙΣ ΖΩΝΤΑΝΩΝ ΖΩΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΤΕΜΗ

 

Ακραία Λατρευτικά δρώμενα στη Μεσσήνη

Με τελετές καύσης ζώντων ζώων θυσίαζαν στην Αρτέμιδα Λιμνάτιδα, την οποία ο καθηγητής κ. Πέτρος Θέμελης ταυτίζει με τη Λαφρία

 

Το ιερό της Αρτέμιδος Λιμννάτιδος (στη μεγάλη φωτογραφία και αριστερά) μετά την ολοκλήρωση των εργασιών διαμόρφωσης και αποκατάστασης. Δεξιά, αναπαράσταση του ιωνικού ναΐσκου με το λατρευτικό άγαλμα της κυνηγέτιδος θεότητας (Πηγή: Μαρία Θέρμου, Εφημερίδα Το Βήμα, Τετάρτη 1 Αυγούστου 2007, σελ. Α21)

 

Θυσίες στον βωμό των θεών, αιώνες πριν. Στη Μεσσήνη, η οποία άκμασε μεν κατά την ελληνιστική εποχή, τα ιερά της όμωδ ήταν πανάρχαια, οι θυσίες άγριων και μη θηλαστικών ζώων και πτηνών μαζί με την καύση καρπών αποτελούσαν κοινές τελετουργικές πράξεις. Η Άρτεμις Λιμνάτις, την οποία ο καθηγητής κ. Πέτρος Θέμελης, ανασκαφέας της Μεσσήνης, ταυτίζει με τη Λαφρία, την οποία παραδίδει και ο Παυσανίας, λατρευόταν με αυτόν τον τρόπο. Παρόμοιες τελετές γίνονταν και στο πλαίσιο της λατρείας της Ειλειθυίας και των Κουρητών, τα ιερά των οποίων βρίσκονται επίσης στη Μεσσήνη, σε μια πλαγιά του βουνού της Ιθώμης.

Ο Παυσανίας λοιπόν αναφέρεται ιδιαιτέρως σε αυτά τα ακραία λατρευτικά δρώμενα, κατά τα οποία έριχναν στη φωτιά ζωντανά ζώα. Πρόκειται ωστόσο για ένα άγριο μεν, πλην πανάρχαιο έθιμο, όπως λέει ο κ. Θέμελης, που είχε σχέση με τη λατρεία των χθόνιων θεοτήτων. Οι Μεσσήνιοι γνώρισαν και υιοθέτησαν τη λατρεία της Λαφρίας από τους Καλυδωνίους, όταν ως φυγάδες είχαν παραμείνει για ένα διάστημα στη Ναύπακτο, όπως προσθέτει ο ίδιος. Και αυτό το ολοκαύτωμα μάλιστα ήταν ανάλογο με τα λατρευτικά δρώμενα που τελούνταν και στην περιοχή της Πάτρας.

Μια περισσότερο ακραία παράδοση εξάλλου, η οποία αναφέρεται σε γραπτές πηγές, μιλάει για τον μεσσήνιο στρατηγό Αριστομένη, ο οποίος θυσίασε στον Ιθωμάτα Δία 300 αιχμαλώτους, όπως υπενθυμίζει ο κ. Θέμελης. Μεταξύ τους μάλιστα ήταν και ο βασιλιάς των Λακεδαιμονίων Θεόπομπος, ως «ἱερεῖον εὐγενὲς». Μια ανθρωποθυσία ανάλογη με εκείνες οι οποίες γίνονταν για τον Λύκαιο Δία σε μια εποχή απέλπιδων προσπαθειών εξευμένισης των θεών.

Μόλις πριν από λίγο καιρό ολοκληρώθηκαν οι εργασίες διαμόρφωσης και αποκατάστασης στο ιερό της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος, το οποίο βρίσκεται στη θέση Σπέλουζα, ΒΑ του χωριού Μαυρομμάτι, σε πλάτωμα περίπου στο μέσον της απόστασης προς την κορυφή της Ιθώμης. Το ιερό -για την ακρίβεια, τα θεμέλια ενός ιωνικού ναΐσκου με δύο κίονες εν παραστάσει, βωμό και περίβολο τεμένους- ήταν εγκαταλειμμένο στην τύχη του από την εποχή κατά την οποία το έφερε στο φως ο γάλλος αρχαιολόγος Φίλιπ Λεμπάς, το 1844. Μία επιγραφή με τα ονόματα των ιερέων της Λιμνάτιδος οδήγησε στην ταύτιση του ιερού, ενώ μία ακόμη, που αναφέρει «ρειαν Λιμντιδος Ἀρτμιδος» βρέθηκε κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα.

Ο επιμελής καθαρισμός του χώρου έχει αναδείξει τα κατάλοιπα του ιερού, στο μέσον του οποίου υπάρχει ακόμη η βάση από το άγαλμα της θεάς, το οποίο, όπως αναφέρει ο Παυσανίας, ήταν έργο του μεγάλου μεσσήνιου γλύπτη Δαμοφώντος. Επίσης αποκαλύφθηκε ο βωμός. Πανάρχαιη προελληνική θεότητα της φύσης, της ζωής και του θανάτου, Πότνια Θηρών ήταν η Άρτεμις Λαφρία, το λατρευτικό άγαλμα της οποίας στη Μεσσήνη την εικόνισε ως κυνηγέτιδα (θηρεύουσαν κατά τον Παυσανία), όπως ακριβώς και τη Λαφρία της Καλυδώνος Και πως μπορεί να τη φανταστεί κανείς; Σε χάλκινα νομίσματα της Μεσσήνης η θεά Άρτεμις στέκεται όρθια με κοντό χιτώνα και δόρυ στο δεξί χέρι, ακουμπώντας αριστερά σε κιονίσκο και συνοδευόμενη από σκύλο. Πρόκειται για μια απεικόνιση του λατρευτικού αγάλματος της Λαφρίας, όπως επισημαίνει ο κ. Θέμελης.

Όσο για τα μικρά ιερά της Ειλειθυίας και των Κουρητών (ένας λατρευτικός θάλαμος για την ακρίβεια), το πρώτο ήταν αφιερωμένο στην πανάρχαια επίσης, χθόνια θεότητα της ζωής και της φύσης αλλά και της γέννας. Γι’ αυτό προσέτρεχαν σε αυτήν οι επίτοκες και αρτίτοκες γυναίκες, όπως μαρτυρούν και τα ανθρωπόμορφα ειδώλια με φουσκωμένη κοιλιά που βρέθηκαν στο ιερό. Ο θάλαμος των Κουρητών, που αναφέρει ο Παυσανίας, είναι το άλλο μικρό ιερό, το οποίο σχετίζεται με τον γνωστό μύθο της προστασίας του νεογέννητου Δία από τους Κουρήτες. Το ζήτημα είναι, όπως λέει ο κ. Θεμέλης, ότι όσο πηγαίνει κανείς πιο βαθιά στον χρόνο τόσο περισσότερο οι λατρείες απομακρύνονται από τα ευκόλως παραδεκτά για την εποχή μας.

Πηγή: Μαρία Θέρμου, Εφημερίδα Το Βήμα, Τετάρτη 1 Αυγούστου 2007, σελ. Α21

 

 

ΠΗΓΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ

 

Περιοδικά

1. Corpus

 

Εφημερίδες

1. Το Βήμα, Τετάρτη 1 Αυγούστου 2007

 

Εγκυκλοπαίδειες

1. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμοι Ιγ΄, Ιστ΄

 

Βιβλία

1. Η αναβίωση της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας, Ρ. Αναστασάκης, Μ. Βερέττας, Μ. Δημόπουλος, Μ. Καλόπουλος. Μ. Κιουλαφά, Π. Μαρίνης, Χ. Μήνη, Στ. Μυτιληναίος, Γ. Σπυρόπουλος, Ο. Τουτουνζή, Γ. Τσαγκρινός, Εισαγωγή Εύα Αυλίδου, Εκδόσεις Αρχέτυπο, Έκδοση Α΄ Απρίλιος 2002, Θεσσαλονίκη

 

 

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ