ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΠΛΗΞΙΑ 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

 Θ' ΜΕΡΟΣ 

 

ΚΟΙΝΟΤΟΠΑ ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

 

  24. «Ελληνισμός=Ελληνική Θρησκεία. Ο Ελληνικός πολιτισμός όχι απλώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την Εθνική μας Θρησκεία αλλά γεννήθηκε από αυτήν. Η Εθνική μας Θρησκεία είναι η γενεσιουργός αιτία του πολιτισμού μας, δεν είναι απλώς μέρος του Ελληνικού πολιτισμού».

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Τι πάει να πει «Ελληνισμός=Ελληνική Θρησκεία»; Από πού κι ώς πού το έθνος ταυτίζεται για πάντα με θρησκεία; Οι άθεοι Εβραίοι τι εθνικότητας είναι άραγε; Τα ίδια βέβαια ισχύουν και για εκατομμύρια ανθρώπων οι οποίοι σύμφωνα με τις θεωρίες  μερικών Νεοεθνικών έχουν χάσει την εθνικότητά τους απλώς επειδή είναι άθρησκοι.  

Από πού το έβγαλαν το συμπέρασμα αυτό οι Νεοπαγανιστές, ότι είναι η θρησκεία που έφτιαξε το έθνος κι όχι το έθνος που έφτιαξε τη θρησκεία; Δηλαδή, στην αρχή δεν υπήρχαν άνθρωποι, ούτε έθνη, αλλά μόνο η θρησκεία από μόνη της, και αυτή έφτιαξε τους ανθρώπους σε έθνη; Το αληθές είναι ακριβώς το αντίθετο: οι άνθρωποι, οι φυλές, τα έθνη φτιάχνουν την θρησκεία, την παρατούν, την δέχονται, την βελτιώνουν. Δεν περίμεναν οι Έλληνες να λατρεύσουν το Δία για να είναι Έλληνες. 

Αλήθεια, η Παγανιστική θρησκεία ήταν αυτή που διαμόρφωσε τον ελληνικό πολιτισμό; 

-Ο Διογένης ο Κυνικός έλεγε για τις αναθηματικές επιγραφές πιστών που σώθηκαν χάρη σε μια θεότητα˙ «θα ήταν πολύ περισσότερες, αν και εκείνοι που δεν είχαν σωθεί, είχαν κάνει αφιερώσεις» (Διογένης Λαέρτιος, VI, 59). Ο Διογένης επίσης «όταν είδε κάποτε τους υπεύθυνους της περιουσίας ενός ιερού να τραβολογάν κάποιον που είχε κλέψει μια φιάλη είπε: οι μεγάλοι κλέφτες σέρνουν τον μικρό» (Διογένης Λαέρτης, VI, 45). Μεγάλοι κλέφτες, λοιπόν, οι ειδωλολάτρες που φρόντιζαν για τα ιερά.

-Όταν ο Επίκουρος έγραφε πως δεν συμπαθεί την λατρεία και τις αντιλήψεις των Ελλήνων περί θεών, είναι η φιλοσοφία του ελληνικός πολιτισμός ή όχι; Ο Επίκουρος γράφει: «εγώ όσα πράγματα γνωρίζω, το πλήθος τα αποδοκιμάζει, κι όσα το πλήθος επιδοκιμάζει, εγώ δεν τα γνωρίζω καθόλου» (Σένεκας, Epist., 29,10).

-Ο Ηράκλειτος περιφρονεί τη μυθολογία και τους ποιητές λέγοντας (Απ. 104): «Γιατί ποιος είναι ο νους τους ή η φρόνησή τους; Πείθονται απ’ τους τραγουδιστές του λαού και παίρνουν τον όχλο για δάσκαλό τους..» (Τίς γάρ αὐτῶν νόος ἤ φρήν; δήμων ἀοιδοῖσι πείθονται καἰ διδασκάλῳ χρείωνται ὁμίλῳ..»). Μα, αυτοί οι ποιητές είναι οι δημιουργοί των μύθων της αρχαίας θρησκείας. Αυτό είναι απόρροια της ειδωλολατρικής θρησκείας;  Όταν επίσης ο Ο Ηράκλειτος χλευάζει την θυσία ζώων που έκαναν οι ειδωλολάτρες και ειρωνεύεται τις προσευχές τους προς τα είδωλα (Απ. 5): «Καθαρίζονται μαιανόμενοι μ’ άλλο αίμα, όπως κάποιος που, χωμένος μέσα στη λάσπη, θα ήθελε να ξεπλυθεί με λάσπη. Αν κάποιος τον έβλεπε να κάνει κάτι τέτοιο θα τον έπαιρνε για μανιακό. Και σε τέτοια αγάλματα προσεύχονται, όμοιοι μ’ εκείνον που θα φλυαρούσε μέσα στο σπίτι του, χωρίς να γνωρίζει ποιοι είναι θεοί και ποιοι ήρωες» («Καθαίρονται δ’ ἄλλῳ αἵματι μιαινόμενοι οἷον εἴ τις εἰς πηλόν ἐμβάς πηλῷ ἀπονίζαιτο˙ μαίνεσθαι δ’ ἄν δοκοίη, εἴ τις αὐτόν ἀνθρώπων ἐπιφράσαιτο οὕτω ποιέοντα˙ καί τοῖς ἀγάλμασι δέ τουτέοισιν εὔχονται, ὁκοῖον εἴ τις δόμοισι λεσχηνεύοιτο, οὔ τι γινώσκων θεούς οὐδ’ ἥρωας οἵτινές εἰσι»), αυτό το γράφει υπέρ της αρχαίας θρησκείας και των θυσιών που γίνονταν;

-Ο Ηράκλειτος διακηρύσσει επίσης ότι ο Όμηρος είναι άξιος «ἐκβάλλεσθαι ἐκ τῶν ἀγώνων καὶ ῥαπίζεσθαι», δηλ. να εκβάλλεται από τους αγώνες και να ραπίζεται. Τα λέει αυτά ένας Έλληνας φιλόσοφος για τον συγγραφέα των κυριώτερων έργων της κλασσικής αρχαίας θρησκείας.

-Ο Ηράκλειτος απειλεί τους ιεροφάντες, μάγους και μυσταγωγούς με μεταθανάτια τιμωρία (Απ. 14): «Σε ποιους προφητεύει ο Ηράκλειτος; Σε πλανώμενους τη νύχτα αλήτες, μάγους, βάκχους, μαινάδες και μύστες˙ αυτούς απειλεί με μεταθανάτια τιμωρία, σ’ αυτούς προφητεύει τη φωτιά...» (Τίσι δή μαντεύεται Ἡράκλειτος ὁ Ἐφέσιος; νυκτιπόλοις, μάγοις, βάκχοις, λήναις, μύσταις˙ τούτοις ἀπειλεῖ τά μετά θάνατον, τούτοις μαντεύεται τό πῦρ..»). Όταν τα λέει αυτά ο Ηράκλειτος, είναι απόρροια της αρχαίας θρησκείας, όπως αυτή υπήρχε με τα απαράλλαχτα, έθιμα και τελετουργικά της;

-Ο Δημόκριτος δίδασκε ότι η θρησκεία είναι δημιούργημα του φόβου, της δεισιδαιμονίας και της αμάθειας. Οι άνθρωποι μη μπορώντας να εξηγήσουν τα φυσικά φαινόμενα θεωρούσαν τους «θεούς» αίτιούς των (Σέξτος Εμπειρικός, IX, 2).

-Ο Ίππων ο Σάμιος δίδασκε ότι οι θεοί ήταν κάποτε ήρωες ή μεγάλες προσωπικότητες που αποθανατίστηκαν. Έτσι όμως αρνούνταν τη θεϊκή φύση τους.

-Όταν ο Αριστοτέλης ξεκάθαρα λέει ότι «επειδή έτσι τα είπαν οι παλιότεροι δε σημαίνει πως είναι κι έτσι», και στα «Μετά τα Φυσικά» ( Β΄ 1000a 18-19) γράφει: « ἀλλὰ περὶ μὲν τῶν μυθικῶν σοφιζομένων οὐκ ἄξιον μετὰ σπουδῆς σκοπεῖν» («όσους όμως σοφίστηκαν μυθολογικές εξηγήσεις, δεν αξίζει να τους μελετάμε σοβαρά»), μήπως οφείλεται η σκέψη του στην αρχαία θρησκεία; Ο Αριστοτέλης λέει (Μετά τα Φυσικά, Λ’, 6, 1071b, 24-28) για την Πολυθεϊστική Μυθολογία, ότι «αν σκεπτόμασταν όπως οι θεολόγοι που γεννούν τον κόσμο από τη νύχτα, θα καταλήγαμε ότι κανένα από τα όντα δεν υπάρχει» κι ότι οι μυθολογικές περιγραφές προστέθηκαν για να εξασφαλίζεται η ευπείθεια του πολύ κόσμου (Μετά τα Φυσικά, Λ’, 8 (1074b 5))! «Ο λόγιος Αριστοτέλης, αν και θεωρεί εύλογο το ότι οι άνθρωποι πιστεύουν στα θεόσταλτα όνειρα, τα απορρίπτει· διαφορετικά οι θεοί θα επικοινωνούσαν με τους ανθρώπους και την ημέρα – πάντως όχι με τους ανόητους, όπως συμβαίνει – ενώ θα έστελναν όνειρα ακόμη και στα ζώα (Περί της καθ’ ύπνον μαντικής 462b. 18 κ.ε.). Ο σκεπτικιστής φιλόσοφος, συγκλίνοντας με αντιλήψεις που εμφανίζονται στο ιπποκρατικό σύγγραμμα Περί διαίτης, θεωρεί ότι τα ενύπνια είναι αίτια, σημεία των όσων συμβαίνουν, ή και συμπτώματα, που σχετίζονται με τη σωματική και ψυχική κατάσταση του ονειρευόμενου (ό.π. 462b. 27)» (Λ. Πόλκα, Ε-Ιστορικά, τ. 304, σ. 36). Τέλος ο Αριστοτέλης υποστηρίζει την ύπαρξη Μίας Αρχής του κόσμου, κατακρίνοντας (Μετά τα Φυσικά, Λ’, 10 (1075b 14-18)) όσους «βγάζουν το ον από το μη ον» (τον Ησίοδο και το πρωταρχικό χάος του), όσους «καθιστούν όλα τα πράγματα Ένα» κι όσους έχουν δύο αρχές (π.χ. τον Εμπεδοκλή), διακηρύσσοντας «η πολυαρχία δεν είναι καλό˙ ένας ας είναι ο αρχηγός» (Μετά τα Φυσικά, Λ’, 10 (1076a, 4-5)). 

-Όταν ο Πλάτωνας γράφει (Πολιτεία, 379a) «Δεν πρέπει να δώσουμε πίστη στον Όμηρο, ούτε σε κανένα άλλο ποιητή όταν ανόητα ξεστομίζει αυτή τη βλαστημιά για τους θεούς, πως τάχα υπάρχουν  δύο πιθάρια στου Δία το κατώφλι γεμάτα το ένα με καλές, και το άλλο με κακές μοίρες (Ιλιάδα Ω 527)», και (Πολιτεία 380c) «Να μή δώσουμε άδεια ποτέ σε κανέναν ούτε σε νέους ούτε σε γέρους, ούτε να λέγουν ούτε να ακούν τέτοιους λόγους είτε με στίχους είτε χωρίς στίχους», και (Πολιτεία 383c) «όταν κανείς ποιητής μας λέει τέτοια για τους θεούς, θα του γυρίσουμε τις πλάτες και δε θα του δώσουμε τα ψαλτικά του, ούτε και στους δασκάλους θα επιτρέψουμε να τα μεταχειρίζονται για την ανατροφή των παιδιών», και (Πολιτεία 607b) «από παλαιά χρόνια υπάρχει μια διένεξη ανάμεσα στην ποίηση και στη φιλοσοφία», μήπως τα έργα του δεν είναι προϊόν του ελληνικού πνεύματος και πολιτισμού; («Πάσα μεν η ποίησις του Ομήρου αρετής εστιν έπαινος και πάντα αυτώ προς τούτο φέρει»: Μέγας Βασίλειος).  

-Στον Κρατύλο 400d ο Πλάτων βάζει τον Σωκράτη να λέει πως δεν ξέρουμε τίποτε για τους θεούς, ούτε καν τα αληθινά τους ονόματα («τίποτα δε γνωρίζουμε για τους θεούς, ούτε για τους ίδιους ούτε για τα ονόματά τους που κάποτε οι ίδιοι έδωσαν στον εαυτό τους· γιατί είναι φανερό ότι εκείνοι χρησιμοποιούν τα αληθινά ονόματα»). Στον Φαίδρο 246c γράφει πως φανταζόμαστε ένα θεό δίχως ποτέ να τον έχουμε δει ή να έχουμε σχηματίσει κάποια ικανοποιητική ιδέα της μορφής του. Και στα δυο χωρία αναφέρεται στους μυθολογικούς θεούς.

-Από νωρίς οι Σοφιστές (που οι παγανιστές τους δίκαζαν με τις περίφημες «δίκες αθεΐας» του 5ου αιώνα π.Χ.) έλεγαν ότι «άνθρωπος μέτρο πάντων πραγμάτων». 

-Οι διωχθέντες από τους Παγανιστές φιλόσοφοι: Αναξαγόρας, Πρωταγόρας, Διογένης, Πρόδικος, Στίλπων ο Μεγαρεύς, Θεόδωρος ο άθεος, κι ο μέγας Σωκράτης, αποτελούν απόδειξη της ταύτισης «ελληνικής φιλοσοφίας» και αρχαίου παγανισμού;

-Όταν ένας εκπρόσωπος της επίσημης αρχαίας θρησκείας στην εκκλησία του Δήμου του 5ου π.Χ. πέτυχε να ψηφιστεί νόμος εναντίον «εκείνων που δεν πίστευαν στα θεία και διέδιδαν θεωρίες για τα μετάρσια (=ουράνια) φαινόμενα», δηλαδή κατά των φιλοσόφων (M. Nilsson, Η Ελληνική λαϊκή θρησκεία, εκδ. «Η βιβλιοθήκη του φιλολόγου», σ. 131), μήπως αυτό είναι απόδειξη της ταύτισης του «ελληνικού πολιτισμού» και της «ελληνικής φιλοσοφίας» με την παγανιστική θρησκεία; 

-Ο Πρωταγόρας που έλεγε ότι δεν ξέρει αν υπάρχουν θεοί, και γι’ αυτό οι Παγανιστές τον εξόρισαν, βάσιζε τον ελληνικό πολιτισμό του στην παγανιστική θρησκεία, ναι ή όχι; 

-Ο Ξενοφάνης απορρίπτει την ιδέα ότι οι θεοί γεννιούνται, κεντρική ιδέα της Θεογονίας και του Ομήρου, δηλαδή της λαϊκής παγανιστικής θρησκείας. Ο Ξενοφάνης είναι επίσης ο φιλόσοφος που αρνήθηκε κάθε εγκυρότητα της μαντικής (Ξενοφάνης, Α 52˙ Αέτιος 5, 1, 1). Το ίδιο έπραξε κι ο Επίκουρος όπως γράφει στην Μικρά επιτομή, όπου λέει: «Η μαντική δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Κι αν ακόμη υπάρχει, πρέπει να σκεφτούμε ότι τα γεγονότα [που προλέγει], δεν εξαρτώνται από μας» (Διογένης Λαέρτιος, X, 135).

- Ο Ξενοφάνης δεν πίστευε ότι οι τεχνικές κατακτήσεις του ανθρώπου ήταν δώρα των θεών. Η φωτιά, η γεωργία, η αμπελουργία και γενικά η ανάπτυξη της τεχνικής, δεν είναι δώρα των θεών, μα δημιουργήματα του ίδιου του ανθρώπου:

«οὔ τοι ἀπ’ ἀρχῆς πάντα θεοὶ θνητοῖσ’ ὑπέδειξαν,

ἀλλὰ χρόνῳ ζητοῦντες ἐφευρίσκουσιν ἄμεινον» (Απ. 18).

Να και οι φιλόσοφοι που δε θεωρούν «δώρο των θεών» τον πολιτισμό. «Ανθέλληνες», βεβαίως.

-Ο Σωκράτης κατηγορήθηκε από τους Παγανιστές ότι ερευνούσε πράγματα κάτω από τη γή και πάνω από τον ουρανό (ἦν τά τε μετέωρα φροντιστὴς καὶ τὰ ὑπὸ τῆς γῆς ἅπαντα ἀναζητηκώς). Η περίπτωσή του συνδέθηκε και με τη σοφιστική, γιατί κατηγορήθηκε και ότι τὸν ἥττω λόγον κρείττω ἐποίει (M. Nilsson, Η Ελληνική λαϊκή θρησκεία, εκδ. «Η βιβλιοθήκη του φιλολόγου», σ. 135). Αποτελεί ο Σωκράτης απόδειξη ότι ο Παγανισμός ήταν η αιτία της φιλοσοφίας του, ναι ή όχι;

Κριτίας διατύπωσε τη γνώμη πως οι θεοί είχαν επινοηθεί κρυφά από κάποιον σοφό άνθρωπο, για να αποτρέπουν τους ανθρώπους να κάνουν κακό κρυφά (Σίσυφος, F.T.G. σ. 771 Ν.)  

-Ο Έλληνας φιλόσοφος Εμπεδοκλής (494-434 π.Χ.) ισχυρίζεται πως δεν είναι θνητός, αλλά θεός, όπως προείπαμε. Αλήθεια, οι Ν/Π οι οποίοι κατηγορούν τον Αλέξανδρο για τις «θεοποιήσεις» οι οποίες σύμφωνα μ’ αυτόν είναι ενάντια στην αρχαία θρησκεία, και ταυτόχρονα επαινούν τον Εμπεδοκλή για την φιλοσοφία του, τι έχουν να πουν για τούτη την «αυτοθεοποίηση» που έγινε ενάμισυ αιώνα πρίν τον Μεγαλέξανδρο; Είναι μήπως προϊόν της αρχαίας θρησκείας;

-Ο Εκαταίος βρίσκει την μυθολογία «αστεία» (απόσπασμα 1). Μάλιστα είχε προτρέψει τους συμπολίτες του να διαθέσουν τους θησαυρούς του μαντείου του Απόλλωνα στους Βραγχίδες για μη θρησκευτικές χρήσεις (Ηρόδοτος, 5, 36, 3).

-«Ήταν άθεος ο Πρόδικος; Είναι βέβαιο ότι όλοι στην Αρχαιότητα αυτό πίστευαν» (W.K.C. Guthrie, Οι σοφιστές, ΜΙΕΤ, σ. 294).

-Σε ένα απόσπασμα από τη χαμένη τραγωδία του Ευριπίδη «Βελλερεφόντης», κάποιος λέει: «λένε πως υπάρχουν στον ουρανό θεοί. Δεν υπάρχουν, όχι, δεν υπάρχουν». Ο Ευριπίδης, που δικάστηκε από τους Παγανιστές για «ασέβεια», σε άλλο του έργο (Ελένη, στ. 745 κ.ε.) υποστηρίζει: «Ανόητες βλέπω οι μαντείες είναι,/ ψευτιές γεμάτες. Και καμμιά δε βγαίνει/ αλήθεια από τος φλόγες της θυσίας/ κι από το λάλημα πουλιώνε ούτε˙/ πολύ ανόητο είναι να πιστεύεις/ πως τα πουλιά βοηθούνε τους ανθρώπους» και αναρωτιέται (Ελένη, στ. 1137): «τι είναι θεός, τι μη θεός και τι το ανάμεσό του,/ ποιος θα το πει ποτέ θνητός». Επίσης ο Ευριπίδης υποστηρίζει (Ηρακλής μαινόμενος, στ. 1346): «των ποιητών οι μύθοι/ πανάθλιες ψευτιές εξιστορούνε». Είναι ο Ευριπίδης και η ποίησή του τμήμα του «ελληνικού πολιτισμού», ναί, ή όχι; Είναι το έργο του προϊόν της παγανιστικής σκέψης, ναι ή όχι;

-Ο Πυθαγόρας, όπως γράφει ο Αριστοτέλης στο Περί των Πυθαγορείων, 192 συνιστούσε να αποφεύγουμε «τα σκαλιστά ξύλα», δηλαδή τα ξόανα των ειδωλατρικών θεών.

-Ο Θαλής εθεωρείτο άθεος. «Θαλῆς, ὃς δοκεῖ καὶ ἄθεος γεγονέναι», γράφει ο Σιμπλίκιος (Simpl. Phys. 23,21. Theophr. Phys. Opin. fr. 1, Dox. 475, 1).

-«Ο Ζήνωνας διεκήρυττε ότι οι ναοί είναι περιττοί, ότι ο αληθινός ναός του θεού είναι το ανθρώπινο πνεύμα» (E.R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, εκδ. Καρδαμίτσα,  σ. 151). Έλεγε ότι δεν πρέπει να χτίζονται στις πόλεις ούτε ναοί ούτε δικαστήρια ούτε γυμνάσια («κατὰ τοὺς διακοσίους <στίχους> μήθ' ἱερὰ μήτε δικαστήρια μήτε γυμνάσια ἐν ταῖς πόλεσιν οἰκοδομεῖσθαι» Διογένης Λαέρτιος, VII, 33). Περιττοί οι ναοί. Άχρηστοι. Αυτό είναι προϊόν της αρχαίας θρησκείας;

-«Ούτε ο Χρύσιππος δίστασε να διατυπώσει τη γνώμη, πως η παράσταση των θεών με ανθρώπινη μορφή είναι πράγμα παιδαριώδες» (E.R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, εκδ. Καρδαμίτσα, σ. 151). Είναι αυτό προϊόν της αντίληψης των πολλών ειδωλολατρών ή προϊόν του στοχασμού ενός ορθολογιστή;

-Ο Αντισθένης, όταν πήγε να μυηθεί στα ορφικά μυστήρια κι ο ιερέας τού είπε ότι οι μυημένοι θα μετέχουν σε πολλά αγαθά στον Άδη, εκείνος του απάντησε ειρωνικά: «Δηλαδή, τι; Δεν πεθαίνουν;» Μυούμενός ποτε τὰ Ὀρφικά, τοῦ ἱερέως εἰπόντος ὅτι οἱ ταῦτα μυούμενοι πολλῶν ἐν ᾅδου ἀγαθῶν μετίσχουσι, "τί οὖν," ἔφη,"οὐκ ἀποθνήσκεις;"» Διογένης Λαέρτιος VI,4).

-Ο Στίλπων, «όταν ο Κράτης τον ρώτησε αν οι θεοί ευχαριστούνται από τα προσκυνήματα και τις λατρείες, λένε πως απάντησε : "γι’ αυτά τα πράγματα, ανόητε, να μη με ρωτάς στο δρόμο, αλλά όταν είμαι μόνος μου"»,  δηλαδή υπονοώντας πως μακριά από τον όχλο των Πολυθεϊστών θα απαντούσε «όχι». Το ίδιο απάντησε και ο Βίωνας στην ερώτηση, αν υπάρχουν θεοί: «δεν θα απομακρύνεις, πρώτα τον όχλο από μένα;»  (Διογένης Λαέρτιος, II, 117).  

-Ο Θουκιδίδης, ήταν μαθητής του Αναξαγόρα, και άθεος (Ἤκουσε δὲ διδακάλων Ἀναξαγόρου μὲν ἐν φιλοςόφοις, ὅθεν, φηςὶν ὁ Ἄντυλλος, καὶ ἄθεος ἠρέμα ἐνομίσθη, τῆς ἐκεῖθεν θεωρίας ἐμφορηθείς»).

 

-Ο Περικλής, αδιαφορεί τόσο για τη θρησκεία, ώστε τις τελετές και τις θυσίες της τις βλέπει απλώς και μόνο ως μια ευκαιρία που έχουν οι Αθηναίοι για διασκέδαση και διακοπές (Θουκιδίδης, 2, 38).

-ο Λουκιανός γράφει (Περί θυσιών, 1): «Βλέποντας τι πράττουν οι βλάκες στις θυσίες τους και στις γιορτές τους και στις πομπές τους, προς τιμή των θεών, για τι πράγματα προσεύχονται και ορκίζονται, καθώς και τις απόψεις που έχουν για τους θεούς, αμφιβάλλω αν υπάρχει κανείς τόσο θλιμμένος και λυπημένος, ώστε να μην γελάσει βλέποντας την ηλιθιότητα των πράξεών τους».

Αυτοί λοιπόν καθόλου δεν στηρίχθηκαν στην παγανιστική θρησκεία όταν δημιουργούσαν τον ελληνικό πολιτισμό τους. Επίσης, στην αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου αι., το μεγαλύτερο δημιούργημα του ελληνικού πολιτισμού, καμμία θέση δεν είχε η θρησκεία. Ούτε ζητούσαν από τα μαντεία να εγκρίνουν τους νόμους τους, ούτε έλεγαν «έδοξε τω Δία». Έλεγαν «έδοξε τω δήμω». Οι Νεοπαγανιστές έχουν φτάσει να ισχυρίζονται ότι η ίδια η παγανιστική θρησκεία ήθελε να μπει στην άκρη με το «έδοξε τω Δήμω», ότι είναι και επίτευγμά της δηλαδή ο ξεπεσμός της. Τέτοια παραμύθια πουλάνε.

Ο ελληνικός πολιτισμός και ορθολογισμός παράτησε τα παραμύθια του Δωδεκάθεου, και γι’ αυτό ακριβώς τον θαυμάζει ο κόσμος, δηλαδή να βάλει την παιδαριώδη πολυθεϊστική θρησκεία στην άκρη, και έρχονται να πουν τα ψέμματά τους οι Νεοπαγανιστές λέγοντας το αντίθετο.

Θα πουν αμέσως οι Νεπαγανιστές ότι η αρχαιοελληνική Κλασσική τέχνη είναι άμεσα εξαρτώμενη κι επηρεαζόμενη από τους μύθους της αρχαίας θρησκείας. Αριστουργηματικά αγάλματα θεών, η μουσική και η ποίηση ως δώρο/έμπνευση των Μουσών κ.λ.π. Όμως ξεχνάνε πως αυτά καθεαυτά δεν έχουν να κάνουν με την θεολογία της αρχαίας θρησκείας: η αρχαία θρησκεία είναι απλώς αφορμή για την αρχαία τέχνη. Η τέχνη χρειάζεται αφορμές, αλλά αυτό δε σημαίνει πως αν δεν υπήρχε η αρχαία θρησκεία δεν θα βρισκόταν άλλη αφορμή. Διότι, όταν έπαυσε να έχει τόση απήχηση η κλασσική αρχαία θρησκεία, κατά την ελληνιστική και υστερρορωμαϊκή εποχή (αντικαθιστώμενη από άλλους θεούς), διόλου δεν έπαυσαν η τέχνη, η μουσική, η ποίηση να ανθούν. Αλλά και στην σημερινή εποχή μας, την λίγο-πολύ άθρησκη ή μάλλον εκκοσμικευμένη, διόλου δεν έχει παύσει να υπάρχει τέχνη: Απλώς δεν επηρεάζεται πλέον τόσο από τη θρησκεία. Αλλο πράγμα λοιπόν να λέγεται ότι η αρχαία θρησκεία ήταν μια αφορμή για την εκδήλωση του καλλιτεχνικού ταλέντου των αρχαίων Ελλήνων, κι άλλο να λέγεται ότι δίχως την αρχαία θρησκεία δεν θα υπήρχε αρχαία ελληνική τέχνη (ή τέχνη γενικότερα), όπως  άλλο το να πεις ότι η αρχαία τέχνη διακηρύσσει.. την αιωνιότητα του κόσμου ή την κυκλικότητα του χρόνου κι άλλα παρόμοια (αντιεπιστημονικά εξάλλου) δόγματα της αρχαίας θρησκείας. 

Έτσι, βλέπουμε ότι η αρχαία θρησκεία δεν είναι η αιτία γένεσης του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, αλλά απλώς ένα τμήμα του. Το αίτιο είναι απλούστατα το έμφυτο ταλέντο των Ελλήνων. Οι αρχαίοι συνέχισαν να παράγουν πολιτισμό ακόμη κι όταν έπαψαν να λατρεύουν τους αρχαιοελληνικούς θεούς χάριν των ασιατικών˙ στην ελληνιστική εποχή έφτασε στο αποκορύφωμά της η ελληνική επιστήμη. Αν υπήρξε ο «Χρυσός αιώνας», αυτό οφείλεται στην αυτοπεποίθηση που έδωσαν στους αρχαίους οι νίκες τους κατά των Περσών, με αποτέλεσμα η δημιουργικότητα να αποδώσει τους καρπούς της και το «ελληνικό δαιμόνιο» να λάμψει. Όπως συμβαίνει για κάθε έθνος που θριαμβεύει, έτσι κι ο θρίαμβος κατά των Περσών ήταν η αιτία για την πλήρη αποκάλυψη και χρήση του έμφυτου ταλέντου. Δεν ήταν η παγανιστική αρχαία θρησκεία, ούτε η αιτία του αρχαίου πολιτισμού ούτε του έμφυτου αρχαιοελληνικού ταλέντου ούτε η αφορμή της εκδήλωσης αυτού του ταλέντου. Ήταν ένα τμήμα του αρχαίου πολιτισμού.

 

 

  25. "Η Δύση κι ο Ευρωπαϊκός της πολιτισμός είναι βασικά προϊόν του Ελληνικού Πολιτισμού κι όχι της Ορθοξοξίας και του Βυζαντίου".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: πέρα απ’ το ότι είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός πως η ελληνικότητα συνδέεται μόνο με την αρχαιοελληνική εποχή, πρέπει κάποτε οι εθνικιστές αρχαιολάτρες να μην δέχονται ό,τι παραμύθι τους σερβίρουν στα θρανία χάριν εθνικιστικής προπαγάνδας. Ο Δυτικός πολιτισμός δεν έχει ούτε βασικό αλλά ούτε αποκλειστικό στοιχείο του την Αρχαία Ελλάδα. Ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός βασίζεται στην φιλοσοφία (κι όχι την θρησκεία) της Αρχαίας Ελλάδας, το δίκαιο της Ρώμης, και τον Χριστιανισμο. Αυτά τα τρία συστατικά πολιτισμικά στοιχεία είναι στη βάση τόσο του ανατολικού ευρωπαϊκού όσο και του δυτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού, και καθένα από αυτά ερμηνεύτηκε με διαφορετικό τρόπο από τα διάφορα έθνη κι ομάδες εθνών της Ευρώπης.

Επειδή οι εθνικιστές Νεοδωδεκαθεϊστές θεωρούν δεδομένη την ταύτιση Δυτικού κι αρχαιοελληνικού πολιτισμού (ή την προέλευση του πρώτου από τον δεύτερο), να ορισμένα βασικά στοιχεία στα οποία διαφέρουν:

-η απουσία της έννοιας των «ατομικών δικαιωμάτων» στην Αρχαία Ελλάδα, όπου η Πόλη-Κράτος είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου στους πολίτες της.

-η αποϊεροποίηση της φύσης στην (χριστιανική) Δύση, με συνέπεια την τεράστια και γοργή τεχνολογική πρόοδο.

-η διαφορετική αντίληψη του «λόγου» σε Δύση και Αρχαία Ελλάδα. Στη Δύση ο λόγος έχει εργαλειακή σημασία. Στην Αρχαία Ελλάδα εκφράζει κάτι το συμπαντικό, κάτι που είναι κοινό σε όλο το σύμπαν («ξοινός λόγος»).

-η διαφορετική αντίληψη του χρόνου και της ιστορίας σε Δύση και σε Αρχαία Ελλάδα. Στη Δύση ο χρόνος είναι γραμμικός, ενώ στην αρχαιότητα όχι. Το σύμπαν σύμφωνα με την δυτική επιστήμη έχει αποδεδειγμένα αρχή, ενώ για την Αρχαία Ελλάδα το σύμπαν είναι άναρχο.

Όλες αυτές οι διαφορές κι άλλες πολλές είναι ασφαλώς προϊόντα της χριστιανικής κοσμοαντίληψης, μια και δεν υπήρχαν στην αρχαιότητα. Ας μην είναι τόσο εθνικιστές οι Νεοπαγανιστές.

Και εν πάσει περιπτώσει, οι Νεοπαγανιστές δεν δικαιούνται να καπηλεύονται την ελληνική φιλοσοφία και την ελληνική δημοκρατία. Άλλο πράγμα η αρχαία φιλοσοφία, άλλο η ειδωλολατρική θρησκεία. Γιατί; Διότι οι Πολυθεϊστές της αρχαιότητας με νόμους δικούς τους εδίωξαν, εξόρισαν, θανάτωσαν Έλληνες φιλοσόφους, και διότι πλείστοι εκ των Ειδωλολατρών είχαν ολιγαρχικά ή βασιλικά καθεστώτα. 

Να το επαναλάβουμε για μία ακόμα φορά, μήπως και το χωνέψουν οι Νεοπαγανιστές και αρχαιόπληκτοι, που ίσως συνειδητά, ίσως όχι, νομίζουν ότι η Δύση προόδεψε επειδή δήθεν στράφηκε στον αρχαίο παγανισμό: η σχέση Δύσης-Αρχαιότητας αφορά την φιλοσοφία κι όχι την αρχαία θρησκεία˙ την αρχαία θρησκεία η Δύση την είδε ως μυθολογία και ως πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης, όπως και την Καινή Διαθήκη, κι ασφαλώς όχι ως υποψήφια θρησκεία της ή πηγή μεταφυσικής έμπνευσης. Μόνο την αρχαία φιλοσοφία πήρε «στα σοβαρά». Δεν προόδεψε  λοιπόν η Δύση επειδή «στράφηκε στην μυθολογία». Προόδεψε, συν τοις άλλοις, γιατί στράφηκε στην φιλοσοφία και την επιστήμη. Κι όπως είπαμε, άλλο η Φιλοσοφία, κι άλλο ο Πολυθεϊσμός.

Ισχυρίζονται οι Παγανιστές εθνικιστές πως οι αρχαίοι Ελληνες ήταν καλλίτεροι από τους Δυτικούς στην επιστήμη, κι ότι οι Δυτικοί καλλιεργούν την τεχνογνωσία με σκοπό την χρησιμοθηρία, ενώ οι Αρχαίοι αναζητούσαν την Γνώση και τη σοφία. Και περιφρονούν την στάση αυτή των Δυτικών. Θα έπρεπε αυτοί να ζήσουν δίχως ηλεκτρισμό, δίχως τηλέφωνο κ.λ.π. Δίχως τις δυτικές ανακαλύψεις δηλαδή, οι οποίες βασίζονται ακριβώς στην τεχνογνωσία και την χρησιμοθηρία. Αν έπρατταν αλλιώς οι Δυτικοί, ο κόσμος θα έμενε στο αρχαίο «ήλεκτρο» κι όχι στο δυτικό «ηλεκτρισμό». Και εθνικά υπερήφανοι, θα κρατούσανε τις νύχτες φαναράκια, αρκεί που δεν θα υποτάσσανε τη Γνώση στην κακή τεχνογνωσία.

 

 

  26. "Η θεοκρατία είναι χαρακτηριστικό του ιουδαιοχριστιανισμού, ενώ η Ελλάδα ήταν η κοιτίδα της δημοκρατίας και της αυτονομίας. Οι νόμοι της Π.Δ. είναι δοσμένοι από τον υπερβατικό θεό των Εβραίων, ενώ οι Έλληνες δεν περίμεναν από το θεό να τους δώσει νόμους".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:  Επειδή λοιπόν οι αρχαιολάτρες δεν παύουν να χλευάζουν τους Χριστιανούς λέγοντας ότι οι νόμοι της Π.Δ. είναι δοσμένοι από το θεό της, αναφέροντας συνεχώς τις λέξεις «θεοκρατία» και «ετερονομία», ας δούμε τι σόι «αυτονομία» είχαν οι Αρχαίοι Σπαρτιάτες.

Πλάτωνα, Νόμοι Α΄ 624

ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Πείτε μου φίλοι, σε ποιον αποδίδετε τη δημιουργία των νόμων σας; Σε θεό ή σε κάποιον άνθρωπο;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ: Σ’ ένα θεό – κι αυτή είναι η πραγματικότητα. Για εμάς τους Κρητικούς είναι ο Δίας˙ στη Σπάρτη, απ’ όπου κατάγεται ο φίλος μας από δώ, νομίζω πως λένε ότι είναι ο Απόλλωνας. Έτσι δεν είναι;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ: Ακριβώς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Εννοείς ότι, όπως αναφέρει ο Όμηρος, ο Μίνωας πήγαινε κάθε εννιά χρόνια και συμβουλευόταν τον πατέρα του, τον Δία, και στη συνέχεια έδινε νόμους στις πόλεις σας σύμφωνα με τις παραίνεσεις του θεού.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ: Ναι, αυτή είναι η κρητική άποψη. 

Τα ίδια λέει κι ο Παυσανίας (Λακωνικά 2,4): «επέβαλε στους Λακεδαιμονίους ο Λυκούργος τους νόμους του, τους οποίους άλλοι λένε πως τους είχε διδαχθεί από την Πυθία, κι άλλοι πως ήταν κρητικοί. Οι κρήτες λεν πως τους νόμους τους έθεσε σ’ αυτούς ο Μίνωας, ο οποίος τους είχε επινοήσει, όχι χωρίς θεϊκή συνεργία».

Αφού λοιπόν οι Νεοπαγανιστές κατηγορούν την «θεοκρατία» της Π.Δ. και εξυμνούν την «ελευθερόφρονα, αυτόνομη Ελλάδα», ας διαλέξουν: Την αθηναϊκή Δημοκρατία, όπου κανένας νόμος δεν ήταν «θεϊκής καταγωγής» και δεν λέγανε «έδοξε τω θεώ», αλλά «έδοξε τω δήμω»; Ή την σπαρτιατική θεοκρατική ολιγαρχία, όπου οι νόμοι προέρχονταν και ήταν εκγκεκριμένοι από το θεό;

Το σίγουρο είναι, ότι οι αρχαιολάτρες δεν έχουν κανένα δικαίωμα να τσουβαλιάζουν  ανόμοιες περιπτώσεις. Και στις δυο περιπτώσεις οι Νεοπαγανιστές και οι «αρχαιολάτρες» θα πρέπει να παραδεχθούν είτε ότι οι νόμοι δεν είναι προϊόν της θρησκείας τους (Αθήνα) είτε ότι υπήρχε θεοκρατία (Σπάρτη, Κρήτη).

Οι Σπαρτιάτες όταν ρώτησαν τον Απόλλωνα στους Δελφούς για τον Πελοποννησιακό πόλεμο, έλαβαν την απάντηση πως θα νικήσουν και πως ο θεός θα τους βοηθήσει, είτε του το ζητήσουν είτε όχι (Θουκιδίδης 1,118 «πέμψαντες δὲ ἐς Δελφοὺς ἐπηρώτων τὸν θεὸν εἰ πολεμοῦσιν ἄμεινον ἔσται˙ ὁ δὲ ἀνεῖλεν αὐτοῖς, ὡς λέγεται, κατὰ κράτος πολεμοῦσι νίκην ἔσεσθαι, καὶ αὐτὸς  ἔφη ξυλλήψεσθαι καὶ παρακαλούμενος καὶ ἄκλητος»). Εδώ έχουμε κι ένα παράδειγμα ανάμειξης των θεών στα πολιτικά.

«Όρισε ο Λυκούργος, ότι θα είναι όχι μόνο άνομο, αλλά και ανόσιο να μην υπακούει κάποιος σε νόμο που επικυρώθηκε από το θεό» (Ξενοφώντα, Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 8, 5).

«Ζήτησε και καλούς νόμους και η Πυθία τού είπε ότι ο θεός συγκατένευσε και θα του έδινε νόμους, δια των οποίων η δική του νομοθεσία θα γινόταν ανώτερη όλων» (Πλούταρχου, Λυκούργος, 5).

Κι ο Ιουλιανός σχολιάζει, 7,5 αιώνες έπειτα από τον Πλάτωνα, 1,5 μετά τον Παυσανία, τα αστεία των Νεοπαγανιστών περί «μη θεοκρατίας» και «μη επέμβασης των αρχαίων θεών στα ανθρώπινα»:«Ο Απόλλων εκπολίτισε με τις ελληνικές αποικίες το μεγαλύτερο μέρος της οικουμένης και μ’ αυτόν τον τρόπο διευκόλυνε τον κόσμο να κυβερνηθεί από τους Ρωμαίους» (Ιουλιανού, Εις τον βασιλέαν  Ήλιον προς Σαλλούστιον, 39 (152d)). Μπράβο στον Ελληνικό θεό Απόλλωνα: έστρωσε το δρόμο τους Ρωμαίους για την κατάκτηση της Ελλάδας, δίχως θεοκρατία. Τις απόψεις, λοιπόν, οι Νεοπαγανιστές περί χριστιανικής θεοκρατίας, ότι δηλαδή «την θεοκρατία την εφηύρε ο ιουδαιοχριστιανισμός» να τις κρατήσουν για τον εαυτό τους.

Και μια που μιλήσαμε για έμπρακτη αρχαιοελληνική θεοκρατία, ας μιλήσουμε και για τη «θεωρητική θεοκρατία» της Αρχαίας Ελλάδας: οι αρχαιολάτρες πασών αποχρώσεων δεν έχουν προφανώς διαβάσει τους Νόμους του Πλάτωνα, για να δουν τι είδους θεοκρατία και αρχαία θρησκευτική τρομοκρατία οραματιζόταν ο μεγαλύτερος αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. «Ο Wilamowitz (“Platon”, Berlin 1920, I, s. 401) χαρακτηρίζει την πολιτεία “civitas dei” και τη συγκρίνει με το «θαυμαστό οικοδόμημα της Καθολικής εκκλησίας». Ο νομοθέτης της πολιτείας έχει επίσης την αξίωση όλες οι λεπτομέρειες της ιδιωτικής ζωής των πολιτών και οι πιο ποικίλες εκδηλώσεις του συλλογικού βίου να διέπονται από τους αυστηρά τηρούμενος ορισμούς της κρατικής λατρείας (Νόμοι V 741c-d, VI753 b-c, 755 e, 757e, 706 b, 767 c, 778 d, κ.ά.). Στον ακριβή και διεξοδικό καθορισμό της θρησκείας του κράτους και των θρησκευτικών καθηκόντων των πολιτών αφιερώνεται το X βιβλίο των «Νόμων», που χαράζει τις μεγάλες γραμμές της δογματικής και του κανονικού δικαίου. Η ρύθμιση του θέματος της θρησκείας αναγνωρίζεται ότι είναι το σπουδαιότερο έργο του κράτους. Ο νομοθέτης οφείλει προπάντων να φροντίσει ώστε οι πολίτες να πιστεύουν στην ύπαρξη, στην πρόνοια και στην απόλυτη δικαιοσύνη των θεών. Οι άθεοι και οι αιρετικοί πρέπει να συνετισθούν με ένα προσεκτικά φιλοτεχνημένο «προοίμιον», ή με ποινικά μέσα να καταστούν ακίνδυνοι για την ευημερία του κράτους.

            Παράξενες φαίνονται οι ποινές που οφείλουν να υποστούν οι αρνητές του θεού και οι αιρετικοί˙ ακόμη και η ποινή του θανάτου επιβάλλεται σ’ εκείνους που ύστερα από μακρόχρονη διαμονή στο «σωφρονιστήριον» (908a) ή στις φυλακές και με όλα τα μαθήματα που τους έγιναν από τους ηγέτες του κράτους, δεν μπορούν να μεταπεισθούν και δίνουν την εντύπωση ότι είναι αδιόρθωτοι (909a). Μπορούν να τιμωρηθούν και με ισόβια κάθειρξη, και άμα πεθάνουν δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση να ταφούν στην  πατρίδα τους (909c)» (Ε.Π. Παπανούτσου, Το θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα, εκδ. Δωδώνη, σ. 150, 152).

            Ο Πλάτων μάς λέει ότι μόνο με θεοκρατία ζούσε ευτυχισμένα ο άνθρωπος˙ «Μια παράδοση που έφτασε μέχρι τις μέρες μας αναφέρει πόσο ευτυχισμένοι ήταν οι άνθρωποι εκείνης της εποχής, όταν η γη τους πρόσφερε τα πάντα δίχως κόπο. Ο λόγος πιστεύεται, ότι ήταν ο εξής: ο Κρόνος γνώριζε, όπως είπαμε, ότι ο άνθρωπος δεν θα μπορέσει ποτέ να διοικήσει όλα τα ανθρώπινα πράγματα χωρίς να γίνει αλαζονικός και άδικος. Με τη σκέψη αυτή, όρισε για βασιλιάδες και κυβερνήτες στις πολιτείες μας όχι ανθρώπους, αλλά πλάσματα από ανώτερο και πιο θεϊκό γένος, τους δαίμονες» (Νόμοι 713cd).

Τι σημαίνει αρχαία παγανιστική θεοκρατία μάς το εξηγεί ο Στράβωνας (Γεωγραφικά, 12,2,3): «Σε αυτόν τον Αντίταυρο υπάρχουν βαθιές και στενές κοιλάδες, όπου είναι τα Κόμανα και ο ναός της Ενυούς, η οποία αποκαλείται εκεί "Μα". Είναι αξιόλογη πόλη, αλλά οι κάτοικοί της αποτελούνται κυρίως από τους θεόπνευστους ανθρώπους και από τους ιερόδουλους που μένουν εκεί. Οι κάτοικοι είναι Κατάονες που, παρ' όλο που είναι υποτελείς του βασιλιά, είναι περισσότερο υποτελείς του ιερέα. Ο ιερέας είναι αφέντης του ναού και των ιερόδουλων (κύριός ἐστι καὶ τῶν ἱεροδούλων), οι οποίοι ήταν έξι χιλιάδες, όταν πήγα, άνδρες και γυναίκες». Συμπέρασμα: η θεοκρατία (το να δίνει ο θεός τους νόμους του κράτους στους ανθρώπους) δεν είναι αποκλειστικά «ιουδαϊκό φαινόμενο», αλλά συναντάται και στην πατρίδα μας. Οι αρχαιολάτρες κάποτε πρέπει να βγάλουν τις παρωπίδες της δυτικοευρωπαϊκής αρχαιολατρίας και να δουν  ότι κάποια πράγματα για την Αρχαία Ελλάδα δεν ήταν ακριβώς όπως τους τα είπαν.

Ο Χριστιανισμός δεν προάγει τη θεοκρατία, αλλά διαχωρίζει τις εξουσίες. Άλλο ο Καίσαρας κι άλλο ο Θεός. Επιπλέον, οι Πατέρες και οι σύνοδοι της Εκκλησίας απαγορεύουν σε κληρικό να κατέχει πολιτικά (κοσμικά) αξιώματα, με ποινή την καθαίρεση.

Δ’ Οικουμενική Σύνοδος, Χαλκηδώνα, 451 μ.Χ.

7ος κανόνας: «Αποφασίσαμε ότι όσοι έγιναν κληρικοί ή μοναχοί, δεν θα δεχθούν ούτε στρατιωτικό αξίωμα ούτε κοσμικό αξίωμα. Κι αν πράξουν κάτι τέτοιο (....) ας είναι αναθεματισμένοι».

Όσιος Επίσκοπος Κορδούης, (†357) PG 25, 745D «(...) Οὔτε τοίνυν ἡμῖν [της Εκκλησίας] ἄρχειν ἐπὶ τῆς γῆς ἔξεστιν, οὔτε σὺ τοῦ θυμιᾶν ἐξουςίαν ἔχεις, βασιλεῦ».

Αποστολικοί Κανόνες, 81 (PG 137, 204B) «Εἴπομεν, ὅτι οὐ χρὴ ἐπίσκοπον, ὴ πρεσβύτερον καθιέναι ἑαυτὸν εἰς δημοςίας διοικήσεις, ἀλλὰ προσευκαιρεῖν ταῖς ἐκκλησιαστικαῖς χρείας. Ἢ πειθέσθω οὖν τοῦτο ποιεῖν, ἢ καθαιρείσθω».

Αποστολικοί Κανόνες, 83 (PG 137, 208A) «Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, βουλόμενος ἀμφοτέρα κατέχειν, ῥωμαϊκὴν ἀρχὴν καὶ ἱερατικὴν  διοίκησιν, καθαιρείσθω. «Τὰ» γὰρ «Καίσαρος, Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ»».

 

 

  27. "Η ιερά εξέταση πρωτοάρχισε όχι στη Δύση, όπως νομίζουν οι περισσότεροι, αλλά στο Βυζάντιο, με τον Ιουστινιανό, όπως λέει ο ιστορικός Προκόπιος. «Ο Ιουστινιανός ίδρυσε τη θέση του εξεταστού (=κοιαισίτορος) για να ελέγχει «αυτούς που δεν τελούσαν κατά τον ορθόδοξο τρόπο τη θρησκευτική λατρεία» (Ανέκδοτα 20, 7-10). Ο κοιαισίτωρ, όπως αναφέρει ο Προκόπιος, όταν τελείωνε το  θεάρεστο» έργο του στέλνοντας τους αντιφρονούντες στην πυρά, παρέδιδε όσα ήθελε εκ των κατασχεθεισών περιουσιών στον  αυτοκράτορα, ενώ ο ίδιος πλούτιζε εξ ίσου με τον ίδιο άνομο  τρόπο. Τις περισσότερες φορές μάλιστα, οι κατηγορηθέντες στον κοιαισίτωρα, ως μη ορθόδοξοι ή ελληνίζοντες, στην πραγματικότητα ήσαν θύματα φθόνου και συκοφαντίας. Ο  Προκόπιος γράφει, ότι «οι υφιστάμενοι των αξιωματούχων αυτών ούτε κατηγόρους παρουσίαζαν ούτε μάρτυρες καλούσαν να  καταθέσουν για όσα είχαν συμβεί, αλλά συνεχώς σ’ όλο αυτό το  διάστημα, οι άνθρωποι που είχαν την ατυχία να τους συναντήσουν στο δρόμο τους, χωρίς να κατηγορηθούν ή να δικαστούν,  θανατώνονταν με τη μεγαλύτερη μυστικότητα και τα χρήματα ληστεύονταν»(Ανέκδοτα, 20, 10-16)".
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:

27a ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

α')Αυτά είναι η συνήθης παραχάραξη των γεγονότων από τον Προκόπιο. Και λέμε «συνήθης», διότι ο Προκόπιος, ενόσω ζούσε ο Ιουστινιανός, ήταν κόλακάς του και υμνητής του˙ όταν πέθανε, του καταμαρτύρησε χίλια δυο κακά. Τέτοια συμπεριφορά και τόσο τεράστια μεταβολή απόψεων για ένα πρόσωπο ασφαλώς δεν είναι λογική. Ο Προκόπιος λ.χ. στα Ανέκδοτα γράφει ότι η Θεοδώρα στα όργια που έκανε πήγαινε με δέκα νεαρούς ταυτόχρονα! Ή, πάλι, γράφει ότι  εξαιτίας του Ιουστινιανού σκοτώθηκαν «μύριες μυριάδες μυριάδων», δηλαδή χίλια δισεκατομμύρια άνθρωποι (!!), τη στιγμή που είναι αμφίβολο αν στην Αυτοκρατορία κατοικούσαν πάνω από 80-90 εκατομμύρια. Με άλλα λόγια, το έργο του αυτό είναι ένας λίβελλος, το περιεχόμενο του οποίου δεν μπορεί κανείς να το παίρνει στα σοβαρά ή τοις μετρητοίς. Ο Προκόπιος δε μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικός λοιπόν, και οι Νεοπαγανιστές που, επειδή βλέπουν το Quaestor (Εξεταστής), νομίζουν ότι είναι Εξεταστής Ιεράς Εξέτασης, εφαρμόζουν τη συνήθη τακτική της διαστρέβλωσης των ιστορικών στοιχείων.

            Έχουν υποτεθεί διάφορα για την αλλαγή αυτή του Προκόπιου. «Μια εξήγηση για τη μεταστροφή αυτή», λέει ο ιστορικός Π. Ροδάκης στον πρόλογο της Ιστορίας των Πολέμων, «μπορεί να είναι η αντίδραση στον «παροπλισμό» του, που γίνεται μετά την ανάκληση του ίδιου και του Βελισάριου από την Ιταλία. Μια άλλη ερμηνεία, περισσότερο πολιτικού χαρακτήρα αυτή, μπορεί να είναι το γεγονός ότι ο Προκόπιος, μέλος της αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων και των σσυγκλητικών, δεν συγχώρεσε ποτέ στον Ιουστινιανό τα μέτρα περιορισμού των δικαιωμάτων τους και τις απόπειρες του αυτοκράτορα να τους θέσει υπό τον απόλυτο έλεγχό του». Επίσης: «Ο Προκόπιος, που σύμφωνα με όλες τις πηγές, ποτέ δεν κέρδισε καμμιά προαγωγή, παρόλη την πιστή και μακροχρόνια θητεία του, ζήλευε τη θεαματική πορεία της Θεοδώρας. (..) Τα γραπτά του Προκόπιου για τους πολέμους του αυτοκράτορα δεν κέρδισαν την ιδιαίτερη εκτίμηση του ίδιου του αυτοκράτορα» (Sture Linnιr, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, εκδ. Γκοβοστή, σ. 87-88).

β') Ακόμη μια απόδειξη ότι τα περί κοιαίστορα είναι αναληθή, είναι ότι το αξίωμα αυτό (quaestor) δεν το «ίδρυσε» ο Ιουστινιανός,  όπως ισχυρίζεται ο Προκόπιος και οι Νεο-Παγανιστές, αλλά υπήρχε τουλάχιστον από τον καιρό του Καίσαρα, ο οποίος εξελέγη σε αυτό το 65 π.Χ. (πηγή: MSN Encarta, λήμμα Caesar, Gaius Julius). Το αξίωμα αυτό συνέχισε να υπάρχει καθ' όλη την Ρωμαϊκή και Ανατολική Ρωμαϊκή ιστορία.

γ’) Τι γράφει ένας καθηγητής βυζαντινής ιστορίας για το αξίωμα του Κοιαίστωρα:

«Ο κοιαίστωρ του ιερού παλατιού ήταν ανώτατος δικαστικός λειτουργός του κράτους, είδος υπουργού δικαιοσύνης συγχρόνως.  Έργο του ήταν η σύνταξη των αυτοκρατορικών απαντήσεων σε κάθε είδους προσφυγή προς τον αυτοκράτορα.

(...)Με τον όρο «αυτοκρατορική γραμματεία» εννοούμε την αυτοκρατορική υπηρεσία, που αποστολή είχε τη διατύπωση της αυτοκρατορικής βουλήσεως με το κατάλληλο για κάθε περίπτωση έγγραφο και τη διεκεραίωση του τελευταίου. Κατά την Πρωτοβυζαντινή εποχή η εργασία της αυτοκρατορικής γραμματείας ήταν κατανεμημένη μεταξύ του κοιαίστωρος του ιερού παλατιού, των αντεγραφέων και του τμήματος των υπογραφέων.

Έργο του κοιαίστωρος ήταν η επεξεργασία των νομικής φύσης ζητημάτων. Επεξεργαζόταν αιτήσεις ιδιωτών ή αρχών, των οποίων η ικανοποίηση απαιτούσε νομοθετική ρύθμιση. Φρόντιζε επίσης για την καλή τήρηση της επετηρίδας (leterculum minus) ορισμένων υπαλληλικών θέσεων, των οποίων η πλήρωση γινόταν με πρότασή του και, ανέλαβε, από το 6ο αι. την ανθυπογραφή των αυτοκρατορικών διαταγμάτων» (Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Ι. Καραγιαννόπουλου, εκδ. Βάνιας, σ. 396, 320, 320).

            Ενώ ο Σπύρος Ν. Τρωϊανός, καθηγητής Βυζαντινού δικαίου, γράφει στα Ε-Ιστορικά, τ. 41, σελ. 18, για το αξίωμα αυτό: «Οι επιτροπές, από τις οποίες συντάχθηκαν τα τρία μέρη της κωδικοποίησης, λειτούργησαν υπό την προεδρία του Quaestor sacri palatti (αντίστοιχου ως προς τις αρμοδιότητες με σημερινό  υπουργό Δικαιοσύνης) Τριβωνιανού, μιας μεγάλης νομικής μορφής του 6ου αιώνα, που υπήρξε η ψυχή του καθόλου νομοθετικού έργου».

Όπως βλέπουμε, ο Quaestor ήταν Υπουργός Δικαιοσύνης και δεν είχε θρησκευτικές αρμοδιότητες. Αλλά η πιο κραυγαλέα απόδειξη ότι ο Προκόπιος ψεύδεται είναι το γεγονός, ότι Quaestor του Ιουστινιανού ήταν ο Τριβωνιανός, που ήταν Παγανιστής. Πώς μπορεί να δεχθεί κανείς ως λογικό, ένας Παγανιστής να διορίζεται Ιεροεξεταστής και να κυνηγάει τους αιρετικούς και τους ομόθρησκούς του, τους Εθνικούς; Είναι πέρα ώς πέρα παράλογο. Αυτό που συμβαίνει, λοιπόν, είναι ότι ο Quaestor Τριβωνιανός, όντας στενός συνεργάτης του Ιουστινιανού, έπεσε κι αυτός θύμα της δολοπλοκίας του Προκόπιου.

            Ο Ιουστινιανός δημιούργησε και νέο αξίωμα: «Το 539 ο Ιουστινιανός εδημιούργησε μίαν νέαν αρχήν, την του quaesitor ή, ως ο ίδιος τον ονομάζει, του ερευνάδος. Αποστολή του άρχοντος τούτου ήτο η ανάκρισις των πολυπληθών επαρχιωτών των ερχομένων εις την Κωνσταντινούπολιν και η απόλασις εκ ταύτης των μη εχόντων εργασίαν, περαιτέρω δε η συντόμευσις της διαμονής των λοιπών και η παραπομπή εις εργασίας των ανέργων κατοίκων της πόλεως. Εκτός τούτου όμως ο quaesitor ώφειλε να ερευνά μήπως οι διάφοροι υπάλληλοι καταπίεζον τους προσερχομένους προς αυτούς και να τιμωρή τους πράττοντας τούτο. Τέλος εις την αρμοδιότητα του quaesitor περιελαμβάνοντο τα αδικήματα πλαστογραφίας (Κατά τον M. Kaser, Zivilprozessrecht 431 σημ 73 ο quaesitor ήτο διάδοχος του praetor plebis(Καραγιαννόπουλου Ιω. Ε., Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, εκδ. Βάνιας, ανατύπωση Ε’, 1995, τ. Α’, σ. 652).

δ') κανείς άλλος ιστοριογράφος της εποχής (Μαλάλας, Αγαθίας) δεν αναφέρει τέτοια πράγματα που καταμαρτυρά ο Προκόπιος. Συνεπώς, ούτε από την διασταύρωση των στοιχείων προκύπτει η αλήθεια όσων λέει ο Προκόπιος.

Στη Ρωμανία, λοιπόν, δεν υπήρξε «Ιερά Εξέταση». Άν όμως οι αρχαιόπληκτοι θέλουν να βρουν τον ιδεολογικό πρόδρομο της Ιεράς Εξέτασης και της «Civitas Dei» – τα οποία αφορούν άλλωστε την δυτική παπική εκκλησία – ας τον ψάξουν στους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους. Σε αυτούς, και συγκεκριμένα στον Πλάτωνα βρίσκεται η απαρχή της «Ιεράς Εξέτασης».

 

27b ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΕΡΑ ΕΞΕΤΑΣΗ

Να η απόδειξη (Πλάτωνος, Νόμοι, 10, 907e – 910c): «Άν όμως κάποιος ασεβής θα δείξει ανυπακοή στους νόμους, θα εφαρμόζεται ο εξής νόμος σχετικά με την ασέβεια: όποιος αντιληφθεί λόγια ή πράξεις ασεβείς, πρέπει να αντιδράσει αμέσως καταγγέλλοντας στους άρχοντες τον ένοχο, οι οποίοι θα τον οδηγήσουν στο αρμόδιο για τέτοιες υποθέσεις δικαστήριο. Αν ο άρχοντας που θα πληροφορηθεί το γεγονός δεν εκτελέσει το καθήκον του, θα διώκεται ο ίδιος για ασέβεια από οποιονδήποτε πολίτη, που θέλει να υπερασπιστεί τους νόμους. Αν κάποιος καταδικαστεί, το δικαστήριο θα ορίσει διαφορετική ποινή για κάθε αδίκημα, επιβάλλοντας φυλάκιση για όλες τις περιπτώσεις. Από τις τρεις φυλακές της πόλης (...) η δεύτερη [θα βρίσκεται] στο μέρος όπου συγκεντρώνεται το Νυκτερινό Συμβούλιο, θα ονομάζεται Σωφρονιστήριο. Η τρίτη, (..) σε μέρος όσο το δυνατό πιο μοναχικό και άγριο, θα έχει όνομα που θα δείχνει ότι σκοπός της είναι η τιμωρία. Όπως περιγράψαμε ήδη, υπάρχουν τρεις περιπτώσεις ασέβειας από τις οποίες η καθεμιά δικαιρείται σε δύο. Κατά συνέπεια έχουμε έξι κατηγορίες αδικημάτων κατά των θεών, των οποίων η τιμωρία πρέπει να ποικίλλει σε είδος και βαθμό. (...) Αυτό το είδος αθέων διαιρείται σε πολλές κατηγορίες αλλά η νομοθεσία αξίζει να ασχοληθεί μόνο με τις δύο που αναφέραμε. Η μια πρέπει να τιμωρείται με θάνατο όχι μόνο μια ή δυο φορές, αλλά πολύ περισσότερες, ενώ στην άλλη χρειάζονται συμβουλές και φυλάκιση. (...) Ο δικαστής πρέπει να κλείσει στο Σωφρονιστήριο για πέντε χρόνια τουλάχιστον, σύμφωνα με το νόμο, όσους έπεσαν θύματα της ανοησίας τους χωρίς να έχουν κακό χαρακτήρα ή διάθεση. Στο διάστημα αυτό δεν πρέπει να έρχεται σε επαφή μαζί τους κανένας  πολίτης εκτός απ’ τα μέλη του Νυκτερινού Συμβουλίου, που θα τους επισκέπτονται και θα τους συμβουλεύουν πώς θα μπορέσουν να σώσουν την ψυχή τους. Όταν τελειώσει ο χρόνος της ποινής τους θα βγαίνουν απ’ τη φυλακή και όποιοι δείχνουν ότι συνετίστηκαν θα ζουν μαζί με τους άλλους πολίτες. Αν όμως εξακολουθούν να είναι αμετανόητοι, η ποινή θα είναι θάνατος για όσους καταδικαστούν ξανά για το ίδιο αδίκημα. (....) Ο νόμος , ίδιος για όλους, θα είναι ο εξής: κανείς δεν επιτρέπεται να έχει ιδιωτικά ιερά στο σπίτι του. (...) αν αποδειχθεί ότι κάποιος, άνδρας ή γυναίκα, εκτελεί λατρεία σε άλλα ιερά εκτός απ’ τα δημόσια, έστω κι αν δεν έχει διαπράξει κανένα μεγάλο ανόσιο έργο, αυτός που θα τον αντιληφθεί πρέπει να τον καταγγείλει στους νομοφύλακες, οι οποίοι θα τον διατάξουν να μεταφέρει τα ιδιωτικά ιερά στους δημόσιους ναούς. (...) Αν όμως αποδειχτεί ένοχος όχι για κάποια παιδιάστικη ιδιοτροπία αλλά για σοβαρή παρεκτροπή ενηλίκου ατόμου, που ιδρύει ιδιωτικά ιερά ή θυσιάζει μέσα σε δημόσιους ναούς σε θεούς, που δεν ανήκουν στους αναγνωρισμένους από την πόλη, θα τιμωρείται με θάνατο για ασέβεια (...)». 

Χαφιεδισμός...σωτηρία της ψυχής...Νυχτερινό Συμβούλιο...όλα τα καλά της ελληνικότητας! «Ελληνικό είναι το αρχαιοελληνικό», όπως λένε οι αρχαιολάτρες, ή «ελληνικό είναι το αληθινό», όπως λέει ο Σολωμός; Διαλέγετε και παίρνετε. Όπως βλέπουμε, η καταγωγή της Ιεράς Εξέτασης, της μεθοδικής, επιστημονικής εξέτασης, είναι η Αρχαία Ελλάδα.

«Μα δεν εφαρμόστηκε ο Πλατωνισμός στην αρχαιότητα», θα αντιπούν. Τους ρωτάμε: αυτοί δεν είναι θαυμαστές του Πλατωνισμού; Αν είναι, ας αιτιολογήσουν τέτοια κείμενα. Κι ακόμη κι αν δεν εφαρμόστηκε ο Πλατωνισμός, εφαρμόστηκαν ωστόσο έμπρακτα διώξεις από αρχαιοελληνικές πόλεις κατά των φιλοσόφων λόγω της θρησκευτικής τους άποψης, τόσο πριν όσο  και μετά τον Πλάτωνα. Κι αν δεν εφαρμόστηκε ο Πλατωνισμός (Λόγω ατυχίας του Πλάτωνα, που νόμιζε ότι στο πρόσωπο του τυράννου Διόνυσου των Συρακουσών βρήκε τον ιδανικό βασιλιά-φιλόσοφο να υλοποιήσει την Πολιτεία του. Όχι μόνο προσπάθησε δύο φορές να την υλοποιήσει, αλλά απέτυχε παταγωδώς και διώχτηκε από τη Σικελία), οι Αθηναίοι, με νόμο του μάντη Διοπείθη, ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα είχαν κάνει νόμο του κράτους την δίωξη όσων αμφισβητούσαν την επίσημη κρατική θρησκεία. Με βάση αυτόν τον νόμο και όχι μόνο αυτόν, διώχθηκαν οι φιλόσοφοι. Αυτό δεν συνιστά την απαρχή της θεσμοθετημένης από το Κράτος Ιεράς Εξέτασης;

Άλλωστε, ο Πλάτωνας είχε δοκιμάσει να κάψει τα βιβλία του Δημόκριτου, αλλά δεν προχώρησε πολύ, όχι διότι άλλαξε μυαλά και παράτησε τη νοοτροπία του αρχαιοέλληνα Ιεροεξεταστή, αλλά επειδή τον έπεισαν ότι όσα και να κάψει, ήδη τα κατείχαν ήδη πάρα πολλοί (Διογένης Λαέρτιος, IX, 40: «Πλάτωνα θελῆσαι συμφλέξαι τὰ Δημοκρίτου συγγράμματα, ὁπόσα ἐδυνήθη συναγαγεῖν, Ἀμύκλαν δὲ καὶ Κλεινίαντοὺς Πυθαγορικοὺς κωλῦσαι αὐτόν, ὡς οὐδὲν ὄφελος· παρὰ πολλοῖς γὰρ εἶναι ἤδη τὰ βιβλία»). «Ο σκοπός του ναζιστικού κόμματος της Γερμανίας, όπως περιγραφόταν στο επίσημο πρόγραμμά του, ήταν να δημιουργήσει "φύλακες, όπως ακριβώς τους είχε οραματιστεί ο Πλάτων"» (W.K.C. Guthrie, Οι σοφιστές, ΜΙΕΤ, σ. 24).

Άλλοι  θα ισχυριστούν ότι οι αρχαίοι Έλληνες «δεν απήγγειλαν κατηγορία κατά της αρνησιθεΐας, αλλά για διατάραξη θείας λατρείας ή θρησκευτική παρενόχληση» (Fritz Mauthner, Ο αθεϊσμός στην αρχαιότητα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σ. 84).  Μεγάλο λάθος. Ο Αναξαγόρας δεν κατηγορήθηκε ούτε εξορίστηκε, επειδή παρενόχλησε κανέναν θρησκευτή ή επειδή διετάραξε την θεία λατρεία, αλλά επειδή αρνήθηκε την θεϊκότητα του «θεού Ήλιου». Ο Πρωταγόρας δεν κατηγορήθηκε ούτε εξορίστηκε, επειδή με τις πράξεις ή τα γραπτά του χλεύαζε τη λατρεία, αλλά επειδή αμφέβαλλε για την ύπαρξη των «θεών». Οι Επικούρειοι δεν βασανίστηκαν, επειδή παρενοχλούσαν τις τελετές, αλλά επειδή δεν πίστευαν και επειδή είχαν το «θράσσος» να αμφισβητήσουν τη θεία φύση και τις ιδιότητες των «θεών». Ο Αριστοτέλης, επειδή αμφέβαλλε για την αποτελεσματικότητα της προσευχής στους «θεούς». Μεγάλο ψέμμα, λοιπόν, αποτελεί ο ισχυρισμός ότι οι αρχαίοι δεν δίωκαν την απιστία, αλλά απλώς την διατάραξη της λατρείας. Εκτός κι αν ισχυριστεί κανείς ότι η αμφιβολία των φιλοσόφων συνιστούσε διατάραξη θείας λατρείας ή θρησκευτική παρενόχληση!

Πρέπει  να τονίσουμε ότι διόλου δεν ισχυριζόμαστε πως ολόκληρη η Αρχαιότητα ήταν έτσι, δηλαδή θεοκρατική και με Ιερά Εξέταση˙ αυτό που ισχυριζόμαστε είναι ότι, αντίθετα απ’ ό,τι ισχυρίζονται οι αρχαιόπληκτοι εθνικιστές μισόχριστοι, τέτοια φαινόμενα ουδόλως ήταν άγνωστα ή μεμονωμένα στην Αρχαία Ελλάδα.

 

 

  28. "Ο Χριστιανισμός με το αντιφυσικό του πνεύμα στράφηκε κατά του Διόνυσου και ό,τι αυτός εκπροσωπεί, δηλαδή το θέατρο, την τέχνη, τη μουσική, την απόλαυση και χαρά της ζωής και του κόσμου. Ακόμη και το γέλιο θεώρησαν «αμαρτία»!"

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η μομφή των νεοπαγανιστών κατά του Χριστιανισμού ότι αυτός κατέστρεψε το Διονυσιακό πνεύμα και ό,τι αυτό εκπροσωπεί (τήν τέχνη, το θέατρο, το γέλιο, τον έρωτα, την απελευθέρωση του ενστίκτου, και γενικά την απόλαυση άνευ ορίων της χαράς της παρούσας ζωής) είναι ακόμα μια απόδειξη της άγνοιάς τους. Πρώτος ο Πλάτων και ο Πλατωνισμός επιτέθηκε στο «Διονυσιακό πνεύμα» και τις εκδηλώσεις του, προηγούμενος κατά τέσσερις ολόκληρους αιώνες του Χριστιανισμού. Ο Πλάτωνας  ούτε λίγο ούτε πολύ προτείνει την απαγόρευση όλων των μουσικών κλιμάκων («αρμονιών») εκτός της Δωρικής-Φρυγικής, και την κατάργηση όλων των μουσικών οργάνων, εκτός της λύρας και του αυλού, καθώς και την κατάργηση των «ανήθικων» ρυθμών. Ιδού τί λέει ο Πλάτων για την αρχαιοελληνική μουσική:

«Είπαμε πως στις διηγήσεις δεν μάς χρειάζονται καθόλου ούτε θρήνοι ούτε μοιρολόγια.

Όχι βέβαια.

Ποιες λοιπόν είναι οι θρηνητικές μελωδίες; Πές μου, αφού εσύ είσαι μουσικός.

Η μειξολυδιστί και η συντολυδιστί και κάτι άλλες τέτοιες.

Αυτές λοιπόν πρέπει να βγαίνουν από τη μέση˙ γιατί είναι άχρηστες, όχι μόνο για τους άνδρες, αλλά και για τις γυναίκες, για εκείνες τουλάχιστο που εννοούν να φυλάγουν την αξιοπρέπειά τους.

Έτσι είναι βέβαια.

Όμως και τη μέθη και τη μαλθακότητα και την οκνηρία τα θεωρώ πράγματα που δέν ταιριάζουν καθόλου στους φρουρούς μας.

Και πώς όχι;

Ποιες λοιπόν αρμονίες είναι μαλθακές, οι οποίες και συνηθίζονται στα συμπόσια;

Η ιωνική και η λυδική, που τις λένε και χαλαρές.

(...)

Δε θα χρειαστούμε λοιπόν στα άσματα και στις μελωδίες μας όργανα πολύχορδα και με πολλές αρμονίες.

Όχι, καθώς φαίνεται.

Η λύρα λοιπόν και η κιθάρα μένουν, τα μόνα χρήσιμα για την πόλη μας, και το πολύ κανένα σουραύλι για τους  βοσκούς στην εξοχή» (Πολιτεία 398e και 399).

Είναι γνωστός ο παγανιστικός ισχυρισμός ότι οι αρχαίοι ήταν οι εύθυμοι κλπ και μετά ήρθε ο Χριστιανισμός και απαγόρευσε το γέλιο. Και φέρνουν ως παράδειγμα τις «αυστηρές» εικόνες και τα αρχαία αγάλματα. Ο Πλάτωνας (Πολιτεία Γ', 388e) γράφει:

«(οι νέοι) ούτε και να αγαπούν τα γέλια δεν πρέπει. Γιατί όταν κανείς παραδίνεται σε δυνατό γέλιο, αυτό απαιτεί και μια δυνατή μεταβολή στην ψυχή.

Χωρίς αμφιβολία.

Ούτε λοιπόν αν παρισταίνη κανείς ανθρώπους σπουδαίους να τους πιάνουν ακράτητα γέλια, πρέπει να το παραδεχόμαστε, μα πολύ περισσότερο τους θεούς».

Αφού οι αρχαίοι Έλληνες γελούσαν και απολάμβαναν τη ζωή, μπορούμε να αμφισβητήσουμε την ελληνικότητα όσων από αυτούς δεν γελούσαν; Τι έφταιγε κι αυτοί δεν γελούσαν; «Λένε ότι δεν είδαν ποτέ τον Αναξαγόρα τον Κλαζομένιο να γελά ή να χαμογελά. Λένε και ότι ο Αριστόξενος ήταν εχθρικός προς το γέλιο. Και για τον Ηράκλειτο, ότι σε όλη του τη ζωή έκλαιγε» (Αιλιανού, Ποικίλη Ιστορία, 8, 13: «Ἀναξαγόραν τὸν Κλαζομνένιόν φασι μήτε γελῶντά ποτε ὀφθῆναι μήτε μειδιῶντα τὴν ἀρχήν. λέγουσι δὲ καὶ Ἀριστόξενον τῷ γέλωτι ἀνὰ κράτος πολέμιον γενέσθαι˙ Ἡράκλειτόν τε, ὅτι πάντα τὰ ἐν τῷ βίῳ ἔκλαεν»). Όσο για τον Εμπεδοκλή, αυτός «ήταν πάντα σκυθρωπός και κρατούσε αυτή την σοβαρότητα στη συμπεριφορά» (Διογένης Λαέρτης, VIII, 73).

Ο Θέογνις ισχυρίζεται (Α’ Ελεγεία, στ. 425-428): «Πάντων μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον,/ μηδ’ ἐσιδεῖν αὐγὰς ὀξέος ἡέλιου,/ φύντα δ’ ὅπως ὤκιστα πύλας Ἀΐδαο περῆσαι/ καὶ κεῖσθαι πολλὴν γῆν ἐπαμηςάμενον», δηλαδή «Το καλύτερο απ’ όλα είναι για τους θνητούς να μη γεννηθούν / μήτε ν’ αντικρίσουν τις διαπεραστικές αχτίνες του ήλιου˙ / μα σαν κανείς γεννηθεί, το καλύτερο είναι να περάσει όσο γίνεται πιο γρήγορα τις πύλες του Άδη / και να κείτεται έχοντας στοιβάξει από πάνω του χώμα πολύ». Ο Θέογνις έζησε τον 6ο π.Χ. αι. πολύ πριν την υποτιθέμενη (αλλά ανύπαρκτη) μετακλασσική «ελληνική παρακμή».

Ο Όμηρος βάζει τον Δία να λέει (Ιλιάδας Ρ, 445-446) «Θλιβερότερο του ανθρώπου δεν υπάρχει, / κανένα από όσα στη γη κινούνται και αναπνέουν».

Ο Πίνδαρος χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη ως σκιᾶς ὄναρ, όνειρο σκιάς δηλαδή (Πυθιόνικοι, 8, 36).

Ο Σοφοκλής εξισώνει την ανθρώπινη ύπαρξη με το μηδέν (Οιδίπους Τύραννος, στ. 1186-1195): «Αλίμονο, γενιές των ανθρώπων, / τη ζωή σας λογιάζω παρόμια / με το τίποτα. / Ποιος θνητός, τάχα ποιος / περισσότερη νιώθει ευτυχία / παρ’ όση νομίζουν πως έχει, / που κι αυτή σβήνει αμέσως; / Τη δική σου παράδειγμα παίρνω, / δύστυχε Οιδίπου, τη μοίρα, / και δε μακαρίζω κανένα».

Αλλά πολύ πιο πίσω, στα Έργα και Ημέραι του Ησίοδου παρατηρούμε το μαύρο σκοτάδι της απαισιοδοξίας για το μέλλον του ανθρώπου να κυριαρχεί στη σκέψη του Ησίοδου (στ.174-178 και 200-201):

Μηκέτ’ ἔπειτ’ ὤφελλον ἐγὼ πέμπτοισι μετεῖναι

ἀνδράσιν, ἀλλ’ ἢ πρόσθε θανεῖν ἢ ἔπειτα γενέσθαι.

Νῦν γὰρ δὴ γένος ἐστὶ σιδήρεον˙ οὐδέ ποτ’ ἦμαρ

παύσονται καμάτου καὶ ὀιζύος, οὐδέ τινι νύκτωρ

φθειρόμενοι, χαλεπὰς δὲ θεοὶ δώσουσι μερίμνας.

.......................................................................................

τὰ δὲ λείψεται ἄλγεα λυγρὰ

θνητοῖς ἀνθρώπισοι˙ κακοῦ δ’ οὐκ ἔσσεται ἀλκή.

Δηλαδή: «Ω! Νάθε μη γεννιώμουνα τώρα στο πέμπτο γένος εγώ, μα ή πριν να πέθαινα ή ύστερα να ερχόμουν. Τώρα το σιδερένιο πια το γένος είναι. Ούτε πια μέρα ο κάματος για τους ανθρώπους θα σταθή κι ο αγώνας, μήτε νύχτα θα πάψουνε να τους σαρακοτρώνε οι έγνοιες – οι φοβερές που δίνουνε οι αθάνατοι έγνοιες. (...) Τα θλιβερά τα βάσανα μόνο θα μείνουν για τους ανθρώπους. Και για τις συμφορές αυτές καμμιά γιατρειά δεν είναι».

            Το τελευταίο γένος, αυτό στο οποίο ανήκει ο Ησίοδος και όλοι μας, έχει κακό τέλος. Είτε θα το αφανίσει ο Δίας (στ. 180) είτε δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ θεραπεία για τη δυστυχία του. Πράγματι, αυτό κι αν δεν είναι η χαρά της ζωής των αρχαίων Ελλήνων, την οποία απαγόρευσε ο Χριστιανισμός!

Αναρωτάται κανείς τι απομένει από τον «διονυσιασμό» έπειτα από την αναμόρφωσηπου ο Πλατωνισμός προτείνει˙ αναρωτάται επίσης κανείς, πόσο υποκριτής πρέπει να είναι κανείς, για να κατηγορεί τον Χριστιανισμό για κάτι που ο Πλατωνισμός διακηρύσσει 4 αιώνες πριν, την επιδίωξη καταστροφής του Διονυσιασμού. Αλλά οι Νεοπαγανιστές δεν τολμάνε να τα βάλουν με τον Πλάτωνα κατηγορώντας τον ως «ανθέλληνα», ως «φονιά της γενεσιουργού αιτίας της αρχαιοελληνικής τέχνης», ως «καταστροφέα του Διονυσιακού πνεύματος» και άλλες παρόμοιες αστειότητες. Θα ήταν γελοιότητα να αρνηθούν την ελληνικότητα στον κατεξοχήν Έλληνα, μόνο και μόνο επειδή αυτός δεν συμφωνούσε με τα βίτσια τους. Μόνο με τον Χριστιανισμό ξέρουν να τα λένε αυτά, μόνο τον Χριστιανισμό ξέρουν να κατηγορούν.

            Ο Πλάτων απαγορεύει σε ελεύθερους πολίτες να ασχολούνται με την κωμωδία: «Τέτοιες μιμήσεις δεν πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά αλλά να γίνονται μόνο από δούλους ή μισθωτούς ξένους. Οι ελεύθεροι πολίτες, δεν πρέπει ν’ ασχολούνται καθόλου μ’ αυτά τα πράγματα. Μ’ αυτόν το νόμο και τη λογική θα ρυθμιστούν οι αστείες καταστάσεις που τις ονομάσαμε κωμωδία» (Νόμοι 816e).

Ο Ευ. Παπανούτσος αναφέρει για την ιδεολογία του Πλάτωνα τα εξής: «Μόνο με το θάνατο του σώματος – διδάσκει και ο «Φαίδων» – η ψυχή κατορθώνει να ζήσει τη δική της ζωή˙ (..) Γιατί, τι είναι κυρίως ο θάνατος; Ολοφάνερα το λύσιμο της ψυχής από το σώμα, η απελευθέρωσή της από τα δεσμά του, η περισυλλογή στον εαυτό της (64c, 67d). Μια τέτοια αποδέσμευση της ψυχής από το σώμα επιδιώκει ακριβώς ο φιλόσοφος απαρνούμενος τις αισθησιακές ηδονές, νεκρώνοντας τις επιθυμίες, αποφεύγοντας την απάτη των οργάνων του σώματος, των αισθήσεων. Γι’ αυτόν λοιπόν ο θάνατος όχι μόνο κακό δεν είναι, όπως νομίζει ο μωρός όχλος (68d), αλλά ίσα-ίσα, ο επιθυμητός στόχος. (..) Γιατί σ’ αυτό τον κόσμο ο φιλόσοφος είναι σα ξένος που δε ξέρει πώς να βολευτεί˙ το σώμα του διαμένει βέβαια στη γή, το πνεύμα του όμως πετάει στον ουρανό, επειδή δεν μπορεί να βρει κανένα νόημα στα γήινα πράγματα και τις απασχολήσεις της μάζας τις θεωρεί ανάξιές του. (Θεαίτ. 173e.) (..) Και υποστηρίζει ότι τίποτα δεν υπάρχει καλύτερο, και γι’ αυτό ακόμη το σώμα, από τη νέκρωσή του: «σώματι διαλύσεως οὐκ ἔστιν ἢ κρεῖττον» (Νόμοι 828d)» (Ε.Π. Παπανούτσου, Το θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα, εκδ. Δωδώνη, σ. 82, 84). Επιπλέον, όπως έχουμε δει, ο Ιουλιανός απαιχθανόταν το Θέατρο και τον Ιππόδρομο. Κυριολεκτικά το σιχαινόταν, όπως γράφει στον Αντιοχικό (δες κεφάλαιο περί Ιουλιανού). Αυτόν, γιατί δεν τον κατηγορούν, ότι επιτέθηκε στον Διόνυσο επιτιθέμενος στο Θέατρο;

 

 

  29. "Το ελληνικό πνεύμα είναι ενιαίο και αδιαίρετο, παρά όλες τις επιφανειακές του διαφοροποιήσεις. Οι φιλόσοφοι που το εξέφραζαν ήταν της ίδιας κοσμοαντίληψης όλοι. Η ελληνική θρησκεία είναι μια και αδιαίρετη σε όλες τις φάσεις της αρχαιοελληνικής ιστορίας".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι εθνικιστές «αρχαιολάτρες» και «Έλληνες Εθνικοί» τα λένε αυτά διαστρεβλώνοντας την ιστορική αλήθεια κι έχοντας σκοπό να συκοφαντήσουν τον Χριστιανισμό. Σκέφτονται, πως εάν πείσουν ότι υπήρξε ένα και αδιαίρετο ελληνικό πνεύμα και σκέψη, θα είναι πολύ πιο εύκολο να το στρέψουν κατά του Χριστιανισμού. Η αλήθεια είναι διαφορετική.

-Ο Πλάτων έλεγε «πας μη Έλλην βάρβαρος», ο Αριστοτέλης ότι οι Έλληνες είναι ανώτεροι από τους Ασιάτες, ο Αντισθένης κι ο Διογένης ήταν κοσμοπολίτες και έλεγαν πως δεν έχουν πατρίδα. Τώρα πού την βλέπουν την ταυτότητα απόψεων, είναι άλλο ζήτημα. 

-Οι Στωικοί παραδέχονται την ύπαρξη Θείας Πρόνοιας. Οι Επικούρειοι την απορρίπτουν απόλυτα.

-Οι Σκεπτικοί «επέχουν» από την εκφορά γνώμης και αμφιβάλλουν για την δυνατότητα γνώσης. Αντίθετα οι δογματικοί φιλόσοφοι (Πλάτων, Αριστοτέλης, Επίκουρος κ.ά. πολλοί) πιστεύουν στη δυνατότητα γνώσης.

-Ο Επίκουρος ισχυρίζεται πως οι θεοί κατοικούν στα "Μετακόσμια", δηλαδή εκτός των πολλών κόσμων, ενώ σύμφωνα με άλλους οι θεοί κατοικούν στη φύση, εντός του κόσμου. Γιατί αυτή η διαφορά;

 -Οι Κυνικοί απορρίπτουν θεούς και πατρίδες. Αντίθετα οι συντηρητικοί φιλόσοφοι τονίζουν τις ιδέες αυτές.

 -Οι Σοφιστές και οι Ορθολογιστές δεν παραδέχονται «μυστήρια» και παγανιστικά μάγια. Αντίθετα, οι Εμπεδοκλής, Πρόκλος, Πυθαγόρας δίδασκαν και εφάρμοζαν τον μυστικισμό και τη «θεουργία»-μαγεία, νεκρομαντεία και τη θαυματοποιία.

 -Ο Πρωταγόρας έλεγε πως δεν ξέρει αν υπάρχουν θεοί. Οι Εθνικοί του 5ου αι.  πίστευαν, και τον εξόρισαν, ακριβώς επειδή προσέβαλε έτσι την θρησκεία τους.

-Ο Πρωταγόρας έλεγε ότι ο άνθρωπος είναι μέτρο των πραγμάτων, ενώ ο Πλάτωνας ότι ο θεός είναι το μέτρο των πραγμάτων. «Κατά την άποψή μας ο θεός ειναι το βασικό μέτρο των πραγμάτων, πολύ περισσότερο από τον άνθρωπο, όπως υποστηρίζουν μερικοί» (Νόμοι, 716c).

-Ο Πλάτωνας πίστευε το άκρως αντίθετο από αυτό που πίστευαν οι σοφιστές και προσωκρατικοί, και μάλιστα τους χρεώνει όλα τα κακά της νεολαίας. Αυτοί, ότι το δίκαιο είναι μια σύμβαση, εκείνος ότι το δίκαιο είναι ένα: «Ισχυρίζονται μάλιστα ότι τα καλά της φύσης και τα καλά του νόμου είναι δύο διαφορετικά πράγματα, ενώ το δίκαιο δεν προέρχεται από τη φύση, αλλά, αντίθετα, αποτελεί αντικείμενο ατελείωτων συζητήσεων και μεταβολών, αφού και απόλυτα τεχνητή και δε βασίζεται στη φύση. Όλα αυτά, φίλοι μου, είναι λόγια σοφών ανθρώπων που με τα γραπτά και τα ποιήματά τους απευθύνονται στους νέους και υποστηρίζουν ότι το δίκαιο βρίσκεται εκεί που επικρατεί η βία. Αυτός είναι ο λόγος που οι νέοι γίνονται ασεβείς» (Νόμοι, 889e-890a)

-Ο Πλάτωνας θεωρεί ότι οι τραγικοί ποιητές (Αισχύλος, Ευριπίδης, Σοφοκλής) «εξυμνούν τους τυράννους» και «προσελκύουν τα πλήθη υπέρ των τυραννίδων» (Πολιτεία 568b-c) και γι’ αυτό απαγορεύει στους τραγωδούς να έρχονται στην ιδανική πολιτεία του, αν δεν δέχονται να λογοκρίνονται τα ποιήματά τους από τις κρατικές αρχές (Νόμοι, 817ab-d).

-Ο Αριστοτέλης εκθέτει τις πολυπληθείς διαφορές των φιλοσόφων περί ψυχής. «Διαφωνούν όμως [οι φιλόσοφοι] περί των αρχών [της ψυχής]˙ ποιες και πόσες είναι αυτές. Μάλιστα αυτοί που θεωρούν τις αρχές αυτές σωματικές, διαφωνούν με όσους τις θεωρούν ασώματες. Προς αυτούς διαφωνούν εκείνοι, οι οποίοι συνδύασαν αυτά και είπαν ότι οι αρχές είναι εξ αμφοτέρων, σωματικές και ασώματες. Διαφορά όμως τους χωρίζει και ως προς το πλήθος [των αρχών]. Γιατί άλλοι θέτουν μία αρχή και άλλοι περισσότερες και αναλόγως προς αυτά εξηγούν την ψυχή» (Αριστοτέλη, Περί Ψυχής, 404b 31 - 405a 3).

-Ο Αριστοτέλης διαφωνεί με τους Στωικούς, οι οποίοι δέχονται την αυτοκτονία: «το να προτιμά κανείς το θάνατο για να αποφύγει τη φτώχεια ή κάτι άλλο λυπηρό δεν είναι ίδιον του ανδρείου αλλά μάλλον του δειλού» (Ηθικά Νικομάχεια, Γ’ 8, 1116a 12-14).

-Ο Αριστοτέλης διαφωνεί με τον Πλάτωνα, ότι η κακία είναι κάτι ακούσιο ή αποτέλεσμα ελλειπούς γνώσης: «το λεγόμενο ότι κανείς δεν είναι με τη θέλησή του κακός είναι ψευδές» (Ηθικά Νικομάχεια, Γ’ 5, 1113b, 16-17).

-Ο Αριστοτέλης διαφωνεί με τον Πλάτωνα σχετικά με τη δυνατότητα των πολλών να κρίνουν σωστά. Ο Αριστοτέλης αποδέχεται την αντίληψη της δημοκρατικής Αθήνας: «οι πολλοί κρίνουν καλύτερα τα μουσικά έργα και τα έργα των ποιητών, γιατί ο ένας κρίνει ένα μέρος, ο άλλος άλλο και όλοι μαζί κρίνουν ολόκληρο το έργο» (Πολιτικά, Β’, 1281b, 7-9). Αντίθετα ο Πλάτων είναι ελιτιστής στο ζήτημα αυτό, απορρίπτοντας τα κριτήρια της πατρίδας του: «οι θεατές, που ήταν μέχρι τότε σιωπηλοί, έγιναν φωνακλάδες, νομίζοντας ότι έμαθαν τι είναι καλό στις συνθέσεις και τι όχι. Τη μουσική αριστοκρατία διαδέχτηκε ένα είδος ελεεινής θεατροκρατίας» (Νόμοι, 701a).

 -Ο Όμηρος διδάσκει ότι το «σώμα» είναι ο καθεαυτό άνθρωπος και η ψυχή είναι μια ωχρή σκιά χωρίς αξία. Αντίθετα, οι Ορφικοί θεωρούσαν την ψυχή αθάνατη, και το σώμα φυλακή της (Πλάτων, Κρατύλος, 400).

-Διαφορετική αντίληψη περί ψυχής είχαν οι Έλληνες στην αρχαϊκή εποχή, όπου σώμα και πνεύμα θεωρούνταν ταυτόσημα, με την μετέπειτα αντίληψη ότι η ψυχή είναι άυλη και μετά το θάνατο πάει στον Άδη ή στους ουρανούς: «Όταν ο αρχαϊκός Έλληνας έχυνε υγρά μ’ ένα σωλήνα στις πελιδνές σιαγόνες ενός αποσυνθέμενου πτώματος, το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι (..) πως αγνοούσε τη διάκριση ανάμεσα στο πτώμα και στο φάντασμα, τα μεταχειριζόταν ως "ομοούσια"» (E.R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, εκδ. Καρδαμίτσα, σ. 96).

-Ενώ στην αρχαϊκή και κλασσική εποχή οι Ειδωλολάτρες πίστευαν ότι η ψυχή του πεθαμένου πάει στον Άδη, στα βάθη της γης, στην ύστερη Αρχαιότητα πίστευαν ότι ενώνεται με τα άστρα, ανεβαίνει δηλαδή στον ουρανό.

 -Μεταξύ Ορφικών και οπαδών του Διόνυσου υπήρχε μεγάλη έχθρα κατά την αρχαιότητα, καθότι οι διδασκαλίες τους είταν εντελώς αντίθετες, η μια κήρυττε την ηθική κάθαρση για την μεταθανάτια ψυχή, ενώ οι του Διόνυσου ήταν γλεντζέδες.

-Ο Σαλούστιος δέχεται τις θυσίες ζώων. Ο Πορφύριος τις απορρίπτει. Πώς γίνεται να διαφωνούν άνθρωποι που πιστεύουν στην ίδια ακριβώς θρησκεία; Μήπως ο καθένας είχε κατά νου και διαφορετική θρησκεία και συνεπώς η άποψη ότι οι Αρχαίοι είχαν «κοινή κοσμοαντίληψη» είναι παραμύθι; Και πώς νοείται «κοινή θρησκεία», όταν κατά τον Ηρόδοτο οι θυσίες πρέπει να είναι κοινές, αυτό είναι άλλο ζήτημα.

-Ο Ηράκλειτος αποδοκιμάζει την λατρεία και χρήση των αγαλμάτων, ενώ ο Πορφύριος την επιδοκιμάζει και την δικαιολογεί.

- Ο Πλούταρχος πιστεύει στην μαντεία, ο Ξενοφάνης όχι.

-την παρατήρηση του Πορφυρίου ότι η μαντεία είναιν καθαρά ψυχολογικό φαινόμενο, ο Ιάμβλιχος τη θεωρεί παραπλανητική και ισχυρίζεται ότι για την πρόγνωση είναι απαραίτητη πρώτα η θεία χάρη, ενώ η ψυχολογική διάθεση είναι περισσότερο βοηθητική αιτία (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ', σ. 458).

-Ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Ιάμβλιχος πιστεύει ότι η μετενσωμάτωση είναι δυνατή μόνο από ανθρώπινο σε ανθρώπινο σώμα, όχι από σώμα ανθρώπου σε σώμα ζώου ή φυτού (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ', σ. 458). Αντίθετα, ο Ξενοφάνης ειρωνευόταν τους οπαδούς της μετενσάρκωσης. Πώς δικαιολογείται αυτή η αντίθεση; Επειδή ήταν «σκεπτόμενοι, ανεξάρτητοι και ελεύθεροι άνθρωποι οι Παγανιστές;» Ναι, αλλά τότε καταρρίπτεται η άποψη περί «ενιαίας ελληνικής σκέψης» στην οποία αντιτίθεται ο Χριστιανισμός.

-Ο Πλάτων μιλούσε για Ιδέες. Ο Αριστοτέλης διαφωνούσε.

-Στους Προσωκρατικούς, άλλος έλεγε ότι πρώτη αιτία είναι ο αέρας, άλλος το νερό, άλλος η φωτιά, άλλος η γη, άλλος το άπειρο.

-Αλλοι φιλόσοφοι θεωρούσαν σκοπό της ζωής τη Γνώση, άλλοι την Αρετή, άλλη την Ηδονή, άλλοι την απουσία πόνου, άλλοι την απαλλαγή από το σώμα.

-Ο Αρίστων δε δεχόταν πως υπάρχουν πολλές αρετές, όπως ο Ζήνων, ούτε πως είναι μία, που της αποδίδονται πολλά ονόματα, όπως οι Μεγαρικοί, αλλά πως η αρετή έχει να κάνει με το σχετικό (Διογένης Λαέρτιος, VII, 161).

-Οι Στωικοί θεωρούσαν ότι δεν υπάρχει ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ αρετής και κακίας, ενώ οι Αριστοτελικοί ότι υπάρχει κι αυτό είναι η πρόοδος. («Ἀρέσκει δ' αὐτοῖς μηδὲν μεταξὺ εἶναι ἀρετῆς καὶ κακίας, τῶν Περιπατητικῶν μεταξὺ ἀρετῆς καὶ κακίας εἶναι λεγόντων τὴν προκοπήν·» Διογένης Λαέρτιος, VII, 127).

-Ο Διογένης δεν ασχολήθηκε με την γεωμετρία, τη μουσική, την αστρονομία και τα παρόμοια, διότι θεωρούσε πως όλα αυτά είναι άχρηστα και μη αναγκαία (Διογένης Λαέρτιος, VI, 73). Αντίθετα, ο Επίκουρος θεωρούσε χρήσιμη την αστρονομία, ώστε να απαλλαγούν οι άνθρωποι από το φόβο της αστρολογίας και των προλήψεων: «Αν δεν μας παίδευαν οι ανησυχίες για τα ουράνια φαινόμενα και για το θάνατο, μήπως τυχόν έχουν κάποια σχέση με μας, τότε δε θα χρειαζόμασταν τη μελέτη της φύσης» (Κύριαι Δόξαι, 142 XI).

-Μερικοί, όπως ο Πλάτων, έλεγαν ότι η Δικαιοσύνη και οι νόμοι πηγάζουν από τα αιώνια πρότυπα, τις Ιδέες, ενώ άλλοι, όπως οι σοφιστές ή ο Επίκουρος, ότι η δικαιοσύνη δεν είναι παρά μια σύμβαση ανάμεσα στος ανθρώπους κι επομένως δεν είναι απόλυτη, αλλά σχετική.

- «Ο Πλάτων κοροϊδεύει τους μαθητές του Ορφέα, που λεν ότι όσους έζησαν καλά τους περιμένει στον Άδη, ως βραβείο, η αιώνια μέθη» (Πλούταρχου, Σύγκρ. Κίμ. -Λευκ., 1). «Γιατί ο Πλάτων παντού παρωδεί τις θεωρίες του Ορφέα. Γι’ αυτό και στη συνέχεια αναφέρει έναν στίχο του: "πολλοί οι ναρθηκοφόροι και σπάνιοι οι βάκχοι"» (Ολυμπιόδωρου, Εις Πλάτωνος Φαίδωνα, 7, 10).

- Ο Ησίοδος (Θεογονία, στ. 120) λέει ότι ο Έρωτας κατάγεται από το Χάος, ενώ ο Ορφέας ότι «τον Έρωτα και όλα τα πνεύματα ο Χρόνος εγέννησε» (Σχόλια εις Απολλόδωρου Ρόδιου Αργοναυτικά, 3, 26).

-Ο ποιητής Αλκαίος λέει ότι ο Έρωτας γεννήθηκε από την Ίριδα όταν αυτή έσμιξε με τον Ζέφυρο, αντίθετα από όσα λεν ο Ησίοδος κι ο Ορφέας. Όμως «οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν τον Έρωτα γιο της Αφροδίτης. Ο λύκιος Ώλην, ο οποίος έκανε τους πιο αρχαίους ύμνους για τους Έλληνες, λέει πως μητέρα του Έρωτα ήταν η Ειλείθυια» λέει ο Παυσανίας (Ελλάδος Περιήγησις, 9, 26, 5).

-«Ο μακεδόνας Πιέριος εισήγαγε εννιά μούσες μεταβάλλοντας και τα ονόματά τους στα τωρινά» (Παυσανίας, 9, 29, 3). Άρα αρχικά δεν ήταν εννιά ούτε είχαν τα γνωστά ονόματα. Δηλαδή όποιος ήθελε έγραφε ένα ποίημα και άλλαζε τα πάντα. Αυτό είναι η «αμετάβλητη θρησκεία» και οι αρχαίοι «θεοί» που υπάρχουν ανεξάρτητα των ποιητών.

-«Ξέρουν [οι Βοιωτοί] πως [ο Ετεοκλής] είχε ορίσει τον αριθμό των χαρίτων σε τρεις, δεν διατηρούν όμως την ανάμνηση των ονομάτων που είχε δώσει σ’ αυτές· οι Λακεδαιμόνιοι έχουν την παράδοση πως οι χάριτες είναι δύο και πως τις είχε ορίσει ο Λακεδαίμων (...) δίνοντάς τες και τα ονόματα Κλητά και Φαέννα. Γιατί και οι Αθηναίοι τιμούν από παλιά τις Χάριτες Αυξώ και Ηγεμόνη» (Παυσανίας, 9, 35, 1-2). Δηλαδή ο καθένας όριζε ό,τι ήθελε. Πού είναι η «κοινή θρησκεία»; «Είναι γνωστό πως ο Πάμφως πρώτος έκανε άσμα για τις χάριτες ούτε όμως τον αριθμό τους ούτε τα ονόματά τους ανέφερε στο ποίημά του» (Παυσανίας, 9, 35, 4). Ενώ ο Ησίοδος (Θεογονία, 907-909) λέει πως οι χάριτες είναι κόρες του Δία και της Ευρυνόμης, «ο Αντίμαχος [περ. 400 π.Χ.] λέει πως είανι κόρες της Αίγλης και του Ήλιου» (Παυσανίας, 9, 35, 5).

-Ο Διογένης, όταν τον κατηγόρησαν ότι ψευδοφιλοσοφεί, απάντησε ότι ακόμη και παριστάνοντας τον φιλόσοφο, φιλοσοφεί. Ο Επίκουρος, όμως, έλεγε ότι «δεν πρέπει να προσποιούμαστε ότι φιλοσοφούμε, αλλά να φιλοσοφούμε πραγματικά» (Επίκουρου προσφώνησις, 54).

-Ορισμένοι, όπως ο Επίκoυρος θεωρούσαν ως ηδονή την απουσία πόνου, ενώ άλλοι, όπως ο Αρίστιππος, θεωρούσαν ως «ηδονή» όχι την απουσία πόνου, αλλά τις ηδονές καθεαυτές, όπως τις εννοούμε: «[Ο Επίκουρος] διαφωνεί με τους Κυρηναϊκούς για την ηδονή. Αυτοί δεν αποδέχονται την καταστηματική ηδονή παρά μόνο την κινητική. Ενώ ο Επίκουρος δέχεται και τις δύο» (Διογένης Λαέρτιος, X, 136-137).

-Ο Ηρόδοτος υποστηρίζει στις αρχές του 5ο π.Χ. αι. ότι οι «θεοί» είναι φθονεροί εναντίον των ανθρώπων και τους αρέσει να αναποδογυρίζουν τις ζωές των τελευταίων (Ηρόδοτος, 1, 32 τὸ θεῖον πᾶν ἐὸν φθονερόν τε καὶ ταραχῶδες), ενώ στα μέσα του 4ου π.Χ. αι.ο Αριστοτέλης (Μεταφυσικά, I, 2) διαφωνεί και γράφει: «ούτε το θείον είναι φθονερό, αλλά κατά την παροιμία οι αοιδοί ψεύδονται πολλά». Φυσικά ο Ηρόδοτος εκφράζει την γνήσια, αρχική πολυθεϊστική άποψη, ενώ ο Αριστοτέλης ήταν ένας αποστασιοποιημένος από τον πολυθεϊστικό όχλο διανοούμενος μεταγενέστερης εποχής.

Οχτακόσιες απόψεις είχανε για το ποια ήταν η πρωταρχική ουσία του κόσμου. Και καμμιά δεκαριά ακόμη για το αν αυτή ήταν το κενό ή το άπειρο ή το άτομο ή άλλο. Ίδια η ελληνική σκέψη που έλεγε πως ο κόσμος είναι αιώνιος με την ελληνική σκέψη που έλεγε ότι φτιάχτηκε κατά τύχη ή αυτήν που έλεγε ότι ο θεός ή οι ιδέες έφτιαξαν τον κόσμο όπως τον βλέπουμε; Ίδια ήταν η ελληνική σκέψη που έλεγε ότι οι μύθοι είναι απάτη με την ελληνική σκέψη που έλεγε ότι οι μύθοι είναι συμβολικοί ή προϊστορία;

            Ακόμα και για την ύπαρξη του κόσμου και τη γένεση του ανθρώπου υπήρχε διχογνωμία. «Οι μεν, που θεωρούν αγέννητο και άφθαρτο τον κόσμο, υποστηρίζουν ότι και το ανθρώπινο γένος υπάρχει από πάντοτε και πως ποτέ δεν υπήρξε εποχή κατά την οποία να γεννήθηκε ο πρώτος άνθρωπος. Ενώ οι άλλοι, που θεωρούν ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε και είναι φθαρτός, υποστηρίζουν πως και οι άνθρωποι δημιουργήθηκαν, όπως αυτός, κάποτε σε συγκεκριμένο χρόνο» (Διόδωρου Σικελιώτη, Βιβλιοθήκης Ιστορικής Βίβλος πρώτη, 6,3).

            Πλούτο τεράστιο και ποικιλία απόψεων είχε η αρχαιοελληνική φιλοσοφία. Πολύ όμορφο αυτό. Αλλά όχι και ενιαίο το αρχαιοελληνικό πνεύμα˙ όχι «ασήμαντες λεπτομέρειες» οι διαφορές αυτές. Δημοκρατικότατα οι Νεοπαγανιστές, επιλέγουν ό,τι τους αρέσει και ό,τι τους συμφέρει από τις χιλιάδες αρχαιοελληνικές απόψεις. Έπειτα, αυτό που επέλεξαν το ονομάζουν – δημοκρατικότητα επίσης – «ελληνική σκέψη». Κόψε – ράψε δηλαδή. Ό,τι γουστάρουμε από τις ελληνικές σκέψεις, αυτό είναι η «μία ενιαία ελληνική σκέψη». Τα υπόλοιπα; Κόψε-ράψε-ξήλωνε.

Συνεπώς, όταν οι Νεοπαγανιστές, χρησιμοποιώντας το αγαπημένο τους σοφιστικό επιχείρημα, ρωτάνε «μα είναι δυνατόν, οι Έλληνες που ήταν το υπόδειγμα στη φιλοσοφία, στην τέχνη, να έχουν τόσο άδικο στην θρησκεία τους;», πρέπει πρώτα να μας απαντήσουν στο ερώτημα: «ποια από όλες τις θρησκείες εννοείτε με το όνομα Αρχαία Θρησκεία; Διότι καθένας είχε και διαφορετική αντίληψη περί θρησκείας και συνεπώς κοινότητα αντιλήψεων, δηλαδή μία Αρχαία Ελληνική Θρησκεία, δέν υπάρχει». Αν λοιπόν εννοούν κάποια απ’ τις θρησκείες: των σοφιστών, του καθενός εκ των φιλοσόφων, των μάντεων, του λαού, των νεοπλατωνικών, των θεουργών, να μάς το πούνε. Αν τις εννοούν όλες μαζί, είναι απόδειξη πως είναι δε ξέρουν τι λένε. Ρωτάν, προς απάντηση των παραπάνω, μερικοί Ν/Π, αν μπορεί κανείς να αποδείξει καμμιά αλλαγή στο τελετουργικό των θυσιών και της λατρείας της «Ελληνικής Θρησκείας» από την κλασσική εποχή ώς τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Η απάντηση είναι απλή: μπορεί το τελετουργικό να μεταβλήθηκε, μπορεί και όχι˙ δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι από τον 3ο π.Χ. αιώνα και μετά, οι αρχαίοι Έλληνες, πλην των παλιών λάτρευαν και πλήθος ξένων θεών, όχι μόνο στα ελληνιστικά κράτη, αλλά στην νότια Ελλάδα. Αυτό δεν είναι «αλλαγή της θρησκείας»; Δεν είναι μεταβολή του θρησκεύεσθαι και της «Θρησκείας των Ελλήνων»; Είναι, αλλά αποσιωπάται. Θα πουν οι Νεοπαγανιστές πως όλες αυτές οι θρησκείες από την μινωική Κρήτη ώς τον Ιουλιανό είναι στην πραγματικότητα όψεις της ίδιας «πατρώας θρησκείας»˙ πράγμα παράλογο, δεδομένων των τόσων διαφορών, που μόλις αναφέραμε. Αλλά ακόμη κι αν ήταν έτσι, δηλαδή η κάθε φάση να είναι ταυτόχρονα η ίδια θρησκεία, τότε θα έπρεπε να επιστρέψουν οι Νεοπαγανιστές όχι στην ομηρική-κλασσική θρησκεία του 6ου π.Χ. αι., η οποία ξεπεράστηκε και απορρίφθηκε από τους ίδιους τους Ελληνες, αλλά στην νεοπλατωνική του 3ου-4ου μ.Χ. με μάγια, τσαρλατανισμό κ.λ.π., η οποία άλλωστε ήταν η τελευταία χρονικά. Γιατί, το λογικό θα ήταν να επιστρέψουν στο τελευταίο στάδιο, εκεί όπου σταμάτησαν οι ίδιοι οι αρχαίοι, κι όχι σε κάποιο ενδιάμεσο στάδιο, το οποίο απορρίφθηκε από τους ίδιους τους Αρχαίους, αιώνες προ του χριστιανισμού. Είναι παράλογο να θέλουν οι Ν/Π να επιστρέψουν σε κάτι, που απέρριψαν οι κλασσικοί Έλληνες,  των οποίων οι Ν/Π ισχυρίζονται ότι αποτελούν συνεχιστή. Αλλά, επιπλέον πριν το Χριστιανισμό, οι φιλόσοφοι Έλληνες μίλησαν κατά της λαϊκής (της μόνης, δηλαδή, υπαρκτής) αρχαιοελληνικής θρησκείας, εκφράζοντας την περιφρόνησή τους. Δεν είναι, λοιπόν, ο Χριστιανισμός μόνο, που εκφράζει το τάχα παράδοξο επιχείρημα, ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν πολύ καλές επιδόσεις στις τέχνες και τον πολιτισμό, αλλά είχαν κακή θρησκεία. Είναι κι οι ίδιοι οι προ Χριστού Έλληνες, οι οποίοι συμφωνούν μαζί του. Ας αφήσουν κατά μέρους τέτοιες σοφιστείες, οι Νεοπαγανιστές. Καλή επίδοση σε ένα ή σε πολλούς τομείς δε συνεπάγεται απαραίτητα την καλή επίδοση σε όλους τους υπόλοιπους τομείς.

Αφού λοιπόν εκλέγουν μέρη της ελληνικής αρχαίας παράδοσης, θρησκευτικής και φιλοσοφικής, απορρίπτοντας τα υπόλοιπα, τότε να μιλούν μόνο εξ ονόματος του μέρους εκείνου που επέλεξαν, κι όχι εξ ονόματος ολόκληρου του «ελληνικού πνεύματος». Και το κυριώτερο, να μην λένε ότι μόνο το τμήμα που διάλεξαν αυτοί είναι το αυθεντικά ελληνικό, ενώ όλα τα υπόλοιπα (τμήματα της αρχαιότητας, ούτε καν της μετα-παγανιστικής εποχής ούτε καν χριστιανικά!) είναι μη ελληνικά. Η «ελληνικότητα» που οι Νεοπαγανιστές αντιπαραθέτουν στον Χριστιανισμό είναι ένα ελάχιστο, μηδαμινό τμήμα του ελληνικού πνεύματος. Διότι, αν π.χ. είναι Στωικοί, δεν θα έπρεπε να αντιπαρατεθούν μόνο στους Χριστιανούς (Τώρα, για τα κοινά μεταξύ Χριστιανισμού-Στωικισμού ή Χριστιανισμού και άλλων σχολών, έχουν μιλήσει άλλοι, αλλά αυτά είναι άγνωστα στους Νεοπαγανιστές, οπότε δεν πειράζει), αλλά και σε κάθε άλλη αρχαιοελληνική φιλοσοφία με την οποία οι αρχαίοι Στωικοί είχαν διαφορές και έχθρα. Επομένως, αν δεν το κάνουν αυτό, παραποιούν την έννοια της ελληνικότητας. Γιατί, εκτός κι αν υποτεθεί ότι είναι παράλογοι, οι Νεοπαγανιστές δεν μπορούν να είναι ταυτόχρονα και Πλατωνικοί και Αριστοτελικοί, και Επικούρειοι και Σκεπτικοί, και Κυνικοί και Νεοπλατωνικοί! Αφού διαλέγουν το ένα, πρέπει να απορρίψουν τα άλλα ως λανθασμένα. Να δεις και ποιοι άλλοι το έκαναν αυτό.... ποιοι άραγε..εδώ τό ‘χουμε.

            Ένα χαρακτηριστικό της Νέας Εποχής ότι προσπαθεί να δείξει ότι όλες οι θρησκείες και όλες οι φιλοσοφίες λεν κατά βάθος το ίδιο πράγμα και ότι στο τέλος φτάνεις στον ίδιο στόχο, όποια φιλοσοφία ή θρησκεία κι αν διαλέξεις. Οι Νεοπαγανιστές αντιστοίχως έχουν βάλει σκοπό να αποδείξουν πως όλοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι έλεγαν το ίδιο πράγμα, δηλαδή αυτό που λένε σήμερα οι Ν/Π, για να το αντιπαραθέσουν στον Χριστιανισμό . Αυτό που θα αποδειχθεί θα είναι η επιπολαιότητά τους.

            Οι Νεοπαγανιστές λένε ότι το αρχαιοελληνικό πνεύμα είναι Ένα και διαφορετικό από το χριστιανικό. Και, όταν βλέπουν τις τόσες αντιφάσεις των φιλοσόφων και τις διενέξεις τους με άλλους φιλόσοφους, τότε βρίσκουν άλλο τέχνασμα κι αρχίζουν να μιλούν για ενιαία κοσμοθέαση, για τη Δημοκρατία, για το Διάλογο, για κριτική σκέψη και τα γνωστά. Ούτε κι αυτά όμως αποτελούν κοινό τόπο για όλη την αρχαία Ελλάδα. Η Δημοκρατία, η Ισηγορία, ο ελεύθερος διάλογος είναι κατακτήσεις και επιτεύγματα της αρχαίας Αθήνας, την οποία και γι’αυτό εκτιμούμε. Δεν ήταν όμως πανελλήνια επιτεύγματα. Ειδικότερα δε, για παράδειγμα, στην αρχαία Σπάρτη, για την οποία τόσο φωνάζουν οι Νεοπαγανιστές, ότι αδικείται από τους ιστορικούς, ο διάλογος και  η δημοκρατία δεν υπήρχαν. Τι συμβαίνει δηλαδή; Δεν είναι η Σπάρτη κι ο πολιτισμός της τμήμα του (δήθεν ενιαίου) αρχαιοελληνικού πνεύματος; Φυσικά και είναι. Συνεπώς, φυσικά και υπάρχουν αντιφάσεις στην μη ενιαία αρχαιοελληνική κοσμοαντίληψη. Δεν υπάρχει ενιαία κοσμοαντίληψη (π.χ. περί διαλόγου και ισηγορίας στην αρχαία Πόλη) και συνεπώς, εμείς δεχόμαστε μόνο τα καλά τού αρχαίου πνεύματος. Καταρρίπτεται έτσι η νεοπαγανιστική θεωρία ότι υπάρχει ενιαία αρχαιοελληνική κοσμοθέαση.

 «...όταν το πλήθος συναθροιζόταν, σε κανένα εκ των άλλων δεν επέτρεπε να εκφράσει γνώμη, αλλά ο λαός είχε την εξουσία να αποφασίζει επί της γνώμης, την οποία πρότειναν οι γέροντες και οι βασιλείς. Βραδύτερον όμως, επειδή ο λαός με προσθήκες και αφαιρέσεις διέστρεφε και παραβίαζε τις προτάσεις, οι βασιλείς Πολύδωρος και Θεόπομπος (βασίλευσαν το 742 π.Χ.) πρόσθεσαν τα εξής στην ρήτρα: «Αν ο λαός εκλέξει κακή γνώμη, οι γερουσιαστές και οι βασιλείς να ανθίστανται», τουτέστι, να μην την επικυρώνουν, αλλά να την αποσύρουν εντελώς και να διαλύουν την εκκλησία, διότι ο λαός παραμορφώνει

 και μεταβάλλει την πρόταση παρά το συμφέρον. Επεισαν αυτοί την πόλη, ότι δήθεν ο θεός διέτασσε αυτά, καθώς αναφέρει κάπου ο Τυρταίος (Ευνομία) λέγων τα εξής:

Ακούγοντας τον Φοίβο έφεραν στην πατρίδα εκ του Πύθωνα

Μαντεύματα του θεού και βέβαιες προρρήσεις˙

Πρώτοι να εκφέρουν γνώμη οι θεοτίμητοι βασιλείς

Οι οποίοι φροντίζουν για την αγαπητή πόλη της Σπάρτης,

Κατόπιν οι πρεσβύται γερουσιαστές, και έπειτα

Οι άνδρες της Σπάρτης» (Πλούταρχου, Λυκούργος, 6).

Δηλαδή, τι θέλουν να κάνουν οι εθνικιστές Νεοπαγανιστές; Το άσπρο μαύρο; Να πουν ότι υπήρχε διάλογος και ισηγορία στην Σπάρτη;! Αντίθετα λοιπόν από ό,τι έντεχνα ισχυρίζονται, στην Σπάρτη δεν υπήρχε ισηγορία μεταξύ των ελευθέρων πολιτών, όπως στην Αθήνα. Ας μην κάνουν λόγο οι αρχαιολάτρες για την «ισηγορία» των ελεύθερων «Ομοίων» – που ήταν «ελεύθεροι» ως προς τους είλωτες, αλλά ποτέ «ελεύθεροι» όπως εννοούμε την ελευθερία για τους αρχαίους Αθηναίους – διότι δικαίωμα τέτοιο δεν είχαν. Υπάκουαν στις αποφάσεις των εφόρων. Ενιαίο και αδιαίρετο αρχαίο πνεύμα υπάρχει μόνο στη φαντασία των αρχαιόπληκτων, οι οποίοι, αφού πρώτα επιλέξουν ένα μόνο κομμάτι της αρχαιότητας, το οποίο τους ελκύει τρομερά, το απολυτοποιούν, ώστε να ταυτίσουν το μέρος με το σύνολο και να βρουν «το αρχαίο πνεύμα».

            Φυσικά, άμεση συνέπεια των παραπάνω είναι, ότι δεν έχει νόημα να κατηγορούνται οι χριστιανικές απόψεις ως μη ελληνικές (ή να επαινούνται ως αποκλειστικά ελληνικές). Τη στιγμή που οι Έλληνες εξέφεραν τόσο την μια άποψη όσο και την εντελώς αντίθετή της, είτε θα οδηγηθούμε στον παραλογισμό ότι μόνο οι μισοί από τους Έλληνες είχαν ελληνικές απόψεις είτε θα πάψουμε να ορίζουμε ανύπαρκτες, δήθεν ενιαίες «ελληνικότητες».

 

  30. "Η αρχαία εποχή δεν είχε θρησκευτικούς πολέμους, σε αντίθεση με την χριστιανική. Αυτό δείχνει και την ανωτερότητα του πολυθεϊσμού."

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Μα πώς να γίνονταν θρησκευτικοί πόλεμοι στην αρχαία Ελλάδα, αφού όλοι πίστευαν στην ίδια θρησκεία, στο ίδιο πάνθεον; Όταν όμως οι Πέρσες ήρθαν στην Ελλάδα, έκαψαν τους ναούς των ξένων (για αυτούς) θεών. Το ίδιο έκαναν και σε άλλες χώρες κατακτημένες, όπου καταπίεζαν τη θρησκεία τους. Το ίδιο έκαναν και τα ελληνιστικά κράτη που προσπάθησαν να κάνουν τους Εβραίους να απαρνηθούν τη θρησκεία τους για χάρη του εθνισμού, με αποτέλεσμα αιματηρούς πολέμους. Εξάλλου, οι Αρχαίοι Έλληνες ήταν αυτοί που θέλησαν να κάνουν τους Ιουδαίους με το ζόρι Εθνικούς, απαγορεύοντας με βασιλικό διάταγμα (Αντίοχος Δ', 168 π.Χ.) επί ποινή θανάτου την ιουδαϊκή θρησκεία. Πιο πριν ο Πτολεμαίος Δ' έσφαξε 30 χιλιάδες Εβραίους μη φειδόμενος τα γυναικόπαιδα. Αυτό δεν είναι θρησκευτικός πόλεμος; Ούτε είναι γενικό χαρακτηριστικό του πολυθεϊσμού η ανεκτικότητα: στην Ινδία λόγου χάρη, όπου υπάρχουν ένα σωρό θεοί, κάθε τόσο σφάζονται οι αντίπαλοι πιστοί.

            Και για να έρθουμε στα δικά μας, στους Νεοπαγανιστές και τους αρχαιο-εθνικιστές δε φαίνεται να λέει τίποτα ο όρος «Ιεροί Πόλεμοι»˙ ίσως λόγω έλλειψης ιστοριογνωσίας.

Ο Πρώτος Ιερός Πόλεμος έγινε μεταξύ  590-589 π.Χ. όταν οι Δελφοί βρήκαν πρόφαση ότι οι Κιρραίοι φορολογούσαν τους προσκηνυτές˙ το συμβούλιο των Αμφικτυόνων κήρυξε ιερό πόλεμο εναντίον των Κιρραίων ως ασεβών, και άρχισε φοβερός και καταστρεπτικός πόλεμος, με αποτέλεσμα αυτοί να καταστραφούν. Οι Κιρραίοι εξανδραποδίστηκαν, η χώρα τους πέρασε από φωτιά και σίδηρο, οι γαίες τους αφιερώθηκαν στον Απόλλωνα, στη Λητώ και στην Αθηνά Πρόνοια.

Ο Δεύτερος Ιερός Πόλεμος, το 447 π.Χ. κηρύχθηκε από τους Δελφούς κατά των Φωκέων, υπό την καθοδήγηση των Σπαρτιατών. Αυτόν το Δεύτερο Ιερό Πόλεμο τον προκάλεσαν οι Φωκείς που ήθελαν το ιερό του Απόλλωνα  να ανήκει σε όλους τους Φωκείς κι όχι μόνο στην πόλη των Δελφών. Όταν οι Φωκείς κατέλαβαν το ιερό, οι Δελφοί ζήτησαν την επέμβαση των Σπαρτιατών. Οι Σπαρτιάτες έσπευσαν να αποκαταστήσουν τους Δελφούς στα κυριαρχικά τους δικαιώματα επί του ιερού. Αμέσως όμως μόλις ο σπαρτιατικός στρατός αποχώρησε απ’ τους Δελφούς, ο Περικλής εξεστράτευσε με Αθηναίους και παρέδωσε το ιερό πάλι στους Φωκείς.

Ο Τρίτος Ιερός Πόλεμος, το 356-346 π.Χ. Άρχισε όταν οι Φωκείς κατέλαβαν το μαντείο από την πόλη των Δελφών, οπότε οι Λοκροί, οι Θηβαίοι, οι Θεσσαλοί κήρυξαν Ιερό πόλεμο κατά των ιερόσυλων Φωκέων οι οποίοι νικήθηκαν, διαλύθηκαν, εξαναγκάστηκαν να ζούν σε χωριά και να πληρώνουν 60 τάλαντα ανά έτος. Ο αρχηγός των Φωκέων Ονόμαχος σταυρώθηκε ως ιερόσυλος (Διόδωρος, 16, 53) και οι αιχμάλωτοι φωκείς στρατιώτες καταποντίστηκαν στον Παγασητικό, επίσης ως ιερόσυλοι. Οι όροι της συνθήκης ήταν: Όλοι οι Φωκαείς αποκλείστηκαν από τους ιερούς χώρους των Δελφών, από θυσίες, τελετές κ.λ.π. Το φωκαϊκό «έθνος» έπαψε ν’ αποτελεί μέρος της αμφικτυονίας. Όλες οι φωκαϊκές πόλεις καταστράφηκαν. Κανένας οικισμός δεν επιτρεπόταν να είναι άνω των 50 οικογενειών ή να βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη των 10 σταδίων από έναν άλλον. Τα όπλα των Φωκαέων καταστράφηκαν, τα άλογά τους εποιήθηκαν υπέρ του Ιερού, και οι Φωκαείς υποχρεώθηκαν να καταβάλουν 10 χιλιάδες τάλαντα στο Μαντείο, 30 τάλαντα ανά εξαμηνία, δηλαδή να εξοφλήσουν το ποσό σε 167 περίπου χρόνια. Ώς τότε, σύμφωνα με τη συνθήκη δεν θα μπορούσαν να αποκτήσουν όπλα κι άλογα.

Ο Τέταρτος Ιερός Πόλεμος, το 339 π.Χ. άρχισε όταν οι Λοκροί της Άμφισσας αυτή τη φορά καταπάτησαν τη γή του μαντείου. Εναντίον τους κηρύχθηκε Ιερός Πόλεμος, και η Άμφισσα καταστράφηκε. 

Τέλος,  ως αιτία της Πανελλήνιας εκστρατείας κατά των Περσών, ο Φίλιππος ανέφερε την τιμωρία των Περσών για τις καταστροφές ελληνικών ιερών από τον Ξέρξη (Διόδωρος, 16, 89, 2: καὶ λαβεῖν παρ’ αὐτῶν δίκας ὑπὲρ τῆς εἰς ἱερὰ γενομένης παρανομίας).

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων να τονιστεί ότι ο όρος «Ιεροί» Πόλεμοι για τους προαναφερθέντες πολέμους δεν πρωτοχρησιμοποιήθηκε από χριστιανούς, αλλά από τους ίδιους τους αρχαίους Έλληνες, τόσο της κλασσικής εποχής, όσο και της ρωμαϊκής (π.χ. Καλλισθένη, Παυσανία). Δίχως άλλο, δεν υπήρξε Ιερός Πόλεμος στην Αρχαία Ελλάδα. Για να το λένε οι Νεοπαγανιστές, κάτι παραπάνω θα ξέρουν.

            Ορισμένοι θα ισχυριστούν, ότι οι παραπάνω πόλεμοι δεν ήταν ούτε ιεροί ούτε θρησκευτικοί, διότι ήταν απλώς διαμάχες πόλεων-κρατών κι όχι θρησκευτικές σταυροφορίες, σε αντίθεση με τους χριστιανικούς πολέμους. Κατ’ αρχήν, όσον αφορά τον μόνο αληθινό Χριστιανισμό, την Ορθοδοξία, δεν υπήρξε κανείς θρησκευτικός πόλεμος.

Ο πατριάρχης επί βασιλείας Νικηφόρου Φωκά αρνήθηκε να ανακηρύξει αγίους όσους σκοτώνονταν στις μάχες που έδινε ο βυζαντινός στρατός λέγοντας πως «κανένας πόλεμος δεν είναι ιερός». Το ορθόδοξο Βυζάντιο – στο βαθμό που πραγμάτωνε την Ορθοδοξία – ποτέ δεν πολέμησε κατά των Αράβων ή των Περσών λόγω θρησκευτικών αιτιών. Οι Πέρσες κατέλαβαν την Αίγυπτο και την Μ. Ανατολή από το Βυζάντιο, με αποτέλεσμα αυτό να εκστρατεύσει με σκοπό την ανακατάληψη των χαμένων επαρχιών του. Φυσικά, οι Πέρσες είχαν πάρει τον Τίμιο Σταυρό, αλλά δεν ήταν αυτή η κλοπή αιτία των εκστρατειών του Ηρακλείου. Και με τους Άραβες, το Βυζάντιο δεν επεδίωξε θρησκευτικό πόλεμο. Υπήρξαν μεγάλες χρονικές περίοδοι ειρήνης μεταξύ Ορθοδόξων και Μουσουλμάνων. Ούτε οι εκστρατείες του Ιωάννη Τσιμισκή και Νικηφόρου Φωκά θεωρούνται «σταυροφορίες» και «ιεροί πόλεμοι», αφού ο σκοπός τους ήταν να απελευθερώσουν από την αραβική κατοχή την Μ. Ανατολή και την Ανατολική Μ. Ασία. Εάν το Βυζάντιο βρισκόταν σε «ιερό πόλεμο» κατά του Ισλάμ, τότε αυτή θα ήταν διαρκής κατάσταση, το Βυζάντιο δεν θα επέτρεπε ποτέ χτίσιμο τζαμιών στην Κωνσταντινούπολη τον 8ο και 10ο αιώνα, για χάρη των μουσουλμάνων επισκεπτών της. Το Βυζάντιο πολεμούσε τους Άραβες χαλίφηδες ως κράτος εναντίον κράτους, όχι ως Ορθοδοξία κατά Ισλάμ. Κατά τον ίδιο τρόπο, το Βυζάντιο πολεμούσε τους Βουλγάρους ως κράτος εναντίον κράτους κι όχι ως... Ορθοδοξία κατά Ορθοδοξίας.

Ακόμη κι οι αιρετικές Σταυροφορίες, σκοπό δεν είχαν να εκχριστιανίσουν τους μουσουλμάνους κατοίκους της Μ. Ανατολής, αλλά να εκδιώξουν τους Άραβες από την Παλαιστίνη. Δεν έγιναν αυτοί οι θρησκευτικοί πόλεμοι λόγω θεολογικών διαφορών μεταξύ Δυτικών και Αράβων, αλλά επειδή οι προσκυνητές στους Άγιους Τόπους καταπιέζονταν. Το ζήτημα βεβαίως δεν αφορά την Ορθοδοξία.

            Οι διαμάχες μεταξύ Παπικών και Προτεσταντών δεν αφορούν την Ορθοδοξία. Στο Βυζάντιο δεν υπήρξε εμφύλιος πόλεμος λόγω της Εικονομαχίας. Αρνούνταν βεβαίως οι εικονολάτρες να αποδεχτούν τα διατάγματα των εικονομάχων Αυτοκρατόρων, αλλά δεν χωρίστηκε το κράτος σε δύο τμήματα.

            Αν συγκρίναμε τους αιρετικούς πολέμους και σταυροφορίες με τους αρχαιοελληνικούς ιερούς πολέμους, οι σταυροφορίες είναι εγγύτερα στους «Ιερούς Πολέμους», διότι έγιναν για την κατοχή του ιερού εδάφους των Δελφών.

 

 

  31. "Η θεοποίηση ανθρώπων δεν ήταν αρχαιοελληνικό φαινόμενο. Την έφερε από την Ασία ο Αλέξανδρος. Δεν είναι κάτι, για το οποίο πρέπει να κατηγορηθεί η κοσμοαντίληψη των Εθνικών της αρχαίας Ελλάδας. Ειδικότερα, ο Αλέξανδρος είναι ηθικά υπόλογος, διότι ουσιαστικά εξασιάτισε την Ελλάδα (και δεν εξελληνίστηκε η Ασία), αφού με τη θεοποίησή του οδήγησε στο φαινόμενο οι μετέπειτα μονάρχες αλλά και ο λαός να θεωρούν φυσιολογικό ο μονάρχης να είναι ζώντας θεός".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Είναι γεγονός ότι η αυτοθεοποίηση του Μέγα Αλέξανδρου είναι κάτι το αρνητικό και από αυτόν πρωτοάρχισαν να θεοποιούνται οι ελληνιστικοί βασιλείς και μετά οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες. Είναι το μόνο αρνητικό ίσως που μπορεί ν’ αποδοθεί στον Μεγαλέξανδρο, και είναι αυτός που «εγκαινίασε» το έθιμο αυτό. Όμως τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα, απ’ όσο πιστεύουν οι Νεοπαγανιστές:

Στην ειδωλολατρική αρχαιότητα ως γνωστόν η έννοια του «θεού» και του «θείου» δεν προσδιορίζονταν από το «απόλυτο» ή το «άπειρο», όπως στον Χριστιανισμό. Οι ειδωλολατρικοί μυθολογικοί θεοί δεν ήταν «τέλειοι» ούτε ήταν το Απόλυτο. Ήταν ατελείς, και αυτό που τους χαρακτήριζε, πέραν της αθανασίας, ήταν ότι το «θείο» σήμαινε απλώς το «πάνω από τον άνθρωπο» και τα ανθρώπινα μέτρα και δυνάμεις. Ο Δίας π.χ. δεν ήταν πάνσοφος, δηλαδή τέλειος, αλλά ήταν απλώς σοφότερος από τους ανθρώπους. Έτσι, ο «θεός» για τους Ειδωλολάτρες ήταν κάτι απλώς πέρα από τον άνθρωπο, κι όχι «το» τέλειο. Υπό αυτήν την αντίληψη για το θείον, η λατρεία κάποιων ανθρώπων ως θεών δεν φαντάζει παράξενη ή καταδικαστέα. Έτσι κι αλλιώς οι βασιλείς ήταν κατά κάποιον τρόπο «πάνω από τους (υπόλοιπους) ανθρώπους»˙ πιο δυνατοί.  Μπορούσαν έτσι να θεοποιηθούν. Αθάνατοι δεν ήταν βέβαια, αλλά με λίγες ειδωλολατρικές θεωρίες περί μετενσάρκωσης, και με λίγη αρχαία φιλοσοφική σάλτσα, όλα λυνόταν. Δεν υπήρχε πρόβλημα για τον υπόλοιπο κόσμο. Απλώς έπρεπε να αποδεικνύουν (π.χ. στους πολέμους) ότι ήταν θεοί, δηλαδή ανίκητοι. Το αν ο «θεός» κατέχει την τελειότητα ή όχι, κάνει τη διαφορά που επιτρέπει ή απαγορεύει την θεοποίηση ανθρώπων. Βλέπουμε δηλαδή, πως η παγανιστική αντίληψη ότι ο «θεός» δεν είναι «τέλειος», οδηγεί σε θεοποίηση των πιο ισχυρών, των πιο δυνατών ανθρώπων.

Από το «θεός = ανώτερο από τους ανθρώπους ον (αλλά όχι τέλειο)» ώς το «θεός = ανώτερο από τους κοινούς ανθρώπους ον» η απόσταση είναι πολύ μικρή. Αυτό απεδείχθη στην πράξη, και αυτή η απόδειξη της Ιστορίας κάνει περιττή οποιανδήποτε άλλη.

Δεν διέπραξε ο Μεγαλέξανδρος κάτι εξωφρενικό, αν κρίνουμε τη θεοποίησή του από παγανιστική οπτική. Αλλά από Χριστιανική είναι παράλογο, αφού μόνο ο Θεός είναι Τέλειος και Απόλυτο και τού αποδίδεται ο χαρακτηρισμός θεός. Κάτι που πάντα ξεχνούν οι Νεοπαγανιστές που κατακρίνουν τον Μεγαλέξανδρο είναι πως μόνο οι Χριστιανοί τόλμησαν έμπρακτα (κι όχι με φιλοσοφικά υποννοούμενα και αστειάκια) να αρνηθούν στους αυτοκράτορες το «δικαίωμα» να λέγονται θεοί. Οι Ειδωλολάτρες, με την απαράδεκτη ιδέα ότι ο θεός/θεοί δεν είναι τέλειος, ούτε που σκέφτηκαν να πράξουν ό,τι οι Χριστιανοί.  

Η σχετική κραυγή των φιλάθλων ή άλλων προς τα αθλητικά και όχι μόνο είδωλά τους «είσαι θεός» αποδεικνύει πόσο εύκολα κάποιος άνθρωπος που είναι ασυναγώνιστα ανώτερος από τους κοινούς θνητούς σε κάτι, μπορεί να λάβει το χαρακτηρισμό «θεός». Μόνο που σήμερα δεν κυριολεκτούν, διότι «θεός» σημαίνει το τέλειο ον˙ ενώ στην παγανιστική αρχαιότητα το εννοούσαν, επειδή το θεός σήμαινε απλώς το «παραπάνω από τους (κοινούς ή τους περισσότερους) ανθρώπους» ον – η παρένθεση υπονοείται. ΟΧΙ το "τέλειο".

«Ότι η ελληνιστική προσωπολατρία ήταν πάντοτε ανειλικρινής –ότι ήταν ένα πολιτικό κόλπο και τίποτε περισσότερο-, κανένας, νομίζω δεν θα το πιστέψει από αυτούς που παρατηρούν στην εποχή μας να αυξάνει συνεχώς η μαζική κολακεία προς τους δικτάτορες, τους βασιλιάδες, κι όταν αυτοί ελλείπουν, στους αθλητές» (E.R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, εκδ. Καρδαμίτσα, σ. 152).

Όπως και να ‘χει, είναι ανιστόρητο επιχείρημα, οι Νεοπαγανιστές να ισχυρίζονται πως η θεοποίηση του ηγεμόνα δεν είναι αρχαιοελληνικό και παγανιστικό έθιμο. Το τι είναι ή τι δεν είναι αρχαιοελληνικό, δε θα μάς το πουν δυο-τρεις «Νεοπαγανιστές», που εμφανίστηκαν ως Νεοπαγανιστές τη δεκαετία του 1990, αλλά η αρχαία ελληνική ιστορία. Θεοποιήσεις γινόταν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο από τον 4ο π.Χ. αιώνα ώς τον 4ο μ.Χ. αιώνα, δηλαδή επί 700 περίπου χρόνια. «Μικρό διάστημα», βεβαίως! Ουδόλως αντιπροσωπευτικό του αρχαίου ήθους και πολιτισμού! «Λεπτομέρειες»! Τέτοια λεν οι Ν/Π για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα και τα προφανή. Ωστόσο, η θεοποίηση του ηγεμόνα είναι καθαρώς ειδωλολατρικό φαινόμενο και, εφόσον γινόταν επί 700 έτη περίπου στον αρχαιοελληνικό κόσμο, είναι αρχαιοελληνικότατο, ακόμη κι αν δεν έχει αρχαιοελληνική προέλευση. Δεν χρειάζεται μια παράδοση να έχει μυκηναϊκή ή αρχαϊκή προέλευση, για να είναι αρχαιοελληνική. Αφού οι Ειδωλολάτρες της Αρχαιότητας το δέχτηκαν και κανείς δεν αντέδρασε, είναι αντιφατικό να εμφανίζονται έπειτα από 20 αιώνες κάποιοι, που θέλουν να είναι συνεχιστές των αρχαίων Ειδωλολατρών και ταυτόχρονα να είναι ενάντιοι στην ειδωλολατρική παράδοση της αρχαιότητας. Άλλωστε και πριν τον Αλέξανδρο θεοποιούνταν (απλώς μεταθανάτια μόνο) οι ολυμπιονίκες και άλλοι. Από πού κι ώς πού πεθαμένοι ανακηρύσσονταν «φυσικές δυνάμεις»;

Όσο για τον Μέγα Αλέξανδρο, τον οποίο συκοφαντεί και βρίζουν ορισμένοι Νεοπαγανιστές, αναφορικά με τη θεοποίησή του, θα πούμε πως όταν αυτός είχε γίνει κοσμοκράτορας και τον κολάκευαν στην Ασία και τον έλεγαν θεό, έλεγε στους Έλληνες του περιβάλλοντός του με κάποια αστειότητα, ότι από δυό τεκμήρια είναι σίγουρος ότι δεν είναι θεός˙ από το ότι κοιμάται και το ότι συνουσιάζεται (Πλούταρχου Αλέξανδρος 22, 6). Έδειξε έτσι ο Αλέξανδρος πόσο περιφρονούσε τους θεούς (που συνουσιάζονταν και κοιμούνταν, όπως οι θνητοί) τους οποίους θέλουν να επαναφέρουν οι Νεοπαγανιστές, αλλά και την υψηλότατη (αν και προχριστιανική) θεολογία του (θα τον είχε διδάξει, ασφαλώς, αυτά ο Αριστοτέλης). Επίσης έδειξε πόσο σοβαρά πίστευε τα περί θεοποιήσεώς του.  

 

 

  32. "Η αρχαία Ελλάδα ήταν θρησκευτικώς ανεκτική, ενώ το Βυζάντιο και οι Χριστιανοί, ως μονοθεϊστές, ήταν μη ανεκτικοί".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:Αφού οι αρχαίοι Έλληνες ήταν θρησκευτικώς ανεκτικοί, γιατί οι δούλοι έπρεπε να έχουν την θρησκεία των κυρίων τους (αλλάζοντας υποχρεωτικά θεούς και λατρεία κάθε φορά που πωλούνταν σε άλλο κύριο); Αφού οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ανεκτικοί θρησκευτικώς, γιατί δεν μπορούσε μια θεότητα ξένη, δηλαδή όχι θεότητα της πόλης-κράτους, να έχει ναό κτισμένο, αλλά έπρεπε ειδική επιτροπή της πόλεως να συνεδριάσει πρώτα για να συζητήσει άν έπρεπε να επιτραπεί χτίσιμο ναού ξένης θεότητας; Αφού η αρχαία Ελλάδα ήταν θρησκευτικώς ανεκτική, γιατί τιμωρούνταν βαρύτατα όσοι πολίτες αμελούσαν τα λατρευτικά τους καθήκοντα προς τους θεσμοθετημένους θεούς της πόλης όπου ζούσαν; Γιατί υπήρχαν τόσο αυστηροί νόμοι λοιπών κατά ξένων λατρειών, αφού οι αρχαίοι ήταν πολυθεϊστές και (δήθεν) συνεπώς ανεκτικοί;

Σε κανέναν αρχαιολάτρη δεν θα άρεσε να τιμωρείται από το κράτος όποιος δεν πηγαίνει στην εκκλησία τις Κυριακές. Γιατί τότε δεν αναγνωρίζει πως η αρχαία εποχή που επέβαλε τιμωρίες σε όποιον δεν θυσιάζε στους Θεούς της πόλης του, ήταν θρησκευτικώς μη ανεκτική; «Η αθηναϊκή νομοθεσία προέβλεπε ποινές για όσους αρνιόυνταν να τιμήσουν θρησκευτικά μια εθνική εορτή (Πολυδεύκης, 8, 46 – Ουλπιανός, Σχολ. στο Δημοσθένη, Κατά Μειδίου)» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 349).

Και απ' αυτή την περίπτωση αποδεικνύεται πως οι Νεοπαγανιστές και πολλοί εκδυτικισμένοι αρχαιολάτρες συγχέουν την ύπαρξη πολλών θεών με το δικαίωμα να λατρεύει κάποιος τους μη θεσμοθετημένους από την πόλη του θεούς ή με το δικαίωμα να αρνείται να λατρέψει τους θεούς που όρισε η πόλη. Η ύπαρξη πολλών  θεών δεν σχετίζονταν με το δικαίωμα να απορρίπτεις τον θεό της πόλης χάριν κάποιου άλλου θεού. Τέτοια δικαιώματα δεν δίνονταν από την αρχαία πόλη. Ουδέποτε είχε το δικαίωμα κανείς να αρνηθεί τον θεό της πόλης και να διαλέξει κάποιον άλλον από τους υπόλοιπους εφτακόσιους. Αμέσως καταδικαζόταν από τα δικαστήρια.

Ο κάθε πολίτης «έπρεπε να πιστεύει και να υποτάσσεται στη θρησκεία της πόλης. Μπορούσαν, ωστόσο, να περιφρονούν ή να μισούν τους θεούς της γειτονικής πόλης (...) δεν έχουν δικαίωμα όμως ούτε να σκεφτούν ακόμη την αμφισβήτηση της Πολιούχου Αθηνάς ή του Ερεχθέα ή του Κέκροπα. Η ελευθερία της σκέψης σχετικά με τη θρησκεία ήταν κάτι εντελώς άγνωστο στους Αρχαίους» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 349). Γι’ αυτό άλλωστε, ο Σωκράτης κατηγορήθηκε πως δεν λογάριαζε για θεούς, τους θεούς που δεχόταν η Αθήνα («Ἀδικεῖ Σωκράτης οὕς ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων», Ξενοφώντα, Απομνημονεύματα, 1, 1). Τρομερό έγκλημα διέπραξε ο Σωκράτης! Αυτή ήταν η τεράστια θρησκευτική ελευθερία που έδινε ο πολυθεϊσμός σχετικά με τον μονοθεϊσμό (Δεν έχει σημασία, φυσικά, αν ο Σωκράτης πίστευε ή δεν πίστευε στους θεούς˙ σημασία έχει ότι ο αθηναϊκός νόμος θεωρούσε νομικό αδίκημα την απιστία στην επίσημη κρατική θρησκεία του πολυθεϊσμού.).

«Η ιδέα λοιπόν ότι κάθε επιμέρους όψη της πραγματικότητας πρέπει να εξουσιάζεται από ένα θείο ον προκαλεί την ισαριθμία τέτοιων όψεων και θεοτήτων και συνεπώς τον πολυθεϊσμό. Από τη βασική αυτή στον πολυθεϊσμό ιδέα, της ισαριθμίας, προέρχεται και η λεγόμενη ανοχή του πολυθεϊσμού: στο ήδη υπάρχον πάνθεο μπορούν  να μπουν όσες θεότητες αντιστοιχούν σε νέες ή μη ακόμα εξουσιαζόμενες από κάποια θεότητα όψεις της πραγματικότητας. Όμως κάποια που ήδη εξουσιάζεται αλλάζει θεότητα μόνο με ανατροπή της παλιάς. Έτσι η ανοχή συνυπάρχει με αυτή την, ιδιάζουσα στον πολυθεϊσμό, αποκλειστικότητα. Κάτι επίσης που πρέπει να προστεθεί σχετικά με την ανοχή , είναι ότι αυτή αφορά μόνο θεότητες. Μ’ άλλα λόγια ένα πολυθεϊστικό σύστημα απορροφά από άλλες θρησκείες μόνο θεία όντα, τα οποία προσθέτει στα ήδη υπάρχοντα δικά του, και κατά κανόνα όχι την ίδια την άλλη θρησκεία, εφόσον αυτή υπηρετεί διαφορετικό σκοπό από την προαγωγή διάφορων εγκοσμίων πραγματικοτήτων, που είναι ο συνηθέστερος , κύριος σκοπός του πολυθεϊσμού. (....) Συνεπώς η ονομαζόμενη ανοχή του πολυθεϊσμού αποτελεί απλώς μια διαδικασία απορρόφησης και προσθήκης νέων θεοτήτων και όχι θρησκειών. Μ’ άλλα λόγια μια επέκταση της ήδη υπάρχουσας βασικής του ιδέας, των πολλών θείων όντων, και όχι μια πρόσληψη του πραγματικά διαφορετικού. Υπό το ίδιο φως πρέπει να θεωρηθεί και η αντιπαράθεση, στη σύγχρονη συζήτηση, του μονοθεϊσμού ως μερικής αλήθειας και του πολυθεϊσμού ως περιεκτικής» (Σ. Παπαλεξανδρόπουλου, «Πολυθεϊσμός και Μονοθεϊσμός: δύο τύποι θρησκείας», Σύναξη, τ. 84). Με άλλα λόγια η δήθεν «ανεκτικότητα» του πολυθεϊσμού δεν αφορά την ανοχή προς άλλες θρησκείες˙ απόδειξη είναι οι διωγμοί κατά του Χριστιανισμού. Η «ανεκτικότητα» αυτή αφορά την ταύτιση παλιών με νέες θεότητες, ή την τοποθέτησή τους «εκεί» που πιστεύεται ότι έχουν εξουσία. Διαφορετικά, υπάρχει αμείλικτος διωγμός.

Ακόμη και η αυθαίρετη εισαγωγή στην πόλη μιας ξένης θρησκείας από μερικούς πολίτες της, απαγορευόταν αυστηρά. Όχι τίποτε άλλο, αλλά το αναφέρουμε, για να πάψει η προπαγάνδα των Νεοπαγανιστών, ότι το κακό Ελληνικό κράτος δεν τους αναγνωρίζει, ενώ η Αρχαιότητα επέτρεπε στους πολίτες να θρησκεύονται όπως αυτοί ήθελαν. «Καταδικάστηκε σε θάνατο κάποια ιέρεια που ονομαζόταν Νίνος. Το κύριο αδίκημά της φαίνεται ότι υπήρξε μια απόπειρα να συγκροτήσει μια νέα θρησκευτική αίρεση ή μια τελετουργία προς τιμήν κάποιας νέας θεότητας (Δημ 19, 281)» (Douglas M. MacDowell, Το δίκαιο στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, εκδ. Παπαδήμα, σ. 304).

Επιπλέον ακόμη και η έννοια της ασέβειας ήταν τόσο ασαφής, που ο καθένας κινδύνευε για το παραμικρό να καταδικαστεί σε θάνατο ή πρόστιμο. «Ο Ανδοκίδης είχε επισύρει κάποια ποινή θέτοντας «ικετηρία» στο βωμό του Ελευσίνιου κατά τη διάρκεια των Μυστηρίων, χωρίς να γνωρίζει ότι υπήρχε νόμος που το απαγόρευε αυτό (Ανδ. 1, 113). (...) Ο Ανδοκίδης αποτελεί πιο αξιόπιστη πηγή απ’ ό,τι το σχετικό με τον Αισχύλο ανέκδοτο, και είναι προτιμότερο να δεχθούμε ότι στο αθηναϊκό δίκαιο μια πράξη μπορούσε να θεωρηθεί ως ασεβής, ακόμη κι αν ο δράστης δεν γνώριζε, όταν τη διέπραττε, ότι ήταν ασεβής. (...) Φαίνεται απίθανο να είχαν ασπαστεί οι Αθηναίοι την άποψη ότι μια πράξη δεν μπορούσε να είναι ασεβής, αν κανείς νομοθέτης δεν είχε σκεφθεί να την απαγορεύσει» (Douglas M. MacDowell, Το δίκαιο στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, εκδ. Παπαδήμα, σ. 306-307).

Αυτά ασφαλώς δεν ήταν μεμονωμένα φαινόμενα: ο Τιβέριος «απαγόρευσε τις ξένες λατρείες ιδιαίτερα τις αιγυπτιακές και εβραϊκές τελετουργίες, και εξανάγκασε εκείνους που είχαν σχέση με αυτές να κάψουν τα θρησκευτικά ενδύματα και εξαρτήματά τους» (Σουετώνιου, Τιβέριος, 36). Ο Κλαύδιος «εξαφάνισε εντελώς από τη Γαλατία τη σκληρή και απάνθρωπη θρησκεία των Δρυιδών, που στα χρόνια του Αυγούστου είχε απαγορευτεί για τους Ρωμαίους πολίτες» (Σουετώνιου, Κλαύδιος, 24). Γενικότερα, ήταν παράβαση νόμου η εισαγωγή ξένης θρησκείας που δεν εγκρίθηκε από τη ρωμαϊκή Γερουσία, όπως αναφέρει ο  Κικέρωνας (De legibus, II, 8: nemo habesset deos sive novow dive advenas nissi publice adsvitos), και ο παραβάτης τιμωρούνταν με θάνατο. Παρατηρούμε ότι οι Νεοπαγανιστές ψεύδονται, όταν μιλάν για θρησκευτική ανοχή, διότι τόσο οι Έλληνες όσο και οι Λατίνοι δεν ήταν δεν ήταν ανεκτικοί. Για ποιο λόγο ο Πλάτωνας θα έγραφε «χρειάζεται ένας γενικός νόμος, που δε θα επιτρέπει παράνομες πράξεις λατρείας» (Νόμοι, 909d). Είναι προφανές πόσο υποκριτές είναι αυτοί που ωρύονται για τους νόμους του Θεοδόσιου, αλλά σιωπούν για την «ανεξίθρησκη» στοχοθεσία και νομοθεσία των Αρχαίων Ειδωλολατρών.

«Στη Ρώμη και στην Αθήνα δεν επιτρεπόταν στον ξένο να αποκτήσει ιδιοκτησία, δεν μπορούσε να παντρευτεί, και αν παντρευόταν ο γάμος δεν είχε ισχύ και τα παιδιά του θεωρούνταν νόθα. Δεν μπορούσε να υπογράψει συμβόλαιο με έναν πολίτη, διότι ο νόμος σε καμία περίπτωση δεν αναγνώριζε την εγκυρότητα του συμβολαίου. Αρχικά, δεν του επιτρεπόταν να συμμετέχει ούτε στο εμπόριο. Αν διέπραττε έγκλημα τον μεταχειρίζονταν ως σκλάβο και τον τιμωρούσαν χωρίς δικαστική απόφαση, εφόσον η πόλη δεν ήταν υποχρεωμένη να του παράσχει νομική προστασία. Ο Δημοσθένης μάς αποκαλύπτει τα πραγματικά κίνητρα και σκέψεις των Αθηναίων: «Έπρεπε να διατηρήσουν την αγνότητα των θυσιών» και με τον αποκλεισμό του ξένου «προστάτευαν την ιερή τελετή». Οι άνθρωποι της αρχαίας πόλης γνώριζαν ότι οι Θεοί της πόλης αποστρέφονταν τους ξένους και ότι η παρουσία των νεοφερμένων θα καθιστούσε πιθανότατα τη θυσία ανώφελη. Κανείς δεν μπορούσε να ασπάζεται συγχρόνως δύο θρησκείες». Τάδε έφη Γκυστάβ Ντε Φουλάνς στο «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΣ». Όμως η πανεπιστημιακός Μ. Τζανή υποστηρίζει (Δαυλός, τ. 226): «Δεν μπορούν οι Έλληνες να έχουν ως θεό τους το ρατσιστή Γιαχβέ». Τα σχόλια είναι περιττά.

 

 

  33. "Γιατί να απορρίπτεις τους δικούς μας Ελληνικούς θεούς για χάρη του Εβραίου Γιαχβέ; Γιατί ένας θεός αντί πολλών;"

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Γιατί οι Ν/Π να είναι τόσο εθνικιστές, ώστε το τι θα πιστέψουν να εξαρτάται από την εθνικότητα και τη προέλευσή του; Όσο για το γιατί ένας θεός κι όχι πολλοί: «Το θείον είναι τέλειο και δεν έχει καμμιά έλλειψη στην αγαθότητα και στη σοφία και στη δύναμη, άναρχο, αϊδιο, απερίγραπτο, και για να μιλήσουμε απλά, τέλειο σε όλα. Αν λοιπόν παραδεχτούμε πολλούς θεούς, είναι ανάγκη να επισημάνουμε κάποιες διαφορές ανάμεσα στους πολλούς. Γιατί αν δεν υπάρχει καμμιά διαφορά σ' αυτούς, μάλλον θα είναι ένας κι όχι πολλοί. Αν πάλι υπάρχει διαφορά σ'αυτούς, πού είναι η τελειότητα; Γιατί αν κάποιος είτε κατά την αγαθότητα, είτε κατά τη δύναμη, είτε κατά τη σοφία είτε κατά τον χρόνο είτε κατά τον τόπο δεν φτάνει την τελειότητα, δε θα μπορούσε να είναι θεός. Έτσι η μιά ταυτότητα όλων αποδεικνύει μάλλον ένα κι όχι πολλούς θεούς. Έπειτα πώς, αν είναι πολλοί, θα διατηρηθεί το απερίγραπτο; Γιατί, όπου θα ήταν ο ένας, δε θα βρισκόταν ο άλλος. Πώς επίσης θα κυβερνηθεί ο κόσμος από πολλούς χωρίς να διαλυθεί και να καταστραφεί, αφού θα παρουσιαστούν αντιθέσεις στους κυβερνήτες; Γιατί η διαφορά δημιουργεί εναντιώσεις. Κι αν ισχυριστεί κανείς πως ο καθένας κυβερνά ένα μέρος, ποιό είναι αυτό που έβαλε τάξη και έκανε σ' αυτούς την διανομή; Εκείνο λοιπόν θα ήταν μάλλον ο Θεός. Κατά συνέπεια ένας είναι ο Θεός, τέλειος, απερίγραπτος, δημιουργός του σύμπαντος, αυτός που συνέχει τα πάντα και τα κυβερνά, πέρα από κάθε όριο δυνατότητας και πηγή της τελειότητας. Επιπλέον είναι φυσική ανάγκη η μονάδα να αποτελεί την αρχή της δυάδας» (Ιωάννη Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, 1, 5).

 

 

  34. "Όλες οι διδασκαλίες του Χριστιανισμού και της Παλαιάς Διαθήκης είναι παρμένες από πανάρχαια ελληνικά κείμενα του Ορφέα και του Ερμή Τρισμέγιστου".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Φοβερό επιχείρημα αυτό. Ότι δηλαδή όλα τα είπαν οι Έλληνες, ότι οι Έλληνες προϋπήρξαν πριν από όλους, ότι πήγαν παντού, ότι όλοι οι αρχαίοι λαοί (π.χ. Μάγιας, Ίνκας, Φοίνικες, Αιγύπτιοι, Πέρσες, Πελασγοί, Ινδοί) του κόσμου είταν κατά βάθος Έλληνες, ή έκανε ο Δίας γκάλοπ (Είναι άξιο απορίας, πώς την «γλίτωσαν» οι Κινέζοι και δεν είταν Έλληνες κι αυτοί, μέσα σε τέτοια ελληνική κοσμοπλημμύρα. Αλλά πού θα πάνε, στο τέλος θα προκύψουν κι αυτοί ελληνικής καταγωγής. Δε θα μας τη γλιτώσουν τόσο εύκολα οι.. παλιοκινέζοι), ότι οι Ελληνες πριν τον Κατακλυσμό είχαν ρομπότ και διαστημόπλοια. Βέβαια, οι  υμνητές της πανάρχαιας τεχνολογίας των Ελλήνων δεν μας έφεραν ώς τώρα κανένα απομεινάρι ρομπότ ή αρχαίου ψυγείου ή διαστημόπλοιου αρχαιοελληνικού. Γιατί; Από ζάχαρη ήταν όλα αυτά κι έλειωσαν κατά τον Κατακλυσμό ή τα κατέστρεψαν κι αυτά οι κακοί Χριστιανοί (διότι εκεί καταλήγει η ιστορία αυτή); Το μόνο που απομένει είναι να πει κανείς πως οι Ελληνες ήρθαν από τον αστερισμό της Ανδρομέδας!  Και κάνοντας Έλληνα τον Ερμή τον Τρισμέγιστο (που ήταν ο αιγυπτιακός θεός Thaut, δηλαδή ακόμα ένα ανύπαρκτο προσωπο), αφού πρώτα τον ρώτησαν αν έχει ελληνική εθνική συνείδηση και DNA, ησυχάζουν. Όμως δεν έχουν καμμιά ιδέα για τη διαφορά μεταξύ Χριστιανισμού και όλων αυτών των γνωστικιστικών και πανθεϊστικών δοξασιών. 

Ο Χριστιανισμός δεν αποδέχεται ότι ο θεός ανακαλύπτεται ή ότι ο άνθρωπος μπορεί δια της εξάσκησης να ανυψωθεί μόνος του ώς το θεό, αλλά ότι ο θεός αποκαλύπτεται. Δεν πιστεύει σε πανθεϊστικές δοξασίες ότι όλα είναι το ίδιο, ότι όλα είναι ένα, και ότι απλώς ο δρόμος προς την κορυφή διαφέρει. Δε περιφρονεί την ύλη, χάριν του πνεύματος, αφού και τα δύο είναι δημιουργήματα του ίδιου Θεού. Δεν πιστεύει σε μετεμψυχώσεις κι άλλες μορφές περιφρόνησης προς την μοναδικότητα του ανθρώπου, διότι ως «άνθρωπο» θεωρεί όχι την «συνείδηση» του ανθρώπου μόνη, αλλά την συνείδηση μαζί με το σώμα, και συνεπώς εάν θεωρούσε ως άνθρωπο την ψυχή μόνο, τότε θα έλεγε κι αυτός πως η ψυχή μπαίνει σε καλούπι-σώμα κάθε φορά. Ο Χριστιανισμός δεν πιστεύει ούτε ότι η ψυχή είναι φύσει αθάνατη ούτε ότι προϋπάρχει του σώματος, αλλά ούτε κι ότι με τον θάνατο εξαφανίζεται η ψυχή, διότι είναι ο Θεός που δεν το επιθυμεί αυτό. Δεν κάνει διάκριση μεταξύ ύλης και πνεύματος όπως κάνουν οι αρχαίοι φιλόσοφοι και οι αποκρυφιστές, αλλά μεταξύ κτιστού (υλικού και άυλου κόσμου και όντων) και Άκτιστου (Θεού). Τα περί ενανθρώπισης του Θεού, και Ανάστασης του Χριστού δεν τα θεωρεί μύθους ή αλληγορίες-σύμβολα αναγέννησης και θανάτου της Φύσης (όπως συμβαίνει με τους θεούς), αλλά ιστορικά γεγονότα, και πιστεύει πως στην εμπειρία αυτών των ιστορικών γεγονότων βασίζεται ώς τα τώρα η ύπαρξή του. Ο Χριστιανισμός δεν πιστεύει σε καμμιά κυκλικότητα της ιστορίας, όπως οι αρχαίες θρησκείες, αλλά στην γραμμική εξέλιξή της. Ο Χριστιανισμός δεν πιστεύει σε καμμία ειμαρμένη η οποία καθορίζεται από τις «Μοίρες» και η οποία εξουσιάζει και το Θεό ακόμη, αλλά δεχόμενος την παντοδυναμία του Θεού και την έλλειψη οποιασδήποτε Ανάγκης ή καταναγκασμού επ’ αυτού, δέχεται ταυτόχρονα την συνεργία. Ο Χριστιανισμός δεν έχει όμοιό του στην διδασκαλία περί διάκρισης ουσίας-υπόστασης, περί διάκρισης θείας ουσίας και θείων ενεργειών, περί του ακατάληπτου της θείας ουσίας, και κοινωνίας των θείων ενεργειών από τον άνθρωπο. Όλα αυτά σε κανέναν Ερμή δεν υπάρχουν. Ούτε ως σκοπό του ανθρώπου θέτει κάποια φιλοσοφική ενατένιση του «Αγαθού-Θεού» χάριν ατομικής ευδαιμονίας, ούτε και κάποια μυστικιστική ένωσή-απορρόφησή του με τη θεία ουσία, πράγμα βλάσφημο για τον Χριστιανισμό αφού η θεία ουσία μένει ακατάληπτη πάντα. Οι Νεοπαγανιστές ισχυρίζονται πως ο Χριστιανισμός ζητά τη «σωτηρία της ψυχής» αρνούμενος το σώμα ή τον κόσμο αυτόν. Για τον Χριστιανισμό όμως η σωτηρία της ψυχής δεν συνίσταται στην απαλλαγή της ψυχής από το σώμα και στην φυγή της από την ζωή. Η άποψη κατά την οποία πρέπει κατά την πορεία της σωτηρίας να φύγη η ψυχή από το σώμα, «τό έξω τον νουν του σώματος ποιείν... δαιμόνων εύρημα και παίδευμα» (άγιος Γρηγόριος Παλαμάς).

 

34a ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΡΜΗ ΤΡΙΣΜΕΓΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

Οι διαφορές μεταξύ του Ερμή Τρισμέγιστου και του Χριστιανισμού είναι κάτι παραπάνω από τρισμέγιστες:

1) Ο Ερμής Τρισμέγιστος (εφεξής Ε.Τ.) λέει ότι ο θεός είναι «αρσενοθηλυκός» (Ερμής ο Τριγμέγιστος, εκδ. Δίον, σ. 19). Ειδωλολατρική αντίληψη περί θεού, την οποία ο Χριστιανισμός κατακρίνει.

2) Ο Ε.Τ. λέει ότι ο άνθρωπος είναι «ουσιωδώς αθάνατος» (Ερμής ο Τριγμέγιστος, εκδ. Δίον, σ. 20). Ο Χριστιανισμός πιστεύει ότι ο άνθρωπος γίνεται κατα χάρη θεός και δεν είναι εκ φύσεως αθάνατος.

3) Ο Ε.Τ. λέει ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε «από ζωή και φως» (Ερμής ο Τριγμέγιστος, εκδ. Δίον, σ. 20). Στην Π.Δ. δεν υπάρχει κάτι τέτοιο.

4) Ο Ε.Τ. λέει ότι όποιος είναι άτεκνος «καταδικάζεται να μην ενσαρκωθεί σε ανθρώπινο σώμα γυναίκας και άνδρα» (Ερμής ο Τριγμέγιστος, εκδ. Δίον, σ. 30). Καμμία σχέση με το Χριστιανισμό, που ούτε τιμωρεί μεταθανάτια την ατεκνία ούτε πιστεύει στην μετενσάρκωση.

5) Ο Ε.Τ. λέει για τη Δημιουργία ότι «όλοι οι θεοί άρχισαν να επιμελούνται την ένσπορο φύση» (Ερμής ο Τριγμέγιστος, εκδ. Δίον, σ. 31). Στον Χριστιανισμό δεν υπάρχουν άλλοι θεοί.

6) Ο Ε.Τ. διδάσκει ότι πρέπει να μισήσεις το σώμα σου (Ερμής ο Τριγμέγιστος, εκδ. Δίον, σ. 34). Ο Χριστιανισμός δε διδάσκει το μίσος προς το σώμα, αλλά προς το σαρκικό φρόνημα. Τεράστια διαφορά, αφού για τον Ε.Τ. το σώμα είναι κακό.

7) Ο Ε.Τ. θεωρεί τον ήλιο θεό (Ερμής ο Τριγμέγιστος, εκδ. Δίον, σ. 38). Ακόμη μια απόδειξη παιδαριώδους ειδωλολατρίας. Ο Χριστιανισμός και μάλιστα η Π.Δ. τον ήλιο τον θεωρεί.. δοχείο φωτός και λάμπα.

8) Ο Ε.Τ. θεωρεί τον Θεό «πολυσώματο και παντοσώματο» (Ερμής ο Τριγμέγιστος, εκδ. Δίον, σ. 40). Ο Χριστιανισμός δεν δέχεται κάτι τέτοιο.

9) Ο Ε.Τ. λέει ότι «η ουσία του Θεού είναι το να θέλει να είναι πάντοτε» (Ερμής ο Τριγμέγιστος, εκδ. Δίον, σ. 51). Ο Χριστιανισμός θεωρεί ύψιστη βλασφημία να λέει κάποιος ότι γνωρίζει την ουσία του Θεού.

10) Ο Ε.Τ. λέει ότι «όλες οι ψυχές του κόσμου προέρχονται από μία και μόνο ψυχή, από την ψυχή του σύμπαντος» (Ερμής ο Τριγμέγιστος, εκδ. Δίον, σ. 52) και ότι οι ψυχές «ερπετώδεις στην αρχή μεταβάλλονται σε ένυδρες, οι ένυδρες σε χερσαίες κι οι χερσαίες σε πετεινές σε αέριες, σε ανθρώπους, οι δε ανθρώπινες σε δαίμονες» (Ερμής ο Τριγμέγιστος, εκδ. Δίον, σ. 53). Πού είδαν κάτι αντίστοιχο στη διδασκαλία του Χριστιανισμού για τη ψυχή; Ούτε κοκοράκια ούτε πετεινούς θεωρεί τις ανθρώπινες ψυχές.

11) Ο Ε.Τ. λέει ότι «καταδίκη της κακής ψυχής είναι η αγνωσία» (Ερμής ο Τριγμέγιστος, εκδ. Δίον, σ. 53). Ο Χριστιανισμός δεν δέχεται κάτι τέτοιο.

12) Ο Ε.Τ. λέει ότι η ασεβής ψυχή «ζητά μετά την έξοδό της από το σώμα να ενσαρκωθεί σε νέο ανθρώπινο σώμα κι όχι σε σώμα άλλου ζώου» (Ερμής ο Τριγμέγιστος, εκδ. Δίον, σ. 56). Οι γνωστές αιγυπτιακές αστειότητες που δεν έχουν καμμία σχέση με τη διδασκαλία του Χριστιανισμού για την ψυχή.

13) Ο Ε.Τ. αποκαλεί «τον άνθρωπο επίγειο θνητό θεό, τον επουράνιο θεό αθάνατο άνθρωπο» (Ερμής ο Τριγμέγιστος, εκδ. Δίον, σ. 58). Ο Χριστιανισμός τονίζει την αβυσσαλέα διαφορά μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Δεν είναι απλώς η θνητότητα, αλά και η διαφορά μεταξύ Κτιστού  και Ακτίστου.

14) Ο Ε.Τ. λέει ότι «και ο Θεός δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να δημιουργεί αγαθά έργα» (Ερμής ο Τριγμέγιστος, εκδ. Δίον, σ. 62). Ο Χριστιανισμός τονίζει ότι ο Θεός δεν έχει ανάγκη κανενός πράγματος και φυσικά δεν είχε ανάγκη να δημιουργήσει τίποτε.

15) Ο Ε.Τ. λέει ότι ο άνθρωπος είναι της ίδιας ουσίας με το Θεό (Ερμής ο Τριγμέγιστος, εκδ. Δίον, σ. 70). Ο Χριστιανισμός δεν δέχεται κάτι τέτοιο.

16) Ο Ε.Τ. λέει ότι τα αγάλματα «είναι προικισμένα με ψυχή˙ και ζωική πνοή˙ και κάνουν θαύματα˙ και προλέγουν το μέλλον» (Ερμής ο Τριγμέγιστος, εκδ. Δίον, σ. 92). Καμμία σχέση με το Χριστιανισμό.

17) Ο Ε.Τ. λέει ότι «ο κόσμος είναι αιώνιος» (Ερμής ο Τριγμέγιστος, εκδ. Δίον, σ. 96). Φυσικά όσοι ισχυρίζονται ότι ο Χριστιανισμός αντέγραψε τον Ε.Τ. δεν έχουν ιδέα περί Χριστιανισμού και της διδασκαλίας του για μη αιωνιότητα του κόσμου.

18) Ο Ε.Τ. λέει ότι «όλα στον κόσμο είναι πλάνη και ψευτιά» (Ερμής ο Τριγμέγιστος, εκδ. Δίον, σ. 106), ότι «κάθε αλλοιούμενο πράγμα είναι ψεύτικο» (Ερμής ο Τριγμέγιστος, εκδ. Δίον, σ. 107). Αντίθετα, ο Χριστιανισμός την αλλοίωση δεν τη θεωρεί ένδειξη πλάνης. Ο κόσμος είναι τρεπτός (μεταβαλλόμενος-αλλοιούμενος), αλλά οπωσδήποτε υπαρκτός, σύμφωνα με το Χριστιανισμό.

19) Ο Ε.Τ. λέει ότι η «ψυχή είναι αθάνατη» (Ερμής ο Τριγμέγιστος, εκδ. Δίον, σ. 110). Ο Χριστιανισμός δεν δέχεται κάτι τέτοιο.

20) Ο Ε.Τ. λέει ότι «ο πρώτος Θεός δημιούργησε από πρώτη ουσία, ο δε δεύτερος Θεός δημιούργησε εμάς από γενόμενη σωμάτωση» (Ερμής ο Τριγμέγιστος, εκδ. Δίον, σ. 115). Ο Χριστιανισμός απλώς λέει ότι ο Θεός δημιούργησε εκ του μη όντος και φυσικά δεν δέχεται όλη αυτή την ειδωλολατρική... γκάμα θεών.

21) Ο Ε.Τ. λέει ότι «ο άνθρωπος πλάστηκε από κακή ύλη» και γι’ αυτό περιπίπτει σε πλάνες (Ερμής ο Τριγμέγιστος, εκδ. Δίον, σ. 120). Ο Χριστιανισμός θεωρεί βλασφημία κατά του Θεού την άποψη ότι η ύλη είναι κακή, διαβολική κ.λ.π. Για τους ειδωλολάτρες καλό είναι μόνο ο νους, ενώ για το Χριστιανισμό είναι καλό ό,τι έκανε ο Θεός, σωματικό και ασώματο.

Αυτές είναι οι «ελάχιστες λεπτομέρειες», που κάποιοι τις θεωρούν  και ανύπαρκτες και ταυτίζουν τη διδασκαλία της Π.Δ. και της Κ.Δ. με τέτοιες ειδωλολατρικές, μισόκοσμες, πανθεϊστικές αντιλήψεις του Ε.Τ. Μόνο όσοι αγνοούν το Χριστιανισμό και τον Ε.Τ. θα έλεγαν ότι ταυτίζεται ο Χριστιανισμός με τα όσα λέει ο Ε.Τ.

 

34b ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΟΡΦΕΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

Ένα από τα πιο αγαπημένα παραδείγματα που φέρνουν οι αρχαιοκεντρικοί αυτοί είναι μια σκαλιστή πέτρα του 3ου μ.Χ. αιώνα, όπου ο Ορφέας παρουσιάζεται σταυρωμένως πάνω σε σταυρό στο κάτω μέρος του οποίου είναι μια άγκυρα. Και δείχνουν αντίστοιχα πρωτοχριστιανικά σύμβολα, με το σταυρό και την άγκυρα. Όμως η χριστιανική άγκυρα παραπέμπει στην «κιβωτό της σωτηρίας» Α’ Πέτρου 3, 20-21. Η άγκυρα στον Ορφισμό τί συμβολίζει; Αλλά αυτό είναι λιγότερο σημαντικό σχετικά με το παρακάτω. Το εύρημα με τον Ορφέα χρονολογείται 200 με 300 χρόνια μετά Χριστόν, είναι κλοπή δηλαδή του Χριστιανικού συμβολισμού.Πιθανότατα κάποιοι Ορφικοί θα είδαν στο πρόσωπο του Χριστού τον Ορφέα.

Και μερικά πράγματα για τα Ορφικά, τον Ορφισμό και τον λεγόμενο  μονοθεϊσμό του Ορφέα:

«Ο Αριστοτέλης στο Περί Ψυχής 410 b 31 κάνει λόγο για «τα λεγόμενα Ορφικά έπη». Διαφωτιστική είναι η μαρτυρία από ένα απόσπασμα (24 στην έκδοση του Blumenthal) του Ίωνος του Χίου (5ος π.Χ. αι.): ο Πυθαγόρας είχε συνθέσει ποιήματα που τα παρουσίαζε υπό το όνομα του Ορφέα. Και ο Επιγένης, Αλεξανδρινός φιλόλογος που είχε ειδικά ασχοληθεί με τα «Ορφικά», επαναλαμβάνει την μαρτυρία αυτή και για άλλους Πυθαγόρειους (Διογένης Λαέρτης, VII, 8)» (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λάρους Μπριτάννικα).

«Ο αγέραστος Χρόνος ήταν η αρχή που γέννησε το Χάος, τον Αιθέρα και το Έρεβος. Ο Χρόνος άφησε στον Αιθέρα ένα αβγό, από το οποίο βγήκε ο Φάνης (Έρωτας).Ο άνθρωπος κατά τους ορφικούς έχει καθήκον να απελευθερώσει τη ψυχή του από το σώμα, για να απαλλαγεί από τα τιτανικά του στοιχεία. Η ψυχή επανέρχεται στο σώμα με την μετενσάρκωση ή μετεμψύχωση, μετά τις βαριές κυρώσεις που υφίσταται στον Άδη, όπου και αποκαθαίρεται» (Εγκυκλοπαίδεια Υδρία).

«Πίστευαν ότι το σώμα ήταν φυλακή της ψυχής και ότι αναγκάστηκε να κλειστεί σε αυτό, γιατί είχε διαπράξει κάποιο αμάρτημα, για το οποίο έπρεπε να τιμωρηθεί» (Εγκυκλοπαίδεια Παιδεία).

Τί σχέση έχουν όλα αυτά με τον βιβλικό μονοθεϊσμό; Καμμία απολύτως. Ποιος Χρόνος και ποια Νύχτα; Ποια μετεμψύχωση; Καμμία σχέση με την Π.Δ. και την Κ.Δ. δεν έχουν αυτές οι αντιλήψεις. Ο χρόνος έχει αρχή σύμφωνα με το Χριστιανισμό.

Στους «ορφικούς ύμνους» η Νύχτα είναι η «γενέτειρα θεών και ανθρώπων», ο Ουρανός είναι «παγγενήτορας», ο Ήλιος είναι «πατέρας του χρόνου», ο Κρόνος είναι «πατέρας μακάριων θεών και ανθρώπων», η Ρέα είναι «μητέρα των θεών και των θνητών», ο Δίας είναι «αρχή των πάντων», η Γη είναι «των μακαρίων μητέρα και των θνητών», η Μήτηρ των Θεών είναι μητέρα επίσης «των αθανάτων θεών και του γένους των θνητών», και τέλος, η Δηώ-Δήμητρα είναι η «παμμητέρα θεά».

Πού τον είδαν τον μονοθεϊσμό; Και τι συμβαίνει επί τέλους; Ο Ουρανός ή η Γαία ή η Νύχτα ή η Ρέα, ή ο Δίας ή ο Κρόνος είναι ο «γενήτορας θεών και θνητών»;  Θα μάς πεί κανείς τι συμβαίνει; Και, συγκρίνοντας με τα όσα οι εγκυκλοπαίδειες αναφέρουν για την ορφική θεογονία, πώς γίνεται ο Ήλιος να είναι πατέρας του Χρόνου, αφού ο Χρόνος είναι αιώνιος (αγέραστος) και αυτός δημιουργεί τα πάντα; Όταν τα ξεκαθαρίσουν αυτά, τότε να πουν ότι ο λεγόμενος Ορφέας ίδρυσε ...μονοθεϊστική θρησκεία, την οποία αντέγραψε ο Χριστιανισμός.

 

34c ΑΡΧΑΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΠΟΥ «ΣΠΟΥΔΑΣΑΝ» ΣΕ ΑΙΓΥΠΤΟ ΚΑΙ ΑΣΙΑ

Αντί οι εθνικιστές αρχαιολάτρες να χρησιμοποιούν κείμενα του β’ π.Χ. αιώνα – μερικοί ερευνητές ισχυρίζονται πως αυτά είναι του β’ μ.Χ. αιώνα («μια σειρά πραγματειών που είχαν συντεθεί στη διάρκεια του πρώτου μ.Χ. αιώνα από Έλληνες της Αιγύπτου με τη μορφή μιας αποκάλυψης του Αιγυπτίου θεού Θωθ» R.T. Wallis, Νεοπλατωνισμός, εκδ. Αρχέτυπο, σ. 59), οπότε ο Ε.Τ. αντέγραψε το Χριστιανισμό – προκειμένου να αποδειχθεί αντιγραφή ο Χριστιανισμός από διάφορα αιγυπτιακά κι ανατολίτικα συστήματα, αν διάβαζαν τον Διογένη Λαέρτιο, που αναφέρει – έχοντας άλλους παλαιότερους ως πηγή – ότι πολλοί αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι σπούδασαν στην Αίγυπτο και την Βαβυλώνα, προτού επανέλθουν στην Ελλάδα.

Ο  Πύρρων: «(...) μετά συνδέθηκε με τον Ανάξαρχο, τον οποίο συνόδευσε στα ταξίδια του παντού, έτσι ώστε συνάντησε τους ινδούς Γυμνοσοφιστές και τους Πέρσες Μάγους» (Διογένης Λαέρτιος, IX, 61).

Ο Πλάτων: «(...) εν συνεχεία πήγε στην Αίγυπτο, στους προφήτες, (...). Προσέτι ακολουθώντας τον Όμηρο, είπε ότι οι Αιγύπτιοι υπερέχουν όλων στην ιατρική. Ο Πλάτων ήθελε να ανταμώσει και τους Μάγους» (Διογένης Λαέρτιος, III, 6-7). «Υπάρχει και άλλη παράδοση, που λέει πως πήγε και στη Φοινίκη, όπου από τους εκεί Πέρσες λόγιους διδάχτηκε τις γύρω στον Ζωροάστρη περσικές αντιλήψεις και διδασκαλίες. Την παράδοση αυτή την μνημονεύει κάποιος ανώνυμος βιογράφος του (βλ. Βίος Πλάτωνος, εκδ. Westermann, στο παράρτ. της έκδ. του Διογένη Λαέρτιου από τον Cobet στο Didot, σ. 7)» (Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 290 (2)).

Ο Δημόκριτος: «ήταν μαθητής ορισμένων μάγων και Χαλδαίων» (Διογένης Λαέρτιος, IX, 34), «Ο Δημήτριος στους Ομωνύμους  και ο Αντισθένης στις Διαδοχές λένε ότι ταξίδεψε στην Αίγυπτο για να μάθει γεωμετρία από τους ιερείς και επίσης πήγε στην Περσία να επισκεφθεί τους Χαλδαίους καθώς και στην Ερυθρά θάλασσα. Μερικοί λεν ότι συναναστράφηκε με τους γυμνοσοφιστές στην Ινδία και πήγε στην Αιθιοπία» (Διογένης Λαέρτιος, IX, 35).

Ο Θαλής: «Κατά την Παμφίλη, αφού έμαθε γεωμετρία από τους Αιγύπτιους, πρώτος ενέγραψε ορθογώνιο τρίγωνο σε κύκλο» (Διογένης Λαέρτιος, I, 24). «Κανένας δεν υπήρξε δάσκαλός του, εκτός ότι πήγε στην Αίγυπτο και έμεινε εκεί αρκετό καιρό με τους ιερείς» (Διογένης Λαέρτιος, I, 27). «Οἴονται δε καὶ Ὅμηρον ὥσπερ Θαλῆ μαθόντα παρ’ Αἰγυπτίων ἀρχὴν ἁπάντων» (Πλουτάρχου, Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 34). Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Θαλής ήταν μισός Έλληνας, μισός Φοίνικας («Ἦν τοίνυν ὁ Θαλῆς, ὡς μὲν Ἡρόδοτος (i. 170, 3) καὶ Δοῦρις (FGrH 76 F 74) καὶ Δημόκριτός (DK 68 B 115a) φασι, πατρὸς μὲν Ἐξαμύου, μητρὸς δὲ Κλεοβουλίνης, ἐκ τῶν Θηλιδῶν, οἵ εἰσι Φοίνικες»,  Διογένης Λαέρτιος, I, 22). Άλλοι το αμφισβητούν αυτό, λέγοντας ότι ο Ηρόδοτος, επειδή η μητέρα του Θαλή ήταν από το γένος του Κάδμου, απλώς έκανε το λάθος να πει πως ο Θαλής ήταν Φοίνικας λόγω της μυθικής φοινικικής καταγωγής του Κάδμου. Ο Ηρόδοτος, όμως, λέει επιπλέον  ότι οι Μιλήσιοι άποικοι δεν είχαν φέρει γυναίκες από την Ελλάδα, αλλά αναμίχτηκαν με ντόπιες Ασιάτισσες: «Και όσοι από αυτούς [τους Ίωνες άποικιστές] ξεκίνησαν απ’ το πρυτανείο της Αθήνας και θεωρούσαν τους εαυτούς τους τους πιο καθαρόαιμους Ίωνες, αυτοί δεν πήραν μαζί τους στις αποικίες συζύγους, αλλά παντρεύτηκαν γυναίκες από την Καρία, αφού τούς σκότωσαν πρώτα τους γονείς. (...) Αυτά γίνονταν στη Μίλητο» (1, 146). Άρα, όπως όλοι οι Μιλήσιοι, ο Θαλής δεν ήταν καθαρόαιμος Έλληνας.

Ο Πυθαγόρας: «ενώ ήταν νέος, τόσο φιλομαθής ήταν ώστε άφησε την πατρίδα του και μυήθηκε σε όλες τις ελληνικές και βαβαρικές τελετές. Ήταν στην Αίγυπτο, όταν ο Πολυκράτης του έστειλε συστατική επιστολή στον Άμαση. Έμαθε την αιγυπτιακή γλώσσα, έτσι μαθαίνουμε από τον Αντιφώντα, στο βιβλίο Περί των εν αρετή πρωτευσάντων, και επίσης ταξίδεψε στους Χαλδαίους και στους Μάγους (..) Εισήλθε στα Αιγυπτιακά ιερά και του είπαν τις μυστικές παραδόσεις περί θεών» (Διογένης Λαέρτιος VIII, 2-3).  «Πυθαγόρας ὁ Σάμιος (...) ἀφικόμενος εἰς Αἴγυπτον καὶ μαθητὴς ἐκείνων γενόμενος τὴν τ΄ ἄλλην φιλοσοφίαν πρῶτος εἰς τοὺς Ἕλληνας ἐκόμισε καὶ τὰ περὶ τὰς θυςίας καὶ τὰς ἀγιστείας τὰς ἐν τοῖς ἱεροῖς ἐπιφανέστερον τῶν ἄλλων ἐσπούδασεν ἡγούμενος..» (Ισοκράτη, Βούσιρις, 28). «Κατόπιν, ο Πυθαγόρας ήρθε κοντά στους Αιγυπτίους, τους Άραβες, τους Χαλδαίους και Εβραίους από τους οποίους εξακρίβωσε τη γνώση τη σχετική με τα όνειρα (Πορφύριου Πυθαγόρου βίος, 11). Ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας μάς αναφέρει ότι ο Πυθαγόρας έκανε περιτομή, προκειμένου να παρακολουθήσει τα αιγυπτιακά μυστήρια: «Θαλῆς (..) τοῖς Αἰγυπτίων προφήταις συμβεβληκέναι εἴρηται, καθάπερ καὶ ὁ Πυθαγόρας αὐτοῖς γε τούτοις δι’ οὓς καὶ περιετέμνετο, ἵνα δὴ καὶ εἰς τὰ ἄδυτα κατελθὼν τὴν μυστικὴν παρὰ Αἰγυπτίων ἐκμάθοι φιλοσοφίαν» (Στρωματείς, 1, 66).

Ο Πρωταγόρας: «Ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα, ο σοφιστής, άκουσε στην πατρίδα του τον Δημόκριτο και μαθήτευσε και στους μάγους από την Περσία, τον καιρό που ο Ξέρξης έκανε την εκστρατεία στην Ελλάδα. Γιατί, ο πατέρας του, ο Μαιάνδριος, από τους πιο πλούσιους στην Θράκη, με τις περιποιήσεις στο σπίτι και με τα δώρα που έκανε στον Ξέρξη πέτυχε από αυτόν να πάει ο γιος του μαθητής στους μάγους. Οι Πέρσες μάγοι δε δέχονται ξένους για μαθητές τους, εκτός αν τους το έχει ζητήσει ο βασιλιάς» (Φιλόστρατου, Βίοι Σοφιστών, 1, 10, 1).

Ο Κλεόβουλος, «ήταν ο γιος του Ευαγόρα του Λίνδιου, ο Δούρις όμως (FGrH 76 F 77) λέει ότι ήταν από την Καρία (..) σπούδασε φιλοσοφία στην Αίγυπτο» (Διογένης Λαέρτιος, I, 89).

Ο Λυκούργος: «Οι Αιγύπτιοι νομίζουν, ότι ο  Λυκούργος επεσκέφθη και την ιδικήν των χώραν και ότι θαυμάσας όλως ιδιαιτέρως τον διαχωρισμόν της τάξεως των πολεμιστών από τας άλλας τάξεις (ο οποίος επεκράτει εις την Αίγυπτον) τον εισήγαγεν εις την Σπάρτην και αποχωρίσας τους ασκούντας διαφόρους τέχνας και τους χειρώνακτας κατέστησε πράγματι το πολίτευμα της Σπάρτης αστικόν και καθαρόν. Αυτά τα υπό των Αιγυπτίων λεγόμενα περί του Λυκούργου τα επιβεβαιώνουν και μερικοί από τους Έλληνας συγγραφείς. Ότι όμως ο Λυκούργος περιήλθε και την Λυβικήν και την Ιβηρίαν και ότι περιοδεύσας εις την Ινδικήν ήλθεν εις επαφήν προς τους Γυμνοσοφιστάς, περί τούτων γνωρίζομεν, ότι ουδείς άλλος τα έγραψεν ειμή μόνον ο Σπαρτιάτης Αριστοκράτης, ο υιός του Ιππάρχου». (Πλούταρχου Λυκούργος, 4)

Ο Σόλων: «Μερικοί έγραψαν, ότι ο Σόλων ετράπη εις εμπορικάς επιχειρήσεις δια τον λόγον, ότι κατείχετο περισσότερον από την αγάπην, ταξιδεύων εις ξένας χώρας, να πλουτίση την πείραν του και από φιλομάθειαν παρά από την διάθεσιν να αποκτήση χρήματα. (...) η εμπορική δραστηριότης παρείχε και δόξαν, διότι επετυγχάνετο δι’ αυτής η καλλιέργεια εγκαρδίων σχέσεων προς τους ξένους λαούς και ανεπτύσσετο στενή φιλία προς τους βασιλείς άλλων χωρών, ακόμη δε εβοήθει η άσκησις του εμπορίου και εις την απόκτησιν πολλών γνώσεων περί διαφόρων πραγμάτων» (Πλουτάρχου, Σόλων, 2).

Ο Εύδοξος: «πήγε στην Αίγυπτο μαζί με τον Χρύσιππο τον ιατρό έχοντας συστατικά γράμματα από τον Αγησίλαο στον Νεκτάναβι, ο οποίος τον σύστησε στους ιερείς» (Διογένης Λαέρτιος, VIII, 87)

Ο Διόδωρος Σικελιώτης γράφει «Οι ιερείς των Αιγυπτίων ιστορούν από τις καταγραφές στα ιερά τους βιβλία ότι τους επισκέφτηκαν τα παλαιά χρόνια ο Ορφέας, ο Μουσαίος, ο Μελάμπους και ο Δαίδαλος, καθώς και ο ποιητής Όμηρος και ο Λυκούργος ο Σπαρτιάτης, ο Σόλων ο Αθηναίος, ο Σόλων ο Αθηναίος και ο φιλόσοφος Πλάτων, ήλθε επίσης ο Πυθαγόρας ο Σάμιος και ο μαθηματικός Εύδοξος, καθώς επίσης ο Δημόκριτος ο Αβδηρίτης και ο Οινοπίδης ο Χίος. Τεκμήρια της επίσκεψης όλων ετούτων δείχνουν για άλλους τα αγάλματά τους και για άλλους τοποθεσίες ή κτίρια που φέρουν τ’ όνομά τους. (...) Αλλά και για τον Λυκούργο και για τον Πλάτωνα καθώς και για τον Σόλωνα λένε πως ενσωμάτωσαν στη νομοθεσία τους πολλά από τα αιγυπτιακά έθιμα. Ο Πυθαγόρας έμαθε από τους Αιγυπτίους τις ιερές διδασκαλίες, τα θεωρήματα της γεωμετρίας και τη θεωρία των αριθμών, καθώς και για την μετάβαση της ψυχής σε κάθε ζωντανό πλάσμα. Επίσης βεβαιώνουν πως και ο Δημόκριτος έμεινε κοντά τους πέντε χρόνια και διδάχτηκε πολλά για την αστρολογία. Το ίδιο και ο Οινοπίδης, που έμεινε κοντά στους ιερείς και τους αστρολόγους κι έμαθε, μεταξύ άλλων, για τη λοξή τροχιά του ήλιου και για την κίνησή του που έχει αντίθετη φορά από τα άλλα άστρα. Από τους αρχαίους αγαλματοποιούς επίσης οι πιο ξακουστοί έμειναν ένα διάστημα κοντά τους, όπως ο Τηλεκλής και ο Θεόδωρος, οι γιοι του Ροίκου, που κατασκεύασαν για τους Σαμίους ένα ξόανο του Πύθιου Απόλλωνα. Γιατί το ένα ήμισυ του αγάλματος έγινε από τον Τηλεκλή στη Σάμο, ενώ το άλλο ήμισυ ολοκληρώθηκε στην Έφεσο από τον αδελφό του, Θεόδωρο (...) τούτο όμως το είδος της εργασίας δεν γίνεται πουθενά στην Ελλάδα, ενώ οι Αιγύπτιοι το κάνουν κατά κανόνα.(...) Το ξόανο, λοιπόν, της Σάμου, είναι κομμένο, σύμφωνα με τη μέθοδο των Αιγυπτίων, στα δύο» (Βιβλιοθήκης Ιστορικής Βίβλος Πρώτη,  96, 2-3 και 98, 1-7 και 9). Και επίσης γράφει «Μερικοί μάλιστα λένε πως και ο Δαίδαλος ήρθε στην Αίγυπτο, θαύμασε την τέχνη του κτίσματος και μετά κατασκεύσασε για τον βασιλιά της Κρήτης Μίνωα λαβύρινθο όμοιο με της Αιγύπτου, όπου βρισκόταν κατά τον μύθο ο λεγόμενος Μινώταυρος. Αλλά ο λαβύρινθος στην Κρήτη εξαφανίστηκε τελείως, είτε επειδή τον γκρέμισε κάποιος δυνάστης είτε από το καταστροφικό έργο του χρόνου, ενώ στην Αίγυπτο διατηρήθηκε στο ακέραιο η όλη κατασκευή μέχρι των ημερών μας» (Βιβλιοθήκης Ιστορικής Βίβλος Πρώτη 61, 3-4).

Ο Πλούταρχος γράφει (Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 10 (354ef και 354f)): «Και ο μέν Εύδοξος λέγουν ότι έμαθε πολλά από τον Μεμφίτην Χόνουφιν, ο δε Σόλων από τον εκ της Σάϊος Σόγχιτον, ο δε Πυθαγόρας από τον εξ Ηλιουπόλεως Οίνουφιν. Προ πάντων δε ούτος, πλήρης θαυμασμού δια τους ιερείς αυτούς, εμιμήθη την συμβολικήν και αινιγματώδη γλώσσαν των και εκάλυψε τα δόγματά του με το πέπλον της αλληγορίας. (...) Νομίζω δε εγώ τουλάχιστον ότι οι Πυθαγόρειοι ονομάσαντες την μονάδα Απόλλωνα, την δυάδα Άρτεμιν, την εβδομάδα Αθηνάν, Ποσειδώνα δε τον πρώτον κύβον, ηθέλησαν να μιμηθούν εκείνα, τα οποία είναι παραστάσεις εις τους ναούς της Αιγύπτου».

Για να μην αναφερθούμε στον Καρχηδόνιο Κλειτόμαχο-Ασδρούβα, μαθητή του Καρνεάδη («Κλειτόμαχος Καρχηδόνιος. οὗτος ἐκαλεῖτο μὲν Ἀσδρούβας καὶ τῇ ἰδίᾳ φωνῇ κατὰ τὴν πατρίδα ἐφιλοσόφει. ἐλθὼν δ' εἰς Ἀθήνας ἤδη τετταράκοντ' ἔτη γεγονὼς ἤκουσε Καρνεάδου˙» Διογένης Λαέρτιος, IV, 67), τον Σκυθο-Έλληνα Ανάχαρσι («Ἀνάχαρσις ὁ Σκύθης Γνούρου μὲν ἦν υἱός, ἀδελφὸς δὲ Καδουίδα τοῦ Σκυθῶν βασιλέως, μητρὸς δὲ Ἑλληνίδος· διὸ καὶ δίγλωττος ἦν» Διογένης Λαέρτιος, I,101), τον Σύριο Φερεκύδη («Φερεκύδης Βάβυος Σύριος, καθά φησιν Ἀλέξανδρος ἐν Διαδοχαῖς (FGrH 273 F 85)» Διογένης Λαέρτιος, I, 116), τον Φοίνικα («Φοινικίδιον» τον έλεγαν) Ζήνωνα («Ζήνων Μνασέου [Manash] ἢ Δημέου, Κιτιεὺς ἀπὸ Κύπρου, πολίσματος Ἑλληνικοῦ Φοίνικας ἐποίκους ἐσχηκότος» Διογένης Λαέρτιος, VII, 1), τον Πυθαγόρα («άλλοι λένε ότι αυτός ήταν Σάμιος, ο Νεάνθης όμως στο πέμπτο βιβλίο των Μυθικών  λέει ότι ήταν Σύρος από την Τύρο της Συρίας. (..) Μας αναφέρει δε ο Νεάνθης ότι υπήρξαν και άλλοι που πιστεύουν πως ο πατέρας του είναι τυρρηνός, από εκείνους που αποίκησαν τη Λήμνο» (Πορφύριου, Πυθαγόρου βίος 1, 2)), τον Φοίνικα κυνικό Μένιππο (Διογένης Λαέρτιος, VI, 99), τον Συρο-Εβραίο Μάλχο Πορφύριο, τον Σύριο Ιάμβλιχο, κ.ά. Όχι ότι πιστεύουμε στις φυλετικές θεωρίες, πως η καταγωγή παίζει ρόλο, αλλά είναι πραγματικά γελοίο οι Νεοπαγανιστές, ύστερα απ’ όλα αυτά να κάνουν νύξεις για τη μη ελληνική καταγωγή μερικών ελληνόφωνων ή ελληνομαθών Πατέρων της Εκκλησίας, λες και κατορθώνουν τίποτε, εκτός από το να αποδείξουν ότι είναι ρατσιστές.

Δίχως να εννοούμε ότι η αρχαιοελληνική φιλοσοφία είναι ολόκληρη ασιατική ή αιγυπτιακή, αφού μόνο – και είμαστε περήφανοι γι’ αυτό – οι αρχαίοι Έλληνες έκαναν όλα όσα έκαναν, και αποφεύγοντας κάθε γελοίο Αφροκεντρισμό  που π.χ. κατηγορεί τον Αριστοτέλη ότι έκλεψε τις θεωρίες του από την ανύπαρκτη τότε Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας (Είναι όμως άστοχο το επιχείρημα, πως επειδή δε διαθέτουμε ονόματα αιγυπτίων ή ασιατών σοφών, δεν ήταν αυτοί δάσκαλοι των πρώτων αρχαίων Ελλήνων σοφών. Αυτή ήταν η γενικότερη αντίληψη των Ασιατών, να μην αποδίδουν το επίτευγμα στο άτομο˙ γι’ αυτό δεν διέσωζαν τα ονόματα των σοφών ή των εφευρετών.) τα παραπάνω αποσπάσματα δείχνουν ότι δεν υπήρχαν τα πολιτισμικά στεγανά μεταξύ των λαών, μεταξύ αρχαίων Ελλήνων και «Βαρβάρων», όπως ισχυρίζονται οι ρατσιστές Νεοπαγανιστές, οι οποίοι – αντίθετα από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους – μισούν και περιφρονούν την Ασία, μιλώντας με απέχθεια για τους «Ασιάτες», τους «Σημίτες» και τους «ανατολίτες». Είναι φυσιολογικό, αφού οι Νεοπαγανιστές μισούν τον ασιατικό πολιτισμό, να μην μπορούν να έχουν την άποψη των αρχαίων Ελλήνων, δηλαδή αυτών, τους οποίους τάχα υπερασπίζονται από «την χριστιανική απειλή». Οι πρώτοι αρχαίοι Έλληνες σοφοί και νομοθέτες είχαν συνείδηση ότι η σοφία και η επιστήμη των Ασιατών και Αιγυπτίων εκείνης της εποχής ήταν ανώτερη της Ελληνικής, γι’ αυτό πρόθυμα πήγαν εκεί να μάθουν, να σπουδάσουν, δίχως καμμιά εθνικιστική προκατάληψη κατά των «ανατολιτών». Το ότι γρήγορα οι αρχαίοι Έλληνες τούς ξεπέρασαν, δεν αναιρεί τα παραπάνω. Γι’ αυτό κι ο Πλάτωνας, που πήγε στην Αίγυπτο και στη Φοινίκη, γράφει «ὅ,τιπερ ἂν Ἕλληνες Βαρβάρων παραλάβωσι, κάλλιον τοῦτο εἰς τέλος ἀπεργάζονται» (Επινομίς, 10, 987de). Έτσι, αποδεικνύεται ότι οι Νεοπαγανιστές διαστρεβλώνουν την αρχαιοελληνική αντίληψη, την οποία σκίζονται για να την... υπερασπιστούν.

 

 

  35. "Η αρχαία θρησκεία των Ελλήνων δεν είχε θεό του Κακού για να τρομοκρατούνται οι άνθρωποι με το φόβο της Κόλασης, ούτε υπήρχε αμαρτία για να αυτο-βασανίζονται, σε αντίθεση με το Χριστιανισμό".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι ολύμπιοι θεοί στην ηθικοποιημένη τους μορφή έτειναν να καταστούν θρησκεία φόβου, τάση που αντικατοπτρίζεται στο θρησκευτικό λεξιλόγιο. Η αγάπη προς τον θεό, αντίθετα, λείπει από το αρχαιότερο ελληνικό λεξιλόγιο. Η λέξη φιλόθεος εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Αριστοτέλη. «Θα ήταν πολύ άτοπο» λέει ο Πλούταρχος στα Μεγάλα Ηθικά (1208b 30), «να πει κανείς πως αγαπά το Δία». Ο Αριστοτέλης είχε επίσης αποκλείσει την πιθανότητα φιλίας ανάμεσα στο θεό και στον άνθρωπο (Ηθικά Νικομάχεια 1159a, 5).

Ο Πορφύριος πίστευε πως οι «δαίμονες», κατώτερες οντότητες, θέλουν να γίνουν Θεοί, και «η προεστώσα αυτών δύναμις» να πάρει τη θέση του Θεού  (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ’, σ. 512). Δηλαδή υπήρχε δυιαρχία.

Οι κακές ψυχές, σύμφωνα με τον Πορφύριο, γίνονται δαίμονες και υπηρετούν τον «προεστώτα» του κακού. Αυτές φέρνουν όλα τα κακά, εμπνέουν κακές σκέψεις και ολέθριες επιθυμίες (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ’, σ. 512). Ώστε υπάρχουν κακές υπερφυσικές οντότητες. 

Ο Πλούταρχος υποστηρίζει ότι οι κακοί δαίμονες μας πλήττουν με επιδημίες, λιμούς, πολέμους, επαναστάσεις (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ’, σ. 514). Πώς είπαν οι αρχαιολάτρες εθνικιστές; Δεν πίστευαν οι ορθολογιστές ειδωλολάτρες, σαν τον Πλούταρχο στην ύπαρξη θεών του κακού;

«Ο Πλάτων σκιαγραφεί και τους αγρίους δούλους της κολάσεως που ως «πυρακτωμένοι τιμωροί και βασανιστές» ταλανίζουν τους αθέους» (παράθεμα από τον Πλούταρχο Περί του μη δειν δαν., 4) (J. Burckhardt, Οι Έλληνες και οι θεοί τους, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σ. 232).

Αντίθετα με όσα λένε οι Νεοπαγανιστές χλευάζοντας την χριστιανική πίστη, στην αρχαιοελληνική θρησκεία την οποία θαυμάζουν υπήρχε Κρίση (από τους Ραδάμανθυ και Μίνωα), αιώνια τιμωρία (Τάρταρα) και μακαριότητα (Ηλύσια Πεδία). Το τραγελαφικό με την ειδωλολατρική θρησκεία είναι ότι – αντίθετα από τις νεοεποχίτικες δοξασίες των Νεοπαγανιστών – έχει θεούς του κακού, δεν έχει όμως θεούς καλούς. Έχει αιμομίκτες, παιδεραστές, τσατσάδες, φονιάδες, ψεύτες, κλέφτες θεούς. 

Η χριστιανική θρησκεία δεν έχει θεό του Κακού. Ο Διάβολος δεν είναι «ίσος» με το Θεό, δεν είναι θεός ο ίδιος ούτε υπάρχει αιωνίως, όπως ο Θεός. Δεν πρόκεται λοιπόν για εναν δεύτερο θεό, ούτε για δυισμό (όπως είναι στο Ζωροαστρισμό, όπου τόσο ο Αχούρα Μάσδα όσο και ο Αριμάν είναι θεοί, ανταγωνιζόμενοι μεταξύ τους). Και οι αρχαίοι πίστευαν σε ένα είδος μεταθανάτιας δικαιοσύνης, όπου οι κακοί βασανίζονταν (π.χ. στον Πυριφλεγέθοντα ποταμό), ενώ οι καλοί περνούσαν ευχάριστα. Κριτής των νεκρών ήταν ο Μίνως, ο βασιλιάς της Κρήτης. Η διαφορά έγκειται πως η χριστιανική Κόλαση δεν είναι τόπος σωματικών βασανιστηρίων – όπως στην αρχαία θρησκεία – και δεν είναι καν «τόπος». Είναι κατάσταση ψυχική-συνειδησιακή,  την οποία διάλεξε ο κάθε ένας άνθρωπος, και είναι κατάσταση «απομάκρυνσης» από το Θεό, με την έννοια πως ένας τυφλός δε μπορεί να δει τον ήλιο, αν και λάμπει, και υποφέρει. «Οι κολασμένοι δεν θέλουν και δεν μπορούν να δουν το Θεό. Η κόλαση καθίσταται αμεθεξία και ακοινωνησία μεταξύ Θεού και κολασμένων, και μεταξύ αυτών των ίδιων που έχουν στερηθεί τη μέθεξη στη χάρη του Θεού. Επομένως παράδεισος και κόλαση εξαρτώνται από τη βουλητική στάση του ανθρώπου. Εδώ βρίσκεται επίσης ένας βαθύς ανθρωπιστικός χαρακτήρας στη βυζαντινή θεολογία και φιλοσοφία. Εφόσον θέλει και αγαπά το Θεό και τους συνανθρώπους του ο κάθε άνθρωπος μπορεί να θεραπεύσει τα τραύματα της ύπαρξής του με τη ζωοποιό θεία ενέργεια, και έτσι να επικοινωνήσει με το Θεό και τους αδελφούς του» (Ν. Α. Ματσούκα, Ιστορία της Φιλοσοφίας, Αρχαίας Ελληνικής-Βυζαντινής-Δυτικοευρωπαϊκής, εκδ. Πουρναρά, σ. 549).

Όταν οι αρχαιολάτρες αναμασάνε τα δυτικοευρωπαϊκά αιρετικά χριστιανικά ή αθεϊστικά κείμενα περί κόλασης και καζανιών, καλό είναι πότε πότε να διαβάζουν και κανένα βιβλίο Ορθόδοξο, έτσι για ποικιλία, για να δούνε τί είναι η κόλαση:

Άγιου Ιωάννου Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων PG 94, 1545 D – 1548 A, και 1573  C. «Καὶ τοῦτο δὲ εἰδέναι δεῖ, ὅτι ὁ Θεὸς οὐ κολάζει τινὰ ἐν τῷ μέλλοντι, ἀλλ’ ἕκαστος ἑαυτὸν δεκτικὸν ποιεῖ τῆς μετοχῆς τοῦ Θεοῦ. Ἔστι δὲ ἡ μὲν μετοχὴ τοῦ Θεοῦ τρυφή, ἡ δὲ ἀμεθεξία αὐτοῦ κόλασις». «...οἱ δὲ ἁμαρτωλοὶ ποθοῦντες; Τὴν ἁμαρτίαν καὶ μὴ ἔχοντες τὰς ὕλας τῆς ἁμαρτίας, ὡς ὑπὸ πυρὸς καὶ σκώληκος κατεσθιόμενοι, κολάζονται μηδεμίαν παρηγορίαν ἔχοντες. Τί γάρ ἐστι κόλασις εἰ μὴ τοῦ ποθουμένου στέρησις;»

Μάξιμου Ομολογητή, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε και οικονομικά PG 90, 1264A. «Ὀργὴ Κυρίου ἐστὶν ἡ ἀνακωχὴ τῆς τῶν θείων χαρισμάτων χορηγίας».

Επειδή μερικοί συνεχώς χλευάζουν το Χριστιανισμό μιλώντας για «δούλους του Θεού» που κάνουν φοβισμένα ό,τι τους προστάζει, ώστε να μην καίγονται στα «καζάνια της κόλασης», φαίνεται ότι δεν έχουν διαβάσει τίποτα σχετικό με την άποψη της Εκκλησίας για τα κίνητρα της Χριστιανικής ζωής και μιλάνε για κάτι, για το οποίο δεν έχουν ιδέα. Υπάρχουν τρεις κατηγορίες Χριστιανών: οι δούλοι, οι μισθίοι και οι υιοί ή φίλοι του Θεού. Οι πρώτοι έχουν κίνητρο το φόβο, οι δεύτεροι την ιδιοτέλεια και οι τρίτοι την αγάπη. Φόβος, ιδιοτέλεια και αγάπη/φιλία είναι αυτά που διαμορφώνουν το ήθος και τη συμπεριφορά των τριών αυτών κατηγοριών.

Όπως γράφει ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, Περί του βίου Μωσέως PG 44, 429CD: «αυτή είναι η αληθινή τελειότητα, το να μήν αποφεύγουμε την κακία δουλοπρεπώς λόγω του φόβου της κόλασης, ούτε να κάνουμε το καλό έχοντας την ελπίδα του μισθού(..)» («Τοῦτο γάρ ἐστιν ὡς ἀληθῶς ἡ τελειότης, τὸ μὴ δουλοπρεπῶς φόβῳ κολάσεως τοῦ κατὰ κακίαν βίου χωρίζεσθαι˙ μηδὲ τῇ τῶν μισθῶν ἐλπίδι τὸ ἀγαθὸν ἐνεργεῖν, πραγματευτικῇ τινι καὶ συναλλαγματικῇ διαθέσει κατεμπορευομένους τῆς ἐναρέτου ζωῆς˙ (...) μόνον ἡγεῖσθαι φοβερὸν τὸ τῆς φιλίας τοῦ Θεοῦ ἐκπεσεῖν»), ενώ ο Άγιος Ισίδωρος Πηλουσιώτης γράφει (Επιστολ 4,5 PG 78, 1053A): «Μία ἐστὶ περιστερὰ τελεία, ἡ τὸ καλὸν δι’ αὐτὸ τὸ καλὸν πράττουσα, τῶν ἄκρων ἁγίων σύνοδος˙ ἡ οὔτε διὰ μισθὸν οὔτε διὰ τιμωρίαν οὔτε διὰ πρόφαςίν τινα βιοτικήν, ἀλλὰ διὰ τὸ τῷ Θεῷ φίλον, πράττουσα τὸ δέον».

«Η εικόνα του παραδείσου και της κόλασης στις αγιογραφίες μπορεί να παραμένει εξωτερικά με ειδωλολατρική μορφή, με σωματικές τιμωρίες κ.λ.π. (αφού οι πρώην εθνικοί και νυν Χριστιανοί με την ειδωλολατρία ήταν εξοικιωμένοι τόσες χιλιετίες), αλλά ταυτόχρονα η ερμηνεία του παραδείσου και της κόλασης είναι κατεξοχήν διαφορετική: δεν έχουν πια σχέση με αμοιβές και τιμωρίες. Παράδεισος και κόλαση δεν είναι ξεχωριστοί τόποι. Οι άνθρωποι απλώς έχουν αμεθεξία ή μέθεξη του Θεού» (Ν.Α. Ματσούκα, Ιστορία της Φιλοσοφίας, Αρχαίας Ελληνικης-Βυζαντινής-Δυτικοευρωπαϊκής, εκδ. Πουρναρά, σ. 548).

Μιλάμε ειδικότερα στο κεφ. 57 για τη φύση της αρχαίας θρησκείας. Είναι σημαντικό όμως ότι «αυτή η τόσο πολύπλοκη θρησκεία αποτελούσε πηγή τρόμου για τους Αρχαίους˙ εφόσον η πίστη και οι καλές προθέσεις μετρούσαν πολύ λίγο και ολόκληρη η θρησκεία βασιζόταν στη λεπτομερή εκτέλεση αμέτρητων κανόνων συμπεριφοράς, πρέπει να ζούσαν συνεχώς με το φόβο ότι είχαν κάνει κάποια παράλειψη, κάποια αμέλεια ή κάποιο λάθος, και δεν ήσαν ποτέ σίγουροι ότι δε θα προκαλέσουν το θυμό ή την έχθρα κάποιου θεού» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 248).

«Στους Ησίοδο, Σόλωνα, Θέογνη, Αισχύλο και Ηρόδοτο, και γενικά στην αρχαϊκή περίοδο η διδασκαλία περί ύπαρξης κακού, δικαιοσύνης και ερμηνείας της επίγειας ευτυχίας ενός εγκληματία εξηγούνταν έτσι: θα τιμωρηθούν αντ’ αυτού οι απόγονοί του μετά από ορισμένες γενιές. Δηλαδή πλήρης ανορθολογισμός, να πληρώνει το παιδί και ολόκληρη γενιά για τις αμαρτίες του κακού γονιού. Έτσι, η Πυθία λέει στον Κροίσο ότι έπρεπε να πληρώσει ό,τι είχε αρχίσει με το έγκλημα κάποιου δικού του προγόνου πέντε γενιές πριν. Ακόμα και αργότερα, ο Βίωνας ο Βορυσθενίτης, ή ο Πλούταρχος, υπερασπίζονται αυτή την άποψη. Οι Λοκροί, για να ξοφλήσουν το έγκλημα ενός μακρινού προγόνου, κάθε χρόνο έστελναν δύο θυγατέρες από τις ευγενείς οικογένειες να δολοφονούνται σε μακρινή χώρα» (E.R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, εκδ. Καρδαμίτσα, σ. 45). Αντίθετα με όλες αυτές τις ανορθολογικές ανοησίες, ο Θεός της Π.Δ. ρητά αναφέρει ότι η τιμωρία είναι αυστηρά προσωπική, και ότι δεν κληρονομείται στον απόγονο του εγκληματία. Τεράστια διαφορά. Για να μην μιλήσουμε και για τους Ορφικούς που προέβλεπαν μεταθανάτια τιμωρία των αμύητων στα  ορφικά μυστήρια: «όποιος δεν είχε εξαγνιστεί σ' αυτή τη ζωή «θα κείτεται στη λάσπη» στην επόμενη» (M. Nilsson, Η Ελληνική λαϊκή θρησκεία, εκδ. «Η βιβλιοθήκη του φιλολόγου», σ. 113). Δηλαδή, το αν κάποιος θα τιμωρούνταν μετά θάνατο δεν εξαρτάται, σύμφωνα με τον ορφικό παραλογισμό, από τα εγκλήματα που διέπραξε ή τις αρετές του, αλλά από το εάν μυήθηκε ή όχι στα ορφικά μυστήρια. Τέτοιες ορφικές ανοησίες κατέκριναν οι σοβαροί Φιλόσοφοι και οι πατέρες της Εκκλησίας.

 «Οι Αθηναίοι τού ζητούσαν να μυηθεί [στα μυστήρια] και του έλεγαν ότι οι μυημένοι κετέχουν στον Άδη θέση ξεχωριστή˙ τότε [ο Διογένης] τούς είπε: είναι γελοίο να βρίσκονται ο Αγησίλαος και ο Επαμεινώνδας στα Τάρταρα και κάποιοι τιποτένιοι, επειδή μυήθηκαν, να βρίσκονται στους νήσους των Μακάρων» (Διογένης Λαέρτιος, VI, 39). Αυτά λέει ο αρχαίος Έλληνας, ο Διογένης. Κι αφού τα λένε αρχαίοι Έλληνες, δεν μπορούν οι Νεοπαγανιστές και οι αρχαιολάτρες να μας κατηγορούν ως «ανθέλληνες», επειδή θεωρούμε τα αρχαιοπαγανιστικά μυστήρια όπως τα θεωρούσε κι ο Διογένης.

«Στον «Φαίδρο», αιτία της μοιραίας πτώσης του ανθρώπου στη σωματική κατάσταση (ενσάρκωση) υπήρξε η αδυναμία και αδεξιότητα του ηνίοχου του δίφρου της ψυχής, δηλαδή του λογιστικού. Αντίθετα, ο «Τίμαιος αποδίδει τη σωματικότητα του ανθρώπου σε ένα νόμο της μοίρας. Στον «Τίμαιο» (41 e) θεωρεί την γήινη ύπαρξη της ψυχής αναγκαία συνέπεια ενός «νόμου ειμαρμένου»: ήταν εντολή της Ανάγκης να γεννηθούν τα σώματα και μέσα τους να φυτευτούν τα βιαία πάθη (42 e). Και στις δυο αυτές περιπτώσεις η θεότητα είναι σ’ αυτό εντελώς ανεύθυνη. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για ένα πέσιμο από υπαιτιότητα της ίδιας της ψυχής, στη δεύτερη για ένα «νόμον ειμαρμένον», που σε τελική ανάλυση πρέπει να εξηγηθεί από την κακή ουσία της ύλης, μόλο που ο δημιουργός κατά τη δημιουργία του κόσμου την έπλασε όσο καλλίτερα μπορούσε («κατά δύναμιν». Τίμαιος 30 e), χωρίς όμως να κατορθώσει να αλλάξει την εσωτερική κακή φύση της.

            Από αυτό το δρόμο έφτασε ο Πλάτων στην πανάρχαια θρησκευτική δοξασία ότι δύο δυνάμεις, η αρχή του καλού και του κακού παλεύουν μεταξύ τους ποια θα εξουσιάσει τον κόσμο. Έτσι μιλά στους «Νόμους» (X 896 e) για μια αγαθή και για μια πονηρή «ψυχή του κόσμου», από τις οποίες έρχεται στον κόσμο το καλό και το κακό. Αυτή τη σκέψη την είχε και πρωτύτερα παρουσιάσει με μυθική μορφή  (Πολιτεία 272 d): ο κόσμος διοικείται από το θεό όπως από ένα κυβερνήτη, αλλά η δική του «ειμαρμένη τε και σύμφυτος επιθυμία» (που αργότερα ο Πλάτων την παρέστησε ως πονηρή «ψυχή του κόσμου») τον φέρνει σε σύγχυση και αταξία, και έτσι συχνά διατρέχει τον κίνδυνο να διαλυθεί και να καταστραφεί˙ υπαίτια σε τούτο είναι η κακή του ποιότητα, η υλικότητά του (273 b)» (Ε.Π. Παπανούτσου, Το θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα, εκδ. Δωδώνη, σ. 143, 144).

Ο Πλάτωνας δηλαδή έχει το δυισμό, από τη μία ο αδύναμος θεός, που έκανε ό,τι μπορούσε για να δια-πλάσει (αφού δεν την δημιουργεί) την ύλη, αλλά δεν μπορεί – μη όντας ο δημιουργός της – να την φτιάξει καλή ουσιαστικώς, κι από την άλλη η ύλη, που είναι ισχυρότερη του θεού, ανεξάρτητη από αυτόν, και εμπεριέχει μια «αναγκαία» κακή «ειμαρμένη» και κακή ποιότητα. Ακριβώς επειδή ο πλατωνικός θεός δεν μπορεί να ελέγξει όσο χρειάζεται την ύλη και δεν είναι απολύτως ελεύθερος τόσο να δημιουργήσει την ύλη καλή κατά την ουσία της όσο και να την δια-πλάσει καλώς, εμφανίζεται ο παραλογισμός, με το όνομα «ειμαρμένη», «ανάγκη να ενσαρκωθούν οι ψυχές» κλπ. Δηλαδή, είναι αναπόφευκτος ο δυισμός μεταξύ νοητού και ύλης, θεού και ύλης, και αναγκαίο το κακό, αφού η καθαρή ύλη εμπεριέχει κακή ποιότητα, αν όχι θετική, τουλάχιστον αρνητική, ως απουσία πνεύματος. Το κακό είναι ουσιαστική συνιστώσα του σύμπαντος.

Αντίθετα, στον Χριστιανισμό το κακό είναι παράσιτο και κακή, μετέπειτα αλλοίωση της ύλης/κόσμου, η οποία αρχικώς δημιουργήθηκε καλή. Δεν είναι συνιστώσα του κόσμου, ορατού ή αοράτου, που έπλασε ο Θεός. Ούτε αδύναμος ο θεός είναι ούτε υπάρχει κάποιος ισοδύναμος αντίπαλός του ούτε η καθαρή ύλη δημιουργείται κακή.

Η διαφορά επιπλέον μεταξύ της πλατωνικής και της χριστιανικής ύλης έγκειται στο ότι αφενός η πλατωνική ύλη είναι εκ φύσεως κακής ποιότητας και αιωνίως υπάρχουσα, ενώ η χριστιανική ύλη είναι εκ φύσεως δημιουργημένη «πολύ καλή» και όχι αιωνίως υπάρχουσα, αφετέρου η τάση της πλατωνικής ύλης προς το κακό οφείλεται στην ίδια την φύση της, ενώ της χριστιανικής ύλης είναι ότι, ως κτιστή, δημιουργημένη ύλη, είναι ατελής, τρεπτή=μεταβαλλόμενη, αλλά όχι κακή εκ φύσεως, και κάθε κτιστό δημιούργημα επειδή είναι κτιστό, αν δεν προσκολλάται στο θεό, ρέπει προς το μηδέν – ακριβώς επειδή δεν είναι ούτε τέλειο ούτε αιώνια αυθύπαρκτο –, δηλαδή προς εκεί από όπου προήλθε.

Στο τέλος, ο Πλάτωνας αναγκάζεται να οδηγηθεί στον παραλογισμό: κάθε ψυχή πριν μπει στο γήινο σώμα της, διαλέγει με κλήρο τον τρόπο βίου της (Πολιτεία 617d, e)!

Το ότι η Κτίση πλάστηκε ατελής και τρεπτή (Η τρεπτότητα =μεταβλητότητα είναι συνέπεια της κτίσης εκ του μη όντος. Διότι, αφού ο Άκτιστος Θεός είναι τέλειος και άρα αμετάβλητος/άτρεπτος, συνεπάγεται πως η Κτιστή, εκ του μηδενός, δηλαδή όχι εκ της θείας ουσίας, Δημιουργία είναι μεταβλητή, δηλαδή τρεπτή.)  δεν είναι κάτι εξ αρχής κακό καθεαυτό, διότι η τρεπτότητα των όντων μπορεί να οδηγήσει και στην καλή αλλοίωση, δηλαδή στην πρόοδο και τελειοποίηση των κτιστών όντων, ανάλογα με την αυτεξούσια έφεσή τους.

Γενικότερα, για την αρχαιοελληνική αντίληψη το κακό (η στέρηση του αγαθού) είναι πράγμα, είτε  ως στόφα κατώτερη είτε ως άμορφη ύλη στερημένη της νόησης και κεχωρισμένη αυτής. Ενώ για το χριστιανισμό τα πάντα (Κτιστά νοητά και κτιστά υλικά. Κτιστό αποκαλείται και το νοητό, για το Χριστιανισμό) είναι δημιουργημένα καλά, αλλά εξαιτίας της κτιστότητας (δηλ. της δημιουργίας από το μηδέν) και συνεπώς της τρεπτότητας (δηλ. της μεταβολής) μπορούν είτε να τελειοποιηθούν είτε να εκμηδενιστούν. Το κακό είναι παράσιτο του κόσμου αυτού κι όχι θεμελιώδης συνιστώσα του, όπως πιστεύουν οι οπαδοί της Ειμαρμένης. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει για την Ορθοδοξία «αρχή του κακού», και οι Πατέρες της Εκκλησίας καταπολέμησαν λυσσαλέα την μανιχαϊστική και την γνωστική αντίληψη περί δύο αρχών, του καλού και του κακού.

 

 

  36. "Εγώ προτιμώ την αρχαία Ελλάδα, παρά τον εβραιοχριστιανισμό που μας μόλυνε με τη διδασκαλία του. Εγώ είμαι απόγονος των Μαραθωνομάχων, των ηρώων, του Λεωνίδα, των φιλοσόφων, όχι των Εβραίων Αβραάμ, Αββακούμ, Μωυσή και δε συμμαζεύεται".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι Νεοπαγανιστές και εθνικιστές αρχαιολάτρες κάνουν λες και οι Χριστιανοί δεν θέλουν να κατάγονται βιολογικά από τους αρχαίους Έλληνες. Και Νεοπαγανιστές και Χριστιανοί, όντας Έλληνες κατάγονται (ώς ένα βαθμό) από τους αρχαίους Έλληνες. Ποτέ δεν έκαναν λόγο οι Χριστιανοί για βιολογική καταγωγή τους από τον Αβραάμ ή το Μωυσή. Τους Ορθόδοξους (Έλληνες) δεν τους ενδιαφέρει η βιολογική καταγωγή από τον Αβραάμ. Ενδιαφέρονται για τους Προφήτες, για τους Δίκαιους της Π.Δ. κι όχι για φυλετική συγγένεια με αυτούς ή για πνευματική συγγένεια με τους Εβραίους γενικά κι αόριστα. Άλλωστε, υπάρχουν Δίκαιοι της Π.Δ., που δεν είναι Εβραίοι. Οι εθνικιστές Νεοπαγανιστές δεν καταλαβαίνουν τίποτα από αυτά και συκοφαντούν.

            Ο Ηρόδοτος γράφει για τους κατοίκους της Ελλάδας: «Ποια γλώσσα μιλούσαν οι Πελασγοί δεν μπορώ ακριβώς να πω. Αν όμως πρέπει, μπορούμε να βγάλουμε συμπέρασμα απ’ τους Πελασγούς, που ζουν ακόμη τώρα. Οι πρώτοι κατοικούν στην πόλη Κρηστώνα, πάνω από τους Τυρρήνους, κι ήταν κάποτε γείτονες μ’ αυτούς, που σήμερα λέγονται Δωριείς (τότε κατοικούσαν στην περιοχή, που τώρα λέγεται Θεσσαλιώτιδα [Προς Δ. Ολύμπου και Όσσης, εκαλείτο και Πελασγιώτις].) . Οι δεύτεροι έχτισαν στον Ελλήσποντο τις πόλεις Πλακία και Σκυλάκη μαζί με τους Αθηναίους. Τέλος μπορούμε να βγάλουμε συμπέρασμα απ’ όσες Πελασγικές πόλεις άλλαξαν όνομα. Αν λοιπόν πρέπει να μιλήσουμε σχετικά χρησιμοποιώντας για τεκμήρια τούτα – δω, οι Πελασγοί μιλούσαν βαρβαρική γλώσσα. Αν όλοι οι Πελασγοί ήταν τέτοιοι, οι Πελασγοί της Αττικής, μαζί με τη μεταβολή τους σε Έλληνες, άλλαξαν και τη γλώσσα τους. Ούτε οι Κρηστωνιάτες μιλούν γλώσσα ίδια με τους τωρινούς τους γείτονες, ούτε οι Πλακιανοί. (…) Η Ελληνική όμως φυλή χρησμοποιεί πάντα την ίδια γλώσσα, από τότε που υπάρχει, καθώς μου φαίνεται». (1, 58)

            «Οι Αθηναίοι έδιωξαν από την Αττική τους Πελασγούς» (Ηρόδοτος, 6, 137). «Οι Φοίνικες ήρθαν με το Θάσο, γιο του Φοίνικα να εποικήσουν το νησί, το οποίο πήρε το όνομά του» (Ηρόδοτος, 6, 74). Επίσης «πρώτα τη Σαμοθράκη την κατοικούσαν οι Πελασγοί. Από τούτους τους Πελασγούς παρέλαβαν οι κάτοικοι της Σαμοθράκης τις τελετουργίες.» (Ηρόδοτος, 2, 51). Ο Ηρόδοτος επίσης λέει: «την Κρήτη ολόκληρη την είχαν παλιά οι βάρβαροι» (1, 173).

«Απομένει να μιλήσουμε για τα έθνη τα οποία ήρθαν σε επιμειξία με τους Κρήτες. Ότι οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού ήταν οι ονομαζόμενοι Ετεοκρήτες, που θεωρούνται αυτόχθονες, το είπαμε παραπάνω. Μετά απ'αυτούς και πολλές γενιές αργότερα, Πελασγοί, που περιπλανιόνταν ένεκα συνεχών εκστρατειών και μεταναστεύσεων, έφτασαν στην Κρήτη και εγκαταστάθηκαν σε ένα μέρος του νησιού. Τρίτο ήταν, λένε, το γένος των Δωριέων που έφτασε στο νησί με αρχηγό τον Τέκταμο, τον γιο του Δώρου [...]. Τέταρτο γένος που ανακατεύτηκε με τους κατοίκους της Κρήτης ήταν, λένε, ένα συνονθύλευμα βαρβάρων που με τα χρόνια εξομοιώθηκαν στη γλώσσα με τους Έλληνες κατοίκους. Μετά απ'αυτά, επικράτησαν ο Μίνωας και ο Ραδάμανθυς και συνένωσαν τα έθνη του νησιού σε ενιαίο σύνολο[...]» (Διόδωρος Σικελιώτης, 5, 80).

            «Τον παλιό καιρό το μεγαλύτερο μέρος της λεγόμενης σήμερα Ελλάδας το κατοικούσαν βάρβαροι», ισχυρίζεται ο Παυσανίας (Αττικά, 41, 8). Ενώ ο Θουκιδίδης γράφει «Φαίνεται δηλαδή πως ο χώρος που λέγεται σήμερα Ελλάδα δεν κατοικιόταν μόνιμα απ’ την παλιά εποχή, μα πως συμβαίνανε πρωτύτερα μετακινήσεις κι εύκολα οι πληθυσμοί εγκαταλείπανε τον τόπο τους, όποτε πιεζόταν απ’ άλλους» (1, 2).

            Ο Θουκιδίδης επίσης γράφει «Ο Μίνως (..) διαφέντεψε τα νησιά των Κυκάδων και ίδρυσε μάλιστα πρώτος αποικίες στα περισσότερά τους, αφού έδιωξε απ’ αυτά τους Κάρες (...)» (1, 4) και «όταν σε τούτο τον [Πελοποννησιακό] πόλεμο γινόταν ο καθαρμός της Δήλου απ’ τους Αθηναίους και σηκώθηκαν να μετακομιστούν τα κιβούρια των νεκρών στο νησί, πάνω από μισοί νεκροί βρέθηκαν Κάρες, που αναγνωρίστηκαν απ’ το είδος των θαμμένων μαζί τους όπλων κι απ’ τον τρόπο της ταφής που ώς τώρα συνηθίζουν» (1,8). Δηλαδή, οι Κυκλάδες κατοικούνταν από τους Κάρες.

            Οι κάτοικοι της νήσου Σκύρου ήταν μη Έλληνες, οι αποκαλούμενοι Δόλοπες: «έπειτα [οι Αθηναίοι], εξανδραπόδισαν το νησί του Αιγαίου Σκύρο, που το κατοικούσαν οι Δόλοπες, κι εγκατέστησαν εκεί δικούς τους κατοίκους» (Θουκιδίδης, 1, 98). Κατά τον Πλούταρχο, οι Δόλοπες ήταν βάρβαροι και ζούσαν από την πειρατεία.

            Οι κάτοικοι του Αμφιλοχικού Άργους (στη σημερινή Αμφιλοχία) δεν μιλούσαν Ελληνικά. «Πολλές γενιές υστερότερα, κάτω από την πίεση των συμφορών που τους βρήκαν, οι κάτοικοι του νέου Άργους προσκάλεσαν τους γείτονες της αμφιλοχικής χώρας Αμβρακιώτες να συγκατοικήσουν μαζί τους, οπότε και πρωτόμαθαν την ελληνική γλώσσα που μιλούν σήμερα από τους συνοίκους τους Αμβρακιώτες, ενώ οι άλλοι Αμφιλόχιοι είναι βάρβαροι» (Θουκιδίδης, 2, 68, 5).

            Πολλοί κάτοικοι της Ηπείρου (π.χ. οι Χάονες) αποκαλούνται «βάρβαροι» (Θουκιδίδης 2, 80, 5), αλλά και το κράτος του Θρακός βασιλιά Σιτάλκη, που περιελάμβανε την ανατολική Βαλκανική αποκαλείται «βαρβαρική χώρα» (Θουκιδίδης, 2, 97, 3).

            Οι Ευρυτάνες, «που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των Αιτωλών, μιλούν γλώσσα ολότελα ακατάληπτη και τρώνε, κατά πως λένε, ωμό κρέας» (Θουκιδίδης, 3, 94, 5).

Στο σημείο όπου αρχίζει η χερσόνησος του Αγίου Όρους, υπήρχαν οι πόλεις «Θυσσός, οι Κλεωνές, το Ακρόθωο, ο Ολόφυξος και το Δίο, που κατοικούνται από ανάμικτα έθνη δίγλωσσων, που εκτός από τη δική τους μιλούσαν δηλαδή και την ελληνική, βαρβάρων. Υπάρχει, επίσης, ανάμεσα στον πληθυσμό τους και ολιγάριθμο χαλκιδικό στοιχείο, η πλειοψηφία τους όμως, είναι Πελασγοί, από τους Τυρρηνούς που εγκαταστάθηκαν κάποτε στη Λήμνο και την Αθήνα, Βισαλτοί και Κρηστωναίοι και Ηδώνες, σκόρπιοι όλοι τούτοι σε μικρές πόλεις» (Θουκιδίδης, 4, 109, 3-5). Φυσικά, ο Ηρόδοτος κι ο Θουκιδίδης, όταν γράφουν ότι οι Πελασγοί δεν είναι Έλληνες, αλλά βάρβαροι, δεν το ισχυρίζονται αυθαίρετα, δίχως στοιχεία για το παρελθόν, αλλά συγκρίνοντας τους Έλληνες με όσους Πελασγούς είχαν απομείνει στην εποχή τους και ζούσαν σε διάφορα μέρη του ελλαδικού χώρου.

«Και η περιοχή ολόκληρος, η οποία καλείται σήμερον Ιωνία, κατωκείτο υπό Κάρων και Λελέγων, εκδιώξαντες δε τούτους οι Ίωνες κατέλαβον την χώραν. (...) Ότι οι Λέλεγες υπήρξαν βάρβαροι το μόνον γεγονός της αναμίξεώς των με τους Κάρας θα ήτο αρκετόν να το αποδείξη ότι δε έζων βίον πλάνητα από παλαιά και με τον λαόν εκείνον και μόνοι των, τούτο αποδεικνύεται και εκ των πολιτειών του Αριστοτέλους. Ούτως εις μεν την πολιτείαν των Ακαρνών ο Αριστοτέλης λέγει ότι εν μεν μέρος ταύτην κατώκουν οι Κουρήτες, το δε άλλο μέρος, το δυτικόν, κατείχετο από τους Λέλεγας κατ’ αρχάς» (Στράβωνα, Γεωγραφικά, 7, 2 (c 321)).

«Ο Εκαταίος λοιπόν ο Μιλήσιος λέγει περί της Πελοποννήσου, ότι προτού καταλάβουν ταύτην οι Έλληνες, είχε καταληφθεί υπό των βαρβάρων. Σχεδόν δε ολόκληρος η Ελλάδα υπήρξε παλαιά κατοικία των βαρβάρων, αν κρίνωμεν από τας μαρτυρίας των ιδίων αυτής χρονικών. Ούτως ο μεν Πέλοψ έφερεν λαόν εκ της Φρυγίας και τον εγκατέστησεν εις την κληθείσαν απ’ αυτόν Πελοπόννησον, ο δε Δαναός εξ Αιγύπτου, οι δε Δρύοπες, οι Καύκωνες, οι Πελασγοί, οι Λέλεγες και άλλοι τοιούτοι λαοί κατέλαβον τα εντεύθεν και πέραν του Ισθμού μέρη˙ διότι την μεν Αττικήν κατέλαβον οι μετά τον Εύμολπον Θράκες, την δε Δαυλίδα της Φωκίδος ο Τηρεύς, την Καδμείαν οι μετά του Κάδμου Φοίνικες, την δε κυρίως καλουμένην Βοιωτίαν οι Άονες, Τέμμικες και Ύαντες˙ η βαρβαρική άλλως τε καταγωγή των λαών τούτων καταφαίνεται από μερικά ονόματα, ως Κέκροψ, Κόδρος, Αίκλος, Κόθος, Δρύμας, Κρίνακος. Και σήμερον η Ελλάδα έχει ακόμη τους Θράκας, τους Ιλλυρίους και Ηπειρώτας εις τα πλευρά της˙ αλλά πρέπει η γειτνίαση αυτή άλλοτε να ήτο πολύ πλησιεστέρα, αφού μέγα τμήμα της Ελλάδος αναντιλέκτως κατέχεται και σήμερον από βαρβάρους, ως μαρτυρούν οι Θράκες, τους οποίους συναντώμεν εις την Μακεδονίαν, και ωρισμένα μέρη της Θεσσαλίας, οι Θεσπρωτοί, οι Κασσωπαίοι, οι Αμφίλοχοι, οι Μολοττοί και οι Αθαμάνες, όλοι λαοί ηπειρωτικοί, οι οποίοι κατέχουν τα μέρη της Ακαρνανίας και της Αιτωλίας» (Στράβωνα, Γεωγραφικά, 7, c321).

            Δεν έχει επίσης νόημα να μιλούμε για αυτόχθονες κατοίκους οποιουδήποτε τόπου. Έχουν γίνει τόσες χιλιάδες μετακινήσεις, βίαιες συνήθως, που σχεδόν κανείς δεν είναι «αυτόχθονας». Για παράδειγμα, οι αρχαίοι Μακεδόνες, που αρχικά ήταν ένα ηπειρωτικό φύλο και είχαν κατέβει στη Δ. Μακεδονία, ήδη ώς τα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου είχαν διώξει τους αρχαίους κατοίκους της σημερινής κεντρικής και ανατολικής Μακεδονίας: «τη σημερινή, όμως, παραθαλάσσια Μακεδονία κατέκτησαν κι έγιναν βασιλάδες της (...) αφού έδιωξαν από την Πιερία τους Πιέριους, που έχτισαν και κατοίκησαν, αργότερα, τη Φάγρητα κι άλλα μέρη στους πρόποδες του Πάγγαιου πέρα από το Στρυμόνα, κι απ’ τη χώρα που λέγεται Βοττία τους Βοττιαίους, (...) κι ύστερα, αφού έδιωξαν τους Ηδώνες, πήραν και νέμονται από τότε τη χώρα πέρα από τον Αξιό ώς το Στρυμόνα που λέγεται Μυγδονία. Έδιωξαν, ακόμα, κι από την Εορδία, τους Εορδούς, που οι περισσότεροί τους σκοτώθηκαν (...) καθώς κι απ’ την Αλμωπία τους Άλμωπες (...)» (Θουκιδίδης, 2, 99). Οι Μεσσήνιοι είχαν εγκαταστηθεί στην Ναύπακτο, μετά από την παράδοση της Ιθώμης (Θουκιδίδης, 1, 103). «Ανάγκασαν οι Αθηναίοι τους Αιγινήτες να σηκωθούν να φύγουν από την Αίγινα, κι αυτοί και οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους (..) έστειλαν ύστρα από λίγο τους νέους κατοίκους. (...) Όσο για τους πρόσφυγες Αιγινήτες, οι Λακεδαιμόνιοι τους έδωσαν τη Θυρέα να μένουν και να νέμονται (..) στη μεθόριο ανάμεσα Αργολίδα και Λακωνική φτάνοντας ώς κάτω στη θάλασσα. Άλλοι, από τους Αιγινήτες κατοίκησαν εκεί κι άλλοι σκόρπισαν στην υπόλοιπη Ελλάδα» (Θουκιδίδης 2, 27). Οι αρχαίοι Πλαταιείς σφάχτηκαν και οι γυναίκες με τα παιδιά τους πουλήθηκαν ως δούλοι κι η πόλη ισοπεδώθηκε (Θουκιδίδης, 3, 68, 2). Αμέσως μετά τη μάχη της Πύδνας, το 168 π.Χ., οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν 70 ηπειρωτικές πόλεις και πούλησαν τους αυτόχθονες Ηπειρώτες κατοίκους ως δούλους. Τον 7ο αι. μ.Χ., σύμφωνα με τα «Θαύματα του Αγίου Δημητρίου», που αναφέρονται σε γεγονότα του 614-618, βρίσκουμε σλαβικά φύλα, τους Δραγουβίτες, το πιο πολυάριθμο φύλο που τοποθετείται στη ΒΔ Μακεδονία, στην περιοχή ανάμεσα στη Βέροια και το Μοναστήρι, τους Σαγουδάτους στα νότια των Δραγουβίτων, τους Βελεγεζήτες στη Θεσσαλία και τους Βαϊουνίτες ίσως στην Ήπειρο. Στα τέλη του 7ου (676-8) μνημονεύοντια δύο ακόμη σλαβικά φύλα: οι Ρηγχίνοι, πιθανότατα στη Χαλκιδική, και οι Στρυμονίτες, στην κοιλάδα του Στρυμόνα. Δύο αιώνες αργότερα μαρτυρούνται οι Σμολεάνοι κοντά στο Νέστο» (Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Βυζάντιο και Σλάβοι – Ελλάδα και Βαλκάνια (6ος-20ος αι.), εκδ. Βάνιας, σ. 83). Επίσης, υπάρχουν οι Εζερίτες και οι Μηλιγγοί στη Λακωνία, τον 9ο αι. Είπατε τίποτε για «απευθείας καταγωγή» όσων κατοικούν σε μια περιοχή από τους αρχέγονους κατοίκους της ίδιας περιοχής;

            Οι Νεοπαγανιστές μιλούν για πραγματικούς Έλληνες. Πώς, όμως, γνωρίζουν ότι οι ίδιοι είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων; Έχουν κάνει εξέταση dna; Ακόμη και στην περίπτωση, όπου το μεγαλύτερο τμήμα των Νεοελλήνων είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, θα υπάρχει ένα ποσοστό, μεγαλύτερο ή μικρότερο, Νεοελλήνων που δεν είναι ελληνικής καταγωγής. Πώς γνωρίζουν οι Νεοπαγανιστές, ότι δεν είναι απόγονοι εκχριστιανισμένων/εξελληνισμένων Εβραίων του ελλαδικού χώρου; Πώς είναι τόσο σίγουροι ότι κατάγονται από το Λεωνίδα κι όχι από τους Είλωτες ή τους βάρβαρους Εζερίτες; Πώς είναι τόσο σίγουροι ότι δεν είναι μακρινοί απόγονοι Νορμανδών, Φράγκων, Τούρκων, Βουλγάρων, Αλβανών, Βησιγότθων; Μπορεί αυτό το δέκα τοις εκατό του «βαρβαρικού» αίματος διανεμημένο στον ελληνικό λαό, σε αυτούς να είναι είκοσι ή σαράντα τοις εκατό. Πού το ξέρουν; Έχουν αποδείξεις για το γενεαλογικό τους δέντρο; Αν ήταν σίγουροι, θα έπρεπε να έχουν κάνει εξετάσεις. Αφού δεν είναι σίγουροι, μη έχοντας κάνει «φυλετικές» εξετάσεις, ας μην βασίζουν τον νεοελληνικό πατριωτισμό τόσο πολύ στη φυλή.

Θα αναφερθούμε εδώ στη θεωρία του Άρη Πουλιανού και του γιου του Νικόλαου Πουλιανού, ότι ο άνθρωπος των Πετραλώνων είναι ηλικίας 800.000 ετών και ότι ο πρώτος άνθρωπος έζησε στην Ελλάδα πριν από 11.000.000 χρόνια (όπως το ισχυρίζεται στον Δαυλό τ. 230). Θα αρχίσουμε από το δεύτερο θέμα. «Η γενετική ανάλυση τοποθετεί την εμφάνιση των πρώτων ανθρωπιδών πριν από περίπου 6,5 εκατ. έτη. Την επιστημονική θεωρία επιβεβαίωσε η πλέον πρόσφατη ανακάλυψη, τον Ιούλιο του 2002, του προγόνου μας που έζησε στο Τσαντ πριν 6,5 ή 7 εκατομμύρια χρόνια, του Sahelanthropus Tchadensis (βλ. και R. Leaky, The origins of Mankind, Phoenix, Λονδινο 1999 και K. Wong, Meave Leaky et. al., inNew Look at Human Evolution”, Scientific American, Special Edition, τόμ. 13, αρ. 2, 25 Αυγούστου 2003). Απολιθώματα και ευρήματα που χρονολογούνται μέχρι πριν 2 εκ. χρόνια εντοπίζονται αποκλειστικά στην Αφρική και κυρίως στην Ανατολική. (...) [Ο Πουλιανός] πάει ακόμη πιο πίσω: «ο άνθρωπος πρωτοεμφανίζεται εδώ... πριν από 11 ή 12 εκατομμύρια χρόνια». Ο πρώτος μαθητής του γυμνασίου γνωρίζει ή τουλάχιστον είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει, πως πριν 11 ή 12 εκατομμύρια χρόνια όχι μόνο δεν έχει εμφανιστεί δείγμα ανθρωπιδών αλλά δεν είχαν καν δημιουργηθεί οι σύγχρονες κατηγορίες των πιθήκων, ενώ τα απολιθώματα των πρωτευόντων (primates) που διασώζονται ανήκουν σε είδη που δεν απαντώνται σήμερα.

Ο υποφαινόμενος έχει μια προσωπική εμπειρία για τον τρόπο που ο κ. Πουλιανός κατασκευάζει την ανθρωπολογική του θεωρία (!). Σε διάλεξή του στο «Πνευματικό Κέντρο» του Δήμου Αθηναίων, το 2001, ρωτήθηκε από τον συγγραφέα αυτού του κειμένου σε τι στηρίζει την άποψή του πως ο άνθρωπος εμφανίστηκε πριν 8 εκατ. χρόνια στην Ελλάδα, τη στιγμή που όλη η διεθνής βιβλιογραφία μιλούσε για 6 εκατ. το πολύ, και μάλιστα στην Αφρική και μόνο. Η απάντησή του στο ερώτημά μου ήταν απολύτως χαρακτηριστική: "Πριν από μερικές δεκάδες χρόνια, όταν είχε ανακαλυφθεί η "Λούσυ", μιλούσαν για 3,5 εκατ. χρόνια. Τώρα έφθασαν στα έξι. Άρα κάποτε θα φτάσουν και στα επτά-οκτώ που λέω εγώ". Στο μεταξύ, τα οκτώ τα έκανε έντεκα και ούτω καθεξής. Και όμως την ίδια ακριβώς στιγμή που δίνεται η συνέντευξη του Άρη Πουλιανού στον Δαυλό (τ. 230), σε άρθρο του έτερου ανθρωπολόγου, του Νίκου Πουλιανού, στην Ελληνική Αγωγή, αναφέρονται τα εξής: "Σήμερα η Μοριακή Βιολογία δίνει ηλικία διαχωρισμού του ανθρώπου από τον κλάδο των Πριμάτων (primates) περί τα 6 εκατ. χρόνια. Εμείς θα επιμείνουμε στα συν/πλην 1 εκατ. χρόνια" (Ελλ. Αγωγή τ. 48). Έτσι την ίδια ακριβώς στιγμή, το 2001, ο Άρης Πουλιανός υποστήριζε σε διάλεξη τη θεωρία των οκτώ εκατομμυρίων ετών, όπως ακριβώς αποκάλυπτε ο Νικόλαος Πουλιανός στην Ελληνική Αγωγή, και παράλληλα, στον Δαυλό, ο πρώτος «ανέβαινε» στα ένδεκα εκατ. χρόνια! Τι είναι όμως τρία ή τέσσερα εκατομμύρια χρόνια για τους Έλληνες «ανθρωπολόγους»;» (Γ. Καραμπελιά, «Το περιοδικό Δαυλός από την ελληνοκεντρικότητα στον αρχάνθρωπο», Άρδην, τ. 52-53, σ. 42, 43).

Αντίστοιχα, για το θέμα της χρονολόγησης του ανθρώπου των Πετραλώνων, το οποίο δείχνει τις μεθόδους του Πουλιανού και των ελληνοκεντρικών τύπου Δαυλού, ισχύουν τα εξής: «Προς στιγμή φάνηκε ότι οι χρονολογήσεις του Πουλιανού  [σημ.: ότι ο άνθρωπος των Πετραλώνων ήταν 800 χλδ ετών, ο αρχαιότερος της Ευρώπης] αντανακλούσαν μια γεωφυσική πραγματικότητα. Οφείλουμε επιστημονική ευγνωμοσύνη στην ομάδα των Γερμανών ραδιοχρονολογητών του κ. Henning, η οποία αντιλήφθηκε έγκαιρα ότι παραπλανήθηκε από τον κ. Πουλιανό χρονολογώντας δείγματα από βαθύτερα στρώματα, τα οποία τους τα εμφάνιζε ως επιφανειακά.

            Η χρονολόγηση του σταλαγμιτικού υλικού που περιβάλλει το κρανίο των Πετραλώνων από την ίδια ομάδα και η δημοσίευση των αποτελεσμάτων στο περιοδικό Nature έλυσε οριστικά το πρόβλημα των απίθανα υψηλών χρονολογήσεων. Ο κ. Πουλιανός  δεν μπόρεσε να απαντήσει πειστικά. Αλλά η ομάδα του κ. Henning προχώρησε και σε άλλες αποκαλύψεις, ότι π.χ. τα λεγόμενα ίχνη φωτιάς, ηλικίας 1.000.000 χρόνων, και άρα τα αρχαιότερα της Ευρώπης, δεν είναι τίποτε άλλο από μία συσσωμάτωση αλάτων μαγγανίου. Ο δε καθηγητής M. Day, με άρθρο του στο περιοδικό Nature, χαρακτηρίζει τα περί σκελετών που «εντοπίσθηκαν» στο σπήλαιο ως «Ελληνικά Πυροτεχνήματα» και αποδεικνύει ότι πρόκειται για οστά ζώων.

            Ανάλογες καταστάσεις παρατηρήθηκαν και στο συνέδριο Παλαιοανθρωπολογίας στη Νίκαια, όπου παρουσιάσθηκαν και «λίθινα εργαλεία» από το σπήλαιο Πετραλώνων, τα οποία όμως είχαν ήδη δημοσιευθεί νωρίτερα ως προερχόμενα από την Εύβοια.

            Η μεγαλύτερη όμως «παρανόηση» αφορά τα λεγόμενα οστά του Homo erectus trigliensis, ηλικίας 11-12.000.000 χρόνων. Είναι προφανές ότι η ονομασία είναι συνειδητά λανθασμένη και παραπειστική διότι, με τα σημερινά γνωστά δεδομένα, η εμφάνιση του Homo erectus χρονολογείται περίπου στα 2.000.000 χρόνια, η δε διαφοροποίηση του αρχικού κοινού προγόνου των εξελικτικών γραμμών πιθήκων και ανθρώπου δεν υπερβαίνει τα 6.000.000.

Ανάλογες επεμβάσεις στην εξελικτική ιστορία έγιναν και με τον εξωτικό Helladopithecus semierectus που, όπως αποδείχθηκε σε άρθρο μου στην εφημερίδα Καθημερινή, αποτελούσε τερατούργημα φαντασίας αλλά αποδείκνυε ότι ο κ. Πουλιανός αγνοούσε ή δεν κατείχε στοιχειώδεις ανατομικές γνώσεις» (Νίκου Ξυροτύρη, καθηγητή της Ανθρωπολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, «Η καταγωγή των Ελλήνων», Άρδην, τ. 52-53, σ. 54). Τα σχόλια είναι περιττά.

Όσο κι αν ένα τμήμα των Νεοπαγανιστών αρνείται οποιαδήποτε σχέση με τον φυλετισμό και τις θεωρίες της αμόλυντης ράτσας, εκεί καταλήγει αναπόφευκτα η ιδέα του νεοπαγανισμού περί «επιστροφής στο αμόλυντο ελληνικό παρελθόν». Διότι οι άνθρωποι αυτοί, οι εθνικιστές αρχαιολάτρες και παρελθοντολάγνοι, χρειάζονται μία «αντικειμενική», εκατό τοις εκατό σίγουρη απόδειξη πως ο καθένας τους προσωπικά είναι απευθείας απόγονος των Σαλαμινομάχων και του Αγαμέμνονα. Αυτή η απόδειξη είναι αναγκαστικά σε τελική ανάλυση τα κρανία, τα κόκκαλα και τα DNA. Έτσι άλλωστε (έχοντας δηλαδή μια τέτοια «απόδειξη») θα μπορούν αργότερα άνετα να υβρίζουν ως «ύποπτης εθνικής καταγωγής» κι ως «ανθέλληνα» όποιον συμπατριώτη τους διαφωνεί με τις ιδέες τους.

Όλοι από κάπου καταγόμαστε. Μας κάνει ανώτερους η δόξα του πατέρα μας; Κατουσίαν πρόκειται για μία νοοτροπία αγέλης («καταγώμαστε βιολογικά από τον Χ άρα πρέπει να είμαστε σαν κι αυτόν, το κοπάδι του») που δεν αφήνει χώρο για δημιουργία και πνευματική ελευθερία στους «απογόνους». Αν οι Έλληνες της κλασσικής εποχής διακατέχονταν από τέτοια προγονοπληξία, θα απομιμούνταν τους Μυκηναίους και τους Μινωίτες προγόνους τους και δεν θα αποτολμούσαν να δημιουργήσουν ανεξάρτητα και αυτόνομα.

Δεν έχει νόημα επίσης η προσπάθεια των απόψεων περί (εξίσου εθνικιστικού) «παγκόσμιου ελληνισμού». Μερικές φορές, οι καρποί αυτών των απόψεων είναι να ετυμολογούνται οι γλώσσες των Ιαπώνων, των Τούρκων, των Εβραίων, των Λατίνων, των Πολυνήσιων κ.ά. από αρχαίες ελληνικές, ώστε να αποδειχτεί ότι οι λαοί αυτοί έχουν μακρινή ελληνική καταγωγή. Αυτή η προσπάθεια – εκτός του ότι προκαλεί γέλια στους γλωσσολόγους – θυμίζει δύο παρόμοιες απόπειρες. Μια του έλληνα πατέρα της πρωταγωνίστριας της αμερικανικής ταινίας Γάμος αλά ελληνικά, ο οποίος ισχυριζόταν ότι η ιαπωνική λέξη κιμονό προέρχεται από την ελληνική χειμώνας, επειδή το κιμονό φοριέται το χειμώνα. Η άλλη απόπειρα – στα σοβαρά αυτή τη φορά – είναι του πρωην Τούρκου πρωθυπουργού Οζάλ, ο οποίος σε ένα βιβλίο του ισχυριζόταν ότι το όνομα Αγαμέμνων προέρχεται από την τουρκική λέξη Aga Memnun, αγάς Μεμνούν˙ κι ότι το Αιγαίο προέρχεται από την τουρκική λέξη Ege, που σημαίνει αφέντης.

 

 ΠΡΟΧΩΡΗΣΕ ΣΤΟ Ι' ΜΕΡΟΣ (Νεοπαγανιστική αρχαιοπληξία)

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ