ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΠΛΗΞΙΑ 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

 Ι' ΜΕΡΟΣ 

 

ΝΕΟΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΠΛΗΞΙΑ

 

  37. "Οι Χριστιανοί κατέστρεψαν την Αρχαία Ελλάδα και οδήγησαν τον πολιτισμό της και την δύναμή της στο τέλος του, παίρνοντας το μέρος των εχθρών του Ελληνισμού".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Το ότι οι Ειδωλολάτρες Ρόδιοι συμμαχούσαν με τους Ειδωλολάτρες Ρωμαίους, το ότι στη μάχη στις Κυνός Κεφαλές μεταξύ Ρωμαίων και Ελλήνων Μακεδόνων οι Ειδωλολάτρες Ρωμαίοι παρέταξαν στρατό 26.000,  εκ των οποίων 6000 ήταν παγανιστές Αιτωλοί, 1200 παγανιστές Αθαμάνες (Θεσσαλοί) και 500 παγανιστές Κρήτες (σταλμένοι εκ μέρους της Σπάρτης) (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ε', σ. 44), μήπως όλα αυτά δείχνουν πως οι παγανιστές ήταν προδότες του Ελληνισμού μια και συμμαχούσαν με τον ξένο, ομόδοξο με αυτούς εισβολέα; Γιατί οι Νεοπαγανιστές δεν απολογούνται για τις προδοτικές εναντίον της Ελλάδας πράξεις των Παγανιστών προγόνων τους; Γιατί οι Νεοπαγανιστές δεν ζητάνε συγγνώμη που οι Παγανιστές Αθηναίοι, (όπως και οι Παγανιστές Σμυρναίοι και οι Παγανιστές της Μιλήτου) είχαν χτίσει ναό στη Θεά Ρώμη (πάνω στην Ακρόπολη) και λάτρευαν μια πόλη που ετοιμαζόταν να εισβάλει στην Ελλάδα;  Η λατρεία της Ρώμης ασκούνταν από τους ίδιους Παγανιστές Έλληνες ιερείς που ασκούσαν την λατρεία των Ολύμπιων θεών. (Λέγεται πως οι εθνικοί ιερείς εκλέγονταν και δεν υπήρχε κάστα ιερέων κατά την παγανιστική εποχή. Τότε γιατί το πανάρχαιο γένος των Ευμολπίδων για 2 περίπου χιλιετίες διετήρησε το προνόμιο της πρωθιερουργίας στα Μυστήρια; Τότε γιατί το Αθηναϊκο γένος των Λυκομιδών διατηρούσε το κληρονομικό προνόμιο της διαδουχίας; Τα μυστήρια των Φλυών ανήκαν στην οικογένεια των Λυκομιδών˙ την ιέρεια της Αθηνάς Πολιάδας και τον ιερέα του Ποσειδώνα στο Ερέχθειο τους έπαιρναν από τους Ετεοβουτάδες (M. Nilsson, Η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία, εκδ. Παπαδήμα, σ. 260). Το προνόμιο της αριστοκρατίας, η εξήγηση των άγραφων παραδόσεων, στην Αθήνα επέζησε. Οι εξηγητές των ιερών νόμων ήταν πάντα μέλη της αριστοκρατίας, είτε τους είχε εξελέξει ο λαός είτε τους είχαν υποδείξει οι Δελφοί (M. Nilsson, Η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία, εκδ. Παπαδήμα, σ. 257). Στην Αθήνα συνέβαινε συχνά οι κάτοχοι του ιερατικού αξιώματος για μιαν ορισμένη λατρεία να περιορίζονται στα μέλη μιας ορισμένης οικογένειας.)

Σύμφωνα με ένα ψήφισμα της πόλης της Στρατονίκειας (2ος μ.Χ. αι) «υπέρ της των κυρίων Ρωμαίων αιωνίου αρχής μεριμνεί ο Δίας» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ', σ. 566). Τόσο γραικύλοι ήταν οι Ειδωλολάτρες της Ελλάδας λοιπόν που δεν δίσταζαν να συμμαχήσουν με τους εισβολείς.

Γιατί οι Νεοειδωλολάτρες δε βγάζουν μιλιά που οι Παγανιστές Ρωμαίοι, οι κατακτητές της Ελλάδας, άρπαξαν 500 χάλκινους ανδριάντες ανθρώπων και θεών (Ελλάδος Περιήγησις, 10, 7,1) από τον ιερό για τους Νεοπαγανιστές τόπο των Δελφών, αλλά ωρύονται για ανάλογες πράξεις των χριστιανών Βυζαντινών που τα πήγαιναν στην Κωνσταντινούπολη; Μήπως επειδή οι πρώτοι είχαν την ίδια θρησκεία με αυτούς, και γι' αυτό τους τα συγχωρούν όλα;

            Περιμένουμε λοιπόν από τους αυτοαποκαλούμενους «Έλληνες Εθνικούς», αφού ισχυρίζονται ότι μόνο αυτοί είναι «οι πραγματικοί Έλληνες», να ζητήσουν λόγο από τους Ιταλούς Νεοπαγανιστές, και μάλιστα να απαιτήσουν από αυτούς δημόσια συγγνώμη για τις αρπαγές καλλιτεχνημάτων, αγαλμάτων, και για τις λοιπές προσβολές των Αρχαίων Λατίνων Ειδωλολατρών προγόνων τους κατά των Ελλήνων προγόνων μας. Αλλά αυτό σα δύσκολο φαίνεται, μια που οι Νεοπαγανιστές έχουν κατά νου την πανευρωπαϊκή νεοειδωλολατρική επίθεση κατά των Χριστιανών.

            Θα δικαιολογηθούν οι «Ελληνες Εθνικοί» λέγοντας ότι, για τις καταστροφές αυτές δεν έφταιγε ο λαός (των Ρωμαίων Εθνικών), αλλά η εξουσία (των Ρωμαίων Εθνικών). Παραδόξως, όταν οι Χριστιανοί ισχυρίζονται ότι, για τις διώξεις κατά των Παγανιστών δεν έφταιγε ο λαός (Χριστιανοί), αλλά τα διατάγματα της εξουσίας (των Χριστιανών ηγεμόνων), τότε χλευάζουν και αρνούνται τέτοιες «φθηνές δικαιολογίες». Πώς τα φέρνει η Τύχη, να δικαιολογούνται κι αυτοί έτσι!

            Σε ψήφισμα των Ελλήνων Ειδωλολατρών του «Κοινού της Ασίας», με το οποίο αποφασίστηκε να ονομαστεί ο πρώτος μήνας του έτους «Καίσαρας» και να καθιερωθεί πρώτη μέρα του έτους η μέρα των γενεθλίων του αυτοκράτορα Αύγουστου (21 Σεπτεμβρίου), η παρουσία του Αύγουστου  στον κόσμο προβάλλεται ως έργο της Θείας Πρόνοιας, ο ίδιος δε ο Αύγουστος ως ο μεγαλύτερος ευεργέτης της ανθρωπότητας (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε. τ. ΣΤ', σ.568). Ύστερα από τα παραπάνω, λόγο οι Νεοπαγανιστές για τον Ευσέβειο Καισάρειας; Θεία Πρόνοια η ρωμαϊκή κατάκτηση σύμφωνα με τους Έλληνες Εθνικούς.

Βέβαια, το μαύρο τους το χάλι είχαν οι ειδωλολάτρες Έλληνες, γι' αυτό και τους κατέκτησαν τόσο εύκολα οι Ρωμαίοι. Στις παγανιστικές εορτές των Ισθμίων του 196π.Χ. οι ειδωλολάτρες Έλληνες χειροκροτούσαν και δάκρυζαν από χαρά όταν ο Τίτος Κόιντος Φλαμινίνος ανακήρυξε την ελευθερία της Ελλάδας  (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ε', σ. 51). Ο στόλος των Αθηναίων ειδωλολατρών είχε ενωθεί με τον ρωμαϊκό και πολεμούσαν κατά των Ελλήνων Μακεδόνων. Μήπως και γι' αυτήν την υποδούλωση φταίνε οι «ιουδαιοχριστιανοί»; Τι φταίει ο Χριστιανισμός αν οι ειδωλολάτρες Αθηναίοι είχαν φτάσει στο έσχατο σκαλί της παρακμής επιτρέποντας μονομαχίες στο θέατρο του Διόνυσου κάτω από την Ακρόπολη; Τι φταίνε οι Χριστιανοί που από το 170 π.Χ. οι ειδωλολάτρες Έλληνες διοργάνωναν αγώνες προς τιμή της πόλης της Ρώμης; Γιατί οι Ειδωλολάτρες Έλληνες μετά το 60 π.Χ. ώς το 330 μ.Χ., δηλαδή επί 400 χρόνια δεν κούνησαν το δακτυλάκι τους, δεν έκαναν καμμία εξέγερση αναντίον των παγανιστών Ρωμαίων, ενώ οι Χριστιανοί Έλληνες μετά το 1453 έκαναν πάνω από 70 εξεγέρσεις κατά των Τούρκων; Το μαύρο του το χάλι είχε ο παγανισμός που δε μπόρεσε να εμπνεύσει κινήματα εξέγερσης στον κατακτητή, κι έτσι οι ειδωλολάτρες Έλληνες θεοποιούσαν και λάτρευαν Ρωμαίους Αυτοκράτορες (τους κατακτητές της Ελλάδας!), Τιβέριο, Αύγουστο, Τραϊανό, Νέρωνα, Καλιγούλα (!), Καρακάλα και μια ντουζίνα άλλους, χτίζοντας ναούς τους και διοργάνωναν αγώνες προς τιμή τους  (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ', σ.569).   

Οι Ελληνες ειδωλολάτρες αποκαλούσαν τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό μεταξύ άλλων «νέον Διόνυσον» και «Πανελλήνιον αρχηγέτην»  (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ’, σ. 568).

Σύμφωνα με τους Ειδωλολάτρες οι αυτοκράτορες της Ρώμης είναι «μέγιστοι και ανίκητοι», «θειότατοι και φιλανθρωπότατοι», «σωτήρες του κόσμου», «πατέρες σύμπαντος του ανθρώπων γένους», «κύριοι παντός του κόσμου» (ο Νέρωνας), «επόπται γης και θαλάσσης».

            Χαρά και αγαλλίαση έφερε στους Πολυθεϊστές η ενηλικίωση του Καλιγούλα και γι’ αυτό η ημέρα αυτή καθιερώνεται ως γιορτή, που πρέπει να εορτάζεται κάθε χρόνο με ιδιαίτερη λαμπρότητα, με θυσίες και ευχές (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ’, σ. 569).

Τη θέσπιση λατρείας της θεάς Ρώμης αποφάσισαν οι Παγανιστές Μιλήσιοι από ευγνωμοσύνη προς τους Ρωμαίους. Ο αρμόδιος παγανιστής ιερέας οφείλει να τελεί θυσίες στη Θεά Ρώμη κάθε μήνα. Μια φορά το χρόνο οφείλει επίσης να θυσιάζει στη Θεά Ρώμη ο ανώτατος άρχων της πόλεως, και μια άλλη φορά όλοι οι άρχοντες (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ’, σ. 566).

Η Σμύρνη πρώτη θέσπισε τη λατρεία της Θεάς Ρώμης το 195 π.Χ. Το γεγονός αυτό επικαλέστηκαν οι Σμυρναίοι ειδωλολάτρες μάλιστα, δύο αιώνες αργότερα, το 26 μ.Χ. στην Σύγκλητο της Ρώμης, για να δοθεί σ’ αυτούς το «προνόμιο» να χτίσουν ναό στον αυτοκράτορα Τιβέριο (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε. τ. ΣΤ’ σ.566).

Η λατρεία του... απελευθερωτή της Ελλάδας, και σύμφωνα με τους Έλληνες Εθνικούς, Θεού Τίτου Κόιντου Φλαμινίνου, άρχισε αμέσως μετά το 196 π.Χ., και ακόμη και στους χρόνους του Πλούταρχου, αρχές 2ου αι. μ.Χ. λάμβανε χώρα (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ', σ.566). Επί τριακόσια χρόνια οι Παγανιστές απέδιδαν θεϊκές τιμές λατρείας στον «θεό» που υποδούλωσε την Ελλάδα. Αυτό θα πει πατριωτισμός. Ρωμαϊκός. Όχι, δεν ήταν «Ρωμηοί», οι Ειδωλολάτρες, αλίμονο! Ήταν Γρακύλοι Ρωμαίοι με τους ομόθρησκούς τους Λατίνους Παγανιστές. Φυσικά, αφού η θρησκεία τους ήταν η ίδια, με ίδιους θεούς, πώς θα γινόταν να πολεμήσουν κατά των ομόθρησκων Λατίνων; Οι Ορθόδοξοι, όμως, πολεμούσαν κατά των αλλόθρησκων Μουσουλμάνων.

Φυσικά, είναι άτοπο να πει κανείς ότι όλα αυτά τα ζητούσαν οι ίδιοι οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, γι' αυτό και δε μπορούσαν να κάνουν αλλιώς οι Ειδωλολάτρες της Ελλάδας. Είναι εξακριβωμένο πως δεν τα ζητούσαν (π.χ. ο Τιβέριος δυσφόρησε με τη θεοποίησή του από τους Έλληνες), κι όμως οι Ειδωλολάτρες τα προσέφεραν από πνεύμα δουλείας. Ακόμα όμως κι αν τα ζητούσαν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, αν οι Ελληνες ειδωλολάτρες είχαν τουλάχιστον κάποιο φιλότιμο, δε θα θεοποιούσαν από το 195 π.Χ., πριν ακόμα κατακτηθεί η Ελλάδα, οπότε δεν έχουν δικαιολογία ότι «τους εξανάγκασαν», την Ρώμη και τους αρχηγούς της (στρατηγούς και μετά αυτοκράτορες). Τουλάχιστον δε θα προσφωνούσαν οι Ειδωλολάτρες της Ελλάδας τους Ρωμαίους αυτοκράτορες ως «μέγιστος και ανίκητος» ή «σωτήρας του κόσμου» ή «πατέρας σύμπαντος του ανθρώπων  γένους», ούτε θα γιόρταζαν τα γενέθλια και την ενηλικίωση του κατακτητή της πατρίδας τους (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ', σ. 566 και 569).    

Το μαύρο τους το χάλι είχαν οι Ειδωλολάτρες που κληροδοτούσαν τα ελληνικά κράτη τους στην Ρώμη (133 π.Χ. ο Ατταλος Γ' την Πέργαμο, το 75 π.Χ. ο Νικομήδης Γ' την Βιθυνία) (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ε', σ. 181) και λένε οι Ν/Π ότι για την παρακμή του αρχαιοελληνικού κόσμου, γι' αυτήν την δουλοπρέπεια των ειδωλολατρών Ελλήνων φταίει ο Χριστιανισμός;   

Ας δείξουν αν μπορούν οι Νεοπαγανιστές ιερείς ειδωλολάτρες εθνομάρτυρες που σφάχτηκαν από Ρωμαίους Εθνικούς. Δεν μπορούν, γιατί όλοι ήταν Ρωμαιολάτρες – κι ύστερα κατηγορούν επί Ρωμαϊσμώ την Εκκλησία – κι όμως βγάζουν και γλώσσα για τους συνολικά 6.000 μοναχούς, παπάδες, επίσκοπους, πατριάρχες που έπεσαν θύματα του μίσους των Τούρκων. Που κατήντησαν, οι ρωμαιολάτρες Εθνικοί να κατηγορούν για ξενοδουλεία την Εκκλησία.

Αλλά και νωρίτερα, στους Περσικούς Πολέμους, οι Σπαρτιάτες ειδωλολάτρες έβαλαν την ειδωλολατρική θρησκεία τους πάνω από την ελευθερία της Ελλάδας, και όταν οι Αθηναίοι τους παρακάλεσαν να στείλουν στρατό στο Μαραθώνα, αυτοί αρνήθηκαν επειδή η θρησκεία τούς απαγόρευε να  εκστρατεύουν πριν την πανσέληνο (Ηρόδοτος, 6, 106)  Ποιοι έθεταν τη θρησκεία εναντίον των συμφερόντων του έθνους; Το 480 π.Χ. το μαντείο των Δελφών, προφανώς για να εμψυχώσει το έθνος πριν τη μάχη, έδωσε χρησμό με τον οποίο προέβλεπε συμφορά και αφανισμό των Ελλήνων (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Β', σ. 320). Οι ειδωλολάτρες Θάσιοι,  Αιγινίτες, Θεσσαλοί, Λοκροί, Βοιωτοί και Θηβαίοι έδωσαν γη και ύδωρ στον ξένο εισβολέα. Οι Πολυθεϊστές Αργείοι δεν έλαβαν μέρος στους Μηδικούς πολέμους.

Με καμάρι γράφουν οι Νεοπαγανιστές «Οι Έλληνες κυριαρχούν στην «νικήτρια» Ρώμη». Κι επεξηγούν, έναν εκ των τρόπων που κυριάρχησαν:

Ιδιαιτέρως από την εποχή του Κλαυδίου (41 - 54 μ.Χ.), οι Έλληνες, όχι μόνον αποκτούν τον τίτλο του Ρωμαίου πολίτου, αλλά, επιπλέον, πάρα πολλοί από αυτούς καταλαμβάνουν πολύ σημαντικές κοινωνικές και διοικητικές θέσεις μέσα στην Αυτοκρατορία:

Ύπατοι

Τιβέριος Ιούλιος Κέλσος Πολεμαιανός εξ Εφέσσου,
το έτος 91, Γαϊος Ιούλιος Αντίοχος Επιφανής Φιλόπαππος,
το 109, Τιβέριος Ιούλιος Ακύλας Πολεμαιανός,
το 110, Φλάβιος Αρριανός,
το 129, Ηρώδης Αττικός,
το 143, Αύλος Κλαύδιος Χάραξ εκ Περγάμου,
το 147, Μάρκος Αντώνιος Ζήνων,
το 148, Γαϊος Ιούλιος Σεβήρος,
το 155, Τιβέριος Κλαύδιος Ιουλιανός εξ Εφέσσου,
το 159, Μάρκος Πομπήϊος Μακρίνος,
το 160, Ατίλιος Λεύκιος Βιβούλλιος Ρήγιλλος,
το 185 και Τιβέριος Αριστοκλής

ανθύπατοι
Μάρκος Πομπήϊος Μακρίνος Νέος Θεοφάνης, ανθύπατος Ασίας το 170),

δήμαρχοι
Γάϊος Ιούλιος Ευρυκλής Ηρκλανός από την Σπάρτη,

διοικητές επαρχιών και αυτοκρατορικοί επίτροποι
Πομπήϊος Μάρκος του Θεοφάνους,
Γάϊος Ιούλιος Σεβήρος,
Φλάβιος Αρριανός,
Αύλος Κλαύδιος Χάραξ,
Μάρκος Κάσσιος Απρωνιανός,
Αππιανός εξ Αλεξανδρείας,


συγκλητικοί
Γάϊος Ιούλιος Ευρυκλής Ηρκλανός από την Σπάρτη,
Κλαύδιος Τιτιανός από τα Πάταρα,
Λεύκιος Φλάβιος Σουλπικιανός Δωρίων από την Κρήτη,
Τιβέριος Κλαύδιος Αγριππίνος από τα Πάταρα,
Ατίλιος Λεύκιος Βιβούλιος Ρήγιλλος,
Τιβέριος Κλαύδιος Αριστοκλής από την Πέργαμο,
Κάσσιος Δίων Κοκκηϊανός από τη Νίκαια της Βιθυνίας,

στρατηγοί (σημ. !!!)
Γάϊος Ιούλιος Ευρυκλής Ηρκλανός,

ιατροί ή σύμβουλοι αυτοκρατόρων
Γαϊος Στερτίνος Ξενοφών από την Κώ,
Καλλίστρατος,
Φιλόστρατος,
Νάρκισσος,
Πάλλας,
Κλέανδρος,

χιλίαρχοι (!)
Τιβέριος Κλαύδιος Κλεώνυμος από την Κώ,
Αύλος Κλαύδιος Χάραξ.

Αυτοί οι Φαναριώτες Παγανιστές αξιωματούχοι του κράτους που υπεδούλωσε την Ελλάδα είναι προφανώς λόγος υπερηφάνειας για τους Νεοπαγανιστές, ενώ, όταν οι ίδιοι Νεοπαγανιστές μιλούν για τους Οθωμανούς αξιωματούχους ελληνικής καταγωγής, τότε τους πιάνει η εθνική αξιοπρέπειά τους! Προφανώς, διότι οι Ελληναράδες Παγανιστές αξιωματούχοι της Ρώμης ήταν Εθνικοί, ενώ οι Φαναριώτες είχαν την ατυχία να είναι «Χατζηέλληνες».  Αφού λοιπόν, χαίρονται οι Νεοπαγανιστές με τους φιλοΡωμαίους Παγανοφαναριώτες τους, να το καλοσκεφτούν την επόμενη φορά που θα αποκαλέσουν «προδότες» τους Έλληνες που ελάμβαναν αξιώματα επί τουρκοκρατίας. 

Βέβαια, θλιβόμαστε που δεν μπορούν να λάβουν πια τέτοιους τιμητικούς τίτλους οι «Έλληνες Εθνικοί». Δυστυχώς παρενεβλήθη ο «ιουδαιοχριστιανισμός» και η καρριέρα των Παγανοφαναριωτών έληξε άδοξα. Όταν λοιπόν μερικοί Νεοπαγανιστές ισχυρίζονται ότι η Ειδωλολατρία έσωσε τον Ελληνισμό, η μόνη απάντηση είναι η παράθεση των ειδωλολατρικών προδοσιών. Τα παραπάνω δεν αναφέρθηκαν για να μειωθεί η προσφορά των αρχαίων προγόνων μας στην φιλοσοφία και την άμεση δημοκρατία. Αναφέρθηκαν για να πάψουν μερικοί να πιστεύουν στα σοβαρά πως η προδοσία κατά του έθνους ανακαλύφθηκε από τους Χριστιανούς. Προδότης μπορεί να γίνει ο καθένας, θρήσκος ή άθρησκος, πλούσιος ή φτωχός. 

Γιατί λοιπόν οι Παγανιστές κατηγορούν το Χριστιανισμό, τους παπάδες, τον Πατριάρχη κλπ για «προδοσία», αφού οι Αρχαίοι Παγανιστές διέπραξαν όχι απλώς τα ίδια, αλλά χειρότερα; Μήπως θα πουν το φοβερό επιχείρημα πως τότε δεν είχαν «εθνική συνείδηση» οι Αρχαίοι Έλληνες; Ε τότε, παρομοίως, δεν είχαν ούτε και οι Έλληνες της Τουρκοκρατίας, οπότε ας μην τους αποκαλούν «προδότες» όταν συνεργαζόταν με Τούρκους, όπως οι Αρχαίοι Παγανιστές συνεργάζονταν με Παγανιστές Ρωμαίους κατακτητές. Αν δε το δεχτούν ούτε κι αυτό οι Νεοπαγανιστές, αποδεικνύονται διπρόσωποι υποκριτές, έχοντας δύο μέτρα και δύο σταθμά.

Οι Νεοπαγανιστές, θα αντιπούν πως τις προδοσίες τις διέπραξαν οι «άρχοντες» και «οι ηγεσίες» των Αρχαίων κι όχι οι Εθνικοί δηλαδή ο απλός λαός των Αρχαίων. Όταν οι ηγεσίες των Χριστιανών διαπράττουν προδοσίες, τότε οι Νεοπαγανιστές αποκαλούν όλους τους Χριστιανούς «προδότες», ενώ όταν οι ηγεσίες των Εθνικών διαπράττουν προδοσίες, τότε οι Νεοπαγανιστές δεν αποκαλούν όλους τους Εθνικούς «προδότες». Περίεργους ορισμούς του «Εθνικού» και του «Χριστιανού» έχουν οι Παγανιστές, πράγματι! «Εθνικός» γι’ αυτούς σημαίνει μόνον τον λαό  (ώστε να μην φταίνε οι «Εθνικοί» για τις προδοσίες τους), ενώ «Χριστιανός» σημαίνει και την ηγεσία και τον λαό (ώστε να φταίνε γενικά «οι  Χριστιανοί» για τυχόν προδοσίες της ηγεσίας τους). Τέτοιους ακροβατισμούς στην Ιστορία κάνουν οι Νεοπαγανιστές, τέτοιες σοφιστείες χρησιμοποιούν, για να στηρίξουν την άποψή τους.

Γιατί οι φιλορωμαίοι & αντιρωμιοί Νεοπαγανιστές δεν κατηγορούν τους Παγανιστές Ρωμαίους  που ερήμωσαν την Ήπειρο και την Κόρινθο; Λόγω ομοδοξίας; Γιατί δεν κατηγορούν τον Ρωμαίο Εθνικό Σύλλα που κατεδάφισε τα αθηναϊκά τείχη, κατέστρεψε τον Πειραιά και κατέσφαξε τους Αθηναίους; Μόνο για την «καταστροφή της αρχαίας Ελλάδας από τους Χριστιανούς & Βυζαντινούς» ξέρουν να μιλάνε;

Ας ασχοληθούν με τα χάλια των πολυθεϊστών τους, λοιπόν, οι αναβιωτές της Ειδωλολατρίας, ας εξηγήσουν γιατί επί 400 χρόνια οι ειδωλολάτρες δεν έκαναν ούτε μια εξέγερση, ενώ οι Ορθόδοξοι Έλληνες σε ίσο χρονικό διάστημα έκαναν πάνω από 70, και μετά ας κατηγορήσουν τον Χριστιανισμό.

 

 

  38. «Το έθνος μας εδώ και 22 αιώνες βρίσκεται ουσιαστικά υπό ξένη κατοχή ... υπόδουλο στους τοποτηρητές ενός ξένου και εθνοκτόνου πολιτισμού»

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Στα μέσα περίπου της δεκαετίας του '70 βρέθηκαν σε ένα νησάκι του Ειρηνικού δυο ξεχασμένοι γιαπωνέζοι στρατιώτες που δεν είχαν πληροφορηθεί ότι ο Β΄παγκόσμιος πόλεμος είχε τελειώσει. Χρειάστηκε ειδική διαταγή του αυτοκράτορα Χιροχίτο για να πεισθούν να παραδώσουν τα όπλα. Αυτό τρώγεται. Αλλά να συναντούμε ανθρώπους που λένε ότι οι Ρωμαίοι είναι ακόμα εδώ από το 146 π.Χ., και έχουμε ακόμη Ρωμαιοκρατία, τι να πούμε; Εξοχότατε Κύριε Πρόεδρε της Ελληνικής Δημοκρατίας, εκδώσατε παρακαλώ ένα διάταγμα που να επιβεβαιώνει ότι η χώρα μας δεν τελεί πλέον υπό ρωμαϊκή κατοχή, για να καθησυχαστούν οι συμπατριώτες μας αυτοί..

Είναι περίεργη η συλλογιστική κάποιων ανθρώπων, που δηλώνουν και «Εθνικοί». «Ξένου» πολιτισμού˙ ξένου έπειτα από 20 αιώνες; Τι είναι ξένο μετά από 20 αιώνες; «Τοποτηρητές»˙ αυτό δεν οδηγεί στη συνωμοσιολογία, αφού θα πρέπει να ανακαλύπτουμε εδώ κι εκεί «τοποτηρητές»; «Ουσιαστικά υπό ξένη κατοχή»˙ πάλι η συνωμοσιολογία, με την προσθήκη του «ουσιαστικά», δηλαδή εμείς οι υπόλοιποι δεν ξέραμε ώς τώρα ότι είμασταν υπο ρωμαϊκή κατοχή, και το βρήκαν αυτοί και μας το ανακοινώνουν. Ευτυχώς, λοιπόν, που υπάρχουν και αυτοί, που κατάλαβαν τι παίζεται...

...είναι, όμως, περίεργο: αφού εδώ και 22 αιώνες κάνουν κουμάντο οι τοποτηρητές ενός «εθνοκτόνου πολιτισμού», γιατί δεν πέθανε το έθνος; Αν είναι εθνοκτόνος ο πολιτισμός, γιατί αργεί τόσο πολύ, 22 αιώνες, ο θάνατος; Μήπως δεν είναι «εθνοκτόνος»; Τις πταίει;

   

  39. "Οι Χριστιανοί της Ελλάδας δεν είναι Έλληνες, γιατί δεν προτιμούσαν το όνομα Έλληνας, το οποίο επανήλθε με τον Πλήθωνα Γεμιστό που ήταν παγανιστής".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Νεοπαγανιστικά Ψέμματα. Το όνομα Έλληνας με τη σημασία της εθνικής καταγωγής επανεμφανίζεται στα μέσα του 12ου αιώνα από τον Γεώργιο Τορνίκη, ήδη πρίν την Άλωση της Πόλης από τους Φράγκους στα 1204. Φυσικά ο Τορνίκης ήταν Χριστιανός, αυτό δεν τον κάνει καθόλου μη Έλληνα (A. Τoynbee, Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους, εκδ. Καρδαμίτσα, σ. 213). Επίσης χρησιμοποιείται με την ίδια έννοια, μετά το 1204, από τον θεολόγο Καβασίλα, από τον Νικηφόρο Βλεμμύδη, από τον Θεόδωρο Μετοχίτη (που έχτισε τη μονή της Χώρας στην Πόλη) και από πολλούς άλλους Χριστιανούς διανοούμενους. «Η μόδα άρχισε στην Θεσσαλονίκη. Ο Νικόλαος Καβάσιλας [1290-1371], ο οποίος ήταν Θεσσαλονικιός, έγραψε για «την κοινότητά μας της Ελλάδας». Αρκετοί από τους σύγχρονούς του ακολούθησαν το παράδειγμά του» (St. Runciman, The Fall of Constantinople, Cambridge University Press, σ. 15). Ο Θεόδωρος Μετοχίτης γράφει «...σε μας, οι οποίοι έχουμε την ίδια καταγωγή και την ίδια γλώσσα με αυτούς [τους Έλληνες] και είμαστε διάδοχοί τους» (ἡμῖν οἳ καὶ τοῦ γένους ἐσμὲν καὶ τῆς γλώσσης αὐτοῖς [τοῖς Ἕλλησι] κοινωνοὶ καὶ διάδοχοι» (Β. Σπανδάγου-Ρ. Σπανδάγου-Δ. Τραυλού, Οι θετικοί επιστήμονες της βυζαντινής εποχής, εκδ. Αίθρα, σ. 117). Όλοι αυτοί οι Βυζαντινοί προσδιόριζαν τον εαυτό τους ως Έλληνα, δίχως να ταυτίζουν το όνομα με τον παγανισμό. Το Έλληνας για όλους τους παραπάνω αναφερόταν στην εθνικότητα, όχι στη θρησκεία. Δεν ισχύει λοιπόν η άποψη των Νεοπαγανιστών της εποχής μας ότι το όνομα Έλληνας επανέκτησε την εθνική του σημασία (ο ανήκων στο ελληνικό γένος) με τον παγανιστή Πλήθωνα. Έτσι, ακόμη και η ελάχιστη διεκδίκηση της αποκλειστικής χρήσης της εθνικής ονομασίας Έλληνας από τους Νεοπαγανιστές, αποδεικνύεται αυθαίρετη και όχι σπάνια δόλια.

«..πάλαι μὲν Ἑλλήνων, νῦν δὲ Γραικῶν καὶ Νέων Ρωμαίων διὰ τὴν Νέαν Ρώμην καλουμένων» γράφουν οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες σε σύνοδο στα 1716, αναφέροντας τα εθνικά ονόματά μας. Ενώ ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος ο Πηγάς (1535-1602), δυο αιώνες πριν εμφανισθούν οι εκδυτικισμένοι αρχαιολάτρες κι αρχίσουν να αντιγράφουν την ψεύτικη αρχαιοπρέπεια της Δύσης,  γράφει: «Εσείς είσθε το γένος εκείνο το περιφρονημένον των Ρωμαίων, το οποίον ποτέ εκυρίευσεν όλην την οικουμένην με την δύναμιν των αρμάτων. Η πρώτη μοναρχία των Περσών μετετέθη εις Αιγυπτίους, από τους Αιγυπτίους εις Μακεδόνας, οι οποίοι ήσαν Έλληνες το γνήσιον γένος σας. Από εκείνους δε εις τους Ρωμαίους, από τους οποίους εσείς και κρατάτε και λέγεσθε» (Ν.Β. Τωμαδάκη, «Μελέτιος ο Πηγάς και η εξάρτησις της Εκκλησίας Κρήτης εκ του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας», Tome commιmoratif du Millιnaire de la Bibliothθque dAlexandrie, Αλεξάνδρεια 1953, σ. 37-46, στο Ορθοδοξία και Αρχαίος Ελληνισμός του Ι.Μ. Χατζηφώτη, σ. 105.).

 

 

  40. "Είναι προτιμότερη η αρχαία Ελλάδα με την δημοκρατία και τη φιλοσοφία της, από τον Μεσαίωνα που τίποτα δεν προσέφερε που να ξεπερνά τον Ελληνισμό".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Δικαίωμα του καθενός να προτιμά το ένα ή το άλλο. Δικαίωμά του να φαντάζεται τον εαυτό του βοσκό στην Αρκαδία να θυσιάζει κατσικάκια στους «Πατρώους θεούς». Καμμία αντίρρηση! Όμως, ας φανταστούν τον εαυτό τους να ζει στην κλασσική εποχή, στην Αθήνα. Οι ελεύθεροι πολίτες ήταν γύρω στους 30-40 χιλιάδες. Σε αυτούς αντιστοιχούν περίπου 350.000 δούλοι, που φυσικά δεν θεωρούνταν πλέον άνθρωποι, αλλά πράγματα ("ομιλούντα εργαλεία", όπως τα έλεγαν οι φιλόσοφοι). Θέλει λίγη τύχη να μην κατέληγαν στο γυναικωνίτη μια ζωή, ή στα λατομεία σαν δούλοι, ενώ λίγα χιλιόμετρα παραπέρα, στην Αγορά, οι φιλόσοφοι θα φιλοσοφούσαν για την ουσία των όντων....

Η Αθήνα της κλασσικής εποχής: «Οι δρόμοι της συχνά στένευαν πολύ, και φυσικά δεν είχαν παντού το ίδιο πλάτος. Τα σπίτια είχαν κακή διάταξη˙ άλλοτε ήταν αρκετά μέσα από το δρόμο κι άλλοτε εξείχαν. Τα νερά της βροχής και τα βρώμικα νερά τα άδειαζαν στο δρόμο, ή τα έχυναν από τα παράθυρα και τις πόρτες. Οι δρόμοι δεν ήταν πλακοστρωμένοι˙ κατεστραμμένοι από τα νερά που έτρεχαν επάνω τους και γεμάτοι λάσποι, γίνονται γρήγορα βόθροι, όταν ο καιρός είναι κακός. Φυσικά οι δρόμοι δε φωτίζονταν τη νύχτα. Φτωχότατες συνοικίες ήταν σκαλισμένες μέσα στο βράχο, λ.χ. στο προάστειο Κοίλη, στο μέρος όπου τα Μακρά Τείχη συναντούσαν τα οχυρώματα της πόλης. Άλλες κατοικίες στήριζαν μόνο τα νώτα τους στους τοίχους του βράχου κατάλληλα χαραγμένους.

            Στις λαϊκές συνοικίες τα περισσότερα σπίτια ήταν πολύ μικρά. Τα αποτελούσε ένα ισόγειο μόνο, με δύο ή τρία πολύ μικρά δωμάτια. Οι τοίχοι αυτών των σπιτιών ήταν από ξύλο, από κεραμίδι άψητο ή από χαλίκια που τα συγκολλούσε πηλός καμωμένος από χώμα βρεμένο. Ήταν τόσο εύκολο να τους τρυπήσει κανείς που οι κλέφτες δεν έκαναν τον κόπο να παραβιάσουν τις πόρτες και τα παράθυρα˙ προτιμούσαν να κάνουν μια τρύπα σ’ αυτούς τους λεπτούς μεσότοιχους. Οι στέγες ήταν επίπεδες. Τα παράθυρα, όταν υπήρχαν, ήταν αναγκαστικά πολύ μικρά, είχαν το μέγεθος ενός απλού φεγγίτη, αφού οι αρχαίοι δεν ήξεραν να χρησιμοποιούν τζάμια διαφανή˙ εάν, όταν έκανε κακό καιρό, ήθελαν να κλείσουν τα παράθυρα, το πετύχαιναν με πανιά σκιερά» (Robert Flaceliιre,  Ο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων, εκδ. Παπαδήμα, σ. 25, 27).

Ας πάρουμε μια ιδέα για το τι γινόταν με τους δούλους στην «ανεκτική πολυθεϊστική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» με το «προχριστιανικό ήθος» της: Οι σκλάβοι που θεωρούνται επικίνδυνοι για να το σκάσουν, φοράνε στο λαιμό τους ένα μπρούτζινο κολλάρο, σαν εκείνο των σκυλιών. Κι όπως στους σκύλους, γράφουν πάνω στο κολλάρο το όνομα του αφέντη, τη διεύθυνση, το όνομα του σκλάβου και μια στερεότυπη φράση: «το ‘χω σκάσει˙ πιάσε με και πήγαινέ με πίσω». Δεκάδες τέτοια περιλαίμια βρέθηκαν στη Ρώμη και πάνω στο μέταλλο διαβάζουμε τις ίδιες συστάσεις:

«Με λένε Ιανουάριο, είμαι δούλος του Δεξιού, του γραφέα της Συγκλήτου, που μένει στο πέμπτο διαμέρισμα».

«Με λένε Πετρωνία. Πιάσε με γιατί τό ‘χω σκάσει. Πήγαινέ με πίσω στο σπίτι του Θεοδοτένη».

Στην Αφρική, στην πόλη Bulla Regia, ο σκελετός μιας γυναίκας περίπου σαράντα χρονώ φέρει ακόμα γύρω από το λαιμό το μπρούτζινο κολλάρο που μας δείχνει το επάγγελμά της:

«Είμαι η Μοιχαλίς, πόρνη. Πιάσε με γιατί το ‘χω σκάσει απ’ την Bulla Regia» (Catherine Salles,  Η άλλη όψη της Αρχαιότητας. Ο υπόκοσμος, εκδ. Παπαδήμα, σ. 279).

Τι λέει ο Fustel De Coulanges στο κλασσικό βιβλίο του Η αρχαία πόλη (σ. 345-351): «Ο άνθρωπος δεν είχε κανενός είδους ανεξαρτησία. Ο άνθρωπος δεν ήταν ελεύθερος να πιστεύει ό,τι ήθελε. Η ελευθερία της σκέψης σχετικά με τη θρησκεία της πόλης ήταν κάτι εντελώς άγνωστο  στους Αρχαίους. Ο άνθρωπος είχε πολύ μικρή αξία απέναντι στην ιερή και σχεδόν θεϊκή αξία που ονόμαζαν πατρίδα ή πόλη-κράτος. Το κράτος ... μπορούσε να καταδικάσει έστω και αθώους, όταν θεωρούσε ότι απειλείται το συμφέρον του. Το ολέθριο αξίωμα ότι η σωτηρία του κράτους αποτελεί τον υπέρτατο νόμο διατυπώθηκε κατά την Αρχαιότητα».

Θα ήθελε κανείς να ζει υπό τέτοιες συνθήκες; Θεωρεί κανείς συμβατά την ελευθερία και όλα τα παραπάνω αξιώματα; Αν ναι, τότε δικαίως θα προτιμούσε να ζούσε στην εποχή εκείνη. Και ο Coulanges (απο)τελειώνει τη θεωρία του μέσου νεοέλληνα Παγανιστή ότι στην Αρχαία Εποχή υπήρχε η Αρμονία και η Ευτυχία/Ελευθερία: «Μια ακόμη πλάνη ανάμεσα στις τόσες και τόσες της ανθρωπότητας είναι το να πιστεύει κανείς πως το αρχαίο κράτος παρείχε ελευθερίες στον άνθρωπο. Θα δούμε ότι το πολίτευμα άλλαξε πολλές φορές σχήμα˙ αλλά η φύση του κράτους και η παντοδυναμία του δε μετριάστηκε ποτέ» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 350). Ούτε λόγος λοιπόν για ανθρώπινα δικαιώματα στην Αρχαιότητα. Τα  Ανθρώπινα Δικαιώματα είναι αδύνατο να δικαιολογηθούν θεωρητικώς, εάν πιστεύει κανείς στην οντολογική ιεραρχία και διάκριση πολίτη-ξένου, ελεύθερου-δούλου, άντρα-γυναίκας.

Η ιδιωτική ζωή δεν ξέφευγε από την παντοδυναμία του κράτους. Η Σπάρτη τιμωρούσε όχι μόνο αυτόν που παρέμενε άγαμος αλλά και αυτόν που αργούσε να παντρευτεί. Πολυδεύκης, 3, 48: «ἦσαν καὶ ἀγαμίου δίκαι πολλαχοῦ καὶ ὀψιγαμίου καὶ κακογαμίου ἐν Λακεδαίμοσι». Στη Ρώμη, με απόφαση του τιμητή επέβαλλαν πρόστιμο στους άγαμους (Βαλέριος Μάξιμος, 2, 9˙ Α.Γέλλιος, 1, 6 & 2, 15˙ Κικέρων, De legibus, 3, 3). Θα ήθελε κανείς, ξαφνικά οι νόμοι του κράτους ν’ αλλάξουν και με το ζόρι να παντρευόμαστε, στα γρήγορα, με μοναδικό σκοπό την δημιουργία «γνήσιων απογόνων»;

Στη Ρόδο ο νόμος απαγόρευε το ξύρισμα της γενιάδας˙ στο Βυζάντιο, τιμωρούσε με πρόστιμο όποιον κρατούσε στο σπίτι του ξυράφι˙ στη Σπάρτη, ο νόμος απαιτούσε να ξυρίζουν το μουστάκι. Δηλαδή μιλάμε για τέλεια παραφροσύνη, αν κάποιος Ν/Π ήθελε να ακολουθήσουμε τα πρότυπα της Αρχαιότητας. Ποιας πόλης νόμους θα ακολουθούσαμε; Μήπως η απαγόρευση του ξυρίσματος της γενιάδας είναι «η αυθεντική ελληνικότητα»; Ή συμβαίνει το αντίθετο; Και βρίσκει κανείς λογικό να λέει ο νόμος και το σύνταγμα τι θα κάνουμε με τη εμφάνισή μας;

Γιατί συνέβαιναν, όμως, όλα αυτά; Διότι οι αντιλήψεις που επικρατούσαν σε όλη την Αρχαιότητα ήταν σαν κι αυτή του Πλάτωνα: «Τι θα συμβεί αν [ο νομοθέτης] πιστεύει ότι δεν πρέπει να επέμβει στην ιδιωτική ζωή του πολίτη κι ότι μπορεί να περνά καθένας τη μέρα του όπως θέλει, αντί να ενεργεί σύμφωνα με τους κανονισμούς; Αν αφήσει την ιδιωτική ζωή χωρίς νόμους πιστεύοντας ότι οι πολίτες θα δεχτούν να είναι νομοταγείς στη δημόσια ζωή τους, κάνει μεγάλο λάθος» (Πλάτωνα, Νόμοι 780a). Ορίστε, λοιπόν, ο αρχαιοελληνικός αντιεξουσιασμός, που μερικοί τον έχουν και ως πρότυπο.

Ένα άλλο ζήτημα που κανείς ιδεαλιστής αρχαιολάτρης δε λαμβάνει καθόλου σοβαρά υπόψη του όταν συγκρίνει Χριστιανική και Αρχαία ιδεολογία είναι η παιδοκτονία αθώων βρεφών. Την παιδοκτονία οι Αρχαίοι Έλληνες την έβλεπαν ως μια πράξη άνευ σημασίας, αφού το παιδί δεν ανήκει ακόμη στη ζωή του κοινωνικού συνόλου. Οι Αρχαίοι Έλληνες «γονείς» μπορούσαν για οποιοδήποτε λόγο να εκθέσουν, δηλαδή να αφήσουν στις ερημιές οποιοδήποτε δικό τους νεογέννητο, συχνότερα τα νόθα βρέφη και τα κοριτσάκια.  Εγκατελλειμένο εκτός πόλεως το βρέφος συχνά κατασπαράσσονταν από λύκους, σκύλους ή άλλα άγρια ζώα. Οι αρχαίοι κάτοικοι της Αττικής και των Αθηνών πετούσαν τόσο συχνά τα βρέφη τους ώστε πλήθος αυτών βρίσκονταν εις τους αγρούς ως βορά των όρνεων και των σκύλων, ενώ μέσα στην πόλη των Αρχαίων Αθηνών η «αστυνομία», με τους δημόσιους δούλους μάζευε τα κατασπαραγμένα βρέφη από τους δρόμους. Τα πιο «τυχερά», τα οποία δεν πέθαιναν από το κρύο ή από τα δόντια των ζώων τα έβρισκε και τα μάζευε κάποιος και τα ανέθρεφε, όχι φυσικά για τη ψυχή της «Ελληνίδας Εθνικής» μάνας του αλλά για να τα κάνει δούλους και να τα πουλήσει.

Στην Αρχαία Σπάρτη εκτός από τις παραπάνω ανώμαλες αντιλήψεις ότι ο πατέρας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει τα παιδιά του, υπήρχε κι ένας πρόσθετος λόγος για την έκθεση των βρεφών: η ευγονική. Εξέταζαν το νεογέννητο, κι άν μεν το έβρισκαν καλοσχηματισμένο και ρωμαλέο, επέτρεπαν στους γονείς του να το αναθρέψουν αν όμως ήταν ασθενικό και με κακή διάπλαση, τό έριχναν στους «Αποθέτες» (Ο πραγματικός «Καιάδας» ήταν βάραθρο όπου έριχναν τους δούλους τους οι παληκαράδες Σπαρτιάτες), σε ένα τόπο δηλαδή βαραθρώδη κοντά στον Ταΰγετο. Η βρεφοκτονία ήταν τόσο διαδεδομένη στην Αρχαία Ελλάδα, που ο Πολύβιος (205-118 π.Χ.) αποδίδει την ελάττωση του πληθυσμού της Ελλάδας σε αυτήν. Ο Κικέρων (106-43 π.Χ.) αποδέχεται την βρεφοκτονία, τουλάχιστον για τα ανάπηρα βρέφη, παραθέτοντας την Δωδεκάδελτο του νόμου των Ρωμαίων Εθνικών (De Legibus, 3, 8). Ακόμα και ο στωικός φιλόσοφος Σένεκας (4 π.Χ.-65 μ.Χ.) έλεγε: «πετάμε όσα παιδιά γεννιούνται αδύναμα» (De Ira, 1, 15, 2). Από την άλλη μεριά, υπό την επιρροή του χριστιανισμού οι Αυτοκράτορες Μέγας Κωνσταντίνος, Βαλεντιανός Α΄, Γρατιανός, Ωνώριος, Μέγας Ιουστινιανός νομοθέτησαν την ποινή του θανάτου στους γονείς που εξέθεταν τα μωρά τους.

Οι Νεοπαγανιστές που βρίζουν το χριστιανισμό ως εποχή οπισθοδρόμισης ως «μια σατανική αίρεση,  αιμοσταγή και αιμοδιψή», έχοντας το θράσσος να την λέν Era Vulgaris, πώς δικαιολογούν τουλάχιστον στον εαυτό τους αυτή τη διαβολική σκληρότητα και αδιαφορία των «Ουμανιστών» αρχαίων για ανυπεράσπιστα όντα που έτυχε να έχουν κάποιο πρόβλημα υγείας ή που ο πατέρας τους τα καταδίκαζε ή σε θάνατο ή να είναι δούλοι; 

Το ήθος της παγανιστικής Ρώμης την οποία διαδέχτηκε το Βυζάντιο φαίνεται από τα έργα των αυτοκρατόρων της. Ουδέποτε διέπραξαν – ακόμη και οι χειρότεροι – βυζαντινοί αυτοκράτορες πράγματα παρόμοια με τα εγκλήματα των διεστραμμένων ειδωλολατρών Ρωμαίων:

Ο Τιβέριος «εξαπατούσε τα θύματα και τους πότιζε πολύ κρασί, οπότε ξαφνικά έδενε τα γεννητικά τους όργανα και τους άφηνε να πρήζονται εξαιτίας του σχοινιού και της κατακράτησης των ούρων» (Σουητώνιος, Τιβέριος, 62). Ο Τιβέριος «εκπαίδευε μικρά παιδιά που τα αποκαλούσε ψαράκια, και τα οποία τριγύριζαν ανάμεσα στα σκέλη του, όταν κολυμπούσε και παίζαν γλείφοντάς του ή δαγκώνοντάς τον στα απόκρυφα. Επίσης λεγόταν ότι σε μικρά που δεν είχαν σταματήσει το θηλασμό τους έδινε το όργανό του σαν βυζί, νοιώθοντας ικανοποίηση» (Σουητώνιος, Τιβέριος, 44).

Ο Νέρων έκαψε τη Ρώμη (Σουητώνιος, Νέρων, 38), γιατί δεν του άρεσε ο τρόπος με τον οποίο ήταν χτισμένη. Ο Νέρωνας «ντυνόταν το δέρμα κάποιου άγριου ζώου, πεταγόταν έξω από ένα κλουβί και επετίθετο στα απόκρυφα ανδρών και γυναικών που ήταν δεμένοι σε στύλους» (Νέρων, 29). «Μόλις νύχτωνε φορούσε περούκα και σκούφο και γυρνούσε στις ταβέρνες ή στους δρόμους συνήθως χτυπούσε τους ανθρώπους που γυρνούσαν στο σπίτι τους από τα γεύματα και μαχαίρωνε όποιον του αντιστεκόταν» (Νέρων, 26).

            Ο Καλιγούλας, «όταν διαπίστωσε ότι του στοίχιζε ακριβά το κρέας για τη σίτιση των θηρίων ενός θεάματος που ετοίμαζε, υπέδειξε εγκληματίες των φυλακών για βορά των θηρίων. Παίρνοντας με τη σειρά ςτις φυλακές, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις πινακίδες πάνω στις οποίες αναγραφόταν τα σχετικά της ποινής επέλεγε τυχαία τα θύματά του.(..) Τον υπεύθυνο της διοργάνωσης των μονομαχικών αγώνων και θηριομαχιών, αφού έβαλε να τον μαστιγώνουν παρουσία του και για πολλές ημέρες, τον αποτέλειωσε μόνον όταν προσβλήθηκε από την κακοσμία του εγκεφάλου του που είχε αρχίσει να σαπίζει. Έναν ποιητή της Ατελλανής κωμωδίας τον έκαψε μέσα στη μέση του αμφιθεάτρου εξαιτίας κάποιου διφορούμενου στίχου που απήγγειλε» (Σουητώνιου, Καλιγούλας, 27). «Όταν κάποτε είχαν προσαχθεί στο βωμό τα προοριζόμενα για τη θυσία σφαγία, ο ίδιος ντυμένος ως θύτης σήκωσε ψηλά τον πέλεκυ και αντί για το ζώο σκότωσε τον άνθρωπο που θα το τεμάχιζε» (Καλιγούλας, 32).

            Ο Δομιτιανός «έκαιγε τα γεννητικά όργανα των συνενόχων του Αντωνίνου, για να ομολογήσουν συνενόχους. (...) Τον Ερμογένη από την Ταρσό, τον θανάτωσε επειδή έκανε κάποιους υπαινιγμούς στην ιστορία του, και σταύρωσε τους βιβλιοθηκάριους που την είχαν αντιγράψει» (Σουητώνιου, Δομιτιανός, 10).

Στις θεατρικές παραστάσεις στην παγανιστική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία «ο ηθοποιός που έπαιζε το ρόλο ώς τη στιγμή του θανάτου του ήρωα παραχωρούσε τη θέση του σ’ έναν «εγκληματία» ή απλούστατα σ’ ένα δούλο που κατασπαραζόταν από άγρια θηρία, καιγόταν ζωντανός ή σταυρωνόταν έπειτα από διάφορα μαρτύρια. Έτσι οι θεατές παρακολουθούσαν τη γνήσια επιθανάτια αγωνία ενός ανθρώπου. Αν π.χ. η παράσταση είχε για θέμα το μύθο του Ηρακλή, ο ήρωας καιγόταν τελικά μέσα στο ρούχο του Νέσσου. Αν έδειχναν τα πάθη του Άττι, έκοβαν μπροστά στα μάτια όλων το πέος ενός δυστυχισμένου και αργότερα τον σκότωναν. Αν παρουσίαζαν το μύθο του Προμηθέα, πασάλειβαν το κορμί κάποιου με αίμα και έπειτα άφηναν έναν πεινασμένο αετό να του ανοίξει την κοιλιά και να του φάει τα σπλάγχνα» (Ernst Borneman, Η Πατριαρχία, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 621). Έχουν κάποιοι το θράσσος, ύστερα απ’ αυτά, να κατηγορούν την Εκκλησία που καταφερόταν εναντίον του θεάτρου του 4ου αι. ή τους Βυζαντινούς που δεν... συνέχισαν τόσο επάξια το θέατρο της ειδωλολατρικής εποχής (ξεχνάνε οι αρχαιολάτρες πως κι ο Ιουλιανός σιχαινόταν το θέατρο του 4ου αι.). Αν βέβαια συνέχιζε αυτό το αίσχος που λεγόταν «θέατρο της ύστερης αρχαιότητας» το Βυζάντιο, οι αρχαιολάτρες αντιχριστιανοί θα άλλαζαν τακτική και θα το κατηγορούσαν ως απάνθρωπο.

Ορισμένοι Νεοδωδεκαθεϊστές υποστηρίζουν πως επί Βυζαντίου: «Για να επικρατήσει ο χριστιανισμος επέβαλλε την τέλεια αποβλάκωση. Το πλήρες σκότος. Απηγόρευσε τα μαθηματικά και την ιατρική ως δήθεν σατανικές ασχολίες.» Αυτοί είτε δεν ασχολήθηκαν με τους βυζαντινούς λογίους, μαθηματικούς και ιατρούς, είτε είναι ψεύδονται ασύστολα. Για χάρη τους αξίζει να παρουσιαστούν ελάχιστοι εκ των Ρωμηών χριστιανών μηχανικών και γιατρών του Βυζαντίου, ώστε να μη μιλάνε για πράγματα που δεν γνωρίζουν, όταν υποστηρίζουν πως ο Χριστιανισμός απαγόρευσε τα μαθηματικά και την ιατρική και πως οι επιστήμες αυτές δεν υπήρχαν ή δεν προόδευσαν στο Βυζάντιο.

Α': Μαθηματικοί και Μηχανικοί στο Χριστιανικό Βυζάντιο:

Καβασίλας Νικόλαος, λόγιος, μαθηματικός και αστρονόμος. Σε επιστολή του αποδίδει τις παλίρροιες στην έλξη που προκαλεί η δύναμη της σελήνης, η οποία διαδίδεται ευθύγραμμα μαζί με το φώς της.

Μοσχόπουλος Μανουήλ, λόγιος και μαθηματικός, συγγραφέας του «Παράδοσις εις την εύρεσιν των τετραγώνων αριθμών» που συνίσταται στην διάταξη ν^2 ακεραίων μέσα σε ένα τετράγωνο με ν γραμμές και ν στήλες έτσι ώστε οι αριθμοί που διατάσσονται σε κάθε γραμμή, σε κάθε στήλη, και σε κάθε διαγώνιο να έχουν το άθροισμα ν*(ν^2 +1)/2

Νικηφόρος Γρηγοράς, μαθηματικός και αστρονόμος. Στα 1325 κατάλαβε με δικές του μετρήσεις το σφάλμα του Ιουλιανού ημερολογίου το οποίο και διόρθωσε. Υπολόγισε όλες τις εκλείψεις του ηλίου της τελευταίας χιλιετίας. Βελτίωσε τον αστρολάβο έτσι ώστε ο αστρονόμος να βρίσκει με ορισμένη μέθοδο με κάθε δυνατή ακρίβεια σε δεδομένο χρόνο τις θέσεις των αστέρων.

Παχυμέρκης Γεώργιος, μαθηματικός και αστρονόμος. Λύνει προβλήματα β' βαθμού, γραμμικά συστήματα και προχωρεί στην λύση της εξίσωσης χ^3 - 4*χ^2 + χ -4 = 0.

Ισίδωρος ο Μιλήσιος, αρχιτέκτονας της Αγίας Σοφίας, ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη Σχολή Μηχανικών όπου διδάσκονταν έργα του Ευκλείδη (Στοιχεία) και του Αρχιμήδη. Του αποδίδεται η εφεύρεση ενός οργάνου για τη χάραξη υπερβολών.

Στην Ορθόδοξη Χριστιανική Ρωμανία η αρχιτεκτονική και μηχανική επιστήμη είχε προχωρήσει τόσο, που στις πηγές διαβάζουμε για

-τριόροφες και τετραόροφες οικοδομές (Ι. Χρυσόστομος, PG 58, 522, Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος 2, 4, 28),

-πενταόροφες οικοδομές (Θεοφάνης 172, 9 και 265, 3. Τζέτζης Χιλιάδες, χιλ. 5, ιστορ. 17, στιχ. 518. Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς 2, 377, 16)

-διάταγμα του Αυτοκράτορα Λέοντα Α’ από το έτος 429 μ.Χ., που απαγορεύει να κτίζονται ιδιωτικά κτίρια ψηλότερα των 100 ποδιών – 24  μέτρων (Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Πανεπιστημίου Καίμπριτζ, ελλ. εκδ. Μέλισσα, τ. 2, σ. 828).

Βέβαια, ισχυρίζονται κάποιοι πως οι Βυζαντινοί, που έχτιζαν κτίρια σαν την Αγία Σοφία, το Θεοδοσιανό Τείχος, που έκτιζαν εννιαόροφες, τετραόροφες και πενταόροφες οικοδομές τον 5ο, 12ο και 14ο αιώνα, που έκτιζαν ιδιωτικά κτίρια ύψους είκοσι τεσσάρων (24) μέτρων ήδη από τον πέμπτο μ.Χ. αιώνα, δεν ανέπτυξαν τα μαθηματικά και τη μηχανική.

Β': Ιατρικά συγγράμματα, ιατροί και νοσοκομεία στο Χριστιανικό Βυζάντιο 

η δωδεκάτομη Παθολογία του εκ Τράλλεων Αλεξάνδρου όπου δίνονται λεπτομέρειες για 120 εγχειρήσεις, από τη μαστεκτομή ώς την αφαίρεση ουρόλιθων,

η Σύνοψη της Ιατρικής των Νικήτα και Λέοντα (9ος αι.) που αναφέρεται σε χειρουργικά θέματα και εργαλεία,

το Ιατρικά εκκαίδεκα του Αέτιου 16 τόμων, εκ των οποίων ο 7ος αφορά την οφθαλμολογία (φάρμακα και επεμβάσεις).

Ο γιατρός Ιωάννης Ακτουάριος τον 14ο αι. πρώτος ανακάλυψε το παράσιτο της ταινίας, τον τριχοκέφαλον άνισον.

Στο Βυζάντιο γίνονταν επιτυχείς εγχειρήσεις δύσκολες, όπως η εγχείρηση διαχωρισμού σιαμαίων τον 10ο αι., ενδοκυστικής λιθοτριψίας (8ος αι. «βίος αγ.Θεοφάνους» όπου αναφέρεται ότι ειδικά εργαλεία μπήκαν στην κύστη δια της φυσικής οδού και έτριψαν τους λίθους), ενδοκαυτηρίασης ουρήθρας (11ος αι. , στον Ισαάκ Α’ Κομνηνό) κ.ά (Βυζαντινός Δόμος, τ. 7).

Το νοσοκομείο του Παντοκράτορος είχε στην Κωνσταντινούπολη του 12ο αι. 5 θαλάμους, συνολικά 50 κρεββάτια και 5 επικουρικά ανά θάλαμο, 12 εκ των οποίων για τις άρρωστες γυναίκες, 8 για οφθαλμικές παθήσεις, 13 άντρες γιατροί, μία γυναίκα γιατρός, και 2 χειρούργοι, 11 υπηρέτες, 5 πλύντριες, 2 μάγειρους, 2 αρτοποιούς, 1 κλητήρα, 1 θερμαστή, 1 ιπποκόμο για τα άλογα των γιατρών, 1 θυρωρό, 4 σαβανωτές, 1 μυλωνά, 1 καθαριστή αποθηκών, κι έναν για να τροχίζει τα χειρουργικά εργαλεία (Βυζαντινός Δόμος, τ.4).

   

  41. "Η αρχαία Σπάρτη ήταν όχι μόνο πρότυπο πολιτείας, αλλά και ηρωικής άμυνας κατά των κάθε λογής βαρβαρικών εισβολέων, και διέσωσε, αντίθετα από τους Μακεδόνες του Αλέξανδρου που κατέλυσαν την πόλη-κράτος, τον πυρήνα της ελληνικότητας ή τους Αθηναίους, οι οποίοι με τον ιμπεριαλισμό τους οδήγησαν την αρχαία Ελλάδα στον Πελοποννησιακό πόλεμο και την παρακμή"

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Μερικοί συγκρίνουν αρνητικά την προσφορά της αρχαίας Μακεδονίας ως προς την αρχαία Σπάρτη αναφορικά με την προάσπιση του αρχαίου Ελληνισμού. Σε αντίθεση με τη Μακεδονία που μήδισε περιστασιακά και κάτω από την περσική επίθεση, η Σπάρτη μήδισε, όχι για να σώσει το τομάρι της, όπως ο μακεδόνας βασιλιάς, αλλά για να υποδουλώσει τους υπόλοιπους Έλληνες (Ιωνία, το λίκνο της ελληνικής φιλοσοφίας, και Κύπρο) και να καταστρέψει την Αθήνα, σε μια στιγμή που δεν την απειλούσε ο Πέρσης. Επιπλέον, να θυμίσουμε ότι το βάρος της άμυνας κατά των αρχαίων Ρωμαίων το ανέλαβε σχεδόν εξ ολοκλήρου το βασίλειο της Μακεδονίας, ενώ η Σπάρτη προσκύνησε τους Ρωμαίους, πάλι για τιποτένια τοπικιστικά ανταλλάγματα.

Μερικοί Νεοπαγανιστές μιλάνε για την «θεοκρατία» που εισήγαγε ο Μέγας Αλέξανδρος στον ελληνισμό, αλλά δε βγάζουν μιλιά για την θεοκρατία της αρχαίας Σπάρτης. Γι’ αυτό, αποκαλείται υβριστικά ο Μέγας Αλέξανδρος «υπέρφρονας», ενώ αλλού, σε μία  αποκαλυπτική, γεμάτη μίσος αποστροφή για τον ελληνιστικό/μακεδονικό ελληνισμό  αποκαλείται «καταστροφικό» το έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου με την κατάληξη «κανείς πίσω από τον Αλέξανδρο». 

Δεν είναι ο Αλέξανδρος ο καταλυτής της «ελευθερίας  των Ελλήνων», όπως οι Νεοπαγανιστές τον βρίζουν. Ελευθερία, όπως την είχαν καταντήσει, δεν ήταν ελευθερία. Ήταν αυτοκτονία, μακροπρόθεσμα, του ελληνικού πολιτισμού. Ας φανταστούμε μόνο, αν δεν είχε εξαπλωθεί ο ελληνισμός τόσο πολύ, πόσο θα επιζούσε στην ρωμαϊκή οικουμένη. Ας αναλογιστούμε, πόσο θα άντεχε στην πίεση ο μικρός επαρχιώτικος νοτιοελλαδισμός, αν δεν είχε ήδη γίνει χάρη στον Μέγα Αλέξανδρο διεθνής ο ελληνισμός στην ανατολική Μεσόγειο, ώστε να τον σεβαστούν ως διεθνή οι Ρωμαίοι. Κατέλυσε ο Αλέξανδρος απλώς την «ελευθερία» να αλληλοσφάζεται ο Ελληνισμός, την ελευθερία να παρακμάζει ως λαός ολοένα και περισσότερο με τους εμφύλιους της  κάθε αναρχοαυτόνομης πολίχνης-στρούγκας που δανειζότανε λεφτά από τον Πέρση (που παραμόνευε), για να καθυποτάξει τις γειτονικές στρούγκες ή να αρπάξει από αυτές κανένα χωράφι...κι αυτό το λένε «ελευθερία», την οποία κατέλυσε ο Αλέξανδρος. (Δεν υποστηρίζουμε, βεβαίως, ότι ο Αλέξανδρος ήταν «ο μέγιστος των Ελλήνων», όπως λεν οι εθνικιστές. Μέγιστοι ήταν οι φιλόσοφοι και οι αθηναίοι νομοθέτες. Αλλά, ότι ήταν Μέγας, ήταν.). Ο μόνος πραγματικός λόγος, για τον οποίο οι αρχαιόπληκτοι μισούν τον Μέγα Αλέξανδρο, είναι διότι αυτός είναι ο πρόδρομος της Ρωμηοσύνης.

Λέγουν, με περισσή ταπεινοφροσύνη, οι Νεοπαγανιστές του ΥΣΕΕ, ότι η Αρχαία Σπάρτη είχε ως πρότυπο την αμυντική πολεμική προετοιμασία και δεν ήταν καθόλου επιθετική, όπως ο Αλέξανδρος. Ψέμματα. Η Αρχαία Σπάρτη είχε ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις. Γι’ αυτό κήρυξε τον πόλεμο στην Αθήνα. Γι’ αυτό ηγήθηκε, μετά την νίκη της, της Σπαρτιατικής ηγεμονίας στην Ελλάδα. Γι’ αυτό δέχθηκε περσικό χρυσάφι, προκειμένου να υπογράψει την προδοτική Ανταλκίδειο Ειρήνη με τους Πέρσες. Η «μη ιμπεριαλιστική» Λακεδαιμονία, όπως γνωρίζουμε (Βλέπε τον χάρτη που δείχνει τις διαδοχικές επεκτάσεις της Λακεδαιμονίας, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών, τ. Β’, σ. 51), ενώ αρχικά, στον 10ο αι. π.Χ. ήταν ένα μικρό κράτος γύρω από την πόλη της Σπάρτης, κατακτά 1) την περιοχή της Πελλάνας-Σελλασίας, στα βόρεια, στο β’ μισό του 10ου αι., 2) την περιοχή της Αιγύτιδας, στα βόρεια, στο τέλος του 9ου αι., 3) την περιοχή των Αμυκλών, της Σελινούς, των Γερόνθρων, της Φάριδος, στα νότια, στην τρίτη δεκαετία του 8ου αι., 4) την περιοχή της Δενθελιάτιδας, στα δυτικά, κατά την τρίτη-τέταρτη δεκαετία του 8ου αι., 5) την κάτω κοιλάδα του Ευρώτα, το Ταίναρο και τον Ταΰγετο, στα νότια, στα μέσα του 8ου αι., 6) την πεδιάδα της Στενυκλάρου, στα δυτικά, κατά τον Α’ Μεσσηνιακό Πόλεμο, στο β’ μισό του 8ου αι., 7) την περιοχή των Φαρών (Καλαμάτας), την ίδια εποχή, 8) αργότερα ολόκληρη την Μεσσηνία και την νοτιοανατολική Πελοπόννησο ώς τον 5ο αι. π.Χ. Ένα αρχικώς μικρότατο δωρικό κρατίδιο κατέλαβε σταδιακά ολόκληρη την νότια Πελοπόννησο˙ προφανώς επειδή δεν είχε – σύμφωνα με ορισμένους Νεοπαγανιστές – ιμπεριαλιστικές βλέψεις. Αλλά και ίδια η φαινομενική διστακτικότητα της Αρχαίας Σπάρτης να κάνει επιθετικές εκστρατείες δεν οφειλόταν στο ανύπαρκτο φιλειρηνικό πνεύμα της, αλλά στην ύπαρξη πολυπληθών Ειλώτων (αυτοχθόνων κατοίκων που υποδούλωσαν οι Δωριείς), που, αν ο Σπαρτιατικός στρατός (οι Σπαρτιάτες ήταν ολιγάριθμοι) βρισκόταν μακριά από τη Λακεδαίμονα για πολύ καιρό, θα επαναστατούσαν. Ο φόβος κι όχι ο φιλειρηνισμός ήταν το αίτιο της αρχαίας σπαρτιατικής πολιτικής.

Τα επιχειρήματα των φιλολακεδαιμόνιων Νεοπαγανιστών κατά της «ιμπεριαλιστικής Αθήνας» που τάχα κατέστρεψε την Ελλάδα, είναι πέρα ώς πέρα παράλογα. Οι Αθηναίοι πρεσβευτές είπαν μπροστά στους Σπαρτιάτες: «Την ηγεμονία τούτη δεν την πήραμε με το ζόρι, μα όταν εσείς δε θελήσατε να συνεχίσετε τον αγώνα ενάντια στην υπόλοιπη δύναμη του βαρβάρου κι ήρθαν οι σύμμαχοι και μας παρακάλεσαν οι ίδιοι να μας κάνουν ηγεμόνες τους» (Θουκιδίδης, 1, 75), διότι η απολίτιστη συμπεριφορά των Λακεδαιμόνιων ηγετών οδήγησε τους Έλληνες να ζητήσουν απ’ τους Αθηναίους να αναλάβουν την ηγεσία. Και υπενθύμισαν πως «εσείς [οι Λακεδαιμόνιοι] βοηθήσατε τον αγώνα μ’ απείραχτες τις πόλεις σας και με σκοπό να τις χαίρεστε και μελλοντικά, όταν φοβηθήκατε για τον εαυτό σας το πιο πολύ παρά για εμάς (τότε τουλάχιστον που ήμαστε ακόμα σώοι, δε φανήκατε πουθενά)» (1, 74).

Επίσης να σημειώσουμε ότι παρά την γενική αντίληψη ότι η Αθήνα καταπίεζε τους Έλληνες και αυτοί επιζητούσαν την απελευθέρωσή τους με τη βοήθεια της Σπάρτης (αυτή την άποψη αφήνει να εννοηθεί ο Θουκιδίδης) η αλήθεια είναι – αν αφήσουμε κατά μέρους τις όποιες υπαρκτές αθηναϊκές ηγεμονικές τάσεις – ότι στις ελληνικές πόλεις, ακόμη και των μελών της Αθηναϊκής Συμμαχίας, οι πολλοί, ο λαός ήταν υπέρ της Αθήνας και υπέρ της Δημοκρατίας· αντίθετα κατά της Αθήνας και υπέρ της Σπάρτης ήταν οι «άριστοι» δηλαδή οι ολιγαρχικοί. Σκοπίμως αυτό αποσιωπάται, ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι οι ελληνικές πόλεις στέναζαν κάτω από τον αθηναϊκό ζυγό. Στην πραγματικότητα ο λαός των συμμαχικών πόλεων δεν είχε κανένα πρόβλημα με τους Αθηναίους. Πλήρωναν βέβαια ορισμένο φόρο στην Αθήνα, αλλά αυτός καταβαλόταν έναντι της απαλλαγής των συμμαχικών αυτών πόλεων από το να συνεισφέρουν πολεμικά πλοία ή πληρώματα στις εκστρατείες της Συμμαχίας. Κι άλλωστε αυτά τα πλήρωναν οι ολιγαρχικοί· όχι ο λαός, ο οποίος απολάμβανε την δημοκρατία και στην πόλη του. Ώστε η δήθεν «τυραννία της Αθήνας» την οποία δήθεν «κατέλυσε η Σπάρτη» είναι μια παρεξήγηση, η οποία οφείλεται στην άγνοια του γεγονότος ότι ο λαός των ελληνικών πόλεων (συμμαχικών ή μη με την Αθήνα) ήταν φιλοαθηναϊκός και φυσικά φιλοδημοκρατικός, ενώ οι ολιγαρχικοί των ελληνικών πόλεων (συμμαχικών ή μη με την Αθήνα) ήταν αντιαθηναίοι, φοβόντουσαν την εξάπλωση της δημοκρατίας και προσέβλεπαν στη Σπάρτη. Αυτά, για να σωπάσουν οι φιλολακεδαιμόνιοι Νεοπαγανιστές του ΥΣΕΕ που έχουν το θράσσος να παριστάνουν και τους αμεσοδημοκράτες από πάνω.

Η Σπάρτη, βέβαια, εκτός από τους Ήρωες Θερμοπυλομάχους και τον Λεωνίδα, έχει να επιδείξει αλλεπάλληλες προδοσίες. Οι Λακεδαιμόνιοι είχαν συμμαχήσει με περηφάνεια με τον Κροίσσο, τον κατακτητή των Ιώνων (Ηρόδοτος, 1, 69). Οι Λακεδαιμόνιοι είχαν αρνηθεί να συνδράμουν τους Έλληνες της Ιωνίας που επαναστάτησαν κατά του περσικού ζυγού (Ηρόδοτος, 5, 50), σ’ αντίθεση με τους Αθηναίους (Ηρόδοτος, 5, 97). Οι Λακεδαιμόνιοι είχαν αρνηθεί να συνδράμουν τους Αθηναίους στη μάχη του Μαραθώνα (Ηρόδοτος, 6, 106, 2-3). Οι Λακεδαιμόνιοι, που μετά τη νίκη των Πανελλήνων στις Πλαταιές, ο Λακεδαιμόνιος αρχιστράτηγος διαπραγματευόταν κρυφά με τους ηττημένους Πέρσες να τους παραδώσει την Ελλάδα, για να γίνει μια περσική επαρχία, με την ελπίδα να γίνει ο ίδιος σατράπης της Ελλάδας, νυμφευόμενος την κόρη του Πέρση βασιλιά (Διόδωρος Σικελιώτης, 11, 44). Οι Λακεδαιμόνιοι, οι «ελευθερωτές της Ελλάδας», που ήδη από το δεύτερο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου έστειλαν πρέσβεις στον Πέρση βασιλιά, ώστε να τον πείσουν να τους δίνει χρήματα και να συμπολεμήσει μαζί τους (Θουκιδίδης, 2, 67, 1) κατέστρεψαν τις Πλαταιές (Θουκιδίδης, 3, 68, 2-3).  Οι Λακεδαιμόνιοι, όπως είπαμε, σύναψαν την Ανταλκίδειο Ειρήνη με τους Πέρσες (Ξενοφώντα, Ελληνικά, 5, 1, 31) βάσει της οποίας επεστράφησαν στον περσικό ζυγό η Μικρά Ασία και η Κύπρος (Κάθε ομοιότητα με τους ολιγαρχικούς μικροελλαδιστές των εκλογών του 1920 και του «η Κύπρος είναι μακριά» του 1974 είναι συμπτωματική). Οι Λακεδαιμόνιοι αρνήθηκαν να εκδικηθούν τους Πέρσες συμμετέχοντας στην πανελλήνια εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Συνεχώς προκαλούσαν αναταραχή θέλοντας να αναλάβουν την πανελλήνια ηγεμονία˙  όσο ο Αλέξανδρος αποτέλειωνε τους Πέρσες, αυτοί ξεσηκώθηκαν  πληρωμένοι από το Δαρείο με περσικό χρυσάφι (Αρριανού, Αλέξανδρου ανάβασις, 2, 14, 6), αλλά οι Μακεδόνες με τον Αντίπατρο κατέβηκαν ώς τον Ευρώτα και κατανίκησαν τον Σπαρτιατικό στρατό˙ κι από τότε οι Λακεδαιμόνιοι παραιτήθηκαν από την φαντασίωση της πανελλήνιας ηγεμονίας (Ο Μέγας Αλέξανδρος, φυσικά, θεωρώντας τους ως μία μειονότητα εγωπαθών, τους περιφρόνησε με το γνωστό ειρωνικότατο Οἱ Ἕλληνες πλὴν Λακεδαιμονίων). Τέλος, οι Λακεδαιμόνιοι συμμάχησαν με τους Ρωμαίους, ήταν φιλορωμαίοι και απολάμβαναν τιμές από αυτούς πριν και μετά την υποδούλωση της Ελλάδας.

Τι να κανείς για την «ένδοξη αιωνία Σπάρτη» διαβάζοντας το κείμενο της πρώτης συνθήκης (ακολούθησαν άλλες δύο) μεταξύ Λακεδαιμόνιων και Πέρση βασιλιά, στα 412 π.Χ., κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο (Θουκιδίδης, 8, 18): «Οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους έκλεισαν με το βασιλιά και τον Τισσαφέρνη υπό τους εξής όρους συμμαχία. Όση χώρα και όσες πόλλεις έχει ο βασιλιάς ή είχαν οι πατεράδες του βασιλιά, να ‘ναι του βασιλιά. (..) Και τον πόλεμο, ενάντια στους Αθηναίους να τον διεξάγουν αντάμα ο βασιλιάς και οι Λακεδαιμόνιοι κι οι σύμμαχοί τους και να μην επιτρέπεται ο τερματισμός του πολέμου τούτου ενάντια στους Αθηναίους παρά μόνο αν συμφωνήσουν κι οι δύο πλευρές, ο βασιλιάς δηλαδή κι οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους. Όσοι, τέλος, αποστατούν από το βασιλιά, να ‘ναι εχθροί και των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους (...)». Με άλλα λόγια η Σπάρτη παραχωρούσε όλες τις απελευθερωμένες μετά τους Περσικούς Πολέμους ελληνικές χώρες ξανά στον Πέρση και δεχόταν ότι αυτός έχει λόγο στον τερματισμό των ενδοελληνικών συγκρούσεων.

Οι Νεοπαγανιστές υποστηριχτές της «Αιωνίας Σπάρτης» ισχυρίζονται ότι ο Ηρόδοτος σφάλλει, διότι ο Πλούταρχος λέει πως η μάχη έγινε στις 6 του μηνός ενώ ο αγγελιοφόρος των Αθηνών έφτασε στη Σπάρτη στις 9 του μηνός. Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους  ωστόσο τους διαψεύδει (τ. Β’, σ. 295): «Ο Ηρόδοτος γράφει ότι οι Αθηναίοι στρατηγοί, ενώ βρίσκονταν ακόμη στην πόλη, έστειλαν τον Φειδιππίδη στη Σπάρτη, που έφτασε εκεί σε δύο ημέρες. Οι άρχοντες της Σπάρτης απεφάσισαν να βοηθήσουν τους Αθηναίους, αλλά δεν έστειλαν τη βοήθεια αμέσως, γιατί δεν ήθελαν να παραβούν τον νόμο: ήταν 9η του μηνός (δεν προσδιορίζεται ο μήνας) και δεν μπορούσαν να εκστρατεύσουν πριν από την πανσέληνο (= δεκαπέντε του σεληνιακού μηνός). Ο Πλούταρχος δίνει ως ημερομηνία μάχης την 6 Βοηδρομιώνος (Οκτώβριος), που συνέπιπτε με την εορτή της Αρτέμιδος Αγροτέρας, και προσθέτει ότι από τότε οι Αθηναίοι θυσίαζαν στην Άρτεμι κάθε χρόνο ως ευχαριστήρια θυσία 500 ερίφια. Ο Πλούταρχος με την ημερομηνία αυτή προσπαθεί να αποδείξει την ανακρίβεια της αφηγήσεως του Ηροδότου, γιατί, κατά τη γνώμη του, είναι αδύνατονα έφτασε ο αγγελιοφόρος στις 9 του ίδιου μηνός στη Σπάρτη, αφού η μάχη είχε διεξαχθή στις 6. Παράλληλα  παρατηρούσε ότι οι Σπαρτιάτες είχαν πολλές φορές εκστρατεύσει πριν από την πανσέληνο. Η ημερομηνία αυτή του Πλούταρχου απορρίπτεται γενικά. Οι ιστορικοί δέχονται ότι ο Πλούταρχος τοποθέτησε κατά λάθος την μάχη στην εορτή της Αρτέμιδος εξαιτίας της ευχαριστήριας θυσίας, ενώ η 6 Βοηδρομιώνος πρέπει να θεωρηθή μόνο ως χρονικό όριο, πριν από το οποίο έγινε η μάχη. Αντίθετα δίνεται μεγαλύτερη πίστη στον Ηρόδοτο, που ιστορεί ότι οι Πέρσες αποβιβάστηκαν στον Μαραθώνα στις 6 ή 7 του μηνός, ο Αθηναίος αγγελιοφόρος έφθασε στη Σπάρτη στις 9, το εκστρατευτικό σώμα ξεκίνησε μετά την πανσέληνο στις 15 ή 16 του μηνός (η πανσέληνος συμπίπτει πάντοτε με την 15η του μηνός, γιατί οι μήνες είναι σεληνιακοί), και έφθασε σε 3 ημέρες, αλλά μετά τη μάχη, δηλαδή στις 18 ή 19 του μηνός. Το σχήμα αυτό του Ηροδότου πρέπει να γίνει δεκτό με επιφύλαξη (...). Δεν αποκλείεται να έγινε πριν από την πανσέληνο η μάχη». Ο Πλάτωνας γράφει (Νόμοι, 698e): «αυτοί [οι Σπαρτιάτες] δεν κατάφεραν να τους βοηθήσουν, γιατί βρίσκονταν σε πόλεμο με τους Μεσσήνιους ή για κάποιο άλλο λόγο που δεν ξέρω ακριβώς. Έτσι έφτασαν στο Μαραθώνα μια μέρα μετά τη μάχη που έγινε εκεί». Φυσικά, ο Πλάτωνας, ως Αθηναίος, ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν αυτός ο «άλλος λόγος που δεν ξέρει ακριβώς», αλλά ως φιλοσπαρτιάτης κάνει πως τον αγνοεί. Ο Ηρόδοτος είναι σύγχρονος των γεγονότων, ο Πλάτωνας όχι. Επιπλέον, ο Πλάτωνας δεν λέει ρητά ότι ο λόγος της άρνησης των Σπαρτιατών ήταν κάποιος πόλεμος με τους Μεσσήνιους – αν διεξαγόταν τότε τέτοιος πόλεμος, ο Ηρόδοτος σίγουρα θα τον ανέφερε ως αιτία – αλλά απλώς ότι αυτός είναι ένας πιθανός λόγος. Αυτή η δήθεν άγνοια του Πλάτωνα μαζί με το ότι δεν ήταν σύγχρονος της μάχης του Μαραθώνα, αρκούν για να δεχτούμε τον Ηρόδοτο κι όχι τον Πλάτωνα. Όσο για τα επιχειρήματα του Πλούταρχου (Περί της Ηροδότου κακοηθείας, 26 (861e- 862c)), η αλήθεια είναι πως αν ο μήνας της μάχης είναι ο σπαρτιατικός Κάρνειος (15 Αυγούστου- 15 Σεπτεμβρίου), τότε ο Ηρόδοτος έχει δίκαιο, διότι από τις 7 ώς τις 15 του Κάρνειου οι Λακεδαιμόνιοι γιόρταζαν τον Κάρνειο Απόλλωνα και όπως λέει ο Θουκιδίδης (5, 54, 75) όλοι οι Δωριείς απείχαν από πολεμικές πράξεις κατά το διάστημα του εορτασμού. Αν πάλι ο μήνας είναι, όπως ισχυρίζεται ο Πλούταρχος, ο Βοηδρομίωνας (15 Σεπτεμβρίου – 15 Οκτωβρίου), τότε ο Πλούταρχος φαίνεται να δέχεται ότι η μέρα τέλεσης της ευχαριστήριας τελετής (η 6η του μήνα) συνέπιπτε ακριβώς με την ημέρα διεξαγωγής της μάχης, πράγμα που δεν αληθεύει, διότι ο καθορισμός της ημερομηνίας της ευχαριστήριας τελετής προς την Αγροτέρα Αρτέμιδα (και για τη νίκη στο Μαραθώνα) έγινε εντελώς συμβατικά, διότι η έκτη μέρα κάθε μήνα ήταν ούτως ή άλλως αφιερωμένη στην Αρτέμιδα. Δεν είναι απαραίτητο, λοιπόν, να έγινε η μάχη στις 6 του Βοηδρομίωνα. Ο Πλούταρχος αντί να σκεφτεί σοβαρά, συκοφαντεί τον Ηρόδοτο. Αυτά, λοιπόν, για τις συνωμοσιολογίες των «σπαρτιατολόγων» Νεοπαγανιστών.

Αλλά κι αυτό το μοναδικό γεγονός, της μάχης των Θερμοπυλών, έχει διαστρεβλωθεί. Στις Θερμοπύλες πολέμησαν, 1.120 Αρκάδες, 1.000 Τεγεάτες και Μαντινείς, 700 Θεσπιείς, 400 Θηβαίοι, 400 Κορίνθιοι, 300 Σπαρτιάτες, 200 Φλειούντιοι, 80 Μυκηναίοι, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 202-203). Την τελευταία ημέρα έμειναν οι 700 Θεσπιείς και οι 300 Σπαρτιάτες. Οι Σπαρτιάτες έστειλαν τη τρίτη πιο μικρή δύναμη, κι όμως, μόνο αυτοί επαινούνται˙ οι Θεσπιείς με το υπερδιπλάσιο του σπαρτιατικού σώμα στρατού, ελάχιστα αναφέρονται. Το κατόρθωμα 4.200 Ελλήνων αποδίδεται στο Λεωνίδα και στους 300, στο ένα δέκατο τέταρτο, δηλαδή, των αμυνομένων. Γιατί; Μα για να εξιδανικευτεί ο ηρωισμός των Λακεδαιμονίων˙ «αυτοί είχαν την ανώτερη πολεμική αρετή»˙ έτσι ώστε να επαινεθεί το δικτατορικό πολίτευμα της Σπάρτης, που τάχα μόνο αυτό έβγαζε τέτοιους θαρραλέους πολεμιστές, ενώ οι άλλοι τάχα ήταν άκαπνοι δειλοί.

Άλλωστε η λογική της Σπάρτης διόλου ηρωική δεν ήταν. Όταν οι υπόλοιπες πόλεις-κράτη καταστρέφονταν ή υποτάσσονταν από τις τεράστιες στρατιές του Ξέρξη και η Αθήνα οδηγούσε τους Έλληνες στην οργανωμένη επίθεση κατά των Περσών, οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν μόνο 300 στρατιώτες υπό τον Λεωνίδα, επειδή, όπως πάντα, φοβόντουσαν ότι οι σκλάβοι τους θα επαναστατούσαν. Η ολιγαρχική τάξη που κυβερνούσε τη Σπάρτη μάλλον θα σκέφτηκε ότι ήταν προτιμότερο να προστατέψουν την πόλη τους στα σύνορα της Λακωνίας, σε περίπτωση που οι Πέρσες κατάφερναν να φτάσουν έως εκεί, παρά να ρισκάρουν επανάσταση των σκλάβων στέλνοντας όλο (ή τον περισσότερο) τον στρατό τους στις Θερμοπύλες. Η λογική τους ήταν ότι αν οι 300 νικούσαν, η νίκη τους θα προσέδιδε ακόμα μεγαλύτερη δόξα στη Σπάρτη. Ενώ εάν νικούνταν, θα δοξάζονταν από όλους ως ήρωες, πράγμα που έγινε, χωρίς ωστόσο αυτό να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια της Λακεδαιμονίας. Σε όλες τις αναφορές στη μάχη τον Θερμοπυλών δίνεται έμφαση στην ανδρεία του Λεωνίδα και των 300, αλλά διόλου δεν εξηγούνται οι προδοτικοί και ανθελληνικοί λόγοι που οδήγησαν την (όπως ξιπάζονταν οι ίδιοι οι Λακεδαιμόνιοι) «καλύτερη στρατιωτική μηχανή της Ελλάδας» να στείλει μόνο τριακόσιους.

Όσο για το περίφημο «μολών λαβέ», αυτό είτε είναι προπαγάνδα του φιλολακεδαιμόνιου Πλούταρχου είτε, απλώς, προϊόν της άγνοιάς του. Εξηγούμαστε: πρώτος και μόνος ο Πλούταρχος, έπειτα από 500-600 χρόνια, γράφει, σε μια ηθικοδιδακτική συλλογή σπαρτιατικών ρητών και ανεκδότων, τα Αποφθέγματα Λακωνικά, Λεωνίδας, 11 (225c), πως ο Λεωνίδας είπε τέτοιο πράγμα στον Ξέρξη: «πάλιν δε όταν ο Ξέρξης έγραψε "στείλε τα όπλα σου", απήντησε [ο Λεωνίδας] "έλα και πάρε τα"». Ο Ηρόδοτος, που έζησε τον 5ο π.Χ. αι., δεν αναφέρει τίποτε˙ όπως και οι υπόλοιποι ιστοριογράφοι στο διάστημα των επόμενων 600 ετών από τους Περσικούς Πολέμους. Μάλιστα ο Ηρόδοτος περιγράφει λεπτομερώς τη συνάντηση των δύο στρατών στις Θερμοπύλες και πουθενά δεν λέει ότι ανταλλάχθηκαν μηνύματα μεταξύ των αντιπάλων πριν τη μάχη: «Άφησε λοιπόν [ο Ξέρξης] να περάσουν τέσσερις μέρες ελπίζων πάντοτε ότι θα αποσυρθούν [από τις Θερμοπύλες οι Έλληνες] με τρόπο˙ την πέμπτη όμως επειδή δεν έφευγαν, παρά επέμεναν ακλόνητοι, εθύμωσε, και στέλλει εναντίον τους τους Μήδους και τους Κισσίους με την διαταγή να τους πιάσουν ζωντανούς και να τους φέρουν ενώπιόν του» (Ηρόδοτος, 7, 210, 1). Καμμιά υπόνοια για διάλογο και αποστολή αγγελιοφόρων δεν υπάρχει. Άλλο πράγμα η παραμονή, ώς το τέλος, του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες κι άλλο πράγμα η απάντηση σε ανύπαρκτο Πέρση αγγελιοφόρο. Ακόμη κι ο Διόδωρος Σικελιώτης (περ. 90-30 π.Χ.) αναφέρει: «ο Ξέρξης έστειλε αγγελιοφόρους στις Θερμοπύλες, για να ανακαλύψουν μεταξύ άλλων, τι σκόπευαν να κάνουν οι Έλληνες σχετικά με τον πόλεμο μαζί του. Πρόσταξε επίσης τους αγγελιοφόρους να τους παραγγείλουν ότι ο βασιλιάς Ξέρξης προστάζει να αφήσουν όλοι τα όπλα τους, να επιστρέψουν χωρίς κανένα κίνδυνο στις πατρίδες τους και να συμμαχήσουν με τους Πέρσες˙ όταν θα τα έκαναν αυτά, τους υποσχέθηκε ότι θα έδινε στους Έλληνες μεγαλύτερη και καλύτερη χώρα από αυτή που κατείχαν τώρα. Ο Λεωνίδας, αφού άκουσε τους αγγελιοφόρους, αποκρίθηκε ότι, ακόμα κι αν συμμαχούσαν με το βασιλιά, θα του ήταν πιο χρήσιμοι με τα όπλα τους, αλλά και αν αναγκάζονταν να πολεμήσουν μαζί του, θα αγωνίζονταν με αυτά με μεγαλύτερη γενναιότητα υπέρ της ελευθερίας» (Διόδωρος Σικελιώτης, 11, 5, 4-5). Συμπέρασμα; Εκτός κι αν ο Πλούταρχος είχε την επιφοίτηση του Απόλλωνα, το «μολών λαβέ» δεν ελέχθη ποτέ. Δεν είναι δυνατόν, κάτι που ιστορικοί όπως ο Ηρόδοτος κι ο Διόδωρος Σικελιώτης δεν ανέφεραν, να θεωρείται λεχθέν από τον Λεωνίδα. Τα σχολικά βιβλία διδάσκουν τους μαθητές ένα ανύπαρκτο ρητό.

Ούτε η καλλίτερη θέση της γυναίκας στη Σπάρτη οφειλόταν σε διαφορετική αντίληψη γι’ αυτήν ως ισότιμου πλάσματος με τον άντρα. Εάν επιτρεπόταν στις αρχαίες Σπαρτιάτισσες να αθλούνται, να εκπαιδεύονται και να έχουν κάπως καλλίτερη μεταχείριση από την μεταχείριση ζώου που είχαν οι λοιπές τυχερές αρχαίες παγανίστριες, αυτό οφείλεται στο ότι έπρεπε να είναι υγιείς μηχανές παραγωγής Σπαρτιατών. Σε τίποτε άλλο, ούτε σε προσπάθεια εξίσωσης και ισότητας. Απόδειξη; «Γι’ αυτό, εξ αρχής, επέμενε [ο Λυκούργος] στην φυσική εξάσκηση των γυναικών όχι λιγότερο απ’ ό,τι για την εξάσκηση των ανδρών: επιπλέον, θεσμοθέτησε αγώνες και δοκιμασίες δύναμης για γυναίκες και για άντρες, πιστεύοντας, ότι, εάν αμφότεροι οι γονείς είναι δυνατοί, παράγουν πιο δυνατούς απογόνους» (Ξενοφώντα, Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 1, 4.). Διαφορετικά, θα υπήρχαν γυναίκες έφοροι, γυναίκες γερουσιαστές, γυναίκες βασιλείς. Να υπενθυμίσουμε, ότι στους 16 αιώνες παγανισμού από τον τρωικό πόλεμο ώς τον 4ο μ.Χ. αιώνα δεν υπήρξε ούτε μία γυναίκα αρχηγός πολυθεϊστικού κράτους εν Ελλάδι.

Φυσικά ο μύθος της ανυπαρξίας μοιχίας και μοιχών στην Λακεδαιμονία αμφισβητείται από όλους τους αρχαίους συγγραφείς. Εξαίρεση μοναδική αποτελεί ο φιλολακεδαιμόνιος Πλούταρχος, που αρνείται ότι ο δανεισμός γυναικών οδηγούσε στη μοιχία. Οι υπόλοιποι περιγράφουν την ακολασία και τα κερατώματα που ήταν σύνηθες φαινόμενο, εξαιτίας της νομοθεσίας του Λυκούργου. Έτσι, η άποψη πως τάχα, η νεαρή γυναίκα ενός γέρου άνδρα μπορούσε να δοθεί, με τη συγκατάθεσή της, σε έναν νέο άντρα για συνουσία, προκειμένου να γεννηθούν απόγονοι, τους οποίους ο γηραλέος σύζυγος ύστερα θα αναγνώριζε ως δικά του παιδιά και πέρα από αυτά, δεν υπήρχε θέμα μοιχείας στην Λακεδαίμονα, είναι μυθοπλασία. Ο σπαρτιάτης βασιλιάς Δημάρατος εκθρονίστηκε, επειδή πιστευόταν ότι δεν ήταν ο γιος του προηγούμενου βασιλιά (Ηρόδοτος, 6, 61-67) και για τον ίδιο λόγο ο Λεωτυχίδης εμποδίστηκε να αναλάβει την εξουσία. (Ξενοφώντα, Ελληνικά 3, 3, 1-4). Άρα στη Σπάρτη δεν γίνεται ταυτόχρονα να μην είχαν πρόβλημα με τη μοιχεία και να εμπόδιζαν παιδιά που ήταν καρποί μοιχείας να λάβουν το θρόνο.

Η σεξουαλική ελευθερία ανδρών και γυναικών στη Λακεδαιμονία αποδεικνύεται ανύπαρκτη: «υπήρχε, όπως φαίνεται, στη Σπάρτη, ένα είδος δίκης γιατί δεν παντρεύτηκε κανείς και για το ότι παντρεύτηκε αργά και για το ότι δεν έκανε καλό γάμο» (Πλούταρχου, Λύσανδρος  30, 7). Ασφαλώς, οι Νεοπαγανιστές θεωρούν, ότι μπορούν να χλευάζουν τη χριστιανική αντίληψη περί έρωτα, ενώ ταυτόχρονα να θαυμάζουν την κυριολεκτικά «ασκητική» λακεδαιμονική διαβίωση: «Την αρπαζόμενη [νύφη] παρελάμβανε η λεγομένη νυμφέυτρια, της έκοβε σύρριζα τα μαλλιά, της έβαζε ανδρικό ιμάτιο και υποδήματα και την επλάγιαζε μόνην χωρίς φως εις στρώμα από καλάμια (...). Αφού [ο σύζυγος] έμενε μαζί της [με τη γυναίκα του] όχι πολύν καιρόν απήρχετο με κοσμιότητα, όπου συνήθιζε προηγουμένως, δια να κοιμηθή μαζί με τους άλλους νέους και του λοιπού χρόνου έτσι έκαμνε, περνών την ημέραν του και αναπαυόμενος το βράδυ μαζί με τους νέους, εις δε την νύμφην εσύχναζε κρυφά με ευλάβεια, διότι εντρέπετο καιε φοβείτο μήπως τον αντιληφθή κανείς από την οικείαν (...). Και έκαμνον τούτο επί πολύν καιρόν, ώστε μερικοί εγέννησαν και παιδιά, προτού ιδούν την γυναίκαν των την ημέραν» (Πλούταρχου, Λυκούργος, 15). Συνεπώς, οι Νεοπαγανιστές είναι υποκριτές εθνικιστές, αφού το ίδιο πράγμα το επιδοκιμάζουν και το αποδοκιμάζουν.

Βέβαια, όλα αυτά μόνο ισότητα δεν συνεπάγονταν για την αρχαία Σπαρτιάτισσα: της μάθαιναν να ζει αγορίστικα (υποχρεωτικά κοντό μαλλί)˙ ουσιαστικά την εμπόδιζαν να συναναστρέφεται με τον άντρα της και να αναπτύσσεται  οικειότητα αναμεταξύ τους, «επειδή έτσι διέταξε ο Λυκούργος», μην τυχόν καταντήσουν.. φιλήδονοι από την πολλή οικειότητα˙ της άρπαζαν το παιδί από την αγκαλιά της, στα επτά του χρόνια, ώστε να μην αναπτυχθεί η σχέση μητέρας-παιδιού˙ την εξευτέλιζαν κουρεύοντάς την σύρριζα, σαν κατάδικο στο Άουσβιτς. «Ο Λυκούργος ήθελε» να γίνει μια ψυχρή μηχανή παραγωγής πολεμιστών, πάντα μακριά από τον άντρα και το παιδί της, δίχως τη φυσιολογική ψυχική επαφή που όλοι μας έχουμε με τις μητέρες/τις γυναίκες μας. Επειδή «έτσι διέταζε ο Λυκούργος».

            Γίνεται λόγος για τον τάχα ανώτερο τρόπο διαβίωσης των Λακεδαιμονίων, χάρη στον οποίον κυριαρχούσαν. Ο Αριστοτέλης σχολιάζει αυτόν το μύθο: «Δεν ήταν ανώτεροι [οι Λακεδαιμόνιοι] επειδή γύμναζαν τους νέους έτσι, αλλά επειδή οι Σπαρτιάτες γυμνάζονται ενώ οι άλλοι όχι» (Πολιτικά, Θ’, 3 (1338b 27)) και «Οι Σπαρτιάτες ... εξαιτίας των επίπονων ασκήσεων έκαναν τα παιδιά θηριώδη, γιατί νομίζουν ότι τούτο βοηθά στην ανάπτυξη της ανδρείας» (Πολιτικά, Θ’ , 3 (1338b, 11)).

Ακόμη κι ο φιλοσπαρτιάτης Πλάτωνας, δεν αντέχει τη Σπαρτιατική παιδεία και λέει: «Μπορεί κανείς να διατάξει συγκεκριμένες ασκήσεις για κάποιο άτομο, οι οποίες θα αποδειχθούν βλαβερές από τη μια πλευρά και χρήσιμες από την άλλη. Η γυμναστική και τα συσσίτια ωφελούν τις πόλεις σημαντικά αλλά ευνοούν από το άλλο μέρος τις επαναστάσεις. (...). Ειδικότερα η εφαρμογή αυτού του νόμου από πολύ παλιά φαίνεται ότι προκάλεσε διαστροφή των φυσικών σεξουαλικών ηδονών τόσο στους ανθρώπους όσο και στα ζώα. Γι’ αυτές τις διαστροφές υπεύθυνες είναι οι δυο πόλεις σας [=Σπάρτη και Κρήτη] αλλά και αρκετές άλλες που έχουν ρίξει όλο το βάρος τους στις γυμναστικές ασκήσεις» (Νόμοι 636ab). Ο Πλάτωνας λέει επίσης (Νόμοι, 667a): «οργανώσατε [οι Σπαρτιάτες και οι Κρήτες] το πολίτευμά σας με στρατιωτικό τρόπο κι όχι ως κοινωνία ανθρώπων που ζουν σε πόλεις (...) Δεν προσπαθήσατε να του [=του κάθε νέου] δώσετε την κατάλληλη ανατροφή, ώστε όχι μόνο να γίνει καλός στρατιώτης, αλλά και να μπορεί να διοικεί μια ή περισσότερες πόλεις».

Αλλά κι ο θεσμός των συσσιτίων, με τον τρόπο που τον καθιέρωσε ο Λυκούργος στη νομοθεσία του, ήταν άδικος, βασισμένος στην ανισότητα του πλούτου και συνεπώς αναποτελεσματικότερος από αυτόν της Κρήτης – από την οποία αντέγραψε το σύστημα ο Λυκούργος – διότι στην Κρήτη σιτίζονταν όλοι δωρεάν, ενώ στη Σπάρτη όχι. «Τα συσσίτια είναι καλύτερα στην Κρήτη παρά στη Σπάρτη. Στη δεύτερη καθένας συνεισφέρει ένα προκαθορισμένο ποσό, κατά κεφαλήν, κι αν δεν το προσφέρει, ο νόμος τον εμποδίζει να ασκεί τα πολιτικά του δικαιώματα, όπως έχει ήδη ειπωθεί, στην Κρήτη όμως το σύστημα έχει περισσότερο λαϊκό χαρακτήρα. Από τους καρπούς της γης και τα κρατικά κοπάδια κι από τους φόρους των περίοικων, ένα μέρος έχει καθοριστεί για τη λατρεία των θεών, και τις δημόσιες ανάγκες, ενώ το άλλο πάει στα συσσίτια, έτσι ώστε όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά να συντηρούνται από το δημόσιο» (Αριστοτέλη, Πολιτικά, Β’, 10 (1272a 13-22)). Οι Δωριείς που είχαν δικαιώματα σε όλα τα πολιτικά αξιώματα λεγόταν Όμοιοι και επειδή είχαν κλήρο μετείχαν στα συσσίτια, σε αντίθεση με τους υπομείονες, που επειδή δεν είχαν κλήρο κι ήταν φτωχοί δεν μετείχαν στα συσσίτια και είχαν μεν αστικά αλλά δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα.

Υπάρχουν κι άλλοι μύθοι, πέραν αυτών. Ο μύθος των Λακεδαιμονίων που είναι υπεράνω χρημάτων. Ότι τάχα δεν ενδιαφέρονταν να πλουτίσουν. Ο Αριστοτέλης διαψεύδει ότι κάτι τέτοιο γινόταν, χωρίς να είναι ο πρώτος, αφού κι ο Ηρόδοτος λέει ότι στον καιρό του δεν υπήρχε Σπαρτιάτης που να αντέχει στη δωροδοκία. Γράφει ο Αριστοτέλης ότι η τάχα ανώτερη σπαρτιατική νομοθεσία είχε αποτέλεσμα η Σπάρτη να είναι αχρήματος και οι πολίτες φιλοχρήματοι «τὴν μὲν γὰρ πόλιν πεποίηκεν ἀχρήματον, τοὺς δ’ ἰδιῶτας φιλοχρημάτους» (Πολιτικά, Β’, 9 (1271b 15)). Ένα φυσιολογικό αποτέλεσμα.  

Η αντίληψη περί ισότητας στην ιδιοκτησία, που τάχα η νομοθεσία του Λυκούργου καθιέρωσε κι επέβαλε, είναι ακόμη ένας μύθος. Εξαιτίας της ανεπάρκειας των σπαρτιατικών νόμων γρήγορα οι πολλοί κατέληξαν ακτήμονες και οι λίγοι κατέληξαν πλούσιοι: «άλλοι έτυχε να έχουν πολύ μεγάλη περιουσία, άλλοι πολύ μικρή και γι’ αυτό η χώρα [η Λακεδαίμονα] βρίσκεται στα χέρια των λίγων. Υπεύθυνοι γι’ αυτό είναι οι νόμοι. Σωστά απαγόρευε ο νόμος την αγοραπωλησία των υπαρχόντων περουσιακών στοιχείων, επέτρεψε όμως ελεύθερα τη δωρεά και την κληροδοσία τους. Ωστόσο, είτε με τον ένα τρόπο αλλάξει χέρια η περιουσία είτε με τον άλλο, στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγουμε αναγκαστικά» (Αριστοτέλους, Πολιτικά, Β’, 9 (1270a 16-23)).

«Στη Σπάρτη επιτρέπεται να δώσει ο πατέρας την κληρονόμο του σε όποιον θέλει˙ κι αν πεθάνει χωρίς διαθήκη, τότε ο επίτροπος της κληρονόμου την δίνει σε όποιον εκείνος θέλει. Έτσι η χώρα έχει λιγότερους από χίλιους πολεμιστές, αν και μπορεί να θρέψει χίλιους πεντακόσιους ιππείς και τριάντα χιλιάδες οπλίτες. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι οι σχετικοί νόμοι δεν ήταν σωστοί. Και γι’ αυτό δεν άντεξε το πλήγμα η πόλη και καταστράφηκε, έχοντας μόνο τόσους λίγους στρατιώτες. Λεν ότι την εποχή των προηγούμενω βασιλιάδων επέτρεπαν στους ξένους να πολιτογραφούνται, ώστε να μη γίνει η πόλη ολιγάνθρωπος εξαιτίας των μακρόχρονων πολέμων. Υπήρξε μάλιστα εποχή, όπως λεν, που οι πολίτες στη Σπάρτη ήταν δέκα χιλιάδες» (Αριστοτέλους, Πολιτικά, Β’, 10 (1270a 27-38)). Όπως είναι γνωστό κανείς ξένος παράγοντας δεν επέβαλε κανέναν νόμο ή αλλαγή των νόμων στην Σπάρτη. Οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες είχαν τους νόμους που διάλεγαν.

Στην πραγματικότητα, η νομοθεσία του Λυκούργου ήταν τόσο καταστροφική, ώστε η Αρχαία Σπάρτη έγινε ένα κράτος – στρατόπεδο, με τους πολίτες της να μην ξέρουν τίποτε άλλο στη ζωή τους εκτός από να πολεμούν. Γι’ αυτό η Λακεδαιμονία δεν έχει να συνεισφέρει τίποτε στο θαύμα της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας του 5ου π.Χ. αιώνα. Γράφει ο Αριστοτέλης (Πολιτικά Β’, 9 (1271b, 3-6)): «Διατηρήθηκαν λοιπόν οι Σπαρτιάτες όσο διαρκούσαν οι πόλεμοι. Όταν νίκησαν τους εχθρούς, καταστράφηκαν, αφού δεν ήξεραν πώς να ζήσουν ειρηνική ζωή και δεν ασχολήθηκαν με καμμιά άλλη ασχολία πιο σημαντική από τον πόλεμο». Πράγματι με την «ανώτερη λυκούργεια νομοθεσία» οι Λακεδαιμόνιοι κατόρθωσαν να καταστρέψουν την πρώτη άμεση δημοκρατία του κόσμου, αλλά δεν μπορούσαν να διατηρήσουν την ίδια νομοθεσία ηγεμονεύοντας στην Ελλάδα. Είτε έπρεπε να την αλλάξουν (π.χ. εξισώνοντας τους Είλωτες με τους Όμοιους) είτε να καταστραφούν και να χάσουν την ηγεμονία τους, αφού τα μιλιταριστικά ιδεώδη τους δεν μπορούσαν να τα επιβάλλουν σε όλους τους Έλληνες. Με άλλα λόγια, η λυκούργεια νομοθεσία ήταν αδιέξοδη δίχως εναλλακτικές λύσεις.

Όχι μόνο η σπαρτιατική νομοθεσία, την οποία οι Νεοπαγανιστές επαινούν ως πρότυπο, κατέστησε τους Αρχαίους Σπαρτιάτες ανίκανους να αυτοσυντηρηθούν και να παράξουν κουλτούρα ισάξια της αθηναϊκής, αλλά τούς έμαθε να περιφρονούν τη δουλειά και να υπερασπίζονται την οκνηρία! Το λακεδαιμονιακό κηφηναριό πολεμούσε τους εξωτερικούς εχθρούς, ενώ όταν δεν είχε πόλεμο έσφαζε τους Είλωτες, που του έδιναν το φαΐ στο στόμα. Όταν ένας Αθηναίος καταδικάστηκε επί αργία (οκνηρία), ένας Σπαρτιάτης που έτυχε να είναι στην Αθήνα εκείνη την εποχή απόρησε και θεώρησε πως ο καταδικασθείς θέλησε απλώς να ζει αξιοπρεπώς και ελεύθερα (Πλουτάρχου, Λυκούργος, 24).

Να πώς συμπεριφέρονταν οι αρχαίοι Σπαρτιάτες στους Είλωτες (Φυσικά, κι οι Έιλωτες, Έλληνες ήταν. Αλλά αυτό το «ξεχνάν» οι αρχαιοκεντρικοί. Ανέχονται την εμφύλια καταπίεση, μη τυχόν και σπιλωθεί η «αιώνια Σπάρτη»): «Οι Σπαρτιάτες, επιθυμώντας να ξεφορτωθούν τους πιο ισχυρούς από τους Είλωτες, έστειλαν χίλιους από αυτούς, τους πιο περήφανους, πιστεύοντας ότι θα εξολοθρευτούν στις μάχες. Έκαναν όμως και κάτι άλλο βίαιο και σκληρό, με το οποίο υπέθεταν ότι θα ταπεινώσουν τους Είλωτες. Κήρυξαν την απογραφή των Ειλώτων που είχαν κάνει κάτι καλό για την Σπάρτη, υποσχόμενοι ότι θα τους απελευθερώσουν, μετά από εξέταση. Τους δύο χιλιάδες που απογράφηκαν, οι Σπαρτιάτες έδωσαν εντολή στους ισχυρότερους πολίτες να τους σκοτώσουν, τον καθένα στο σπίτι του» (Διόδωρου Σικελιώτη, Βιβλιοθήκης Ιστορικής Βίβλος Δωδέκατη, 67, 3-4). Αυτό θα πει αρχαία σπαρτιατική φρίκη. Η γενοκτονία των αυτοχθόνων Ειλώτων από τους κατακτητές Δωριείς. Έσφαζαν ακόμα και τους συμπολεμιστές τους. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Έχει και ακόμη φρικτότερα περιστατικά:

«(...) Η ονομαζόμενη από αυτούς [Σπαρτιάτες] κρυπτεία (...) συνίσταται στο εξής: Οι άρχοντες από καιρού εις καιρό έστελναν έξω σε διάφορα μέρη της χώρας τους θεωρούμενους ως πλέον ευφυείς από τους νέους, οι οποίοι είχαν μαζί τους εγχειρίδια και τα αναγκαία τρόφιμα και τίποτε άλλο. Αυτοί κατά τη διάρκεια της ημέρας διασπειρόμενοι σε τόπους κρυφούς κρύβονταν και αναπαύονταν. Τη νύχτα κατέβαιναν στους δρόμους και όσους από τους Είλωτες συλλάμβαναν, τους έσφαζαν. Πολλές φορές, πετριτρέχοντας και τους αγρούς, έσφαζαν και τους ρωμαλεώτερους και ανδρεώτερους από εκείνους. Έτσι κι ο Θουκιδίδης στην ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου διηγείται (4, 80) ότι όσοι εξελέγησαν από τους Σπαρτιάτες για να ελευθερωθούν, λόγω ανδραγαθίας στεφανώθηκαν, γιατί έγιναν ελεύθεροι, και περιήλθαν τους ναούς των θεών, αλλά λίγο μετά όλοι εξαφανίστηκαν, περισσότεροι από δύο χιλιάδες, ώστε ούτε αμέσως τότε ούτε μετά μπορούσε κανείς να πει με πιο τρόπο δολοφονήθηκαν. Ο Αριστοτέλης μάλιστα λέει, ότι οι έφοροι ευθύς μόλις εκλέγονται, κηρύττουν τον πόλεμο κατά των Ειλώτων, ώστε να θεωρείται νόμιμο να τους σφάζουν» (Πλούταρχου, Λυκούργος, 28).

Τουλάχιστον οι Λακεδαιμόνιοι δεν χρησιμοποιούσαν φούρνους, όπως οι Ναζί, που θαύμαζαν τη σπαρτιατική ευγονική και το πολίτευμα της Λακεδαιμονίας. Θα αξίζει να θαυμάσουμε όμως την γενοκτονία των Ελλήνων αυτοχθόνων από μια δράκα Δωριέων. Μια γενοκτονία, για την οποία ποτέ δε θα μιλήσουν οι Νεοπαγανιστές. Να τι έκαναν στους άοπλους Είλωτες οι γενναίοι παλικαράδες Λακεδαιμόνιοι, για να διασκεδάζουν μαζί τους, όταν δεν τους κατέσφαζαν: «Τους ανάγκαζαν να πίνουν πολύ άκρατο οίνο και τους περιέφεραν μετά στα συσσίτια. (...) Τους διέταζαν να ψάλλουν τραγούδια και να χορεύουν χορούς απρεπείς και γελοίους και να μην κάνουν τίποτε από όσα αρμόζουν σε ελεύθερους» (Πλουτάρχου, Λυκούργος, 28). Είναι ίσως η πρώτη καταγεγραμμένη στην ιστορία επιχείρηση ψυχολογικού πολέμου και συνεχούς εξευτελισμού του άμαχου πληθυσμού. Όπως οι Τούρκοι χλεύαζαν τους ραγιάδες Έλληνες με χίλιες δυο καθημερινές γελοιοποιήσεις και εξευτελισμούς, έτσι και οι Λακεδαιμόνιοι τους Είλωτες Έλληνες. Γι’ αυτό ισχύει ότι στη Σπάρτη «ο δούλος είναι υπερβολικά δούλος» (Πλούταρχου, Λυκούργος, 28).

«Στους Είλωτες επέβαλαν κάθε προσβλητική δουλειά που συντελούσε σε κάθε είδους ταπείνωση. Όρισαν ως υποχρεωτικό ότι ο καθένας θα έπρεπε να φορεί ένα σκούφο από δέρμα σκύλου και ένα δερμάτινο χιτώνιο, και ότι έπρπε να υφίσταται ένα ορισμένο αριθμό χτυπημάτων κάθε χρόνο, χωρίς να υποπέσει σε κανένα παράπτωμα, για να μην ξεχάσουν ποτέ ότι είναι δούλοι. Επιπλέον, αν κανείς ξεπερνούσε την εμφάνιση που ταίριαζε σ’ έναν δούλο, του επέβαλαν τη θανατική ποινή, με ένα πρόστιμο στους κυρίους αν αυτοί δεν προσπαθούσαν να σταματήσουν αυτούς που γίνονταν ισχυροί» (Μύρων (FgrHist 106 F2) = Αθήν. 657d). Αυτά μάς θυμίζουν τις απαγορεύσεις των Τούρκων στους Έλληνες να φοράνε πλούσια ρούχα και να χτίζουν πολυτελή σπίτια και εκκλησίες, γιατί έτσι ανατρεπόταν το καθεστώς δουλείας.

Όταν κάποιοι Είλωτες είχαν καθίσει ικέτες στο ναό του Ποσειδώνα στο Ταίναρο, οι Λακεδαιμόνιοι τους σήκωσαν με το ζόρι από εκεί κι αφού τους απομάκρυναν, τους έσφαξαν (Θουκιδίδης, 1, 128, 1). Ο Ισοκράτης διακηρύσσει: «οι Λακεδαιμόνιοι θανάτωσαν περισσότερους Έλληνες χωρίς δίκη από όσους δικάστηκαν στην Αθήνα από την ίδρυση της πόλης μας» (12, 66). Άλλωστε, κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, «οι Λακεδαιμόνιοι εφόνευον ως εχθρούς όλους, όσους συνελάμβανον εις την θάλασσαν, και τους συμπολεμούντας μετά των Αθηναίων και τους ουδετέρους» (Θουκιδίδης, 2, 67, 4). Ακόμη και τους ουδέτερους Έλληνες έσφαζαν. Τους Είλωτες δε θα ‘σφαζαν; Και βέβαια, το γεγονός ότι οι Δωριείς Σπαρτιάτες αρνήθηκαν πεισματικά επί δέκα αιώνες («Η ειλωτία διετηρήθη σχεδόν άνευ μεταβολής μέχρι της ρωμαϊκής κυριαρχίας», Στράβων, 8, 4 (c365)) να δώσουν το παραμικρό πολιτικό δικαίωμα και ισότητα στους αυτόχθονες (και Έλληνες βεβαίως!) κατοίκους της Λακεδαιμονίας, τους οποίους υποδούλωσαν, είναι ακόμη μια απόδειξη του στενοκέφαλου, αντιδημοκρατικού και ανθελληνικού φυλετισμού τους.

Είναι πέραν κάθε νοσηρής φαντασίας η Νεοπαγανιστική άποψη ότι οι Είλωτες καλοπερνούσαν στην Αρχαία Σπάρτη. Αν καλοπερνούσαν, δεν θα έκαναν τόσες επαναστάσεις. Ακόμη και οι Περίοικοι (ντόπιοι, μη Δωριείς, των οποίων η κοινωνική-πολιτική θέση ήταν μεταξύ της θέσης των Ειλώτων και της θέσης των Λακεδαιμονίων) της Λακεδαιμονίας επαναστατούσαν μαζί με τους Είλωτες κατά της κατοχής του τόπου τους. (Θουκιδίδης, 1, 101). Φυσικά, ο Αριστοτέλης κατακρίνει το πολεμικό ιδεώδες της Λακεδαιμονίας: «Δεν πρέπει να θεωρούμε ευτυχισμένη μια πόλη ούτε να εγκωμιάζουμε τον νομοθέτη της, επειδή προετοίμασε τους κατοίκους της να κυριαρχήσουν πάνω στις γειτονικές πόλεις» (Πολιτικά, Η’, 13 (1333b 39)).

Μια άλλη λανθασμένη αντίληψη (όχι μόνο νεοπαγανιστική) είναι ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν ιδιωτικούς δούλους, αλλά ότι οι μόνοι δούλοι ήταν οι Είλωτες, οι οποίοι ήταν κρατική περιουσία. Αυτή η αντίληψη οδήγησε και στην αφαίρεση από τα σχολικά βιβλία – προς μεγάλη χαρά των Νεοπαγανιστών – μιας φανταστικής διήγησης για την ζωή ενός δούλου στην Λακεδαιμονία, ο οποίος πουλήθηκε. Η αλήθεια, δυστυχώς, κι εδώ είναι εναντίον της νεοπαγανιστικής «ολιγαρχολατρίας». «Εκφράστηκε αμφιβολία κατά πόσο οι Σπαρτιάτες είχαν οποιουσδήποτε άλλους δούλους από τους Είλωτες. (...) Αλλά υπάρχει κάποια μαρτυρία ότι υπήρχαν επίσης κι άλλοι δούλοι. Ένα χωρίο αναφέρει την υπεροχή των Σπαρτιατών έναντι της Αθήνας «στην ιδιοκτησία των δούλων, και άλλων και των ειλώτων» (Πλάτωνα Αλκιβιάδης, 122d). Ένα άλλο χωρίο λέει ότι άφηναν την απόκτηση χρημάτων «στους δούλους και είλωτες» (Πλούταρχου Σύγκρ. Λυκ. Νουμ. 2, 7). (...) Υπάρχει επίσης η μαρτυρία πέντε επιγραφών από το ναό του Ποσειδώνα στο Ταίναρο που χρονολογούνται από το β’ μισό του 5ου αι. ή το α’ μισό του 4ου αι.» Η πρώτη επιγραφή λέει: (IG 5(1) 1228) «ἀνέθεκε τοῖ Παhοιδᾶ[νι] Θεάρες Κλεογένε. ἔφορος Δαίοχος. ἐπάκο Ἀρίο(ν), Λύον». Δηλαδή: «Ο Θεάρης αφιέρωσε τον Κλεογένη στον Ποσειδώνα. Έφορος Δαίοχος. Μάρτυρες: Αρίονας, Λύωνας». Αυτό ερμηνεύεται πάρα πολύ εύκολα ότι σημαίνει πως ο Θεάρης ελευθέρωσε το δούλο του Κλεογένη τη χρονιά που ο Δαίοχος ήταν ο κύριος έφορος στη Σπάρτη. Δεν μπορεί να είναι η απελευθέρωση ενός είλωτα, επειδή οι είλωτες μπορούσαν να ελευθερωθούν μόνο από την πολιτεία, όχι από ιδιώτη. Ο Θεάρης μπορούσε να είναι είτε ένας Σπαρτιάτης είτε ένας περίοικος, αλλά ο Gartledge Sparta 179, φαίνεται ότι δεν έχει ισχυρόν επιχείρημα όταν λέγει ότι οι επιγραφές αυτές «πρέπει να αποδοθούν στους Περιοίκους», και το ονομάτισμα του Σπαρτιάτη εφόρου κάνει πιο πιθανό το γεγονός ότι ο Θεάρης ήταν Σπαρτιάτης. Θα έπρεπε επομένως να δεχτούμε ότι οι Σπαρτιάτες είχαν προσωπικούς δούλους επιπλέον από τους είλωτες, αν και όχι αναγκαία σε μεγάλους αριθμούς. Μπορεί να συνελήφθησαν στον πόλεμο, να αγοράστηκαν από δουλεμπόρους, ή να ήταν απόγονοι δούλων που αποχτήθηκαν μ’ αυτούς τους τρόπους. Πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για οικιακές υπηρεσίες. Δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες για τη νομική θέση των δούλων αυτών, αλλά ίσως ήταν όπως εκείνη των δούλων αλλού» (Douglas M. MacDowell, Σπαρτιατικό δίκαιο, εκδ. Παπαδήμα, σ. 66-67). Άλλωστε, ο Θουκιδίδης, μιλώντας για μια αποτυχημένη επανάσταση Ειλωτών και μερικών Περιοίκων στα μέσα του 5ου αι, στην Ιθώμη της Μεσσηνίας (1, 101, 2), μας λέει ότι αυτοί παραδόθηκαν στους Σπαρτιάτες, υπό τον όρο ότι θα εγκατέλειπαν την Πελοπόννησο και δε θα επέστρεφαν ποτέ, αλλιώς «αν κανείς συλλαμβανόταν [από Λακεδαιμόνιο, προφανώς], θα γινόταν δούλος αυτού που θα τον συλλάμβανε» (Θουκ., 1, 103, 1). Θα περίμενε κανείς ότι η ποινή για έναν είλωτα που θα συλλαμβανόταν να είναι κάτι χειρότερο από το να γίνει απλώς είλωτας πάλι.

Η λογική της Λακεδαιμονίας όσον αφορά την τεκνογονία ήταν εξίσου απάνθρωπη. Θεωρούσε ο Λυκούργος τους νόμους των άλλων Ελλήνων ανόητους, διότι ενώ για τα θηλυκά ζώα έψαχναν να βρουν καλούς επιβήτορες, ώστε να προκύψουν καλοί απόγονοι ράτσας, δεν έκαναν το ίδιο και για τις γυναίκες. Φυσικά, ανόητη και μισάνθρωπη είναι μόνο η σκέψη ότι ο άνθρωπος είναι απλώς ένα ζώο σαν τα άλλα, πουλερικό ή σκύλος ή άλογο και πρέπει να τον διαμορφώνουμε όπως τα ζώα ή να τον κλείνουμε σε ανθρωποτροφείο, για λόγους ευγονικής. Το κάλλιστο δυνατό, για τους οπαδούς μιας τέτοιας αντιλήψεως περί ανθρώπου, είναι να κλωσσούνταν από μηχανές και να εκτρέφονταν σε εκτροφεία οι «καλοί πολεμιστές».

Μια ακόμη προσπάθεια ωραιοποίησης της Λακεδαιμονίας, είναι η προσπάθεια να αποδειχθεί ότι οι αρχαίοι Σπαρτάτες δεν είχαν μέρος όπου πετούσαν τα καχεκτικά παιδιά τους. Ο πολύς κόσμος κακώς πιστεύει ότι το μέρος αυτό λεγόταν Καιάδας. Κι οι Νεοπαγανιστές εθνικιστές βασιζόμενοι σε αυτή την ανακρίβεια ή μάλλον το μπέρδεμα, «αποδεικνύουν» ότι δεν είχαν οι αρχαίοι Σπαρτιάτες τέτοιο βάρβαρο θεσμό, κι άρα όλα είναι συνωμοσία κατά του σπαρτιατικού πνεύματος κ.λπ. κ.λπ. (οι γνωστές βλακώδεις θεωρίες περί συνωμοσίας). Όμως τόπος που έρριχναν τα παιδιά τους οι αρχαίοι Σπαρτιάτες υπήρχε και λεγόταν «Αποθέτες» (στον «Καιάδα» έρριχναν τους υπάνθρωπους Είλωτες). Συγκεκριμένα, γράφει ο Πλούταρχος (Λυκούργος, 16): «Το γεννημένο παιδί (...) αν όμως ήταν ασθενικό και κακόμορφο, το έστελλαν στις λεγόμενες Αποθέτες, βαραθρώδη τόπο πλησίον του Ταϋγέτου, διότι φρονούσαν, ότι παιδί που δεν είχε ευθύς εξαρχής γεννηθεί υγιές ούτε εύρωστο, ήταν συμφερότερο και για το ίδιο και για την πόλη να μη ζεί». Οι Νεοπαγανιστές εθνικιστές ισχυρίζονται ότι η απόθεση των καχεκτικών βρεφών δεν σήμαινε ρίξιμο από γκρεμό, αλλά απλώς ότι τα άφηναν σε έναν τόπο  και από εκεί τα έπαιρναν οι  Είλωτες. Το κείμενο, όμως, κάνει λόγο για «βαραθρώδη τόπο» κι όχι απλώς για «τόπο». Δηλαδή τα πέταγαν σε χαράδρα. Επιπλέον, το κείμενο λέει ότι «είναι συμφερότερο και για το ίδιο το παιδί να μη ζει». Δηλαδή, δεν το έδιωχναν απλώς από την κοινότητα˙ αλλά το εξόντωναν ακόμη και «για το δικό του το καλό». Εξ άλλου, θα ήταν απίθανο οι Λακεδαιμόνιοι να ενίσχυαν τον τεράστιο πληθυσμό των υπόδουλων Ειλώτων, δίνοντάς τους επιπλέον μικρά σπαρτιατόπουλα. Άλλωστε η πρακτική της απόθεσης-δολοφονίας βρεφών ήταν πανελλήνια˙ γιατί να μη την έχει και η Σπάρτη; Ευτυχώς για τους ίδιους τους Λάκωνες, αυτοί εκχριστιανίστηκαν γρήγορα και έπαψαν να μαστιγώνονται και να φονεύονται τα Σπαρτιατόπουλα στο βωμό της Ορθίας Άρτεμης και στα βάραθρα του Ταΰγετου αντίστοιχα, κι έτσι οι Σπαρτιάτες γλίτωσαν από το φόρο αίματος σε «θεούς» και Καιάδες, ενώ παράλληλα τα αδέρφια τους, οι Έλληνες Είλωτες, έπαψαν να είναι κρατική ιδιοκτησία και να σφάζονται άδικα.  

Υπάρχει, όπως έχει διαπιστώσει ο άγγλος φιλόσοφος Ράσσελ, μια διαχρονική, ανα τους αιώνες «Εταιρία Φίλων της Λακεδαιμονίας». Όμως, επειδή της εταιρίας αυτής διαπρεπή μέλη υπήρξαν δικτάτορες, ναζί, φασίστες, οπαδοί του «φυσικού» (=ολιγαρχικού/αριστοκρατικού) τρόπου ζωής, και γνήσιοι αντιδημοκράτες, η σωστή ονομασία θα έπρεπε να είναι «Συμμορία Φίλων της Λακεδαιμονίας». Κι ο δικτάτορας Ιω. Μεταξάς, θαύμαζε το πολίτευμα της αρχαίας Σπάρτης˙ αυτός, υποστήριζε ως πρότυπο αρχαιοελληνικό, όχι την δημοκρατική Αθήνα, αλλά την ολιγαρχική Σπάρτη. Γράφει χαρακτηριστικά ο Μεταξάς: «οι νέοι παρασύρονται εις την πλάνην ότι αι Αρχαίαι Αθήναι ήσαν ο φορεύς των αρχαίων ιδανικών του πολιτισμού, της επιστήμης και της πολιτικής επικρατήσεως. Αι αρχαίαι Αθήναι, ασφαλώς δεν αποτέλεσαν το πολιτικόν ιδεώδες της αρχαίας Ελλάδος...θα έπρεπε λοιπόν να στραφώμεν όλοι μας όσον αφορά τα πολιτικά εθνικά ιδεώδη προς την αρχαίαν Σπάρτην» (Πηγή: Ιστορία Γ’ Λυκείου, ΟΕΔΒ 1992). Όταν ο Λυκούργος ρωτήθηκε από κάποιον ξένο, γιατί δεν έκανε δημοκρατία στη Σπάρτη, τού απάντησε «να κάνεις εσύ δημοκρατία στο σπίτι σου» (Πλούταρχου, Λυκούργος, 19). Δεν είναι σίγουρο αν ήταν ο Λυκούργος που έδωσε τέτοια απάντηση, πάντως, για να πίστευαν ότι την έδωσε ο Λυκούργος, θα ήταν σύνηθες επιχείρημα στη Λακεδαίμονα. Ωστόσο, δε θέλει πολλή σκέψη, για να εννοήσουμε ότι το επιχείρημα «κάνε εσύ πρώτα δημοκρατία στο σπίτι σου και μετά ζήτα δημοκρατικό πολίτευμα» είναι επιχείρημα χουντικού του καφενείου. Οι πολίτες δεν είναι ανήλικα παιδάκια που έχουν ανάγκη προστασίας του σοφού «πατερούλη» του έθνους/λαού. Όμως οι Ν/Π αυτό το πολίτευμα και αυτήν την νοοτροπία υπερασπίζονται υπερασπιζόμενοι το αρχαίο σπαρτιατικό πολίτευμα. Η εξιδανίκευση του Λυκούργειου πολιτεύματος από τους Έλληνες φασίστες δεν εκπλήσσει κανέναν˙ είναι πραγματικά εκπλητικό όμως ότι την ίδια ακριβώς εξιδανίκευση κάνουν – συμπαρατασσόμενοι με τους Ναζί – και Νεοπαγανιστές που παριστάνουν τους «αντιεξουσιαστές». Ίσως λόγω του αρρωστημένου τοπικισμού τους. Διότι, μόνο άρρωστο πνευματικά, τοπικιστή θα αποκαλούσαμε όποιον υπερασπίζεται ανεξαιρέτως όλες τις πράξεις και τα ήθη /νόμους των αρχαίων κατοίκων του τόπου όπου ζει, απλώς και μόνο επειδή κατοικεί στον ίδιο τόπο με αυτούς. Πώς θα αποκαλούσαμε π.χ. έναν Έλληνα που θα υποστήριζε ότι η Ελλάδα δεν διέπραξε καμμία αδικία ή έναν Τούρκο, που απλώς επειδή τυγχάνει Τούρκος, υποστηρίζει ότι οι κατηγορίες πως η Τουρκία διέπραξε γενοκτονία κατά των Αρμενίων, συνιστούν «αντιτουρκική συνωμοσία»; Φασίστα. Πόση ελευθερία είχε ο Λακεδαιμόνιος, που μάθαινε χαρούμενος να ζει σα ρομποτάκι, μας το περιγράφει σε ένα τρομερό απόσπασμα ο φιλολακεδαιμόνιος (γι’ αυτό και προτιμήσαμε την περιγραφή του της Αρχαίας Σπάρτης) Πλούταρχος: «Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να ζει όπως ήθελε, αλλά ζούσε διαρκώς στην πόλη σαν σε στρατόπεδο» (Λυκούργος, 24). Αυτήν τη ζωή θέλουν για τους Νεοέλληνες οι Νεοπαγανιστές. Αυτόν τον τρόπο ζωής θέλουν οι Ν/Π να θαυμάζουμε.

«Οι Σπαρτιάτες δεν γνώριζαν τίποτα από τη νεότερη θεωρία ότι το δικαστικό σώμα πρέπει να είναι χωριστό από τους εκτελεστικούς αξιωματούχους. Οι κύριοι δικαστές ήταν ταυτόχρονα οι ίδιοι με τους κυριότερους αξιωματούχους της κυβέρνησης: οι δύο βασιλείς, οι είκοσι οκτώ γέροντες και οι πέντε έφοροι» (Douglas M. MacDowell, Σπαρτιατικό δίκαιο, εκδ. Παπαδήμα, σ. 179). Δηλαδή, η «άμεση δημοκρατία της Λακεδαιμονίας», όπως μας την περιγράφουν οι Νεοπαγανιστές, ήταν ένα καθεστώς, όπου όλες οι εξουσίες ήταν συγκεντρωμένες στην κυβέρνηση.

Έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο για την ολιγαρχία της Λακεδαιμονίας, την οποία μερικοί Νεοπαγανιστές προσπαθούν να παραστήσουν ως άμεση δημοκρατία. Σε αντίθεση με την πραγματική άμεση δημοκρατία της Αθήνας, όπου όλοι είχαν δικαίωμα λόγου, στην ολιγαρχία της Λακεδαιμονίας ο λαός δεν είχε λόγο. Μόνο η γερουσία, οι βασιλείς και οι έφοροι μπορούσαν να μιλήσουν. Ο λαός αποφάσιζε απλώς με ένα «ναι» ή ένα «όχι» στις έτοιμες προτάσεις. Λες και ήταν ανώριμοι, δεν τους επιτρεπόταν να δίνουν τις δικές τους προτάσεις. Αν τυχόν ο λαός τολμούσε να αλλάξει, κατά τη γνώμη του, μια πρόταση νόμου των εφόρων, τότε η κυρίαρχη ολιγαρχία διέλυε την συνέλευση. Αλλά, για να περάσει μια πρόταση νόμου στην συνέλευση των πολιτών, έπρεπε πρώτα να γίνει αποδεκτή από τη Γερουσία, αφού είχε προταθεί από τους Εφόρους. Αν π.χ. η Γερουσία αρνείτο να εγκρίνει την πρόταση, οι πολίτες δεν είχαν το δικαίωμα να συζητήσουν ή να εγκρίνουν την απόφαση. Άμεση Δημοκρατία; «Μόνο ένας έφορος μπορούσε να προτείνει νόμο (...) Η σπαρτιατική Γερουγία είχε τη δύναμη να αποφασίζει κατά πόσον ένας νόμος που προτεινόταν θα περνούσε στη συνέλευση των πολιτών» (Douglas M. MacDowell, Σπαρτιατικό δίκαιο, εκδ. Παπαδήμα, σ. 24, 25). Δηλαδή, οι απλοί πολίτες, ακόμη κι αν ήταν άξιοι, δεν είχαν το δικαίωμα να προτείνουν έναν νόμο. Τόσο αμεσοδημοκρατική ήταν η Λακεδαιμονία. Ο Πλούταρχος (Άγης, 11, 1) γράφει για τη Γερουσία, ότι η δύναμή τους ήταν πως κατ’ ουσίαν προαποφάσιζαν: «τοὺς γέροντας, οἷς τὸ κράτος ἦν ἐν τῷ προβουλεύειν». Στην Αθήνα, όμως, ο καθένας μπορούσε να προτείνει νόμο κι ο λαός αποφάσιζε για όλα, δίχως «πατερούληδες».

Κυριολεκτικά στην αρχαιότητα κανείς δεν ήξερε ποιος κυβερνούσε στη Σπάρτη. Άλλοτε κυβερνούσε ένας από τους δύο βασιλιάδες˙ άλλοτε κάποιος ισχυρός στρατηγός˙ άλλοτε κάποιος από τους πέντε εφόρους. Τη μια χρονιά επικρατούσε ειρηνόφιλος έφορος, ο οποίος έκανε συνθήκη ειρήνης με την Αθήνα, και την επόμενη φιλοπόλεμος έφορος, ο οποίος ξανάρχιζε τον πόλεμο (έτσι τα λέει ο Θουκιδίδης). Γραπτοί νόμοι δεν υπήρχαν, ο Λυκούργος απαγόρευσε να γραφούν οι νόμοι (Πλούτ., Λυκούργος, 13), με αποτέλεσμα οι 28 της γερουσίας, οι 5 έφοροι, οι 2 βασιλιάδες, να παλεύουν συνεχώς για την εξουσία. Μια φορά τους κυβέρνησε κι ο φυγόδικος Αλκιβιάδης, που στέλνοντας τον βασιλιά σε εκστρατεία κοιμόταν με μια βασίλισσά τους, και τους έσπειρε κι ένα διάδοχο, για τον οποίο αυτή καυχιόταν δημόσια ότι είναι του Αλκιβιάδη (Πλούταρχου, Αγησίλαος, 3, 1-3).

Η γερουσία αναδεικνύονταν με το εξής πρωτότυπο σύστημα: μαζευόταν ο λαός σε συνέλευση, κλείνονταν πέντε άντρες σε ένα κτίριο δίπλα στο λαό, και περνούσαν χωριστά ένας-ένας μπροστά από το λαό οι υποψήφιοι γερουσιαστές, δίχως οι κλεισμένοι στο κτίριο άντρες να γνωρίζουν ποιος περνούσε πρώτος, ποιος δεύτερος κ.ο.κ. Ο λαός ζητοκραύγαζε τον κάθε υποψήφιο, άλλον περισσότερο κι άλλον λιγότερο. «Οι κλεισμένοι λοιπόν άνθρωποι εκράτουν πίνακες και εσημείωνον για τον καθένα χωριστά το μέγεθος της κραυγής, χωρίς να γνωρίζουν δια ποιον είναι. Δι’ όποιον εγίνετο περισσότερα και μεγαλυτέρα κραυγή, αυτόν ανηγόρευον γερουσιαστήν» (Πλούτ., Λυκούργος, 26). Είναι φανερό πόσο παιδαριώδες σύστημα εκλογής ήταν αυτό, αφού στην εκλογή έπαιζε ρόλο το αν οι πληρωμένοι υποστηρικτές του ενός ή του άλλου υποψήφιου ήταν πιο φωνακλάδες από τους υπόλοιπους (ίσως κραυγάζοντας και κάποιες λέξεις-συνθηματικά που θα τις άκουγαν οι πιθανόν πληρωμένοι κριτές), ή το αν συνωστίζονταν πιο κοντά στο οίκημα οι φωνακλάδες του ενός ή του άλλου υποψήφιου, και ένα σωρό άλλες παρόμοιες απάτες που μπορούσαν να γίνουν. Ο Αριστοτέλης γράφει για τον τρόπο ανάδειξης της γερουσίας (Πολιτικά, Β’, 9 (1271a 9-10)): «Παιδαριώδης είναι και ο τρόπος που κρίνουν την εκλογή της γερουσίας», ενώ για την εκλογή των εφόρων λέει (Πολιτικά, Β’, 9 (1270b 28-29)): «Ο τρόπος απονομής του αξιώματος είναι παιδαριώδης, έπρεπε να εκλέγονται απ’ όλο το λαό, και όχι όπως γίνεται τώρα».

Είναι μεγάλο το λάθος των Νεοπαγανιστών που συγκρίνουν Αρχαία Αθήνα και Λακεδαίμονα. Τα μόνα δείγματα ενός αρχαϊκού πολιτισμού, διόλου ανώτερα από τα αντίστοιχα άλλων πόλεων τα επέδειξε η Αρχαία Σπάρτη μόνο τον 7ο και τον 6ο  π.Χ. αιώνα. Μετά, τίποτα. Σε μια εποχή, κατά την οποία στην Αθήνα ζούσαν και δίδασκαν Επίκουρος, Ζήνωνας, Αναξαγόρας, Πρωταγόρας, Πρόδικος, Σωκράτης, Αριστοτέλης, στην Αρχαία Σπάρτη πόσοι φιλόσοφοι υπήρχαν; Υπάρχει Σπαρτιάτης αρχιτέκτων ισάξιος του Φειδία; Υπάρχει Σπαρτιάτης τραγικός ισάξιος του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη; Υπάρχει Σπαρτιάτης αντάξιος του Αριστοφάνη; Υπάρχει Σπαρτιάτης ιστοριογράφος αντάξιος του Θουκιδίδη; Είναι από μόνες τους αστείες οι ερωτήσεις αυτές˙ διότι το σωστό ερώτημα είναι, αν υπάρχουν καν Σπαρτιάτες τραγικοί, Σπαρτιάτες φιλόσοφοι, Σπαρτιάτες ιστοριογράφοι, Σπαρτιάτες αρχιτέκτονες, ώστε να συγκριθούν με τους Αθηναίους. Δεν υπάρχουν. Σε τριάντα εννιά (39) γνωστούς Αθηναίους γλύπτες αντιστοιχούν μόλις δύο (2) Σπαρτιάτες. Για οκτώ γνωστούς Αθηναίους ζωγράφους δεν υπάρχει κανένας Σπαρτιάτης ζωγράφος. «Γνήσιες θεατρικές παραστάσεις ποτέ δεν ήταν σε υπόληψη στην Σπάρτη, όπως φαίνεται από την περιφρόνηση που εκδήλωσε ο Αγησίλαος προς φημισμένους υποκριτές (Πλουτ. Αγησ. 21)· επομένως το θέατρο που ναφέρεται και επί Αγησίλαου χρησίμευε κυρίως για δημόσιες συγκεντρώσεις και για πάνδημες γιορτές. Οι χοροί των γυμνοπαιδιών αναφέρεται πως γίνονταν στο θέατρο  (Αγ. 29, Ηροδ., 6, 67) και το αγώνισμα της σφαίρας αναφέρεται πως γίνονταν στο θέατρο (Λουκ., Ανάχ., 38)». Η Αρχαία Αθήνα και το ανώτερο πολίτευμά της, ήταν η αιτία που μπόρεσε το ελληνικό ταλέντο να φανερώσει την πρωτοτυπία του στην αρχιτεκτονική, την ιστοριογραφία, την τραγωδία, την φιλοσοφία. Είναι, πράγματι, λάθος να παρουσιάζεται η ύπαρξη φιλολακώνων Αθηναίων και φιλολακώνων φιλοσόφων που εκθεσίασαν το πολίτευμα της Σπάρτης ως απόδειξη ότι το πολίτευμα της Αρχαίας Σπάρτης ήταν καλλίτερο. Το αντίθετο μάλλον αποδεικνύεται. Διότι, αυτοί οι φιλολάκωνες φιλόσοφοι είναι «προϊόν» της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Εάν ζούσαν στην Σπάρτη, δεν θα είχαν γίνει ποτέ αυτό που έγιναν. Θα ήταν άσημοι στρατιώτες ή, το πολύ πολύ, Έφοροι (τρομερή η προσφορά των Εφόρων στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Όλος ο Δυτικός κόσμος τούς Εφόρους θαυμάζει). Ούτε φιλόσοφοι ούτε τραγικοί ούτε ιστοριογράφοι ούτε αρχιτέκτονες. Μόνο στην Αθήνα υπήρχαν οι συνθήκες εκείνες που επέτρεπαν στον καθένα, ακόμη και σε φιλολάκωνες, να εκφραστεί και να αξιοποιήσει το ταλέντο του στις τέχνες και τον πολιτισμό. Είναι, πραγματικά, κρίμα που ο περσόδουλος Σπαρτιατισμός νίκησε στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Μπορούμε να φανταστούμε πώς θα ήταν η Ελλάδα, εάν τα ιδανικά της Δημοκρατίας, της Ισηγορίας, του Διαλόγου είχαν κυριαρχήσει παντού. Δεν εξιδανικεύουμε, φυσικά, την Αθηναϊκή Ηγεμονία˙ δια της βίας κατέληξε να κυριαρχεί η Αθήνα. Αλλά τουλάχιστον, αυτή άφησε έναν Παρθενώνα, τους φιλοσόφους και τους τραγικούς. Η Σπαρτιατική ηγεμονία, τι άφησε;

Φυσικά, δέσμιοι τέτοιων νομοθεσιών, οι Λακεδαιμόνιοι μάθαιναν να μην ανέχονται ούτε την κριτική για την απίστευτα οπισθοδρομική αντίληψή τους. Είναι προφανώς ένδειξη της δημοκρατίας και της «πειθαρχημένης ελευθερίας», που είχαν. Έτσι, πληροφορούμαστε ότι: «Τον Αρχίλοχο τον ποιητή, όταν πήγε στη Σπάρτη, τον έδιωξαν στη στιγμή, επειδή έμαθαν πως στο ποίημά του είχε γράψει πως είναι καλύτερο να πετάει κανείς τα όπλα παρά να πεθαίνει:

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάλλεται ἣν παρὰ θάμνωι, / ἔντος ἀμώμητον, κάλλιπον οὐκ ἐθέλων˙

αὐτὸν δ’ ἐξεςάωσα. τί μοι μέλει ἀσπίς ἐκείνη; / ἐρρέτω˙ ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω.

[Κάποιος Σάιος χαίρεται με την ασπίδα μου που σε θάμνο, / όπλο αψεγάδιαστο, την πέταξα, χωρίς να θέλω˙ / τον εαυτό μου έσωσα. Τι με νοιάζει για την ασπίδα εκείνη; / Να πάει στα κομμάτια. Και πάλι καλλίτερη θα αποκτήσω]» (Πλούταρχου, Ηθικά [Παλαιά Λακ. επιτηδ.], 239b).

Τι άλλο θα μπορούσε να είχε συμβεί, αφού απαγορευόταν από τους νόμους του Λυκούργου, στους Σπαρτιάτες να ταξιδεύουν και να έρχονται ξένοι στην Σπάρτη; «Ξέρω καλά ακόμη ότι στο παρελθόν έδιωχναν τους ξένους από την πόλη και δεν επέτρεπαν να ταξιδεύουν [οι Σπαρτιάτες] έξω από την πόλη τους» (Ξενοφώντα, Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 14, 4). Το μέτρο αυτό θεσπίστηκε, τάχα για να μην φέρουν κακές συνήθειες στην Σπάρτη οι ξένοι που θα την επισκέπτονταν ή οι Σπαρτιάτες που θα επέστρεφαν από ταξίδια. Φαίνεται πόσο παράλογο είναι το μέτρο. Με την ίδια τη λογική της απαγόρευσης ταξιδιών, μπορεί να κατακριθεί ο Λυκούργος, ότι εισήγαγε στη Σπάρτη ό,τι πιο κακό από το εξωτερικό. Ο ίδιος ο Λυκούργος, προτού νομοθετήσει στους Σπαρτιάτες, είχε ταξιδέψει στην Αίγυπτο και σε άλλες χώρες έξω από την Λακεδαιμονία, στις οποίες είδε κι έμαθε πολλά, τα οποία μετέφερε στη Σπάρτη. Δηλαδή οι πολλοί Σπαρτιάτες δεν είχαν το δικαίωμα να δουν και να κρίνουν, όπως έκανε ο Λυκούργος, ταξιδεύοντας. Άρα δεν θεσπίστηκε το μέτρο αυτό, τάχα για να μην φέρουν κακές συνήθειες στη Σπάρτη, αλλά για να μην ανοίξουν τα μάτια των απλών Σπαρτιατών και αντιληφθούν πόσο οπισθοδρομικό ήταν το πολίτευμά τους. Διότι, τα ταξίδια, το εμπόριο και η ελεύθερη επικοινωνία με άλλους λαούς –όλα όσα απαγόρευσε ο Λυκούργος– οδηγούν τον καθένα να διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες˙ όχι απαραίτητα για κακό, όπως προπαγάνδιζαν οι φιλολακεδαιμόνιοι αρχαιόπληκτοι. Αλλά ο Λυκούργος, αφού ταξίδεψε, ήθελε οι Λακεδαιμόνιοι να μην έχουν την ευκαιρία να γίνουν ευρυμαθείς μέσω της συναναστροφής με τον υπόλοιπο πολιτισμένο κόσμο. Δεν ήθελε, οι Σπαρτιάτες να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες μόρφωσης μ’ αυτόν. Ήθελε η άρχουσα τάξη της Λακεδαιμονίας να επιβάλει την δική της ερμηνεία και οπτική του κόσμου στα στρατιωτάκια της, γι’αυτό τους απαγόρευσε τα πάντα.

            Γι’ αυτόν το λόγο «η αρετή δεν πρέπει να εφαρμόζεται όπως την εφαρμόζει η πόλη των Σπαρτιατών», λέει (Πολιτικά, Η’, 13 (1334a 40)) ο Αριστοτέλης. Φυσικά, αυτό το αποδεικνύει καλύτερα η ιστορία. Όσες φορές κάποιος Λακεδαιμόνιος έζησε για λίγο ελεύθερος έξω από την «ιδανική» Λακωνία, έπεφτε με τα μούτρα στο φαΐ, στο χρυσάφι, στα πολυτελή ενδύματα και κοσμήματα. Φαίνεται τι αποτέλεσμα είχε η διαπαιδαγώγηση του Λυκούργου˙ πόσο ψεύτικη ήταν στην πραγματικότητα, επικρατώντας στις ψυχές των Λακεδαιμονίων μόνο δια της πνευματικής και  της σωματικής (οι μαστιγοφόροι που αναφέρει ο Ξενοφώντας, Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 2, 2) τρομοκρατίας επί των εφήβων και των πολιτών.

            Και ο Πλάτων κατακρίνει την Αρχαία Σπάρτη, όσο φιλολακεδαιμόνιος κι αν ήταν. Στο Πολιτεία Η’, 544cd αναφέρει τα πολιτεύματα που αποτελούν εκφυλισμό της ιδανικής «Πολιτείας», και όσο πάει τόσο πιο εκφυλισμένα είναι. Το πρώτο από αυτά, το αμέσως μετά την ιδανική Πολιτεία, είναι το πολίτευμα που υπάρχει στην Κρήτη και τη Λακωνική. Ο Πλάτων περιγράφει επικριτικά τι συμβαίνει σ’ αυτού του είδους το πολίτευμα, το τιμοκρατικό, όπως ο ίδιος το ονομάζει: «Συμβιβάστηκαν να μοιράσουν μεταξύ τους τη γη και τις κατοικίες, να υποδουλώσουν εκείνους που φρουρούσαν πριν και που ως ελεύθερους τους θεωρούσαν φίλους και τροφούς των, να τους κάνουν τώρα περιοίκους και δούλους των» (Πολιτεία 547bc) και «Δικά της χαρακτηριστικά [η τιμοκρατική πολιτεία] θα έχει το φόβο να υψώνη στα ανώτατα αξιώματα τους σόφους, επειδή δεν θα βρίσκει πια μέσα στην κοινωννία τέτοιους ανθρώπους μονομερείς και αποκλειστικούς, αλλά μεικτούς, την τάση να κλίνη προς ανθρώπους περισσότερο ορμητικούς, γεννημένους μάλλον για τον πόλεμο παρά για την ειρήνη» (Πολιτεία 547e) και «Οι άνθρωποι αυτού του είδους [σημ:= του Σπαρτιατικού πολιτεύματος] θα είναι επομένως άπληστοι στα υλικά αγαθά, όπως συμβαίνει στις ολιγαρχίες, και με μανία θα λατρεύουν στα κρυφά το χρυσό και τον άργυρο, αφού θα έχουν δικά τους ταμεία και θησαυροφυλάκια» (Πολιτεία 548a) και «πρέπει να είναι πιο αυθάδης και κάπως πιο άμουσος, αν και θαγαπά τη μουσική· θαγαπά επίσης τους λόγους και τα ακροάματα, αλλά ο ίδιος δεν θα έχη καμιά ρητορική ιδιοφυΐα. Προς τους δούλους θα είναι σκληρός (...) προς τους άρχοντες πάρα πολύ υπάκουος (548e-549a).

            Οι Λακεδαιμόνιοι ήταν σαφώς δέσμιοι θρησκευτικών προκαταλήψεων. Δύο φορές σε διάστημα ενός χρόνου εξεστράτευσαν κατά γειτονικής χώρας, αλλά επειδή οι θυσίες για τη διάβαση των συνόρων της Λακωνίας δεν ήταν ευνοϊκές, γύρισαν πίσω (Θουκιδίδης, 5, 54, 2˙ 5, 55,3).

            Είναι λάθος να θεωρούμε την Λακεδαιμονία ως το κατεξοχήν κέντρο της «Δωρικότητας». Πιο καθαρόαιμες δωρικές περιοχές ήταν το Άργος και η Λοκρίδα. Ακόμη και η διάλεκτος των Λακεδαιμόνιων δεν είναι η καθαρή δωρική της Λοκρίδας ή του Άργους. Εκείνα τα σιόρ (=θεός) και σιώ και κάποιοι άλλο γλωσσικοί τύποι και η προφορά σ αντί θ κάθε άλλο παρά δωρικά στοιχεία δεν είναι. Η Αθήνα, με τους δωρικού ρυθμού ναούς του Παρθενώνα, του Θησείου και πολλών άλλων ναών, με τους πολίτες της που κυκλοφορούσαν συνεχώς οπλισμένοι μέχρι λίγα χρόνια πριν τον Θουκιδίδη (Θουκ., 1, 6, 3), ήταν πιο δωρική. Το όνομα Λακεδαιμόνιος οπωσδήποτε δείχνει προδωρική θρησκεία˙ σημαίνει «δαιμονισμένος κράχτης», πρόπολος οργιαστικού θεού σε κατάσταση μανίας, οργιαστού που κραυγάζει (λακεῖν) σαν μανιακός για το θεό του. Ο θεός αυτός είναι ο προδωρικός θεός Υάκινθος.   

Οι σημερινοί κάτοικοι της Λακωνίας δεν είναι ασφαλώς όλοι απόγονοι των ελεύθερων Αρχαίων Σπαρτιατών (που ήταν μικρό ποσοστό των κατοίκων της Λακεδαιμονίας). Πόσοι και πόσοι σημερινοί Λάκωνες κατάγονται από τους Είλωτες. Ή από τους περίοικους, που δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα. Πού το ξέρει καθείς πόθεν κατάγεται; Μπορεί κι οι αρχαιολάτρες υπερασπιστές του Λυκούργειου πολιτεύματος να είναι απόγονοι Ειλώτων ή Περίοικων. Και να αγανακτούν που λέγεται η αλήθεια για τους Αρχαίους Σπαρτιάτες. Η υπεράσπιση της Αρχαίας Σπάρτης λοιπόν, από αρχαιολάτρες που μπορεί να είχαν προγόνους-θύματα της καταπίεσης της Αρχαίας Σπάρτης, είναι φαιδρός νεο-τοπικισμός και σοβινισμός.

Εννοείται, ότι διόλου δεν υποτιμάται ο ηρωισμός, η ανδρεία και η περιφρόνηση προς το θάνατο που είχε ο αρχαίος Σπαρτιάτης. Άλλο πράγμα αυτή κι άλλο ο θαυμάσμός για το πολίτευμα της Σπάρτης. Άλλο πράγμα να θαυμάζουμε τους 300 των Θερμοπυλών κι άλλο να επαινούμε άκριτα το πολίτευμα της Λακεδαιμονίας. Ανδρεία και ηρωισμό ειχαν και οι δημοκράτες αρχαίοι Αθηναίοι όμως. Άλλο πράγμα το γεγονός ότι οι Λακεδαιμόνιοι αρνήθηκαν να καταστρέψουν την Αθήνα, μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου, κι άλλο πράγμα να εκθεσιάζεται το πολίτευμα της Σπάρτης. Είναι πάντως κρίμα, που το τόσο άξιο ανθρώπινο σύνολο των Λακεδαιμόνιων, με την εξυπνάδα και ευστροφία που διέθετε, χαραμίστηκε και κατέληξε ένα αιώνιο στρατόπεδο. Θα μπορούσε να είχε γίνει ανώτερη κι από την Αθήνα πολιτισμικά, η Λακεδαιμονία – ωστόσο το πολίτευμά της φίμωσε τόσους έξυπνους και δραστήριους ανθρώπους. Άνθρωποι σαν τον σπαρτιάτη βασιλιά Άγι, τον σπαρτιάτη βασιλιά Κλεομένη, τον σπαρτιάτη βασιλιά Νάβι ξεπάστρεψαν (ο δεύτερος) τους εφόρους καταργώντας το αξίωμά τους (που ο Λυκούργος όρισε) και απελευθερώνοντας/εξισώνοντας πολιτικά τους είλωτες (ο τρίτος), είναι άξιοι αιώνιας τιμής, διότι τσάκισαν την αρρώστεια του ρατσισμού (δουλεία ειλώτων), της ολιγαρχίας (κυριαρχία εφόρων) και του μιλιταρισμού (ο Νάβις εγκαθιστούσε τη δημοκρατία σε όσες πόλεις επιβαλόταν), με μια λέξη το λυκούργειο πολίτευμα. Είναι κυριολεκτικά η πραγματικά ένδοξη περίοδος της ιστορίας της Λακεδαιμονίας – σε αντίθεση με ό,τι λεν οι Νεοπαγανιστές. Σε καμμία περίπτωση δεν είναι σωστό το κάψιμο των χλωρών με τα ξερά.

Ο κύριος λόγος που οι Νεοπαγανιστές ισχυρίζονται πως η αρχαία Σπάρτη αδικείται είναι ο σοβινισμός. Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν σώνει και καλά όλη την Αρχαιότητα να την παρουσιάζουν ως άψογη και τέλεια. Πράγμα που μόνο ανιστόρητοι το δέχονται. Να προσθέσουμε, ότι όλη αυτή η θεωρία περί συνωμοσίας πρώτον είναι αγαπητή σε ακραίους κύκλους και δεύτερον είναι σαφέστατα όχι μόνο ιστορικώς αβάσιμη αλλά και δείχνει παιδαριώδη κοσμοαντίληψη και σκέψη.

     

  42. «Γνωρίζουμε ότι τους πραγματικούς Έλληνες, όσους δηλαδή απέμειναν μετά από εκείνη την μακραίωνη και τρομακτική εθνο/κτονία, ουσιαστικά δεν τους εκχριστιάνισαν ποτέ. Απλώς τους σκέπασαν κάτω από αλλεπάλληλες ορδές εκχριστιανισμένων βαρβάρων και μετά τους τσουβάλιασαν μαζί τους, στο άθλιο σακί που φέρει την ταμπέλλα «Ρωμιός», ελπίζοντας το πέρασμα του χρόνου να εκχριστιανιστούν. Δεν τους εκχριστιάνισαν στα ίσια ποτέ (...) διαφορετικά «είναι δύσκολο να εξηγήσουμε πώς ξαφνικά, προς τα τέλη του 14ου  και αρχές του 15ου αιώνος, η ειδωλολατρεία, σηκώνει το κεφάλι της, απροκάλυπτα και χωρίς το επίχρισμα του πνευματικού παιγνιδιού και ετοιμάζεται να εξαπολύσει μεγάλη επίθεση εναντίον της συμβατικής βυζαντινής κοσμοθεωρίας. Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Πλήθων δεν είναι ο μόνος γνωστός εκφραστής της από εκείνη την περίοδο» (Beck).  Μέσα από υπόγειες διαδρομές και σε καιρούς κατάμαυρους ο πραγματικός Ελληνισμός άντεξε σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας (....) ήταν το αρχέτυπο «Ελλην» -το οποίο επεκαλείτο ευθέως τον Ελληνα Θεό Δία με εκείνο το «Ζευ πάτερ ποίησον αίθρην, δος δ’ οφθαλμοίσιν ιδέσθαι» που διαβάζουμε σε έγγραφο του 1822 της Πελοποννησιακής Γερουσίας- και όχι ο κακορίζικος «χριστιανορθόδοξος Ρωμιός» εκείνος που ξανασηκώθηκε ψηλά από τους εξεγερμένους» (Βλάση Ρασσιά, Υπέρ Της Των Ελλήνων Νόσου, β' έκδοση, εκδ. Ανοιχτή πόλη, σ. 104-105).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Μιλάν οι «Έλληνες Εθνικοί» για «υπόγειες διαδρομές» του πραγματικού Ελληνισμού κατά την Τουρκοκρατία˙ το έργο του Κακριδή, που δείχνει ότι παντού κατά την Τουρκοκρατία, σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας, ακόμα και στις απομονωμένες – όπου δήθεν κρύβονταν οι Παγανιστές «Πραγματικοί Ελληνες», και δεν είχαμε την ευκαιρία να τους παρατηρήσουμε π.χ. στην επανάσταση του 1821 – οι «Έλληνες» θεωρούνταν από τον λαό ένας άλλος διαφορετικός από αυτόν λαός, με ειδωλολατρική θρησκεία, δεν το υπολογίζουν;

Μιλάν για τον Πλήθωνα˙ λες και δεν γνωρίζουν όλοι, ότι οι διανοούμενοι πάντοτε εφεύρισκαν δικές τους ιδέες και θεωρίες και πάντα υπήρχαν οι καταγοητευμένοι μαθητές τους. Και την ζωροαστρική θρησκεία του Πλήθωνα, που μόνο κατα τα ονόματα (των θεοτήτων) έμοιαζε με την αρχαιοελληνική, την αναφέρουν οι Παγανιστές ως απόδειξη αναζωπύρωσης του παγανιστικού ελληνισμού.

Άλλωστε, ο Πλήθων ήταν πολύ επηρεασμένος από τον περσικό Ζωροαστρισμό. Στην Τουρκική αυλή της Αδριανούπολης «έκανε τη γνωριμία ενός μυστηριώδους Εβραίου, του Ελισαίου, πράγμα που φαίνεται σωστό, όπως και το ότι ο Ελισαίος τον μύησε στη διδασκαλία του Ζωροάστρη. Ο Πλήθων συνέθεσε μια ερμηνεία στα μαγικά λόγια του Ζωροάστρη (πρωτοεκδόθηκαν στο Παρίσι το 1599 και στο Άμστερνταμ το 1689), ενώ στους Νόμους γράφει: «καὶ διαφόρων τοῦ θείου ἀνθρώποις τῶν δοξῶν (...) ἡμεῖς κρατίστῃ οὔσῃ τῇ κατὰ Ζωροάστρην ταύτῃ προστιθέμεθα»» (Β.Ν. Τατάκη, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, εκδ. Εταιρίας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1977, σ. 262, 266). Μέγας Έλλην ο Πλήθων. Θήτευσε σε έναν Εβραίο στην Τουρκική αυλή  και θεωρούσε τον Πέρση Ζωροάστρη πνευματικό του πρόγονο! Και πίστευε ο Πλήθων ότι ο Πέρσης Ζωροάστρης είχε την καλύτερη διδασκαλία απ’ όλους. Αυτά όλα είναι ασφαλώς «ελληνικότητα» κι «επιστροφή στους ελληνικούς θεούς». Περισσότερη ελληνικότητα έχουν οι Πέρσες κι οι Τουρκο-Εβραίοι, ενώ οι Ορθόδοξοι καθόλου, σύμφωνα με τους «Έλληνες Εθνικούς».

Αναφέρουν οι «Έλληνες Εθνικοί» τυπικά παραδείγματα της θεατρικής αρχαιολατρίας των νεοελλήνων – χάρην βοήθειας από τους αρχαιολάτρες Δυτικούς και μόνον. Ψάχνουν ψύλλους στα άχυρα, τους βρίσκουν και ωρύονται ότι τα ευρήματά τους αποδεικνύουν την «αλήθεια», πως οι επαναστάτες του 1821 ήταν Παγανιστές˙ ωρύονται ότι το φυλλαράκι που ανακάλυψαν σκαλίζοντας σκιάζει το δάσος, το βουνό στοιχείων που αποδεικνύουν το αντίθετο απ’ αυτό που ισχυρίζονται. Δεν γνωρίζουν τους ορισμούς του «Έλληνα» από όλες τις Εθνοσυνελεύσεις του 1821; Έλληνας=Χριστιανός, λένε. Αυτές γιατί κάνουν πως δεν τις βλέπουν; Δε γνωρίζουν άραγε οι «Έλληνες Εθνικοί» πώς εισήχθη η αρχαιολατρία εν Ελλάδι; Προφανώς τούς είναι άγνωστο το κείμενο αυτό του Cyril Mango («Βυζαντινισμός και Ρομαντικός Ελληνισμός»): «Ένας νέος μύθος, αυτή τη φορά ένας μύθος κατασκευασμένος στη Δυτική Ευρώπη, ήταν έτοιμος να πάρει τη θέση του Βυζαντινισμού ως το ιδανικό του ελληνικού λαού. Ηταν ο μύθος του ρομαντικού ελληνισμού. Διαμορφωμένος κυρίως στο β' μισό του 18ου αιώνα, ο μύθος αυτός έχει και τη σοβαρή του όψη.(..) Πιο πρόσφορη όσον αφορά την απήχησή της στα ευρύτερα στρώματα του δυτικοευρωπαϊκού λαού ήταν η φυγή σε μια χρυσαφένια πολιτεία του ονείρου, σε μιαν απλή αγροτική ζωή , που φαινόταν να προσέφερε η Ελλάδα. Ο καθένας ήθελε να γίνει βοσκός στην Αρκαδία. Η μόδα για κάθε ελληνικό δεν είχε πια όρια: ελληνικές ωδές, ελληνικά θεατρικά έργα, ελληνικές περούκες, ελληνικές ζωγραφιές, ελληνικά έπιπλα. Και μέσα σ' αυτήν την υπερδιέγερση, το κοινό ανακάλυψε ξαφνικά ότι υπήρχαν και πραγματικοί Έλληνες, με σάρκα και οστά, γνήσιοι απόγονοι του Θεμιστοκλή που αγκομαχώντας περίμεναν να ανακτήσουν την ελευθερία τους με τη βοήθεια των εκ Δύσεως αδελφών τους» (Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, Λαογραφικά μελετήματα, εκδ. Νέα σύνορα-α.λιβάνης, σ. 228).

Δεν γνωρίζουν οι «Έλληνες Εθνικοί» τις διατάξεις των συνταγμάτων στα τέλη του 1821 που γράφουν «αείμνηστοι ημών χριστιανοί αυτοκράτορες της Ελλάδος»; Μόνο κοιτούν το κλαδί και όχι το δάσος των δεκάδων αναφορών του 1821 στην εξίσωση Ελληνισμού-Χριστιανισμού και στην ανάμνηση της βυζαντινής καταγωγής;

Βεβαίως, το όνομα Έλληνας επικράτησε ως νεώτερο εθνικό όνομα, κι όχι το Ρωμηός. Αλλά εξ αρχής, χωρίς καμμία καθυστέρηση, το «Ελληνας» είχε Ρωμαίικη σημασία, κι όχι Παγανιστική. Τα ονόματα έχουν τη σημασία που τους δίνεται κάθε φορά˙ και η σημασία που εδόθη από τους επαναστάτες ήταν Χριστιανική κι όχι άλλη. Αλλά ορισμένοι, επειδή οι ίδιοι εκλαμβάνουν το «Ελληνας» ως κάτι που πάντα είχε τάχα την ίδια σημασία, πιστεύουν ότι το επαναστατικό «Ελληνας» αποτελούσε δικαίωση του Παγανισμού και των «πραγματικών Ελλήνων» που «δεν εκχριστιανίστηκαν».

Ακόμη και ο  Κολοκοτρώνης, που απέρριπτε το «Ρωμιός» και υπεστήριζε το «Ελληνας», είπε αυτά εδώ: «Όταν πιάσαμε τ' άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως και έπειτα υπέρ Πατρίδος» (στην εφημ. "Αιών" των Αθηνών, 13/11/1838). Υπέρ ποιας Πίστεως, πολέμησε ο Κολοκοτρώνης; Των Νεοπαγανιστών ή της Χριστιανικής; Του Δία ή του... «Τζεσουά»;

Μήπως θα φέρουν οι Παγανιστές, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ως παράδειγμα, που πέθανε τάχα ως «Αυτοκράτωρ Ελλήνων», κι όχι «Αυτοκράτωρ Ρωμαίων»; Να τονίσουμε ξανά, μήπως, αυτό που δεν αντέχουν και δεν θέλουν να αναλογιστούν; Ότι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είπε αυτά εδώ: «Ξέρετε καλά, αδελφοί, πως για τέσσερα πράγματα έχουμε κοινή υποχρέωση όλοι να προτιμήσουμε να πεθάνουμε, παρά να ζούμε, πρώτο για την πίστη και την ευσέβειά μας, δεύτερον για την πατρίδα (...) Αν για τις δικές μου αμαρτίες ο Θεός παραχωρήσει τη νίκη στους ασεβείς, ριχνόμαστε στον κίνδυνο για την πίστη μας την αγία, την οποία ο Χριστός μάς χάρισε με το δικό του αίμα˙ κι αυτό είναι το κυριότερο απ’ όλα (...)» Χρονικό Αλώσεως, Γεωργίου Φραντζή, κεφ. 6. Αυτό  το πράγμα, ο Κολοκοτρώνης κι ο Παλαιολόγος τον Έλληνα και την Ελληνικότητα να τα ορίζουν ενάντια στους καθυστερημένους χρονικά ορισμούς τους, δεν λέει στους «Έλληνες Εθνικούς» τίποτα; Ή θα το αποκρύψουν κι αυτό;

Άλλωστε, το όνομα Ελλάδα κατά την έναρξη της επανάστασης του 1821 ουδεμία σχέση είχε με όσα ισχυρίζονται οι "Ελληνες Εθνικοί" σήμερα. Ελλάδα σήμαινε τα Βαλκάνια. «Ο Μωρέας, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία, τα νησιά του Αρχιπελάγους, εν ένι λόγω η Ελλάς άπασα έπιασε τα όπλα δια να αποτινάξει τον βαρύν ζυγόν των βαρβάρων», λέει στην προκήρυξή του στο Ιάσιο (24/2/1821) ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι, λοιπόν, είναι Έλληνες˙ το ίδιο λέει κι ο Θ. Νέγρης στο «Ανάπτυξις του νόμου της Επιδαύρου» στα 1824. Όλα τα συντάγματα του αγώνα θεωρούν «Έλληνα» τον Χριστιανό. Ακόμη κι ο Ανώνυμος ο Έλλην στην Ελληνική Νομαρχία, θεωρεί ταυτόσημο το Ελληνας με το Χριστιανός: «εις την Ευρώπην .... οι δε Χριστιανοί ως προς τους οθωμανούς, είναι ως το 115 προς το 29. Τόσον πλήθος Ελλήνων, πώς άρα γε να ζεί;» (1, 18). Αυτόν τον Έλληνα είχαν κατα νού οι επαναστάτες του 1821, κι όχι τις ιδέες των Νεοπαγανιστών.

Κι αλήθεια, αυτοί οι ανύπαρκτοι Παγανιστές της Τουρκοκρατίας, αφού επιβίωσαν, τι πολιτισμό είχαν; Μάγια και δεισιδαιμονίες; Πόσα αρχαία κείμενα αντέγραψαν; Περισσότερα από τους Ορθόδοξους; Πού κρύβονταν, ενώ.. μεγαλουργούσαν με τον αρχαίο πολιτισμό τους επί Τουρκοκρατίας, κρυφά απ’ τα μάτια των γειτόνων τους, δίπλα ακριβώς από αυτούς (διότι κι οι Χριστιανοί είχαν ανέβει στα βουνά, για να ξεφύγουν απ’ τους Τούρκους); Πού ήταν το 1821 και γιατί δεν ύψωσαν τα ξόανα, όπως οι Ορθόδοξοι ύψωσαν το Σταυρό; Τα παραμύθια της Χαλιμάς, σε νέα έκδοση.

Δεν δικαιούνται οι «Έλληνες Εθνικοί» παντός τύπου να μιλάνε για πραγματικούς Έλληνες και για «μη Ελληνες Ρωμιούς». Ρωμαίος αυτοκράτορας, από την Μοισία (Βουλγαρία) δεν ήταν ο Ιουλιανός; Γιατί δεν επαναστατήσανε εναντίον του; Γιατί δεν του συστήσανε οι Ειδωλολάτρες να μετωνομάσει σ' ελληνική την αυτοκρατορία; Ο Λιβάνιος γιατί δεν αγωνίστηκε για την αποτίναξη του «Ρωμαϊκού» ζυγού; Γιατί δεν έγραψε κανέναν λόγο υπέρ της απελευθέρωσης της Ελλάδας, αφού μόνο οι Ειδωλολάτρες είναι πραγματικοί Ελληνες, και δήθεν πραγματικοί πατριώτες; Συρο-Εβραίος δεν είναι ο Μάλχος-Πορφύριος, που οι Νεοπαγανιστές τον κάνουν «πραγματικό Ελληνα», εναντίον του οποίου ήρθαν «οι ορδές των εκχριστιανισμένων βαρβάρων»; Τους Ρωμαίους δεν υπηρετούσε ο Ειδωλολάτρης ελληνικής καταγωγής Αμμιανός Μαρκελλίνος, πιστά και νομοταγώς; Βάρβαρος δεν είναι ο Σύριος ειδωλολάτρης Ιάμβλιχος, που τον παριστάνουν με τα χαλδαϊκά του λόγια ως υπόδειγμα ελληνικότητας; Για την υπεράσπιση της «μη ελληνικής» Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας εν τέλει δεν αγωνίζεται ο Κέλσος στον Λόγο Αληθή;

Να σταματήσουν οι «Έλληνες Εθνικοί» να μιλάν για «πραγματικούς Ελληνες» που διατήρησαν τάχα τον παγανισμό τους, καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας και μάλιστα της Τουρκοκρατίας. Αυτοί οι ίδιοι οι πρωτεργάτες του Νεοπαγανισμού είναι λαμπρό παράδειγμα του πώς εμφανίστηκε ο ελληνικός Νεοπαγανισμός. Ειλικρινά, δεν πιστεύουμε ότι υπήρχαν Έλληνες, κατά την Τουρκοκρατία ή και μετά το 1821, οι οποίοι π.χ. κάθε βράδι έμπαιναν  κρυφά – για να μην τους δουν οι Χριστιανοί γείτονες – στο κατώι των σπιτιών τους, στο χωριό, κρατώντας θυμίαμα, και θυμιάτιζαν κάποιο αρχαιοελληνικό αγαλματίδιο ελληνικής θεότητας, το οποίο ήταν σε μια γωνιά στημένο, προσευχόμενοι στους Δώδεκα θεούς, κι απόγονοι αυτών των «Κρυφοεθνικών» είναι οι σημερινοί «Έλληνες Εθνικοί», οι οποίοι αποκάλυψαν την ταυτότητά τους. Όχι βέβαια. Αλλά έγιναν «δωδεκαθεϊστές» με τον τρόπο που περιγράφουν οι ίδιοι στο περιοδικό Τρίτο Μάτι, τεύχος 72, σ. 2 : «Και πώς άρχισες, ρε Βλάση, το δρόμο σου στην αρχαιοελληνική παράδοση, τον ρώτησα. –Να σου πώ. Πάντα έψαχνα το γνήσιο. Ήμουν λοιπόν κάποτε στην Αμερική και ένοιωσα ότι βρέθηκα μπροστά σε έναν σαμάνο αυθεντικό, όχι από αυτούς τους κάλπικους που περιοδεύουν τον κόσμο και διδάσκουν. Αφού τον άκουσα προσεκτικά και κέρδισε την εμπιστοσύνη μου, τον ρώτησα: «Ποιο δρόμο μου συστήνεις;» -«Ακολούθησε την παράδοση που μιλά με την γλώσσα στην οποία ονειρεύεσαι»!» Και, είναι να απορεί κανείς, η Ορθοδοξία στην Ελλάδα δεν μιλά ελληνικά, οι δεκάδες χιλιάδες σελίδων στην Πατρολογία δεν είναι στα ελληνικά, ώστε να την ονειρευτούν και την ορθόδοξη παράδοση; Ή τους είπε ο – αν είναι δυνατόν – «αυθεντικός»  σαμάνος (Άραγε «αυθεντικός» σημαίνει και «σοφός»;), εκτός από το να ακολουθήσουν την παράδοση που μιλά στη γλώσσα τους, να πολεμήσουν κι όλες τις άλλες, που επίσης μιλούν στην ίδια γλώσσα;

Σεβαστό, βεβαίως, το δικαίωμα του καθενός να διαλέγει ό,τι επιθυμεί με τον τρόπο που το επιθυμεί, ανεξάρτητα από το ποια φιλοσοφική άποψη ακολουθούσε παλιότερα. Όμως, όταν κάποιοι, που πριν λίγα χρόνια ακολουθούσαν νεοεποχίτικες ή εξωελληνικές ή δυτικοευρωπαϊκές νεωτερικές θεωρίες γίνονται απευθείας «πραγματικοί Έλληνες», ενώ ταυτόχρονα αποκαλούν τους υπόλοιπους Έλληνες «εβραιόψυχους» και «Χατζηέλληνες» (μη πραγματικούς Έλληνες), τότε δεν πρόκειται για το δικαίωμα των Νεοπαγανιστών για ελεύθερη επιλογή θρησκείας ή κοσμοαντίληψης, αλλά για το απαράδεκτο «δικαίωμα» των «Ελλήνων Εθνικών» να αρνούνται με υβριστικό μάλιστα τρόπο (εκτός κι αν το «χατζηέλληνες» είναι ουδέτερος χαρακτηρισμός) τον αυτοπροσδιορισμό των μη Νεοδωδεκαθεϊστών Ελλήνων ως πραγματικών Ελλήνων. Και στο κάτω κάτω, η Γαλιλαία βρίσκεται πιο κοντά στην Ελλάδα απ’ ό,τι η Β. Αμερική ή η Χαλδαία ή η Θούλη των Ελλήνων ναζιστών.

 

 

  43. "Ότι πολλά αρχαιοελληνικά έθιμα του λαού μας διατηρήθηκαν εις πείσμα των απαγορεύσεων δείχνει ότι οι Έλληνες είναι υποταγμένοι στους χριστιανούς κατακτητές. Αλλά και όσα ακόμη διατηρούνται – π.χ. Αναστενάρια – διώκονται από την Εκκλησία".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

α') Ότι πολλά αρχαιοελληνικά έθιμα επιβιώνουν ή επιβίωναν μέχρι πρόσφατα δεν σημαίνει ό,τι οι Ν/Π νομίζουν, αλλά ότι κανείς δεν τα απαγόρευσε, τουλάχιστον τόσο ώστε να ατονήσουν ή να χαθούν. Αν ήθελε να χρησιμοποιήσει βία το βυζαντινό κράτος, θα είχαν εξαφανιστεί τα έθιμα. Αν το ίδιο ήθελε η Εκκλησία, θα πετύχαινε την εξαφάνισή τους. Διώκει τα αναστενάρια με τη βία η Εκκλησία; Κάλεσε την αστυνομία να διαλύσει τους εορτάζοντες; Απλώς τα καταδικάζει κι αφήνει καθέναν ελεύθερο να πράξει ό,τι θέλει.

β') Αυτό που δεν κατανοούν για το Χριστιανισμό οι Ν/Π, όντας πανάσχετοι, είναι ότι ο Χριστιανισμός έχει τη δύναμη και τη ζωτικότητα να αποδέχεται μια τελετή ή ένα έθιμο και να την μεταμορφώνει ως προς το περιεχόμενό της δίνοντάς της καινούργιο ή άλλο, έτσι ώστε η αποδοχή του να μην σημαίνει εκφυλισμό του Χριστιανισμού. Ο Χριστιανισμός δεν έφερε κάτι καινούργιο στις τελετουργικές πρακτικές, αλλά ακριβώς εδώ φαίνεται η δύναμή του, ότι δανείστηκε από τις υπάρχουσες χωρίς να πάθει τίποτε. Δεν πρόκειται φυσικά για «κλοπή», όπως θα ισχυριστούν τίποτε Νεοπαγανιστές αυτοδιορισμένοι Χωροφύλακες του Ελληνικού Πολιτισμού, αλλά για ελεύθερη επιλογή ενός πολιτιστικού αγαθού. Εάν π.χ. προσφέρονταν σταφύλια στη γιορτή ενός εθνικού θεού, ο Χριστιανισμός το αποδέχθηκε αλλάζοντας τον αποδέκτη. Ούτε αυτή η τακτική ήταν «ύπουλη» (για να μπερδευτούν οι Ειδωλολάτρες), όπως θα ισχυριστούν τίποτε Νεοπαγανιστές που θεωρούν τους εκχριστιανισμένους Εθνικούς του 5ου ή του 6ου μ.Χ. αι. τόσο ηλίθιους, ώστε να πιστεύουν ότι αυτοί (οι Εθνικοί του 5ου αι.) δεν είχαν συναίσθηση τού σε ποιον θεό έκαναν τις προσφορές! Ακόμη και πριν από λίγες δεκαετίες γίνονταν θυσίες βουβαλιών ή άλλων ζώων σε χριστιανικές γιορτές, δίχως να προκύψει σοβαρό ζήτημα, κι αυτό γιατί η θυσία αυτή είχε χάσει το ειδωλολατρικό της περιεχόμενο και νόημα και ήταν απλώς ένα τοπικό αβλαβές έθιμο. Ουδέποτε βλάφτηκε πρακτικά η Εκκλησία από αυτά τα έθιμα.

γ') Ασφαλώς αποτελεί μεγάλη νεοπαγανιστική απάτη ή ανοησία να θεωρούνται κρυπτοπαγανιστές ή Παγανιστές όλοι οι (νεο)Έλληνες που συμμετέχουν ή συμμετείχαν στα έθιμα αυτά τώρα ή τους προηγούμενους τελευταίους αιώνες. Όσοι συμμετείχαν ή συμμετέχουν σε τέτοια έθιμα και ακολουθούν τέτοιες πρακτικές ουδόλως έχουν/είχαν μεράκι να λατρέψουν το Δία. Αυτό που ήθελαν ήταν να συνεχίσουν ένα έθιμο, που φυσικά – πάνω από μια χιλιετία – είχε πάψει να λογαριάζεται (από τον κόσμο που το συνέχιζε) ως ειδωλολατρικό ή σχετιζόμενο με τους «θεούς». Έχουν παρατηρηθεί πολλά ειδωλολατρικά έθιμα, όπως οιωνοσκοπία με χρήση οστού αρνιού ή τοποθέτηση χρημάτων σε νεκρούς. Τα έθιμα σαφώς έχουν ειδωλολατρική προέλευση, σαφώς καταδικάζονται από την Εκκλησία, αλλά για τον τελούντα το έθιμο δεν έχουν καμμία σχέση με τους «θεούς», των οποίων ακόμη και την «ύπαρξη» ασφαλώς αγνοεί.

δ') «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χριστιανικά λατρευτικά και άλλα λαϊκά έθιμα ανάγονται γενετικά σε προχριστιανικές παραδόσεις. Όπως επίσης δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάποια νήματα που διαπερνούν τα βάθη της ιστορίας και της λαϊκής ψυχής συνδέουν μεταξύ τους τις μορφές της αρχέγονης θηλυκής θεότητας, της Αθηνάς ή της Κυβέλης με τη θεομητορική μορφή της Παναγίας, όπως συνδέουν τη μορφή του Περσέα μ’ αυτές του Άη Γιώργη και του Διγενή, ακόμα και τις μορφές του Ορφέα και του Διονύσου με τη θεανδρική μορφή του Ιησού Χριστού. Με λίγα λόγια, πολλά από τα σχήματα της εκκλησιαστικής και της ελληνικής δημοτικής παράδοσης ανάγονται πράγματι σε θεμελιώδη ψυχικά-πολιτιστικά αρχέτυπα, που χάνονται στα βάθη της ανθρώπινης προϊστορίας. Αν περιοριστούμε όμως στα θρησκειολογικά, εθνολογικά, λαογραφικά κριτήρια, οι μορφολογικές ομοιότητες κινδυνεύουν να μάς παρασύρουν σε μια σύγχυση μεταξύ ψυχικού-πολιτιστικού και πνευματικού-οντολογικού επιπέδου. Επίσης, μια ανιστορική σύγκριση αφηρημένων τύπων και δομών μάς αποκρύβει τη σημασία της προσωπικής και ιστορικής συγκυρίας, την προσωπική υπαρξιακή ταλάντευση και τα πνευματικά διλήμματα των συγκεκριμένων υπαρκτών προσώπων μέσα στον συγκεκριμένο ιστορικό χώρο και χρόνο. Έτσι, μ’ όλα αυτά, δεν αντιλαμβανόμαστε ότι μεγάλες πνευματικές ρήξεις και επαναστάσεις της ιστορίας συντελούνται παρά τη φαινομενική συνέχεια των πολιτιστικών σχημάτων, και μόνο χάρη σε κάποιες – ανεπαίσθητες πολλές φορές – μετατοπίσεις στους συμβολισμούς των αρχετύπων. Χωρίς αυτόν τον μίτο, δεν μπορεί κανείς να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία πέτυχε σταδιακά τον εκχριστιανισμό των «Εθνών» και την πνευματική μετάπλαση των αρχαίων παραδόσεων. Χωρίς αυτήν την ερμηνευτική κατανόηση και διείσδυση στο πνευματικό-οντολογικό περιεχόμενο των δημοτικών μας παραδόσεων, δεν μένει παρά μια πνευματικώς «ουδέτερη» μορφολογία (ηθών, εθίμων και διαφόρων άλλων πολιτιστικών στοιχείων), που αφήνει περιθώριο για μια σειρά θρησκειολογίζουσες και κοινωνιολογίζουσες συγχύσεις. Αν κανείς ξεπεράσει όλους αυτούς τους σκοπέλους και εισέλθει στο πνευματικό βάθος της παράδοσης, τότε καταλαβαίνει πόσο φτωχές είναι από πνευματική άποψη και γιατι δεν τελεσφορούν οι διάφορες προσπάθειες φολκλορικής αναβίωσής της, ή μ’ άλλα λόγια, γιατί στερημένη απ’ τον πνευματικό δυναμισμό της, η παράδοση αυτή δεν εκφράζει παρά έναν επιφανειακό και άγονο συναισθηματισμό» (Βασίλη Ξυδιά, «Οι «Έλληνες» ξανάρχονται», Σύναξη, τ. 69). Δεν υπάρχει δηλαδή ταυτότητα εθίμου και του παγανιστικού ήθους, όπως ισχυρίζονται οι Ν/Π που νομίζουν ότι τα δημοτικά έθιμα είναι.. (μανία που έχουν με την ιδιοποίηση) δικά τους

ε') Το αστείο (Τραγικό μάλλον, αν σκεφτεί κανείς πως μερικοί αρχαιολάτρες ήθελαν και θέλουν  τον «επανελληνισμό» των Νεοελλήνων, μέσω της «αποβυζαντινοποίησής» των) είναι  πως για όσο καιρό (πριν ή μετά το 1821) οι Νεοέλληνες παρέμεναν βυζαντινοί και δεν είχαν εκδυτικιστεί, διατηρούσαν τα ελληνικά αρχαία έθιμα π.χ. πίστευαν στον ύπαρξη «κάτω κόσμου», τον Άδη, τον Χάρο,  έκαναν ακόμα και προσφορές κεριών σε σχήμα φαλλού σε εκκλησίες (στη Μ.Ασία), σε αρκετές γιορτές τους τραγουδούσαν τραγούδια βωμόλοχα (στα χωριά), όπως ακριβώς οι αρχαίοι στις αρχαίες γιορτές, έβαζαν νόμισμα στο στόμα του νεκρού κ.ά., ενώ μόλις εκδυτικίστηκαν και έγιναν «απευθείας απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων» και «αρχαιολάτρες», ξέχασαν όλη  αυτή την ποικιλία αρχαιοελληνικών εθίμων. Κανείς δε μιλάει πια για «Άδη», ούτε για «Κάτω Κόσμο». Μιλάει για «παράδεισο» με θηλυπρεπή αγγελάκια κτλ. Κανείς δεν θα αποδεχόταν πια – δεν θα του φαίνεται τόσο αυθόρμητο – ένα δημοτικό τραγούδι του τύπου:

«Ο κάτω κόσμος είν κακός, γιατί δεν ξημερώνει / γιατί δεν κράζει ο πετεινός, δεν κελαδεί το αηδόνι
εκεί νερό δεν έχουσι και ρούχα δε φορούσι, / μόνο καπνό μαειρεύουσι και σκοτεινά δειπνούσι,»

είτε αρχαιολάτρης είναι είτε «ελληνοχριστιανός»
ή

«Τίποτις δεν εσκιάχτηκα, μόνο το πρώτο βράδι / που ταν τα φίδια σταυρωτά, και οι οχιές πλεγμένες
κι ένα φιδάκι κολοβό στα μάτια με κοιτάει. / -τι με κοιτάς φιδάκι μου άγρια και κακιωμένα; / -εγά θα φάω τα μάτια σου και τη γλυκιά σου γλώσσα / και στα ξανθά σου τα μαλλιά θα φτιάξω τη φωλιά σου».

Αντίθετα, θα λένε ανέκδοτα περί άγιου Πέτρου στην πύλη του παράδεισου. Δηλαδή, τα έθιμα αυτά, αν και παγανιστικά, ήταν πλέον  συνδεδεμένα με την χριστιανική θρησκεία. Ουδόλως η ύπαρξή τους σήμαινε παγανιστική διάθεση. Αντιθέτως, μόλις οι πρόγονοί μας εκδυτικίστηκαν και το κράτος τους φόρεσε τον μανδύα της «Αρχαιοελληνικής συνείδησης», τα αρχαιοελληνικά έθιμα έσβησαν σταδιακά. Σε συνδυασμό με το γεγονός – όπως απέδειξε ο Κακριδής – ότι οι άμεσοι πρόγονοί μας (ο λαός) είχαν αρχαιοελληνικά έθιμα, χριστιανική πίστη και ρωμαίικη ελληνική συνείδηση, καταρρίπτεται το σαθρό επιχείρημα του Νεοπαγανισμού περί ταύτισης δημοτικών εθίμων και Παγανιστικής θρησκείας. Άλλο η απώτατη καταγωγή τους κι άλλο η εν συνεχεία αποσύνδεσή τους από αυτήν.

στ') Πάρα πολλά έθιμα εξαφανίστηκαν κατά τον 20ο αιώνα, λόγω του μοντέρνου τρόπου ζωής και της αστυφιλίας και όχι λόγω του Χριστιανισμού. Όπως είδαμε, πολλά αρχαία έθιμα, θρησκευτικά και μη, επιβίωσαν στον Χριστιανισμό. Ώς τα μέσα του 20ου αιώνα, όταν οι περισσότεροι Έλληνες ήταν αγρότες, τα έθιμα διατηρούνταν. Αρκεί να διαβάσει κανείς λαογραφικά βιβλία από κάθε περιοχή της Ελλάδας κι από κάθε απλό χωριό, για να διαπιστώσει ότι πανάρχαια έθιμα υπήρχαν ώς τη δεκαετία του 1940-1950. Οι δεκάδες μαρτυρίες μέσα στα βιβλία αυτά, πως «μέχρι πρόσφατα» τα έθιμα αυτά υπήρχαν καθιστούν αβάσιμες τις κραυγές των Νεοπαγανιστών ότι ο Χριστιανισμός εξαφάνισε δια πυρός και σιδήρου τα χιλιάδες αυτά έθιμα. Όταν ξενητεύτηκαν οι κάτοικοι της επαρχίας ή όταν ήρθαν στις πόλεις, ξέχασαν, όπως ήταν φυσιολογικό όλα τα έθιμα. Επιπλέον η τηλεόραση και ο εκδυτικισμός παρέσυραν τα πάντα. Τη στιγμή, λοιπόν, που παππούδες ή και γονείς ακόμη που γεννήθηκαν στα χωριά, θυμούνται τα έθιμα αυτά, είναι ανόητος ο ισχυρισμός ότι σήμερα δεν έχουμε έθιμα λόγω του Χριστιανισμού.

 

 

  44.  "Εξαιτίας του Χριστιανισμού οι Έλληνες έπαψαν να έχουν αποκλειστικά δικούς τους θεούς και αναγκάστηκαν να λατρεύουν μαζί με τα άλλα έθνη έναν θεό. Αυτό οδήγησε και στην παρακμή της Ελλάδας".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Διόλου δεν σταμάτησαν οι Έλληνες να είναι Έλληνες, όταν παράτησαν το Δία για χάρη του Μίθρα, του Όσιρι, της Κυβελης και άλλων θεών. Εάν η εγκατάλειψη της προπατορικής και αρχικής θρησκείας συνιστά εθνική αυτοκτονία και αφελληνισμό, τότε γιατί οι Ν/Π δεν αποκαλούν τους ήδη από τον 4ο αιώνα π.Χ. εν Ελλάδι πολλούς λάτρεις των μυριάδων ανατολικών θεοτήτων «προδότες», «αφελληνισμένους» ή «ηλίθιους»; Αφού η «Ελληνική Θρησκεία» είχε ξεφτίσει αντικαθιστάμενη ακόμα και στην κυρίως Ελλάδα από ξένες θεότητες κατά την Ελληνιστική εποχή, θα έπρεπε οι Νεοπαγανιστές να κηρύξουν το τέλος του ελληνικού έθνους τρεις και δύο αιώνες ήδη προ Χριστού.

Ας αποφασίσουν λοιπόν οι Νεοδωδεκαθεϊστές τι αποδέχονται: ότι η θρησκεία και το έθνος πάνε εις αεί μαζί ή ότι δεν πάνε; Αν νομίζουν πως δεν πάνε αναγκαστικά μαζί, τότε να πάψουν να νομίζουν πως η αποδοχή μιας νέας θρησκείας, του Χριστιανισμού, σήμανε το τέλος του ελληνικού έθνους και του ελληνικού πολιτισμού.  Αν νομίζουν πως πάνε μαζί, τότε, εφόσον δεν θέλουν να βγάλουν «ανθέλληνες» ή «μη έλληνες» ή «εβραίους»  ή «κρυπτοεβραίους» ή «μισοεβραίους» ή «εβραίους με ελληνική συνείδηση», ή «έλληνες με εβραϊκή συνείδηση», ή «παραπλανημένους» (Είναι  τόσο  φαντασμένοι  και που πιστεύουν πως  μόνο  οι  ίδιοι  έχουν  εκλέξει  ελεύθερα  τη  θρησκεία τους ή ότι στην αρχαία εποχή ο όχλος εξέλεγε  προσωπικά  κι  ελεύθερα  τη  θρησκεία του. Γι’ αυτό και έχουν αυτό το ύφος ψηλομύτηδων ελιτιστών: «εμείς τα ξέρουμε όλα, εσείς κοιμάστε, ζώα».) ή ό,τι άλλο φαντάζονται στα μυαλά  τους για τα 10 εκατομμύρια πλην του εαυτού τους, τότε να δεχτούν την παρούσα ταύτιση.  

Όντως η θρησκεία προσδίδει κάτι το ιερό στην ύπαρξη ενός λαού, αλλά τούτο δε σημαίνει ούτε πως η θρησκεία αναγκαστικά πρέπει να παραμένει η ίδια ανά τους αιώνες, ούτε πως αποκλείεται να υπάρξει έθνος δίχως ο παράγων θρησκεία να είναι το ενοποιητικό στοιχείο του. Για παράδειγμα, η αρχαία παγανιστική θρησκεία των Ελλήνων ήταν ενοποιητικός παράγοντας του ελληνικού έθνους. Όταν αυτή από τον 4ο αιώνα π.Χ και μετά άρχισε να παρακμάζει, επειδή οι Έλληνες δεν της έδίναν πια τόση σημασία κι επειδή λάτρευαν άλλους θεούς, αυτό καθόλου δεσημαίνει πως εξαφανίστηκε το ελληνικό έθνος ή ο πολιτισμός του: απλώς σημαίνει πως η συγκεκριμένη θρησκεία ήταν ανεπαρκής πλέον να εξασφαλίσει την συνοχή των Ελλήνων. Απλώς σημαίνει ότι οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες την βρήκαν μη ικανοποιητική για τις πνευματικές τους ανάγκες. Όταν, μετά από μια περίοδο κοσμοπολιτισμού και παρόλους τους διωγμούς ο χριστιανισμός άρχισε να εξαπλώνεται και να επικρατεί στην ελληνόφωνο τμήμα της αυτοκρατορίας, αυτό σήμαινε δύο πράγματα: πρώτον ότι το ενοποιό στοιχείο για τους Έλληνες θα ήταν αυτή η συγκεκριμένη θρησκεία και δεύτερο – και σημαντικότερο – ότι η θρησκεία αυτή ικανοποιούσε καλλίτερα τις πνευματικές τους ανάγκες απ’ ό,τι οι ανατολικές παγανιστικές θεότητες ή το δωδεκάθεο (το οποίο είχε κατ’ ουσίαν απορριφθεί χάριν των ανατολικών θεοτήτων, πολύ πριν εμφανιστεί και διαδοθεί ο Χριστιανισμός). Όμως, σήμερα, εφόσον η ιδέα του «έθνους» έχει αυτονομηθεί και εκκοσμικευθεί, το να γίνονται δεκτοί ως μέλη ενός έθνους άνθρωποι άθρησκοι ή άθεοι ή διάφορων θρησκειών καθόλου παράξενο δεν θεωρείται.

        Το ότι η καινούργια θρησκεία (ο Χριστιανισμός) ήταν ταυτόχρονα και θρησκεία άλλων λαών καθόλου δεν σημαίνει έλλειψη «εθνικού χρώματος» στην πρόσληψη της θρησκείας αυτής από την κάθε λαότητα ή αποεθνικοποίηση. Άλλη εκκλησιαστική και δημοτική μουσική έχουν οι Ρώσσοι Ορθόδοξοι κι άλλη οι Έλληνες Ορθόδοξοι. Άλλη τεχνοτροπία έχουν στους ναούς τους ο κάθε λαός. Κατηγορούν οι νεοδωδεκαθεϊστές την Ορθοδοξία ότι απαγόρευσε τα ελληνικά έθιμα. Από πού συμπεραίνουν αυτό το πράγμα; Οι χιλιάδες χοροί και τα δεκάδες χιλιάδων δημοτικά τραγούδια γιατί παρέμειναν ζωντανά ώς τις μέρες μας, αφού υποτίθεται πως η θρησκεία τα απαγόρευσε απηνώς; Αλλά, από την ιστορία βλέπουμε ότι λ.χ. η τέλεση των Παναθηναίων μαρτυρείται ώς το 267 μ.Χ. (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ΄, σ. 175). Τι έγινε μετά; Φταίει κι εδώ ο Χριστιανισμός;

Κανονικά θα έπρεπε, σύμφωνα με όσα οι Νεοπαγανιστές ισχυρίζονται, να μήν υπάρχουν ελληνικοί χοροί και τραγούδια. Όμως  μόνο τα έθιμα σχετικά με τις θυσίες στους παγανιστικούς θεούς απαγορεύτηκαν. Ο παράγων θρησκεία αφενός προσαρμόστηκε στα διάφορα έθιμα των λαών, αφετέρου ήδη από την ελληνιστική εποχή έπαψε να υποτάσσεται στο δόγμα «κάθε λαός και θρησκεία». Ήδη από τότε λάτρεις ενός θεού μπορούσαν να είναι άνθρωποι διαφόρων εθνοτήτων, αυτό φυσικά δε σήμαινε πως έχαναν την εντοπιότητά τους. Οι Έλληνες δεν αφελληνίστηκαν λατρεύοντας μαζί με τους Αιγύπτιους τον Σέραπι ή την Ίσιδα, ή με τους πέρσες τον Μίθρα, ή μαζί με τους Σύριους την Κυβελη.

Συνεπώς είναι ψέμμα ο νεοπαγανιστικός ισχυρισμός ότι εξαιτίας του Χριστιανισμού οι Έλληνες έπαυσαν να έχουν δικούς τους αποκλειστικά εθνικούς θεούς. Τρεις αιώνες πρό Χριστού είχε ήδη συμβεί αυτό. Τι συνέβη; Τώρα, μετά από 23 αιώνες το συνειδητοποίησαν αυτό οι Νεοπαγανιστές; Πού ήταν τότε; Κοιμόντουσαν; Είχαν τρυπώσει σε καμμιά τρύπα της Ακρόπολης; Τώρα τους έπιασε το μεράκι να «μας διορθώσουν»;

 

 

  45. «Έθνη που προσκυνούν ξένους θεούς είναι καταδικασμένα να υποδουλωθούν και μία μέρα να αφανισθούν. Το Ελληνικό έθνος δεν πρόκειται να ξεφύγει από αυτόν τόν κανόνα όσο προσκυνά τον ραββίνο Τζεσουά». 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: «Μια μέρα είναι καταδικασμένα να αφανιστούν». Τι θα πει, «μια μέρα»; Σήμερα; Αύριο; Σε δέκα χρόνια; Σε 30 αιώνες μήπως; Ζήσε μάη να φας τριφύλλι; Διότι οι Έλληνες προσκυνούν έναν «μη ελληνικής προέλευσης» θεό εδώ και 18 αιώνες, δηλαδή πολύ περισσότερο διάστημα απ’ όσο προσκυνούν τον ίδιο τον Δία και τους άλλους, και φαίνεται πως ακόμα δεν σκοπεύουν να αφανιστούν. Πώς δεν εξαφανίστηκαν; Με τέτοια ψευδολογήματα, θεοκρατικές αντιλήψεις και απειλές οι  «Ελληνες Εθνικοί» προσπαθούν να τρομάξουν τους Έλληνες. Όμως ο Κολοκοτρώνης που μάς απελευθέρωσε έλεγε : «Ο Θεός έβαλε την υπογραφή του για την ελευθερία της Ελλάδας, και δεν την παίρνει πίσω». Μήπως τώρα θα αντιπούν τίποτε Ν/Π ότι ο Κολοκοτρώνης εννοεί το Δία ή κάποιον άλλον, μη χριστιανικό θεό, να σηκωθεί ο Κολοκοτρώνης να τους πάρει στο κυνήγι;

«Ηταν μια εκκλησιά εις τον δρόμο (η Παναγιά στο Χρυσοβίτσι) και το καθησιόν μου ήτο οπού έκλαιγα την Ελλάδα: Παναγιά μου βοήθησε και τούτη τη φορά τους Ελληνας δια να εμψυχωθούν!» (Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Απομνημονεύματα, εκδ. Αφών Τολίδη, σ. 152), λέει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Οι Νεοειδωλολάτρες γράφουν: «Θυμίσου Έλληνα την Μεγάλη Επανάσταση του 2597 μ.π.Ο. όπου ο Κολοκοτρώνης μαζί με τους Οπλαρχηγούς και τα παλληκάρια τους ορκίστηκαν στους Θεούς ότι θα τσακίσουν τους ναζωραίους κατακτητές», ενώ ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης (Λόγος προς τους νέους, στην Πνύκα) γράφει: «Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ' απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν. (....) Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε».

Αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς το ήθος των Νεοπαγανιστών που υποστηρίζουν και διαδίδουν τέτοια αναίσχυντα ψέμματα περί Κολοκοτρώνη.

45a Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΘΕΩΝ

Ο Ηρόδοτος έγραψε ότι η θρησκεία των αρχαίων ελλήνων προήλθε από άλλους λαούς.

Ιστορίαι, 2, 4: «Έλεγαν ότι οι Αιγύπτιοι πρώτοι κατονόμασαν 12 θεούς κι ότι οι Έλληνες πήραν απ’ αυτούς τα ονόματα. Επίσης ότι πρώτοι αυτοί χάρισαν στους θεούς βωμούς, αγάλματα και ναούς, κι ότι χάραξαν πάνω σε πέτρες διάφορες μορφές».

Ιστορίαι, 2, 50: «Όλα σχεδόν των θεών τα πρόσωπα έχουν έρθει στην Ελλάδα από την Αίγυπτο. Ρωτώντας ανακάλυψα πως έτσι έγινε, πως δηλαδή έχουν έρθει από άλλους λαούς. Μου φαίνεται μάλιστα πως οι περισσότεροι έχουν έρθει από την Αίγυπτο. Στη χώρα τους, την Αίγυπτο, υπήρξαν πάντοτε τα πρόσωπα των άλλων θεών, εκτός από τον Ποσειδώνα και τους Διοσκούρους, όπως έχω και προηγουμένως πει, την Ήρα, την Εστία, τη Θέμιδα τις Χάριτες και τις Νηρηίδες. Λέω ό,τι λένε κι οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι. Τα πρόσωπα των θεών, που ισχυρίζονται πως δεν τα ξέρουν, νομίζω πως κατονομάστηκαν από τους Πελασγούς – εκτός από τον Ποσειδώνα. Τον θεό αυτόν οι Έλληνες τον έμαθαν από τους κατοίκους της Λιβύης. Κανένας λαός δεν λάτρευε απ’ την αρχή το πρόσωπο του Ποσειδώνα, παρά μόνον οι άνθρωποι απ΄ τη Λιβύη, που τιμούσαν πάντα αυτόν τον θεό. Οι Αιγύπτιοι λοιπόν δεν αφιερώνουν τελετές ούτε κάν στους ήρωες». Ο Ηρόδοτος δεν εννοεί βέβαια ότι τα ίδια τα ονόματα των θεών του Ελληνικού πανθέου ήρθαν από την Αίγυπτο (γνωρίζει τη διαφορά στις ονομασίες τους, π.χ. Άμμων και Ζεύς: 2, 42), αλλά ότι οι ελληνικοί θεοί προσδιορίστηκαν και η λατρεία τους εγκαθιδρύθηκε και καθορίστηκε με βάση τους Αιγυπτιακούς.

Ιστορίαι, 2, 52: «Οι Πελασγοί πρωτύτερα έκαναν πάντοτε θυσίες και προσφορές στους θεούς, καθώς άκουσα στη Δωδώνη, χωρίς να λένε το όνομα ή την επωνυμία κανενός θεϊκού προσώπου, γιατί δεν είχαν ακούσε τίποτα σχετικό ώς τότε. Τους έδωσαν την προσωνυμία «θεοί» από αυτό το πράγμα, επειδή δηλαδή «έθεσαν» – έβαλαν, όπως λέμε – τάξη παντού και χάρισαν στους ανθρώπους τα πάντα. Όταν όμως πέρασε πολύς καιρός έμαθαν των άλλων θεών τα ονόματα πούφτασαν από την Αίγυπτο. Το όνομα του Διόνυσου το πληροφορήθηκαν πολύ αργότερα. Μετά από καιρό ζήτησαν χρησμό στο μαντείο της Δωδώνης σχετικά με τα ονόματα. Γι’ αυτό το μαντείο τούτο θεωρείται το πιο αρχαίο από τα ελληνικά μαντεία. Εκείνον τον καιρό ήταν το μοναδικό, που υπήρχε. Όταν λοιπόν ζήτησαν χρησμό οι Πελασγοί στη Δωδώνη, αν πρέπει να παραλάβουν τα ονόματα των θεών, πούχαν έρθει από τους ξένους, το μαντείο απάντησε να τα παραλάβουν και να τα χρησιμοποιούν. Απ’ την αρχή λοιπόν αυτή πρόσφεραν θυσίες, χρησιμοποιώντας τα ονόματα των θεών. Κατόπιν, απ’ τους Πελασγούς τα πήραν οι υπόλοιποι Έλληνες».

Ιστορίαι, 2, 53: «Την προέλευση του καθενός θεού, αν υπήρχαν όλοι από πάντα και ποια ήταν η μορφή τους, αυτά δεν τάξεραν μέχρι τότε, μέχρι χθες, που λέει ο λόγος. Νομίζω πως ο Ησίοδος κι ο Όμηρος ήταν στην ηλικία 400 χρόνια γεροντότεροί μου κι όχι περισσότερο. Αυτοί μίλησαν στα ποιήματά τους για τη θεογονία στους Έλληνες, αυτοί ονομάτισαν τους θεούς, αυτοί τους μοίρασαν τιμές και δεξιοτεχνίες, αυτοί έμαθαν στον κόσμο της θεϊκές μορφές. Οι ποιητές που, καθώς λένε οι άνθρωποι, έζησαν νωρίτερα απ’ αυτούς τους δυο, νομίζω πως έζησαν αργότερα. Απ’ τις γνώμες αυτές τις πρώτες τις υποστηρίζουν οι ιέρειες της Δωδώνης, ενώ τις κατοπινές, τις σχετικές με τον Ησίοδο και τον Όμηρο, τις λέω εγώ».

Ιστορίαι, 2, 54: «Για τα μαντεία, γι’ αυτό που βρίσκεται στην Ελλάδα και για το άλλο, της Λιβύης, οι Αιγύπτιοι λένε αυτά τα λόγια. Οι ιερείς του Δία της αιγυπτιακής Θήβας ισχυρίζονται πως οι Φοίνικες πήραν απ’ το μέρος αυτό 2 ιέρειες. Έμαθαν πως τη μια απ’ αυτέ την πούλησαν στη Λιβύη κα την άλλη στην Ελλάδα. Οι γυναίκες αυτές είναι οι πρώτες που στέριωσαν τα μαντεία τούτα σ’ όσες χώρες ανάφερα. Όταν ρώτησα πώς το ξέρουν με τέτοια σιγουριά και το λένε, μου απάντησαν ότι εκείνοι οι ίδιοι έψαξαν πολύ για τις γυναίκες αυτές. Δεν μπόρεσαν τότε να τις βρουν, πληροφορήθηκαν όμως αργότερα γι’ αυτές όσα μούπαν».

Ιστορίαι, 2, 55: «αυτά άκουσα απ’ τους ιερείς της αιγυπτιακής Θήβας. Οι μάντισσες της Δωδώνης λένε τα λόγια τούτα: πως πέταξαν 2 μαύρα περιστέρια απ’ τη Θήβα της Αιγύπτου και πήγαν το ένα στη Λιβύη και τ’ άλλο στα δικά τους μέρη. Πως το δεύτερο κάθισε πάνω σε μια βελανιδιά κι είπε με ανθρώπινη φωνή ότι έπρπε να γίνει μαντείο του Δία στο μέρος αυτό. (...) Αυτά τάλεγαν οι ιέρειες της Δωδώνης, που ονομάζονται η μεγαλύτερη στα χρόνια Προμένεια, η επόμενη Τιμαρέτη κι η νεώτερη Νικάνδρη. Μαζί τους συμφωνούσαν κι οι άλλοι άνθρωποι της Δωδώνης, πούχαν κάποια σχέση με τον ναό».

Ιστορίαι, 2, 58: «Πανηγύρια και λιτανείες και θρησκευτικές συγκεντρώσεις πρώτοι απ’ όλους τους ανθρώπους έκαναν οι Αιγύπτιοι. Απ’ αυτούς τόμαθαν κι οι Έλληνες. Απόδειξη στα λόγια μου είναι τούτο το πράγμα: οι γιορτές τους φαίνεται ότι γίνονται από πολύν καιρό, ενώ των Ελλήνων καθιερώθηκαν τελευταία».

Ιστορίαι, 2, 123: «Πρώτοι απ’ όλους οι Αιγύπτιοι είπαν κι αυτά τα λόγια, ότι (...) ενώ το σώμα καταστρέφεται, η ψυχή μπαίνει μέσα σε κάποιαν άλλη ύπαρξη, που βλέπει το φως. Όταν τριγυρίσει σ’ όλα τα ζώα της στεριάς, της θάλασσας και του ουρανού, μπαίνει ξανά στο σώμα ενός ανθρώπου, που γεννιέται. Η περιπλάνηση αυτή γίνετια μέσα σε 3000 χρόνια. Την άποψη τούτη ακολούθησαν μερικοί Έλληνες, άλλοι στο μακρινό παρελθόν κι άλλοι κάπως αργότερα, σαν να ‘ταν δική τους. Μονολότι ξέρω τα ονόματα εκείνων, δεν τα αναφέρω». Δηλαδή: Η θεωρία της μετεμψύχωσης με την οποία παθιάζονται ορισμένοι νεοπαγανιστές ότι είναι ελληνικότατη, δεν είναι ελληνική.

Φυσικά, ο Ηρόδοτος, δεν είναι «ανθέλληνας» όπως τον κατηγορούν οι Νεοπαγανιστές κι όπως τον κατακρίνει ο Πλούταρχος, διότι ο ίδιος άνθρωπος εξιστόρησε τη μεγαλειώδη νίκη των αρχαίων Ελλήνων κατά των «βαρβάρων» της Ασίας, δίνοντας τεράστιους αριθμούς για την περσική στρατειά (ένα εκατομμύριο στρατιώτες), ώστε η νίκη των λιγοστών Ελλήνων να είναι ακόμη πιο ένδοξη. Ο «ανθέλληνας και αναξιόπιστος» Ηρόδοτος, σύμφωνα με τους Νεοπαγανιστές, γράφει ότι «η Ελληνική φυλή ξεχώριζε ανέκαθεν απ’ τους βαρβάρους, γιατί και εξυπνότερη ήταν και δε διακρινόταν για ανόητη ελαφρομυαλιά» (1, 60). Άρα δεν γράφει ό,τι του κατέβει ο Ηρόδοτος, παρασυρμένος από κάποιον φιλοασιατισμό, αλλά μεταφέρει πράγματα, που ήταν κοινός τόπος στην εποχή του.

Παυσανίας, 10, 14, 7: «Της Ουρανίας [Αφροδίτης] η λατρεία καθιερώθηκε για πρώτη φορά στους Ασσυρίους. Μετά τους Ασσυρίους στους Παφίους της Κύπρου και στους Φοίνικες που κατοικούν στην Ασκαλώνα της Παλαιστίνης. Από τους Φοίνικες πήραν τη λατρεία της οι Κυθήριοι. Στους Αθηναίους την εισήγαγε ο Αιγέας».

«Αι μυστικαί αυταί τελευταί φαίνεται ότι ήσαν μέρος της λατρείας των Προελλήνων κατοίκων της Αιγαιίδας, των καλουμένων Πελασγών. (...) Αφ’ ότου ήρξατο η εις την Αιγαιίδα κάθοδος των ελληνικών φυλών, Αχαιών, Ιώνων κ.ά., άτινα τουναντίον ελάτρευον τους ουρανίους, οι Πελασγοί εζήτησαν να προστατεύσωσι τας θρησκευτικάς αυτών παραδόσεις και την λατρείαν από βεβηλώσεως και αφανισμού των αλλοδόξων κατακτητών και προς τούτο εχρησιμοποίησαν το σκότος της νυκτός. Τα μυστήρια λοιπόν είναι η θρησκεία των κατακτηθέντων Πελασγών (Ηρόδοτος, 2, 51 «τα μυστήρια των Καβείρων τα πήραν οι Σαμοθράκες από τους Πελασγούς»˙ η Δήμητρα ελατρεύετο εν Άργει ως Πελασγίς: Παυσανίας, 2, 21, 1), αγροτική λατρεία της Δήμητρος, χθονίων θεών, ήτις δια τον φόβον των επιδρομέων εγένετο θρησκεία μυστική, μυστήρια τελούμενα ίσως το πρώτων υπό γυναικων μόνον (...). Η θρησκεία των Πελασγών υποστάσα διωγμούς υπό των κατακτητών εξέλιπεν εκ της Αιγαιίδος, διασωθείσα μόνον εν τοις μυστηρίοις της Ελευσίνος, της Σαμοθράκης και εν Μικρά Ασία. Πάντως οι πλείστοι των κατακτηθέντων αφομοιώθησαν θρησκευτικώς προς τους κατακτητάς, αλλά και πολλά στοιχεία της θρησκείας των ακτακτηθέντων επεκράτησαν και επεβλήθησαν εις τους κατακτητάς, όπως συν τω χρόνω τα μυστήρια. Την μη ελληνικότητα ων μυστηρίων μαρτυρούσι και λέξεις μη ελληνικαί, χρησιμοποιούμεναι εν αυτοίς, αι voces mysticae, πάξ, κόγξ, βαυβώ (η μητρική κοιλία, το γυναικείον αιδοίον), εὐοῖ, σαβοῖ (επιφωνήσεις προς τον Διόνυσον), η χρήσις του ναρκίσσου (λ. μη ελληνική) εν τοις μυστηρίοις της Ελευσίνος, Ἀξιόκερσος, Ἀξιοκέρσα, Ἀξίερος» (Δημητρίου Ν. Γουδή, Τα μυστήρια της Ελευσίνας, Αθήναι 1935, επανέκδ. εκδ. Δημιουργία, σ. 21-22). Η ίδια η λέξη μυστήριο σημαίνει «το τελούμενον εν κλειστώ χώρω, το κρύφιον, το μυστηριώδες, το απόρρητον, το αποφεύγον το φως της ημέρας και τελούμενον εν νυκτί» (Δημητρίου Ν. Γουδή, Τα μυστήρια της Ελευσίνας, Αθήναι 1935, επανέκδ. εκδ. Δημιουργία, σ. 20). Με άλλα λόγια, τα αρχαιοελληνικά μυστήρια δεν ήταν αρχαιοελληνικά, αλλά πελασγικά (κατά τον Ηρόδοτο ήταν εν μέρει Αιγυπτιακά). Οι κατεκτημένοι Πελασγοί βλέποντας τους Κατακτητές Αχαιούς να απαγορεύουν τη θρησκεία τους  και να επιβάλλουν τη θρησκεία των Ολύμπιων, τελούσαν τη λατρεία τους τη νύχτα, και μάλιστα τη λατρεία αυτή την περιέβαλαν με πέπλο μυστηρίου, ώστε οι Αχαιοί να τη σεβαστούν, θεωρώντας την μυστηριώδη και «ανώτερη». Στο τέλος, βέβαια, οι Αχαιοί, οι Ίωνες κ.ά. σφετερίστηκαν τα μυστήρια, δηλαδή την διωκώμενη πελασγική θρησκεία, προσαρμόζοντάς τα στην ολυμπιακή θρησκεία (μετά οι εθνικιστές αρχαιάτρες κάνουν λόγο για «αντιγραφή παγανιστικών παραδόσεων από τους Χριστιανούς»). Αυτό που συνέβη, είναι ότι τα μυστήρια ήταν ό,τι πρόλαβαν να περισώσουν από την απαγορευμένη θρησκεία τους οι Πελασγοί τελώντας το με απόρρητο τρόπο˙ γι’ αυτό και αποκλήθηκαν «μυστήρια». Ο Απόλλων οικειοποιήθηκε τη λατρεία του προελληνικού θεού Υάκινθου στις Αμύκλες (M. Nilsson, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, εκδ. Παπαδήμα σ. 127). Σήμερα, λέει ο Ρισπέν (Ελληνική Μυθολογία, τ. Α’, σ. 160), η επιστήμη γνωρίζει ότι ο Υάκινθος είναι πέρα από κάθε αμφιβολία προελληνικός θεός, μινωικής καταγωγής˙ σημαίνει συνάμα και ένα λουλούδι.

«Ο Ορφέας, πήρε από την Αίγυπτο τις περισσότερες από τις μυστικές τελετουργίες, τις οργιαστικές τελετές που συνοδεύουν τις περιπλανήσεις του και τη μυθική παράδοση για τις εμπειρίες του στον Άδη» (Διόδωρου Σικελιώτη Βιβλιοθήκης Ιστορικής Βίβλος πρώτη 96, 5).

«Ο Ηρακλής, για παράδειγμα, είναι Αιγυπτιακής καταγωγής και χάρη στην ανδρεία του τριγύρισε μεγάλο μέρος του κόσμου κι έστησε τη στήλη στη Λιβύη˙ τις αποδείξεις γι’ αυτό παίρνουν οι Αιγύπτιοι από τους ίδιους τους Έλληνες. Δεδομένου πως όλοι συμφωνούν ότι ο Ηρακλής πολέμησε τους Γίγαντες στο πλευρό των Ολύμπιων Θεών, ισχυρίζονται πως δεν συμβιβάζεται χρονικά η ύπαρξη των Γιγάντων με την εποχή που λένε ότι γεννήθηκε ο Ηρακλής, μια γενιά, δηλαδή, πριν τα Τρωικά, αλλά μάλλον, όπως λένε, με την εποχή της Γένεσης του ανθρωπίνου γένους, διότι οι Αιγύπτιοι μετρούν από εκείνη την εποχή μέχρι τις μέρες μας πάνω από δέκα χιλιάδες χρόνια, ενώ από τον Τρωικό πόλεμο λιγότερα από χίλια διακόσια χρόνια. Ομοίως, το ρόπαλο και η λεοντή αρμόζουν στον παλαιό Ηρακλή, επειδή εκείνο τον καιρό δεν είχαν ακόμη εφευρεθεί τα όπλα και οι άνθρωποι πολεμούσαν τους αντίπαλους τους με ξύλα και χρησιμοποιούσαν τα δέρματα των ζώων για αμυντικό οπλισμό. Από τη μια, λένε, τον θεωρούν γιο του Δία κι από την άλλη δεν έχουν να πούνε τίποτα για τη μητέρα του. Όσο για κείνον που γεννήθηκε από την Αλκμήνη, μετά από δέκα χιλιάδες χρόνια και περισσότερα, όταν γεννήθηκε, τον έλεγαν Αλκαίο και αργότερα μετονομάστηκε Ηρακλής, όχι γιατί οφείλει το «κλέος» του στην Ήρα, αλλά, επειδή είχε την ίδια αγαθή προαίρεση με τον παλαιό Ηρακλή, κληρονόμησε τη δόξα του μαζί με το όνομά του. Με τα λεγόμενά τους συμφωνεί και η από πολλά χρόνια δοξασία που κυκλοφορεί ανάμεσα στους Έλληνες, ότι ο Ηρακλής ξεκαθάρισε τη γη από τα άγρια θηρία˙ γεγονός που δεν ταιριάζει καθόλου με την εποχή κοντά στον Τρωικό πόλεμο, οπότε το μεγαλύτερο μέρος της γης είχε εξημερωθεί με τη γεωργία, τις πόλεις και το πλήθος των κατοίκων σ΄όλη την ύπαιθρο. Η εξημέρωση της χώρας ταιριάζει περισσότερο σε άνθρωπο που έζησε κατά τα πανάρχαια χρόνια, όταν οι άνθρωποι καταδυναστεύονταν ακόμη από το μεγάλο πλήθος των θηρίων, ειδικότερα στην Αίγυπτο» (Διόδωρου Σικελιώτη, Βιβλιοθήκης Ιστορικής Βίβλος πρώτη, 24).

Η λέξη Ωκεανός (που κατά τους Έλληνες μυθογράφους περιβάλλει, σαν κύκλος, τη γη) κατάγεται από την χεττιτική λέξη uginna που σημαίνει κύκλο. Η λέξη άρουρα = γη (Ιλιάδας Σ, 52) προέρχεται από το έπος του Γιλγαμές, στο οποίο υπάρχει η θεά της δημιουργίας Aruru.

Ο Πλάτωνας βασιζόμενος στην Βαβυλωνιακή θρησκεία, η οποία λέει ότι τα άστρα έχουν ψυχές, μία το καθένα (κι από αυτήν την αντίληψη προήλθε και η αστρολογία), γράφει (Τίμαιος 41a-d˙ Πολιτεία 611a) ότι ο αριθμός των ανθρώπινων ψυχών που δημιουργήθηκαν είναι αμετάβλητος και ίσος προς τον αριθμό των άστρων, επειδή σε κάθε άστρο εδόθη μια ψυχή. Ελληνικότατο δόγμα, αφού το είπε ο Πλάτωνας.

«Οι Έλληνες θεωρούσαν, χωρίς άλλο σωστά, ότι αυτές οι περίεργες τελετές [της λατρείας του Διόνυσου] δεν ήταν γεννημένες στην Ελλάδα: ο Ηρόδοτος τις ονομάζει νεωστί εσηγμένα (2, 49, όπου το νεωστί μοιάζει να αναφέρεται στον καιρό του Μελάμποδος, πριν από τον Τρωικό πόλεμο) και ο Ευριπίδης παριστάνει τη διονυσιακή λατρεία σαν είδος “παγκόσμιας θρησκείας”, που τη μετέφεραν “ιεραπόστολοι” (όπως δεν είχε γίνει ποτέ με καμιά ελληνική λατρεία) από τη μιά χώρα στην άλλη. Κατά τη γνώμη του, αρχική της έδρα ήταν τα βουνά της Λυδίας και της Φρυγίας (Βάκχες, 13, 55, 86 κτλ.), άποψη που ενισχύεται από τη σύγχρονη ανακάλυψη ότι Βάκχος είναι το λυδικό αντίστοιχο του Διονύσου» (Euripides Bacchae, edited with Introduction and Commentary by Ε. R. Dodds, Second edition, Oxford, At the Clarendon Press, 1960).  

Παυσανίας, 4, 32, 4: «Εγώ ξέρω πως οι Χαλδαίοι και οι μάγοι των Ινδών πρώτοι είπαν πως η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατη και πως πίστεψαν σ’ αυτούς κι άλλοι Έλληνες, ιδιαίτερα όμως ο γιος του Αρίστωνα, Πλάτων».

Παυσανία, Λακωνικά, 11, 7: «Το μέρος που ονομάζεται Λιμναίο είναι αφιερωμένο στην Ορθία Άρτεμη. Λένε ότι αυτό το ξόανο είναι εκείνο που έκλεψαν ο Ορέστης και η Ιφιγένεια από την Ταυρική». Ώστε οι Λακεδαιμόνιοι λάτρευαν το ξόανο μιας θένης θεότητας, η οποία υπέθεταν πως είναι η Άρτεμη.

Αυτά τα λιγοστά παραδείγματα είναι αρκετά για να αποδειχθεί πόσο αφελής είναι η θεωρία περί «ξένων και ημέτερων θεών».

Θα περίμενε κανείς, οι λατρευόμενοι από τους Έλληνες μόνο «πατρώοι θεοί» να βοηθάν μόνο τους Έλληνες. Όμως στον Τρωικό πόλεμο – που δεν είναι εμφύλιος πόλεμος, αλλά πόλεμος μεταξύ Ασίας και Ελλάδας. Οι Τρώες έχουν συμμάχους τους Δαρδάνιους, τους Θράκες-Φρύγες, τους Παφλαγόνες, τους Κάρες, τους Λυκίους. Δεν υπάρχει κράτος της Ελλάδας που βοηθά την Τροία ή κράτος της Ασίας που βοηθά τους Αχαιούς. Κανείς αρχαίος Έλληνας συγγραφέας δεν αποκάλεσε Έλληνες τους Τρώες – αρκετοί θεοί βοηθάν τους Ασιάτες. Ο φιλέλληνας Απόλλων βοηθά τον Αίακο να χτίσει τα τείχη της Τροίας.

 

45b ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΙΣΕΛΛΗΝΕΣ ΘΕΟΙ

ΑΠΟΛΛΩΝ:

- Εννιά μέρες σαΐτευε τους Έλληνες (Ιλιάδας Α, 53).

- Εμψυχώνει τους Τρώες να πολεμήσουν, λέγοντάς τους ότι ο Αχιλλέας δεν παίρνει μέρος στις μάχες (Ιλιάδας Δ 507-513).

- Διασώζει τον Αινεία (Ιλιάδας Ε 344-346).

- Σώζει τον Έκτορα από σαϊτιά του Τεύκτρου, αλλάζοντάς της την πορεία (Ιλιάδας Θ 309-311).

- Χτυπά τον Πάτροκλο, ώστε να αυτός τα χάσει και να τον σαϊτέψει πρώτα ο Εύφορβος κι ύστερα να τον αποτελειώσει ο Έκτορας. (Ιλιάδας  Π 788-792).

-Κάνει τα στραβά μάτια στην εισβολή των Περσών στην Ελλάδα, αφού ούτε το Μαντείο του στους Δελφούς δεν βγαίνει να υπερασπιστεί. Είναι εκπληκτικά απών.

-Παίρνει το μέρος της μιας πλευράς (Σπάρτη) στον αλληλοσπαραγμό των Ελλήνων, αντί, ως πανελλήνιος θεός, να κηρύξει την ενότητα και τη συμφιλίωση.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ

- Σώζει από βέβαιο θάνατο τον Τρώα Ιδαίο (Ιλιάδας Ε 22-23).

ΘΕΜΙΔΑ

- Ζητά απ’ το Δία να αφανίζει τους Έλληνες, ώστε να δοξαστεί ο θυμωμένος μαζί τους γιός της (Ιλιάδας Α 508-510). Πατριωτισμός πάνω απ’ όλα.

ΔΙΑΣ

- Στέλνει τον Όνειρο στον Αγαμέμνονα, ώστε να εξαπατήσει τους Έλληνες, πείθοντάς τους να επιτεθούν, υποσχόμενος σ’ αυτούς ότι τάχα ήρθε η ώρα να νικήσουν˙ στην πραγματικότητα, ετοιμάζει τον χαμό τους (Ιλιάδας Β 4-15).

- Δηλώνει ότι καμμιά άλλη πόλη δεν αγάπησε όπως την Τροία και το λαό της (Ιλιάδας Δ  46-49).

- Ρίχνει φλογερό αστροπελέκι στα άλογα του Διομήδη, ώστε να γλιτώσουν οι Τρώες που ο πρώτος κυνηγούσε (Ιλιάδας Θ 130-137).

- Δίνει ορμή στου Τρώες, που ενισχυμένοι κυνηγάν τους Έλληνες ώς το βαθύ χαντάκι του ελληνικού στρατοπέδου (Ιλιάδας Θ 334-335).

- Προφυλάσει και συμβουλεύει τον Έκτορα, πώς να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα (Ιλιάδας Λ163-192).

-Φροντίζει για την αιώνια κυριαρχία των Ρωμαίων.

ΑΦΡΟΔΙΤΗ

- Γλιτώνει τον Πάρη από το Μενέλαο, από σίγουρο θάνατο (Ιλιάδας Γ 373-374).

- Γλιτώνει τον Τρώα Αινεία από βέβαιο θάνατο (Ιλιάδας Ε 311-312).

ΑΡΗΣ

- Τρέχει να εμψυχώσει τους Τρώες κατά των Ελλήνων (Ιλιάδας  Ε 461).

- Βοηθά τον Έκτορα στη μάχη (Ιλιάδας Ε 595).

Πέραν αυτών, η Λητώ και η Άρτεμη βοηθάν τους Τρώες (Ιλιάδας  Υ 38-40).

Οι θεοί ρίχνουν σε φουρτούνα τα καράβια του Μενέλαου, που φτάνει στην Αίγυπτο με πέντε μόνο πλοία. Ο Ποσειδώνας σκοτώνει τον Αίαντα και καταδιώκει τον Οδυσσέα. Φιλελληνισμός, θεωρία και πράξη. Μιλάν ύστερα, οι εθνικιστές αρχαιολάτρες, για τα «ανθελληνικά αποσπάσματα» της Π.Διαθήκης.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ως γνωστόν, κάθε αρχαία πόλη-κράτος είχε τη δική της θρησκεία, τους δικούς της πολιούχους θεούς, το δικό της τελετουργικό και το δικό της ημερολόγιο. «Η θρησκεία, η οποία σε άλλα πεδία της παγκόσμιας ιστορίας, στον Καθολικισμό ή στο Ισλάμ, συνδέει λαούς που τους χωρίζουν τεράστιες αποστάσεις, κρατούσε απεναντίας τους Έλληνες χωρισμένους, όχι μόνο επειδή κάθε πόλη είχε τις δικές της τελετουργίες και εορτές καθώς και το, σαφές προς τις παραπάνω, ιδιαίτερό της ημερολόγιο, αλλά επειδή η ευλάβεια και η κατάνυξη είχαν τεθή στην υπηρεσία του κράτους» (J. Burckhardt, Οι Έλληνες και οι θεοί τους, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σ. 156).

«Μόνο οι Αργείοι είχαν δικαίωμα να εισέρχονται στο ναό της Ήρας του Άργους. Για να εισέλθει κάποιος μέσα στο ναό της Αθηνάς στην Αθήνα, έπρεπε να είναι Αθηναίος (Ηρόδοτος 5, 72˙ 7, 81) (...) Η Σπάρτη είχε Αθηνά και Ήρα, αλλά ο Σπαρτιάτης δεν μπορούσε να μπει στο ιερό της Αθηνάς πολιούχου των Αθηνών ή της Ήρας πολιούχου του Άργους» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 232). Αυτό συνέβαινε, διότι άλλη θεά ήταν η Αθηνά των Αθηναίων κι άλλη η Αθηνά των Σπαρτιατών. Δηλαδή, ούτε τους ίδιους θεούς δεν λάτρευαν.

«Κάθε πόλη-κράτος είχε δικός της σώμα ιερέων, που ήταν ανεξάρτητο από κάθε ξένη ανώτερη αρχή. Ανάμεσα στους ιερείς δύο πόλεων δεν υπήρχε κανένας σύνδεσμος, καμία επικοινωνία, καμία ανταλλαγή απόψεων ή τελετουργιών. Πηγαίνοντας από τη μία πόλη στην άλλη, έβρισκε κανείς άλλους θεούς, άλλα δόγματα, άλλες τελετές. Οι Αρχαίοι είχαν τελετουργικά βιβλία, αλλά τα βιβλία μιας πόλεως δεν έμοιαζαν καθόλου με τα βιβλία της άλλης» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 233). Ένας Έλληνας, το κράτος του οποίου λάτρευε τον ήρωα Αλάβανδο, είπε σε έναν άλλο Έλληνα που η πόλη του λάτρευε τον Ηρακλή: «Ο Αλάβανδος είναι θεός, ενώ ο Ηρακλής δεν είναι» (Κικέρωνα, De nat. Deorum, 3, 19). Ενώ η Ορθοδοξία όντας θρησκεία όλων των Ελλήνων, τους ενώνει, η αρχαία θρησκεία τους δίχαζε. Παρατηρούμε, επίσης, ότι οι Νεοπαγανιστές, έχοντας ενιαίες, πανελλήνιες τελετουργίες και θρησκευτικά τυπικά, αποδεικνύεται ότι συνιστούν μια νεοεποχίτικη θρησκεία κι όχι την αναβίωση της Αρχαίας Θρησκείας. Αν ήθελαν να αναβιώσουν την παλιά, σε κάθε πόλη και περιοχή θα είχαν κι από διαφορετικό τυπικό καθώς και διαφορετικά ημερολόγια. Ο σπαρτιάτης Νεοπαγανιστής δεν θα έπαιρνε το δικαίωμα από τον αθηναίο Νεοπαγανιστή να ανέβει στο ναό του Παρθενώνα.

 

 

  46. «Τους προκαλούμε δημοσίως να μας πούν: Οι Ολυμπιακοί αγώνες όπως διεξήγοντο στην αρχαία Ελλάδα, ως θρησκευτική τελετή και συγχρόνως αθλητική εορτή, είναι μέρος του  Ελληνικού πολιτισμού, ναί ή όχι; Τι θα μας πούν; Ότι το αθλητικό μέρος είναι, αλλά το θρησκευτικό μέρος των αγώνων δεν είναι, λόγω ειδωλολατρείας; Ότι το καλλιτεχνικό μέρος, είναι μέρος του Ελληνικού πολιτισμού, αλλά το θεολογικό-λατρευτικό δεν είναι;»

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: προκαλούμε εμείς τους εκ του μηδενός επανεφανισθέντες Νεοπαγανιστές να μας πούν: είναι η Μυκηναϊκή, Κυκλαδική και Μινωική θρησκεία μέρος του Ελληνικού πολιτισμού ναί ή όχι; Τι θα μάς πούνε, ότι είναι φολκλόρ; Εαν δεν μάς το πούνε, τότε γιατί παράτησαν τις πατρογονικές θρησκείες αυτές και προτίμησαν το Δία και την Αστάρτη-Αφροδίτη επικεφαλής του πάνθεου; Γιατί, ενώ στο αρχέγονο ελληνικό μινωικό πάνθεον δεν υπήρχαν αρσενικοί θεοί, ξαφνικά (Δια της βίας, φυσικά, των Αχαιών επί των Μινωιτών), 1500 χρόνια μετά, κυρίαρχος είναι ένας ανδρικός (και προφανώς μη ελληνικής προέλευσης, αφού αρχικά δεν υπήρχε στην αρχέγονη λατρεία) θεός; Γιατί οι θεές Πο.σι.δα.ε.jα, Α.σι.Fι.ja, Δα.που.ρι.το.jο πο.τι.νι.jα έπαψαν να λατρεύονται μετά το τέλος της μυκηναϊκής εποχής; Πού πήγαν οι θεές Γουία (Gwoia), Κομαουέντεια (Komawenteia) και Ιφιμέδεια (IPHIMEDEIA) και ο θεός Πέρσης (PERSE); Γιατί στην μυκηναϊκή εποχή δεν βρίσκεται καν το όνομα «Δήμητρα» στις μυκηναϊκές πινακίδες; Ανύπαρκτη ήταν; Γιατί δεν λάτρευαν στην κλασική ή την ελληνιστική εποχή τους «Πατρώους» αυτούς «θεούς»; Γιατί στη μυκηναϊκή εποχή ο Διόνυσος ήταν μια ασήμαντη θεότητα, ενώ στην κλασσική κατέληξε ο δεύτερος ή τρίτος πιο σημαντικός θεός; Γιατί, ενώ στην μυκηναϊκή εποχή, ο Ποσειδώνας είναι ο μεγαλύτερος θεός, όπως δείχνουν οι πινακίδες της Πύλου, στις επόμενες περιόδους ο Δίας τον υποσκελίζει; Τι συνέβη; Γιατί «εξαφανίστηκε» ο μυκηναϊκός θεός Πα.jα.Fο.νε; Γιατί οι Νεοπαγανιστές είναι υπέρ της καύσης των νεκρών κι όχι της ταφής, αφού στην Κρητομυκηναϊκή περίοδο οι νεκροί δεν καίγονταν, αλλά θάβονταν; Όταν οι νομάδες εισβολείς Δωριείς έφτασαν στην «Ελλάδα», έφεραν μαζί τους κι αυτό το ξενικό έθιμο, το οποίο οι Νεοπαγανιστές παρουσιάζουν ως προγονικό. Γιατί προτιμούν την μεταγενέστερη ελληνικότητα (καύση) αντί της αυθεντικής; (ταφή). Είναι μήπως προδότες της «αυθεντικής ελληνικής παραδόσεως»; Εάν αυτοί δεν πιστεύουνε στη Γαία και τον Ουρανό ή τον Κρόνο ως τους ανώτερους θεούς, χάριν της ξένης Αφροδίτης και του ξένου Διόνυσου, αλλά απλώς τούς έχουνε παράμερα, τότε κι εμείς οι υπόλοιποι και πιο πολλοί Έλληνες έχουμε δικαίωμα να θεωρούμε και το Δία και τη Γαία ως τμήματα του Ελληνικού Πολιτισμού μεν, αλλά όχι και να τους λατρεύουμε. Ομοίως όπως αυτοί πέταξαν ή αντικατέστησαν τα ειδώλια της κυκλαδικής εποχής και τις εικονιζόμενες θεότητες, έτσι έχουμε κι εμείς το δικαίωμα να μην ταυτιζόμαστε με τα άπαντα του «Ελληνικού Πολιτισμού», όπως κι αυτοί δεν συνδέονται με τον Κυκλαδίτικο Ελληνικό Πολιτισμό και τους θεούς του, και να βλέπουμε τα αγάλματά τους ως ωραία σκαλισμένες πέτρες.  

 

 

  47. "Ο Χριστιανισμός απαγόρευσε τα ελληνικά ονόματα, τόσο κατά την αρχή της επικράτησής του, όσο και κατά την Τουρκοκρατία. Ιεράρχες και Πατριαρχικές Εγκύκλιοι απαγόρευαν την ελληνική ονοματοδοσία. Η γελοιότητα και πονηριά των Χριστιανών έφτασε σε τέτοια όρια, ώστε εφηύραν ακόμη και «άγιους» που είχαν ονόματα των Θεών, ενώ είναι γνωστό ότι οι αρχαίοι Έλληνες ποτέ δεν χρησιμοποίησαν τα ονόματα αυτά ως βαπτιστικά".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:

α') Αφού απαγόρευσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας τα ελληνικά ονόματα, πώς υπάρχουν τόσοι Βασίλειοι, Νικόλαοι, Δημήτριοι κ.ο.κ.; Άρα δεν τα απαγόρευσαν στην πράξη. Στην αρχή της εξάπλωσης του Χριστιανισμού  δεν υπήρχαν ακόμη αμιγώς χριστιανικά ονόματα. Η Εκκλησία τότε αποδεχόταν τα εθνικά ονόματα όσων εθνικών βαφτίζονταν Χριστιανοί και δεν έφερνε αντίρρηση. Σιγά-σιγά «συσσωρεύθηκε» ικανός αριθμός «αμιγώς» χριστιανικών ονομάτων (έστω κι αν αυτά είχαν προέλευση παγανιστική), οπότε υπήρχαν πλέον χριστιανικά ονόματα, από τα οποία μπορούσε να διαλέξει κανείς˙ δεν χρειαζόταν πλέον η προσφυγή σε μη χριστιανικά ονόματα. Γι’ αυτό οι Ιεράρχες προέτρεπαν τους (Χριστιανούς, άλλωστε) πιστούς να εκλέγουν ονόματα χριστιανικά, δηλαδή ονόματα αγίων, κι όχι ονόματα που δεν συνδέονταν με αγίους. Αν αυτά τα χριστιανικά ονόματα ήταν ελληνικής ή άλλης προέλευσης, αυτό ήταν δευτερεύον. Η Εκκλησία δηλαδή δεν είχε πρόβλημα με την ελληνική καταγωγή καθεαυτή ενός ονόματος. Αν το ελληνικό όνομα ήταν και όνομα αγίου, δεν υπήρχε πρόβλημα.

β') Κατηγορούν οι Ν/Π την Εκκλησία ότι με αυτόν τον τρόπο ξεχάστηκαν πολλά ελληνικά ονόματα και δεν χρησιμοποιούνται. Αλλά μια ματιά στα χριστιανικά ονόματα μάς αποδεικνύει ότι υπάρχουν εξίσου πάμπολλα χριστιανικά ονόματα, τα οποία δεν χρησιμοποιούνται πλέον και έχουν ξεχαστεί. Δεν ξέρουμε πολλούς με το όνομα Κύριλλος, ή Μεθόδιος, ή  Ονούφριος, ή Μεθόδιος, ή Θεόδουλος, ή Αγάπιος, ή Πίστη, ή Ευτρόπιος ή Αγαπητός κ.λ.π. Τί έγινε με αυτά τα ονόματα; Όπως ξεχάστηκαν και έπαψαν να είναι της μόδας, από αιτίες πολλές και διάφορες – όχι θρησκευτικές όμως – με τον ίδιο τρόπο ξεχάστηκαν κι έπαψαν να είναι της μόδας πολλά αρχαία ελληνικά ονόματα.

γ') Μια πρόχειρη ματια σε ένα ημερολόγιο τσέπης δείχνει πόσα αρχαιοελληνικά και λατινικά ονόματα επιβίωσαν μέσα στην Εκκλησία (εξαιρούνται ονόματα ελληνικά που δημιουργήθηκαν μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού): 

Απολλιναρία, Γόρδιος, Διονύσιος, Ελλάδιος, Ερμογένης, Ερμύλος, Ζώσιμος Θεαγένης, Θεωνάς, Στρατόνικος, Μέσιππος, Νεονύλλη, Θύρσος, Φιλιππικός, Απολλώς, Ξενοφών, Δημήτριος, Παλλάδιος, Ολύμπιος, Διόδωρος,  Τρύφων, Θείων, Αγαθόδωρος, Λυκαρίων, Παγκράτιος, Βασίλειος, Ζήνων, Πλωτίνος, Σέλευκος, Πορφύριος, Ασκληπιοδότης, Φιλοθέη, Κόνων, Αγάθων, Ανδρόνικος, Ανθούσα, Γοργία, Αντίοχος, Νέστωρ, Ευθαλία, Κορδάτος, Αιθέριος, Δίων, Αριστόβουλος, Νίκανδρος, Δαρεία, Ιάσων, Μύρων, Σεραπίων, Καλλινίκη, Νίκων, Αρτέμων, Ατέρμων, Κήρυκος, Υπάτιος, Πλάτων, Καλλιόπιος, Νήφων, Αντύπας, Αρίσταρχος, Λεωνίδας, Νέαρχος, Αντίπατρος, Αφροδίσιος, Γορδιανός, Αχίλλιος, Μένανδρος, Αλύπιος, Ελικωνίς, Ερμείας, Χαρίτων, Ιέραξ, Άτταλος, Τύχων, Αριστοκλής, Διομήδης, Μένιγνος, Άρχιππος, Απολλώνιος, Παγκράτιος, Αλέξανδρος, Ερμογένης, Ολυμπία, Ερμόλαος Ερμοκράτης, Τίμων, Ιάμβλιχος, Ιππόλυτος, Ήρων, Αλκιβιάδης, Χαιρήμων, Φίλιππος, Στράτων, Ηλιόδωρος, Αγαθόνικος, Αριστίων, Φιλάδελφος, Ερμιόνη, Λουκιανός, Λεόντιος, Πηλεύς, Αρίσταρχος, Δορυμέδων, Δάμαρις, Ερωτηίς, Κυρμιδώλη, Κλεοπάτρα, Αρτέμιος, Σωκράτης, Απελλής, Ερμάς, Ιέρων, Αθηνόδωρος, Ολυμπάς, Ροδίων, Έραστος, Σωσίπατρος, Ωρίων, Αμφιλόχιος, Ηρακλαίμων, Νικόλαος, Σωσθένης, Απολλώς, Ορέστης, Αρριανός, Απολλώνιος, Θεμιστοκλής, Φιλέταιρος, Ολυμπιοδώρα, Βούσιρις, Κύρος, Μαρκιανός, Μάξιμος, Αρχίππας, Κλεόνικος, Αρχέλαος, Αρκάδιος, Φιλητός, Φιλίππας, Ιουλία, Λυδία, Ερμείος, Ιουστίνος, Καλλιόπη, Ιουλιανός, Αγριπίννα, Αριστοκλής, Πρόκλος, Βερονίκη, Φαύστος, Παρμενάς, Καλλίνικος, Παμφίλος, Αδριανός, Φοίβη, Αριστείδης, Ξανθίππη, Καλλίστρατος, Αγαθονίκη, Λουκιανός, Κλεωπάς, Αρτεμάς, Ζηνόβιος, Ζηνοβία, Ερμαίος, Ροδίωνας, Λεύκιος, Αχαϊκός.

Συνεπώς, ακόμη κι αν «απαγόρευαν τα ελληνικά ονόματα» οι Πατριάρχες και οι ιεράρχες, αυτά εδώ δεν τα απαγορεύουν. Και υπάρχουν τόσα ιστορικά ονόματα που προέρχονται από την ένδοξη εποχή της αρχαίας Ελλάδας. Όμως την Εκκλησία δεν την ενδιαφέρει να απαγορεύσει τα ονόματα βάσει της εθνικότητας˙ απλώς θέλει να χρησιμοποιούνται τα υπάρχοντα χριστιανικά ονόματα, πολλά από τα οποία είναι και ελληνικά. Και κατά την Τουρκοκρατία, παρόλο που προέτρεπε να μην δίνονται αρχαία ονόματα, ωστόσο στην πράξη δεν έκανε τίποτα κατά του φαινομένου. Διότι, όπως τα παραπάνω ονόματα καθαγιάστηκαν από τους άγιους που τα είχαν, παρόλο που αρχικώς ήταν παγανιστικά, έτσι και οποιοδήποτε όνομα ανεξαρτήτως προέλευσης, μπορεί να καθαγιαστεί κι αυτό. Κατά την Τουρκοκρατία η Εκκλησία ήταν αντίθετη στη μόδα των αρχαίων ονομάτων, γιατί αυτή η μόδα προερχόταν από την «αρχαιολατρία» της Δύσης, μια επίπλαστη και ψεύτικη αρχαιολατρία που καμμιά αυθεντική ελληνικότητα δεν περιείχε. Η αρχαιολατρία της Δύσης πήγαζε από πολιτικές επιδιώξεις και ήταν φιλτραρισμένη και αλλοιωμένη μέσω της σκέψης, της ερμηνείας και του πολιτισμού των βορειοδυτικών ευρωπαϊκών λαών, γι’αυτό και δεν ήταν η «επιστροφή στην αρχαία Ελλάδα». Γι’ αυτό και οι Νεοπαγανιστές αγανακτούν με τις προτροπές της Εκκλησίας: διότι, ως εκδυτικισμένοι θαυμάζουν ό,τι θαυμάζει η Δύση και δεν κατανοούν τα κίνητρα της Εκκλησίας. Άλλωστε και η δική τους δυτική ελληνολατρία ψεύτικη είναι, νεοεποχίτικη και προϊόν της μόδας της Δύσης.

δ') Λένε οι Ν/Π ότι δημιουργήθηκαν ανύπαρκτοι άγιοι με τα ονόματα των «θεών», για να ξεγελάσει τάχα η Εκκλησία τους πρώην εθνικούς και να τους πείσει ότι ο Χριστιανισμός είναι η συνέχεια της παλιάς θρησκείας τους. Και ίσως να έχει δίκαιο για την ανυπαρξία των αγίων αυτών, αλλά όχι απαραιτήτως και για τα κίνητρα της Εκκλησίας. Διότι, μπορεί λόγου χάρη να είναι πλέον ο Άγιος Νικόλαος προστάτης των ναυτικών κι όχι ο «θεός» Ποσειδώνας, αλλά δεν υπάρχει Άγιος Ποσειδώνας. Όπως κι ο Άγιος Τρύφων είναι προστάτης των γεωργών, αλλά όχι κάποια «αγία Δήμητρα», ενώ ο Άγιος Δημήτριος ουδεμία σχέση έχει με τη γεωργία. Υπάρχει δηλαδή «συνέχεια» (κάποιος είναι προστάτης των ναυτικών) αλλά δεν έγινε ο «θεός» άγιος.

ε') Στο θέμα των «ανύπαρκτων αγίων με ονόματα θεών», ας μην είναι οι επικριτές της Εκκλησίας τόσο σίγουροι ότι οι αρχαίοι δεν έπαιρναν τα ονόματα των θεών από σεβασμό. Υπάρχουν παγανιστικοί κατάδεσμοι όπως ο Νο 2 από το Defixionum tabellae του A. Audollent, στον οποίο διαβάζουμε για κάποια Άρτεμη που ζητά κάτι από τη Δήμητρα. Πώς γίνεται να έχει μια θνητή, γυναίκα, όνομα μιας θεάς, αφού αυτό «δεν γινόταν»; «Η Άρτεμις αφιερώνει στη Δήμητρα, στην Κόρη, και σε όλους τους θεούς που παραστέκονται στη Δήμητρα εκείνον που, ενώ του είχα αφήσει τα ρούχα μου, χιτώνα και ιμάτιο, και του τα ζητούσα πίσω, δεν μου τα επέστρεψε (..).» Αλλά επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βασική αρχή του Χριστιανισμού είναι ο εξαγιασμός της κτίσης. Αυτό σημαίνει ότι κι αν ακόμη δεν έφεραν οι Αρχαίοι τα ονόματα θεών, μπορεί να τα έλαβαν οι Χριστιανοί, για να τα εξαγιάσουν.

Οι Ν/Π διαστρεβλώνουν φρικτά ένα ακόμη κείμενο του Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου. Συγκεκριμένα, λένε ότι ο Χρυσόστομος προτρέπει τους γονείς να μην δίνουν ελληνικά ονόματα στα παιδιά τους. Ας δούμε όμως τί γράφει ο ίδιος ο Χρυσόστομος.

Ιωάννου Χρυσοστόμου, Περί κενοδοξίας και ανατροφής των τέκνων, 47 «Κανένας λοιπόν ας μη σπεύδει να δώσει στα παιδιά τα ονόματα των προγόνων, του πατέρα δηλαδή, της μητέρας, του πάππου και του προπάππου, αλλά να δίνονται τα ονόματα των δίκαιων, των μαρτύρων, των επισκόπων, των αποστόλων.»

Να πώς παραποιούν οι Ν/Π το κείμενο του Αγίου:

 

«Κανείς δεν πρέπει στα παιδιά του, των (Ελλήνων) προγονών να καλεί τα ονόματα, του πατέρα, της μητέρας, του παππού και του προπάππου, αλλά αυτά των δικαίων, (της Παλαιάς Διαθήκης).» 

 

Οι Νεοπαγανιστές διαστρεβλώνουν το κείμενο  και να βαφτίσουν των παιδιών τον «πατέρα», την «μητέρα», τον «παππού» και τον «προπάππου» ως καθαρόαιμους Παγανιστές "Έλληνες", ενώ όλοι αυτοί ήταν Χριστιανοί, μια και προς Χριστιανούς γονείς – κι όχι προς Ειδωλολάτρες – γράφει ο Χρυσόστομος το κείμενο αυτό! Και  με δολιότητα κόβουν απότομα το κείμενο, ώστε να φανεί ότι ο Χρυσόστομος θέλει μόνο τα ονόματα των δικαίων (των Εβραίων της Παλαιάς Διαθήκης), ενώ ο Χρυσόστομος προσθέτει: «και τα ονόματα των μαρτύρων, των επισκόπων, των αποστόλων», πολλά από τα οποία φυσικά ήταν ελληνικά.

 

 ΠΡΟΧΩΡΗΣΕ ΣΤΟ ΙΑ' ΜΕΡΟΣ (Νεοπαγανιστικά δόγματα)  

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

-->