ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΠΛΗΞΙΑ 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

 Η' ΜΕΡΟΣ 

 

ΔΙΩΞΕΙΣ IV

 

  18. "Οι χριστιανοί κατέσφαξαν την φιλόσοφο Υπατία, όπως το περιγράφει ένας χριστιανός, ο Σωκράτης, με υπαιτιότητα του ...«Αγίου» Κυρίλλου, επισκόπου Αλεξάνδρειας".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Πέντε πηγές είναι βασικές.

α') Ο ιστοριογράφος της εποχής Σωκράτης  (Εκκλησιαστική Ιστορία) έχει αυτή την εκδοχή:

7, 13 «Ο λαός της Αλεξάνδρειας ευχαριστείται με την αναταραχή  περισσότερο από ό,τι οποιοσδήποτε άλλος λαός: και εάν σε οποιαδήποτε στιγμή βρει μια πρόφαση, ξεσπά στις πιο ανυπόφορες υπερβολές. Διότι δεν παύει ποτέ από την αναταραχή του χωρίς αιματοχυσία».

7, 15 «Ακόμη και αυτή έπεσε θύμα της πολιτικής αντιζηλίας, που εκείνη την περίοδο επικρατούσε. Διότι, δεδομένου ότι συναντούσε συχνά τον Ορέστη, αναφέρθηκε συκοφαντικά μεταξύ του Χριστιανικού λαού, ότι αυτή ήταν που απέτρεπε τον Ορέστη από τη συμφιλίωση με τον επίσκοπο [Κύριλλο]. Μερικοί από αυτούς, επομένως, έσπευσαν με άγριο και φανατικό ζήλο, του οποίου υποκινητής ήταν ένας αναγνώστης ονόματι Πέτρος, της έστησαν καρτέρι, όταν επέστρεφε σπίτι της, και σύροντάς την από την άμαξά της, την πήγαν στην εκκλησία που λέγεται Καισάρειο, όπου την έγδυσαν εντελώς και τη δολοφόνησαν έπειτα με όστρακα».

5, 22 «Στην ίδια πόλη της Αλεξάνδρειας, οι αναγνώστες και οι ψάλτες επιλέγονται αδιάφορα από τους κατηχούμενους και τους πιστούς. Ενώ σε άλλες εκκλησίες, ο πιστός μόνον προάγεται σε αυτά τα αξιώματα».

β') Ο Μαλάλας (6ος αι.) γράφει (Χρονογραφία):  «Τον καιρό εκείνο [επί βασιλείας Θεοδόσιου Β'] οι Αλεξανδρινοί, αφού  αφέθηκαν εντελώς ελεύθεροι, συνέλαβαν και έκαψαν σε πυρά την φιλόσοφο Υπατία, που είχε μεγάλη φήμη και ήταν μεγάλης ηλικίας» («Κατ' ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν παρρηςίαν λαβόντες οἱ Ἀλεξανδρεῖς φρυγάνοις ἔκαυσαν Ὑπατίαν τὴν περιβόητον φιλόσοφον»).

γ') Ο παγανιστής Δαμάσκιος (6ος αι.) αναφέρει για την Υπατία τα εξής, στο έργο του Ισιδώρου βίος, που αποσπάσματά του σώζονται στο Λεξικό του Σουίδα ως εξής: «Καθώς ο Κύριλλος, επίσκοπος της αντίπαλης παράταξης, περνούσε από το σπίτι της Υπατίας συνάντησε ένα μεγάλο πλήθος στην πόρτα της, έναν κυκεώνα αλόγων και ανθρώπων. Ορισμένοι έρχονταν και ορισμένοι έφευγαν, ενώ άλλοι παρέμεναν εκεί. Ρώτησε ποιος ήταν ο σκοπός της συγκέντρωσης και γιατί γινόταν η φασαρία. Οι ακόλουθοί του απάντησαν ότι ήταν η κατοικία της φιλοσόφου Υπατίας και ότι το πλήθος είχε συγκεντρωθεί για να τη χαιρετίσει. Η πληροφορία τον πλήγωσε τόσο πολύ ώστε οργάνωσε εναντίον της μια δολοφονική επίθεση του χειρότερου είδους. Όταν η Υπατία βγήκε από το σπίτι της, μερικοί βάρβαροι που δεν φοβόντουσαν ούτε τη θεία δίκη ούτε την ανθρώπινη τιμωρία, όρμησαν ξαφνικά πάνω της και τη σκότωσαν, φέρνοντας στη χώρα τους απέραντο όνειδος και το κρίμα του αίματος ενός αθώου. Πραγματικά, η αυτοκρατορία τραυματίστηκε βαρύτατα από αυτό το γεγονός και οι δολοφόνοι θα είχαν ασφαλώς τιμωρηθεί αν ο Αιδέσιος δεν εξαγόραζε τους φίλους του αυτοκράτορα. Ο τελευταίος δεν επέβαλε ποινές (...)».

δ') Στο λήμμα Υπατία του Λεξικού του Σουίδα επίσης, που προέρχεται από τον Ονοματολόγο του Ησύχιου (6ος αι.), σε άλλη παράγραφο, αναφέρεται ως αιτία του φόνου της τα εξής: «αυτό το έπαθε λόγω του φθόνου για την υπερβολική σοφία της και μάλιστα για τα σχετικά με την αστρολογία˙ άλλοι αποδίδουν τον φόνο στον Κύριλο κι άλλοι στο έμφυτο των Αλεξανδρινών για την οχλαγωγία και την απερισκεψία».

ε') Στο Χρονικό, 84 του Ιωάννη Νικίου (7ος αι.) δίνεται μια ακόμη περιγραφή του θανάτου της: «Και μετά ένα πλήθος πιστών υπό την καθοδήγηση του Πέτρου του μάγιστου – αυτός ήταν τέλειος πιστός από κάθε άποψη στον Ιησού Χριστό –  άρχισαν να ψάχνουν την ειδωλολάτρισσα (...). Και όταν έμαθαν το μέρος όπου ήταν, προχώρησαν προς αυτήν και την είδαν να κάθεται σε μια υπερυψωμένη καρέκλα. Αφού την κατέβασαν, την τράβηκαν μέχρι την μεγάλη εκκλησία που λέγεται Καισάρειον. Αυτό ήταν σε μέρες εορτής. Και της έσκισαν τα ρούχα και την έσυραν στους δρόμους ώσπου πέθανε».

στ') «Ο Δαμάσκιος αναφέρει περιληπτικά αλλά κατηγορηματικά ότι ολόκληρη η πόλη την αγαπούσε και την εκτιμούσε. Είχε επίσης δεχθεί σωρία δημοτικών διακρίσεων (βλ. Dam. frag. 102, σελ. 79.13-14 Zintzen). Ο Κύριλλος δεν μπορούσε ούτε να ονειρευτεί μια τέτοια αφοσίωση» (M. Dzielska, Υπατία η Αλεξανδρινή, εκδ. Ενάλιος, σ. 169).

ζ') «Δεν υπάρχουν λόγοι για τους οποίους θα μπορούσαν να θεωρήσουν την Υπατία σύμμαχό τους οι ειδωλολατρικές ομάδες της πόλης˙ θυμόνταν την έλλειψη του ενδιαφέροντός της στην παραδοσιακή πίστη κατά τη διάρκεια των πρόσφατων αγώνων τους για τη διατήρηση της ελληνικής θρησκείας»  (M. Dzielska, Υπατία η Αλεξανδρινή, εκδ. Ενάλιος, σ. 170).

η') «Το γεγονός ότι οι σύμμαχοι του Ορέστη και της Υπατίας ήταν κατά βάσιν χριστιανοί περιέπλεξε την κατάσταση για τον Κύριλλο και τους κληρικούς του. Άλλωστε ο ίδιος ο Ορέστης ήταν χριστιανός και εκπρόσωπος ενός χριστιανικούς κράτους, υποστηριζόταν από μέλη της χριστιανικής διανόησης της πόλης καθώς και από ένα τμήμα του χριστιανικού πληθυσμού που τον είχε υπερασπιστεί στην επίθεση των μοναχών» (M. Dzielska, Υπατία η Αλεξανδρινή, εκδ. Ενάλιος, σ. 167-168).

θ') «Οι άνθρωποι του Κυρίλλου βρήκαν έναν τρόπο να απομακρύνουν την Υπατία από τον απλό κόσμο: ο Ιωάννης Νικίου αναφέρει ότι την παρουσίαζαν σαν μάγισσα και την κατηγορούσαν για το χειρότερο είδος μαγείας, τη λεγόμενη μαύρη μαγεία (..). Οι φήμες για την άσκηση μαύρης μαγείας προκάλεσαν απέραντο φόβο μεταξύ των απλών ανθρώπων, οι οποίοι συνεπώς ήταν έτοιμοι να αναλάβουν βίαιη και ανελέητη δράση εναντίον των μάγων (...).Οι εκκλησιαστικοί προπαγανδιστές κατάφεραν με αυτόν τον τρόπο να συνδέσουν μια ιστορία μαγείας με πληροφορίες για τις μαθηματικές και αστρονομικές έρευνες της Υπατίας, τα φιλοσοφικά και θρησκευτικά ενδιαφέροντά της, και τις διαδόσεις που κυκλοφορούσαν γι’ αυτήν στην πόλη. Για να επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες σχετικά με τις απαγορευμένες πρακτικές της Υπατίας, ήταν αρκετή η αναφορά στην απασχόληση του πατέρα της με την αστρολογία και τη μαγεία, τα γραπτά του για την ερμηνεία των ονείρων και τις επισκέψεις των Αλεξανδρινών αστρολόγων στο σπίτι του (...). ”Το πρώτο της θύμα ήταν ο κυβερνήτης της πόλης, ο Ορέστης”. Σαν αποτέλεσμα των μαγικών της επικλήσεων, σταμάτησε να πηγαίνει στην εκκλησία και άρχισε μια δραστήρια προσπάθεια «αθεοποίησης» των χριστιανών πιστών» (M. Dzielska, Υπατία η Αλεξανδρινή, εκδ. Ενάλιος, σ. 171).

ι') «Όπως σωστά υποστηρίζει ο Ρουζέ και ορισμένοι άλλοι, ο Κύριλλος δεν μπορεί να θεωρηθεί νομικά υπεύθυνος για τον σχεδιασμό του εγκλήματος. Από το άλλο μέρος, η συμβολή του σε αυτό υπήρξε μεγάλη, ακόμα κι αν δεχτούμε ότι ο φόνος σχεδιάστηκε και πραγματοποιήθηκε από τους παραβολάνους εν αγνοία του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν ο βασικός υποκινητής της εκστρατείας εναντίον της Υπατίας, υποδαυλίζοντας την προκατάληψη και την εχθρότητα εναντίον της φιλοσόφου και προκαλώντας φόβους για τις συνέπειες των υποτιθέμενων μαγικών ενεργειών της επί του επάρχου» (M. Dzielska, Υπατία η Αλεξανδρινή, εκδ. Ενάλιος, σ. 182).

ια') «Τα αίτια του φόνου της Υπατίας ήταν περισσότερο πολιτικά παρά θρησκευτικά. Η Υπατία αντίθετα με άλλους παγανιστές συναδέλφους της, δεν ήταν αφοσιωμένη παγανίστρια: δεν καλλιεργούσε την νεοπλατωνική μαγεία, δεν πήγαινε στα παγανιστικά ιερά, δεν αντιδρούσε στην μετατροπή τους σε χριστιανικές εκκλησίες, δεν συμπαραστάθηκε λόγω ή έργω στους αμυνόμενους μέσα στο Σαράπειο Παγανιστές και είχε πολλούς χριστιανούς ως μαθητές. Δύο από αυτούς έγιναν επίσκοποι. Ο Κύριλλος την έβλεπε ως έναν ισχυρό υποστηρικτή του έπαρχου Ορέστη (Ο Ορέστης ήταν Χριστιανός μεν, αλλά δεν του άρεσε η ανάμειξη του Κύριλλου στα πολιτικά ζητήματα· μάλιστα προστάτεψε τους Εβραίους Αλεξανδρινούς όταν ο Κύριλλος τους επιτέθηκε), στη διαμάχη Πολιτείας και εκκλησίας της Αλεξάνδρειας.  Ο Ορέστης συνδεόταν φιλικά με την Υπατία. Μετά τη δολοφονία της Υπατίας χάθηκε ένας ισχυρός υποστηρικτής του Ορέστη. Ο φόνος της Υπατίας, ο οποίος διεπράχθη από άτομα στην υπηρεσία του Κυρίλλου, δεν έχει καμμία σχέση με την αντιπαγανιστική πολιτική που ακολούθησε ο Κύριλλος αρκετά χρόνια μετά το θάνατό της· αυτή άρχισε μετά το 420» (M. Dzielska, Υπατία η Αλεξανδρινή, εκδ. Ενάλιος, σ. 194). «Η Υπατία δεν δολοφονήθηκε εξαιτίας κάποιου παγανιστικού αγώνα. Το γεγονός ότι ήταν Εθνική απλώς την έκανε πιο ευάλωτη σε μια σύγκρουση που στην πραγματικότητα είχε να κάνει με την πολιτική ζωή της Αλεξάνδρειας» (Pierre Chuvin, Οι τελευταίοι Εθνικοί, εκδ. Θύραθεν, σ. 112). Καταλαβαίνει κανείς πολύ καλά, τι φθηνή (σε εύπιστους ή ημιμαθείς) προπαγάνδα κάνουν οι Νεοπαγανιστές όταν αποκαλούν την Υπατία «μάρτυρα του Εθνισμού» (Βλάση Ρασσιά, Υπέρ Της Των Ελλήνων Νόσου, β' έκδοση, εκδ. Ανοιχτή πόλη,  τ. 3, σ. 156) και (πάλι ο κ. Ρασσιάς) «ιερομάρτυρα»(!!).

ιβ') «Μετά την εγκληματική ενέργεια, ο Ορέστης πρέπει να ανακλήθηκε ή να υπέβαλε την παραίτησή του. Όπως και νάχει, δεν ξανακούστηκε τίποτα γι’ αυτόν. Υπάρχουν λόγοι να υποθέσουμε ότι ένοιωσε αηδία για την πόλη και φοβήθηκε ότι θα είχε κι αυτός την τύχη της Υπατίας» (M. Dzielska, Υπατία η Αλεξανδρινή, εκδ. Ενάλιος, σ. 176).

ιγ') «Οι μόνοι που προσπάθησαν να στρέψουν τον αυτοκράτορα εναντίον του πατριάρχη ήταν οι δημοτικοί σύμβουλοι της Αλεξάνδρειας. Ο Κύριλλος παρουσίασε το θέμα σαν πάλι εναντίον του παγανισμού, όπως τουλάχιστον ισχυρίστηκε η επίσημη εκκλησιαστική προπαγάνδα. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αυτό ακριβώς έκανε μπροστά στις ανώτατες αρχές, βασιζόμενοι στα γραπτά του Ιωάννη Νικίου ο οποίος στο τέλος της περιγραφής του αναφέρει ότι μετά το θάνατο της Υπατίας “όλοι υποτάχθηκαν στον πατριάρχη Κύριλλο, τον οποίο αποκαλούσαν «νέο Θεόφιλο» επειδή κατέστρεψε τα τελευταία απομεινάρια της ειδωλολατρίας στην πόλη”» (M. Dzielska, Υπατία η Αλεξανδρινή, εκδ. Ενάλιος, σ. 177).

ιδ') «Μετά από επανειλημμένες αιτήσεις στην αυλή της Κωνσταντινούπολης, το δημοτικό συμβούλιο της Αλεξάνδρειας έλαβε ορισμένα μέτρα για την τιμωρία του Κυρίλλου. Στις 5 Οκτωβρίου 416 ο πραιτωριανός έπαρχος Μονάξιος, διάδοχος του Αυρηλιανού, εξέδωσε διάταγμα το οποίο αφαιρούσε από τον Κύριλλο την εξουσία του επί των ονομαζόμενων «παραβολάνων» (βλ. Θεοδοσιανό Κώδικα 16.2, 42). Το αυτοκρατορικό διάταγμα του 416 απαγόρευσε στους παραβολάνους να εμφανίζονται σε δημόσιους χώρους ή να εισέρχονται στα κτίρια των δημοτικών συμβουλίων και δικαστηρίων˙ ο αριθμός τους μειώθηκε από 800 σε 500 και η στρατολογία νέων μελών ανατέθηκε στον έπαρχο» (M. Dzielska, Υπατία η Αλεξανδρινή, εκδ. Ενάλιος σ. 179).

ιε') Αντίθετα από ό,τι υποστηρίζουν οι Νεο-Δωδεκαθεϊστές, ο θάνατος της Υπατίας δεν επέφερε την παρακμή της αλεξανδρινής επιστήμης και φιλοσοφίας, η διδασκαλία των Αριστοτέλη και Πλάτωνα γνώρισε άνθιση στον 5ο και 6ο αιώνα, όπως και τα μαθηματικά κι η αστρονομία, ώς την αραβική εισβολή. Παγανιστές φιλόσοφοι της Αλεξάνδρειας από την εποχή της Υπατίας ώς την αραβική εισβολή: Αμμώνιος, Δαμάσκιος, Σιμπλίκιος, Ιωάννης Φιλόπονος, Σαραπίων, Ωραπόλλων ο Νεότερος, Αραίσκος, Ασκληπιός, Ωραπόλλωνας ο Πρεσβύτερος, Ασκληπιάδης, Ασκληπιόδοτος κ.ά. (M. Dzielska, Υπατία η Αλεξανδρινή, εκδ. Ενάλιος, σ. 194-195).  

Συμπεράσματα:

1) Η ηθική αυτουργία του Κυρίλλου δεν μπορεί να αποδειχθεί, χωρίς, από την άλλη, να είμαστε εκατό τοις εκατό σίγουροι για την μη-ανάμιξή του. Διότι, από τη μια δεν έχουμε μαρτυρίες από συγχρόνους του, ότι συνήργησε ή ότι προκάλεσε ή ότι ήθελε τη δολοφονία της˙ αλλά από την άλλη δεν μπορούμε να ξέρουμε τι έγινε στα παρασκήνια. Ότι ο αναγνώστης Πέτρος και οι παραβολάνοι ήταν στην υπηρεσία του Κύριλλου δεν συνεπάγεται απαραίτητα πως ενήργησαν έπειτα από εντολές ή έμμεσες παραινέσεις του προς αυτούς, διότι είναι γνωστό πως το σώμα των παραβολάνων αποτελείτο από θερμόαιμους άνδρες, έτοιμους δηλαδή να οδηγηθούν στη σύγκρουση και σε ακραίες πράξεις. Δεν είναι απαραίτητο, λοιπόν, ότι ο Κύριλλος τους έβαλε τη σκέψη να βγει από τη μέση η Υπατία: από την ίδια τους την παρορμητικότητα πολύ εύκολα θα οδηγούνταν μόνοι τους στην σκέψη να τη δολοφονήσουν. Από την άλλη πλευρά βέβαια, δεν μπορούμε να είμαστε εντελώς βέβαιοι για τον ρόλο του Κυρίλλου, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν ξέρουμε τι οδηγίες έδωσε (ή δεν έδωσε) ή τί σκέψεις είχε για την τελική επίλυση του προβλήματος.

2) Οι ιστοριογράφοι διχάζονται ως προς τα αίτια. Άλλοι μιλούν για πολιτικά αίτια, άλλοι για προσωπική διαμάχη, άλλοι για τον χαρακτήρα των Αλεξανδρινών, άλλοι στις συκοφαντίες του Κύριλλου περί μαγείας-αστρολογίας.

3) Ο Σωκράτης που ήταν σύγχρονος τής Υπατίας δεν τον κατηγορεί ως σχεδιαστή του φόνου. Μπορεί αυτό να οφείλεται στο φόβο του μην τον βλάψουν οι άνθρωποι του Κυρίλλου, αν μιλούσε, αλλά μπορεί και απλώς να οφείλεται στο ότι δεν υπήρξαν αποδεικτικά στοιχεία υπέρ της ενοχής του Κυρίλλου. Όταν αποκαλεί «ντροπή για τον Κύριλλο και την Αλεξανδρινή Εκκλησία» όλα αυτά, δεν είναι αυτονόητο ότι υποννοεί πως ο Κύριλλος θέλησε ή αποδέχθηκε ή σχεδίασε το φόνο˙ μπορεί να υποννοεί ότι η όλη κατάσταση είναι κάθε άλλο παρά χριστιανική, διότι ο Κύριλλος θα έπρεπε, σύμφωνα με το Σωκράτη, να τιμωρήσει τους υπευθύνους.

4) Οι άλλοι τέσσερεις, μεταγενέστεροι, ιστοριοριογράφοι είτε δεν γνωρίζουν (Ησύχιος) τα αίτια είτε γενικόλογα μιλάνε ότι οι Αλεξανδρινοί αφέθηκαν ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν – αυτό δε σημαίνει ό,τι ο Κύριλλος τους άφησε να κάνουν ό,τι θέλουν˙ ή πάλι, εάν αυτός τους άφησε ελεύθερους να κάνουν ό,τι θέλουν, δεν συνεπάγεται ότι γνώριζε τί θα κάνουν˙ μπορεί απλά να τους είπε «κάντε ό,τι θέλετε», δίχως να γνώριζε τί θα έκαναν είτε τον κατηγορούν ευθέως ως σχεδιαστή του φόνου (ο παγανιστής Δαμάσκιος). Ο Ιωάννης Νικίου είναι ο μόνος που χαίρεται, αλλά δεν αποδίδει ευθύνη στον Κύριλλο, τουλάχιστον άμεση. Έχουμε, δηλαδή, τρεις διαφορετικές απόψεις. Επομένως, δεν υπήρξε πλήρης διαλεύκανση.

5) Είναι ωστόσο βέβαιο, ότι ο Κύριλλος είτε επειδή είχε τάσεις φθόνου για την δόξα της Υπατίας (βλ. παρ. δ΄) είτε επειδή έβλεπε την Υπατία ως κύριο σύμμαχο του έπαρχου Ορέστη στον αγώνα για πολιτική επικράτηση (βλ. παρ. α’), διέδοσε ή δέχθηκε ή ανέχθηκε να διαδοθούν από τους βοηθούς του εναντίον της αναληθείς και αναίσχυντες φήμες περί μαύρης μαγείας (βλ. παρ. ε’, θ’).

6) Αλλά πάλι, ούτε τώρα μπορεί να αποδειχθεί ότι ο Κύριλλος διέδοσε αυτά τα πράγματα – εφόσον υποτεθεί ότι αυτός τα διέδοσε – με σκοπό να δολοφονηθεί η Υπατία. Πιθανότερο είναι ότι, άν τα διέδοσε, το έκανε με σκοπό να «αμαυρωθεί η φήμη» της Υπατίας και να πάψει αυτή να επηρεάζει τον κόσμο υπέρ του Ορέστη δια μέσου της φήμης της. Όχι για να την σκοτώσουν. Του αρκούσε να αμαυρωθεί η φήμη της. Κι έτσι πετύχαινε το στόχο του. Δηλαδή, σ’ αυτήν την περίπτωση δεν ήξερε για το σχέδιο δολοφονίας της.

7) Ο παγανιστής Δαμάσκιος δεν θεωρεί ως αιτία της δολοφονίας την θρησκεία τής Υπατίας, αλλά το φθόνο του Κυρίλλου (βλ. παρ. ε’). Είναι ατεκμηρίωτο λοιπόν, οι Νεοπαγανιστές να παρουσιάζουν την Υπατία ως μάρτυρα του Εθνισμού, δηλαδή να θεωρούν ότι η Υπατία δολοφονήθηκε απλώς επειδή ήταν Παγανίστρια. Την καπηλεύονται.  

8) Η Υπατία άλλωστε δεν καλλιεργούσε την παγανιστική θεουργία, δεν πήγαινε στα ιερά, είχε χριστιανούς μαθητές, δεν ήταν αντιχριστιανή, δεν αντέδρασε στην καταστροφή του Σεράπειου, και οι Παγανιστές της Αλεξάνδρειας που τα θυμόντουσαν όλα αυτά, ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν για την μοίρα της, όπως κι αυτή δεν συμμετείχε στους αγώνες τους (βλ. παρ. ζ’, ια’).  

9) Το πιθανότερο αίτιο είναι μάλλον η πολιτική συμμαχία Υπατίας και Ορέστη. Αυτή έφερνε σε δύσκολη θέση τον Κύριλλο, διότι ο Ορέστης ήταν χριστιανός και γι’ αυτό δεν μπορούσε ο Κύριλλος να διαδίδει ότι ο Παγανισμός επιτίθεται στον Χριστιανισμό. Τα ίδια ισχύουν και για τους «Έλληνες Εθνικούς», που δεν έχουν καμμία βάση, όταν ισχυρίζονται ότι η όλη διαμάχη ήταν μεταξύ Παγανισμού και Χριστιανισμού: η διαμάχη ήταν μεταξύ πολιτικής χριστιανικής εξουσίας από την μία, και εκκλησιαστικής χριστιανικής εξουσίας από την άλλη. Η Υπατία είχε την ατυχία να είναι το θύμα της διαμάχης αυτής˙ η παγανιστική της θρησκεία αναμφίβολα την έκανε ευάλωτη στις επιθέσεις του Κυρίλλου. Αλλά η ίδια ήταν σύμμαχος του χριστιανού Ορέστη. Δεν τίθεται λοιπόν θέμα θρησκευτικής αντιπαράθεσης.  

10) Η «μαγεία» και η παγανιστική θρησκεία, λοιπόν, χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσχημα, ως αφορμή. Δεν ήταν η αιτία του φόνου της.  

11) Ακόμη λοιπόν κι αν δεχθούμε ότι ο Κύριλλος, όχι μόνο  συκοφαντούσε την Υπατία, αλλά και ότι πρότεινε ή αποδέχθηκε ή οργάνωσε τη δολοφονία της, οι λόγοι ήταν καθαρώς προσωπικοί και πολιτικοί και ουδόλως έχουν να κάνουν με την αντιπαράθεση  Χριστιανισμού-Παγανισμού. Η Υπατία, άλλωστε έζησε υποδειγματική ηθική ζωή, σύμφωνα με τα πιο σκληροπυρηνικά χριστιανικά πρότυπα˙ έμεινε παρθένα σε όλη της τη ζωή (Δαμάσκιου, Βίος Ισιδώρου). Πιθανότατα, αν η Υπατία δεν ήταν Παγανίστρια, αλλα  Χριστιανή και είχε φονευτεί, οι Νεοπαγανιστές θα την ειρωνεύονταν και αυτήν για την παρθενικότητά της.  

12) Δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι η συγκάλυψη των ενόχων αποδεικνύει την ηθική ενοχή του Κυρίλλου, διότι μπορεί απλώς ο Κύριλλος να μην ήθελε να καταδικαστούν άνδρες της ασφάλειάς του. Όχι να φοβόταν μήπως αποκαλυφθεί η δική του ενοχή. Αυτό συμβαίνει και στις καθημερινές διαπροσωπικές σχέσεις: συνήθως κάποιος καλύπτει και υπερασπίζεται τους φίλους του, τους δικούς του ανθρώπους, παίρνει το μέρος τους, ακόμη κι όταν αυτοί παρεκτραπούν.

13) Όταν ο Ιω. Νικίου γράφει ότι «όλοι υποτάχθηκαν στον Κύριλλο» εννοεί ότι η πολιτική εξουσία της Αλεξάνδρειας έπαψε να αντιδρά στις αυθαιρεσίες του˙ με το «όλοι» εννοεί την πολιτική εξουσία. Κι όταν γράφει, πάλι ο Νικίου, ότι τον αποκαλούσαν «Νέο Θεόφιλο», επειδή «κατέστρεψε τα απομεινάρια της ειδωλολατρίας στην πόλη», απλώς τον κολακεύουν και τον δοξάζουν, που κατάφερε και επιβλήθηκε στην πολιτική εξουσία. Άλλωστε ο Θεόφιλος ήταν συγγενής (θείος) του Κυρίλλου και είχε καταστρέφει το Σαράπειο. Ο Ιω. Νικίου είναι τόσο φανατισμένος κατά της Υπατίας, ώστε αν ήξερε ότι ο Κύριλλος είχε παρασκηνιακά δώσει εντολή να την δολοφονήσουν, θα το έλεγε ξεκάθαρα και μάλιστα με μεγάλη χαρά ή, έστω, πιο κομψά κι εμμέσως, ότι «ο αναγνώστης Πέτρος εκτελούσε διαταγές ανωτέρου του» ή ότι ήταν «έμπιστος του Κυρίλλου».

14) Ο φόνος της Υπατίας δεν είχε επίπτωση στην (παγανιστική και μη) φιλοσοφική παιδεία στην Αλεξάνδρεια˙ αυτή συνεχίστηκε ώς την αραβική κατάκτηση.

15) Πάντως, για την ιστορία ο χριστιανός ιστορικός της εποχής Σωκράτης, αφού περιγράψει τα γεγονότα, προσθέτει, δίνοντας τη γνώμη των άλλων Χριστιανών: «Το γεγονός αυτό αποτελεί ντροπή και για τον Κύριλλο και για την εκκλησία της Αλεξάνδρειας. Τελείως ξένα πράγματα για όσους πιστεύουν στα λόγια του Χριστού είναι οι φόνοι οι μάχες και τα παρόμοια» (7, 15). Όταν ο Σωκράτης αποκαλεί το γεγονός «ντροπή για τον Κύριλλο» δεν υπάρχει λόγος να δεχτούμε απαραίτητα πως εννοεί ότι η ντροπή έγκειται στο ότι αυτός ήταν ο ηθικός αυτουργός και ο σχεδιαστής του εγκλήματος. Μπορεί να εννοεί ότι η «ντροπή» έγκειται στο γεγονός ότι δεν προσπάθησε να τιμωρήσει τους δράστες. Όταν επίσης αποκαλεί το γεγονός «ντροπή» για την Εκκλησία της Αλεξάνδρειας (πρέπει να έχουμε υπόψη ότι «εκκλησία» σημαίνει το σύνολο των πιστών κι όχι την διοίκηση της Εκκλησίας μόνο) απλώς έχει κατά νου τον όχλο που δολοφόνησε την Υπατία˙ όχι τον (υποτιθέμενο υπαίτιο) Κύριλλο. Η δήλωση αυτή του Σωκράτη δεν αποτελεί απαραίτητα έμμεση κατηγορία πως ο Κύριλλος ήταν ο ηθικός αυτουργός του φόνου.

16) Γενικότερα, δεν μπορούμε να στηριζόμαστε τόσο εύκολα σε ιστοριογράφους που γράφουν 200 χρόνια (Ιωάννης Νικίου) ή 150 χρόνια (ο εξ Αντιοχείας Μαλάλας) μετά τα γεγονότα, τη στιγμή που έχουμε τη μαρτυρία του Σωκράτη ο οποίος έζησε την εποχή εκείνη και γνώριζε από πρώτο χέρι τα γεγονότα και την κατάσταση στην Αλεξάνδρεια.

Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, ότι τα γραφόμενα του κ. Ρασσιά, «Λίγο πριν το Πάσχα του 415, ο φανατικός αυτός ανθέλληνας, μετά από ένα γεμάτο λύσσα κήρυγμα κατά της γυναικείας φύσεως, κατά των Ελλήνων και κατά της Υπατίας ειδικότερα –η οποία είχε διαπράξει το τρομερό.. έγκλημα του να διδάσκει άνδρες και μάλιστα, μαθηματικά, τα οποία για τους εβραιοχριστιανούς ήσαν η επιστήμη των.. μάγων (!) – κατόρθωσε να εξαπολύσει το μανιασμένο εκκλησίασμα σε αναζήτηση αυτού του "αντιχριστιανικού τέρατος". Ο όχλος, καθοδηγούμενος από κάποιον διάκονο Πέτρο, βρήκε την ατυχή φιλόσοφο μοναχή της στον δρόμο με έναν μόνο –κατά τραγική ειρωνία της τύχης χριστιανό- μαθητή της.(...), ενώ ο Κύριλλος θα αγιοποιηθεί και αυτός (!) από της Εκκλησία για τα "κατορθώματά του" (...)» (Βλάση Ρασσιά, Υπέρ της των Ελλήνων νόσου, εκδ. Ανοιχτή Πόλη, σ. 59) είναι, απλώς, ψέμματα. Αυτή την χολυγουντιανή εκδοχή, όπου ο κακός Κύριλλος, μετά από ένα κήρυγμα μίσους, εξαπολύει το εκκλησίασμα στο.. κυνήγι της Υπατίας, αλήθεια, πού την βρήκε ο κ. Ρασσιάς; Γιατί οι πηγές που υπάρχουν, μόνο κάτι τέτοιες μυθοπλασίες δεν δικαιολογούν. Λέει καμμιά πηγή ότι την ημέρα της δολοφονίας ο Κύριλλος έκανε κήρυγμα κατά Ελλήνων, κατά της γυναικείας φύσης και ειδικότερα κατά της Υπατίας εντός της εκκλησίας; Λέει καμμιά πηγή ότι ο Κύριλλος είπε την ημέρα του φόνου στο εκκλησίασμα «πάτε, βρείτε (και σφάξτε) την Υπατία»; Και βέβαια, είναι χαρακτηριστικό των «Ελλήνων Εθνικών», να ισχυρίζονται πως η Εκκλησία.. ανταμοίβει διαφόρους για τις υπηρεσίες τους προς αυτήν. Ο Κύριλλος έχει σπουδαίο θεολογικό έργο και γι’ αυτό αγιοποιήθηκε. Μπορεί ο κ. Ρασσιάς να φέρει ως απόδειξη των ισχυρισμών του την απόφαση της αγιοποιήσεως – ή κάποιο αντίστοιχο συνοδικό κείμενο – η οποία να λέει ρητά, ότι ο Κύριλλος αγιοποιήθηκε, επειδή (μεταξύ άλλων) «διέταξε να εξοντωθεί η Υπατία»; Τέλος, φυσικά και δεν περιμέναμε να γνωρίζουν οι «Έλληνες Εθνικοί» για τη διάκριση που έκαναν.. οι «εβραιοχριστιανοί» (!) μεταξύ «γεωμετρικής τέχνης», δηλ. μαθηματικών και «μαθηματικής τέχνης», δηλαδή απόκρυφης, μαγικής αριθμητικής. Βέβαια ο κ. Ρασσιάς έβαλε νερό στο κρασί (ή στη χολή) του: «Για την άμεση ηθική αυτουργία ή όχι του Κυρίλλου στο τρομερό αυτό έγκλημα έχει βεβαίως γίνει συζήτηση μεγάλη, με διάφορα επιχειρήματα από τις δύο πλευρές, που δεν είναι του παρόντος να αναπτυχθούν, ώστε το ζήτημα να μένει (όπως και σε άλλες περιπτώσεις) εισαεί μετέωρο προ όφελος των απατεώνων και των εγκληματιών» (Μια Ιστορία Αγάπης, τ. Β’, σ. 54), δίχως βέβαια να... αποφύγει να βρίσει όσους διαφωνούν μαζί του. «Εισαεί μετέωρο», πα να πει (αν συνυπολογίσουμε ότι η Υπατία αποδεδειγμένα δεν ήταν "μάρτυρας του Εθνισμού") «ουδέν εποιήσατε».

Και κάτι τελευταίο για το θλιβερό αυτό γεγονός: «έχουμε εξακριβώσει ότι η φιλόσοφος γεννήθηκε γύρω στο 335 μ.Χ. και όχι γύρω στο 370. Όταν πέθανε το 415 είχε αρκετά προχωρημένη ηλικία – ήταν περίπου 60 χρονώ . Ετσι φαίνεται ότι δεν υπάρχει λογική βάση για την εικόνα της Υπατίας, την ώρα του φρικτού θανάτου της, σαν μιας νέας κοπέλλας με κορμί αντάξιο της Αφροδίτης, που θα μπορούσε να κεντρίσει το σαδισμό και τον πόθο των δολοφόνων της» (M. Dzielska, Υπατία η Αλεξανδρινή, εκδ. Ενάλιος, σ. 189). Αυτό το τελευταίο αναφέρθηκε ως απάντηση σ' εκείνους, οι οποίοι, προφανώς κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια, πιστεύουν ότι οι δολοφόνοι της την έσφαξαν... λόγω σεξουαλικής πείνας.

  

 

  19. "Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός-Γιουτπράνδα έκλεισε την Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών το 529, ρίχνοντας στο σκοτάδι την ανθρωπότητα, και οδηγώντας την στην αμάθεια του Μεσαίωνα".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Καταρχήν, να αναφέρουμε κάτι σχετικό με την δήθεν σλαβική ονομασία και καταγωγή του Ιουστινιανού, την οποία συνεχώς, με μεγάλη χαρά διαφημίζουν και διαδίδουν οι Νεοπαγανιστές «ερευνητές»:

Φλάβιος Πέτρος Σαββάτιος ονομαζόταν ο Ιουστινιανός προτού λάβει το όνομα «Ιουστινιανός», κι όχι «Γιουτπράνδα». Το δήθεν όνομα του Ιουστινιανού «Γιουτπράνδα» και η εξ αυτού φερόμενη σλαβική καταγωγή στηριζόταν σε βίο του Ιουστινιανού γραφέντα από κάποιον Θεόφιλο που δήθεν υπήρξε διδάσκαλος του αυτοκράτορα. Αλλά ο Άγγλος Bryce στο The life of Justinian by Theophilus στο English Historical Review του 1887, σ. 657, απέδειξε ότι ο βίος αυτός είναι κατασκεύασμα Δαλματού ιερέα του 17ου αιώνα, του Ιωάννη Μάρναβιτς. Τα ίδια λεν και ο Bury στο A history of the later Roman empire, Λονδίνο 1889 τ. Α’ σ. 334, καθώς και ο  Diehl στο Justinien, Παρίσι 1901. 

Οι Ν/Π, επειδή ο Παπαρηγόπουλος – που έγραψε την ιστορία του  προτού οι παραπάνω ξένοι ιστορικοί ανακαλύψουν την απάτη – τον αναφέρει ως Σλάβο Γιουτπράνδα, συνεχώς φέρνουν τον Παπαρηγόπουλο ως «απόδειξη». Προφανώς το πιο σύγχρονο βιβλίο ιστορίας που διάβασαν οι Νεοπαγανιστές «ερευνητές» είναι η ιστορία του Παπαρηγόπουλου. Έτσι, ο κ. Ρασσιάς αποκαλεί «Γιουτπράδα» τον Ιουστινιανό (Υπέρ της των Ελλήνων Νόσου, εκδ. Ανοιχτή Πόλη, β’ έκδοση, τ. 3, σ. 83), αν και (Μια Ιστορία Αγάπης, τ. Β’, σ. 127) σχολιάζοντας την επιστημονική απόδειξη της πλαστότητας του βίου, αναρωτιέται θριαμβευτικά (!) επί λέξει «λες και έχει μεγάλη σημασία» [=«αν αποδείχτηκε η πλαστότητα»]. «Λες και έχει σημασία», ωστόσο παρακάτω συνεχίζει να αποκαλεί «Γιουτπράδα» τον Ιουστιανιανό. Απ’ την πλευρά μας, βέβαια, θεωρούμε πάρα πολύ φυσιολογικό οι Νεοπαγανιστές να είναι... και περήφανοι για την διαστρέβλωση της αλήθειας (θα τους θυμίσουμε ότι ήταν οι ξένοι (Άγγλοι και Γάλλοι), κι όχι Νεοέλληνες – οι οποίοι ίσως να κατηγορούνταν για εθνικιστική ιδιοτέλεια – ιστορικοί που κατέδειξαν την πλαστότητα του βίου του Θεόφιλου). Πρώτα ο κ. Ρασσιάς προσπαθεί με κυριολεκτικά άσχετες ασυναρτησίες (του τύπου «εναγωνίως την παρουσιάζουν σαν τάχα πλαστή (...) εκείνοι που εθελότυφλα καταπίνουν (...) τα μυθεύματα που στηρίζουν την όλη Θρησκεία τους», λες και θα δεχόταν κανείς σοβαρός άνθρωπος ότι έχει σχέση ή είναι του ίδιου βαθμού πολυπλοκότητας το ένα θέμα με το άλλο, ή λες και η αξιοπιστία των επιστημονικών πορισμάτων άλλων «ερευνητών» για την αυθεντικότητα των Ευαγγελίων έχει σχέση με την αξιοπιστία των πορισμάτων των.. διόλου αγωνιούντων (!) συγκεκριμένων επιστημόνων – οι οποίοι απέδειξαν την πλαστότητα – για τον βίο του «Θεόφιλου», και συνεπώς ό,τι πιστεύει κανείς για το ένα, απείρου πολυπλοκότητας, ζήτημα (των Ευαγγελίων), να τον υποχρεώνει να πιστεύει το ένα ή το άλλο πράγμα για το πολύ απλούστερο θέμα που εξετάζουμε), που μόνο εύπιστοι θα αποδέχονταν (σκόπιμα ο κ. Ρασσιάς αναφέρεται συγκεχυμένα σε «εκείνους [που αγωνιούν να αποδείξουν πλαστό το βίο]», μη τολμώντας να πει ότι φυσικά την πλαστότητα δεν την αποδείξαμε.. εμείς, τώρα – ούτε βέβαια εγείραμε εμείς πρώτοι το θέμα –, αλλά οι επιστήμονες, πριν 2 αιώνες, κι αυτό το κάνει, ώστε να παραπληροφορήσει τους αναγνώστες του, για να πειστούν ότι τάχα «απλώς κάποιοι φανατικοί Χριστιανοί»(!) αμφισβητούν την αυθεντικότητα του βίου. Αλλά ατύχησε ο κύριος Ρασσιάς, χρησιμοποιώντας τα κόλπα  αυτά), να αμφισβητήσει την εγκυρότητα της επιστημονικής απόδειξης της πλαστότητας του βίου (και την επιστημοσύνη των ιστορικών που την απέδειξαν), έπειτα υποστηρίζει ότι δεν έχει σημασία αν είναι πλαστός (και ψεύδεται, φυσικά, διότι διαφορετικά ουδέποτε θα έπρεπε να τον ενδιαφέρει η καταγωγή του Ιουστινιανού, αλλά αναφέρει την δήθεν σλαβική καταγωγή  του, ώστε να τον παρουσιάσει ως ξένο· ολοφάνερος εθνικισμός, παρόμοιος με την περίπτωση του εβραϊκής καταγωγής άγ. Επιφάνειου), και τέλος, εντελώς σαν να μην συμβαίνει τίποτε, σαν να μην έχει αποδειχτεί ότι σφάλλει, συνεχίζει απτόητος να αποκαλεί τον Ιουστιανιανό «Γιουτπράδα». Αυτό λέγεται «νεοπαγανιστική μέθοδος αντίκρουσης της αλήθειας». Επι της ουσίας τώρα:

Για το λεγόμενο κλείσιμο της Σχολής των Αθηνών υπό του Ιουστινιανού, μύρια ψέμματα έχουν λεχθεί υπό των Νεοπαγανιστών. Ο Ιουστινιανός δεν απαγόρευσε την  διδασκαλία της νομικής και της φιλοσοφίας στην Αθήνα, όπως αναφέρει ο Μαλάλας (Χρονογραφία, λόγος ιη’, 187 (PG 97 661)), διότι ο ίδιος ιστορικός αντιφάσκει, λέγοντας πως αργότερα, το 530, ο αυτοκράτορας έστειλε τον νομικό του κώδικα σε Αθήνα και Βηρυτό (Χρονογραφία, ιη’, 183 (PG 97 657)) αναφέροντας αμέσως πριν «ότι έπεμψε τον κώδικά του σε όλες τις πόλεις». Στην Βηρυτό και την Αθήνα, λοιπόν, λειτουργούσαν νομικές σχολές (δε θα ανέφερε μόνο αυτές τις πόλεις ο Μαλάλας, αν εννοούσε απλώς ότι ο Ιουστινιανός έστειλε στα δικαστήρια των Αθηνών και της Βηρυτού τον κώδικά του, αφού πριν αναφέρει τις Αθήνα-Βηρυτό, αναφέρεται στην αποστολή των νόμων σε όλες τις πόλεις) κι εφόσον αντιφάσκει για τη διδασκαλία της νομικής, η πιθανότητα να λέει την αλήθεια για τη φιλοσοφία επίσης είναι μικρή. Ο Προκόπιος δεν αναφέρει καμμία τέτοια απαγόρευση (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ.1, σ. 122).

«Μόνον ἐκ τῆς μαρτυρίας αὐτοῦ (Του Προκόπιου, στην Απόκρυφη Ιστορία), καθ’ ἣν ὁ Ἰουστινιανὸς ἐστέρησε τοὺς δημοςίᾳ διδάσκοντας τοὺς μισθοὺς αὐτῶν καὶ ἐδήμευσε τὰ ἰδιωτικὰ ὑπὲρ ἐπιστημονικῶν σκοπῶν καθιδρύματα, ἐξήχθη τὸ συμπέρασμα, ὅτι ἡ διάταξις αὕτη ἀνεφέρετο κυρίως εἰς τὴν Ἀκαδημίαν τῶν Ἀθηνῶν» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ.1, σ. 122). Όμως,  είναι άλλο πράγμα η δήμευση της περιουσίας κι άλλο η απαγόρευση της διδασκαλίας της φιλοσοφίας ή το κλείσιμο της Ακαδημίας. Εξάλλου, ο Προκόπιος πουθενά δεν αναφέρεται ονομαστικά στην Αθήνα ούτε όταν γράφει πως ο Ιουστινιανός στέρησε τους μισθούς.

Πέρα απ’ το ότι η Απόκρυφη Ιστορία είναι, ως γνωστόν, ένας αναξιόπιστος λίβελλος, δεν διαθέτουμε απολύτως κανένα στοιχείο, έδικτο ή αναφορά συγγραφέων, που να λέει με σαφήνεια ή ρητά, ότι ο Ιουστινιανός διέταξε την απαγόρευση της διδασκαλίας της φιλοσοφίας στην Αθήνα ή το κλείσιμο της Ακαδημίας. «Στις ειδικές διατάξεις του κώδικα  της Πανδέκτης που συνέταξε ο Ιουστινιανός απαγορεύεται η διδασκαλία κάθε μαθήματος από εθνικούς διδάσκαλους (Ό,τι έκανε νωρίτερα ο Ιουλιανός για τους Χριστιανούς διδασκάλους. Η εκδίκηση της Ιστορίας, αν και κάπως αργά, όταν ο Παγανισμός είχε σβήσει.), αλλά πουθενά δεν αναφέρεται ρητή διάταξη περί κατάργησης των σχολών της Αθήνας. Ο Αγαθίας, που εξιστορεί λεπτομερώς την αποδημία των επτά φιλοσόφων της Ακαδημίας στην αυλή του Χοσρόη, δε λέει ότι έφυγαν επειδή καταργήθηκε η σχολή της Αθήνας, όπως ήταν φυσικό να πει, αν πράγματι έγινε αυτή η κατάργηση, αλλά βεβαιώνει ότι αυτοί μετανάστευσαν «ἐπειδή αὐτούς ἡ παρά Ρωμαίοις κρατοῦσα ἐπί τῷ κρείττονι δόξα οὐκ ἤρεσκεν», επειδή δηλαδή δεν ασπάζονταν τη θρησκεία που επικρατούσε εδώ»  (Κ. Παπαρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1885, επανέκδ. εκδ. Κάκτος, 1992, τ. 9, 3). «Ἡ ὑπὸ τοῦ Ἰουστινιανοῦ κατάργησις τῶν ἐν Ἀθήναις σχολῶν δὲν δύναται νἀποδειχθῇ γενόμενη ὡς ἐπίσημος πρᾶξις τῆς πολιτείας (...) ἐξακολούθησαν ὑφιστάμεναι ἐν Ἀθήναις ἰδιωτικαὶ (Και η Ακαδημία, όμως, ιδιωτική σχολή του Πλάτωνα ήταν) τῆς ῥητορικῆς καὶ γραμματικῆς» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ.1, σ. 122, 123).

Η Ακαδημία, ως γνωστό, χάρη στην τεράστια περιουσία της μπορούσε να δέχεται όλους τους σπουδαστές χωρίς δίδακτρα, ενώ οι υπόλοιπες σχολές ζητούσαν δίδακτρα σπουδών. Συνεπώς η δήμευση της περιουσίας της, αν αυτή έγινε, δεν θα συνεπαγόταν απαραιτήτως κλείσιμο της Ακαδημίας, αλλά απλώς ότι οι φοιτητές από δώ και στο εξής θα πλήρωναν για τη φοίτησή τους καθώς και ότι οι καθηγητές θα ήταν μόνο Χριστιανοί. Άλλο πράγμα η δήμευση της περιουσίας, άλλο το κλείσιμο της Ακαδημίας.

Ο Blumental (“529 and its Sequell: What happened to the Academy?” Revue Internationale des Etudes Byzantines t. XLVIII [1978], Bruxelles 1979, 370-385) εισάγει και ένα άλλο πρόβλημα που αφορά την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε ο νόμος. Έτσι θεωρείται ως πιθανή ημερομηνία για την εφαρμογή του νόμου το έτος 534 μ.Χ. Συνεπώς δεν υπάρχει βεβαιότητα για το αν κάποια από τις σχετικές προβλέψεις του νόμου υφίσταται ήδη από το 529 μ.Χ.

«Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι τριάντα ένα χρόνια μετά, το 560, η επίταξη της περιουσίας της εξαιρετικά ανθηρής Ακαδημίας δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί» (Πάολο Τσεζαρέτι, Θεοδώρα˙ η άνοδος μιας αυτοκράτειρας, εκδ. Ωκεανίδα, σ. 240).

«Αναφέρεται συχνά το ότι ο αυτοκράτορας έκλεισε την Ακαδημία στην Αθήνα το 529. Παρ’ όλα αυτά η Ακαδημία εκείνη συνέχισε να λειτουργεί για μερικές δεκαετίες ακόμα. Και στην Αλεξάνδρεια, ο ειδωλολάτρης Ολυμπιόδωρος δίδασκε ακόμα φιλοσοφία και μετά το 565, που πέθανε ο Ιουστινιανός» (Sture Linnιr, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, εκδ. Γκοβοστή, σ. 93).

Ο A. Cameron (“The Last Days of the Academy of Athens”, Proceedings of the Cambridge Philological Society 195 [1969], 8, 25) θεωρεί ότι η διδασκαλία της φιλοσοφίας συνεχίστηκε στην Αθήνα από το 532 μ.Χ. μέχρι που οι Σλάβοι λεηλάτησαν την πόλη, δηλαδή σχεδόν πενήντα χρόνια αργότερα. Την παραπάνω θέση του στηρίζει ο A. Cameron σ’ ένα απόσπασμα του Ολυμπιοδώρου σε σχόλιο που έκανε στον Αλκιβιάδη του Πλάτωνα. Στο σχόλιο αυτό γίνετια λογος για παραχώρηση της Σχολής από τον Πλάτωνα σε διαδόχους του για λόγους καθαρά πρακτικούς, εφόσον ο ίδιος ήταν ευκατάστατος. Ο Ολυμπιόδωρος επισημαίνει ότι η παρουσία της Σχολής υπήρξε διαδοχική μέχρι τώρα, παρά τη μορφή μερικής κατάσχεσης την οποία υπέστη. Σύμφωνα με το σκεπτικό του Cameron στα 529 μ.Χ. η πλατωνική Ακαδημία δεν είχε χρηματικές παροχές, με αποτέλεσμα να περιοριστούν οι δραστηριότητές της, έστω και αν αυτές δεν διακόπηκαν εντελώς. Βλέπουμε, δηλαδή, τον Παγανιστή φιλόσοφο Ολυμπιόδωρο να κάνει λόγο για την ύπαρξη της Ακαδημίας στην εποχή που αυτός (γράφει: «μέχρι τώρα») ζούσε (άκμασε περί το 565 μ.Χ.), αναφέροντας ταυτόχρονα – πράγμα που καθιστά το σχόλιό του αξιόπιστη μαρτυρία – την «μερική (αλλά όχι πλήρη!) κατάσχεση» της περιουσίας.

Βλέπουμε, ότι η άποψη περί κλεισίματος της Ακαδημίας σιγά-σιγά δεν γίνεται πλέον αποδεκτή, αλλά κι ότι ο ίδιος ο Ιουστινιανός, αν και έβγαλε ένα νόμο απαγορεύοντας τη διδασκαλία της φιλοσοφίας από Παγανιστές, ούτε ο ίδιος ούτε οι επόμενοι αυτοκράτορες τον εφάρμοσαν, τουλάχιστον στο βαθμό στον οποίο θέλουν οι Νεοπαγανιστές να δεχτούμε:. Διαφορετικά, πώς εξηγείται ότι ο Ολυμπιόδωρος δίδασκε φιλοσοφία στην Αλεξάνδρεια, έδρα του δεύτερου μεγαλύτερου Πατριαρχείου και δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αυτοκρατορίας; Οι νόμοι δεν εφαρμόζονταν. Προκύπτει, λοιπόν, το ερώτημα, γιατί να φύγουν οι επτά φιλόσοφοι από την Αθήνα, αφού ούτε η περιουσία της Ακαδημίας είχε κατασχεθεί ούτε απαγορευόταν στην πράξη η διδασκαλία από Εθνικούς; Είναι αληθινή η εξιστόρηση του Αγαθία; Ή ο λόγος που έφυγαν ήταν αυτός που αναφέρει ο Αγαθίας και κανένας άλλος;

Ο Ιουστινιανός λοιπόν δεν απαγόρευσε τη διδασκαλία της φιλοσοφίας στην πόλη. Απόδειξη γι αυτό είναι ότι στην Αθήνα σπούδασε φιλοσοφία, μαθηματικά και αστρονομία στις αρχές του 7ου αιώνα ο Θεόδωρος (602-690), μετέπειτα πρώτος αρχιεπίσκοπος Cantebury της Αγγλίας (Β. Σπανδάγου-Ρ.Σπανδάγου-Δ. Τραυλού, Οι θετικοί επιστήμονες της βυζαντινής εποχής, εκδ. Αίθρα, σ. 56), και επίσης στην ίδια εποχή ο φιλόσοφος Τυχικός ο Βυζάντιος σπούδασε εκεί φιλοσοφία (Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 253). Συνεπώς ψέμμα μέγιστο είναι ότι «έσβησαν τα φώτα της παιδείας» στα 529 μ.Χ. στην Αθήνα. Εκείνη την εποχή, η πλειονότητα των σπουδαστών ήταν χριστιανοί και σίγουρα θα υπήρχαν χριστιανοί καθηγητές. Τίποτε δεν αποκλείει ότι οι χριστιανοί καθηγητές, συνέχισαν να διδάσκουν φιλοσοφία και ρητορική μετά την απόλυση των ειδωλολατρών.

Φυσικά η άποψη ότι όλες οι φιλοσοφικές σχολές ευημερούσαν το 529 (Φέρνουν και πορίσματα των αμερικανικών ανασκαφών στην αθηναϊκή Αγορά ως απόδειξη) είναι αβάσιμη. Αφού οι σχολές ευημερούσαν, γιατί δεν έχουμε, όπως για παλιότερους αιώνες, ονόματα Επικούρειων ή Στωικών ή Αριστοτελικών που να διεύθυναν τις αντίστοιχες ευημερούσες σχολές; Γιατί δεν υπάρχει καμμία γραπτή μαρτυρία για τις σχολές αυτές, τις οποίες οι Νεοδωδεκαθεϊστές αγωνίζονται να αποδείξουν ότι  ευημερούσαν; Οι Πλατωνικοί σίγουρα ευημερούσαν, αλλά αυτοί μόνο. Άλλο πράγμα η ευημερία της πόλης των Αθηνών και η καλή κατάσταση της Αγοράς γενικά, κι άλλο πράγμα η ύπαρξη σχολών – τίποτα δεν αναφέρεται γι’ αυτές – στην Αγορά της Αθήνας το 529. Από το ένα δεν συνεπάγεται το άλλο.

Ο A. Cameron (“The Last Days of the Academy of Athens”, Proceedings of the Cambridge Philological Society 195 [1969], 8, 25) επισημαίνει ότι το σχολικό κτίριο, που ερημώθηκε στα τέλη του 6ου αιώνα δεν αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο για την παραπάνω θέση (ότι είναι απόδειξη πως έκλεισε με διάταγμα η Ακαδημία), εφόσον δεν θεωρείται ως συνέπεια του νόμου του Ιουστινιανού στα 529 μ.Χ., αλλά απλώς ως τμήμα μίας γενικής παρακμής της αθηναϊκής ζωής αυτήν την περίοδο. Βλέπουμε ότι το σχολικό κτίριο που βρισκόταν στην Αγορά της Αθήνας ερημώθηκε στα τέλη του 6ου αιώνα, όχι στις αρχές ή τα μέσα. Το τελευταίο θα συνέβαινε μόνο αν έκλεινε η Ακαδημία στα 529 μ.Χ.

Ο τελευταίος σχολάρχης της Ακαδημίας των Αθηνών, ο Δαμάσκιος, έγραψε ένα ογκώδες έργο περί μαγείας και θαυμάτων σε τέσσερα βιβλία, το οποίο μεταξύ άλλων περιελάμβανε και 63 κεφάλαια «περί των μετά θάνατον εμφαινομένων ψυχών παράδοξα διηγήματα» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ', σ.336). Αυτά τα ισχυρίζεται ο Φώτιος, ο πιο μορφωμένος άνθρωπος του Μεσαίωνα. Αλλά κι ο Βίος Πρόκλου, γραμμένος από τον μαθητή του, μάς λέει, ότι ο Πρόκλος, σχολάρχης της Ακαδημίας (430-482) «έκανε θαύματα χάρη στις μαγικές του γνώσεις, τερμάτισε μια περίοδο ξηρασίας και απομάκρυνε σεισμούς με τα φυλακτά του. Ο Ασκληπιός πραγματοποίησε για χάρη του θαυματουργικές ιάσεις, θεραπεύοντας την κόρη του δασκάλου του και απαλλάσσοντας τον ίδιο από μια αρθρίτιδα στο γόνατο» (Pierre Chuvin, Οι τελευταίοι Εθνικοί, εκδ. Θύραθεν, σ. 128). Αφού μάγια έκανε ο Πρόκλος, πολύ πιθανόν να έκανε τα ίδια κι ο Δαμάσκιος. Τρομερός ο ορθολογισμός της Ακαδημίας: είχε πάει (στον) περίπατο. Τι θρηνούν λοιπόν για την κατάργηση της Ακαδημίας; Για την «θεουργία» οδύρονται οι ορθολογιστές; Το κατάντημα της φιλοσοφίας σε μαγεία δεν τους ενδιαφέρει;  

Στην Αθήνα το 316 π.Χ. (κατά C. Krόger) ή μεταξύ 307 και 302 π.Χ. (κατά το Ρένο Αποστολίδη και τους περισσότερους, που είναι και το πιθανότερο: μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας) προτάθηκε και ψηφίσθηκε νόμος, να μην μπορεί κανείς να έχει φιλοσοφική σχολή χωρίς άδεια της βουλής και του δήμου, και η παράβαση να τιμωρείται με θάνατο (Διογένης Λαέρτιος, V, 38, «νόμον εἰσενεγκόντος μηδένα τῶν φιλοσόφων σχολῆς ἀφηγεῖσθαι ἂν μὴ τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ δόξῃ· εἰ δὲ μή, θάνατον εἶναι τὴν ζημίαν»˙ Αθηναίος, 13, 610f ˙ Πολυδεύκης, 9, 42). Μάλιστα «Η Αθήνα θέσπισε νόμο που απαγόρευε την εκπαίδευση των νέων χωρίς προηγούμενη άδεια των αρχών (Ξενοφώντα, Απομνημονεύματα, 1, 2, 31)» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 348). Γιατί ψήφισαν τέτοιους νόμους οι Αρχαίοι; Δεν υπήρχε ελευθερία διδασκαλίας;

Σχετικά με τον παραπάνω παγανιστικό νόμο, αλλά και τις διώξεις κατά φιλοσόφων οι οποίες έλαβαν χώρα στον «Χρυσό Αιώνα» λόγω νόμου που ψήφισαν οι Παγανιστές του 5ου αι., είναι γεγονός ότι, αυτός ψηφίστηκε από ένα δημοκρατικό καθεστώς και συνεπώς υπεύθυνος είναι ο λαός των Παγανιστών, ο οποίος τον ψήφισε, ενώ ο βυζαντινός νόμος, που απαγόρευε σε  παγανιστές να διδάσκουν, εξεδόθη από μη δημοκρατικό καθεστώς, και συνεπώς δεν μπορεί να κατηγορεί κανείς τους Χριστιανούς. Διαφορετικά, θα έπρεπε να κατηγορούνται και οι Έλληνες για τους νόμους της δικτατορίας. Πάντως, δεν έκαναν τίποτε διαφορετικό οι Αυτοκράτορες από τον αθηναϊκό δήμο: ό,τι δεν τους άρεσε, το απαγόρευαν.

Όπως και να ‘χει, ο Ιουστινιανός δεν ήταν εναντίον της διδασκαλίας της φιλοσοφίας αυτής καθεαυτής, αλλά εναντίον της διδασκαλίας από Εθνικούς. Ο λόγος; Όπως έχουμε πει στο κεφάλαιο περί διώξεων, υπήρξαν ουκ ολίγες περιπτώσεις, στις οποίες κάποιοι μωροφιλόδοξοι (Ακόμη κι ο Εθνικός Παλλαδάς τούς ειρωνεύεται) παγανιστές «φιλόσοφοι» (θεουργοί) αποπειράθηκαν να εκθρονίσουν τον νόμιμο αυτοκράτορα. Γι’ αυτό, ο Ιουστινιανός δεν ήταν δυνατόν να δεχτεί (σε θεωρητικό επίπεδο, αφού πρακτικά δεν συνέβη τίποτε) την διατήρηση πιθανών εστιών συνωμοσίας από τέτοιους μωρούς φιλοσόφους με πολιτικές φιλοδοξίες. Εάν ο Ιουστινιανός ήταν εναντίον της φιλοσοφίας γενικά, κι όχι απλώς εναντίον της διδασκαλίας της από Εθνικούς, τότε θα έκλεινε κάθε Πανεπιστήμιο, συμπεριλαμβανομένου κι αυτού της Κωνσταντινούπολης! Μετά την απελευθέρωση της Ιταλίας από του Γότθους ο Ιουστινιανός «απέδωσεν επίσης τας αννώνας εις τους γραμματικούς, ρήτορας, ιατρούς και νομικούς "δια να πληθυνθούν οι νέοι οι ασχολουμένοι εις την πολιτείαν μας με τας ελευθερίους σπουδάς" (Appendix constitutionum dispersarum, NJ, VII, 22)» (Καραγιαννόπουλου Ιω. Ε, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ. Α’, σ. 590). Όμως ο αιώνας του Ιουστινιανού είναι μια πολιτιστικά πολύ γόνιμη εποχή που έχει να επιδείξει σπουδαίους αρχιτέκτονες και μαθηματικούς (Ισίδωρος, Ανθέμιος), σπουδαίους ιστορικούς (Προκόπιος), σπουδαίους ποιητές και υμνογράφους (Αγαθίας, Ρωμανός Μελωδός) καθώς και ανεπανάληπτες δημιουργίες (Αγία Σοφία, ψηφιδωτά Ραβένας). Πού την βλέπουν την πολιτιστική οπισθοδρόμηση;

Πρέπει να δούμε κατά πόσο ζημιώθηκε η διδασκαλία από τον Ιουστινιανό (527-565). Είναι πιθανό ότι ορισμένα επιδόματα έπαψαν να δίνονται στους καθηγητές. Αλλά πέραν αυτού, τι έγινε μετά τον Ιουστινιανό, ώστε να λέμε ότι αυτός ζημίωσε την παιδεία; Έτσι ο Lemerle αναφέρει για την εποχή του Μαυρίκιου (582-602): «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην αρχή της περιόδου που μας απασχολεί εξακολουθούσε να παρέχεται στην Κωνσταντινούπολη ανώτερη εκπαίδευση σύμφωνη με το παραδοσιακό πρόγραμμα και ότι ο Μαυρίκιος, για παράδειγμα, έδινε μεγάλη σημασία στην παιδεία. Ο Μένανδρος διηγείται στον πρόλογό του ότι (..) ο αδερφός του Ηρόδοτος, αφού δοκίμασε τα νομικά, τα εγκατέλειψε. Ο ίδιος έκανε νομικές σπουδές» (Lemerle P., Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 74). «Η φροντίδα του κράτους για την ποιότητα της ανώτερης εκπαίδευσης στους χρόνους του Ηρακλείου και του πατριάρχη Σέργιου φτάνει σε τέτοιο σημείο ώστε, μια και δε στάθηκε δυνατό να προσελκυστεί ο Τυχικός στην Κωνσταντινούπολη, στέλνονται μαθητές να παρακολουθήσουν τα μαθήματά του στην Τραπεζούντα, ίσως με έξοδα του κράτους» (Lemerle P., Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 80). «Τίποτα δεν δείχνει ότι στη στοιχειώδη εκπαίδευση, στη "μέση" εκπαίδευση, στη γενική μόρφωση που λέγεται εγκύκλιος παιδεία, υπήρξε κάποια διακοπή, αλλά ούτε καν αξιόλογη αλλαγή στη δομή και στο πρόγραμμα, σε όλη την περίοδο που μας απασχολεί, από τα τέλη του 6ου ώς τις αρχές του 9ου αιώνα. Συνέχεια υπήρξε και στην "ανώτερη" εκπαίδευση, στο "πανεπιστήμιο", καθώς και στις ιδιωτικές σπουδές, των οποίων η περίπτωση του Τυχικού αποτελεί λαμπρό παράδειγμα, τουλάχιστον ώς τα μέσα περίπου ή το δεύτερο μισό του 7ου αιώνα: έδρες, καθηγητές και μαθητές μάς είναι γνωστά» (Lemerle P., Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 98). Το μόνο που συνέβη συνεπώς ήταν η απαγόρευση διδασκαλίας – ανεφάρμοστη, όπως είδαμε – στους Εθνικούς. Εκ του αποτελέσματος λοιπόν φαίνεται ότι ο Ιουστιανιανός δεν έβλαψε την παιδεία στο Βυζάντιο.

Ο Ιουστιανιανός προσπάθησε να περιορίσει την αυθαιρεσία των δυνατών: «Εις σειράν Νεαρών του διακηρύσσει το κακόν που οι ασυνείδητοι μεγαλογαιοκτήμονες προξενούν εις τους συμπολίτας των και το κράτος και τα άτιμα μέσα που χρησιμοποιούν (NJ. 30. 5 του 536). (...) Δια να καταπολεμήση το κακόν ο Ιουστιανιανός διατάσσει τους κυβερνήτας των επαρχιών να πατάσσουν και με τα σκληρότεα ακόμη μέτρα οιανδήποτε αυθαιρεσίαν των δυνατών χρησιμοποιούντες εν ανάγκη και στρατιωτικάς εναντίον των δυνάμεις (NJ. 30, 7 του 536)» (Καραγιαννόπουλου Ιω. Ε, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ. Α’, σ. 491).

«Εις την φορολογικήν του πολιτικήν ο Ιουστινιανός, παρά τας αντιθέτους κατηγορίας του Προκοπίου, δεν φαίνεται να ωρμάτο από τυφλής ταμιευτικής προθέσεως. Απεναντίας εις πολλάς περιπτώσεις έδωκε δείγματα όλως διαφορετικών τάσεων. Κατήργησε το 531 τον φόρον τον γνωστόν ως "γοτθικόν ξυλέλαιον", (...) απηγόρευσε την δήμευσιν περιουσιών των καταδικαζομένων (NJ. 134, c. 13 του 556) και δύο τουλάχιστον φοράς κατά την διάρκειαν της βασιλείας του, το 522 και 553, επέτρεψεν απαλλαγήν από καθυστερημένων φόρων (NJ 147 του 553). Επίσης, κατά την ομολογίαν αυτού τούτου του Προκοπίου, έδιδε φορολογικήν απαλλαγήν εις πάσαν πόλιν πληττομένην υπό εχθρικής επιδρομής (Προκ. Ανέκδ. 21, 1 κε.). Τελείως νέους φόρους δεν φαίνεται να επέβαλεν ο Ιουστινιανός. Τόσον οι υπό του Λυδού αναφερόμενοι φόροι, όσον και το αερικόν του Προκοπίου ήσαν παλαιοί φόροι συστηματοποιηθέντες μάλλον ή φόροι το πρώτον υπό του Ιουστινιανού εισαχθέντες» (Καραγιαννόπουλου Ιω. Ε, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ. Α’, σ. 524). «Δια ν’ αποτρέψη ανωμαλίας εις την αγοράν και την πολιτικήν των τιμών ο Ιουστινιανός εισήγαγε το 544 ανώτατον όριον αμοιβών δια τεχνίτας, εργάτας και ναυτικούς ίσον προς τα προ της χρονολογίας ταύτης ισχύοντα (NJ 122)» (Καραγιαννόπουλου Ιω. Ε, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ. Α’, σ. 525).

Θα σταθούμε τώρα σε ένα συμβάν άσχετο με την Ακαδημία των Αθηνών, αλλά σχετικό με την Αθήνα. Ο κ. Ρασσιάς ισχυρίζεται ότι ο Μιχαήλ Χωνιάτης, μητροπολίτης Αθηνών, (12ος αι.) χαιρόταν με την παρακμή των Αθηνών λέγοντας «όλωλε σύμπαν των Αθηνών το κλέος!». «Έπρεπε λοιπόν –για να μπορέσει να καυχηθεί πολλούς αιώνες αργότερα ο αρχιεπίσκοπος Μιχαήλ Χωνιάτης ότι "όλωλε σύμπαν των Αθηνών το κλέος ! "- να ταπεινωθούν τα δύο κυρίαρχα σύμβολα αυτής της "ειδωλολατρικής" πόλεως(...)» (Βλάση Ρασσιά, Υπέρ της των Ελλήνων Νόσου, εκδ. Ανοιχτή Πόλη, β’ έκδοση, σ. 84). Η αλήθεια είναι, ότι ο κ. Ρασσιάς δεν λέει την αλήθεια για τον Μιχαήλ Χωνιάτη. Γιατί αλλιώς, θα γνώριζε (ή μήπως το γνωρίζει;) ότι η – τάχα προσβλητική προς την Αθήνα – φράση, την οποία παραθέτει, είναι στίχος από τον αποκαλούμενο «θρήνο των Αθηνών» του Μ. Χωνιάτη, αυτού που υποτίθεται ότι «καυχάται» και χαίρεται που χάθηκε το κλέος των Αθηνών. Παραθέτουμε όλο το ποίημα του μητροπολίτη (κι όχι.. αρχιεπίσκοπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος) Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτη.

 

Ἔρως Ἀθηνῶν τῶν πάλαι θρυλουμένων

ἔγραψε ταῦτα ταῖς σκιαῖς προσαθύρων

καὶ τοῦ πόθου τὸ θάλπον ὑπαναψύχων.

Ἐπεὶ δ’ ἔτ’ οὐκ ἦν οὐδαμοῦ φεῦ! προσβλέπειν

αὐτὴν ἐκείνην τὴν ἀοίδημον πόλιν

τὴν, δυσαρίθμου καὶ μακραίωνος χρόνου

λήθης βυθοῖς κρύψαντος, ἠφαντωμένην,

ἐρωτολήπτων ἀτεχνῶς πάσχω πάθος˙

οἳ τὰς ἀληθεῖς τῶν ποθουμένων θέας

ἀμηχανοῦντες ὡς παρόντων προσβλέπειν,

τὰς εἰκόνας ὁρῶντες αὐτῶν, ὡς λόγος,

παραμυθοῦντας, τῶν ἐρώτων τὴν φλόγα.

Ὡς δυστυχὴς ἔγωγε, καινὸς Ἰξίων,

ἐρῶν Ἀθηνῶν, ὡς ἐκεῖνος τῆς Ἥρας.

εἶτα λαθὼν εἴδωλον ἠγκαλισμένος.

Φεῦ! οἷα πάσχω καὶ λέγω τε καὶ γράφω.

Οἰκῶν Ἀθήνας οὐκ Ἀθήνας που βλέπω,

κόνιν δὲ λυπρὰν καὶ κενὴν μακαρίαν.

Ποῦ νῦν τὰ σεμνὰ, τλημονεστάτη πόλις;

Ὡς φροῦδα πάντα καὶ κατάλληλα μύθοις,

δίκαι, δικασταὶ, βήματα, ψῆφοι, νόμοι,

δημηγορίαι ( τε ) πειθανάγκη ῥητόρων,

βουλαὶ, πανηγύρεις τε καὶ στρατηγίαι

τῶν πεζομάχων ἅμα καὶ τῶν ναυμάχων,

ἡ παντοδαπὴ Μοῦσα, τῶν λόγων κράτος.

Ὄλωλε σύμπαν τῶν Ἀθηνῶν τὸ κλέος˙

γνώρισμα δ’ αὐτῶν οὐδ’ ἀμυδρόν τις ἴδῃ.

Συγγνωστὸς οὐκοῦν, εἴπερ οὐκ ἔχων βλέπειν

τῶν Ἀθηναἰων τὴν ἀοίδημον πόλιν,

ἴνδαλμα ταύτης γράφειν.

Η αγάπη για την Αθήνα, την άλλοτε ένδοξη έγραψε αυτούς τους στίχους, ακόμα λατρεύοντας τις σκιές

και φέρνοντας δροσιά στης νοσταλγίας μου τη θέρμη˙

γιατί πουθενά, αχ πουθενά, δε βλέπεις πια

την χιλιοτραγουδισμένη πόλη, όπως ήταν κάποτε.

Πολύς ο καιρός, ασύλληπτος για τις αισθήσεις μας,

που κρύβεται θαμμένη βαθειά μες στη λήθη.

Γι’ αυτό κι εγώ πικρά υποφέρω, σαν τον ερωτευμένο

που δεν μπορεί να αντικρίσει το πρόσωπο της αγαπημένης του,

που δεν μπορεί να τη δει μπροστά του ολοζώντανη,

και μόνο την εικόνα της θυμάται, σαν να μιλάει μαζί της,

παρηγοριέται και σβήνει τη φλόγα του έρωτά του.

Κακότυχος λοιπόν είμαι κι εγώ, σαν τον Ιξίονα:

Αγαπάω την Αθήνα όπως αυτός κάποτε αγάπησε την Ήρα,

ανύποπτος αγκαλιάζοντας το απατηλό της είδωλο.

Πώς πονάω αλί, τί λέω, τί γράφω;

Ζω στην Αθήνα, μα πουθενά δεν βλέπω την Αθήνα,

μόνο σκόνη θλιβερή, πουθενά γνήσια ευτυχία.

Τί έγιναν οι ναοί σου, δύσμοιρη πόλη;

Χάθηκαν όλα, σαν παραμύθι:

Το δικαστήριο κι οι δικαστές, το βήμα των ρητόρων,

οι ψήφοι, οι νόμοι, οι δημηγορίες των ρητόρων,

οι συνεδριάσεις της βουλής, οι λαμπρές γιορτές,

οι πολέμαρχοι στη στεριά και στην θάλασσα,

η πληθωρική Μούσα, η δύναμη του λόγου.

Χάθηκε χωρίς ίχνη το μεγαλείο της Αθήνας,

ούτε ένα σημάδι δεν έμεινε, έστω και θαμπό.

Γι’ αυτό συγχωρέστε με, εμένα, που δεν μού έδωσε η Μοίρα

να δω με τα μάτια μου την πολυθρύλητη πόλη της Αθηνάς,

αν η πένα μου χάραξε εδώ την εικόνα της   

 

            Ο κ. Ρασσιάς, στον επίλογο του Επίτομος ιστορία των Σπαρτιατών, σ. 207 (και στο Διιπετές τ. 52, σ. 10-11), καταφέρεται εναντίον του π. Γ. Μεταλληνού, επειδή ο τελευταίος στο Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία; έκανε λάθος στον τίτλο ενός βιβλίου τού πρώτου (και μερικά παρόμοιου μεγέθους λάθη που δεν οφείλονται στον ίδιο αλλά ενδεχομένως στο συγκεκριμένο φυλλάδιο που του δόθηκε, βλ. σ. 129). Αυτά βρήκε, όλα κι όλα, να πει ως αντίκρουση των όσων γράφει ο π. Μεταλληνός. Γράφει μεταξύ άλλων ο κ. Ρασσιάς: «Η κάθε πλευρά άλλωστε μάχεται αποκλειστικώς με ό,τι οι εκπρόσωποί της έχουν μέσα στην ψυχή τους. Εμείς με το φως, την αλήθεια και την ανωτερότητα, αυτοί με το σκοτάδι, το ψεύδος και την κοπριά» (δική μας η έμφαση). Κανείς βέβαια δεν είναι αλάθητος και ασυγχώρητος, αλλά θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να μάθουμε αν ο κ. Ρασσιάς – αφού κρίνει τον π. Γ. Μεταλληνό για τα λάθη του και αποκαλεί κοπρόψυχους τους «εκπροσώπους» της δική μας πλευράς – ασκεί την ίδια κριτική στον εαυτό του για τα δικά του λάθη. Σύμφωνα με τον κ. Ρασσιά, «τον [Συνέσιο] βρίσκουμε να καταφέρεται με μεγάλη απέχθεια κατά των Αθηνών, στην προ εικοσαετίας εκεί επίσκεψή του, περιγράφοντας περιφρονητικά την πόλη σαν.. δέρμα ψόφιου ζώου» (Βλ. Ρασσιά, Υπέρ της των Ελλήνων νόσου, εκδ. Ανοιχτή Πόλη, σ. 156). Ο Συνέσιος, μαθητής της Υπατίας, γράφει ωστόσο: «δεν υπάρχει πια τίποτα αξιοθαύμαστο στην Αθήνα, εκτός από ένδοξα τοπωνύμια. Όπως από το σφάγιο, μετά τη θυσία, δεν έχει απομείνει παρά το δέρμα από το οποίο αναγνωρίζουμε το ζώο που υπήρξε κάποτε» (PG 66, 1524C). Η περιγράφει αυτή δεν έχει τίποτε το αναληθές ή το περιφρονητικό, διότι η Αθήνα της εποχής εκείνης δεν ήταν η Αθήνα του 1ου μ.Χ. ή του 5ου π.Χ. αιώνα. Αλλά φαίνεται πως κάθε κρίση για την ακμή ή παρακμή των Αθηνών, συνεπάγεται περιφρόνηση προς τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό! Εξάλλου, ο Συνέσιος ήταν Αλεξανδρινός, και, όπως λέει ο Pierre Chuvin, «συγκρίνει την Αθήνα με την ευμερούσα Αλεξάνδρεια της Υπατίας: «νῦν μὲν οὖν ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς χρόνοις Αἴγυπτος τρέφει τὰς Ὑπατίας δεξαμένη γονάς, αἱ δὲ Ἀθῆναι, πάλαι μὲν ἦν ἡ πόλις ἑστία σοφῶν, τὸ δὲ νῦν ἔχον σεμνύνουσιν αὐτὰς οἱ μελιττουργοί». Από πού κι ώς πού μια φυσιολογική αντιζηλία ενός Αλεξανδρινού συνεπάγεται ανθελληνισμό;

 

 

  20. "Οι Χριστιανοί έκαψαν τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, στερώντας έτσι την ανθρωπότητα από την πολύτιμη Ελληνική γνώση που είχε συσσωρευθεί εκεί επί αιώνες".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: το μέγα παραμύθι που πουλάνε οι Νεοπαγανιστές, και που δεν είναι άλλο από την δήθεν καταστροφή της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας από τους Χριστιανούς κατά τη διάρκεια της καταστροφής του Σεράπειου, είναι μια απάτη. 

1) Καταρχήν υπήρχαν περισσότερες της μιας βιβλιοθήκες στην Αλεξάνδρεια. Οι κυριώτερες ήταν η λεγόμενη «Βασιλική Βιβλιοθήκη» καθώς και το λεγόμενο «Μουσείο» (400 χιλιάδες τόμοι) που ήταν στην περιοχή του Βρουχείου . Στις βιβλιοθήκες αυτές υπήρχαν συγγράματα από όλους τους λαούς και θρησκείες, όχι μόνον αρχαιοελληνικά. Υπήρχαν περσικά, αιγυπτιακά, εβραϊκά (γιατί, λοιπόν, να κάψουν οι Χριστιανοί βιβλιοθήκες που περιείχαν την Π.Δ.;), ακόμα και βουδιστικά. Η βιβλιοθήκη του Σεράπειου είχε γύρω στους 42 χλδ τόμους.

2) Η Βασιλική Βιβλιοθήκη καταστράφηκε επί Ιούλιου Καίσαρα το 48π.Χ.., κατά τις επιχειρήσεις του στην Αλεξάνδρεια. 

3) Ο ίδιος ο Καίσαρας, στην ιστορία του, τηρεί σιγή ιχθύος για τις επιπτώσεις και τις διαστάσεις της πυρπόλησης πάνω στην ίδια την Αλεξάνδρεια, και αυτή η στάση του δεν απηχεί το συνηθισμένο συγγραφικό του ύφος, αφού γενικά οι περιγραφές του είναι πλήρεις, διαυγείς και επεκτείνονται στα δρώμενα σ’ ολόκληρο τον περίγυρο.

4) Ο υπαρχηγός του Καίσαρα, ο οποίος έγραψε το χρονικό Αλεξανδρινός Πόλεμος (Bellum Alexandrinum), αναφέρεται στην πυρπόληση με ύφος περισσότερο απολογητικό, αφού αναφέρει ότι τα κτήρια της πόλης «σχεδόν  καθόλου δεν κινδύνευσαν να καταστραφούν από τη φωτιά, επειδή ήταν λιθόκτιστα και, μάλιστα, οι στέγες τους όχι μόνο δεν υποστηρίζονταν από ξύλινες δοκούς, αλλά ήταν κι αυτές λιθόκτιστες.» (Κεφάλαιο. 1). Ωστόσο, ο ίδιος ο υπαρχηγός, λίγο παρακάτω, ξεκάθαρα αναφέρει ότι τα δημόσια κτίρια είχαν ξύλινες στέγες, όταν γράφει ότι οι κάτοικοι της πόλης, στην προσπάθειά τους να ναυπηγήσουν νέο στόλο, χρειάστηκαν ξύλα για να φτιάξουν κουπιά και αναγκάστηκαν να αφαιρέσουν τις στέγες των στοών, των γυμναστηρίων και άλλων δημοσίων κτηρίων για να χρησιμοποιήσουν τις δοκούς που υποστήριζαν. (Κεφάλαιο.3)

5) Η ύπαρξη ξύλου στις στέγες επιβεβαιώνεται και από τη φράση του Ρωμαίου συγκλητικού Λουκανού (εκτελέστηκε το 65 μ.Χ.), ο οποίος είχε συνθέσει το επικό ποίημα Εμφύλιος Πόλεμος (Pharsalia, X, στίχοι 440 κ.ε. και 486-505):«Εκτός από τα πλοία, η φωτιά εξαπλώθηκε και σ’ άλλες περιοχές της πόλης και τις κατέκαψε κι αυτές.... Τα παραθαλάσσια κτήρια παραδόθηκαν στις φλόγες˙ ο άνεμος ευνόησε τις δυνάμεις της καταστροφής˙ οι φλόγες... έτρεχαν επάνω στις στέγες με ταχύτητα μετεωρίτη». Αφού οι φλόγες έτρεχαν πάνω στις στέγες με ταχύτητα μετεωρίτη, είναι βέβαιο ότι τουλάχιστον για τις στέγες των δημοσίων κτηρίων είχε χρησιμοποιηθεί ξύλο, όπως λένε ο Λουκανός κι ο υπαρχηγός του Καίσαρα.

6) Ο στωικός φιλόσοφος Σένεκας, που επίσης εκτελέστηκε το 65μ .Χ., προσδιορίζει σε 400.000 τον αριθμό των τόμων που καταστράφηκαν στην Αλεξάνδρεια κατά τις επιχειρήσεις του Καίσαρα. (De Animi Tranquillitate, IX.5)

7) Ο Πλούταρχος γράφει (Καίσαρ, 49): «Ο Καίσαρας διέταξε να πυρποληθούν  τα νεώρια, αλλά η φωτιά, που εξαπλώθηκε πολύ περισσότερο, κατέκαψε τις Μεγάλες Βιβλιοθήκες.»

8) Ο Αύλος Γέλλιος, συγγραφέας του 2ου μ.Χ. αι. αναφέρει ότι περισσότερα από 700.000 βιβλία κατακάηκαν κατά τη λεηλασία της πόλης. (Αττικές Νύκτες, 7, 17.3)

9) Ο ιστορικός Δίων ο Κάσσιος (αρχές 3ου μ.Χ. αι.) εξιστορώντας τα γεγονότα του Αλεξανδρινού Πολέμου, γράφει (Δίωνα Κάσσιου, Ιστορία, 42.38) : «Μεγάλο μέρος της πόλης έγινε παρανάλωμα του πυρός και, εκτός των άλλων, αποτεφρώθηκαν οι αποθήκαι όπου φυλάσσονταν τα βιβλία, για τα οποία λέγεται ότι ήταν αμέτρητα και ανεκτίμητα».

10) Η άποψη πως η λέξη «αποθήκαι» αναφέρεται σε τόπο φύλαξης εμπορευμάτων και σιτηρών και, συνεπώς, δέν έχει σχέση με τη Βασιλική Βιβλιοθήκη είναι λανθασμένη, διότι δύο αιώνες νωρίτερα, ο  Αλεξανδρινός ιατρός Γαληνός χρησιμοποιεί αυτήν ακριβώς τη λέξη, «αποθήκαι» για να αναφερθεί στους «χώρους αποθήκευσης βιβλίων της Βασιλικής Βιβλιοθήκης» (Comm. in. Hipp. Epidem., 3, 17 a 606-7). Το κείμενο του Γαληνού διευκρινίζει σαφώς ότι «αποθήκαι» χαρακτηρίζονταν οι χώροι αποθήκευσης βιβλίων που ανήκαν στις Βιβλιοθήκες.

11) Ο παγανιστής ιστοριογράφος Αμμιανός Μαρκελλίνος γράφει (XXII, 16,13) για τον «δια πυρός αφανισμό μιας ανεκτίμητης βιβλιοθήκης 700.000 τόμων, όταν ολόκληρη η πόλη καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του Αλεξανδρινού Πολέμου, που έλαβε χώρα επί δικτατορίας Ιουλίου Καίσαρος»

12) Ο γεωγράφος Στράβων, που έζησε στην Αλεξάνδρεια τέσσερα έτη (24-20 π.Χ.) και ήταν από τους πρώτους που την επισκέφθηκαν μετά τον πόλεμο, κάνει την καλύτερη λεπτομερή περιγραφή της αρχαίας πόλης που διαθέτουμε σήμερα: μιλάει για το λιμάνι, τους ναούς, το θέατρο, το Μουσείο, αλλά για τη Βιβλιοθήκη δεν λέει τίποτα, δεν αναφέρει καν το όνομά της. Γιατί; Προφανώς, διότι αυτή είχε καεί και ο Στράβωνας δεν ανέφερε τίποτα γι’ αυτήν και τον αφανισμό της το 48 π.Χ.

13) Το 215 μ.Χ. ο παγανιστής αυτοκράτορας Καρακάλλας περιέκοψε το ποσό της επιχορήγησης του Μουσείου, κατήργησε το κονδύλιο που διετίθετο για τη στέγαση και τη σίτιση των μελών του και διέταξε την απέλαση όλων των αλλοδαπών μελών του (Ηρωδιανός, 4, 8, 9 και Δίων Κάσσιος, 77, 22-23).

14) Το 265 μ.Χ., ο παγανιστής αυτοκράτορας Γαλληινός εκστράτευσε εναντίον του έπαρχου της Αιγύπτου, ο οποίος είχε αυτοανακηρυχτεί αυτοκράτορας (Ευσέβιου, Εκκλ. Ιστ., 7, 21-32).

15) Το 272 μ.Χ., ο παγανιστής αυτοκράτορας Αυρηλιανός επιτέθηκε ακόμη μια φορά στην Αλεξάνδρεια˙ στον τομέα του Βρουχείου, όπου βρισκόταν το Μουσείο, η αντίσταση κατά των Ρωμαίων ήταν τόσο ισχυρή, ώστε προκλήθηκαν μεγάλες καταστροφές, εξ αιτίας των οποίων πολλά μέλη του Μουσείου εγκατέλειψαν τη χώρα. (Scriptores Historiae Augustae, Αυρηλιανός, 32˙ και Firmus 3˙ και Αμμιανός Μαρκελλίνος, XXII, 16,15)

16) Μεταξύ του 297 και 298 μ.Χ. ο παγανιστής αυτοκράτορας Διοκλητιανός κατέφθασε στην πόλη και διέταξε το σφαγιασμό πολλών μελών της πνευματικής κοινότητας. Πολλά βιβλία, κυρίως όσα είχαν σχέση με αλχημεία, συγκεντρώθηκαν σε κεντρικά σημεία της πόλης και κάηκαν.(Ιωάννη Μαλάλα, Χρονογραφία 308-9˙ Σουίδας, λήμμα Διοκλητιανός˙ Ιωάννης Αντιοχείας, Excert. Valesian, σ. 834 (Migne, Patrologia Graeca, τ. 77  = Muller, Frag. Hist. Graec., IV, 601)

17) Κατά τον 4ο μ.Χ. αι., μεγάλο μέρος του Βρουχείου είχε ήδη καταστραφεί. Όπως λέει ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (XX, 16,15) «η πόλη απώλεσε το μεγαλύτερο μέρος του Βρουχείου».

18) Η αρχαιότερη περιγραφή της καταστροφής του Σαράπειου είναι από έναν Χριστιανό λόγιο, τον Σωφρόνιο, τιτλοφορούμενη Επί της κατάληψης του Σεράπειου  (Ιερώνυμου, Viris illustribus, 134), αλλά έχει χαθεί. Μετά είναι του Ρουφίνου Τυράννιου, ενός λατίνου Χριστιανού που έζησε πολλά χρόνια στην Αλεξάνδρεια. Έφτασε εκεί το 372 μ.Χ. Δεν είναι σίγουρο αν ήταν παρών στην καταστροφή του Σαράπειου, αλλά ήταν σίγουρα στην πόλη εκείνο τον καιρό. Αργότερα μετέφρασε στα λατινικά την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσέβιου, προσθέτοντας σε αυτήν δύο δικά του βιβλία, το 10ο και το 11ο. Στο 11ο περιγράφει τα γεγονότα της κατάληψης του Σαράπειου λεπτομερώς (11, 2, 22). Φαίνεται να λυπάται για την καταστροφή του Σαράπειου, αλλά θεωρεί σαφώς τους παγανιστές υπεύθυνους που υποδαύλισαν τον χριστιανικό όχλο. Ο Σωκράτης Σχολαστικός, τον 5ο αιώνα, στην Εκκλησιαστική Ιστορία του περιγράφει με περισσότερες λεπτομέρειες το γεγονός, αναγνωρίζει ότι η καταστροφή διετάχθη από τον Αυτοκράτορα, ότι το κτήριο κατεστράφη και αργότερα μετετράπη σε εκκλησία (5, 16). Οι περιγραφές του Σωζόμενου (7, 15) και του Θεοδώρητου (5, 22) αναφέρουν την καταστροφή του κτηρίου και ο Θεοδώρητος γράφει ότι το ξύλινα αγάλματα του Σαράπη κάηκαν.

            Πέραν αυτών, υπάρχουν και οι περιγραφές από Παγανιστές, όπως ο Ευνάπιος της Αντιόχειας, ο οποίος περιέγραψε το γεγονός στον Βίοι Φιλοσόφων, Αντώνιος, ο οποίος, προτού πεθάνει το 390 μ.Χ., είχε προφητεύσει – έτσι λέει ο Ευνάπιος – ότι όλοι οι εθνικοί ναοί της Αλεξάνδρειας θα καταστρέφονταν. Η διήγηση του Ευνάπιου είναι γεμάτη ειρωνία και σαρκασμό για τον πατριάρχη Θεόφιλο και τους οπαδούς του, καθώς περιγράφει την κατάληψη του ναού ως μάχη χωρίς αντίπαλο.

            Το παράξενο με όλες τις περιγραφές είναι ότι κανένας συγγραφέας δεν κάνει την παραμικρή αναφορά για βιβλιοθήκη ή για βιβλία. Ακόμη κι ο Ευνάπιος, που ήταν λόγιος, με τα αιχμηρά αντιχριστιανικά του αισθήματα, παραμένει σιωπηλός σ’ αυτό το ζήτημα. Αν είχε αντιληφθεί κάποια μεγάλη απώλεια βιβλίων εξ αιτίας της καταστροφής του Σαράπειου, είναι πιθανόν ότι δε θα σιωπούσε, αλλά θα το ανέφερε, για να κατηγορήσει τους Χριστιανούς. Εννοείται ότι δεν υπάρχει η περίπτωση ο Ευνάπιος να έγραψε για κάψιμο βιβλίων, αλλά οι μεταγενέστεροι Χριστιανοί αντιγραφείς να παρέλειψαν το σημείο αυτό από ντροπή. Οι άνθρωποι εκείνων των εποχών δεν ντρέπονταν για τέτοια γεγονότα. Άλλωστε οι Χριστιανοί ιστοριογράφοι συνεχώς αναφέρουν χριστιανικές βιαιότητες (και συχνά τις μεγαλοποιούν, πιστεύοντας πως έτσι δοξάζουν τους ήρωες των ιστοριών τους). Δεν θα δίσταζαν να αναφέρουν μία ακόμα.

            Τον 6ο αιώνα έχουμε την μαρτυρία του παγανιστή Αμμωνίου, ο οποίος όχι μόνο αναφέρει την «μεγάλη βιβλιοθήκη» της Αλεξάνδρειας, αλλά ότι επί των ημερών του υπήρχαν 40 αντίγραφα των Αναλυτικών του Αριστοτέλη και 2 αντίγραφα των Κατηγοριών του.

19) Ο Βίκτωρ Nourisson επιμελητής της Δημαρχιακής βιβλιοθήκης Αλεξανδρείας σε διάλεξή του στις 3 Μαρτίου του 1893 είπε ότι «μετά την άλωση του Σαραπείου από τον Θεόφιλο, η βιβλιοθήκη λεηλατήθηκε μεθοδικά και τα βιβλία στάλθηκαν στην Ρώμη και στην Κωνσταντινούπολη , όπου ο Θεοδόσιος ο Β’ καταγίνονταν να καταρτίσει μεγάλη συλλογή βιβλίων» (bull. Ste Khed Geogr. VII serie Νο 10 p. 562).

20) Αυτό φαίνεται να συμφωνεί με την περιγραφή του Ευνάπιου, ο οποίος γράφει ότι ο Θεόφιλος και οι οπαδοί του «κατέστρεψαν ολοσχερώς το ναό και μάχονταν μεταξύ τους για τα λάφυρα που αποκόμισαν από τη λεηλασία της περιουσίας του» (Μουσταφά Ελ Αμπαντί, Η αρχαία βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, εκδ. Σμίλη, σ. 184). Εφόσον ο ναός ήταν πέτρινος, θα ήταν δύσκολο ταυτόχρονα να καίγεται και οι οπαδοί του Θεόφιλοι να τον λεηλατούν. Επομένως, αν συνέβησαν και τα δύο πράγματα, πρώτα τον λεηλάτησαν και ύστερα τον έκαψαν. Άλλωστε, ο ναός καταστράφηκε ολοσχερώς μέχρι τα θεμέλια, πράγμα που δεν γίνεται με εμπρησμό αλλά με γκρέμισμα. Οι Χριστιανοί λοιπόν, είτε κατέστρεψαν δια φωτιάς είτε δια γκρεμίσματος το Σαράπειο, πριν τον καταστρέψουν, λεηλάτησαν τους θησαυρούς του. Ο Ευνάπιος γράφει επί λέξει: «Μόνο το πάτωμα του ναού δεν πήραν». Άλλωστε, ο ναός καταστράφηκε ολοσχερώς μέχρι τα θεμέλια, πράγμα που δεν γίνεται με εμπρησμό αλλά με γκρέμισμα. Ο Ευνάπιος όμως ξεκαθαρίζει τα πράγματα και γράφει επί λέξει (Βίοι φιλοσόφων και σοφιστών, 472): «κατεδάφισαν (κατελυμήναντο) το ναό του Σαράπειου», και δεν αναφέρει πουθενά εμπρησμό του ναού. Άρα δεν υπήρξε πυρκαγιά στο Σαράπειο, η οποία να κάψει τα βιβλία της βιβλιοθήκης. Άρα τα βιβλία δεν κάηκαν (αφού δεν υπήρξε πυρκαγιά), αλλά συλήθηκαν. Οι Χριστιανοί λοιπόν, είτε κατέστρεψαν δια φωτιάς (πράγμα απίθανο) είτε δια κατεδάφισης (το πιθανότερο) το Σαράπειο, πριν τον καταστρέψουν, λεηλάτησαν τους θησαυρούς του. Δηλαδή πήραν τα βιβλία που υπήρχαν στις βιβλιοθήκες του, ενώ αντίθετα, τα ξύλινα αγάλματα κάηκαν και τα πέτρινα αγάλματα συνετρίβησαν.

21) Το ερώτημα που τίθεται εν τέλει είναι: ακόμη κι αν όντως έκαψαν τη βιβλιοθήκη του Σαράπειου, είχαν σκοπό οι Χριστιανοί που κατέλαβαν και κατεδάφισαν το Σαράπειο να κάψουν τα βιβλία; Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι πράγματι είχαν;

22) Πριν την ολοκληρωτική καταστροφή του Σαράπειου το κτίριο είχε δηωθεί για πρώτη φορά από τον Αρτέμιο, έπαρχο Αιγύπτου, με προτροπή του Αρειανού επισκόπου Αλεξάνδρειας Γεώργιου, περί το 360 μ.Χ. (Σωκράτη, Εκκλ. Ιστ., 3, 3). Μετά το φόνο του Γεώργιου από τους εθνικούς επί βασιλείας Ιουλιανού, ο Ιουλιανός γράφει στον Εκδίκιο, νέο έπαρχο της Αιγύπτου και ζητά να μεταφερθεί η μεγάλη ιδιωτική βιβλιοθήκη του Γεωργίου στην Κωνσταντινούπολη. Δεν αποκλείεται κατά την πρώτη δήωση του Σαράπειου, εφόσον αυτή έγινε με προτροπή του Γεώργιου, ο αρειανός επίσκοπος να πήρε τα βιβλία που υπήρχαν στο ναό για την ιδιωτική του βιβλιοθήκη. Ο Ιουλιανός ήξερε ότι ο Γεώργιος είχε ιδιωτική βιβλιοθήκη, καθότι γνωρίζονταν από παλιά μεταξύ τους και στην νεότητά του είχε διαβάσει τα βιβλία της βιβλιοθήκης αυτής. Δεν αποκλείεται δηλαδή ο Ιουλιανός να αναφέρεται απλώς στην βιβλιοθήκη που μελέτησε  νέος, χωρίς να πρόσθεσε σε αυτήν τίποτε ο Γεώργιος. Ωστόσο, ο Ιουλιανός γράφει 6 μήνες αργότερα σε κάποιον Πορφύριο πως η συλλογή του Γεώργιου ήταν «πολύ μεγάλη και πλήρης και περιείχε φιλοσόφους κάθε σχολής και πολλούς ιστορικούς». Δηλαδή τα βιβλία της βιβλιοθήκης του Γεώργιου ήταν περισσότερα από αυτά που ο Ιουλιανός περίμενε ή που θυμόταν πως είχε. Πράγμα που ενισχύει την πιθανότητα να πήρε από το Σαράπειο τα βιβλία ο Γεώργιος.

23) Ακόμη και η μαρτυρία του Χριστιανού ιστορικού Ορόσιου (Historiae adversus paganus 6, 15, 32), ο οποίος επισκέφτηκε την Αλεξάνδρεια το 415 μ.Χ. δε συνιστά απόδειξη ότι η βιβλιοθήκη του Σαράπειου καταστράφηκε ή κάηκε. Να τι λέει ο Ορόσιος: «στις μέρες μας, μπορούμε βέβαια να δούμε ναούς που διέθεταν κάποτε βιβλιοθήκες, αλλά όχι και τις ίδιες τις βιβλιοθήκες, αφού αυτές τις έχουν εκκενώσει κάποιοι από εμάς. Και επ’ αυτού δε χωρεί αμφιβολία». Πρόκειται για μία ακόμη χαρακτηριστική διαστρέβλωση κειμένων των χριστιανών ιστορικών του 4ου-5ου αι. Ο Ορόσιος δεν λέει ότι «κάποιοι από τους Χριστιανούς» έκαψαν ή κατέστρεψαν τα βιβλία της βιβλιοθήκης του Σαράπειου. Αντίθετα, λέει ότι οι Χριστιανοί «εκκένωσαν τις βιβλιοθήκες». Εκκενώνω σημαίνει αδειάζω. Αδειάζω δεν σημαίνει καίγω. Μπορεί να σημαίνει απλώς ότι οι Χριστιανοί πήραν τα βιβλία που υπήρχαν στο Σαράπειο και τα οικειοποιήθηκαν. Αυτό ταιριάζει πολύ περισσότερο με τη μαρτυρία του παγανιστή Ευνάπιου, ότι οι Χριστιανοί λεηλάτησαν το Σαράπειο.

            Σε υποψίες πρέπει να μας βάλει το γεγονός ότι ενώ ο Ορόσιος, το 417, γράφει ότι είδε ναούς με βιβλιο-θήκες δίχως βιβλία, δηλαδή μη γκρεμισμένους ναούς, ο Ευνάπιος, που πέθανε το 414, γράφει ότι το Σαράπειο κατεδαφίστηκε. Δηλαδή ο ένας μιλά για μη γκρεμισμένο ναό, ενώ ο άλλος για γκρεμισμένο, κι αυτό – αφού δε γίνεται να καταστράφηκε και να μην καταστράφηκε το Σαράπειο – μας κάνει ν’ αναρωτιώμαστε αν και οι δυο ιστοριογράφοι αναφέρονται στο Σαράπειο και στη βιβλιοθήκη που υποτίθεται ότι υπήρχε εκεί ή αν αναφέρονται σε διαφορετικούς ναούς.

Όπως και να ‘χει, η εκκένωση των βιβλίων δεν σημαίνει κάψιμό τους˙ κι εφόσον κανένας ιστορικός, Χριστιανός ή Εθνικός, δεν αναφέρει ούτε υπονοεί κάψιμο βιβλιοθήκης, εφόσον ταυτόχρονα τόσοι πολλοί ανέφεραν στις ιστορίες τους την καταστροφή του ναού του Σαράπειου δίχως να κάνουν λόγο για εμπρησμό, είναι άξιο απορίας, για ποιο λόγο θα έπρεπε η μαρτυρία του Ορόσιου να συνιστά μία (και μοναδική) απόδειξη περί εμπρησμού των βιβλίων.

24) Επίσης, υπάρχει και η εκδοχή της καταστροφής της βιβλιοθήκης υπό τους Άραβες όπως αναφέρει ο άραβας ιατρός Αμπντέλ Λατίφ που επισκέφτηκε την Αίγυπτο τον 12ο αιώνα.

Συμπέρασμα:

Ακόμη κι αν οι Χριστιανοί έκαψαν, εσκεμμένα ή όχι, την βιβλιοθήκη του Σαράπειου, όγκου 42.000 τόμων, οι Εθνικοί έκαψαν ή κατέστρεψαν – άλλοτε εσκεμμένα κι άλλοτε άθελα – τη Βασιλική Βιβλιοθήκη και τη βιβλιοθήκη του Μουσείου, καίγοντας  700.000 + 400.000, 1,1 εκατομμύρια τόμους βιβλίων, αν οι αριθμοί που δίνουν οι Εθνικοί ιστοριογράφοι είναι αληθείς. Πρόκειται δηλαδή για 26πλάσιο ποσό αφανισμένων βιβλίων εν σχέσει προς τα βιβλία που υποτίθεται πως αφάνισαν οι Χριστιανοί. Κανείς ιστορικός, Παγανιστής ή Χριστιανός, δεν αναφέρει ότι για την απώλεια 1.100.000 τόμων του Μουσείου και της Βασιλικής Βιβλιοθήκης ευθύνονται οι Χριστιανοί, πράγμα απολύτως σωστό, αφού οι καταστροφές αυτές συνέβησαν αιώνες προτού επικρατήσουν οι Χριστιανοί. Σύμφωνα με τους.. ορθολογιστές αρχαιολάτρες, βέβαια, οι 42.000 αφανισμένοι τόμοι αποτελούν την «τρομερότερη καταστροφή της αρχαιότητας», ενώ οι εικοσαπλάσιοι αφανισμένοι από τους Εθνικούς τόμοι ήταν «τυχαία γεγονότα, λυπηρά μεν, αλλά δίχως σημαντική επίπτωση στον πολιτισμό και το πνεύμα»! Ιδού το αρχαιολατρικό χάλι.

Εν πάσει περιπτώσει, οι Νεοπαγανιστές και οι Αρχαιολάτρες σκόπιμα ταυτίζουν την «θυγατρική» βιβλιοθηκη του Σεράπειου με τις μεγάλες βιβλιοθήκες του Μουσείου και της Βασιλικής, ώστε να επιρρίπτουν στο Χριστιανισμό την καταστροφή της «Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας».

Αλλά γιατί, τέλος πάντων, έχουν οι περισσότεροι τόση σιγουριά επαναλαμβάνοντας συνεχώς ότι «η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας κάηκε από τον πατριάρχη Θεόφιλο»; Η ιστορία αυτή πρωτοειπώθηκε από τον Γκίμπον τον 18ο αιώνα και έκτοτε επαναλαμβάνεται είτε από τους αφελείς είτε από τους αντιχριστιανούς, δίχως την παραμικρή διάθεση να εξετάσουν περισσότερο το ζήτημα αυτό. Αλλά στο κάτω-κάτω, ο Γίββων δεν είπε ότι τα βιβλία καταστράφηκαν. Είπε «the valuable library of Alexandria was pillaged or destroyed» (The decline and fall of the Roman Empire, Collier Books, N.Y., N.Y., vol II, p. 119). Άλλο λεηλασία και άλλο καταστροφή. Λάθος είναι και η λεηλασία, αλλά τουλάχιστον είναι ψευδές ότι χάθηκε η γνώση εξαιτίας της καταστροφής του Σαράπειου.  

 

 

  21. "Οι Χριστιανοί αφάνισαν σχεδόν όλη την αρχαιοελληνική γραμματεία. Το 99% αυτής κάηκε στις φλόγες των Χριστιανών. Ό,τι απέμεινε διεσώθη κυρίως μέσω των Αράβων".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Λένε πως έχουμε τόσα λίγα αρχαία έργα λόγω των καταστροφών που υπέστησαν από τους  καλόγερους και τους Αυτοκράτορες. Ξεχνούν όμως πως 

21a

1) οι κύριοι αντιγραφείς αρχαίων έργων ήταν οι χριστιανοί καλόγεροι οι οποίοι δεν αντέγραφαν μόνο ό,τι αρχαίο είχε ομοιότητες με την χριστιανική διδασκαλία, αλλά και άλλα έργα, όπως των Κυνικών, του Ιουλιανού, της Σαπφούς, του Πινδάρου, του Ομήρου, του Κάτουλου, του Ιάμβλιχου, του Πλωτίνου, του Πορφύριου, την Θεογονία ή την Παλατινή ανθολογία με τα τόσα και τόσα ερωτικά ή ακόμη και ομοφυλοφιλικά επιγράμματα, ή τον Αριστοφάνη. Αν έκαναν λογοκρισία κατά των μη χριστιανικών έργων, τότε πώς έχουμε ακόμη διαθέσιμα τα συγγράμματα των παραπάνω προσώπων;

«Άφησαν να χαθεί ό,τι δεν τους εξυπηρετούσε  (...). Εξαφάνισαν κάθε ίχνος βέβηλης γι’ αυτούς διδασκαλίας φιλοσόφων με απόψεις άκρως αντίθετες ή ασυμβίβαστες με τις δικές τους», γράφει ο Δαυλός (τ. 37). Αν οι Χριστιανοί έκαιγαν ό,τι ήταν αντίθετο ή ασυμβίβαστο με το Χριστιανισμό, τότε τα βιβλία π.χ. του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη που μιλούν για αιώνιο σύμπαν θα έπρεπε να τα είχαν κάψει και αυτά. Αλλά τα άφησαν, ποιος ξέρει γιατί.

«Από τα Χ έργα του δείνα τραγωδού έχουμε μόνο τα Υ», λεν οι Νεοπαγανιστές. «Άρα φταίν οι Χριστιανοί». Δηλαδή οι Χριστιανοί έκαψαν Χ τραγωδίες του Αισχύλου, αλλά τις υπόλοιπες τις λυπήθηκαν και τις άφησαν! Αν αντιπαθούσαν τον Αισχύλο (Ειδικά τον Αισχύλο, που είναι ευλαβέστατος προς τους «θεούς»), το λογικό είναι ότι θα έκαιγαν όλα τα έργα του. Άρα δεν φταίν αυτοί που χάθηκαν τα υπόλοιπα.

Αλλά, όσον αφορά τη συμβολή των καλόγερων στην διάσωση των αρχαίων συγγραμμάτων, οι αντιχριστιανοί Παγανιστές είτε θα δεχτούν ότι οι καλόγεροι διέσωσαν τα αρχαία έργα είτε θα δεχτούν ότι υπήρχαν αντιγραφείς επί πληρωμή στη Χριστιανοσύνη, οι οποίοι αντέγραψαν τα έργα που διαθέτουμε σήμερα. Είτε η διάσωση αποδοθεί στους καλόγερους και τα μοναστήρια είτε αποδοθεί στους πλούσιους Χριστιανούς και Αυτοκράτορες, οι οποίοι πλήρωναν τους επαγγελματίες αντιγραφείς, οι Παγανιστές είναι υποχρεωμένοι να ομολογήσουν πως αυτά τα αρχαία έργα, που οι ίδιοι σήμερα διαβάζουν, διασώθηκαν χάρη σε Χριστιανούς.

2) το Βυζάντιο δέχθηκε πολλές εισβολές και υπέστη πολλές καταστροφές, μεταξύ άλλων και την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 ή τις δυο αλώσεις τη Θεσσαλονίκης, κατά τις οποίες χάθηκαν πολλά χειρόγραφα. Παραδείγματος χάρη ο Μέγας Φώτιος (9ος αι.) στην Μυριόβιβλο αναφέρει πλήθος έργων που υπήρχαν στην εποχή του, αλλά καταστράφηκαν κατά τις συμφορές που έπληξαν το Βυζάντιο, και σήμερα έχουμε μόνο τους τίτλους από αυτά. Ή πάλι, ο καθολικός καρδινάλιος Ισίδωρος τον Ιούλιο του 1453 ανέφερε στον Πάπα ότι στην Κωνσταντινούπολη ακριβώς πριν την Άλωση, υπήρχαν 120.000 τόμοι, οι οποίοι καταστράφηκαν (Κ. Παπαρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1885, επανέκδ. εκδ. Κάκτος, 1992, τ. 15,1). Φαντάζεται κανείς πόσοι τόμοι υπήρχαν την εποχή της ακμή του Βυζαντίου. Είναι συνεπώς για γέλια οι νεοπαγανιστικοί ισχυρισμοί πως κατά τον Μεσαίωνα δεν υπήρχαν πάνω από 600 τόμοι σε όλη την Ευρώπη. Ποιον νομίζουν ότι κοροϊδεύουν;  

Ο Δαυλός (τ. 37) γράφει: «ο πολύς Φώτιος ... έγραφε ένα βιβλίο με το όνομα «Μυριόβιβλος». Σ’ αυτό κατέγραψε τα έργα 280 αρχαίων συγγραφέων (..) Τα πρωτότυπα έργα των συγγραφέων αυτών υπήρχαν ακόμη στην εποχή του. Σήμερα δεν υπάρχουν πια. Κατεστράφησαν, θα λέγαμε, από ανθρώπους που όφειλαν να ξέρουν την αξία τους και ίσως να τους είχε ανατεθεί και η διαφύλαξή τους», υπονοώντας τους καλόγηρους. Καθόλου δε σκέφτεται ο αρθογράφος του Δαυλού τις καταστροφές του 1204 και του 1453 της Κωνσταντινούπολης ή τις δύο αλώσεις της Θεσσαλονίκης από Άραβες και Νορμανδούς τον 10ο και 12ο αιώνα αντίστοιχα, ή άλλες παρόμοιες επιδρομές.  Σαν να μην συνέβησαν ποτέ γι’ αυτόν, και συνεπώς την ευθύνη για την απώλεια κάποιων έργων την ρίχνει στους μοναχούς, χωρίς καμμιά δεύτερη σκέψη! Επιστημονική η έρευνά τους! Όπως λέει ο Λατίνος Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος στη διήγησή του, η Κωνσταντινούπολη είχε καεί τρεις φορές από τότε που έφτασαν εκεί οι Φράγκοι και «υπήρχαν περισσότερα καμμένα σπίτια από όσα υπήρχαν στις τρεις πιο μεγάλες πόλεις του βασιλείου της Γαλλίας» (§247). Εξαιτίας της τρίτης στη σειρά πυρκαγιάς «η πόλη καιγόταν όλη εκείνη τη νύχτα και την άλλη μέρα μέχρι το απόγευμα». «Οι καταστροφές που προκλήθηκαν ήταν μεγάλες και χωρίς αμφιβολία, οι ζημιές των βιβλιοθηκών σοβαρότατες. Για τον ιστορικό της λογοτεχνίας, η πρώτη αυτή άλωση της Κωνσταντινούπολης αποτελεί καταστροφή μεγαλύτερη απ’ ό,τι η γνωστότερη άλωση του 1453. Το 1204 τα σπάνια κείμενα που αναφέραμε στην προηγούμενη παράγραφο αφανίστηκαν, αφού δε συναντούμε πια το παραμικρό ίχνος τους από την εποχή που η έδρα της Αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε και πάλι στην Κωνσταντινούπολη (1261). Αν δεν είχαν συμβεί τα γεγονότα του 1204, τα κείμενα εκείνα είναι πολύ πιθανό να είχαν βρει το δρόμο τους προς τη Δύση» (L.D. Reynolds και N.G. Wilson, Αντιγραφείς και φιλόλογοι, εκδ. Μορφωτικού ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σ. 92).

3) στο Βυζάντιο, ήδη από τον 4ο αιώνα επί Αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β', στη σχολή που ίδρυσε αυτός, χρηματοδοτημένη και ελεγχόμενη από το κράτος, από τις 31 έδρες διδασκαλίας 10 προωρίζονταν για την ελληνική φιλολογία, ισάριθμες για την λατινική, 5 για την ελληνική ρητορική και 3 για την λατινική. Επίσης ιδρύθηκε και μία έδρα φιλοσοφίας. Ο Βλ. Ρασσιάς (Μια Ιστορία Αγάπης, τ. Β’, σ. 69) βρίσκει αστεία την άποψη ότι ελληνοποιείται η Αυτοκρατορία με την επικράτηση των ελληνικών εδρών επί των λατινικών. Φυσικά, μόνο αστείο δεν είναι, όταν  χρησιμοποιούνται τα ελληνικά στην κρατική εκπαίδευση και στη διοίκηση. Για παράδειγμα, αν τα Σκόπια ή η Αλβανία νομοθετούσε ότι στο εξής τα κρατικά πανεπιστήμια θα ήταν κατά το ήμισυ ελληνόφωνα και κατά το ήμιση σλαβόφωνα ή αλβανόφωνα, ότι θα διδάσκονταν η νεοελληνική φιλολογία περισσότερο από την σλαβική ή την αλβανική, και ότι οι νόμοι θα δημοσιεύονταν όχι μόνο στα σλαβικά ή τα αλβανικά αλλά και στα ελληνικά, τότε η άποψη ότι «η Αλβανία ή τα Σκόπια εξελληνίζονται» μόνο αστεία δε θα ήταν. Επίσης από την ίδια εποχή ο Ισίδωρος, χριστιανός μηχανικός συνέταξε την πρώτη συλλογή έργων του Αρχιμήδη, ενώ ο ίδιος ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη Σχολή Μηχανικών, στην οποία χρησιμοποιούσε ως εγχειρίδια τα έργα του Αρχιμήδη και τα Στοιχεία  του Ευκλείδη (Β. Σπανδάγου-Ρ. Σπανδάγου-Δ. Τραυλού, Οι θετικοί επιστήμονες της βυζαντινής εποχής, εκδ. Αίθρα, σ. 40). Συνεπώς από την απαρχή ήδη οι Βυζαντινοί ενδιαφέρθηκαν να συλλέξουν την φιλολογία των προηγούμενων αιώνων, και δεν ισχύει ότι ενδιαφέρον άρχισαν να δείχνουν αργότερα.

            Αλλά, αξίζει να πάμε εξήντα χρόνια πίσω, επί της βασιλείας του «ανθέλληνα» Κωνστάντιου Β’, στον οποίο ξεδιάντροπα οι Παγανιστές φορτώνουν κατηγορίες για «γενοκτονία κατά των Ελλήνων». Με δυο λέξεις, δίχως το ζήλο του Κωνστάντιου Β’, σήμερα δε θα είχε μείνει τίποτε από την αρχαία ελληνική λογοτεχνία. Είκοσι χρόνια μόνο μετά το θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου, το 357, «σε ένα μεγάλο αυτοκρατορικό κέντρο αντιγραφής, οργανωμένο και επιχορηγούμενο από το κράτος [σημ.: από τον «Ανθέλληνα Κωνστάντιο»!], μια ομάδα καλλιγράφων μετέγραφε τα έργα των Ελλήνων ποιητών, φιλοσόφων, ρητόρων, ιστορικών, όχι μόνο των πιο μεγάλων, αλλά όλων εκείνων που ήταν ακόμα δυνατό να βρεθούν χειρόγραφά τους. Γιατί είναι βέβαιο ότι έγινε ευρύτατη έρευνα για να συγκεντρωθούν τα παλαιά αυτά χειρόγραφα, για τα οποία ο Θεμίστιος λέει καθαρά ότι ήταν σχεδόν καταστραμμένα. Ήταν ακόμα, σχεδόν πάντοτε, ειλητάρια, τα περισσότερα από πάπυρο: τα μετέγραψαν, το καθένα ίσως σε πολλά αντίγραφα, σε κώδικες, συνήθως από περγαμηνή. Έτσι, στην πόλη που η παιδεία και ο πολιτισμός της θα ακτινοβολούσαν στον μεσαιωνικό κόσμο, σχηματίστηκε μια τεράστια συλλογή βιβλίων, όπου περισυλλέχτηκαν η λογοτεχνία και η σκέψη της αρχαίας Ελλάδας, ενώ πήγαιναν να εξαφανιστούν [σημ.: δηλαδή, ώς τότε οι Παγανιστές δεν ενδιαφέρθηκαν να αντιγράψουν τα αρχαία έργα, κι αν δεν το έκανε αυτό ο «μισέλληνας» Κωνστάντιος, αυτά θα χάνονταν οριστικά!]. (...) Η ελληνική κληρονομιά σώθηκε για πρώτη φορά, ας το επαναλάβουμε, στο αυτοκρατορικό κέντρο αντιγραφής που ιδρύθηκε στα μέσα του 4ου αιώνα: εκεί οι καλλιγράφοι μετέγραψαν σε περγαμηνούς κώδικες όλα τα αρχαία έργα που μπόρεσαν να συγκεντρώσουν και να διαβάσουν με δυσκολία καθώς τις περισσότερες φορές ήταν γραμμένα πάνω σε παλαιά ειλητάρια από πάπυρο» (P. Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 57-59). Ο, σύμφωνα με τους Νεοπαγανιστές, τρομερός.. μισέλληνας (!) Κωνστάντιος Β’ εξέδοσε στις  24 Φεβρουαρίου 357 νόμο (Θεοδ. Κώδ. XIV, 1,1), ο οποίος πρόσταζε: «(...) Στην διακεκριμένη τάξη των δεκουριών με κανένα τρόπο να μην καταλαμβάνει κάποιος θέση πρώτης τάξεως αν δεν είναι πιστοποιημένο ότι διαπρέπει στη χρήση και στην άσκηση των ελευθερίων σπουδών [σημ.: φιλοσοφία, γραμματική κ.λπ.] και ότι είναι καλλιεργημένος στα γράμματα. (...) Και για να μην αρνηθούμε στη λογοτεχνία – που είναι η επιφανέστερη από όλες τις αρετές – τις ανταμοιβές που της ταιριάζουν, η πρόνοιά μας θα τιμήσει προάγοντας σε επιφανέστερον εκείνον που χάρη στις σπουδές και στη δεινότητα του λόγου του θα φανεί άξιος της πρώτης θέσεως». Αυτά διέταζε ο Κωνστάντιος Β’, που «άρχισε διωγμούς κατά Ελλήνων».

4) Οι Νεοπαγανιστές δεν ξέρουν τι λένε και συνεχώς φάσκουν κι αντιφάσκουν, ώστε να πείσουν ότι από τη μια κάηκαν όλα τα βιβλία κι από την άλλη έχουμε τόσες χιλιάδες αρχαία έργα. Έτσι, διαβάζουμε  «(..) επυρπολήθη, το 724, η Οικουμενική Σχολή όπου στεγαζόταν η μοναδική αξιόλογη βιβλιοθήκη της Νέας Ρώμης, στην οποία πρέπει να βρίσκονταν όλα τα έως τότε σωζόμενα Ελληνικά βιβλία» (Βλάση Ρασσιά, Υπερ της των Ελλήνων νόσου, εκδ. Ανοιχτή Πόλη, σ. 167). Εκτός του ότι η νεώτερη ιστορική έρευνα απορρίπτει την ιστορία του εμπρησμού από τον εικονομάχο Λέοντα Γ’ ως προσπάθεια σπίλωσής του από τους εικονολάτρες (Πολύ σημαντικό αυτό: δείχνει ότι οι εμπρησμοί βιβλιοθηκών ήταν μεμπτή πράξη στα μάτια των Ορθοδόξων εικονολατρών, κι όχι.. θεάρεστη πράξη, όπως αγωνιούν οι Νεοπαγανιστές να μας πείσουν, και γι’ αυτό το λόγο οι Ορθόδοξοι ιστοριογράφοι διέδοσαν τη φήμη), η έμφαση που εξ επίτηδες δίνεται, «όλα τα έως τότε σωζόμενα βιβλία», είναι ψέμμα, αφού είναι πασίγνωστο ότι π.χ. ο Φώτιος, Πατριάρχης και... φυσικά κάτοικος Κωνσταντινούπολης, αναφέρει στη Μυριόβιβλο ένα ελάχιστο τμήμα των βιβλίων.. τα οποία, αφού όπως ισχυρίζονται οι Νεοπαγανιστές, βρίσκονταν  όλα στην πυρποληθείσα.. «Οικουμενική Σχολή» (Τέτοια σχολή δεν υπήρχε επί Λέοντος Γ’. Υπήρξε «Οικουμενικόν Διδασκαλείον» επί Ιουστινιανού, και «Πανδιδακτήριον» επί Λέοντα Γ’.), είχαν καεί έναν αιώνα πριν. Θα έγινε «ανάσταση βιβλίων», αφού «όλα τα έως τότε σωζόμενα Ελληνικά βιβλία» βρίσκονταν στην καμμένη βιβλιοθήκη. Το γνωστό ελεεινό παραμύθι περί «τελευταίων βιβλίων», που συνοψίζει όλον τον παραλογισμό της Νεοειδωλολατρικής σκέψης, για ακόμη μια φορά επανεκδιδόμενο.

5) Η τυπογραφία ανακαλύφθηκε το 1454 και ώς τότε η αντιγραφή έργων ήταν επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία, με αποτέλεσμα να γίνεται κάποτε «επιλογή» των έργων προς αντιγραφή, ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους. Και στην ελληνιστική εποχή υπήρχε ανάλογο πρόβλημα, και ήδη από τότε έργα διάφορων π.χ. του Δημόκριτου σπάνιζαν ακριβώς επειδή οι περισσότεροι αντιγραφείς επικεντρώνονταν στα σημαντικότερα συγγράματα, όχι κατανάγκη λόγω λογοκρισίας, αλλά λόγω έλλειψης χρόνου για την αντιγραφή και διάδοση τόσων πολλών έργων. Το έργο του Ηράκλειτου είχε χαθεί πριν την ελληνιστική εποχή. Αλλά ακόμη και γραπτά Χριστιανών π.χ. του  Προαιρέσιου (επί Ιουλιανού έζησε) έχουν χαθεί. Αναφέρει ο Παυσανίας: «το ποίημα αυτό του Ηγησίνου δεν το διάβασα, γιατί είχε εκλείψει προ της εποχής μου» (9, 29, 2). Κι αλλού, για το έργο του ορχομενίου ποιητή Χερσία (περ. 600 π.Χ.): «είχε ξεχαστεί επί των ημερών μου» (9, 38, 9).    

6) Η βυζαντινή εποχή  καλύπτει 11,5 αιώνες και δε μπορεί κανείς να γενικεύει με αφορμή κάποια περιστατικά των πρώτων 2 αιώνων, και να λέει ότι οι Βυζαντινοί κατέστρεψαν τα αρχαία συγγράματα. Αν οι Βυζαντινοί είχαν εξ αρχής σκοπό να καταστρέψουν τα αρχαία συγγράματα, ας είναι όλοι σίγουροι, μέσα στους 11,5 αιώνες σίγουρα θα το πετύχαιναν. Είχαν όλο τον καιρό!

7) Όπως υπάρχουν παντού ακραίοι και μετριοπαθείς, έτσι και στο Χριστιανισμό, μπορεί να υπήρχαν κάποιοι που δεν ήθελαν την ελληνική παιδεία, αλλά οι περισσότεροι ήταν μετριοπαθείς και την ήθελαν, και γι' αυτό επέζησαν τα αρχαιοελληνικά κείμενα. Δε μπορεί για τις πράξεις ενός μικρού τμήματος να κατηγορείται το σύνολο.

8) Πολλά αρχαία συγγράμματα αντιγράφονταν πάνω σε πάπυρο, ο οποίος είναι εξαιρετικά ευαίσθητο υλικό. Επιπλέον, όταν οι Μουσουλμάνοι κατέλαβαν την Αίγυπτο, την κύρια προμηθεύτρια σε πάπυρο χώρα, η έλλειψη παπύρου οδήγησε αναπόφευκτα σε μείωση της παραγωγής αντιγραφών. Αντί παπύρου χρησιμοποιήθηκαν επεξεργασμένα δέρματα ζώων, που ήταν ανθεκτικότερα από τον πάπυρο, αλλά πιο ακριβά και δύσκολα στην επεξεργασία. Έτσι λοιπόν, ενώ η παγανιστική Ρώμη είχε την ευχέρεια να διαθέτει φθηνά και πολλά μέσα αντιγραφής, αυτό έγινε δύσκολο μετά τον 6ο αιώνα.

9) Η μεγάλη έλλειψη (λόγω της κατάκτησης της Αιγύπτου και των διαρκών εισβολών σε κάθε τμήμα της Ρωμανίας) παπύρων οδήγησε πολλές φορές στο φαινόμενο των λεγόμενων παλίμψηστων παπύρων: με ειδικό τρόπο ξυνόταν η μελάνη του κειμένου σε έναν πάπυρο και γραφόταν κάτι άλλο. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις, επειδή το ξύσιμο δεν ήταν τέλειο, μπορούν να διαβαστούν τα αρχικά κείμενα. Πάντως, δεν μπορούν να κατηγορηθούν οι καλόγεροι ούτε για την έλλειψη αντιγραφικών μέσων ούτε πως εσκεμμένα έσβηναν αρχαία συγγράμματα. Πολλές φορές σβήνονταν και χριστιανικά συγγράμματα, π.χ. συγγράμματα του Άγιου Γρηγόριου του Θεολόγου σβήνονταν χάρην άλλων χριστιανών συγγραφέων (H. Hunger, Ο κόσμος του βυζαντινού βιβλίου, εκδ. Καρδαμίτσας, σ. 27). Αφού, λοιπόν, αυτό γινόταν και για χριστιανικά συγγράμματα, συνεπάγεται ότι οι Χριστιανοί δεν έσβηναν τα αρχαία κείμενα επειδή τα μισούσαν, αλλά επειδή δεν είχαν αρκετή γραφική ύλη. Εξάλλου, με τη νέα τεχνολογία μπορούμε να διαβάζουμε τους παλίμψηστους πάπυρους, οπότε ουδέν πρόβλημα.

10) Ωστόσο δεν μπορούμε να πούμε ότι οι χριστιανοί αντιγραφείς αδιαφορούσαν για τα αρχαία αντίγραφα. Τα παλαιότερα σωζόμενα αντίγραφα αρχαίων συγγραμμάτων χρονολογούνται στον 9ο αιώνα. Πράγμα που αποδεικνύει ότι – παρ’ όλες τις καταστροφές, την έλλειψη χαρτικής ύλης – υπήρχε ενδιαφέρον για τη συντήρησή τους. Δηλαδή ένα αρχαίο αντίγραφο του 9ου αιώνα διατηρήθηκε από τους Ρωμηούς επί 6 αιώνες, ώς το 1453. Βιβλία διατηρημένα επί 600 χρόνια! Η περίοδος του 7ου και 8ου αι. ήταν γεμάτη εισβολές και η Ρωμανία είχε περιοριστεί εδαφικά πολύ. Αντίγραφα από εκείνη την εποχή, ακόμη και χριστιανικά, βρίσκουμε ελάχιστα. «Πρέπει να προφυλαχτούμε από δύο λάθη. Το πρώτο θα ήταν να κατηγορήσουμε για σκοταδισμό μια εποχή που ίσως φάνηκε να αδιαφορεί για το «διαφωτισμό» μόνο και μόνο γιατί είχε να επιλύσει πιο επείγοντα προβλήματα˙ και κατόρθωσε να τα επιλύσει. (...) Για την περίοδο που εξετάζουμε δεν έχουμε, θα λέγαμε, κανένα κοσμικό χειρόγραφο. Συγχρόνως όμως δεν έχουμε παρά έναν εξαιρετικά περιορισμένο αριθμό θρησκευτικών χειρογράφων. Το δεύτερο αμβλύνει το πρώτο και μας κάνει επιφυλακτικότερους απένατι στην προκατάληψη ότι τα έργα της κοσμικής φιλολογίας, ιδιαίτερα εκείνα της αρχαίας Ελλάδας, ήταν τα μόνα που έπαψαν να αντιγράφονται. Μπορεί πραγματικά να παραμελήθηκαν, αλλά πάντως η στατιστική των χειρογράφων δεν αποδεικνύει κάτι τέτοιο: γιατί είναι απίθανο την ίδια εποχή να μην αντέγραψαν καθόλου θρησκευτικά έργα, απίθανο επίσης να μην αντέγραψαν ούτε νομικά, ιατρικά ή επιστημονικά έργα – και ωστόσο ούτε από αυτά σώζονται περισσότερο» (P. Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 72, 74).

11) Όσον αφορά τα επιστημονικά βιβλία, όπως συγγράμματα ιστορίας ή γεωγραφίας, πολλά κείμενα χάθηκαν, γιατί ήταν πεπαλαιωμένα. Η αντιγραφή της Γεωγραφίας του Ερατοσθένη θεωρούνταν – δεδομένων και των πολιτικών/οικονομικών δυσχεριών – χάσιμο χρόνου, τη στιγμή που το αντίστοιχο έργο του Στράβωνα ήταν καλλίτερο. Πράγματι, το τελευταίο διασώζεται αυτούσιο. Παρομοίως, αρχαιότερα ρωμαίικα ιστορικά χρονικά δεν σώθηκαν διότι – εκτός των άλλων – δεν νοιάστηκαν να τα αντιγράψουν, επειδή θεωρούσαν πως οι χρονικά επόμενοι ιστοριογράφοι ήταν καλλίτεροι.

Αντίστοιχα, για έργα φιλοσόφων τρίτης ή τέταρτης διαλογής, δεν γινόταν να ενδιαφερθούν οι αντιγραφείς των Μέσων Χρόνων. Τη στιγμή που συγγράμματα φιλοσόφων όπως ο Ηράκλειτος, ο Δημόκριτος, ο Πύρρωνας, είχαν χαθεί αιώνες πριν, λόγω αδιαφορίας των εθνικών αντιγραφέων (ή λόγω σκοπιμότητας των φιλοσοφοφάγων Ειδωλολατρών ιεροφαντών και μάντεων αλλά και αντίζηλων φιλοσοφικών σχολών), τη στιγμή που τα βιβλία των  λιγότερο διάσημων φιλόσοφων δεν είχαν καλύτερη μεταχείριση από τους Εθνικούς, δε θα περίμενε κανείς από τους χριστιανούς αντιγραφείς τίποτα άλλο, παρά να επικεντρωθεί η αντιγραφή στους σημαντικότερους φιλοσόφους. Ό,τι γινόταν στην αρχαιότητα, το ίδιο έγινε και στην χριστιανική εποχή.

12) Ακόμη και για την κατά το Μεσαίωνα βάρβαρη κι αιρετική Δύση, εν πολλοίς δεν ισχύει  εικόνα που έχουμε όσον αφορά την συμπεριφορά προς τα προχριστιανικά βιβλία. Ελάχιστες φορές κάηκαν συγγράματα. Αυτά που καιγόταν ήταν συνήθως αραβικά και ιουδαϊκά βιβλία (Ταλμούδ) και όχι τα αρχαία ελληνικά και λατινικά. Για παράδειγμα, ο Λουδοβίκος IX έκαψε ιουδαϊκά βιβλία, αφού πρώτα ο πάπας αναθεμάτισε το Ταλμούδ, επειδή αυτό περιέγραφε τον Ιησού ως κοινό εγκληματία. Ωστόσο τέτοιες πράξεις παρέμειναν η εξαίρεση (Henri-Jean Martin, The History and Power of Writing, Univ. of Chicago: 1994., p. 173). Η Ιερά Εξέταση της Ισπανίας τον 16ο αιώνα έκαψε πλήθος ιουδαϊκών κι αραβικών βιβλίων (Henri-Jean Martin, The History and Power of Writing, Univ. of Chicago: 1994., p. 270), αλλά όχι αρχαία ελληνικά – αυτά διατηρήθηκαν, και άλλωστε οι αραβικές μεταφράσεις ελληνικών έργων είχαν μεταφερθεί στα λατινικά πολύ πιο πριν (τον 13ο –14ο αι.). Αξιοσημείωτο είναι ότι η γνωστή λίστα των απαγορευμένων βιβλίων της Παπικής Εκκλησίας, το περίφημο Index, που πρωτοεξεδόθη στις 24/3/1524, δεν απαγορεύει την ανάγνωση αρχαίων κειμένων, αλλά μόνο «αιρετικών», και μάλιστα λέει – το κείμενο του Index – πως η ανάγνωση των Ελληνικών και Λατίνων συγγραφέων γίνεται ανεκτή εξαιτίας της κομψότητας και καθαρότητας της γλώσσας τους (Henri-Jean Martin, The History and Power of Writing,  Univ. of Chicago: 1994., p. 269).

13) Στη Δύση, η γνώση των αρχαίων συγγραφέων χάθηκε λόγω των αλλεπάλληλων επιδρομών των βαρβάρων˙ των Βανδάλων στη ΒΔ Αφρική, όπου ίδρυσαν βασίλειο το 429 – ο Ιουστινιανός απελευθέρωσε έναν αιώνα αργότερα την περιοχή – των Βίκινγκ στην Αγγλία (787) και την Γαλλία (840-911), των Ούγγρων στη Γαλλία (τέλη 9ου αι.), των Νορμανδών τον 9ο και 10ο αι. στην Β.Δ. Ευρώπη. Το 390 περίπου, οι Γαλάτες έκαψαν τα αρχεία των ρωμαϊκών νόμων.Το 867, για παράδειγμα, οι Δανοί επέδραμαν  την βόρεια Αγγλία και η Υόρκη καταστράφηκε μαζί με τα βιβλία ενώ οι λόγιοι και οι ιερείς σφάχτηκαν ή έφυγαν. Κάθε παρόμοια επιδρομή βαρβάρων σε πρώην τμήματα της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επέφερε πολιτιστική οπισθοδρόμιση. Ως αποτέλεσμα των επιδρομών, οι πόλεις μίκραιναν σε μέγεθος, η οικονομία κατέρρευσε, και συνακόλουθα το εκπαιδευτικό σύστημα της Δυτικής Ευρώπης, που βασιζόταν στην ευμάρεια και τη σταθερότητα, κατέρρευσε.

14) Αντίστοιχα για τη Ρωμανία, τις ελάχιστες φορές που κάηκαν συγγράμματα, αυτά ήταν συγγράμματα αιρετικών. Μερικά συγγράμματα του Άρειου και τα συγγράμματα των Εικονομάχων. Ωστόσο, η κυριότερη αιτία της εξαφάνισης των έργων του Άρειου ή των Εικονομάχων ήταν ότι κανείς δεν τα αντέγραφε (Υπήρχαν επαγγελματίες, επί πληρωμή αντιγραφείς.) κι έτσι αυτά χάνονταν με την φθορά που  προκαλούσε ο χρόνος. Κάνοντας μια σύγκριση βλέπουμε, πως ενώ τα παγανιστικά αντιχριστιανικά έργα του Ιουλιανού διασώθηκαν – ακόμη και επιστολές του υπάρχουν σήμερα – χάθηκαν τα αιρετικά βιβλία μόνο. Οι Βυζαντινοί, δηλαδή, είχαν επίγνωση της διάκρισης μεταξύ παγανιστικών και αιρετικών ή μαγικών συγγραμάτων. Τα πρώτα τα διέσωζαν, τα δεύτερα τα άφηναν να χαθούν. Εξάλλου, ενώ υπάρχουν αυτοκρατορικά έδικτα που απαγορεύουν τις θυσίες, δεν υπάρχει κάποιο έδικτο που να προστάζει την καταστροφή της αρχαίας λογοτεχνίας. Ούτε κι το κάψιμο ορισμένων αρειανικών συγγραμμάτων αποτελεί κάποια «ορθόδοξη ιερά εξέταση»: είναι απλώς στο πνεύμα της εποχής, με το κάψιμο Γραφών από τον Διοκλητιανό, τις εξορίες των Ορθοδόξων από αρειανούς αυτοκράτορες και την χαρά του Ιουλιανού που τα συγγράμματα του Επίκουρου τα κατέστρεψαν οι θεοί.

15) Δεν υπήρχε πάντα – εξαιρουμένων των διασημότερων αρχαίων συγγραφέων – η συναίσθηση ότι κάθε τι είναι οπωσδήποτε πολύτιμο. Και στην εποχή μας, πολλές τηλεοπτικές σειρές, κυρίως των πρώτων χρόνων της ελληνικής τηλεόρασης χάθηκαν, διότι απλούστατα κανείς δε σκέφτηκε να τις βιντεοσκοπήσει˙ κανείς δε σκέφτηκε πως ο,τιδήποτε αντιγραφόταν και σωζόταν – ακόμη κι αν στις μέρες του ήταν μικρής αξίας – ήταν καλό για τον πολιτισμό. Πολλά ρεμπέτικα και σμυρνέικα τραγούδια ηχογραφήθηκαν στις αρχές του εικοστού αιώνα με τη μέθοδο του κεριού, και οι αρχικές ηχογραφήσεις αφέθηκαν να καταστραφούν, απλώς διότι δεν σκέφτηκε κανείς ότι μετά από 80 ή 100 χρόνια θα ήταν πολύτιμες. Δεν μπορούμε να πούμε ότι ήταν εσκεμμένη η απώλεια. Το ίδιο συνέβη με αρχαία συγγράμματα τρίτης ή τέταρτης διαλογής.

16) Αναρωτάται κανείς πώς γίνεται οι Βυζαντινοί να κατεδίωκαν την ελληνική παιδεία, και ταυτόχρονα στα σχολικά μαθήματά τους (φιλολογικά μαθήματα του Γυμνασίου-Λυκείου) να περιλαμβάνονταν η μελέτη αρχαίων τραγωδιών (π.χ. Πέρσες, Προμηθέας Δεσμώτης και Επτά επί Θήβας του Αισχύλου, Αίας, Ηλέκτρα και Οιδίπους Τύραννος, του Σοφοκλή, Εκάβη, Ορέστης και Φοίνισσες του Ευριπίδη) καθώς επίσης και κωμωδίες του Αριστοφάνη (Πλούτος, Νεφέλες, Βάτραχοι), αποσπάσματα από τον Ησίοδο, τον Πίνδαρο, τον Θεόκριτο, διάλογοι του Λουκιανού, λόγοι του Δημοσθένη και του Ισοκράτη, ορισμένοι διάλογοι του Πλάτωνα, κείμενα του Ξενοφώντα και άλλων (Θ.Μαρκόπουλου, Στο σχολείο με χαρτί και καλαμάρι, εκδ. Καλειδοσκόπιο, σ. 25-26); «Δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε ότι η εκπαίδευση ενός νεαρού Έλληνα του 5ου αιώνα διέφερε ριζικά από την εκπαίδευση ενός νέου του 2ου αιώνα» (P. Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 50). Το νεοπαγανιστικό επιχείρημα, ότι τάχα οι Βυζαντινοί φταίνε για τα τόσα λίγα τραγικών ποιητών που έχουμε σήμερα δεν εξηγεί  πώς γίνεται οι Βυζαντινοί να κατέστρεφαν τις τραγωδίες αφού τις δίδασκαν στα σχολεία τους; Πώς γίνεται ο Όμηρος να αποκαλείται «ο Ποιητής»;

17) «Στην πραγματικότητα, ένας από τους κυριότερους λόγους που προκάλεσαν την απώλεια κλασικών κειμένων ήταν χωρίς αμφιβολία ότι περισσότεροι Χριστιανοί δεν έδειχναν ενδιαφέρον να τα διαβάσουν, και έτσι τα κείμενα αυτά δεν πολλαπλασιάζονταν με νέα αντίγραφα αρκετά για να εξασφαλιστεί η επιβίωσή τους σε μια εποχή πολέμων και καταστροφών» (L.D. Reynolds και N.G. Wilson, Αντιγραφείς και φιλόλογοι, εκδ. Μορφωτικού ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σ. 66). Ούτε όμως τα γραπτά μικρότερων φιλοσόφων είχαν διαφορετική μεταχείριση από τους πολυθεϊστές ούτε είναι λογικό να δεχτούμε ότι ο Πλάτων αντέγραφε ή προέτρεπε να αντιγράφουν τον Δημόκριτο ή  ότι ο Ιουλιανός προέτρεπε να αντιγράφουν τον Επίκουρο. Μόνο όσοι φιλόσοφοι είχαν οπαδούς, δηλαδή μόνο οι γνωστότεροι από τις μεγάλες σχολές, είχαν τη βεβαιότητα ότι τα έργα τους θα αντιγράφονται. Έστω, όμως: το συμπέρασμα είναι ότι, κανείς δεν μπορεί να κατηγορεί τους Χριστιανούς, ότι έκαψαν τα αρχαία βιβλία. Άλλο πράγμα η αδιαφορία – για την οποία έχουμε σοβαρούς λόγους να αμφιβάλλουμε – κι άλλο η απόπειρα καταστροφής. Όποιος συγχέει το πρώτο με το δεύτερο, δεν ξέρει τι λέει.

            Υπάρχει μια άλλη εξήγηση που δίνεται για τον αντιγραφικό ζήλο των Χριστιανών: επειδή ήθελαν να προσελκύσουν τους μορφωμένους Ειδωλολάτρες, οι Χριστιανοί ήταν αναγκασμένοι να έρθουν σε επαφή με την προχριστιανική λογοτεχνία, ώστε να μπορούν να συζητάν σε φιλοσοφικό επίπεδο, χρησιμοποιώντας φιλοσοφικούς όρους, με τους μορφωμένους Εθνικούς. Γι’ αυτό έπρεπε να μελετούν και άρα να αντιγράφουν την προχριστιανική ελληνική λογοτεχνία και φιλοσοφία. Η εξήγηση αυτή προσπαθεί να αποδείξει ότι «οι Χριστιανοί δεν αντέγραφαν τα αρχαία ελληνικά κείμενα από δικό τους ενδιαφέρον γι’ αυτά, αλλά για λόγους προσηλυτισμού». Προκύπτει όμως το εξής ερώτημα: Έστω ότι έγινε έτσι, σύμφωνα με την εξήγηση αυτή. Γιατί τότε, όταν είχαν εκχριστιανιστεί πλέον όλοι οι μορφωμένοι Ειδωλολάτρες, λ.χ. τον 9ο, τον 10ο, τον 11ο, τον 12ο, τον 13ο, τον 14ο αι., όταν όλοι οι μορφωμένοι ήταν Χριστιανοί, οι Χριστιανοί συνέχιζαν να αντιγράφουν τα αρχαία ελληνικά κείμενα; Θα ήταν γελοίο να ισχυριστεί κανείς «από συνήθεια». Συνεπώς δεν ήταν μόνο λόγω της προσέλκυσης μη Χριστιανών, αλλά και λόγω της έμφυτης αγάπης των Ορθόδοξων Ρωμηών για τα έργα των αρχαίων Ελλήνων προγόνων τους, που τα αρχαία συγγράμματα αντιγράφονταν από τους Χριστιανούς.

18) «Δεν υπάρχει καμία βάσιμη μαρτυρία ότι γινόταν λογοκρισία. Η περίφημη δήλωση του ουμανιστή Πέτρου Αλκυονίου (Petrus Alcyonius, 1468-1527), ότι οι εκκλησιαστικές αρχές προκάλεσαν την πυρπόληση των κειμένων των ειδωλολατρικών ποιητών, δεν επιβεβαιώνεται από καμιά πηγή. Τα έργα των πολυάριθμων συγγραφέων που αναφέρει μιλώντας για το θέμα αυτό είχαν πιθανότατα χαθεί από άλλες αιτίες ήδη στα τέλη των Σκοτεινών Αιώνων. (...) Από την άλλη, δεν έχει ώς τώρα επισημανθεί ούτε μία περίπτωση η Εκκλησία να έχει πάρει παρόμοια μέτρα εναντίον κάποιου κλασσικού κειμένου» (L.D. Reynolds και N.G. Wilson, Αντιγραφείς και φιλόλογοι, εκδ. Μορφωτικού ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σ. 68, 69). Πολλοί κατηγόρησαν το Χριστιανισμό, ότι αφάνισε τα προχριστιανικά βιβλία, «δίχως να λάβουν υπόψη τους ότι οι χριστιανοί δεν ήταν οι μόνοι ούτε καν οι πραγματικοί υπεύθυνοι γι’ αυτή την καταστροφή και ότι πολλοί από αυτούς διατηρούσαν την αγάπη για την ειδωλολατρική παιδεία που τους είχε διαποτίσει στα σχολικά τους χρόνια» (P. Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 46).

19) Τέλος να σημειώσουμε ότι, όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας των Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο και Τα αίτια του πελοποννησιακού πολέμου, «Στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα ο αναλφαβητισμός ήταν, τις περισσότερες εποχές και στις περισσότερες περιοχές, τόσο διαδεδομένος όσο σε πολλές χώρες του Τρίτου Κόσμου σήμερα. Νομίζω ότι δεν θα υπερέβαλλα αν έλεγα ότι μόνο μια μικρή μειονότητα του πληθυσμού θα είχε διαβάσει κάποιο από τα έργα που τώρα πια αποτελούν τη βασική ύλη της διδασκαλία των κλασικών σπουδών στην Αγγλία» (De Ste. Croix G.E.M., Ο Χριστιανισμός και η Ρώμη, ΜΙΕΤ, σ. 369), και, αν αυτό αληθεύει, θα πρέπει να σταματήσουν οι κατηγορίες περί «αμάθειας» που δήθεν την προκάλεσε ο Χριστιανισμός.

Οι Νεοπαγανιστές και οι Αρχαιολάτρες (εθνικιστες και διεθνιστές) ισχυρίζονται πως οι Χριστιανοί αδιαφόρησαν και παραμέλησαν για την αντιγραφή και διάδοση των κλασσικών κειμένων. Αφού σύμφωνα με αυτούς «οι Χριστιανοί απέρριπταν με μίσος την ελληνική φιλοσοφία», γιατί έπραξαν όλα αυτά τα παρακάτω;

-Στον 3ο αι. υπήρχε μια χριστιανική βιβλιοθήκη στην Καισάρεια, που βασίστηκε στις βιβλιοθήκες του Ωριγένη και του Πάμφυλου, οι οποίες περιείχαν πολλά ειδωλολατρικά φιλοσοφικά και κλασσικά κείμενα, και που χρησιμοποιήθηκε εκτενώς από τον Ευσέβιο (Harry Y. Gamble, Books and Readers in the Early Church, Yale: 1995, p. 155).

-Μεταξύ 212 και 250, ο πάπας Αλέξανδρος ίδρυσε μια παρόμοια βιβλιοθήκη στην Ιερουσαλήμ, η οποία περιείχε και κλασσικά έργα (π.χ. την Οδύσσεια) (Harry Y. Gamble, Books and Readers in the Early Church, Yale: 1995, p.15).

-Ο Κλήμης της Αλεξάνδρειας είχε αναφέρει 248 διαφορετικούς συγγραφείς, πολλοί από τους οποίους ήταν κλασσικοί (Michael H. Harris, History of Libraries in the Western World, Scarecrow:1995., p. 61).

-Μεταξύ 320 και 325, ο Παχώμιος ίδρυσε το πρώτο κοινοβιακό μοναστήρι στην άνω Αίγυπτο. Το μοναστήρι αυτό ήταν γνωστό για τη χρηση και αντιγραφή κλασσικών συγγραμμάτων. Μερικά από τα αρχαιολογικά υπολείμματα αυτών των μοναστηριών έχουν αποκαλύψει έργα όπως τις Προτάσεις του Σέξτου και την Πολιτεία του Πλάτωνα.

-Στα 361, ο Γρηγόριος, επίσκοπος της Αλεξάνδρειας, δολοφονήθηκε από τον όχλο. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός πήρε τη βιβλιοθήκη του, η οποία ήταν  γεμάτη με κλασσικά κείμενα. Ο επίσκοπος κατείχε και χρησιμοποιούσε πολλά παγανιστικά έργα (Michael H. Harris, History of Libraries in the Western World, Scarecrow:1995. p. 61,  Harry Y. Gamble, Books and Readers in the Early Church, Yale: 1995, p. 175˙ Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ', σ. 341).

-Μεταξύ 461-468, ο Ιλάριος της Ρώμης έχτισε μια βιβλιοθήκη στη Ρώμη, με εργα ελλήνων και λατίνων. Το ίδιο το κτήριο αποτελείτο από δύο μέρη, ένα για τα ελληνικά και ένα για τα λατινικά βιβλία, ακριβώς όπως οι κλασσικές παγανιστικές βιβλιοθήκες (Harry Y. Gamble, Books and Readers in the Early Church, Yale: 1995, p. 164).

-Ο Ιωάννης Στοβαίος, τον 5ο αιώνα συνέγραψε σύγγραμμα που περιελάμβανε ηθικά και γνωμικά συμπεράσματα ακόμη και για την πολιτική επιστήμη, τα οποία σταχυολόγησε από 500 περίπου αρχαίους συγγραφείς και ποιητές.

-Αρχές του 6ου αιώνα, ο Βοήθιος (†524) έγραψε τα σχόλια στους ελληνικούς και λατινικούς φιλοσόφους, μετέφρασε δύο από τις πραγματείες Αριστοτέλη στη λογική στα λατινικά, και ήταν ο εδρεύων μελετητής στο βασίλειο των Οστρογότθων (F.B. Artz, The Mind of the Middle Ages, Univ. of Chicago: 1980, p. 181-188).

-Το πρώτο Βενεδικτινό μοναστήρι ιδρύθηκε από τον Άγιο Βενέδικτο (549) στο Monte Casino στην Β. Ιταλία. Εκεί πολλά σημαντικά γραπτά λατίνων, όπως του Τάκιτου, του Σένεκα και του Varro αντεγράφησαν και διασώθηκαν (Michael H. Harris, History of Libraries in the Western World, Scarecrow:1995, p. 97).

-Το  533 επιτροπή νομομαθών διορισμένη από τον χριστιανό αυτοκράτορα Ιουστινιανό, αφού διάβασε και αποδελτίωσε περί τις 2000 βιβλία κλασσικών νομικών (που συμποσούνται σε 3 εκατομμύρια στίχους), ολοκλήρωσε τη σύνταξη του Πανδέκτη (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ', σ. 326). Δυο χιλιάδες βιβλία ειδωλολατρών νομικών. Δεν θα ‘πρεπε, σύμφωνα με τους Νεοπαγανιστές, οι Χριστιανοί αυτοκράτορες να κάψουν τα νομικά βιβλία των ειδωλολατρών και να δημιουργήσουν έναν ολοκαίνουργιο κώδικα;

-Το 537, ο Κασσιόδωρος ίδρυσε ένα μοναστικό τάγμα, από τους μοναχούς του οποίου απαιτούσε να μελετούν τους θύραθεν (ειδωλολάτρες) συγγραφείς και να αντιγράφουν τα έργα τους. Ο ίδιος είχε μεταφέρει συγγράμματα από την Αφρική (Henri-Jean Martin, The History and Power of Writing, Univ. of Chicago: 1994., p. 122).

-Το 664 ο Ρωμηός Έλληνας, Θεόδωρος της Ταρσού πήγε στην Αγγλία ιδρύοντας την αρχιεπισκοπή του Cantebury φέρνοντας μαζί του πολλά ελληνικά βιβλία. Αφού τα είχαν κάψει, σύμφωνα με τους Νεοπαγανιστές; Πού τα βρήκε ο Θεόδωρος;

-O Bede (απεβ. 735), είδε μοναστήρια στην Αγγλία, τα οποία δίδασκαν Ελληνικά από ελληνικά βιβλία (F.B. Artz, The Mind of the Middle Ages, Univ. of Chicago: 1980., p. 194). Μα, για να υπάρχουν ελληνικά βιβλία, εκείνη την εποχή στην Αγγλία, φαντάζεται κανείς πόσα ελληνικά βιβλία υπήρχαν στην Ελλάδα.

-Ο Θεόδωρος Στουδίτης (9ος αι.), από τους κύριους υπερασπιστές της Ορθοδοξίας, υπήρξε ο πρώτος που οργάνωσε τη βιβλιοθήκη της μονής Στουδίου (Κωνσταντινούπολη), συγκεντρώνοντας μεγάλο αριθμό χειρογράφων χριστιανών και εθνικών συγγραφέων, των οποίων την ανάγνωση διευκόλυνε έτσι με τη διάδοση των χειρογράφων.  

-Ο Μέγας Φώτιος (820-891) συντάσσει τη Μυριόβιβλο, μια συλλογή του, όπου παραθέτει 280 από τα κατά τη γνώμη του καλλίτερα συγγράμματά από εθνικούς συγγραφείς (πράγμα που σημαίνει πως υπήρχαν τον 9ο αι. πάρα πολλά άλλα συγγράμματα εθνικών, λιγότερο σημαντικά, αφού η Μυριόβιβλος περιελάμβανε μόνο τα καλλίτερα). Στην «Βιβλιοθήκη» του έκρινε χρήσιμο να διασώσει μια ουσιαστική περίληψη των «Πυρρωνείων λόγων» του Αινεσιδήμου, περίληψη που αποτελεί τη μοναδική πηγή για το έργο αυτού του φιλοσόφου (Να η απόδειξη πως τα έργα αυτά υπήρχαν ακόμη στην εποχή του Φώτιου, και δεν «κάηκαν από τους Βυζαντινούς» όπως λέν οι Νεοπαγανιστές, αλλά καταστράφηκαν αργότερα, το 1204 και το 1453, αλλά και από τους «θεούς» των Ειδωλολατρών, όπως χαρούμενα γράφει ο Ιουλιανός. Οι Χριστιανοί διέσωζαν τα έργα του Σκεπτικού (!)  Πύρρωνα, οι Ειδωλολάτρες τα έκαιγαν). Ο Φώτιος βρίσκει τους λόγους του Αινεσιδήμου χρήσιμους, με ορισμένες βέβαια επιφυλάξεις, για όσους επιδίδονται σε διαλεκτικές σπουδές (Β.Ν. Τατάκη, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, εκδ. Εταιρίας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1977, σ. 133). «Στον Μέγα Φώτιο οφείλουμε ότι έχουμε σήμερα  γνώση για  τον Κτησία, Κόνωνα, Μέμνονα και των χαμένων βιβλίων του Διόδωρου. Τα απανθίσματα  του Φώτιου από κάθε έργο ποικίλουν σε εύρος, από μερικές σειρές ώς και 75 σελίδες» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Η', σ. 240).

-«Η συμβολή του Λέοντα Μαθηματικού στη διάσωση της χειρόγραφης παράδοσης των έργων του Ευκλείδη τεκμηριώνεται αδιαμφισβήτητα από το αρχαιότερο χειρόγραφο των Στοιχείων του Ευκλείδη που σώζεται σήμερα. Πρόκειται για το χειρόγραφο που έγινε το Σεπτέμβριο του έτους 888 στο αντιγραφικό εργαστήριο του λογίου επισκόπου Καισαρείας Αρεθά (που ήταν μαθητής του Λέοντα στη σχολή της Μαγναύρας). Το χειρόγραφο αυτό περιλαμβάνει (στο φύλλο 120) ένα σχόλιο του Λέοντα στο έκτο βιβλίο των Στοιχείων του Ευκλείδη που αναφέρεται στηνπρόσθεση και την αφαίρεση των κλασμάτων. Το σχόλιο αυτό αποτελεί (όπως διαπιστώνει ο Ρώσος ιστορικός της μαθηματικής επιστήμης Jushkevich) ένα σημαντικό βήμα προόδου στην εξέλιξη του αλγεβρικού τομέα των μαθηματικών, καθιστώντας την περίπλοκη διδασκαλία των Αλεξανδρινών μαθηματικών του 3ου μ.Χ. αιώνα (ιδιαίτερα του Διόφαντου) πιο εύληπτη. Όπως τεκμηριώνουν οι πηγές, η συμβολή στην εξέλιξη της άλγεβρας και οι καρποί της μελέτης του Λέοντα του Μαθηματικού θα γίνουν κτήμα, στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 9ου αιώνα, των Αράβων μαθηματικών στο χαλιφάτο της Βαγδάτης και θα αποτελέσουν τις απαρχές της σύγχρονης μαθηματικής επιστήμης κατά τα τέλη του 16ου-αρχές του 17ου αιώνα» (Φαίδων Μαλιγκούδη, καθ. Ιστορίας ΑΠΘ, Ε-Ιστορικά, τ.122). Ο Λέοντας φρόντισε και για την συλλογή και έκδοση έργων του Αρχιμήδη, του Απολλώνιου του Περγαίου, του Διόφαντου και του Πτολεμαίου.

- «Ο αρχιεπίσκοπος Καισαρείας Αρέθας (γεννήθηκε στα 850-860), εκτος από την έκδοση των περισσότερων πλατωνικών διαλόγων, εμπλουτισμένων με σχόλια και εισαγωγές για την πλατωνική φιλοσοφία, εξέδωσε επίσης τις Κατηγορίες και μερικά άλλα έργα του Αριστοτέλη. Επί πλέον, αντέγραψε μεταξύ των άλλων, έργα του Ευκλείδη, του Λουκιανού, του Δίωνος Χρυσοστόμου, του Αιλίου Αριστείδη, του Παυσανία, το Εις Εαυτόν του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου, το Λεξικόν του Πολυδεύκη και τον Βίον Απολλωνίου του Φιλοστράτου» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Η', σ. 241). «Ο Αρέθας είναι οπωσδήποτε άξιος της ευγνωμοσύνης μας.(...) Στον Αρέθα οφείλουμε το ότι μπορούμε ακόμη να διαβάζουμε» (Paul Lemerle, Le premier humanisme byzantine, Paris 1971, σ. 231 και 238) Ο Αρέθας, σ’ επιστολή του λέει «Ἐγὼ πολλάκις ἐθαύμαζον τὸν Ὅμηρον ἐπερχόμενος, καὶ κατ’ ἐμαυτὸν τὴν διάνοιαν ἔστρεφον... Ἐραστὴς γὰρ τέως διάπυρος Ἀριστοτέλους ὢν καὶ τῶν ἐκείνου λόγων θερμός τις ἀκριβαστής,..». 

- Ο Ιρλανδός Εριγένης Ιωάννης ο Σκότος (απεβ. 877), μετέφρασε έργα που στάλθηκαν από τους Ρωμηούς Αυτοκράτορες στους Φράγκους βασιλείς (F.B. Artz, The Mind of the Middle Ages, Univ. of Chicago: 1980., p.196-197). Οι Ρωμηοί Αυτοκράτορες επίσης έστειλαν στον Καρλομάγνο αντίγραφα βιβλίων για να εμπλουτίσει την βιβλιοθήκη του στο Άαχεν.

-τον 10ο αι. ο Ρωμηός Βυζαντινός λόγιος Κωνσταντίνος Κεφαλάς συνέταξε 17 αιώνων επιγραμματική ελληνική ποίηση, τρεις χιλιάδες εφτακόσια (3.700) ποιήματα, γύρω στους είκοσι τρεις χιλιάδες (23.000) στίχους από τον 7ο π.Χ. ώς τον 10ο μ.Χ. αι. (την εποχή του), επιτύμβια, ερωτικά, αναθεματικά, σατυρικά, βακχικά, επιδεικτικά, σκωπτικά, εγκωμιαστικά, χριστιανικά (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Η', σ. 239). Η Ανθολογία αυτή, που εμπλουτίστηκε από τον Ρωμηό βυζαντινό λόγιο  Πλανούδη τον 13ο αι., είναι σήμερα γνωστή ως Παλατινή Ανθολογία.

-Τον 10ο αιώνα γράφεται και το εγκυκλοπαιδικό λεξικό της Σούδας ή Σουΐδας, που περιλαμβάνει πλούσιο υλικό ιστορικών γνώσεων, κυρίως για Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς, καθώς και αποσπάσματα από τα έργα πολλών Ελλήνων συγγραφέων˙ το λεξικό αυτό ακόμα και σήμερα έχει μεγάλη αξία καθώς αναφέρεται και έχει πηγές από χαμένα σήμερα έργα της αρχαιότητας, τα οποία σώζονταν κατά την βυζαντινή εποχή (10ος αι.).

-«Με το έργο Τετράβιβλος ή Σύνταγμα των τεσσάρων μαθημάτων ο Ρωμηός λόγιος Γεώργιος Παχυμέρης (14ος αι.) διέσωσε την αρχαία παράδοση των φυσικομαθηματικών επιστημών και συνετέλεσε στην ανανέωση του ενδιαφέροντος για τις θετικές επιστήμες. Είναι δημοσιευμένο από τον P. Tannery, Quatrivium de Georges Pachymere, Citta del Vaticano, 1940» (Στέλιου Λαμπάκη, ερευνητή Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ε-Ιστορικά, τ. 187).

-«Από τα τέλη του 4ου αι. έχουμε μαρτυρία του Θεοδοσιανού Κώδικα (διορισμός 7 αντιγραφέων στην αυτοκρατορική βιβλιοθήκη) για ύπαρξη αυτοκρατορικής βιβλιοθήκης, η οποία ήταν ένα βιβλιογραφικό εργαστήριο. Ακόμα και πριν την Άλωση (μαρτυρία του 1437) η βιβλιοθήκη αυτή λειτουργούσε» (Herbert Hunger, Ο κόσμος του βυζαντινού βιβλίου, εκδ. Καρδαμίτσας, σ. 176).

Όπως βλέπουμε, τουλάχιστον από τον 2ο αι. και μετά οι Χριστιανοί αδιάλλειπτα ανά τους αιώνες συγκέντρωναν, αντέγραφαν, και διέδιδαν κλασσικά κείμενα, αντίθετα από αυτά που ισχυρίζονται Νεοπαγανιστές και «αρχαιολάτρες» βάσει μεμονωμένων γεγονότων.

 

21b ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΗΘΕΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΑΡΑΒΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΡΩΜΗΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

            Jacques Bompaire, καθηγητής του Πανεπιστημίου Paris IV-Sorbonne: «Τα έργα της αρχαίας Ελλάδας, η παράδοση των αρχαίων Ελλήνων διασώθηκαν και έφτασαν ώς τη νεώτερη Ευρώπη, την Ευρώπη της Αναγέννησης, βασικά μέσω του Βυζαντίου. Αυτό οφείλεται κατά πολύ στη γλωσσική συνέχεια, αλλά και στην αδιάλλειπτη δράση των αντιγραφέων, βιβλοθηκαρίων, φιλολόγων και συγγραφέων του Βυζαντίου. Χωρίς αυτούς δε θα μας είχαν απομείνει παρά ίχνη ελάχιστα μιας απέραντης κληρονομιάς. Χάρη σ’ αυτούς μάς έμειναν πολλά. Δεν ξεχνώ πως υπήρξαν κι άλλοι ενδιάμεσοι, κυρίως οι μωαμεθανοί λόγιοι που μετέφρασαν Αριστοτέλη, Γαληνό, ή Πτολεμαίο, κι έκαναν έτσι να φτάσουν ώς τη Δύση κάποια σημαντικά κείμενα, που μόνο απ΄τις μεταφράσεις τους είναι γνωστά. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τους Σύριους, τους Ιρανούς, όπως και για τους Αρμένιους και τους Γεωργιανούς λογίους. Αλλά ο ρόλος όλων αυτών δεν συγκρίνεται κατά κανένα τρόπο με το ρόλο των Ελλήνων του Βυζαντίου» (Βυζάντιο και Ευρώπη, Συμπόσιο, Παρίσι, Maison de l' Europe, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σ. 27).

Όπως και να έχει, το πράγμα είναι φυσιολογικά αυτό: Οι Άραβες κατακτούν την Ανατολική Μεσόγειο στα μέσα του 7ου αι.. Ώς τότε, από τον 4ο αιώνα, κυριαρχούσαν οι Χριστιανοί Ρωμηοί. Οι Χριστιανοί προηγήθηκαν κατά τρεις ολόκληρους αιώνες των Αράβων˙ συνεπώς, ό,τι αντέγραψαν οι Άραβες, καθώς και όλα όσα οι Άραβες βρήκαν και ανέγνωσαν ήταν από αντίγραφα που οι Χριστιανοί είτε αντέγραψαν και συντήρησαν πιο πριν είτε απλώς τα άφησαν να υπάρχουν. Αν π.χ. στο διάστημα μεταξύ τέταρτου και εβδόμου αιώνα οι Χριστιανοί καίγανε όλα τα βιβλία που υπήρχαν στην ανατολική Μεσόγειο, οι Άραβες δεν θα είχαν τίποτε να αντιγράψουν, διότι απλούστατα δεν θα έβρισκαν τίποτε στις χώρες που κατέκτησαν! Ό,τι αρχαίο κείμενο είχαν οι Άραβες, προέρχεται από Χριστιανό αντεγραφέα και συλλέκτη.

Αλλά και οι λίγες περιπτώσεις, όπου έχουμε μόνο αραβικά αντίγραφα των αρχαίων συγγραμμάτων, κι όχι ελληνικά ορθόδοξα, εξηγούνται εύκολα. Τα συγκεκριμένα χειρόγραφα, βρίσκονταν τον 7ο αιώνα μόνο στις περιοχές, τις οποίες κατέκτησαν οι Άραβες. Εφόσον δεν υπήρχαν αντίγραφα αυτών των αρχαίων έργων στην ελεύθερη περιοχή της Ρωμανίας, είναι φυσικό, ότι οι Άραβες ήταν οι μόνοι που τα κατείχαν: έτσι, τα μετέφρασαν στα αραβικά – αφού σταδιακά απαγόρευσαν την ελληνική και δεν εξελληνίστηκαν οι ίδιοι – οπότε σήμερα υπάρχει μόνο το αραβικό αντίγραφο. Έτυχε απλώς τα συγγράμματα αυτά να υπάρχουν τη στιγμή της αραβικής κατάκτησης, μόνο σε περιοχές που κατέλαβαν οι Άραβες. Ή πάλι, μπορεί μεν κάποια συγγράμματα να ήταν στα χέρια τόσο των Αράβων όσω και των Ρωμηών, αλλά λόγω των καταστροφών της Ρωμανίας, να καταστράφικαν τα ελληνικά συγράμματα και να διεσώθη μόνο η αραβική μετάφραση. Δεν οφείλεται, δηλαδή, η ύπαρξη αποκλειστικά αραβικών αντίγραφων ορισμένων αρχαίων έργων, σε ενδιαφέρον των Αράβων και αδιαφορία των Ρωμηών.

Ο P. Lemerle γράφει για την περίπτωση οι Βυζαντινοί να πήραν ελληνικά βιβλία από τους Άραβες (ναι, έχει ειπωθεί κι αυτό!): «με τις σημερινές  γνώσεις μας μας, νομίζω ότι πρέπει να απορρίψουμε χωρίς δισταγμό την υπόθεση – a priori ήδη ελάχιστα αληθοφανή – ότι η διατήρηση στο γειτονικό Ισλάμ κάποιας ελληνικής παράδοσης και ελληνικών χειρογράφων προκάλεσε στο Βυζάντιο ένα είδος  αναγέννησης. (...) Η Βαγδάτη μπορεί να προμηθεύτηκε μερικά κείμενα από το Βυζάντιο, (...) δεν έχουμε όμως παραδείγματα χειρογράφων που πήγαν στη βυζαντινή αυτοκρατορία από το χαλιφάτο. Με άλλα λόγια, αυτή την εποχή διαπιστώνεται μια φανερή επίδραση του αρχαίου ελληνισμού στον ισλαμισμό, αλλά δεν έχουμε κανένα σημάδι έμμεσης μετάδοσης του αρχαίου ελληνισμού στον μεσαιωνικό, βυζαντινό ελληνισμό με τη μεσολάβηση του Ισλαμ. (...) Είναι λοιπόν βέβαιο, και αυτό ακριβώς έχει σημασία για μας, ότι ο Φώτιος προμηθεύτηκε σε βυζαντινό έδαφος και διάβασε στην Κωνσταντινούπολη τα ελληνικά βιβλία που αναλύει στη Βιβλιοθήκη του. Μήπως επίσης στην Κωνσταντινούπολη ενημέρωσε, με τη βοήθεια κάποιου γραμματέα, και τη συλλογή του; Είναι πιθανό» (P. Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 29, 34, 45).

Όπως και να ‘χει, το να ισχυρίζονται οι Παγανιστές εθνικιστές, ότι οι μη ελληνόφωνοι Άραβες διέσωσαν τα ελληνικά γραπτά καλύτερα από τους ελληνόφωνους είναι τόσο αφελές, όσο να πιστεύαμε ότι τα αγγλικά κείμενα διασώζονται και διατηρούνται καλύτερα από έναν τουρκόφωνο ή σλαβόφωνο λαό παρά από έναν αγγλόφωνο λαό.

«Χωρίς το Βυζάντιο, λέει ο Gelzer (Byz. Kulturgeschichte 17), οι Άραβες θα έμεναν σχεδόν βάρβαροι, όπως ήταν στην εποχή του Μωάμεθ. Βρήκαν όμως στην Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια και την Εδεσσα τα ελληνικά βιβλία» (Β.Ν. Τατάκη, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, εκδ. Εταιρίας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1977, σ. 103). 

«Τουλάχιστον το 75% των γνωστών σήμερα Αρχαίων Έλληνων κλασσικών μάς έγιναν γνωστοί μέσω Βυζαντινών χειρογράφων» (Michael H. Harris, History of Libraries in the Western World, Scarecrow:1995., p. 77).

«Ενώ η αναγέννηση του ελληνισμού στο Βυζάντιο αγκαλιάζει, προοδευτικά και λίγο πολύ γρήγορα, όλους τους τομείς των αρχαίων γραμμάτω – στους οποίους περιλαμβάνονται και η ποίηση, το θέατρο, η ρητορική, η ιστορία κτλ. – , το Ισλάμ ενδιαφέρθηκε μόνο για τις θετικές επιστήμες και για τη φιλοσοφία, και μάλιστα όχι για όλη τη φιλοσοφία, παρά μόνο για την αριστοτελική λογική και για μερικές πλευρές λίγο πολύ παραμορφωμένες του νεοπλατωνισμού. Το Ισλάμ έμεινε έτσι έξω από τον πνευματικό και τον καλλιτεχνικό κόσμο των Ελλήνων» (P. Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 35).

Συνεπώς, αστείες  και αντεπιστημονικές απόψεις του τύπου «Οι Χριστιανοί εξαφάνισαν το 99% των αρχαίων βιβλίων» ή ότι «οι Άραβες κι όχι οι Βυζαντινοί διέσωσαν κατά κύριο λόγο τα αρχαία ελληνικά κείμενα» υποστηρίζονται μόνο από αυτούς που είναι 99 φορές προκατειλλημένοι και μια φορά αντικειμενικοί.

 

 

 22. "Οι Χριστιανοί απαγόρευσαν τους Ολυμπιακούς αγώνες. Έφεραν το σκοταδισμό, με το να δαιμονοποιήσουν τον αθλητισμό και το ολυμπιακό πνεύμα".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Κάποιοι μας λένε για το Ολυμπιακό ιδεώδες, που διέκοψαν οι κακοί Χριστιανοί. Όμως η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Το λεγόμενο αρχαίο ολυμπιακό πνεύμα της άμιλλας και του ευγενούς συναγωνισμού ίσως να υπήρχε τους πρώτους δύο-τρείς αιώνες, αλλά στη συνέχεια οι Ολυμπιακοί εκφυλίστηκαν τόσο, ώστε η αναφορά σε μια αρχαία κλασσική εποχή, όπου ο αθλητισμός ήταν τάχα απαλλαγμένος από τα άσχημα του σημερινού επαγγελματικοποιημένου αθλητισμού, είναι τόσο αναληθής, ώστε καταντάει γκαιμπελική προπαγάνδα. Έτσι λοιπόν, χωρίς να είμαστε αντίθετοι με το αρχαϊκό (8ος – 6ος π.Χ. αι.) πνεύμα και χωρίς να καίμε «τα χλωρά με τα ξηρά», παραθέτουμε στοιχεία για την πραγματική εικόνα του αρχαίου ελληνικού αθλητισμού, η οποία φυσικά ήταν η κυρίαρχη για το μεγαλύτερο διάστημα της αρχαιότητας, μετά τον 5ο π.Χ. αι. και όσο περνούσε ο χρόνος χειροτέρευε:

 

22a ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΚΑΙ ΛΟΓΙΟΙ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ

Οι Φιλόσοφοι, κατέκριναν πολλά πράγματα σχετικά με τον αθλητισμό, την δόξα των αθλητών και την σημασία της σωματικής δύναμης.

6ος π.Χ. αι.

Ο φιλόσοφος Ξενοφάνης (στα 525 π.Χ.), στο 2ο διασωθέν απόσπασμα γράφει: «Όταν κάποιος κερδίζει τη νίκη στην Ολυμπία, στο ιερό του Δία, εκεί όπου κυλάει ο ποταμός Πίσος, στο τρέξιμο ή στο πένταθλο ή στην πάλη ή στην πυγμαχία ή στο φοβερό άθλημα που λέγεται παγκράτιο, τότε όλοι στην πόλη του προσβλέπουν σ’ αυτόν με θαυμασμό˙ αποκτά θέση τιμητική στους αγώνες, σιτίζεται με δημόσια δαπάνη και παίρνει ένα πολύτιμο δώρο. (...) Το έθιμο να θεωρείται η δύναμη ανώτερη από τη σοφία, δεν είναι σωστό ούτε δίκαιο. Διότι η πόλη δεν γίνεται ούτε στο ελάχιστο πιο καλοκυβερνημένη, αν έχει ανάμεσα στις τάξεις της έναν καλό πυγμάχο ή έναν πενταθλητή ή έναν παλαιστή ή ένα γρήγορο δρομέα, έστω κι αν το τρέξιμο είναι το πιο ένδοξο άθλημα στους αγώνες. Μικρή είναι η χαρά και το κέρδος για την πόλη, αν κάποιος αθλητής της πάρει τη νίκη δίπλα στις όχθες του Πίσου˙ γιατί τέτοια πράγματα δεν γεμίζουν τις αποθήκες της».

6ος – 5ος π.Χ. αι.

Ο Σόλων περιόρισε τις τιμές που δίνονταν στους αθλητές (Διογένης Λαέρτιος, I, 55) και δεν έδωσε σ’ αυτούς μεγάλη σημασία, διότι όταν προπονούνται είναι πολυδάπανοι κι όταν νικάν είναι επιζήμιοι (Διογένης Λαέρτιος, I, 56). Ο Διόδωρος Σικελιώτης λέει ότι ο Σόλων πίστευε πως οι πυγμάχοι, οι δρομείς κι οι άλλοι αθλητές τίποτε αξιόλογο δεν προσφέρουν για τη σωτηρία της πόλης (Βίβλος Ένατη 25).

5ος π.Χ. αι.

Ο Ευριπίδης στο έργο του Αυτόλυκος, 284, περί το 420 π.Χ. λέει: «Από τα χίλια μύρια κακά που υπάρχουν στην Ελλάδα, δεν υπάρχει χειρότερο από τη φάρα των αθλητών. Πρώτα πρώτα, αυτοί είναι ανίκανοι να ζουν ή να μάθουν να ζουν ορθά. (..) Επιπλέον, οι αθλητές δεν μπορούν να αντέξουν τη φτώχεια ούτε να κουμαντάρουν τις τύχες τους.(..) Γι’ αυτό το πράγμα κατηγορώ τη συνήθεια των Ελλήνων, που μαζεύονται για να βλέπουν τους αθλητές και έτσι τιμούν ανώφελες απολαύσεις μόνο και μόνο για να εξασφαλίσουν το φαΐ. Ποιος άνδρας υπερασπίστηκε ποτέ την πόλη των γονέων του, κερδίζοντας ένα στεφάνι επειδή πάλαιψε καλά ή επειδή έτρεξε γρήγορα ή επειδή πέταξε ένα δίσκο μακριά ή επειδή έδωσε μια καλή γροθιά στο στομάχι του αντιπάλου του; Μήπως οι άνθρωποι πολεμούν τους εχθρούς και τους διώχνουν από την πατρώα γη κρατώντας δίσκους στα χέρια ή δίνοντας γροθιές ανάμεσα απ’ τις ασπίδες; Κανένας δεν είναι τόσο κουτός, ώστε να κάνει κάτι τέτοιο όταν βρίσκεται απέναντι στο σίδερο του εχθρού. Πρέπει να στεφανώνουμε τους καλούς και μυαλωμένους ανθρώπους και τους σώφρονες που καθοδηγούν καλά την πόλη, και τους δίκαιους, και εκείνους που μας κάνουν με τα λόγια να αποφεύγουμε κακές πράξεις και μάχες και εμφύλιες έριδες».

 4ος π.Χ. αι.

Ο Διογένης ο Κυνικός, σύμφωνα με τον Δίωνα τον Χρυσόστομο (Διογένης ή Περί αρετής και Διογένης ή Ισθμικός), κάποτε πήγε στα Ίσμια και φόρεσε μόνος του στεφάνι «πίτυος», πεύκου δηλαδή από κείνο με το οποίο στεφανώνονταν οι νικητές των Ισθμίων. Οι Κορίνθιοι έστειλαν υπηρέτες διατάσσοντάς τον να το αποθέσει και να μην κάνει τίποτε παράνομο. Γιατί είναι παράνομο, τους ρώτησε, να στεφανώνεται αυτός και δεν είναι να στεφανώνονται άλλοι; Επειδή δεν νίκησες, Διογένη, του απαντούν. Μα εγώ, είπε, νίκησα πολλούς ανταγωνιστές και μεγάλους, όχι τέτοιους σαν τα ανδράποδα που παλεύουν τώρα εδώ και δισκοβολούν και τρέχουν, αλλά πολύ χαλεπότερους: την πενία και την αδοξία, την οργή και τη λύπη, την επιθυμία και τον φόβο και «το πάντων αμαχώτατον θηρίον», την ηδονή. Είναι άτοπο, λοιπόν, να πάρουν το στεφάνι και να το δώσουν στον γεμάτο με περισσότερο κρέας (εννοεί από τους σωματώδεις αθλητές τής παλαίστρας), ενώ φέροντάς το ο ίδιος καθιστά ενδοξότερα τα Ίσθμια.

Είδε στη συνέχεια κάποιον να βγαίνει από το στάδιο υψωμένος στα χέρια του πλήθους και να τον ακολουθούν άλλοι που βοούσαν, πηδούσαν από χαρά και ύψωναν τα χέρια στον ουρανό, ενώ άλλοι του έβαζαν στεφάνια και ταινίες. Κατόρθωσε να πλησιάσει και τον ρώτησε τι είναι ο θόρυβος και τι συνέβη. Νίκησα στο στάδιο, Διογένη, απάντησε εκείνος. Και τι μ’ αυτό; ήταν η αντίδραση του φιλοσόφου. Ούτε φρονιμότερος έγινες, ούτε σωφρονέστερος τώρα από όσο πριν, ούτε λιγότερο δειλός, ούτε λιγότερων πραγμάτων θα έχεις ανάγκη του λοιπού, ούτε με λιγότερη λύπη θα ζήσεις στο μέλλον. Σύμφωνοι, απάντησε ο αθλητής, αλλά είμαι ο ταχύτερος όλων των Ελλήνων. Και δεν ξέρεις, του λέει, ότι η ταχύτητα είναι σημείο δειλίας; Ο Ηρακλής ήταν βραδύτερος από πολλούς, είχε όμως τόξα εναντίον όσων έφευγαν. Η συζήτηση τράβηξε σε μάκρος κι έκανε πολλούς από τους παρόντες να προβληματιστούν για την αξία τής νίκης και τον αθλητή να φύγει λυπημένος και πιο ταπεινός.

Στο μεταξύ, είδε δύο άλογα δεμένα κοντά να αντιμάχονται αλληλολακτιζόμενα και πολύν όχλο συγκεντρωμένο να βλέπει το θέαμα, ωσότου το ένα από αυτά απέκαμε, έσπασε το σκοινί και έφυγε. Πλησίασε τότε και στεφάνωσε αυτό που έμεινε, ανακηρύσσοντάς το Ισθμιονίκη, οπότε ξέσπασαν σε γέλιο και θορυβούσαν οι πάντες εντυπωσιασμένοι από τον φιλόσοφο, ενώ πολλοί εκδήλωναν κάποια καταφρόνηση προς τους αθλητές.

Ο Ισοκράτης (Πανηγυρικός 2) λέει «(...) γιατί οι αθλητές, επιτέλους, και διπλάσια δύναμη αν αποκτήσουν, είναι για τον κόσμο ανώφελοι. Απεναντίας, ένας και μόνο άνθρωπος με φωτισμένο πνεύμα μπορεί ν’ αποβεί χρήσιμος σε όλους».

Ο Πλάτωνας κατακρίνει την δίαιτα των αθλητών του 5ου – 4ου αι., η οποία του φαίνεται υπαίτια για την καχεκτικότητά τους:

 «-Θα τους ταίριαζε λοιπόν τάχα η δίαιτα αυτών των συνηθισμένων αθλητών;

-Ίσως.

-Ναι, μα είναι κάπως υπνιάρικη αυτή, και δεν τους εξασφαλίζει αρκετά σταθερή υγεία. Ή δεν βλέπεις πως κοιμούνται όλη τους τη ζωή κι αν βγούνε λιγάκι έξω από την ωρισμένη τους δίαιτα, προσβάλλονται από μεγάλες και σοβαρές αρρώστειες οι αθληταί;» (Πολιτεία 404a)

            Ο Αριστοτέλης επίσης ισχυρίζεται ότι αρκεί η απλή άσκηση κι όχι βίαιος αθλητισμός (Ηθικά Νικομάχεια, 1220b).

1ος μ.Χ. αι.

«Για να δείτε αθλητές να σκοτώνονται ή να χτυπιούνται κάνετε τόσο δρόμο ώς την Ολυμπία;» (Επίκτητος, Διατριβαί, 3, 22, 58).

            «Σκέφτομαι το πλήθος εκείνων που γυμνάζουν το σώμα τους, και πόσοι λίγοι είναι εκείνοι που εξασκούν το πνεύμα τους. Πόσοι άνθρωποι που μετέχουν σε μια γελοία εκδήλωση θεάματος και σε γελοίους αγώνες, ενώ στις τέχνες και στις επιστήμες επικρατεί ερημιά. Και πόσοι είναι οι ηλίθιοι που θαυμάζονται για τους μύες και τις φαρδιές πλάτες» (Σένεκας Epistulae 86,2).

 2ος μ.Χ. αι.

«Γιατί και στο δόλιχο θα νικήσει το άλογο και στον αγώνα δρόμου ενός σταδίου ο λαγός θα κερδίσει και στον δίαυλο το ζαρκάδι θα έρθει πρώτο. Από τους ανθρώπους κανείς δεν είναι αξιόλογος στο τρέξιμο, άθλιοι άνθρωποι που ασχολείστε με μάταια. Αλλά ούτε και κανένα απ’ τα παιδιά του Ηρακλή δε θα φαινόταν πιο δυνατό από έναν ελέφαντα ή ένα λιοντάρι. Πιστεύω ότι και ο ταύρος θα πάρει το στεφάνι της νίκης. Αλλά κι αν κανείς θέλει να συναγωνιστεί στο λάκτισμα, ο γάιδαρος θα κερδίσει το στεφάνι της νίκης. Αλλά στην ιστορία του παλαιού αγώνα θα γραφτεί ότι στο παγκράτιο κάποτε ο Ογκιστής [=Γκαριστής] νίκησε κάποιον άνδρα. Και νίκησε κατά την εικοστή πρώτη Ολυμπιάδα» (Γαληνός, Προτρεπτικός εις τέχνας, 13).

 Κατά τον Γαληνό (Προτρεπτικός επί τας τέχνας 9-14), ο αθλητισμός καλλιεργούσε την απάτη. Η σκληρή άσκηση τού σώματος δεν καθιστούσε τους ανθρώπους ισχυρότερους από τα πλάσματα τού ζωϊκού κόσμου, ενώ θα έπρεπε να τιμώνται για τις επιτυχίες τους στον πολιτισμό τών τεχνών. «Των ανθρώπων γαρ αρίστους θεία αξιωθήναι τιμή, ουχ ότι καλώς έδρασαν εν τοις αγώσιν, αλλά δια την από τών τεχνών ευεργεσίαν». Όλα τα φυσικά αγαθά είναι ή πνευματικά ή σωματικά. Δεν υπάρχει άλλη κατηγορία αγαθών. Τέτοια αγαθά δεν ονειρεύονται ποτέ οι αθλητές. Δεν έχουν λογική. Συσσωρεύουν διαρκώς σάρκες και αίμα και κρατούν το πνεύμα νεκρό όπως τα ζώα. «Σαρκών γαρ αεί και αίματος αθροίζοντες πλήθος, ως εν βορβόρω πολλώ την ψυχήν εαυτών έχουσιν κατασβεσμένην, ουδέν ακριβώς νοήσαι δυναμένην, αλλ' άνουν, ομοίως τοις αλόγοις ζώοις». Ο Γαληνός θυμίζει τα λόγια τού Ιπποκράτη, ότι «Υγεία σημαίνει ελεγχόμενη τροφή και εργασία. Χρειάζεται παντού μέτρο", και λέει ότι αντιθέτως, δεν υπάρχει πιο ανασφαλής κατάσταση από την υγεία τών αθλητών. «πᾶν γάρ, φηςί, τὸ πολὺ τῇ φύσει πολέμιον». Ο Γαληνός παρομοιάζει το βίο τών αθλητών αυτών με γουρουνιών, με τη διαφορά ότι τα γουρούνια, δεν κοπιάζουν, ούτε τρώνε με το ζόρι. «ώστε εοικέναι τον βίον αυτών υών διαγωγή». Ο Γαληνός καταλήγει να θεωρεί ότι οι λέξεις «αθλητής» και «άθλος» έχουν κοινή ρίζα το «άθλιος» (Προτρεπτικός επί τας τέχνας, 11)!

Ο Πλούταρχος υποστηρίζει πως ως αιτία της υποδούλωσης των Ελλήνων οι Ρωμαίοι θεωρούν «τὰ γυμνάσια καὶ τὰς παλαίστρας, [...] ὑφ’ ὧν ἔλαθον ἐκρυέντες τῶν ὅπλων (εξαιτίας των οποίων παράτησαν τα όπλα) καὶ ἀγαπήσαντες ἀνθ’ ὁπλιτῶν καὶ ἱππέων ἀγαθῶν εὐτράπελοι καὶ παλαστρῖται καλοὶ λέγεσθαι» (Ηθικά, 274d).

3ος μ.Χ. αι.

Για να εξασφαλίσουν τρυφηλό βίο οι επαγγελματίες αθλητές δεν δίσταζαν μπροστά σε κάθε λογής παρανομίες και ατιμωτικές πράξεις. Πουλούσαν και αγόραζαν τις νίκες στην Ολυμπία. «πωλείν τε και ωνείσθαι τα νίκας». Άλλοι για να εισπράξουν χρήματα και άλλοι για να αποφύγουν τις επικίνδυνες συγκρούσεις. Στις συναλαγές αυτές πρωτοστατούσαν οι γυμναστές που ενδιαφέρονταν για το προσωπικό τους κέρδος «προνοούντες τού εαυτών κέρδους» (Φιλόστρατου, Γυμναστικός, 43).

4ος μ.Χ. αι.

Ο Λιβάνιος καταδικάζει την πάλη και το παγκράτιον που προκαλούσαν συχνά συντριβή οστών και εξόρυξη οφθαλμών, και γενικά τους αθλητές, την αγριότητα που καλλιεργούσαν και την τάση προς τη βία που ενθουσίαζε τους θεατές των αγωνισμάτων (Ομιλία 64, 119). Μεγάλο ψέμμα λοιπόν η άποψη ότι τον 4ο αιώνα υπήρχαν απ’ τη μια οι κακοί Χριστιανοί εχθροί του αθλητισμού και απ’ την άλλη οι καλοί «ελληνίζοντες» φίλοι του αθλητισμού! Οι αρχαιολάτρες που διαδίδουν αυτούς τους ισχυρισμούς θα έπρεπε να ντρέπονται.

Βλέπουμε πως οι Αρχαίοι φιλόσοφοι δυσπιστούσαν στην αξία του αθλητικού ιδεώδους, όχι μόνο όταν ο αθλητισμός είχε εκφυλιστεί κατά την Ρωμαιοκρατία, αλλά ήδη από τον έκτο και τον πέμπτο αιώνα. Για τους Νεοπαγανιστές, είναι «οι Μεγάλοι Πολυθεϊστές ΜΑΣ Έλληνες Φιλόσοφοι». Αν τις απόψεις αυτές των φιλοσόφων τις επανελάμβαναν οι Πατέρες τις Εκκλλησίας, τότε θα έδιναν ακόμη μια απόδειξη του ανθελληνισμού τους!

 

22b ΑΡΧΑΙΟ ΝΤΟΠΙΝΓΚ ΑΘΑΝΑΤΟ

 (οι παρακάτω πληροφορίες είναι από το  βιβλίο «Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αρχαία Ελλάδα / Οι αθέατες πλευρές», Ελένης Νικολαΐδου και κ. Χρ. Κάτσικα, εκδόσεις Σαββάλας.)

- Οι γνωστοί «παιδοτρίβαι» και οι «διαιτητικές συνταγές» τους θεωρούνταν απαραίτητα βοηθήματα των αθλητών. Ειδικές δίαιτες είχαν προταθεί για τους ασκούμενους, όπως π.χ. η κατανάλωση πολλών σύκων, φρούτων με μεγάλη συγκέντρωση σακχάρου που παρέχει ενέργεια.

- Τον 6ο  π.Χ. αιώνα οι αθλητές προσπαθούσαν να βελτιώσουν την απόδοσή τους τρώγοντας διάφορα είδη κρέατος. Αναφέρεται ότι οι άλτες χρησιμοποιούσαν κρέας κατσίκας, οι παλαιστές, οι σφαιροβόλοι και οι ακοντιστές κρέας ταύρου αναμεμειγμένο με χοιρινό λίπος κτλ. (δηλαδή, πλημμύρα ζωικών πρωτεϊνών).

- Οι αθλητές έτρωγαν επίσης ολόκληρα τα κοκόρια που νικούσαν σε αγώνες σε μια προσπάθεια λήψης της άφθονης τεστοστερόνης του νικητή κόκορα.

- Ο Αριστοτέλης περιγράφει την παραμόρφωση του προσώπου των αθλητών, οι οποίοι μοιάζουν πλέον με ζώα, λόγω της ειδικής δίαιτας στην οποία υποβάλλονταν για αύξηση της μυϊκής τους μάζας.

- Ο Φιλόστρατος (2ος π.Χ. αι.) στο έργο του Περί γυμναστικής, αφού παραδέχεται ότι οι γιατροί βοηθούσαν σημαντικά την προετοιμασία των αθλητών, μας πληροφορεί ότι οι μάγειροι παρασκευάζουν για τους αθλητές ψωμί καρυκευμένο με χυμό μήκωνος της υπνοφόρου (φυτό από το οποίο παράγεται το όπιο).

Τι σχέση έχουν αυτά με το υποτιθέμενο ερασιτεχνικό πνεύμα της άμιλλας;

 

22c ΜΕΓΑΛΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΖΑΡΙ

Οι ύμνοι τού Πινδάρου προς τους νικητές των Ολυμπιακών αγώνων αποτελούσαν όλοι προϊόν εξαγοράς. Όσοι ατυχούσαν στους Ολυμπιακούς και άλλους αγώνες, γύριζαν στην πατρίδα τους εξευτελισμένοι και περιφρονημένοι. Κρύβονταν σε στενά δρομάκια για να αποφύγουν τους εχθρούς τους χάριν τής αποτυχίας τους. «κατά λαύρας δ' εχθρών απάοροι πτώσσοντι, συμφορά δεδαγμένοι» (Πυθιονίκες 8). Ο Πίνδαρος, χάριν αδρής χρηματικής αμοιβής, δοξολογεί ακόμα και τυράνους όπως τον Ιέρωνα τών Συρακουσών και τον Θήρωνα τού Ακράγαντος, που νίκησαν με εξαγορά τών αγώνων πληρώνοντας τους αντιπάλους τους αλλά και τους ελλανοδίκες. Το 488 π.Χ. ο Ιέρων «νίκησε» στους ιππικούς αγώνες τών Δελφών και το 476 στην Ολυμπία χωρίς προσωπική ανάμιξη στις αναμετρήσεις, και ο Πίνδαρος τον υμνεί ότι «κορφολογάει τις αρετές» (Ολυμπιονίκες 1, στ. 17-20).

Το 372 π.Χ. (102η Ολυμπιάς), ένας ελλανοδίκης, ο Τρωίλος, έλαβε μέρος σε αρματοδρομία, ενώ απαγορευόταν η συμμετοχή κριτών στους αγώνες (Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις, 6, 1, 51). Φυσικά ανακηρύχθηκε Ολυμπιονίκης, και στήθηκε ανδριάντας του στο Άλτι τής Ολυμπίας. Δύο ελλανοδίκες, μετά από μυστικές συναλαγές, ανακήρυξαν ολυμπιονίκη τον Ευπόλεμο. Όμως έγινε γνωστό, και καταδικάστηκαν σε πρόστιμο από τη Βουλή τών αγώνων σε πρόστιμο (Παυσανία, Ελλάδος περιήγησις, 6, 3, 7). Κατά τον Πλούταρχο (Περί δυσωπίας, 17, 535c) οι ελλανοδίκες χάριζαν στεφάνους νίκης, ύστερα από δωροδοκίες και άλλες ανήθικες συναλλαγές, σε πρόσωπα άσχετα με τις αναμετρήσεις.

Πολλοί αθλητές δωροδοκούσαν τους αντιπάλους τους για να αναδειχθούν ολυμπιονίκες. Το 388 (98η Ολυμπιάς), ο Θεσσαλός πυγμάχος Εύπωλος δωροδόκησε τους τρεις αντιπάλους του (Παυσανία, Ελλάδος Περιηγήσις, 5, 21, 5). Ανάμεσα σε αυτούς «που τα πιάσανε», ήταν και ο νικητής τών προηγουμένων αγώνων.

Τον στέφανο τής νίκης, γράφει ο Φιλόστρατος, μπορεί κανείς ελεύθερα να τον πουλάει και εξίσου ελεύθερα να τον αγοράζει. «στέφος δε Απόλλωνος ή Ποσειδώνος άδεια μεν αποδίδοσθαι, άδεια δε ωνείσθαι» (Φιλόστρατου, Γυμναστικός, 45).

Μπορούμε να αναφέρουμε πολλά ακόμα δείγματα δωροδοκίας μεταξύ αθλητών που έγιναν αντιληπτά ή διασώθηκαν ώς σήμερα. Ας δούμε και μερικά άλλα στοιχεία.

Ας μιλήσουμε τώρα λίγο για αγοραπωλησίες αθλητών:

Ο τύρανος Ιέρων τών Συρακουσών, τέσσερα χρόνια μετά τη νίκη τού Κροτωνιάτη Άστυλου στην Ολυμπία, το 488, τον εξαγόρασε να εμφανισθεί στους επόμενους αγώνες ως Συρακούσιος. Έτσι το 484 νίκησε για τις Συρακούσες. (Παυσανίας, 6,  13, 1). O Κρητικός Σωτάδης νίκησε στον δόλιχο κατά την 99η Ολυπιάδα. Στους επόμενους αγώνες, εξαγοράσθηκε από την Έφεσο με πολλά χρήματα και εμφανίσθηκε στην Ολυμπία ως δικός της αθλητής (Παυσανίας, 6, 18, 6).

Κατά τον Φιλόστρατο οι αθλητές τής εποχής του (3ος  αιώνας μ.Χ.) κολυμπούσαν στην πολυτέλεια και την εξουσία. Δέχονταν δωροδοκίες επειδή χρειάζονταν χρήματα για το σπάταλο βίο τους και άλλοι δωροδοκούσαν συναθλητές τους, επειδή δεν είχαν δυνατότητες να διεκδικήσουν τη νίκη: «οι μεν γαρκαι αποδίδονται την εαυτών εύκλειαν, δι' οίμαι, το πολλών δείσθαι, οι δε ωνούνται το μη ξυν πόνω νικάν δια το αβρώς δαιτάσθαι» (Φιλόστρατου, Γυμναστικός, 45).

 

22d Η ΘΕΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΩΝ

Στον Ακράγαντα η είσοδος του νικητή Εξαίνετου στην πόλη ήταν ιδιαίτερα θεαματική, πάνω σε τέθριππο που το ακολουθούσαν τριακόσιοι από τους πιο επιφανείς πολίτες, ανεβασμένοι σε άρματα τα οποία οδηγούσαν λευκά άλογα.

Οι γενναίες παροχές, η απαλλαγή από τις φορολογικές υποχρεώσεις, η προεδρία στους αγώνες, η δωρεάν ισόβια σίτηση στο Πρυτανείο, το μερίδιο που δικαιούνταν οι Ολυμπιονίκες από τα πολεμικά λάφυρα της πόλης τους, οι τιμητικές διακρίσεις σε καιρό ειρήνης, ήταν αυτά που έπαιρναν ως ανταμοιβή για την «ανιδιοτελή, για έναν κλάδο ελιάς» νίκη τους, προκαλούσαν τη δίκαιη αγανάκτηση των σοφών Ελλήνων.

Στους ανδριάντες των αθλητών απέδιδαν θεϊκές ιδιότητες και ιαματικές ικανότητες, όπως έκαναν οι Θάσιοι στο άγαλμα του Θεαγένους, στο οποίο θυσίαζαν σα σε θεό: «ἤδη καὶ ὁ Πολυδάμαντος τοῦ ἀθλητοῦ ἀνδρειὰς ἰᾶται τοὺς πυρέττοντας ἐν Ὀλυμπίᾳ καὶ ὁ Θεαγένους ἐν Θάσῳ» (Λουκιανού, Θεών εκκληςα, 12).

Ο Ηρόδοτος (5, 47) αναφέρει ότι του Κροτωνιάτη Φιλίππου του Βουτακίδη του έκαναν οι συμπολίτες του ηρώο μετά το θάνατό του και του προσέφεραν θυσίες.

Ο Παυσανίας (3, 15, 7) αναφέρει ότι οι Σπαρτιάτες θεοποίησαν τον Ολυμπιονίκη Ιπποσθένη, κτίζοντάς του ναό και λατρεύοντάς τον ως θεό. Τον 5ο και 6ο αιώνα αναφέρονται πολλές τέτοιες περιπτώσεις – δείγμα της κατάντιας του «αρχαίου ολυμπιακού ιδεώδους», ήδη τρεις-τέσσερις αιώνες πριν τους Λατίνους, πράγμα που καταρρίπτει το γνωστό αρχαιολατρικό παραμύθι περί ακμής και παρακμής.

Το 412 π.Χ., μετά τη νίκη του Εξαίνετου στον αγώνα δρόμου κατά την είσοδό του στον Ακράγαντα, πάνω σε άρμα, τον ακολουθούσαν τριακόσια άρματα, όλα με λευκά άλογα.

            Οι τύραννοι, όπως ο Διονύσιος των Συρακουσών ή ο Ιέρωνας, της ίδιας πόλης εξυμνούνταν από ποιητές-κόλακες, όπως ο Πίνδαρος και ο Βακχυλίδης, οι οποίοι έτσι συνέβαλαν στην διατήρηση της εξουσίας τους και στο θαυμασμό τους από τους άλλους Έλληνες. «Μετά τη νίκη του κραύγαζαν οι θεατές, μακάριος αυτός ο άνδρας. Από τον Δία τούλαχε τρανή εξουσία πάνω στους Έλληνες», γράφει ο Βακχυλίδης για μια νίκη του Ιέρωνα το 468 π.Χ. Ο Πίνδαρος (Ολυμπιονίκες, 3) για τον Ιέρωνα γράφει εκτός άλλων «Βασιλιά λαοπρόβλητο σε βλέπει, περισσότερο από κάθε άλλον, η μοίρα η μεγάλη». Για τον τύραννο Θήρωνα του Ακράγαντα γράφει «Εδώ και εκατό χρόνια αυτή η χώρα δεν γέννησε πιο καλοθέλητο και πιο γενναιόδωρο αρχηγό». Όπως ακριβώς οι σημερινοί τριτοκοσμικοί δικτάτορες επιδιώκουν την υποταγή των υπηκόων τους μέσω εθνικών νικών σε αθλητικούς αγώνες, το ίδιο ακριβώς έπρατταν και οι αρχαίοι τύραννοι της κλασσικής Ελλάδας.

 

22e ΤΟ ΗΘΟΣ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ:

«Ποίηση, τέχνη και παράδοση συνεργάζονται στον αφηρωισμό και στην αποθέωση των αθλητών και ανοίγουν τον δρόμο της εκτροπής από το γνήσιο αθλητικό πνεύμα. Ο απέραντος θαυμασμός προς το πρόσωπο του ολυμπιονίκη και η αίγλη που τον περιβάλλει, οι τιμές, οι διακρίσεις και τα οικονομικά οφέλη που αποκτά, δημιουργούν γρήγορα κρίση στο αθλητικό ήθος. Ο αθέμιτος συναγωνισμός, η δωροδοκία των αντιπάλων κατά τον Δ' αιώνα π.Χ. και η εξαγορά ανήθικων αθλητών, που καταπατώντας τον όρκο τους δέχονται να εμφανισθούν ως εκπρόσωποι άλλης πόλεως, είναι οι βαριές ηθικές επιπτώσεις του επαγγελματισμού στον αθλητισμό και συμπτώματα της γενικής κρίσεως ηθών και αξιών, που ακολούθησε τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Τότε εμφανίζεται, για πρώτη φορά, μια νέα τάξη αθλητών, που θέτει ως αποκλειστικό σκοπό την επιτυχία. Ο σκληρός συναγωνισμός δημιουργεί την ειδίκευση σε ωρισμένο αγώνισμα, που προϋποθέτει ριζική αλλαγή των συντελεστών της σωματικής αγωγής και συστηματοποίηση της προετοιμασίας, της δίαιτας και του τρόπου ζωής. Με το ήθος του αθλητή αλλάζει και ο σωματικός του τύπος, όπως δείχνουν και τα έργα τέχνης, και η παλαιά εκείνη αρμονική ισορροπία του σώματος και του πνεύματος παραχωρεί τη θέση της σε μια δυσανάλογη μυική έμφαση των μελών. Η μεγάλη δημοτικότητα που αποκτούν τα βαρέα αγωνίσματα (πάλη, παγκράτιο, πυγμή) δημιουργεί τον πιο δημοφιλή τύπο αθλητή, τον παλαιστή, παγκρατιστή και πυγμάχο, που με την κρεατοφαγία και τον συστηματικό υπερσιτισμό (αναγκοφαγία) αποκτά υπερφυσική δύναμη και δύσμορφη εμφάνιση. Έτσι εμφανίζονται οι επαγγελματίες αθληταί, που κυριαρχούν στους πανελλήνιους και τοπικούς αγώνες και στις πανηγύρεις. Η εμφάνισή τους απεθάρρυνε τους ερασιτέχνες αθλητάς και κατέστρεψε τις ευγενικές φιλοδοξίες και τις αγνές χαρές τους. Η αναμέτρηση μαζί τους ήταν μάταιη πιά. Οι ερασιτέχνες αθληταί άρχισαν σιγά - σιγά να απέχουν από τους τόπους ασκήσεως και στους αγώνες να προτιμούν τον ρόλο του θεατή από τον ρόλο του ανταγωνιστή. Την ώρα εκείνη το μοιραίο τέλος της ευγενικής άμιλλας και του γνήσιου αθλητισμού είχε πιά σημάνει» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Β', σ. 496).

Το χάλι λοιπόν, είχε ξεκινήσει πολύ πριν τους κακούς Ρωμαίους που τάχα αυτοί κατέστρεψαν το αρχαίο Ολυμπιακό Πνεύμα. Φυσιολογικά χάθηκε το πνεύμα της ευγενούς άμιλλας ήδη από τον 4ο αιώνα, διότι είναι φυσιολογικότατο, εκεί που μπορεί να αποκτηθεί δόξα και φήμη, εκεί να εμφανίζονται και τα αθέμιτα μέσα. Δυο -τρεις αιώνες κράτησε το «Αρχαίο Πνεύμα Αθάνατο»˙ τους υπόλοιπους επτά αιώνες ήταν το γνωστό χάλι.

            Σε νόμισμα τής Βέρροιας εικονίζεται άνδρας με μαστίγιο, βοηθός αγωνοθετών. Νομίσματα τής Περγάμου και τής Λυδίας είχαν παραστάσεις μαστιγοφόρων, που μαστίγωναν τους κακοήθεις αθλητές. Τον 5ο αιώνα π.Χ. (456 και 452) στους αγώνες πάλης, ο Λεοντίσκος από τη Μεσσήνη, αδυνατώντας να καταρρίψει τον αντίπαλό του, άρπαξε τα δάχτυλά του και τα συνέθλιψε, με συνέπεια εκείνος, ύστερα από τα πολλά κατάγματα, να εγκαταλείψει τον αγώνα. Με αυτό τον τρόπο, ανακηρύχθηκε δύο φορές Ολυμπιονίκης, και του έστησαν και ανδριάντα στο Ρήγιον. Δεδομένου ότι στην Ολυμπία ανακαλύφθηκε επιγραφή που απαγόρευε να συντρίβουν τα δάχτυλα τών αντιπάλων (Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις, 6, 4, 30).

            Στους αγώνες οι δρομοίς επιχειρούσαν, κατά την εκκίνης, να ορμήσουν πρώτοι. Φροντίζουν, γράφει ο Πλούταρχος (Αποφθέγγματα Λακωνικά) περισσότερο για αναγνώριση της γρηγοράδας τους παρά για έπαινο σχετικά με το ήθος δικαιοσύνης. Πολλοί δρομοίς εξορμούσαν πριν δοθεί το σύνθημα. Ο ποιητής Statius γράφει (Θηβαΐς, 6, 550-645) ότι στα Νέμεα, κατά τον αγώα δρόμου πέντε αθλητών, προηγείτο ο Παρθενοπαίος με δεύτερο τον Ίδα. Ο πρώτος είχε μακριά μαλλιά και ο Ίδας, λίγο πριν το τέρμα άδραξε τους βοστρύχους που ανέμιζαν, τον τράνταξε, τον συγκράτησε, τον αναχαίτισε και τερμάτισε πρώτος.

            Το 510 π.Χ. ο παλαιστής Μίλωνας ο Κροτωνιάτης μπαίνοντας στο στάδιο δεν βρήκε κανέναν αντίπαλο, επειδή το ογκώδες και τεράστιο σώμα του προκαλούσε τρόμο. Αμέσως τιμήθηκε με το στέφανο... της νίκης (!), όσο κι αν δεν αγωνίστηκε (Λουκίλος, επίγραμμα 316).

            Ο φιλόσοφος Πτολεμαίος ο Χέννος (1ος π.Χ. αι.) γράφει (Καινή Ιστορία, 190) ότι στην Ολυμπία ο πυγμάχος Διόγνητος, ενώ νίκησε και θανάτωσε τον αντίπαλό του, δε βραβεύτηκε με στέφανο από τους ελλαδονίκες, επειδή ο ανταγωνιστής του ονομαζόταν Ηρακλής!

            Η εικόνα του ηττημένου: Ο νικημένος όσο και να ήθελε να κρύψει την αποτυχία του αυτή ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Είχε να αντιμετωπίσει τους θεατές και τους γνωστούς του, που ανάλογα με την τοποθέτηση τον αποδοκίμαζαν φιλικά ή εχθρικά. Σε κάθε νικημένο η ψυχική απογοήτευση ήταν καταφανής. Η μελαγχολία, τα νεύρα, οι εκρήξεις, ο εγωκεντρισμός τον κατελάμβαναν. Οι φίλοι, οι θεατές αλλά και οι εχθροί του τον πείραζαν ανάλογα… Ο Πλάτων μας σκιαγραφεί το νικημένο: «οι δρομείς… τελευτώντες δε καταγέλαστοι γίγνονται, τα ώτα επί των ώμων έχοντες (=με πεσμένα τα αυτιά τους) και αστεφάνωτοι αποτρέχωντες» (Πολιτ. 10, 12).

Ο νικημένος προσπαθούσε να επιστρέψει στην πατρίδα του με κάθε μέσο, ακόμη και πεζός, αρκεί να μην γινόταν αντιληπτός από τους γνωστούς, ου τον βρίζανε, τον πειράζανε ή τον κοροϊδεύανε. Ο Πίνδαρος στους Ολυμπιονίκες του μας δίνει πλήρη εικόνα «υποδοχής» του νικημένου: «Νόστον ἔχθιστον καὶ ἀτιμοτέραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκρυφον οἶμον» (εχθρική πατρίδα, βρισίδι, κρυφό δρόμο). Σχολιάζοντας το σημείο αυτό παλαιός σχολιαστής παρατηρεί ότι: «οι γαρ ηττημένοι σιωπώσι και λάθρα αναχωρούσι ου φανεράς οδούς απιάσιν, αλλά εκτρεπόμενοι…» (Ολυμπ. 8, 90). Ποιητές φίλοι των ηττημένων με ποιήματα σατύριζαν εύστοχα την αποτυχία τους. Είναι, προφανώς,.. η «ευγενής άμιλλα των αρχαίων», και το.. στεφάνι ελιάς, τα οποία μας διδάσκουν στο σχολείο χρόνια ολόκληρα.

Οι θεατές: Ο Δίων ο Χρυσόστομος μας πληροφορεί ότι οι θεατές στους αγώνες ήταν μοιρασμένοι σε δύο στρατόπεδα «εκάτερον» και εξεδήλωναν «επιβοήσεις, ευφημίαν και λοιδορίαν»: «αι δε επιβοήσεις εκατέρου του πλήθους εν τοις σταδίοις και τοις θεάτροις πόσον διαφέρουσι μετά επαίνου γιγνόμεναι και πολλής ευφημίας των μετά μίσους και λοιδορίας» (από το Ιστορία Φυσικής Αγωγής του Θωμά Βασ. Γιαννάκη, Δρ. Ιστορίας Φυσικής Αγωγής).

 

22f ΓΥΝΑΙΚΕΣ-ΘΕΑΤΕΣ

«Στο δρόμο για την Ολυμπία, πριν περάσει κανείς τον Αλφειό, υπάρχει ένα βουνό με ψηλούς βράχους, κακοτράχαλο, που ονομάζεται Τυπαίον. Υπάρχει νόμος να γκρεμίζουν απ’ αυτό το βουνό οι Ηλείοι τις γυναίκες, αν συλληφθούν να παρευρίσκονται στους Ολυμπιακούς αγώνες ή αν έχουν απλώς περάσει τον Αλφειό κατά τις απαγορευμένες γι’ αυτές μέρες» (Παυσανία, Ελλάδος περιήγησις 5, 6, 7-8).

Φυσικά, είναι αναληθής ο ισχυρισμός ότι τάχα μπορούσαν να παρακολουθούν και οι γυναίκες τους Ολυμπιακούς. Μόνο η ιέρεια της Δήμητρας μπορούσε. Λέει ο Παυσανίας ότι οι Ηλείοι δίνουν το αξίωμα αυτό «σε διάφορες γυναίκες με τη σειρά». Αυτό που γινόταν λοιπόν, είναι ότι κάθε φορά παρακολουθούσε μία γυναίκα και όχι όλες. Υπήρχε μια ιέρεια στο στάδιο, και όλοι οι άλλοι θεατές ήταν άντρες. Και το δικαίωμα να παρακολουθεί τους αγώνες δεν το έδιναν σε όλες τις γυναίκες, αλλά σε διάφορες, δηλαδή όχι σε όλες. Δεν γίνονταν ασφαλώς όλες οι γυναίκες ιέρειες της Δήμητρας, ώστε όλες να έχουν το δικαίωμα να παρακολουθήσουν τους Ο.Α. Θα έγραφε ο Παυσανίας «..σε όλες τις γυναίκες με τη σειρά».

Πρακτικά, βέβαια, δεδομένου του πλήθους των γυναικών, είναι αδύνατον κάθε γυναίκα της Ηλίδας – ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι οι Ηλείοι έδιναν το ιερατικό αξίωμα σε όλες τις Ηλείες ανά έτος – μία φορά στη ζωή της να είχε παρακολουθήσει τους Ολυμπιακούς, αφού αυτοί διεξάγονταν ανά τετραετία.

Και βέβαια, αυτή η διάταξη ίσχυε μόνο για τις Ηλείες. Για ένα ελάχιστο τμήμα του αρχαίου γυναικείου ελληνικού πληθυσμού. Δε γίνεται λοιπόν να εξάγονται συμπεράσματα για τις γυναίκες τις αρχαίας Ελλάδας, από ένα μικρό δείγμα 300 γυναικών-ιέρειων ώς το 393 μ.Χ.. Αντίθετα, όλοι οι άντρες, από κάθε μέρος της Ελλάδας είχαν δικαίωμα να είναι θεατές.

 

22g Η ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΜΑΤΩΝ

Δυστυχώς, τα αρχαία αγωνίσματα, ειδικά τα πλέον δημοφιλή, η πυγμαχία, η πάλη και το παγκράτειο ήταν τόσο φρικιαστικά, ώστε και σήμερα οι  αρχαίες περιγραφές να παριστάνουν πόσο διαφορετικός απ’ όσο νομίζουμε ήταν ο αρχαίος αθλητισμός συγκρινόμενος με τον σύγχρονο.

Γράφει ο Λουκιανός στο αποκαλυπτικό έργο του Ανάχαρσις ή περί γυμνασίων: «Πες μου Σόλων, γιατί η νεολαία τής Αθήνας συνιθίζει αυτές τις αχρειότητες; Συμπλέκονται, βάζουν τρικλοποδιές, προσπαθούν να πνίξουν ο ένας τον άλλον σφίγγοντας τον λαιμό του, στριφογυρίζουν το σώμα, βυθίζονται στη λάσπη, κυλιούνται εκεί σαν τα γουρούνια. Σπρώχνονται, χαμηλώνουν τα κεφάλια και χτυπούν ο ένας τον άλλον σαν κριάρια. Κυτάξτε! Αυτός εκεί άρπαξε τον άλλο από τα πόδια και τον τίναξε στο χώμα, πέφτει απάνω του και τον βυθίζει στη λάσπου. Και τώρα, τύλιξε τη μέση τού άλλου με τα πόδια περνάει τον βραχίονά του κάτω από τον λαιμό του και σφίγγει τον άμοιρο και ο άλλος τον χτυπάει στον ώμο, ικετεύοντας φαντάζομαι, να μη τον πνίξει τελείως» (Λουκιανού, Ανάχαρσις ή περί γυμνασίων, 1).

Ας μιλήσουμε για Πυγμαχία

Ο μυθιστοριογράφος Απολλόδωρος αναφέρεται στον Ηρακλή που τσάκιζε τα πλευρά τών αντιπάλων του, υπόδειγμα «ηρωικό» για τους αθλητές τών Ολυμπιάδων.

Ο Αρτεμίδωρος γράφει για την πυγμαχία: «Οι αγώνες με γρονθοκοπήματα είναι βλαβεροί για όλο τον κόσμο. Δεν αποτελούν μόνο καταισχύνη, προκαλούν και συμφορές. Το πρόσωπο παραμορφώνεται και τρέχουν αίματα» (Περί ονείρων αποβάσεων).

Από τον 4ο αιώνα π.Χ., αντί για γυμνά χέρια που υπήρχαν πριν, η πυγμαχία γινόταν με δέσιμο τών δακτύλων, δήθεν για προστασία τών δακτύλων. Ο Φιλόστρατος αναφέρει ότι τύλιγαν τα τέσσερα δάχτυλα με μικρή παχειά δερμάτινη λωρίδα. Μετά όμως κάλυπταν ολόκληρη τη γροθιά με ιμάντες από βόδια, για να καταφέρουν ισχυρά πλήγματα στους αντιπάλους τους (Φιλόστρατου, Γυμναστικός, 10).

Στη Ρωμαιοκρατία οι πυγμάχοι χρησιμοποιούσαν χειρόκτια ενισχυμένα με κόμβους από σίδηρο και μολύβι. Ήταν ο λεγόμενος caestus (Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις, 8, 48).

Ο Πλάτων, αναφέρει τις «σφαίρες» τών πυγμαχικών χειροκτίων, που αντικατέστησαν τους ιμάντες. (Πλάτωνα, Νόμοι, 830b˙ Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις, 6, 23). Χρησιμοποιούσαν επίσης από τον 3ο π.Χ. αιώνα «ιμάντες οξείς», που είχαν μεταλλικές ακίδες στα δερμάτινα καλύματα τών χεριών. Ονομάζονταν «μύρμηγκες», επειδή προκαλούσαν πληγές μυρμιγκικού σχήματος, όπως και τα Ρωμαϊκά, και ακολουθούσε σφαγή. «Ιμάς οξύς επί τω καρπώ τής χειρός εκατέρας». «Πυγμαχίης δ' ώνδινε φόνος διψώσαν απειλήν ιγνιστόρους μύρμηκας εμαίνετο χερσίν ελίσσων. Πυγμάχου δ' ώδινε φόνου διψώσαν απειλήν». Σκληροί ιμάντες με μεταλλικά επιθέματα, τύλιγαν τα χέρια ως τον αγκώνα, μετατρέποντας τα σε συντριπτικό ρόπαλο. Στον 6ο αιώνα π.Χ. γράφει ο Παυσανίας, δεν χρησιμοποιούσαν τους οξείς ιμάντες, αλλά τις «μειλίχες» που τραυμάτιζαν και προκαλούσαν κατάγματα (Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις, 8, 40,3).

Ο Ευρυδάμας από την Κυρήνη νίκησε στην πυγμαχία, όμως ο αντίπαλός του του τσάκισε τα δόντια, και για να μη φανεί, τα κατάπιε όλα (Αιλιανού, Ποικίλη Ιστορία, 10,19). Το 496 π.Χ., ο πυγμάχος Κλεομήδης από την Αστυπάλαια, σκότωσε τον Επιδεύριο Ίκκο. Τον χτύπησε στο πλευρό, του προκάλεσε άνοιγμα, βύθισε το χέρι του μέσα, και του ξερίζωσε τον πνεύμονα. Επειδή δεν αναγνωρίσθηκε η νίκη του, γύρισε στο νησί, μπήκε σε σχολείο που διδάδκονταν 60 παιδιά, γκρέμισε το στύλο που στερέωνε την οροφή, με αποτέλεσμα να γκρεμιστεί το σχολείο και να πεθάνουν όλοι οι μαθητές. Οι Αστυπαλαιείς πήγαν στο Μαντείο τών Δελφών, που πήραν την εξής απάντηση: «Ο Κλεομήδης είναι ο τελευταίος ήρωας. Να τον τιμάτε με θυσίες γιατί δεν είναι θνητός» (Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις, 5, 2, 6-8˙ Ευσέβιου, Ευαγγελική Προπαρασκευή, 5, 32).

Σε μια πυγμαχία ολυμπιακών αγώνων ο αντίπαλος αθλητής, αφότου έγινε επαγγελματίας πυγμάχος, έχασε μύτη, σαγόνι, φρύδια, αφτιά και βλέφαρα (Λουκίλλος, Παλατινή Ανθολογία, XI, 75).

Στην πυγμαχία, έπειτα από πάλη τεσσάρων ωρών, τόσο πολύ παραμορφώθηκε το πρόσωπο του Στρατοφώντα, που ο πύκτης έγινε αγνώριστος όχι μόνο στους σκύλους, αλλά σε ολόκληρη την πόλη. Κι αν έβλεπε το πρόσωπό του στον καθρέφτη, ούτε ο ίδιος δε θα αναγνώριζε τον εαυτό του (Λουκίλλος, Π.Α. XI, 77).

Προστάτης «θεός» τής Πυγμαχίας ήταν ο Απόλλων, και για το λόγο αυτό ονομαζόταν και «Πύκτης» (Ιλιάς Ψ, στ. 660).

Μόνο παραλογισμός θα φαινόταν, έπειτα από όλα αυτά, αν τα παιδιά ωθούνταν στην βαρβαρότητα αυτή. Κι όμως, το 632 π.Χ. καθιερώθηκαν στην 37η Ολυμπιάδα αγώνες πυγμαχίας και πάλης για παιδιά.

Ας μιλήσουμε για το Παγκράτιο

Στην Ολυμπία θεωρούσαν το Παγκράτιο ως το «ωραιότερο άθλημα», και στους αθλητές, έφτιαχναν ανδριάντες προς τιμήν τής κτηνωδίας τους (Φιλόστρατος).

Ο Αθηναίος κυνικός φιλόσοφος Δηνώναξ συγκλονίσθηκε αντικρύζοντας έναν Παγκρατιστή να δαγκώνει σαν λιοντάρι (Λουκιανού, Δημώναξ, 49).

Σε δύο αγγεία παριστάνονται δύο Παγκρατιστές, να βγάζουν με το δάχτυλο τα μάτια τών αντιπάλων (Κ. Σιμόπουλου, Μύθος απάτη και βαρβαρότητα οι Ολυμπιάδες, σελ. 97).

Στην πάλη όπως και στο Παγκράτιο, επιτρεπόταν ακόμα και ο  στραγγαλισμός τού αντιπάλου. Οποιαδήποτε αγριότητα ήταν θεμιτή: κατάγματα, συντριβή χεριών, ποδιών, πλευρών, ακόμη και σπονδύλων. Αυτό λεγόταν «αθλητική παιδεία» και «αθλητικό ιδεώδες».

Ο παγκρατιστής Σώστρατος κατά τις αναμετρήσεις άρπαζε τους καρπούς των χεριών του αντιπάλου και τους στρέβλωνε αναγκάζοντάς τον να παραδοθεί. Γι’ αυτό καλείτο «ακροχερσίτης» (Παυσανίας, 6, 4, 1). Ένας παγκρατιστής κατέφυγε στο μαντείο των Δελφών ρωτώντας πώς θα νικήσει τους αντιπάλους του. Η απάντηση ήταν «ποδοπατώντας τους»! Ο Πίνδαρος υιοθετεί τις βαρβαρότητες του παγκράτιου: «Καθένας μπορεί να εξοντώσει τον αντίπαλό του με οποιοδήποτε μέσο» (Ισθμιονίκες, 4, 48). Αυτές ήταν οι «ολυμπιακές αξίες».

Οι αγώνες τού Παγκρατίου πρωτοφαρμόσθηκαν το 648 π.Χ. (33η Ολυμπιάς), και το 200 π.Χ. (145η Ολυμπιάς) επεκτάθηκαν και στα παιδιά. Τα πάντα επιτρέπονταν. Να εξαρθρώνεις, να τσακίζεις κόκκαλα, να στραγγαλίζεις, να θανατώνεις με όλα τα μέσα. Συνηθίζονταν κλωτσιές στο γόνατο ή στα γεννητικά όργανα όπως προκύπτει από παραστάσεις αγγείων τής εποχής. Από τον 6ο π.Χ. αιώνα, μπορούσε ο ένας να πιέσει το πρόσωπο τού άλλου στην άμμο, ώστε να τον αναγκάσει να την καταπιεί ή να την αναπνεύσει (Λουκιανού, Ανάχαρσις ή περί γυμνασίων, 3).

Η πρώτη συνέπεια τού Παγκρατίου κατά τον Φιλόστρατο, ήταν η στρέβλωση τών χεριών και τών ποδιών. Τα τελικά αποτελέσματα ήταν ο στραγγαλισμός τού αντιπάλου, που ενθουσίαζε τους θεατές. Οι Ηλείοι, γράφει ο Φιλόστρατος, επαινούν το πνίξιμο στο Παγκράτιο.

Γράφει ο Λουκιανός: «Στέκονται όρθιοι, ρίχνονται ο ένας πάνω στον άλλο και χτυπούν με χέρια και με πόδια. Ο ένας φτύνει ο δύστυχος τα τσακισμένα δόντια του καθώς γέμισετο στόμα του από αίμα και άμμο ύστερα από γροθιά στο σαγόνι. Βλέπει τις συμφορές ο άρχοντας αλλά δεν δίνει εντολή να σταματήσει και να καταργηθεί ο αγώνας. Αντίθετα ενθαρρύνει τους παγκρατιστές και επαινεί εκείνος που κατάφερε το τρομακτικό χτύπημα» (Λουκιανού, Ανάχαρσις ή περί γυμνασίων, 3).

Οι Λακεδαιμόνιοι παγκρατιστές, κατασπάρασσαν τον αντίπαλο με δόντια και με νύχια, τον τύφλωναν βγάζοντας τους βολβούς τών ματιών του (Φιλόστρατος). Ο σοφιστής Ιούλιος Πολυδεύκης (2ος μ.Χ αι.) γράφει ότι παγκράτιο και παγκρατιστής σημαίνουν «στραγγαλισμό, πνίξιμο, κλωτσιές και γροθιές» (Πολυδεύκη, Ονομαστικόν, 3, 150).

Ο Αρραχίων, τού οποίου άγαλμα είχε στηθεί στην αγορά τής Φιγαλείας, κατά την αναμέτρησή του με αντίπαλο παγκρατιστή, ακινητοποιήθηκε αιχμάλωτος ανάμεσα στα πόδια τού άλλου, ενώ εκείνος προσπαθούσε να τον πνίξει σφίγγοντας με τα χέρια το λαιμό του. Κατόρθωσε ο Αρριχίων να συντρίψει ένα δάχτυλο τού ποδιού τού αντιπάλου, και αμέσως ξεψύχησε (Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις, 8, 40, 2).

Σε άλλη περίπτωση, οι δύο αντίπαλοι παγκρατιστές Κρεύγας ο Επιδάμνιος, και ο Συρακούσιος Δαμόξενος, συμφώνησαν μετά από πολύωρη πάλη χωρίς νικητή, να χτυπήσει ο ένας τον άλλο, που θα παρέμενε όρθιος και ακίνητος. Ο Κρεύγας χτύπησε τον Δαμόξενο στο κεφάλι, χωρίς επικίνδυνες συνέπειες. Ο Δαμόξενος, χτύπησε τον Κρεύγα στο πλευρό με τεντωμένα δάχτυλα, διαπέρασε τα σπλάχνα, και τα ξερρίζωσε με τα χέρια του. Ο Κρεύγας ξεψύχησε αμέσως (Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις, 8, 40).

Οι ποινές που επιβλήθηκαν σε αθλητή για αντικανονική λαβή ή θανατηφόρο χτύπημα του αντιπάλου είναι ελάχιστες. Ο Δημοσθένης καταγγέλλει πως η νομοθεσία κήρυττε αθώο εκείνον που στους αθλητικούς αγώνες θανάτωνε τον αντίπαλό του (Κατ’ Αριστοκράτους, 53). Η αιτιολογία της αθώωσης ήταν ότι δεν υπήρχε πρόθεση φόνου, αλλά προσπάθεια του αθλητή να νικήσει τον αντίπαλο ζωντανό, επομένως ο ασθενέστερος στην πάλη είναι υπαίτιος του φόνου του και δεν τιμωρείται ο φονιάς (Κατ’ Αριστοκράτους 54). Θα ‘πρεπε, για χάρη των αρχαιολατρών, να θεσπιστούν οι ίδιοι, «αμόλυντοι», κτηνώδεις αρχαίοι αθλητικοί κανονισμοί στην Ολυμπιάδα της Αθήνας (αντί για τις γελοίες ψευδοαναβιώσεις στην Αρχαία Ολυμπία), για να δούμε τι γνώμη θα είχε ο κόσμος για το αρχαίο ολυμπιακό «ήθος».

Ο Πίνδαρος αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι «πλεῖστοι τῶν ἀγωνιζομένων ἀπέθανον ἐν τῷ σταδίῶ», δηλαδή ότι πολλοί από τους αγωνιζόμενους πέθαναν – προφανώς κατά τη διάρκεια του αγώνα ή λίγο μετά – στο στάδιο! Ο Γαληνός γράφει ότι η υπερκόπωση στους αγώνες δρόμου προκαλεί σημαντικές βλάβες. Αναφέρει περιπτώσεις θανάτου δρομέων εξαιτίας ρήξεων στο κυκλοφορικό (De parvae pilae exercicione, 5). Ο Παυσανίας γράφει ότι ο αθλητής Λάδας νίκησε στο δόλιχο – αγώνα δρόμου – αλλά πέθανε (3, 21, 1).

 

22h ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ

Πέραν όλων των παραπάνω στοιχείων, που παραδόξως παραμένουν άγνωστα στον πολύ κόσμο, αξίζει να εξετάσουμε μερικά ακόμη σύμβολα – μύθους των Ολυμπιακών Αγώνων.

Το πρώτο αφορά την αφή της ολυμπιακής φλόγας και την λαμπαδηδρομία. Στις σύγχρονες Ολυμπιάδες, όπως γνωρίζουμε, γίνεται αφή του ολυμπιακού φωτός και στη συνέχεια αυτό ταξιδεύει σε διάφορες χώρες ανά τον κόσμο. Το όλο γεγονός υποτίθεται ότι γίνεται σύμφωνα με τις αρχαίες Ολυμπιάδες. Η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Κατά την αρχαιότητα ούτε αφή του ολυμπιακού φωτός γινόταν στην Αρχαία Ολυμπία ούτε ταξίδευε αυτό έπειτα ανά την Αρχαία Ελλάδα. Κανείς ιστορικός ή περιηγητής της αρχαίας Ελλάδας δεν αναφέρει τέτοια τελετή. Ο Παυσανίας, που μας έδωσε τόσες πληροφορίες, δεν λέει πουθενά κάτι για αφή φωτός. Προκύπτει λοιπόν, το ερώτημα, γιατί γίνεται αφή στις σύγχρονες Ολυμπιάδες, αφού δεν γινόταν στις αρχαίες;

            Παραμονές της τέλεσης των Ολυμπιακών στην πρωτεύουσα του Γ’ Ράιχ, στο Βερολίνο, ένα μέλος της Ολυμπιακής Επιτροπής, ο Carl Diem, θα ισχυριστεί ότι εντόπισε σε αρχαίους αμφορείς παραστάσεις λαμπαδηδρόμων με τη φλόγα από την Ολυμπία. Ένας ισχυρισμός που θα αποτελέσει την αφορμή για τον υπουργό Προπαγάνδας Joseph Gφbbels να σκηνοθετήσει, για πρώτη φορά, το θέρος του 1936 την πανηγυρική μεταφορά της φλόγας από την Αρχαία Ολυμπία μέχρι την καρδιά του Γ’ Ράιχ.

           Διαβάζουμε στην επίσημη ιστοσελίδα της ΕΟΕ (Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή), «η αφή της ολυμπιακής φλόγας και η λαμπαδηδρομία τελέστηκαν για πρώτη φορά το 1936 στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου (...)» (Από τον Ιό της Ελευθεροτυπίας). Και βέβαια ήταν η ΔΟΕ της εποχής που συνολικά αποφάσισε την λαμπαδηφορία· αλλά η αρχική πρόταση ήταν του Γερμανού μέλους της ΔΟΕ, ο οποίος φυσικά ήταν διορισμένος από τους Ναζί και εξέφραζε τις απόψεις του ναζιστικού καθεστώτος. Οι λαμπαδηδρομίες ήταν σύνηθες γεγονός στις παγανιστικής προέλευσης τελετές (ισημερίας κ.ά.) του Γ’ Ράιχ.

Δηλαδή, η αφή και η λαμπαδηδρομία είναι μια ναζιστική φάρσα, που ουδεμία σχέση δεν έχει με την αρχαιότητα. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, αποτελεί απλώς ακόμη μια λανθασμένη δυτικοευρωπαϊκή ερμηνεία της ελληνικής αρχαιότητας. Κι όμως, η φάρσα έχει γίνει τόσο πιστευτή, που σήμερα κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει την αλήθεια από την μεταγενέστερη προσθήκη. Δηλαδή, η φάρσα έχει αποκτήσει πλέον κύρος Παράδοσης. Δεν ενοχλούνται, «φυσικά», οι αρχαιολάτρες μας με αυτό. Διότι κι αυτοί τόσο κατανοούν και γνωρίζουν για την Αρχαιότητα, ώστε να αποδέχονται ως αληθή την δυτικοευρωπαϊκή ερμηνεία της του 1930.

           Ακόμη και η κλασσική ρήση «νους υγιής εν σώματι υγιεί», που τόσο διαφημίζεται και υποτίθεται πως εκφράζει την αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων για τον αθλητισμό, δεν είναι παρά η – κατά τον 19ο αιώνα – «καθαρευουσιάνικη» μετάφραση ενός τμήματος από μια φράση του λατίνου ποιητή Δέκιμου Ιούνιου Ιουβενάλη (60-127 μ.Χ.). Στο έργο του Σάτιρες (Sature), στην δέκατη σάτιρα, ο Ιουβενάλης στηλιτεύει την αδυναμία των ανθρώπων να ξεχωρίσουν το καλό από το κακό και ότι πολλές φορές ζητούν υλικά αγαθά που δεν τους οδηγούν στην ευτυχία, και καταλήγει ότι οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να ζητούν με προσευχές από τους θεούς τίποτε άλλο παρά να τους χαρίζουν ένα υγιές μυαλό και ένα υγιές σώμα (orandum est ut sit mens sana in corpore sano).

            Όπως βλέπουμε, η σάτιρα αυτή και το περιεχόμενό της δεν έχουν καμμία σχέση με τον αρχαίο ελληνικο ή το ρωμαϊκό αθλητισμό. Η φράση mens sana in corpore sano ήταν γνωστή στην λατινική Δύση και τον 19ο αιώνα μεταφράστηκε «αρχαιοπρεπώς» σε «Νους υγιής εν σώματι υγιεί». Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ιουβενάλης δεν αντιγράφει την φράση αυτήν από κάποιον αρχαίο Έλληνα συγγραφέα. Η φράση «Νους υγιής εν σώματι υγιεί» δεν βρίσκεται σε κανένα μα κανένα έργο της αρχαιοελληνικής γραμματείας. Δεν αναφέρεται από κανέναν αρχαίο συγγραφέα, ούτε άμεσα ούτε έμμεσα (Βλ. Φ. Μαλιγκούδη, «Εν-Στάσεις», Ελευθεροτυπία, 26/8/2004).Συνεπώς, η ρήση «νους υγιής εν σώματι υγιεί» είναι τελείως άσχετη με τον αρχαίο αθλητισμό˙ παρόλα αυτά έγινε το ρητό, το οποίο δήθεν έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, ως συνόψιση της άποψής τους για τον αθλητισμό!

Ένα άλλο παραμύθι είναι αυτό της αρχαίας ολυμπιακής εκεχειρίας. Η εκεχειρία μεταξύ των εμπόλεμων υπήρχε μόνο στα όρια της αρχαίας Ολυμπίας. Παραέξω ο πόλεμος συνεχιζόταν με την ίδια ένταση και λύσσα. Για παράδειγμα, ο Ξενοφώντας (Ελληνικά, 7, 28-32) αναφέρει ότι ενώ διεξάγονταν οι Ο.Α. της 104ης Ολυμπιάδας (365 π.Χ.), εκτός της Ολυμπίας οι Ηλείοι και οι Αρκάδες πολεμούσαν σκληρά ο ένας τον άλλον˙ μάλιστα, έφτασαν να μάχονται ακόμη και μέσα στον χώρο της αρχαίας Ολυμπίας! Άλλο παράδειγμα (από τα πάμπολα): το 420 π.Χ. οι Σπαρτιάτες εισέβαλαν στην Ηλίδα κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας με χίλιους οπλίτες και κατέλαβαν το Λέπραιον. Αυτή είναι η περίφημη «ολυμπιακή εκεχειρία». Ωστόσοι, διαδίδεται πως τάχα σταματούσαν όλοι οι πόλεμοι σε όλον τον αρχαίο ελληνικό κόσμο! Και μια λεπτομέρεια: ο τελευταίος Ολυμπιονίκης ήταν Αρμένιος.

Άλλος ένας μύθος είναι αυτός του αγώνα για ένα στεφάνι ελιάς. Οι νικητές στους ολυμπιακούς απολάμβαναν πάμπολλα προνόμια. Ανακηρύσσονταν επίτιμα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της κοινότητας. Τρέφονταν εφ’ όρου ζωής στο πρυτανείο. Ύστερα από τον 5ο αι. π.Χ. οι ολυμπιονίκες απολάμβαναν και φορολογική ατέλεια. Ένας πρωταθλητής του 1ου αι. ο.Χ. εισέπραξε πέντε τάλαντα, δηλαδή 131 κιλά ασήμι, για να παρευρεθεί σε μια τελετή, να εντυπωσιαάσει το κοινό και να .. τιμήσει την πόλη, σύμφωνα με τον Δίωνα Χρυσόστομο. Οι πυθιονίκες βραβεύονταν με χρηματικά ποσά, οι νικητές των Παναθηναίων με 60 αμφορείς ελαίου, που μπορούσαν να πουλήσουν σε άλλες πόλεις χωρίς δασμούς. Ο Σόλωνας καθόρισε αμοιβή 500 δραχμών για τους ολυμπιονίκες, με τις οποίες κανείς μπορούσε να αγοράσει 500 πρόβατα ή 100 βόδια.

Αν τέτοιες ήταν οι αμοιβές, είναι φυσιολογικό οι αθλητές να πουλούν και να αγοράζουν τους αγώνες. Δεκάδες αγάλματα του Δία είχαν στηθεί στην Ολυμπία – ο κάθε αθλητής που πιανόταν να δωροδοκεί υποχρεωνόταν να στήνει από έναν Δία. Κι αν αυτοί που συνελήφθησαν και αποκαλύφθηκαν ότι παρανομούν ήταν ουκ ολίγοι, φαντάζεται κανείς πόσες παρανομίες δεν ξεσκεπάστηκαν ποτέ.

Αναληθείς είναι και οι ισχυρισμοί ότι με τις Ολυμπιάδες οι Έλληνες λησμονούσαν τις εχθρότητες και ότι εμφανίζονταν να έχουν  ομόνοια και ενότητα. Η αντιπαλότητά τους συνεχιζόταν και κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ακριβώς όπως συμβαινει με τα σημερινά κράτη που επιδιώκουν νίκη επί του «εχθρικού» κράτους και περισσότερα μετάλλεια, ώστε να δοξαστεί η σημαία και να ακουστεί ο εθνικός ύμνος τους. Γι’ αυτό υπήρξαν οι περιπτώσεις αγοροπωλησίας αθλητών από μια πόλη σε άλλη, όπως προαναφέραμε.

 

 

22i ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΕΠΙ «ΦΙΛΕΛΛΗΝΑ» ΝΕΡΩΝΑ

Ναι, υπάρχουν αρχαιόπληκτοι που θεωρούν το Νέρωνα Φιλέλληνα. Ο πραγματικός λόγος, φυσικά, είναι ότι ήταν ο πρώτος που έσφαξε Χριστιανούς. Ας δούμε τι έκανε αυτός ο φιλέλληνας: Ο Νέρων θέλοντας να μιμηθεί τους άθλους του Ηρακλή, είχε εκπαιδεύσει, λεν, ένα λιοντάρι που θα το σκότωνε γυμνός στην αρένα του αμφιθεάτρου, ενώπιον των θεατών, είτε με ρόπαλο είτε σφίγγοντάς το μέσα στα μπράτσα του (Σουετώνιου, Nero, 53). Για να σβήσει την ανάμνηση αλλά και κάθε ίχνος όλων των άλλων νικητών των αγώνων διέταξε να γκρεμίσουν τα αγάλματα και τις προτομές τους, να τα σύρουν με γάτζους και να τα πετάξουν στους υπονόμους (Nero, 24). Σε πολλά μέρη εμφανίστηκε και ως ηνίοχος, στην Ολυμπία μάλιστα το άρμα του το έσερναν δέκα άλογα και παρά το ότι τον έριξαν απ’ το άρμα κι εγκατέλειψε, πάλι αυτός κέρδισε το βραβείο (Nero, 24˙ Δίων Κάσσιος, 64,14).

 

22j ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΜΕΤΑ ΤΟ 390 μ.Χ.;

            Οι περισσότεροι πιστεύουν πως ο Θεοδόσιος κατάργησε του Ολυμπιακούς αγώνες της Ολυμπίας το 390 μ.Χ. Στην πραγματικότητα, οι ιστοριογράφοι αναφέρουν ότι τους Ο.Α. τους κατήργησε «ο Θεοδόσιος ο μ». Άλλοι ιστορικοί αυτό το «μ» το εκλαμβάνουν ως «Μεγάλος», οπότε πρόκειται για τον Θεοδόσιο Α’ τον Μεγάλο, ενώ άλλοι το εκλαμβάνουν ως «μικρός», οπότε πρόκειται για τον Θεοδόσιο Β’ τον Μικρό, οπότε οι Ο.Α. της Ολυμπίας καταργήθηκαν το 420 μ.Χ. Η αλήθεια είναι ότι οι Ο.Α. διατηρήθηκαν ώς τα μέσα του 6ου αι. στην Αντιόχεια. Αυτό αποδεικνύει ότι οι Χριστιανοί Αυτοκράτορες σεβάστηκαν το θεσμό – μέχρι τη στιγμή που δεν υπήρχαν πλέον τόσοι ειδωλολάτρες, ώστε να συνεχίσουν να διεξάγονται οι Ο.Α. της Αντιόχειας.

            Ορισμένοι αρχαιολάτρες ισχυρίζονται ότι οι Ο.Α. συνεχίστηκαν στην Ολυμπία τουλάχιστον ώς το 741 μ.Χ. (Δαυλός, τ. 231, σ. 14768) και μάλιστα κρυφά από τους Βυζαντινούς. Έτσι, κάποιος αρχαιολάτρης, ο κ. Νικ. Ασπιώτης, ισχυρίζεται (Δαυλός, τ. 320, σ. 14705) ότι «Οι απαγορεύσεις και τα διατάγματα του Θεοδόσιου Α’ δεν υπήρξαν αποτελεσματικά. Οι Έλληνες επέδειξαν αδιαφορία» κι ότι ο Θεοδόσιος Β’, με «πιο σκληρά μέτρα» δεν επέτυχε διακοπή των αγώνων. Κι αυτό διότι «οι αγώνες συνεχίσθησαν "εκτός νόμου"» (Ν. Ασπιώτης, Δαυλός, τ. 229, σ. 14626) και οι «Έλληνες δεν εσταμάτησαν τους αγώνες και αδιαφόρησαν για τα διατάγματα και τα μέτρα βίαιης καταστολής των χριστιανών αυτοκρατόρων, όσο σκληρά και να ήσαν». Το ενδεχόμενο να συνεχίστηκαν κρυφά είναι, βέβαια, απίθανο, δεδομένων των περιστάσεων. Εκείνη την εποχή, είτε η περιοχή ήταν υπό Ελληνικό έλεγχο, οπότε αν διεξάγονταν Ο.Α., αυτό θα γινόταν με την ανοχή των Αυτοκρατόρων, είτε η Ολυμπία ήταν υπό σλαβικό έλεγχο, οπότε θα συνέβαιναν επιδρομές, λεηλασίες κ.λπ. εκ μέρους των νεοεγκατεστημένων βαρβάρων, οπότε δεν μπορεί να υπήρχε η πολυτέλεια διοργάνωσης Ο.Α. Συνεπώς, αν τυχόν συνεχίστηκαν οι Ο.Α., αυτό συνεπάγεται πως οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες ήταν ανεκτικοί και δεν ενδιαφέρθηκαν να εφαρμόσουν τους νόμους τους. Άλλωστε, οι ίδιοι οι αρχαιολάτρες που αναφέρουν όλα αυτά αδυνατούν να εξηγήσουν πώς συνεχίστηκαν οι Ο.Α., ενώ οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες κυνηγούσαν όποιον παραβίαζε τους νόμους τους. Το μόνο που ψελλίζουν  (διότι αν συνεχίστηκαν οι Ο.Α., μόνο με ανοχή των Αυτοκρατόρων έγινε αυτό, άρα οι αρχαιολάτρες επιβεβαιώνουν τις δικές μας και όχι τις δικές τους απόψεις περί ανεκτικότητας των Αυτοκρατόρων) είναι ότι «παρά το πείσμα του Θεοδόσιου, οι Έλληνες αντιστάθηκαν και συνέχισαν τους αγώνες». Φαίνεται αμέσως πόσο γελοίος είναι ο ισχυρισμός ότι οι άοπλοι εναπομείναντες Παγανιστές της Ν. Ελλάδας, ενώ οι «ανθέλληνες Βυζαντινοί αυτοκράτορες» έστελναν καταπάνω τους το στρατό τους, αυτοί έστεκαν «υπεράνω» όλων και γαλήνια «αδιαφόρησαν»˙ λες και μπορούσαν να διοργανώσουν κρυφά, μέσα στα δάση ή τις σπηλιές ή στα ρυάκια της Ηλείας... αρματοδρομίες (!), αγώνες πάλης (!), κ.ά αθλήματα. Φυσικά, τίποτα από την αρχαία λατρεία δεν ήταν δυνατό να συνεχιστεί εάν δεν επιτρεπόταν από την εξουσία. Διότι αν ο Θεοδόσιος είχει «πείσμα» και τα «μέτρα βίαιης καταστολής των Χριστιανών αυτοκρατόρων» ήταν «σκληρά», τότε θα έσφαζε τον κόσμο που θα αμφισβητούσε τις εντολές του˙ εκτός κι αν θέλουν οι Ν/Π να μας πείσουν ότι ο πανίσχυρος αυτοκράτορας θα φοβόταν άοπλους θρησκευτές. Είτε έτσι είτε αλλιώς, το συμπέρασμα για την (πιθανή) ανεκτικότητα των Αυτοκρατόρων (σε περίπτωση συνέχισης των Ο.Α,) είναι πλήρως λογικό.  Άλλωστε ο Λέων ΣΤ’ ορίζει στα Βασιλικά του «επιτελσθήτωσαν οἱ [αθλητικοί] ἀγῶνες τοῦ λοιποῦ ἀκωλύτως».

            Όσο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αντιόχειας, αυτούς δεν τους κατάργησε ο Ιουστινιανώς, όπως ισχυρίζεται ο Βλ. Ρασσιάς (Μια Ιστορία Αγάπης, τ. Β’, σ. 132· Υπέρ Της Των Ελλήνων Νόσου, β' έκδοση, εκδ. Ανοιχτή πόλη, τ. 3, σ. 85), αλλά ο προηγούμενος Αυτοκράτορας, Ιουστίνος Α’, το 521, εξαιτίας βιαιοτήτων μεταξύ των Βένετων και των Πρασίνων. «Ὁ δὲ αὐτὸς βασιλεὺς [=ο Ιουστίνος Α’] ἐκώλυσε τὸν ἀγώνα τῶν Ὀλυμπίων πρὸς τὸ μὴ ἐπιτελεῖσθαι ἐν Ἀντιοχείᾳ ἀπὸ ἰνδικτιῶνος ιδ’. Ἀλυτάρχησαν δὲ ἀπὸ Ἀφρανίου ἕως ὀγδόου ἑξηκοστοῦ πεντακοσιοστοῦ, ἀφ’ οὗ ἐκωλύθη τὰ Ὀλύμπια, ἀλύταρχοι οζ’» (Μαλάλα, Χρονογραφία, λόγος ιζ’, 140 (PG 97, 616D)). Καμμία σχέση δεν είχε η απαγόρευσή τους με την απαγόρευση της Ειδωλολατρίας. Διαφορετικά θα είχαν καταργηθεί προ πολλού, μαζί με τους αγώνες της Ολυμπίας.

 

22k ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Αυτά όλα, και μάλιστα στη χειρότερη, λατινική πλέον εκδοχή τους κατήργησαν οι μεγάλοι Ρωμηοί αυτοκράτορες. Μετά από όλα αυτά που περιγράψαμε, διαπιστώνουμε ότι καλά έκαναν. Βεβαίως!  Όχι θα άφηναν αυτά τα πράγματα που περιγράψαμε, για να χαίρονται «οι θεοί»! 

Βλέπουμε πως οι σοφοί Έλληνες πρόγονοί μας, οι φιλόσοφοι, εξ αρχής είχαν καταδικάσει το δήθεν αθλητικό πνεύμα. Άλλο πράγμα η άσκηση για χάρη της υγείας (αυτό όλοι το αποδεχόμαστε) κι άλλο ο συναγωνισμός για δόξα και δωρεάν σίτιση στο Πρυτανείο. Απορρίπτουν ακόμη και την ανόητη αντίληψη, που οι αρχαιολάτρες κατήγοροι του Χριστιανισμού φέρνουν ως δικαιολογία για την απίστευτη αισχρότητα και βαρβαρότητα των αγωνισμάτων, πως οι αθλητικοί αγώνες διεξάγονταν με τόσο βάρβαρο τρόπο, ώστε οι πολίτες τάχα να είναι προετοιμασμένοι για τον πόλεμο. Το χάλι, οι δωροδοκίες, η βαρβαρότητα των αγώνων, οι απολίτιστοι θεατές-χούλιγκαν, η αποθέωση ανθρώπων που το μόνο που είχαν ήταν γερό σώμα, όπως λέει ο Ξενοφάνης, αυτά όλα υπήρχαν και ήταν δεδομένα αιώνες πριν οι «κακοί Ρωμαίοι» νοθέψουν το υποτιθέμενο «αρχαίο πνεύμα αθάνατο».

Αξίζει να σημειωθεί, ότι αρκετοί Πατέρες της Εκκλησίας συμφωνούν με την άθληση του σώματος για χάρη της υγείας. Αφού το σώμα είναι δημιούργημα του Θεού, είναι καλό, άρα είναι καλός και ο αγώνας για την υγεία και καλή διατήρησή του, κι ένας τρόπος είναι η γυμναστική. Αυτό, λοιπόν, που κατέκριναν οι Χριστιανοί ήταν η ειδωλολατρική νοηματοδότηση των αγώνων. Ο Μ. Βασίλειος ένοιωθε βαθειά θλίψη, όταν, μετά το χωρισμό της πόλης σε δύο επαρχίες, τα γυμναστήρια ήταν κλειστά, διότι τα εγκατέλειψαν οι κάτοικοι, για να εγκατασταθούν σε νέα περιοχή: «Γυμνάσια κεκλεισμένα καὶ νύκτας ἀλαμπεῖς οὐς ἑᾷ ἡμᾶς οὐδὲν λογίζεσθαι ἡ περὶ τοῦ ζῆν ἀγωνία» (Επιστολή οδ’ Μαρτινιανώ (PG 32, 444)). Οι αθλητικοί αγώνες, κατά τον Γρηγόριο Νύσσης καλλιεργούν «τὴν ἀθλητῶν ἀνδρείαν» (Θεωρία εις τον Μωϋσέου βίον (PG 44, 338)). Κατά τον Γρηγόριο Θεολόγο πρέπει οι αγώνες να διεξάγωνται τίμια και όχι «ἔξω τῶν νενομισμένων», αλλά «τοὺς κειμένους ὅρους τῆς ἀγωνίας», δηλαδή σύμφωνα με τους κανόνες (Λόγος β’ απολογητικός της εις Πόντον φυγής (PG 35, 489)). Ο Γρηγόριος ο Νύσσης απαιτούσε ο δάσκαλος να μην διαμορφώνει μόνο την ψυχή του μαθητή, αλλά και να προκαλεί και την ευσχημοσύνη του σώματός του (PG, 44, 928). Ο Μ. Βασίλειος συνιστά να γυμνάζονται με σωφροσύνη τα παιδιά (PG, 32, 448) εννοώντας προφανώς να μην γυμνάζονται γυμνά (καθότι αυτό συνδυαζόταν με την ανάπτυξη της παιδοφιλίας). Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς στον Παιδαγωγό του συνιστά μαζί με την ωραιότητα της ψυχής να καλλιεργείται και η ωραιότητα του σώματος (PG, 8, 640).

Είναι τραγελαφικός ο εσωτερικός διχασμός πολλών δυτικοθρεμμένων «ουμανιστών» Νεοελλήνων, που τους κάνει να μη μπορούν να κρίνουν αντικειμενικά τους αρχαίους Ο.Α. Έτσι, δέσμιοι, από τη μια της διαφωτιστικής αντιχριστιανικής ρητορείας και της δυτικοευρωπαϊκής φανταστικής  «αρχαιοελληνικότητας» και από την άλλη του αντιεθνικισμού και της φιλαληθείας τους, δεν μπορούν να ξεχωρίσουν την αλήθεια από το ψέμμα. Ενώ λ.χ. ο Κ. Σιμόπουλος γράφει ολόκληρο βιβλίο που ξεσκεπάζει το χάλι και την ξεφτίλα των αρχαίων Ο.Α., σε άλλο του βιβλίο – λές και πρόκειται για διαφορετικό συγγραφέα – κατηγορεί τον Μέγα Θεοδόσιο ότι «καταργεί τους Ο.Α. καταφέροντας ένα ακόμα ολέθριο πλήγμα εναντίον των ανθρωπιστικών παραδόσεων του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, εναντίον της ιδεολογίας της ειρηνικής επικοινωνίας και της ευγενικής άμιλλας» (Κ. Σιμόπουλου, Ο Μύθος των μεγάλων της ιστορίας, Αθήνα 1995, σ. 354).

Βεβαίως, αυτό το χάλι των συγχρόνων Ολυμπιακών Αγώνων (με την εμπορευματοποίηση, τα φάρμακα των αθλητών κ.λπ.) είναι ελαχιστότατο συγκριτικά με τη βαρβαρότητα του ήθους, τις αναπηρίες, τα βγαλσίματα ματιών, το χάσιμο σαγωνιών, δοντιών, τους φόνους κ.ά. των αγώνων των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων. Αν όμως κάποιοι αγώνες αξίζει να διοργανώνονται, αυτοί είναι οι λεγόμενοι Παρολυμπιακοί. Στην αρχαία Ελλάδα όμως αυτοί δε θα διεξάγονταν ποτέ, γιατί εκεί υπήρχε ο Καιάδας και οι Αποθέτες για τα ασθενικά παιδιά. Αυτή η βλακώδης αντίληψη του πρωταθλητισμού είναι προϊόν του «Ολυμπιακού πνεύματος» και των «αξιών του ολυμπισμού». Η αντίληψη δηλαδή ότι υπάρχει ένας winner και οι υπόλοιποι που είναι ελεεινοί losers και άξιοι χλευασμού (και πράγματι χλευάζονταν από τους συμπολίτες τους οι ηττημένοι αρχαίοι αθλητές). Δεν είναι τυχαίο ότι από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του Ολυμπισμού ήταν οι Ναζί (που θεοποιούσαν την νίκη, τη δόξα και τον μυώδη αθλητή-νικητή) και οι καπιταλιστές της Δύσης (που θεοποιούν τα λεφτά). Αυτές οι σιχαμερές αξίες, το να εξυμνείται ένας νικητής και όλοι οι άλλοι συναγωνιστές να θεωρούνται άχρηστα κορμιά ή να πέφτουν στην αφάνεια, είναι προϊόν των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων. Αντίθετα, υπήρξαν Αρχαίοι Έλληνες σοφοί, όπως ο Αριστοτέλης και ο Διογένης ο Κυνικός, που τόνιζαν ότι η με μέτρο γυμναστική είναι απλώς απαραίτητη για την υγεία του σώματος. Δεν απαιτείται ο συναγωνισμός με τρίτους, για να διαπιστώσουμε αν είμαστε σωματικά υγιείς. Πάντα θα υπάρχουν κάποιοι που είναι φύσει ανώτεροι σωματικά από εμάς˙ δεν απαιτείται να «τους νικήσουμε» σε κανέναν αθλητικό αγώνα, ώστε να αποδείξουμε ότι κάτι αξίζουμε. Ο μόνος συναγωνισμός που είναι απαραίτητος και λογικός είναι ο συναγωνισμός του καθενός με τον εαυτό του. Τόσο στις αθλητικές επιδόσεις αλλά κυρίως στις πνευματικές. Ο πρωταθλητισμός/ανταγωνισμός, αντιθέτως, αποπροσανατολίζει από τον σωστό στόχο (την υγεία) και οδηγεί σε σωματικά και ψυχικά ερείπια. Αλλά οι Αρχαίοι Ολυμπιακοί αγώνες αυτό ακριβώς το πνεύμα καλλιεργούσαν. Όχι το «αγωνιστικό», ούτε βέβαια της «άμιλλας» (με τόσες αγοροπωλησίες αθλητών και νικών;), αλλά του διαβολικού πρωταθλητισμού «ο θάνατός σου η ζωή μου», αντί της υγιούς, δίχως υπερβολές σωματικής άσκησης. Ούτε η ελεεινή «δόξα» (δόξα για ποιο πράγμα; Για αθάνατα πνευματικά επιτεύγματα μήπως; Ή για πρόσκαιρη και με τη βοήθεια αναβολικών, υπερκόπωσης, σωματική δύναμη;) που συμβάδιζε με τον ψυχικό εξευτελισμό όσων απλώς ήρθαν δεύτεροι, τρίτοι κ.λπ. είναι κάτι άξιο λόγου.

Εν πάσει περιπτώσει, με την κατάργησή τους από τον Μ. Θεοδόσιο οι Ολυμπιακοί γλίτωσαν από την παρακμή και εξιδανικεύτηκαν ανά τους αιώνες. Ουσιαστικά κέρδισαν τη φήμη τους – αποκαθαρώμενοι από κάθε τι κακό – εξαιτίας της κατάργησης αυτής. Αν τυχόν διατηρούνταν στην μεσαιωνική εποχή, ακριβώς με τον τρόπο που οι παγανιστές της ύστερης Αρχαιότητας τους διεξήγαγαν, κανείς σήμερα δεν θα πίστευε στο απίστευτο ψέμμα της εξιδανίκευσής τους. Η ειρωνία είναι ότι αυτοί που με τις πράξεις τους ουσιαστικά έδωσαν αυτή την υστεροφημία σε κάτι τόσο βάρβαρο, κατηγορούνται σήμερα ως οι καταστροφείς του.. «αρχαίου ολυμπιακού πνεύματος». Κι αν κανείς έλεγε πως δεν ήταν αυτός ο σκοπός του Θεοδόσιου – η απάντηση είναι πως δίχως το Θεοδόσιο και τα παράδοξα της ιστορίας, αυτοί οι ίδιοι δε θα θέλαν καν ν’ ακούσουν για «αρχαίο πνεύμα αθάνατο».

 

 

  23. "Ο  Θεοδόσιος που οι χριστιανοί τον λένε και Μέγα έσφαξε 7 χιλιάδες Έλληνες της Θεσσαλονίκης επειδή ήθελε να τους κάνει χριστιανούς, ενώ αυτοί επέμεναν στον παγανισμό. Οι Εθνικοί επαναστάτησαν κατά του Βυζαντίου. Όταν κατέλαβε την Κρήτη ο Νικηφόρος Φωκάς, έσφαξε τους Κρητικούς Εθνικούς, που αντιστάθηκαν γενναία".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: 

23a ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΦΑΓΗ ΣΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΘΕΣ/ΚΗΣ

Αυτό το ψεύδος υπάρχει σε διάφορες εκδοχές. Άλλοι Νεοπαγανιστές λεν ότι ο Θεοδόσιος ήθελε να επιβάλει ...τον νηπιοβαπτισμό. Ας ανοίξουν κανένα βιβλίο ιστορίας όσοι το πιστεύουν αυτό, για να μάθουν ότι η σφαγή έγινε επειδή οι Θεσσαλονικείς είχαν σκοτώσει τον διοικητή της φρουράς της πόλης επειδή αυτός με την σειρά του είχε κλείσει στη φυλακή έναν αγαπημένο τους ηνίοχο λόγω ενός νόμου που απαγόρευε την ομοφυλοφιλία. Καμμία σχέση με.. νηπιοβαπτισμούς ή διωγμό των Παγανιστών. Και, βέβαια, στον Ιππόδρομο πήγαιναν πολλοί Χριστιανοί. Ας ανοίξουν κανένα κείμενο του Χρυσόστομου οι έχοντες αντίρρηση σ'αυτό. Άλλωστε, ο Θεοδόσιος, οργανώνοντας τη σφαγή, κάλεσε όλους τους Θεσσαλονικείς να συμμετάσχουν στις γιορτές του Ιπποδρόμου. Δεν κάλεσε μόνο τους Εθνικούς, αλλά όλους τους κατοίκους. 

Αυτή η κατηγορία πρωτοειπώθηκε από τους Παγανιστές, που αναφέρουν πως η σφαγή των Θεσσαλονικέων από τον Θεοδόσιο έγινε επειδή «ο ΓότΘος στρατηγός Βοθέριχος, αρχηγός της Βυζαντινής φρουράς της Θεσ/νίκης προσπαΘεί να επιβάλλει τον εκχριστιανισμό των Ελλήνων κατοίκων της πόλεως. Αποτέλεσμα η εξέγερσις του λαού που προσπαΘούσε απεγνωσμένα να κρατήσει την εΘνική και Θρησκευτική του ταυτότητα», ενώ στην Ιστορία του Ελληνικού έθνους της Εκδοτικής Αθηνών ρητά αναφέρεται: «Την άνοιξη του 390 ο Θεοδόσιος δημοσίευσε ένα νόμο που τιμωρούσε με θάνατο την ομοφυλοφιλία. Βασιζόμενος στο κείμενο αυτό ο Βουθέριχος ....φυλάκισε έναν δημοφιλή ηνίοχο. Οργισμένος ο όχλος....κατακρεούργησε τον στρατηγό. Ο θυμός που κατέλαβε τον Θεοδόσιο ...ήταν τρομερός....και διέταξε να περικυκλώσει ο στρατός τον ιππόδρομο..και να σφάξει όλους τους θεατές. Για την διαταγή μετανόησε,αλλά η ανάκλησή της έφτασε στη Θεσσαλονίκη αφού είχαν σφαγεί 7.000 πολίτες».

Πηγές για όσα λέει η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους»  είναι ο Σωζομένος (Εκκλ. Ιστ., 7, 25) και ο Θεοδώρητος Κύρου (Εκκλ. Ιστ., 5, 17). «Ο ηνίοχος συνελήφθη και οδηγήθηκε στη φυλακή. Αργότερα, γίνονταν αγώνες  στον ιππόδρομο και ο λαός της Θεσσαλονίκης απαίτησε την απελευθέρωση του ηνίοχου, θεωρώντας τον απαραίτητο για τον εορτασμό των αγώνων. Επειδή το αίτημά τους απορρίφθηκε, εξεγέρθηκαν και έσφαξαν το Βουθέριχο. Ακούγοντας γι’ αυτή την πράξη ο αυτοκράτορας οργίστηκε πολύ και διέταξε ότι ένας αριθμός πολιτών θα εκτελούνταν. Η πόλη γέμισε με το αίμα πολλών αδίκως σφαγμένων. Και οι ξένοι που είχαν μόλις έρθει εκεί, θυσιάστηκαν μαζί με τους άλλους», γράφει ο Σωζόμενος.

Σύμφωνα με τον Μαλάλα (Χρονογραφία, λόγος ιγ’, 42-43 (PG 97 517BC)), που έζησε 2 αιώνες μετά τα γεγονότα (οι Θεοδώρητος και Σωζόμενος ήταν σύγχρονοι των γεγονότων) η  στρατιωτική διεύθυνση είχε επιτάξει πολλές κατοικίες των Θεσσαλονικέων για να τις χρησιμοποιήσουν ως κατάλυμμα των στρατευμάτων που παρεπηδημούσαν στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, κατ’ εφαρμογή του μέτρου του μετάτου (metatum) και το μέτρο αυτό προκάλεσε τη δυσφορία και αγανάκτηση των πολιτών. «Τοῦ στρατιωτικοῦ πλήθους διὰ μιτάτα ταράξαντα τὴν πόλιν, ἐσταςίασαν καὶ ὕβρισαν τὸν βασιλέα οἱ Θεσσαλονικεῖς. Καὶ θεωρήσας ἱππικὸν ἐν τῇ αὐτῇ πόλει γέμοντος τοῦ Ἱππικοῦ ἐκέλευσε τοξευθῆναι καὶ ἀπώλετο πλῆθος χιλιάδων δεκαπέντε. Καὶ διὰ τοῦτο ἀγανακτῆσας κατ’ αὐτοῦ Ἀμβρόσιος ὁ ἐπίσκοπος ἐποίησεν αὐτὸν ὑπὸ κώλυμα», γράφει επί λέξει. Αυτή είναι μια δεύτερη πιθανή αιτία. Ο Θεοφάνης συνδυάζει τις δυο εκδοχές θεωρώντας τα μιτάτα αιτία και την φυλάκιση του ηνίοχου αφορμή: ἐταράχθη ἡ πόλις διὰ τὰ μιτάτα τοῦ στρατοῦ, καὶ διὰ πρόφασιν ἡνιόχου καὶ τοῦ παιδὸς τοῦ ὑπάρχου (Χρονογραφία, P.339C). Άρα η αιτία της εξέγερσης είχε «υλικές» αιτίες και διόλου θρησκευτικές διαφορές.

Καμμία απολύτως πηγή δεν αναφέρει απόπειρα βίαιου εκχριστιανισμού των (ήδη Χριστιανών άλλωστε) Θεσσαλονικέων από τα στρατεύματα ως τον λόγο της εξέγερσής τους. Οι Ν/Π λένε ψέμματα και σε αυτήν την περίπτωση. Και ισχυρίζονται δίχως πηγές, δίχως καμμιά απόδειξη τέτοιες τρομερές κατηγορίες. Η Θεσσαλονίκη ήταν χριστιανικότατη πόλη και δεν ισχύουν οι νεοπαγανιστικοί ισχυρισμοί πως η σφαγή έγινε επειδή οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες μισούσαν μια πόλη, η οποία αρνείτο να εκχριστιανιστεί. Προς Θεσσαλονικείς έγραψε δύο επιστολές ο Παύλος επαινώντας τους για τον χριστιανικότατο βίο τους. Η Θεσσαλονίκη είχε να παρουσιάσει έναν άγιο Δημήτριο. Ήταν από τα μεγαλύτερα χριστιανικά κέντρα, δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αυτοκρατορίας. Αν υπάρχει κάποια εξήγηση για τη συμπεριφορά του Θεοδόσιου αυτή είναι ότι ο Θεοδόσιος ήταν εξαρτημένος από τους Γότθους μισθοφόρους οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι (και) στην Θεσσαλονίκη, διότι ο στρατός ήταν μισθοφορικός και ο αυτοκράτορας είχε να αντιμετωπίσει πολέμους και διαμάχες. Δεν μπορούσε παρά να υποκύψει στον εκβιασμό τους να τιμωρηθούν αυτοί που έσφαξαν τους συστρατιώτες τους και τον διοικητή τους. Μη ξεχνάμε ότι η γυναίκα του Θεοδόσιου ήταν Θεσσαλονικιά, ότι ο Θεοδόσιος βαπτίστηκε (σε μεγάλη ηλικία) στη Θεσσαλονίκη κι ότι επί της βασιλείας του χτίστηκαν τα περίφημα τείχη της Θεσσαλονίκης. Κανένα εξ αρχής μίσος, λοιπόν, δεν προκύπτει από τα παραπάνω.

Ο Θεοδόσιος επιτιμήθηκε αυστηρά από την Εκκλησία με στέρηση της θείας κοινωνίας και απαγόρευση εισόδου στην εκκλησία – πράγμα φοβερό για έναν Χριστιανό, ειδικά στην εποχή εκείνη και ειδικότερα για έναν νεοβάπτιστο, όπως ο Θεοδόσιος – προτού ζητήσει δημόσια συγγνώμη. Πέρασαν οκτώ μήνες ώστε να του επιτραπούν αυτά, αφού πρώτα ζήτησε ο Θεοδόσιος δημόσια συγγνώμη. Είναι αφελές να θεωρήσουμε πως αυτό ήταν στημένο, να εξευτελίσει ο Αυτοκράτορας τον εαυτό του μπροστά σε όλους τους υπηκόους του, μόνο και μόνο για να.. εκδικηθεί τους (δήθεν μη Χριστιανούς) Θεσσαλονικείς. Επομένως, η τιμωρία του Θεοδόσιου από την Εκκλησία δείχνει πως το κίνητρο για τη σφαγή δεν ήταν θρησκευτικό. Άλλωστε, ο Αμβρόσιος επέβαλε στον Θεοδόσιο να υπογράψει νόμο (C. Th., IX, 40, 13), ο οποίος διέταζε την καθυστέρηση της εκτέλεσης των νόμων για ένα μήνα από την έκδοσή τους.

Όταν τέτοια ψέμματα λέγονται για τόσο ξεκάθαρα ζητήματα (λ.χ. ο Βλ. Ρασσιάς ξεδιάντροπα γράφει για «λουτρό αίματος, όπως εκείνο της σφαγής της Θεσσαλονίκης, όπου είχαν κατασφαγεί δεκαπέντε χιλιάδες Έλληνες Εθνικοί» (Υπερ της των Ελλήνων νόσου, εκδ. Ανοιχτή Πόλη, τ. 3, σ.40)!), φαντάζεται κανείς τι ψέμματα λέγονται για πιο περίπλοκα. Τις ίδιες ανακρίβειες λεν μερικοί για την αιτία που ο Βασίλειος Β’ ο Μακεδόνας τύφλωσε 14 χιλιάδες Βούλγαρους αιχμαλώτους, αρχές του 11ου αι., δηλαδή δήθεν το έπραξε για να εκχριστιανίσει το βουλγαρικό έθνος. Η πραγματικότητα είναι ότι οι Βούλγαροι είχαν ήδη εκχριστιανιστεί προ αιώνων, αφετέρου ότι η ποινή της τύφλωσης εφαρμοζόταν σε στασιαστές κατά της Αυτοκρατορίας˙ ως τέτοιοι θεωρήθηκαν οι αιχμάλωτοι αυτοί από τον Βασίλειο Βουλγαροκτόνο (η Βουλγαρία ήταν επαρχία της Αυτοκρατορίας, και στασίασε), όπως άλλωστε έχουν επισημάνει διάφοροι ιστορικοί (Ζακυνθηνός κ.ά.), κι όχι ως αιχμάλωτοι πολέμου με άλλο κράτος (π.χ. με Άραβες).

23b ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΑΔΙΚΩΝ

Ένα ακόμη ψέμμα που διαδίδουν οι Ν/Π είναι ότι επί Λέοντα Γ’ (727 μ.Χ.) οι τάχα «Εθνικοί» της (νότιας) Ελλάδας και νησιών του Αιγαίου επαναστάτησαν κατά των τάχα «αλλοεθνών Βυζαντινών». Οι Ν/Π δε διστάζουν να παραποιούν τα ιστορικά στοιχεία. Οι ιστορικοί όμως λένε άλλα:

Νικηφόρου, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Ιστορία σύντομος, εκδ. Κανάκη.

§ 60. «Από εκεί λοιπόν (ο βασιλιάς) στράφηκε κατά της ευσέβειας και μελετούσε την καθαίρεση των ιερών εικονισμάτων, κακώς πιστεύοντας ότι, τάχα, από την ύπαρξη και την προσκύνησή τους έγινε το παράδοξο γεγονός. Επιχειρούσε λοιπόν να διδάξει στο λαό το δικό του δόγμα και πολλοί θρηνούσαν για την ύβρη κατά της εκκλησίας. Γι’ αυτό και οι κάτοικοι της Ελλάδας και των Κυκλάδων νήσων, διαφωνώντας με την ασέβεια, στασιάζουν κατά του αυτοκράτορα και, αφού συγκέντρωσαν πολύν στόλο, αναγορεύουν αυτοκράτορά τους κάποιον ονομαζόμενο Κοσμά. Και ήλθαν στη βασιλεύουσα και συγκρούστηκαν μ' αυτόν και τους πολέμησαν οι κάτοικοι τς πόλεως, οι οποίοι πυρπόλησαν πολλά από τα πλοία του Κοσμά. Αυτοί μόλις είδαν την ήττα, προσέφυγαν στον αυτοκράτορα (..)».Ο δε ιστοριογράφος Θεοφάνης προσθέτει ότι οι επαναστάτες αυτοί ενεφορούντο από θείο ζήλο, δηλαδή από την λατρεία προς τις εικόνες (ἐν τούτοις οὖν θείῳ κινούμενοι ζήλῳ στασιάζουσι κατ’ αὐτοῦ μεγάλῃ ναυμαχίᾳ συμφωνήσαντες Ἑλλαδικοί τε καὶ οἱ τῶν Κυκλάδων νήσων. Χρονογραφία, P.62B). Αυτή είναι η αλήθεια. Οι εικονολάτρες (=Ορθοδοξότατοι) Χριστιανοί Έλληνες επαναστάτησαν κατά του εικονομάχου Έλληνα αυτοκράτορα, κι όχι τίποτε ανύπαρκτοι Ειδωλολάτρες, όπως ψεύδονται οι Νεοπαγανιστές.

            Τι γράφει όμως ο κ. Ρασσιάς; «Ελλαδικοί και νησιώτες Έλληνες, εστασίασαν στο πλευρό του «τουρμάχου» Αγαλλιανού κατά του εικονομάχου αρμενικής καταγωγής αυτοκράτορος Λέοντος και εξεστράτευσαν κατά της Κωνσταντινουπόλεως με μεγάλο στόλο, ο οποίος όμως κατεστράφη σε ναυμαχία υπό του «Υγρού Πυρός» των Βυζαντινών» (Επίτομος Ιστορία των Σπαρτιατών, για το έτος 727). Δεν θα ξανασχολιάσουμε τον αβάσιμη διάκριση μεταξύ «Ελλήνων» και «Βυζαντινών» εδώ. «Ξεχνάει» να πει ο κ. Ρασσιάς, φυσικά απλώς επειδή δεν βρήκε καμμία πηγή (είναι άλλωστε όλες τόσο αναξιόπιστες) η οποία ν’ αναφέρει τα φρονήματα των επαναστατών, ότι οι Ελλαδικοί και Έλληνες επαναστάτες ήταν Ορθόδοξοι, δηλαδή εικονολάτρες, δηλαδή ουδόλως «μη Βυζαντινοί» ή «αντιβυζαντινοί». Την υπόθεση ότι μέσα στα καράβια των επαναστατών κρύβονταν και κάποιοι «Εθνικοί» κωπηλάτες, οι οποίοι συνεννοούνταν μεταξύ τους συνθηματικά, θα την αφήσουμε σε άλλους, πιο ειδήμονες, να την ελέγξουν και να την υποστηρίξουν. Φυσικά ο κ. Ρασσιάς έχοντας ξεπεράσει κάθε όριο, κυριολεκτικά δεν ξέρει τι αντιγράφει, αφού αλλού (Μια Ιστορία Αγάπης, τ. Β’, σ. 241-2) αναφέρει ότι οι Ελλαδικοί στασιάζουν «παρακινημένοι από τον παπα Ρώμης που τους παρουσιάζει μία έκρηξη του ηφαιστίου της Θήρας σαν τάχα... "οργή Θεού" για τα μέτρα του Λέοντος κατά των εικόνων», ενώ ο Νικηφόρος, στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο (59-60) της ιστορίας του, αναφέρει ότι ήταν ο Αυτοκράτορας Λέοντας που έγινε εικονομάχος θεωρώντας πως η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης οφείλεται στην οργή του Θεού. Όχι ότι ο Πάπας της Ρώμης παρουσίασε στους Έλληνες την έκρηξη ως οργή Θεού κατά του εικονομάχου Λέοντα.

23c ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ Ν. ΦΩΚΑ  

Ψέματα διαδίδουν οι Παγανιστές για την κατοχή της Κρήτης από τους Άραβες και την απελευθέρωσή της από τον Νικηφόρο Φωκά. Λεν ότι ο Νικηφόρος Φωκάς έσφαξε τους αυτόχθονες Εθνικούς Κρήτες, όταν την ανακατέλαβε. Φτάνουν στο σημείο να παρουσιάζουν ως μάρτυρα των γεγονότων ένα μυθικό πρόσωπο που, αν έζησε ποτέ, έζησε πριν το 1000 π.Χ. Το 824 οι Αραβες είχαν καταλάβει την Κρήτη που έγινε κέντρο Πειρατείας των Αράβων που λυμαίνονταν τις Κυκλάδες, την Πελοπόννησο κ.λ.π.. Μέχρι την Θεσσαλανονίκη έφτασαν, σημειώνει ο Ιωάννης Καμενιάτης. Αυτή είναι η αλήθεια. Κι αυτούς τους Άραβες εξόντωσε ο Νικηφόρος Φωκάς.

Βέβαια, οι Άραβες δεν μπόρεσαν να καταλάβουν όλη τη νήσο. Σύμφωνα με αραβικές πηγές, μόνο τα Σφακιά και η περιοχή τους δεν υποδουλώθηκαν  (Βασ. Ι. Καλαϊτζάκη, Η Κρήτη και οι Σαρακηνοί, εκδ. ΡΩΝΤΑ, σ. 156). Μια πόλη έμεινε ανάλωτη, κατά τον Ι. Γενέσιο (Bonn, σ. 47, 16-20) και κατά τον Γ. Φραντζή δύο, η Γορτύνη και η Κυδωνία (Lipsiae, σ. 104, 12-16). Από τα αδούλωτα Σφακιά και τις άλλες περιοχές οι γενναίοι Κρήτες συνέχισαν να αμύνονται. «Η άμυνα και η αντίσταση του πληθυσμού της Κρήτης κατά του κατακτητού ούδ’ επί στιγμήν εσταμάτησε» (Βασ. Ι. Καλαϊτζάκη, Η Κρήτη και οι Σαρακηνοί, εκδ. ΡΩΝΤΑ, σ. 160).

Ο Παπαρηγόπουλος βέβαια γράφει πως (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1885, επανέκδ. εκδ. Κάκτος, 1992,  τ. 10, 6): «Ο Αβού-Χαφί-Ομάρ Α’ (κατά τους Βυζαντινούς ιστορικούς «Απόχαψις») πίεσε τόσο πολύ τους κατοίκους [της Κρήτης] να δεχθούν το δικό του δόγμα, ώστε, όταν μετά από 138 χρόνια επανακτήθηκε το νησί, είχαν μείνει μόνο αμυδρά ίχνη χριστιανισμού. (...) και ο Ομάρ, αφού κάλεσε αποίκους από την Ισπανία, την Αίγυπτο και τη Συρία, ίδρυσε νέα πρωτεύουσα». Ωστόσο, μόνο οι εποικισμοί της Κρήτης με Άραβες είναι γεγονός. Τα περί εξάλειψης του Χριστιανισμού σήμερα δεν θεωρούνται ακριβή. «Αδιάκοπη υπήρξε, όπως αυτοί [=οι Άραβες ιστορικοί Ibn Istakhri, Ibn Hawkal, Abu Masudi] διαβεβαιώνουν και η τέλεση των εκκλησιαστικών και θρησκευτικών τους καθηκότνων σε όλη τη διάρκεια των 134 ετών της αραβικής κυριαρχίας» ((310) Ν.Ε. Οικονομάκη, Ειδήσεις Αράβων γεωγράφων-περιηγητών περί της Εν Κρήτη Αραβοκρατίας, ΠΒΔΚΣ, τ. Γ’, εν Αθήναις 1968, σ. 187-194) Βασ. Ι. Καλαϊτζάκη, Η Κρήτη και οι Σαρακηνοί, εκδ. ΡΩΝΤΑ, σ. 182).

Οι Νεοπαγανιστές φτάνουν στο σημείο να ισχυρίζονται ότι στην αραβοκρατούμενη Κρήτη – το Κοράνι ως γνωστόν επιτρέπει την ανοχή στους «λαούς της Βίβλου», δηλ. στους Χριστιανούς και τους Ιουδαίους, αλλά όχι στους Ειδωλολάτρες – ενώ σφαγιάστηκαν οι Χριστιανοί, οι Άραβες θα ανέχονταν, σε μια κτίση του Ισλάμ, να υπάρχουν (ακόμη κι αν υπήρχαν τέτοιοι το 824 μ.Χ.) Ειδωλολάτρες, ώστε να τους βρει και να τους «σφάξει ο Φωκάς» αργότερα. Ακόμη οι Νεοπαγανιστές ισχυρίζονται ότι οι  ανύπαρκτοι, όπως δείξαμε, ειδωλολάτρες Κρήτες συνεργάζονταν με τους Μουσουλμάνους κατακτητές. Περιττό να αναφέρουμε ότι καμμία πηγή, αραβική ή ελληνική, δεν αναφέρει ειδωλολάτρες τον 9ο και τον 10ο αιώνα ή νωρίτερα στην Κρήτη. Να πώς διαστρεβλώνεται η αλήθεια. Ο Ρασσιάς γράφει (Μια Ιστορία Αγάπης, τ. Γ’, σ. 94): «το ίδιο έτος ο Βυζαντινός στρατηγός Νικηφόρος Φωκάς εκστρατεύει κατά των Σαρακηνών και Ελλήνων αβάπτιστων και Εθνικών ("λέγεται γαρ κατόχους είναι Κρήτας μαντείαις και βωμολοχίαις και πλάναις" ομολογεί ο Λέων Διάκονος, στο 2ο βιβλίο της "Ιστορίας" του)». Κι ενώ ο Ρασσιάς στην αμέσως επόμενη σελίδα παραθέτει σχεδόν ολόκληρη την σχετική παράγραφο του Λέοντα Διάκονου, για να μας πει (ό.π., σ. 95) ότι «ο πολιορκούμενος πληθυσμός δεν ήταν τελικά, στο σύνολό του ή στο μεγαλύτερο τμήμα του, μωαμεθανικός» (έκανε και στατιστική εκτίμηση προφανώς), «ξέχασε» να παραθέσει επακριβώς τι λέει ο Λέων Διάκονος για τις «μαντείες» και «πλάνες» του παραπάνω αποσπάσματος (Λέοντα Διάκονου, Ιστορία, 2, 6): «Φημολογείται ότι οι Κρητικοί είναι γνώστες χρησμών και απόκρυφων τελετών και άλλων τέτοιων αγυρτιών, πράγματα που έχουν παραλάβει παλαιόθεν από τους Μανιχαίους και τον Μωάμεθ» («λέγεται γὰρ κατόχους εἶναι Κρῆτας μαντείαις καὶ βωμολοχίαις καὶ πλάναις, πρὸς τῶν Μανιχαίων καὶ τοῦ Μωάμεθ παρειληφότας ἀνέκαθεν.»). Άρα οι συγκεκριμένες «μαντείες» δεν είναι ένδειξη ύπαρξης Παγανιστών Κρητών, αλλά είναι επιρροή του Μανιχαϊσμού και του λαϊκού Ισλάμ. Στο κάτω-κάτω θα μπορούσαν να συνεπάγονται απλώς διατήρηση παγανιστικών εθίμων και λαϊκών παραδόσεων στους εξισλαμισμένους Κρήτες και Άραβες Μουσουλμάνους (όπως και η ασυναίσθητη διατήρηση παγανιστικών εθίμων από Έλληνες Ορθόδοξους διόλου δεν συνεπάγεται ότι αυτοί είναι Παγανιστές και όχι Ορθόδοξοι). Μάλιστα ο Ρασσιάς παραλείπει ακριβώς αυτήν την φράση του Λέοντα, «πράγματα που έχουν παραλάβει παλαιόθεν από τους Μανιχαίους και τον Μωάμεθ», λες και νόμισε ότι η Ιστορία του Λέοντα είναι τόσο δυσεύρετο κείμενο, ώστε αυτός να μπορεί να διαστρεβλώνει το νόημά της και να ισχυρίζεται ότι ο χριστιανός Λέοντας παραδέχεται, εμμέσως πλην σαφώς, ύπαρξη Παγανιστών Κρητών. Αυτοσχεδιάζει λοιπόν ο Ρασσιάς θεωρώντας την εύκολη κατάκτηση, το 824, της Κρήτης, ως απόδειξη ότι οι τοτινοί Κρήτες «άλλοι είναι μόνο τύποις χριστιανοί, άλλοι άθρησκοι και άλλοι Εθνικοί» (Μια Ιστορία Αγάπης, τ. Γ’, σ. 27). Δηλαδή δίχως καμμία απολύτως πληροφορία κανενός Άραβα ή Βυζαντινού συγγραφέα, η εύκολη υποδούλωση της Κρήτης για τον Ρασσιά συνεπάγεται ότι υπήρχαν τότε Παγανιστές Κρητικοί, ενώ απλούστατα συνεπάγεται ελλειπή αμυντική ικανότητα. Κατά πρώτον η Εικονομαχία (726-843 μ.Χ.) και η επανάσταση του Θωμά (821-823 μ.Χ.) είχαν εξασθενίσει τη Ρωμέηκη Αυτοκρατορία. Η επανάσταση είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή του στόλου του νησιωτικού θέματος των Κιβυρραιωτών: έτσι οι Άραβες μπορούσαν να καταπλεύσουν ανενόχλητοι στην Κρήτη. «Σύμφωνα με τις αραβικές πηγές ((67) Ν.Ε. Οικονομάκη, Η επιδρομή και η κατάκτηση της Κρήτης υπό των Αράβων κατά των Μπαλαδούρι, Κρητ. Χρον., τ. ΙΖ’, τχ. Α’, 1963, σ. 303-310) οι Σαρακηνοί συνάντησαν αντίσταση και για να το κατακτήσουν πολέμησαν αρκετό χρονικό διάστημα» (Βασ. Ι. Καλαϊτζάκη, Η Κρήτη και οι Σαρακηνοί, εκδ. ΡΩΝΤΑ, σ. 45). Πράγματι οι Άραβες αγωνίστηκαν επί έναν χρόνο (μέσα 823-μέσα 824 ή, κατ’ άλλους, μέσα 827-μέσα 828) για να καταλάβουν την Κρήτη: απόδειξη της λυσσαλέας αντίστασης των Ελλήνων Κρητών. Μάλιστα, σύμφωνα με τους ίδιους τους Άραβες ιστοριογράφους της εποχής εκείνης, «Κατείχαν οι Μουσουλμάνοι... την Κύπρον και την Κρήτην... αλλά εγένετο κυρίαρχος εις αυτάς ο εχθρός [= οι Ρωμιοί] ... οι δε κάτοικοί της [=της Κρήτης] διετέλουν εις κατάστασιν πολέμου και άλλοτε εις κατάστασιν εκεχειρίας... Και εκείνο το οποίον προεκάλεσεν την απώλειαν των δύο νήσων μετά την απόφασιν του εχθρού [= του Βυζαντίου] να επιτεθή εναντίον των, είναι η αδικία και ο φθόνος και η δυστροπία που έδειξαν οι κάτοικοί των κατά την εισβολή του [=του Νικηφόρου Φωκά]» (Ν. Ε. Οικονομάκη, Ειδήσεις Αράβων γεωγράφων-περιηγητών περί της εν Κρήτη αραβοκρατίας, ΠΒΔΚΣ, τ. Γ’, 1968, σ. 187-194, στο Βασ. Ι. Καλαϊτζάκη, Η Κρήτη και οι Σαρακηνοί, εκδ. ΡΩΝΤΑ, σ. 160). Δηλαδή οι Κρήτες, εκτός από τους συνήθεις λίγους εξωμότες, έδειχναν πολεμική και εχθρική διάθεση προς τους Μουσουλμάνους, και γι’ αυτό ο Νικηφόρος Φωκάς απελευθέρωσε την Κρήτη, σύμφωνα με την άποψη των Αράβων. Ακόμη και γι’ αυτούς τους λίγους που εξισλαμίστηκαν, μπορούμε να υποθέσουμε, σύμφωνα με τον Λόγο εις άγιον Βάρβαρον του Κωνσταντίνου Ακροπολίτη ότι παρέμειναν κρυπτοχριστιανοί: «και πρώτα μεν τας περιφήμους των νήσων Κρήτην τε και Σικελία... και το γε βαρύτατον συχνούς των ζωγρηθέντων, τούτο μεν τη εκ της σφετέρας αυτών ευτυχίας απάτη, τούτο δε τη εκ της αιχμαλωσίας ανάγκη, προς την ιδίαν φευ θρησκείαν μεταστήσαι».Ο Ακροπολίτης μιλά για εξισλαμισμό λόγω ανάγκης· επίσης μιλά για συχνούς εξισλαμισμούς, αλλά όχι για πλήρη εξισλαμισμό.

Επιπλέον ο Ρασσιάς (Μια Ιστορία Αγάπης, τ. Γ’, σ. 28) καταφεύγει στην γενική και αόριστη πληροφορία ότι οι Βυζαντινοί ιστοριογράφοι με το όνομα «Σαρακηνοί» εννοούσαν όχι μόνο τους Μουσουλμάνους αλλά ενίοτε και τους μη χριστιανικούς λαούς της Γης, «άρα» – συμπεραίνει ο Ρασσιάς – οι Σαρακηνοί της Κρήτης είναι (και) Παγανιστές ελληνικής καταγωγής. Τώρα, πώς στέκει το συμπέρασμα αυτό, ενώ δεν υπάρχει καμμία αντίστοιχη ένδειξη ειδικά για την αραβοκρατούμενη Κρήτη, είναι προφανώς περιττό να το εξηγήσει ο Ρασσιάς. Λογικά, εάν το «Σαρακηνοί» σημαίνει ενίοτε απλώς τους μη Χριστιανούς (κι όχι μόνον τους Μουσουλμάνους), αυτό δε συνεπάγεται ότι σημαίνει πάντοτε – ειδικά όταν δεν έχουμε κάποια ένδειξη – συμπαρουσία μη Μουσουλμάνων, ήτοι Παγανιστών ή Ιουδαίων. Ο Λέων Διάκονος αναφέρεται εξαρχής στη δυναστεία των «Αραβιτών Κρητών» (Ιστορία, 1, 2) οι οποίοι κατέκτησαν την Κρήτη, δηλώνοντας έτσι ότι αναφέρεται σε Μουσουλμάνους, έπειτα αναφέρει ξανά την αραβομουσουλμανική προέλευση (όπου μιλά για «παιδιά της Αγάρ»· και, αντίθετα με τον όρο «Σαρακηνοί» ο οποίος πράγματι ενίοτε χρησιμοποιούταν και για τους μη Χριστιανούς απλώς, ο όρος «Αγαρηνοί» χρησιμοποιούνταν από τους Χριστιανούς για να δηλώσει αποκλειστικά τους Αραβομουσουλμάνους κι εξισλαμισθέντες και όχι τους «μη Χριστιανούς» γενικά) των υπερασπιστών του Χάνδακα (Ιστορία, 1, 6) και συνεχώς αποκαλεί τους εχθρούς που κατείχαν το Χάνδακα «βαρβάρους». Περιττό να προσθέσουμε, έπειτα από όλα αυτά, πως ο ισχυρισμός ότι «Όσοι από τους Σαρακηνούς και τους μη χριστιανούς Κρήτες έχουν επιζήσει και δεν έχουν προλάβει ν’ αποσυρθούν στα βουνά υποβιβάζονται σε καθεστώς δουλοπαροικίας» (Μια Ιστορία Αγάπης, τ. Γ’, σ. 96) είναι απλώς αποκύημα της τεράστιας φαντασίας του Ρασσιά, γιατί απλούστατα – το ξανατονίζουμε και θα το τονίζουμε – κανείς ιστοριογράφος, Άραβας ή Βυζαντινός δεν αναφέρει τίποτε από όλα αυτά. Ενδεικτικό της αγωνιώδους προσπάθειας του Ρασσιά για απόκρυψη της αντίστασης των Ελλήνων Κρητικών στην αραβική κατάκτηση της Κρήτης (αντίστοιχη με την παράλειψη παράθεσης της φράσης σχετικά με την προέλευση των «μαντειών»), είναι ότι αναφέρει ότι τα Σφακιά «θα αφεθούν σε καθεστώς πλήρους αυτονομίας» (Μια Ιστορία Αγάπης, τ. Γ’, σ. 28) από τους Κατακτητές, ενώ οι ίδιες οι αραβικές πηγές αναφέρουν ότι τα Σφακιά δεν υποδουλώθηκαν, προφανώς λόγω της ισχυρής αντίστασης των Κρητών. Και βέβαια αλλού αναφέρει αδιάφορα και σχεδόν ως ουδέτερος (παρουσιάζει την πράξη ως.. αντίποινα!) την τρομερή καταστροφή της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας, το 904 από τους Σαρακηνούς της Κρήτης (με τον συνεπακόλουθο σφαγιασμό και εξανδραποδισμό των κατοίκων τους), πόλεις των οποίων τους κατοίκους ο Ρασσιάς αποκαλεί απλώς «χριστιανούς» (Μια Ιστορία Αγάπης, τ. Γ’, σ. 76) και όχι ελληνικής καταγωγής, ώστε να απαλύνει τις εντυπώσεις για τη δράση των ελληνομάχων Μουσουλμάνων, τους οποίους παρουσιάζει ως εκδικητές Εθνικούς.

Η αλήθεια είναι ακριβώς η αντίθετη από την άποψη ότι όλοι οι Κρήτες εξισλαμίστηκαν. Αν και εξισλαμίστηκαν οι κάτοικοι των πεδινών περιοχών και διαδόθηκε δια της βίας το Ισλάμ από τους Άραβες, μεγάλο μέρος των Κρητικών παρέμεινε πιστό στη θρησκεία των προγόνων του: «Οι άραβες ιστορικοί Ibn Istakhri, Ibn Hawkal και Abu Mas’udi αναγνωρίζουν και τονίζουν πως ο λαός της Κρήτης σε όλη της διάρκεια της αραβοκρατίας όχι μόνο δεν εξαραβίστηκε και δεν αφομοιώθηκε από τους Σαρακηνούς, αλλά αντίθετα ούτε μια στιγμή δεν έπαυσε να αμύνεται κατά του εισβολέα σθεναρά και να προβάλλει συνεχώς αποφασιστική κατά των κατακτητών αντίσταση˙ αδιάκοπη υπήρξε, όπως αυτοί διαβεβαιώνουν, και η τέλεση των εκκλησιαστικών και θρησκευτικών τους καθηκόντων σ’ όλη τη διάρκεια των 134 ετών της αραβικής κυριαρχίας» (Βασ. Ι. Καλαϊτζάκη, Η Κρήτη και οι Σαρακηνοί, εκδ. ΡΩΝΤΑ, σ. 182) – βλ. και Ν. Ε. Οικονομάκη, Ειδήσεις Αράβων γεωγράφων – περιηγητών περί της εν Κρήτηι αραβοκρατίας, ΠΒΔΚΣ, τ. Γ’, Αθήνα 1968, σ. 187-194 και 189-190. Δηλαδή η αλήθεια είναι πως ορισμένοι εξωμότες, γενίτσαροι και δοσίλογοι συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, κάνοντας ληστείες και επιτιθέμενοι στους ομοεθνείς τους Έλληνες των παραλίων του Αιγαίου, ενώ οι περισσότεροι Κρήτες παρέμειναν Χριστιανοί – έστω και με χαλαρώτερη την θρησκευτική συνείδηση – και αντιστέκονταν στους Άραβες, κι έρχονται οι Νεοπαγανιστές να ντροπιάσουν τους Κρητικούς, λέγοντας πως οι τελευταίοι συνεργάστηκαν με χαρά μαζί με τους Άραβες. 

Κρητικοί αυτόμολοι είχαν προειδοποιήσει έγκαιρα την κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης για την επικείμενη τρομερή επιδρομή του 904 στη Θεσσαλονίκη (Ι. Καμενιάτης στη Συνέχεια Θεοφάνους, Bonn, σ. 508, 5-14). Αλλά και κατά την απελευθέρωση της Κρήτης, «καθημερινώς αυτομολούσαν στο στρατόπεδο του Νικηφόρου Φωκά και του έδιναν βοήθεια και πολυτιμες πληροφορίες» (Βασ. Ι. Καλαϊτζάκη, Η Κρήτη και οι Σαρακηνοί, εκδ. ΡΩΝΤΑ, σ. 162): «Ἔκτοτε δὲ πολλοὶ καθ’ ἑκάστη ηὐτομόλουν πρὸς τὸν μάγιστρον» Συνέχεια Θεοφάνους, Bonn, σ. 476, 10-11. «Κρητικοί πήραν μέρος και συμπολεμήσανε μαζί με τους άνδρες του Νικηφόρου Φωκά κατά την πολιορκία του Χάνδακα» (Βασ. Ι. Καλαϊτζάκη, Η Κρήτη και οι Σαρακηνοί, εκδ. ΡΩΝΤΑ, σ. 162) (Συνέχεια Θεοφάνους, Bonn, σ. 476, 10-11). Μάλιστα, Κρητικοί ειδοποίησαν και οδήγησαν τον Νικηφόρο Φωκά κατά την πολιορκία του Χάνδακα κατά των Σαρακηνών της ενδοχώρας που κατείχαν το γήλοφο και είχαν συνεννοηθεί με τους πολιορκούμενους Σαρακηνούς να ενεργήσουν αιφνιδιαστική επίθεση κατά του Νικηφόρου Φωκά απ’ έξω και από μέσα από την πόλη, για να τον εξαναγκάσουν να λύσει την πολιορκία (Λέοντα Διάκονου, Ιστορία, 1, 7, όπου γράφει «ἰθαγενεῖς ἄνδρας»). Οι σφαγιασθέντες αναφέρονται και από Βυζαντινούς χρονογράφους (π.χ. Λέων Διάκονος). Μόνο που δεν είναι Κρήτες, αλλά άνδρες εκστρατευτικού σώματος Αράβων που στάλθηκαν από τη Β. Αφρική για να ενισχύσουν τους πολιορκημένους Άραβες του Χάνδακα (Λέοντα Διάκονου, Ιστορία, 1, 7: «σε κάποιο μικρό λόφο άρχιζε να συγκεντρώνεται βαρβαρικό στράτευμα σαράντα περίπου χιλιάδων, με σκοπό να επιτεθούν αιφνιδιαστικά και απροειδοποίητα εναντίον των Ρωμαίων, να τους εκδιώξουν από το νησί και να απεγκλωβίσουν τους ομοφύλους τους που είχαν αποκλειστεί στην πόλη»). Το εκστρατευτικό αυτό σώμα, χάρη σε πληροφορίες χριστιανών Κρητών προς τον Φωκά, έπεσε σε ενέδρα και εξοντώθηκε. Αυτή είναι η ιστορία, την οποία διαστρεβλώνουν οι Νεοπαγανιστές.

Οι Νεοπαγανιστές αποκαλούν «σφαγή Παγανιστών Κρητικών από τους Βυζαντινούς» την άλωση του Χάνδακα και την σφαγή των Μουσουλμάνων Αράβων υπερασπιστών της. «Τον 10ο αιώνα, με την άλωση του Χάνδακα από τον Νικηφόρο Φωκά, κατασφάζονται πολλές χιλιάδες Κρήτες που ζούσαν στα παραθαλάσσια πεδινά (...) ενώ οι Έλληνες υποχρεώνονται να αποσυρθούν στο εσωτερικό και εξ αυτών οι Εθνικοί στα βουνά» (Βλ. Ρασσιά, Υπέρ της των Ελλήνων νόσου, εκδ. Ανοιχτή Πόλη, τ. 3, σ. 100). Έτσι, οι ανύπαρκτοι Εθνικοί επανέρχονται... στη ζωή. Ποιο εσωτερικό και ποια βουνά, αφού ο απελευθερωτής Νικηφόρος Φωκάς απελευθέρωσε όλη την Κρήτη; Όπως έχουμε πει, ο Χάνδακας ιδρύθηκε από τους Άραβες κατακτητές του νησιού και εποικίστηκε με Μουσουλμάνους από την Ισπανία, την Συρία και την Αίγυπτο. Η σφαγή των κατοίκων ήταν όντως τρομακτική, αλλά αυτό συνέβη λόγω της πεισματικής αντίστασής τους, κι επιπλέον, αυτοί που σφάχτηκαν, οι κάτοικοι του Χάνδακα, δεν ήταν Κρητικοί, αλλά ξενόφερτοι Μουσουλμάνοι έποικοι. Άλλωστε ο Νικηφόρος Φωκάς, βλέποντας τη σφαγή «μπήκε ανάμεσά τους και προσπαθούσε να κατευνάσει την ορμή των στρατιωτών, επιχειρώντας να τους μεταπείσει να μην σκοτώνουν όσους παρέδιδαν τα όπλα (...) Με τέτοια λόγια ο στρατηγός μόλις που κατόρθωσε να ανακόψει την ανελέητη ορμή των στρατιωτών» (Λέοντα Διάκονου, Ιστορία, 2, 7). Οι δε Μουσουλμάνοι της υπόλοιπης Κρήτης, έπειτα από την απελευθέρωση του Χάνδακα, έστελναν πρεσβείες υποταγής και, όπως έχουμε δει στο κεφάλαιο περί οσίου Νίκωνα, εξελληνίστηκαν και εκχριστιανίστηκαν ειρηνικά. Μαθαίνουμε ότι μετά την πτώση του Χάνδακα ο Νικηφόρος «οδήγησε τους στρατιώτες του στην ύπαιθρο. Αφού λοιπόν την υποδούλωσε και την λαφυραγώγησε και υπέταξε όλους τους αντιπάλους χωρίς σταγόνα αίμα..» (Λέοντα Διάκονου, Ιστορία, 2, 8). Δεν υπήρξαν άλλες εστίες αντίστασης λοιπόν. Όταν οι Νεοπαγανιστές αποκαλούν «Εθνικούς» τους Άραβες κατακτητές και τους δοσίλογους Αραβοκρητικούς εξωμότες (Όπως ήταν εξωμότες και αγριότεροι των Τούρκων οι Τουρκοκρητικοί), οι οποίοι άλωσαν το 904 την Θεσσαλονίκη κατασφάζοντας τους Θεσσαλονικείς, και αλώνιζαν στο Αιγαίο με την πειρατεία, τρομοκρατώντας τους Έλληνες, ψεύδονται.

Ένας άλλος Νεοπαγανιστής συγγραφέας, μάλλον επιστημονικής φαντασίας γράφει: «Οι Κρητικοί ήταν ακατάβλητοι κυρίως για δύο λόγους, γράφει ο Συνεχιστής του Θεοφάνους: Πρώτον διότι είχαν διατηρήσει αλώβητο το Ελληνικό Ιερατείο τους, το οποίο προΐστατο στους Απελευθερωτικούς Αγώνες». Φαντάζεται κανείς πώς θα ακουγόταν, να έγραφε ο Χριστιανός Συνεχιστής του Θεοφάνη τέτοια πράγματα, ότι υπάρχουν ειδωλολάτρες Κρητικοί που είναι και ακατάβλητοι, και μάλιστα ότι αυτό οφείλεται στον Παγανισμό! Τόσο χοντρά παραμύθια πουλάνε οι Παγανιστές (εννοείται, ότι για να παραθέσουν οι Νεοπαγανιστές, ποιο έιναι το  συγκεκριμένο εδάφιο που λέει κάτι τέτοια, ούτε λόγος). Και το κείμενο που έχουν οι Νεοπαγανιστές  έχει ως πηγή τάχα κάποιον Πρίσκο και την χρονογραφία του τα «Κρητικά» του από τη συλλογή του 19ου αι. «Jus Graeco-Romanum». Δύο Πρίσκοι υπάρχουν στην βυζαντινή εποχή: Ο ένας ήταν βυζαντινός στρατηγός του 6ου-7ου αι. μ.Χ.. Ο δεύτερος ήταν βυζαντινός ιστορικός του 5ου αι. μ.Χ. Η απελευθέρωση της Κρήτης έγινε τον 10ο αιώνα. Ποιος «Πρίσκος» έγραψε την χρονογραφία, απ’ την οποία ισχυρίζονται οι Νεοπαγανιστές ότι πήραν τα στοιχεία; Μήπως ο Πρίσκος του 4ου αι.; Αυτός δεν πρόλαβε να δει την απελευθέρωση της Κρήτης. Μήπως ο στρατηγός του 7ου αι.; Αυτός δεν συνέγραψε καμμιά χρονογραφία και δεν ήταν σύγχρονος του Νικηφόρου Φωκά. Αλλά το μεγαλύτερο ψέμα αφορά το Jus Graeco-Romanum. Αυτό είναι συλλογή νόμων Βυζαντινών Αυτοκρατόρων. Καμμία σχέση με Κρήτη και Κρήτες ανύπαρκτους Εθνικούς. Τέλος να αναφέρουμε ότι ο Ρασσιάς χρησιμοποιεί το «αποστασία» που ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός γράφει σε μια επιστολή του προς τους Κρήτες ως αιτία για να υπονοήσει έμμεσα ότι πρόκειται για αναφορά του Αλέξιου στους Παγανιστές Κρήτες, συγκεκριμένα (Μια Ιστορία Αγάπης, τ. Γ’, σ. 96) τους απειλεί με σφαγή λόγω του υποτιθέμενου παγανισμού τους. Ωστόσο ο Αλέξιος αναφέρεται στην αποστασία του βυζαντινού διοικητή της Κρήτης, Καρύκη, το 1091/92, ο οποίος επαναστάτησε με δική του πρωτοβουλία. Οι Κρητικοί, όταν έμαθαν ότι φτάνει βυζαντινός στόλος, επιτέθηκαν οι ίδιοι στον Καρύκη. Η λέξη «αποστασία» βέβαια χρησιμοποιείται με την έννοια της επανάστασης και όχι της ειδωλολατρίας. Ήδη ο Λέων Διάκονος (π.χ. κεφ. 7, 1), ένα αιώνα πριν, χρησιμοποιεί την λέξη αποστασία εννοώντας την στάση κάποιου αξιωματούχου που ήθελε να ανέβει στο θρόνο.

Οι ισχυρισμοί αυτοί των Νεοπαγανιστών προσβάλλουν την προσφορά των Κρητικών στους αγώνες της Ρωμανίας κατά των Αράβων και των άλλων κατακτητών, ειδικότερα διότι οι Κρήτες ήταν οι τελευταίοι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης το 1453, συνεχίζοντας να αμύνονται από τους πύργους τους ακόμη κι όταν είχε αλωθεί η Πόλη, κερδίζοντας έτσι το θαυμασμό του Μωάμεθ Β’, που τους επέτρεψε να φύγουν με τα όπλα τους στην Κρήτη. Αν οι σημερινοί Κρητικοί εξακολουθήσουν αμέριμνοι να αδιαφορούν για τα εναντίον τους ψέμματα, τότε να είναι σίγουροι ότι σε λίγο οι Νεοπαγανιστές θα ισχυριστούν πως οι Κρητικοί συμπολέμησαν μαζί με τους Μουσουλμάνους Τουρκοκρητικούς και Τούρκους, κατά την Επανάσταση του Δασκαλογιάννη, κατά το 1821, το 1866 στο Αρκάδι και το 1897, προκειμένου να μην.. υποδουλωθεί στο ελληνικό κράτος η Κρήτη.

            Όπως βλέπουμε, ξεδιάντροπα οι Νεοπαγανιστές, κάθε εσωτερική, εμφύλια εξέγερση των Βυζαντινών κατά των αρχόντων τους την ερμηνεύουν ψευδόμενοι ως «επανάσταση των Ελλήνων κατά των Βυζάντινών». Μια πιο λεπτομερής ανάλυση όλων των ισχυρισμών των Νεοπαγανιστών θα αποδείκνυε πλήρως αυτό που διαφαίνεται από τα παραπάνω: ότι η προσπάθεια των Νεοπαγανιστών να εμφανιστούν ως θύματα συνιστά μια από τις μεγαλύτερες και αισχρότερες απάτες των τελευταίων δεκαετιών.

23d ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΤΩΝ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΩΝ

            Στο σημείο αυτό προτείνουμε στους αναγνώστες μας έναν Οδηγό Προστασίας κατά της Προπαγάνδας των αρχαιόπληκτων. Κατ’ αρχήν, καθένας μας πρέπει να γνωρίζει ότι οι αρχαιόπληκτοι προπαγανδιστές μυθοπλασιών ούτε ιστορικοί είναι ούτε σοβαροί άνθρωποι˙ π.χ. είναι άνθρωποι, οι οποίοι στη δεκαετία του 1980 ήταν αναρχικοί και έπειτα έγιναν «εθνολάτρες», ή άνθρωποι οι οποίοι πριν ήταν θεοσοφιστές, new agers και τέκτονες και στη δεκαετία του 1990 έγιναν ξαφνικά «συνεχιστές» της αρχαίας λατρείας του 5ου π.Χ. αιώνα. Όταν λοιπόν ακούμε κάποιον αρχαιολάτρη, σε παρέες ή σε διαδικτυακά fora, να αρχίζει το κατεβατό του από ισχυρισμούς κατά του Χριστιανισμού και της χριστιανικής ιστορίας υποστηρίζοντας ότι έτσι έχουν τα πράγματα, πρέπει να προσέξουμε:

1)      Μας δίνει πειστικά στοιχεία ή ομιλεί δίχως να παραπέμπει σε κάποιον συγγραφέα; Του ζητάμε πηγές ή βιβλιογραφία. Αν μιλά με υποθέσεις, τότε τον αποστομώνουμε δείχνοντας την αμάθειά του.

2)      Αν παραπέμπει σε συγγραφέα, αυτός είναι σύγχρονος ή αρχαίος, της εποχής των γεγονότων στα οποία αναφέρεται ο αρχαιολάτρης (π.χ. του 4ου ή 5ου μ.Χ. αι.);

3)      Αν ο αρχαιολάτρης προπαγανδιστής μάς παραπέμπει σε σύγχρονο συγγραφέα, παραθέτοντας ένα τυχαίο βιβλίο του, θα του ζητήσουμε να μας αναφέρει τον αρχαίο συγγραφέα, το σύγγραμμα του αρχαίου συγγραφέα και την ακριβή αρχαία παραπομπή, διότι συνήθως οι σύγχρονοι συγγραφείς τους οποίους οι αρχαιόπληκτοι χρησιμοποιούν (αν τους διάβασαν κι αυτούς) είναι αντιχριστιανοί και διαστρεβλωτές των απόψεων των αρχαίων ή χριστιανών συγγραφέων (π.χ. Λ. Ζωγράφου). Π.χ. οι αντιχριστιανοί σύγχρονοι συγγραφείς κάνουν λόγο για τον Ιωάννη Χρυσόστομο δίχως να έχουν διαβάσει παρά ένα μηδαμινό τμήμα του τεράστιου έργου του, διότι απλούστατα μόνο στην Ελλάδα βρίσκονται τόσο εύκολα σε βιβλιοθήκες/βιβλιοπωλεία οι Πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

4)      Αν ο αρχαιολάτρης μάς παραθέτει μια παραπομπή κάποιου αρχαίου συγγραφέα, θα του ζητήσουμε να μας παραθέσει αυτούσιο το αρχαίο κείμενο, καθώς και την έκδοση του αρχαίου κειμένου, απ’ την οποία έλαβε το απόσπασμα. Αυτό το συνιστούμε, διότι συνήθως οι αρχαιολάτρες δεν έχουν διαβάσει το αρχαίο κείμενο του οποίου την παραπομπή παραθέτουν, αλλά απλώς «αντιγράφουν» «σκέτες» αρχαίες παραπομπές (δίχως το αρχαίο κείμενο) από τους σύγχρονους αντιχριστιανούς συγγραφείς, οι οποίοι επίσης δεν διάβασαν το αρχαίο κείμενο («σπαστό τηλέφωνο»)˙ και έτσι οι αρχαιόπληκτοι ισχυρίζονται πορίσματα τα οποία με κανένα λόγο δεν προκύπτουν από τα αρχαία κείμενα, στα οποία βασίζουν τους ισχυρισμούς  τους.

5)      Αν μας παραθέσει το αρχαίο κείμενο, πρέπει να προσέξουμε τον τρόπο με τον οποίο ο αρχαιολάτρης το μεταφράζει και βγάζει τα συμπεράσματά του. Π.χ. όταν πρόκειται για την Παλαιά Διαθήκη, έχουμε δείξει την φρικιαστική διαστρέβλωση ενός εδαφίου της, όπου, σύμφωνα με τους αρχαιόπληκτους, ο Θεός δήθεν προστάζει κάποιον προφήτη να φάει περιττώματα (!), ενώ η σωστή μετάφραση τίποτε τέτοιο δεν δείχνει. Απλώς οι αρχαιόπληκτοι παραποίησαν – ίσως λόγω άγνοιας των αρχαίων ελληνικών – το κείμενο της Π.Δ. «φτιάχνοντας» μία ψευδή μετάφραση. Συμπέρασμα: ποτέ δεν εμπιστευόμαστε μετάφραση αρχαίων κειμένων από αρχαιόπληκτους προπαγανδιστές.

6)      Επίσης, όταν παραθέτει – ακόμη και με τη σωστή μετάφραση – αρχαία κείμενα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί για τα απατεωνίστικα συμπεράσματα του κάθε αρχαιολάτρη. Π.χ. έχουμε δει ότι τα γεγονότα της Σκυθόπολης τα παραποιεί ο Ρασσιάς, παραθέτοντας μόνο μία από τις δεκαεφτά παραγράφους του επίμαχου κεφαλαίου του Αμμιανού Μαρκελλίνου, που κι αυτήν την διαστρεβλώνει προσθέτοντας αισχρά ένα "..ως ειδωλολάτρης". Ο σκοπός του ήταν να βγάλει το συμπέρασμα ότι τάχα στη Σκυθόπολη οργανώθηκε και διεπράχθη «γενοκτονία» κατά Εθνικών. Περιττό να πούμε ότι στα βιβλία του ο Ρασσιάς παραθέτει, στο τέλος, ως βιβλιογραφία, τον Αμμιανό Μαρκελλίνο, προσπαθώντας να πείσει τους αναγνώστες του ότι τον διάβασε. Φυσικά οι «βιβλιογραφίες», που παραθέτουν οι αρχαιολάτρες στα βιβλία τους, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους ουδέποτε διαβάστηκαν από τους ίδιους. Απλώς π.χ. συμβαίνει ό,τι αναφέραμε στο 4) και οι αρχαιολάτρες βάζουν και το αρχαίο σύγγραμμα ως πηγή τους, την οποία δήθεν διάβασαν.

7)      Πάντοτε και σε κάθε κείμενο προσέχουμε μήπως οι αρχαιολάτρες παραθέτουν τη μισή αλήθεια (αυτό ισχύει και στα κείμενα της Καινής Διαθήκης) ή αν «ξεχνάν» κάποια γεγονότα. Π.χ. έχουμε δει παραπάνω ότι οι αρχαιολάτρες αναφέρονται σε δολοφονίες Εθνικών αρχόντων ή εξέχοντων προσώπων, ως απόδειξη ότι «οι Εθνικοί διώκονταν», ενώ στην πραγματικότητα ούτε η θρησκεία των δολοφονημένων Εθνικών ήταν η αιτία της δολοφονίας τους ούτε οι δολοφονίες ή εκτελέσεις έγιναν δίχως αιτία, αλλά οι συγκεκριμένοι εκείνοι Εθνικοί είχαν εμπλακεί σε συνωμοσία κατά του αυτοκράτορα. Συμπέρασμα: τα πορίσματα των αρχαιολατρών πρέπει να ελέγχονται μέσα στα πλαίσια του ευρύτερου ιστορικού πλαίσιου.

 

 

 ΠΡΟΧΩΡΗΣΕ ΣΤΟ Θ' ΜΕΡΟΣ (Κοινότοπα αρχαιολατρικά παραμύθια) 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ