ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΠΛΗΞΙΑ 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

 Ζ' ΜΕΡΟΣ 

 

ΔΙΩΞΕΙΣ III

 

  15. "Οι παπάδες και οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες ήταν κατά της αρχαίας φιλοσοφίας και παιδείας, έβγαζαν λόγους «κατά Ελλήνων» και καταδικάζουν ο,τιδήποτε αρχαιοελληνικό μετα βδελυγμίας."

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Αν επιτίθονται κατά φιλοσοφικών ρευμάτων οι εκκλησιαστικοί  συγγραφείς, το κάνουν με τον ίδιο τρόπο που οι φιλόσοφοι αλληλοκατηγορούνταν μεταξύ τους και έστελναν στο πυρ το εξώτερο τις αντίπαλες φιλοσοφίες και τους αντίπαλους φιλόσοφους. 

 

15a ΑΡΧΑΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΑΛΛΟΛΟΫΒΡΙΖΟΜΕΝΟΙ

-Ο Αριστοτέλης γράφει (Μεταφυσ. Α’, 986b, 27) ότι ο Ξενοφάνης ήταν πολύ κατώτερος από τον Παρμενίδη και μάλιστα «μικρόν αγροικότερος».

-Ο Αριστοτέλης αποκαλεί απαίδευτους τους Κυνικούς γράφοντας «οἱ Ἀντισθένιοι καὶ οἱ οὕτως ἀπαίδευτοι» (Μετά τα Φυσικά, Η’, 3 (1043b, 24)).

-Ο Αριστοτέλης γράφει για τον Πρωταγόρα: «ενώ δεν λένε τίποτα αυτού του είδους οι διανοητές, δίνουν την εντύπωση ότι λένε κάτι σημαντικό» (Μετά τα Φυσικά, Ι’, 1 (1053b, 4)).

- Ο Παρμενίδης πήρε εξαρχής εχθρική στάση απέναντι στον Ηράκλειτο. Κάπου γράφει:

«..................................................οἱ δὲ φοροῦνται κωφοὶ ὁμῶς τυφλοί τε τεθηπότες ἄκριτα φῦλα

οἷς τὸ πέλειν τε καὶ οὐκ εἶναι ταὐτόν ἐστι κέλευθος» (Απ. 6, 8) Δηλαδή:«Ενώ αυτοί παραδέρνουν κουφοί μαζί και τυφλοί, σαστισμένοι, μπουλούκια χωρίς κρίση, αυτοί που δεν κάνουν παρά να θεωρούν το «είναι» και το «μη είναι» σαν το ίδιο πράγμα».

-Ο Ηράκλειτος χλευάζει τον Πυθαγόρα (Απ. 81): «Πυθαγόρας κοπίδων ἐστίν ἀρχηγός», «ο Πυθαγόρας είναι αρχηγός στους αγύρτες»,

-Ο Ηράκλειτος περιφρονεί τον Ησίοδο, τον Πυθαγόρα, τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο λέγοντας (Απ. 40): «Η πολυμάθεια δε διδάσκει να έχεις νου. Αν ήταν έτσι θα είχε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυθαγόρα, ακόμα και τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο («Πολυμαθίη νόον ἔχειν οὐ διδάσκει˙ Ἡσίοδον γάρ ἄν ἐδίδαξε καί Πυθαγόρην αὖτις τε Ξενοφάνεά τε καί Ἑκαταῖον»).

-Ο Ξενοφάνης, όταν ο Εμπεδοκλής του είπε ότι ο σοφός άνδρας δεν βρίσκεται, αυτός του απάντησε ειρωνικά: «φυσικά, διότι πρέπει κανείς να είναι σοφός ώστε να αναγνωρίσει τον σοφό» («Ἐμπεδοκλέους δὲ εἰπόντος αὐτῷ ὅτι ἀνεύρετός ἐστιν ὁ σοφός, "εἰκότως," ἔφη· "σοφὸν γὰρ εἶναι δεῖ τὸν ἐπιγνωσόμενον τὸν σοφόν"» Διογένης Λαέρτιος, IX, 20).

-Για τον Επίκουρο, «ο στωικός Διότιμος, εχθρικά διατεθειμένος απέναντί του, τον διέβαλε με ιδιαίτερα σκληρό τρόπο, κυκλοφορώντας πενήντα αισχρές επιστολές με το όνομα του Επίκουρου. Το ίδιο έκανε κι εκείνος που συγκέντρωσε και απέδωσε στον Επίκουρο τα ερωτικά γράμματα που αποδίδονται στον Χρύσιππο. Ακόμη, ο στωικός Ποσειδώνιος και ο κύκλος του και ο Νικόλαος και ο Σωτίων (...) υποστηρίζουν πως ο Επίκουρος περιφερόταν στα χαμόσπιτα και διάβαζε καθαρτήριες ευχές.(...) Λένε, επίσης, ότι ήταν προαγωγός του ενός αδελφού του (...) ˙ ότι παρουσίαζε ως δικές τους τις διδασκαλίες του Δημόκριτου για τα άτομα και του Αρίστιππου για την ηδονή˙ ότι δεν ήταν γνήσιος αθηναίος πολίτης (...). Ο Επίκτητος τον ονομάζει αισχρολόγο και τον βρίζει για τα καλά. Ακόμη και ο Τιμοκράτης, αδελφός του Μητρόδωρου και μαθητής του Επίκουρου μέχρι να εγκαταλείψει τη Σχολή, στο έργο του με τον τίτλο Ευφρανταί γράφει ότι ο Επίκουρος ξερνούσε δύο φορές την ημέρα, επειδή του άρεσε να απολαμβάνει τα γεύματα, και ότι ο ίδιος με δυσκολία κατάφερε να ξεφύγει από εκείνες τις νυχτερινές φιλοσοφικές συζητήσεις (...)» Διογένης Λαέρτιος, X, 3-6), ενώ ο Τίμων, σκεπτικός, μαθητής του Πύρρωνα «λέει για τον Επίκoυρο: ο πιο ποταπός κι ο πιο ξεδιάντροπος από τους φυσικούς, δασκαλάκος για παιδιά φερμένος από τη Σάμο, ο πιο ανάγωγος από τα ζωντανά» (Διογ. Λαέρτ., X, 3).

-Αντίστοιχα, ο Επίκουρος «τους Πλατωνικούς τους αποκαλούσε «κόλακες του [Συρακούσιου τύραννου] Διονύσιου» και τον ίδιο τον Πλάτωνα «χρυσό»˙ τον Αριστοτέλη «άσωτο, που σπατάλησε την πατρική περιουσία και κατατάχθηκε στο στρατό και πουλούσε φάρμακα»˙ τον Πρωταγόρα «χαμάλη» και «γραφιά του Δημόκριτου» και επαρχιακό γραμματοδιδάσκαλο˙ τον Ηράκλειτο «κυκητή» [λόγω της θεωρίας του για τον κυκεώνα, απ. 125], τον Δημόκριτο «Ληρόκριτο» [φαφλατά], τον Αντίδωρο «Σαννίδωρο» [βλάκα], τους Κυζικηνούς [τον αστρονόμο και μαθηματικό Εύδοξο] «εχθρούς της Ελλάδας», τους διαλεκτικούς [τους Μεγαρικούς, του φίλου του Σωκράτη, Ευκλείδη] «φθονερούς για τα πάντα» και τον Πύρρωνα «αμαθή και ακαλλιέργητο»» (Διογένης Λαέρτιος, X, 7-8). Ενώ για το δάσκαλό του: «ο ίδιος ο Επίκουρος λέει στα γράμματά του για τον Ναυσιφάνη: «αυτά τον έφεραν εκτός εαυτού, σε σημείο που να με προσβάλει και να με αποκαλέσει "καθηγητή"». Και τον ονόμαζε σουπιά και αγράμματο και απατεώνα και πόρνο» (Διογ. Λαέρτ., X, 7-8).

-«Σε γενικές γραμμές ήταν [ο Αριστοτέλης], σύμφωνα με τον Επίκουρο, αντίπαλος πιο βλαβερός για τη σωτηρία της ζωής εκείνων που προετοιμάζονται, όπως οι αθλητές, για το στίβο της πολιτικής» (Φιλόδημου Περί ρητορικής, 2, 58, 10-15).

-Οι Επικούρειοι αμφισβητούσαν την ύπαρξη του φιλόσοφου Λεύκιππου (Διογένης Λαέρτιος, X, 13). Κι αυτό διότι αρνούνταν τον Λεύκιππο και ήθελαν να αντικρούσουν την εναντίον τους κατηγορία ότι ο Επίκουρος κατάκλεψε τον Λεύκιππο.

-Ο Πλούταρχος στο ένα από τα δύο συγγράμματα που έγραψε κατά των Επικούρειων, το Ει καλώς είρηται το λάθε βιώσας, τονίζει (κεφ. 1 (1128bc)) ότι όπως «άνθρωποι με ασυγκράτητη και ακόρεστη φιλοδοξία κατηγορούν τη δόξα στους άλλους, σαν να είναι αντεραστές τους, για να την κερδίσουν χωρίς ανταγωνισμούς», έτσι κι ο Επίκουρος, αντί να «ζήσει στην αφάνεια» διακήρυττε το «λάθε βιώσας», ώστε ο υπόλοιπος κόσμος να ακολουθήσει το ρητό του, ενώ ο ίδιος να κερδίσει δόξα και να μη μείνει στην αφάνεια – όπως θα έπρεπε, αν ακολουθούσε ο ίδιος το ρητό του.

-Ο Πλούταρχος έγραψε τέσσερα βιβλία κατά Στωικών κατηγορώντας τους, μεταξύ άλλων, ότι αυτά που δογματίζουν είναι παραδοξότερα κι από όσα ισχυρίζονται οι ποιητές της αρχαιοελληνικής μυθολογίας.

-Ο Αναξαγόρας κρατούσε κακία εναντίον του Δημόκριτου, γιατί δεν τον κάλεσε στις διαλέξεις που έκανε. Ο Δημόκριτος πάλι κακολογούσε τον Αναξαγόρα (Διογ. Λαέρ., II, 14 και IX, 34). Μάλιστα θεωρούσε πως η αστρονομία των συγγραμμάτων του Αναξαγόρα ήταν παρμένη από άλλους (Διογ. Λαέρτ., IX, 34 και Φαβωρίνος FHG, III, 582, απ. 33).

-Τον υλιστή Ίππωνα από τη Σάμο σατίρισαν οι Κρατίνος (στην κωμωδία Πανόπτης, απ. 155) και ο Αριστοφάνης (στις Νεφέλες, στ. 94 κ.ε.)

-Ο Κλεάνθης έλεγε πως οι Περιπατητικοί παθαίνουν κάτι ανάλογο μ’ αυτό που παθαίνουν οι λύρες, οι οποίες βγάζουν ωραίο ήχο, αλλά δεν ακούνε ποτέ τον εαυτό τους (Διογένης Λαέρτιος, VII, 173).

-Ο Πλατωνικός Αρκεσίλαος είπε «δε συγκινούμαι από κολακείες» και ο Στωικός Κλεάνθης του απάντησε: «σε κολακεύω λέγοντας ότι άλλα λες και άλλα κάνεις» (Διογένης Λαέρτιος, VII, 171).

-«Ο Σωσίθεος ο ποιητής είπε για τον Κλεάνθη: "αυτούς που τους οδηγεί σαν βόδια η ανοησία του Κλεάνθη"» (Διογένης Λαέρτιος, VII, 173). Δυστυχώς όμως για τον Σωσίθεο, στο θέατρο βρίσκονταν πολλοί οπαδοί του Κλεάνθη, οι οποίοι πέταξαν έξω τον Σωσίθεο.

-Ο Αρκεσίλαος παρομοίαζε τους Επικούρειους και τους μη Επικούρειους με τους άντρες και τους ευνούχους αντίστοιχα (Διογένης Λαέρτιος, IV, 6).

-ο Πλάτωνας κατηγορούσε τους σοφιστές. Ο Πλάτωνας δεν αναφέρει καν ούτε μια φορά το όνομα του Δημόκριτου (που είχε τόση φήμη στην Αθήνα του 5ου π.Χ. αι., όση έχει ο Πλάτωνας σήμερα), επειδή τον μισούσε για την υλιστική φιλοσοφία του.

-Ο Πλάτωνας αντιπαθούσε τον συμμαθητή του, Αισχίνη, και δημιούργησε τη φήμη πως οι διάλογοι που ο δεύτερος έγραψε ήταν κλεμμένοι από άλλους και μάλιστα από τον ίδιο τον Σωκράτη (Διογένης Λαέρτιος, II, 60).

-Ο Πλάτωνας αποκαλεί τον πρώτο Κυνικό, τον Αντισθένη, περιπαιχτικά «οψιμαθή γέροντα» (Σοφιστής, 251b).

-Αντίστοιχα, ο Αντισθένης αποκαλούσε τον Πλάτωνα «επηρμένο»: «Ἔσκωπτέ τε Πλάτωνα ὡς τετυφωμένον» (Διογένης Λαέρτιος, VI, 7). «Όταν στη διάρκεια πομπής είδε ένα άλογο που χλιμίντριζε, είπε στον Πλάτωνα: "νομίζω θα μπορούσες κι εσύ να είσαι τέτοιο άλογο", κι αυτό γιατί ο Πλάτωνας επαινούσε ασταμάτητα τα άλογα» (Διογένης Λαέρτιος, VI, 7). Ακόμη χειρότερα, αποκαλούσε τον Πλάτωνα κοροϊδευτικά «Σάθωνα» (Αθηναίος, XI, 507a). Σάθη είναι το αντρικό μόριο. Σάθων είναι αυτός που έχει μεγάλο αιδοίο. Συνήθιζαν όμως να λεν και τα παιδαρέλια μ’ αυτό το όνομα.

-Ο Τίμων επικρίνοντας τον Αντισθένη, επειδή έγραφε πολλά, τον αποκαλεί «παντογνώστη φλύαρο» (Διογένης Λαέρτιος, VI, 18).

-Ο Διογένης ο Κυνικός έλεγε για τον δάσκαλό του, τον Αντισθένη, ότι «είναι μια τρομπέτα που δεν άκουγε τον εαυτό του» (Δίων Χρυσ., V, III, 2).

-Ο Πλάτων κατηγορούσε τον Αριστοτέλη, ότι ο τελευταίος τον εγκατέλειψε. «Ἀπέστη δὲ Πλάτωνος ἔτι περιόντος· ὥστε φασὶν ἐκεῖνον εἰπεῖν, "Ἀριστοτέλης ἡμᾶς ἀπελάκτισε καθαπερεὶ τὰ πωλάρια γεννηθέντα τὴν μητέρα."» (Διογένης Λαέρτης, V, 2). Αντίστοιχα ο Αριστοτέλης απαντούσε: «φίλος μεν Πλάτων, φιλτέρα δ’ αλήθεια».

-«Τους Ακαδημαϊκούς ο Τίμων τους διασύρει με τούτα τα λόγια: Των Ακαδημαϊκών η σαχλή περιττολογία» (Διογένης Λαέρτιος, IV, 67).

-Ο φιλόσοφος Μενέδημος «περιφρονούσε τους διδασκάλους της σχολής του Πλάτωνα και  του Ξενοκράτη» (Διογένης Λαέρτιος, II, 134).

-Ο Διογένης ο Κυνικός κοροϊδεύει τον Πλάτωνα και τη φιλοσοφία του. Ο Διογένης ο Κυνικός «τὴν μὴν Εὐκλείδου [όχι του μαθηματικού] Σχολὴν ἔλεγε χολή, τὴν δὲ Πλάτωνος διατριβὴν κατατριβήν» (Διογένης Λαέρτιος VI, 24, 26 και 40 και 53).

-«Ο Θεόπομπος στον Ηδυχάρη λέει "Δεν υπάρχει τίποτε που να είναι πραγματικά ένα, αφού και ο αριθμός δύο, μόλις είναι ένα, όπως λέει ο Πλάτων"» (Διογένης Λαέρτιος, III, 26).

-Ο Τίμων παίζοντας με το όνομα του Πλάτωνα έλεγε «όπως ανέπλαττε ο Πλάτων παράξενες κοινοτοπίες» («ὡς ἀνέπλασσε Πλάτων πεπλασμένα θαύματα εἰδώς») (Διογένης Λαέρτιος, III, 26).

-«Ο Άλεξις στον Αγκυλιώνα του γράφει "Μιλάς για πράγματα που δεν ξέρεις. Πήγαινε να τρέξεις μαζί με τον Πλάωνα, και θα τα μάθεις όλα για το σαπούνι και το κρεμμύδι"» (Διογένης Λαέρτιος, III, 27).

-«Ο Άμφις στον Δεξιδημίδη γράφει "Ω Πλάτων, όλο κι όλο που ξέρεις είναι μόνο να σκυθρωπιάζεις, σμίγοντας σεμνά τα φρύδια σαν σαλιγκάρι"» (Διογένης Λαέρτιος, III, 28).

-«Ο Άλεξις στον Παράσιτο γράφει "Παρά να μωρολογείς μόνος με τον Πλάτωνα". Τον χλευάζει και ο Αναξίλας στον Βοτρυλίωνα, στην Κίρκη και στις Πλούσιες» (Διογένης Λαέρτιος, III, 28).

-Σύμφωνα με τον Αθηναίο (XI, 508b), οι Αθηναίοι σέβονταν τον Δράκοντα και τον Σόλωνα ως νομοθέτες και πειθάρχησαν στη νομοθεσία τους, ενώ περιγελούσαν τον νομοθέτη και πολιτειολόγο Πλάτωνα.

-Ο κωμωδιογράφος Έφιππος, στην κωμωδία του Ναυαγός, παρουσιάζει τον Πλάτωνα και τους μαθητές του, όχι μόνο να συκοφαντούν τους άλλους αλλά και να ζουν σε μεγάλη πολυτέλεια και να είναι συμφεροντολόγοι και ανήθικοι (Αθηναίος, XI, 509c-e).

-Ο Άλκιμος ο Σικελιώτης κατηγορούσε τον Πλάτωνα ως λογοκλόπο, ότι κατάκλεψε τον Επίχαρμο (Διογένης Λαέρτιος, III, 9). Ο Άλκιμος μάλιστα έγραψε μια διατριβή από τέσσερα βιβλία, στην οποία παρέθετε κείμενα και αποσπάσματα, για ν’ αποδείξει τη λογοκλοπή του Πλάτωνα.

-Διάφοροι άλλοι υποστήριζαν πως οι πλατωνικοί διάλογοι δεν είναι πρωτότυποι, αλλά αντίθετα, τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενό τους, αντίγραφα διαλόγων άλλων φιλοσόφων (Αθηναίος, XI, 505b Αὐτὸς δὲ τοὺς διαλόγους του μιμητικῶς γράψας, ὧν τῆς ἰδέας, οὐδ’ αὐτὸς εὑρετής ἐστιν).

-Ο Θεόπομπος ο Χίος πάλι γράφει: «Τοὺς πολλοὺς τῶν διαλόγων αὐτοῦ ἀχρείους καὶ ψευδεῖς ἄν τις εὕροι· ἀλλοτρίους δὲ τοὺς πλείους ὄντας ἐκ τῶν Ἀριστίππου διατριβῶν, ἑνίους δὲ κἀκ τῶν Ἀντισθένους, πολλοὺς δὲ κἀκ τῶν τοῦ Βρύσωνος τοῦ Ἡρακλεώτου» (F.H.G., I, 325). Φυσικά, εδώ δεν μας ενδιαφέρει αν οι πλατωνικοί διάλογοι ήταν αντιγραφή άλλων (που προφανώς δεν ήταν), αλλά ότι οι Αρχαίοι Έλληνες κατηγορούσαν τον Πλάτωνα μετ’ επιμονής γι’ αυτό το ζήτημα, δηλαδή να δείξουμε το μίσος των Αρχαίων προς τον Πλάτωνα.

-Ξενοφώντας και Πλάτωνας ήταν εχθροί, ο πρώτος παρουσίαζε τον Σωκράτη εντελώς διαφορετικό απ’ ό,τι τον παρουσίαζε ο δεύτερος.

-Ο Διογένης Λαέρτιος (III, 40) μας λέει πως ο Πλάτων στα τελευταία του ήταν καταμόναχος και ψειριασμένος.

-Ο Αντιφών κατακρίνει τον Σωκράτη, γιατί γυρίζει κουρελής και βρωμιάρης στους δρόμους (Ξενοφώντα, Απομνημονεύματα).

-ο Λουκιανός έβριζε τον Αριστοτέλη («ο πιο αχρείος από όλους τους κόλακες» Νεκρικοί διάλογοι Διογένους και Αλεξάνδρου), τον Εμπεδοκλή («αλαζόνα», «κουτό», Νεκρικοί διάλογοι Μένιππου και Αιάκου), τον Πλάτωνα («έμπειρος στην τέχνη να κολακεύει τους τυράννους», Νεκρικοί διάλογοι Μένιππου και Αίακου) και τον Σωκράτη («σοφιστής», «ψευτογενναίος», Νεκρικοί διάλογοι Μένιππου και Κέρβερου).  

-«Αν αφαιρέσει κανείς από τα βιβλία του Χρύσιππου τα λόγια των άλλων που έχει παραθέσει, το χαρτί θα του μείνει λευκό. Αυτά λέει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος» (Διογένης Λαέρτιος, VII, 181).

-Ο Λουκιανός στο Βίων πράσις γράφει για τον Αρίστιππο ότι η φιλοσοφία του είναι φιλοσοφία των πλούσιων και των γλεντζέδων, γι’ αυτό την ακολουθούν οι άσωτοι και οι τύραννοι.  

-Ο Ιουλιανός συνιστούσε το διάβασμα του Πυθαγόρα, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και των Στωικών, αλλά όχι τα έργα του Πύρρωνα (Σκεπτικοί) και του Επίκουρου (Επιστολή στον Αρσάκειο). Επίσης έγραψε πραγματεία κατά των Κυνικών. Ενώ ο ίδιος δεν ήταν Κυνικός, συμβούλευε έναν Κυνικό πώς πρέπει να είναι ο Κυνικός.

-Ο Νεοπλατωνικός Παγανιστής φιλόσοφος Ιάμβλιχος, που ήταν μαθητής του Πορφύριου και επηρέασε σημαντικά τη σκέψη του Ιουλιανού, στο έργο του Αβάμμωνος διδασκάλου προς την Πορφυρίου προς Ανεβώ επιστολήν αποκρίσεις και των εν αυτή απορρημάτων λύσεις χαρακτηρίζει τους Έλληνες ανώριμους από την ίδια τη φύση τους, χωρίς εσωτερικότητα, ανίκανους να ανακαλύψουν μόνοι τους την αλήθεια˙ τους κατηγορεί ότι αλλοιώνουν με τη λεπτολογία τους όσα μαθαίνουν από τους άλλους λαούς (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ', σ.513). Γιατί τα λέει αυτά αφού ήταν Παγανιστής;

-Οι φιλόσοφοι όχι μόνο αλληλοβρίζονταν, αλλά ο Πλάτωνας ήθελε να κάψει, όπως είδαμε, τα βιβλία του Δημόκριτου μόνο, ο Πρόκλος όλα τα βιβλία εκτός του Τίμαιου.   

 

15b ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν απέρριπταν την ελληνική παιδεία καθεαυτή, αλλά μόνο τις ειδωλολατρικές προεκτάσεις της, π.χ. τα μαθηματικά τα αποδέχονται μόνο αν δεν έχουν σχέση με τον μυστικισμό και την αριθμοσοφία. Τα αποδέχονται ως επιστήμη. Γι' αυτό κι ο Μέγας Βασίλειος θέλει να μαθαίνουν τα ελληνικά γράμματα, ώστε να διαλέγουν απο αυτά ό,τι καλύτερο έχουν. Κάνει επιλογή, την δική του επιλογή και σύνθεση (πράγμα απολύτως θεμιτό για οποιοδήποτε στοχαστή) και αυτή είναι η στάση εν γένει των εκκλησιαστικών πατέρων. Γι' αυτό άλλωστε και έχουμε ακόμη αρχαία κείμενα, επειδή τα διατήρησαν όλοι αυτοί. Εξάλλου μπορούμε να διαπιστώσουμε το φαινομενικώς παράδοξο πως οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες άλλοτε κατακρίνουν τους φιλοσόφους κι άλλοτε τους επαινούν. Αυτό εξηγείται με το σκεπτικό ότι οι Πατέρες κατακρίνουν τα αρνητικά των φιλοσόφων και επαινούν τα θετικά τους. Λένε μερικοί παγανιστές π.χ. «γιατί ο Χρυσόστομος σε μια ομιλία του βρίζει τον Πλάτωνα;» Μα διότι στην ομιλία αυτή ο Χρυσόστομος κατακρίνει την άποψη του Πλάτωνα ότι πρέπει οι γυναίκες να είναι κοινές για όλους τους άνδρες. Συνεπώς, δεν απορρίπτουν οι Πατέρες γενικά και αόριστα την ελληνική σκέψη. Κατακρίνουν και απορρίπτουν μόνον όσες ανοησίες λέγονται. Αυτό όμως – ότι λέγονται και ανοησίες από τους έλληνες φιλοσόφους – δύσκολο να το παραδεχτεί ένας σοβινιστής που πιστεύει πως ήταν τέλειοι και όλο σωστά πράγματα έλεγαν οι αρχαίοι.

«Οι πατέρες της Εκκλησίας θεωρούν τη φιλοσοφία αγαθό άριστο και παιδευτικό, υπό την προϋπόθεση ότι θα ερμηνεύσει εμπειρίες και τα δεδομένα της κτίσης και της ιστορίας, και κατά κανένα τρόπο δεν θα αντικαθιστά τη δογματική διδασκαλία, μια και το επιστητό της δογματικής δεν είναι η κτιστή πραγματικότητα. Η επιστήμη και η φιλοσοφία μόνο στο επιστητό της κτίσης και της ιστορίας αναφέρονται» (Ν. Α. Ματσούκα, Ιστορία της Φιλοσοφίας, Αρχαίας Ελληνικής- Βυζαντινής-Δυτικοευρωπαϊκής, εκδ. Πουρναράς, σ. 414).

«Πρώτον, αν και η ελληνική παιδεία δεν κρίθηκε ποτέ, ούτε από τον Χριστό ούτε από τους Αποστόλους του θεόπνευστη, οπωσδήποτε δεν απορρίφθηκε από αυτούς ως βλαβερή. Δεύτερον, πολλοί από τους έλληνες φιλοσόφους δεν απέχουν πολύ από τη γνώση του αληθούς Θεού», γράφει ο Σωκράτης ο Βυζάντιος, τον 5ο αι. (Εκκλ. Ιστ., 3, 16). «Νομίζω ότι όλοι όσοι είναι μυαλωμένοι ομολογούν ότι η παιδεία είναι το πρώτιστο αγαθό μας. Και δεν εννοώ μόνο την ευγενέστερη δική μας παιδεία, δηλαδή τη Χριστιανική, αλλά και την Εθνική, την οποία πολλοί από τους Χριστιανούς, κακώς γνωρίζοντες τα πράγματα, απορρίπτουν ως επίβουλη και εσφαλμένη και απομακρύνουσα από το Θεό. Δεν πρέπει να μην τιμάμε την παιδεία, όπως νομίζουν μερικοί, τους οποίους πρέπει να θεωρούμε σκαιούς και απαίδευτους», λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος  (Επιτάφιος εις Μ. Βασίλειον, 11 (PG  36, 508)). «Προςήκει μὴ καμεῖν πανταχόθεν ἀνιχνεύοντας τὴν ἀλήθειαν», γράφει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης (Περί της Εξαημέρου (PG 44, 27A)). «Ἧν μὲν οὖν πρὸ τῆς τοῦ Κυρίου παρουςίας εἰς δικαιοςύνην Ἕλλησιν ἀναγκαία φιλοσοφία, νυνὶ δὲ χρηςίμη πρὸς θεοςέβειαν γίνεται, προπαιδεία τις οὖσα τοῖς τὴν πίστιν δι’ ἀποδείξεων καρπουμένοις, (...) πάντων μὲν γὰρ αἴτιος τῶν καλῶν ὁ θεός, ἀλλὰ τῶν μὲν κατὰ προηγούμενον ὡς τῆς τε διαθήκης τῆς παλαιᾶς καὶ τῆς νέας, τῶν δὲ κατ’ ἐπακολούθημα ὡς τῆς φιλοσοφίας. Τάχα δὲ καὶ προηγουμένως τοῖς Ἕλλησιν ἐδόθη τότε πρὶν ἢ τὸν Κύριον καλέσαι καὶ τοὺς Ἕλληνας˙ ἐπαιδαγώγει γὰρ καὶ αὕτη τὸ Ἑλληνικὸν ὡς ὁ νόμος τοὺς Ἑβραίους εἰς Χριστόν», γράφει ο άγιος Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Στρωματείς, 1, 5). «Αν υπάρχει κάποια ομοιότητα μεταξύ των ειδωλολατρικών κειμένων και των χριστιανικών, θα μας ήταν χρήσιμη η γνώση και των δύο. Και στην αντίθετη περίπτωση όμως, η παράλληλη και συγκριτική μελέτη και γνώση της διαφοράς τους δεν είναι ασφαλώς μικρή ωφέλεια για την αναγνώριση με βεβαιότητα της καλύτερης και ανώτερης απ' τις δυό», γράφει ο Μέγας Βασίλειος («Προς τους νέους, για την επωφελή μελέτη των ελληνικών κειμένων», 2). «Καὶ πρῶτον τῶν πὰρ’ Ἕλλησι σοφῶν τὰ κάλλιστα παραθήσομαι εἰδὼς, ὡς εἴ τι ἀγαθόν, ἄνωθεν παρὰ Θεοῦ τοῖς ἀνθρώποισι δεδώρηται» (άγιου Ιωάννη Δαμασκηνού, Πηγή νώσεως, PG 94, 524C).  «Εἰ γὰρ καὶ μὴ καθὼς προςῆκε περὶ ἀναστάσεως φιλοσοφοῦσιν ἅπαντες [οι αρχαίοι φιλόσοφοι], ἀλλ’ ὅμως περὶ τῆς κρίσεως καὶ τῆς κολάσεως καὶ τῶν ἐκεῖ δικαστηρίων ἅπαντες συμφωνοῦσιν, ὅτι ἔσται τὶς τῶν ἐνταῦθα γινομένων ἀντίδοσις ἐκεῖ», γράφει ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος (Εις Λάζαρον, 4, 4, (PG 48, 104)).

 

15c ΒΙΑ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

Μήπως ήταν υπεύθυνοι οι διοικούντες την Εκκλησία για τις καταστροφές που προκάλεσαν ο όχλος και οι αυτοκράτορες; Μελετώντας τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας βλέπουμε ότι αυτοί συνέχεια τονίζουν ρητώς την σύνδεση της αρετής και συνεπώς της Χριστιανικής πίστης με την ελεύθερη θέληση, οπότε αποκλείεται το ενδεχόμενο οι διάφοροι βανδαλισμοί και διώξεις Εθνικών να έγιναν με προτροπή ή ηθική αυτουργία δική τους.

Το σπάσιμο των ειδώλων καταδικάστηκε από τη σύνοδο της Ελβίρα (306 μ.Χ.), η οποία, στον 60ο κανόνα της αποφάσισε ότι κάθε Χριστιανός που θα καταδικαζόταν σε θάνατο από τους Ρωμαίους επειδή έσπασε αγάλματα, δεν θα καταγραφόταν ως μάρτυρας. 

Ορισμένοι κάνουν λόγο για τις διατάξεις νη’ και πδ’ της τοπικής συνόδου της Καρθαγένης (419 μ.Χ.) με τις οποίες αυτή ζητά από τους βασιλείς να εξαλείψουν τα «εγκαταλείμματα των ειδώλων τα κατά πάσαν την Αφρικήν»: «Είναι φανερό πως πρόκειται για τοπικού χαρακτήρα πρωτοβουλία, που αφορούσε συγκυρίες της λατινικής Εκκλησίας στη Βόρεια Αφρική (Υποσημείωση 39: Έχει επισημανθεί, μάλιστα, ότι, ως αιτήματα-υπομνήματα, οι διατάξεις αυτές της Καρθαγένης δεν αποτελούν καν πραγματικούς κανόνες. Βλ. Π. Μπούμη, Ορθόδοξη ιεραποστολή, η απελευθέρωση των λαών και το «γκρέμισμα» των (ειδωλολατρικών) ναών: «Πορευθέντες». Χαριστήριος Τόμος προς τιμήν του αρχιεπ. Αλβανίας Αναστασίου, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1997, σσ. 489-492). Στο κείμενο, άλλωστε, των διατάξεων είναι έκδηλη η εκ μέρους των συντακτών τους επίγνωση της συγκυριακότητάς τους. Και μάλιστα, είναι αξιοπρόσεκτο ότι η Σύνοδος επιφόρτισε τους επισκόπους με την καταστροφή των χριστιανικών ναϊδρίων που είχαν ανεγερθεί αυθαίρετα από δεισιδαίμονες χριστιανούς (κανών πγ’), όμως την καταστροφή των παγανιστικών ιερών δεν την ανέθεσε στους επισκόπους» (Σύναξη, τ. 69, σ. 63). Σχολιάζουμε και προσθέτουμε:

1. Οι κανόνες είναι τοπικής συνόδου, δεν αφορούν όλη τη Χριστιανοσύνη, άρα δεν αφορούν π.χ. την Ελλάδα-Μ. Ασία. Αφορούν τη Βόρεια Αφρική και μόνον. Φυσικά, η Οικουμενική Σύνοδος αναγνώρισε την σύνοδο της Καρθαγένης ως Ορθόδοξη και όλες τις τοπικές αποφάσεις της αναφορικά με την Αφρική καθώς και όλες τις δογματικές αναφορικά με το σύνολο της Εκκλησίας. Δεν ζήτησε κι ή Εν Τρούλω σύνοδος την εφαρμογή του τοπικού μέτρου σε όλη την Αυτοκρατορία αναγνωρίζοντας ότι η σύνοδος της Καρθαγένης είναι ορθόδοξη. Η τοπική σύνοδος κάνει λόγο για τα είδωλα της Αφρικής και συγκεκριμένα της Δυτικής-Βόρειας. Αν λ.χ. η τοπική σύνοδος επικύρωνε την εκλογή κάποιου ως επισκόπου σε μια πόλη, και η Οικουμενική Σύνοδος αναγνώριζε την ορθοδοξία αυτής της τοπικής συνόδου, αυτό δε θα σήμαινε ότι θα ανακήρυσσε «οικουμενικό πατριάρχη» τον επίσκοπο αυτόν, επειδή θα αναγνώριζε την εγκυρότητα της εκλογής του ως επισκόπου στην πόλη αυτή˙ ούτε αναγνωρίζοντας την τοπική σύνοδο θα σήμαινε ότι επέβαλε τον ίδιο άνθρωπο ως επίσκοπο όλων των χριστιανικών επισκοπών!

2. Είναι της λατινικής Δύσης, περιοχών με μικρό βάθος εκχριστιανισμού και βίωμα χριστιανικό.

3. Είναι μια έκτακτη περίπτωση, εξαιτίας της επίθεσης εθνικών κατά Χριστιανών στην Δ. Αφρική, όπως περιγράψαμε αλλού.

4. Οι επίσκοποι της Β. Αφρικής δεν επιφορτίζονται με καταστροφές παγανιστικών τόπων. Δεν τους δίνεται μια τέτοια άδεια.

5. Οι επίσκοποι της ΒΔ. Αφρικής δεν προτρέπουν τους (φανατικούς) Χριστιανούς να προβούν σε βανδαλισμούς, αλλά απευθύνονται μόνο στον Αυτοκράτορα.

6. Οι επίσκοποι της Β. Αφρικής επιφορτίζονται με καταστροφές χριστιανικών (μη αιρετικών, προφανώς – το κείμενο δεν μιλά περί ναών κτισμένων από αιρετικούς) ναών.

7. Οι επίσκοποι ζητούν, ως χάρη, από τον Αυτοκράτορα, να εξαλείψει τα είδωλα από την ΒΔ. Αφρική. Δεν του το επιβάλλουν, ως «χριστιανικό καθήκον» του. Δηλαδή, δεν είπαν του Αυτοκράτορα: «αν δεν εξαλείψεις τα είδωλα, είσαι αμαρτωλός και αρνησίθρησκος». Η χριστιανικότητα του Αυτοκράτορα δεν εξαρτιόταν – κατά τη Σύνοδο της Καρθαγένης – από το αν αυτός θα πραγματοποιούσε αυτό που αυτοί του ζήτησαν. Δεν όφειλε, με άλλα λόγια, ο Αυτοκράτορας, να υπακούσει στους «κανόνες» αυτούς. Άλλο λ.χ. πράγμα ένας κανόνας που θα καθόριζε τα βιβλία της «Αγίας Γραφής» (ο οποίος θα ήταν υποχρεωτικόςγ ια όλους τους Χριστιανούς) κι άλλο ένας κανόνας-έκκληση (που όντας έκκληση δεν είναι υποχρεωτικός).

8. Πρέπει να θυμόμαστε ότι η Σύνοδος έλαβε χώρα στην Καρθαγένη, σε τόπο 1) με υπόβαθρο και παρελθόν φοινικικής (δλδ με ανθρωποθυσίες και ιεροδουλεία) λατρείας και 2) έπειτα από οχλήσεις των Εθνικών. Κυριολεκτικά «βγάζουν απ’ τη μύγα ξύγκι» όσοι κάνουν λόγο για μια τοπική σύνοδο του 5ου αι. αγνοώντας τις υπόλοιπες συνόδους, τοπικές και Οικουμενικές, του 4ου και 5ου αι.

Ότι οι καταστροφές των παγανιστικών αρχαιοτήτων ήταν αυθαίρετες προσωπικές πράξεις Χριστιανών κι όχι συλλογικές ή επίσημες ενέργειες της Εκκλησίας βασισμένες σε εκκλησιαστικά κείμενα αποδεικνύεται από την πλήρη απουσία εκκλησιαστικών κανόνων (νόμων) οι οποίοι να υπαγορεύουν ή να προστάζουν/προτρέπουν τους Χριστιανούς να καταστρέφουν παγανιστικά μνημεία. Εσφαλμένες ενέργειες και παρεκτροπές κάποιων επισκόπων ή μοναχών ασφαλώς και δεν σημαίνουν ότι αποτελούσαν πολιτική της Εκκλησίας. Ουδέποτε η Εκκλησία (τα επίσημα συλλογικά όργανά της) επιφόρτισε επισκόπους με την καταστροφή παγανιστικών ιερών.

«Δεν είναι αρετή αυτό που γίνεται με τη βία» γράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, 2, 12 (PG 94, 924Α)). «Η σωτηρία των ανθρώπων δεν οικοδομείται με τη βία και την επιβολή, αλλά με την πειθώ και την προσήνεια», γράφει ένας άλλος Άγιος, ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης (Επιστολαί Β’, ρκθ’ Παύλω περί Ιούδα του προδότου (PG 78, 573B)).

Ο άγιος Μαρτίνος ο Θαυματουργός, επίσκοπος Τουρ της Γαλλίας, μεσολάβησε στον αυτοκράτορα Μάγνο Μάξιμο υπέρ του ισπανού αιρετικού Πρισκιλλιανού. Πήγε στους Τρεβηρους, όπου είπε στο Μάξιμο ότι η εκτέλεση του Πρισκιλλιανού θα ήταν καταπάτηση των θείων νόμων και τον πίεσε να υποσχεθεί ότι δεν θα χύσει το αίμα του αιρετικού (Σουλπικίου Σεβήρου, Sacra Historia, 2, 50 και Dialog,i 3, col.217).

Ο άγιος Αμβρόσιος (επιστολή 24) καταδικάζει την θανάτωση του αιρετικού Πρισκιλλιανού. Ο άγιος Λέων, πάπας Ρώμης, (επιστολή 25, 18) υποστηρίζει την καθαίρεση, όχι την θανάτωση, όσων κληρικών ανήκουν στην αίρεση του Πρισκιλλιανισμού. Ο άγιος Κυπριανός (επιστολή 22, 4), αναφέρει ότι η αποστασία και η αίρεση δεν πρέπει να τιμωρούνται με θάνατο, αλλά με αφορισμό. Ο άγιος Ιλάριος, επίσκοπος Πουατιέ  (Liber contra Auxentium, 3, 4), καταδικάζει τη θρησκευτική βία. Ο άγιος Ισίδωρος επίσκοπος Σεβίλλης (Sententiarum, 3, 4, 4-6) καταδικάζει την θανάτωση αιρετικών.

 

15d ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ

Ο ιερός Αυγουστίνος το 399 αποτρέπει τους Χριστιανούς της Καρθαγένης από την εισβολή στις ιδιοκτησίες των εθνικών προκειμένου να καταστρέψουν τα είδωλά τους. Είναι προτιμότερο, έγραφε, να ξερριζώσουμε τα είδωλα από τις καρδιές τους και να προσευχόμαστε γι’ αυτούς, αντί να αποπνέουμε μένος εναντίον τους (Αυγουστίνου, Sermo LXII, 17 και 18, PL 38, 423A ). Να τι γράφει ο Αυγουστίνος: 

17. «Πολλοί Εθνικοί έχουν τα είδωλα στα κτήματά τους. Πρέπει να πάμε εκεί και να τα καταστρέψουμε; Όχι, διότι οι πρώτες μας προσπάθειες είναι να σπάσουμε τα είδωλα στις καρδιές τους. Όταν οι ίδιοι μεταστραφούν σε Χριστιανούς, είτε μάς προσκαλούν να τα σπάσουμε είτε μας προσδοκούν. Προς το παρόν πρέπει να προσευχόμαστε γι’ αυτούς, όχι να είμαστε θυμωμένοι μαζί τους» και 

18. «Οι Εθνικοί νομίζουν ότι ψάχνουμε για είδωλα παντού κι ότι τα καταστρέφουμε σε όλα τα μέρη στα οποία τα ανακαλύπτουμε. Πώς κι έτσι; Δεν υπάρχουν μέρη μπροστά στα μάτια μας, στα οποία βρίσκονται είδωλα; Ή δεν ξέρουμε ότι υπάρχουν;  Ωστόσο δεν τα καταστρέφουμε, διότι ο Θεός δεν τα έχει δώσει υπό την εξουσία μας. Πότε ο Θεός θα τα δώσει υπό την εξουσία μας; Όταν οι ιδιοκτήτες των ειδώλων γίνουν Χριστιανοί. (.....) Κηρύττουμε κατά των ειδώλων, τα βγάζουμε από τις καρδιές των ανθρώπων. Είμαστε διώκτες των ειδώλων˙ το ομολογούμε δημοσίως. Είμαστε λοιπόν και διατηρητές των ειδώλων; Εγώ δεν τα αγγίζω, αν δεν έχω την εξουσία. Δεν τα αγγίζω, όταν ο κύριος της ιδιοκτησίας παραπονείται γι’ αυτό».

Επίσης γράφει: “Corrigi eos volumus, non necari, nec disciplinam circa eos negligi volumus, nec suppliciis quibus digni sunt exerceri”(Επιστολή c, κεφ. 1) Δηλαδή: «Θέλουμε τη διόρθωσή τους (δηλ των αιρετικών), όχι τη θανάτωσή τους. Θέλουμε το θρίαμβο της (εκκλησιαστικής) πειθαρχίας, όχι τις θανατικές ποινές τις οποίες αξίζουν». Επίσης  (De haeresibus, 46) καταδικάζει τους διωγμούς κατά των αιρετικών.

 

15e ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

Ο Μέγας Αθανάσιος γράφει (Προς απανταχού μοναχούς περί των γεγενημένων παρά των αρειανών επί Κωνσταντίου, 33, 2-3 (PG 25, 732a)): «Ο Σωτήρας όμως είναι τόσον πράος, ώστε διδάσκει εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν και ὁ θέλων εἶναί μου μαθητής˙ όταν έρχεται ο Σωτήρας προς έκαστον ημών, δεν ασκεί βίαν, αλλ’ αντιθέτως κρούει και λέγει ἄνοιξόν μοι, ἀδελφή μου νύμφη˙ αν μεν του ανοίξουν, εισέρχεται, αν όμως διστάζουν και δε θέλουν, αναχωρεί. Πράγματι η αλήθεια δεν διακηρύσσεται με ξίφη ή βέλη, ούτε με στρατιώτες, αλλά δια της πειθούς και των συμβουλών (Οὐ γὰρ ξίφεσιν, ἢ βέλεσιν, οὐδὲ διὰ στρατιωτῶν ἡ ἀλήθεια καταγγέλεται, ἀλλὰ πειθοῖ καὶ συμβουλίᾳ). Πού πειθώ, όμως, όπου υπάρχει ο φόβος του βασιλέως; Ή τι συμβουλή, όταν ο αντιλέγων τιμωρήται με εξορίαν και θάνατον;» Ο Μέγας Αθανάσιος δεν τιτλοφόρησε, όπως αποδεικνύουμε παρακάτω, κανένα σύγγραμμά του κατά Ελλήνων, και στρέφεται κατά των ειδώλων, της αρχαίας θρησκείας κι όχι κατά του αρχαίου πολιτισμού εν γένει ούτε κατά των ειδωλολατρών ούτε τους απειλεί.

 

15f ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Λένε μερικοί ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας μισούσαν τους Έλληνες. Όμως το απόσπασμα αυτό από έργο του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου (Ομιλία λγ’ στην Α’ Κορινθίους επιστολή (PG 61, 282D)) αποδεικνύει το αντίθετο: «Τί οὖν, φηςίν, ἂν ἐχθροὶ ὦσι καὶ Ἕλληνες οὐ δεῖ μισεῖν; Μισεῖν μέν, οὐκ ἐκείνους δέ, ἀλλὰ τὸ δόγμα, οὐ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὴν πονηρὰν πράξιν, τὴν διεφθαρμένην γνώμην. Ὁ μὲν ἄνθρωπος ἔργον Θεοῦ ἡ δὲ πλάνη γὰρ ἔργον τοῦ διαβόλου». Δηλαδή: «Λένε κάποιοι, αν είναι εχθροί οι “Έλληνες”, δεν πρέπει και να τους μισούμε; Δεν μισούμε τους “Έλληνες”, αλλά το δόγμα˙ δε μισούμε τον άνθρωπο, αλλά την πονηρή πράξη, τη διεφθαρμένη γνώμη. Διότι ο άνθρωπος είναι έργο του Θεού, ενώ η πλάνη έργο του Διαβόλου». Αλλού (Ομιλία ι’ στην Προς Εβραίους, 4): «και αν ακόμη δούμε έναν ειδωλολάτρη σε δυσκολία, πρέπει να τον ευεργετούμε, και γενικά κάθε άνθρωπο που βρίσκεται σε δύσκολη θέση».

            Ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ενώ αρνείται ότι από μόνη της η φιλοσοφία διαπλάθει σωστό χαρακτήρα, ωστόσο απορρίπτει την ιδέα να γκρεμιστούν τα κτίρια των εθνικών φιλοσοφικών σχολών (τα διδασκαλεία, όπως τα έλεγαν τότε), δηλαδή απορρίπτει την ιδέα να καταργηθεί (άρα και να απαγορευτεί) η εξωχριστιανική φιλοσοφία (Προς πιστόν πατέραν, 11 (PG 47, 367)): «Τί οὖν; κατασκάψωμεν τὰ διδασκαλεῖα, φηςί; Οὐ τοῦτο λέγω, ἀλλ’ ὅπως μὴ τὴν τῆς ἀρετῆς καθέλωμεν οἰκοδομὴν καὶ ζῶσαν κατορύξωμεν τὴν ψυχή». Ξεκάθαρα ο Χρυσόστομος λέει: «Τι λοιπόν; Θα κρημνίσωμεν, λέγει, τα διδασκαλεία; Δεν εννοώ αυτό, αλλά να μην καταστρέψωμεν το οικοδόμημα της αρετής και θάψωμεν ζωντανήν την ψυχήν». Συνεχίζει ο Χρυσόστομος αναφορικά με την μόρφωση (Προς πιστόν πατέραν, 12): «Και ας μη νομίζη κανείς ότι νομοθετώ να παραμένουν τα παιδιά αμόρφωτα. Αλλά εάν κανείς μάς εξησφάλιζε τα απαραίτητα, δε θα ήθελα να εμποδίσω να γίνη και αυτό επιπροσθέτως. Διότι, όπως ακριβώς όταν σαλεύωνται τα θεμέλια και κινδυνεύη όλη η οικία και η οικοδομή να καταπέση είναι έσχατη ανοησία και παραφροσύνη να σπεύδη κανείς προς τους επιχρισματοποιούς και όχι προς τους οικοδόμους, έτσι πάλιν είναι αδικαιολόγητος η φιλονικεία, όταν οι τοίχοι είναι στερεοί και ισχυροί, να εμποδίζωμεν αυτόν που θέλει να ασβεστώση». Και καταλήγει ο Χρυσόστομος (Προς πιστόν πατέραν, 13): «Έστω ότι υπάρχει εις ημάς διπλή εκλογή, και ούτως φοιτών μεν εις διδασκαλεία ας έχη τον αγώνα της μαθήσεως, εις δε τας ερημίας τον υπέρ της ψυχής. Ειπέ μου, πού θα επιτύχη καλύτερα; Αν μεν επιτύχη και εις τας δύο περιπτώσεις, το θέλω και εγώ, αν όμως κατά το ένα μειονεκτή, είναι καλύτερα να διαλέξη το υπέρτερον».

            Ο Χρυσόστομος επαινεί το Σωκράτη, τον Θηβαίο Κράτη και τον κυνικό Διογένη για την ηθική τους συμπεριφορά ή την περιφρόνησή τους προς τα υλικά αγαθά˙ όχι όμως για τις μεταφυσικές τους αντιλήψεις. Πράγμα που δείχνει πόσο λογικός ήταν: και τον χρηστό βίο των μη Χριστιανών φιλοσόφων (όταν αυτός είναι τέτοιος) παραδέχεται, διότι σημασία δεν έχουν οι πολλές θεωρίες αλλά η πράξη και ο βίος, και ταυτόχρονα δεν απομακρύνεται από τις χριστιανικές απόψεις. Αυτός ο τρόπος σκέψης, φυσικά,  μόνο ανθελληνικός δεν είναι, διότι δέχεται τα καλά των μη Χριστιανών.

            Ο Χρυσόστομος επαινεί τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη (Προς άπιστον πατέραν, 4) καθώς και τον Αριστείδη, τον Διογένη και τον Επαμεινώνδα: «Ο άλλος [ο Πλάτων] έζη εις τον κήπον της Ακαδημίας όπου επότιζε και εφύτευε και έτρωγεν ελαίας και παρέθετε πτωχήν τράπεζαν και ευρίσκετο έξω από όλην εκείνην την πολυτέλειαν. Και δεν είναι μόνον αυτό αξιοθαύμαστον, αλλά και το ότι αφού έγινε δούλος και επωλήθη κατά διαταγήν του τυράννου (...). Τοιούτον πράγμα είναι η αρετή˙ όχι μόνο δι’ όσων πράττει αλλά και δι’ όσων υφίσταται. Και τι συνέβη με τον διδάσκαλον αυτού Σωκράτην; Πόσο ενδοξότερος του Αρχελάου, αν και εκείνος ήτο βασιλεύς; Αυτός δε έζη εις το Λύκειον και δεν είχε τίποτε περισσότερον από ένα ένδυμα. Και από την φήμη που υπάρχει τώρα φαίνονται και τα προηγούμενα». Επίσης αναφέρει επιδοκιμαστικά την άποψη του Πλάτωνα (Περί παρθενίας, η’, 2): «ο Πλάτων λέγει ότι είναι αγαθός αυτός που εδημιούργησε το παν και ότι κανείς φθόνος δεν γεννάται μέσα εις τον αγαθόν άνθρωπον».

Ο Χρυσόστομος λέει: «και οι Έλληνες είχον να επιδείξουν μεταξύ των ωρισμένους που εφιλοσόφησαν περί χρημάτων και μερικούς που κατενίκησαν το πάθος της οργής» (Περί του τας κανονικάς μη συνοικείν άνδρασι, 1). Και αναφέρει, αλλού, ως παράδειγμα προς μίμηση έναν ειδωλολάτρη φιλόσοφο – δεν τον κατονομάζει – που ανεχόταν την μέθυσο και φλύαρη γυναίκα του. Λέει ο Χρυσόστομος: «εγώ τώρα θρηνώ, όταν οι ειδωλολάτρες είναι φιλοσοφώτεροι από εμάς» (Λόγος κστ’ εις την Α’ Προς Κορινθίους, 11). Επίσης γράφει (Ομιλία κα’ εις το Κατά Ματθαίον, 4): «ωρισμένοι από τους Έλληνες και αυτό το επέτυχαν, αν και όχι με την κατάλληλον διάθεσιν, και εγκατέλειψαν όλα τα υπάρχοντά των». Χρησιμοποιεί τους φιλοσόφους ως παράδειγμα και τους συγκρίνει με τους Χριστιανούς (Ομιλία ιζ’ εις το Κατά Ματθαίον, 7): «σκεφθείτε τους φιλοσόφους των Ελλήνων και τότε θα εννοήσετε πόσην τιμωρίαν αξίζομεν εμείς που παραβαίνομεν τους θείους νόμους. Όταν εκείνοι δια μίαν ανθρωπίνην κοσμιότητα καταβάλουν μυρίους κόπους, ενώ σεις δεν δείχνετε το ίδιο ενδιαφέρον δια τα ουράνια».

Ο Χρυσόστομος γράφει (Λόγος στ’ στην Προς Ρωμαίους, 3): «"Δόξα όμως και τιμή και ειρήνη θα αποδοθή στον καθένα που εργάζεται το αγαθό, στον Ιουδαίο πρώτα και στον Έλληνα". Ποιον Ιουδαίο εννοεί εδώ ή για ποιούς Έλληνες μιλάει; Γι’ αυτούς που έζησαν πριν από την παρουσία του Χριστού».

Τον καιρό που ο Χρυσόστομος ήταν ακόμη στην Αντιόχεια, είχε ξεσπάσει λαϊκή στάση στην πόλη και ορισμένοι γκρέμισαν τους ανδριάντες του αυτοκράτορα. Αυτός έστειλε στην Αντιόχεια επιτροπή για να καταδικάσει τους υπεύθυνους. Όμως, όπως γράφει ο Χρυσόστομος (Ομιλία ιζ’, εις τους άρχοντας, 1) οι μοναχοί που ασκήτευαν έξω από την πόλη «ενώ έμεναν τόσα έτη κλεισμένοι εις τας καλύβας των συγκεντρώθηκαν και ήλθον εις την πόλιν (..) Αφού παρουσιάσθησαν εις τους άρχοντας ωμίλησαν με θάρρος υπέρ των υπευθύνων, ώστε να γλιτώσουν τους συλληφθέντες από τα κακά που τους ανέμενον». Αντίθετα, οι Παγανιστές ρήτορες και οι φιλόσοφοι το έσκασαν, για να γλιτώσουν, όπως γράφει ο Χρυσόστομος (Εις τους άρχοντας, 2) αγανακτισμένος: «Πού ειναι εκείνοι που φορούν τον φιλοσοφικόν μανδύαν, και έχουν να επιδείξουν μεγάλην γενειάδα, και κρατούν ρόπαλα εις την δεξιάν, οι εθνικοί φιλόσοφοι, τα κυνικά καθάρματα, οι οποίοι είναι αθλιότεροι από τα σκυλιά που κάθονται κοντά εις το τραπέζι, και δια να γεμίσουν το στομάχι των κάνουν τα πάντα; Όλοι τότε εγκατέλειψαν την πόλιν, όλοι απεμακρύνθησαν, εκρύβησαν μέσα εις τα σπήλαια». Δεν μένει, λοιπόν, παρά να δούμε πίσω από τις φαινομενικά αδικαιολόγητες ύβρεις του Χρυσόστομου, την άθλια συμπεριφορά των εθνικών σοφιστών και ρητόρων της εποχής του, που έκαναν τους σπουδαίους – τους συνεχιστές των αρχαίων φιλοσόφων – αλλά επεδείκνυαν συμπεριφορά δειλού και μόνο εξωτερικά προσπαθούσαν να μοιάσουν στους αρχαίους φιλοσόφους, φορώντας μανδύες, αφήνοντας μακριές γενειάδες κ.ο.κ. Αυτό ασφαλώς έκανε εντύπωση στον Χρυσόστομο, και σε τέτοια γεγονότα και άλλες παρόμοιες συμπεριφορές των σοφιστών της εποχής του θα οφείλονται οι τυχόν βαριές εκφράσεις του για αυτούς. Αλλά η φράση του Χρυσόστομου «Πού ειναι εκείνοι που φορούν τον φιλοσοφικόν μανδύαν, και έχουν να επιδείξουν μεγάλην γενειάδα, και κρατούν ρόπαλα εις την δεξιάν, οι εθνικοί φιλόσοφοι», μοιάζει πολύ με το επίγραμμα του γνωστού Λουκιανού (Π.Α. XI, 430): «Αν με το να τρέφεις γενειάδα, σοφία νομίζεις πως αποκτάς, / κι ο τράγος με το μεγάλο γένι είν’ ευθύς ο Πλάτων ολόκληρος», στο οποίο κοροϊδεύονται οι φιλόσοφοι του καιρού του, οι οποίοι άφηναν γενιάδα για παραστήσουν τους μεγάλους φιλοσόφους.

Ο... μισέλληνας Ιωάννης Χρυσόστομος γράφει αυτά (Ερμηνεία εις την Προς Ρωμαίους, ομιλία κγ’, 2 (PG 60, 611 Β)): «Διότι, δεν είπε «μην ανταποδίδεις το κακό στους πιστούς», αλλά  «σε Κανένα», ούτε σε «Έλληνα», ούτε σε μιαρό, ούτε σε όποιονδήποτε» (...) «Σε κανένα μη δίνεις αφορμή αντιδικίας και φιλονικείας, ούτε στον Ιουδαίο ούτε στον Εθνικό˙ αλλά αν κάπου δεις ότι ζημειώνεται η ευσέβεια, να μην προτιμήσεις την ομόνοια από την αλήθεια, αλλά να σταθείς γενναία μέχρι θανάτου˙ και ούτε έτσι να πολεμάς με την ψυχή, ούτε να αποστρέφεσαι τη γνώμη, αλλά να μάχεσαι μόνο με τα πράγματα. Γιατί αυτό σημαίνει το ἐξ ὑμῶν μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύσατε» (..). Ούτε να παίρνετε εκδίκηση, αγαπητοί, αλλά να δίνετε τόπο  στην οργή».

Όταν ο Χρυσόστομος γράφει (Λόγος εις μακάριον Βαβύλαν, 3): «Γι’ αυτό λοιπόν και κανένας χριστιανός βασιλεύς δεν εξέδωκε εναντίον σας [=των εθνικών] διατάγματα παρόμοια με εκείνα που επενόησαν εναντίον μας εκείνοι που λάτρευαν τους δαίμονες», βγαίνει το συμπέρασμα πως ο ίδιος ποτέ δεν συμβούλευσε τους αυτοκράτορες να νομοθετήσουν ή να εφαρμόσουν διωγμούς κατά των Εθνικών, και συνεπώς είναι συκοφαντίες ότι λ.χ. ο Αρκάδιος «με την παρότρυνση του φοβερού ανθέλληνος Ιωάννου Χρυσοστόμου εκδίδει (...) το "ες έδαφος φέρειν"» (Βλάση Ρασσιά, Υπέρ Της Των Ελλήνων Νόσου, β' έκδοση, εκδ. Ανοιχτή πόλη, τ. 3, σ. 52).

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει ότι είναι ύβρις προς το Θεό να του ζητάμε πράγματα εναντίον των εχθρών μας (Περί του μη δημοσιεύειν τα αμαρτήματα των αδελφών, μηδέ κατεύχεσθαι των εχθρών, 11 (PG 51, 363)). «Επομένως, ο Κύριος (...) απαγορεύει να φονεύονται και να κατασφάζονται οι αιρετικοί», τονίζει αλλού ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος  (Ομιλία μστ΄, εις το Κατά Ματθαίον, 1). 

Ο Χρυσόστομος θεωρεί καύχημα των Χριστιανών ότι πολλά εθνικά βιβλία τα έσωσαν από τον αφανισμό οι ίδιοι (PG 50, 537B): «Κι αν έτυχε κάποιο να έχει διασωθεί, αυτό μπορεί κανείς να το βρει στα χέρια των Χριστιανών». Και προσθέτει: «Δεν επιτρέπεται στους Χριστιανούς να καταστρέφουν την πλάνη με τρόπο αναγκαστικό και βίαιο, αλλά να φροντίζουν με την πειθώ και τη διδασκαλία και την πραότητα να οδηγούν τους ανθρώπους στη σωτηρία» (Ιωάννη Χρυσόστομου, Λόγος εις μακάριον Βαβύλαν, 3 (PG 50, 537 C)). Δεν μπορούν, λοιπόν, οι Νεοπαγανιστές ψεύτες να συκοφαντούν τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο ως ηθικό αυτουργό των (ελάχιστων) διώξεων κατά των Εθνικών και των καταστροφών των ναών τους. Τα γραπτά του αποδεικνύουν και το ελληνικό ήπιο ήθος του.

 

15g Η ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Οι Νεοπαγανιστές αναφέρουν ένα απόσπασμα από μια ομιλία του Άγιου Ιωάννη του  Χρυσοστόμου, εκ του οποίου βγάζουν το συμπέρασμα ότι αυτός είναι ο ηθικός αυτουργός της καταστροφής της βιβλιοθήκης του Σαράπειου, αποκαλώντας τα βιβλία της «δαίμονες». 

Έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια πρωτοφανή προσπάθεια διαστρέβλωσης και πετσοκόμματος των κειμένων του Χρυσόστομου, ο οποίος, όπως θα δούμε, διόλου δεν ισχυρίζεται ότι τα βιβλία της βιβλιοθήκης του Σαράπειου είναι δαίμονες. Ορίστε το απόσπασμα από τον «Λόγο κατά Ιουδαίων» (μετάφραση πανεπιστημιακών Α.Π.Θ. από τις Πατερικές Εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς):

Λόγος Κατά Ιουδαίων Α’, 5 (PG 48, 850E):«Επειδή όμως υπάρχουν μερικοί που θεωρούν και τη Συναγωγή σαν τόπο ιερό, είναι ανάγκη να πούμε και σ’ αυτούς λίγα λόγια. Για ποιον λόγο σέβεστε τον τόπο εκείνον, τον οποίον πρέπει να καταφρονείτε, να το συχαίνεστε και να τον αποφεύγετε; Στον χώρο αυτόν, απαντούν, βρίσκεται ο νόμος και τα βιβλία των Προφητών. Και τί σχέση έχει αυτό; Όπου υπάρχουν δηλαδή τέτοια βιβλία, θα θεωρείται και ο τόπος άγιος; Οπωσδήποτε όχι».

Και, προσέξτε ειδικά εδώ (Λόγος Κατά Ιουδαίων Α’, 6 (PG 48, 851F)):

«Για να μάθετε, ότι τα βιβλία δεν αγιάζουν τον τόπο, αλλά τον καθιστά βέβηλο η προαίρεση εκείνων που συνέρχονται εκεί, θα σας διηγηθώ μια παλιά ιστορία. Ο Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος, αφού συγκέντρωσε από παντού τα βιβλία και έμαθε ότι και οι Ιουδαίοι έχουν βιβλία, τα οποία φιλοσοφούν για το Θεό και για άριστη πολιτεία, έστειλε και κάλεσε άνδρες από την Ιουδαία, ερμήνευσε αυτά με εκείνους και τα τοποθέτησε στο ιερό του Σαράπιδος, μια που ο ίδιος ήταν ειδωλολάτρης, και αυτά μέχρι τώρα βρίσκονται εκεί, τα άγια των Προφητών. Τι λοιπόν, ο ναός του Σαράπιδος είναι άγιος, επειδή έχει τα βιβλία των Προφητών; Μακριά μια τέτοια σκέψη. Εκείνα [τα βιβλία] βέβαια έχουν τη δική τους αγιότητα, που όμως δεν την μεταδίδουν στον τόπο [του ναού], λόγω της μιαρίας εκείνων που συγκεντρώνονται εκεί. Το ίδιο λοιπόν πρέπει να σκεφτεί κανείς και για τη συναγωγή. Γιατί, αν και δεν στήθηκε εκεί [συναγωγή] κάποιο είδωλο, αλλά στον τόπο εκείνο [συναγωγή] κατοικούν δαίμονες. Και αυτό δεν το λέω μόνο για τη συναγωγή που βρίσκεται εδώ, αλλά και για τη συναγωγή που βρίσκεται στη Δάφνη».

Οι παγανιστές διαστρεβλώνουν το κείμενο του Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου, κατηγορώντας τον έτσι, πως ισχυρίζεται ότι «στο ναό του Σεράπιδος κατοικούν δαίμονες», ενώ ο Χρυσόστομος γράφει ότι «στην συναγωγή κατοικούν δαίμονες», όχι μόνο στην συναγωγή της Κωνσταντινούπολης, αλλά και σε αυτή της Δάφνης, στην Αντιόχεια. Αυτό αποδεικνύεται, διότι ο Χρυσόστομος λέει ρητά «αυτό το πράγμα (= «στον τόπο αυτόν κατοικούν δαίμονες») δεν το λέω μόνο για τη συναγωγή που βρίσκεται εδώ, αλλά και για τη συναγωγή που βρίσκεται στη Δάφνη». Για  συναγωγές μιλάει.

Αυτή την διαστρέβλωση οι Ν/Π την επιτυγχάνουν  πετσοκόβοντας το κείμενο του Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου αφαιρώντας τμήματά του, ώστε να μην καταλαβαίνει κανείς, όταν ο Άγιος λέει «στον τόπο αυτόν κατοικούν δαίμονες» ότι ομιλεί περί της συναγωγής κι όχι περί του Σαράπειου, όπως επίσης να μην καταλαβαίνει κανείς ότι ο Άγιος ομιλεί για τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, που βρίσκονται στη βιβλιοθήκη του Σαράπειου, κι όχι για τα Εθνικά βιβλία της βιβλιοθήκης του Σαράπειου. Να πώς πετσοκόβουν οι Ν/Π χασάπηδες τον Χρυσόστομο (στο Διαδίκτυο):

 

Ο Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΜΕ ΕΜΠΡΗΣΤΙΚΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΕ ΑΦΑΝΙΣΤΙΚΑ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ:

«Τι λοιπόν, άγιος έσται ο ναός του Σεράπιδος (Αλεξανδρινή βιβλιοθήκη) δια τα βιβλία; Μη γένοιτο!... αλλά δαίμονες οικούσι τον τόπον... μάλλον δε και αυτών (των Ελλήνων) όντων δαιμόνων... και παρ αυτών βωμός στέκει απάτης αόρατος εις τον οποίον ψυχάς ανθρώπων θυσιάζουσι... κατάλαβε λοιπόν και φανέρωσε (διέδωσε!) ότι δαίμονες κατοικούν εκεί» Ι. Χρυσ/μος λογοι κατα ιουδαιων 48.851.38 έως 852.35 Δαίμονες ηταν λοιπόν κατά τον "σοφό" ιεράρχη τα βιβλία της Αλεξανδρινής βιβλιοθήκης και ψυχοθυσιαστήρια οι βιβλιοθήκες των Ελλήνων!!!

    

Ολόκληρη η φράση, δηλαδή, η οποία επεξηγεί σε ποιον τόπο αναφέρεται ο Χρυσόστομος, παραλείπεται. Η πιο σημαντική φράση που δείχνει ότι ο Χρυσόστομος ομιλεί για την Συναγωγή, «θάβεται με αποσιωπητικά»..... Ας σιωπάσουν τώρα λοιπόν, κάτω από τους τόνους  αποσιωπητικών, με τους οποίους πετσοκόβουν τα κείμενα των Πατέρων.

Να συμπληρώσουμε για το Σεράπειο κι αυτό. Οι Νεοπαγανιστές ισχυρίζονται ότι ο Χρυσόστομος αποκαλεί τα βιβλία της βιβλιοθήκης του Σαράπειο «δαίμονες που κατοικούν στον τόπο [της βιβλιοθήκης]» και με ελληνόφρονα ειρωνία ανάμικτη με αποτροπιασμό λένε πως «δύο εκατομμύρια δαίμονες κατοικούν το Σαράπειο».

Εκτός από το ότι δεν αντιλαμβάνονται ότι ο Χρυσόστομος ομιλεί περί συναγωγών, εκτός από την θλιβερή άγνοιά τους για το πραγματικό μέγεθος της βιβλιοθήκης του Σαράπειου (42.000 τόμοι κι όχι 2.000.000), κακοποιούν και την ελληνική γλώσσα. Γιατί ακόμη κι ένας απαίδευτος γνωρίζει ότι το ρήμα «κατοικώ» χρησιμοποιείται για ανθρώπους κι όχι για βιβλία ή καρέκλες ή μαχαιροπήρουνα ή πλυντήρια πιάτων. Τέλος, είναι προφανές ότι ο λόγος για τον οποίο ο Χρυσόστομος αποκαλεί «κατοικία δαιμόνων» τις συναγωγές δεν είναι τα βιβλία αλλά «η μιαρία εκείνων που συγκεντρώνονται εκεί». Δηλαδή, ακόμη και στην υποθετική περίπτωση που ο Χρυσόστομος όντως έγραφε ότι το Σαράπειο κατοικείται από δαίμονες, ο λόγος θα ήταν η μιαρία των ειδωλολατρικών τελετών κι όχι τα βιβλία της βιβλιοθήκης. Αλλά, όπως δείξαμε, ο Χρυσόστομος αναφέρεται στις συναγωγές και πουθενά δεν αντιστοιχεί βιβλία με δαίμονες.  

Η αλήθεια είναι ότι ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος πράγματι κάνει λόγο για έναν τόπο όπου «κατοικούν δαίμονες». Αλλά αυτός ο τόπος δεν είναι οι αρχαίες ελληνικές βιβλιοθήκες, αλλά οι ιουδαϊκές συναγωγές (Ιω. Χρυσόστομου, Κατά Ιουδαίων, λόγος α’, 6): «Αλλά είναι καιρός πλέον να αποδείξουμε ότι εκεί κατοικούν και δαίμονες, όχι μόνο στον τόπο αυτόν, αλλά και στις ίδιες τις ψυχές των Ιουδαίων». Είναι ολοφάνερο ότι ο Χρυσόστομος αναφέρεται στις συναγωγές, καταρχήν της Δάφνης (προάστειου της Αντιόχειας) και όλες γενικά. Αντίθετα με ότι ισχυρίζονται οι αρχαιολάτρες λοιπόν, ο Χρυσόστομος αναφέρεται στις συναγωγές ως τόπο όπου «κατοικούν δαίμονες». Φυσικά, οι αρχαιολάτρες κόβουν το κείμενο εκεί που τους συμφέρει, ώστε να εμφανίζεται ο Χρυσόστομος να λέει ότι το Σαράπειο είναι τόπος κατοικίας δαιμόνων. Η αλήθεια είναι ότι η αρχή του κειμένου που οι Αρχαιολάτρες παραθέτουν απέχει πάρα πολλές σελίδες από το τέλος του ίδιου παρατιθέμενου κειμένου. Τα αποσιωπητικά κρύβουν δεκάδες σειρές.

Πράγματι ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος αναφέρει στον ίδιο λόγο ότι σε κάποιον τόπο έχει στηθεί βωμός όπου θυσιάζονται ψυχές ανθρώπων. Ωστόσο αυτός ο τόπος που ο Χρυσόστομος αναφέρει δεν είναι η βιβλιοθήκη του Σαράπειου, όπως ψευδώς ισχυρίζονται οι αρχαιολάτρες (Κατά Ιουδαίων, λόγος α’, 6): «Ώστε ως προς την ασέβεια καμμία διαφορά δεν υπάρχει μεταξύ αυτών [=των Ιουδαίων] και των Εθνικών, τα της απάτης όμως φοβερότερα τίθενται σε ενέργεια από αυτούς [=τους Ιουδαίους]. Καθ’ όσον και σ’ αυτούς [=τους Ιουδαίους] έχει στηθή ένας αόρατος βωμός απάτης, στον οποίο δεν θυσιάζονται μόνο πρόβατα και μοσχάρια, αλλά και ψυχές ανθρώπων». Τα «ψυχοθυσιαστήρια» που αναφέρουν οι αρχαιολάτρες είναι οι συναγωγές των Ιουδαίων λοιπόν, κι όχι οι αρχαίες βιβλιοθήκες, όπως ισχυρίζονται οι αρχαιολάτρες παραποιώντας το κείμενο του Χρυσοστόμου.

            Οι αρχαιολάτρες παρεμβάλλουν στο ήδη διαστρεβλωμένο κείμενο του Χρυσόστομου τη λέξη «(διέδοσε)», ώστε να πείσουν ότι ο Χρυσόστομος όχι μόνο θεωρεί τη βιβλιοθήκη του Σαράπειου «κατοικία δαιμόνων», αλλά γράφει επιπλέον και «διέδοσέ το», δηλαδή προτρέπει τους αναγνώστες να διαδόσουν ότι είναι κατοικία δαιμόνων η βιβλιοθήκη! Φυσικά, όπως βλέπουμε, καμμία τέτοια προτροπή δεν κάνει ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος. 

Άλλη περίπτωση παραποίησης κειμένων.

Οι Νεοπαγανιστές επιτίθενται κατά του Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου ισχυριζόμενοι πως αυτός είναι φιλοβάρβαρος ανθέλληνας. Και φυσικά, και σ’ αυτήν την περίπτωση πετσοκόβουν το κείμενο του Χρυσοστόμου. Να πώς μεταφράζουν το κείμενο (στο Διαδίκτυο):

«Όσο πιο βάρβαρο ένα έθνος φαίνεται και της ελληνικής απέχει παιδείας, τόσο λαμπρότερα φαίνονται τα ημέτερα... Ούτος ο (πιστός) βάρβαρος, την οικουμένη ολάκερη κατέλαβε... και ενώ πάντα τα των Ελλήνων σβήνουν και αφανίζονται, τούτου (του πιστού βάρβαρου) καθ’ έκαστη λαμπρότερα γίνονται.» 

Το πραγματικό όμως κείμενο του Χρυσοστόμου, είναι αυτό (PG 59, 31B, Ομιλία Β’ εις τον Ευαγγελιστή Ιωάννη): «Ενώ αυτός ο αγράμματος, ο απλοϊκός, από τη Βησθαϊδά, ο υιός του Ζεβεδαίου, έστω κι αν μύριες φορές ειρωνεύονται οι Έλληνες για την ευτέλεια των τίτλων του, θα το πω με πολύ πιο μεγάλη παρρησία, όσο κι αν το έθνος από το οποίο κατάγεται ο Ιωάννης τους φαίνεται ότι είναι βάρβαρο (ὅσῳ γὰρ τὸ ἔθνος αὐτοῖς βάρβαρον φαίνηται) και ότι απέχει από την ελληνική παιδεία, τόσο πιο σαφή θα αποδειχθούν τα δικά μας. Διότι, όταν ο βάρβαρος και αμαθής λέγει τέτοια πράγματα τα οποία κανείς από τους ανθρώπους της γης δεν κατανόησε ποτέ, και όχι μόνο λέγει αλλά και πείθει, αυτό αν συνέβαινε θα ήταν μεγάλο θαύμα. (....) Αυτός λοιπόν ο βάρβαρος [=Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης], με την συγγραφή του Ευαγγελίου (Αρχαίο κείμενο: τῇ μὲν τοῦ Εὐαγγελίου συγγραφῇ)  κυρίευσε ολόκληρη την οικουμένη. (....) Και  τα μεν  έργα των Ελλήνων όλα έσβησαν και εξαφανίστηκαν, ενώ τα δικά του γίνονται κάθε μέρα περισσότερο περιφανή. Διότι, αφ’ ότου εμφανίστηκαν αυτός και οι υπόλοιποι αλιείς, από τότε οι διδασκαλίες του Πυθαγόρα και του Πλάτωνα έχουν σιγήσει, ενώ προηγουμένω νομιζόταν ότι επικρατούν».

Οι «Έλληνες Εθνικοί» «ξεχνούν» να μεταφράσουν το άρθρο «το» μπροστά από το «έθνος», αλλά το μεταφράζουν ως «ένα έθνος». Όμως ο Χρυσόστομος αναφέρεται στο έθνος του Ιωάννη, το εβραϊκό, γι’ αυτό δεν γράφει «ὅσῳ γὰρ ΤΙΝΑ ἔθνος φαίνηται», αλλά «ὅσῳ γὰρ τὸ ἔθνος αὐτοῖς βάρβαρον φαίνηται».

Οι «ερευνητές» αρχαιόπληκτοι δεν μεταφράζουν επίσης ούτε το «αυτοίς φαίνηται», αλλά μόνο το «φαίνηται», ώστε να φανεί, σε συνδυασμό με το παραπάνω, ότι ο Χρυσόστομος λέει «όσο βαρβαρικότερο ένα έθνος, τόσο το καλύτερο»! Ο Χρυσόστομος όμως λέει ότι «όσο κι αν το έθνος εκείνο φαίνεται στους Έλληνες βαρβαρικό». Τεράστια διαφορά, που χάρη στην Νεοπαγανιστική μετάφραση εξαφανίζεται.

Οι «ερευνητές» αρχαιολάτρες δεν μεταφράζουν το «τῇ μὲν συγγραφῇ τοῦ Εὐαγγελίου», ώστε να φαίνεται ότι «ένας βάρβαρος – «προφανώς» με τη δύναμη των όπλων, άρα είναι εισβολέας!!! – κυρίευσε την οικουμένη».

Οι «ερευνητές» αρχαιόπληκτοι ούτε καν μπαίνουν στον κόπο να εξηγήσουν ποιος είναι αυτός ο «βάρβαρος» που αναφέρει ο Χρυσόστομος, ώστε να νομίζει ο αναγνώστης ότι ο Χρυσόστομος επαινεί τους βαρβαρικούς εισβολείς του 4ου αιώνα (Αλάριχο κ.ά.), δηλαδή ότι είναι φιλοβάρβαρος. Ακόμη μια περίπτωση διαστρέβλωσης κειμένων του Χρυσοστόμου παρατίθεται σε επόμενο κεφάλαιο.

Υπό άλλες περιπτώσεις θα αποσιωπούσαμε το όνομα του δράστη της παραποίησης των κειμένων του άγιου Ιωάννη. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή πρέπει να αναφερθεί, γιατί ο δράστης αυτός παρουσιάζεται από τους Αρχαιολάτρες ως «ορθολογιστής» και ως «ερευνητής» της αλήθειας. Ο κύριος αυτός, λοιπόν, που παραποίησε και διαστρέβλωσε με τέτοιο τρόπο τα κείμενα του Χρυσοστόμου, με σκοπό να τον σπιλώσει και να τον συκοφαντήσει είναι ο Μ. Καλόπουλος. Η απόδειξη βρίσκεται στην αποθηκευμένη από τον «Ανώνυμο Απολογητή» ιστοσελίδα-τμήμα του δικτυακού τόπου του Καλόπουλου, στην οποία αναγράφονταν οι συκοφαντίες και τα αισχρά ψεύδη του: (http://www.apologitis.com/gr/ancient/kalopoulos/great_lies/pateres_02_05_2004.htm ). Περιττό να πούμε, ότι με το ξεσκέπασμα των συκοφαντιών του κατά των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας, ο Μ. Καλόπουλος απέσυρε την ιστοσελίδα αυτήν από τον ιστότοπό του. Ωστόσο ήταν αργά πλέον, διότι η σελίδα αποθηκεύτηκε. Είναι θλιβερό ότι τέτοιοι διαστρεβλωτές των πατερικών κειμένων, τέτοιοι άνθρωποι των οποίων η άγνοια της Αγίας Γραφής είναι ολοφάνερη, διαφημίζονται ως «απομυθοποιητές».

Η κριτική των Νεοπαγανιστών προς τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο το μόνο που αποδεικνύει είναι την άγνοια για τις αντίστοιχες απόψεις των Αρχαίων Ελλήνων:

α') Κατηγορούν οι Νεοπαγανιστές τον Χρυσόστομο που υπερασπίζεται την παρθενία (Περί παρθενίας, PG 45, 533), ότι «δεν σκέφτεται καθόλου πως αν όλοι δέχονταν τις απόψεις του, η κοινωνία θα εξαφανιζόταν». Τότε να κατηγορήσουν και την παρθένα εθνική Υπατία, και τον Δημόκριτο που δεν επιθυμούσε παιδιά, και τον Επίκουρο που πίστευε ότι η συνουσία ποτέ δεν ωφέλησε σε κάτι.

β') Κατηγορούν οι Νεοπαγανιστές τον Χρυσόστομο που καταφέρεται κατά του Πυθαγόρα. Τότε να κατηγορήσουν και τον Ηράκλειτο που καταφέρεται επίσης κατά του Πυθαγόρα λέγοντας: «Ο Πυθαγόρας έκανε μια δική του σοφία: πολυμάθεια, κακοτεχία» και «Η πολυμάθεια δε διδάσκει να έχεις νου. Αν ήταν έτσι, θα είχε διδάξει και τον Πυθαγόρα».

γ') Κατηγορούν οι Νεοπαγανιστές τον Χρυσόστομο που καταφέρεται κατά του Πλάτωνα. Τότε να κατηγορήσουν και τον Διογένη τον Κυνικό που καθημερινώς διέσυρε τον Πλάτωνα: «όταν ο Πλάτων διετύπωσε τον ορισμό ότι ο άνθρωπος είναι ζώο δίποδο και άπτερο και είχε κάνει μεγάλη εντύπωση με αυτά τα λόγια του, ο Διογένης μάδησε έναν κόκορα, τον πήγε στην Ακαδημία και του είπε: αυτός είναι ο άνθρωπος του Πλάτωνα» (Διογένης Λαέρτιος, VI, 40).

δ') Κατηγορούν οι Νεοπαγανιστές τον Χρυσόστομο ότι ειρωνεύεται και βρίζει τους Έλληνες φιλόσοφους συνολικά ως «δειλούς, αλαζόνες φιλόδοξους που ποτέ δεν έκαναν το σωστό». Τότε να κατηγορήσουν και τον Εθνικό Ιάμβλιχο που χαρακτηρίζει τους Έλληνες ανώριμους από την ίδια τη φύση τους, χωρίς εσωτερικότητα, ανίκανους να ανακαλύψουν μόνοι τους την αλήθεια˙ τους κατηγορεί ότι αλλοιώνουν με τη λεπτολογία τους όσα μαθαίνουν από τους άλλους λαούς.

ε') Κατηγορούν οι Νεοπαγανιστές τον Χρυσόστομο που θεωρεί τον Σωκράτη ως έναν εκ των αισχρότερων φιλοσόφων. Τότε να κατηγορήσουν και το Λουκιανό που αποκαλεί «σοφιστή» και «ψευτογενναίο» τον Σωκράτη, «τον πιο αχρείο από όλους τους κόλακες» τον Αριστοτέλη και «αλαζόνα και κουτό» τον Εμπεδοκλή. Επίσης τον Επίκουρο που έλεγε «αχθοφόρο» και «δασκαλάκο» τον Αριστοτέλη και τον Πρωταγόρα.

στ') Κατηγορούν οι Νεοπαγανιστές τον Χρυσόστομο που γράφει ότι ο θάνατος είναι προτιμότερος από τη ζωή. Τότε, αν είναι συνεπείς, ας κατηγορήσουν και τον Πλάτωνα που υποστηρίζει ότι τίποτα δεν υπάρχει καλύτερο, και γι’ αυτό ακόμη το σώμα, από τη νέκρωσή του: «σώματι διαλύσεως οὐκ ἔστιν ἢ κρεῖττον» (Νόμοι, 828d).

ζ’) Κατηγορούν οι Νεοπαγανιστές τον Χρυσόστομο που με σκληρή γλώσσα καταδικάζει μαντεία και μαντική και τα μαγικά ξόρκια και φυλακτά. Τότε να κατηγορήσουν και τον Ξενοφάνη που απέρριπτε την μαντική και τον Πλάτωνα που νομοθετεί εναντίον της νόμους.

η’) Κατηγορούν οι Νεοπαγανιστές τον Χρυσόστομο που είναι πικρόχολος για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τότε να κατακρίνουν τον Ευριπίδη, τον Ξενοφάνη, τον Διογένη τον Κυνικό, τον Παυσανία, τον Επίκτητο, το Φιλόστρατο και τον Γαληνό που είναι αντίθετοι με το αθλητικό ιδεώδες και πρακτική της εποχής τους.

θ’) Κατηγορούν οι Νεοπαγανιστές τον Χρυσόστομο ότι ήταν μισογύνης ώς το κόκκαλο. Αυτό είναι αναληθές βέβαια, αλλά αν ισχύει, τότε οι Νεοπαγανιστές να κατηγορήσουν και τον Ευριπίδη, γιατί κι αυτός ήταν μισογύνης ώς εκεί που δεν πήγαινε άλλο. Και τον Αντιφάνη και τον Ησίοδο, τουλάχιστον.

ι') Κατηγορούν οι Νεοπαγανιστές τον Χρυσόστομο επειδή καταδικάζει την ειμαρμένη. Και καλά κάνουν που τον κατηγορούν, διότι όποιος πιστεύει σε μοίρα είναι απλώς... μοιρολάτρης.

ια') Κατηγορούν οι Νεοπαγανιστές τον Χρυσόστομο επειδή καυτηριάζει όσους πηγαίνουν στον Ιππόδρομο και στο θέατρο. Τότε να καταδικάσουν και τον Ιουλιανό που δεν πατούσε στα θέατρα και μάλιστα αποκαλεί τις θεατρικές παραστάσεις των ημερών του «ξεδιάντροπες θεατρικές παραστάσεις» (Επιστολή στον Αρσάκειο, παγανιστή ιερέα της Γαλατίας). Γράφει ο Ιουλιανός στον Μισοπώγωνα: «Περιορίζω τον εαυτό μου, τον κρατάω μακριά από τα θέατρα. (…) Αποστρέφομαι τις ιπποδρομίες.» Να κατηγορήσουν και τον Πλάτωνα που τόσο πολύ μισούσε το θέατρο, ώστε αποκαλούσε θεατροκρατία τις παραστάσεις (Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 310). Οι θεατρικές παραστάσεις της εποχής εκείνης ήταν εντελώς αισχρές για την εποχή εκείνη, συμμετείχαν ακόμη και σε γυμνά σόου επί σκηνής γυναίκες ηθοποιοί με θεατρίνους και δεν είχαν καμμία σχέση με τις κλασσικές παραστάσεις του 4ου π.Χ. αι.

ιβ’) Κατηγορούν οι Νεοπαγανιστές τον Χρυσόστομο επειδή θεωρεί ντροπή να οδύρεται κανείς, όπως οι «Έλληνες», για το θάνατο οικείου του. Τότε να κατακρίνουν και τη Σπάρτη, που απαγόρευε στις μανάδες των φονευθέντων στρατιωτών το θρήνο (Fustel De Coulanges, Η Αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 347). Να κατηγορήσουν και το Λυκούργο: «Ο Λυκούργος κατάργησε επίσης (..) τα πένθη και τα μοιρολόγια» (Πλούταρχου, Τα παλαιά των Λακεδαιμονίων επιτηδεύματα, 18 (238d)).

ιγ') Κατακρίνουν οι Νεοπαγανιστές τον Χρυσόστομο, επειδή καυτηριάζει το γυναικειο καλλωπισμό. Τότε να κατακρίνουν και το Σόλωνα που απαγόρευε στις γυναίκες να έχουν μαζί τους έξω πάνω από τρία φορέματα.

ιδ') Κατακρίνουν οι Νεοπαγανιστές τον Χρυσόστομο επειδή κατακρίνει τα πολλά γέλια. Τότε να κατακρίνουν και τον Πλάτωνα που τα απαγορεύει για τους νέους και δεν θέλει να παρουσιάζονται οι θεοί γελαστοί.

ιε') Κατηγορούν τον Χρυσόστομο επειδή απορρίπτει την Πολιτεία του Πλάτωνα υβρίζοντας την νοητική σύλληψή της. Καλά κάνουν, διότι επρόκειτο για μια πολιτεία όπου κανένας δεν ήξερε τον πατέρα και τη μητέρα του˙ ή μάλλον, μια πολιτεία όπου οι μανάδες όλων ήταν κοινές. Ο ίδιος ο Πλάτωνας σε ωριμότερη ηλικία γράφοντας τους Νόμους, πολλά από αυτά που πρότεινε στην Πολιτεία δεν τα επαναλαμβάνει. Κι ο Αριστοτέλης απέρριπτε την Πολιτεία.

ιστ') Κατηγορούν οι Νεοπαγανιστές τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, επειδή θέλει τις κοπέλες να μη βγαίνουν έξω από τα σπίτια τους. Τότε να κατηγορήσουν και τους Πολυθεϊστές Αρχαίους Αθηναίους για το ίδιο πράγμα καθώς και τον Ξενοφώντα που γράφει «Για τη γυναίκα είναι περισσότερο πρέπον να μένει στο σπίτι παρά να τριγυρνάει έξω» (Οικονομικός 7,3).

Κατακρίνοντας λοιπόν, τον Χρυσόστομο οι Νεοπαγανιστές καταλήγουν να κατακρίνουν τμήμα της ελληνικης αρχαιότητας. Ίσως το μίσος των Νεοπαγανιστών ειδικώς με τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο οφείλεται στο ότι τους είχε τσακίσει με το  συγγραφικό του έργο, γι’ αυτό έχουν τόση λύσσα εναντίον του, ειδικά επειδή ο Εθνικός ρήτωρ Λιβάνιος είχε πει, πως θα έχριζε διάδοχό του τον Ιωάννη Χρυσόστομο «αν δεν τον είχαν πάρει οι Χριστιανοί» (Σωζομενός, 8, 2). Ο Χρυσόστομος, σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόλογο του 19ου αι. Βιλάμοβιτς, δεν ήταν ένας τυχαίος ρήτορας˙ ήταν τόσο δεινός ρήτορας που οι υπόλοιποι ρήτορες της εποχής του φάνταζαν βάρβαροι μπροστά του. Δεν είναι δα και ελάχιστα οδυνηρό να συντρίβονται από κάποιον που θα μπορούσε να ήταν δικός τους. Ο κ. Γ. Σιέττος, που κατηγορεί ως ανθέλληνες τους πατέρες της Εκκλησίας, σ’ ένα βιβλίο του αφιερώνει 62 ολόκληρες σελίδες στον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο (ενώ για άλλους 61 εκκλησιαστικούς συγγραφείς αφιερώνει μόνο από μία έως τέσσερις σελίδες στον καθένα!) κατηγορώντας τον για πράγματα παρόμοια με τις προαναφερθείσες κατηγορίες.

Οι Ν/Π καταφέρονται ενάντια στην Ομιλία ΞΣΤ’ 3 (Εις τον Αγιον Ιωάννην Ευαγγελιστήν). Τι λέει όμως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και γιατί; Λέει: «Διότι αυτοί οι άνθρωποι [οι Εθνικοί] δε μπόρεσαν να ανακαλύψουν τίποτε λογικό, ούτε σε ό,τι αφορά το θεό ούτε την δημιουργία, και πράγματα που μια χήρα Χριστιανή είναι εξοικειωμένη, ο Πυθαγόρας δεν τα ήξερε, αλλά είπε ότι η ψυχή μετατρέπεται σε θάμνο, ή σε ψάρι ή σε σκύλο. Σ’ αυτά, πείτε μου, πρέπει να δώσετε προσοχή; (...) Για παράδειγμα, ο πρώτος ανάμεσά τους είπε ότι το νερό ήταν θεός, ο διάδοχός του την φωτιά, ένας άλλος τον αέρα και όλοι κατέληγαν σε πράγματα σωματικά. Θα ΄πρεπε εμείς, πείτε μου, να θαυμάζουμε αυτούς που ποτέ δεν είχαν την ιδέα ενός ασώματου θεού;» Δεν λέει κάτι παράλογο ο Χρυσόστομος, κι όλες αυτές τις ιδέες περί υλικού Θεού τις ονομάζει πύον και ακαθαρσίες και σκουλίκια.

Ορισμένοι απορούν για το ύφος του Χρυσοστόμου. Η αλήθεια είναι ότι ο Χρυσόστομος απλώς εκινείτο στο πλαίσιο των ανεκτών ρητορικών υπερβολών της εποχής του. Η γλώσσα του «φέρει τα γνωρίσματα της ρητορείας της εποχής και δεν μπορεί να κατανοηθεί έξω από αυτήν. Έτσι, η φράση «μιαροὶ καὶ παμμίαροι» δεν ακουόταν τότε, όπως τα σημερινά «βρωμεροί και πανάθλιοι», που είναι μετάφραση του συγγραφέα. Το ίδιο ισχύει και για την φράση «κἂν πάνυ ἀναισχυντοῖεν» και τη σημερινή απόδοσή της «τελείως ανδιάντροποι»!» (π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;, εκδ. Αρμός, σ. 87). Ο Χρυσόστομος δεν μισεί τους Εθνικούς, διότι κατηγορεί τους Χριστιανούς ότι «ἡμεῖς γὰρ ἐσμὲν αἴτιοι, ἡμεῖς, τοῦ μένειν αὐτοὺς ἐπὶ τῆς πλάνης» (Ομιλία ΟΒ’, «Περί της αγάπης και βίου ορθού..»). Ερμηνεύοντας, μάλιστα, το δ’ κεφάλαιο των Πράξεων (PG 60,96 ε.) ασκεί αυστηρή κριτική στους Χριστιανούς, διότι, αν ακολουθούσαν την κοινοκτημοσύνη των Χριστιανών των Ιεροσολύμων, «τίς ἂν Ἕλλην ἔμενεν λοιπόν;» Το αντιφατικό με τους κατήγορους του Χρυσοστόμου είναι, ότι οι μεν Εβραίοι τον κατηγορούν ως αντιιουδαίο, ενώ οι Νεοπαγανιστές ως εβραιόψυχο ανθέλληνα. Κι αυτό, γιατί δεν καταλαβαίνουν τα κίνητρα του Χρυσοστόμου.

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούμε στον υποτιθέμενο αντισημιτισμό του Χρυσόστομου. Αρχικά, αναφορικά με τους τίτλους Κατά Ιουδαίων ορισμένων λόγων του πρέπει να γνωρίζουμε ότι «οι τίτλοι δεν ανήκουν στους ίδιους τους Πατέρες, αλλά στους αντιγραφείς ή πρώτους εκδότες» (π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;, εκδ. Αρμός, σ. 79). Επιπλέον πρέπει να γνωρίζουμε την αιτία για τη συγγραφή των ομιλιών αυτών: «Στην Αντιόχεια...μεγάλες ομάδες [των Χριστιανών] δεν διέκριναν μεταξύ χριστιανισμού και ιουδαϊσμού και γι’ αυτό μετείχαν στις θρησκευτικές εορτές, στις τελετές και στις νηστείες των ιουδαίων. Χριστιανοί ζητούσαν θαυματουργίες από τους ραββίνους με τα φυλακτά και τις τελετές που αυτοί ενεργούσαν. Το γεγονός αυτό είχε τεράστια σωτηριολογική και θεολογική σημασία για τον Χρυσόστομο, που το έβλεπε ως επικίνδυνη πληγη, αφού η σωτηρία προϋποθέτει απαραίτητα ενσυνείδητη ορθή πίστη και γνήσια λατρεία. Έτσι αποφασίζει να ομιλήσει για τους ιουδαίους διακόπτοντας μάλιστα τις Ομιλίες του Περί ακαταλήπτου του Θεού και Κατά Ανομοίων, όχι από ιδεολογική εναντίον τους τοποθέτηση, αλλά για να θεραπεύσει την πληγή, το "νόσημα" των χριστιανών και να τους προστατεύσει από θρησκευτικές πράξεις που θέτουν σε κίνδυνο την σωτηρία τους (...) Πρέπει να λεχθεί ότι ο Χρυσόστομος δεν μιλούσε αυστηρά μόνο κατά των ιουδαίων. Με τον ίδιο και πιο αυστηρό τρόπο μιλούσε και κατά των Ανομοίων, των αιρετικών γενικά και των Γνωστικών ή των εθνικών. Αυτό συνέβαινε, διότι ο λόγος των αντιαιρετικών και των αντιιουδαϊκών Ομιλιών του υπήρξε ο ίδιος, η προστασία των πιστών από τις ετεροδιδασκαλίες» (Στ. Π. Παπαδόπουλος, στο π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;, εκδ. Αρμός, σ. 81, 84). Ο Χρυσόστομος ούτε φυλετιστής ήταν βέβαια, προτρέπει μάλιστα – όπως παραθέσαμε το σχετικό εδάφιο – να μην ανταποδίδουν το κακό στους Ιουδαίους οι Χριστιανοί.

Τον Χρυσόστομο τον επαίνεσαν ακόμη και άνθρωποι σαν τον Κορδάτο. Γράφει ο Κορδάτος για την εποχή του Χρυσοστόμου: «Μόνο ένας στάθηκε τίμιος και υποστηριχτής του λαού. Αυτός ήταν ο Πατριάρχης Ιωάννης, που ο λαός τον ονόμασε Χρυσόστομο. Μέρα νύχτα διαμαρτύρονταν για τις αισχρότητες που γίνονταν στο παλάκι και για την εκμετάλλευση του κοσμάκη (...). Αγωνίστηκε όσο μπορούσε να συγκινήση τους παλατιανούς, τους παραλήδες και τους ευγενείς να πάρουν τα μέτρα που έπρεπε, μα δεν κατάφερε τίποτα. (...) Επειδή όμως δεν χάριζε κάστανα σε κανένα και ξεσκέπαζε τις βρωμιές του παλατιού και της αριστοκρατίας κι ακόμα μαστίγωνε και πολλούς κληρικούς, βρήκε τον μπελά του. Η βασίλισσα,που μισούσε τον Χρυσόστομο και οι φίλοι της οι παλατιανοί, τα κατάφεραν να καλέσουν Σύνοδο, να τον καθαιρέσουν και να τον εξορίσουν. Μα επειδή έγιναν ταραχές και οι λαϊκές μάζες ξεσηκώθηκαν, αναγκάστηκαν να τον φέρουν από την εξορία και να του ξαναδώσουν τον πατριαρχικό θρόνο.

Ο Χρυσόστομος, φυσικά, δεν άλλαξε μυαλά. Μαχητικός και αγωνιστής άρχισε τα ίδια. Οι ρητορικοί του λόγοι ήταν καφτό σίδερο για τους παλατιανούς και τους εκμεταλλευτές του λαού. Βλέποντας σε ποια αθλιότητα και δυστυχία είχαν καταντήσει οι παραγωγικές μάζες, ύψωσε τη φωνή του και συνιστούσε να παρθούν μέτρα για να σταματήση το κακό. Σ’ ένα λόγο του (Ομιλία 61 εις Ματθαίον, PG 58, 591) μαζί με άλλα στιγμάτιζε τους μεγαλοχτηματίες και γενικά τους εκμεταλλευτές των καλλιεργητών της γης.

Ένας τέτοιος όμως ιεράρχης που στέκονταν δίπλα στον πάσχοντα λαό, δεν ήταν ανεχτός στην κυρίαρχη τάξη και στους παλατιανούς, που τους ξεσκέπαζε τα αίσχη τους. Γι’ αυτό τον ξανάστειλαν στην εξορία, όπου και πέθανε» (Γιάνη Κορδάτου, Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου, εκδότης Πέτρος Δ. Καραβάκος, Αθήνα 1953, σ. 57-58). Αυτός ήταν ο Χρυσόστομος, που κάτι  υβριστές τον αποκαλούν ανθέλληνα.

 

15h ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

Κατηγορούν οι Νεοπαγανιστές ακόμη κι αυτόν τον Μέγα Βασίλειο ως ανθέλληνα!

-αποκαλούν ανθέλληνα τον Μ. Βασίλειο που, στον λόγο του «Εν Λιμώ και Αυχμώ» επαινεί την Αρχαία Σπάρτη και τους Έλληνες γράφοντας «..Σε μερικούς από τους Έλληνες η φιλανθρωπία ήταν νόμος, με την καθιέρωση κοινών συσσιτίων, με τη δημιουργία σχεδόν κοινής εστίας για το λαό»! ( «Αἰδεσθῶμεν Ἑλλήνων φιλάνθρωπα διηγήματα. Παρά τισιν ἐκείνων νόμος φιλάνθρωπος μίαν τράπεζαν, καὶ κοινὰ τὰ σιτία, μίαν ἑστίαν σχεδὸν τὸν πολυάνθρωπον δῆμον ἀπεργάζεται») (PG 31, 324C).

-αποκαλούν ανθέλληνα αυτόν που εκαυχάτο πως το γένος της μητέρας του, της Εμμέλειας, κατάγεται από τους Μολιονίδες-Ηρακλείδες, δηλαδή είναι γνήσιο ελληνικό.

-αποκαλούν τον Μέγα Βασίλειο όχι απλώς «ανθέλληνα», αλλά και «φονιά και εγκληματία» που «έφερε σφαγές» (εννοείται δίχως αποδείξεις). Τον Μ. Βασίλειο, ο οποίος τόσο πολύ φρόντιζε, ανεξαρτήτως θρησκείας,  για το λαό της Καππαδοκίας, ώστε την κηδεία του παρακολούθησαν εκτός από τους Ορθοδόξους ακόμη και οι Ειδωλολάτρες και οι Ιουδαίοι θρηνώντας για το θάνατό του, γιατί υπήρξε και δικός τους ευεργέτης σώζοντάς τους από βέβαιο θάνατο (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Κ. Παπαρηγόπουλου, 1885, επανέκδ. εκδ. Κάκτος, 1992, τ. 8, 3). «Ο Θεός δεν αγαπά αυτό που γίνεται αναγκαστικά, αλλά αυτό που κατορθώνεται με την αρετή. Η δε αρετή επιτυγχάνεται με την ελεύθερη προαίρεση», γράφει ο Μέγας Βασίλειος (Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός, 7 (PG 31, 345B)). Αυτόν κατηγορεί ο Βλ. Ρασσιάς (στο Μια Ιστορία Αγάπης, τ. Α’, σ. 240) ότι «προτρέπει ευθέως σε εξόντωση όλων των "αιρετικών"».

-αποκαλούν ανθέλληνα τον Μέγα Βασίλειο, αυτόν που αποκαλεί τον Όμηρο «δάσκαλο όλων των αρετών» και προτρέπει την ανάγνωσή του, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα που αποτρέπει από αυτήν.

-αποκαλούν ανθέλληνα τον Μ. Βασίλειο, ο οποίος γράφει ότι η μελέτη των Ελληνικών κειμένων είναι πολύ ωφέλιμη, είτε αυτά συμφωνούν με το Χριστιανισμό είτε όχι. Αυτόν αποκαλούν ανθέλληνα οι «Έλληνες Εθνικοί». 

-Οι Νεοπαγανιστές υποστηρίζουν ότι ο Μέγας Βασίλειος στο έργο του Προς τους νέους δεν προσπαθεί να υπερασπίσει την αρχαία γνώση, αλλά απλώς να υποδείξει στους νέους με ποιον τρόπο μελετώντας τα αρχαία κείμενα θα έπαιρναν τα καθεαυτά καλά. Η κατηγορία των Νεοπαγανιστών προϋποθέτει έναν κρυφοεθνικισμό: ότι όλα όσα είπαν οι αρχαίοι είναι καλά. Πράγμα που δεν ευσταθεί φυσικά. Υπήρξαν πολλοί φιλόσοφοι με αντίθετες απόψεις. Λογικά, τουλάχιστον σ’ αυτήν την περίπτωση, δεν γίνεται να είναι ταυτόχρονα καλές οι απόψεις δύο συγκρουόμενων φιλοσόφων! Πολύ καλά και λογικά λοιπόν, ο Μέγας Βασίλειος κατανοεί ότι, δεν είναι καλά όλα όσα είπαν οι αρχαίοι, και θέλει να διδάξει τον τρόπο να αποφεύγονται τα άσχημα και να επιλέγονται τα καλά. Οι Νεοπαγανιστές κάνουν το αντίθετο, προφανώς. Αλλά, σ’αυτήν την περίπτωση, ας μας πουν, γιατί ο Ιουλιανός απαγόρευε σε ειδωλολάτρες την ανάγνωση των έργων του Επίκουρου, του Αρχίλοχου, του Πύρρωνα κ.ά.; Μήπως επειδή εννούσε, όπως κι ο Μ. Βασίλειος, ότι δεν είναι όλα καλά; Αλλά, αφού θεωρούν ότι είναι «ανθελληνικό» να συνιστάς επιλεκτική ανάγνωση των αρχαίων κειμένων, τότε να κατηγορήσουν και τον Πλούταρχο, ο οποίος έγραψε το Πώς δει τον νέον ποιημάτων ακούειν, στο οποίο προτείνει επιλεκτική προσέγγιση των αρχαίων ποιητών. Ανθέλληνας, λοιπόν, κι ο Πλούταρχος, αφού απορρίπτει τμήμα των «ελληνικών λόγων».

            Στο έργο του Προς τους νέους, ο Μέγας Βασίλειος επαινεί (κεφ. 3) τον Ησίοδο για τους στίχους 285-290 του Έργα και Ημέραι, που γράφτηκαν για να προτρέπονται οι νέοι στην αρετή. Γράφει (κεφ. 4) «πᾶσα μὲν ἡ ποίησις τῷ Ὁμήρω ἀρετῆς ἐστὶν ἔπαινος». Επαινεί τον Θέογνι (Ελεγεία, 157) και τον Σόλωνα (Πλούταρχου, Σόλων, 3) για την άποψή τους περί πλούτου. Γράφει για τον φιλόσοφο Πρόδικο ότι «πρέπει να προσέξουμε και αυτόν, διότι ο άνδρας δεν είναι αξιοκαταφρόνητος» και συνεχίζει «σχεδόν όλοι αυτοί [οι μη Χριστιανοί] που φημίζονται για τη σοφία τους, ο καθένας, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, ανάλογα με τη δύναμή τους, εξύμνησαν την αρετή στα συγγράμματά τους. Σ’ αυτούς πρέπει να δώσουμε εμπιστοσύνη και να προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε τους λόγους τους στη ζωή μας». Επίσης επαινεί τον Περικλή και τον Ευκλείδη από τα Μέγαρα, για την απάθειά τους προς τους υβριστές, την οποία παρομοιάζει με την προτροπή του Κατά Ματθαίον 5, 44. Επαινεί (κεφ. 5) τον Σωκράτη για την αταραξία του γράφοντας «επειδή αυτά τα παραδείγματα οδηγούν σχεδόν στον ίδιο σκοπό με τα δικά μας, των Γραφών, λέω ότι αξίζει πολύ να τα μιμηθείτε κι εσείς» και παρομοιάζοντας τη συμπεριφορά τους με την προτροπή του κατά Ματθαίον 5, 39. Επαινεί ο Μέγας Βασίλειος την ηθικότητα του Αλέξανδρου προς τις αιχμάλωτες γυναίκες του Δαρείου (Αρριανού, Ανάβασις, 4, 19, 7) λέγοντας πως μοιάζει σαν εφαρμογή του Κατά Ματθαίον 5, 28. Επαινεί τον Κλεινία, μαθητή του Πυθαγόρα, που δεν έδινε όρκο (Ιάμβλιχου, Βίος Πυθαγόρα, 28), όπως ακριβώς προστάζει η Έξοδος, 20, 7. Θαυμάζει (κεφ. 7) την ολιγάρκεια του Διογένη για τα ρούχα (Διογένης Λαέρτιος, 6, 2, 54), επαινεί τη σωστή χρήση της μουσικής από τον Πυθαγόρα, την αντίληψη του Πυθαγόρα για τη λαιμαργία. Βρίσκει κοινή την άποψη του απ. Παύλου (Προς Ρωμ. 13, 14) και του Πλάτωνα (Πολ., 411a) ότι το σώμα πρέπει να το φροντίζουμε όσο πρέπει κι όχι υπερβολικά. Θαυμάζει (κεφ. 8) τον Διογένη για την περιφρόνησή του προς τα περιττά αγαθά, γεγονός που τον έκανε «πλουσιότερο από τον μεγάλο βασιλιά». Βρίσκει σωστό το ρητό του Σωκράτη (Δίωνα Χρυσόστομου, Περί βασιλείας, 3, 102) ότι ο τρόπος χρήσης του πλούτου κι όχι ο πλούτος καθεαυτός είναι η αιτία για θαυμασμό. Κρίνει σωστή τη συμβουλή του φιλόσοφου Βίαντα στο γιό του (Διογένης Λαέρτιος, 1, 5, 88). Προτρέπει να θυμόμαστε τη συμβουλή του Πυθαγόρα, ότι καθένας μόνος του πρέπει να διαλέγει τον άριστο βίο (Πλούταρχου, Περί εξορίας, 8). 

 

15i ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ

Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει (Επιστολή λβ’, Φιλαγρίω): «Επαινώ των στωικών τη μεγαλοφροσύνη και τη γενναιότητα, που διδάσκουν ότι καθόλου τα εξωτερικά πράγματα δεν εμποδίζουν στην ευδαιμονία. (...) Θαυμάζω επίσης και τους ομοίους [όσων υπέμειναν με γενναιότητα τη δυστυχία] των από τους εθνικούς λ.χ. τον Ανάξαρχο, τον Επίκτητο, το Σωκράτη, για να μην αναφέρω πολλούς». Επιδοκιμάζει την άποψη των τραγικών (Επιστολή πη’, Νεκταρίω) «να μην απολαμβάνεις μόνς την ευτυχία, όπως λένε οι τραγικοί, αλλά να συμμερίζεσαι κατά ένα μέρος και τα δεινά των φίλων σου». Επίσης (Λόγος κη’, 4) «Πρέπει να θέσωμεν ως αρχή το εξής που είπε κάποιος, επιτυχώς κατά τ γνώμη μου, από τους Έλληνες θεολόγους φιλοσοφώντας περί Θεού [Πλάτων, Τίμαιος, 28c]» και (Λόγος λα’, 5): «οι θεολογικότεροι εκ των Ελλήνων εικά και μάλιστα αυτοί που μας πλησιάζουν περισσότερον, το εφαντάσθησαν [το Άγιο Πνεύμα] μεν, όπως εγώ νομίζω, αλλά διεφώνησαν εις την ονομασίαν, και το ωνόμασαν "νουν του παντός" ή "θύραθεν νουν" και τα παρόμοια» και (Εις Ήρωνα τον φιλόσοφον, 6): «Από την Κυνικήν φιλοσοφίαν περιεφρόνησε την αθεΐαν, επήνεσε την απλότητα αυτής». Επίσης αποκαλεί εραστές της σωφροσύνης ο άγιος Γρηγόριος τον Επίκουρο, τον Πολέμωνα, τον Δίωνα, τον Μέγα Αλέξανδρο (λόγος Περί αρετής, PG 37, 736): «Ποιος δεν έχει ακούσει για τον κυνικό από τη Σινώπη; Τι άλλο πρέπει να σας πώ παρά ότι ήταν τόσο ολιγαρκής και λιτοδίαιτος;» (στ. 218)· «Ο Επίκουρος αγωνιζόταν η ηδονή να είναι το έπαθλο των δικών μου αγώνων, στην οποία καταλήγουν όλα τα καλά των ανθρώπων» (στ. 787)· «κόσμια και φρόνιμα ζούσε βοηθώντας με τη ζωή του τη διδαχή του» (στ. 791)· «ποιος πάλι δεν επιδοκιμάζει τούτο που έκανε ο Αλέξανδρος;» (στ. 818).

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον «Κατά Ιουλιανού» λόγο του, ο οποίος γράφτηκε αμέσως μετά τον θάνατο του Ιουλιανού, την αποτυχία του διωγμού των Χριστιανών από τους Παγανιστές  και την οριστική επικράτηση του Χριστιανισμού και που μερικοί τον κρίνουν ως «δείγμα δειλίας» γράφει (Κατά Ιουλιανού στηλιτευτικός δεύτερος, 36-37) τα εξής πράγματα: «Συνηθίζει ο άνθρωπος, όταν έρθει στην εξουσία, να αντιδρά κακώς, όταν μάλιστα συμβεί να είναι δίκαια οργισμένος για όσα υπέφερε, ελάχιστα πείθεται σε λόγο που ανακόπτει το θυμό. Είναι άξιο όμως να ακουστεί και να γίνει ευπρόσδεκτο. Ας μη χρησιμοποιήσουμε την ευκαιρία με απληστία, ας μην απολαύσουμε με ηδονή την εξουσία, ας μη κάνουμε αυτά που καταδικάσαμε. Αλλά αφού απολαύσαμε την μεταβολή, όσο για να αποφύγουμε τα δεινά, ας μισήσουμε ό,τι έχει σχέση με αντεκδίκηση. Είναι αρκετή τιμωρία στους μέτριους ο φόβος αυτών που τους είχαν λυπήσει και η προσδοκία ότι θα πάθουν αυτά που τους αξίζουν.

Ας μη θελήσουμε να συναγωνιστούμε στην οργή, ούτε να φανούμε υποδεέστεροι τιμωροί από όσο αξίζουν. Αλλά επειδή δεν μπορούμε να εισπράξουμε το παν, ας συγχωρήσουμε το παν. Ας γίνουμε κατά τούτο ανώτεροι και υψηλότεροι από εκείνους που μας αδίκησαν. Ας δείξουμε τι διδάσκουν οι δαίμονες σ’ αυτούς και με τι μας εκπαιδεύει ο Χριστός. Ας αυξήσουμε το μυστήριο με αγαθότητα.

Ας νικήσουμε με επιείκια αυτούς που μας τυράννησαν. Αν κανείς έχει βασανιστεί πολύ σκληρά, ας αφήσουμε στο Θεό τους βασανιστές και στο μετά θάνατο δικαστήριο. Ας μη διανοηθούμε δήμευση της περιουσίας, ας μη τους οδηγήσουμε ενώπιον δικαστηρίων, ας μη τους απελάσουμε από την πατρίδα, ας μη τους βασανίσουμε με μαστίγια και, για να μιλήσω με συντομία, ας μη τους κάνουμε τίποτε από όσα πάθαμε. Ας τους κάνουμε κι αυτούς επιεικέστερους, ει δυνατόν, με το δικό μας παράδειγμα.

Αν κανενός ο γιος, ο πατέρας, η γυναίκα, κάποιος συγγενής, φίλος ή κανείς άλλος από τα προσφιλή του πρόσωπα έχει βασανιστεί, ας καταστήσουμε σε όλους τα πάθη τους άξια μισθαποδοσίας με το να τους πείσουμε να υποφέρουν με καρτερία όσα υπέστησαν. Ας τους χαρίσουμε αυτό ως το μεγαλύτερο από κάθε άλλο δώρο».

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ρωτά έναν φανταστικό Ειδωλολάτρη (Κατά Ιουλιανού στηλιτευτικός πρώτος, 98): «Σκέψου αυτό: κατά τον καιρό που εμείς είχαμε τη δύναμη, πότε έγινε κάτι τέτοιο από τους Χριστιανούς εις βάρος των δικών σας, από αυτά που συνέβησαν πολλές φορές εις βάρος των Χριστιανών; Ποια ελευθερία ενέργειας σας στερήσαμε; Εναντίων τίνων εξεγείραμε εμπαθείς όχλους; Επί τίνων τοποθετήσαμε άρχοντες, που ενεργούσαν περισσότερα από όσα διατάζονταν; Σε ποιους επισείσαμε τον κίνδυνο της ζωής; Ποιους διώξαμε από την εξουσία και άλλες τιμητικές θέσεις, που ανήκουν στους άριστους; Και, για να πω με συντομία, σε ποιον κάναμε κάτι τέτοιο, από αυτά που άλλα μεν κάνατε, με άλλα [από αυτά] εσείς απειλήσατε; Αλλά δεν μπορείτε να μιλάτε ούτε εσείς, οι οποίοι μας κατηγορείτε για την πραότητα και την φιλανθρωπία». Αυτά τα λόγια δείχνουν το ανεξίκακο του Γρηγόριου αλλά και επιβεβαιώνουν ότι προ Ιουλιανού δεν υπήρξαν διώξεις και συνεπώς ο εκχριστιανισμός της πλειοψηφίας των κατοίκων της Αυτοκρατορίας είχε γίνει ειρηνικά.

  Ο Γ. Σιέττος (Ο ανθελληνισμός στα πατερικά και εκκλησιαστικά κείμενα, σ. 315) ισχυρίζεται ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (μαζί με άλλους Πατέρες) αποκαλούσε «μισοχριστότατον» τον αυτοκράτορα Ουάλη, επειδή ο τελευταίος ακολουθούσε «πολιτική υποστήριξης της ανεξιθρησκίας». Οι αρχαιολάτρες συνήθως διαστρέφουν είτε τα γεγονότα είτε (εδώ) τις αιτίες. Ο Ουάλης ήταν αιρετικός Αρειανιστής αυτοκράτορας και δίωξε σκληρά τους Ορθόδοξους. Γι’ αυτό τον μέμφεται ο άγιος Γρηγόριος˙ όχι για την «ανεξιθρησκία» του, η οποία ως γνωστόν εφαρμοζόταν για όλους πλην των Ορθοδόξων.

15j ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΟΙ ΚΑΤΑ «ΕΛΛΗΝΩΝ»

Μιλάνε για τα δήθεν αναθέματα της Εκκλησίας κατά της ελληνικής παιδείας οι νεοπαγανιστές. Όμως τα εκκλησιαστικά κείμενα δεν καταδικάζουν την ελληνική παιδεία καθεαυτή. Χαρακτηριστικό είναι τα Κεφάλαια κατά Ιωάννου του Ιταλού, (11ος αι.) όπου διαβάζουμε τα εξής

«(..) ε΄) Τοῖς τὰ Ἑλληνικὰ δεξιοῦσι μαθήματα, καὶ μὴ διὰ παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς δόξαις αὐτῶν καὶ ταῖς ματαίαις ἑπομένοις, καὶ ὡς ἀληθέσι πιστεύουσι, καὶ οὕτως αὐταῖς, ὡς βέβαιον ἔχουσαις (...) ἀνάθεμα». Δηλαδή: «Για όσους μαθαίνουν τα «Ελληνικά» όχι μόνο για να μορφωθούν, αλλά και για να πιστεύουν στις «ελληνικές» γνώμες ως σωστές (...) ανάθεμα».

Είναι προφανές ότι αναθεματίζεται όποιος Χριστιανός πιστεύει στις προχριστιανικές μεταφυσικές γνώμες κι όχι όποιος Χριστιανός απλώς διδάσκεται και ερευνά τις προχριστιανικές γνώμες. Το ανάθεμα απευθύνεται προς μέλη της Εκκλησίας με σκοπό τη διασαφήνιση της χριστιανικής πίστης και την προφύλαξή της από ετεροδοξίες, και δεν απευθύνεται «προς άπαντες» – όπως εξεπίτηδες υποστηρίζουν οι Νεοπαγανιστές – , ώστε να απαγορεύει η Εκκλησία σε αλλόδοξους να μαθαίνουν και να πιστεύουν σε παγανιστικές δοξασίες.

Δηλαδή, πού βρίσκουν το παράξενο οι αρχαιολάτρες; Στο ότι ένας Χριστιανός δεν μπορεί να είναι Χριστιανός και ταυτόχρονα να πιστεύει στις αρχαίες μεταφυσικές γνώμες (Και σε ποιες από τις δεκάδες διαφορετικές γνώμες θα πρεπε να πιστεύει, ώστε να θεωρείται Έλληνας;  Μήπως υπήρχε μία μόνο αρχαία μεταφυσική γνώμη;); Δεν θα έπρεπε η Εκκλησία να ορίσει με σαφήνεια τα όρια μεταξύ της ιδιότητας του Χριστιανού που μελετά τα αρχαιοελληνικά δόγματα, και του μη Χριστιανού, ο οποίος (όχι απλώς μελετά τα αρχαία κείμενα, αλλά επιπλέον) πιστεύει στα αρχαιοελληνικά δόγματα; Λογικό δεν είναι ότι όσοι Χριστιανοί πιστεύσουν σε δόγματα διαφορετικά από αυτά του Χριστιανισμού παύουν αυτονόητα να είναι Χριστιανοί; Ε, αυτό το προφανές πράγμα εκφράζει ο αναθεματισμός. Αναθεματισμός που γίνεται, ας το ξανατονίσουμε, όχι κατά Ελλήνων το γένος, όχι κατά μη Χριστιανών, αλλά προς Χριστιανούς. Στο κάτω κάτω, το «ανάθεμα» της Εκκλησίας δεν είναι κάτι το τρομερό, ούτε είναι ρίξιμο στην πυρά. Είναι απλώς η «πιστοποίηση» ότι ο αναθεματισμένος έχει παύσει να είναι μέλος της Εκκλησίας.

Δεν πρόκειται για καταδίκη καθεαυτής της αρχαιοελληνικής δοξασίας˙ καθένας μη Χριστιανός μπορεί να την αποδέχεται ως αληθή κι ως βέβαιη. Πρόκειται για καταδίκη της άποψης ότι αυτές οι δοξασίες, που έχουν σχέση με τον πολυθεϊσμό, την μετεμψύχωση κ.ά., είναι χριστιανικές. Άρα η Εκκλησία δεν καταδικάζει ούτε λ.χ. τους Πλατωνικούς ή τον Πλατωνισμό˙ καταδικάζει τους Χριστιανούς που στα δογματικά ζητήματα πλατωνίζουν. Αν κάποιος δεν είναι Χριστιανός, ούτε θα δικαιούτο η Εκκλησία να τον αναθεματίσει, αλλά ούτε και έπραξε ποτέ κάτι τέτοιο.

            Αλλά, πώς να περιμένει κανείς από ανίδεους πολυθεϊστές και ειδωλολάτρες να κρίνουν ή να καταλάβουν καν τι σημαίνει «αναθεματισμός», σε ποιους απευθύνονται οι αναθεματισμοί και τι λέει ο συγκεκριμένος αφορισμός, τη στιγμή που κι ο γνωστός αρθρογράφος κ. Μ. Πλωρίτης (Βήμα, 11/6/2000) γράφει «...Και το 797 η Σύνοδος της Νικαίας, αναθεμάτιζε όσους μελετούσαν διεξοδικώς τα ελληνικά μαθήματα» όχι απλώς αγνοώντας ότι το κείμενο αυτό εγράφη  τον ένατο και τον ενδέκατο αιώνα κι όχι το 797 – καμμία σύνοδος δεν διεξήχθη το 797 – αλλά επιπλέον διαστρεβλώνοντας το κείμενο του αναθεματισμού, ισχυριζόμενος ότι η Σύνοδος απαγόρευσε ακόμη και την ίδια την μελέτη; Εκτός κι αν ο κ. Πλωρίτης με το «διεξοδική μελέτη» εννοεί «την αποδοχή όλων όσα λεν τα ελληνικά κείμενα», δηλαδή ότι μόνο άμα πιστεύεις και συμφωνείς με ό,τι γράφει ένας συγγραφέας, τον μελετάς διεξοδικά. Π.χ. για να κατανοήσεις το Mein Kampf του Χίτλερ, πρέπει να είσαι ναζιστής ώς το κόκκαλο.

Παρόμοια περίπτωση, με θύτη αυτή τη φορά την Λ. Ζωγράφου, που, όπως όλοι οι ομόφρονές της, αντιγράφοντας ως τυφλοσούρτη την ξένη βιβλιογραφία, χωρίς να ρίξει έστω μια ματιά στις πηγές, έγραψε για κάποιον εκκλησιαστικό συγγραφέα ονόματι Didache, μη (Αντιγνώση, εκδ. Αλεξάνδρεια, σ. 273) γνωρίζοντας ότι δεν πρόκειται περί προσώπου, αλλά για το αρχαίο (1ος μ.Χ. αι.) κείμενο με τίτλο «Διδαχαί των Αγίων Αποστόλων». Πώς μετά οι Νεοπαγανιστές να κάνουν κάτι καλύτερο;

Αλλά ακόμη και οι ειδωλολατρικές γιορτές, στις οποίες αναφέρονται ονομαστικώς οι Σύνοδοι της Εκκλησίας (Πένθεκτη) είναι μόνο λατινικής προέλευσης: απαγορεύονται στους Χριστιανούς τα «Βοτά», γιορτή των αρχαίων Λατίνων ειδωλολατρών, τα «Βρουμάλια», επίσης των αρχαίων Λατίνων, και οι «Καλένδες», επίσης γιορτή του ρωμαϊκού ειδωλολατρικού ημερολογίου (κανόνας ξβ’).

 

15k ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΛΕΞΗ ΕΛΛΗΝΑΣ

Εδώ και πολύν καιρό, οι εθνικιστές αρχαιολάτρες παίζουν ένα ύπουλο παιχνίδι, προκειμένου να πείσουν τον κόσμο ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ήταν ανθέλληνες και μισούσαν το ελληνικό έθνος της εποχής εκείνης. Πρόκειται για μια από τις πιο γνωστές απόψεις των Νεοπαγανιστών.

Καταρχήν, πρέπει να τονιστεί ότι, μετά το 212 μ.Χ. με διάταγμα όλοι οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας απέκτησαν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη και ήταν πλέον Ρωμαίοι. Οι περισσότεροι αυτοκράτορες προέρχονταν από περιοχές εκτός της Ιταλίας. Η σημερινή Ελλάδα χωριζόταν σε δύο επαρχίες που ονομαζόταν Μακεδονία και Αχαΐα.

Στην Καινή Διαθήκη και στα κείμενα των Πατέρων συναντά κανείς χιλιάδες φορές τη λέξη «Έλληνας». Όμως οι Πατέρες και οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, όταν γράφουν «Έλληνας» δεν εννοούν κάποιον που ανήκει στο ελληνικό έθνος, αλλά τον ειδωλολάτρη, τον παγανιστή. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας, ένας π.χ. ειδωλολάτρης κάτοικος Ισπανίας, με καταγωγή από την Ισπανία αναφέρεται ως «Έλληνας», διότι είναι ειδωλολάτρης. Δεν είχε καμμία σχέση ο «Έλληνας» που συναντούμε στα πατερικά κείμενα με τον «Έλληνα» όπως τον κατανοούμε σήμερα, δηλαδή τον ανήκοντα στο ελληνικό έθνος. Παραδείγματα άπειρα. Δύο μόνο:

Κατά Μάρκον 7, 26, όπου γράφει «...ἡ δὲ γυνὴ ἦν Ἑλληνίς, Συροφοινίκισσα τῷ γένει», που μεταφράζεται «η γυναίκα ήταν ειδωλολάτρις, Συροφοινίκισσα στην εθνικότητα». Αν το «Ἑλληνίς» σήμαινε «Ελληνίδα στην εθνικότητα», τότε το Κατά Μάρκον θα έγραφε «Ἑλληνὶς τῷ γένει» κι όχι «Συροφοινίκισσα τῷ γένει».

Ο Διγενής Ακρίτας, τον 10ο αιώνα, έχει μητέρα Χριστιανή και πατέρα «Έλληνα», σύμφωνα με το έπος. Ο πατέρας του, όμως, δεν είναι ελληνικής εθνικότητας ούτε ελληνόφωνος ούτε ελληνικής καταγωγής, αλλά αραβόφωνος Μουσουλμάνος Άραβας εμίρης. Εάν υποθέταμε ότι η λέξη «Έλληνας» είχε τη σημερινή σημασία, τότε ο πατέρας του Διγενή θα ήταν ελληνικής καταγωγής και εθνικότητας. Όμως είναι ξεκάθαρο πως ο «Έλληνας» είναι ο μη Χριστιανός Μουσουλμάνος αραβικής καταγωγής. Ο Φιλοστόργιος (στο Ζώσιμο) στα 425 μ.Χ. γράφει για κάποιον Άτταλο, τον οποίο επέβαλε ως βασιλιά στους κατοίκους της Ρώμης ο πολιορκητής της Αλάριχος: Οὗτος δὲ Ἴων μὲν ἦν τὸ γένος, Ἕλλην δὲ τὴν δόξαν. «Δόξα» είναι η θρησκεία. Μας αναφέρει τον τόπο προέλευσής του και τη θρησκεία του – όχι την εθνότητά του με το «Έλλην».

Το όνομα «Έλληνας» έχασε την έννοια τού «Έλληνας το γένος», και σταδιακά, από τον 11ο – 12ο αιώνα άρχισε να σημαίνει ξανά τον ελληνικής καταγωγής. Ώς τα τέλη του 15ου αιώνα, η διαδικασία αυτή είχε ολοκληρωθεί. Στο μεσοδιάστημα μεταξύ 11ου και 15ου αιώνα συνυπήρχαν οι δύο σημασίες, στην αρχή κυριαρχούσε η θρησκευτική σημασία του «Έλληνας», ενώ στο τέλος κυριαρχούσε η εθνική σημασία.

Πέρα από αυτά τα παραδείγματα, η άποψη ότι το «Έλληνας» των κειμένων της Εκκλησίας σημαίνει τον ελληνικής εθνικόητας είναι παράλογη. Οι Πατέρες της Εκκλησίας συχνά αντιδιαστέλλουν «Χριστιανούς» και «Έλληνες». Η αντιδιαστολλή συνεπάγεται ή υποννοεί σύγκριση. Σύγκριση όμως είναι δυνατή μόνο μεταξύ ομοειδών «πραγμάτων» που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και στο ίδιο ευρύτερο σύνολο. Για παράδειγμα, η λέξη «Βουδδιστής» αναφέρεται στην θρησκευτική κατηγοριοποίηση, ενώ η λέξη «Αμερικάνος» στην εθνική κατηγοριοποίηση. Δε θα μπορούσαμε λοιπόν, να πούμε πως κάποιος «δεν είναι Αμερικανός, επειδή είναι Βουδδιστής». Η μια λέξη αναφέρεται στη θρησκεία, η άλλη στο έθνος. Μόνο εάν η λέξη «Αμερικανός» σήμαινε τον οπαδό μιας θρησκείας ή μόνον εάν η λέξη Βουδδιστής σήμαινε τον ανήκοντα σε ένα έθνος, θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν μπορεί κάποιος να ονομάζεται και «Αμερικανός» και «Βουδδιστής». Επίσης, δεν μπορούμε να προσθέσουμε ένα μήλο σε δύο σβήστρες και να βγάλουμε άθροισμα «τρία», διότι ανόμοιας κατηγορίας πράγματα ούτε συγκρίνονται ούτε προστίθενται. Το ίδιο συμβαίνει και με τον «Έλληνα» και τον «Χριστιανό» των πατερικών κειμένων. Όταν οι Πατέρες συγκρίνουν τον «Έλληνα» με τον Χριστιανό, το μόνο λογικό που μπορεί κανείς να υποθέσει είναι ότι ο «Έλληνας» και ο «Χριστιανός» ανήκουν στην ίδια κατηγορία, είναι ομοειδείς έννοιες. Επειδή όμως το «Χριστιανός» είναι θρησκευτική έννοια, είναι αναγκαίο και λογικό το «Έλληνας» για τους Πατέρες της Εκκλησίας να έχει επίσης θρησκευτική σημασία. Οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Αποδεικνύεται λοιπόν, τόσο λογικά όσο και από τα κείμενα, ότι το «Έλληνας» των εκκλησιαστικών συγγραφέων δεν σημαίνει τον Έλληνα στην καταγωγή, αλλά τον πολυθεϊστή. Κατά συνέπεια, οι αφορισμοί κατά «Ελληνικών απόψεων», οι λόγοι κατά «Ελλήνων» δεν έχουν στόχο το ελληνικό έθνος, αλλά τον πολυθεϊσμό και τις πολυθεϊστικές απόψεις.

Δυσανασχετεί ειρωνικά ένα αρχαιολατρικό περιοδικό, με την έκδοση σειράς πατερικών κειμένων, επειδή αυτή τιτλοφορείται «Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας», διότι αυτή, από τη μια μεταφράζει εντός των πατερικών κειμένων όλα τα «Έλληνας» ως «ειδωλολάτρης», αλλά αποκαλεί «Έλληνες» τους Πατέρες κάνοντας τάχα εξαίρεση στην μετάφραση της λέξης. Φυσικά, όταν κανείς θέλει να παίζει, σα μωρό παιδί, με τις λέξεις, μπορεί να διαμαρτύρεται, κάνοντας πως δεν καταλαβαίνει ότι πράγματι το «Έλληνας» των εκκλησιαστικών  συγγραφέων σημαίνει τον Παγανιστή, κι ότι πράγματι οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι (οι περισσότεροι) Έλληνες στο γένος: με άλλα λόγια, η μετάφραση (όπως και κάθε  μετάφραση) γίνεται με βάση τη σημερινή σημασία της λέξης «Έλληνας». Δεν είναι λογικό, τη στιγμή που μια λέξη έχει διαφορετική σημασία, να χρησιμοποιείται η παλαιότερη σημασία της, ειδικά όταν πρόκειται για μετάφραση κειμένου.

Ίσως μερικοί πουν ότι, λόγω της εξάπλωσης του ελληνικού πολιτισμού, ακόμη και οι μη Έλληνες στο γένος Παγανιστές είχαν γίνει Έλληνες, και συνεπώς, οι έννοιες Έλληνας (εθνικά) και μη ελληνικής καταγωγής Παγανιστής σήμαιναν το ίδιο πράγμα, οπότε γράφοντας «κατά Ελλήνων» οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς έγραφαν κατά Ελλήνων το γένος. Αυτό είναι λάθος. Η αλήθεια είναι ότι οι Έλληνες το γένος ήταν που εγκατέλειψαν τους θεούς τους και το δωδεκάθεο για χάρη των ασιατικών παγανιστικών θεών, κι όχι το αντίθετο, δηλαδή οι Ασιάτες να εγκαταλείψουν τους θεούς τους για χάρη του δωδεκάθεου. Συνεπώς, αν ήταν να χαρακτηρίσουμε ένα έθνος βάσει της θρησκείας του, τότε τους Έλληνες το γένος της ρωμαϊκής εποχής θα έπρεπε να τους χαρακτηρίσουμε «Αιγύπτιους», διότι λάτρευαν την Ίσιδα, «Σύριους», διότι λάτρευαν την Κυβέλη, «Πέρσες», διότι λάτρευαν το Μίθρα, κι όχι «Έλληνες».

Δεν θα πρέπει να κατηγορήσουμε την Εκκλησία για την επικράτηση του «Ρωμαίος» και τον παραμερισμό του «Έλληνας». Η τύχη των δύο λέξεων ήταν προϊόν των πολιτικών εξελίξεων. Το όνομα «Ελλάς» χάθηκε, αφού δεν υπήρχε καν επαρχία της παγανιστικής Αυτοκρατορίας με το όνομα «Ελλάδα» (Αντιθέτως, επί ορθόδοξης ελληνικής Ρωμαίικης αυτοκρατορίας υπήρξε επαρχία Ελλάς, η οποία και ταυτιζόταν με την αρχαϊκή Ελλάδα). Το «Ρωμαίος» επικράτησε επειδή οι Ρωμαίοι δημιούργησαν την Αυτοκρατορία. Η ιδιότητα του ρωμαίου πολίτη εδόθη το 212 μ.Χ., 170 χρόνια προτού η Ορθοδοξία γίνει η επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας. Με άλλα λόγια, το «Ρωμαίος» θα επικρατούσε, είτε επικρατούσε ο Χριστιανισμός είτε όχι.

            «Αξίζει βέβαια να σημειωθή και η προς την αντίθετη κατεύθυνσι απόπειρα αλλαγής της έννοίας του ονόματος των Ελλήνων στη λατινική μορφή του Γραίκοι. Ενώ το όνομα Έλλην στο στόμα των Χριστιανών κατέληξε να σημαίνει ειδωλολάτρης, το όνομα Γραικός στο στόμα των Ρωμαίων έτεινε να σημαίνη Χριστιανός. Οι πρώτοι Χριστιανοί της Ρώμης και των άλλων δυτικών πόλεων ήσαν κατά το πλείστο ελληνικής καταγωγής κι’ είχαν ως γλώσσα λατρείας και διδαχής την ελληνική (οι δεκατρείς από τους δεκάξι πρώτους πάπες ήσαν Έλληνες), κι’ έτσι οι Λατίνοι δεν έκαμαν διάκριση μεταξύ Ελλήνων και Χριστιανών. Ο Τερτυλιανός τονίζει σ’ ένα από τα έργα του, «αν ο ρωμαϊσμός είναι σωτηρία για όλους, τότε γιατί δεν συμπεριφέρεσθε με εντίμους τρόπους προς τους Γραικούς;» (Quid nunc, si est Romanitas omnisalus, nec honestis tamen modis ad Graios estis? De Pallio 3, PL 2, 1094). Και ο Ιερώνυμος βεβαιώνει ότι κατά την παλαιότερη εποχή, όταν εμφανιζόταν στο δρόμο κάποιος Χριστιανός οι Ρωμαίοι εκραύγαζαν «οι γραικός, ο επιθέτης», δηλαδή ο Έλλην, ο απατεών. (Graecus impostor, Epist. 54 ad Furiam, PL 22, 552). Αυτή η προσωνυμία δείχνει φυσικά το φυλετικό μίσος των Ρωμαίων κατά των Ελλήνων, και συνεπώς επίσης κατά των Χριστιανών» (Π.Κ. Χρήστου, Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων, εκδ. οίκος Κυρομάνος, σ. 83).

Συνοψίζοντας:

1) Με τη λέξη «Έλληνες» εκείνη την εποχή δεν εννοείτο το ελληνικό έθνος, αλλά οι Παγανιστές ανεξαρτήτως εθνικότητας, γλώσσας ή καταγωγής˙ Ισπανοί και Σύριοι, Βρεττανοί και Αιγύπτιοι, Καρχηδώνιοι και Γαλάτες.

2) Είναι προφανές, ότι ανάμεσα στους ελληνικούς πληθυσμούς δεν υπήρχαν μόνον Παγανιστές, αλλά και πλήθος Χριστιανών˙ δεν υπήρχαν μόνο Έλληνες το γένος, λάτρεις του Δία, αλλά και Έλληνες το γένος, λάτρεις του Χριστού, καθώς και Έλληνες το γένος, λάτρεις του Μίθρα.

3) Η Εκκλησία δεν έκανε καμμιά διάκριση με βάση την καταγωγή ή τη γλώσσα. Οι Πατέρες της Εκκλησίας γράφοντας «κατά Ελλήνων» δεν έγραφαν κατά του ελληνικού έθνους, αλλά κατά των ειδωλολατρών, είτε αυτοί ανήκαν στο ελληνικό έθνος είτε στα υπόλοιπα έθνη της Αυτοκρατορίας.

4) Δεν υπήρχε καμμιά διαμάχη μεταξύ Ελλήνων το γένος (που ήταν ταυτόχρονα Παγανιστές) και Ρωμαίων το γένος (που ήταν Χριστιανοί), διότι όλοι οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας λέγονταν Ρωμαίοι και ήταν ρωμαίοι πολίτες.

Να πάψει λοιπόν το κουτοπόνηρο παιχνίδι των Νεοπαγανιστών-εθνικιστών αρχαιολατρών με τις δύο διαφορετικές σημασίες της λέξης «Ελληνας». Ποιον νομίζουν πως κοροϊδεύουν; Δεν μπορούν να κάνουν μια σωστή μετάφραση αρχαίων κειμένων; Όσοι, λοιπόν, αρχαιολάτρες εθνικιστές και Νεοπαγανιστές παρουσιάζουν πατερικά κείμενα αναφερόμενα σε «Έλληνες», ως απόδειξη του «ανθελληνισμού», δίχως να ερευνούν προσεκτικά, εάν αναφέρεται σε ελληνικής καταγωγής πληθυσμούς ή σε ειδωλολάτρες αδιακρίτως καταγωγής, λογικό είναι να υποθέσουμε, ότι αυτό που κάνουν οι αρχαιολάτρες εθνικιστές και Νεοπαγανιστές είτε έχει σκοπό την εξαπάτηση άλλων είτε είναι απόδειξη της αμάθειάς τους.

Οι Νεοπαγανιστές διαμαρτύρονται για τον χαρακτηρισμό «παγανιστές» (“pagani”= χωρικοί), που τους εδώθη από τον Μεγάλο Θεοδόσιο. Αλλά ξεχνούν δύο πράγματα, ή μάλλον αποφεύγουν να τα σκεφτούν: Πρώτον, κι ο Ιουλιανός – 20 χρόνια πριν τον Θεοδόσιο Α’ – αποκαλούσε «Γαλιλαίους» τους Χριστιανούς και ήθελε έτσι να αποκαλούνται, νομοθετώντας να αποκαλούνται έτσι (Γρηγόριου Θεολογου, Κατά Ιουλιανού), με σκοπό να τους ειρωνευτεί. Δεύτερον, ότι η ονομασία «Χριστιανοί» είναι εκ των ειδωλολατρών, και μάλιστα αυτοί την πρωτοέδωσαν στους Χριστιανούς της Αντιόχειας, για λόγους πάλι ειρωνικούς. Τι φωνάζουν για το «παγανιστές» οι νεοπαγανιστές; Ο χαρακτηρισμός αυτός άλλωστε δόθηκε διότι οι μόνοι λάτρεις των αρχαίων θεών ζούσαν κυρίως σε κώμες.

«Κατά Ιουλιανού» του Αγίου Γρηγόριου του Θεολόγου:

76. Εκείνο μεν λοιπόν και πολύ παιδαριώδες ήταν και κενό και δεν άρμοζε όχι μόνο σε άνδρα βασιλέα, αλλά ούτε και σε κανένα από εκείνους που διαθέτουν μετρίως ισχυρό νού, το ότι επειδή με την αλλαγή του ονόματος νόμισε ότι θα αλλάξει και η διάθεσή μας, ή ότι θα μας κάνει να ντρεπώμαστε, σα να κατηγορούμασταν για κάτι το πολύ αισχρό, καινοτόμησε αμέσως, όσον αφορά στην ονομασία μας, μάς ονόμασε και νομοθέτησε να καλούμαστε Γαλιλαίοι αντί Χριστιανοί, δηλώνοντας εμπράκτως ότι η προσωνυμία του Χριστού είναι πάρα πολύ ένδοξο και πολύτιμο πράγμα, (...) εκτός αν φοβόνταν τη δύναμη της ονομασίας, όπως οι δαίμονες, και γι' αυτό καθιέρωσε άλλο όνομα.

77. Εμείς όμως δε θα μπορούσαμε να γελοιοποιήσουμε τα ονόματά τους. Γιατι δεν υπάρχει τίποτε γελοιότερο το οποίο θα μπορούσαμε να διανοηθούμε από τους φαλλούς και τους ιθυφάλλους και τους μελαμπύγους και τους απύγους και τον τραγόποδα και τον αλαζόνα Πάνα.(...) Γιατί, τί θα μας εμπόδιζε κι εμάς, περιπαίζοντας κατά τον ίδιο τρόπο τον βασιλιά των Ρωμαίων, όπως νόμιζε απατηθείς από τους δαίμονες και ολόκληρης της Οικουμένης, να τον αποκαλούμε Ειδωλιανό και Πισαίο και Αδωναίο και Καυσίταυρο;

Όσο για τον τίτλο «Κατά Ελλήνων» ενός έργου του Μεγάλου Αθανασίου, τον οποίο οι εθνικιστές αρχαιολάτρες έχουν ανακηρύξει «φανατικό μισέλληνα», είναι γνωστό πως αυτός δεν ήταν ο αρχικός τίτλος του έργου. Όπως γράφει ο καθηγητής Πανεπιστημίου Π. Χρήστου, «ο τίτλος αυτός απαντά μάλλον μεταγενεστέρως, όπως π.χ. εις το ψευδοφωτιανόν Εγκώμιον εις Αθανάσιον (PG 102, 576). Εις τον μεγαλύτερον αριθμόν χειρογράφων και εις μίαν σειράν αρχαίων μαρτυριών ο τίτλος φέρεται ως «Κατά Ειδώλων»˙ ήτοι εις τον Λεόντιον Βυζάντιον (Κατά Νεστοριανών και μονοφυσιτών, Gallandi Bibliotheca Veterum Patrum, Βενετία 1778, 12, σ. 683), εις την Διδασκαλίαν Πατέρων (Diekamp, Doctrina Patrum, Mόnster i.W. 1907 (86, 88, 104, 327, δια τα δύο βιβλία)), εις τον Γερμανόν Κωνσταντινουπόλεως (Επιστολή 4, PG 98, 169). Ότι δε αυτός ήτο ο αρχικός τίτλος – «Κατά Ειδώλων» – φαίνεται από τους λόγους του ιδίου συγγραφέως εις το προοίμιον της δευτέρας πραγματείας που εσημειώσαμεν και προηγουμένως˙ «ὀλίγα διαλαβόντες περὶ τῆς τῶν ἐθνῶν περὶ τὰ εἴδωλα πλάνης». Είναι σαφές ότι ο συγγραφεύς δεν πολεμεί τους ειδωλολάτρας, τους Εθνικούς, «τους Έλληνας», αλλά την πλάνην των περί τα είδωλα. Αργότερα εθεωρήθη το «Κατά Ελλήνων» ως καταλληλότερος τίτλος και αυτός αντικατέστησε τον πρώτον».

 Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι ο Μέγας Αθανάσιος στο σύγγραμά του αυτό, παραφράζοντας φράση του Ηροδότου, αναφέρεται στους Αρχαίους Έλληνες με το όνομα «Πελασγοί», ενώ τους Παγανιστές τους αποκαλεί «Έλληνες». Μ. Αθανασίου, Κατά Ειδώλων, Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, τόμ. 1, Πατερικαί Εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1973, §23, σ. 152: «Και το αξιοθαύμαστον , καθώς λέγουν αυτοί που ιστορούν , είνε το εξής· ότι ενώ οι Πελασγοί έμαθαν τα ονόματα των Θεών από τους Αιγυπτίους , δεν γνωρίζουν αυτοί τους θεούς που λατρεύονται  εις την Αίγυπτον, και λατρεύουν άλλους θεούς διαφορετικούς από τους θεούς εκείνων . Και είνε τελείως διαφορετική η θεωρία και η θρησκεία των εθνών τα οποία κατελήφθησαν από την μανίαν των ειδώλων , και δεν συναντώνται τα αυτά εις τους αυτούς» («καὶ τόγε θαυμαστόν, ὅτι, ὡς οἱ ἱστορήσαντες ἐξηγοῦνται , παρ’ Αἰγυπτίων οἱ Πελασγοὶ  μαθόντες τὰ ὀνόματα τῶν Θεῶν, οὐκ ἴσασιν οὗτοι τοὺς παρ’ Αἰγυπτίοις θεούς, ἀλλὰ ἄλλους παρ΄ ἐκείνους θρησκεύουσι. Καὶ ὅλως πάντων τῶν ἐν εἰδώλοις μανέντων ἐθνῶν διάφορός ἐστιν ἡ δόξα καὶ ἡ θρησκεία, καὶ οὐ τὰ αὐτὰ παρὰ τοῖς αὐτοῖς εὑρίσκεται»).

Υπό την λέξιν «οι ιστορήσαντες» ο Μ. Αθανάσιος εννοεί τον Ηρόδοτο του οποίου την πληροφορία αναφέρει εδώ. Ο Ηρόδοτος λέγει· «Δώδεκά τε θεῶν ἐπωνυμίας ἔλεγον πρώτους Αἰγυπτίους νομίσαι, καὶ Ἕλληνας παρὰ σφέων ἀναλαβεῖν, βωμούς τε καὶ ἀγάλματα καὶ νηοὺς θεοῖσι ἀπονεῖμαι σφέας…», (Ιστορίαι 2, 4, 2). Αλλ’ ο Αθανάσιος αντί του «Έλληνες» λέγει «Πελασγοί». Πελασγοί αρχικώς ελέγοντο αυτοί που κατώκουν εις την Ελλλάδα , προτού να έλθουν οι Έλληνες. Όταν ήλθον οι Έλληνες ανεμίχθησαν με αυτούς· εις ωρισμένα  δε μέρη  έμειναν άμικτοι. Οι Όμηρος, Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, και ‘Εφορος αναφέρουν ότι υπήρχον Πελασγοί εις την Δωδώνην της Ηπείρου, την Θεσσαλίαν, την Λήμνον, την Πελοπόννησον, την Κρήτην. Κατά τα ελληνιστικά όμως και μάλιστα τα μεταχριστιανικά χρόνια, επειδή το «Έλληνες» έλαβεν άλλην σημασίαν , οι Έλληνες ήρχισαν να λέγωνται με τας παλαιάς τοπικάς ονομασίας, ήτοι Πελασγοί,  Αχαιοί, Μακεδόνες, κλπ. Αν ο Ηρόδοτος έλεγε «Πελασγοί», θα έλεγε κανείς ότι ο Αθανάσιος λαμβάνει το χωρίον, χωρίς να εξετάση ποίοι ήσαν οι Πελασγοί. Εφ’  όσον όμως μεταβάλλει το «Έλληνες» του Ηροδότου εις «Πελασγοί», άρα εν γνώσει λέγει Πελασγούς τους προ Χριστού και τους νύν λεγομένους Έλληνας».

Βέβαια, άνθρωποι σαν τους εθνικιστές αρχαιολάτρες, οι οποίοι ζήτημα είναι αν διάβασαν ακόμη και το ίδιο το Κατά Ελλήνων ή άλλα έργα, ώστε να αντιληφθούν όχι μόνο ότι ο Μ. Αθανάσιος ήταν ο κύριος στόχος των Αρειανών ή να κατανοήσουν το βάθος της σκέψης του Στύλου της Ορθοδοξίας (Ο οποίος εξορίστηκε 16 χρόνια, πέντε φορές: 6/335-11/337, 3/340-10/346, 2/356-2/362, 10/362-9/363, 10/365-1/366), εύκολο το ‘χουν – τέτοιοι άνθρωποι – να μιλούν για όσα αγνοούν.

 

  16. "Ο ...Όσιος Νίκων, ο εξολοθρευτής των προγόνων μας, έσφαξε τους Εθνικούς Κρήτες και τους Μανιάτες Εθνικούς. «945 – 988 Ο σκληρός Αρμένιος προσηλυτιστής Νίκων, ο επιλεγόμενος «Μετανοείτε», εκτός από την κατασφαγή των εν «Λακεδαιμονία» Ιουδαίων και των ανεπιδέκτων εκχριστιανισμού παγανιστών Σλάβων της Λακωνικής (των Μελιγγών και Εζεριτών, ή τσουβαληδόν των «Τελχίνων» όπως τους έλεγαν σε προσπάθεια δαιμονοποιήσεως οι Βυζαντινοί) εφρόντισε επίσης και για την εξολόθρευση των τελευταίων ιχνών της «αρχαίας ειδωλολατρίας» που, προστατευομένη υπό του δυσπροσίτου Ταϋγέτου, λειτουργούσε ελευθέρα και ανενόχλητος υπό την ηγεσία του Έλληνος «Εφόρου των Εθνικών γαιών» και «Δουκός των Εθνικών», Αντιόχου («...ός την δουκικήν μεν αρχήν διείπε της των εθνικών χώρας...», «Βίος Νίκωνος» 156 β) . Ο Αρμένιος προσηλυτιστής εξόντωσε με τα ίδια του τα χέρια τον κατά τον βιογράφο του «φιλοδαίμονα» και «αλαζόνα» Αντίοχο (τη δολοφονία αυτή, ο βιογράφος του Νίκωνος την παρουσιάζει βεβαίως ως... μεταθανάτιο θαύμα του «Οσίου» !), εθανάτωσε τους ιερείς και όλους τους «τολμητίες και θρασυκαρδίους» αμεταπείστους, αφού προηγουμένως, όπως φαίνεται από την λεγομένη «Διαθήκη» του, με αφορμή μια από τις πολλές επιδημίες («θανατικά») της εποχής, παρεκίνησε από τις Αμύκλες τους επήλυδες χριστιανούς της περιοχής (ο ίδιος ο βιογράφος του ομολογεί στον «Βίο» του ότι επρόκειτο περί «των της Λακεδαίμονος εποίκων», 130 α 25) να κυνηγήσουν τους Ιουδαίους της περιοχής και να καταστρέψουν τους τελευταίους Εθνικούς και τα επί του Ταϋγέτου πτωχικά Ιερά τους: «Εις τους οποίους εγώ απικρίθηκα ότι επειδή και η οργή είναι θεϊκή, εσείς δεν έχετε πού να φύγετε, διατί ο Θεός όπου κατοικά εις τους ουρανούς κυριεύει και την Ανατολήν και την Δύσιν, και εις οποίον τόπον εσείς θέλετε υπάγηι, ευρίσκει σας. Όμως εσείς κάμετέ μου μίαν ομολογίαν ιδιόχειρον, ότι να μου υπακούσετε εις εκείνα οπού μέλλω να κάμω. Το οποίον είναι τούτο: να ευγάλω τους Εβραίους από μέσα από την χώραν, να υπάγουν έξω. Και τα μακελιά οπού είναι προς τον άγιον Επιφάνειον να τα χαλάσουν...» («Διαθήκη Νίκωνος», όπως δημοσιεύθηκε στο «Νέο Ελληνομνήμονα», τεύχος 3.1906, με πολύ ενδιαφέρον το εντελώς άσχετο τρίτο πληθυντικό πρόσωπο που χρησιμοποιείται στο «να τα χαλάσουν»). Στην ίδια στην πάλαι ποτέ «κατείδωλον» Σπάρτη, έκτισε αμέσως μετά από όλα αυτά εκκλησία του «Σωτήρος Χριστού» πάνω στο ιερό λόφο του ιστορικού Ναού της Θεάς Χαλκιοίκου Αθηνάς, αφού προηγουμένως πέθανε («συνέβη και απέθανε») μυστηριωδώς ένας ακόμη Εθνικός που τον εμπόδιζε να κτίσει την εκκλησία του στον ιερό τόπο, καθώς και αναρίθμητες άλλες εκκλησίες επάνω σε άλλα Ιερά (ή χρησιμοποιώντας τα συντρίμμια τους ως δομικά υλικά, όπως λ.χ. στις εκκλησίες των Γερονθών), ενώ οι Βυζαντινοί ολοένα έφερναν και εγκαθιστούσαν στη Λακωνική κατά ομάδες επήλυδες χριστιανούς, για να αλλοιώσουν την εθνική σύνθεση των εντοπίων» (Βλ. Ρασσιά, Επίτομος Ιστορία των Σπαρτιατών, έτη 945-988). Ώς τότε οι Μανιάτες και οι Λάκωνες ήταν εθνικοί". 

16a α) ΚΡΗΤΗ

Καμμιά πληροφορία από τον βίο του δεν μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Όσιος Νίκων «κατέσφαξε τους Κρήτες Εθνικούς», όπως ισχυρίζονται οι Ν/Π. Να τονίσουμε, πως δεν αναφέρονται καν «Κρήτες Εθνικοί», αλλά μόνο Κρήτες εξισλαμισμένοι. Τα ψέμματά τους οι Ν/Π να τα πουν σε όσους δεν έχουν διαβάσει τον βίο του Οσίου Νίκωνα. Να τι λέει το κείμενο (121α κ.ε.):

«Αφού μετέβη σε πολλές ανατολικές περιοχές και τρανώς εκήρυξε την μετάνοια (..) αποφάσισε να πλεύση στην νήσο της Κρήτης. (...) Παρέπλευσε δε την νήσο, η οποία προ πολλού είχε αποσπασθή από τα χέρια των Αγαρηνών και επανενωθή στη Ρωμαϊκή επικράτεια από τον Νικηφόρον, τον αοίδιμο βασιλέα (...). Έφερε δε ακόμη η νήσος λείψανα της μιαράς, των Αγαρηνών, κακοπιστίας, επειδή οι κάτοικοι αυτής, από τον χρόνο και την μακρά με τους Σαρακηνούς συμβίωση, είχαν παρασυρθή στα ήθη εκείνων και στις βδελυρές και ανίερες τελετές. Όταν, λοιπόν, άρχισε να βοά ο Μέγας το Μετανοείτε, κατά την συνήθειά του, εκείνοι, επειδή φοβήθηκαν από το παράξενο και αλλόκοτο αυτό κήρυγμα και πυρπολήθηκαν από θυμό, επιτέθηκαν σφοδρώς κατά του δικαίου, θέλοντες να τον φονεύσουν. Διότι τους άναβε μεγάλη μανία το καινούργιο και ασυνήθιστο πράγμα, επειδή, όπως ειπώθηκε, είχαν παρασυρθή στην δεισιδαίμονα πλάνη των Σαρακηνών. Όταν, λοιπόν, είδε, ο μακάριος, το σκληρό και ατίθασο του χαρακτήρα τους, και κατενόησε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να νικήση την αντίδρασί τους χωρίς κάποιο σοφό σχέδιο (...). Αφού, λοιπόν, εγκατέλειψε τον τρόπο αυτόν του κηρύγματος της μετανοίας, έλαβε ιδιαιτέρως μερικούς εξ αυτών, τους οποίους εγνώριζε ότι διέφεραν από τους άλλους κατά την γνώσι και την αποδοχή του καλού, και, κατ’ αρχάς μεν, με μειλιχίους λόγους κατεπράυνε, όσο το δυνατόν, την σκληρή και άκαμπτη γνώμη τους, έπειτα δε, με κάποια ηρεμία προσήγγιζε την καρδιά τους και ήλεγχε τις κρυφές τους πράξεις (..). Και αυτοί, όταν εγνώρισαν την πολλήν αρετή που ενοικούσε σ’ αυτόν, αμέσως, ο μεν θυμός τους κατέπαυσε κα η ραγδαία οργή τους σταματούσε, και η αρετή του ανδρός τούς καταπληγομένους [από την αμαρτία] φιλοτιμούσε προς οικοδομή˙ και οδηγούντο στην απλανή πίστι, μετατρέποντες το μέγεθος της απεχθείας σε μέγεθος ευνοίας και επιδόσεως στο καλό˙ διότι η συνήθεια γίνεται οδός για τα μεγαλύτερα και τελειότερα, σύμφωνα με το λεχθέν. (...) Από τότε, λοιπόν, οι Κρήτες, επειδή τον επίστευσαν ως απόστολον σταλέντα από τον Θεόν, διεφήμισαν σε όλη την νήσο τα αναφερόμενα σ’ αυτόν, και από τότε όλοι του εφέροντο επιεικώς (..) και ό,τι αυτός έλεγε και όριζε, ήταν για εκείνους νόμος.

Αφού, λοιπόν, μετά εξασφάλισε άνεσι ο μακάριος, εκήρυξε τα συνήθη και πρέποντα, και εφώτισε και εδίδαξε όλους, και προς την αληθινή πίστι εχειραγώγησε και παραμέρισε κάθε εμπόδιο από το μέσον, και πολλές εκκλησίες έκτισε σε όλη την νήσο, και ιερείς και διακόνους και νεωκόρους  και όλη την άλλη τάξι εγκατέστησε και ερρύθμισε, και καθώς πρέπει να ζουν παρήγγειλε. Επί πέντε δε ολόκληρα χρόνια αφού εκανόνισε καλώς τα πάντα, όσα ήσαν στην σκέψι και την πρόθεσί του, ώστε «μηδένα τῶν Κρητῶν καταλεῖψαι ἀσυντελῆ τοῦ καλοῦ» (...).

Παρατηρούμε ότι:

1)      Ο βιογράφος συνεχώς μιλά για Κρήτες που είχαν εξισλαμιστεί κι όχι για Παγανιστές Κρήτες. Η γνώμη των αρχαιολατρών είναι αισχρότατο ψέμμα.

2)      Ο όσιος Νίκωνας δεν χρησιμοποίησε κανενός είδους βία για να τους μεταστρέψει στο Χριστιανισμό. Το αντίθετο μάλιστα, τους έπεισε με τα λόγια και τα θαύματά του, με ήπιο τρόπο.

 

16b β) ΣΠΑΡΤΗ  

Καταρχήν, να πούμε λίγα λόγια για τον εκχριστιανισμό της Λακωνίας. Είναι γνωστό το κείμενο του Κων/νου Πορφυρογέννητου, ότι επί Βασιλείου Α’ Μακεδόνος εκχριστιανίστηκαν οι τελευταίοι Παγανιστές της Λακωνίας. Όμως αυτό δε σημαίνει πως η Μάνη και η Λακωνία δεν είχαν ήδη κατά πλειοψηφία γίνει χριστιανικές, αιώνες πριν τον Βασίλειο τον Α’. Οι μαρτυρίες και τα αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν το αντίθετο. Η Λακωνία είχε αξιόλογο χριστιανικό πολιτισμό, αιώνες πριν το Νίκωνα ή τον Βασίλειο Α’:

-551 μ.Χ. Επί Ιουστινιανού κτίζεται στα ερείπια της Ομηρικής ακρόπολης το κάστρο της Μάϊνας και ιδρύεται η επισκοπή Μαϊνης.

-886 - 911. Στην έκθεση του Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού μνημονεύεται για πρώτη φορά η επισκοπή Μαϊνης, ότι ήταν από τις αρχαιότερες του Μοριά και ανήκε στην Μητρόπολη Κορίνθου.

«-Στα Άλυκα έχουμε την τρίκλιτη βασιλική του Αγίου Ανδρέα. Διασωθέντα τμήματα του γλυπτού διακόσμου ανήκουν στον έβδομο αιώνα.

-Στο Μοναστήρι στην Κυπάρισσο η εκκλησούλα της Παναγίας είναι κτισμένη με υλικά που προέρχονται από παλαιοχριστιανική βασιλική. Παρετήρησαν οι αρχαιολόγοι ότι σε φυσικό βράχο είχε σκαλιστεί επισκοπικός θρόνος. Δηλαδή σε παλαιοχριστιανικούς χρόνους στην Κυπάρισσο - παλαιά Καινήπολη - υπάρχει έδρα Επισκόπου.

-Στην Κυπάρισσο υπάρχει και δεύτερη παλαιοχριστιανική βασιλική.

-Ο Δ. Παλλάς, αρχαιολόγος διεθνούς προβολής και κύρους, μικρό τμήμα του γλυπτού διακόσμου το χαρακτήρισε ως προερχόμενο από καλλιτεχνικό κέντρο ευρισκόμενο εκτός της Μάνης. Παρετήρησε αττικό ύφος. Αυτό βέβαια σήμαινε ότι οι καλλιτέχνες της Μάνης είχαν επαφή με τα εκτός της Μάνης καλλιτεχνικά κέντρα. Σημασία την οποία δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε έχει και η διαπίστωση ότι η βασιλική του Μοναστηρίου πρέπει να εκτίσθην τον 6ο ή τον 5ο αιώνα.

-Αποφασιστικής σημασίας στοιχεία γενικά για την ιστορία της Μάνης και ειδικά για τη Χριστιανική ζωή και δράση των Μανιατών έφεραν οι ανασκαφές στη χερσονίδα Τηγάνι. Γλυπτά του έκτου αιώνος που εχρησιμοποιήθησαν στην τοιχοδομία της βασιλικής δείχνουν ότι στο Τηγάνι υπήρχε παλαιοχριστιανικό κτίσμα. Άλλωστε χριστιανικό κτίσμα σε χερσονησίδα είναι ασφαλώς παλαιότερο της Αραβοκρατίας.

-Πολλά και σημαντικά ευρήματα έδειξαν ότι η χριστιανική ζωή στο Τηγάνι άρχισε από τους πρώτους αιώνες της διάδοσης του Χριστιανισμού και διετηρήθη επί σειρά αιώνων.

-Γλυπτός διάκοσμος παλαιοχριστιανικής βασιλικής βρέθηκε και στο Οίτυλο.

-Στην αυλή των δικαστηρίων του Γυθείου απόκεινται τμήματα γλυπτού διάκοσμου παλαιοχριστιανικής βασιλικής που βρίσκονται στην ακρόπολη του αρχαίου Γυθείου. Φαίνεται πιθανό ότι στο Γύθειο υπήρχε και δεύτερη παλαιοχριστιανική βασιλική.

Οι έρευνες των ειδικών επιστημόνων της χριστιανικής αρχαιολογίας (TRANQAIR και MEGAU) πείθουν απολύτως, ότι στη Μάνη εκαλλιεργήθη ο ονομασθείς θαυμαστός πολιτισμός της παλαιοχριστιανικής βασιλικής και σημαντικά δημιουργήματα της χριστιανικής τέχνης. Οι εκκλησίες του Μυστρά, δεν θεωρούνται πλέον άσχετες προς την καλλιτεχνική παράδοση που εδημιουργήθη στη Μάνη. Τα αποτελέσματα των αρχαιολογικών ερευνών απέδειξαν ότι ο χριστιανισμός έφτασε στη Μάνη από τους πρώτους αιώνες της διαδόσεώς του. Είναι βέβαιο ότι οι χριστιανικές κοινότητες εδημιούργησαν στη Μάνη πολλούς αιώνες προ της εποχής του Βασιλείου του Μακεδόνος. Ο αραβικός κίνδυνος υπεχρέωνε τους κατοίκους του Γυθείου, της Λας, της Τευθρώνης, της Καινήπολης, της Μέσσας κ.λ.π. να δημιουργήσουν τις εκατοντάδες των οικισμών και χωριών που βρίσκουμε στα υψώματα του Ταϋγέτου, από το Ακρωτήριο Ταίναρο μέχρι το Μαλεύρι και τη Μελτίνη. Αυτοί που άφησαν τα παράλια ζητώντας ασφάλεια στον Ταΰγετο δεν ήταν ειδωλολάτρες αλλά χριστιανοί» (Τα στοιχεία αυτά για τις παλαιοχριστιανικές εκκλησίες στη Λακωνία και τον εκχριστιανισμό της περιοχής προέρχονται από τη μελέτη «Πότε οι Μανιάτες έγιναν Χριστιανοί», του Ανάργυρου Κουτσιλιέρη, Διδάκτορος φιλοσοφίας).  

«Η αντίληψη ότι οι Μανιάτες έγιναν χριστιανοί τον 9ο αιώνα, αποδείχθηκε εσφαλμένη. (...) Η βασιλική στον Άγιο Ανδρέα των Αλύκων (...) ο καθηγητής Ν. Δρανδάκης γράφει: "ίσως πρέπει να θεωρήση τις το κιανόκρανον του Αγίου Ανδρέου ως ανήκον εις τον 7ον ή τον 8ον αιώνα". (...) Κοντά στη θέση Μοναστήρι στην Κυπάρισσο μικρή εκκλησία της Κοιμήσεως της Παναγίας φαίνεται κτισμένη με υλικά που στο μεγαλύτερο μέρος τους προέρχονται από αρχαία κτίσματα. Η έρευνα έδειξε πως το αρχαίο κτίσμα ήταν παλαιοχριστιανική βασιλική. Βασιλική στον Άγιο Πέτρο. Διάφορα ευρήματα έδειξαν ότι και στον Άγιο Πέτρο υπήρχε παλαιοχριστιανική βασιλική. (...) Ο Δρανδάκης σχημάτισε τη γνώμη ότι "η επιπεδόγλυφος τεχνική του αναγλύφου της Μάνης δεν εμποδίζει την απόδοσιν αυτού εις τον 6ον ή και εις προγενέστερον αιώνα". (...) Η βασιλική του Μοναστηρίου δύναται να υποληφθή ως έργον του 6ου αιώνος, ίσως δ’ από του τέλους της 5ης εκατονταετηρίδος χρονολογείται η κείμενη εν τη τοποθεσία Άγιος Πέτρος. (...) Τηγάνι: για τον χρόνο οικοδομής του αρχικού ναού ο Δρανδάκης θεωρεί σημαντική την παρατήρηση του καθηγητού Δ. Πάλλα, κατά τον οποίο η θέση του μνημείου "σε χερσονησίδα προϋποθέτει χρόνους πριν από την αραβική θαλασσοκρατία" (...) Βρέθηκε τμήμα θωράκιου, του οποίου τα χαρακτηριστικά δείχνουν δημιούργημα του 5ου ή 6ου αιώνα. Στην ίδια εποχή πρέπει να ανήκει και τμήμα κιονόκρανου που βρέθηκε εκεί. (...) Οι έρευνες του 1979 φέρανε σε φως στοιχεία, τα οποία οδήγησαν τους ερευνητές στη γνώμη ότι η βασιλική που μελετούσαν στο Τηγάνι ανήκει στον 7ον αιώνα. Με αυτήν την άποψη συμφωνούν παρατηρήσεις του καθηγητού Π. Βοσκόπουλου. (...) Στο μεσαίο κλίτος της βασιλικής ανασκάφηκαν 29 τάφοι, στους οποίους βρέθηκαν νομίσματα του Τιβέριου Β’ και του Μαυρίκιου, και αυτό οδήγησε τους ερευνητές στην άποψη ότι οι τάφοι ανήκουν στο τέλος του 6ου αιώνος μέχρι τις αρχές του 7ου. (...) Τα πορίσματα των αρχαιολόγων, έχουν έτσι (ΠΑΕ (1980), σ. 257): "(...) Ο σεισμός του 551 που ακολούθησε ίσως κατέστρεψε την παλιά εκκλησία μέσα στην οποία θα βρίσκονταν οι τάφοι. Το κάστρο θα (...) παρέμεινε ακατοίκητο μέχρι (...) την ίδρυση του θέματος Ελλάδας προς το τέλος του 7ου αι. Τότε φαίνεται εγκαταστάθηκε ξανά η φρουρά στο Τηγάνι και κτίστηκε η βασιλική που ανασκάφηκε μέχρι τώρα". (...) Η έκθεση των ανασκαφών του 1981 (ΠΑΕ (1981), σ. 252): "(...) το αρχικό κτίριο μέσα στο οποίο βρίσκονταν οι τάφοι καταστράφηκε στα μέσα του 6ου αι. με το μεγάλο σεισμό του 550/51. Επομένως τα κτερίσματα που βρέθηκαν στους τάφους μπορούν να χρονολογηθούν στον 5ο – με α’ μισό του 6ου αι.". Στο ναό του Αγίου Νικολάου στον Κοτρώνα οι σχετικές έρευνες δείξανε ότι το ανατολικό τμήμα αποτελεί αρχαιότερο πυρήνα κτίσματος βυζαντινών ίσως χρόνων. Στο νότιο τοίχο του ναού αυτού είναι εντοιχισμένες δύο πλάκες, η μια είναι παλαιοχριστιανική από εγχώριο ερυθρό μάρμαρο με ανάγλυφο σταυρό και τα αποκαλυπτικά Α και Ω. από τις πληροφορίες αυτές συνάγεται πως έχουμε και εδώ παλαιοχριστιανική εκκλησία. Στο Μουσείο του Γύθειου βρίσκονται κιονόκρανα προερχόμενα από παλαιοχριστιανικό ναό. Επίσης τμήματα γλυπτού διακόσμου παλαιοχριστιανικής βασιλικής που ήταν χτισμένη στην Ακρόπολη. Από τα υπάρχοντα στοιχεία μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι μια τουλάχιστον παλαιοχριστιανική βασιλική υπήρχε στο Γύθειο και φαίνεται ότι μάλλον ήσαν και περισσότερες. (...) "Εις την περιοχήν της Μέσα Μάνης ο ναός του Αγίου Προκόπιου, τον οποίον εθεώρησα ως εικονομαχικόν κτίσμα του 9ου αιώνος". (...) "Εν Μάνη διεσώθηκαν τοιχογραφίαι και της εικονοκλαστικής, ως νομίζω, περιόδου, σπανιόταται εν Ελλάδι" (Ν.Β. Δρανδάκη, Βυζαντιναί τοιχογραφίαι της Μέσα Μάνης, σ. 113-5). (...) Οι ειδικοί μελετητές παρατήρησαν έργα εικονομαχικής περιόδου, γλυπτά του 7ου και 8ου αιώνος, και αυτό σημαίνει ότι και στην περίοδο που παρατηρείται κάποια ύφεση δραστηριοτήτων στην Πελοπόννησο, στη Μάνη συνεχίζεται η δημιουργία έργων τέχνης. (...) Στη Χερσόνησο του Ταινάρου από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες αρχίζει η κατασκευή χριστιανικών κτισμάτων και δημιουργείται τοπική καλλιτεχνική παράδοση. Η δημιουργία των έργων αυτών αρχίζει, καθώς είδαμε, τον τέταρτον και πέμπτον αι. και διατηρείται σε μια αδιάσπαστη συνέχεια μέχρι τα νεώτερα χρόνια. (...) Την ανατολική πλευρά της Μάνης ο Νίκων δεν την γνώρισε. Έναν τουλάχιστον αιώνα προ της εμφανίσεως του Νίκωνος υπάρχει επισκοπή στην περιοχή αυτή και οι χριστιανικές κοινότητες είχαν δημιουργηθεί από τους χρόνους που χτίστηκαν οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές τις οποίες αναφέρουμε» (Ανάργυρου Ι. Κουτσιλιέρη, Ιστορία της Μάνης, εκδ. Παπαδήμα, σ. 138-154 και 179).

            Βεβαίως, όχι μόνο ο Μωριάς και ειδικότερα η Λακωνία ήταν χριστιανικότατα (πλην των Σλάβων Παγανιστών εποίκων της) αλλά στα χώματά αυτά έδρασαν ο αγιος Αθανάσιος (818-885), επίσκοπος Μεθώνης, ο άγιος Θεόκλητος (+870), επίσκοπος Λακεδαιμονίας, ο άγιος Πέτρος (852-922), επίσκοπος Άργους, καταγώμενος από την Πόλη, ο όσιος Θεοδόσιος ο νέος (862-921), ασκητής στην Αργολίδα, ο άγιος Θεόδωρος (+922), που ασκήτευσε στη Μονεμβασιά και τα Κύθηρα, ενώ ο όσιος Νίκωνας έζησε από το 925-30 ώς 1005. Διασώζονται επίσης τα θαύματα που επιτέλεσαν οι άγιοι Ανάργυροι, Κύρος και Ιωάννης, κατά τη διάρκεια της αραβικής επίθεσης στην Μονεμβασιά. Διαπιστώνουμε ότι κάθε άλλο παρά ειδωλολάτρες ήταν οι Πελοποννήσιοι ώς τον ερχομό του όσιου Νίκωνα, αφού υπάρχουν τόσοι άγιοι έναν αιώνα πριν τον όσιο Νίκωνα. Ειδικότερα ο άγιος Θεόκλητος όντας επίσκοπος Σπάρτης συνιστά απόδειξη της χριστιανικότητας της πόλης αυτής, ενάντια σε όσα λένε οι Νεοπαγανιστές. Εδώ να προσθέσουμε ακόμη μια αντίφαση των τελευταίων. Ενώ ο Ρασσιάς γράφει για τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ’ Πορφυρογέννητο ότι «αγνοούσε παντελώς την ελλαδική πραγματικότητα» (Μια Ιστορία Αγάπης, τ. Γ’, σ. 10), ωστόσο παρακάτω (ό.π., σ. 64), σύμφωνα με τη γνωστή πλέον νεοπαγανιστική τακτική, παραθέτει ως αξιόπιστη την – λανθασμένη, όπως πλέον έχει αποδειχθεί – πληροφορία του Πορφυρογέννητου περί ύπαρξης Εθνικών Ελλήνων στους χρόνους του Βασίλειου Α’ (867-886 μ.Χ.). Προφανώς οποιοσδήποτε «παντελώς αναξιόπιστος» (ή και «μικρόνους») άνθρωπος μεταμορφώνεται σε «αξιόπιστο», αρκεί να λέει ο,τιδήποτε συμφέρει τους Νεοπαγανιστές.

Για τις κατηγορίες εναντίον του Όσιου Νίκωνα:

i) Ψευδής κατηγορία εναντίον του Οσίου Νίκωνα, ότι δολοφόνησε τον δούκα Αντίοχο, ο οποίος είχε «την δουκικήν αρχήν της των εθνικών χώρας» κι ο οποίος τάχα ήταν Παγανιστής ο ίδιος.

Ας δούμε πρώτα ποιος ήταν ο Αντίοχος αυτός. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος γράφει ρητά στο Προς ιδίον υιόν Ρωμανόν (κεφ. 50, σ. 232, στ. 31) ότι στους Μιληγγούς και Εζερίτες στέλνονταν άρχοντες διορισμένοι από την Κωνσταντινούπολη, εκπρόσωποι της βυζαντινής εξουσίας.

Ο γερμανός ιστορικός Hopf γράφει: «πλην αυτών [Αράβων επιδρομέων] φθείρουσι την χώραν [Λακωνία] και άγριοι γείτονες, οι Σλάβοι Μιληγγοί, οίτινες, καίπερ τασσόμενοι υπό δούκα διοριζόμενου υπό του αυτοκράτορος, οίος ο υπό τον βιογράφον του Νίκωνος αναφερόμενος Αντίοχος, διατηρώσι την τε ειδωλολατρείαν και ποιαν τινα ανεξαρτησία, επιχειρούντεα αυθαίρετας ληστρικάς επιδρομάς εναντίον των ποιμνίων των Λακεδαιμονίων, ληστεύουσι ειρηνικούς οδοιπόρους και προάγουσι ως μαχαιροβγάλται τους πλεονεκτικούς σκοπούς των επιχωρίων αρχόντων».

Συμπέρασμα: ο δούκας Αντίοχος δεν ήταν Ειδωλολάτρης, όπως κακώς ισχυρίζονται οι Νεοπαγανιστές, αφού ήταν διορισμένος από τον ίδιο τον Βυζαντινό Ορθόδοξο Αυτοκράτορα. Μόνο Ορθόδοξοι γίνονταν άρχοντες στο Βυζάντιο. Απλώς διοικούσε την χώρα των Σλάβων Παγανιστών. Οι Νεοπαγανιστές ωστόσο, αποκαλούν (Δελτίο τύπου ΥΣΕΕ #28) τον Αντίοχο παγανιστή "αρχιερέα"! Από πού κι ώς πού αυτό; Από την πολυθεϊστική φαντασιοπληξία;

Τι λέει ο βίος του Οσίου (156β):

[Στην διαθήκη του Οσίου, πληροφορούμαστε, ότι το μοναστήρι του είχε και δυο μετόχια, ένα στο Σκλαβοχώριο, και άλλο στο Παρώριο, τα οποία υπάγονταν στην κυρίαρχη μονή και τα οποία είχαν αποκτήσει περιουχία μεγάλη, από δωρεές ευσεβών Χριστιανών.] ««Ας συνεχίση και πάλι ο λόγος τη διήγηση των θαυμάτων και άς αναφέρει δι’ ολίγον και τα σχετικά με τον αλαζόνα εκείνον Αντίοχον, ο οποίος διακυβερνούσε ως δούκας την χώρα των εθνικών. Επειδή έφτασε σε εσχάτη εξαχρείωσι, ήταν ευχάριστο σ’ αυτόν να θεωρεί ασήμαντα και όσα ο Μέγας [=ο όσιος] διέταξε με την έγγραφη διαθήκη του. Λοιπόν, αφού επήγε με πολύ θράσος στο μετόχιο της μονής που συνώρευε με την τοποθεσία των εθνικών, διέτασσε να γίνη ο τόπος κατάλυμά του. Όταν δε, οι παρόντες εκεί μοναχοί, τον ικέτευαν να αποφύγη να πραγματοποιήση τέτοια βουλή, προβάλλοντες και την έγγραφη διαθήκη του μάκαρος, εκείνος ήταν σαν όνος, κατά την παροιμία, που ήκουε άσματα. (...) Μετά τούτο, λοιπόν, εκπληρώνοντας την επιθυμία του, ο φιλοδαίμονας εκείνος και αθεράπευτος κατά την κατία, ετοποθέτησε εκεί την αυλαία και την σκηνή του, και περιέφραξε τον τόπο κυκλικώς επιδιώκοντας να τον βεβηλώση. (...) Εκείνος μεν, ζώντας τον τρυφηλό και χαλαρό βίο του δουλεύοντας στις αισχρές και κτηνώδεις πράξεις των ακάθαρτων ηδονών, και με γυναίκες ασελγείς και μανιακές μέσα στην σκηνή συναναστρεφόταν. Επιπλέον δε, και σε ακατανόμαστες πράξεις και σε άλλα μυσαρά έργα και εναγή, η αναίσχυντος εκείνη ψυχή ήταν παραδομένη, μη απαρνούμενος καθόλου τα κρυπτά της αισχύνης. (..) αφού εφανερώθη ο Μέγας την νύκτα, πρώτα μεν με μεγάλα φόβητρα εφαίνετο ότι εκφοβίζει τον τολμητία, έπειτα δε, αφού τον έπληξε στο πλευρό και με την σταυροφόρο ράβδο, του προκάλεσε καίρια οδύνη. Όταν δε αυτός εξύπνησε από τον σφοδρό πόνο, γεμάτος από φρίκη και φόβο, έβλεπε αισθτώς αυτόν που τον έπληξε να εξέρχεται από την σκηνή˙ τον οποίον, με θρηνώδη φωνή, διέτασσε τους υπηρέτες του να συλλάβουν. Επειδή δε, δεν ήτο σ’ αυτούς θεατός ο Όσιος, τότε κατάλαβε, ο δείλαιος, από πού του ήλθε το δεινό αυτό, και ότι, αμέτρως παρανόμησε, ήτο αυτός ο Όσιος, που εφάνη και τον έπληξε, αποδιώκοντάς τον, ως ανόσιον, από τα δικά του. Αμέσως, λοιπόν, αφού επιβιβάστηκε στο όχημά του, έφυγε για τη Σπάρτη. Επειδή δε ήτο αφόρητος ο πόνος, δεν διήνυσε περισσότερον από τριάντα στάδια, κραυγάζοντας και θρηνώντας και μη δυνάμενος να προχωρήσει περαιτέρω. Και αφού κατέβη από τον ίππο, στην μέση της λεωφόρου, αθλίως τελείωσε την ζωή του, ξεψυχώντας στα χέρια των υπηρετών του. (...) Το δε ελεεινόν εκείνου σώμα, όταν την επομένη νύκτα μετεφέρθη στην Σπάρτη, όπως πολύς περί τούτου γίνεται λόγος, φωτιά, δεν γνωρίζω από πού προερχόμενη, κατέκαυσε το φέρετρο, μαζί με το σώμα του αθλίου, και το έκαμε στάχτη».

Η «διένεξη» μεταξύ Αντίοχου και Νίκωνα δεν ήταν λοιπόν για θρησκευτικούς λόγους (Χριστιανοί κατά Εθνικών), διότι: 

1) ο Αντίοχος ήταν, όπως είπαμε Βυζαντινός άρχοντας διορισμένος από τον Αυτοκράτορα κι όχι Εθνικός.

2) η διαμάχη αφορά γαίες, κτήματα, κι όχι προσπάθεια εκχριστιανισμού των Σλάβων ή άλλων Παγανιστών.

3) Μετά θάνατον δεν υπάρχει φόνος, δυστυχώς για τοους Νεοπαγανιστές, που θέλουν να μάς πείσουν ότι ο Νίκων δολοφόνησε (...εν ζωή φυσικά) τον Αντίοχο. Υπάρχει μόνο θαύμα. Το ότι ο Αντίοχος διέπραξε αυτά τα έργα και πέθανε, αφού είχε ήδη προ πολλού πεθάνει ο όσιος Νίκωνας, αποδεικνύεται στο συγκεκριμένο κεφάλαιο του βίου. Σε αυτό διαβάζουμε για τη διαθήκη του όσιου Νίκωνα, η οποία ασφαλώς ανοίχτηκε και εφαρμόστηκε μετά θάνατον. Επιπλέον, οι υπηρέτες δεν έβλεπαν στη σκηνή του Αντίοχου τον Όσιο. Συνεπώς, είτε οι Παγανιστές θα δεχτούν ότι ο Νίκωνας ήταν όσιος και έκανε μεταθανάτια θαύματα είτε θα πάψουν να ψεύδονται αισχρά και ξεδιάντροπα ισχυριζόμενοι ότι ο όσιος Νίκων εν ζωή σκότωσε τον Αντίοχο. (εάν ήταν «σκεπτικιστές ορθολογιστές», τότε θα έπρεπε να ισχυριστούν είτε ότι το συγκεκριμένο θαυματουργό συμβάν δεν συνέβη είτε ότι ο θάνατος του Αντίοχου, που βεβαίως συνέβη μετά την κοίμηση του οσίου Νίκωνα, εσφαλμένα αποδόθηκε από τον βιογράφο σε θαύμα του τελευταίου). Βέβαια, τι άλλο να περιμένει κανείς, από ψεύτες που δέχονται μόνο ό,τι τους συμφέρει από τα γραφόμενα του βίου; Δέχονται αυτό που ο βίος λέει, ότι ο Αντίοχος τιμωρήθηκε από τον Νίκωνα, αλλά αρνούνται δίχως καμμία απόδειξη περί του αντιθέτου τα γραφόμενα ότι επρόκειτο για μεταθανάτιο θαύμα. Ώς πότε θα πιστεύουν σε συνωμοσίες και πράσινα ανθρωπάκια, οι Νεοπαγανιστές; Γιατί δέχονται ό,τι τους συμφέρει διαστρεβλώνοντας τα πατερικά κείμενα;

 

ii) Ψευδής κατηγορία εναντίον του Οσίου Νίκωνα, ότι έσφαξε τους Σλάβους Παγανιστές του Ταϋγέτου.

Τι γράφει ο βίος (162α):

«Κάποιοι πονηροί και βάσκανοι δαίμονες παρεκίνησαν κάποτε μερικούς που κατοικούσαν στη χώρα των εθνικών, και τους οποίους συνήθιζαν οι εγχώριοι να ονομάζουν Μηλιγγούς («Τελχῖνές τινες καὶ βάσκανοι δαίμονες ἐξώρμηςάν ποτε ἐνίους τῶν τὴν χώραν λαχόντων τῶν ἐθνικῶν, οὓς δὴ καὶ Μιλιγγοὺς καλεῖν εἰώιασιν οἱ ἐγχώριοι»), άνδρες αιμοχαρείς και με φονικές διαθέσεις, και οι οποίοι είχαν πόδια που έτρεχαν στην κακία και τίποτε άλλο δεν εγνώριζαν, παρά μόνον να ληστεύουν πάντοτε και άπληστα να αρπάζουν τα ξένα πράγματα. Γι’ αυτόν τον λόγο ήθελαν να κατέλθουν στο μνημονευθέν μετόχιο της μονής, και να διαρπάσουν τα εκεί υπάρχοντα θρέμματα της μόνης. (..) Και ήταν πλήθορς ανάμικτο, και νέου και ακάθεκτοι στην ορμή, οι οποίοι αφού ήλθαν οπλισμένοι με λόγχες στις στάνες και τα κοπάδια, όσο μπορούσαν έφεραν εις πέρας την πονηρή τους σκέψι και, αφού άρπαξαν ληστρικώς τα θρέμματα, τα επήγαν στη χώρα τους σαν άγρια θηρία. (...) όταν εκείνοι έφθασαν στην χώρα τους μαζί με τα θρέμματα, εφανέρωσε τα συνηθισμένα του σημεία και εδώ ο μέγας. Διότι, αφού εμφανίσθηκε γρήγορα στον ύπνο τους, ενώ εκείνοι οι κακόσχολοι εκοιμώντο, φάνηκε σαν να οδηγή εμπρός τους δύο σκύλους ισχυρούς  ισχυρούς και στην δύναμη ακαταμάχητους (...). Και πρώτα μεν, πληγές κατά των παρειών επιφέρει στους μιαρούς. Έπειτα, φάνηκε να εξορμούν εναντίον τους και οι σκύλοι, από τα δαγκώματα των οποίων αφού φοβερά εμωλωπίσθησαν και ξύπνησαν σύντρομοι και καταφοβισμένοι, άλλοι μεν είχαν τα πρόσωπα και τα μάτια παραμορφωμένα, άλλων δε τα μελανιάσματα και τα οιδήματα ήταν ολοφάνερα στο σώμα (...). Και έτσι, όσα συνέβησαν στον ύπνο τους δεν ήσαν ανύπαρκτο θέαμα, αλλά και στην πραγματικότητα εφαίνοντο και εθαυμάζοντο (...). Αφού, λοιπόν, έγιναν αμέσως θερμοί στην μετάνοια και επλήγησαν ισχυρώς στην καρδία, ομολογούσαν την αμαρτία. Έπειτα, και τους εαυτούς των ταλανίζοντες, «Ελεεινοί είμεθα», έλεγαν, «για την κακοβουλία μας, και άθλιοι για την τόλμη και την πολλή μοχθηρία μας». Επί πλέον δε, παρακαλούσαν θερμώς και αυτούς τους συγγενείς των να μεταβούν γρήγορα στο ιερό μοναστήριον, και να προσφέρουν θερμή ικεσία υπέρ αυτών στον Όσιο, και να συμφωνήσουν καθαρά ότι θα επαναφέρουν στις στάνες και τα μαντριά τους όσα ληστρικώς αφήρεσαν, και ότι καθόλου δεν θα τολμούν πλέον να ιδιοποιούνται τίποτε απ’ αυτά. Αφού, λοιπόν, έγινε αυτό, και τις δοθείσες υποσχέσεις ακολούθησε η επιστροφή των θρεμμάτων, αμέσως επανήλθαν στην πρώτη υγεία και εκείνοι που υπεβλήθησαν σε τόσα δεινά. (...) Δέος, λοιπόν, έκτοτε μεγάλο κατέλαβε από το παράδειγμα αυτό, όλα τα μέλη της φυλής και τους συμπατριώτες. Και από τον φόβο αυτόν, η βάρβαρη και ατίθαση εκείνη φύσι, αφού ελησμόνησε την οικεία και φυσική αγριότητα, έθεσε όρους και ορκίσθηκε να μην επεμβαίνει στα ζητήματα της μονής».

Στο αρχαίο κείμενο, του ενός (Κουτλουμουσίου) από τους δυο κώδικες του βίου του Νίκωνος, γράφει: «...Τελχίνες τινε και βάσκανοι δαίμονες εξώρμησαν ποτε ενίους των την χώραν λαχόντων των Αθρικών, ούς δη και Μιληγγούς καλείν ειώθασιν....», ενώ στο δεύτερο κώδικα αντί για «Αθρικών» γράφει: «Εθνικών»: «...των Εθνικών ην δη και και Μιληγγούς καλείν..». Όπως και να έχει, ο βίος αναφέρεται σε Σλάβους Παγανιστές, «Εθνικούς που τους καλούσαν Μιληγγούς». Όχι σε «Εθνικούς Μανιάτες». Δηλαδή είναι οι Μιληγγοί, που εν τέλει εκχριστιανιστηκαν έπειτα από μεταθανάτιο θαύμα του οσίου, κι όχι ζώντος αυτού ούτε με την απειλή χρήσης βίας από τον αυτοκρατορικό στρατό. Λάκωνες Εθνικοί σε κανένα μέρος του βίου τού οσίυ Νίκωνα δεν αναφέρονται, ούτε έμμεσα ούτε άμεσα.

Οι Νεοπαγανιστές ισχυρίζονται ότι ο Όσιος Νίκων έσφαξε τους Μιληγγούς. Αυτό είναι ψέμμα, όπως αποδεικνύεται από το βίο του Οσίου. Μετά θάνατον θαύμα δεν λογαριάζεται ως «φόνος». Κανείς δεν έσφαξε κανέναν, το αντίθετο μάλιστα έγινε. Όταν οι Μιληγγοί συμφώνησαν να επιστρέψουν τα κλαπέντα ζώα, ο Όσιος προκάλεσε και δεύτερο θαύμα θεραπεύοντάς τους από τις πληγές. Απλώς, λοιπόν, οι Νεοπαγανιστές διαστρεβλώνουν τον βίο του Οσίου Νίκωνος, και κάθε θαύμα του μεταθανάτιο το παρουσιάζουν ως εν ζωή φόνο. Δίχως αποδείξεις. Δίχως στοιχεία. Δίχως, έστω, κάποιες ενδείξεις.

Οι Νεοπαγανιστές ισχυρίζονται ότι οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν τους Σλάβους Παγανιστές «Τελχινούς», δηλαδή δαίμονες, «σε μια προσπάθεια δαιμονοποιήσεώς τους». Δηλαδή, για να τους παρουσιάσουν ως κακούς και επικίνδυνους, εξ αιτίας του Παγανισμού τους. Αποκρύπτουν (ή αγνοούν) οι  Νεοπαγανιστές ότι οι Παγανιστές αυτοί Σλάβοι ήταν βάρβαροι ληστές˙ όπως γράφει κι ο Γερμανός ιστορικός Hopf (το κείμενο είναι παραπάνω), αυτοί οι σύμφωνα με τους Νεοπαγανιστές «φιλήσυχοι αγαθοί Σλάβοι Παγανιστές»  επιχειρούσαν τακτικά ληστρικές επιδρομές κατά των κοπαδιών των Λακώνων, λήστευαν και σκότωναν ειρηνικούς οδοιπόρους και, τέλος, αυτά τα παγανιστικά αγγελούδια χρησίμευαν ως έμμισθοι μαχαιροβγάλτες στην υπηρεσία τοπικών «αρχόντων». Δεν υπήρξε προσπάθεια δαιμονοποίησής τους: μόνοι τους, με τα έργα τους οι Ειδωλολάτρες Σλάβοι κέρδιζαν επάξια τέτοιους χαρακτηρισμούς όπως «βάρβαροι».

Πολύ σωστά οι Νεοπαγανιστές αποκαλούν τους Μιληγγούς «ανεπίδεκτους εκχριστιανισμού». Όσο πιο βαρβαρικός και αιμοχαρής ήταν κάποιος λαός, τόσο πιο ανεπίδεκτος εκχριστιανισμού ήταν, τόσο πιο πολύ αργούσε να εκχριστιανιστεί. Βέβαια, οι Νεοπαγανιστές είναι τόσο πορωμένοι κατά του Χριστιανισμού, ώστε φτάνουν να συμπαθούν τους βάρβαρους Σλάβους Παγανιστές και τους βάρβαρους Σαρακηνούς κατακτητές της Κρήτης, που έκαναν επιδρομές στη Λακωνία και το Αιγαίο αντίστοιχα.

Βέβαια, με μια καλή ανάγνωση του κειμένου καταλαβαίνει κανείς ότι δεν αποκαλεί ο βιογράφος «Τελχίνες» τους Μηλιγγούς, αλλά τους δαίμονες οι οποίοι παρακίνησαν τους Μηλιγγούς να αρπάξουν ζώα από τη Μονή. Όταν, βέβαια, οι Παγανιστές «ερευνητές» δεν ξέρουν τι διαβάζουν, αν διάβασαν ποτέ τον βίο του Οσίου, επόμενο είναι να διαστρεβλώσουν τη βιογραφία και να ισχυρίζονται πως οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν «Τελχίνες» (δαίμονες) τούς βάρβαρους Σλάβους Παγανιστές, αντί του σωστού ότι οι δαίμονες («Τελχίνες») παρακίνησαν τους Μιληγγούς να κλέψουν την Μονή.

Να ολοκληρώσουμε παρατηρώντας ότι οι ίδιοι οι κλέφτες Μιληγγοί έστειλαν τους Μιληγγούς συγγενείς τους να μεταβούν στη Μονή και να ικετεύσουν τον Όσιο.

 

iii) Ψευδείς κατηγορίες κατά του Οσίου Νίκωνα ότι έσφαξε τους Ιουδαίους της Σπάρτης.

Οι Νεοπαγανιστές ισχυρίζονται πως ο Όσιος Νίκων κατέσφαξε τους Ιουδαίους της Λακεδαιμονίας. Αυτό είναι αναληθές. Να τι γράφει ο βίος (130α κ.ε.):

«..ακολουθούσε το δρόμο που φέρει προς το Αμύκλιον. Όταν δε άκουσαν οι κάτοικοι της Λακεδαιμονίας την άφιξί του στις Αμύκλες, με όλη την προθυμία και τον ζήλο, και οι άρχοντες και ο υπόλοιπος λαός, έτρεχαν απνευστί εκεί (..) και ολόθερμα τον ικέτευαν να έλθη μέχρι τη Σπάρτη. Και ακόμη διότι, επιδημική νόσος, και δεινώς εμάστιζε τους κατοίκους της (...). Εξαιτίας αυτού, ικέτευαν τον Άγιον να μεταβή στην πατρίδα τους για να τους σώση από τον κίνδυνο (...) Και ευχαρίστως απεδέχθη την παράκλησι και συμφωνούσε, υποσχόμενος και την απαλλαγή από τον κίνδυνο, εάν βεβαίως, και αυτοί έδιωχναν έξω από την πόλι τους τους διαμένοντες εκεί Ιουδαίους, για να μην την καταμολύνουν με τα βδελυρά τους ήθη και μιάσματα της δικής τους θρησκείας («εἴ γε καὶ αὐτοὶ τὸ προσοικοῦν αὐτοῖς ἰουδαϊκὸν φῦλον ἔξω τῆς αὐτῶν πόλεως ἀπελάσαιεν, ἵνα μὴ καταχραῖνον εἴη αὐτοὺς τοῖς βδελυροῖς ἤθεσι καὶ μιάσμασι τῆς ἰδίας θρησκείας»).  Αυτοί δε (...) υπεσχέθησαν ενόρκως να εκπληρώσουν όλα όσα τους εζήτησε (...). Με την παρουσία δε αυτού, και η νόσος απομακρύνθηκε και οι Ιουδαίοι έξω της πόλεως αποικίσθησαν («καὶ οἱ Ἰουδαῖοι ἔξω τῆς πόλεως ἀπῳκίζοντο»).

Πού είδαν οι Νεοπαγανιστές ότι ο Νίκων έσφαξε τους Ιουδαίους; Στον ύπνο τους; Δεν γνωρίζουν ελληνικά; «Απωκίζοντο» γράφει ο βίος. Όχι «εφονεύοντο». Δεν έχουν καθόλου ντροπή; Τους Νεοπαγανιστές δεν τους ενδιαφέρει όμως τι γράφει ο βίος. Τους ενδιαφέρει να ψεύδονται ασύστολα.

 

iv) Ψευδείς κατηγορίες εναντίον του Οσίου Νίκωνος, ότι προέτρεψε τους κατοίκους των Αμυκλών να καταστρέψουν Παγανιστικά ιερά και να κυνηγήσουν τους τελευταίους Εθνικούς.

Ψέμμα επίσης είναι ότι ο Όσιος Νίκων τάχα παρεκίνησε τους κατοίκους των Αμυκλών να καταστρέψουν τα τελευταία παγανιστικά ιερά και να κυνηγήσουν τους τελευταίους Εθνικούς. Χρησιμοποιούν οι Νεοπαγανιστές προς ψευτο-«απόδειξη» τα λόγια του Οσίου: «(Τότε δε εσυμμαζώχθησαν οι άρχοντες της Λακεδαιμονίας, εις την Εκκλησίαν της αγίας Βαρβάρας, και είπόν μου, πώς εις την Λακεδαιμονίαν έπεσε τόσον θανατικόν, ώς τε οπού εμείς δεν ημπορούμεν να θάπτωμεν τους νεκρούς. Το λοιπόν κάμε να έλθης και ατός σου μετ’ εμάς, αλλέως τρόπου μισεύομεν και ημείς απ’ εκεί.) Εις τους οποίους εγώ απεκρίθηκα ότι επειδή και η οργή είναι θεϊκή, εσείς δεν έχετε πού να φύγετε, διατί ο Θεός όπου κατοικά εις τους ουρανούς κυριεύει και την Ανατολήν και την Δύσιν, και εις οποίον τόπον εσείς θέλετε υπάγη, ευρίσκει σας. Όμως εσείς κάμετέ μου μίαν ομολογίαν ιδιόχειρον, ότι να μου υπακούσετε εις εκείνα οπού μέλλω να κάμω. Το οποίον είναι τούτο: να ευγάλω τους Εβραίους από μέσα από την χώραν, να υπάγουν έξω. Και τα μακελιά οπού είναι προς τον άγιον Επιφάνειον να τα χαλάσουν...».   

Τα «μακελιά οπού είναι προς τον άγιον Επιφάνειον», τα οποία προέτρεψε ο Όσιος Νίκων να τα χαλάσουν, δεν είναι τα «πτωχικά ιερά» των «τελευταίων Εθνικών», όπως ισχυρίζονται οι Νεοπαγανιστές, αλλά σφαγεία και αγορές που έκαναν οι Ιουδαίοι μπροστά στην εκκλησία του αγίου Επιφάνειου (Βίος, Πολιτεία, Εικονογραφία, θαύματα και ασματική Ακολουθία του Οσίου και θεοφόρου πατέρος ημών Νίκωνος του «Μετανοείτε», εν Αθήναις 1933, τύποις Ιωάνν. & Αριστ. Γ. Παπανικολάου, σελ. 22 και 210). Οι Νεοπαγανιστές «ξεχνάν» να αναφέρουν τι λέει παρακάτω η φράση «Και τα μακελιά οπού είναι προς τον άγιον Επιφάνειον να τα χαλάσουν...». Λέει: «και να σφάζουν το Σάββατον και να εορτάζουν την Κυριακήν». Οι Ιουδαίοι γιόρταζαν τα Σάββατα, και τις Κυριακές έκαναν αγορά προσβάλοντας έτσι την ιερή χριστιανική μέρα, αφού συμπαρέσυραν έμμεσα και τους Χριστιανούς ζωέμπορες ή αγοραστές να σφάζουν ή να πηγαίνουν, αντίστοιχα, στην αγορά τις Κυριακές, και δη μπροστά από την εκκλησία, παραμελώντας τον εκκλησιασμό τους. Έτσι ο όσιος Νίκωνας αναγκάστηκε να προτρέψει τους άρχοντες να εμποδίσουν την εμπορία σφαγίων από τους Ιουδαίους κατά τις Κυριακές και να την μεταθέσουν τα Σάββατα, μεταφέροντας αλλού – όχι μπροστά στην εκκλησία – την κρεαταγορά (τα «μακελιά»). Καμμία σχέση με «παγανιστικά ιερά» των «τελευταίων Εθνικών». Μόνο στη φαντασία των Νεοπαγανιστών υπάρχουν τέτοια ιερά στον άγιο Επιφάνειο, σύμφωνα με τον βίο του Οσίου Νίκωνα. Όσο για τον «το εντελώς άσχετο τρίτο πληθυντικό πρόσωπο που χρησιμοποιείται στο «να τα χαλάσουν», αυτό δεν είναι καμμία αναφορά σε Εθνικούς που πρέπει να χαλάσουν τους ναούς τους, όπως οι ευφάνταστοι Νεοπαγανιστές διατείνονται. Ο Όσιος απευθύνεται στους Χριστιανούς, είτε άρχοντες (διότι και παραπάνω διαβάζουμε «Εις τους οποίους [=τους άρχοντες] εγώ απεκρίθηκα», δηλαδή μας μεταφέρει τα λόγια που είπε προς τους Λάκωνες άρχοντες) είτε απλούς Χριστιανούς που πήγαιναν στην αγορά της Κυριακής.

Όσο για την αναφορά του κειμένου του Βίου σε «εποίκους» (130α), η οποία σύμφωνα με τον Ρασσιά (βλ. αρχή κεφαλαίου) συνεπάγεται ότι οι Βυζαντινοί είχαν εγκαταστήσει αλλοεθνείς Χριστιανούς στη Σπάρτη, προκειμένου να εκχριστιανιστούν οι Έλληνες Εθνικοί της Λακωνίας, στο Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους γραμματείας (Θεσσαλονίκη 1978) του Εμ. Κριαρά διαβάζουμε ότι «έποικος» σημαίνει τον «κάτοικο», όχι τον έποικο. Δυο παραδείγματα που φέρνει ο Κριαράς: 1ο «οφειλόντων και των εποίκων πάντων του τοιούτου κάστρου έχεις προς αυτόν την οφειλομένην υπακοήν και τιμήν...» και 2ο «...και ουδέν ευρίσκωσι δι ενόχλησιν... μήτε παρά των εποίκων του κάστρου Ρεντίνης μήτε παρ’ άλλου τινός», όπου φαίνεται η ορθότητα της μετάφρασης του «έποικος»=«κάτοικος» (και όχι έποικος). Τα ίδια λένε για τη λ. «έποικος» και οι Ι.Ν. Καζάζης και Τ.Α. Καραναστάσης στην Επιτομή του λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (Θεσσαλονίκη 2001). Άρα ορθώς μεταφράζεται σε (αυτόχθονες) κατοίκους της Σπάρτης και όχι σε «φερμένους εποίκους στη Σπάρτη» το «έποικοι» του κειμένου του Βίου.

   

v) Ψευδείς κατηγορίες εναντίον του Οσίου Νίκωνα, ότι δολοφόνησε κάποιον που δήθεν ήταν Εθνικός, επειδή αντιστέκονταν στην κατασκευή ναού.

Οι Νεοπαγανιστές ή δεν ξέρουν τι λένε ή δεν έχουν διαβάσει τον βίο του Οσίου Νίκωνα. Σε κανένα τμήμα του βίου δεν αναφέρεται πως ο άνθρωπος που εμπόδιζε τον Νίκωνα να κτίσει την εκκλησία ήταν Παγανιστής. Το αντίθετο μάλιστα. Ο άνθρωπος αυτός ονομαζόταν Ιωάννης Άρατος, και ήταν ευπατρίδης Λακεδαιμόνιος.

Ο βίος του οσίου γράφει (132β κ.ε.): «... ενώ όλοι οι άνθρωποι τον βοηθούσαν, πλην ενός. Εκείνος ήτο ο Ιωάννης, που είχε το επώνυμο Άρατος («πάντων ὑπακουόντων αὐτῷ τῶν τῆς πόλεως συναιρομένων, πλὴν ἑνός. Ἰωάννης ἦν ἐκεῖνος ὧ Ἄρατος τὸ ἐπώνυμον»). Διότι μόνος αυτός, αφού πληγώθηκε από το κεντρί του φθόνου και κυριεύθηκε ολοσχερώς από το πάθος της βασκανίας (...) λυσσούσε κατά του Οσίου, λογαριάζοντας σαν δική του ζημιά την κατασκευή του θείου έργου». Δεν είναι γνωστός κανένας Εθνικός της εποχής εκείνης που να είχε εβραϊκό όνομα. Εθνικός και να έχει εβραϊκό όνομα, είναι πρωτάκουστο. Συνεπώς, ο Ιωάννης Άρατος, που όντως παρεμπόδιζε τον Όσιο Νίκωνα, δεν ήταν Εθνικός, αλλά Ορθόδοξος.

Οι Νεοπαγανιστές υπαινίσσονται («μυστηριωδώς») ότι κι αυτόν τον έσφαξε ο Όσιος Νίκων. Χωρίς στοιχεία. Χωρίς αποδείξεις. Χωρίς ενδείξεις. Με την παγα-νηστική εξαγωγή συμπερασμάτων. Το κείμενο μιλά για θαυματουργικό θάνατο-τιμωρία εκ Θεού. Ο Ιωάννης Άρατος έβριζε, διέβαλε και απειλούσε τον Όσιο Νίκωνα. Την επόμενη νύχτα είδε στον ύπνο του ότι δυο άντρες τον επιτημούσαν που έβρισε και απείλησε τον Όσιο. Την άλλη μέρα ξύπνησε με σφοδρό πυρετό και άρρωστος. Αντιλαμβανόμενος ότι έφταιξε, ζήτησε να του φέρουν τον Όσιο Νίκωνα, από τον οποίο ζήτησε συγγνώμη. Ο Όσιος τού είπε: «τα όσα έπραξες σε μένα, αδελφέ, όσον εξαρτάται από εμέ, ας είναι συγχωρεμένα˙ επειδή, όμως, το τέλος του βίου έχει ορισθή άνωθεν, οὐδεὶς ἔσται τοῦ λοιποῦ, καθώς λέγει ο προφήτης, ὁ δυνάμενος βουλὴν Θεοῦ διασκεδᾶσαιὉ δὲ μακάριος˙ "τὰ ἐπ’ ἐμοί", εἶπε, "πραχθέντα σοι, ἀδελφέ, ὅσον τὸ εἰς ἐμὲ ἧκον, συγχωρετέα σοι".»). Ο Άρατος πέθανε μετά από τρεις μέρες από την αρρώστεια.

Παρατηρούμε ότι ο χριστιανός Νίκων αποκαλεί «αδελφέ» τον Ιωάννη Άρατο. Ένας χριστιανός δεν αποκαλεί αδελφό έναν Εθνικό, ειδικά εκείνα τα χρόνια. Αφού τον αποκαλεί «αδελφέ» κι αφού ο Άρατος έχει χριστιανικό όνομα, συμπεραίνουμε λογικώς ότι δεν ήταν Εθνικός, όπως πασχίζουν οι Νεοπαγανιστές να τον βγάλουν.

Φυσικά, ο βίος του οσίου δίνει τον ακριβή λόγο που ο Ιωάννης Άρατος διέβαλε τον όσιο Νίκωνα. Ο λόγος δεν ήταν, βέβαια, η... ειδωλολατρική πίστη του Άρατου, αφού πουθενά στο κείμενο δεν μας δίνεται αφορμή για να δεχτούμε τον ισχυρισμό αυτό, αλλά τα οικονομικά συμφέροντα. Να τι γράφει ο βίος (133α): «Διότι καθόλου δεν συμφωνούσε με τους άλλους Λάκωνες, αλλά συμπεριφερόταν αντιθέτως προς τα θελήματα αυτών. Γι’ αυτό και, για την μετοίκησι των Ιουδαίων έξω της πόλεως, ισχυρίζετο ότι δεν έγινε ούτε ορθά, ούτε δικαιολογημένα και δεν κοκκίνιζε να κατηγορεί τους Λάκωνες γι’ αυτήν την αιτία. (...) με πρόφασι κάποιας εργασίας με την οποία συνήθιζε να καθαρίζει τα υφάσματα, έβαλε μέσα στην πόλι, ο τολμητίας και θρασυκάρδιος εκείνος, έναν απ’ αυτούς τους Ιουδαίους (...)». Ώστε ο Άρατος είχε εργαστήριο επεξεργασίας υφασμάτων, χρησιμοποιούσε για τις ανάγκες του εργαστηρίου του Ιουδαίους τεχνίτες και αντιπαθούσε τον όσιο Νίκωνα, απλώς επειδή ο τελευταίος τού στέρησε το εβραϊκό εργατικό δυναμικό διώχνοντας τους Ιουδαίους. Τα υπόλοιπα, είναι οι συνήθεις ψευτιές και ανακρίβειες.

 

vi) Κατηγορίες κατά Βυζαντινών «οι Βυζαντινοί ολοένα έφερναν και εγκαθιστούσαν στη Λακωνική κατά ομάδες επήλυδες χριστιανούς, για να αλλοιώσουν την εθνική σύνθεση των εντοπίων».

Οι Νεοπαγανιστές δεν γνωρίζουν ότι ύστερα από τις επιδρομές των Αβάρων και των Σλάβων, μεταξύ 6ου και 8ου αιώνα ο πληθυσμός της Ελλάδας είχε αραιώσει, και χρειαζόταν εποικισμοί, για να αφομοιωθούν όχι οι ντόπιοι Έλληνες, αλλά οι εγκατεστημένοι Σλάβοι. Οι έποικοι αυτοί ήταν Μικρασιάτες, δηλαδή Έλληνες. Όσο Έλληνες ήταν οι πρόσφυγες Μικρασιάτες του 1922, άλλο τόσο ήταν και οι Έλληνες έποικοι που αφομοίωσαν τους Σλάβους της ηπειρωτικής Ελλάδας.  

«Με τη μετακίνηση σλαβικού πληθυσμού στη Μ. Ασία η βυζαντινή εξουσία επιτύγχανε δύο πράγματα: από τη μια αποδυνάμωνε αριθμητικά το σλαβικό στοιχείο του ελλαδικού χώρου και από την άλλη διευκόλυνε το έργο της αφομοίωσής τους, καθώς οι Σλάβοι που μεταφέρθηκαν στη Μικρά Ασία βρέθηκαν ανάμεσα σε έναν ισχυρό ελληνικό πληθυσμό και υπό τον άμεσο έλεγχο του κράτους. Αλλά το δημογραφικό αυτό μέτρο εφαρμόστηκε και ανίστροφα, δηλαδή μεταφέρθηκαν ελληνικοί πληθυσμοί της Μ. Ασίας «επί τας Σκλαβηνίας», για να ενισχύσουν το ελληνικό στοιχείο σ’ αυτές τις περιοχές. Έτσι γνωρίζουμε ότι ο Νικηφόρος μετά την αποκατάσταση της βυζαντινής εξουσίας στην Πελοπόννησο προχώρησε συστηματικά στην ενίσχυση του ελληνικού και χριστιανικού πληθυσμού, διευκολύνοντας την επιστροφή των παλαιών κατοίκων και μεταφέροντας πληθυσμό από την Μ. Ασία. Ο Νικηφόρος πριν από την εκστρατεία εναντίον των Βουλγάρων το 809-810, εφάρμοσε το ίδιο μέτρο και στις Σκλαβηνίες του βορειοελλαδικού χώρου, όπου εγκατέστησε πληθυσμούς που μετέφερε «εκ παντός θέματος της Μ.Ασίας» (Θεοφάνης, Α’, σ.486, 10-12 κ.ε.)» (Μαρίας Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Βυζάντιο και Σλάβοι – Ελλάδα και Βαλκάνια (6ος-20ος αι.), εκδ. Βάνιας, σ. 91).

Δηλαδή, οι Ρωμηοί Αυτοκράτορες, «αποκαθάριζαν» την νότια Ελλάδα από τους Σλάβους επιδρομείς, μεταφέροντάς τους στην Μικρασία, ώστε να εξελληνιστούν ανάμεσα στους ελληνικούς πληθυσμούς της, ενώ ταυτόχρονα, για να πυκνώσει ο ελληνικός πληθυσμός της Ν. Ελλάδας, έφερναν Έλληνες Μικρασιάτες στην Πελοπόννησο. Τόσο ανθέλληνες ήταν. Το πιο παράξενο είναι, ότι εν τέλει οι Νεοπαγανιστές αποδέχονται τους (αποδεδειγμένα ξένους και βάρβαρους) Σλάβους της Λακωνίας, αλλά απορρίπτουν τους (κατά μεγάλη πιθανότητα) Έλληνες Ορθόδοξους εκ Μικρασίας.

Οι Νεοπαγανιστές γράφοντας για την Λακωνία της βυζαντινής περιόδου διαπράττουν πλήθος λαθών, τα οποία οφείλονται τόσο στην εμπάθειά τους όσο και στην άγνοιά τους. Ισχυρίζονται πως οι βυζαντινοί ιστοριογράφοι είναι «παντελώς αναξιόπιστοι». Ταυτόχρονα, όμως, αντλούν από αυτούς πλήθος στοιχείων. Για την ακρίβεια, αντλούν από αυτούς ΟΛΑ τα στοιχεία τους. Άξιο απορίας είναι, αφού οι Βυζαντινοί ιστοριογράφοι είναι οι μόνοι που έγραψαν για τη Λακωνία της εποχής εκείνης και είναι ταυτόχρονα παντελώς αναξιόπιστοι, από ποιες πηγές βρίσκουν οι Νεοπαγανιστές τα στοιχεία που παραθέτουν; «Οι Χριστιανοί επήλυδες χτίζουν τις παλαιοχριστιανικές βασιλικές», λεν οι Νεοπαγανιστές. Δίχως, φυσικά, καμμία απόδειξη. Γιατί απορρίπτουν την πιθανότητα οι ντόπιοι Λάκωνες να έκτισαν (κάποιους, έστω, από) τους ναούς αυτούς; Οι Νεοπαγανιστές ισχυρίζονται ότι η ανυπαρξία βυζαντινών νομισμάτων για ένα διάστημα συνιστά.. εγκατάλειψη της Λακωνίας από τους Χριστιανούς κατοίκους της. Προφανώς ήταν εκεί οι ίδιοι, ώστε να γνωρίζουν ότι μόνο οι Χριστιανοί (!) την εγκατέλειψαν, ενώ η απουσία νομισμάτων απλώς υποδηλώνει την προσωρινή κατάλυση της εξουσίας και την αποδιοργάνωση της οικονομικής ζωής της Λακωνίας από Σλάβους επιδρομείς. Φαίνεται ότι οι Σλάβοι επιδράμοντας έσφαζαν μόνο Χριστιανούς και δη «επήλυδες», αφού μόνο (!) οι έποικοι ήταν Χριστιανοί. 

Οι Νεοπαγανιστές ισχυρίζονται: 1) Οι Βυζαντινοί στέλνουν εποίκους στη Λακωνία 2) Εξαιτίας επιδημίας στην Πόλη και μείωσης του πληθυσμού της, οι Βυζαντινοί «αποσύρουν» τους «Βυζαντινούς εποίκους», για να τους μεταφέρουν στην Πόλη, και στη Λακωνία μένουν μόνο οι Σλάβοι Παγανιστές, οι Ιουδαίοι και οι Λάκωνες Εθνικοί. Δηλαδή, οι Νεοπαγανιστές ισχυρίζονται  ότι οι αυτόχθονες Λάκωνες ήταν μόνο Εθνικοί, ενώ όλοι οι Χριστιανοί ήταν «επήλυδες» Πώς το γνωρίζουν αυτό; Μήπως το λένε οι «παντελώς αναξιόπιστοι» βυζαντινοί ιστοριογράφοι; Δεν το λένε ούτε αυτοί, να η αλήθεια. Το ότι ο Χριστιανός βιογράφος του οσίου Νίκωνα ρητά αναφέρει ότι στην πόλη της Σπάρτης, επί όσιου Νίκωνος, υπήρχαν (προφανώς Έλληνες) Χριστιανοί και Ιουδαίοι, αλλά όχι (ούτε εκεί ούτε πουθενά αλλού στα βουνά) Έλληνες που ήταν «Εθνικοί», αυτό φυσικά είναι «ασήμαντη λεπτομέρεια» για τους Νεοπαγανιστές που ισχυρίζονται όλα αυτά. Επίσης η παρουσία τόσον αγίων στην Πελοπόννησο μόνο τους ισχυρισμούς των Νεοπαγανιστών δεν αποδεικνύει. Η ύπαρξη εποίκων δεν σημαίνει σε καμμία περίπτωση ότι μόνο αυτοί ήταν Χριστιανοί. Ο βίος του Οσίου αναφέρει π.χ. ότι στην κατασκευή μιας εκκλησίας της Σπάρτης όλοι συμμετείχαν πρόθυμα στην ανέγερσή της.

Μήπως, επειδή οι Έλληνες Νεοπαγανιστές – που αρνούνται ό,τι τους συμφέρει – πιστεύουν στην μετεμψύχωση, συνεπάγεται πως ήταν τότε εκεί αυτόπτες μάρτυρες, οπότε οφείλουμε να τους πιστέψουμε αυτούς και όχι τους Βυζαντινούς βιογράφους; Τέτοιες γελοίες ασυναρτησίες, όπως π.χ. ότι κάθε λογής κατάπνιξη επαναστάσεων των Σλάβων της Πελοποννήσου συνιστά.. διωγμό κατά επαναστατημένων Ελλήνων (ανύπαρκτων Εθνικών) δείχνουν το επίπεδο του Νεοπαγανιστικού κινήματος: να ισχυρίζεται ό,τι θέλει κι ό,τι του καπνίσει δίχως απολύτως καμμία απόδειξη, διαστρεβλώνοντας τις πηγές.

vii) Και άλλοι νεοπαγανιστικοί ισχυρισμοί.

1) Ισχυρίζονται πως οι Βυζαντινοί ιστοριογράφοι είναι «παντελώς αναξιόπιστοι». Ταυτόχρονα, όμως, αντλούν από αυτούς πλήθος στοιχείων. Για την ακρίβεια, αντλούν από αυτούς όλα τα στοιχεία τους. Άξιο απορίας είναι, αφού οι Βυζαντινοί ιστοριογράφοι είναι οι μόνοι που έγραψαν για τη Λακωνία της εποχής εκείνης και είναι ταυτόχρονα παντελώς αναξιόπιστοι, από ποιες πηγές βρίσκουν οι Νεοπαγανιστές τα στοιχεία που παραθέτουν; Απάντηση: από τους Βυζαντινούς ιστοριογράφους· μόνο που διαστρέφουν τα λεγόμενά τους.

2) «Οι Χριστιανοί επήλυδες χτίζουν τις παλαιοχριστιανικές βασιλικές», λεν οι Νεοπαγανιστές. Δίχως, φυσικά, καμμία απόδειξη. Γιατί απορρίπτουν την πιθανότητα οι ντόπιοι Λάκωνες να έκτισαν (κάποιους, έστω, από) τους ναούς αυτούς – ειδικά εφόσον γνωρίζουμε ότι παντού στην Ελλάδα χτίστηκαν παλαιοχριστιανικές βασιλικές, και μάλιστα ήδη από τον τέταρτο και πέμπτο αιώνα (θα ‘πρεπε οι Νεοπαγανιστές να ισχυριστούν ότι παντού στην Ελλάδα τις παλαιοχριστιανικές βασιλικές τις έκτισαν.. επήλυδες!); Και πόσο μπορεί να στέκει ο ισχυρισμός ότι έγιναν την εποχή εκείνη (4ος-5ος αι.) εποικισμοί στην Μάνη (και τη Λακωνία) τη στιγμή που α’) σαφέστατα οι εποικισμοί ως μέθοδος ελέγχου περιοχών αρχίζουν πολύ αργότερα και β’) η Μάνη όντας i) μικρής έκτασης, ii) άγονη και iii) πετρώδης περιοχή θα ήταν ο τελευταίος τόπος όπου θα έστελναν οι Αυτοκράτορες (και μάλιστα «από τον 5ο αιώνα») εποίκους για να την κατοικήσουν, και μάλιστα για προσηλυτιστικούς λόγους. Άρα οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές κτίζονται από τους Έλληνες κατοίκους της Λακωνίας, και μ’ αυτές επιβεβαιώνεται ο εκχριστιανισμός των Ελλήνων ήδη από εκείνη την εποχή. Η αλήθεια είναι ότι η Σπάρτη ήταν έδρα επισκόπου από τα μέσα του 5ου μ.Χ. αι. (Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, λ. Λακεδαιμονία), και φυσικά δε γινόταν να υπάρχει επισκοπή δίχως Χριστιανούς. Επιπλέον, ήδη πριν τον άγιο Κωνσταντίνο μαθαίνουμε ότι κοινότητες Χριστιανών στη Ν. Ελλάδα υπήρχαν, εκτός από την Κόρινθο, την Αθήνα, τα Μέγαρα, την Πάτρα, τη Λάρισα, τη Γορτύνη, τη Μήλο, την Τήνο, την Πάρο, την Θήρα, την Αστυπάλαια, την Κάλυμνο, την Τένεδο, τη Λέρο, την Χίο, και στην Σπάρτη.

3) «Οι Χριστιανοί εγκαταλείπουν γύρω στα 600 τη Λακωνία, στην οποία επανεμφανίζοναι οι Εθνικοί»! Εδώ μιλάμε για σενάριο επιστημονικής φαντασίας, όπου καθώς φαίνεται οι Νεοπαγανιστές καταλήγουν (μελετώντας, φυσικά, τους «πλήρως αναξιόπιστους Βυζαντινούς ιστοριογράφους»!) ότι για «αδιευκρίνιστους» λόγους μόνο(!) οι Χριστιανοί φεύγουν, οι εκκλησίες ερημώνουν και (πάλι για «αδιευκρίνιστους» λόγους) μένουν οι Εθνικοί. Βέβαια, αν η αρχαιολογία κατέληξε ότι την εποχή που δήθεν εγκαταλείπουν τη Λακωνία οι Χριστιανοί έχουμε επιγραφές ή παγανιστικούς ναούς νεόκτιστους, θα είχαν δίκαιο – αλλά δεν συμβαίνει τίποτε τέτοιο! Ίσως λοιπόν οι Εθνικοί αρρώσταιναν λιγότερο από τις επιδημίες απ’ ό,τι οι Χριστιανοί συμπατριώτες τους (πράγμα προφανές, αφού τους γιάτρευε.. ο Δίας). Όσο για τις εκκλησίες, είναι λογικό να ερημώσουν, έπειτα από τις επιδρομές Σλάβων. Εάν οι Χριστιανοί είχαν φύγει στα 600, τότε ο επίσκοπος Λακεδαιμονίας (Σπάρτης) δεν θα συμμετείχε, μαζί με τους επισκόπους Κορίνθου, Αθηνών και Άργους στις Συνόδους του 680 (ΣΤ’ Οικουμενική) και 690/92 ούτε σε Σύνοδο του 878 θα συμμετείχαν οι επίσκοποι Μεσσηνίας και Μονεμβασιάς. Μόνο στη Μάνη έχουν διασωθεί 25 εκκλησίες της μεσοβυζαντινής εποχής. Τον 9ο αιώνα ασκήτευσε στη Λακεδαιμονία ο μετέπειτα επίσκοπος της πόλης Θεόκλητος – σε μια εποχή όπου υποτίθεται, κατά τους Νεοπαγανιστές, ότι δεν υπήρχαν Χριστιανοί στην Σπάρτη.

4) Οι Νεοπαγανιστές ισχυρίζονται ότι η ανυπαρξία βυζαντινών νομισμάτων για ένα διάστημα συνιστά.. εγκατάλειψη της Λακωνίας από τους Χριστιανούς κατοίκους της. Βεβαίως τα βυζαντινά νομίσματα τα χρησιμοποιούσαν όλοι οι κάτοικοι της Λακωνίας, όχι μόνο οι Χριστιανοί αλλά και οι Εθνικοί (εάν υπήρχαν τέτοιοι). Επομένως η ανυπαρξία νομισμάτων εκείνη την εποχή (μετά το 600) δεν υποδηλώνει «φυγή των Χριστιανών», όπως θέλουν να μας πουν οι Νεοπαγανιστές εμπαίζοντας την κοινή λογική, αλλά ότι οι επιδρομές των «υπέροχων, πτωχικών, φιλήσυχων Σλάβων Παγανιστών» δεν ήταν «ειρηνικές εγκαταστάσεις» (όπως θέλουν να μας πουν οι Νεοπαγανιστές), αλλά καταστροφική εισβολή που κλόνισε την οικονομία του τόπου. «Κατά τον 9ον αιώνα στασιάζουν  [οι Σλάβοι της Λακωνίας] και χτυπημένοι από τη βυζαντινή εξουσία ανεβαίνουν στον Ταΰγετο» (Ανάργυρου Ι. Κουτσιλιέρη, Ιστορία της Μάνης, εκδ. Παπαδήμα, σ. 191).  Άλλωστε για την συγκεκριμένη περίοδο έχουμε (συγκριτικά με άλλες περιόδους) πολύ λίγα στοιχεία για όλη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ειδικά για την νότια Ελλάδα. Αυτό προφανώς δεν σημαίνει ότι συνέβη κάποια... Κάθοδος Εθνικών «από τα βουνά όπου κρύβονταν». «Εις τινας εποχάς η νομισματική κυκλοφορία, ως διακριβούται μάλιστα εκ των ανασκαφών της Αγοράς των Αθηνών και της Κορίνθου, είναι ανύπαρκτος. Ουδέν ή σχεδόν ουδέν μνημείον της χριστιανικής λατρείας, ιδρυθέν κατά το χρονικόν τούτο διάστημα, περιήλθεν εις ημάς ή απεκαλύφθη δι’ ανασκαφών» (Ζακυθηνού Δ., Η βυζαντινή Ελλάς 392-1453, Αθήναι 1965, σ. 37). Τι συνεπάγεται η ανυπαρξία νομιμάτων στην Αθήνα; Ότι οι Χριστιανοί εγκατέλειψαν την Αθήνα μεταξύ 700-800; Όχι βέβαια! Αυτό λεν οι Νεοπαγανιστές όμως ότι έγινε με τους Χριστιανούς Σπαρτιάτες! Δυστυχώς για τους Νεοπαγανιστές ο Βίος δεν αναφέρει κανέναν Έλληνα Εθνικό («Λάκωνες Εθνικοί»), αλλά μόνο για Σλάβους (Μηλιγγούς κι Εζερίτες) Εθνικούς. Η προσπάθεια δημιουργίας «Ελλήνων Εθνικών» δια του βίου του Οσίου είναι διασκεδαστική πλην αποτυχημένη απόπειρα.

5) Σύμφωνα με τους Νεοπαγανιστές,, στα 746-7, ένας διετής μεγάλος λιμός που έκανε θραύση στα Βαλκάνια και στη Λακωνική είχε χαρακτηριστικό του τα «περισσότερα θύματα ωστόσο στους επήλυδες Βυζαντινούς». Όπου... αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά βεβαίως ότι οι «θεοί» προστατεύουν τους Εθνικούς. Αλλιώς δεν εξηγείται το «γεγονός». Ίσως «με τελετουργικούς χορούς και ταμ ταμ» τούς βοήθησαν. Πώς λέμε «Νεοπαγανισμός και Ορθολογισμός»;

6) Το 755 «Για  να  πυκνώσει  τον  αποδεκατισθέντα υπό του μεγάλου λοιμού, πληθυσμό της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινουπόλεως), ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος, επανέφερε μεγάλα πλήθη Βυζαντινών εποίκων και έτσι αδυνάτισε επί πολλές δεκαετίες η Βυζαντινή παρουσία στους τόπους των Ελλήνων, ιδιαιτέρως δε στην Πελοπόννησο και την Λακωνική». Δυστυχώς όμως για τους Νεοπαγανιστές δεν υπήρξε ποτέ «Βυζαντινό έθνος», αλλά μόνο Έλληνες· επιπλέον οι Έλληνες είχαν εκχριστιανιστεί προ πολλού· κατά τρίτον, οι μεταφερθέντες στην Κωνσταντινούπολη ήταν απλώς κάτοικοι των περιοχών που μας ενδιαφέρουν και όχι «Βυζαντινοί χριστιανοί έποικοι» των περιοχών αυτών, και συνεπώς η μετεγκατάσταση στην Πόλη δεν έγινε με το κριτήριο που οι Νεοπαγανιστές αξιώνουν ότι έγινε (θα ήταν άλλωστε παράλογο από την πλευρά του Αυτοκράτορα και της εξουσίας, αν υποθέσουμε ότι στέλνονται έποικοι σε έναν τόπο με συγκεκριμένο σκοπό, για να ξαναμεταφερθούν αργότερα πάλι οι ίδιοι). Οι Λάκωνες και δη οι Μανιάτες όχι απλώς ήταν Χριστιανοί αλλά και έδρασαν ως Ακρίτες (οι Τσάκωνες και οι Μανιάτες) υπερασπιζόμενοι τα σύνορα της Αυτοκρατορίας τους, συμμετέχοντας στα ακριτικά σώματα, μαζί με Πόντιους, Μακεδόνες και Καππαδόκες.

7) Ξέροντας ότι δεν τους παίρνει να μιλούν (λ.χ. από τον 8ο αιώνα κ.ε.) για «επαναστάσεις Εθνικών της Πελοποννήσου» (εννοείται ότι ούτε και για τους προηγούμενους αιώνες μπορούν να ανακαλύψουν «επαναστάσεις Εθνικών») οι Νεοπαγανιστές κάνουν λόγο για «εξεγέρσεις μη χριστιανών». Μόνο που «ξεχνούν» ότι οι μόνοι μη Χριστιανοί ήταν οι «φιλειρηνικοί και πτωχικοί» Σλάβοι Παγανιστές, σύμφωνα βεβαίως με τα «εντελώς αναξιόπιστα χρονικά των Βυζαντινών». Αλλά τι ανάγκη έχουν οι Νεοπαγανιστές ερευνητές από ψευδείς πληροφορίες αναξιόπιστων συγγραφέων; Η αλήθεια είναι ολοφάνερη. Όλα αυτά δείχνουν το πνευματικό επίπεδο του Νεοπαγανιστικού κινήματος: ισχυρίζεται ό,τι θέλει κι ό,τι «νομίζει», δίχως απολύτως καμμία απόδειξη, διαστρεβλώνοντας τις πηγές.

8) Ο Ρασσιάς ισχυρίζεται ότι οι Χριστιανοί άλλαξαν ακόμη και το όνομα της Σπάρτης ώστε να προσπαθήσουν να σβήσουν την αρχαία δόξα της: «...μέσα στην πόλη της "Λακεδαιμονίας" (όπως έχουν μετονομάσει την ένδοξη Σπάρτη οι χριστιανοί)» (Ρασσιά, Μια Ιστορία Αγάπης, τ. Γ’, σ. 9). Εδώ εμείς απαντάμε ότι ο Ρασσιάς αγνοεί σε μεγάλο βαθμό τόσο τον Βίο του όσιου Νίκωνα όσο και τον Όμηρο. Ας αρχίσουμε απ’ τον δεύτερο. Ο Ρασσιάς θα έπρεπε να γνωρίζει ότι η Σπάρτη ονομάζεται και «Λακεδαίμων» ήδη στον Όμηρο, όπως φαίνεται από τον τυπικό στίχο της Οδύσσειας ε 20 «Πύλος ἠγαθέην, ἠδ’ ἐς Λακεδαίμονα δῖαν». Αλλά κι ο Παυσανίας γράφει (Λακωνικά, 11, 1): «Προχωρώντας κανείς, μετά τον Θόρνακα έχει την πόλη που ονομαζόταν στην αρχή Σπάρτη, με τον καιρό όμως πήρε η ίδια και το όνομα Λακεδαίμων που πριν ήταν το όνομα της χώρας». Ώστε ήδη από την αρχαία εποχή η Σπάρτη λεγόταν και «Λακεδαίμων», πολύ πριν τάχα οι Χριστιανοί την μετονομάσουν εξεπίτηδες σε «Λακεδαιμονία». Ο Ρασσιάς δε θα πρόσεξε επίσης ότι στον Βίο του όσιου Νίκωνα αναφέρεται τόσο η ονομασία «Λακεδαίμων/Λακεδαιμόνιοι» (π.χ. στα 130α, 131α, 131β, 140β, 142α, 146β κ.ο.κ.) όσο και η ονομασία «Σπάρτη» (π.χ. 130α, 130β, 134β, 141α κ.ο.κ.), δηλαδή καμμία χριστιανική συνωμοσία κατά της Σπάρτης δεν υφίσταται. Έτσι, οι Βυζαντινοί συναξαριστές απλώς συνέχισαν να χρησιμοποιούν, παράλληλα με το «Σπάρτη», το αρχαιοελληνικό «Λακεδαίμονα (Λακεδαίμων)» – ούτε  καν το «Λακεδαιμονία», όπως γράφει ο Ρασσιάς – και ουδόλως επιχείρησαν να αλλάξουν το όνομα της πόλης. Συμπέρασμα: ο Ρασσιάς δεν έχει διαβάσει ούτε Όμηρο ούτε Παυσανία, για να ξέρει τι γράφει. Τρομερή ιστοριογνωσία. Τι ανυπέρβλητο εύρος γνώσεων, κύριε Ρασσιά! Και οι θεοί το ζηλεύουν! 

 

Και κάτι τελευταίο:

Η καταγωγή του Οσίου Νίκωνα ήταν, σύμφωνα με τον βίο του (107α), «ἡ παρὰ τὸ θέμα τὸ Ἀρμενιακὸν κείμενη Πολεμωνιακὴ χώρα», η οποία αντιστοιχεί προς την αρχαία Παφλαγονία και ταυτίζεται με τον Πολεμωνιακό Πόντο. Περιλαμβάνει αυτή η χώρα τις προς ανατολάς χώρες του Αρμενικού Θέματος του αρχαίου βασιλείου του Πόντου: Από τον Θερμώδοντα ποταμό μέχρι την Τραπεζούντα. Κατά τη λατινική έκδοση της Πατρολογίας του Migne, πατρίδα του Όσιου Νίκωνα είναι ο Πολεμωνιακός Πόντος.

Ο Πολεμωνιακός Πόντος, όπως φαίνεται στο χάρτη στον τόμο Ζ’, σελ. 440 της «Ιστορίας του Ελλ. Εθνους» της Εκδοτικής Αθηνών, περιελάμβανε τη παραθαλάσσια λωρίδα γης μεταξύ Αμισού και Τραπεζούντας. Περιελάμβανε την Τραπεζούντα, όχι την Αμισό,την Κερασούντα και την Νεοκαισάρεια. Πρόκειται δηλαδή για το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής που σήμερα όλοι έχουμε κατά νου ως «Πόντο». Ειδικά κατά τον 10ο αι., κατά τον οποίο έζησε ο όσιος Νίκων, το «θέμα Αρμενιακών» περιλαμβάνει την περιοχή μεταξύ Σινώπης, Αμισού, Αμάσειας και Νεοκαισάρειας (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Η', σ. 171-172 ). Δηλαδή είναι ο δυτικός Πόντος. Από τον Πόντο λοιπόν κι όχι από την Αρμενία κατάγονταν ο Όσιος Νίκων.

Άρα ο Όσιος Νίκων ήταν Πόντιος Έλληνας (εξάλλου, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι υπήρχε τότε ανάμιξη αρμενικών πληθυσμών στον Πόντο, το βέβαιο είναι ότι η σιγουριά με την οποία αποκαλείται ο Όσιος «Αρμένιος» είναι πέρα για πέρα αβάσιμη). Άλλο Αρμενία, άλλο  Αρμενιακό Θέμα. Τα γραφόμενα από τον Νικόδημο τον Αγιορείτη ότι «οὔτος ἐκ τῆς τῶν Ἀρμενίων ὥρμητο χώρας» (Μηναίον έκδοσις Ανδρέως Σπινέλου εν Ενετία, 1551) ή ότι «κατήγετο ἐξ Ἀρμενίας» (Μέγα ωρολόγιον, έκδοσις εις Βενετία, 1870) είναι λανθασμένα. Συνεπώς, προκαλείται η εξής απορία στον καθένα: αφού οι Νεοπαγανιστές που εξαπέλυσαν όλες αυτές τις κατηγορίες κατά του οσίου Νίκωνα, υποτίθεται ότι διάβασαν το βίο του Οσίου Νίκωνος, πώς μπορούν να ισχυρίζονται γι’ αυτόν ότι ήταν Αρμένιος; 

1) Δεν διάβασαν στον βίο του αυτό το «Πολεμωνιακή»; Διάβασαν το βίο;

2) Μήπως δεν το πρόσεξαν; 

3) Ή το πρόσεξαν, αλλά δεν έψαξαν να βρουν πού βρίσκεται αυτή η Πολεμωνιακή χώρα; 

4) Μήπως το πρόσεξαν και το έψαξαν, αλλά τότε μοχθηρά σκέφτηκαν «ας πούμε επίτηδες  ότι ήταν Αρμένιος, για να κινήσουμε εναντίον του  Όσιου Νίκωνα τους εθνικιστές», οι οποίοι κρίνουν τους ανθρώπους βάσει της εθνικότητάς τους κι όχι των πράξεών τους; Τι απ’ όλα αυτά ισχύει; Μήπως δεν διάβασαν το βίο και εμπιστεύτηκαν ως τυφλοσούρτη ξένα κείμενα;

Και τέλος πάντων, οι Νεοπαγανιστές αυτοαναιρούνται, αποκαλώντας τον Όσιο Νίκωνα «Αρμένιο»: Αφού τους ελληνικής καταγωγής Χριστιανούς δεν τους αποκαλούν ποτέ «Έλληνες», αλλά πάντα «Χριστιανούς», τότε, εάν ο όσιος Νίκωνας ήταν αρμενικής καταγωγής Χριστιανός, κατ’ αντιστοιχία με τους Έλληνες Χριστιανούς, δεν θα έπρεπε να τον ονομάζουν «Αρμένιο», αλλά μόνο «Χριστιανό», γιατί προφανώς «Αρμένιοι» είναι μόνο οι Παγανιστές Αρμένιοι˙ οι Χριστιανοί Αρμένιοι είναι σκέτο «Χριστιανοί» (όπως οι Έλληνες Χριστιανοί είναι σκέτα «Χριστιανοί» κι όχι «Έλληνες»). Αλλά οι Παγανιστές, δεν τον ονομάζουν «Χριστιανό», όπως θα ήταν σύμφωνα με την νεοπαγανιστική ορολογία, αλλά «Αρμένιο». Για να επηρεάσουν τους εθνικιστές Παγανιστές και τους αρχαιοκεντρικούς εθνικιστές τα κάνουν αυτά όλα; Μολαταύτα, δεν τους βγήκε ούτε αυτό σε καλό. Ο όσιος Νίκων είναι Πόντιος  Έλληνας κι όχι «σκληρός Αρμένιος προσηλυτιστής».

Βεβαίως, δεν έχει σημασία τι εθνικότητας ήταν ο Όσιος Νίκων. Οι πράξεις του εξετάστηκαν και αποδείχτηκε ότι οι κατηγορίες είναι ψευδείς. Οι Νεοπαγανιστές, που από τη μιά εξοργίζονται με τους Αρμένιους και από την άλλη συμπαθούν τους Σλάβους Παγανιστές ληστές, το μόνο που καταφέρνουν είναι να φανερώσουν την άγνοιά τους.

 

 

  17. "Οι Χριστιανοί δολοφόνησαν τον μεγάλο αυτοκράτορα Ιουλιανό."

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Από τους διάφορους συγγραφείς που αναφέρουν τον δράστη της δολοφονίας του Ιουλιανού επιλέγουμε τον Λιβάνιο και τον Αμμιανό Μαρκελλίνο, διότι αυτοί είναι όχι μόνο Παγανιστές αλλά και σύγχρονοί του.

17a        Η κατηγορία ότι Χριστιανοί δολοφόνησαν τον Ιουλιανό προέρχεται ΜΟΝΟ από τον Λιβάνιο. Ο Λιβάνιος στο σύγγραμμά του Επιτάφ. Ιουλιανού 274-5 αναφέρει ότι τον δολοφόνησαν Χριστιανοί, ενώ στο σύγγραμμά του Περί της τιμωρίας Ιουλιανού, 17-21, αναφέρει απλώς ότι οι δολοφόνοι ήταν Ρωμαίοι και όχι Πέρσες. Δηλαδή, ο Λιβάνιος δεν είναι σίγουρος, εάν οι δράστες ήταν Ρωμαίοι Χριστιανοί ή απλώς Ρωμαίοι άγνωστων λοιπών στοιχείων. Στο Μονωδία επί Ιουλιανώ όμως, που γράφτηκε το 364 μ.Χ., ο Λιβάνιος μάς λέει ότι «χτυπήθηκε από έναν τυχαίο Πέρση» (κεφ. 32). Τι έγινε μετά κι άλλαξε γνώμη; Δεν βρήκε «αποδείξεις»· απλώς πείστηκε ότι οι φήμες ήταν αληθινές. Άλλωστε στα κατοπινά επιχειρήματά του υπέρ της άποψης ότι ο φονιάς ήταν Χριστιανός, δεν αναφέρει συγκεκριμένες μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, παρά μόνο κάνει σοφιστικά, δήθεν λογικά, τεχνάσματα, που τα αναλύουμε παρακάτω.

Η περιγραφή των στιγμών αυτών είναι η εξής: «Μέσα στον πυρετό όμως της μάχης ο αυτοκράτωρ αποκόπτεται από την προσωπική του φρουρά και, ειδικότερα, τον ιπποκόμο του που κρατούσε την πανοπλία και την ασπίδα του, και με αμείωτη τη μέθη εκείνη, εξακολουθούσε να καταδιώκει τον εχθρό, ώσπου... «εν μέσοις τοις πολεμίοις γενόμενος, δόρατι βάλλεται κατά της πλευράς» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ’, σ. 66). Είναι ξεκάθαρο από τη διήγηση ότι τη στιγμή του φόνου του, ο Ιουλιανός βρισκόταν «ανάμεσα στους εχθρούς», δηλαδή σχεδόν περικυκλωμένος... κυνηγώντας τους. Επιπλέον, ο Ιουλιανός είχε αποκοπεί από τους υπόλοιπους Ρωμαίους. Τι πιο λογικό, το χτύπημα να το δεχτεί από κάποιον από τους Πέρσες που τον περιτριγύριζαν, τρέχοντας να φύγουν, ενώ αυτός τους κυνηγούσε, αντί να υποθέσουμε ότι το δέχτηκε από στρατιώτη του;

Αν, λοιπόν, δεχτούμε πως τη στιγμή της καταδίωξης ο Ιουλιανός συνοδευόταν από λίγους δικούς του άνδρες, εάν ήταν κάποιος από αυτούς τον χτύπησε – διότι μόνο αυτοί ήταν δικοί του στρατιώτες δίπλα του: είχε, όπως είπαμε, ξεκόψει από το στρατό – τότε αμέσως οι υπόλοιποι άνδρες του θα είχαν αντιληφθεί τον δολοφόνο συστρατιώτη τους και θα τον είχαν συλλάβει. Αλλά αφού αυτό δεν συνέβη, είναι αδύνατο να δολοφόνησε τον Ιουλιανό κάποιος από τους δικούς του, τη στιγμή που κυνηγούσαν τους Πέρσες. Η άλλη περίπτωση, όλοι αυτοί οι λίγοι στρατιώτες, που πήρε μαζί του ο Ιουλιανός για να κυνηγήσει τους Πέρσες, να ήταν 1) Χριστιανοί και 2) όλοι μπασμένοι στο κόλπο, είναι φυσικά εντελώς αναπόδεικτη, απίθανη και παράλογη, αφού ο Ιουλιανός δεν θα είχε Χριστιανούς στρατιώτες ως επίλεκτους δικούς του. Οπωσδηποτε, όλο και κάποιος ειδωλολάτρης στρατιώτης θα βρισκόταν εκεί˙ και στο κάτω-κάτω, αν υπήρχαν τέτοιες φήμες ή αν είχαν δει οι ειδωλολάτρες Ρωμαίοι στρατιώτες κάποιον άλλον Ρωμαίο (χριστιανό ή μη) να υψώνει το δορύ του, τότε οι ειδωλολάτρες στρατιώτες θα διαμαρτύρονταν, αλλά και οι ειδωλολάτρες στρατηγοί του Ιουλιανού θα έψαχναν να βρουν τους προδότες δολοφόνους. Αλλά οι φήμες διαδόθηκαν από Πέρσες αυτόμολους κι όχι από Ρωμαίους Εθνικούς στρατιώτες.

Εν πάσει περιπτώσει, ο Λιβάνιος δεν καθίσταται αναξιόπιστος, μόνο επειδή εμπιστεύεται φήμες αυτόμολων, αλλά κυρίως επειδή δεν ακολούθησε τον Ιουλιανό στην εκστρατεία του. Δεν ήταν εκεί ο Λιβάνιος, ώστε να ξέρει καλά τα πράγματα. Αντίθετα, ο Αμμιανός Μαρκελλίνος ήταν στο στρατόπεδο, ακολούθησε τον Ιουλιανό στην εκστρατεία, ήταν τη στιγμή του θανάτου του δίπλα του, και θα γνώριζε περισσότερες λεπτομέρειες από πρώτο χέρι. Ωστόσο, το συμπέρασμα του Αμμιανού είναι ότι δεν γνωρίζουμε ποιος τον χτύπησε: «Ἄγνωστον πόθεν», διαπιστώνει ο αμερόληπτος αυτόπτης μάρτυρας Αμμιανός» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ’, σ. 66).

Να πώς περιγράφει ο Αμμιανός (XXV, 3, 3-6) τις στιγμές εκείνες πριν το φόνο του Ιουλιανού:

«3. Αναστατωμένος [ο Ιουλιανός] από την ατυχία, ξέχασε τον θώρακα της πανοπλίας του και απλώς άρπαξε μια ασπίδα μέσα στην σύγχυση (...).

4. Ενώ αγωνιζόταν να αποκαταστήσει την τάξη εκεί αδιαφορώντας για τον κίνδυνο, μια ομάδα Πάρθων ένοπλων ιππέων επιτέθηκε στους λόχους του κέντρου και γρήγορα πλημμύρισε την αριστερή πλευρά, η οποία υποχώρησε, διότι οι άντρες μας δεν μπορούσαν να αντέξουν την οσμή και τις φωνές των ελεφάντων.

5. Αλλά ενώ ο αυτοκράτορας ορμούσε εδώ κι εκεί εν μέσω της πρώτης γραμμής των πολεμιστών, οι ελαφρά οπλισμένες δυνάμεις μας όρμησαν κατά πάνω τους, και καθώς οι Πέρσες το βαλαν στα πόδια, αυτοί πετσόκοβαν τα πόδια τους καθώς και αυτά των ελεφάντων.

6. Ο Ιουλιανός, αδιαφορώντας για την ασφάλειά του, φωνάζοντας και υψώνοντας τα χέρια του, προσπάθησε να δείξει στους άντρες του ότι ο εχθρός είχε φύγει άτακτα, και για να τους ξεσηκώσει σε μια ακόμη πιο μανιώδη καταδίωξη, όρμησε θαρραλέα στη μάχη. Η φρουρά του, που είχαν σκορπίσει τρομαγμένοι, του φώναζαν απ’ όλες τις πλευρές να απομακρυνθεί από το πλήθος των οπισθοχωρούντων Περσών, που ήταν τόσο επικίνδυνο όσο η πτώση μιας κακοχτισμένης οροφής, όταν ξαφνικά, κανείς δεν ξέρει από πού, ένα ακόντιο ιππέα έγδαρε το δέρμα του βραχίωνά του, τρύπησε τα πλευρά του και σφηνώθηκε στον κάτω λοβό του ήπατός του».

Εφόσον οι άντρες του τον έβλεπαν και βρίσκονταν σε όλες τις πλευρές τριγύρω του, θα ήταν πολύ εύκολο να δουν αν το δόρατο είχε ριχτεί από Ρωμαίο στρατιώτη ή όχι. Ο Αμμιανός τονίζει ότι ο Ιουλιανός βρισκόταν μέσα ή δίπλα στους Πέρσες που έφευγαν, μακριά από το στρατό του, μακριά κι από την ίδια του τη φρουρά˙ γεγονός που κάνει λογικότερη την εκδοχή πως αυτοί τον χτύπησαν.

Αλλά ούτε ο Ιουλιανός σκέφτηκε το ενδεχόμενο να χτυπήθηκε από δικό του. Είναι λίγο δύσκολο να πιστέψουμε ότι, αμέσως μόλις χτυπήθηκε, ο Ιουλιανός δεν έστρεψε ενστικτωδώς το βλέμμα του προς την κατεύθυνση από την οποία ήρθε το ακόντιο. Αν λοιπόν κοίταξε προς την κατεύθυνση εκείνη, και είχε διαπιστώσει ότι ο δολοφόνος ήταν Ρωμαίος στρατιώτης, δεν θα είχε παραλείψει να αποκαλύψει αργότερα, στη σκηνή, την συνωμοσία. Αλλά τίποτα τέτοιο δεν έκανε ο Ιουλιανός, διότι (αφού θα κοίταξε στην κατεύθυνση απ’ την οποία ήρθε το βέλος) μιλούσε για ένα σωρό άλλα θέματα. Προφανώς δεν αντελήφθη ούτε αυτός (ούτε οι φρουροί του, που τον έβλεπαν από τριγύρω) ότι τον δολοφόνησε Ρωμαίος στρατιώτης.

Έχουμε το φαινόμενο, ο Λιβάνιος, που δεν ήταν στην εκστρατεία να θεωρείται από τους Νεοπαγανιστές περισσότερο αξιόπιστος από τον Αμμιανό Μαρκελλίνο, ο οποίος πήρε μέρος στην εκστρατεία. Και γιατί να θεωρείται έτσι; Αφού και οι δυο ήταν Ειδωλολάτρες. Ποιος ο λόγος; Δεν υπάρχει λόγος. Όπου βασιλεύει ο Νεοπαγανισμός, εκεί επικρατεί το παράλογο, του να εμπιστεύεσαι έναν μη αυτόπτη μάρτυρα και να απορρίπτεις την μαρτυρία ενός αυτόπτη μάρτυρα. Τόσο απλό.

Η αλήθεια είναι ότι και ο Αμμιανός Μαρκελλίνος αναφέρει την εκδοχή ότι ο Ιουλιανός επλήγη από Ρωμαίους. Να τι λέει (XXV, 6, 6): «Βλέποντας αυτό, ο εχθρός από τα δασωμένα ύψη μας επετίθετο με κάθε είδους όπλα και με υβριστική γλώσσα, ως προδότες και φονιάδες ενός υπέροχου ηγεμόνα. Διότι κι αυτοί επίσης είχαν ακούσει από το στόμα φυγάδων, ως αποτέλεσμα μιας αβάσιμης φήμης, ότι ο Ιουλιανός είχε σκοτωθεί από ρωμαϊκό όπλο». Παρατηρούμε ότι ο Αμμιανός απορρίπτει την εκδοχή του Ρωμαίου (κι όχι απαραίτητα Χριστιανού Ρωμαίου) στρατιώτη φονιά ως αβάσιμη. Έχοντας υπόψη ότι ο Αμμιανός ολοκλήρωσε τη συγγραφή της ιστορίας του περί το 395 (Arnaldo Momigliano, Pagan and Christian historiography in the fourth century AD, Clarendon Press, Oxford 1963, p. 81), δηλαδή αρκετά χρόνια μετά τη δημοσιοποίηση των έργων του Λιβάνιου, στα οποία κατηγορούνταν οι Χριστιανοί για το φόνο,  μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Αμμιανός απέρριψε έπειτα από λεπτομερή έρευνα, κι όχι αβίαστα, την εκδοχή του Λιβάνιου. Δεν υπάρχει λόγος να πιστέψουμε πως ο παγανιστής Αμμιανός δεν επιβεβαίωσε την εκδοχή τού Λιβάνιου τάχα επειδή φοβόταν˙ ο Λιβάνιος (που είχε τέτοια ελευθερία ώστε να αποκαλεί π.χ. στο Μονωδία επί Ιουλιανώ, 8, 2 «Μελητίδη»= ηλίθιο τον Κωνστάντιο Β’) καθώς και τόσοι άλλοι Παγανιστές (π.χ. Ζώσιμος, Ευνάπος) που κατηγορούσαν τους Χριστιανούς ώς και τα μέσα του 5ου αι. για ένα σωρό πράγματα, διόλου δεν φοβόντουσαν˙ γιατί να φοβηθεί μόνο ο Αμμιανός; Άλλωστε, ο Αμμιανός δύο φορές απορρίπτει την εκδοχή του Λιβάνιου (XXV, 6, 6 και XXV, 3, 6).

Αλλά από πού έμαθαν οι αυτόμολοι αυτοί, μέσα στην ανακατωσούρα της μάχης, ότι τον χτύπησαν Ρωμαίοι και μάλιστα (!) Χριστιανοί; Μήπως είχαν και ταμπελάκια που ανέγραφαν τη θρησκεία τους στα στήθη τους οι Ρωμαίοι στρατιώτες, κι έτσι οι Πέρσες αυτόμολοι μπόρεσαν να δουν – αν υποθέσουμε ότι όντως τον σκότωσαν Ρωμαίοι στρατιώτες – πως φονεύτηκε από Χριστιανούς; Οι Πέρσες αυτόμολοι υποτίθεται πως είδαν ότι ο Ιουλιανός δολοφονήθηκε από στρατιώτες του, ενώ οι υπόλοιποι στρατιώτες του Ιουλιανού δεν αντελήφθησαν τίποτε; Περίεργο δεν ακούγεται, ειδικά αφού ο Ιουλιανός είχε ξεκόψει από τον στρατό;

Ο Λιβάνιος μάλιστα, προκειμένου να στηρίξει ακόμη περισσότερο τον ισχυρισμό ότι ο φονιάς ήταν Χριστιανός Ρωμαίος στρατιώτης, ισχυρίζεται ότι ο Ιουλιανός επλήγη ευρισκόμενος εν μέσω του ρωμαϊκού στρατεύματος («εἰς μέσην τὴν στρατιάν») και προσθέτει ότι κανείς Πέρσης δεν θα τολμούσε να εισέλθει μόνος του στην καρδιά του ρωμαϊκού στρατού, φοβούμενος τον θάνατο, και ότι αν τυχόν η διείσδυση (που σκόπευε στο φόνο του Ιουλιανού) δεν είχε γίνει από ένα μεμονωμένο Πέρση αλλά από περισσότερους, τότε θα είχαν φονευτεί πολλοί Ρωμαίοι στρατιώτες και όχι μόνο ο αυτοκράτορας (Λιβάνιου, Περί της τιμωρίας Ιουλιανού 17, 1-9). Φαίνεται αμέσως ότι ο Λιβάνιος διαστρεβλώνει την αλήθεια, διότι ο αυτόπτης μάρτυρας Αμμιανός ισχυρίζεται – αντίθετα από το Λιβάνιο – πως ο Ιουλιανός επλήγη εν μέσω των εχθρών, μακριά από την ίδια τη φρουρά του κι όχι εν μέσω των δικών του στρατιωτών.

Ο Λιβάνιος (Περί της τιμωρίας Ιουλιανού 20, 1-13) γράφει ότι σε κάποια από τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συνθήκης ο Πέρσης βασιλιάς Σαπώρ Β’ εξέφρασε στους απεσταλμένους των Ρωμαίων την απορία του, για το ότι δεν είχε επιβληθεί καμμία τιμωρία για το θάνατο του Ιουλιανού, λέγοντας ότι ο ίδιος, όταν κάποτε ένας αξιωματικός του είχε φονευτεί στη μάχη, είχε τιμωρήσει τους άντρες της φρουράς του νεκρού αποκεφαλίζοντάς τους. Αυτό δεν υπονοεί – όπως θέλει να πείσει ο Λιβάνιος – ότι ο Σαπώρ πίστευε πως Ρωμαίοι Χριστιανοί στρατιώτες σκότωσαν τον Ιουλιανό. Απλώς ο Σαπώρ πίστευε ότι θα έπρεπε – όπως και με τη φρουρά του Πέρση αξιωματούχου – να τιμωρηθούν οι άντρες της προσωπικής φρουράς του Ιουλιανού, γιατί δεν είχαν προστατέψει αποτελεσματικά τον αυτοκράτορά τους. Ο Σαπώρ «προτείνει» στους Ρωμαίους το «περσικό έθιμο» της τιμωρίας της φρουράς του νεκρού Ιουλιανού˙ δεν υπαινίσσεται ότι ο φονιάς ήταν Ρωμαίος ούτε βέβαια ότι κάποιος από τη φρουρά ήταν ο φονιάς. Και αυτό το επιχείρημα του Λιβάνιου είναι σοφιστικό και τόσο σαθρό, που καταρρίπτεται αμέσως.

Αντίθετα απ’ ό,τι λένε οι αρχαιόπληκτοι, οι Χριστιανοί ιστοριογράφοι δεν παραδέχονται ότι ο Ιουλιανός δολοφονήθηκε από κάποιο Χριστιανό στρατιώτη του. Απλώς αναφέρουν ως μία από τις πολλές πιθανές εκδοχές και την εκδοχή ότι ο φονιάς ήταν Χριστιανός. Ο Σωκράτης (Εκκλ. Ιστ. 3, 21) γράφει ότι το ακόντιο ήρθε «ἐξ ἀφανοῦς» κι ότι ο φωνιάς έμεινε άγνωστος. Επίσης γράφει ότι «οἱ μὲν γὰρ ὑπό τινος Πέρσου αὐτομόλου βληθῆναι φαςίν˙ οἱ δὲ ὑπὸ οἰκείου στρατιώτου». Κρατά ίσες αποστάσεις. Ο Θεοδώρητος Κύρου γράφει (Εκκλ. Ιστ., 3, 25) ότι «ώς τα σήμερα κανείς δεν γνωρίζει ποιος ήταν ο φονιάς»: τὸν μέντοι, τὴν δικαίαν ἐκείνην ἐπενεγκόντα πληγήν, οὐδεὶς ἔγνω μέχρι καὶ σήμερον. Ο Σωζομενός (Εκκλ. Ιστ., 6, 1) δεν παραδέχεται ότι ο φονιάς ήταν Χριστιανός, αλλά απλώς αναφέρει ότι δεν αποκλείεται η εκδοχή αυτή να είναι η σωστή: «μερικοί λεν ότι ήταν Πέρσης. Άλλοι ότι ήταν Σαρακηνός. Υπάρχουν άλλοι που επιμένουν ότι ο φονιάς ήταν Ρωμαίος στρατιώτης που ήταν αγανακτισμένος με την απερισκεψία και την αποκοτιά που επέδειξε ο αυτοκράτορας εκθέτοντας το στράτευμά του σε τέτοιο κίνδυνο». Ο Θεοδώρητος Κύρου αναφέρει (3, 20) πως «μερικοί λεν ότι πληγώθηκε από τους νομάδες που λέγονται Ισμαηλίτες, άλλοι από έναν στρατιώτη που δεν μπορούσε να αντέξει την πείνα στην ερημιά». Όμως, ο Σωζόμενος ούτε παρών στην εκστρατεία ήταν, όπως ο Αμμιανός, ούτε είναι σύγχρονος του Ιουλιανού, πράγμα που αμέσως τον καθιστά αναξιόπιστο. Ο Σωζομενός λέει ότι «αν τον σκότωνε Χριστιανός, δε θα ήταν παράξενο, όπως οι Αθηναίοι σκότωσαν τους τυράννους τους». Δεν σημαίνει όμως ότι θεωρεί δεδομένο πως Χριστιανοί τον σκότωσαν, όπως ισχυρίζονται οι Νεοπαγανιστές. Έτσι η άποψη ότι «ο Σωζομενός εμφανέστατα σύμφωνος με την εκδοχή της προδοτικής δολοφονίας, επαινεί τον δολοφόνο "που, για την αγάπη του Θεού και της θρησκείας, εξετέλεσε μια τόσο γενναία πράξη"» (Βλάση Ρασσιά, Υπέρ Της Των Ελλήνων Νόσου, β' έκδοση, εκδ. Ανοιχτή πόλη,  τ. 3, σ. 26) είναι εσφαλμένη, όχι μόνο γιατί ο Σωζομενός εκθέτει όλες τις πιθανές εκδοχές, όπως είδαμε, αλλά και γιατί γράφει, πριν από το απόσπασμα που παραθέτει ο Ρασσιάς, και «δεν είναι απίθανο ότι κάποιοι Ρωμαίοι [Χριστιανοί] στρατιώτες να συνέλαβαν την ιδέα» (δηλαδή απλώς εκλογικεύει την υπόθεση αυτήν, προσπαθεί να δείξει ότι δε θα ήταν απίθανο αν συνέβη έτσι, δίχως όμως να ισχυρίζεται πως έχει αποδείξεις) και, μετά το απόσπασμα που παραθέτει ο Ρασσιάς, «πέραν αυτών δεν γνωρίζω τίποτα για τους άνδρες που έκαναν το φόνο». Ο Σωζομενός παραθέτει την άποψη του Λιβάνιου ότι ο φονιάς ήταν Χριστιανός, και σχολιάζει: «ίσως να είναι έτσι»: «Καὶ ὁ μὲν Λιβάνιος ὧδέ πη γράφων, Χριστιανῶν ἔσεσθαι ὑποδηλοῖ Ἰουλιανοῦ τὸν σφαγέα· ἴσως δὲ καὶ ἀληθές» (Σωζωμενός, 6, 2). Φαίνεται ότι για μερικούς το «ίσως» σημαίνει «ο Λιβάνιος έχει σίγουρα δίκαιο». Ο Σωζομενός λέει ότι αν ο δολοφόνος ήταν Χριστιανός, θα δολοφονούσε για την αγάπη του Θεού κ.λπ. («ψυχολογεί» τον δολοφόνο, υποθέτει τα κίνητρά του στην περίπτωση που ήταν Χριστιανός), αλλά δεν λέει ότι ο Λιβάνιος έχει δίκαιο. Κι εννοείται ότι κανείς Χριστιανός δε θα ντρεπόταν να αναφέρει τον δολοφόνο-σωτήρα των Χριστιανών, έστω και δίχως να τον δακτυλοδείξει.

Οι Νεοπαγανιστές αναφέρουν κάτι μυθοπλασίες του 5ου και 6ου αιώνα περί κάποιου Μερκούριου, του Χριστιανού που δολοφόνησε τον Ιουλιανό. Αυτά είναι μυθοπλασίες Χριστιανών βιογράφων του Μ. Βασιλείου και δεν αναφέρονται σε κάποιον Μερκούριο, αλλά σε άγιο Μερκούριο, νεκρό 90 χρόνια πριν το φόνο του Ιουλιανού, ο οποίος κατεβαίνει (!) από τον ουρανό και σκοτώνει τον Ιουλιανό. Αυτό ξεχνάνε να μας το πουν οι Νεοπαγανιστές.

«Οι χριστιανοί συγγραφείς βίων και αγίων κατά τους δύο επόμενους αιώνες διέδιδαν διάφορους θρύλους. Κατά τον δημοφιλέστερο από αυτούς, ο θάνατος του αυτοκράτορα αποδιδόταν στον στρατιωτικό άγιο Μερκούριο, ο οποίος λέγεται ότι είχε μαρτυρήσει με ανείπωτα βασανιστήρια επί του αυτοκράτορος Δεκίου (249-251). Το όνομα του Μερκούριου συνδέθηκε με τον Ιουλιανό μόλις στα τέλη του 5ου ή στις αρχές του 6ου αι. Το εύρημα των αγιογράφων που επινοήθηκε πιθανότατα στην Καισάρεια της Καππαδοκίας περί τα τέλη του 5ου αι. αφορά ένα υποτιθέμενο όνειρο του Μ. Βασιλείου. Στο όνειρο αυτό ο Βασίλειος είδε το Χριστό (ή, σύμφωνα με άλλες εκδοχές, την Παναγία), καθισμένο στον ουράνιο θρόνο του, να καλεί τον Μερκούριο και να τον διατάζει να επιστρέψει στη γη για να δολοφονήσει τον Ιουλιανό.

Μια άλλη μορφή του θρύλου που, ανάγεται στις αρχές του 6ου αι., κάνει λόγο για ένα όνειρο του Ιοβιανού, που έγινε αυτοκράτορας (363-364) μετά το θάνατο του Ιουλιανού. Εδώ παρουσιάζεται ο Μερκούριος να εμφανίζεται στον Ιοβιανό και να του αναγγέλλει ότι σε τρεις εβδομάδες θα κτυπούσε τον Ιουλιανό με ένα βέλος. Στην πραγματικότητα τέτοιος Μερκούριος δεν υπήρξε ποτέ˙ ακόμη και το όνομα του αγίου αυτού προήλθε από παρανόηση κάποιου συριακού μύθου για τον Μαρ (= «κύριος») Κούριος (Κύριος). Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο ο Μερκούριος δεν υπήρξε ποτέ δημοφιλής άγιος, παρά τη σημαντική θέση που κατέχει στην βυζαντινή αγιογραφία» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ’, σ. 344).

Μιλάμε, δηλαδή, για παραμύθια της Χαλιμάς. Οι Νεοπαγανιστές, ωστόσο, φτάνουν στο σημείο, χωρίς αποδείξεις πάντα, έναν άγιο στα μέσα του 3ου αιώνα που δεν ξέρουμε αν υπήρξε καν (Όποτε τους συμφέρει, οι άγιοι είναι ανύπαρκτοι και τα συναξάρια τους είναι πλαστά, ενώ εδώ ο Μερκούριος όχι απλώς υπήρξε, αλλά έζησε και 150 χρόνια) και να τον «μεταφέρουν» στα μέσα του 4ου αιώνα, ώστε να τον βάλουν να σκοτώνει τον Ιουλιανό, ενάμισυ αιώνα μετά τη δολοφονία του Ιουλιανού. Ισχυρίζονται πλήθος ανοησιών οι Νεοπαγανιστές: ότι τάχα ο Μ. Βασίλειος ή άλλος κληρικός διέταξε έναν στρατιώτη Μερκούριο να δολοφονήσει τον Ιουλιανό, δίχως να μας δείξουν κάποιο κείμενο του Μ. Βασιλείου που να λέει κάτι τέτοιο ή να μας πουν την πηγή. Ισχυρίζονται ότι «το θεοκρατικό κατεστημένο εξέλεξε τον Ιοβιανό» ως αυτοκράτορα, αμέσως μετά το θάνατο το Ιουλιανού Ισχυρίζονται οι αρχαιολάτρες ότι «το θεοκρατικό κατεστημένο ανακήρυξε τον Ιοβιανό» αυτοκράτορα, αμέσως μετά το θάνατο το Ιουλιανού (Αλέξανδρος Χ. Μήτσιος, Άβατον, τ. 44, σ. 74), ενώ όπως περιγράφει την διαδικασία εκλογής Αυτοκράτορα ο αυτόπτης μάρτυρας Αμμιανός Μαρκελλίνος, ο οποίος βρισκόταν στο στρατιωτικό συμβούλιο, οι στρατηγοί του Ιουλιανού εξέλεξαν τον Ιοβιανό. Μάλιστα ο Αμμιανός λέει ότι πρώτα ζήτησαν απ’ τον Σαλλούστιο να αποδεχτεί το στέμμα (XXV, 5, 3), αλλά αυτός αρνήθηκε. Ακόμη και ο Ζώσιμος γράφει: ψήφῳ κοινῇ βασιλεὺς Ἰοβιανὸς ἀναδείκνυται (Νέα Ιστορία, Γ’, xxx, 1). Αλλά τι να περιμένει κανείς από Νεοπαγανιστές; Να λεν την αλήθεια;

Οι Νεοπαγανιστές επιμένουν και συνεχώς λένε ότι, αφού ο Πέρσης βασιλιάς είχε τάξει αμοιβή σε όποιον στρατιώτη του σκότωνε Ιουλιανό, και όμως δεν παρουσιάστηκε κανείς μετά τη μάχη να ζητήσει την αμοιβή, άρα (!) Χριστιανοί του ρωμαϊκού στρατού τον σκότωσαν. Μπορεί να συνέβη αυτό, μπορεί όμως κι όχι. Μπορεί λ.χ. ο Πέρσης που τον σκότωσε να σκοτώθηκε κι αυτός λίγο αργότερα˙ μπορεί να μην κατάλαβε ποιον στόχευσε, διότι ο Ιουλιανός, όπως είπαμε στην αρχή, δεν φορούσε ούτε την αυτοκρατορική πανοπλία του ούτε την αυτοκρατορική ασπίδα του τη στιγμή του φόνου του, πράγμα που μειώνει την πιθανότητα ο φονιάς να γνώριζε ποιος ήταν αυτός τον οποίον χτυπούσε˙ μπορεί να στόχευε άλλον και να πέτυχε αυτόν, αλλά να μην είδε, μέσα στην ανακατωσούρα της μάχης, αν πέτυχε η βολή του, και ποιόν πέτυχε. Ακόμη και την γνώμη του ο Λιβάνιος δεν την πήρε από Ρωμαίους στρατιώτες της φρουράς του, αλλά από Πέρσες! Ότι οι μετέπειτα Χριστιανοί συγγραφείς χαίρονται με το θάνατό του, ή ότι κατασκεύασαν ιστορίες στις οποίες κάποιος άγιος Μερκούριος – που είχε φονευτεί αιώνες πριν τον Ιουλιανό – κατεβαίνει απ’ τον ουρανό και σκοτώνει τον Ιουλιανό, όλα αυτά είναι γεγονότα, αλλα δεν συνεπάγονται απαραίτητα ότι αυτοί τον σκότωσαν. Με τη γνωστή προχειρότητά τους οι Νεοπαγανιστές βγάζουν συμπεράσματα που τους βολεύουν.

Η, αναπόδεικτη άλλωστε, εκδοχή του Χριστιανού φονιά του Ιουλιανού δεν είναι η μόνη που οι Χριστιανοί συγγραφείς παραθέτουν – όπως έχουμε δείξει. Ο Σωζόμενος (Εκκλ. Ιστ. 6, 1, 14), ο Γρηγόριος ο Θεολόγος (PG 35, 680), ο Θεοδώρητος Κύρρου, ο Φιλοστόργιος (7, 15), ο Ιωάννης Λυδός (Περί μηνών 4, 118, 28-32), λένε ότι ο Ιουλιανός φονεύτηκε από κάποιον Σαρακηνό ιππέα. Ο Φιλοστόργιος λέει ότι αμέσως μόλις ένας από τους Σαρακηνούς φόνευσε τον Ιουλιανό, ένας από τους υπασπιστές του Ιουλιανού επιτέθηκε εναντίον του και του έκοψε το κεφάλι. Η εκδοχή αυτή υιοθετείται ακόμη κι από τον Λιβάνιο (Περί τιμωρίας Ιουλιανού 6, 4-6), που λέει ότι κάποιος Ταϊηνός ήταν ο φονιάς. Η λέξη Ταϊηνός είναι η συριακή λέξη για τους νομάδες της ερήμου, αυτούς που αλλού αναφέρονται ως Σαρακηνοί. Ωστόσο, εκείνη την εποχή οι Σαρακηνοί πολεμούσαν, ως μισθοφόρου, και στο πλευρό των Περσών (Αμμιανός, XXV, 6, 8) και στο πλευρό των Ρωμαίων. Συνεπώς, ακόμη κι αυτός ο ισχυρισμός του Λιβάνιου δεν αποδεικνύει πως ο φονιάς ήταν Χριστιανός. Ο Εθνικός Ευτρόπιος, ιστοριογράφος του 4ου αι. γράφει (Ευτρόπιου, Παιανίου μετάφρασις εις την του Ευτροπίου Ρωμαϊκήν ιστορίαν 10, 16, 7-11) ότι ο Ιουλιανός επλήγη από κάποιον εχθρό βληθεὶς ὑπό τινος τῶν πολεμίων, τὸν βίον ἀπέλιπεν»)– δεν γράφει ότι επλήγη από στρατιώτη του. Ο Παγανιστής ιστορικός Ζώσιμος γράφει (Νέα Ιστορία, Γ’, xxix, 1) ότι ο Ιουλιανός επλήγη στην ακμή της μάχης και, αφού ψυχορράγησε τη νύχτα, πέθανε, δίχως να γράφει (ο Ζώσιμος) για Χριστιανό φονιά. Η σιωπή αυτή του φανατικού αντιχριστιανού Ζώσιμου, που έβριζε τον Μ. Κωνσταντίνο και την αγία Ελένη, δεν μπορεί ασφαλώς να είναι η σιωπή ενός δειλού που δεν τολμά να συκοφαντήσει και να βρίσει τους αντιπάλους του. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (Κατά Ιουλιανού βασιλέως στηλιτευτικός δεύτερος, 13) εκτός από την εκδοχή του Σαρακηνού μάς λέει πως άλλοι λέν ότι φονεύθηκε από Πέρσες, άλλοι ότι φονιάς ήταν κάποιος από τους βάρβαρους γελωτοποιούς που ακολουθούσαν τους στρατιώτες δίνοντας παραστάσεις στα συμπόσιά τους, δίχως να αναφέρει ποια είναι η σωστή. Επίσης, (Κατά Ιουλιανού, 2, 13) αναφέρει την εκδοχή ότι κάποιος Ρωμαίος στρατιώτης αγανακτισμένος από τον Ιουλιανό τον δολοφόνησε, επειδή (2, 12) «ο σίτος δεν υπήρχε, η σφαγή ήτο σχεδόν βέβαιη, τριγύρω οι εχθροί˙ η προς τα εμπρός πορεία δεν ήτο εύκολος και αι τροφαί ολιγοσταί, ο στρατός είχε καταληφθή από δυσφορίαν και οργή προς τον βασιλέα˙ δεν υπήρχε καμμία αισία ελπίς˙ μία εις την παρούσαν κατάστασιν εφαίνετο η μόνη καλλιτέρα, να απαλλαγούν από την πονηράν βασιλείαν και ηγεσίαν». Με άλλα λόγια, όταν ο Ιουλιανός αποφάσισε, μέσα στην καρδιά της Περσίας, υποχώρηση, επειδή αντιλήφθηκε ότι η εκστρατεία είχε καταλήξει σε ένα φιάσκο, η αγανάκτηση του στρατού έφτασε στο αποκορύφωμά της.

Πράγματι, ο Ιουλιανός διέταξε πράγματα που εξόργισαν όλο το στρατό, και συνεπώς η δολοφονία του από έναν Ρωμαίο στρατιώτη, όχι απαραίτητα Χριστιανό, δεν φαντάζει τόσο παράδοξη όσο ακούγεται αρχικά. Όπως λέει ο Σωζόμενος (Εκκλ. Ιστ., 6, 1, 7) ο Ιουλιανός διέταξε τους αρχηγούς του στόλου να ρίξουν τις προμήθειες σε τρόφιμα στο ποτάμι, ώστε οι στρατιώτες του μη έχοντας άλλη επιλογή να πολεμήσουν για την σωτηρία τους με όλες τους τις δυνάμεις για την κατάληψη της Κτησιφώντος. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος (Κατά Ιουλιανού στηλιτευτικός λόγος δεύτερος, 11) γράφει ότι ήταν ένας Πέρσης ευγενής που προσποιείτο ότι είχε αυτομολήσει, από μίσος για τον βασιλιά των Περσών, στους Ρωμαίους, ο οποίος τον συμβούλευσε να διατάξει αυτό. Έπειτα, ενώ είχε αποφασιστεί η υποχώρηση, ο Ιουλιανός διέταξε την πυρπόληση όλου του στόλου, όπως αναφέρει ο Ιωάννης Ζωναράς (Επιτομή ιστοριών, 66, 9-10), πράγμα που επίσης αναφέρουν ο Λιβάνιος (Επιτάφιος επί Ιουλιανώ, 262,1 κ.ε.) και ο Θεοδώρητος Κύρου, ο οποίος παρατηρεί ότι η πράξη αυτή του Ιουλιανού αποθάρρυνε ακόμη περισσότερο τους στρατιώτες. Επιπλέον ο Ιουλιανός διέπραξε το λάθος να εμπιστευτεί ακόμη έναν Πέρση, που είχε αφεθή να αιχμαλωτιστεί από τους Ρωμαίους, και είχε υποσχεθεί να τους οδηγήσει σώους στη Ρωμαϊκή επικράτεια οδηγώντας τους από λάθος διαδρομή, αλλά ομολόγησε ότι το έκανε αυτό εξεπίτηδες (Σωζόμενου, Εκκλ. Ιστ., 6, 1, 12˙ Φιλοστόργιος, 6, 15). Ο Ιουλιανός, βλέποντας ότι το στράτευμα είχε αγανακτίσει, σε λόγο του υποσχέθηκε στον κάθε στρατιώτη το ασήμαντο ποσό των εκατό δηναρίων, πράγμα που φάνηκε κοροϊδία στο στράτευμα, αφού τους έταζε το ποσό αυτό ως ανταμοιβή, αν κατόρθωναν να σώσουν το τομάρι τους από τους Πέρσες (Ammianus Marcellinus, XXIV, 3 , 3). Ο Αμμιανός (XXV, 2, 1) παραδέχεται ότι είχε αποκοπεί πλήρως από τις οδούς του ανεφοδιασμού του, υπέφερε από κάθε λογής ελλείψεις και (XXIV, 8, 3) ότι σ’ όλα αυτά προστίθονταν οι μύγες και τα κουνούπια που, όπως λέει ο Αμμιανός, «έκρυβαν τον ουρανό». Εννοείται πως κατά την πορεία της υποχώρησής τους, πέρα από τις κακουχίες και την έλλειψη τροφών, οι στρατιώτες δέχονταν φονικές επιθέσεις από τον κλεφτοπόλεμο των Περσών. Ο Θεοδώρητος Κύρου (3, 20) αναφέρει ότι «ο Ιουλιανός δεν είχε διατάξει ούτε να φέρουν προμήθειες από τη Ρώμη ούτε να τροφοδοτηθεί με προμήθειες λεηλατώντας την Περσία. Επέμενε να προχωρεί ο στρατός μέσα από ερημιές. Οι στρατιώτες του δεν είχαν ούτε να φαν ούτε να πιούν, δεν είχαν κανέναν να τους οδηγήσει, και περιπλανώμενοι σε έρημη χώρα, αντιλήφθηκαν την αβουλία του σοφού βασιλιά τους». Έπειτα από τα παραπάνω, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ένας στρατός που οδηγήθηκε σε ξένη χώρα από τον Ιουλιανό, δίχως σοβαρή προετοιμασία, θα παρέμενε για πάντα στο πλευρό του βασιλιά του. Το πιο λογικό ήταν να αγανακτίσει με την προχειρότητα και την ματαιοδοξία του Ιουλιανού (που αρνήθηκε πρόταση ειρήνης του Πέρση βασιλιά) ο οποίος πραγματοποίησε την εκστρατεία μόνο και μόνο για να αποκτήση δόξα εφάμιλλη του Αλέξανδρου, παίζοντας με τις ζωές των στρατιωτών του. Καθόλου παράλογη (χωρίς να είναι βεβαιότητα) δεν είναι η πιθανότητα, κάποιος, Εθνικός ή Χριστιανός στρατιώτης του, να τον δολοφόνησε, όχι από ιδεολογικούς λόγους, αλλά από αγανάκτιση για τις άνευ λόγου κακουχίες.

 

17b Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ

Τι να πει κανείς για τον Ιουλιανό, που ίδρυσε αντρικά και γυναικεία (!!) μοναστήρια (Ιουλιανού, Επ. 81. I. 2.90. κ. ε. – 84. I.2.144.6 κ.ε. –86.I.2.147.15 κ.ε. –88.I.2.149.19 κ.ε. – 89α.I.2.151.19 κ.ε. – 89b.I.2.155.11. κ.ε., Αμμ. Μαρκ. XXII, 7,6, Σωζόμενος, 5). Κακό πράγμα ο μοναχισμός, τζιζ!

Τι να πει κανείς για τον καημένο τον Ιουλιανό, που όντας πρώην Χριστιανός και νεοφώτιστος Ειδωλολάτρης, πίστεψε πως μπορούσε να εμφυσήσει στους συγχρόνους του Ειδωλολάτρες την Χριστιανική αγάπη για τον πλησίον γράφοντας (Επιστολή 89β Προς αρχιερέα Θεόδωρο, 290d-291a)  «θα έλεγα επίσης, αν και είναι παραδοξολογία, ότι θα ήταν άγιο να δίναμε και στους εχθρούς ρούχα και τροφή, επειδή η ελεημοσύνη δίνεται στον άνθρωπο και όχι στο χαρακτήρα». Σωστά αποκαλεί «παραδοξολογία» τη βοήθεια προς τους εχθρούς ο Ιουλιανός˙ διότι έτσι ακριβώς ακουγόταν στους Ειδωλολάτρες η προτροπή αυτή ενός πρώην Χριστιανού προς αυτούς. Ως παράλογη. Δεν το λέει πουθενά η θρησκεία τους. Φυσικά, δεν τον άκουσαν και τον χλεύαζαν για το «νέο σύστημα εθνικής εκκλησίας» του. Νέο κρασί σε παλιούς ασκούς δεν έμπαινε.

Τι να πει κανείς για τον Ιουλιανό που απαγόρευε την ελεύθερη άσκηση επαγγελμάτων στους χριστιανούς, οι οποίοι, ακόμη και όταν ήθελαν να κινήσουν δίκη, έπρεπε να προσφέρουν θυσία στους θεούς, ρίχνοντας θυμίαμα στους εθνικούς θεούς; Αναφέρει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος (Κατά Ιουλιανού στηλιτευτικός λόγος πρώτος, 96) πως ο Ιουλιανός είχε θεσπίσει: «να στερηθούν οι Χριστιανοί κάθε ελευθερία έκφρασης, να αποκλείονται από όλα, συλλόγους, αγορές, πανήγυρεις, ακόμη και τα δικαστήρια να μην μπορεί να χρησιμοποιήσει όποιος δεν θυσίαζε στους βωμούς που βρίσκονταν μπροστά». Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συνιστά πολύ αξιόπιστη πηγή, διότι ήταν σύγχρονος του Ιουλιανού και δεν μπορούσε να λέει ό,τι του κατέβαινε ενόσω βρίσκονταν εν ζωή ο Λιβάνιος, ο Αμμιανός κ.ά. Εθνικοί υπερασπιστές της μνήμης του Ιουλιανού (δες και Ιωάνννη Χρυστοστόμου, PG 50, 573).

Τί να πει κανείς για τον Ιουλιανό, που απομάκρυνε τους χριστιανούς αξιωματικούς από το στρατό (Σωκράτης, 3,13˙ Γρηγόριος Θεολ., PG 35 585C-D). «Εξέδοσε έδικτο ο Ιουλιανός διατάζοντας τους Χριστιανούς να εκδιωχθούν από το στρατό», γράφει ο Θεοδώρητος Κύρου (Εκκλησιαστική Ιστορία, 3, 4). «Όσοι αρνούνταν να θυσιάσουν στους θεούς, τους στερούσε τα πολιτικά δικαιώματα και το προνόμιο να συμμετέχουν σε συγκεντρώσεις και στο φόρουμ˙ επίσης δεν τους επέτρεπε να είναι δικαστές ή κατώτεροι δικαστές ή να κατέχουν στρατιωτικά αξιώματα» (Σωζόμενου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 5, 18). 

Τι να πεί κανείς για τον ανεξίθρησκο Ιουλιανό, που με ειδικό νόμο επέβαλε την ονομασία «Γαλιλαίοι» στους χριστιανούς (Γρηγ. Θεολ., Κατά Ιουλιανού στηλιτευτικός πρώτος, 76: «Γαλιλαίους ἀντὶ Χριστιανῶν ὀνομάσας τε καὶ καλεῖσθαι νομοθετήσας»˙ Ιουλ., Κατά Γαλιλαίων, 39α, 43α);

Τι να πει κανείς για τον Ιουλιανό, που εξ αιτίας του η αυτοκρατορία γέμισε πληροφοριοδότες που είχαν αρχηγό τους τον Magister officiorum, ο οποίος ηγείτο των αυτοκρατορικών ταγμάτων scholae palatinae, των διαδόχων των πραιτωριανών. Οποιαδήποτε αντίδραση καταπνιγόταν στη γένεσει της. Τόση ανεξιθρησκεία.

Τι να πει κανείς για τον Ιουλιανό, που παραμελούσε τις Χριστιανικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας (του) στο έλεος των εχθρών φροντίζοντας μόνο για τις ειδωλολατρικές. Όπως γράφει ο Σωζόμενος (5, 3, 4-6) «έγραφε συχνά στα συμβούλια των πόλεων. Αν οι πόλεις είχαν στραφεί προς την ειδωλολατρία, τους ικανοποιούσε όλα τους τα αιτήματα. Αν ήταν Χριστιανικές, δήλωνε την απαίχθειά του με το να μην τις επισκέπτεται και με το να μην δέχεται τις αντιπροσωπίες που του έστελναν με τα παράπονά τους». Ο Σωζόμενος αναφέρει ως παράδειγμα την Νισίβη. Οι πολίτες της Νισίβης ζήτησαν (!) από τον αυτοκράτορά τους – που ήταν πολυγραφότατος και δεν είχε χρόνο, ο καημένος – να τους βοηθήσει εναντίον των Περσών. Αυτός τους απάντησε ότι εφόσον δεν άνοιγαν τους ναούς και δεν συμμετείχαν στις θυσίες, δεν άξιζαν καμμία προσοχή. Και ότι «η πόλη τους ήταν μιασμένη και δεν θα πατούσε εκεί πριν μάθει ότι στράφηκε προς τον Ελληνισμό. Παρόμοιες απαντήσεις έδωσε και στους κατοίκους της Κωνσταντίας στην Παλαιστίνη και προσάρτησε την πόλη τους στην πόλη της Γάζας». Δηλαδή, ο Ιουλιανός συμπεριφερόταν όχι ως ηγεμόνας που προστατεύει το κράτος του, αλλά σαν ένας κοινός μαφιόζος, που εκβίαζε τους υπηκόους του, προκειμένου... να τους προστατεύσει από τους ξένους εισβολείς. Τέτοια φροντίδα για τους αλλόθρησκους υπηκόους του. Μπράβο ισοπολιτεία!

Τι να πει κανείς για τον «μετριοπαθή»... φιλόσοφο Ιουλιανό που σχεδόν... συνεχάρη τους κατοίκους της πόλεως της Έμεσας, για τους εμπρησμούς των χριστιανικών ναών (Μισοπώγων, 28 (357b)); Αυτοί έκαψαν όλες τις εκκλησίες της πόλης τους, αλλά ο Ιουλιανός, όπως γράφει ο ίδιος, δεν κούνησε το δαχτυλάκι του˙ απλά αναφέρει αδιάφορα, σχεδόν επαινετικά την πολιτισμένη πράξη τους. Μάλιστα, λέει ότι κάτοικοι της Έμεσας κατέστρεψαν τους ναούς και τους τάφους των Χριστιανών έπειτα από δικό του (!) σύνθημα. Ομολογεί, δηλαδή, ο Ιουλιανός, ότι είναι ο ηθικός αυτουργός των διώξεων κατά των Χριστιανών. Αυτή ήταν η ισονομία και η ανεξιθρησκεία του Ιουλιανού. Επιπλέον αθωώνοντας –με την επιστολή που τους έστειλε– τους Παγανιστές της Αλεξάνδρειας για το φόνο του Γεώργιου, ουσιαστικά ο Ιουλιανός έλεγε στους Εθνικούς της αυτοκρατορίας: «σφάξτε, κάψτε, γκρεμίστε, κάντε ό,τι θέλετε κατά των Χριστιανών˙ εγώ δε θα σας τιμωρήσω. Απλώς δεν θα κηρύξω επισήμως διωγμό». Πράγματι, όπως γράφει ο Σωκράτης (3, 11) «Άν και αρχικά ο Ιουλιανός συμπεριφερόταν ήπια προς όλους, όσο πέρναγε ο καιρός δεν έδειχνε πια την ίδια αταραξία». Και (3, 12) «απέχοντας από την υπερβολική σκληρότητα που ο Διοκλητιανός εφάρμοζε, δεν απείχε ωστόσο από τους διωγμούς». Επιπλέον (3, 13) «Σε όσους αρνούνταν να θυσιάσουν επέβαλε βαρύ πρόστιμο».  

Τι να πει κανείς για τον διώκτη του Χριστιανισμού Ιουλιανό, που (Επιστολή Προς Εκδίκιον, Bizez 107, 377d-378abc)  ήθελε να αφανίσει όλα τα χριστιανικά βιβλία: «Κάνε μου τη χάρη να βρεις όλα τα βιβλία του Γεώργιου [του Αρειανού επισκόπου Αλεξανδρείας που δολοφονήθηκε]. Είχε πολλά βιβλία φιλοσοφικά και πολλά ρητορικά, είχε όμως και πολλά της διδαχής των δυσσεβών Γαλιλαίων˙ αυτά τα τελευταία θα ήθελα βέβαια να τα εξαφανίσω ολοσχερώς» («ἃ βουλοίμην μὲν ἠφανίσθαι πάντῃ»).

Τι να πει κανείς για τον... «εστεμμένο φιλόσοφο» Ιουλιανό, τον θρησκόληπτο διώκτη ακόμη και των μη Χριστιανικών βιβλίων, των φιλοσοφικών βιβλίων που έγραφαν πράγματα αντίθετα με την ιρανική/μιθραϊκή θρησκεία του: (Επιστολή 89β Προς αρχιερέα Θεόδωρο, 301c) «ας μη φτάνει στην ακοή επικούρειος ή πυρρώνειος λόγος. Τώρα αλήθεια, οι θεοί κάνοντας καλά κατέστρεψαν τα έργα τους, έτσι ώστε τα περισσότερα από τα βιβλία τους χάθηκαν».

Δηλαδή ο Ιουλιανός όχι μόνο ήθελε να κάψει τα χριστιανικά βιβλία – απλώς δεν μπορούσε – αλλά και χαιρόταν με την απώλεια φιλοσοφικών βιβλίων! Φοβερός ο «εστεμμένος φιλόσοφος» που γράφει «Μόνο η φιλοσοφία μάς ταιριάζει» (Επ. 89β, 300d). Βέβαια! Μόνο η φιλοσοφία που μας συμφέρει, μας ταιριάζει, εννοείται. Ό,τι δεν μας συμφέρει, το έχουν κάψει ευτυχώς οι θεοί. Οι θεοί, λοιπόν, δεν προάγουν την φιλοσοφία, σύμφωνα με τον Ιουλιανό, αλλά καταστρέφουν ό,τι δεν τους αρέσει. Βλέπουμε πως ο Ιουλιανός επικροτεί εμμέσως τις διώξεις κατά των «άθεων» φιλοσόφων και των έργων τους. Αλλά το κυριότερο είναι ότι ο Ιουλιανός – αποστομώνοντας τους εθνικιστές αρχαιολάτρες – τονίζει πως τα έργα του Επίκουρου και του Πύρρωνα δεν τα κατέστρεψαν οι Χριστιανοί, αλλά οι Ειδωλολάτρες – με την βοήθεια των «θεών». Συγκλονιστική ομολογία για την Ειδωλολατρική Ιερά Εξέταση. Αξίζει μια σύγκριση μεταξύ του Ιουλιανού, που αδιαφορούσε για όποιο σύγγραμμα δεν συμφωνούσε με τις δοξασίες του, και των «αμαθών» μοναχών που αντέγραφαν τα έργα του Ιουλιανού καθώς και των κλασσικών συγγραφέων επί 1000 χρόνια. Επίσης αξίζει να σκεφτούμε τι θα έπραττε ο Ιουλιανός, πόσα συγγράμματα, αρχαία ή χριστιανικά, θα έκαιγε, αν επέστρεφε νικητής από την Περσία.

Τι να πει κανείς για τον Ιουλιανό, ο οποίος συνιστούσε παράλειψη όσων τμημάτων της αρχαιοελληνικής ιστορίας δεν συμφωνούσαν με τα κριτήριά του; Γράφει: «Πρέπει να μελετάμε την ιστορία που γράφτηκε με βάση τα πραγματικά γεγονότα. Ας παραλείψουμε όλα εκείνα που μοιάζουν με ιστορία που εφεύραν οι αρχαίοι, δηλαδή ερωτικές υποθέσεις και τα παρόμοια» (Επιστολή 89β, 301b).

Τι να πει κανείς για τον «Έλληνα» Ιουλιανό, όπως οι Νεοπαγανιστές μάς τον παρουσιάζουν, που οι θυσίες του ανάγονται στους Χαλδαίους, η μαγεία κι ο Μίθρας απ την Περσία, η μαντική από την Καρία. Όπως λέει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος «η Ασία ήταν το διδασκαλείο της ασέβειάς του» (PG 35, 557). Τρομερή ελληνικότητα. Τόση, που ο «’Ελλην» μας πίστευε πως μέσα του ξαναζούσε η ψυχή του Μ. Αλέξανδρου (Σωκράτη, Εκκλ. Ιστ., 3, 21).

Τι να πει κανείς για τον Ιουλιανό, τον «εστεμμένο φιλόσοφο» που δήλωνε λάτρης της αγυρτείας, της θεουργίας δηλαδή. Αυτό ήταν το ένδοξο ελληνικό μέλλον του Ορθολογισμού που θα επικρατούσε με τον Ιουλιανό: χαρτορίχτρες, θεουργοί, μέντιουμ, πύρινες άυλες οπτασίες κ.λπ. Ο Ιουλιανός, λέγοντας «φιλοσοφία» εννοούσε όλα αυτά τα ανορθολογικά πράγματα και το να αποκαλείται «εστεμμένος φιλόσοφος» κάποιος που χαιρόταν με την καταστροφή των Επικούρειων βιβλίων και θαύμαζε τη θεουργία και τα μάγια, είναι τόσο παράλογο όσο να αποκαλούσαμε φιλόσοφους τα τηλεμέντιουμ, τις χαρτορίχτρες, τους αστρολόγους κ.λπ.

Τι να πει κανείς για τον φανταγμένο πολεμοκάπηλο Ιουλιανό που απέρριπτε τις προτάσεις ειρήνης του Πέρση βασιλιά, γιατί, πεπεισμένος από έναν ανόητο παγανιστή μάντη, τον αγύρτη Μάξιμο (τον οποίο οι Νεοπαγανιστές παρουσιάζουν ως ιερό τέρας της Φιλοσοφίας), νόμιζε ότι οι κατακτήσεις του θα ήταν μεγαλύτερες κι από αυτές του Αλέξανδρου. Ο Ιουλιανός, ο οποίος αρχικά θεωρούσε τον Αλέξανδρο αλαζόνα και υπερόπτη (Ιουλιανού, Θεμιστίω φιλοσόφω, 10, 49), στο τέλος όχι μόνο ταυτίστηκε μαζί του θεωρώντας τον εαυτό του μετεμψύχωσή του, αλλά και ήθελε να ξεπεράσει τις κατακτήσεις του Αλέξανδρου. Μιλάμε, δηλαδή, για μεγάλη τρέλα: «Δίνοντας πίστη στις προφητείες του φιλόσοφου Μάξιμου ξεγελιόταν ότι τα κατορθώματά του όχι μόνο θα ήταν ίσα, αλλά θα ξεπερνούσαν αυτά του Αλέξανδρου του Μακεδόνα˙ έτσι, που απέρριπτε περιφρονητικά τις παρακλήσεις του Πέρση μονάρχη. Υπέθετε ακόμη, σύμφωνα με τα διδάγματα του Πυθαγόρα και του Πλάτωνα για την μετεμψύχωση της ψυχής, ότι κατεχόταν από την ψυχή του Αλέξανδρου ή μάλλον ότι ο ίδιος ήταν ο Αλέξανδρος μέσα σε άλλο σώμα. Αυτές οι γελοίες φαντασιώσεις τον ξεγέλασαν και τον έκαναν να απορρίψει τις διαπραγματεύσεις για ειρήνη που προτάθηκαν από το βασιλιά των Περσών» (Σωκράτης, 3, 21). Οι αρχαιολάτρες που απορρίπτουν την μαρτυρία του Σωκράτη ως συκοφαντική, ξεχνάν ότι και ο Λιβάνιος την ίδια γνώμη είχε: «Και φτάνει στην μεγάλη πόλη του Αντίοχου ή, αν θέλετε, του αγαπητού του Αλέξανδρου που – όπως συνέβη στο παρελθόν, ανάμεσα σε δυο Αθηναίους στρατηγούς – η δόξα του "δεν τον άφηνε να κοιμηθεί"» (Λιβάνιου, Μονωδία επί Ιουλιανώ, 17). Άρα όντως ο Ιουλιανός άλλαξε γνώμη.

«Ο Ιουλιανός ευχαριστιόταν στο χειροκρότημα του όχλου και επιθυμούσε έπαινο για τα μικρότερα πράγματα πέραν του μέτρου, κι ο πόθος για δημοτικότητα συχνά τον οδηγούσε να συναναστρέφεται ανάξιους ανθρώπους» (Αμμιανός Μαρκελλίνος, XXV, 4, 18).

Τι να πει κανείς για τον φιλοϊουδαίο Ιουλιανό – τον «Έλληνα»! – , ο οποίος γράφει (Κατά Γαλιλαίων, 45) να μιμηθούμε τον Αβραάμ (!), κι ότι «ο Γιαχβέ στάθηκε ευμενής σε μένα» (!!) και γι’ αυτό τον σέβεται. Ούτε Ραββί Τζούλιανους να λεγόταν.

Τι να πει κανείς για τον εβραιόψυχο Ιουλιανό που γράφει για τους Ιουδαίους και τον θεό τους (Επιστολή 89α Προς αρχιερέα Θεόδωρο, 454a) ότι «..ο θεός που τιμούν είναι αληθινά παντοδύναμος και αγαθότατος και κυβερνά τον αισθητό κόσμο». Παντοδύναμος και αγαθότατος ο Γιαχβέ, σύμφωνα με τον Ιουλιανό, ο οποίος δεν έστειλε αυτή την επιστολή προς τους Ιουδαίους, ώστε να υποθέταμε πως θέλει να τους κολακέψει επαινώντας τη θρησκεία τους, αλλά προς ειδωλολάτρη αρχιερέα. Παντοδύναμος και αγαθότατος – να τα ακούν αυτά οι κατήγοροι της Π.Δ.

Ο δυστυχής Ιουλιανός, θέλοντας να γελοιοποιήσει τον Χριστό, που έλεγε ότι δε θα χτιζόταν ο ιουδαϊκός ναός, αποφάσισε να χρηματοδοτήσει το χτίσιμο, έπειτα από παράκληση των Ιουδαίων. Ωστόσο, όπως περιγράφει ο Χρυσόστομος (Λόγος Κατά Ιουδαίων, Ε’, 11), «μόλις οι Ιουδαίοι άρχισαν να καταγίνωνται με τις παράνομες αυτές εργασίες τους και άρχισαν να ανοίγουν τα θεμέλια και είχαν αδειάσει πολύ χώμα και επρόκειτο ν’ αρχίσουν να κτίζουν τον ναό, ξεπηδώντας φωτιά από τα θεμέλια, κατέκαυσε αμέσως και πολλούς ανθρώπους αλλά και τις πέτρες του τόπου εκείνου, και σταμάτησε από την παράνομη αυτή προσπάθεια όχι μόνο εκείνους που επεχείρησαν το έργο, αλλά και Ιουδαίοι πολλοί βλέποντας αυτό έμειναν κατάπληκτοι και καταντροπιάσθησαν. Όταν ο βασιλεύς Ιουλιανός τα πληροφορήθηκε όλα αυτά, αν και είχε τόση μανία για το έργο εκείνο, φοβούμενος μη τυχόν, προχωρώντας στο έργο, επισύρη στο κεφάλι του τη φωτιά εκείνη, σταμάτησε την προσπάθεια, υφιστάμενος την ήττα με όλον τον λαόν του. Και τώρα αν επισκεφθής τα Ιεροσόλυμα, θα δης γυμνά τα θεμέλια. Και αν ζητήσης να μάθης την αιτία, δεν θα ακούσης καμμία άλλη παρά αυτήν. Και αυτού του πράγματος μάρτυρες είματε εμείς όλοι˙ γιατί αυτό δεν συνέβη σε χρόνια ευσεβών βασιλέων, για να μην ισχυρίζονται μερικοί ότι "επενέβηκαν οι Χριστιανοί και εμπόδισαν όλα αυτά", αλλά τότε, όταν κατεδιωκόταν η πίστη μας, η ειδωλολατρία βρισκόταν σε άνθιση». Ο Ιουλιανός και οι ραββίνοι του έσπασαν τα μούτρα τους, και οι θεοί του αποδείχτηκαν σκουπίδια μπροστά στον «Ναζωραίο μαραγκό»˙ ο Ιουλιανός λούφαξε φοβισμένος και άφησε κατά μέρους τα νταϊλίκια κατά του Χριστού και των προφητειών του. Στο παράδειγμα αυτό φαίνεται σε τι κατήφορο έχουν κυλήσει όσοι ισχυρίζονται ότι τα αναφερόμενα θαύματα απ’ τους Χριστιανούς ιστοριογράφους είναι συγκεκαλυμμένοι φόνοι και ψέμματα.

Τι να πει κανείς για τον Ιουλιανό, τον άνθρωπο που οι «ανώτεροι» αρχαιολάτρες τον έχουν ανακηρύξει «υπερασπιστή του ελληνικού τρόπου ζωής», που μισούσε το Θέατρο, τον Ιππόδρομο, (ό,τι δηλαδή κατηγορούν οι Νεοπαγανιστές τους Πατέρες πως εναντιώθηκαν σε αυτό) και γαλουχήθηκε από τον παιδαγωγό του με αυτές εδώ τις συμβουλές (Μισοπώγων, 21 (351b-c)): «Μην επιτρέψεις ποτέ στους συνομήλικούς σου που μαζεύονται στα θέατρα, να σε παρασύρουν στο λάθος να επιθυμείς κι εσύ τέτοια θεάματα. Σ’ αρέσουν οι ιπποδρομίες; Υπάρχει μια στον Όμηρο που περιγράφεται θαυμάσια. Πάρε το βιβλίο και διάβασε. Τους ακούς να μιλάνε για χορευτές; Άσ’ τους να χαίρονται! Στην Οδύσσεια, οι έφηβοι Φαίακες χορεύουν πιο αντρίκεια. Στον Όμηρο επίσης υπάρχουν και δέντρα των οποίων η περιγραφή είναι πολύ πιο ευχάριστη στ’ αυτί απ’ ό,τι η εικόνα που βλέπουμε». Αντίθετα, όταν οι Χριστιανοί πατέρες της Εκκλησίας γράφουν κατά του θεάτρου και του ιπποδρόμου, είναι ανθέλληνες. Δίκαια πράματα. Και λάτρης της εικονικής πραγματικότητας, ο Ιουλιανός. Πρωτοπόρος. Προτιμά την περιγραφή ενός βιβλίου από το περιγραφόμενο γεγονός.

Τι να πει κανείς για τον Ιουλιανό, που αγαπούσε παράφορα το θέατρο και τις ιπποδρομίες: (Μισοπώγων, 4 (339b)) «Απαγορεύω στον εαυτό μου να πηγαίνει στα θέατρα (..) κι αν μπω στο θέατρο μοιάζω σαν να πληρώνω τις αμαρτίες μου», (Μισοπώγων, 5 (339d)) «Μιςῶ τὰς ἱπποδρομίας, όπως εκείνοι που χρωστούν χρήματα στις αγορές», (Μισοπώγων, 31 (359d)) «το θέατρο φαινόταν εντελώς γελοίο στους ανθρώπους εκείνης της χώρας [της βάρβαρης Σκυθίας] όπως φαίνεται και σ’ εμένα». Πολιτισμός βαρβαρικός.

Τι να πει κανείς για τον λάτρη του θεάτρου Ιουλιανό, που γράφει (Επιστρολή 89β, 304bc) «Κι αν μπορούσα να απομακρύνω τις ασχημοσύνες από τα θέατρα [Να κάνει λογοκρισία, δηλαδή, στα σενάρια], έτσι ώστε να τα αποδώσω στον Διόνυσο καθαρά, με μεγάλη προθυμία θα αναλάμβανα τούτο το έργο. Επειδή, όμως, πιστεύω ότι τώρα δεν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο, αλλά και αν ήταν, δε θα συνέφερε να γίνει, γι’ αυτό εγκατέλειψα τελείως τούτη τη φιλοδοξία». Την μωροφιλοδοξία, θα προσθέταμε εμείς.

Τι να πει κανείς για τον «υπερασπιστή του ελληνικού τρόπου ζωής» Ιουλιανό, που ζητούσε (Επιστολή 89β Προς αρχιερέα Θεόδωρο, 300d) «ο ιερέας [των ειδώλων] δεν πρέπει να διαβάζει ούτε Αρχίλοχο ούτε Ιππώνακτα ούτε κανέναν απ’ αυτούς που γράφουν τέτοια πράγματα. Ας αποφεύγει επίσης από την παλιά κωμωδία όσα ειναι τέτοιου είδους, και καλύτερα, είναι να τα αποφεύγει όλα». Πνεύμα και ηθική! Αυτή η επιστολή αποτελεί το πρώτο στην Ιστορία Index απαγορευμένων βιβλίων προς πιστούς, 900 χρόνια πριν από τους αιρετικούς Παπικούς Είναι φυσιολογικό πράγμα, αφού ο Ιουλιανός, όπως είδαμε παραπάνω, χαιρόταν με την εξαφάνιση του έργου του Επίκουρου και του Πύρρωνα – και ποιος ξέρει ποιων άλλων – από τους ειδωλολάτρες ιεροεξεταστές. Έπειτα απ’ όλα αυτά, οι Νεοπαγανιστές, τη στιγμή που ο Ιουλιανός όριζε τι θα διαβάζουν και τι δε θα διαβάζουν οι ιερείς του, ψεύδονται ασύστολα, όπως αποδείξαμε, ότι η σύνοδος της Καρχηδώνας δήθεν απαγόρευε σε επισκόπους την ανάγνωση εθνικών βιβλίων.

Τι να πει κανείς για τον «υπερασπιστή του ελληνικού ήθους», Ιουλιανό, που απαιτεί (Επιστολή 89β, 304b) «Οι [ειδωλολάτρες] ιερείς να μην πηγαίνουν ποτέ σε άσεμνα θεάματα ούτε να βάζουν θεατρίνους στα σπίτια τους». Όταν αυτά τα λένε οι Σύνοδοι της Εκκλησίας, οι Νεοπαγανιστές αφρίζουν από το κακό τους για τον «τερατώδη ανθελληνισμό των πατέρων».

Τι να πει κανείς για τον «υπερασπιστή της φυσικής ελληνικής ζωής» Ιουλιανό, που γράφει (Επιστολή 89β, 304c) «αξιώνω από τους ιερείς να μην εμφανιστεί κανείς στο θέατρο ούτε να έχει φίλο ηθοποιό ή αρματοδρόμο. Επίσης να μην πλησιάζει στην πόρτα του ούτε χορευτής ούτε μίμος». Τύφλα νά ‘χει το Ορθόδοξο Πηδάλιο μπρος σ’ αυτά που ζητά ο Ιουλιανός.

Τι να πει κανείς για τον λάτρη της ισότητας των δύο φύλων, Ιουλιανό, ο οποίος γράφει (Επιστολή 89β, 304d) «απαγορεύεται στις γυναίκες τόσο η συμμετοχή στους [αθλητικούς] αγώνες όσο και η θέα». Η γυναίκα του Ιουλιανού, ως γνωστόν, πέθανε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες.

Οι Νεοπαγανιστές παρουσιάζουν τον Ιουλιανό ως «ήπιο» και «εστεμμένο φιλόσοφο», ωστόσο δεν μιλούν για τους διωγμούς και φόνους εναντίον των Χριστιανών που έγιναν κατά την διάρκεια της βασιλείας του, τις οποίες ο Ιουλιανός ανέχθηκε και κάποτε ενθάρρυνε . 

Τι να πει κανείς για τον «ήπιο» Ιουλιανό που απεκάλεσε «εχθρό των θεών» των Μέγα Αθανάσιο εξορίζοντάς τον, επειδή αυτός διέπραξε το τρομερό έγκλημα να βαφτίσει αρχόντισσες της Αλεξάνδρειας; (Επιστολή 6, προς Εκδίκιο, έπαρχο Αιγύπτου: «ὄμνυμι τὸν μέγαν Σάραπιν, ὡς εἰ μὴ πρὸ τῶν Δεκεμβρείων Καλενδῶν, ὁ θεοῖς ἐχθρὸς Ἀθανάσιος ἐξέλθῃ ἐκείνης [Αλεξάνδρειας] μᾶλλο δὲ καὶ πάσης τῆς Αἰγύπτου˙ τὸν μιαρόν, ὃς ἐτόλμησεν Ἑλληνίδας γυναῖκας ἐπ’ ἐμοῦ βαπτίσαι˙ διωκέσθω». Ο ψύχραιμος Ιουλιανός απεκάλεσε «ανθρωπίσκο» τον μικρόσωμο Αθανάσιο, όταν πρωτοέμαθε την πράξη του. Και αργότερα, σε νέα επιστολή του, ζήτησε το θάνατό του˙ αλλά ο Αθανάσιος είχε ήδη φύγει.

Τι να πει κανείς για τον Ιουλιανό που γκρέμισε την μεγαλύτερη εκκλησία της Αντιοχείας σε αντίποινα για την πυρκαγιά που κατέστρεψε το ναό του Απόλλωνα στη Δάφνη, την οποία προκάλεσαν όχι οι Χριστιανοί, αλλά οι ειδωλολάτρες πιστοί, όπως αποδείχτηκε στο κεφάλαιο περί διώξεων. Ο Ιουλιανός ο ίδιος πίστευε ότι ο ναός της Δάφνης «καταστράφηκε από τη θρασύτητα μερικών άθεων» (Αντιοχικός, 15 (346a) και 33 (361a)). Εμείς εδώ θα παρατηρήσουμε τη σκληρότητα του Ιουλιανού, η οποία τον οδήγησε να βασανίσει τους ιερείς και τους νεωκόρους του ναού του Απόλλωνα, ώστε να ομολογήσουν πως οι Χριστιανοί έκαψαν το ναό. Οι νεωκόροι όμως, λέει ο Θεοδώρητος «όσο κι αν κακομεταχειρίστηκαν, δεν μπορούσαν να πουν ψέμματα [ότι δηλαδή οι εμπρηστές ήταν Χριστιανοί] και επέμεναν ότι η φωτιά άρχισε από πάνω όχι από κάτω. Επιπλέον ήρθαν χωρικοί από τα γειτονικά χωριά και είπαν ότι είχαν δει τον κεραυνό να κατεβαίνει από τον ουρανό» (Εκκλ. Ιστ., 3, 7). Ο Σωζομενός αναφέρει ότι «ο ιερέας του Απόλλωνα προσήχθη σε δικαστήριο, να κατωνομάσει τους τολμηρούς εμπρηστές [να πει ότι ήταν Χριστιανοί], αλλά αν και δέθηκε και υπέφερε πολλά βασανιστήρια, δεν ανέφερε κανέναν [ως εμπρηστή]» (Εκκλ. Ιστ., 5, 20).

Ο Ιουλιανός ισχυρίζεται ότι «αν ο λαός της Αντιόχειας (...) με απεχθάνεται είναι (...) λόγω των χορευτών και των θεάτρων, όχι επειδή τους τα στέρησα, αλλά γιατί ενδιαφέρομαι λιγότερο για τέτοια πράγματα» (Αντιοχικός, 29 (357bc)), ενώ στην πραγματικότητα παραδέχεται ότι «Αν ο λαός, που στη μεγάλη πλειοψηφία του αν όχι στο σύνολό του προτίμησε την αθεΐα, με απεχθάνεται, είναι γιατί επιμένω στους ιερούς θεσμούς που ακολουθούσαν οι πατέρες μας» (Αντιοχικός, 28 (357b)). Με άλλα λόγια ο Ιουλιανός δοκίμασε να σπιλώσει – και το κάνει και σε άλλα μέρη του Αντιοχικού – τους Αντιοχείς ως θηλυπρεπή λαό που ενδιαφερόταν μόνο για τα θεάματα. Του ξέφυγε όμως κάπου και ομολόγησε την πραγματική αιτία, όσο κι αν θέλησε να δυσφημήσει την ξακουστή Αντιόχεια. Άλλωστε, η Αντιόχεια ήταν μια κοσμοπολίτικη πόλη 800 χιλιάδων κατοίκων και ήταν λογικό να έχει τις διασκεδάσεις, τα θέατρα και τα θεάματά της. Άρα δεν ήταν η αποχή του Ιουλιανού απ’ τα θεάματα η αιτία της προστριβής ούτε η δήθεν τρυφηλότητα των Αντιοχέων, αλλά η θρησκευτική διαφορά. Ο Ιουλιανός, ο οποίος αναγνώριζε ότι οι Αντιοχείς είναι ελληνικής καταγωγής (Αντιοχικός, 40 (367ab)), είχε διαπιστώσει ότι οι Έλληνες απέρριπταν την καινοφανή ειδωλολατρία του. Η μεγαλύτερη ελληνική πόλη της Αυτοκρατορίας απέρριπτε την επαναφορά της ειδωλολατρίας.

Το ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίο ο «ήπιος» Ιουλιανός αντιμετώπισε τους Αντιοχείς Έλληνες. Συνήθως οι αρχαιολάτρες λένε πως τάχα τους φέρθηκε με ευγένεια και δεν τους ανταπέδοσε και απλώς έφυγε απ’ την πόλη τους γράφοντας τον Αντιοχικό. Στην πραγματικότητα, στο τέλος του Αντιοχικού διαβάζει κανείς πολύ σκοτεινές απειλές του Ιουλιανού: «Αφήνω το όλο θέμα στα χέρια της Αδράστειας [=Νέμεσης, θεάς της εκδίκησης]» (Αντιοχικός, 42 (370a)). «Όσο για εσάς είθε οι θεοί, για την εύνοια και την τιμή που μου δείξατε, να σας ανταποδώσουν τα ίσα» (Αντιοχικός, 44 (371a)). Και πραγματοποίησε τις απειλές του. Φεύγοντας διόρισε ως κυβερνήτη της Αντιόχειας τον Αλέξανδρο από την Ηλιόπολη, έναν άνθρωπο υπερβολικά σκληρό (Ammianus, XXIII, 2, 3), ο οποίος, όπως γράφει ο Λιβάνιος στάθηκε προς τους Αντιοχείς «χειμάρρου σφοδρότερος» (Πρεσβευτικός προς Ιουλιανόν, 74).

Ο Θεοδώρητος Κύρου (Εκκλ. Ιστ., 3, 3) και ο Σωζομενός (Εκκλ. Ιστ., 5, 10) περιγράφουν το αηδιαστικό γεγονός του ξεκοιλιάσματος από τους Εθνικούς χριστιανών νεανίδων στην Ασκαλώνα, στην Γάζα και στην Ηλιούπολη του Λιβάνου. Κι αν αυτοί οι δύο είναι «φανατικοί» και μεταγενέστεροι, συνεπώς και αναξιόπιστοι (όταν όμως οι ίδιοι συγγραφείς αναφέρουν χριστιανικούς βανδαλισμούς, τότε είναι πολύ αξιόπιστοι, κατά τους Νεοειδωλολάτρες!), ο σύγχρονος Γρηγόριος γράφει (Κατά Ιουλιανού στηλιτευτικός λόγος πρώτος, 87): «άλλοι από αυτούς οδήγησαν στη μέση παρθένες αγνές και ουράνιες, άθικτες σχεδόν κι από τα μάτια των αντρών, κι αφού τις ξεγύμνωσαν από την εσθήτα τους, για να τις ξεφτυλισουν με τη θέα, έπειτα τις έσκισαν και τις χώρισαν στα δύο, άλλοι μεν με τα ίδια τους τα δόντια έφαγαν και χόρτασαν με τα ωμά σπλάγχνα κατά τρόπο αντάξιο προς τη μανία τους, και μετά από αυτή την τρομερή τροφή, πρόσθεσαν κι άλλη˙ άλλοι Ειδωλολάτρες, ενώ τα σπλάγχνα ακόμη σπαρταρούσαν, αφού τα ανέμιξαν με τροφή για γουρούνια, εξαπέλυσαν γουρούνια, για να βλέπουν σάρκες να τρώγονται με κριθάς και να σπαράσσονται, τροφή ανάμικτη». «Τότε, οι ειδωλολάτρες καθιέρωσαν ορισμένα απαίσια μυστήρια. Θυσιάζοντας μικρά αγόρια και κορίτσια, εξέταζαν τα εντόσθιά τους και ακόμη γεύονταν τις σάρκες τους», γράφει ο Σωκράτης (Εκκλ. Ιστ., 3, 14).

 «Στη Σεβάστεια, άνοιξαν το φέρετρο του Ιωάννη του Βαπτιστή, έκαψαν τα οστά του και οι στάχτες σκορπίστηκαν έξω» (Θεοδώρητος Κύρου, 3, 3). Στην Γάζα οι Ευσέβιος, Νεκτάβως και Ζήνων χτυπήθηκαν άγρια από τον παγανιστικό όχλο και, παρόλο που είχαν φυλακιστεί, χωρίς καμμία δίκη σύρθηκαν από αυτούς στο έδαφος ώσπου τα μέλη τους διασκορπίστηκαν. «Οι ειδωλολάτρισσες χτυπούσαν τα θύματα με βελόνες, οι ειδωλολάτρισσες τους έρριχναν καυτό νερό. Όταν ξεσχίστηκαν οι σάρκες των μαρτύρων, οι παγανιστές συνέτριψαν τα κρανία και τα μυαλά τους χύθηκαν έξω. Έπειτα τα σώματα των Χριστιανών πετάχτηκαν σε έναν τόπο εκτός πόλης όπου πέταγαν πτώματα ζώων και ρίχτηκαν στη φωτιά. Όσα οστά δεν κάηκαν αναμίχτηκαν με στάχτες και οστά καμηλών, ώστε να μη βρεθούν» (Σωζόμενος, 5, 9).

«Στο Δορύστολο, φημισμένη πόλη της Θράκης, ο νικηφόρος αθλητής Αιμιλιανός ρίχτηκε στην πυρά από τον Καπιτωλίνο, κυβερνήτη της Θράκης» (Θεοδώρητος Κύρου, 3, 3). «Ο Αρτέμιος, διοικούσε τα στρατεύματα της Αιγύπτου. Είχε αποκτήσει το αξίωμα αυτό επί Κωνσταντίνου και είχε καταστρέψει πολλά είδωλα. Γι’ αυτό το λόγο ο Ιουλιανός όχι μόνο δήμευσε την περιουσία του, αλλά διέταξε και τον αποκεφαλισμό του. Αυτή και άλλες παρόμοιες ήταν οι πράξεις του ανδρός που οι Παγανιστές περιγράφουν ως τον ηπιότερο και λιγότερο εμπαθή άνθρωπο» (Θεοδώρητος Κύρου, 3, 14).

«Όταν ο αυτοκράτορας πέρασε ξανά από εκεί η Πούμπλια είπε στις άλλες να ψάλλουν το «αναστήτω ο Θεός, και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού». Θυμωμένος ο Ιουλιανός διέταξε να φέρουν την Πούμπλια μπροστά του˙ και, δίχως να λυπηθεί για τα γκρίζα μαλλιά της είπε κάποιον από τους συνοδούς του να γρονθοκοπήσει τα αυτιά της» (Θεοδώρητος Κύρου, 3, 14).

Τι να πει κανείς για τον Ιουλιανό, ο οποίος διέταξε να θανατωθεί με βασανιστήρια ο ιερέας Θεοδώρητος, επειδή αντιστάθηκε στη δήμευση της περιουσίας της εκκλησίας της Αντιόχειας και το κλείσιμο των ναών (Σωζόμενος, 5, 8);

Τι να πει κανείς για τον Ιουλιανό, που διέταξε να ταφεί ζωντανός ο Δομέτιος στο σπήλαιο – χτίζοντας την είσοδό του – όπου μόναζε, επειδή ο τελευταίος δεν υπάκουσε στην εντολή του πρώτου να μην δέχεται τα πλήθη των χριστιανών προσκυνητών που συνέρρεαν στη σπηλιά του (Ιωάννη Νικίου Χρονικόν, 80, 4);

«Τον ίδιο καιρό ο αυτοκράτορας διέγραψε την Καισάρεια την μεγάλη και πλούσια μητρόπολη της Καππαδοκίας από τον κατάλογο των πόλεων και της στέρησε ακόμη και το όνομα της Καισάρειας. Επί καιρό έβλεπε τους κατοίκους της πόλης με πολλή απαίχθεια, διότι ήταν με ζήλο προσκολλημένοι στο χριστιανισμό. Διέταξε επίσης όλοι οι ιερείς να καταταγούν στο στρατό υπό το διοικητή της επαρχίας. Διέταξε το χριστιανικό πληθυσμό να αριθμηθεί, γυναίκες και παιδιά ξεχωριστά. Απείλησε ότι η οργή του δε θα πάψει, αλλά θα επιπέσει στην πόλη μέχρι κανείς Γαλιλαίος να μην υπάρχει» (Σωζόμενος, 5, 4). Ο.. πολιτισμένος Ιουλιανός δήμευσε όλη την περιουσία της Εκκλησίας της Καισάρειας, όπως λέει ο Σωζόμενος στο ίδιο κεφάλαιο.

Επί Ιουλιανού καθημερινά παρατηρούσε κανείς «την αρπαγή αφιερωμάτων και χρημάτων, την αρπαγή ιερών σκευών, τα οποία ατιμάζονταν από βέβηλους, τους ιερείς και λαϊκούς που σέρνονταν και βασανίζονταν υπερασπιζόμενοι τους ναούς, τους πλήρεις αιμάτων κίονες. (..) [στην Αλεξάνδρεια] γέμισαν με αίμα τον ιερό μας οίκο και το ιερό βήμα και τον κυρίως ναό, και το έκαναν αυτό υπό την καθοδήγηση ενός από τους βασιλικούς φιλοσόφους», γράφει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος (Κατά Ιουλιανού στηλιτευτικός πρώτος, 86).

Όταν ένας Εθνικός δικαστής, για να διερευνήσει την υπόθεση του φόνου πολλών Χριστιανών από τον ειδωλολατρικό όχλο, συνέλαβε πολλούς Χριστιανούς αλλά και μερικούς Εθνικούς, προσήχθη βίαια στον Ιουλιανό και γλίτωσε τον θάνατο εξοριζόμενος (Γρηγόριου Θεολόγου, Κατά Ιουλιανού στηλιτευτικός πρώτος, 93).   

Ο Ιουλιανός, επειδή οι αιρετικοί οπαδοί του Άρειου είχαν κάνει από φιλαργυρία διάφορα πράγματα στην πόλη της Έδεσσας, ο Ιουλιανός (Επιστολή 115) διέταξε την δήμευση των περουσιακών στοιχείων της Εκκλησίας της Έδεσσας (όχι απλώς των αιρετικών Αρειανών, αλλά της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία δεν είχε σχέση με τις παράνομες πράξεις των Αρειανών) απειλώντας με θάνατο, εξορία και εμπρησμούς όσους τυχόν αντιδράσουν στο ναζιστικής αντίληψης αυτό διάταγμά του.

Επειδή οι Χριστιανοί διαμαρτύρονταν στον Ιουλιανό για την έλλειψη ισονομίας, όταν οι ειδωλολάτρες άρχοντες επέβαλαν βαρύτερα χρηματικά πρόστιμα και σωματικές ποινές, αυτός όχι απλώς ανεχόταν την ανισότητα, αλλά απαντούσε ειρωνικά στους Χριστιανούς ότι πρέπει να υπομένουν τις κρατικές αδικίες (Σωκράτης, 3, 14). Μεγάλος οπαδός της θρησκευτικής ανοχής ο Ιουλιανός. Από τους άτυπους-ανεπίσημους διωγμούς οι Χριστιανοί, άρχισαν να εγκαταλείπουν τις πόλεις μαζικά, λέει ο Σωζόμενος (5, 16), αν και επίσημα δεν είχε κηρυχτεί διωγμός.

«Περνώντας από τις Κάρρες πήγε σε ένα ναό τιμώμενο από τους ασεβείς και αφού εκτέλεσε διάφορες τελετές με τους συντρόφους του, κλείδωσε και σφράγισε τις πόρτες, τοποθετώντας φρουρούς με διαταγές να μην μπει κανείς εντός του ναού προτού επιστρέψει. Όταν τα νέα του θανάτου του έφτασαν και η βασιλεία της ασέβειας αντικαταστάθηκε από αυτήν της ευσέβειας, ο ναός ανοίχθηκε, και εντός του βρέθηκε μια απόδειξη της ανθρωπιάς, της σοφίας και της ευσέβειας του τελευταίου αυτοκράτορα. Διότι βρήκαν μια γυναίκα κρεμασμένη ψηλά από τα μαλλιά της και με τα χέρια της τεντωμένα. Ο απαίσιος είχε ανοίξει τα σπλάγχα της, και υποθέτω ότι έμαθε από το συκώτι της την νίκη του επί των Περσών» (Θεοδώρητος Κύρου, 3, 21). Μαρτύρησαν επί Ιουλιανού, εκτός άλλων, οι στρατιώτες Ιουβεντίνος και Μαξιμιανός Μακεδόνιος, Τατιανός και Θεόδουλος στη Φρυγία, Βασίλειος, ιερέας στην Άγκυρα. Ο ίδιος ο Ιουλιανός διέταξε να βασανιστούν και να θανατωθούν οι αξιωματικοί Ιουβεντίνος και Μαξίμινος επειδή σε ένα συμπόσιο εξέφρασαν τη διαφωνία τους με τις τακτικές του (Θεοδώρητου Εκκλησιαστική Ιστορία, 3, 11˙ Ιωάννης Χρυσόστομος στο P.G. 50, 571-77).  

Μετά την αναχώρηση του Ιουλιανού από την Αντιόχεια για να συγκρουστεί με τους Πέρσες, βρέθηκαν στον ποταμό Ορόντη πτώματα από ανθρωποθυσίες (Γρηγ. Θεολ., Κατά Ιουλιανού στηλιτευτικός πρώτος, 92). Λείψανα ανθρωποθυσιών ανακαλύφθηκαν και στα ανάκτορά του μετά το θάνατό του και ανήκουν σε παιδιά και παρθένες (Ιωάν. Χρυσ., PG 50, 555˙ Γρηγόρ. Θεολ., Κατά Ιουλιανού στηλιτευτικός πρώτος, 92). 

Μετά την ενθρόνισή του ο Ιουλιανός εξόρισε χωρίς σημαντική αιτία τους αυλικούς Παλλάδιο, Ταυρό, Φλωρένιτο, Ευάγριο, Σατουρνίνο, Κυρίνο, οι οποίοι δεν είχαν διαπράξει κανένα έγκλημα, και θανάτωσε τον επίσης – όπως κι αυτός παραδέχτηκε – αθώο Ούρσουλο (Αμμιανός, XXII, 3, 3-7), καθώς και τους  Ρωμανό και Βικέντιο στην Αλεξάνδρεια, επειδή ήταν φίλοι του Μεγάλου Αθανάσιου (XXII, 11, 2).  

«Αυτά τα λένε οι Χριστιανοί» απαντούν οι Νεοπαγανιστές. Α, έτσι ε; Δηλαδή, ό,τι λένε ο Λιβάνιος κι ο Ευνάπιος και οι Εθνικοί της εποχής εκείνης είναι αληθινό και δεν υπάρχει λόγος να το αμφισβητούμε˙ ενώ όταν μιλάνε οι Χριστιανοί, αυτοί είναι αναξιόπιστοι. Όταν ο Θεοδώρητος γράφει για τον Ιουλιανό, του οποίου τα αίσχη παραθέτουν κι άλλοι συγγραφείς, οπωσδήποτε «λέει ψέμματα»˙ ενώ όταν γράφει για τον Χρυσόστομο, του οποίου τις αποδιδόμενες από τον Θεοδώρητο πράξεις κανείς άλλος συγγραφέας δεν αναφέρει, τότε είναι «αυτόπτης μάρτυρας»! Αυτό λέγεται νεοπαγανιστική ερμηνεία των πηγών. Κατ’ αρχήν όλα αυτά τα αίσχη που ο – ανίκανος να κυβερνήσει – Ιουλιανός ανέχτηκε, τα παραθέτουν όλοι οι Χριστιανοί˙ όχι μόνο ο Θεοδώρητος Κύρου, αλλά και άλλοι, σύγχρονοί του. Κατά δεύτερον, και τα μισά απ’ όσα λένε να είναι αλήθεια, αρκεί για να καταδειχθεί το ποιον του. Επιπλέον, και μόνη η εμπάθεια και μισαλλοδοξία του, όπως φαίνεται στις δικές του επιστολές, είναι αρκετή για να πάψουν οι νεοπαγανιστικές κραυγές περί «μεγάλου» και «εστεμμένου φιλόσοφου» Ιουλιανού. Όπως και να ‘χει, είναι άλλο πράγμα το ότι ο Ιουλιανός ουσιαστικά ανέχτηκε τις υπαρκτές διώξεις κατά των Χριστιανών, κι άλλο πράγμα να ξεκίνησε διωγμό τύπου Διοκλητιανού. Ήταν αρκετά έξυπνος, ώστε να αφήσει τη βρώμικη δουλειά στους απλούς Εθνικούς, μη καταδικάζοντας κανέναν ομόδοξό του. Κι ενώ πρακτικά αδιαφορούσε για τους διωγμούς που διέπρατταν οι ομόθρησκοί του, στο πολιτικό επίπεδο επέβαλε περιορισμούς στους Χριστιανούς. Πολύ έξυπνη – πολύ ύπουλη τακτική.

Ο Ιουλιανός ειρωνευόταν το ότι οι Χριστιανοί βασίζονταν στην πίστη και δήθεν στην αμάθεια, σε αντίθετη με τη δική του θρησκεία και φιλοσοφία. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος κονιορτοποιεί τα επιχειρήματά του: «Δικοί μας, λέει ο Ιουλιανός, είναι οι λόγοι και το δικαίωμα του ελληνίζειν ανήκει σε εμάς, που σεβόμαστε τους θεούς. Σε σας ανήκει η απερισκεψία και η αμάθεια˙ και τίποτε περισσότερο από το "πίστεψε" δεν είναι η σοφία σας. Δε νομίζω ότι θα μας περιγελάσουν γι’ αυτό όσοι από τους δικούς σας ακολουθούν την πυθαγόρεια φιλοσοφία, για τους οποίους το "αυτός έφα" αποτελεί το πρώτο και μεγαλύτερο δόγμα. Διότι μετά την πρώτη και πολυθρύλητη φιλοσοφία της σιωπής, σ’ όσους μυούνταν στα δόγματα του Πυθαγόρα, ήταν επιτρεπτό, ερωτώμενοι επί οποιουδήποτε δόγματος να μην απαντούν τίποτε άλλο παρά μόνο ό,τι είχε δογματιστεί από τον Πυθαγόρα˙ και ο λόγος του δόγματος ήταν ό,τι ανεύθυνο και αβασάνιστο διατύπωσε αυτός. Οπότε καταλήγει στην ίδια σημασία το "αυτός έφα" προς το δικό μας "πίστεψε", με άλλες συλλαβές και ρήματα, έστω κι αν δεν πάυετε να το διακωμωδείτε και να το διασύρετε. Διότι ο λόγος σε μας θέλει να μη δυσπιστούμε σε όσα ειπώθηκαν από τους θεοφόρους άντρες, αλλά η αξιοπιστία εκείνων ν’ αποτελεί απόδειξη» (Κατά Ιουλιανού στηλιτευτικός πρώτος, 102).

«Απαγόρευσε στα παιδιά των Χριστιανών να παίρνουν μέρος στη μελέτη της ποίησης, της ρητορικής και της φιλοσοφίας» (Θεοδώρητος Κύρου, 3, 4). «Απαγόρευσε στα παιδιά των Χριστιανών να παρακολουθούν τα δημόσια σχολεία και να διδάσκονται τα γραπτά των Ελλήνων ποιητών και συγγραφέων» (Σωζόμενος, 5, 18). «Ὁ μέντοι τοῦ βασιλέως νόμος, ὃς τοὺς Χριστιανοὺς ἑλληνικῆς παιδείας ἐκώλυε...» (Σωκράτης, 3, 16). Ακόμη κι αν παραδεχτούμε ότι και οι τρεις ιστοριογράφοι είχαν άδικο ή ότι και οι τρεις ήταν ψεύτες και ότι «απλώς» ο Ιουλιανός ήθελε να διδάσκονται μόνο από παγανιστές δασκάλους τα κείμενα των φιλοσόφων, εύκολα διαβλέπει κανείς τον πανικό του ειδωλολατρικού κόσμου μπροστά στην επικείμενη κατάρρευσή του. Ότι ο Ιουλιανός εξέδοσε νόμο που να απαγορεύει τη διδασκαλία από Χριστιανούς, αυτό αποδεικνύεται κι από τα ίδια του τα λόγια. Ίσως να μην εκδόθηκε διάταγμα που να απαγόρευε την ελληνική παιδεία στους Χριστιανούς, αλλά αυτό δεν έχει πολλή σημασία, διότι το διάταγμα του Ιουλιανού εμμέσως εμπόδισε στους Χριστιανούς και να τη μελετούν, αφού οι Χριστιανοί γονείς, ειδικά οι μορφωμένοι, έπρεπε ή να αφήσουν αμόρφωτα τα παιδιά τους ή να εμπιστευτούν τη μόρφωσή τους σε ειδωλολάτρες – με προφανείς συνέπειες: αποχριστιανισμό των νέων Χριστιανών. Έτσι, αφού κανείς Χριστιανός δεν ήθελε το παιδί του να γίνει ειδωλολάτρης, ο νόμος που απαγόρευε τη διδασκαλία από Χριστιανούς εμμέσως απαγόρευε και την διδασκαλία από τους Χριστιανούς. Άρα οι Χριστιανοί ιστοριογράφοι είχαν δίκαιο και δεν υπερέβαλαν λέγοντας ότι ο Ιουλιανός απαγόρευε την ελληνική παιδεία. «Έπρεπε όμως να ταφεί στην αιώνια σιωπή εκείνο, ότι δηλαδή απαγόρευσε στους ρητοροδιδάσκαλους και στους γραμματικούς να διδάσκουν, αν αυτοί ήταν Χριστιανοί», παραδέχεται ο Αμμιανός Μαρκελλίνος  (XXII, 10, 7).

Τι να πει κανείς για το διάταγμα του – τρομοκρατημένου κατά βάθος –  Ιουλιανού που απαγόρευε σε Χριστιανούς να διδάσκουν αρχαία συγγράμματα: σα να λέμε ότι απαγορεύεται σε μή Βουδιστές να διδάσκουν βουδιστικά κείμενα, ή σε μη Κινέζους να διδάσκουν κινεζική ιστορία, γιατί πρέπει να συμφωνούν με όλα από αυτά που διδάσκουν. Μα είναι ολοφάνερο πως π.χ. κανείς εκτός του ίδιου του Πλάτωνα δεν γίνεται να συμφωνήσει με όλα τα πλατωνικά συγγράματα. Δεν είναι αληθές ότι, εάν δεν πιστεύεις σε κάτι, τότε δεν το έχεις κατανοήσει σωστά, ώστε να μην μπορείς να το διδάξεις. Είναι παραπάνω από προφανές ότι σήμερα πάρα πολλοί φιλόσοφοι, Δυτικοί και Ασιάτες, διδάσκονται από καθηγητές οι οποίοι δεν αποδέχονται το σύνολο της φιλοσοφίας τους˙ ωστόσο κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε ότι οι διδάσκοντες διαστρεβλώνουν τις απόψεις των φιλοσόφων. Το «ελληνίζειν», λοιπόν, δεν είναι ζήτημα πίστης στα ξόανα, όπως νόμιζε ο Ιουλιανός. Διότι, αν ίσχυε αυτό, τότε όλοι οι Έλληνες φιλόσοφοι που μισούσε ο Ιουλιανός και καταδίωξαν οι Ειδωλολάτρες της κλασσικής εποχής, θα έπρεπε να μην είχαν το «ελληνίζειν». Θα έπρεπε π.χ. μόνο Επικούρειοι (κι όχι γενικά οι Εθνικοί) να διδάσκουν Επίκουρο.

Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος καταδεικνύει την αμάθεια του Ιουλιανού, που ταύτιζε την μυθολογική δεισιδαιμονία με την φιλοσοφία. «Συνομιλεί» ο Γρηγόριος με τον Ιουλιανό (Κατά Ιουλιανού στηλιτευτικός πρώτος, 103-109): «Σε ποιον ανήκει το δικαίωμα να διδάσκει ελληνικά; Ή θα ισχυριστείς ότι αυτό είναι αποκλειστικότητα της θρησκείας ή του έθνους και εκείνων που πρώτοι εφηύραν την διάλεκτο. Εάν [το προνόμιο να διδάσκουν τους ελληνικούς φιλοσοφικούς λόγους] είναι της ειδωλολατρικής θρησκείας, δείξε μου πού και σε ποιους από τους ιερείς ανήκει το προνόμιο να διδάσκουν ελληνικά, όπως ανήκει [το προνόμιο] να θυσιάζουν σε ορισμένους δαίμονες. Διότι δεν θυσιάζουν  σε όλους τα ίδια, ούτε σε έναν όλα ούτε κατά τον ίδιο τρόπο. (...) Πού λοιπόν η διδασκαλία των ελληνικών αποτελεί προνόμιο κάποιου από τους θεούς ή τους δαίμονες; Αν και, και να συνέβαινε αυτό, δε θα ήταν απόδειξη ότι είναι ελληνικό, παρά μόνο κάποιου από τους θεούς σας. (...) Ακόμη κι αν συνέβη να είναι ίδιοι αυτοί που ομιλούν την ελληνική γλώσσα και αυτοί που ακολουθούν την ειδωλολατρική θρησκεία, οι λόγοι δεν είναι της θρησκείας, ώστε φυσιολογικά εμείς να εκβληθούμε έξω από την ελληνική γλώσσα. Και αν ακόμη αμφότερα αναφέρονται στο ίδιο πράγμα, δεν είναι και μεταξύ τους ίδια, όπως ούτε αν υποθέταμε ότι ένας χρυσοχόος είναι και ζωγράφος, δεν περιλαμβάνεται η χρυσοχοΐα στη ζωγραφική ούτε η ζωγραφική στη χρυσοχοΐα. (...) Ούτε η γλώσσα ανήκει μόνο σε εκείνους που την βρήκαν, αλλά σε όλους οι οποίοι συμμετέχουν σ’ αυτήν, ούτε καμμία τέχνη ή ενασχόληση άλλη. (...) Δεν είναι εφεύρεση των Φοινίκων τα γράμματα ή όπως λεν μερικοί των Αιγυπτίων; (..) Αν οι Αιγύπτιοι και οι Φοίνικες, απ’ τους οποίους εμείς επωφελούμαστε για τη μόρφωσή μας, τα οικειοποιούνται όλα αυτά με τη δικαιολογία ότι τους ενδιαφέρουν, τι θα κάνουμε; Ποια δικαιολογία θα προβάλουμε προς αυτούς, παγιδευόμενοι με τους δικούς μας νόμους; (...) Εάν καυχάσαι για τα όπλα, από ποιον έλαβες τα όπλα; Δεν είναι των Κυκλώπων; (...) Οι θυσίες δεν προέρχονται από τους Χαλδαίους; Δεν είναι η μαγεία περσική εφεύρεση; Η μαντική τέχνη των ονείρων δεν άκουσες ότι είναι των Κάρων; Η οιωνική τίνων; Όχι άλλων παρά των Φρυγών. Από που διδάχτηκες το καθένα; Δεν διδάχτηκες ένα από τον καθένα από αυτούς. Τι λοιπόν; Θα δεχτούμε, αφού όλα περιοριστούν στους πρώτους διδάξαντες και εφευρέτες, ότι δεν έχουμε τίποτε το δικό μας;» Κυριολεκτικά εκμηδενίζονται τα απίστευτης γελοιότητας επιχειρήματα του Ιουλιανού ότι μόνο οι εφευρέτες έχουν δικαίωμα στη χρήση μιας εφεύρεσης. Σύμφωνα με την αντίληψη του Ιουλιανού, μόνο απόγονοι μαθηματικών και μόνο το έθνος που εφηύρε τα μαθηματικά δικαιούται και να τα διδάσκει, διότι οι άλλοι «τα διαστρεβλώνουν»! Δίκαιο είχε ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, λοιπόν, κι όχι ο Ιουλιανός.

Αυτός ήταν ο Ιουλιανός ο «Μέγας». Αναρωτάται κανείς, με τι κριτήρια δίνεται η προσωνυμία «Μέγας» σε έναν άνθρωπο που βασίλευσε μόλις 17 μήνες; Τι πρόλαβε να κάνει, που ήταν τόσο μεγάλο και σπουδαίο; Ένας άνθρωπος που, όντας ηγέτης, δεν κατάφερε καν να θέσει υπό τον έλεγχό του τους μαινόμενους Εθνικούς υπηκόους του και να αποτρέψει τις βιαιοπραγίες τους, προφανώς διότι αντί να κυβερνά προτιμούσε να συγγράφει. Ένας άνθρωπος που δεν κατάφερε καμμιά στρατιωτική νίκη ως βασιλέας; Φυσικά δεν ήταν «Μέγας» ο Ιουλιανός˙ έτσι τον αποκαλούν ο φανατικός παγανιστής Ζώσιμος και οι Νεοπαγανιστές. Είναι λογικό, άνθρωποι που αποκαλούν φιλέλληνα τον Νέρωνα, αυτό το τέρας που έκαιγε για πλάκα τους Χριστιανούς και άρπαζε αρχαία αγάλματα, να αποκαλέσουν και τον, λόγω των οικογενειακών του ατυχιών, εμπαθή νεαρό βασιλά «Μέγα», που ήθελε τον αφανισμό αρχαίων και χριστιανικών βιβλίων. «Εφόσον κάποιος διώκει Χριστιανούς, είναι μέγας και φιλέλλην», λεν από μέσα τους. Όμως, θα ‘πρεπε να αποκαλέσουν και τους χριστιανομάχους Σουλτάνους «Μεγάλους» και φιλέλληνες.

Δε λέμε ότι δεν είχε και θετικά στοιχεία ο Ιουλιανός. Αλλά ήταν σαν τους εικονομάχους αυτοκράτορες. Ήθελε με το στανιό να επιβάλλει – έστω και με έμμεσο τρόπο – τη θρησκεία του. Αυτό δε γινόταν. Δεν άλλαζε ο ρους της ιστορίας. Οι καλές του προσπάθειες σ’ άλλα ζητήματα δεν είναι αρκετές, για να φύγουν οι κηλίδες του ύπουλου έμμεσου (από φόβο περισσότερο, όχι από ουμανισμό) διωγμού που διέπραττε.

«Άνθρωπος που σε παλαϊκώτερους χρόνους μπορούσε να φανή σταλήθεια φιλόσοφος, από φυσικό του σπουδαίως καθώς είταν ο νούς του. Μα με τους δασκάλους που έμπλεξε, με τα περιστατικά της ζωής του και με το δρόμο που πήρε πια τώρα ο κόσμος, φαίνεται παράκαιρος και παράλογος και ολότελα αταίριαστος με τα συστήματα που εγκαινίασε ο μεγαλοπίχερος θείος του» (Α. Εφταλιώτη, Ιστορία της Ρωμιοσύνης, τυπογραφείο της Εστίας, Αθήνα 1901, σ. 121).

Ο Καβάφης, όμως, τον οποίο μερικοί χαρακτηρίζουν Ειδωλολάτρη (Δεν έχουν διαβάσει την ρητή και ξεκάθαρη ομολογία χριστιανικής πίστης του, το Μετέπειτα;), είχε άλλη άποψη. Δε χαμπάριαζε τίποτα από κάτι τέτοιες «ιουλιανολατρίες» και έκρινε αυστηρότατα τον Αποστάτη αποστομώνοντας τους σημερινούς υποστηρικτές του: τον χλευάζει, επειδή έπαιζε με «σύστημα καινούριας εκκλησίας, αστείον και στη σύλληψι και στην εφαρμογή» («Ο Ιουλιανός, ορών ολιγωρίαν»)˙ ουσιαστικά τον αποκαλεί δειλό, επειδή υποκρινόταν τον Χριστιανό («Ο Ιουλιανός εν Νικομηδεία»)˙ τον αποκαλεί «μιαρότατο», «αποτρόπαιο» («Μεγάλη συνοδεία εξ ιερέων και λαϊκών»)˙ ειρωνεύεται «τες περί των ψευδών θεών αερολογίες του, τες ανιαρές περιαυτολογίες˙ την παιδαριώδη του θεατροφοβία˙ την άχαρι σεμνοτυφία του˙ τα γελοία το γένια» («Ο Ιουλιανός και οι Αντιοχείς»)˙ ειρωνεύεται την τάχα βαθυστόχαστη υψηλοφροσύνη-ψηλομυτοσύνη του («Ουκ Έγνως») και τον παρουσιάζει ως ένα υστερικό νευρόσπαστο («Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας») και έναν ανόητο, επειδή πείστηκε από τις σοφιστείες των θεουργών («Ο Ιουλιανός εν τοις μυστηρίοις»). Βλέπουμε, πως ο Καβάφης καταδικάζει απερίφραστα τον Ιουλιανό, υιοθετώντας πλήρως τις χριστιανικές απόψεις γι’ αυτόν, και η γνώμη του έχει μεγάλη σημασία, γιατί, αφού ο ίδιος ήταν τόσο ελληνολάτρης όσο και ομοφυλόφιλος, εύκολα θα μπορούσε, λόγω αντίδρασης, να υιοθετήσει αντιχριστιανικές απόψεις˙ ωστόσο δεν έκανε κάτι τέτοιο.

Ο Ιουλιανός κατουσία γκρέμισε το οικοδόμημα που έχτιζε, αφού δεν υπέδειξε διάδοχο, αλλά αντίθετα άρχισε να συζητά περί ανέμων και υδάτων με τους φίλους του. Γιατί δεν όρισε έναν παγανιστή διάδοχο του θρόνου, ώστε να συνεχιστεί η επικράτηση του Παγανισμού; Τόσο ο Λιβάνιος όσο και ο Αμμιανός σιωπούν αμήχανα. Είναι λάθος, πάντως, να νομίζουμε ότι ο Ιουλιανός αρνήθηκε να ορίσει (παγανιστή) διάδοχο στο θρόνο, δήθεν επειδή εκείνες τις στιγμές δεν είχε τις δυνάμεις για να σκεφτεί. Ο Ιουλιανός θεωρητικολογούσε και αμπελοφιλοσοφούσε με μεγάλη ευκολία ώς την ώρα του θανάτου του: άρα είχε τις απαραίτητες δυνάμεις για να σκεφτεί, και μπορούσε να εκλέξει έναν εκ των συνεργατών του για διάδοχο. Η μη υπόδειξη διαδόχου, λοιπόν, δεν ήταν ζήτημα αδυναμίας ή μετριοπάθειας του Ιουλιανού. Η αλήθεια είναι ότι ο Ιουλιανός, που τόσο φανατικά πίστευε ότι οι θεοί τον οδηγούσαν να επανορθώσει την αρχαία λατρεία και να καταστρέψει το Χριστιανισμό, δεν υπέδειξε διάδοχο διότι απλώς εκείνη τη στιγμή δεν πίστευε πια στην αλήθεια της υπεροχής του Παγανισμού και των αρχαίων θεών. Οι θεοί του τον είχαν εξαπατήσει˙ δεν τον οδήγησαν στη νίκη, δεν τον προστάτεψαν, αλλά τον άφησαν κι αυτόν και την προσπάθειά του να χαθεί. Ο,τι πίστεψε ο Ιουλιανός, πλέον ήταν φανερό ότι αποτύγχανε. Τι νόημα είχαν πλέον όλα; Γι’ αυτό προτιμούσε να συζητά για την ψυχή του «που σε λίγο θα ενωθεί με τα άστρα». Η άρνηση-αδιαφορία του Ιουλιανού να υποδείξει διάδοχο (ούτε καν «τον καλύτερο» δεν υπέδειξε στους στρατηγούς του, έστω από ενδιαφέρον για την επιβίωση της Αυτοκρατορίας και του στρατού του) αποτελεί την σιωπηρή ομολογία της ήττας του και της νίκης του Χριστιανισμού˙ το αν φώναξε «νενίκηκας Γαλιλαῖε», όπως λέει ο Θεοδώρητος Κύρρου, ή όχι, ελάχιστη σημασία έχει. Ο Ιουλιανός, βουβός, αρνούμενος να ορίσει διάδοχο, πεθαίνοντας παραδεχόταν ότι οι θεοί, ο Παγανισμός, ήταν ένα νικημένο ψεύδος.

Ίσως ο καλύτερος χαρακτηρισμός για τον Ιουλιανό τον Αποστάτη να ήταν αυτός του Μεγάλου Αθανασίου, όταν αυτός έφευγε για την εξορία, μετά το διάταγμα του Ιουλιανού. «Ένα νεφύδριο είναι», είπε στους πιστούς. Ένα συννεφάκι, που γρήγορα θα περάσει, κι ύστερα ξανά γαλανός ο ουρανός. Μια μετριότητα εξιδανικευμένη για ιδεολογικούς λόγους. Πολύ κακό για το τίποτα.

 

 ΠΡΟΧΩΡΗΣΕ ΣΤΟ Η' ΜΕΡΟΣ (Διώξεις IV) 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ