ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΠΛΗΞΙΑ 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

 ΣΤ' ΜΕΡΟΣ 

 

ΔΙΩΞΕΙΣ II

14. - δεύτερο μέρος "Οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες κατεδίωξαν τον ελληνισμό και την ελληνική θρησκεία, και έκαναν τα μύρια όργια κατά των Ελλήνων, με τη συμπαράστατη της εκκλησίας. Έκαψαν και γκρέμισαν ιερά, κατέστρεψαν αγάλματα, σκότωσαν φιλοσόφους και ήταν ενάντια σε κάθε τι ελληνικό. Οι Έλληνες εκχριστιανίστηκάν με το ζόρι από τους βυζαντινούς".

 

14d ΔΙΩΓΜΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΑΠΟ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΕΣ

Αλήθεια, τι έχουν να πουν οι Νεοπαγανιστές για τις διώξεις Αρχαίων Ελλήνων Φιλοσόφων από τους Ειδωλολάτρες;

-«Εξαιτίας της δήλωσης του Πρωταγόρα στο βιβλίο του Περί θεών ότι δεν ξέρει αν υπάρχουν θεοί, οι Αθηναίοι τον έδιωξαν από την πόλη και έκαψαν τα βιβλία του στην Αγορά, αφού πρώτα έβγαλαν κήρυκα και  τα μάζεψαν ένα-ένα από όσους είχαν αντίτυπα» («"περὶ μὲν θεῶν οὐκ ἔχω εἰδέναι οὔθ' ὡς εἰσίν, οὔθ' ὡς οὐκ εἰσίν· πολλὰ γὰρ τὰ κωλύοντα εἰδέναι, ἥ τ' ἀδηλότης καὶ βραχὺς ὢν ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου."διὰ ταύτην δὲ τὴν ἀρχὴν τοῦ συγγράμματος ἐξεβλήθη πρὸς Ἀθηναίων· καὶ τὰ βιβλία αὐτοῦ κατέκαυσαν ἐν τῇ ἀγορᾷ, ὑπὸ κήρυκι ἀναλεξάμενοι παρ' ἑκάστου τῶν κεκτημένων», Διογένης Λαέρτιος, IX, 52). «Κι ο Πρωταγόρας ως γνωστόν εξορίστηκε» (Πλούταρχου, Νικίας, 23). Το ίδιο λένε και οι: Φιλόστρατος, Βίοι Σοφιστών, I 10, 3˙ Ησύχιος, Ονοματολόγος˙ Σέξτος Εμπειρικός, Προς μαθηματικούς, IX 55. Φυσικά, είναι άξιο απορίας πώς αμφισβητείται το γεγονός της δίωξης του από τους Αθηναίους, λες και ήταν ο μόνος φιλόσοφος που αναφέρεται ότι δίωξαν οι Αθηναίοι (ώστε να λέγανε κάποιοι «δεν συναντάμε παρόμοια συμπεριφορά»). Ωστόσο, επειδή υπάρχουν οι αντιρρήσεις, τις παραθέτουμε και απαντάμε σ’ αυτές. Έτσι υπάρχει η άποψη ότι οι ειδήσεις για δίκη και καταδίκη του Πρωταγόρα συγκρούονται με τη μαρτυρία του Πλάτωνα και αποτελούν, μάλλον, επινόηση μεταγενέστερων συγγραφέων. Επιπλέον, ισχυρίζονται ορισμένοι, ο Πλάτων είναι ιδεολογικός αντίπαλος των Σοφιστών κι έχει κάθε συμφέρον να κατηγορήσει τον αρχηγό των σοφιστών για αθεΐα και να επισημάνει πως διώχτηκε από την πόλη. Ακόμα όμως κι ο ορκισμένος εχθρός των Σοφιστών, Πλάτων, δεν αναφέρει πουθενά κάτι τέτοιο. Γιατί άραγε; Και τέλος ξενίζει η πληροφορία του Διογένη Λαέρτιου ότι πρώτο από τα έργα του ο Πρωταγόρας διάβασε στην Αθήνα το «Περί θεών». Όπως σωστά παρατηρεί ο C.W.Muller, "Protagoras uber die Gotter", σ. 331, σημ. 64, στην περίπτωση που αυτό αληθεύει, και με την προϋπόθεση, πάντα, ότι πραγματικά έλαβε χώρα δίκη του Πρωταγόρα, θα πρέπει να δεχτούμε ότι οι Αθηναίοι έσυραν στα δικαστήρια τον σοφιστή, στα τέλη της ζωής του, για μια επίδειξη που είχε γίνει πριν από αρκετά χρόνια, στη διάρκεια της πρώτης παραμονής του στην πόλη τους. Εμείς απαντάμε ως εξής:

α’) Ο Πλάτωνας δεν αναφέρει πουθενά ότι ο Πρωταγόρας δεν δικάστηκε για ασέβεια. Απλώς τον παρουσιάζει να έχει πεθάνει σε μεγάλη ηλικία. Όμως ο Πλάτωνας λέει πολλές ανακρίβειες. Για παράδειγμα 1) επειδή είναι φιλοσπαρτιάτης, εξωραΐζει την σπαρτιατική Κρυπτεία λέγοντας πως αυτή ήταν απλώς στρατιωτικές ασκήσεις των Λακεδαιμόνιων, ενώ ακόμη και ο φιλοσπαρτιάτης Πλούταρχος (Λυκούργος, 28), μαζί με τους Αριστοτέλη και Θουκιδίδη λεν την αλήθεια, ότι η Κρυπτεία ήταν περιοδική (κάθε χρόνο) εξόντωση, δια νόμου, των άοπλων ετοιμοπόλεμων Ειλώτων από τους Λακεδαιμόνιους στρατιώτες. 2) Κατά την δίκη και καταδίκη του Σωκράτη αυτός το έσκασε από την Αθήνα (σύμφωνα με άλλη παράδοση απλώς κρύφτηκε) και προσπαθεί στον Φαίδωνα 59b να τα μπαλώσει, βάζοντας τον Φαίδωνα να λέει ότι ο Πλάτων δεν παρευρίσκονταν στη φυλακή κατά τις τελευταίες στιγμές του Σωκράτη γιατί «θαρρώ πως ήταν άρρωστος», λέγοντάς τα μασημένα και μέσω τρίτων. 3) Λέει ψέμματα για τον λόγο της απουσίας των Σπαρτιατών στη μάχη κατά των Περσών στον Μαραθώνα, διότι ενώ ο Ηρόδοτος είχε αναφερθεί  στους πραγματικούς λόγους (Ηρόδοτος, 6, 106, 2-3), ο Πλάτωνας προσπαθώντας άτεχνα να αντικρούσει τον Ηρόδοτο αναφέρει (Νόμοι, 698e) ότι «δεν ξέρει ακριβώς» γιατί δεν κατάφεραν να βοηθήσουν οι Σπαρτιάτες τους Αθηναίους. Φυσικά ως Αθηναίος ήξερε πολύ καλά τον λόγο, αλλά ως φιλοσπαρτιάτης κάνει πως δεν τον ξέρει (άλλωστε ήταν πολύ μεταγενέστερος, όπως κι ο Πλούταρχος, του Ηροδότου). 4) Φυσικά υπάρχουν ένα σωρό άλλες δικές του μυθοπλασίες (Ατλαντίδα κ.λπ.) τις οποίες εφευρίσκει και χρησιμοποιεί για ηθικοδιδακτικούς σκοπούς. Δεν είναι και τόσο τρομερό λοιπόν να γράφει ανακρίβειες στους διαλόγους του, ειδικά για ιστορικά συμβάντα. Φιλόσοφος και όχι ιστοριογράφος ήταν.

β’) Επί της ουσίας, το ότι ο Πλάτωνας δεν λέει κάτι, δεν σημαίνει ότι αυτό δεν συνέβη. Ο Πλάτωνας δεν αναφέρει τη δίωξη του Αναξαγόρα, και του Διαγόρα, τις οποίες αναφέρουν πολλοί σύγχρονοί τους. Λοιπόν; Δε συνέβησαν; Ο Πλάτων δεν αναφέρει πουθενά τον Δημόκριτο· δεν υπήρξε ο Δημόκριτος; Τι είναι ο Πλάτων, ο μόνος συγγραφέας της εποχής εκείνης; 

γ’) Υπάρχει το επιχείρημα ότι ότι ο Πλάτων, ως ολιγαρχικός, φιλοσπαρτιάτης και εχθρός των σοφιστών, θα είχε συμφέρον να κατηγορήσει τον Πρωταγόρα, αλλά αφού δεν το κάνει και δεν αναφέρει τίποτα, σημαίνει ότι τίποτα δεν έγινε. Δεν είναι όμως ο Πλάτων ο μόνος φιλοσπαρτιάτης και ολιγαρχικός. Την πληροφορία για τη δίκη και την εξορία του Πρωταγόρα μας την δίνει ο Αθηναίος χρονικογράφος Φιλόχορος (ο Mueller το λέει αυτό), ο οποίος ήταν επίσης θρησκόληπτος, επίσης ολιγαρχικός, και είχε συγγράψει Ιστορία των Αθηνών, από τους διασημότερους χρονικογράφους της εποχής του. Αστήριχτο είναι λοιπόν το επιχειρήμα «οι ολιγαρχικοί εχθροί των σοφιστών δεν αναφέρουν τη δίωξη του Πρωταγόρα, άρα αυτή δεν συνέβη ποτέ».

δ’) Ο Πλούταρχος όμως, που είναι εξίσου φιλοσπαρτιάτης και ολιγαρχικός-φιλομοναρχικός, αναφέρει τη δίωξη το Πρωταγόρα. Δύο λοιπόν εχθροί της δημοκρατίας αναφέρουν το συμβάν.

ε’) Αλλά υπάρχει κι αυτό: «Είναι τολμηρό να υποθέσουμε πως δεν έγιναν άλλες διώξεις πέρα από τις περιπτώσεις που συνέβηκε να ακούσουμε οι ίδιοι. Οι μελετητές δεν έχουν προσέξει αρκετά αυτό που ο Πλάτωνας βάζει τον Πρωταγόρα να λέει (Πρωταγόρας, 316C-317B), δηλ. για τους κινδύνους που συνοδεύουν το επάγγελμα των σοφιστών, που τους εκθέτει "σε μεγάλες αντιζηλίες και έχθρες και κάθε λογής διωγμούς, έτσι που οι περισσότεροι θεώρησαν αναγκαίο να δουλεύουν χρησιμοποιώντας προπέτασμα". Ο ίδιος έχει την προσωπική του ασφάλεια (τη φιλία του Περικλή;), που τον έχει διαφυλάξει μέχρι τώρα » (E.R. Doods, Οι Έλληνες και το παράλογο, εκδ. Καρδαμίτσα, σ. 276, σημ. 68). Όταν πέθανε ο Περικής, η προστασία έπαψε κι ο Πρωταγόρας διώχτηκε. Είναι ολοφάνερο ότι ο Πλάτων μιλά εμμέσως για τη δίωξη του Πρωταγόρα. Βάζει τον ίδιο τον Πρωταγόρα να μιλήσει εμμέσως γι’ αυτήν. Είναι ψευδές λοιπόν ότι δεν αναφέρεται ο Πλάτων στη δίωξη του Πρωταγόρα. Προκύπτει το ερώτημα όμως, γιατί ο Πλάτων να μιλήσει τόσο συγκεχυμένα για τη δίωξη αυτήν και όχι να την αναφέρει ρητώς; Ίσως ο Πλάτων αποφεύγει να αναφέρει τη δίωξη του Πρωταγόρα, επειδή όχι μόνο ο Πρωταγόρας αλλά και ο δικός του δάσκαλος, Σωκράτης διώχτηκαν από την Αθήνα. Κι αυτό, διότι στον Πλάτωνα θα φάνηκε παράξενο που η Αθήνα δίωξε όχι μόνο τον «κακό» (κακό, σύμφωνα με τον Πλάτωνα) Πρωταγόρα, αλλά και τον «καλό», «στην πραγματικότητα ευσεβή» (που, πάλι κατά Πλάτωνα, «άδικα τον σκοτώσανε») Σωκράτη. Εξάλλου ο Πλάτων όντας εχθρός της Δημοκρατίας, εάν ανέφερε στα γραπτά του μόνο την δίωξη κατά του Σωκράτη (όπως και κάνει) θα μπορούσε να πει (και το λέει) εμμέσως: «ορίστε, η Δημοκρατία είναι ένα τόσο άθλιο πολίτευμα, ώστε θανατώνει τους άριστους πολίτες, σαν το Σωκράτη» (κι ο Ξενοφώντας το ίδιο λέει). Ενώ, επειδή ο Πρωταγόρας ήταν σοφιστής και προφανώς δημοκρατικός, η ενδεχόμενη αναφορά του Πλάτωνα στη δίωξή του θα  χάλαγε  το ερμηνευτικό μοντέλο (του Πλάτωνα) περί «κακού δήμου που θανατώνει τους καλούς (=ολιγαρχικούς) αντιφρονούντες».

στ’) Πού βασίζονται όμως αναφέροντας τον Πλάτωνα όσοι αρνούνται την ιστορικότητα της πληροφορίας για δίκη; Στο έργο του Πλάτωνα Μένων, 91e. Να τι γράφει εκεί: «..και τον Πρωταγόρα, κατά τα λεγόμενά σου, δεν τον πήρε είδηση όλη η Ελλάδα, που, περισσότερο από σαράντα χρόνια, διέφθειρε όσους πήγαιναν κοντά του και τους έστελνε πίσω χειρότερους από όσο τους δεχόταν· γιατί νομίζω ότι πέθανε σε ηλικία 70 περίπου χρονών και ήταν στην τέχνη σαράντα χρόνια. Σε όλα τούτα τα χρόνια, ώς τούτη την ημέρα ακόμη, η καλή του φήμη δεν έχει πάψει». Φυσικά εδώ ο Πλάτωνας δεν μας λέει πώς πέθανε ο Πρωταγόρας ούτε λέει τι είχε προηγηθεί του θανάτου του. Δεν υπάρχει κάποια πληροφορία για τον τρόπο θανάτου και ό,τι συνέβη πιο πριν, η οποία να αναιρεί την πληροφορία του Διογένη Λαέρτιου. Το όλο επιχείρημα των αμφισβητιών βρίσκεται στην τελευταία φράση: «Σε όλα τούτα τα χρόνια, ώς τούτη την ημέρα ακόμη, η καλή του φήμη δεν έχει πάψει». Αυτό για τους αμφισβητίες σημαίνει ότι, αφού είχε ώς τώρα (=ώς τη στιγμή της συγγραφής του Μένωνα από τον Πλάτωνα) καλή φήμη ο Πρωταγόρας, δεν γίνεται να καταδιώχτηκε. Αν καταδιωκόταν, υποστηρίζουν αυτοί, ο Πλάτων θα έλεγε ότι ο Πρωταγόρας είχε κακή φήμη. Ο Doods (Οι Έλληνες και το παράλογο, εκδ. Καρδαμίτσα, σ. 275, σημ. 66) αντικρούει το επιχείρημα αυτό: «Ο Burnet (Thales to Plato, 112), και άλλοι μετά από αυτόν, απορρίπτει την πλατιά επιβεβαιωμένη παράδοση της δίκης του Πρωταγόρα ως μη ιστορική, στηριζόμενος στον Πλάτωνα, Μένων 91E. Ο Πλάτωνας όμως μιλεί εδώ για τον Πρωταγόρα όσον αφορά τη διεθνή φήμη του ως δασκάλου, πράγμα που δεν μειώνεται από έναν Αθηναίο διώκτη αιρέσεων· ο Πρωταγόρας δεν κατηγορείται για διαφθορά της νεολαίας αλλά για αθεϊσμό. Η δίκη δεν μπορεί να έγινε τόσο αργά όσο το 411, αλλά η και η παράδοση δεν λέει ότι έγινε». Η «καλή φήμη», λοιπόν, «ώς και τούτη την ημέρα» (=μετά το θάνατο του Πρωταγόρα) αφορά την διεθνή φήμη του σοφιστή μεταξύ των μαθητών του και όσων τον θεωρούσαν μεγάλο δάσκαλο. Η καλή αυτή φήμη δεν αναιρεί διόλου την κακή γνώμη του Πλάτωνα ή αυτών οι οποίοι καταδίωξαν τον Πρωταγόρα, κι αυτό φαίνεται από το ίδιο το κείμενο του Μένωνα, όπου ο Πλάτων, ενώ αναφέρεται στην «καλή φήμη» που έχει ο Πρωταγόρας, όταν είναι να εκφέρει ο ίδιος άποψη, κατακρίνει τον Πρωταγόρα. Άρα η «καλή φήμη» δεν ήταν αποδεκτή από όλους. Επαναλαμβάνουμε, ο Πλάτωνας δεν μας λέει κάτι το οποίο να αναιρεί αναγκαστικά την ιστορία της καταδίωξης του Πρωταγόρα, διότι δεν μας λέει τα γεγονότα προ του θανάτο του. Παραθέτουμε και μια άλλη μια γνώμη (W.K.C. Guthrie, Οι Σοφιστές, ΜΙΕΤ, σ. 320) για τα λόγια αυτά (ειδικά την τελευταία φράση του πλατωνικού Μένωνα): «δεν βρίσκεται σε αντίφαση με την δίκη και την καταδίκη· τα ίδια θα έλεγε [ο Πλάτων] και για τον Σωκράτη». Άλλο δηλαδη η φήμη (καλή ή κακή, η αντικειμενική ή υποκειμενική άποψη) και άλλο η δίκη και καταδίκη.

ζ’) Ο λάθος υπολογισμένος χρόνος καύσης του συγγράμματος δεν συνιστά εμπόδιο στο να είναι αποδεκτή η είδηση. Ίσως ο Διογένης Λαέρτιος κάνει λάθος ότι ήταν το πρώτο σύγγραμμα του Πρωταγόρα· ίσως και ο Φιλόχορος, επειδή δε γινόταν να ξέρει όλα τα βιβλία του κάθε σοφιστή, να έκανε λάθος (μπορεί κι από υπερβάλλοντα ζήλο, αφού ήταν θρήσκος και θα ήθελε να δείξει ότι οι Αθηναίοι ευθύς εξαρχής έδιωξαν τον Πρωταγόρα). Το πότε γράφτηκε το σύγγραμμα είναι άγνωστο. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπήρχε νόμος εναντίον όσων αμφισβητούσαν την κρατική αρχαία θρησκεία. Δεν ήταν κάτι το «εξαιρετικά απίθανο» λοιπόν να συνέβη η δίωξη. Εξάλλου η αντίδραση κατά των δημοκρατών και των σοφιστών δεν άρχισε μια μέρα, αλλά φούντωνε σταδιακά. Μπορεί λοιπόν ό,τι στα 430 π.Χ. ήταν ανεκτό (ή οι αντιδράσεις να ήταν λιγοστές), στα 410 (οι ημερομηνίες είναι τυχαίες) να μην ήταν πλέον. Για παράδειγμα, ο Αναξαγόρας αρχικώς ήταν ανεκτός στην Αθήνα, όπως κι ο Διαγόρας, όπως και άλλοι· ωστόσο αργότερα καταδικάστηκαν για ασέβεια. Έτσι, μπορεί το σύγγραμμα αυτό ενώ αρχικά, στο στάδιο της φιλελευθεροποίησης της Αθήνας, να μην προκαλούσε αγανάκτηση, ωστόσο στο στάδιο της ολιγαρχικής αντίδρασης κάθε τι, και αυτό, προκαλούσε την αγανάκτηση. Μπορεί τέλος απλούστατα το σύγγραμμα να εγράφη στο τέλος της ζωής του Πρωταγόρα. Ούτε η ηλικία παίζει ρόλο στην καταδίωξη του Πρωταγόρα: ο Σωκράτης θανατώθηκε, όταν ήταν εβδομηντάρης. Υπάρχουν τόσες πολλές δυνατές εκδοχές του γεγονότος, που δεν τίθεται ζήτημα να απορρίψουμε την είδηση, επειδή δεν την λέει ο Πλάτων ή επειδή ο Διογένης Λαέρτιος σφάλλει σ’ ένα σημείο.

η’) Στο σημείο αυτό βέβαια πρέπει να εξετάσουμε την αντικειμενικότητα του Φιλόχορου, αφού από αυτήν εξαρτάται η είδηση του Διογένη Λαέρτιου. Διότι, αν ο Φιλόχορος ήταν κάποιος φανατισμένος, αν κανείς στην Αρχαιότητα δεν έπαιρνε στα σοβαρά τα γραπτά του, τότε είναι προφανές ότι η πληροφορία του είναι ψευδής. Ας δούμε τι λένε οι εξής εγκυκλοπαίδειες για τον Φιλόχορο.
Εγκ. Πάπυρος λάρους μπριτάννικα: «Ιεροσκόπος και μάντης στο επάγγελμα (...) Το κυριότερο και εκτενέστερο (δεκαεπτά βιβλία) έργο του, Ατθίς, κάλυπτε την ιστορία της Αθήνας από τους μυθικούς χρόνους ώς την εποχή του Αντίοχου Β’ (261 π.Χ.) Ο Φιλόχορος διακρινόταν για την ευσυνειδησία και την επιμέλειά του, γι' αυτό και το έργο του αποτέλεσε έγκυρη πηγή πληροφόρησης για πολλούς μεταγενέστερους συγγραφείς (....)». Εγκυκλοπαίδεια Υδρία: «Αθηναίος ατθιδογράφος, από τους καλύτερους του είδους του. Γεννήθηκε το 340 π.Χ. από επιφανή οικογένεια (...) Το 306 π.Χ. ο Φ. άσκησε τα λειτουργήματα του μάντη και του ιεροσκόπου. (...) Ο κατάλογος των έργων του περιλαμβάνει είκοσι επτά τίτλους. Το σπουδαιότερο απ' όλα ήταν η "Ατθίς", σε δεκαεπτά βιβλία, που περιλάμβανε την ιστορία της Αθήνας από τους μυθικούς χρόνους ώς το 261/260 π.Χ., δηλ. μέχρι την εποχή του Αντίοχου Β'. Σ' αυτό ακολούθησε ο συγγραφέας τη χρονολογική κατάταξη κατά βασιλιάδες και άρχοντες, ενώ εξέθετε διεξοδικά τα ιστορικά γεγονότα. Φαίνεται ότι ο Φ. έκανε επιτομή της "Ατθίδος", ενώ αργότερα ο Ασίνιος Πολίων διασκεύασε και επεξεργάστηκε την πρώτη ή έκαμε δεύτερη επιτομή, προορισμένη, μάλλον, για τους Ρωμαίους. Κατ’ αναφορά του λ. Σουίδα ο κατάλογος των έργων του περιλαμβάνει τους τίτλους: Περί μαντικής, σε τέσσερα βιβλία, Περί θυσιών, σε ένα βιβλίο,  Περί της ΤετραπόλεωςΣαλαμίνος κτίσις, Περί των Αθήνησιν αγώνων, σε δεκαεπτά βιβλία, Περί των Αθήνησιν αρξάντων από Σωκρατίδου και μέχρις Απολλοδώρου, Ολυμπιάδες, Προς την Δήμωνος Ατθίδα, Επιτομή της Διονυσίου πραγματείας περί ιερών, Περί Αλκμάνος, Περί μυστηρίων των Αθήνησι, Δηλιακά, σε δύο βιβλία, Περί Ευρημάτων, Περί καθαρμών, Περί συμβόλων. Τα έργα του Φ. αποτέλεσαν πηγή για πολλούς μεταγενέστερους ιστορικούς και γραμματικούς». Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια: «Ο Φιλόχορος ανεδείχθη  ο επιφανέστερος των ατθιδογράφων. Η Ατθίς του, εις 17 βιβλία (...) ήτο πολύ διεξοδική, διότι ο ίδιος ηναγκάσθη να ποιήση επιτομήν της (...) Εις την Ατθίδα, ήτις εξετιμάτο πολύ υπό των αρχαίων δια την ευσυνειδησίαν και ακρίβειάν της (...) εξέθετε τα ιστορικά και ιδίως τα πλησιέστερα γεγονότα διεξοδικώτερον των προϊστορικών και μυθολογικών. (...) Τα πολυπληθή άλλα ιστορικά έργα του Φιλοχόρου ανεφέροντο πάλιν εις ειδικά ζητήματα της ιστορίας, τοπογραφίας και γεωγραφίας των Αθηνών και της Αττικής, τα οποία διεπραγματεύετο κατόπιν ειδικών ερευνών (...) εκ των οποίων πλείστας πληροφορίας ηρύσθησαν οι μεταγενέστεροι ιστορικοί και γραμματικοί. Την σπουδαιότητα και την σημασία του έργου του Φιλοχόρου υπεμφαίνουν ημίν αι κρίσεις του Διονύσιου Αλικαρνασσέως και άλλων, προς δε τα ποικίλα χωρία, τα οποία εύρηνται παρεμβεβλημένα εις άλλους συγγραφείς (...)». Το συμπέρασμα είναι προφανές. Ο Φιλόχορος δεν ήταν κανένας δευτεροκλασάτος, ασήμαντος ιστοριογράφος, ήξερε τι έγραφε και μάλιστα είχε ασχοληθεί σχεδόν αποκλειστικά με την ιστορία της Αθήνας, της πατρίδας του. Όντας μάλιστα μάντης και ιεροφάντης, δηλαδή όντας θρήσκος, δεν θα του διέφευγε η είδηση για την καταδίκη των γραπτών του Πρωταγόρα εξαιτίας ασέβειας. Το ότι όλοι οι άλλοι Αρχαίοι τον σέβονταν και εκτιμούσαν το έργο του είναι επαρκής απόδειξη.

-«Ο Αναξαγόρας μηνύθηκε για ασέβεια επειδή διακήρυσσε ότι ο ήλιος είναι μια διάπυρη μεταλλική μάζα, και καταδικάστηκε σε πρόστιμο 5 ταλάντων και εξορία. Κατά άλλους καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο» («Σωτίων μὲν γάρ φησιν ἐν τῇ Διαδοχῇ τῶν φιλοσόφων ὑπὸ Κλέωνος αὐτὸν ἀσεβείας κριθῆναι, διότι τὸν ἥλιον μύδρον ἔλεγε διάπυρον· ἀπολογησαμένου δὲ ὑπὲρ αὐτοῦ Περικλέους τοῦ μαθητοῦ, πέντε ταλάντοις ζημιωθῆναι καὶ φυγαδευθῆναι. Σάτυρος δ' ἐν τοῖς Βίοις (FHG iii. 163) ὑπὸ Θουκυδίδου φησὶν εἰσαχθῆναι τὴν δίκην, ἀντιπολιτευομένου τῷ Περικλεῖ· καὶ οὐ μόνον ἀσεβείας ἀλλὰ καὶ μηδισμοῦ· καὶ ἀπόντα καταδικασθῆναι θανάτῳ. Ἕρμιππος δ' ἐν τοῖς Βίοις (FHG iii. 43) φησὶν ὅτι καθείρχθη ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ τεθνηξόμενος.», Διογένης Λαέρτιος, II, 12-13).

υσικά ο Σωκράτης, εξοντώθηκε με κώνειο επειδή, κατά τους Ειδωλολάτρες, δεν πίστευε στους θεούς της πόλης (Με οποιαδήποτε έννοια κι αν εννοήσουμε το «νομίζειν», πάλι το ίδιο συμπέρασμα βγαίνει: ο Σωκράτης καταδικάστηκε διότι δεν δεχόταν/πίστευε ως θεούς αυτούς που δεχόταν/πίστευε η πόλη της Αθήνας). Είναι λάθος να αποσιωπάται η θρησκευτική αιτία της δίωξης του Σωκράτη, κι αυτό μας το δείχνει ο Αριστοφάνης, παραθέτοντας στις Νεφέλες την άποψη του πολύ κόσμου για τον Σωκράτη. Δεν ήταν μόνο οι πολιτικώς αντιφρονούντες (ολιγαρχικοί) μαθητές του Σωκράτη ούτε οι προσωπικές αντιπάθειες που ο Σωκράτης με τη «μαιευτική» του θα δημιουργούσε σε πολλούς, αλλά η διάχυτη υποψία του πολυθεϊστικού όχλου ότι ασεβούσε προς τους «θεούς».

-Το τι κυνήγι φιλοσόφων γινόταν εκείνη την εποχή (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι.) από τους Ειδωλολάτρες, μάς το αναφέρει ο Αριστοφάνης στις Νεφέλες του. Η αντίρρηση ότι οι Νεφέλες είναι κωμωδία δεν στέκει καθόλου, διότι ο Αριστοφάνης παρέθετε διάφορα πραγματικά συμβάντα με χιουμοριστικό τρόπο, και μάλιστα οι γνώμες που παραθέτει είναι ακριβώς η γνώμη του απλού Αθηναίου. Γράφει ο Αριστοφάνης (στ. 1506-1509) με το στόμα του Στρεψιάδη ο οποίος απευθύνεται προς τους σοφιστές και τους φιλόσοφους: «Τι σας έπιασε και τόση στους θεούς ασέβεια δείχνετε, / του φεγγαριού τον πισινό ψάχνετε να βρείτε; / Διώξ’ τους, ρίξ’ τους, βάρα τους, γιατί πολλά ‘χουνε κάνει, / το πιο πολύ, το ξέρω, ζητούσαν τους θεούς να βλάψουν». Ο όχλος των Πολυθεϊστών προφανώς θα είχε τέτοιες απόψεις για τους μη παραδοσιακούς φιλοσόφους του «Χρυσού Αιώνα», γι’ αυτό και καταδίκασε τόσους πολλούς εξ’ αυτών.

- «Ο Πρόδικος ο Κείος, φιλόσοφος και σοφιστής, σύγχρονος του Δημοκρίτου, μαθητής του Πρωταγόρα, πέθανε στην Αθήνα, αφού του έδωσαν να πιεί κώνειο, με το αιτιολογικό ότι διέφθειρε τους νέους» (Σούδα). Σχετικά πρβ. Αριστοφάνης, απ. 490: τοῦτον τὸν ἄνδρ’ ἢ βυβλίον διέφθορεν ἢ Πρόδικος ἢ τῶν ἀδολεσχῶν εἷς γέ τις.

- Ο Θεόδωρος ο Κυρηναίος, ο επονομαζόμενος Άθεος, που έζησε στο α΄ μισό του 3ου π.Χ. αι. κατά τον Διογένη Λαέρτη (II, 101-102) αφού εξορίστηκε για τη διδασκαλία του από την Αθήνα, κατέφυγε στην αυλή του Πτολεμαίου, και έπειτα στην Κυρήνη, ξανά εξορίστηκε, για να καταφύγει ξανά στην Ελλάδα: «Κάποτες που ο Θεόδωρος είχε καθίσει πλάι στον ιεροφάντη Ερυκλείδη, τον ρώτησε: "δε μου λες, Ευρυκλείδη, ποιοι είναι οι ασεβείς προς τα μυστήρια;". Και αφού αυτός του απάντησε "εκείνοι που τα αποκαλύπτουν στους αμύητους", "κι εσύ", του είπε, "είσαι ασεβής, αφού τα εξηγείς στους αμύητους". Παρά λίγο να προσαχθεί στον Άρειο Πάγο, αν δεν τον γλίτωνε ο Δημήτριος ο Φαληρεάς. Ο Αμφικράτης όμως, στο Περί ενδόξων ανδρών βιβλίο του (FHG iv. 300), λέει ότι καταδικάστηκε να πιεί το κώνειο. (...) "Δεν μου λες, Θεόδωρε", του είπε, "εσύ δεν είσαι που σ’ έδιωξαν από την Αθήνα;". "Σωστά είσαι πληροφορημένος", του είπε˙ "πράγματι η πόλη των Αθηναίων, επειδή δεν μπορούσε να με υποφέρι, με πέταξε, όπως η Σέμελη τον Διόνυσο". (...) Την πρώτη φορά που τον εξόρισαν είπε τούτο: "καλά κάνετε, άνδρες Κυρηναίοι, που με εξορίζετε από τη Λιβύη στην Ελλάδα"» Έκανε ένα αστειάκι με τον ειδωλολάτρη ιεροφάντη ο φιλόσοφος Θεόδωρος κι αμέσως η Ιερά Εξέταση της Ειδωλολατρίας τον εξόρισε (Διογένης Λαέρτιος, II, 103). Άμεση Δημοκρατία ή άμεση Ειδωλοκρατία;

- Ένας μαθητής του Θεόδωρου του Άθεου, ο Ηγησίας, δίδασκε στην Αλεξάνδρεια, αλλά ο Πτολεμαίος Β’ απαγόρευσε τις διαλέξεις του (βλ. Κικέρ., Tusc., I, 34, 83) (Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 282).

- Ο Διαγόρας ο Μήλιος εξορίστηκε από τους Αθηναίους επειδή έλεγε πως οι θεότητες του Ολύμπου είναι ανύπαρκτες και επειδή διακωμωδούσε τα απόκρυφα των μυστηρίων και «ασέβησε με λόγια απένταντι στις τελετές και τις γιορτές», και τον καταδίκασαν σε θάνατο, επικηρύσσοντας το κεφάλι του με ανταμοιβή ένα τάλαντο (Λυσίας 6.17˙ Αριστοφάνης, Όρνιθες, στ. 1071 κ.ε.˙Σούδα).

- Ο Στίλπων ο Μεγαρεύς δικάστηκε και καταδικάστηκε για ασέβεια προς τα μνημεία των θεών, και η ποινή ήταν εξορία: «Αυτός, λένε, ρώτησε κάποτε έτσι για το άγαλμα της Αθηνάς που είχε φτιάξει ο Φειδίας: "Είναι θεός η Αθηνά, η κόρη του Δία;", και σαν του είπαν "ναι", "μα αυτή δεν είναι του Δία, είναι του Φειδία", αποκρίθηκε. Και καθώς συμφωνούσαν, συμπέρανε: "άρα δεν είναι θεός". Αλλά για την κουβέντα του αυτή προσήχθη ενώπιον του Αρείου Πάγου, όπου δεν αρνήθηκε ότι τα είπε, αλλά υποστήριξε ότι σωστά μίλησε: "γιατί πράγματι δεν είναι θεός, αλλά θεά, αφού μόνον οι άρρενες είναι θεοί". Πλην όμως οι Αρεοπαγίτες τον διέταξαν να φύγει αμέσως από την πόλη. Τότε και ο Θεόδωρος τον ρώτησε κοροϊδευτικά: "Κι από πού το ξέρεις αυτό, Στίλπωνα; Μήπως της σήκωσες το φουστάνι και είδες;"» (Διογένης Λαέρτιος, II, 116). Τόλμησε να θίξει ένα ξόανο ο φιλόσοφος Στίλπωνας, κι αμέσως τον εξόρισαν οι Ειδωλολάτρες.

-η Ασπασία κατηγορήθηκε (δικάστηκε) επί ασέβεια προς τον Παγανισμό (Πλούταρχου Περικλής, 32). 

-ο Ευριπίδης κατηγορήθηκε για ασέβεια προς την Ειδωλολατρία από τον Κλέωνα (Σάτυρου, Βίος Ευριπίδου, απ. 39. Πρβλ. Bury, CAH V. 383κ.)

-ο Αριστοτέλης. «Στην αρχή του Λαμιακού πολέμου, βρήκαν την ευκαιρία οι θρησκόληπτοι Αθηναίοι, που δε χώνευαν τον Αριστοτέλη για τις επιστημονικές του έρευνες, να τον κατηγορήσουν για άθεο. Έτσι, ο Αριστοτέλης, για να μην αναγκαστεί να πιεί το κώνειο, αναγκάστηκε να φύγει από την Αττική» (Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 340) «Το ιερατείο εκπροσωπούμενοι από τον ιεροφάντη της Ελευσίνιας Δήμητρας Ευρυμέδοντα και η σχολή του Ισοκράτους δια του Δημοφίλου, υιού του ιστορικού Εφόρου υπέβαλον καταγγελίαν κατά του Αριστοτέλους επί ασεβεία. Η κατηγορία πιθανώς θα ανεφέρετο και εις φιλοσοφικάς δοξασίας περιεχόμενας εις το Περί ευχής σύγγραμμά του, εν ώ εδιδάσκετο ότι η προσευχή ουδέν αποτέλεσμα δύναται να αποφέρει» (Κων. Δ. Γεωργούλη, Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης, εκδ. Ιστορικής και λαογραφικής εταιρίας Χαλκιδικής, σ. 47). «Ο Αριστοτέλης ήρθε στην Αθήνα και ήταν επικεφαλής της σχολής του για δεκατρία χρόνια και μετά αποσύρθηκε στη Χαλκίδα, επειδή κατηγορήθηκε από τον Ευρυμέδοντα τον ιεροφάντη για ασέβεια, ή, σύμφωνα με τον Φαβωρίνω στην Παντοδαπή ιστορία του, από τον Δημόφιλο» (Διογένης Λαέρτιος, V, 5). Ο Αριστοτέλης έφυγε, για να μη δώσει, όπως είπε, την ευκαιρία στους Αθηναίους να χτυπήσουν τη φιλοσοφία για δεύτερη φορά (η πρώτη ήταν με το Σωκράτη).

-Ο διάδοχος του Αριστοτέλη στο Λύκειο, ο Θεόφραστος, επίσης κατηγορήθηκε για ασέβεια («Ἁγνωνίδης τολμήσας ἀσεβείας αὐτὸν γράψασθαι» Διογένης Λαέρτιος, V, 37).

-Ο Αισχύλος κατηγορήθηκε για ασέβεια, επειδή αποκάλυψε μερικά από τα μυστικά των Μυστηρίων σε κάποιο από τα έργα του. (Αριστ. Ηθικά Νικομάχεια 1111a 9-10). «Ο Αισχύλος ο τραγωδός κρίθηκε ένοχος για ασέβεια, λόγω ενός δράματός του. Κι ενώ ήταν έτοιμοι οι Αθηναίοι να τον λιθοβολήσουν, ο Αμεινίας, ο νεώτερος αδερφός του, τους έδειξε το χέρι του, το οποίο δεν είχε καρπό. Είχε αριστεύσει στη ναυμαχία της Σαλαμίνας ο Αμεινίας χάνοντας τον καρπό του και ήταν πρώτος των Αθηναίων. Επειδή είδαν οι δικαστές το πρόβλημά του, θυμήθηκάν τα κατορθώματά του και άφησαν τον Αισχύλο» (Αιλιανού Ποικίλη Ιστορία, 5, 19: «Αἰσχύλος ὁ τραγῳδὸς ἐκρίνατο ἀσεβείας ἐπί τινι δράματι. ἑτοίμων οὖν ὄντων Ἀθηναίων βάλειν αὐτὸν λίθοις, Ἀμεινίας ὁ νεώτερος ἀδελφὸς διακαλυψάμενος τὸ ἱμάτιον ἔδειξε τὸν πῆχυν ἔρημον τῆς χειρός. ἔτυχε δὲ ἀριστεύων ἐν Σαλαμῖνι ὁ Ἀμεινίας ἀποβεβληκὼς τὴν χεῖρα, καὶ πρῶτος Ἀθηναίων τῶν ἀριστείων ἔτυχεν. ἐπεὶ δὲ εἶδον οἱ δικασταὶ τοῦ ἀνδρὸς τὸ πάθος, ὑπεμνήσθησαν τῶν ἔργων αὐτοῦ, καὶ ἀφῆκαν τὸν Αἰσχύλον»). Δηλαδή, καθόλου δεν αθωώθηκε ο Αισχύλος – απλώς του χάρισαν τη θανατική ποινή. Επειδή ασέβησε κατά των θεών γράφοντας ένα ακόμη αριστούργημά του, κρίθηκε άξιος θανάτου. Και γλίτωσε την τελευταία στιγμή, από τις πέτρες των πολυθεϊστών.

- Σε πολλές περιοχές, όπως στη Λύκτο της Κρήτης και στην Αρκαδία, οι Επικούρειοι, όχι μόνο καταδιώχτηκαν, μα και πέρασαν από βασανιστήρια, όπως μάς πληροφορεί κάποιο απόσπασμα του Αιλιανού (Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 431). «Στην Κρήτη, οι Λύκτιοι έδιωξαν μερικούς από τους Επικουρείους που ήταν εκεί, και ψηφίστηκε νόμος στην τοπική διάλεκτο για αυτούς που επινόησαν την θηλυκή και αγεννή και αισχρή σοφία και έχουν  κηρυχθεί δημόσια εχθροί των θεών της Λύκτου. Και αν κάποιος έφτανε έχοντας θράσσος και δεν έδινε καμιά σημασία σε όσα έλεγε ο νόμος, έπρεπε αυτός να δεθεί στο ζυγό κοντά στο βουλευτήριο (διοικητήριο) για είκοσι ημέρες αφού είχε αλειφθεί γυμνός με γάλα και μέλι,ώστε να γίνει δείπνο για τις μέλισσες και τις μύγες και να τον σκοτώσουν στο χρόνο που αναφέρθηκε. Κι αν αφού είχε περάσει αυτός ο χρόνος ζούσε ακόμα έπρεπε να τον ρίξουν στον γκρεμό αφού τον έντυναν με γυναικείο ένδυμα» (Αιλιανού Αποσπάσματα 39: «ὅτι ἐν Κρήτῃ Λύκτιοι τῶν Ἐπικουρείων τινὰς ἐκεῖ παραβαλόντας ἐξήλασαν. καὶ νόμος ἐγράφη τῇ ἐπιχωρίῳ φωνῇ τοὺς τὴν θήλειαν σοφίαν καὶ ἀγεννῆ καὶ αἰσχρὰν ἐπινοήσαντας καὶ μέντοι καὶ τοῖς θεοῖς πολέμιους ἐκκεκηρῦχθαι τῆς Λύκτου. ἐὰν δέ τις ἀφίκηται θρασυνόμενος, καὶ τὰ ἐκ τοῦ νόμου παρ’ οὐδὲν ποιήσηται, δεδέσθω ἐν κύφωνι πρὸς τῷ ἀρχείῳ ἡμερῷν εἴκοσιν, ἐπιρρεόμενος μέλιτι γυμνὸς καὶ γάλακτι, ἵνα ᾖ μελίτταις καὶ μυίαις δεῖπνον, καὶ ἀναλώσωσι χρόνῳ τῷ προειρημένῳ αὐτόν. τούτου γε μὴν διελθόντος ἐὰν ἔτι περιῇ, κατὰ κρημνοῦ ὠθείσθω, στολὴν γυναικείαν περιβληθείς»).

-Οι Επικούρειοι διώχτηκαν κακήν κακώς από τη πολυθεϊστική Ρώμη και από τους πολυθεϊστές Μεσσήνιους. «Έδιωξαν τους Επικούρειους από τη Ρώμη με κοινή απόφαση της βουλής. Και οι Μεσσήνιοι της ίδιας φιλοσοφικής σχολής τους οπαδούς τούς έδιωξαν, αποκαλώντας τους διαφθορείς των νέων και κηλίδα της φιλοσοφίας εξαιτίας της αθεότητάς τους. Και τους πρόσταξαν να φύγουν έξω από τα όρια της Μεσσηνίας πριν δύσει ο ήλιος» (Αιλιανού Αποσπάσματα 39: «Ἐξήλασαν δὲ τοὺς Ἐπικουρείους τῆς Ρώμης δόγματι τῆς βουλῆς κοινῷ. καὶ Μεσςήνιοι δὲ ἐν Ἀρκαδίᾳ τοὺς ἐκ τῆς αὐτῆς οἱονεὶ φάτνης ἐδηδοκότας ἐξήλασαν, λυμεῶνας μὲν εἶναι τῶν νέων λέγοντες, κηλῖδα δὲ φιλοσοφίᾳ προσβάλλοντας διὰ τε μαλακίαν καὶ ἀθεότητα. καὶ προςέταξάν γε πρὸ τῶν τοῦ ἡλίου δυσμῶν ἔξω τῶν ὅρων τῆς Μεσσηνίας γῆς εἶναι αὐτούς (..)»).

- Το 83 μ.Χ. ο Πολυθεϊστής αυτοκράτορας Δομιτιανός εξόρισε από τη Ρώμη όλους τους φιλοσόφους λ.χ. τον Επίκτητο (Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 469), καθώς και τους  μαθηματικούς και τους αστρολόγους.

- Για την εξαφάνιση του έργου του Δημόκριτου αναφέρεται από αρχαίους συγγραφείς ότι πρωτοστατούσε ο ίδιος ο Πλάτωνας. Συγκέντρωσε τα βιβλία του Δημόκριτου και θέλησε να τα κάψει. «Μα ο Αμύλκας και ο Κλεινίας, δύο Πυθαγόρειοι, το εμπόδιζαν, λέγοντάς του ότι δεν έχει τίποτα να ωφεληθεί επειδή πολλοί τώρα πια έχουν στα χέρια τους βιβλία του Δημόκριτου» (Διογένης Λαέρτιος, IX, 40).

- Ο Πρόκλος ήθελε να αποσύρει από την κυκλοφορία όλα τα βιβλία εκτός από τα Τίμαιος και Χαλδαϊκά Λόγια, ώστε να εμποδίσει να βλάψουν τους ανεκπαίδευτους (Μαρίνου, Βίος Πρόκλου, 38).

 - «Όταν βρήκε (ο Αλέξανδρος) τις Κύριες Δόξες του Επίκουρου, που (...) περιέχει συνοπτικά τα βασικά σημεία της φιλοσοφίας του, το πήγε στο κέντρο της αγοράς και το έκαψε πάνω σε ξύλα συκιάς καίγοντας έτσι δήθεν και τον ίδιο. Μετά έριξε τη στάχτη στη θάλασσα λέγοντας μάλιστα το χρησμό: ξορκίζω τις αντιλήψεις του τυφλού γέροντα πυρπολώντας τες» (Λουκιανού, Αλέξανδρος ή ψευδομάντης, 47 ).

- Ο Νέρων το 64 μ.Χ. καίγοντας τη Ρώμη έκαψε μαζί και τις βιβλιοθήκες της, που περιείχαν πολλά ελληνικά χειρόγραφα (Σουητώνιου, Δομιτιανός, 20).

-Οι Σπαρτιάτες, σύμφωνα με τον Βαλέριο Μάξιμο, απαγόρευσαν τα βιβλία του Αρχίλοχου, επειδή αυτός σάρκαζε το σπαρτιατικό πνεύμα.

-«Είναι τολμηρό να υποθέσουμε πως δεν έγιναν άλλες διώξεις πέρα από τις περιπτώσεις που συνέβηκε να ακούσουμε οι ίδιοι. Οι μελετητές δεν έχουν προσέξει αρκετά αυτό που ο Πλάτωνας βάζει τον Πρωταγόρα να λέει (Πρωτ. 316C-317B), δηλ. για τους κινδύνους που συνοδεύουν το επάγγελμα των σοφιστών, που τους εκθέτει «σε μεγάλες αντιζηλίες και έχθρες και κάθε λογής διωγμούς».» (E.R. Doods, Οι Έλληνες και το παράλογο, εκδ. Καρδαμίτσα, σ. 276).

-Στην «ανεκτική» Παγανιστική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, κατά τη βασιλεία του Κλαύδιου ο Σένεκας εξορίστηκε από το 41 μέχρι το 49 στην Κορσική. Την εποχή του Νέρωνα ο Σένεκας αναγκάστηκε ν’ αυτοκτονήσει το 65. Ο Μουσώνιος εξορίστηκε τον ίδιο χρόνο στη Γυάρο. Υπό τον Βεσπασιανό εξορίζονται Στωικοί και Κυνικοί από το 71 μέχρι το 75 μ.Χ., ενώ ο Δίων Χρυσόστομος που τόλμησε να επικρίνει τον αυτοκράτορα εξορίζεται από την Ιταλία και του απαγορεύεται να καταφύγει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Βιθυνία. Την εποχή του Μάρκου Αυρήλιου (που διέταξε και διωγμούς κατά Χριστιανών) εξορίζεται ο φιλόσοφος Φαβωρίνος, ο οποίος κατέφυγε στη Χίο.

-Ο φιλόσοφος Ανάξαρχος θανατώθηκε από τον τύραννο Νικοκρέοντα. Αυτός τον έβαλε σε ένα μεγάλο γουδί και διέταξε να τον λειώσουν με σιδερένιους κόπανους (Διογένης Λαέρτιος, IX, 59).

-Ο φιλόσοφος Ζήνων ο Ελεάτης θανατώθηκε από τον τύραννο Νέαρχο (Διογένης Λαέρτιος, IX, 26).

-Ο φιλόσοφος Ξενοφάνης εξορίστηκε από τους κατοίκους της πατρίδας του (Διογένης Λαέρτιος, IX, 18).

-Οι Πυθαγόρειοι κυνηγήθηκαν άγρια όπως κι ο ίδιος ο Πυθαγόρας  (βλ. Πορφύριου, Πυθαγόρου βίος, 56-57). Αυτούς τους «ελάχιστους» και προφανώς «πολύ ασήμαντους» Έλληνες φιλοσόφους καταδίωξαν οι Ειδωλολάτρες-Πολυθεϊστές της Αρχαίας Ελλάδας.

Πώς θα δικαιολογήσουν οι «αρχαιολάτρες» αυτούς τους διωγμούς εναντίον των Ελλήνων Φιλοσόφων; Μήπως θα πουν ότι ήταν προϊόν πολιτικών παιχνιδιών; Και ίσως γίνει δεκτό πως τον φίλο του Περικλή Αναξαγόρα ή τον Σωκράτη οι Παγανιστές τους δίωξαν λόγω πολιτικών συμφερόντων. Ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις, το ότι η επίσημη πρόφαση του διωγμού ήταν η θρησκεία, αυτό σημαίνει πολλά για την ύπαρξη παγανιστικού φανατισμού του όχλου τον 5ο π.Χ. αι., ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πολιτικά παιχνίδια. Οι υπόλοιποι φιλόσοφοι όμως, που (επίσης) αντιτίθεντο στις παγανιστικές αντιλήψεις; Ήταν κι αυτοί θύματα «πολιτικών σκοπιμοτήτων»; Ήταν, θα πουν οι Νεοπαγανιστές. Ώστε έτσι. Ενώ οι διωγμοί κατά των Παγανιστών αξιωματούχων τον 4ο μ.Χ. αιώνα δεν έγιναν λόγω «πολιτικών σκοπιμοτήτων», αλλά λόγω «θρησκευτικού φανατισμού»; Δύο μέτρα και δύο σταθμά λοιπόν έχουν οι Νεοπαγανιστές; Όποτε τους συμφέρει οι διώξεις είναι προϊόν πολιτικών σκοπιμοτήτων, κι όποτε δεν τους συμφέρει είναι προϊόν θρησκευτικού φανατισμού;

Παρ’ όλο που είναι άγνωστο στους περισσότερους, τον 5ο αι. π.Χ. ψηφίστηκε (Ψήφισμα του μάντη Διοπείθη) από τους Παγανιστές νόμος στην Αρχαία Αθήνα κατά εκείνων (=φιλοσόφων) που «δεν πίστευαν στα θεία και διέδιδαν θεωρίες για τα ουράνια φαινόμενα» (Πλουτάρχου Περικλής, 32) με ποινές την εξορία, το θάνατο και το κάψιμο των συγγραμμάτων (Nauk, Fragm. Trag. Gracc. 2η έκδοση, σελ. 771). Βάσει αυτού του νόμου (κι όχι αυθαίρετα ή παράνομα) καταδικάστηκαν οι παραπάνω φιλόσοφοι και ο Σωκράτης.

            Ο Δαυλός γράφει (Δημήτρης Λάμπρου, τεύχος 199,  Ιούλιος 1998): «οι Έλληνες ουδέποτε έκαψαν ή κατέστρεψαν τους άλλα φρονούντες και τα έργα τους». Δηλαδή, ο Δαυλός εννοεί ότι: δεν υπήρξε «Ψήφισμα του Διοπείθη», ο Πλούταρχος δεν ξέρει τι γράφει, ο Βαλέριος Μάξιμος είναι ανθέλληνας, ο Αιλιανός συκοφαντεί τους Κρήτες και Αρκάδες, ο Διογένης Λαέρτιος είναι ψεύτης και δεν γνώριζε την αλήθεια, ο Σάτυρος το ίδιο, ο Λυσίας είναι ρήτορας, δηλαδή ψευταράκος, ενώ ο φιλόσοφος Σέξτος Εμπειρικός αγνοεί τα γεγονότα. Καμμιά φορά, συμβαίνουν και τέτοια πράγματα, ταυτοχρόνως, ειδικά με τις αναφορές των αρχαίων συγγραφέων περί διώξεων. Το ίδιο κι ο κ. Μάριος Πλωρίτης (συνέντευξη στο Δαυλό, τ. 214), όταν εξωραΐζει την αρχαιοελληνική πραγματικότητα αποκρύπτοντας τις διώξεις φιλοσόφων,  λέγοντας ότι «στην Ελλάδα κυριαρχούσε η ελεύθερη σκέψη, η ελεύθερη έρευνα, ο ελέυθερος λόγος». Άραγε η άποψη των Νεοελλήνων ουμανιστών είναι ότι η, λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων, δολοφονία της Υπατίας είναι έγκλημα σημαντικότερο από το φόνο του Σωκράτη, τις διώξεις του Αναξαγόρα, του Πρωταγόρα, του Πρόδικου, του Αριστοτέλη, του Στίλπωνα, των Επικούρειων, των Στωικών και άλλων, πολύ σημαντικότερων από την Υπατία φιλοσόφων;

Τι έχουν να πουν οι Ν/Π για τα παρακάτω:

Μερικοί οχλοκρατικοί βανδαλισμοί Ελλήνων ειδωλολατρών κατά μνημείων, που διασώθηκαν επειδή καταγράφηκαν, (μόνο στους Ελληνιστικούς χρόνους), είναι τουλάχιστον 60. (Dieter Metzler, Bildersturme und Bilderfeindlichkeit in der Antike (στο Martin Warnke, Bildersturm. Die Zesturung des Kunstwerks, Frankfurt 1988, σ. 15).

-Κατά τον Φωκικό πόλεμο (348 π.Χ.) οι Φωκιείς μετά την ήττα τους από τους Θηβαίους, κατέφυγαν ικέτες στον ναό τού Αββαίου Απόλλωνος. Αλλά οι Θηβαίοι τους έκαψαν μαζί με το ιερό και τα έργα τέχνης, για δεύτερη φορά μετά τους Μήδους (Παυσανίας, 10, 35, 3).

-Τον 219 π.Χ. ο στρατηγός των Αιτωλών Δωρίμαχος, πυρπόλησε το ιερό της Δωδώνης, κατέστρεψε τα αναθήματα, και «κατέσκαψε την ιεράν οικίαν». (Πολύβιου, Ιστορίαι, 4, 67, 3). Με τη σειρά τους οι Μακεδόνες (υπό τον Φίλιππο Ε΄), εισβάλλουν στο Θέρμον και επιδίδονται σε χειρότερες βαρβαρότητες. Μετά τη λεηλασία της περιοχής, πυρπόλησαν τις στοές των ναών και κατέστρεψαν τα αφιερώματα, που ήταν πολύτιμα έργα εξαιρετικής τέχνης. «ὄντα πολυτελῆ ταῖς κατασκευαῖς καὶ πολλῆς ἐπιμελείας ἔνια τετευχότα καὶ δαπάνης». Ξεθεμελίωσαν τα κτίρια, γκρέμισαν τα αγάλματα που υπολογίζονταν σε δύο χιλιάδες, και προχώρησαν στον θρυμματισμό τους, εκτός από εκείνα που στο βάθρο είχαν εγχάρακτα τα ονόματα των θεών, από ευλάβεια ή φόβο. «Ἀνέτρεψαν δὲ τοὺς ἀνδριάντας ὄντας οὐκ ἐλάττους δισχιλίων» (Πολύβιου, Ιστορίαι, 5, 9). Όλα αυτά έγιναν με εντολή του Φιλίππου και των συνεργατών του «τοὺς περὶ αὐτὸν φίλους», που πίστευαν ότι ενεργούν «δικαίως καὶ καθηκόντως». Κατά τον Μεγαλοπολίτη ιστορικό, οι καταστροφές αυτές, δεν αποτελούν βάρβαρες πράξεις «αναγκάζουσιν οι του πολέμου νόμοι και τα τούτου δίκαια». (Πολύβιου Ιστορίαι, 5, 11, 3). Ώστε δεν αποτελούν βαρβαρότητα, σύμφωνα με τους Παγανιστές οι πράξεις αυτές. Άμα όμως τις κάνουν οι Χριστιανοί, τότε αποτελούν!

-To 219 π.Χ., οι Αιτωλείς, με επικεφαλής τον Σκόπα, εισβάλλουν στη Μακεδονία, κυριεύουν το Δίον, παραδίδουν στο πυρ τις στοές γύρω από τον ναό, και ανατρέπουν όλους τους ανδριάντες. «Ἐνέπρησε τὰς στοὰς τὰς περὶ τὸ τέμενος καὶ τὰ λοιπὰ διέφθειρε τῶν ἀναθημάτων, ἔτρεψε δὲ τὰς εἰκόνας τῶν βασιλέων ἁπάσας» (Πολύβιου, Ιστορίαι, 4, 62, 2-3).

-Το 201 π.Χ., ο Φίλιππος εισβάλλει στη Μ. Ασία, κυριεύει την Πέργαμο όπου ηγεμόνευε ο Άτταλος Α΄, και με λυσσώδη οργή «λυττῶντι τῷ θυμῷ», (όπως γράφει ο Πολύβιος), καταστρέφει μνημεία και έργα τέχνης. «Εἰς τὰ τῶν θεῶν  τεμένη διετίθετο τὴν ὀργήν». Δεν αρκείται όμως στον εμπρησμό και την κατακρήμνιση των ναών, των βωμών και των αγαλμάτων. Κατασυντρίβει και τους λίθους για να μην ξαναχτιστούν τα ξεθεμελιωμένα ιερά: «πρὸς τὸ μηδὲν ἀνασταθῆναι τῶν κατεφθαρμένων». Πελέκησε ακόμα και τα ιερά άλση. (Πολύβιου, Ιστορίαι, 21, 1).

-Το 200 π.Χ., ο Φίλιππος πάλι, κατέστρεψε και τα έργα τέχνης της Αττικής κατά την εισβολή του. Όπως κατήγγειλαν οι Αθηναίοι στο συνέδριο των Αιτωλών (στο Θέρμον), θρήνησαν για τον χαλασμό του τόπου τους, για τον αφανισμό της σοδειάς, την κατεδάφιση των σπιτιών και τη λαφυραγωγία. Αλλά εκείνο που τους συγκλόνισε και τους εξαγρίωσε, γράφει ο Λίβιος, ήταν οι βέβηλες και ανίερες πράξεις του Μακεδόνα μονάρχη. Το γκρέμισμα των μνημείων, η βεβήλωση των ιερών, η καταπάτηση κάθε θείου και ανθρώπινου νόμου. «Κατέστρεψε τα προγονικά ιερά που στόλιζαν και τον μικρότερο δήμο (της Αττικής), πυρπόλησε όλους τους ναούς, ακρωτηρίασε τα αγάλματα των θεών που κατάκεινται σήμερα ανάμεσα στις γκρεμισμένες πύλες των ναών» (Λίβιου Τίτου Ρωμαϊκή ιστορία ΧΧΧΙ, 30).

            Η εικόνα που εξεπίτηδες δίνουν οι εχθροί της ελληνικής Ρωμανίας είναι ότι τα αρχαία μνημεία ήταν σχεδόν άθικτα ώς την εποχή (380 μ.Χ.) που επικράτησαν οι Χριστιανοί, και τότε μόνον καταστράφηκαν ή λεηλατήθηκαν αυτά. Αυτή η εικόνα δεν είναι απλώς λανθασμένη ούτε προϊόν συγχωρήσιμης άγνοιας˙ είναι συνειδητή παραχάραξη της ιστορικής πραγματικότητας. Σκοπός της: να κατηγορηθεί ο Χριστιανισμός.

-Ο Μαρκέλλος, το 212 π.Χ., αφάνισε τις Συρακούσες μεταφέροντας όσα καλλιτεχνήματα δεν καταστράφηκαν στη Ρώμη (Πλούταρχου, Μαρκέλλος).

-Μεταξύ 197-194 π.Χ. οι Ρωμαίοι πολυθεϊστές με τον Τίτο Φλαμινίνο λεηλάτησαν τόσο πολύ τη Βόρεια Ελλάδα, ώστε οι κάτοικοι της Ρώμης απαλλάχτηκαν επί δεκαετίες από κάθε φορολογία.

-To 189 π.Χ. ο Marcus Fulvus Nobilior μετέφερε από την Αμβρακία στη Ρώμη 785 χάλκινα και 230 μαρμάρινα αγάλματα, σύνολο 1015 (Τίτος Λίβιος, XXXIX, 5).

-Το 171 π.Χ. ο Lucretius Gallus κατά την εκστρατεία του κατά της Μακεδονίας καταλεηλάτησαν τα έργα τέχνης των Αβδήρων, της Εύβοιας και της Βοιωτίας (Τίτος Λίβιος, XLIII, 4-7).

-Το 168 π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι πολυθεϊστές κατέλυσαν το Μακεδονικό κράτος, παρέλασαν στη Ρώμη 250 άμαξες φορτωμένες με ανδριάντες, γλυπτά, ζωγραφικούς πίνακες (Πλούταρχου, Αιμίλιος Παύλος). Όταν κατεστάλη η εξέγερση των Μακεδόνων, στα 148 π.Χ., οι Λατίνοι ξανά λεηλάτησαν τη Μακεδονία. Τότε μεταφέρθηκαν οι ανδριάντες των εφίππων εταίρων του Αλεξάνδρου που έπεσαν στον Γρανικό.

-Το 146 π.Χ. η Κόρινθος ξεθεμελιώνεται και όσα καλλιτεχνήματα δεν αφανίστηκαν μεταφέρθηκαν στην Ιταλία. Ο Στράβων αναφέρει ότι τα πλείστα και άριστα από τα καλλιτεχνήματα των ειδωλολατρικών ναών της Ρώμης και των γύρω πόλεων προέρχονταν από τη λεηλασία αυτήν.

-O Μόμμιος αρπάζει τον Έρωτα των Θεσπιών, δημιούργημα του Πραξιτέλη.

-Το 132 π.Χ. αρχίζουν στη Ρώμη οι πλειστηριασμοί των καλλιτεχνημάτων της Περγάμου (Πλίνιου, Φυσική Ιστορία, XXXIV, 48).

-Το 103 π.Χ. ο Λικίνιος Κράσσος μετέφερε από την Αθήνα μεγάλο αριθμό αγαλμάτων και κιώνων (Πλίνιος, XVII, 6).

-Τον 1ο π.Χ. αι. η Κιλικία και η Κρήτη έγιναν ορμητήρια πειρατών. Αυτοί κατέστρεψαν το Ηραίον στη Σάμο, λεηλάτησαν τα ιερά της Σαμοθράκης, κατέστρεψαν το μαντείο του Απόλλωνα στην Κλάρο, το ναό των Βραγχιδών στους Διδύμους της Μιλήτου, το ιερό της Χθονίας Δήμητρας στην Ερμιόνη, του Ασκληπιού στην Επίδαυρο και στο Ταίναρο, της Ήρας στο Άργος, του Απόλλωνα στο Άκτιο. Το 69 π.Χ. πειρατές κατέστρεψαν ό,τι απέμεινε στη Δήλο.

-Ο Σύλλας άρπαξε το εξ ελεφαντοστού άγαλμα της Αθηνάς από τις Κλαζομενές, πίνακες του Ζεύξιδος, το κολοσσιαίο άγαλμα του Απόλλωνα από την Απολλωνία του Πόντου. Ο Αύγουστος μετέφερε από την Τεγέα στη Ρώμη το άγαλμα της Αλέας Αθηνάς (Παυσανίας, 8, 46, 1).

-Για να εκδιώξουν τους πειρατές, οι Ρωμαίοι κατέλαβαν και ρήμαξαν την Κρήτη, το 69 π.Χ., και, όπως γράφουν ο Στράβων (1, 477), ο Κικέρων (Pro Murena, 35, 74) και ο Ευτρόπιος (6, 11) ερημώθηκαν οι πόλεις και τα χωριά του νησιού. Τα ίδια έγιναν το 58 π.Χ. στην Κύπρο.

-Το 87 π.Χ. οι Ρωμαίοι, με τον Σύλλα και τον Λούκουλλο εξεστράτευσαν στην Ελλάδα, για να αντιμετωπίσουν τον Μιθριδάτη. Οι δύο στρατηγοί έχοντας ανάγκη χρημάτων άρπαξαν τα χρυσά αναθήματα που βρίσκονταν στην Επίδαυρο, την Ολυμπία, στους Δελφούς., όπου «πολὺν ἄργυρον καὶ χρυςὸν, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἄλλων πολυτελῆ κατασκευὴν ἀναλαβὼν ἤθροισε χρημάτων πλῆθος» (Διόδωρος Σικελιώτης, 38, 7). Πυρπόλησαν ιερά άλση στην Αττική και κατέστρεψαν την Ακαδημία και το Λύκειο. Ο Μιθριδάτης κατέστρεψε τη Δήλο, που είχε μείνει πιστή στους Ρωμαίους. Ο Σύλλας κατέστρεψε τον Πειραιά και ισοπέδωσε ολόκληρες πόλεις (Πλούταρχου, Σύλλας, 14 και 26). Αφαίρεσε κίονες και κιονόκρανα απ’ το ναό του Δία στην Αθήνα (Πλίνιος, XXXVI, 45). Στο ιερό της Αθηνάς στις Αλκομενές της Βοιωτίας άρπαξε το λατρευτικό άγαλμα. Έκτοτε το μεγάλο βοιωτικό ιερό έσβησε (Στράβων, 9, 413).

Verres σύμφωνα με τον Κικέρωνα (Actiio in C. Verrem secunda) έκλεψε από τον Παρθενώνα μεγάλο αριθμό χρυσών αναθημάτων. Στη Χίο αρπάχτηκαν αγάλματα. Από την Τένεδο κλέβεται το λατρευτικό άγαλμα του Τένητος, που εκτίθεται στο Forum της Ρώμης. Ακολουθεί αρπαγή του αγάλματος της Ήρας από το ναό της στη Σάμο. 

-Κατά τους β’ και γ’ Μιθριδατικούς πολέμους η Ελλάδα υπέστη πολλές καταστροφές. Μόνο από τη Ρόδο οι Ρωμαίοι ειδωλολάτρες άρπαξαν περί τα 5000 αγάλματα και άλλα 500 από τους Δελφούς.

-Κατά τους εμφύλιους πολέμους μεταξύ Καίσαρα και Πομπηίου, το 48 π.Χ. οι Ρωμαίοι άρπαξαν 3000 έργα τέχνης από τη Ρόδο. Τα Μέγαρα αφανίστηκαν από τον στρατό του Καίσαρα.

-Κατά τον Σουετώνιο (Αύγουστος, 71), ο Αύγουστος έλειωσε όλα τα έργα τέχνης από χρυσό και άργυρο, τα οποία βρήκε στην Αλεξάνδρεια. Στον πόλεμο Αντώνιου-Οκταβιανού, αφού επικράτησε ο δεύτερος, εκδικήθηκε τους Αρκάδες συμμάχτους του πρώτου, λεηλατώντας το ιερό της Αλέας, αρπάζοντας το πανάρχαιο άγαλμα της Αθηνάς (6ος π.Χ. αι.), έργο του Ενδοίου καθώς και τα δόντια του μυθικού καλυδώνιου κάπρου (Παυσανίας, 8, 46, 1).

-Επί Μάρκου Αυρήλιου βάρβαροι από τη Βοημία και τη Μοραβία λεηλατούν τη Θράκη και τη Μακεδονία προτού νικηθούν στην Ελάτεια, το 161 μ.Χ.

-Ο Νέρωνας είχε στείλει ειδικό απεσταλμένο, τον Σεκούνδο Καρία, στην Ελλάδα και την ελληνική Μικρά Ασία, για.. σαφάρι καλλιτεχνημάτων και αγαλμάτων, το οποίο ήταν εξαιρετικά αποδοτικό. Από την Ολυμπία άρπαξε εκτός άλλων τα αγάλματα του Οδυσσέα, του Δία, του Διόνυσου και του Ορφέα (Παυσανίας, 5, 26, 3-4). Από τους Δελφούς άρπαξε άλλα 500 αγάλματα, σύμφωνα με τον Παυσανία.

Αυτά τα λίγα για την καταστροφή των αρχαίων καλλιτεχνημάτων, από Έλληνες και Ρωμαίους, πριν την επικράτηση του Χριστιανισμού. Αν συνυπολογίσουμε στα κατεστραμένα 1) τα λεηλατημένα και τα κατεστραμένα κατά το δρόμο προς τη Ρώμη (π.χ. ναυάγια πλοίων φορτωμένων με αγάλματα, πίνακες, πολύτιμα μέταλλα και κίωνες), αν συνυπολογίσουμε 2) τις καταστροφές αγαλμάτων που διέπραξαν οι Σταυροφόροι στην Κωνσταντινούπολη, το 1204, οι Τούρκοι και οι Άραβες στη Μ. Ασία και την Μέση Ανατολή, οι Δυτικοί «περιηγητές» και τυχοδιώκτες επί Τουρκοκρατίας (Έλγιν, Μοροζίνης ο οποίος βομβάρδισε και κατέστρεψε το 1687 τον Παρθενώνα) που άρπαζαν έργα τέχνης, αν, τέλος, συνυπολογίσουμε 3) τα έργα τέχνης (ναοί και αγάλματα) που καταστράφηκαν απλώς από τη φθορά του χρόνου (ερήμωση περιοχών, εισβολές βαρβάρων στην Α. Μεσόγειο, σεισμοί) τότε ασφαλώς προκύπτει ότι ήταν ελάχιστα αυτά που κατέστρεψαν οι Χριστιανοί της Ρωμανίας˙ κι όσα καταστράφηκαν ήταν ελάχιστα και η καταστροφή τους έγινε κατά βάση από μη ελληνικής καταγωγής Χριστιανούς Ασιάτες˙ δηλαδή πραγματική αιτία ήταν οι υπόγειες εθνικές συγκρούσεις κι όχι ο Χριστιανισμός. Αλλά και ούτε και για τις λίγες περιπτώσεις των ελληνικής καταγωγής βανδάλων ευθύνεται ο Χριστιανισμός, ο οποίος καταδικάζει τη βία.

 

14e ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ ΚΑΤΑ ΕΘΝΙΚΩΝ

Οι Νεοπαγανιστές τονίζουν με έμφαση τις καταστροφές αρχαίων ναών λόγω των διατάξεων του Θεοδοσίου Α’.  Όμως αυτές οι κατά του παγανισμού απαγορευτικές διατάξεις του Θεοδόσιου Α’, που πρωτοεκδόθηκαν το 391, εφαρμόστηκαν κυρίως στην υπαρχία Ανατολής (κυρίως στην Αίγυπτο) και ελάχιστα στην Ελλάδα, η οποία ήταν τμήμα της υπαρχίας Ιλλυρικού.

Γράφει χαρακτηριστικά ο Γερμανός ιστορικός F. Gregorovius ότι από τα έδικτα του Θεοδόσιου Α’, η Ελλάδα έπαθε τα λιγώτερα συγκριτικά με όλη την  υπόλοιπη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, κι ότι ο Χριστιανισμός επικράτησε ειρηνικά στην Αθήνα. Πολλοί ονομαστοί αρχαίοι ναοί στον ελλαδικό χώρο μάλιστα έπεσαν πολύ αργότερα, από σεισμούς και άλλες θεομηνίες κι όχι από βανδαλισμούς: «Ἐκ τοῦ τοιούτου βανδηλισμοῦ [που έγινε βάσει των εδίκτων του Θεοδόσιου] ἥκιστα παςῶν τῶν χωρῶν ἔπαθεν ἡ ἀρχαία Ἑλλάς. Κυρίως δ’ αἱ Ἀθῆναι ἔμειναν ἀπηλλαγμέναι καταστροφῶν. Οὐδὲν τῶν μεγάλων ἱερῶν τῶν ἐν Ἀθήναις ὀνομαστῶν κατέπεσε τότε. (...) Ὁ Χριστιανισμὸς ἀνεδείχθη ἴσως ἐν Ἀθήναις εὐλαβέστερος πρὸς τὰ μνημεῖα τῆς ἀρχαίας τέχνης ἢ ἀλλαχοῦ ἐν ταῖς πόλεσι τῆς ῥωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Ἐξαιρουμένων ἐνίων καταστροφῶν καλλιτεχνημάτων καὶ ἱερῶν, πρὸς ἃ εἶχε μετ’ ἰδιαζούσης ἐμμονῆς συμφυῆ ἡ ἀρχαία πίστις, ἡ νικῶσα θρησκεία φαίνεται λαβοῦσα κατοχὴν τῶν Ἀθηνῶν ἐν εἰρήνῃ (...) Οἱ ἀρχαῖοι ναοὶ τῶν Ἀθηνῶν οἱ μεταβληθέντες εἰς ἐκκληςίας, ἐν οἷς αὐτόχρημα οἱ λαμπρότατοι, δεικνύουσιν ἀκόμη καὶ τὴν σήμερον ὁπόσον μεγάλην εὐλάβειαν ἐπέδειξαν οἱ Ἀθηναῖοι κατὰ τὴν εἰς ἐκκληςίας μετασκευὴν αὐτῶν (...) Ἡ καταστροφὴ τοῦ Ὀλυμπίειου δὲν δύναται νἀποδοθῇ εἰς τὸν βανδηλισμὸν Βυζαντίνου ἀνθυπάτου ἢ εἰς τὸν εὐσεβῆ ζῆλον ἐπισκόπου τινός. Τὸ γιγάντειον κτίριον τοῦ ἐκ τῶν χρόνων τοῦ Ἀδριανοῦ Ὀλυμπιεῖον μόνον ὑπὸ θεομηνίας εἶνε πιθανὸν ὅτι κατεθρυμματίσθη (...) Πολλοὶ δὲ ναοὶ κατεστράφησαν ὑπὸ σεισμῶν, καὶ δὴ ἐν ἐπιγενεστέρῳ χρόνῳ [ὁ τοῦ Διὸς ἐν Ὁλυμπίᾳ τὸν ἕκτον αἰῶνα καὶ] ὁ ὀνομαστὸς ἐν Κυζίκῳ μετὰ τὸν ἑνδέκατον αἰῶνα ὑπερμεσοῦντα»  (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ. 1, σ. 97, 128, 133).

Όσο για τον Αλάριχο, ο Gregorovius αναφέρει ότι είναι υπερβολή να πιστεύουμε ότι ο Αλάριχος είχε σκοπό να καταστρέψει τα ιερά. Πράγμα λογικό, αφού ο Αλάριχος το πλιάτσικο μόνο είχε κατά νου: «Οὐδεὶς ἱστορικὸς μαρτυρεῖ, ὅτι ὁ βασιλεὺς τῶν βαρβάρων ἐξηκόντισε τὸν πυρςὸν τοῦ ἐμπρησμοῦ εἰς τὸ ἱερὸν τῆς Δήμητρος. (...) Ὑπερβάλλουσι δεινῶς τὰ πράγματα οἱ θεωροῦντες αὐτοὺς προβάντας ἐξεπίτηδες εὶς σκόπιμον καταστροφὴν τῶν ἱερῶν, ἀνάγοντες δ’ εἰς τὸν Ἀλάριχον τὴν ἐξολόθρευσιν τῶν ἐθνικῶν θεῶν τῶν Ἑλλήνων» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ. 1, σ. 101, 103).

Γράφει ο Gregorovius: «Αἱ Ἀθῆναι ἔπαθον κατὰ τὴν ὑπὸ τῶν Οὐσιγότθων κατάκτησιν προφανῶς ὀλιγώτερα ἢ ἐν τοῖς χρόνοις τοῦ Δεξίππου. Καὶ αὐτοὶ δ’ ἐκεῖνοι οἱ ἱστορικοὶ οἱ ποιούμενοι λόγον περὶ τῆς ἁλώσεως τῆς πόλης οὐδὲν λέγουσι περὶ δῃώσεως αὐτῆς» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ. 1, σ. 105).

Ο Gregorovius αμφισβητεί τις ασυναρτησίες των Νεοπαγανιστών, πως τάχα οι «Βυζαντινοί» σκόπευαν στην καταστροφή της αρχαίας Ελλάδας και γι’αυτό συνέβη η εκστρατεία του Αλάριχου. Τονίζει ακόμη ο Γερμανός ιστορικός, ότι οι λόγοι που άργησε να αντιδράσει η εξουσία κατά του Αλάριχου ήταν, πρώτον η δολοφονία του Ρουφίνου, η οποία αποδιοργάνωσε τη διοίκηση του κράτους, και δεύτερον η δυσπιστία του Αυτοκράτορα προς τον Στηλίχωνα – φοβόταν ότι κι αυτός θα συμμαχούσε με τον ομοεθνή του Αλάριχο, αντί να τον καταδιώξει: «Ὁ Στελίχων εἶχε σπεύσει μετὰ τῆς αὐτοκρατορικῆς στρατιᾶς ἀπὸ τῶν Μεδιολάνων [Μιλάνο] εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ ἀκολουθήσει τοὺς Γότθους διὰ τῆς Πίνδου, ἀλλ’ ὁ φιλύποπτος Ἀρκάδιος ἐκέλευσεν αὐτὸν νὰ ἐγκαταλίπῃ τὰς χώρας τοῦ ἀνατολικοῦ ῥωμαϊκοῦ κράτους. (...) Ἡ δὲ τεραστία καταστροφὴ ἡ ἐπακολουθήσασ’ ἀπ’ ἐναντίας τότ’ ἐν Ἑλλάδι δὲν ὑπῆρξε τόσον ἀποτέλεσμα τῆς παρὰ Ρουφίνου προδοςίας, ὅσῳ μᾶλλον τῆς ἀνικανότητος τῶν Βυζαντίνων περὶ τὸ πολιτεύεσθαι καὶ τοῦ ἀμάχου αὐτῶν τῶν Ἑλλήνων. Αὐτὸς δ’ ο Ρουφίνος ἔπεσεν ἐν Κωνσταντινουπόλει τῇ 27 Νοεμβρίου 395 ὑπὸ τοῦ ξίφους τοῦ Γαϊνᾶ˙ ὁ δὲ φόνος αὐτοῦ παρέλυσε πρὸς ὥραν τὴν δύναμιν τῆς κυβερνήσεως, καθ’ ὂν χρόνον ὁ Ἀλάριχος ἀπ’ ἐναντίας διέβαινε τὰς Θερμοπύλας» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ. 1, σ. 99).

«Οι εν Κωνσταντινουπόλει φοβηθέντες υπέδειξαν στον Αλάριχο να κάμει τας επιδρομάς του προς το Ιλλυρικόν, το οποίον έπρεπε κατά τον Στιλίχωνα να ανήκει εις την Δύσιν. Τούτο ηνάγκασε τον Στιλίχωνα να έλθει εις το Ιλλυρικό, χωρίς όμως να προβεί εις οριστικόν αγώνα (...). Οι εν Κωνσταντινουπόλει ήσαν απησχολημένοι με τους Ούννους, οι οποίοι είχαν εισβάλει δια του Καυκάσου εις την Μικράν Ασίαν, και δεν έσπευσαν εγκαίρως να κτυπήσουν τον Αλάριχον» (Κ. Αμάντου, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τύποις Αθ. Α. Παπασπύρου, Αθήνα 1939, σ. 74, 75).

Με άλλα λόγια, οι ισχυρισμοί των Νεοπαγανιστών ότι δήθεν οι Βυζαντινοί ήθελαν την καταστροφή της Ελλάδας κι ότι αδιαφόρησαν για την λεηλασία του Αλάριχου είναι απολύτως αβάσιμοι και κακόβουλοι. Το κράτος είχε παραλύσει με τη δολοφονία του «πρωθυπουργού» Ρουφίνου κι ο αυτοκράτορας Αρκάδιος απομάκρυνε τον Γότθο Στελίχωνα μόνο επειδή υποψιαζόταν πως ο τελευταίος θα συμμαχούσε με τον ομοεθνή του Αλάριχο. Όταν πείστηκε ότι αυτό δε θα γινόταν, διέταξε τον Στελίχωνα να κυνηγήσει  και να διώξει τον Αλάριχο.

Επίσης βλέπουμε ότι η κυβέρνηση ουδόλως αδιαφόρησε για την επιδρομή του Αλάριχου, αλλά εξαιτίας της ταυτόχρονης εισβολής των Ούννων στην Μικρασία, δεν μπορούσε να αντιδράσει πολεμώντας σε δύο μέτωπα. Γι’ αυτό, οι ευφυέστατοι διπλωμάτες έπεισαν τον Αλάριχο να πάει προς το Ιλλυρικό (Όχι προς την «Ελλάδα» όπως ισχυρίζονται οι Νεοπαγανιστές, διότι το «Ιλλυρικό» περιελάμβανε κι άλλες περιοχές εκτός από την Ελλάδα, τουλάχιστον ίσες σε έκταση με αυτήν), ώστε να προκληθεί διαμάχη μεταξύ Στιλίχωνα και Αλάριχου για την κατοχή του και να αλληλοεξουδετερωθούν. Όμως, φαίνεται πως  ο μεν Στιλίχωνας φοβόταν να εμπλακεί σε σύγκρουση με τον Αλάριχο, η δε κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, αμέσως μετά υποψιάστηκε ότι οι δύο Γότθοι ίσως συμμαχούσαν. Πάντως, παρόλη την αδυναμία του κράτους εκείνη την στιγμή, και παρόλη την παρουσία Ούννων, Γότθων του Αλάριχου και Γότθων του Στιλίχωνα στα εδάφη της, η Ρωμανία κατόρθωνε κι εξουδετέρωνε ένα-έναν τους ξένους. Είναι ανόητος, λοιπόν, ο ισχυρισμός, ότι οι «Βυζαντινοί» έστειλαν τον Αλάριχο στην Ελλάδα με εντολή να την καταστρέψει.

Τέλος, ο Γρηγορόβιος αναφέρει ότι παρ’ όλη την καταστροφή που επέφερε ο Αλάριχος, πολλές ένδοξες αρχαιότητες στην Πελοπόννησο είχαν διασωθεί: «Ἂν δὲ μετὰ τὴν γοτθικὴν δῄωσιν ἤθελεν ἐπισκεφθῇ τὰς χώρας τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος δεύτερός τις Παυσανίας, θὰ ἤθελε μὲν εὕρει νέα ἐρείπια πρὸς ἀναγραφήν, ἀλλὰ καὶ παρατηρήσει μετ’ εὐχαριστήσεως, ὅτι πολλαὶ ἔνδοξαι ἀρχαιότητες, καὶ ἐν αὐτῇ τῇ Πελοποννήσῳ εἶχον διασωθῇ. Καὶ περὶ αὐτῆς δὲ τῆς Ὀλυμπίας δύναται νὰ λεχθῇ τοῦτο» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ.1, σ. 107).

Φυσικά, οι αναφορές των ειδωλολατρών ιστορικών σε «μοναχούς» που συνόδευαν τον Αλάριχο αφορούν  τους αρειανιστές κι όχι τους ορθόδοξους καλόγερους. Διότι, όχι μόνο υπήρχε και αιρετικός μοναχισμός, αλλά επιπλέον δεν ήταν δυνατό, να δέχεται για συμμάχους, ο Αλάριχος, τους αντιπάλους του, τους Ορθόδοξους μοναχούς.

Είναι λάθος να υπερτονίζεται η χριστιανική (που ούτε κι αυτό ισχύει βέβαια˙ αιρετικοί ήταν, αρειανοί) ιδιότητα των Γότθων του 4ου μ.Χ. αιώνα, για να ερμηνευθούν οι καταστροφές και οι λεηλασίες που διέπραξαν στην Ελλάδα. Οι Γότθοι επέδραμαν κατά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (και της Ελλάδας συγκεκριμένα) όχι μόνο αφού εκχριστιανίστηκαν, αλλά και πολύ πιο πριν, όταν ήταν ακόμη παγανιστές. Στον 3ο αι. μ.Χ. είχαν επεδράμει πολλές φορές κατά της Ελλάδας. Έτσι:

-Το 253 μ.Χ. οι Γότθοι φτάνουν στην Έφεσσο.

-Το 254 επέδραμαν εναντίον της Ελλάδας.

-Το 262 ερημώθηκε η Ιωνία και οι γειτονικές περιοχές

-το 256 η Βιθυνία και η βορειοδυτική Μικρα Ασία λεηλατήθηκαν.

-το 267 οι Γότθοι λεηλατούν τη Δυτική Μ. Ασία, την Έφεσσο, την Νικομήδεια, την Τροία˙ κυριεύουν και λαφυραγωγούν το Άργος, το Βυζάντιο, την Κύζικο και την Κόρινθο, κυριεύουν τον Πειραιά και τη Αθήνα και καίνε βιβλιοθήκες –οι Παγανιστές Γότθοι – καθώς και τον Παρθενώνα, του οποίου η στέγη καταρρέει.

Συμπέρασμα: οι Γότθοι ήταν βάρβαροι επιδρομείς, είτε ήταν Παγανιστές είτε Χριστιανοί. Η Ελλάδα τους προσείλκυε, λόγω του πλούτου της, ανεξαρτήτως της θρησκείας που αυτοί ακολουθούσαν. Δεν είναι λογικό να αποδωθεί η τάση τους για επιδρομές κατά της Ελλάδας στην (αιρετική) χριστιανική τους πίστη, γιατί αν αποδιδόταν, τότε, με την ίδια λογική, για τις επιδρομές του 3ου αι. θα ευθυνόταν η παγανιστική τους θρησκεία. Κι άρα τα επιχειρήματα των Νεοπαγανιστών στρέφονται εναντίον τους.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος έλεγε στους υπηκόους του «πηγαίνετε στους βωμούς και στα δημόσια ιερά και τελέστε τις τελετές κατά τις συνήθειές σας» (Θεοδ. Κώδ. IX, 16, 1 και 2, νόμοι του 319 και 320 μ.Χ.)

«Γινόταν διάκριση μεταξύ της νόμιμης μαγείας, που έχει ως αντικείμενο την υγεία και τις σοδειές, και της παράνομης, που στοχεύει στο θάνατο ή την αποπλάνηση κάποιου (Θεοδ. Κώδ.  IX, 16, 3, του έτους 319 μ.Χ.). Άλλωστε τέτοιοι περιορισμοί απηχούν όντως το δίκαιο της Δωδεκαδέλτου και τη νομοθεσία της πρώιμης Αυτοκρατορίας» (Pierre Chuvin, Οι τελευταίοι Εθνικοί, εκδ. Θύραθεν, σ. 45).

Για τα όσα λέει ο Λιβάνιος σχετικά με τους νόμους του Κωνστάντιου ο Παπαρηγόπουλος σχολιάζει: «Αλλά ότι ο Λιβάνιος λέει υπερβολές και ότι ούτε εκείνοι οι ρητοί νόμοι (του Κωνστάντιου) εκτελέστηκαν, συμπεραίνεται από τη συνεχή επανάληψή τους και από πολλές άλλες αναμφισβήτητες μαρτυρίες και γεγονότα. Επίσης ο εθνικός Σύμμαχος βεβαιώνει ότι ο ίδιος ο Κωνστάντιος, που το 353 εξέδωσε το νόμο 4, όταν επισκέφθηκε τη Ρώμη μετά από 4 χρόνια (357), διατήρησε ευλαβικά τα προνόμια των Εστιάδων και γενικά επέτρεψε ο ίδιος την λατρεία» (Κ. Παπαρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1885, επανέκδ. εκδ. Κάκτος, 1992,  τ. 8,3).

«Η πολιτική που χάραξε ο Αυτοκράτορας Κωνστάντιος με τους αντιπαγανιστικούς νόμους του τού 356-7 έμελλε να μείνει νεκρό γράμμα ώς τον Θεοδόσιο» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ', σ. 54).

Τι λέει ο Gibbon, από την «Ιστορία της παρακμής και πτώσης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας»: «..Υπάρχει σοβαρός λόγος να πιστεύουμε ότι τό το επίσημο έδικτο [σημ. :των Αυτοκρατόρων Κωνστάντιου και Κώνστα κατά των Εθνικών] είτε εγράφη δίχως να δημοσιευθεί, είτε εδημοσιεύθη δίχως να εκτελεστεί. Η μαρτυρία των γεγονότων και τα μνημεία που ακόμη είναι σε ύπαρξη, αποδεικνύουν  την δημόσια εξάσκηση της παγανιστικής λατρείας καθ’ όλη τη βασιλεία των γιών του Κωνσταντίνου. Στην Ανατολή καθώς και στη Δύση, στις πόλεις καθώς και στην επαρχία, μεγάλος αριθμός ναών παρέμεινε σεβαστός, ή τουλάχιστον διασώθηκαν˙ και το ευσεβές πλήθος ακόμα απολάμβανε την πολυτέλεια των θυσιών, των τελετών και των πομπών, με την άδεια ή την συγκατάθεση της δημόσιας αρχής. Τέσσερα περίπου χρόνια μετά την υποτιθέμενη ημερομηνία του φοβερού έδικτού του, ο Κωνστάντιος επεσκέφθη τα τεμένη της Ρώμης και η εντιμότητα της συμπεριφοράς του συνιστάται απο έναν παγανιστή ρήτορα ως ένα παράδειγμα άξιο μίμησης από τους επόμενους ηγεμόνες. «Ο αυτοκράτωρ», λέει ο Σύμμαχος, «επέτρεψε να μείνουν άθικτα τα προνόμια των Εστιάδων.  Εγγυήθηκε τη καθορισμένη παροχή για να παράσχει τα έξοδα των δημόσιων τελετών και θυσιών. Και παρ’ όλο που ασπάζεται μια άλλη θρησκεία, ποτέ δε σκέφτηκε να στερήσει την αυτοκρατορία από την ιερή λατρεία της αρχαιότητας» (E. Gibbon, The decline and fall of the Roman Empire, Collier Books, N.Y., N.Y., Vol. 1, p. 399).

Ο Σύμμαχος (επιστολή, Migne, 18, 391) επαινεί τον Κωνστάντιο ότι επικύρωσε τα προνόμια των Εστιάδων, απένειμε ιερατικά αξιώματα σε εξέχοντες Ρωμαίους και έδωσε επιχορηγήσεις σε εθνικούς ναούς και αγώνες.

Ο Κωνστάντιος μερίμνησε και για την εκλογή εθνικού πρωθιερέως της Αφρικής με ειδικό νόμο του (C. Th., XII, 1, 46), το έτος 358. Έτος διωγμών, κατά τους Νεοπαγανιστές.

Επίσης, ο Κωνστάντιος επεκύρωσε τα δικαιώματα των ποντιφήκων επί της επιθεώρησης των ιερών θεσμών, με νόμο (C. Th., IX, 17, 2) το έτος 349.

«Η εφαρμογή των νόμων (του Κωνστάντιου) έγινε σε περιορισμένο βαθμό. Οι εθνικοί εν πολλοίς διέσωζαν τη λατρεία τους με πλάγια μέσα, τα οποία εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί. Οι εθνικοί συμμαχούσαν με τους αρειανούς, για να αποκτήσουν την εύνοια του αρειανόφρονα Κωνστάντιου και διατηρήσουν τη λατρεία τους: «Ἕλληνες μὲν οὖν ὥσπερ ὠνούμενοι τῇ ὑπογραφῇ (έγγραφο, με το οποίο μετά το 355 δέχονταν «ὃν ἂν ἀποστείλῃ βασιλεὺς») τὴν τῶν εἰδώλων ἀσυλίαν» γράφει ο Μέγας Αθανάσιος (επιστολή προς Μοναχούς, 55)» (Βασ. Κ. Στεφανίδη, Εκκλησιαστική Ιστορία, 4η έκδοση 1978, εκδ. Αστήρ, σ. 146). Με άλλα λόγια, ο Λιβάνιος διαψεύδεται από πλήθος ιστορικών. 

«Πολλοί νεώτεροι ειδικοί διατείνονται ότι ο Θεοδόσιος υπέβαλλε αυτούς που παραβίαζαν τον αντιπαγανιστικό αυτό νόμο σε «αυστηρότατες ποινές». Στην πραγματικότητα όμως, δεν είναι διόλου σαφές αν ο παραπάνω νόμος όριζε σκληρότερες ποινές, από την επιβολή προστίμου και την δήμευση της περιουσίας. (...) Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι ο Ονώριος και ο Θεοδόσιος Β’ (γιοί του Θεοδόσιου Α’) επενέβησαν για να προστατεύσουν τους νομοταγείς Εθνικούς από κακοποιήσεις από μέρους των φανατικών χριστιανών και απαίτησαν σύμφωνα με νόμο να καταβάλλεται διπλάσια αποζημίωση για κλοπή περιουσιών» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ', σ.345). 

Codex Theodosianus XVI.10.24 (8 Ιουνίου 423 μ.Χ.) Αυτοκράτορες Γρατιανός, Βαλεντινιανός και Θεοδόσιος προς Ασκληπιόδοτο, 'Επαρχο Πραιτορίου: «(...) Ιδιαιτέρως διατάσσουμε τους πραγματικούς χριστιανούς και αυτούς που ισχυρίζονται ότι είναι, να μην κάνουν κατάχρηση της εξουσίας που τους δίνει η Εκκλησία και τολμήσουν να απλώνουν βίαιο χέρι επάνω στους εβραίους και εθνικούς που ζουν ήσυχα και δεν επιχειρούν ενάντιο στην τάξη και στους νόμους Μας.  Γιατί αν τέτοιοι χριστιανοί φερθούν βίαια εναντίον φιλήσυχων ανθρώπων που ζουν με ασφάλεια, ή λεηλατήσουν τα αγαθά των, θα υποχρεωθούν να αντικαταστήσουν εις διπλούν, τριπλούν ή και ακόμη τετραπλούν αυτά που έκλεψαν.  Επίσης, οι διοικητές των επαρχιών, το προσωπικό τους και οι κάτοικοι των επαρχιών αυτών ας ενημερωθούν ότι δεν θα επιτρέψουν να διαπραχθεί ένα τέτοιο έγκλημα.  Αλλιώς, θα τιμωρηθούν κι αυτοί με τον ίδιο τρόπο μ’ αυτούς που διέπραξαν το έγκλημα».

 

Σχετικά με την τύχη των αρχαίων ναών και οικοδομημάτων, βάσει των Ρωμαϊκών νόμων:

Θεοδοσιανός Κώδικας, XVI, 10, 3, Αυτοκράτωρ Κωνστάντιος Αύγουστος προς Κατουλλίνον, Έπαρχο της Πόλεως (1 Νοεμβρίου 342 μ.Χ.):

«Επιθυμία μας είναι οι ναοί που βρίσκονται έξω από τα τείχη της πόλης να παραμείνουν ακέραιοι και αλώβητοι. Γιατί, καθώς κάποια αθλητικά παιχνίδια ή θεάματα του ιπποδρόμου ή άλλοι αγώνες έλκουν την καταγωγή από τους ναούς, δεν αρμόζει να τους καταστρέφουμε, αφού σε αυτούς οφείλεται η τέλεση εορτών που διασκεδάζουν το λαό της Ρώμης».

Θεοδοσιανός Κώδικας, XVI.10.8, Αυτοκράτορες Γρατιανός, Βαλεντινιανός και Θεοδόσιος προς Παλλάδιο, Δούκα της Οσροηνής (30 Νοεμβρίου 382 μ.Χ.):

«Με την έγκριση του δημοσίου συμβουλίου διατάσσουμε ότι οι ναοί όπου προηγουμένως σύχναζαν τα πλήθη, και που βρίσκονται ακόμα σε δημόσια χρήση, θα παραμείνουν ανοικτοί.  Έτσι θα μπορούν τα πλήθη γηγενών και επισκεπτών να βλέπουν το ναό.  Η αξία των αγαλμάτων, που βρίσκονται μέσα στους ναούς, θα υπολογίζεται με βάση την αισθητική τους και όχι τον ιερό τους χαρακτήρα (..)». 

Θεοδοσιανός Κώδικας, XVI.10.15, Αυτοκράτορες Αρκάδιος και Ονώριος προς Μακρόβιο, Βικάριο της Ισπανίας, και Προκλιανόν, Βικάριο των Πέντε Επαρχιών (29 Ιανουαρίου 399 μ.Χ.):

«(..)  επιθυμούμε και να διατηρηθούν τα διακοσμητικά στοιχεία των δημοσίων κτιρίων.  Αν κάποιος επιχειρήσει να καταστρέψει αυτά τα έργα, δεν θα βασίζεται σε καμία εξουσία».

Θεοδοσιανός Κώδικας XVI.10.18, Αυτοκράτορες Αρκάδιος και Ονώριος προς Απολλόδωρο, Ανθύπατο Αφρικής (20 Αυγούστου 399 μ.Χ.):

«Αν κάποιος επιχειρήσει να καταστρέψει ναούς, οι οποίοι είναι κενοί από παράνομα αντικείμενα, δεν θα έχει την αυτοκρατορική υποστήριξη.  Διατάσσουμε ότι η κατάσταση των κτιρίων θα πρέπει να παραμείνει αλώβητη (..)».  

Ιουστινιανός Κώδικας I.11.3, Αυτοκράτορες Αρκάδιος και Ονώριος προς Μακρόβιο και Βικάριο Προκλιανό (399 μ.Χ.) :

«Όπως απαγορεύθηκαν οι θυσίες, έτσι θέλουμε να διατηρήσουμε τα διακοσμητικά στοιχεία των δημοσίων κτιρίων.  Όποιος επιχειρήσει να καταστρέψει αυτά τα έργα, δεν βασίζεται σε καμία εξουσία.  Αν τυχόν εμφανίσει κάποια αυτοκρατορική απάντηση ή νόμο για να υπερασπίσει τον εαυτόν του, τα έγγραφα αυτά θα αποσπασθούν απ’ τα χέρια του και να παραπεμφθούν στη Σοφία Μας».  

«Οι ναοί που βρίσκονταν σε αυτοκρατορικά κτήματα θα χρησιμοποιούνταν για άλλες χρήσεις, ενώ οι ιδιώτες ήταν υποχρεωμένοι να καταστρέψουν τα αγάλματα και τους βωμούς τους (Θεοδ. Κώδ., XVI, 10, 19 του έτους 408). Κατά κανόνα οι αυτοκράτορες προστάτευαν την κληρονομιά τους και άλλαζαν τη χρήση της˙ κατέστρεφαν μόνο τα παλιά ιδιωτικά ιερά, επειδή ήταν δυσκολότερο να ελεγχθεί αν χρησιμοποιούνταν ακόμη για λατρευτικούς σκοπούς» (Pierre Chuvin, Οι τελευταίοι Εθνικοί, εκδ. Θύραθεν, σ. 100).

Η άποψη πως οι πολλοί αρχαίοι ναοί καταστράφηκαν και πως αυτό οφείλεται στις αυτοκρατορικές διαταγές, με αποτέλεσμα να κατηγορούνται οι Αυτοκράτορες για καταστροφή του ελληνικού πολιτισμού είναι μάλλον αστήριχτη. Υπάρχει βέβαια το διάταγμα της 10ης Ιουλίου 399 (Θεοδ. Κώδ., XVI, 10, 16), που διατάζει την καταστροφή των ναών σε επαρχιακές μόνο περιοχές. Αλλά αμέσως μετά, τον ίδιο χρόνο, στις 20 Αυγούστου 399 (Θεοδ. Κώδ., XVI, 10, 18) απαγορεύεται η καταστροφή ναών που είναι άδειοι από αγάλματα και δεν χρησιμοποιούνται για παγανιστική λατρεία. Τι ήθελαν οι Αυτοκράτορες να πράξουν στο ζήτημα της διατήρησης ή μη των ναών, φαίνεται από το διάταγμα που εξεδόθη στις 15 Νοεμβρίου 407 ή 408 (Θεοδ. Κώδ., XVI, 10, 19): «αν κάποια αγάλματα βρίσκονται ακόμη μέσα στους ναούς και τα ιερά και εάν έχουν δεχθεί ή δέχονται ακόμη τη λατρεία των ειδωλολατρών, όπου κι αν συμβαίνει αυτό, θα ξεριζωθούν εκ θεμελίων, αφού αναγνωρίζουμε ότι αυτός ο κανονισμός έχει διατυπωθεί και επικυρωθεί κατ’ επανάληψη πολύ συχνά. Τα ίδια κτίρια των ναών που βρίσκονται σε πόλεις ή κωμοπόλεις ή και έξω από αυτές, θα παραχωρηθούν σε κοινή χρήση. Παντού οι βωμοί θα καταστραφούν και οι ναοί που βρίσκονται μέσα σε αυτοκρατορικά κτήματα θα μεταφερθούν ή θα δοθούν σε άλλες πιο αρμόδιες χρήσεις. Οι ιδιοκτήτες τους θα υποχρεωθούν να τους καταστρέψουν(...)». Η παγανιστική θρησκεία καλώς χάθηκε˙ και τί νοιάζει τον καθένα σήμερα: σημασία έχει αν διετάχθηκε η ισοπέδωση των ναών. Αλλά οι αυτοκράτορες δεν σκόπευαν να καταστρέψουν τους ναούς. Συμπέρασμα:

1) Το Κράτος ενδιαφερόταν να πάψει να χρησιμοποιούνται ως τόποι λατρείας της παλιάς θρησκείας τα κτίρια των ναών κι όχι ασφαλώς αυτοί να γκρεμιστούν. Το πρώτο τους αρκούσε. Αν ο ναός άδειαζε από το άγαλμα και το βωμό, μπορούσε να στέκεται όρθιος. Αυτό έγινε τουλάχιστον στην Ελλάδα.

2) Ομοίως, οι Πατέρες της Εκκλησίας ουδέποτε π.χ. ζήτησαν την καταστροφή των αγαλμάτων που στόλιζαν την Κωνσταντινούπολη. Τι σημαίνει αυτό αναφορικά με τη στάση τους προς την αρχαία τέχνη; Άπαξ και αυτά έπαυαν να είναι λατρευτικά αντικείμενα, ουδείς ενδιαφερόταν να τα καταστρέψει. Για τη στάση των Πατέρων αναφορικά με τη βία ως μέθοδο επικράτησης του Χριστιανισμού, για το αν οι Πατέρες προκάλεσαν τα διατάγματα κατά της αρχαίας λατρείας κάνουμε λόγο στο επόμενο κεφάλαιο.

Το 1994 δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ελληνικά» (Τεύχος 44, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 31-50), μελέτη της κ. Πολύμνιας Αθανασιάδη, καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με τον τίτλο: «Το λυκόφως των Θεών στην Ανατολική Μεσόγειο: Στοιχεία ανάλυσης για τρεις επί μέρους περιοχές». Η κ. Αθανασιάδη, επέλεξε εκεί τρεις περιοχές της αυτοκρατορίας με διαφορετική γεωγραφική φυσιογνωμία, ιστορικό υπόβαθρο και δημογραφική σύνθεση, εξασφαλίζοντας έτσι μεγαλύτερη αξιοπιστία στην έρευνά της. Οι περιοχές αυτές είναι η Ελλάδα, η Κωνσταντινούπολη και η Συρία – Παλαιστίνη. Έτσι αντιμετωπίζει εύκολα τις «γενικεύσεις του Λιβανίου» όσο και τον «υπερβολικά μεγάλο αριθμό φιλολογικών μαρτυριών» σε Χριστιανούς και εθνικούς συγγραφείς για την καταστροφή των ναών, που καταντά όπως λέει: «ύποπτος»!

 Γράφει: «Στην προσπάθειά τους να ηρωοποιήσουν επισκόπους και αυτοκράτορες, σε μια περίοδο, κατά την οποία ο θρησκευτικός φανατισμός θεωρείτο αρετή, συχνά οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς απέδιδαν σ’ αυτούς φανταστικές καταστροφές ναών ή στην καλύτερη περίπτωση, μεγαλοποιούσαν τα ηροστράτεια ανδραγαθήματά τους».

Η ίδια η συγγραφέας αναφέρει ότι «Σε τόπους όπως η Αθήνα ή οι Δελφοί, ο κανόνας είναι ότι τα μεταγενέστερα στρώματα έχουν καταστραφεί από τους ίδιους τους αρχαιολόγους στην προσπάθειά τους να φτάσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο κλασικό υπόστρωμα των ανασκαφών. Τις παρατηρούμενες καταστροφές αποδίδουν οι αρχαιολόγοι στους σεισμούς, τις βαρβαρικές επιδρομές (4ο - 6ο αιώνα) και την εγκατάλειψη. Τα αρχαία μνημεία των Αθηνών και των Δελφών έμειναν απείραχτα από τους Χριστιανούς».

«Ο βανδαλισμός ιερών αντικειμένων  ήταν πράξη σπάνια στην Ελλάδα» δέχεται η κ. Αθανασιάδη. Τέτοιες περιπτώσεις είναι «μεμονωμένες». «Η γενική εντύπωση από την Ελλάδα είναι ότι η φθίνουσα αρχαία πίστη ενέπνεε στους νεοφώτιστους Χριστιανούς, παρά τη δομική μισσαλοδοξία της θρησκείας τους, σεβασμό και συχνά κάποια συγκίνηση».

 Μόνο εκεί που δεν υπήρχε «επαφή με την αστική παιδεία του Ελληνορωμαϊκού κόσμου», εκτός δηλαδή του ιστορικού Ελληνικού χώρου, και όπου «η παραδοσιακή θρησκεία είχε ισχυρές ρίζες», παρατηρείται φανατισμός και γίνονται καταστροφές. Αυτό συνέβαινε περισσότερο στην Ανατολή (Συρία – Φοινίκη – Παλαιστίνη). Η κ. Αθανασιάδη όμως ερμηνεύει με τα επιστημονικά κριτήριά της τις συμπεριφορές και σε περιοχές όπως η Συρία: «Εδώ δεν έχουμε μιαν αμιγή περίπτωση θρησκευτικού φανατισμού, αλλά είναι ξέσπασμα κοινωνικού και φυλετικού μίσους, ένα υποσυνείδητο, εθνικό κίνημα με αμφίεση, βέβαια, θρησκευτική».

Στα ίδια πορίσματα καταλήγει και ο γνωστός αρχαιολόγος Άγγελος Χωρέμης, ερμηνεύοντας την περίπτωση του Μεγάλου Θεοδοσίου. Κατά γραπτή δήλωσή του, «το διάταγμα του Θεοδοσίου του Μεγάλου (391 – 3 μ.Χ.), αναφέρει απαγόρευση λατρείας σε αρχαία ιερά και την είσοδο στους ναούς, δεν εντέλλεται όμως την καταστροφή τους. Άλλωστε δεν φαίνεται τέτοια καταστροφή στις αρχαιολογικές ανασκαφές. Τα μεγάλα κέντρα της αρχαίας λατρείας, εκείνα ακριβώς που λογικά θα έπρεπε να υποστούν τη μεγαλύτερη καταστροφή, όπως οι Δελφοί, η Ολυμπία, η Δωδώνη, τα ιερά των Αθηνών κ.ά. δεν φαίνεται, ανασκαφικά τουλάχιστον, να έπαθαν ζημιές από ανθρώπινο χέρι στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ.

Εξ’ άλλου πολλοί ναοί της αρχαίας λατρείας σώθηκαν ως τις ημέρες μας σχεδόν ανέπαφοι, κυρίως στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία (όπου επίσης βασίλευε ο Μ. Θεοδόσιος), αλλά και την κυρίως Ελλάδα, όπως το συγκρότημα της Ακροπόλεως των Αθηνών, ο ναός του Ηφαίστου (Θησείον) και ο Ναός του Ιλισσού».

Περί του έργου του Λιβανίου «Υπέρ των Ιερών», το οποίο επικαλούνται οι νεοπαγανιστές ως απόδειξη για τους δήθεν Χριστιανικούς βανδαλισμούς εξ’ αιτίας του διατάγματος του Μεγάλους Θεοδοσίου, ο αρχαιολόγος Άγγελος Χωρέμης παρατηρεί το εξής:

«Ο λόγος του Λιβανίου «Υπέρ των Ιερών» δεν γράφτηκε λόγω ακροτήτων, που έγιναν εις εφαρμογήν του διατάγματος κατά της αρχαίας θρησκείας. Το διάταγμα του Θεοδόσιου Α' εξεδόθη το 391 και το κείμενο του Λιβανίου γράφτηκε το 386, δηλαδή πέντε ολόκληρα χρόνια ενωρίτερα με άλλη ευκαιρία (P. Petit, “Sur la date dupro Templsde Libanius”, στο Byzantion XXI (1951), fasc., 285-310). Ο Θεοδόσιος διόρισε ύπαρχο της Ανατολής κάποιον συμπατριώτη και φίλο του, τον Ίβηρα Μάτερνο Κυνήγιο. Ο άνθρωπος αυτός ήταν φανατικός θρησκόληπτος και έξαλλος. Υπεκίνησε πράγματι τον όχλο, επί κεφαλής του οποίου ήταν φανατικοί καλόγεροι, και άρχισαν να καταστρέφουν τα αρχαία ιερά, στην αρχή κυρίως τα μικρά και απροστάτευτα) ιερά της υπαίθρου και εν συνεχεία άρχισαν να μπαίνουν και να καταστρέφουν ιερά και μέσα στις πόλεις. Τότε ο Λιβάνιος γράφει τον περίφημο και ωραιότατο λόγο του «Υπέρ των Ιερών». Η αντίδραση του «θρησκόληπτου» Θεοδοσίου ήταν να… απαγορεύσει στους μοναχούς την είσοδο στις πόλεις, προστατεύοντας έτσι τα εθνικά ιερά των άστεων και όταν σε λίγο πέθανε ο Μάτερνος Κυνήγιος τοποθέτησε Ύπαρχο της Ανατολής τον σώφρονα εθνικό Ευτόλμιο Τατιανό, ο οποίος κατάφερε να ηρεμήσει τα πράγματα και να φέρει την καταλλαγή.  

«Καταστροφές αγαλμάτων και ναών ακούμε από άλλες περιοχές: από την Αίγυπτο, τη Συρία και τη Μικρά Ασία. Απόδειξη ότι ο Ελληνιστικός πολιτισμός σε αυτές τις περιοχές ποτέ δεν είχε γίνει «λαϊκή κουλτούρα» κι επομένως ήταν εύκολο να υποκινείται ο λαός σε καταστρεπτικές ενέργειες. Γι’ αυτούς τους λαούς το «ελληνικό» απλώς δεν ήταν "ωραίο"» (Lorenz Gyφmφrey, Η δύση της Δύσης, εκδ. Παπαζήση).

Είναι χαρακτηριστικό ότι και το περιοδικό Δαυλός (τ. 138, σ. 8022-23) σημειώνει: «Όλοι σχεδόν οι καταστροφείς αρχαίων Ελληνικών μνημείων είναι Χριστιανοί εξ Ιουδαίων, δηλαδή Εβραίοι. Οι Χριστιανοί εξ εθνικών, δηλαδοί οι Έλληνες, σπάνια μετείχαν σε διωγμούς Ελλήνων».

«Η Ελλάδα βρισκόταν εκτός της δικαιοδοσίας του επάρχου του πραιτωρίου της Ανατολής˙ δεν υπάρχουν μαρτυρίες που να αναφέρουν καταστροφές ναών αυτήν την περίοδο» (Pierre Chuvin, Οι τελευταίοι Εθνικοί, εκδ. Θύραθεν, σ. 81).

Υπό το φως τον παραπάνω στοιχείων ο ισχυρισμός του αρχαιολάτρη Σαράντου Πανός (Δαυλός, τ. 229, σ. 14628) ότι ο πραγματικός στόχος των Αυτοκρατόρων ήταν η καταστροφή του Ελληνισμού κι ότι «οι ναοί και οι βωμοί, οι σχολές και τα στάδια της Ρώμης ουδέν έπαθαν. Μόνο των Ελλήνων τα έργα γκρεμίσθηκαν και οι Ελληνικοί θεσμοί καταργήθηκαν, ακόμη και θεσμοί άσχετοι προς την αρχαία θρησκεία, και μόνο μόνο ιδεολογικά και φυλετικά Έλληνες σφαγιάσθηκαν» είναι τελείως αβάσιμος. Το ακριβώς αντίθετο συνέβη. Όχι μόνο οι καλύτερα διατηρημένοι αρχαίοι ναοί βρίσκονται στην Ελλάδα, όχι μόνο τα αρχαία κτίρια και καλλιτεχνήματα π.χ. των Αθηνών διασώθηκαν σε αντίθεση με αυτά της Ρώμης, που καταστράφηκαν, αλλά γνωρίζουμε ότι καταστροφές αρχαίων ναών συνέβησαν κυρίως στην Αίγυπτο και τη Συρία˙ και φυσικά ουδείς Έλληνας σφαγιάστηκε. Δε γνωρίζουμε αν τα ψεύδη του αρχαιολάτρη Πανός είναι συνειδητά και σκόπιμα˙ το μόνο που γνωρίζουμε είναι πως μέσω των αβάσιμων αυτών ισχυρισμών, ο αρχαιολάτρης Παν, όπως και οι όμοιοί του, υποδαυλίζει τον αντιχριστιανικό μίσος και τον φανατισμό των αναγνωστών του Δαυλού λέγοντάς τους πανούργα ψεύδη, που δεν αντέχουν σε καμμία κριτική.

Η Helen Saradi-Mendelovici (“Christian Attitudes toward Pagan Monuments in Late Antiquity and their Legacy in Later Byzantine Centuries”, Dumbarton Oaks Papers 44 (1990), 47), τοποθετεί στα τέλη του 4ου αιώνα την έξαρση της εχθρικής στάσης των Χριστιανών προς τα παγανιστικά ιερά, αλλά ταυτόχρονα καταδεικνύει ότι η εχθρική στάση των Χριστιανών προς αυτά ούτε γενικό φαινόμενο υπήρξε ούτε συστηματική πολιτική.

            Ο Βαλεντιανός Α’ (364-375 μ.Χ.) διακηρύσσει ότι «...οι νόμοι που εξέδωσα κατά την αρχή της βασιλείας μου, που επιτρέπουν στον καθένα να ακολουθεί την θρησκεία στην οποία ανήκει» (Θεοδ. Κώδ., IX, 16, 9 του έτους 371 μ.Χ.).  

«Ο Βαλεντιανός περιορίστηκε στο να απαγορεύσει, επί ποινή θανάτου, τις νυχτερινές τελετές (Θεοδ. Κώδ., X, 1, 8 και IX, 16, 9 της 9ης Σεπτεμβρίου 364). Επίσης απαγορεύει να αναλαμβάνει Χριστιανός την ευθύνη ενός παγανιστικού ναού. Όμως αυτά τα μέτρα, όπως τονίζει ο G. Fowden, περιόριζαν επίσης τη δικαιοδοσία των επισκόπων σε ζητήματα δημόσιας τάξης» (Pierre Chuvin, Οι τελευταίοι Εθνικοί, εκδ. Θύραθεν, σ. 66). Με άλλα λόγια, απέτρεπαν τις αυθαιρεσίες των Χριστιανών επισκόπων.

«Στις 29 Μαΐου 371 μ.Χ. οι δύο αυτοκράτορες Βαλεντιανός και Βάλης ενέκριναν την πρακτική της δημόσιας προφητείας στη ρωμαϊκή Σύγκλητο, καθώς και «όλα τα θρησκευτικά έθιμα που επέτρεπαν οι πρόγονοι» (omnis concessa a maioribus religio)» (Pierre Chuvin, Οι τελευταίοι Εθνικοί, εκδ. Θύραθεν, σ. 70). «Δεν καταδικάζουμε [την προφητεία], αλλά απαγορεύουμε τη χρήση της για επιβλαβείς σκοπούς», διατάζουν (Θεοδ. Κώδ., IX, 16, 9).

Θεοδώρητου Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 5, 20: «Ωστόσο, ο Βάλεντας [364-378 μ.Χ.] επέτρεψε σε όλους να λατρεύουν και να τιμούν καθ’ οποιονδήποτε τρόπο ήθελαν ό,τι ήθελαν. Μόνο κατά των υπερασπιστών των Αποστολικών εντολών επέμεινε σε πόλεμο. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βάλεντα το πυρ των ναών ήταν αναμμένο, οι σπονδές και οι θυσίες προσφέρονταν στα είδωλα, δημόσιες εορτές γίνονταν στις πλατείες, και οι λάτρεις των διονυσιακών οργίων τριγυρνούσανε φορώντας δέρματα αιγών, σε βακχικό παραλήρημα, και γενικά συμπεριφερόμενοι με τέτοιο τρόπο, ώστε να δείχνουν την κακοήθεια του αφέντη τους».

Βλέπουμε ότι, σε μια εποχή που οι Νεοπαγανιστές την περιγράφουν ως ζοφερή και με συνεχόμενους διωγμούς κατά των Παγανιστών, ένας «βυζαντινός» αυτοκράτορας διώκει τους Ορθόδοξους κι αφήνει απείραχτους τους Παγανιστές.

«Ο Γρατιανός (...) αποδοκίμαζε τις διώξεις λόγω των διαφορετικών θρησκευτικών πίστεων και επανέφερε όλους όσοι είχαν εξοριστεί λόγω της θρησκείας τους. Επίσης εξέδωσε ένα νόμο με τον οποίο θέσπισε ότι ο καθένας μπορούσε ελεύθερα να εξασκεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα και επιτρεπόταν να κάνει θρησκευτικές συναθροίσεις». (Σωζόμενου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 7, 1).

«Αλλά ο Αυτοκράτορας [σημ. ο Γρατιανός: 375-383 μ.Χ.] εφείσθη των αγαλμάτων των θεών που ο λαός σεβόταν˙ 424 [ειδωλολατρικοί] ναοί ή ναΐδρια ακόμη υπήρχαν, για να ικανοποιούν την αφοσίωση του λαού˙ και σε κάθε συνοικεία της Ρώμης η ευαισθησία των Χριστιανών προσβαλλόταν από τους καπνούς των ειδωλολατρικών θυσιών» (E. Gibbon, The decline and fall of the Roman Empire, Collier Books, N.Y., N.Y., Vol. II, p. 73). 

Σύμφωνα με τους Ν/Π, οι Εθνικοί σφάζονταν σαν τα σφαχτάρια εκείνη την εποχή˙ κι οι ναοί τους γκρεμίζονταν.

Βέβαια ο Γρατιανός ήταν αυτός που διέταξε την απομάκρυνση του αγάλματος της Νίκης από το κτίριο της Συγκλήτου. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση πρόκειται για ένα κρατικό κτίριο. Δεν πρόκειται περί εθνικού ναού. Δικαίωμα του κράτους ήταν να απομακρύνει από τα κτίρια της διοίκησης τα σύμβολα της παλιάς θρησκείας.

Με βάση όλα τα παραπάνω οι διώξεις κατά της συγκλητικής αριστοκρατείας εκ μέρους του Βάλεντα δεν σημαίνουν «διωγμό κατά των εθνικών». Ο Βάλεντας ως γνωστόν δίωξε και Ορθόδοξους και κυρίως τους μοναχούς. Η καταγωγή (από επαρχία) και η κοινωνική προέλευση (χωρικοί και στρατιώτες) του Βάλεντα δείχνουν τους «λόγους» που δίωξε την παραδοσιακή αριστοκρατία. Υπήρχε αντίθεση μεταξύ στρατιωτικής και παραδοσιακής αριστοκρατίας, όταν από τον 3ο αιώνα και μετά άρχισαν να ανέρχονται στην ιεραρχία άτομα μη αριστοκρατικής καταγωγής, κι αυτή ακριβώς την αντίθεση εκφράζουν οι διωγμοί του Βάλεντα, και όχι την αντίθεση εθνισμού-χριστιανισμού, μια και όπως είπαμε ο Βάλεντας εδίωκε και χριστιανούς.

Ενα παγανιστικό επιχείρημα πως ο παγανισμός επέζησε στην επαρχία ώς τον 10 αι. επειδή εκεί η αυτοκρατορική εξουσία ήταν αδύναμη. Αδύναμη η αυτοκρατορική εξουσία που είχε στη διάθεσή της άπειρα χρήματα και στρατό; Η παγανιστική Ρώμη είχε την ικανότητα να διατάσσει μακροχρόνιους διωγμούς κατά των Χριστιανών στις επαρχίες της, και οι Νεοπαγανιστές ισχυρίζονται ότι μόλις εκχριστιανίστηκε το κράτος, αυτόματα έχασε την ικανότητα του να κάνει επίσης μακροχρόνιους διωγμούς στις επαρχίες; Δια μαγείας, ξαφνικά την έχασε; 

Το ότι μερικοί αυτοκράτορες κατεδίωξαν τους παγανιστές μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού δεν λέει τίποτα κατά του Χριστιανισμού. Αφότου έγιναν πολλοί χριστιανοί, ήταν φυσικό πολλοί να μην είναι εμποτισμένοι, ως νεοφώτιστοι, με το πνεύμα των ηρωικών μαρτύρων χριστιανών των προηγούμενων αιώνων, και να λειτουργούν ώς όχλος. Όταν αυξάνει η ποσότητα, η ποιότητα πέφτει.

Φαίνεται, πάντως, πως ήταν «θεϊκό έργο»  η απαγόρευση του παγανισμού από τον Θεοδόσιο, διότι οι ίδιοι οι Εθνικοί τον είχαν ανακηρύξει θεό τους στα 393 – αφού είχε αρχίσει να εκδίδει αντιπαγανιστικούς νόμους – λέγοντας σε εορταστική συνεδρίαση της Σύγκλητου: "Deum dedit Hispania quem videmus" = Η Ισπανία μας χάρισε το Θεό που βλέπουμε (Κ. Σιμόπουλου, Ο Μύθος των μεγάλων της ιστορίας, Αθήνα 1995, σ. 355). Αναρωτιέται κανείς αν εξακολουθούν να πιστεύουν οι Νεοπαγανιστές στην εγκυρότητα της θεοποίησης του Θεοδόσιου από τους παγανιστές. Οι αρχαίοι εθνικοί δεν είχαν τέτοιες προκαταλήψεις. Ένας «θεός» ασφαλώς θα μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει τα ειδωλολατρικά ιερά. Άλλωστε, οι ίδιοι οι Νεοπαγανιστές υπερασπίζονται, όπως είδαμε, με πάθος τους ιερείς της λατρείας του «Θεού Αυτοκράτορα». Αντιφάσεις επί αντιφάσεων.

Η καταστροφή των εθνικών ναών και των αγαλμάτων των θεών δεν έγινε από «χριστιανικό μίσος κατά του Ελληνικού πολιτισμού» όπως νομίζουν οι Νεοπαγανιστές, ούτε από έλλειψη εκτίμησης για την ελληνική τέχνη. Έγινε αποκλειστικά λόγω θρησκευτικής έχθρας. Διαφορετικά, και οι Εικονομάχοι βυζαντινοί αυτοκράτορες του 8ου-9ου αι. που κατέστρεφαν τις εικόνες θα έπρεπε να κατηγορούνται για «έλλειψη εκτίμησης προς την βυζαντινή τέχνη». 

Με άλλα λόγια, επειδή εκείνη την εποχή δεν υπήρχε από όλους τους Χριστιανούς η αντίληψη των αγαλμάτων ή των εικόνων ως έργων τέχνης, αλλά μόνο ως θρησκευτικών αντικειμένων, γι’ αυτό το λόγο αυτά καταστράφηκαν. Εάν κανείς διαφωνεί με αυτό, θα πρέπει να εξηγήσει γιατί οι εικονομάχοι Βυζαντινοί αυτοκράτορες ήταν ενάντια στον Βυζαντινό πολιτισμό της ίδιας της χώρας τους.

Άλλωστε, αν δεν εκτιμούσαν οι Βυζαντινοί την αρχαία ελληνική τέχνη, δεν θα μετέφεραν τόσα αρχαιοελληνικά αγάλματα (και θεών) στο Παλάτι, τον Ιππόδρομο, τις οδούς και στις πλατείες της Κωνσταντινούπολης.

Είναι πέρα ως πέρα αβάσιμος ο νεοπαγανιστικός ισχυρισμός, ότι πολλά Ελληνικά λατρευτικά αγάλματα – κατά διαταγή του Θεοδόσιου Α’ –  «απήχθησαν στην Κωνσταντινούπολη και ετοποθετήθησαν, δίκην διακοσμητικών λαφύρων, σε δημόσιους χώρους, όπου το πνευματικά εξαθλιωμένο πλήθος μπορούσε ανενόχλητο να τα βεβηλώνει και να τα φτύνει, εκτονώνοντας τα πιο χαμηλά ένστικτά του απέναντι στους “χριστομάχους” Έλληνες που “έφτιαξαν αυτά τα ξόανα και τα προσεκύνησαν”» (Βλάση Ρασσιά, Υπέρ Της Των Ελλήνων Νόσου, β' έκδοση, εκδ. Ανοιχτή πόλη, σ. 48). Οι Ρωμηοί Έλληνες πρόγονοί μας τα διέσωσαν από τις εκατοντάδες βαρβαρικές εισβολές σε Βαλκάνια και Μ. Ασία τοποθετώντας τα στην Κωνσταντινούπολη. Δεν τοποθετήθηκαν τα αγάλματα, για τα χλευάζει το πλήθος, όπως ψεύδονται οι νεοπαγανιστές, αλλά για να τα θαυμάζει. Όχι μόνο δεν τα χλεύαζαν και τα έφτυναν, αλλά συνεπαρμένοι από αυτά, τα είχαν ως πρότυπα βάσει των οποίων έφτιαχναν τους αδριάντες και τα αγάλματα επιφανών προσώπων, αυτοκρατόρων, στρατηγών και αρματηλάτων. Η Κωνσταντινούπολη ήταν ένα πραγματικό μουσείο με όλους τους θησαυρούς˙ και θα υπήρχαν ακόμη τα αγάλματα αυτά, αν δεν είχε συμβεί η μοιραία Άλωση του 1204, κατά την οποία οι Δυτικοευρωπαίοι τα έλειωσαν, προκαλώντας το θρήνο Ρωμηών όπως ο Νικήτας Χωνιάτης που ήταν παρών στην Άλωση. «Απώλειες [αγαλμάτων] σημειώθηκαν μόνο από σεισμούς, πυρκαγιές και εσωτερικές αναταραχές – λαϊκές εξεγέρσεις, συγκρούσεις και καταστολές. Οι χριστιανοί της πρωτεύουσας θαύμαζαν τα αγάλματα που στόλιζαν την πόλη τους» (Κ. Σιμόπουλου, Η λεηλασία και καταδρομή των Ελληνικών Αρχαιοτήτων, Αθήνα 1997, σ. 213). «Οι Βυζαντινοί διανοούμενοι – ακόμα και θεολόγοι – έχουν βαθιά γνώση της αρχαίας τέχνης και εκφράζουν χωρίς επιφυλάξεις τον απεριόριστο θαυμασμό τους. Συχνότατες στους βυζαντινούς αιώνες οι αναγωγές στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και τους επιφανείς δημιουργούς του και οι συγκρίσεις της βυζαντινής εικονογραφίας με την κλασσική ζωγραφική που αποκαλύπτουν κοινά ή παράλληλα καλλιτεχνικά ιδεώδη» (Κ. Σιμόπουλου, Η λεηλασία και καταδρομή των Ελληνικών Αρχαιοτήτων, Αθήνα 1997, σ. 227).

Μόνο στην πλατεία του Ζεύξιππου υπήρχαν τα αγάλματα του Αισχίνη, του Αριστοτέλη, του Ησίοδου, του Σιμωνίδη, του Αναξιμένη, του Κάλχα, της Σαπφούς, του Απόλλωνα (τρία), της Αφροδίτης (τρία), του Καίσαρα, του Πλάτωνα, του Τέρπανδρου, του Περικλή, του Πυθαγόρα, του Δημόκριτου, του Ηρακλή, του Αινεία, της Ανδρομάχης, του Μενελάου, της Ελένης, του Οδυσσέα, της Εκάβης, της Κασσάνδρας, του Αίαντα, του Ισοκράτη, του Αχιλλέα, του Σαρπηδώνα, του Ερμή, του Ομήρου, του Φερεκίδη, του Μένανδρου, του Θουκιδήδη, του Ηροδότου, του Πινδάρου, του Ξενοφώντα, του Αλκμάνα και του Βιργιλίου (Χριστόδωρου Κοπτίτη, Έκφρασις των αγαλμάτων των εις το δημόσιον γυμνάσιον του επικαλουμένου Ζευξίπου , Παλατινή Ανθολογία). Εύκολα φαντάζεται κανείς πόσα αγάλματα κοσμούσαν δρόμους, πλατείες και δημόσια κτίρια της ελληνίδας Βασιλεύουσας ώς το 1204. Αυτά ασφαλώς τα αγάλματα θεών, ηρώων, φιλοσόφων, ποιητών, δεν τα είχαν «για να τα φτύνουν», αλλά για να τα θαυμάζουν. Δεν τους πείραζε λοιπόν τους Χριστιανούς το άγαλμα ως άγαλμα, ως καλλιτέχνημα. Ως αντικείμενο λατρείας τους πείραζε. Ως άγαλμα το διατηρούσαν και το έβαζαν σε περίοπτη δημόσια θέση, όπως αργότερα στη Δυτική Ευρώπη. Ακόμη και οι γιορτές των Εθνικών δεν απαγορεύονταν, με την προϋπόθεση να μη γινόταν θυσία:

Θεοδοσιανός Κώδικας XVI, 10, 8, Αυτοκράτορες Γρατιανός, Βαλεντιανός και Θεοδόσιος προς Παλλάδιον, Δούκα της Οσροηνής (30 Νοεμβρίου 382 μ.Χ.): «Με σκοπό να μπορούν τα πλήθη, τόσο των γηγενών όσο και των επισκεπτών, να βλέπουν το ναό, η Εμπειρία σου θα διατηρήσει όλες τις γιορτές και τις τελετές».

Θεοδοσιανός Κώδικας XVI, 10, 17, Αυτοκράτορες Αύγουστοι Αρκάδιος και Ονώριος προς Απολλόδωρον, Ανθύπατο Αφρικής (20 Αυγούστου 399 μ.Χ.) : «δεν επιτρέπουμε να καταργηθούν οι εορταστικές συγκεντρώσεις πολιτών και η απόλαυση που παίρνουν όλοι από αυτές. Έτσι αποφασίζουμε, ότι, σύμφωνα με τα αρχαία έθιμα, θα εξακολουθήσουν να παρέχονται διασκεδάσεις στο λαό, χωρίς όμως θυσίες, και θα επιτρέπεται στον κόσμο να παρευρίσκεται σε εορταστικά συμπόσια όποτε το επιθυμεί».

14f ΓΙΑ ΤΙΣ ΥΠΑΡΚΤΕΣ ΔΙΩΞΕΙΣ

«Μιμείστε την οργή και την δριμύτητα των Ιουδαίων καταστρέφοντας ιερά και βωμούς και κατασφάξατε όχι μόνο τους δικούς μας που δεν εγκατέλειψαν την πατρογονική λατρεία, αλλά και κείνους από εσάς που είναι παραπλανημένοι όπως εσείς, τους αιρετικούς που δεν θρηνούν τον πεθαμένο με τον ίδιο τρόπο που το κάνετε εσείς. Αυτά όμως είναι μάλλον δικά σας γνωρίσματα γιατί πουθενά, ούτε ο Ιησούς σας παρέδωσε τέτοιες εντολές ούτε ο Παύλος,» γράφει ο Ιουλιανός, παραδεχόμενος έμμεσα ότι δεν είναι το χριστιανικό δόγμα υπαίτιο για τα παραπτώματα κακών Χριστιανών. Το ίδιο παραδέχεται κι ο Λιβάνιος, όταν έλεγε στους Χριστιανούς πως αν μετέρχονται βία σε ζητήματα πίστης παραβιάζουν τους ίδιους τους τους νόμους. Ξεχνά όμως ότι οι κρατικές διώξεις κατά όσων δε συμμερίζονταν τη θρησκεία του κράτους δεν ήταν ούτε αποκλειστικώς Χριστιανικό φαινόμενο ούτε Χριστιανική εφεύρεση. Οι παγανιστικές αρχαίες ελληνικές πόλεις και η παγανιστική Ρώμη ήταν οι πρώτες διδάξασες. Κι όμως, οι Ν/Π κατηγορούν το Χριστιανισμό για κάποιες πράξεις κακών (=μη ακολουθούντων τις εντολές του Χριστού) Χριστιανών.

Οι διωγμοί των Χριστιανών από τους Εθνικούς ούτε κατά διάνοια δε μπορούν να συγκριθούν με τους ελάχιστους διωγμούς των Εθνικών από τους Χριστιανούς: Οι Χριστιανοί, ως μικρή μειοψηφία διώκονταν ανηλεώς, ακριβώς επειδή ήταν λίγοι, η μύγα μες στο γάλα – κι έτσι ο διωγμός νομιμοποιούνταν στην κοινή γνώμη ενώ οι Παγανιστές, επειδή αποτελούσαν μεγάλο τμήμα του λαού της Αυτοκρατορίας ακόμη, δεν γινόταν να εξοντωθούν ή να τρομοκρατηθούν απλώς βάσει μερικών διαταγμάτων – ο διωγμός του μισού πληθυσμού δεν είναι δικαιολογίσιμος στα μάτια της κοινής γνώμης, και γι’αυτό δεν πραγματοποιείται. Γι’ αυτό οι διωγμοί κατά των Χριστιανών ήταν πολλοί και σκληρότατοι, ενώ οι διωγμοί κατά των πολλών Παγανιστών ήταν ελάχιστοι και πολύ ήπιοι.

Επιπλέον, κατά τους διωγμούς κατά των Χριστιανών υπήρξαν εκατοντάδες χιλιάδες θύματα, αποκεφαλισμένοι, σφαγμένοι, σταυρωμένοι, καμμένοι, ποικιλοτρόπως θανατωμένοι. Κάτι αντίστοιχο σε ποσότητα δεν υπάρχει, για τους υπαρκτούς διωγμούς κατά Παγανιστών. Ίσως προπηλακίζονταν στις επαρχίες όσοι επιχειρούσαν να εμποδίσουν την κατεδάφιση εκείνων των αρχαίων ναών που κατεδαφίστηκαν, αλλά δεν υπήρξε μαζική, όπως κατά των Χριστιανών, εξόντωση του πληθυσμού, ώστε δια του φυσικού αφανισμού και ελάττωσης του πληθυσμού των Εθνικών να εκλείψει η αρχαία λατρεία. Υπάρχει, δηλαδή μια ουσιώδης διαφορά μεταξύ των σκληρών διωγμών κατά των Χριστιανών και των σποραδικών ήπιων διωγμών κατά των Εθνικών: οι παγανιστές αυτοκράτορες (π.χ. Δέκιος) επιδίωκαν την εξαφάνιση του Χριστιανισμού μέσω της φυσικής εξόντωσης του χριστιανικού πληθυσμού, ενώ οι Χριστιανοί αυτοκράτορες επιδίωκαν την εξαφάνιση της αρχαίας λατρείας με την απαγόρευση των θυσιών και, σπανιότερα, την κατεδάφιση των αρχαίων ναών. Έτσι, οι δύο διαφορές μεταξύ διωγμών κατά των χριστιανικών πληθυσμών και απαγορεύσεων της παγανιστικής λατρείας είναι ότι

1) οι Χριστιανοί διώκωνταν ανηλεώς, διότι, όντας μειοψηφία, ο διωγμός νομιμοποιούνταν στα μάτια του υπόλοιπου πληθυσμού, ενώ οι Εθνικοί, όντας μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, δεν γινόταν να διωχθούν με αντίστοιχη αγριότητα.

2) Μέσο εξάλειψης του Χριστιανισμού από τους αυτοκράτορες ήταν η φυσική εξόντωση των Χριστιανών, ενώ μέσο εξάλειψης του Παγανισμού – ίσως λόγω της προηγούμενης διαφοράς – ήταν η απαγόρευση των θυσιών.

Δύο ακόμη διαφορές ανάμεσα στους διωγμούς κατά των Χριστιανών και στην σποραδική καταπίεση του Παγανισμού είναι ότι οι Παγανιστές αυτοκράτορες ήθελαν οι Χριστιανοί να γίνουν Εθνικοί μέσω της υποχρεωτικής θυσίας στους «θεούς», ενώ οι Χριστιανοί αυτοκράτορες του 4ου και 5ου μ.Χ. αι. δεν ήθελαν – με τους νόμους τους – οι Εθνικοί να γίνουν Χριστιανοί και δεν υποχρέωναν κανέναν να βαπτιστεί, αλλά απλώς τους απαγόρευαν να θυσιάσουν. Δηλαδή, οι Παγανιστές αυτοκράτορες δεν αρκούνταν στην απαγόρευση των χριστιανικών τελετών (κατ’ αντιστοιχία με τις απαγορεύσεις των θυσιών από τους Χριστιανούς αυτοκράτορες), αλλά επιπλέον επέβαλαν τις παγανιστικές τελετές στους διωκώμενους. Οι Χριστιανοί αυτοκράτορες δεν επέβαλαν χριστιανικές τελετές, αλλά απλώς αρκούνταν στην απαγόρευση θυσιών. Επίσης, οι Παγανιστές αυτοκράτορες, κατά την ανάκριση των Χριστιανών, ήθελαν να τους υποχρεώσουν να βρίσουν το Χριστό. Αυτό αποδεικνύεται τόσο από επιστολή του Gaius Plinius Caecilius (10, 96) στον αυτοκράτορα Τραϊανό, όπου γράφει: «..να επικαλεστούν τους θεούς... και επιπλέον να βρίσουν το Χριστό», όσο και από χριστιανικά μαρτυρολόγια (Μαρτύριο Πολύκαρπου, 9,3), όπου ο Ειδωλολάτρης διώκτης προστάζει «λοιδώρησον τον Χριστόν». Αντίθετα, οι Χριστιανοί αυτοκράτορες δεν εξέδωσαν ποτέ νόμο που να επιβάλλει στους Εθνικούς να βρίσουν τους «θεούς» τους˙ αρκούνταν να απαγορεύσουν τις θυσίες. Έτσι:

3) Κατά τους διωγμούς κατά των Χριστιανών, οι Παγανιστές αυτοκράτορες επιδίωκαν να αναγκάσουν τους Χριστιανούς να προσχωρήσουν στον Παγανισμό (π.χ. θυσιάζοντας), ενώ κατά τις διώξεις κατά Εθνικών, οι Χριστιανοί αυτοκράτορες δεν επιδίωκαν να αναγκάσουν τους Εθνικούς να προσχωρήσουν στον Χριστιανισμό (δηλ. δεν τους ανάγκαζαν να βαπτιστούν. Απλώς τους απαγόρευαν να θυσιάσουν). Άλλο πράγμα η απαγόρευση λατρευτικών πρακτικών κι άλλο το επιπλέον μέτρο της επιδίωξης «εκπαγανισμού» εκ μέρους των Παγανιστών.

4) Κατά τους διωγμούς κατά των Χριστιανών, αυτοί υποχρεώνονταν να βρίσουν το Θεό που πίστευαν, ενώ κατά τις διώξεις κατά των Παγανιστών, κανείς δεν υποχρεωνόταν να βρίσει τους «θεούς».

Όσον αφορά τους ίδιους τους νόμους του Μεγάλου Θεοδόσιου που απαγόρευαν την αρχαία θρησκεία και, το σημαντικότερο, ανεκήρυσσαν την Ορθοδοξία μόνη θρησκεία του κράτους, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτοί εκδόθηκαν από τον Θεοδόσιο Α’ μόνο

1) μετά από διωγμούς κατά των Ορθοδόξων τόσο εκ μέρους των αιρετικών Αρειανών αυτοκρατόρων Κωνστάντιου Β’ (337-361), Βάλεντα (364-378) στην Ανατολή και  Βαλεντιανού Β’ (375-392) στη Δύση, όσο και εκ μέρους του Εθνικού Ιουλιανού (361-363),

2) μετά από εμφύλιες διαμάχες και εξεγέρσεις Εθνικών αυτοκρατόρων  στη Δύση (Ευγένιος), που πρότειναν αντιχριστιανικά μέτρα χειρότερα κι από αυτά του Ιουλιανού (π.χ. κατεδαφίσεις ναών).

Προκειμένου, λοιπόν, να εξασφαλιστεί η Ορθόδοξη θρησκεία που συνεχώς διώκονταν από αιρετικούς και εθνικούς, ο Θεοδόσιος αναγκάστηκε και έλαβε μέτρα υπέρ αυτής και κατά των διωκτών της. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Ορθόδοξος αυτοκράτορας Γρατιανός κι ο επίσης Ορθόδοξος Ιοβιανός (363-364) – δηλαδή αμέσως μετά τον Ιουλιανό – ήταν υπέρ της ανεξιθρησκείας, τόσο προς αιρετικούς όσο και προς τους εθνικούς. Όμως αυτοί, όποτε μπορούσαν εδίωκαν τους Ορθόδοξους Χριστιανούς. Δεν ήταν, συνεπώς, μια πράξη φανατισμού κι άνευ αιτίας η νομοθετική προστασία της Ορθοδοξίας από τον Θεοδόσιο, αλλά αποτέλεσμα της διαπίστωσης ότι οι εχθροί της δεν είχαν καμμία πρόθεση (ανάλογη με αυτή των Γρατιανού και Ιοβιανού) να είναι ανεξίθρησκοι. Επί μισό αιώνα οι Ορθόδοξοι διώκονταν από αιρετικούς και εθνικούς, προτού ένας Ορθόδοξος ηγεμόνας νομοθετήσει υπέρ της Ορθοδοξίας.

Αν υπήρξε όντως εποχή καταπίεσης των εθνικών αυτή ήταν μεταξύ 394 και 408 καθώς και επί Ιουστινιανού (αλλά τότε ελάχιστοι ήταν οι εθνικοί. Δεν είχε καν νόημα η καταδίωξή τους). Όπως προαναφέρθηκε, η καταπίεση αυτή ήταν προϊόν ανάγκης προστασίας των Ορθόδοξων από αλλεπάλληλες απόπειρες εθνικών και διώξεις αιρετικών ή παγανιστών αυτοκρατόρων – ακριβώς επειδή αυτά ήταν τα έθιμα της εποχής. Αλλά οι ίδιες οι διατάξεις των απαγορεύσεων στα χρόνια αυτά πολύ σπάνια υπερβαίνουν τη σκληρότητα των διωγμών κατά των Χριστιανών από τους εθνικούς ώς το 311 μ.Χ. Εφόσον αποδείχθηκε, με πλήθος αναφορών, ότι οι αντιπαγανιστικές διατάξεις ανάμεσα στο 341 και το 379 μ.Χ. που τιμωρούσαν τους εθνικούς λάτρεις, ήταν ανεφάρμοστες, το μόνο που απομένει είναι να παρουσιαστούν οι – σύμφωνα με τους αρχαιολάτρες –  «τρομερές ποινές» κατά των εθνικών θρησκευτών μεταξύ των ετών 380 και 435 μ.Χ. δηλαδή στο διάστημα όπου σύμφωνα με τους νεοπαγανιστές έγιναν οι τρομερότεροι διωγμοί:

-οι θυσίες για χρησμό τιμωρούνταν με προγραφή, δηλαδή χρηματικό πρόστιμο και εξορία (Θεοδ. Κώδ., XVI, 10, 7,  του έτους 381).

-οι θυσίες για χρησμό τιμωρούνταν με «το μαρτύριο μιας πολύ αυστηρής τιμωρίας» (Θεοδ.Κώδ., XVI, 10, 9, του έτους 385), πάντως όχι με θάνατο.

-οι θυσίες ή λατρεία αγαλμάτων τιμωρούνταν με χρηματικό πρόστιμο 15 λιβρών χρυσού (Θεοδ. Κώδ., XVI, 10, 10, στις 24/2/391).

-η τέλεση θυσιών τιμωρείται με χρηματικό πρόστιμο (Θεοδ. Κώδ., XVI, 10, 11, στις 16/6/391).

-η θυσία σε αγάλματα ή η προσφορά λατρείας σε αυτά ή σπλαγχνομαντεία για χρησμό ή για μαύρη μαγεία κατά τρίτων αποτελεί εσχάτη προδοσία και επιφέρει κατάσχεση του οίκου ή του τεμαχίου γης όπου έγιναν αυτά. Θυσία σε δημόσιους ναούς τιμωρείται με πρόστιμο 25 λιβρών χρυσού.(Θεοδ. Κώδ., XVI, 10, 12, του έτους 392).

-η θυσία τιμωρείται με προγραφή και εξορία, «αν και θα έπρεπε [οι ειδωλολάτρες] να υποβληθούν στην ποινή του θανάτου» (Θεοδ. Κώδ., XVI, 10, 23 του έτους 423).

-η θυσία τιμωρείται με θάνατο (Θεοδ. Κώδ., XVI, 10, 25, του έτους 435).

Φαίνεται πως σε διάστημα πενηνταπέντε χρόνων (381-435 μ.Χ.) μόνο μία φορά, και μάλιστα στο τέλος (όταν δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία ήταν χριστιανική), επιβλήθηκε η ποινή του θανάτου για όποιον θυσίαζε στους «θεούς». Δεν άλλαζε τότε, το 435, η πορεία της ιστορίας. Σε όλες τις άλλες φορές η τιμωρία ήταν χρηματικό πρόστιμο και μια φορά με εξορία. Αν συγκριθεί αυτό με τους αποκεφαλισμούς και τα μαρτύρια που υφίσταντο οι Χριστιανοί στα παγανιστικά αμφιθέατρα, τότε η λέξη «διωγμός» δεν ταιριάζει. Δεν υπήρξε νόμος, όπως βλέπουμε, που να επιβάλλει στους Εθνικούς τιμωρία, απλώς επειδή θεωρούσαν το Δία ή τον Μίθρα ύψιστους θεούς˙ δεν τιμωρούνταν η πίστη «στην Φύση», ο πανθεϊσμός  και η απιστία στον χριστιανικό θεό. Τιμωρούνταν με πρόστιμο η θυσία. Αξίζει να αναφερθεί πως ο εθνικός Πορφύριος ήταν αντίθετος στις θυσίες ως τρόπο λατρείας των «θεών».

Αλλά και πάλι, δεν υπάρχουν στοιχεία για μαζική γενοκτονία πληθυσμών εξαιτίας των νόμων αυτών. Δεν υπάρχουν  αναφορές για εκατοντάδες ή δεκάδες χιλιάδες θύματα που παρέβησαν το νόμο και να οδηγήθηκαν σε δημόσιες εκτελέσεις. Τόσο λόγω της διαφορετικής τακτικής των Χριστιανών αυτοκρατόρων (η 2η διαφορά, που αναφέρθηκε πιο πάνω) όσο και επειδή αυτοί οι νόμοι ήταν περισσότερο εκφοβιστικοί και ανεφάρμοστοι. Όπως παραδέχονται  επίσης οι ίδιοι οι Νεοπαγανιστές «οι συνεχείς εκδόσεις εδίκτων ωστόσο, δείχνουν ότι αυτά ήσαν ακόμη πολύ δύσκολο να εφαρμοστούν» (Βλάση Ρασσιά, Υπέρ Της Των Ελλήνων Νόσου, β' έκδοση, εκδ. Ανοιχτή πόλη, τ. 3, σ. 31), διότι «του νόμου αργούντος» έμεναν ανεφάρμοστοι νόμοι. Εφόσον ακόμη και σήμερα υπάρχουν νόμοι ανεφάρμοστοι, δεν είναι παράξενο εκείνη την εποχή ελλείψει γρήγορων επικοινωνιών να μην εφαρμοζόταν και τότε. Πρακτικά πάντως, ήταν ευκολότερο για την εξουσία να κλείνονται οι ναοί, παρά να δικάζονται και να καταδικάζονται εκατομμύρια άτομα που φυσικά συνέχιζαν, παρά τις «αυστηρές τιμωρίες» να θυσιάζουν.

Όπως λέει κι ο ιστορικός της εποχής Σωζόμενος «μέσα στους νόμους ο Θεοδόσιος περιέγραφε τιμωρίες που δεν εφαρμοζόταν. Φρόντιζε όχι να τιμωρεί αλλά να προκαλεί το φόβο της τιμωρίας» (Σωζόμενου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 7, 12).

Χαρακτηριστικό της ανυπαρξίας μαζικών διωγμών είναι ότι οι Νεοπαγανιστές συνεχώς χρησιμοποιούν σχεδόν τα ίδια αποσπάσματα από ένα και μόνο έργο του Λιβάνιου (το οποίο εγράφη το 386), όταν θέλουν να δώσουν «ρεαλιστική περιγραφή» του κλίματος που επικρατούσε. Χρησιμοποιούν το ίδιο κείμενο, για περιγραφή του αντιπαγανιστικού κλίματος από το 340 ώς το 390. Ένα κείμενο ενός φανατικού και αποδεδειγμένα ψεύτη –  σύμφωνα με τόσες άλλες μαρτυρίες αρχαίων και σύγχρονων – για μισό αιώνα! Άλλες μαρτυρίες δεν υπάρχουν˙ οι τυχόν μαρτυρίες Χριστιανών ιστοριογράφων για «μεγάλους» διωγμούς «κατά Ελλήνων» όχι απλώς είναι οι συνήθεις μεγαλοποιήσεις – όπως αποδείχτηκε – προκειμένου να ηρωποιηθεί ο αυτοκράτορας ή ο επίσκοπος που τις διέταζε, αλλά επιπλέον αφορούν μεμονωμένα περιστατικά.

Όσον αφορά τις μαρτυρίες των Χριστιανών χρονικογράφων, αυτές, ακόμη και όταν δεν αποτελούν κολακεία προς Αυτοκράτορα ή επίσκοπο, όπως λέει η κ. Π. Αθανασιάδη, είναι εξίσου αβάσιμες. Πόσο έγκυρη μπορεί να είναι η μαρτυρία ενός Χριστιανού χρονικογράφου, που αναφέρει ότι ο τάδε αυτοκράτορας «κατέστρεψε όλους τους ναούς των Εθνικών» ή «κήρυξε μέγα διωγμό», τη στιγμή που ο χρονικά επόμενός του Χριστιανός χρονικογράφος μαρτυρεί ότι ο χρονικά επόμενος Αυτοκράτορας «κατέστρεψε όλους τους ναούς των Εθνικών»; Αφού τούς κατέστρεψε όλους ο προηγούμενος, ο επόμενος κατέστρεψε όλους τους ήδη κατεστραμμένους ναούς; Ακόμη κι αν ο επόμενος Αυτοκράτορας ολοκληρώνει το ήδη μεγάλο καταστροφικό έργο του προηγούμενου Αυτοκράτορα, η ύπαρξη τόσων ναών, άθικτων, ειδικά στην Ελλάδα, φανερώνει ότι οι δηλώσεις των Χριστιανών χρονικογράφων του του 4ου και 5ου ότι ο τάδε «κατέστρεψε όλους τους ναούς» είτε οφείλονται σε αδυναμία τους να κατανοήσουν το μικρό μέγεθος της «καταστροφής» είτε οφείλονται σε κολακεία για μεμονωμένα περιστατικά.

Αυτό που γινόταν, δηλαδή, ήταν το ακόλουθο: έξέδιδε ένα έδικτο καταστροφής των αρχαίων ναών ένας αυτοκράτορας, γινόταν την επόμενη μέρα, «για τα μάτια του κόσμου», ορισμένες καταστροφές ναών μπροστά στον αυτοκράτορα και στους αυλικούς – μεταξύ των οποίων ήταν κι ο χριστιανός ιστοριογράφος μας – ο αυτοκράτορας αποχωρούσε ευχαριστημένος που «κατέστρεψε τα είδωλα» και το θέμα έληγε. Οι υπόλοιποι χιλιάδες ναοί στο υπόλοιπο της Αυτοκρατορίας ελάχιστα θιγόταν, αλλά επειδή ο χριστιανός χρονογράφος είχε δει δυο-τρεις ναούς να γκρεμίζονται, νόμιζε πως παντού έγινε το ίδιο. Οι τόσοι και τόσοι σωζόμενοι ναοί αποδεικνύουν πως δεν είχε και τόσο καλή πληροφόρηση για το υπόλοιπο της Αυτοκρατορίας.

Αλλά το πλέον ισχυρό αποδεικτικό στοιχείο ότι οι αναφορές των χριστιανών ιστοριογράφων περί κατεδάφισης αρχαίων ναών είναι ψευδείς και/ή υπερβολικές είναι... οι ίδιες οι αφηγήσεις των αυτών χριστιανών ιστοριογράφων. Σύμφωνα λ.χ. με τον Μαλάλα ο Μ. Κωνσταντίνος τὰ ἱερὰ καὶ πάντας τοὺς ναοὺς τῶν Ἑλλήνων κατέστρεψε (PG 97 476B), ενώ πάλι σύμφωνα με τον Μαλάλα, ο Μ. Θεοδόσιος τοὺς δὲ ναοὺς τῶν Ἑλλήνων πάντες κατέστρεψεν ἕως ἐδάφους ὁ θεῖος αὐτὸς Θεοδόσιος βασιλεύς (PG 97 513B). Βεβαίως 1) δεν γίνεται ο Μ. Κωνσταντίνος να έχει καταστρέψει «πάντας τους ναούς» διότι αν τους κατέστρεψε, τότε πώς γίνεται ο Μ. Θεοδόσιος να κατέστρεψε κι αυτός «πάντας τους ναούς»; 2) ούτε γίνεται ο Μ. Θεοδόσιος να κατέστρεψε «πάντας τους ναούς» αφού ώς σήμερα έχουμε χιλιάδες αρχαίους ναούς σε όλη τη Μεσόγειο. Το «πάντας τους ναούς» δεν πρέπει να απορριφθεί μόνο με την κυριολεκτική του σημασία αλλά και με την μεταφορική, «πάρα πολλούς», διότι αν ήταν «πάρα πολλοί» και ταυτόχρονα ο κάθε αυτοκράτορας κατέστρεψε «πάρα πολλούς», τότε δε θα έμενε ούτε κολώνα για δείγμα. Τα ίδια ισχύουν και για τις διαβεβαιώσεις των Θεοδώρητου, Σωζομενού, Σωκράτη.

Και τι απαντάνε εδώ οι Νεοπαγανιστές; Και οι ίδιοι παραδέχονται πως λ.χ. ο Μαλάλας παρουσιάζει τον Μεγάλο Κωνσταντίνο να καταστρέφει όλα τα παγανιστικά ιερά, και παρακάτω τον Μεγάλο Θεοδόσιο να καταστρέφει ξανά όλα (!) τα παγανιστικά ιερά. Γι’ αυτό γράφουν ότι «για να κάνουμε ακριβέστερη την όλη εικόνα της εποχής [σημ.: εννοούν «για να παραπληροφορήσουμε τους αναγνώστες μας, ώστε να παρασύρονται ασυναίσθητα διαβάζοντας συνεχώς τα αλλεπάλληλα "κατέστρεψε πάντας τους ναούς"»] τηρούμε τον ίδιο τρόπο έκφρασης [σημ.: εννοεί των χριστιανών ιστοριογράφων] για τις συγκεκριμένες καταστροφές [σημ.: δηλαδή «όποτε θέλουμε κάνουμε "έκθλιψη των πηγών", ενώ όποτε μας συμφέρει να μεγαλοποιήσουμε τις καταστροφές, παραθέτουμε τις πηγές αυτούσιες»] γνωρίζοντας ωστόσο εμείς ότι ποτέ δεν είναι δυνατή η ΚΑΘΟΛΙΚΗ πραγματοποίηση του ανίερου αυτού "ονείρου" των χριστιανών» (Μια Ιστορία Αγάπης, τ. Α’, σ. 166). Κατά τη γνώμη μας η άποψη του κ. Ρασσιά ότι δεν τάχα ήταν δυνατόν να γίνει ολοκληρωτική καταστροφή, συνιστά έναν πανέξυπνο ή κουτοπόνηρο (όπως το πάρει κανείς) τρόπο να παραδεχτούν οι Νεοπαγανιστές ότι «δεν επιδίωξαν να τα καταστρέψουν οι Χριστιανοί σε τέτοιο βαθμό που ισχυριζόμαστε, κι ούτε τα κατέστρεψαν στο βαθμό που εμείς, οι Νεοπαγανιστές, ισχυριζόμαστε». Διότι η καθολική καταστροφή των παγανιστικών ναών ήταν και παραήταν εφικτή για τους Χριστιανούς, από κάποια στιγμή και ύστερα (π.χ. τα μέσα ή τέλη του 5ου αι.), όταν επικράτησαν ολοκληρωτικά και αντίστοιχα οι Εθνικοί είχαν απομείνει μόνο σε απομονωμένα χωριά. Θα ήταν πολύ εύκολο οι Χριστιανοί να καταστρέψουν κάθε ναΐσκο και ναό στους τόπους όπου υπήρχε χριστιανική – σχεδόν απόλυτη – πλειοψηφία, δηλαδή σχεδόν παντού. Κι ύστερα, μετά τον 6ο-7ο αι., θα ήταν ακόμη πιο εύκολη η διαδικασία καταστροφής των εναπομείναντων αρχαίων ναών. Τι εμπόδιζε τους Χριστιανούς, από τον 6ο ώς τον 16ο αι. να καταστρέψουν τα εναπομείναντα (που διόλου «εναπομείναντα» δεν είναι, αλλά, αντιθέτως, πάρα πολλά) παγανιστικά ιερά στην Ιταλία; Τι θα εμπόδιζε από τον 5ο ώς τον 11ο αι. να εξακολουθήσει η διαδικασία αυτή σε Ελλάδα και Μ. Ασία;

 Ποια είναι η έκταση των δήθεν τόσο τρομερών βανδαλισμών ναών και αγαλμάτων; Στα 150 χρόνια (350-500) είναι ελάχιστες οι συγκεκριμένες αναφορές (κι όχι αερολογίες περί «ολοκληρωτικής καταστροφής» που οι αντιχριστιανοί ισχυρίζονται, κάθε 15 έτη στο διάστημα αυτό). Ένα άγαλμα του Ασκληπιού καταστράφηκε (Λιβάνιου, Υπέρ των ιερών, 22) στη Βέροια της Συρίας. Στην Κύζικο του Ελλησπόντου ο επίσκοπος Ελεύσιος (4ος αι.) γκρεμίζει τους ναούς της πόλης. Ο Κωνσταντίνος κατέστρεψε το ιερό της Αφροδίτης, που ήταν χτισμένο πάνω στον Πανάγιο Τάφο, στην Ιερουσαλήμ. Επίσης έναν ακόμη ναό στην Ηλιούπολη. Οι οκτώ ναοί της Γάζας επίσης καταστράφηκαν. Το Σαράπειο στην Αλεξάνδρεια. Ο επίσκοπος Λαμψάκου Παρθένιος καταστρέφει τα ιερά της περιοχής του (Σωζομενός, 5, 7). Στην Αρεθούσα της Συρίας επίσης καταστρέφονται ναοί (Σωζομενός, 5, 10). Στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατεδαφίζονται οι ναοί του Δία, του Απόλλωνα και της Τύχης. Στη Μύρο της Φρυγίας θρυμματίζονται τα αγάλματα ενός ναού (Ευνάπιος, 5, 2, 1). Στην Απάμεια της Συρίας ο επίσκοπος Μαρκέλλος κατέστρεψε τους ναούς της πόλης και της τριγύρω περιοχής. Το 376 γκρεμίζεται ο ναός του Ερμή στην Αντιόχεια. Ο μονοφυσίτης Ιωάννης της Εφέσσου γκρέμισε αρχαίους ναούς στην Δυτική Μ. Ασία. Δηλαδή, οι μόνες συγκεκριμένες αναφορές περί καταστροφών ναών είναι στην Συρία (Βέροια, Αντιόχεια, Απάμεια), στην Κύζικο, στην Καισάρεια, στην Γάζα, στην Παλαιστίνη (Γάζα, Ιερουσαλήμ και Ηλιούπολη) και στην Αίγυπτο (κυρίως Αλεξάνδρεια).  Πάντως, οι λίγες αναφορές περί καταστροφών ναών αφορούν κατά κύριο λόγο την Φοινίκη, τη Συρία και την Αλεξάνδρεια. Όχι τη Μικρά Ασία και ούτε την Ελλάδα (φυσικά, και εκεί θα υπήρξαν καταστροφές, αλλά ήταν ελάχιστες). Το συμπέρασμα είναι απλό: πολύς θόρυβος για το τίποτα. Λίγοι κατεστραμμένοι ναοί σε δέκα πόλεις για διάστημα 150 ετών δεν είναι τίποτα (υπενθυμίζουμε ξανά ότι αναφερόμαστε σε συγκεκριμένες περιπτώσεις κι όχι σε γενικόλογες καταγγελίες του Λιβάνιου, του Ευνάπιου ή σε γενικόλογες αερολογίες του Θεοδώρητου και του Μαλάλα, τις οποίες ακόμη και η υμνητίς του Ιουλιανού κ. Π. Αθανασιάδη απορρίπτει ως υπερβολικές και ύποπτες). Παρατηρούμε πως ενώ οι αρχαιόπληκτοι σχεδόν μας έχουν πείσει ότι από εποχής Θεόφιλου (390) όλοι οι αρχαίοι ναοί της Αιγύπτου (οι περισσότεροι εκ των οποίων, φυσικά, δεν ήταν αρχαιοελληνικοί) είχαν καταστραφεί, μαθαίνουμε ότι στη νησίδα Φίλαι του Νείλου η αρχαία λατρεία συνεχιζόταν ώς την εποχή του Ιουστινιανού. Πράγμα που δεν δικαιολογείται, αν δεχτούμε την άποψη περί «χριστιανών που γκρέμιζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους».

Οι καταστροφές ορισμένων αρχαίων ναών αρχαίων ναών από λίγους φανατικούς δεν βασίζονταν στην Παλαιά Διαθήκη, όπως νόμιζε ο Ιουλιανός, αλλά σε αντιγραφή της αντίστοιχης ειδωλολατρικής συμπεριφοράς προς τους Χριστιανούς, όπως αυτή εκδηλώθηκε στους διωγμούς των τριών πρώτων αιώνων. Όταν οι ειδωλολάτρες αυτοκράτορες ή οι τοπικοί ειδωλολάτρες άρχοντες διέτασσαν διωγμό, οι χριστιανικοί ναοί γκρεμίζονταν ή καίγονταν. Στον διωγμό που κήρυξε ο Διοκλητιανός «οι ναοί εκαίοντο ή εκρημνίζοντο, αι Αγ. Γραφαί παρεδίδοντο εις το πυρ (...) η εκκλησιαστική περιουσία εδημεύετο» (Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, λήμμα Διωγμός). Αυτά ήταν τα «έθιμα» της εποχής (Φυσικά και κτίζονταν χριστιανικοί ναοί πριν τον Μ. Κωνσταντίνο. Όχι από τον πρώτο αιώνα, κατά τον οποίο δεν υπήρχαν χριστιανικοί ναοί, αλλά μετά το 200 υπήρχαν δίχως αμφιβολία, και ο Διοκλητιανός γκρέμισε τους προ Κωνσταντίνου ναούς.). Δεν καινοτόμησαν όσοι Χριστιανοί αυτοκράτορες πρόσταξαν την καταστροφή ναών και δήμευση των περιουσιών τους, διότι αυτά τα είχαν ξεκινήσει οι παλαιότεροι, παγανιστές αυτοκράτορες. Αξιοσημείωτο είναι ότι κανένας ναός πριν τη βασιλεία του Μ. Κωνσταντίνου δεν υπάρχει, διότι όλοι καταστράφηκαν από τους διωγμούς του Διοκλητιανού, του Γαλέριου και του Λικίνιου. Είχαν, λοιπόν, ορισμένοι αυτοκράτορες καθώς και οι φανατικοί Χριστιανοί που ήθελαν να εκδικηθούν για τους διωγμούς, μπροστά τους, πρόσφατο το παράδειγμα των ειδωλολατρών, οι οποίοι γκρέμιζαν εκκλησίες και δήμευαν την περιουσία της Εκκλησίας. Η πρακτική αυτή, η βάρβαρη, δεν είναι χριστανικής επινόησης, όπως διαδίδουν οι Νεοπαγανιστές: είναι η κληρονομιά της Ειδωλολατρίας στο εκχριστιανισμένο ρωμαϊκό κράτος. Δυστυχώς, δεν γινόταν να αλλάξουν σε μια μέρα τα βάρβαρα ήθη και πρακτικές των ειδωλολατρών, και γι’ αυτό ορισμένοι χριστιανοί τα συνέχισαν. Δεν έκαναν οι τοτινοί Χριστιανοί κάτι πρωτόγνωρο, όπως πιστεύουν αφελώς οι Νεοπαγανιστές. Αν, λοιπόν, πρέπει να καταδικαστεί κάτι, αυτό είναι τα ήθη της εποχής κι όχι μόνο ο ένας από τους δύο αντιπάλους.

Έτσι, βλέπουμε πως οι λίγες, σποραδικές διώξεις κατά του Παγανισμού εκ μέρους των Αυτοκρατόρων έγιναν, επειδή είχαν γίνει πολλές και συνεχείς διώξεις κατά των Χριστιανών εκ μέρους των Ειδωλολατρών.

1)      Πρώτοι, αιώνες πριν, οι Ειδωλολάτρες αυτοκράτορες απαγορεύουν το Χριστιανισμό, ενώ πολύ αργότερα, δεκαετίες αφού εκχριστιανίστηκαν, οι Αυτοκράτορες απαγορεύουν τον Παγανισμό.

2)      Πρώτοι οι Ειδωλολάτρες αυτοκράτορες (Ιουλιανός) απαγορεύουν σε Χριστιανούς να διδάσκουν φιλοσοφία, και πολύ αργότερα, 1,5 αιώνα μετά οι Χριστιανοί Αυτοκράτορες (Ιουστινιανός) ανταποδίδουν με το ίδιο νόμισμα.

3)      Πρώτοι οι Ειδωλολάτρες αυτοκράτορες δια νόμου επιβάλλουν στους δημόσιους υπαλλήλους να θυσιάζουν στα είδωλα και διώκουν όσους αρνούνται, και πολύ αργότερα (στα 416, έναν αιώνα μετα τον Μ. Κωνσταντίνο) οι Χριστιανοί Αυτοκράτορες εκδίδουν νόμους  απαγορεύοντας σε Παγανιστές να έχουν δημόσια αξιώματα.

4)      Πρώτα οι Ειδωλολάτρες αυτοκράτορες εκδίδουν ειδικό νόμο με τον οποίο αποκαλούνται υποχρεωτικά «Γαλιλαίοι» οι Χριστιανοί, και πολύ αργότερα, οι Χριστιανοί Αυτοκράτορες κάνουν λόγο για «Παγανιστές».

5)      Πρώτα είχαν αρχίσει να γκρεμίζουν χριστιανικούς ναούς και να δημεύουν την εκκλησιαστική περιουσία οι Ειδωλολάτρες αυτοκράτορες και πολύ αργότερα, ακολουθώντας το παράδειγμά τους, διέταξαν – αλλά ελάχιστα εφάρμοσαν – το γκρέμισμα ειδωλολατρικών ναών οι Χριστιανοί Αυτοκράτορες.

Επομένως, να μην κλαίγονται οι Ειδωλολάτρες: αυτοί έπεσαν στο λάκκο που έσκαβαν για τους άλλους. Αυτοί σοφίζονταν συνεχώς διώξεις, ύπουλες μεθόδους αποχριστιανισμού, αλλά, τι παράξενο, έδιναν έτσι δικαιώματα και «ιδέες» στους αντιπάλους τους να πράξουν κι αυτοί το ίδιο (Αφού οι Ειδωλολάτρες θεωρούν την «συγχώρεση» δείγμα αδυναμίας και βλακείας.). Από αυτούς παραδειγματίζονταν οι Χριστιανοί Αυτοκράτορες, όταν ήθελαν να περιορίσουν την Ειδωλολατρία.

            Αυτό που είναι ενοχλητικό στους αρχαιόπληκτους και στους αντιχριστιανούς Διαφωτιστές είναι η αποσιώπηση της πραγματικότητα. Όταν π.χ. κάποιοι αναφέρουν τις απαγορεύσεις περί παιδείας του Ιουστινιανού αλλά αποκρύβουν (ή ακόμη χειρότερα, εξυμνούν) τις αντίστοιχες απαγορεύσεις του Ιουλιανού, τότε δεν γράφουν ιστορία, αλλά προπαγάνδα με σκοπό τη δημιουργία φανατισμένων ημιμαθών αναγνωστών.

            Όπως και να ‘χει, δεν μπορεί να κατηγορηθεί ο Χριστιανισμός εξαιτίας μερικών Χριστιανών, οι οποίοι έπρατταν διάφορα πράγματα, κάποια από τα οποία είναι αντίθετα με τον Χριστιανισμό και τις εντολές του: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν» (Κατά Μάρκον 8, 34), «ὃς γὰρ ἐὰν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι» (Κατά Μάρκον 8, 35), «ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι.» (Αποκάλυψη 22, 11), «Δι’ ὑμᾶς βλασφημεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἐν τοῖς ἐθνέσιν» (Ρωμαίους 2, 24).

Κατά Ματθαίον 5, 44 Εγώ όμως σας λέγω, Αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευλογείτε εκείνους, οίτινες σας καταρώνται, ευεργετείτε εκείνους, οίτινες σας μισούσι, και προσεύχεσθε υπέρ εκείνων, οίτινες σας βλάπτουσι και σας κατατρέχουσι, 45 διά να γείνητε υιοί του Πατρός σας του εν τοις ουρανοίς, διότι αυτός ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους. 46 Διότι εάν αγαπήσητε τους αγαπώντάς σας, ποίον μισθόν έχετε; και οι τελώναι δεν κάμνουσι το αυτό; 47 και εάν ασπασθήτε τους αδελφούς σας μόνον, τι περισσότερον κάμνετε; και οι τελώναι δεν κάμνουσιν ούτως;

Και μόνο αυτό το χωρίο, είναι αρκετό για να δείξει, ότι δεν είναι δυνατόν κάποιος να είναι διώκτης και να θεωρείται Χριστιανός, εφόσον παραβαίνει την εντολή του Χριστού. Αφού έπρατταν ενάντια στα παραγγέλματα του Χριστιανισμού, η ευθύνη είναι δική τους μόνο κι όχι της Εκκλησίας. Δεν είναι καθόλου μα καθόλου αυτονόητο πως ό,τι έγινε ή γίνεται στο όνομα του Χριστιανισμού εκφράζει σίγουρα την αλήθεια του ίδιου του Χριστιανισμού.

Οι Ν/Π που προπαγανδίζουν ότι ο Χριστιανισμός δια της βίας εισήλθε στην Ελλάδα, δεν μας λεν με ποιον τρόπο ο Διόνυσος επικράτησε στην  Αρχαία Ελλάδα: «Ο Διόνυσος έριξε τη μανία στο Λυκούργο. Αυτός λοιπόν στην τρέλα του επάνω δίνει μια τσεκουριά και σκοτώνει το γιό του Δρύαντα. Κι επειδή η γή έμεινε άκαρπη ο θεός χρησμοδότησε ότι θα ξανακαρπίσει όταν θανατωθεί ο Λυκούργος. Μόλις τ’ άκουσαν οι Ηδωνοί τον έσυραν στο Παγγαίο όρος όπου σύμφωνα με την επιθυμία του Διόνυσου πέθανε από τις κλωτσιές των αλόγων. Αφού ο Διόνυσος πέρασε τη θράκη ήρθε στη Θήβα και ανάγκασε τις γυναίκες να αφήσουν τα σπίτια τους και να επιδίδονται σε βακχικά όργια στον Κιθαιρώνα. Ο Πενθεύς, βασιλιάς της Θήβας εμπόδιζε να γίνονται όλα αυτά. Όταν όμως πήγε στον Κιθαιρώνα να κατασκοπεύσει τις Βάκχες, έγινε κομματάκια από την ίδια του τη μάνα την Αγαυή. Κι αφού έδειξε στους Θηβαίους ο Διόνυσος ότι είναι θεός, ήρθε στο Άργος. Κι εκεί, επειδή δεν τον τιμούσαν, έκανε τις γυναίκες μαινάδες  να παίρνουν τα βουνά με τα μωρά στο βυζί και να τρέφονται από τις σάρκες των ίδιων των μωρών τους. (..)Έτσι οι άνθρωποι πίστεψαν ότι είναι θεός και τον τιμούσαν.» (Απολλόδωρου Βιβλιοθήκη, Γ',  V, 1-3). Αυτό εννοούν με την «ειρηνική αρχαία θρησκεία»; Ή την επιβολή των θεών του Ολύμπου των Αχαιών εισβολέων επί των γυναικείων θεοτήτων του μινωικού πολιτισμού;

Αυτοί που πιστεύουν πως δια της βίας εξαφανίστηκε η αρχαία θρησκεία αναρωτήθηκαν ποτέ, πώς γίνεται από τη μία εντατικοί διωγμοί 2,5 αιώνων να μην μπορέσουν να εξαφανίσουν μια μικρή χριστιανική κοινότητα που δεν είχε ρίζες, ούτε οργάνωση, ούτε χρήμα, ενώ από την άλλη σποραδικοί διωγμοί 2 αιώνων να εξαφανίσουν τόσο εύκολα μια θρησκεία 16 αιώνων, με εκατομμύρια πιστών, με τεράστια οργάνωση, πλούτο, απήχηση κλπ; Δεν είναι αντιφατικό; Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ Χριστιανισμού και Εθνισμού ή οποιασδήποτε άλλης θρησκείας. Οι δωδεκαθεϊστές επικαλούνται τους διωγμούς και τις καταστροφές από Βυζαντινούς αυτοκράτορες για να δικαιολογήσουν την ανυπαρξία τους μέσα στους αιώνες. Αν η αρχαία ελληνική θρησκεία δεν ήταν ένα παραμύθι,θα έπρεπε με τους διωγμούς να γιγαντωθεί και όχι να εξαφανιστεί.  Ειδικότερα, εφόσον το κεντρικό σημείο της παγανιστικής λατρείας είναι ο βωμός (που στήνεται οπουδήποτε) κι όχι ο ναός ή το άγαλμα (θα μπορούσαν εξάλλουν να χρησιμοποιηθούν αγαλματίδια στις οικίες), το κλείσιμο των παγανιστικών ναών θα έπρεπε να αφήσει ανεπηρέαστη την ισχύ και την απήχηση της παλιάς θρησκείας. Ακόμη και... σπιτικές θυσίες στους «θεούς» θα μπορούσαν να γίνουν, να αναβιώσει δηλαδή η οικογενειακή λατρεία, παρόλες τις απαγορεύσεις κατά της δημόσιας λατρείας: θα μπορούσαν δηλαδή οι Ειδωλολάτρες της εποχής εκείνης, να θυσιάζουν σε ένα βωμό εντός της κατοικίας τους, ούτε καν στην αυλή της οικίας τους, ιδιωτικά και μυστικά κι έτσι να συνέχιζαν. Αλλά, αν δεν το έκαναν αυτό, ήταν δική τους επιλογή. Και φυσικά και μέσα στο Βυζάντιο ελάχιστες ήταν οι περίοδοι που η Εκκλησία είχε την αμέριστη κρατική συμπαράσταση. Η Ορθοδοξία επικράτησε οριστικά μόλις το 843. Η εικονομαχία που κράτησε περίπου 120 χρόνια. Οι πρώτοι αυτοκράτορες ήταν εθνικοί ή αιρετικοί, κι όχι Ορθόδοξοι. Από τον 13-15ο αιώνα έχουμε Φραγκοκρατία στην Ελλάδα. Την επομένη της απελευθέρωσης της Πόλης από τους Φράγκους -1261- οι αυτοκράτορες θέλησαν να υποτάξουν την Ορθόδοξη Εκκλησία στον Πάπα, υπογράφοντας την Ένωση των Εκκλησιών στη σύνοδο της Λυών. Αλλεπάλληλες «συμπτώσεις». Αντίθετα από την Ειδωλολατρία, η Ορθοδοξία επέζησε των διωγμών από Ειδωλολάτρες, από Λατίνους και Οθωμανούς.

Οι Νεοπαγανιστές, παρ’ όλο που, όταν πρόκειται για τους «θεούς» τους είναι πρόθυμοι να υποστηρίξουν... ολυμπιακά θαύματα, όπως αυτό του οράματος της Προμάχου Αθηνάς και του Αχιλλέα Προστάτη, που τάχα, σύμφωνα με τον εθνικό Ζώσιμο, έστεκαν πάνοπλοι στα τείχη των Αθηνών φοβερίζοντας τον βάρβαρο Αλάριχο, όταν πρόκειται για αλλεπάλληλες «εντελώς άτυχες ατυχίες» των Εθνικών, χλευάζουν την αντίληψη περί θαύματος. Έτσι, η ήττα των υπό τον Ευγένιο ειδωλολατρικών στρατευμάτων από τον Θεοδόσιο Α’ το 394 λόγω μιας «τυχαίας» ανεμοθύελλας που έπεφτε στα πρόσωπά τους δεν είναι θεϊκή επέμβαση. Το ίδιο και οι αλλεπάλληλες αποτυχίες των Ειδωλολατρών να επανακαταλάβουν την εξουσία. Το ίδιο και με τον Ιουλιανό. Όταν πέθαινε στη σκηνή του ο Ιουλιανός, δεν επέλεξε κανέναν Ειδωλολάτρη για διάδοχό του. Και ο παγανιστής αξιωματούχος φίλος του, αρνήθηκε να αναλάβει το αξίωμα, όταν του προτάθηκε. Έτσι, οι στρατηγοί του Ιουλιανού εξέλεξαν τον Ορθόδοξο Ιοβιανό. Θα ‘λεγε κανείς πως «τους τύφλωσε το νου ο Θεός» εκείνη τη στιγμή, και ενώ οι Ειδωλολάτρες θα μπορούσαν να κρατήσουν την εξουσία ακόμη και μετά το θάνατο του Ιουλιανού, την παρέδωσαν στους Χριστιανούς, αρνούμενοι να υποδείξουν παγανιστή διάδοχο ή να αναλάβουν το θρόνο. Όμως αντίθετα, ο Χριστιανισμός επικράτησε με τέτοιες χιλιάδες «συμπτώσεις», που παύουν να είναι συμπτώσεις, απλούστατα διότι όταν η σύμπτωση γίνεται ο κανόνας, τότε δε μιλάμε για σύμπτωση. Οι Ειδωλολάτρες εκείνης της εποχής ήταν πολύ πιο λογικά σκεπτόμενοι από τους Νεοπαγανιστές, όταν κατά χιλιάδες επέστρεφαν στο Χριστιανισμό, αφού έβλεπαν τις... «ζώσες δυνάμεις και οντότητες», δηλαδή τους «θεούς», να κομματιάζονται μακάριοι, να μην βοηθούν καθόλου τους λάτρεις τους στις κατά Χριστιανών μάχες τους, να κοιτούν αμέριμνοι την οριστική εξαφάνιση της ειδωλολατρίας. Περίμεναν οι Αιγύπτιοι ειδωλολάτρες την οργή του «θεού» Νείλου, επειδή ο Θεόφιλος γκρέμισε το Σαράπειο. Τίποτε δε συνέβη. Στο τέλος, πολλοί Ειδωλολάτρες βλέποντας την Τύχη να είναι συνεχώς με το μέρος των Χριστιανών σίγουρα θα σκέφτηκαν το αρχαίο αθεϊστικό ρωμαϊκό ρητό: Deorum injurias  Diis curao, δηλαδή «Ας φρόντιζαν οι θεοί για τις προσβολές που υφίστανται», κι έγιναν Χριστιανοί. «"Θυμηθείτε", είπε ένας βετεράνος αυτής της περιπέτειας, που κατοπινά έγινε Χριστιανός, "πόσες θυσίες προσφέραμε στην Καρία στους θεούς των ειδωλολατρών, όταν ζητούσαμε από αυτούς τους υποτιθέμενους θεούς, διατέμνοντας τα συκώτια που εξετάζαμε με τους τρόπους της μαγείας, να μας φανερώσουν αν με τον Λεόντιο, τον Ίλλου και τον Παμπρέσιο και όλους εκείνους που στασίασαν μαζί τους θα νικούσαμε τον αυτοκράτορα Ζήνωνα, που πέθανε σαν άνθρωπος ευσεβής. Πήραμε πλήθος χρησμούς και υποσχέσεις που έλεγαν ότι ο αυτοκράτορας δεν μπορούσε να αντισταθεί, ότι είχε έρθει ο καιρός που ο χριστιανισμός θα διαλυόταν και θα εξαφανιζόταν, και πως θα επέστρεφε η θρησκεία των Εθνικών. Όμως τα γεγονότα έδειξαν ότι οι χρησμοί έλεγαν ψέματα, όπως έλεγαν ψέματα και οι χρησμοί που έδωσε ο Απόλλων στον Κροίσο τον Λυδό και στον Πύρρο τον Ηπειρώτη"» (Ζαχαρία, Βίος Σεβήρου, στο Patrol. Orient., II, 1, Παρίσι 1905, σ. 40), γράφει ένας πρώην Παγανιστής.

 

14g Ο ΜΑΡΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

Tο επιχείρημα ότι οι Έλληνες εκχριστιανίστηκαν με το ζόρι, από τον 4ο αι. και μετά αδυνατεί να εξηγήσει πώς εκχριστιανίστηκε η ελληνιστική Ανατολή και η εξελληνισμένη Μικρά Ασία (σε ποσοστό άνω του 50%) από το 33 ώς το 330μ.Χ. παρόλους τους διωγμούς. Πώς γίνεται η ελληνιστική Αντιόχεια των 800 χιλιάδων κατοίκων να μην προσφέρει ούτε ένα σφαγί όταν πήγε ο Ιουλιανός εκεί να θυσιάσει; Εξάλλου η αρχαία ελληνική θρησκεία έσβηνε, ήδη πριν τον 4ο αιώνα μ.Χ.   

Σε ένα χρησμό του Μαντείου του Κλάριου Απόλλωνα για το τι είναι ο θεός η απάντηση ήταν: «Αυτοφυής, Αδίδακτος, Αμήτωρ, ούνομα μηδέ λόγω χωρούμενω, μικρά δε μερίς άγγελοι ημείς [οι θεοί]» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ', σ. 494). Ένας άλλος χρησμός του ίδιου μαντείου (το οποίο ήταν πολύ δημοφιλές, και δεχόταν κόσμο από τις εσχατιές της Αυτοκρατορίας) λέει: «(..) μάθε πως ανώτερος από όλους τους θεούς είναι ο Ιαώ, Άδης το χειμώνα, Ζευς στην αρχή της άνοιξης, Ήλιος το καλοκαίρι, αβρός Ιαώ το φθινόπωρο». Ιαώ είναι ο Ιεχωβάς των Εβραίων (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ', σ. 494).

Ο Πλούταρχος αναφέροντας την παρακμή των αρχαίων μαντείων, γράφει μεταξύ άλλων παραδειγμάτων πανάρχαιων μαντείων που σίγησαν στην εποχή του, ότι το ίδιο το δελφικό μαντείο, άλλοτε είχε δύο «προφήτιδες» και μια τρίτη εφεδρική, ενώ στην εποχή του (1ος –2ος μ.Χ. αι.) μία ήταν αρκετή (Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων, 8). Ο Παυσανίας (2ος μ.Χ. αι.) αναφέρει πλήθος εγκαταλλελειμένων ναών της αρχαιοελληνικής θρησκείας στην ελληνική ύπαιθρο. Και πιο πριν από τα ελληνιστικά χρόνια είχε αρχίσει η θεοποίηση ανθρώπων εν ζωή από τους Παγανιστές Έλληνες. Μόνο στην Αρκαδία, στο κέντρο της Αρχαίας Κλασσικής Ελλάδας, ο Παυσανίας (Αρκαδικά) αναφέρει πλήθος ναών ερειπωμένων, δίχως στέγη, και εγκατελειμένων: της Αφροδίτης (9, 6), της Αθηνάς (14, 4), της Αφροδίτης (12, 6), του Απόλλωνα (15, 4), του Ερμή (17, 1), της Αφροδίτης (24, 6), των Δώδεκα θεών (25, 3), της Ήρας (26, 2), της Δήμητρας (29, 5), του Ερμή (32, 1), του Ερμή (30, 6), των Μουσών (32, 2), του Άρη (32, 3), της Αρτέμιδος (35, 5), της Αθηνάς (36, 7), της Αφροδίτης (41, 10), της «Μητρός των θεών» (44, 1), της Αρτέμιδος (53, 11) και του πυθίου Απόλλωνα (54, 5). Αναρωτάται κανείς πού είχε πάει η θεοσέβεια προς τους παλιούς θεούς, και δεν αναστυλώνονταν τόσοι μεγάλοι ναοί, μεγάλων θεών από τους Ελληνες. Μήπως επειδή δεν τους ένοιαζε πια και τόσο το Δωδεκάθεο;  

Εδώ να αναφέρουμε τον Πλούταρχο. Ισχυρίζονται οι Νεοπαγανιστές, ότι ο Πλούταρχος ενώ αναφέρει τόσες πολλές θρησκείες, ακόμη και την ιουδαϊκή, δεν αναφέρει το Χριστιανισμό, άρα στα χρόνια του (1ος-2ος μ.Χ. αι.) ο Χριστιανισμός δεν είχε διαδοθεί στην Ελλάδα. Όμως αυτό το στοιχείο δεν συνεπάγεται την μη διάδοση του Χριστιανισμού, διότι ο Πλούταρχος, ενώ αναφέρει πολλές θρησκείες, δεν αναφέρει τον Μιθραϊσμό! Λογικά λοιπόν, εάν σκεφτόμασταν όπως οι Νεοπαγανιστές, θα έπρεπε να ισχυριστούμε ότι η – δεύτερη μεγαλύτερη μετά τον Χριστιανισμό θρησκεία της Ύστερης Αρχαιότητας – θρησκεία αυτή δεν υπήρχε καθόλου στην Ελλάδα, πράγμα αναληθές. Επομένως ότι ο Πλούταρχος δεν αναφέρει τον Χριστιανισμό δεν συνεπάγεται κάτι για την απουσία Χριστιανών στην Ελλάδα στα χρόνια του.

Πολλοί παγανιστικοί ναοί ερήμωσαν επειδή απλούστατα εγκαταλείφθησαν από τους πρώην πιστούς τους, κι όχι επειδή κατεστράφησαν από τους Χριστιανούς. Το παράδειγμα της Αντιοχείας, που αναφέρει ο ίδιος ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, οι Αντιοχείς να αδιαφορήσουν παντελώς για την εορτή του πολιούχου τους Απόλλωνα, ασφαλώς και δεν ήταν μεμονωμένη περίπτωση. Είναι, με άλλα λόγια, παράλογο να θρηνεί κανείς για την τύχη ναών που οι ίδιοι οι εθνικοί τους είχαν εγκαταλήψει αιώνες πριν οι Χριστιανοί αυτοκράτορες διατάξουν την κατεδάφισή τους.

«Ότι πράγματι η δημόσια θρησκεία είχε ξεπέσει πολύ χαμηλά στην Αθήνα, πενήντα χρόνια μετά τη Χαιρώνια, το ξέρουμε από τον Ύμνο του Ερμοκλή προς τον Δημήτριο τον Πολιορκητή: σε καμμιά προηγούμενη περίοδο δεν μπορούσε ένας ύμνος, που ψαλλόταν σε μεγάλη δημόσια εορτή, να διακηρύττει πως οι θεοί της πόλης είναι αδιάφοροι ή δεν υπάρχουν, και πως αυτά τα άχρηστα ξόανα και οι πέτρες είχαν τώρα αντικατασταθεί από έναν «πραγματικό» θεό, τον ίδιο τον Δημήτριο.

ἄλλοι μὲν ἢ μακρὰν γὰρ ἀπέχουσι θεοί,

ἢ οὐκ ἔχουσιν ὦτα,

ἢ οὐκ εἴσιν, ἢ οὐ προςέχουσιν ἡμῖν οὐδὲ ἕν,

οὐ ξύλινον οὐδὲ λίθινον, ἀλλ’ ἀληθινόν

(«..είτε οι θεοί βρίσκονται πολύ μακριά, είτε δεν υπάρχουν, είτε δεν ενδιαφέρονται καθόλου για εμάς»).

Μπορεί η κολακεία να είναι ανειλικρινής˙ ο σκεπτικισμός όμως σίγουρα δεν είναι και θα πρέπει να είχε μεγάλη διάδοση, αφού γνωρίζουμε (Αθηναίος, 253F (από τον Δούρη ή τον Δημοχάρη): «ταῦτ’ ᾗδον οἱ Μαραθωνομάχαι οὐ δημοςίᾳ μόνον, ἀλλὰ καὶ κατ’ ἰδίαν». Δηλαδή τραγουδούσαν τον ύμνο όχι μόνο δημόσια αλλά και στα σπίτια τους) πως ο Ύμνος ήταν πάρα πολύ δημοφιλής» (E.R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, εκδ. Καρδαμίτσα, σ. 152).

Συνεπώς, η αρχαία ελληνική θρησκεία έσβηνε ή είχε σβήσει, καθώς οι αρχαίοι Πρόγονοί μας αφενός παράτησαν το δωδεκάθεο και διάλεξαν ασιατικές λατρείες πολύ πριν τη γέννηση του Χριστού, αφετέρου οι φιλόσοφοι, οι σοφιστές κλπ αμφισβητούσαν την λαϊκή πίστη στο δωδεκάθεο ήδη από τα κλασσικά χρόνια. Η Ειδωλολατρία ήταν ένα πτώμα που αμέσως μόλις έχασε την κρατική υποστήριξη, έσβησε κι έγινε ακίνδυνη μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα. Τους Νεοπαγανιστές όμως καθόλου δεν τους ενδιαφέρει αν το ελληνικό Δωδεκάθεο είχε σβήσει και αντ’ αυτού στην Ελλάδα λατρεύονταν ευρέως οι συριακοί «Μεγάλη Θεά» και Αττις, οι αιγυπτιακοί Αταγάρτιος και Ισιδα (που ήταν ανώτερη κι από τις Μοίρες), ο Όσιρις, οι ιρανικοί Μίθρας και Αναχίτα, όπως ούτε με τον ασιατικό Διόνυσο ή την Αστάρτη-Αφροδίτη έχουν πρόβλημα, κι ούτε «μη πατρώα λατρεία» τους αποκαλούνε, αλλά μόνο με τον Χριστό λυσσάνε και μόνο αυτον κατηγορούν ως ξενική θεότητα. Οι Νεοπαγανιστές που καταφέρονται με ρατσιστικό μένος εναντίον «της Ανατολής» επειδή οι θεοί της ήδη προ Χριστού έκαναν σκόνη το Δωδεκάθεο, ας μας εξηγήσουν, πώς γίνεται από τη μία να διακηρύσσουν ότι είναι «υπέρ όλων των παγανιστικών παραδόσεων» και από την άλλη να μην μπορούν να χωνέψουν πως οι αρχαίοι Έλληνες ελεύθερα (κανείς δεν τους επέβαλε να λατρεύουν όλους τους παραπάνω θεούς) διάλεξαν τις ασιατικές ανατολικές παγανιστικές λατρείες αντί των κλασσικών αρχαιοελληνικών. Και τώρα οι Νεοπαγανιστές θέλουν να επιστρέψουν σε αυτό που οι ίδιοι οι Πρόγονοί μας απέρριψαν προ Χριστού, δηλαδή στο αρχαιοελληνικό Δωδεκάθεο. 

Οι Νεοπαγανιστές προσπαθώντας να αντικρούσουν το κοινώς παραδεκτό μοτίβο της κατάρρευσης του παγανιστικού κόσμου λόγω οικονομικών, κοινωνικών και ηθικών αδιεξόδων, πετώντας στα σκουπίδια τόμους κοινωνικών, θρησκευτικών και πολιτικών αναλύσεων της Αυτοκρατορίας, υποστηρίζουν (Βλάση Ρασσιά, Υπέρ Της Των Ελλήνων Νόσου, β' έκδοση, εκδ. Ανοιχτή πόλη,  σ. 16) ότι η επικράτηση του Χριστιανισμού οφείλεται τάχα σε κάτι τυχαίο, σε μια εξάμηνη τρομακτική (!!) επιδημία του 166 μ.Χ. συνέπεια της οποίας θανατώθηκε τάχα η αφρόκρεμα της παγανιστικής διανόησης της εποχής, «όλα τα ταλέντα», «όλη η κουλτούρα και η διανόηση» (Τώρα, αν ρωτήσουμε, γιατί οι Καλοί, Μορφωμένοι, λάτρεις της Επιστήμης, Ειδωλολάτρες με τόσα ιατρικά βιβλία – που τα.. έκαψαν αργότερα οι Χριστιανοί – που, σ’ αντίθεση με τους Χριστιανούς, είχαν, υπέστησαν τέτοιες απώλειες σε μια επιδημία έξι μηνών, και κατέρρευσε ο πολιτισμός τους, ενώ παρόλες τις επιδημίες σε διάστημα 10 αιώνων, δεν κατέρρευσε ο Χριστιανικός πολιτισμός, είναι ρητορική η ερώτησή μας). Κι έτσι, βρίσκοντας κενό διανόησης, άρχισε να διαδίδεται από τότε ταχέως ο Χριστιανισμός, αφού «όλα» τα «ταλέντα» είχαν πεθάνει. Πολύ μελοδραματική εξήγηση. Γιατί, αν η επιδημία πήρε στον ΄Αδη τα ταλέντα της μιας πλευράς, θα έπρεπε, πολύ λογικά και εφόσον ο Χάρος δεν κάνει διακρίσεις βάσει του θρησκεύματος των θυμάτων του, να είχε αφανίσει και τους Χριστιανούς και τα ταλέντα τους και τους τους ειδικούς στον προσηλυτισμό Χριστιανούς και τους επισκόπους τους και τη διανόησή τους. Και συνεπώς να μην είχαν ούτε κι οι Χριστιανοί τη ζωτικότητα να «κατακτήσουν» την Αυτοκρατορία. Αλλά γιατί δεν έγινε αυτό, δεν μπορούν οι οπαδοί... της Τύχης να μας το εξηγήσουν˙ απλώς κατακεραυνώνουν, τις μαρξιστικές και μη αναλύσεις τόσων και τόσων. Τι να κάνουμε˙ η... «Θεά Τύχη», την οποία ελάτρευαν οι Ειδωλολάτρες της ελληνιστικής και της ελληνορωμαϊκής εποχής, έρριξε τους υπόλοιπους «θεούς» στα Τάρταρα και μετά πήδηξε κι αυτή εκεί! Ήταν το.. σχέδιο της Ειμαρμένης, την οποία δέχονται οι Στωικοί.

Ο Πλίνιος ο νεώτερος, διοικητής της επαρχίας του Πόντου και της Βιθυνίας (108-111) έγραφε στον αυτοκράτορα Τραϊανό ότι η «κίνηση» [ο Χριστιανισμός] είχε τόσο πολύ διαδοθεί, ώστε πολλοί ναοί έμεναν πια χωρίς πιστούς (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ', σ. 55).

Το ποσοστό των Χριστιανών στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 350 μ.Χ. ήταν 56,5% (Rodney Stark, The Rise of Christianity: A Sociologist Reconsiders History, Princeton, 1996, p. 7),  δηλαδή ήδη, στο σύνολο της αυτοκρατορίας οι Χριστιανοί ήταν πλειοψηφία. Αν λοιπόν ήταν στο σύνολο της Αυτοκρατορίας πλειοψηφία χριστιανική, τότε στο ανατολικό ελληνικό τμήμα της (το οποίο αφενός είχε αποδεδειγμένα πάντοτε περισσότερους Χριστιανούς απ’ ότι το δυτικό, και αφετέρου είχε αρχίσει να εκχριστιανίζεται πολύ πιο νωρίς απ’ ότι το δυτικό λατινικό τμήμα) είναι προφανές ότι οι Χριστιανοί όχι απλώς ήταν πλειοψηφία αλλά και μεγαλύτερη του 56%.  Το 350 όμως δεν είχαν αρχίσει ακόμη διωγμοί κατά των Παγανιστών και των ναών τους (Κι αν είχαν αρχίσει, ήταν στα πρώτα 1-2 χρόνια τους, και μάλιστα πολύ πιο περιορισμένης έκτασης, οπότε δεν είταν δυνατό να προκάλεσαν την υπερίσχυση των Χριστιανών άνω του 50%.) ώστε να ισχυριστεί κανείς ότι υπήρξε δια της βίας εκχριστιανισμός της πλειοψηφίας. Οι αριθμοί αυτοί δεν είναι αυθαίρετοι, διότι ήδη πριν το 350 είχαν αρχίσει πολλοί Χριστιανοί συγγραφείς να ισχυρίζονται ότι είναι η πλειοψηφία (A. Harnack, The mission and expansion of Christianity in the first three centuries, N.Y. G.P. Putnams Sons, vol 2, p. 29). Ήδη στις αρχές του 3ου αι. ο Τερτυλλιανός λέει: «είμαστε ακόμη χτεσινοί, αλλά έχουμε γεμίσει τον κόσμο» (Απολογία, 37, 4). Οι ισχυρισμοί των Χριστιανών για μαζικούς προσηλυτισμούς πριν τον Μ. Κωνσταντίνο, όπως αναφέρει ο Ευσέβιος, όχι μόνο γίνονται αποδεκτοί από πολλούς σύγχρονους ιστορικούς, αλλά οι τελευταίοι θεωρούν τους ισχυρισμούς αυτούς απαραίτητη υπόθεση, ώστε  να εξηγηθεί η μεγάλη ταχύτητα διάδοσης του Χριστιανισμού. Έτσι, στην μελέτη του Christianising the Roman Empire, ο R. MacMullen συνιστά την αποδοχή ως αληθών των ισχυρισμών των Χριστιανών απολογητών περί μαζικών προσηλυτισμών «ώστε να εξηγήσουμε καλύτερα την ταχύτητα της αλλαγής που παρατηρούμε» (R. MacMullen, Christianising the Roman Empire, New Haven: Yale University, p. 29). Ο Harnack χαρακτηρίζει την ανάπτυξη του Χριστιανισμού με όρους όπως «ασύλληπτη ταχύτητα» και «εκπληκτική αύξηση» και συμφωνεί με τον ισχυρισμό του Αυγουστίνου, ότι «Ο Χριστιανισμός πρέπει να μεγάλωσε μέσω θαυμάτων, διότι το μεγαλύτερο θαύμα πέρα από κάθε θαύμα ήταν η εκπληκτική επέκταση της θρησκείας» (A. Harnack, The mission and expansion of Christianity in the first three centuries, N.Y. G.P. Putnams Sons, vol. 2, p. 335). Δίχως διωγμούς κατά Παγανιστών, λοιπόν, επικράτησε στο α΄ μισό του 4ου αι. ο Χριστιανισμός.

Αποδεικνύεται σαθρό το βασικό επιχείρημα των νεοπαγανιστών, πως ο Χριστιανισμός κυριάρχησε με καταπίεση και διωγμούς, και συνεπώς πως το χριστιανικό «οικοδόμημα» βασίζεται στη βία. Μέχρι τον Θεοδόσιο Α’ στα 380 μ.Χ. επικρατούσε γενικώς ανεξιθρησκεία, κι όμως ο Χριστιανισμός είχε ήδη, τριάντα χρόνια πριν, γίνει η θρησκεία της πλειοψηφίας. Το κλειδί για την ερμηνεία της επικράτησης του Χριστιανισμού δεν είναι η βοήθεια των αυτοκρατόρων μετά το 330, λοιπόν, αλλά το ότι ο Χριστιανισμός είχε γίνει τόσο ισχυρός και ήταν τόσο αδύνατον να ξεριζωθεί ή να εμποδιστεί, που απλώς ίσως να επιταχύνθηκε η πρόοδός του. Αλλά το ξανατονίζουμε, δίχως τον έμφυτο δυναμισμό του, ποτέ δεν θα είχε επιβιώσει, ώστε να τραβήξει το ενδιαφέρον της Ρώμης και να επιβληθεί ως επίσημη θρησκεία στα 380 μ.Χ.

Ορισμένοι θα αντιπούν, ότι στις εκτός Ελλάδας, ανατολικές περιοχές υπήρξαν διωγμοί, άρα το ποσοστό αυτό του έτους 350 μ.Χ. είναι προϊόν βίας. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Όπως είδαμε, στην Ελλάδα δεν υπήρξαν διωγμοί, άρα δεν τίθεται ζήτημα βίαιας επικράτησης. Στην Μικρά Ασία έχουμε διώξεις μόνο στα μέσα του 6ου αιώνα, όταν η συντριπτική πλειοψηφία είχε γίνει  προ 3-4 αιώνων χριστιανική. Όλοι οι παροδικοί διωγμοί συνέβησαν στην Συρία και την Αίγυπτο. Όμως, ήδη στις αρχές του 4ου αι. οι Χριστιανοί ήταν 50% και παραπάνω στην Μικρά Ασία, ενώ στην Αίγυπτο και τη Συρία ο Χριστιανισμός ήταν πλειοψηφία μεγαλύτερη απ’ αυτήν που ήταν στην Μ. Ασία. Συνεπώς, ναι μεν έγιναν καταστροφές ναών, περιστασιακές στην Αίγυπτο ή την Μ. Ανατολή, ωστόσο αυτές έγιναν δεκατίες μετά την ύπαρξη χριστιανικής πλειοψηφίας εκεί (η συντριπτκή πλειοψηφία τους έγινε μετά τον 380 μ.Χ.). Άρα, εκεί όπου έγιναν διώξεις, δεν ήταν αυτές η αιτία που πλειοψηφούσε ο Χριστιανισμός, ενώ όπου δεν έγιναν διώξεις, ο Χριστιανισμός έγινε με αργότερο μεν ρυθμό, αλλά σύντομα (αφού σε όλη την Αυτοκρατορία ήταν πλειοψηφία το 350) η πλειοψηφία.

Ορισμένοι αρχαιολάτρες, άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο κακόπιστοι, ισχυρίζονται ένα ψεύδος. Ότι ώς έναν αιώνα πριν τον Μέγα Κωνσταντίνο (ή ώς και την εποχή του) η πλειοψηφία των Χριστιανών ήταν Εβραίοι και όχι Έλληνες. Ισχυρίζονται δε αυτό, για να αποδείξουν δήθεν ότι ο Χριστιανισμός επικράτησε δια της βίας. Απατώνται, αν νομίζουν ότι πείθουν κανέναν με τέτοιους ισχυρισμούς. «Ποια ήταν η εθνικότητα των προβυζαντινών χριστιανών μαρτύρων; Δεν διαθέτουμε κάποια ειδική διατριβή πάνω στα μαρτυρολόγια, αλλά μάλλον μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η πλειονότητά τους ήταν Έλληνες (Έλληνες βεβαίως με κριτήριο την παιδεία). Εβραίοι πάντως δεν ήταν οι προβυζαντινοί χριστιανοί. Γνωρίζουμε ήδη από τις Πράξεις των Αποστόλων, ότι αυτοί που δημιουργούσαν προβλήματα στο έργο του Παύλου, ήταν μονίμως οι ιουδαίοι συμπατριώτες του. Ώσπου το πήρε απόφαση και έπαψε να ασχολείται μαζί τους. Στόχος του ήταν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι» (Θ. Ζιάκα, «Γιατί έγιναν οι Έλληνες Χριστιανοί;», Άρδην, τ. 28, σ. 52). Οι Ιουδαίοι που μιλούσαν την ελληνική ζητούσαν να σκοτώσουν τον απ. Παύλο (Πράξεις 9, 29). «Όταν αυτοί  [=οι Ιουδαίοι] αντετάσσοντο και τον έβριζαν, ετίναξε τα ενδύματά του και τους είπε, "από τώρα θα πηγαίνω εις τους εθνικούς"» (Πράξεις, 18, 6). Από τους συνεργάτες του απ. Παύλου, μόνο τρείς ήταν εξ Εβραίων Χριστιανοί, σύμφωνα με τον ίδιο τον Παύλο (Προς Κολοσσαείς 4,  11)˙ οι υπόλοιποι ήταν πρώην Εθνικοί, Έλληνες και εξελληνισμένοι. Τα ονόματα των προσώπων που αναφέρονται στις Πράξεις και στις επιστολές των Αποστόλων ενισχύουν την άποψη ότι Έλληνες και εξελληνισμένοι ήταν οι περισσότεροι πρώτοι Χριστιανοί: Φίλιππος, Τίμων, Παρμενάς, Νικόλαος, Τιμόθεος, Σώπατρος, Αρίσταρχος, Τυχικός, Τρόφιμος, Εύτυχος, Φοίβη, Επαίνετος, Ανδρόνικος, Απελλής, Αριστόβουλος, Τρύφαινα, Ασύγκριτος, Ερμάς, Φιλόλογος, Νηρέας, Ολυμπάς, Αχαϊκός, Νυμφάς, Άρχιππος, Αρτεμάς. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει κι από τα ονόματα αγίων.

Τι οδήγησε στην επικράτηση του Χριστιανισμού μάς το λέει ο Ιουλιανός, όσο κι αν το κρύβουν οι Νεοπαγανιστές. Γράφει σε επιστολή του στον αρχιερέα της Γαλατείας, Αρσάκειο, ο Ιουλιανός: «Δε βλέπουμε τάχα ότι εκείνα, που αύξησαν περισσότερο την αθεΐα [=Χριστιανισμό] είναι η φιλανθρωπία προς τους ξένους, η φροντίδα για την ταφή των νεκρών και η προσποιητή αυστηρότητα της ζωής;» (429d). Ο Ιουλιανός διατυπώνει την ίδια άποψη και σε άλλες επιστολές του, αντιπαραθέτοντας μάλιστα την αντίστοιχη αδιαφορία των Εθνικών, ιερέων και λαού.

Δείχνουμε το ήθος του Παγανισμού της Ύστερης Αρχαιότητας, όπως ο Ιουλιανός το περιγράφει, ώστε να διαπιστώσει ο καθένας πόσο παρακμιακή ήταν η Ειδωλολατρία και πόσο είχε αηδιάσει ο λαός της Αυτοκρατορίας από το αισχρό επίπεδο των Παγανιστικών ιερατείων και του λαού. Έτσι,

1) οι Εθνικοί ιερείς «αντί να πηγαίνουν να προσεύχονται στους θεούς με τις γυναίκες, τα παιδιά και τους υπηρέτες τους, ισχυρίζονται ότι οι δούλοι ή τα παιδιά τους ή οι Γαλιλαίες σύζυγοί τους περιφρονούν τους θεούς και προτιμούν την αθεΐα από την ευσέβεια» (Επιστολή προς Αρσάκειο, 430ab).

2) Τα παγανιστικά ιερατεία μπεκρόπιναν και ασκούσαν κακόφημα επαγγέλματα: «συμβούλευσε τους ιερείς να μην πίνουν στα καπηλειά ούτε να ασκούν επαγγέλματα και εργασίες αισχρές και κακόφημες» (Επιστολή προς Αρσάκειο, 430b).

3) Οι Ειδωλολάτρες ήταν αφιλόξενοι άνθρωποι: «Επικαλούμαστε τον Ξένιο Δία και είμαστε πιο αφιλόξενοι από τους Σκύθες» (Επιστολή 89α, 291b).

4) Οι Ειδωλολάτρες ήταν τσιγκούνηδες φιλοχρήματοι: «Εκείνος που λατρεύει τον Εταίριο Δία, ενώ βλέπει ότι οι γύρω του χρειάζονται χρήματα, δεν τους δίνει ούτε δραχμή» (Επιστολή 89α, 291c).

5) Οι Ειδωλολάτρες φέρονταν σκληρά στους συγγενείς τους: «Φερόμαστε στους συγγενείς μας σαν σε ξένους» (Επιστολή 89α, 291d).

6) Οι Ειδωλολάτρες φερόντουσαν απάνθρωπα: «Φερόμαστε ανελέητα και απάνθρωπα σε όσους δεν έκαναν τίποτα, από φόβο μήπως επωφεληθούν και οι κακούργοι» (Επιστολή, 291bc).

Βλέπουμε τη φρίκη του χριστιανοαναθρεμμένου Ιουλιανού για το επίπεδο των Ειδωλολατρών του 4ου αιώνα. Αυτή την αηδία ένοιωθαν όλοι για τον Παγανισμό και γι’ αυτό ελάχιστοι Παγανιστές νοιάστηκαν να τον υπερασπίσουν.

Θα ήταν λάθος ο ισχυρισμός ότι η αιτία της επιτυχίας του Χριστιανισμού βρίσκεται απλώς στην Παρακμή του Παγανισμού και στην φιλανθρωπία της Εκκλησίας. Το επιχείρημα της αδυναμίας του Παγανισμού, που την εκμεταλλεύτηκε ο Χριστιανισμός, γιατί τάχα «βρήκε τον κόσμο σε δύσκολη κατάσταση» δεν δικαιολογεί την αδιαφορία των Παγανιστών για την επικράτηση του Χριστιανισμού μέσα σε 100 χρόνια. Ούτε προσθέτει κάτι ο ισχυρισμός ότι ο νικητής Χριστιανισμός δε φοβόταν το θάνατο (π.χ. στο Κολοσσαίο) σε αντίθεση με τους ηττημένους Παγανιστές που τον φοβόντουσαν, γι’ αυτό και ο Χριστιανισμός κέρδισε τους ανθρώπους. Το θάρρος μπροστά στο θάνατο εντυπωσιάζει αλλά δεν προσηλυτίζει˙ πρέπει πρώτα ο εντυπωσιαζόμενος να πεισθεί ότι οι λόγοι της αυτοθυσίας των Χριστιανών ήταν σοβαροί και δεν ήταν «θανατολάγνοι» οι μάρτυρες. Και η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος πείστηκε. Οι δύο ανταγωνιστές, ο Παγανισμός και ο Χριστιανισμός δεν μπορούσαν να ελπίζουν ότι θα κερδίσουν τον κόσμο με το μέρος τους, αν οι αξίες τους, οι αντιλήψεις και οι πρακτικές τους δεν ανταποκρίνονταν στη λαϊκή ψυχή. Δε θα μπορούσε ο Χριστιανισμός έτσι απλά, με έδικτα αυτοκρατόρων και γκρέμισμα κάποιων ναών, να νικήσει τον Παγανισμό και να επικρατήσει, αν δεν υπήρχε στο λαό καμμία ευνοϊκή «προδιάθεση», κάποιο στοιχείο «αυθόρμητου χριστιανισμού». Το ίδιο κι ο Παγανισμός, δε θα είχε ηττηθεί τόσο εύκολα (σε πολιτικό επίπεδο και σ’ επίπεδο λαϊκής απήχησης) αν δεν είχε ήδη ξεπεραστεί μέσα στο λαό, αν δεν είχε καταστεί ανίκανος να εκφράσει τις τάσεις της λαϊκής ψυχής. Ο Χριστιανισμός έδωσε λύση στα φιλοσοφικά προβλήματα της εποχής, καλύτερη από αυτήν του Νεοπλατωνισμού: Εκείνη η εποχή διαποτιζόταν από αντιλήψεις γνωστικιστικές: 1) ο κόσμος είναι φυλακή. 2) Τα ανθρώπινα είναι «ματαιότητα». 3) Η ζωή είναι όνειρο και εφιάλτης. 4) Το «πραγματικό» βρίσκεται κάπου αλλού, στις Ιδέες ή στον «εσώτερο χώρο». 5) Απαξίωση του σώματος, σωτηρία της εποχή. Αντίθετα, ο Χριστιανισμός νίκησε πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα, υποστηρίζοντας πως: 1) Ο κόσμος δεν είναι φυλακή, αλλά δώρο του Θεού, λίαν καλός. 2) Ματαιότητα είναι τα έργα του κακού, όχι όλα τα ανθρώπινα. 3) Η ζωή δεν είναι εφιάλτης, αλλά μόνο η βουτηγμένη στην κακία ζωή. 4) Το «πραγματικό» βρίσκεται στο εδώ και τώρα. Σκοπός δεν είναι η σωτηρία της ατομικής ψυχής, αλλά υποτάσσει τη «σωτηρία» στην κοινωνική προσφορά. 5) Δεν απαξιώνει το σώμα, γιατί πιστεύει στην ανάστασή του. Γι΄αυτό κι ο Κέλσος τους κατηγορεί ως «φιλοσώματον γένος». Εδώ κι αν ήταν επαναστατικός, κόντρα στο ρεύμα ο Χριστιανισμός. Γι’ αυτό νίκησε: έδωσε απάντηση στη μιζέρια του Γνωστικισμού και στην ασυνέπεια των αντιγνωστικιστικών προτάσεων του Νεοπλατωνισμού (δες κεφάλαιο 81). Είναι πράγματι παράλογο να θεωρούν μερικοί «αυτονόητη» την αποφασιστικότητα των χριστιανών Νεομαρτύρων 400-600 χρόνων της Τουρκοκρατίας, και του χριστιανικού λαού, που παρ’ όλες τις πιέσεις δεν αλλαξοπιστούσε, αλλά ανέβαινε και στα βουνά, ενώ ταυτόχρονα θεωρούν «δεδομένο» ότι η κοσμοπλημμύρα των Παγανιστών της Αυτοκρατορίας του 320 μ.Χ. μεταστράφηκε στο Χριστιανισμό μέσα σε 150 χρόνια, λόγω κάποιων αυτοκρατορικών εδίκτων που (τουλάχιστον κατά τα πρώτα 50 χρόνια) δύσκολα και λίγο εφαρμόζονταν.

Όσο λοιπόν κι αν ισχυρίζονται το αντίθετο οι Νεοπαγανιστές, την ιστορική αλήθεια δεν μπορουν να την διαστρεβλώσουν ή να την αποκρύψουν: ο Χριστιανισμός έγινε πλειοψηφία χωρίς καταναγκασμό ή κρατική βία. Όπως φαίνεται, η καταστροφή ναών δεν ήταν η αιτία της επικράτησης του Χριστιανισμού˙ ούτε οι όσοι διωγμοί. Για τις καταστροφές καθεαυτές η ερμηνεία τους εξαρτάται από τα κριτήρια που έχει κανείς: τα σημερινά κριτήρια συμπεριφοράς ή τα κριτήρια συμπεριφοράς του 4ου αιώνα μ.Χ.

Αν έχει κανείς τα σημερινά κριτήρια, δεν μπορεί παρά να  καταδικάσει απερίφραστα τις βιαιότητες και τις βαρβαρότητες αυτές εκ μέρους των Χριστιανών και των ιεραρχών τους. Τα κτίρια αυτά και τα αγάλματα, πέρα από έργα θρησκευτικά ήταν και έργα τέχνης, και είναι λυπηρό που δεν υπάρχουν, είτε από καταστροφές Χριστιανών είτε από άλλα αίτια (πόλεμοι, σεισμοί κ.ά.). Η αλήθεια μιας θρησκείας δεν εξαρτάται από τον τρόπο και τον βαθμό ακόμη της εξάπλωσής της, κατά τον ίδιο τρόπο που εάν κάποιος πει κάτι αληθές και ένας άλλος αρχίσει με βασανιστήρια να αναγκάζει τους υπόλοιπους να αποδεχθούν αυτό που είπε ο πρώτος, δεν σημαίνει πως αυτό που είπε παύει να είναι αληθές και σωστό. Αν οι Χριστιανοί που διέπρατταν βαρβαρότητες στον 4ο-5ο αι. πίστευαν το αντίθετο και συνέδεαν την αλήθεια της πίστης τους με την εξάπλωσή της, τότε οι πράξεις όσων από αυτούς πίστευαν κάτι τέτοιο είναι καταδικαστέες.

Αν όμως έχει κανείς τα κριτήρια της εποχής εκείνης, τότε η κατάσταση περιπλέκεται. Όταν δρα κάποιος, συνήθως δρα με τον τρόπο που καθορίζει το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής όπου ζει. Τα «ήθη» των τεσσάρων πρώτων αιώνων μ.Χ. ήταν οι διωγμοί των Παγανιστών κατά των Χριστιανών και αργότερα οι διωγμοί των Χριστιανών κατά των Παγανιστών. Όσοι όμως ζούσαν σε εκείνη την περίοδο δεν έβλεπαν αυτές τις πράξεις τόσο αποτρόπαιες (ή δεν τις έβλεπαν καθόλου αποτρόπαιες). Έτσι συνήθιζαν τότε, αυτό είταν το μέτρο του πολιτισμού. Δεν «γινόταν» με τα κριτήρια της εποχής εκείνης, από την μία μέρα στην άλλοι οι άνθρωποι να εγκαταλείψουν την συμπεριφορά αυτή προς τον διαφορετικό από αυτούς συνάνθρωπο. Η κακή συνήθεια δύσκολα εξαλείφεται. Η συνήθεια είναι δεύτερη φύση. Κακώς για τα σημερινά κριτήρια, ναί, αλλά οι αρχαίοι άνθρωποι δεν σκέφτονταν όπως οι σημερινοί άνθρωποι. Αυτά ήξεραν, αυτά έκαναν. Επίσης, όταν η ποσότητα (το πλήθος των Χριστιανών) αυξάνει, τότε πάντα η ποιότητα πέφτει, σε όλες τις περιπτώσεις. Όπως και να ‘χει, προκειμένου για ναούς θεοτήτων στους οποίους γινόταν εκπόρνευση γυναικών (της Αφροδίτης), βασανισμοί (μαστίγωμα νέων προς τιμήν της Άρτεμης), αυτοευνουχισμοί (της Κυβέλης) ή ανθρωποθυσίες (Λύκαιο Δία), δύσκολα μπορεί κανείς να λυπηθεί για την καταστροφή τους (όλων ή μερικών). Ετσι, αν δούμε τα πράγματα από  τη σκοπιά των Χριστιανών εκείνων που γκρέμιζαν τα είδωλα και τους ναούς βάσει των αυτοκρατορικών εδίκτων, το έκαναν αυτό επειδή ήθελαν να σιγουρευτούν πως η φρίκη των λατρειών αυτών θα εξέλειπε δια παντός, εάν εξέλειπε και ο ναός όπου λάμβαναν χώρα οι λατρείες τέτοιου είδους.  

Εάν λοιπόν οι Νεοπαγανιστές και «αρχαιολάτρες» εθνικιστές έχουν τα σημερινά κριτήρια για την ερμηνεία γεγονότων παλαιοτέρων εποχών, τότε θα πρέπει κι αυτοί, αν ήταν ειλικρινείς, να καταδίκαζαν την αρχαία δουλεία, την αρχαία ιεροδουλεία, την απόθεση άρρωστων παιδιών στον Καιάδα, τις ανθρωποθυσίες στους θεούς, την κατάσταση της γυναίκας και του παιδιού ως “res”, τους διωγμούς κατά των Χριστιανών, τον γενικότερο αμοραλισμό που διέπει την αρχαία σκέψη (π.χ. στο διάλογο Αθηναίων και Μηλίων, στον Θουκιδίδη), με μιά λέξη όλα τα άσχημα και αποτρόπαια της παγανιστικής αρχαιότητας. Πρέπει να τεθεί μια βάση. Αν οι Νεοπαγανιστές από την μια εφαρμόζουν τα σημερινά κριτήρια όταν πρόκειται για τις χριστιανικές διώξεις κατά των Παγανιστών, και από την άλλη εφαρμόζουν τα παλαιότερα αρχαία κριτήρια όταν πρόκειται για τα άσχημα της Αρχαιότητας λέγοντας πως «αυτά ήταν ζήτημα κοινωνικής εξέλιξης της τότε εποχής», τότε εφαρμόζουν δυο μέτρα και δύο σταθμά όσον αφορά την ερμηνεία του παρελθόντος, και αυτό δεν θα περάσει τόσο εύκολα, όσο νομίζουν.

Συνοψίζοντας: ούτε η αλήθεια καθεαυτή των χριστιανικών δογμάτων κρίνεται ορθή ή εσφαλμένη βάσει διάφορων πράξεων των Χριστιανών (που έγιναν δίχως την εντολή της Εκκλησίας) ούτε η η ειλικρίνεια της πίστης των σημερινών Ελλήνων κρίνεται από τον πιθανό βίαιο κι άρα ανειλικρινή εκχριστιανισμό ορισμένων Ελλήνων πριν 16 αιώνες, και το κυριότερο, ούτε όλες οι πράξεις των Χριστιανών είναι αυτονόητο πως έχουν ως βάση την πίστη τους.

Είναι της μόδας στις μέρες μας να είναι ελκυστικές οι ιστορικές απόψεις κι «αιρετικές» ερμηνείες που αποκλίνουν από την επικρατούσα ερμηνεία. Επίσης το ρητό «η ιστορία γράφεται πάντα από τους νικητές» ανάγεται σε αυταπόδεικτο αξίωμα και βάσει αυτού επιχειρείται η αμφισβήτηση της χριστιανικής ερμηνείας για τα αίτια της επικράτησης του Χριστιανισμού αφού «η ερμηνεία αυτή γράφτηκε από τους νικητές». Το «οι νικητές γράφουν την ιστορία» έντεχνα νοηματοδοτείται από τους Νεοπαγανιστές ως «η άποψη των ηττημένων είναι η σωστή αλλά αποσιωπάται». Όμως κάθε άλλο παρά αυταπόδεικτο είναι το αξίωμα ότι επειδή η ιστορία γράφεται (κυρίως) από τους νικητές, η ερμηνεία των νικητών είναι ψευδέστερη από αυτήν των ηττημένων. Ούτε κάθε «αιρετική» ερμηνεία της ιστορίας αξίζει απαραίτητα περισσότερη συμπάθεια από την κυρίαρχη ερμηνεία. Αν ίσχυαν οι αξιώσεις των ρεβιζιονιστών και των συμπαθούντων τις «αιρετικές» απόψεις, κι αν απαραίτητα πρέπει – λόγω ουμανιστικής συμπόνοιας – να συμπαθούμε τους ηττημένους της Ιστορίας, τότε θα έπρεπε απαραίτητα να συμπαθήσουμε π.χ. τον Χίτλερ ή το Φασισμό. Αυτοί που θεωρούν σίγουρο ότι σε κάθε περίπτωση περισσότερη αλήθεια βρίσκεται στην ερμηνεία των ηττημένων, καλό θα ήταν, αν είναι τίμιοι, να υπερασπιστούν την ναζιστική ερμηνεία της Ιστορίας, αφού αυτήν την είχαν οι «καημένοι, οι ηττημένοι» Ναζί. Δεν ισχύει για κανένα λόγο λοιπόν η άποψη: «αξιωματικώς πάντοτε η Ιστορία που θα γραφόταν από τους ηττηθέντες θ’ αποτελούσε την εγκυρότερη όλων των Ιστοριών, αφού αυτή δεν θ΄αποτελούσε υπηρέτη κάποιων κρατούντων, αλλά απλώς μία τίμια φωνή ικανοποίησης της Θεάς Δικαιοσύνης και ηθικής, τουλάχιστον, αποκατάστασης κάποιων αμέτρητων πολλαπλά αδικηθέντων συνανθρώπων μας», εκτός κι αν οι ηττημένοι Ανθρωποθυσιαστές, Χριστιανοκτόνοι και Φιλοσοφοκτόνοι Ειδωλολάτρες, υπηρέτες των δικών τους κρατούντων και των δικών τους εξουσιαστικών ιδεολογημάτων, έπρεπε να «αποκατασταθούν» για χάρη της (ποιας;) «Δικαιοσύνης» – αυτής που έστελνε στα θηρία τους Χριστιανούς. Διότι, οι Νεοπαγανιστές αποσιωπούν το γεγονός ότι οι Παγανιστές του 4ου ή του 5ου αι. μ.Χ., όταν έγραφαν τις ιστοριογραφίες τους, υπηρετούσαν τα δικά τους συμφέροντα και τους δικούς τους κρατούντες – οι οποίοι απλώς έχασαν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι Παγανιστές ιστορικοί δεν ήταν προκατειλημμένοι υπέρ αυτών των συμφερόντων/κρατούντων ή ότι τα παγανιστικά συμφέροντα ήταν δίκαια και οι Παγανιστές κρατούντες είχαν το δίκαιο με το μέρος τους. Όταν π.χ. ο Ευνάπιος γράφει ότι η Αθήνα σώθηκε από τον βάρβαρο Αλάριχο χάρη σε θαυματουργική παρέμβαση... του θεού (!) Αχιλλέα ή όταν οι Παγανιστές ιστοριογράφοι της εποχής εκείνης υποστηρίζουν εντελώς σοβαρά ότι η παρακμή της Αυτοκρατορίας οφειλόταν στην... έλλειψη λατρείας προς τους «Θεούς», όταν ο κατά τα άλλα σοβαρός παγανιστής Πορφύριος ισχυρίζεται ότι εξαιτίας της λατρείας του Χριστού οι «θεοί» δεν σταμάτησαν μια επιδημία, όταν οι Παγανιστές ιστοριογράφοι, όπως ο Ζώσιμος, σπιλώνουν τους πρώτους Χριστιανούς Αυτοκράτορες, τότε ασφαλώς θέλουν να επιβάλλουν την άποψη και την ιδεολογία τους λέγοντας συκοφαντικά παραμυθάκια κατά του Χριστιανισμού. Συνεπώς το αξίωμα πως πρέπει να συμπαθούμε την ερμηνεία των ηττημένων της Ιστορίας και την «αιρετική άποψη» ως εξ αντικειμένου «αληθέστερη» δεν ισχύει και μάλιστα αποπροσανατολίζει τις προσπάθειές μας για την εύρεση της αλήθειας.

ΠΡΟΧΩΡΗΣΕ ΣΤΟ Ζ' ΜΕΡΟΣ (Διώξεις III)

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ