ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΠΛΗΞΙΑ 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

 Κ' ΜΕΡΟΣ 

 

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ-ΠΑΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ, ΕΡΩΤΑΣ, ΚΟΣΜΟΣ

 

 94. "Η στάση των αρχαίων στο ζήτημα του σεξ ήταν πολύ ανεκτική, σε αντίθεση με το σκοταδισμό του χριστιανισμού που απαγόρευσε τα πάντα με την απειλή της κόλασης. Η γυναίκα είναι για τον Χριστιανισμό κατώτερη και πρέπει να υποτάσσεται".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: 94a Αναφέρουν οι αρχαιολάτρες την φράση του Παύλου ότι η γυναίκα πρέπει να υποτάσσεται στον άνδρα, και τη φέρνουν ως παράδειγμα ανισότητας της γυναίκας στον Χριστιανισμό. Όμως αυτό ο απ. Παύλος το δικαιολογεί αλλού λέγοντας: «ὑποτασσομένας τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν, ἵνα μὴ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ βλασφημῆται» (Προς Τίτον, 2, 5). Δηλαδή, να υποτάσσονται, για να μην τις θεωρούν οι εκτός Εκκλησίας, οι ειδωλολάτρες του καιρού εκείνου αυθάδεις και σχηματίσουν έτσι αρνητική εντύπωση για το Χριστιανισμό. Διότι, όσο και αν το συγκαλύπτουν οι νεοπαγανιστές, η αντίληψη περί της ευπρεπούς γυναίκας ανάμεσα στους ειδωλολάτρες ήταν αυτή που καταγράφει ο Πλούταρχος:  «ὑποτάττουσαι μὲν γὰρ ἑαυτὰς τοῖς ἀνδράσιν ἐπαινοῦνται, κρατεῖν δὲ βουλόμεναι μᾶλλον τῶν κρατουμένων ἀσχημονοῦσι» (Πλούταρχου, Γαμικά παραγγέλματα, 33 (142e)), δηλαδή «Αν υποτάσσονται στους άντρες, επαινούνται, αν θέλουν να έχουν την εξουσία, είναι πιο αξιολύπητες απ’ αυτούς που εξουσιάζουν».

Οι Νεοπαγανιστές κατηγορούν τους τότε Χριστιανούς, επειδή προσαρμόζονταν εξωτερικά στις αντιλήψεις των τότε ειδωλολατρών –  αυτών που έχουν οι Νεοπαγανιστές ως πρότυπο! Αν πάλι ο Παύλος έλεγε τα αντίθετα, οι τοτινοί ειδωλολάτρες θα κατηγορούσαν τους Χριστιανούς ότι δίνουν εξουσίες στη γυναίκα ανάρμοστες προς την φύση της. Αλλά ο Παύλος ζητώντας να γίνουν σεβαστές οι κοινωνικές συνθήκες για λόγους προσαρμογής στην τότε κοινωνία, έλεγε και αυτό που ξεχνάν οι νεοπαγανιστές: «οὐκ ἔνι ᾽Ιουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ (Πρός Γαλάτας Επιστολή 3, 28). Και στο κάτω-κάτω δεν είναι υποχρέωση αποκλειστικά της γυναίκας να υποτάσσεται. Ο ίδιος ο απόστολος Παύλος λέει στους χριστιανούς ότι πρέπει να είναι «ὑποτασςόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ» (Προς Εφεσίους 5,  21). Δηλαδή όχι μόνο οι γυναίκες οφείλουν υποταγή στους άνδρες, αλλά και οι άνδρες στις γυναίκες.

Όταν ο Παύλος λέει ότι η γυναίκα πρέπει να σιωπά και να μην διδάσκει, μιλάει για δημόσιο κήρυγμα εντός της εκκλησίας, στις συναθροίσεις των πιστών. Εκτός των συναθροίσεων όμως, όπως φαίνεται από την Καινή Διαθήκη, υπάρχουν πολλές γυναίκες απόστολοι και κήρυκες του Χριστιανισμού στους παγανιστές. Πολλές γυναίκες διέπρεψαν διδάσκοντας το Ευαγγέλιο, όπως η διάκονος Φοίβη της Εκκλησίας των Κεγχρέων (Προς Ρωμαίους 16, 1-2), η «συνεργός» του Παύλου Πρισκίλλα που κατήχησε ακόμη και τον Απολλώ (Πράξεις 18, 24-26˙ Προς Ρωμαίους 16, 3-4˙ Α’ Προς Κορινθίους 16, 19), η «ἐπίσημη ἐν τοῖς ἀποστόλοις» Ιουνία (Προς Ρωμαίους 16, 7), η Μαριάμ (Προς Ρωμαίους 16,  6), η Τρύφαινα, η Τρυφώσα, η Περσίς (Προς Ρωμαίους 16, 12), η Ιουλία (Προς Ρωμαίους 16, 15), η Ευοδία, η Συντύχη (Προς Φιλιππησίους 4, 2-3), η Απφία (Προς Φιλήμονα, 2) και η Λυδία (Πράξεις 16, 14). Άλλο λοιπόν το κήρυγμα εντός του ναού κι άλλο το εκτός του ναού. Η ύπαρξη «προφήτιδων» εντός της Εκκλησίας αποδεικνύεται από το Α’ Κορινθίους 11, 5. Σίγουρα ο Παύλος λέει ότι ο άνδρας είναι η κεφαλή της γυναίκας. Αλλά αυτό είναι μόνο η μισή αλήθεια. Γιατί ο απόστολος Παύλος δεν λέει μόνο το παραπάνω εδάφιο, το οποίο είναι το μόνο που γνωρίζουν οι.. αντιπαυλικοί κατήγοροι της Εκκλησίας, αλλά κι αυτά.

Προς Εφεσίους 5, 25 Οἱ ἄνδρες, ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησεν τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς, 28 οὕτως ὀφείλουσιν καὶ οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶν τὰς ἑαυτῶν γυναῖκας ὡς τὰ ἑαυτῶν σώματα. ὁ ἀγαπῶν τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἑαυτὸν ἀγαπᾷ

Προς Κολοσσαείς 3, 19 Οἱ ἄνδρες, ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας καὶ μὴ πικραίνεσθε πρὸς αὐτάς.

Α’ Κορινθίους 7, 3 τῇ γυναικὶ ὁ ἀνὴρ τὴν ὀφειλὴν ἀποδιδότω, ὁμοίως δὲ καὶ ἡ γυνὴ τῷ ἀνδρί. 4 ἡ γυνὴ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει ἀλλὰ ὁ ἀνήρ· ὁμοίως δὲ καὶ ὁ ἀνὴρ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει ἀλλὰ ἡ γυνή.

Α’ Πέτρου 3, 7 Οἱ ἄνδρες ὁμοίως συνοικοῦντες κατὰ γνῶσιν, ὡς ἀσθενεστέρῳ σκεύει τῷ γυναικείῳ ἀπονέμοντες τιμήν, ὡς καὶ συγκληρονόμοι χάριτος ζωῆς,

Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι αντιχριστιανοί που παίζουν – λες και πρόκειται περί αιρετικών – με τα εδάφια των επιστολών του απ. Παύλου (κι όχι μόνο με αυτά), αναφέρουν ό,τι τους συμφέρει, ώστε να βγάλουν ένα διαστρεβλωμένο συμπέρασμα, για το τι λένε οι απόστολοι για τη γυναίκα. Για παράδειγμα, η γνωστή φράση ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα, που πολλοί γνωρίζουν ότι το φοβήται σημαίνει «σέβεται» κι όχι «φοβάται/τρέμει», είναι η μισή φράση από τον τελευταίο στίχο του 5ου κεφαλαίου της Προς Εφέσσιους επιστολής του απ. Παύλου.

Προς Εφέσσιους 5, 33 πλὴν καὶ ὑμεῖς οἱ καθ᾽ ἕνα ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς ἑαυτόν, ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα. Η γυναίκα πρέπει να σέβεται τον άντρα – ο άντρας πρέπει να την αγαπά, όπως αγαπά τον εαυτό του. Πού βρίσκεται η ανισότητα; Μήπως η αγάπη είναι μικρότερη του σεβασμού ή δεν τον συνεπάγεται;

            Κι ο Χριστός δείχνει συνεχώς ότι ενδιαφέρεται για τη γυναίκα, όπως διαβάζουμε στην Καινή Διαθήκη.

-Χρησιμοποιεί γυναίκες σε παραβολή (Κατά Ματθαίον, 13, 33). Σε άλλη παραβολή παραλληλίζει τη χαρά μιας γυναίκας με τη χαρά αγγέλων και Θεού (Κατά Λουκάν, 15, 8-10). Σε άλλη παραβολή έχει γυναίκα ως υπόδειγμα επίμονης αναζήτησης του δικαίου (Κατά Λουκάν, 18, 1-5).

-Δύο μόνο ανθρώπους επαίνεσε, πριν την Ανάσταση, για την πίστη τους˙ έναν Ρωμαίο εκατόνταρχο και μία γυναίκα, την Χαναναία (Κατά Ματθαίον, 15, 28). Έχουμε ισότητα, ένας άντρας και μία γυναίκα επαινούνται.

-Αντίθετα από πολλούς άντρες (π.χ. Ιούδα και Πέτρο), καμμία γυναίκα μαθήτρια του Χριστού δεν παρουσιάζεται να απιστεί στο διάστημα μετά τη σύλληψή του από τους Ρωμαίους.

-Όταν οι μαθητές του αγανάκτησαν με μια γυναίκα εξαιτίας μιας πράξης της, ο Χριστός την υπερασπίστηκε αποκαλώντας καλή την πράξη της (Κατά Ματθαίον, 26, 10).

-Όταν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι ήταν έτοιμοι να λιθοβολήσουν μια μοιχαλίδα, αυτός τους αποστόμωσε συγχωρώντας την (Κατά Ιωάννην, 8, 1-11).

-Από όλους όσοι προσέφεραν τον οβολό τους στο θησαυροφυλάκιο του Ναού ο Χριστός επαινεί όχι έναν άντρα, αλλά μια γυναίκα (Κατά Μάρκον, 12, 43-44).

-Κατά τις περιοδίες του δεχόταν να είναι μαζί του και γυναίκες εκτός από τους δώδεκα αποστόλους˙ αυτές τον διακονούσαν (Κατά Λουκάν, 8, 1-3 και Κατά Μάρκον 27, 55, όπου γίνεται λόγος για «πολλές γυναίκες»).

-Ο Χριστός δίδασκε σε μικτά πλήθη, όχι μόνο ανδρικά (Κατά Ματθαίον, 14, 21 και 15, 38).

-Είναι ολοφάνερο ότι είχε και μαθητές γυναίκες (Κατά Λουκάν, 10, 39).

-Αποκαλεί μια θεραπευμένη απ΄ τον ίδιο γυναίκα «θυγατέρα του Αβραάμ» (Κατά Λουκάν, 13, 16).

-Όταν οι γονείς του Ιησού τον πήγαν στο ναό, προφήτεψαν εκεί, μπροστά τους, γι’ αυτόν όχι μόνο ένας άντρας ο Συμεών, αλλά και μία «προφήτις», η Άννα (Κατά Λουκάν, 2, 36-38).

-Χάρη σε μια Σαμαρείτιδα πολλοί από μια πόλη πίστεψαν στο Χριστό (Κατά Ιωάννην, 4, 39).

-Η γυναίκα του Πιλάτου όχι μόνο αντιλαμβάνεται την αθωότητα του Χριστού αλλά και ζητά απ’ τον άντρα της να μην του κάνει κακό (Κατά Ματθαίον, 27, 19).

-Μια γυναίκα, η Μάρθα, ομολογεί ότι ο είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού (Κατά Ιωάννην, 11, 27).

-Ο διάλογος του Χριστού με τη Σαμαρείτιδα είναι από τους πιο μεγάλους διαλόγους στην Κ.Δ. (20 στίχοι).

-Οι μαθητές του απορούν που μιλάει με γυναίκα (Κατά Ιωάννη, 4, 27).

-Επαινεί τη Μαρία που διαλέγει να τον ακούει και λέει ότι η μερίδα της δε θα της αφαιρεθεί (Κατά Λουκάν, 10, 41).

-Θεραπεύει μια αιμορροούσα (Κατά Ματθαίον, 9, 22-23), ανασταίνει την κόρη κάποιου (Κατά Ματθαίον, 9, 26), θεραπεύει την πεθερά του Πέτρου (Κατά Μάρκον 1, 31), θεραπεύει την κόρη μιας Χαναναίας (Κατά Ματθαίον, 15, 28), θεραπεύει μια άρρωστη (Κατά Λουκά, 13, 13-14).

-Πρώτα οι γυναίκες έμαθαν για την Ανάσταση (Κατά Λουκάν, 24, 4-8). Ο αναστημένος Χριστός εμφανίζεται και μιλά πρώτα σε γυναίκα (Κατά Ιωάννη, 20, 14 κ.ε.), κι ενώ οι γυναίκες πήγαν στους αποστόλους και τους είπαν για την Ανάσταση, οι απόστολοι θεώρησαν ανοησίες τα λόγια τους (Κατά Λουκά, 24, 12)

            Πολλές πλευρές της στάσης του Ιησού προς τις γυναίκες είναι επαναστατικές συγκρινόμενες με αυτές των Ραββίνων. Έτσι ο Χριστός

1) δεν διαχωρίζει άντρες από γυναίκες, αφού δίδασκε και στα δύο φύλα, ενώ οι ραββίνοι δεν δίδασκαν σε γυναίκες.

2) δεχόταν να τον αγγίζουν «ακάθαρτες» γυναίκες, ενώ οι ραββίνοι όχι.

3) μιλούσε με γυναίκες δημόσια, ενώ οι Ιουδαίοι το απέφευγαν (Ταλμούδ, Aboth, 1, 5).

4) στις παραβολές του χρησιμοποιούσε γυναικεία παραδείγματα για καλό κι όχι για αποφυγή, σ’ αντίθεση με τους ραββίνους.

5) δεν υποτιμά τις γυναίκες. Η γνωστή φράση «Σ’ ευχάριστώ, Θεέ, που δεν μ’ έκανες Εθνικό ή γυναίκα» – την οποία ορισμένοι επαναλαμβάνουν ως κατηγορία κατά του Θεού της Π.Δ., δίχως να ξέρουν ποιος και πότε την είπε –, η οποία είναι του ραββίνου Ιούδα και προέρχεται από το Ταλμούδ (Tosephta Berakoth, 7, 18) κι όχι από την Παλαιά Διαθήκη, θα απορριπτόταν αμέσως από τον Ιησού.

            Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο απόστολος Παύλος είχε διαφορετική και χειρότερη γνώμη από τον Ιησού για τις γυναίκες. Δεν φαίνεται να ισχύει κάτι τέτοιο αν εξετάσουμε τα εξής ζητήματα σχετικά με τη γυναίκα:

- Ο Ιησούς, όπως είδαμε, σε αντίθεση με τους ραββίνους, δεν θεωρούσε ότι η συναναστροφή με γυναίκες οδηγεί απαραίτητα στην ακολασία, γι’ αυτό και συζητούσε με γυναίκες και δίδασκε σ’ αυτές. Ούτε ο απ. Παύλος φαίνεται να έχει την άποψη των ραββίνων, αφού μιλούσε με γυναίκες (πώς αλλιώς έμεινε στο σπίτι της Λυδίας και μιλούσε μαζί της; Πράξεις 16, 15 κ.ε.) και φυσικά τις αποκαλεί βοηθούς του και προφήτιδες.

- Ο Ιησούς είχε γυναίκες που ταξίδευαν μαζί του, το ίδιο κι ο απ. Παύλος (Α’ Κορινθίους, 9, 5).

- Ο Ιησούς ποτέ δεν αναφέρθηκε σε γυναίκα υποτιμητικά λόγω του φύλου της, το ίδιο κι ο απ. Παύλος, αφού τις είχε βοηθούς και συνεχώς κάνει λόγο για διάφορες γυναίκες που κόπιασαν γι’ αυτόν και τους συνεργάτες του (Προς Ρωμαίους, 16). Και φυσικά απορρίπτει τη διάκριση ανδρών και γυναικών, εθνικών και Ιουδαίων (Προς Γαλάτας, 3, 28).

            Το ότι δεν γίνονται οι γυναίκες ιέρειες (γίνονται διακόνισσες) δεν συνιστά υποβιβασμό, γιατί απλούστατα η ιεροσύνη δεν είναι αξίωμα. Ο διαφορετικός στον καθένα καταμερισμός χαρισμάτων και δυνατοτήτων δεν συνιστά ανισότητα. Το ότι οι γυναίκες δεν γίνονται οικοδόμοι, ότι μυικά δεν είναι ισοδύναμες με τους άντρες δεν σημαίνει ότι είναι κατώτερα όντα.  Το ότι οι άντρες δεν γεννούν παιδιά, όπως οι γυναίκες, επίσης δε σημαίνει ότι είναι κατώτεροι. Παρομοίως, το ότι δεν γίνονται ιέρειες, δεν σημαίνει ότι δεν είναι ίσες στην Εκκλησία. Άλλωστε, αν ήταν κάποια να γινόταν η πρώτη χριστιανή ιέρεια, αυτή θα ήταν η Παναγία. Τι σημαίνει το ότι δεν έγινε ιέρεια; Σημαίνει πως δεν είναι ανώτερη από κάθε άνθρωπο, άντρα ή γυναίκα, κι από τους αγγέλους, απλώς επειδή δεν ήταν ιέρεια, κι ότι όσοι άντρες πρώτοι χριστιανοί έγιναν ιερείς ήταν ανώτεροι από αυτήν; Αφού (δεν θέλησε και) δεν έγινε, δεν μπορεί η κάθε φεμινίστρια να πιστεύει ότι ο Χριστιανισμός οφείλει με το ζόρι να έχει ιέρειες, για να αποδείξει ότι θεωρεί ισότιμη τη γυναίκα. Άλλωστε, όπως είπαμε έχουμε αναφορές για «διακόνισσες» (Προς Ρωμαίους, 16, 1) και για «διακεκριμένους μεταξύ των αποστόλων» (Προς Ρωμαίους, 16, 7) και προφήτιδες. Το χάρισμα του  «προφήτη» αναφέρεται δεύτερος σε σειρά, μετά το «απόστολος» και πριν το «διδάσκαλος» (Α’ Κορινθίους, 12, 29) .

            Η είσοδος στο ιερό των γυναικών απαγορεύεται, απλώς επειδή είναι λαϊκές-μη ιερείς. Ο ΞΘ’ κανόνας της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου απαγορεύει και στους άντρες, εκτός από τον αυτοκράτορα (επειδή ήταν ο πολιτικός αρχηγός του σώματος της Εκκλησίας), να εισέρχονται στο ιερό. Πού βρίσκεται ο μισογυνισμός; 

94b  Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ MACON

            Οι Νεοπαγανιστές κάνουν λόγο για μια τοπική επισκοπική σύνοδο στην πόλη της Macon στη Γαλλία το 585, όπου συζητήθηκε αν η γυναίκα έχει ψυχή, και τελικά οι επίσκοποι αποφάσισαν ότι όντως έχει ψυχή η γυναίκα. Και φέρνουν αυτό το γεγονός ως απόδειξη του πόσο περιφρονεί ο Χριστιανισμός την γυναίκα, δίνοντάς της έπειτα από πολλή σκέψη την ανθρώπινη ιδιότητα. Και μάλιστα λέν ότι αυτή η σύνοδος έγινε πριν το σχίσμα των δυο εκκλησιών, άρα την δέχονται και οι Ορθόδοξοι. Όμως οι νεοπαγανιστές δεν ξέρουν ότι μια τοπική σύνοδος είναι έγκυρη από την Εκκλησία (πιστούς) μόνο εφόσον αυτή έχει εγκριθεί από μια επόμενη Οικουμενική Σύνοδο. Στο «Πηδάλιο», όπου υπάρχουν όλοι οι κανόνες από όλες τις εγκεκριμένες Ορθόδοξες συνόδους, οικουμενικές και τοπικές, δεν υπάρχει η σύνοδος αυτή του 585 της Macon. Άρα δεν θεωρείται ορθόδοξη, διότι οι Ορθόδοξοι ουδέποτε αναρωτήθηκαν στα σοβαρά αν η γυναίκα έχει ψυχή. Ότι υπήρξαν τοπικές σύνοδοι πρό του σχίσματος (1054) που όμως δεν θεωρούνται ορθόδοξες δεν είναι καθόλου παράξενο. Για παράδειγμα, το 809 ο Φράγκος βασιλιάς Καρλομάγνος συγκρότησε σύνοδο εν Ακυϊσγράνω, η οποία θέσπισε ως δόγμα το filioque. Θα πει κανείς νεοπαγανιστής ότι το φιλιόκβε είναι ορθόδοξο δόγμα;

Αλλά και η ίδια η σύνοδος της Macon, ανεξαρτήτως του αν είναι ορθόδοξη ή μη, ουδέποτε είχε ως αντικείμενό της ζήτημα εάν οι γυναίκες έχουν ψυχή. Στην πραγματικότητα, έχει δημιουργηθεί ένας μύθος γύρω από τη σύνοδο της Macon, τα πρακτικά της και τις αποφάσεις της. Ο μύθος αυτός πρωτοδημιουργήθηκε τον 17ο αιώνα από κάποιον Johannes Leyser. Ο Johannes Leyser, λουθηρανός πάστορας από την περιοχή της Φραγκφούρτης στη Γερμανία, είχε γίνει στρατιωτικός ιερέας στον Δανέζικο στρατό και το 1676 είχε εκδόσει ένα βιβλίο με τον τίτλο Ο θρίαμβος της πολυγαμίας, στο οποίο εξηγούσε τα αγαθά του να έχει κανείς πολλές γυναίκες. Ζητώντας υποστήριξη στην άποψή του ότι οι γυναίκες ήταν κατώτερες, αποφάσισε να παραφράσει τις αποφάσεις της συνόδου της Macon. Έτσι, ο Leyser έγραψε: «Ανάμεσα στους άγιους πατέρες [της συνόδου] ήταν ένας που επέμενε ότι οι γυναίκες δεν μπορούν και δεν πρέπει να λέγονται άνθρωποι (homines). Το ζήτημα ήταν τόσο σημαντικό, ώστε συζητήθηκε δημόσια και με το φόβο Θεού. Τελικά, μετά από πολλή διαμάχη γι’ αυτό το ζήτημα, [οι επίσκοποι] κατέληξαν ότι οι γυναίκες είναι άνθρωποι.»

            Φυσικά αυτό είναι τελείως λανθασμένο. Τα γραπτά πρακτικά της συνόδου της Macon δεν περιέχουν καμμιά τέτοια συζήτηση. Σε αυτά δεν περιέχεται καν ούτε η λέξη «γυναίκα» ούτε η λέξη «ψυχή». Αυτό που έκανε ο Leyser ήταν να παρερμηνεύσει την Ιστορία των Φράγκων, του αγίου Γρηγόριου της Τουρ. Ο Γρηγόριος ήταν επίσκοπος αυτής της πόλης τον έκτο αιώνα και έγραψε μια θαυμάσια ιστορία της περιοχής. Σε κάποιο σημείο της ιστορίας του μάς λέει για μια σύνοδο, χωρίς ωστόσο να εξηγήσει εάν αυτή ήταν η σύνοδος της Macon ή όχι. Ο Γρηγόριος γράφει: «Τότε πήρε το λόγο στη σύνοδο αυτή ένας επίσκοπος που ισχυρίστηκε ότι η γυναίκα δεν μπορεί να συμπεριληφθεί υπό τον όρο «άνθρωπος».  Ωστόσο, αποδέχτηκε τα επιχειρήματα των άλλων επισκόπων και δεν επέμενε, διότι το ιερό βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης μάς λέει στην αρχή ότι, όταν ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς, ωστόσο και για τους δύο χρησιμοποίησε τον όρο «άνθρωπος».» Συνεπώς αυτό που οι επίσκοποι συζήτησαν δεν ήταν το ζήτημα εάν οι γυναίκες έχουν ψυχή, αλλά το νόημα της λέξης «άνθρωπος». Δηλαδή ο Leyser είχε πλάσει μια μυθιστορία. Οι ανακρίβειές του συνεχίστηκαν από έναν Δανό καλβινιστή, τον Pierre Bayle, που έγραψε στο «Λεξικό» του (Dictionnaire): «ό,τι όμως βρίσκω ακόμη πιο παράξενο είναι ότι υπήρξε Σύνοδος, στην οποία στα σοβαρά ετέθη ως ζήτημα εάν οι γυναίκες είναι ανθρώπινα όντα, και αποφάσισε γι’ αυτό μόνο μετά από μακρά συζήτηση». Από αυτόν και μετά, τα παραμύθια περί χριστιανικής συνόδου, η οποία τάχα συνεκλήθη με σκοπό να συζητήσουν οι επίσκοποι για το αν οι γυναίκες έχουν ψυχή, ή συνόδου στην οποία δήθεν συζητήθηκε εάν οι γυναίκες έχουν ψυχή διαδόθηκαν και είναι πλέον κοινός τόπος. Όχι ότι επηρεάζουν την Ορθόδοξη Εκκλησία όλα αυτά, αλλά η διαστρέβλωση κειμένων καθεαυτή είναι σύνηθες φαινόμενο.

 Αντίθετα, οι νεοκατήχητοι, και οι ολίγο πριν το 585 ειδωλολάτρες και αιρετικοί Φράγκοι, που συγκρότησαν τη σύνοδο αυτή, συνηθισμένοι από τις πρότερες, παγανιστικές τους αντιλήψεις περί γυναίκας-ζώου, αναγκάστηκαν να κάνουν σύνοδο για να ξεκαθαρίσουν ό,τι είναι αυτονόητο για την Ορθοδοξία. Και λέμε «παγανιστικές αντιλήψεις περί γυναίκας», έχοντας ως παράδειγμα το Εργα και Ημέρες του Ησίοδου, όπου (στίχος 51 κ.ε.) ο Δίας διατάζει τον Ήφαιστο να πλάσει τη γυναίκα για τιμωρία των ανδρών. Στο ίδιο έργο, στίχος 375, διαβάζουμε : «όποιος γυναίκα εμπιστεύεται, απατεώνα εμπιστεύεται». Στη Θεογονία, στίχος 600 κ.ε., διαβάζουμε:  «Έτσι ο Δίας που βροντάει ψηλά, έβαλε, ανάμεσα στους άντρες, για το κακό τους, τις γυναίκες, συντρόφισσες συμφοράς και αντί για καλό τους πόρισε κακό». Να λοιπόν ποιοι είναι αυτοί που έμαθαν τους Φράγκους να σκέφονται έτσι.

94c  ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ

Δυο αιώνες πριν την αιρετική σύνοδο της Macon, που αναρωτήθηκε αν η γυναίκα έχει ψυχή, ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων γράφει (Κατηχήσεις, 20) ότι η ψυχή της γυναίκας και η ψυχή του άντρα είναι ίσες (PG 33, 480C): «όμοιες είναι όλες οι ψυχές και των ανδρών και των γυναικών˙ μόνο τα μέλη του σώματος είναι διαφορετικά» («ὅμοιαι πᾶσαι αἱ ψυχαί εἰσιν ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν˙ τὰ γὰρ μέλη τοὺ σώματος διακέκρινται μόνον»).

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Νανζιανζηνός καταφέρεται εναντίον των ισχύοντων  νόμων του κράτους, που ευνοούσαν τους άνδρες και τιμωρούσαν τις γυναίκες (Λόγος ΛΖ’, 6 (PG 36, 289A)): «Για ποιο λόγο τιμωρούν τη γυναίκα ενώ συγχωρούν τον άνδρα; Και η μεν γυναίκα όταν προσβάλει την κοίτη του άντρα διαπράττει μοιχεία, και ο νόμος την τιμωρεί με βαριές ποινές γι’ αυτό, ενώ ο άντρας, όταν πορνεύει με άλλες γυναίκες, γιατί να μένει ατιμώρητος; Αυτή τη νομοθεσία δεν την δέχομαι και τη συνήθεια αυτήν την καταδικάζω. Άντρες ήταν εκείνοι οι οποίοι έκαναν τους νόμους, και γι’ αυτό η νομοθεσία στρέφεται κατά των γυναικών (...). Ο Θεός όμως δεν έκανε κάτι τέτοιο, αλλά είπε «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου», που είναι εντολή πρώτη, «ώστε να σου πάνε όλα καλά» (Εξ. Κα’ 12). Και «όποιος κακολογεί τον πατέρα ή τη μητέρα του, να θανατώνεται» (Εξ. Κα’ 16). Και, «ευλογία πατρός στηρίζει τους οίκους των τέκνων, ενώ η κατάρα της μητρός εκριζώνει τα θεμέλια» (Σοφ. Σειράχ. Γ’ 9).  Βλέπετε πόσο δίκαια είναι η νομοθεσία. Ένας είναι ο δημιουργός του άντρα και της γυναίκας και από μία σάρκα είναι και οι δύο. Προέρχονται από μία εικόνα και υπάρχει γι’ αυτούς ένας νόμος, ένας θάνατος και μία ανάσταση. (....) Πώς βγάζεις διαφορετικούς νόμους για σώμα όμοιο και ισάξιο;» «Ήμαρτεν η γυνή, τούτο και ο Αδάμ· αμφοτέρους ο όφις ηπάτησεν. Ου το μεν ασθενέστερον ευρέθη, το δε ισχυρότερον» (PG 36, 285).

Γράφει επίσης ο συγγραφέας του Κατά Ιουλιανού, στον Λόγο ΛΖ’, 7: «Λέγεται ότι προέρχεται  [ο Χριστός] από το σπέρμα Δαβίδ. Νομίζεις ενδεχομένως ότι με αυτό τιμάται ο άντρας; Γεννάται όμως από την Παρθένο και αυτό είναι υπέρ των γυναικών».

Άγιου Γρηγόριου Νύσσης, (PG 30, 33C): «Και η γυναίκα έχει το «κατ’ εικόνα Θεού» και ο άνδρας. Διότι είναι πλασμένες όμοιες οι φύσεις τους, και ίσες οι πράξεις τους και ίσες οι αμοιβές και ίση η τιμωρία τους.(..) Ξεπερνάει πολύ τον άντρα η γυναικεία φύση ως προς το καλό και την καρτερία» (...καὶ η γυνὴ ἔχει τὸ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» γεγενῆσθαι, καὶ ὁ ἀνήρ...Ὅμοιαι γὰρ αἱ φύσεις ἀμφοτέρων ἐπλάσθησαν, καὶ ἴσαι τούτων αἱ πράξεις, ἴσα τὰ ἔπαθλα, ἴση ἡ τούτων καταδίκη. Μὴ γὰρ προφασιζέσθω τὸ ἀσθενέστερον ἡ γυνή˙ ἐν γὰρ τῇ σαρκὶ τοῦτο˙ ἡ μέντοι ψυχὴ ἐπίσης τῇ ἀνδρεία τὴν οἰκείαν ἔσχηκε δύναμιν. Ἐπειδὴ οὖν ὁμότιμον τὸ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» εἰλήφασιν, ὁμότιμον ἔχουσι καὶ τὴν ἀρετήν, καὶ τὴν τῶν ἀγαθῶν ἔργων ἐπίδειξιν...Ὑπεραίρει γὰρ πολὺ  καὶ τὴν ἀνδρείαν φύσιν ἡ τοῦ θήλεος περὶ τὸ ἐντατικὸν τοῦ καλοῦ καὶ καρτερικόν˙).

Μεγάλου Βασίλειου, Εις την μάρτυρα Ιουλίταν (PG 31, 241A): «Από τον κτίστην [το Θεό] η γυναίκα έγινε έτσι, ώστε εξίσου με τον άντρα να δέχεται την αρετή. Και πράγματι, δεν είμαστε καθ’ όλα συγγενείς με τους άντρες;»  Ἀρετῆς δεκτικὸν τὸ θῆλυ ὁμοτίμως τῷ ἄρρενι παρὰ τοῦ κτίσαντος γέγονε. Καὶ τί γὰρ ἢ συγγενεῖς τοῖς ἀνδράσι διὰ πάντων ἐσμέν;»).

Κλήμη Αλεξανδρέα, Παιδαγωγός, 1, 4, 10, 1 (Sources Chretiennes. T. 1-226) «...ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς...ἀναπνοή, ὄψις, ἀκοή, γνῶσις, ἐλπίς, ὑπακοή, ἀγάπη, ὅμοια πάντα˙ ὧν δὲ κοινὸς μὲν ὁ βίος, κοινὴ δὲ ἡ χάρις, κοινὴ δὲ καὶ ἡ σωτηρία, κοινὴ τούτων καὶ ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ἀγωγή....κοινὸν οὖν καὶ τοὔνομα ἀνδράσιν καὶ γυναιξὶν ὁ ἄνθρωπος».

Κάνουν λόγο και για τον Χρυσόστομο. Ο Χρυσόστομος τόσο πολύ υποστήριζε την ισότιμία άντρα και γυναίκας, ώστε έγραψε: «Όπου απαιτείται σωφροσύνη και σεμνότητα, τίποτε δεν έχει ο άνδρας περισσότερο από τη γυναίκα, αλλά όμοια με αυτήν τιμωρείται (...) Την πήρες συνοδοιπόρο, σύντροφο της ζωής και ελεύθερη και ισότιμη» (Περί αποφυγής της πορνείας, 4) και «Αν όμως λέγεις ότι και αυτή πάσχει από αθεράπευτη αρρώστεια και ότι παρ’ όλο που τη φρόντισες πολύ εξακολουθεί να έχει τις δικές τις συνήθειες, ούτε έτσι πρέπει να τη διώξεις» (Περί του ποίας δει άγεσθαι γυναίκας, 3), αρνούμενος να δικαιολογήσει ακόμη και τον άντρα που χώριζε τη σύζυγο επειδή αυτή ήταν τάχα δύστροπη ή άρρωστη. Φυσικά ο Χρυσόστομος, όπως και άλλοι Πατέρες, αρνείται το (φυσιολογικό για τα παγανιστικά ήθη της εποχής του) μονομερές δικαίωμα του άντρα στη μοιχεία: «Το σώμα του άντρα δεν ανήκει στον άνδρα αλλά στην γυναίκα. Ας της διατηρεί λοιπόν ακέραιο το κτήμα και ούτε να της το μειώνει ούτε και να της το καταστρέφει» (Περί αποφυγής της πορνείας, 4). Ο Χρυσόστομος τονίζει ότι η κατάσταση της ανισότητας άντρα-γυναίκας δεν είναι φυσική: «Όταν επλάσθη η γυνή δεν υπετάγη εξ αρχής˙ ούτε όταν επαρουσίασεν αυτήν ο Θεός εις τον άνδρα, ούτε αυτή ήκουσε τίποτε τέτοιον από τον Θεόν, ούτε ο ανήρ είπε τίποτε τέτοιον προς αυτήν˙ αλλ’ είπεν είναι οστούν από τα οστά του και σάρξ από τας σάρκας του˙ πουθενά δεν είπε τίποτε δι’ εξουσίαν, ούτε δι’ υποταγή εις αυτήν» (Λόγος κστ’ εις την Α’ Προς Κορινθίους, 3). Ο Χρυσόστομος απαγορεύει στους άντρες να χρησιμοποιούν τη σωματική τους δύναμη επί των γυναικών. «Μη γένοιτο [να δέρνεται η γυναίκα]˙ διότι αυτό είναι μέγιστη ατιμία, όχι δι’ αυτήν που δέρεται αλλά δι’ αυτόν που δέρει. (..) Και τι λέγω εγώ δια την γυναίκα; Ούτε δούλην θα ήτο ανεκτόν εις άνδρα ελεύθερον να κτυπά και να χειροδική εις αυτήν. Εάν δε είναι μεγάλη εντροπή δια τον άνδρα το να κτυπήση δούλη, πολλή περισσότερον το να σηκώση το χέρι εναντίον ελευθέρας γυναικός» (Λόγος κστ’ εις την Α’ Προς Κορινθίους, 10). Ακόμα και για την κακομεταχείριση που υφίσταντο τότε οι δούλες διαμαρτυρόταν ο «μισογύνης» Χρυσόστομος. Έχουν κατηγορήσει τον Χρυσόστομο, πως δε βρίσκει τίποτε καλό στη γυναίκα. Προφανώς δεν διάβασαν τίποτε από τα έργα του. Να τι λέει κάπου: «Είναι αλήθεια ότι αι παρθένοι είναι περισσότεροι μεταξύ των γυναικών, η σωφροσύνη είναι μεγαλυτέρα εις εκείνας˙ κανένα αισχρόν λόγον δε θα ημπορούσεν η γυναίκα να προφέρη τόσον γρήγορα. Ειπέ μου[,άντρα,] λοιπόν, διατί αισχρολογείς εσύ; Μη μου ειπής βέβαια, σε παρακαλώ, τα πολύ γνωστά, ότι δηλαδή το γένος των γυναικών είναι φιλόκοσμον και έχει το ελάττωμα αυτό. Αλλά και εις αυτό νικάτε σεις οι άνδρες. (...) Δεν μεγαλοφρονεί ο άνδρας τόσον δια την χρυσήν ζώνην όσο δια το ότι η γυναίκα του φορεί χρυσά κοσμήματα. Συνεπώς είσθε [οι άνδρες] αίτιοι και δι’ αυτό σεις. (...) Πολύ περισσότερον αρμόζει εις την γυναίκα να στολίζεται, παρά εις τον άνδρα. (...) Έχουν αι γυναίκες κάτι το ματαιόδοξον, αλλ’ αυτό είναι κοινόν και εις τους άνδρας˙ είναι κάπως οργιλαί, και αυτό είναι κοινόν. Εκείνα όμως, εις τα οποία πλεονεκτούν, δεν είναι καθόλου κοινά» (Ομιλία ιγ’ εις την Προς Εφεσίους, 4). Ο Χρυσόστομος εδώ «αδειάζει» τους άντρες που κατηγορούν το γυναικείο φύλο. Σε μια άλλη ομιλία του ο Χρυσόστομος θέλει να φέρει ως παράδειγμα μια σύζυγο που έχει όλα τα ψυχικά ελαττώματα, αν και διαπιστώνει ότι δε θα ήταν δυνατόν να υπάρξει τέτοια γυναίκα˙ ωστόσο, επειδή αντιλαμβάνεται ότι κάποιοι θα αναρωτηθούν γιατί διάλεξε μια φανταστική γυναίκα κι όχι έναν φανταστικό άντρα, ως παράδειγμα, γράφει (Ομιλία λ’, εις το Κατά Ματθαίον, 5): «Υπάρχουν και άνδρες που είναι πολύ χειρότεροι από παρόμοιαν γυναίκαν. Επειδή όμως έχει ανατεθή η φροντίς εις τους άνδρας, δια τούτο κατ’ αρχήν φανταζόμεθα γυναίκα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εις αυτήν πλεονάζει η κακία. Διότι είναι δυνατόν να εύρη κανείς και πολλά ελαττώματα μεταξύ των ανδρών, τα οποία δεν υπάρχουν εις τας γυναίκας, όπως επί παραδείγματι η ανδροφονία (...) και πολλά παρόμοια. Μη νομίσητε λοιπόν ότι το κάνω αυτό δια να εξευτελίσω το γυναικείον φύλον˙ δεν είναι δυνατόν να συμβαίνη αυτό, όχι δεν είναι». Είναι μισογυνισμός αυτό; Ο ίδιος ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος μάλιστα καυτηριάζει την αμαρτωλή ανδρική φύση σε ομιλίες, όπως η Περί του πώς δει πολιτεύεσθαι, καθώς αναφέρει πολλά αντρικά αμαρτήματα. Δεν διστάζει να παρομοιάσει τους άνδρες με άγρια θηρία που διψάνε για αίμα, εξαιτίας των αγαπημένων τους παραπτωμάτων, δηλαδή τη φιληδονία, την απανθρωπία, τη βία, την οργή, τη λαιμαργία και άλλα. «Δια την σωφροσύνην της γυναικός είσαι τόσο λεπτολόγος, ώστε γίνεσαι σχολαστικός και υπερβολικός και δεν της επιτρέπεις ούτε τας πλέον απαραιτήτους εξόδους˙ εις τον εαυτόν σου όμως νομίζεις ότι όλα επιτρέπονται. Δεν σου τα επιτρέπει όμως ο Παύλος, ο οποίος δίνει την ιδίαν εξουσίαν και εις την γυναίκαν» (Ιω. Χρυσόστομου, Ομιλία ζ’ εις το Κατά Ματθαίον, 7). Ο Χρυσόστομος επίσης γράφει (Ομιλία κ’ εις την Προς Εφεσίους, 2): «Ποια σύζευξη υπάρχει, όταν η γυναίκα τρέμη τον άνδρα;» και (Ομιλία κ’ εις την Προς Εφεσίους, 5): «και ο άνδρας, αν δε φοβήται η γυναίκα, όμως ας αγαπά» και (Ομιλία κ’ εις την  Προς Εφεσίους, 6): «Ούτε ο άνδρας να πιστεύη εύκολα τα λεγόμενα εναντίον της γυναικός του. (...) Και αν ακόμη σε κατηγορή η γυναίκα, να μη δυσανασχετής˙ η ενέργειά της αυτή είναι δείγμα φιλίας, όχι απογνώσεως˙ αι κατηγορίαι της είναι δείγμα θερμής φιλίας και θερμής διαθέσεως και φόβου» και ακόμη (Ομιλία κ’ εις την Προς Εφεσίους, 8): «Να αποδεικνύεσαι ότι θεωρείς περί πολλού την προς αυτήν συνουσίαν, και ότι θέλεις να ευρίσκεσαι περισσότερον δι’ αυτήν εις το σπίτι, παρά εις την αγοράν˙ και να την προτιμάς από όλους τους φίλους και τα παιδιά που εγεννήθησαν από αυτήν, και αυτά να τα αγαπάς εξ αιτίας αυτής». Ο Χρυσόστομος γράφει: «... για να γνωρίσετε καλά πως οι γυναίκες δεν είναι μόνο πιο γενναίες από τους άνδρες, αλλά και σ’ αυτήν, όπως θα μπορούσαμε να πούμε, την απάθεια των αγγέλων φθάνουν. (...) λέγοντας [ο Παύλος] έτσι · "χαιρετήστε την Πρίσκιλλα και τον Ακύλα". Πρόσεχε και εδώ πάλι τη γυναίκα να λάμπει. Αν και ήταν ζευγάρι, η γυναίκα όμως τοποθετήθηκε μπροστά από τον άνδρα. Γιατί δεν είπε "τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα", αλλά "την Πρίσκιλλα και τον Ακύλα"» (Ομιλία λεχθείσα εν των ναώ της Αγίας Ειρήνης, 3 και 4).

Ο Χρυσόστομος ζητά από τη γυναίκα να συμβουλεύει και να διδάσκει το σύζυγό της. «Δια τούτο συμβουλεύω την γυναίκα αυτό να θέτη ωσάν έργο της και να συμβουλεύει το πρέπον. (...) Και κατά τους χρόνους δε εκείνους γνωρίζομεν την Περσίδα και τη Μαριάμ και την Πρίσκιλλαν που ανέλαβαν αποστολικόν έργον, τας οποίας πρέπει και σεις [=οι γυναίκες] να μιμηθείτε, και όχι μόνον με λόγια, αλλά και με έργα να διδάσκετε τον σύζυγον» (Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην, ομιλία ξα’, 4). Τέλος ο Χρυσόστομος γράφει (Ομιλία κ’ εις την Προς Εφεσίους, 2): «να μην αποστραφής την γυναίκαν εξ αιτίας της ασχημίας της».

Ο Κοσμάς ο Αιτωλός γράφει (Διδαχή Α2): «Ακόμη να προσέχετε οι άντρες να μη κοιτάζετε τις γυναίκες σας με άγριον μάτι δια πολλές αιτίες μάλιστα πως δεν κάνουν παιδιά και λέγετε τάχα πως έχετε κατάραν». Επίσης (Διδαχή Α1) «Πρέπει και εσύ, ω άνδρα αδελφέ μου, να μην μεταχειρίζεσαι την γυναίκα σου ωσάν σκλάβα, διατί πλάσμα του Θεού είναι και εκείνη, καθώς είσαι και εσύ» και «Άκουγε, αδελφέ μου, της γυναικός σου την συμβουλήν και, αν ειναι καλή, κάμε τη, ειδέ και δεν είναι καλή, μην την κάμης». Ο Κοσμάς ο Αιτωλός συμβουλεύει να μην δυσανασχετούν οι σύζυγοι με θηλυκά παιδιά (Διδαχή Β’): «να μην προτιμάτε τα αρσενικά παιδιά σας από τα θηλυκά, διατί όλα πλάσματα του Θεού είναι». «Και να μην το κάμνετε καθώς το έκαμεν ένας τρελλός και ανόητος˙ διατί δεν έκαμεν η γυναίκα του παιδιά, την εχώρισε και επήρε άλλη, και άλλος πάλιν διατί δεν του έκαμνε η γυναίκα του αρσενικά παιδιά, μονο θηλυκά, την εχώρισε». Επίσης, ο Κοσμάς ο Αιτωλός αρνείται τον γάμο της κοπέλας με το ζόρι, αν αυτή δεν συναινούσε: «Ομοίως ρώτα και την νύμφη: Θέλεις εσύ, Μαρία, τον Ιωάννη δια άνδρα (...) και ωσάν ειπή πως δεν τον θέλει, ο παπάς να μη βάλη χέρι να τους στεφανώση, διατί κολάζονται. Αν είναι με το θέλημα και των δύο, ετότες να τους στεφανώση». Ο Άγιος απευθύνεται στον άντρα (Διδαχή Ε’): «κι αν καμμίαν φοράν σου φταίη η γυναίκα σου, μην την ξεσυνερίζεσαι και να στοχάζεσαι και τα καλά της γυναικός σου και όχι μόνον τα κακά και να στοχάζεσαι και τα κακά τα εδικά σου». Η αξία των γυναικών δεν ειναι κατώτερη των αντρών (Διδαχή Β’): «Ευρίσκονται πολλές γυναίκες, όπου είναι καλύτερες και από τους άντρες. Ανίσως και θέλετε οι άντρες να ήστενε καλύτεροι από τις γυναίκες, πρέπει να κάμνετε και έργα καλύτερα από εκείνες».

Λάθος είναι να παρανοούνται εκκλησιαστικές απόψεις. Π.χ. ο ΙΓ’ κανονάς της εν Γάγγρα τοπικής συνόδου απαγορεύει στις γυναίκες να φοράν ανδρικά ρούχα. Το νόημα του κανόνα είναι ότι δεν μπορούσε να γίνει από το Χριστιανισμό αποδεκτή η.. τραβεστί εμφάνιση. Λάθος είναι η άποψη ότι η γυναίκα είναι «μηχανή παραγωγής ανθρώπων» κι ότι έτσι μόνο σώζεται. Αυτό είναι παρερμηνεία της Α’ Προς Τιμόθεο 2, 15. Εκεί δεν λέει ότι μόνο δια της τεκνογονίας σώζεται η γυναίκα.

94d ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ

Αλλά και στην Παλαιά Διαθήκη εξ αρχής υποδηλώνεται η ισότητα της γυναίκας με τον άντρα. Η γυναίκα είναι «ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων» και «σάρξ ἐκ τῆς σαρκός» του Αδάμ (ΓΕΝΕΣΗ Β’, 23). Δεν δημιουργείται από ένα διαφορετικό και κατώτερο υλικό, αλλά από το υλικό (το σώμα) του άντρα. Η γυναίκα δημιουργείται ως βοηθός (ΓΕΝΕΣΗ Β’, 20). «Βοηθός» δεν σημαίνει σε καμμια περίπτωση «δούλος» ή «υπηρέτης», γιατί αυτή η λέξη (ezer στο αρχικό εβραϊκό κείμενο) χρησιμοποιείται ακόμη και για τον ίδιο το Θεό (Έξοδος ιη’4, Δευτερονόμιον λγ’ 29, Ψαλμοί λβ’ 20, Ψαλμοί ξθ’ 6, Ψαλμοί ρμε’ 5). Η δημιουργία της γυναίκας από το πλευρό υποδηλώνει την ισοτιμία. Αν δημιουργόταν από υψηλώτερο ή από χαμηλώτερο σημείο, θα ήταν ανώτερη ή κατώτερη, αντίστοιχα, του άντρα. Επίσης η γυναίκα δημιουργείται ούτε από μπροστά ούτε από πίσω του Αδάμ, για να μη φανεί ότι η γυναίκα προηγείται ή έπεται του άντρα. Δημιουργήθηκε από την πλευρά, για να φανεί ότι άντρας και γυναίκα είναι πλάι-πλάι, ισότιμοι. Πολύ σημαντικό είναι ότι ο Θεός, κατά τη διάπλαση της γυναίκας, θέτει τον Αδάμ σε ύπνωση, ώστε αυτός να μη συμμετέχει καθόλου στη δημιουργία της. Διότι, αν τυχόν συμμετείχε ο Αδάμ – ακόμη κι αν απλώς συγκατάνευε στη λήψη της πλευράς του, ξύπνιος – αυτό θα έδειχνε την ανωτερότητά του έναντι της γυναίκας, αφού αυτός θα την είχε (συν)δημιουργήσει. Ο προφήτης Μαλαχίας, κατηγορώντας τους Εβραίους, τους λέει (ΜΑΛΑΧΙΑΣ Β’, 15) ότι δεν είναι άλλος ο Θεός που έφτιαξε τον άντρα κι άλλος ο Θεός που έφτιαξε τη γυναίκα, αλλά ο ίδιος με το θείο εμφύσημα (οὐκ ἄλλος ἐποίησε, καὶ ὑπόλειμμα πνεύματος αὐτοῦ).

Αργότερα, η Ισραηλίτισσα Δεββώρα είναι προφήτισα και κριτής (όπως οι άντρες Κριτές), δηλαδή αρχηγός – αν και γυναίκα – των Ισραηλιτών: καὶ Δεββώρα γυνὴ προφῆτις γυνὴ Λαφιδώθ, αὕτη ἔκρινε τὸν ᾿Ισραὴλ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ. (ΚΡΙΤΑΙ Δ’ 4) Απόκαλείται επιπλέον μητέρα του Ισραήλ: ἐξέλιπον δυνατοὶ ἐν ᾿Ισραήλ, ἐξέλιπον, ἕως οὗ ἀνέστη Δεββώρα, ἕως οὗ ἀνέστη μήτηρ ἐν ᾿Ισραήλ. (ΚΡΙΤΑΙ Ε’ 7). Επίσης στο Δ’ ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ ΙΑ’, 3 διαβάζουμε ότι η μητέρα ενός πρώην βασιλιά, η Γοθολία, βασίλεψε η ίδια, μόνη της, στο βασίλειο του Ιούδα – μιλάμε για τα έτη 845-840 π.Χ. – και πουθενά δεν αναφέρεται ότι ο λόγος της εκθρόνισής της ήταν το φύλο της. Να αναφέρουμε, για μια ακόμη φορά ότι τρία βιβλία της Π.Δ. φέρουν ονόματα γυναικών (Ρουθ, Εσθήρ, Ιουδήθ). Υπάρχουν κι άλλες προφήτιδες όπως η Μαριάμ (ΕΞΟΔΟΣ ΙΕ’ 20) ή η Ολδά (Δ’ ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ ΚΒ’ 14). Ενώ ακόμη και στο υπανάπτυκτο Ισραήλ υπήρξε γυναίκα ηγέτις, ενώ στη χριστιανική Ρωμανία υπήρξαν 3-4 Αυτοκράτειρες, στην πολυθεϊστική Κλασσική Ελληνική Αρχαιότητα δεν έχουμε ούτε μία βασίλισσα. Όπως βλέπουμε από την Παλαιά Διαθήκη:

-Η γυναίκα ρωτά το Θεό απευθείας, δίχως τη διαμεσολάβηση του άντρα της˙ ο Θεός της απαντά απευθείας, δίχως να έχει μεσολαβητή το σύζυγό της (ΓΕΝΕΣΙΣ ΚΕ’, 22-23). 

-Ο Θεός ακούει τις γυναίκες όπως και τους άντρες (π.χ. ΓΕΝΕΣΙΣ Λ’ 17 καὶ ἐπήκουσεν ὁ Θεὸς Λείας). Ο Θεός κάνει διάλογο με γυναίκες (ΓΕΝΕΣΙΣ ΙΣΤ’ 7 κ.ε.).

-Ο Θεός εμφανίζεται και σε γυναίκες (π.χ. ΚΡΙΤΑΙ ΙΓ’ 3). Η πρώτη εμφάνιση του «αγγέλου του Κυρίου» (του Λόγου) είναι σε γυναίκα, την Αγάρ (ΓΕΝΕΣΙΣ ΙΣΤ’ 7).

-Ο Θεός παρομοιάζει τον εαυτό του με γυναίκα-μητέρα, προκειμένου να δείξει την αγάπη του προς το λαό του, π.χ. ΗΣΑΐΑΣ ΞΣΤ’, 13 ὡς εἴ τινα μήτηρ παρακαλέσει, οὕτως κἀγὼ παρακαλέσω ὑμᾶς˙ ΗΣΑΐΑΣ ΜΘ’, 15 μὴ ἐπιλήσεται γυνὴ τοῦ παιδίου αὐτῆς τοῦ μὴ ἐλεῆσαι τὰ ἔκγονα τῆς κοιλίας αὐτῆς; εἰ δὲ καὶ ταῦτα ἐπιλάθοιτο γυνή, ἀλλ᾿ ἐγὼ οὐκ ἐπιλήσομαί σου, εἶπε Κύριος. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιεί για τον Ισραήλ την παρομοίωση της κοπέλας-θυγατέρας του, π.χ. ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΙΔ’, 17 καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτοὺς τὸν λόγον τοῦτον· καταγάγετε ἐπ’ ὀφθαλμοὺς ὑμῶν δάκρυα ἡμέρας καὶ νυκτός, καὶ μὴ διαλιπέτωσαν, ὅτι συντρίμματι συνετρίβη θυγάτηρ λαοῦ μου καὶ πληγὴ ὀδυνηρὰ σφόδρα. Επίσης, παρομοιάζει τον Ισραήλ  με τη γυναίκα-σύζυγό του, π.χ. ΙΕΡΕΜΙΑΣ Γ’, 20 πλὴν ὡς ἀθετεῖ γυνὴ εἰς τὸν συνόντα αὐτῇ, οὕτως ἠθέτησεν εἰς ἐμὲ ὁ οἶκος ᾿Ισραήλ, λέγει Κύριος. Δεν θα χρησιμοποιούσε, μέσω των προφητών του, ο (υποτιθέμενος ανδρικός) Θεός τέτοιες παρομοιώσεις, αν δεν εκτιμούσε τη γυναίκα.

-Η κοπέλλα ρωτιέται (δεν την διατάζουν ούτε την αναγκάζουν) από την οικογένειά της , αν θέλει να αναχωρήσει για τη χώρα του μνηστήρα της. (ΓΕΝΕΣΙΣ ΚΔ’ 57- 58). Ο Θεός ορίζει οι ανύπαντρες κοπέλες, που είναι ορφανές από πατέρα, να παντρευτούν η καθεμιά όποιον της αρέσει (οὗ ἀρέσκῃ ἐναντίον αὐτῶν, ἔστωσαν γυναῖκες), αρκεί αυτός να είναι από την ίδια φυλή, ώστε να μην μεταβιβάζεται η πατρική περιουσία από τη μια φυλή σε άλλη (ΑΡΙΘΜΟΙ ΛΣΤ’, 6-7).

-Υπάρχουν εδάφια τα οποία μιλούν (όχι επικριτικά) για το στολισμό μιας γυναίκας και κοπέλας (π.χ. ΙΕΡΕΜΙΑΣ Β’, 32).

-Ο Θεός δίνει δίκαιο σε κοπέλλες που ζητούσαν την περιουσία του πατέρα τους, λέγοντας πως αν κάποιος δεν έχει γιο και πεθάνει, η κόρη του προηγείται στη σειρά από τον αδερφό του (ΑΡΙΘΜΟΙ ΚΖ’, 8 –9).

-Η σύζυγος έχει το δικαίωμα να δίνει στο παιδί της, ζώντος του πατέρα, όνομα (π.χ. ΓΕΝΕΣΙΣ Δ’, 25˙ ΓΕΝΕΣΙΣ ΚΘ’, 32).

-Η σύζυγος προτρέπει τον άντρα της να κοιμηθεί με τη δούλη τους κι αυτός υπακούει (π.χ.  ΓΕΝΕΣΙΣ ΙΣΤ’, 2). Ο Θεός λέει στο σύζυγο να υπακούσει στη γυναίκα του, σε όλα όσα του πει (ΓΕΝΕΣΙΣ ΚΑ’ 12).

-Η σύζυγος έχει δικαίωμα λόγου στην εκλογή συζύγου του παιδιού της κι ο σύζυγός της την ακούει (π.χ. ΓΕΝΕΣΙΣ ΚΖ’, 46 κ.ε.).

-Η γυναίκα συνιστά νομικώς αξιόπιστο μάρτυρα κατηγορίας, όπως ακριβώς είναι ο άντρας, διότι ορίζεται πως κάθε καταδικαστική απόφαση πρέπει να στηρίζεται σε μαρτυρία δύο ή τριών μαρτύρων (ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ΙΘ’, 15), ενώ ταυτόχρονα ορίζεται πως για την καταδίκη ενός απειθούς γιού είναι αρκετή η μαρτυρία του πατέρα και της μητέρας (ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ΚΑ’, 20). Αν η σύζυγος, η γυναίκα, δεν θεωρούνταν αξιόπιστος μάρτυρας, δεν θα αρκούσε η μαρτυρία του πατέρα. Ισότητα άντρα και γυναίκας ως προς την μαρτυρία, λοιπόν.

-Η άτεκνη χήρα κληρονομεί την περιουσία του άντρα της και έχει δικαίωμα να την πουλήσει (ΡΟΥΘ Δ’, 3 και 9). Οι γυναίκες κατείχαν δούλους (ΓΕΝΕΣΙΣ ΚΘ’, 24, 29).

-Ο Θεός της Π.Δ. ορίζει ότι όποιος είναι νιόπαντρος δε θα λάβει μέρος σε πόλεμο και δε θα του επιβληθεί κανένα άλλο δημόσιο καθήκον, ώστε να μείνει ελεύθερος επί ένα έτος σπίτι του, για να δώσει χαρά στη σύζυγό του. (ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ΚΔ’ 5 Ἐὰν δέ τις λάβῃ γυναῖκα προσφάτως, οὐκ ἐξελεύσεται εἰς πόλεμον, καὶ οὐκ ἐπιβληθήσεται αὐτῷ οὐδὲν πρᾶγμα˙ ἀθῷος ἔσται ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ ἐνιαυτὸν ἕνα, εὐφρανεῖ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, ἣν ἔλαβεν.).  Όχι για να απολαύσει ο στρατεύσιμος νιόπαντρος τη σύζυγός του, αλλά για να απολαύσει αυτή τον σύζυγό της, απαλλάσσεται αυτός από στρατιωτικές υποχρεώσεις.

-Ο Θεός της Π.Δ. απαγορεύει τόσο την ύπαρξη πορνών (για τις γυναίκες), πορνεύοντων (για τους άντρες), ιερόδουλων και προαγωγών, ώστε να αποτρέπεται ο εξευτελισμός της γυναίκας (ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ΚΓ’ 18).

-Ο Θεός είχε αποκλείσει για πάντα τους Μωαβίτες από το να γίνουν λαός του (ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ΚΓ’, 4). Η μία και μοναδική εξαίρεση ήταν μια γυναίκα, η Μωαβίτισσα Ρουθ.

-Όπως κάθε άντρας που έχει ρεύση (εξέρχεται σπέρμα) είναι ακάθαρτος για όσο συμβαίνει αυτό και όποιος τον αγγίξει είναι ακάθαρτος ώς την εσπέρα (ΛΕΥΪΤΙΚΟΝ ΙΕ’, 7), ακριβώς το ίδιο, όποια γυναίκα έχει περίοδο είναι ακάθαρτη κατά την περίοδο της ρύσης και όποιος την αγγίξει είναι ακάθαρτος το ίδιο διάστημα, ώς την εσπέρα (ΛΕΥΪΤΙΚΟΝ ΙΕ’, 19).

-Ο Θεός καθιερώνει απόλυτη ισότητα στην τιμή που αποδίδουν τα παιδιά στον πατέρα κα τη μητέρα τους (π.χ. ΕΞΟΔΟΣ ΚΑ’,15).

-Ο Θεός ορίζει ίδια μεταχείριση για τον δούλο και την δούλα (ΕΞΟΔΟΣ ΚΑ’, 26 - 27).

-Ο Θεός ορίζει το ίδιο χρονικό διάστημα (7 έτη) για την απελευθέρωση του δούλου ή της δούλας (ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ΙΕ’, 12), καθιερώνοντας ισότητα και σ’ αυτό ακόμη το ζήτημα.

-Αν κάποιος είχε τάξει τον εαυτό του στο Θεό και ήθελε να απαλλαγεί από αυτό το τάξιμο, η αξία για τον άντρα ήταν 50 «δίδραχμα» (shekel) αργυρίου προσφορά στο Ναό, ενώ για τη γυναίκα 30 (ΛΕΥΪΤΙΚΟΝ ΚΖ’, 3,4), δηλαδή η γυναίκα μπορούσε να απαλλαγεί πιο εύκολα από τον άντρα – χωρίς αυτό να υποτιμά την αξία της, αφού οι δούλοι κι οι δούλες είχαν την ίδια αξία.

-Ο Θεός ορίζει την ίδια τιμωρία για το φόνο ανδρός και γυναίκας, γιού και κόρης (π.χ. ΕΞΟΔΟΣ ΚΑ’, 28 -32).

-Ο Θεός ορίζει την ίδια τιμωρία για άντρα και γυναίκα, αν αυτοί αποστατήσουν από αυτόν. (π.χ. ΛΕΥΪΤΙΚΟΝ Κ’, 27 · ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ΙΖ’, 2- 5).

-Ο Θεός ορίζει την ίδια τιμωρία για τον άντρα ή τη γυναίκα που μοιχεύει (ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ΚΒ’, 22). Μάλιστα ο άντρας που βιάζει ανυπεράσπιστη κοπέλα θανατώνεται, ενώ σ’ αυτήν δεν επιβάλλεται καμμία τιμωρία (ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ΚΒ’ 25-26). Επιπλέον, ο σύζυγος που, επειδή θέλει να χωρίσει, συκοφαντεί την γυναίκα του, αλλά αποδειχτεί ψεύτης, πληρώνει πρόστιμο επειδή διέβαλε και εξευτέλισε το όνομά της και δε μπορεί να τη διαζευχτεί ποτέ (ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ΚΒ’, 19).  

-Ο Θεός ορίζει την ίδια διαδικασία εξιλασμού και άφεσης των αμαρτημάτων για τον άντρα και τη γυναίκα (π.χ. ΑΡΙΘΜΟΙ Ε’, 6 - 7).

-Ο Θεός απαγορεύει στον γονιό να εκπορνεύσει την κόρη του (ΛΕΥΪΤΙΚΟΝ ΙΘ’, 29).

-Ο Θεός της Π.Δ. διέταζε τους Ισραηλίτες, ότι αν σε κάποιον του αρέσει κάποια από τις αιχμάλωτες ξένου έθνους, οι οποίες πάρθηκαν με νικηφόρο πόλεμο και θέλει να την λάβει ως γυναίκα, πρώτα θα περιμένει ένα μήνα και ύστερα θα έχει σχέσεις μαζί της. Αν πάλι, έπειτα ο Ισραηλίτης άντρας θελήσει να τη χωρίσει, υποχρεούται να της χαρίσει την ελευθερία και με κανένα τρόπο δε θα την πουλήσει ως δούλη (ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ΚΑ’, 13-14).

-Οι γυναίκες παίζουν σημαντικό κι όχι παθητικό ρόλο στην ιστορία της Π.Δ. π.χ. οι Αιγύπτιες μαίες αρνούνται να σκοτώνουν τα αρσενικά νεογέννητα παιδιά των Εβραίων, γι’ αυτό κι ο Θεός τις ευεργετεί (ΕΞΟΔΟΣ Α’, 21)˙ η Ρεβέκκα με τέχνασμα κατορθώνει ο Ιακώβ να πάρει τις ευλογίες του Ισαάκ˙ χάρη στην Δεββώρα οι Ισραηλίτες νικούν τους εχθρούς τους˙ η Εσθήρ σώζει όλους τους Εβραίους της Περσικής αυτοκρατορίας. Υπάρχουν τρία βιβλία της Π.Δ. που τιτλοφορούνται με ονόματα κοινών γυναικών. Η γνωστή φράση «Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που μ’ έκανες άντρα και όχι γυναίκα» δεν υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη αλλά στο πολύ κατοπινό και μη χριστιανισκό Ταλμούδ, και συνεπώς κάποτε θα πρέπει οι λαλίστατοι κατήγοροι του Χριστιανισμού να μάθουν ποιος λέει τι (όπως και για το ρητό «πίστευε και μη ερεύνα» που επίσης δεν υπάρχει στην Αγία Γραφή!). Και για την θέση της γυναίκας στην πολυθεϊστική αρχαιότητα ισχύουν τα παρακάτω:

94e ΠΡΟΓΑΜΙΑΙΟ» ΣΕΞ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΟΛΥΘΕΐΣΤΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ;

Εξεπίτηδες έχει δημιουργηθεί η εντύπωση πως τάχα στην Αρχαία Ελλάδα όλα ήταν ελεύθερα, όπως τώρα. Στην Αρχαία Ελλάδα «τα κορίτσια δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν ελεύθερα και να συναναστρέφονται τους νέους. Η μόνη κανονική ευκαιρία για να βγούν τα κορίτσια από το σπίτι ήταν μερικές θρησκευτικές γιορτές που παρευρίσκονταν στη θυσία και λάβαιναν μέρος στην πομπή καθώς βλέπουμε στη ζωφόρο των Παναθηναίων στην Παρθενώνα. Οπωσδήποτε θα έπρεπε μερικές κοπέλλες να μάθαιναν να τραγουδούν και να χορεύουν, για να λαβαίνουν μέρος στους θρησκευτικούς χορούς. Οι χοροί όμως των των κοριτσιών και των αγοριών ήταν πάντα χωριστοί κατά πολύ αυστηρό τρόπο» (Robert Flaceliιre,  Ο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων, εκδ. Παπαδήμα, σ. 75).

Κορίτσια που είχαν γενετήσια επικοινωνία προ του γάμου, μπορούσε ο πατέρας τους να τα πουλήσει στο σκλαβοπάζαρο (Πλούταρχου, Σόλων 23, 2). Αληθοφανέστερη φαίνεται η αφαίρεση ορισμένων δικαιωμάτων, την οποία παραδίδει ο Αισχίνης (Αισχ. I, 183). Τα κορίτσια αυτά δεν έπρεπε να φορούν κανένα στολίδι κι ούτε να επισκέπτονται κανένα ιερό. Αν παρέβαιναν αυτές τις απαγορεύσεις, τότε ο καθένας μπορούσε να τα δείρει και να τα κακοποιήσει, εφόσον αυτό δεν είχε ως συνέπεια τραυματισμούς ή και το θάνατο (Carola Reinsberg,  Γάμος, εταίρες και παιδεραστία στην αρχαία Ελλάδα, εκδ. Παπαδήμα, σ. 59). Ο Αισχίνης μάς παραθέτει τα ήθη των Αρχαίων Αθηναίων πατεράδων: «Όταν κάποιος πολίτης ανακάλυψεν ότι η κόρη του είχε διαφθαρή και δεν εφύλαξε καλώς την αρετήν της μέχρι της ημέρας του γάμου της, την έκλεισε μέσα σ’ ένα έρημο σπίτι του οποίου έκτισε όλα τα ανοίγματα, μαζί με ένα άλογο, που προδήλως επρόκειτο να την σκοτώση φυλακισμένο μαζί της. Ο τόπος αυτού του σπιτιού σώζεται ακόμη, μέσα εις την πόλιν σας, και καλείται και σήμερα "Τόπος του κοριτσιού και του αλόγου"» (Αισχίνη, Κατά Τιμάρχου, 182). Τα παραπάνω είναι αφιερωμένα σε εκείνους που διατυμπανίζουν την «ελεύθερη απόλαυση του σεξ» στην πολυθεϊστική αρχαιότητα, σε αντίθεση με την χριστιανική εποχή που ήρθε και τάχα απαγόρευσε τα πάντα. Είπαμε, δεν είναι όλες οι κοινωνίες ολόιδιες ούτε κάθε σύστημα ηθικής είναι παρόμοιο με τα υπόλοιπα˙ κανείς δεν αντιλέγει επ’ αυτού. Αλλά όμως, απόψεις που εξομοιώνουν την σημερινή ηθική με την αρχαία, ώστε να κατηγορηθεί ο Χριστιανισμός, είναι εντελώς αβάσιμες και κακόβουλες. Είναι απόψεις μισαλλόδοξων αντιχριστιανών.

94f  ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ «ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ»;

Ας πάμε και στους παντρεμένους. Οι Αρχαίοι άνδρες παντρεύονταν όχι από έρωτα αλλά για να αποκτήσουν παιδιά τα οποία θα τους γηροκομούν. Ποινικό αδίκημα ήταν για τους Σπαρτιάτες (και γενικά για τους Αρχαίους Έλληνες) το να μην παντρευτείς. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα και τον Πλούταρχο υπήρχαν ειδικοί κανόνες γι’ αυτό το «αδίκημα». Το Αρχαίο Κράτος είχε απόλυτο δικαίωμα να επιβάλλει στους πολίτες του να παντρεύονται και τιμωρούσε όσους δεν παντρεύονταν ή αργούσαν να παντρευτούν ή έκαναν «κακό – κακό κατά την άποψη του Κράτους, βέβαια – γάμο». Ο Διονύσσιος Αλικαρνασσεύς που είχε εξετάσει τα αρχαία χρονικά της Ρώμης, λέει (IX, 22) ότι ανακάλυψε έναν παλαιό νόμο που υποχρέωνε τους νέους να παντρεύονται. Τα ίδια λέει κι ο Κικέρωνας (De legibus, 3, 2) κι ο Πολυδεύκης (3, 48: «ἦσαν καὶ ἀγαμίου δίκαι πολλαχοῦ καὶ ὀψιγαμίου καὶ κακογαμίου ἐν Λακεδαίμοσι» = Οι Αρχαίοι Σπαρτιάτες είχαν την «γραφήν αγαμίου», δηλαδή την καταγγελία με την οποία ο ανύπαντρος δικαζόταν δημόσια επειδή δεν παντρεύτηκε (δίκη αγαμίου), επειδή άργησε (!!) να παντρευτεί (δίκη οψιγαμίου), ακόμα και διότι παντρεύτηκε αταίριαστα (δίκη κακογαμίου)) για τις ελληνικές πόλεις). Στη Ρώμη, με απόφαση του τιμητή επέβαλλαν πρόστιμο στους άγαμους (Βαλέριος Μάξιμος, 2, 9˙ Α. Γέλλιος, 1, 6 & 2, 15). «Κατά τον χειμώνα οι άρχοντες διέτασσον τους αγάμους να περιέρχωνται γυμνοί κυκλικώς την αγοράν, αυτοί δε, καθ’ όν χρόνον περιεφέροντο, απήγγελλον τραγουδούντες έν ποίημα, το οποίον είχε κατασκευασθή δια την ιδικήν των περίπτωσιν, ότι δηλαδή δικαίως υποβάλλονται εις αυτήν την τιμωρίαν, διότι επιδεικνύουν ανυπακοήν εις τους νόμους της πατρίδος. Επίσης οι άγαμοι είχον αποστερηθή των τιμητικών διακρίσεων και των περιποιήσεων, τας οποίας οι νέοι εσυνήθιζον να προσφέρουν εις τους μεγαλύτερους των κατά την ηλικίαν» (Πλούταρχου, Λυκούργος, 15). Φυσικά, ο λόγος που το Αρχαίο Κράτος τιμωρούσε την επιλογή να μένεις ανύπαντρος δεν ήταν μεταφυσικός ούτε από «αγάπη για τη ζωή και... τη Φύση», αλλά εξουσιαστικός.

            Μεταξύ των αρχαίων Ελλήνων ήταν σεβαστός ο θεσμός του γάμου και είχε χαρακτήρα θρησκευτικό. Προσθέτονταν σ' αυτόν και η περιεσκεμμένη σκοπιμότητα για την απόκτηση ισόβιας και πιστής οικονόμου για διαχείριση του σπιτιού. Συναισθηματικοί λόγοι για την εκλογή συζύγου είχαν δευτερεύουσα αξία. Σκοπός του γάμου πρώτος και κύριος ήταν η δημιουργία τέκνων. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς διέσωσεν έκφρασιν κατά τους γάμους των αρχαίων. Ο πατήρ παραδίδων την θυγατέρα του, έλεγε· «Παίδων επ' αρότω γνησίων διδωμί σοι γε την εμαυτού θυγατέρα» (Κλήμη, Στρωματείς, 11, 23. Β 7, 358, 17-18), δηλαδή «σου δίνω την κόρη μου για να σου κάνει γνήσια (νόμιμα) παιδιά». Χαρακτηριστικά γιά τους Σπαρτιάτες λέει ο Ξενοφώντας ότι γνώμονας του γάμου ήταν το «συμφέρον τῇ εὐγονίᾳ» (συμφέρον για καλούς απογόνους)». Ο έρωτας λοιπόν δεν είχε καμμία σημασία στην επιλογή συζύγου. Πόσο ανόητη – αλλά και ανακριβής – είναι λοιπόν η αντίστοιχη κατηγορία των αρχαιολατρών εναντίον του Χριστιανισμού. Αντί να κοιτάξουν τα χάλια του Πολυθεϊσμού της Αρχαιότητας, βγάζουν και γλώσσα από πάνω.

94g  ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΝΤΡΑ;

Τι γινόταν όμως αναφορικά με την επιλογή του συζύγου της κοπέλας; Μήπως η διαδικασία ήταν διαφορετική από αυτή της χριστιανικής εποχής – της μέχρι πρόσφατα αγροτικής ελληνικής κοινωνίας – και ζούσαν σε έναν «παράδεισο ελευθερίας» οι ανύπαντρες;

«Πάρτε γι’ άντρα σας αυτόν που θέλουν οι γονείς σας» Ναυμάχιος στον Στοβαίο, στίχ. 12 των Γαμικών Παραγγελμάτων. Ενώ ο Πλάτωνας λέει (Νόμοι 774e): «το δικαίωμα έγκυρης μνηστείας ανήκει στον πατέρα της νύφης. Ακολουθεί ο παππούς και στη συνέχεια τα αδέρφια της από τον ίδιο πατέρα. Αν δε ζει κανένας, το δικαίωμα αυτό μεταβιβάζεται στην οικογένεια της μητέρας, με την ίδια σειρά. Στην απίθανη περίπτωση που δεν υπάρχει κανένας από τους παραπάνω, το θέμα αναλαμβάνουν οι πιο στεοί συγγενείς με τους επίτροπους της κοπέλας», ξεκαθαρίζοντας τι θα πει πλατωνική «ισότητα» των φύλων.

Να και τι θα έλεγε ένας λογικός Πολυθεϊστής της αρχαιότητας στη γυναίκα του: «Κατάλαβες, γυναίκα, τώρα γιατί σε παντρεύτηκα και γιατί οι γονείς σου σε έδωσαν σε μένα; Δεν είχαμε πρόβλημα, ούτε εγώ ούτε συ να βρούμε κάποιον να κοιμηθούμε, αυτό είναι προφανές. Αλλά μετά από σκέψη, εγώ για λογαριασμό μου και οι γονείς σου για δικό σου λογαριασμό, για τον καλύτερο σύντροφο που μπορούσαμε να βρούμε για το σπίτι μας και τα παιδιά μας, εγώ διάλεξα εσένα και οι γονείς σου, όπως φαίνεται, εμένα, ανάμεσα στους πιο πιθανούς» (Ξενοφώντα, Οικονομικός, 7, 10-11).

Βλέπουμε την αντίθεση ανάμεσα στην «υπέρλαμπρη Κλασσική Αρχαιότητα», της οποίας οι εκπρόσωποι συνιστούσαν η γυναίκα να παντρεύεται όποιον θέλουν οι γονείς, και στον Χριστιανισμό της Τουρκοκρατίας, που με τον Κοσμά τον Αιτωλό απαγορεύει την τέλεση γάμου, αν η κοπέλα διαφωνήσει. Τέλος, στην Αρχαιότητα οι γυναίκες παντρεύονταν σε ηλικία 14 ετών (Ξενοφώντα, Οικονομικός, 7, 5) ή και 12 (Νόμοι της Γόρτυνας, 12, 17-19). «Η Octavia και η Αγριππίνα πατρεύτηκαν στα 11 και 12, η γυναίκα του Κουιντιλιανού τού γέννησε γιο όταν ήταν 13· ο Τάκιτος παντρεύτηκε ένα κορίτσι 13 χρονών κ.ο.κ. (...) Ο Έλληνας ιστορικός Πλούταρχος ανέφερε ότι οι Ρωμαίοι "έδιναν τα κορίτσια τους για γάμο όταν αυτά ήταν 12 ετών ή και μικρότερα. Ο Δίων Κάσσιος συμφωνεί: "Τα κορίτσια θεωρούνται  ... πως φτάνουν σε ηλικία γάμου όταν κλείσουν τα 12» (Rodney Stark, The Rise of Christianity: A Sociologist Reconsiders History, Princeton, 1996, p. 105). Στους Ειδωλολάτρες των τριών πρώτων αιώνων το ποσοστό κοριτσιών που παντρεύονταν σε ηλικία κάτω των 13 – σύμφωνα με ανακαλυφθείσες επιγραφές – ήταν 20%, ενώ το αντίστοιχο των Χριστιανών 7%. Το ποσοστό των κοριτσιών που παντρεύτηκαν μεταξύ 13-14 ήταν 24% στους Ειδωλολάτρες και 13% στους Χριστιανούς. Το ποσοστό των κοριτσιών που παντρεύτηκαν στα 15-17 ήταν 19% στους Ειδωλολάτρες και 32% στους Χριστιανούς. Το ποσοστό των κοριτσιών που παντρεύτηκαν απ’ τα 18 και μετά ήταν 37% στα κορίτσια Ειδωλολατρών και 48% στα κορίτσια Χριστιανών (Rodney Stark, The Rise of Christianity: A Sociologist Reconsiders History, Princeton, 1996, p. 107). Φαίνεται η διαφορά. Μιλάμε στην πραγματικότητα για παιδοφιλία, παρόμοια με την αντίστοιχη παιδοφιλία μικρών αγοριών. Σημαντική λεπτομέρεια: όταν η νεόνυμφη έμπαινε στο σπίτι του γαμπρού, της έριχναν καρύδια και ξερά σύκα στο κεφάλι, όπως ακριβώς στους νεοαποκτηθέντες δούλους, όταν τους έμπαζαν στο σπίτι (Robert Flaceliιre, Ο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων, εκδ. Παπαδήμα, σ. 85).

94h  ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΟΙΧΑΛΙΔΩΝ - ΜΕΡΙΚΗ ΑΤΙΜΩΡΗΣΙΑ ΤΩΝ ΜΟΙΧΩΝ

Εάν ένα μοιχευόμενο ζευγάρι συλλαμβανόταν επάνω στην πράξη, τότε επιτρεπόταν ακόμη και η θανάτωση του μοιχού. Αυτή η αυστηρή ποινή προβλεπόταν ακόμη και από το νομικό κώδικα του Δράκοντος του τέλους του 7ου αι. Μάλιστα κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα πρέπει η θανάτωση του μοιχού από τον θιγμένο σύζυγο να ήταν ακόμη τόσο αποδεκτή, ώστε το αθηναϊκό δίκαιο αυτήν ειδικά την περίπτωση εξακολουθούσε να την προβλέπει συνέχεια (Αριστοτέλη, Αθηναίων Πολιτεία, 57, 3). Η μοιχευόμενη γυναίκα κατά τον νόμο έπρεπε να αποπεμφθεί (Carola Reinsberg,  Γάμος, εταίρες και παιδεραστία στην αρχαία Ελλάδα, εκδ. Παπαδήμα, σ.54).

Γράφει ο Πλούταρχος για την διαπόμπευση των μοιχαλίδων αρχαίων Παγανιστριών, ότι την μοιχαλίδα την έβαζαν πάνω σε λίθο ώστε να την δει όλη η πόλη, και μετά την ανέβαζαν πάνω σε ένα γαϊδούρι και τη διαπόμπευαν σε όλη την πόλη, κυκλικά. Μετά, η πομπή επέστρεφε στην αρχική θέση και πάλι την έδειχναν σε όλο τον κόσμο. Από το σημείο αυτό και για όλη της τη ζωή, η μοιχαλίδα Παγανίστρια θεωρούνταν «άτιμη» και την αποκαλούσαν «Ονοβάτιν», επειδή την διαπόμπευσαν πάνω σε γάιδαρο (Ελλην, τ. 2): «τῶν γυναικῶν τὴν ἐπὶ μοιχείᾳ ληφθεῖσαν ἀγάγοντες εἰς ἀγορὰν, ἐπὶ λίθον τινὸς ἐμφανῇ πᾶσι καθίστασαν˙ εἶτα οὕτως ἀνεβίβαζον ἐπὶ ὄνου καὶ τὴν πόλιν κύκλῳ περιαχθεῖσαν ἔδει πάλιν ἐπὶ τὸν αὐτὸν λίθον καταστῆναι, καὶ τὸ λοιπὸν ἄτιμον διατελεῖν, Ὀνοβάτιν προσαγορευομένην» (Θ.Β. Βενιζέλου, Περί του ιδιωτικού βίου των αρχαίων Ελλήνων, α' έκδοση Αθήναι 1873, επανέκδ. Δημιουργία, σ.45). Επιπλέον, οι νόμοι τής απαγόρευαν να μπαίνει στα δημοτελή ιερά, για να μη διαφθείρει τις αναμάρτητες γυναίκες, συναναστρεφόμενη με αυτές. Άτιμος ήταν και όποιος συγκατοικούσε πλέον μαζί της (Δημ. Κατά Νεαίρ., 1, 1374).

«[ο νόμος] απαγορεύει εις την γυναίκα που θα απεκαλύπτετο ότι εμοιχεύθη, να φορή κοσμήματα, και να παρακολουθή τας δημόσιας ιεροπραξίας, δια να μη διαθφείρη και τας τιμίας γυναίκας, αναμιγνυόμενη μαζί των. Αν δε φορέση κοσμήματα ή μεταβή εις τον ναόν, επιτρέπεται στον καθένα να της πετάει τα κοσμήματα και να τις σχίζη τα ρούχα και να την κτυπά και μόνον δεν δίδη δικαιωμα να την σκοτώσουν ή να την σακατέψουν. Έτσι ατιμάζει αυτού του είδους τις γυναίκες και κάμνει τον βίον των αβίωτο» (Αισχίνη, Κατά Τιμάρχου, 183).

«Τον τέταρτο αιώνα πολλοί Αθηναίοι είχαν μια παλλακή, χωρίς γι’ αυτό να έχουν διώξει τη νόμιμη γυναίκα τους» (Robert Flaceliιre,  Ο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων, εκδ. Παπαδήμα, σ. 97). Πράγμα εντελώς φυσικό για τον Παγανισμό, αφού ο Αρχαίος Ζορμπάς, ο Δίας, δεν άφησε σύζυγο για σύζυγο, δίνοντας «το καλό παράδειγμα»: «Μια φιλενάδα δεν είναι πάντα πιο αξιαγάπητη από μια σύζυγο; Και βέβαια είναι και υπάρχει ένας σοβαρός λόγος γι’ αυτό. Όσο κι αν δεν σ’ αρέσει η γυναίκα σου, ο νόμος σ’ αναγκάζει να την κρατήσεις κοντά σου. Η φιλενάδα, αντίθετα, ξέρει πως δε δένεται μαζί της ένας εραστής, παρά μονάχα αν τον φροντίζει» (Άμφις στον Αθηναίο, 13, 559a).

Ο ισχυρισμός ότι ναι μεν στην Αθήνα απαγορευόταν η μοιχεία, αλλά στην Σπάρτη όχι, είναι αβάσιμος, διότι, όπως είπαμε, έχουμε περιπτώσεις βασιλέων που εκθρονίστηκαν (ή τους αρνήθηκαν να τους δώσουν το θρόνο) απλώς επειδή οι Σπαρτιάτες υποψιάζονταν ότι δεν είναι «γνήσια τέκνα» του πατέρα της μάνας τους.  Κι επιπλέον α’) η συνεύρεση μιας γυναίκας με άλλον άνδρα γινόταν μόνο έπειτα από αίτηση του άντρα προς τον σύζυγό της και συγκατάθεση του συζύγου, και β’) ο σκοπός και το πνεύμα της ρήτρας αυτής ήταν όχι τα ανθρώπινα δικαιώματα των γυναικών, αλλά η ευγονική και η αύξηση του πληθυσμού. Και στο κάτω κάτω ο λόγος που οι Σπαρτιάτισσες ήταν λιγότερο υποταγμένες δεν ήταν επειδή τις θεωρούσαν ισότιμες με τους άντρες (τότε θα τις έδιναν και αξιώματα), αλλά επειδή τις προόριζαν να γίνουν καλές παιδομηχανές πολεμιστών.

Ο Δημοσθένης στον Κατά Νεαίρας λόγο του (Λόγος 49, 122. Οratοτes Attici, έκδ.1850, σ. 931) λέγει: «Τας μεν γαρ εταίρας ηδονής ένεκεν έχομεν, τας δε παλλακάς της καθ' ημέραν θεραπείας του σώματος, τας δε γυναίκας του παιδοποιείσθαι γνησίως και των ένδον φύλακα πιστήν έχειν». Δηλαδή: «Τις μέν εταίρες τις έχουμε για ηδονή, τις παλλακίδες για να εξυπηρετούν το σώμα μας καθημερινά, τις δε συζύγους για να τεκνοποιούν γνήσιους απογόνους και να είναι πιστοί φύλακες των σπιτιών μας». «Όταν η νόμιμη γυναίκα γίνει ανυπόφορη, το καλύτερο που έχει να κάμη κανείς δεν είναι να πάρει για σύντροφο μια Αβρότονον από τη Θράκη ή μια Βακχίδα από τη Μίλητο, χωρίς εγγύηση, αλλά αγοράζοντάς τες και σκορπίζοντας καρύδια επάνω στα κεφάλια τους;» γράφει ο Πλούταρχος (Ερωτικός, 753d). Ως αποτέλεσμα:

«Οι ελληνικοί γάμοι δεν ήταν καθόλου γόνιμοι για δύο λόγους: ο σύζυγος ικανοποιούσε εύκολα κι έξω από το σπίτι του το σεξουαλικό του ένστικτο και δεύτερον φοβόταν από φτώχεια και εγωισμό να έχουν και νέα στόματα να θρέψουν» (Robert Flaceliιre,  Ο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων, εκδ. Παπαδήμα, σ. 100). Ως αποτέλεσμα: χάρη στην σεξουαλική αδιαφορία του πολυθεϊστή συζύγου προς τη σύζυγο λόγω της κατωτερότητας της γυναίκας και χάρη στις αποθέσεις βρεφών, ο πληθυσμός της Αρχαίας Ελλάδας μειωνόταν συνεχώς και οι Αρχαίοι Ρωμαίοι εύκολα την κατέκτησαν. Ας είναι καλά ο μοιχός Δίας που εύχεται «υπέρ της των κυρίων Ρωμαίων αιωνίου αρχής».

94i  ΔΙΑΖΥΓΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ

 Ένας άνδρας της Αρχαίας Ελλάδας έχει πάντα το δικαίωμα να διώξει τη γυναίκα του, και όταν ακόμη δεν έχει τίποτε (μοιχεία, ανικανότητα) να την κατηγορήσει, ακόμα κι ενώ αυτή είναι σε εγκυμοσύνη. Απλώς πρέπει να επιστρέψει πίσω και την προίκα της, την οποία τού έδωσαν οι γονείς της. Αυτή ήταν η μοναδική υποχρέωσή του. Η γυναίκα επίσης έχει τυπικά δικαίωμα να ζητήσει διαζύγιο, όχι όμως για μοιχεία (διότι οι Αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν πως μόνο ο άντρας έχει τέτοιου είδους ελευθερία), αλλά π.χ. σε περιπτώσεις ξυλοδαρμού και γενικά άσχημης συμπεριφοράς προς αυτήν. Όμως στην πράξη αφενός έπρεπε να αποδειχθούν οι κατηγορίες αυτές – πράγμα δύσκολο, αφού λίγοι έβλεπαν τη γυναίκα – αφετέρου η κοινή γνώμη των Αρχαίων Ελλήνων δεν πολυεκτιμούσε τις γυναίκες που χώρισαν με αυτόν τον τρόπο από τον άντρα τους. «Η Μήδεια που ο Ευριπίδης την βάζει να μιλά σαν μια Αθηναία της εποχής του, εκφράζει την κοινή γνώμη που λέει παραστατικά. "Να αφήσουν τον άντρα τους δεν είναι πολύ τιμητικό για τις γυναίκες και δεν τους επιτρέπεται να τον διώξουν" (Ευριπίδη, Μήδεια, στ. 236-237» (Robert Flaceliιre, Ο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων, εκδ. Παπαδήμα, σ. 87-88).

«Αν ο άνδρας ήθελε να διαλύσει το γάμο, έπρεπε απλώς να το ζητήσει μπροστά σε δύο μάρτυρες (Λυσ., 14, 28)» (Carola Reinsberg,  Γάμος, εταίρες και παιδεραστία στην αρχαία Ελλάδα, εκδ. Παπαδήμα, σ. 55). Κάτι σαν ισλαμικό διαζύγιο, δηλαδή. «Αν η γυναίκα ήθελε το διαζύγιο, αυτή μπορούσε να το καταγγείλει στον άρχοντα» (Carola Reinsberg,  Γάμος, εταίρες και παιδεραστία στην αρχαία Ελλάδα, εκδ. Παπαδήμα, σ. 55) Και να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας, επειδή ζητά διαζύγιο. Το γιατί το εξηγούμε παρακάτω.

Η προίκα ήταν ένα είδος εγγύησης, ώστε να μην προχωρήσει ο άντρας σε διαζύγιο χάνοντας έτσι την προίκα της γυναίκας του, αλλά και να διαθέτει η γυναίκα πόρους για να ζήσει, εάν τη χώριζε ο σύζυγός της. Όμως, σε καμμιά περίπτωση η διαζευγμένη δεν αποκτούσε το δικαίωμα, μετά το διαζύγιο, να διαχειρίζεται όπως θέλει την προίκα-περιουσία της: «Κατά το διαζύγιο ή τη χηρεία έπρεπε να παραδοθεί η προίκα σε κείνον, ο οποίος θα φρόντιζε στο εξής τη γυναίκα. Κι αυτός ήταν ή η πατρική οικογένεια ή τα ίδια τα παιδιά της»  (Carola Reinsberg,  Γάμος, εταίρες και παιδεραστία στην αρχαία Ελλάδα, εκδ. Παπαδήμα, σ. 57). «Η προίκα της γυναίκας ανήκε ολοκληρωτικά στο σύζυγο, ο οποίος ασκούσε στην πορικώαπεριουσία όχι απλώς τα δικαιώματα διαχειριστή αλλά τα δικαιώματα ιδιοκτήτη. Όλα όσα τύχαινε να αποκτήσειη γυναίκα κατά το διάστημα του γάμου της, πήγαιναν στα χέρια του συζύγου» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 142). Επιπλέον, «Εάν ο σύζυγος καταδαπανούσε την περιουσία, είτε από φταίξιμο είτε όχι, η σύζυγος παρέμενε άπορη, σε περίπτωση που δεν την έπαιρναν μαζί τους οι συγγενείς της (Ισ., 8, 35)» (Carola Reinsberg,  Γάμος, εταίρες και παιδεραστία στην αρχαία Ελλάδα, εκδ. Παπαδήμα, σ. 58). Ούτε γάτα ούτε ζημιά, δηλαδή. Όσο για την τυπική δυνατότητα να ζητήσει διαζύγιο, ο Πλούταρχος (Αλκιβιάδης, 8), αφού αναφέρει ότι όταν η γυναίκα του Αλκιβιάδη πήγε στον άρχοντα καταθέτοντας αίτηση διαζυγίου – «Επειδή ο Αλκιβιάδης εξακολουθούσε να αδιαφορή και να ακολασταίνη» – ο άντρας της πήγε κι αυτός στον άρχοντα, «την άρπαξε και απήλθε μεταφέροντας αυτήν δια μέσου της αγορά εις την οικίαν του, χωρίς να τολμήσει να εναντιωθή ή να την πάρη κανείς από τα χέρια (...)». Η πράξη του αυτή «δεν εθεωρήθη ούτε παράνομος ούτε απάνθρωπος. Φαίνεται μάλιστα ότι ο νόμος δια τούτο απαιτούσε να παρουσιάζεται η χωριζομένη γυναίκα αυτοπροσώπως στον άρχοντα, για να παρέχεται στον άνδρα η ευκαιρία να συμβιβάζεται και να την παίρνει πάλι». Δηλαδή ήταν μια παρωδία δυνατότητας αίτησης διαζυγίου. Τι διαζύγιο άλλωστε μπορούσε να ζητήσει ένα δεκατετράχρονο ή δεκαεξάχρονο κοριτσάκι κλεισμένο στον γυναικωνίτη του απ’ τη γέννησή του;

94j  Ο ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

«Σύμφωνα με τα έθιμα που μάς παραδίδουν ο Στράβων, ο Ηρόδοτος και ο Λουκιανός, η κάθε γυναίκα έπρεπε να καθίσει στον περίβολο του ναού και να δοθεί ερωτικά στον καθένα που θα της έρριχνε στην ποδιά ένα νόμισμα, ανεξάρτητα από την αξία του, μια κι επρόκειτο να παντρευτεί και παραβίαζε την εντολή της θεάς που όριζε ότι κάθε γυναίκα πρέπει να είναι στη διάθεση όλων χάριν της γονιμότητας. Οι ωραιότερες γυναίκες φυσικά και διαλέγονταν αμέσως, περίμεναν όμως άλλες τρία και τέσσερα χρόνια και δεν μπορούσαν να σηκωθούν πριν αυτή η πράξη συντελεστεί» (Λ. Ζωγράφου, Από τη Μηδεια στη Σταχτοπουτα˙ η ιστορία του φαλλού, εκδ. Αλεξάνδρεια, σ. 115).

Αυτά μαρτυρεί ο Λουκιανός ως αυτόπτης. Λέει (Περί της Συρίης Θεού, 6):«την επόμενη μέρα [οι λάτρεις της Αστάρτης] ξυρίζουν τα κεφάλια τους σαν τους Αιγύπτιους. Και όσες γυναίκες αρνούνται να ξυριστούν τιμωρούνται ως εξής: υποχρεώνονται να δώσουν την ομορφιά τους για μια ημέρα˙ αλλά η προσφορά είναι για όλους τους ξένους και η πληρωμή της έκδοσής τους είναι προσφορά στην Αφροδίτη».

Ο Ηρόδοτος γράφει (1, 199): «Κάθε ντόπια γυναίκα έχει υποχρέωση να καθίσει στο ναό της Αφροδίτης και μια φορά στη ζωή της να κοιμηθεί μ’ έναν ξένο άντρα. Πολλές που δεν καταδέχονται να έρχονται σ’ επαφή με τις αάλλες, επειδή εξαιτίας του πλούτου τους έχουν σηκώσει μύτη, πηγαίνουν στο ναό μέσα σε κλειστές άμαξες, ενώ πίσω τους ακολουθεί μεγάλη συνοδεία. Οι περισσότερες όμως ενεργούν έτσι, όπως θα πω. Μέσα στον ναό της Αφροδίτης κάθονται πολλές γυναίκες μ’ ένα στεφάνι από κλωστές στα κεφάλια. Άλλες πάνε κι άλλες φεύγουν. Ανάμεσα απ’ τις γυναίκες αυτές υπάρχουν ίσια περάσματα προς όλες τις κατευθύνσεις. Στο κενό των διαδρόμων αυτών περπατούν οι ξένοι και διαλέγουν. Όταν μια γυναίκα καθίσει στο σημείο εκείνο, δε φεύγει για το σπίτι της, παρά όταν κάποιος απ’ τους ξένους τής βάλει πάνω στα γόνατά της λεφτά και πλαγιάσει μαζί της έξω απ’ το ναό. Όταν βάλει τα λεφτά, πρέπει να πει τούτα τα λόγια «-Επικαλούμαι στο πρόσωπό σου την θεά Μύλιττα». Το ποσό μπορεί νάναι οσοδήποτε. Η γυναίκα αυτή δεν πρόκειται ν’ αρνηθεί κανέναν, γιατί δεν της επιτρέπεται να το κάνει. Ετούτα τα λεφτά γίνονται ιερά. Ακολουθεί τον πρώτο, που της δίνει, και δεν διώχνει κανέναν. Όταν πλαγιάσει με κάποιον, εκπληρώνει την υποχρέωσή της στη θεά και γυρνάει σπίτι. Απ’ αυτό το σημείο κι ύστερα, ακόμα κι αν της δώσεις μεγάλο ποσό, δε θα της κάνεις εντύπωση. Όσες είναι όμορφες και ψηλές, ξεμπερδεύουν γρήγορα. Όσες όμως απ’ αυτές είναι άσχημες, περιμένουν πολύν καιρό, χωρίς να μπορούν να εφαρμόσουν τον νόμο. Μερικές περιμένουν και 3 και 4 χρόνια. Σε κάποια μέρη της Κύπρου υπάρχει μια παρόμοια συνήθεια». Ώστε αυτά γίνονταν στα πολυθεϊστικά «μυστήρια της Αφροδίτης στην Κύπρο», για τα οποία διαμαρτύρονται οι Νεοειδωλολάτρες πως ο «κακός» Άγιος Επιφάνειος τα τερμάτισε. Επρόκειτο περί φυλακής-πορνείου. Το γελοίο είναι, πως οι Νεοπαγανιστές μιλούν για τα μοναστήρια, ενώ διέπρατταν τέτοια αίσχη στους ναούς, τους οποίους δυστυχώς οι κακοί Χριστιανοί γκρεμίσανε, διότι ήξεραν και έβλεπαν τι γινόταν εντός αυτών.

 Σύμφωνα με τον αρχαίο γεωγράφο Στράβωνα (8, 6, 20), στην Αρχαία Κόρινθο υπηρετούσαν ως ιερές πόρνες 1.000 ιέρειες και δούλες του εκεί ναού της Αφροδίτης. Στους Κομάνους της Καππαδοκίας, στο ιερό της Ενυούς οι ιερόδουλοι άνδρες και γυναίκες έφτασαν το αριθμό των 6.000 (Στράβωνας), ενώ ο ιερέας του ναού, που ανήκε στο βασιλικό γένος, ήταν δεύτερος μετά τον βασιλιά κατά τις προσόδους και τις προσφορές. Οι ιερόδουλοι στην Τύρο ήταν τόσοι πολλοί ώστε πολλές φορές ο αρχιερέας με την βοήθειά τους ελάμβανε και το βασιλικό αξίωμα. Ο Ηρόδοτος αναφέρει (1, 93) «Τοὺ γὰρ δὴ Λυδῶν δήμου αἱ θυγατέρες πορνεύονται πᾶσαι συλλέγουσαι σφίσι φερνάς, ἐς ὃ ἂν συνοικήσωσι τοῦτο ποιέουσι», δηλαδή όλες οι κοπέλες της Λυδίας δουλεύουν σαν πόρνες, μέχρι να παντρευτούν, μαζεύοντας έτσι την προίκα τους.

Ο Σόλων είναι ο πρώτος που ίδρυσε με τη νομοθεσία του στην Αθήνα τα γυναικεία πορνεία, τα οποία γέμισε με πόρνες που αγόρασε σε δουλοπάζαρα αιχμαλώτων πολέμου και ώρισε και τα ποσοστά της εισπράξεως που θα έπαιρναν το κράτος και οι πορνοβοσκοί (Αθηναίου Δειπνοσοφισταί 13, 25 (659de)). Πολυθεϊστικό κράτος-νταβατζής, δηλαδή. Τους Μυρίους, της γνωστής καθόδου των Μυρίων, τους ακολουθούσε ισάριθμο στίφος πορνών (Ξενοφώντα, Κύρου Ανάβασις, 5, 4, 33). Εγκράτεια και μέτρο.   

Στην αρχαία Αθήνα υπήρχαν οι «γυναικονόμοι» ή «γυναικοκόσμοι», άρχοντες που επιτηρούσαν τη διαγωγή των γυναικών στην πόλη (βλ. Αριστοτέλη, Πολιτικά, ΣΤ’, 15 (1299a)). Αυτοί υπήρχαν και πριν ακόμη το Σόλωνα. Αργότερα αποτελούσαν ένα είδος αστυνομίας ηθών και ήταν υπάλληλοι του Αρείου Πάγου. Είχαν έργο την περιστολή κάθε παρεκτροπής που γινόταν. Φρόντιζαν να φυλάσσεται η ευκοσμία στις δημόσιες εκδηλώσεις, αλλά και στην ιδιωτική ζωή των πολιτών. Επέβαλαν πρόστιμα ώς και χιλίων δραχμών σε όσες φέρονταν άσχημα στους δρόμους και ανέγραφαν τα ονόματά τους σε ένα πλάτανο στον Κεραμεικό. Αν βέβαια οι «Γυναικονόμοι» υπήρχαν όχι στην αρχαία Αθήνα αλλά στη Ρωμανία/Βυζάντιο, οι Νεοπαγανιστές κι οι αρχαιολάτρες θα άρχιζαν τα δικά τους πάλι: ότι είναι απαράδεκτο να αστυνομοκρατούνται τα ήθη, ότι μόνο στο μισαλλόδοξο Βυζάντιο αυτά γίνονταν, ότι είναι απόδειξη ότι τότε η γυναίκα ήταν ζώο, ότι μόνο στο μονοθεϊσμό εξευτελίζεται δημοσίως η προσωπικότητα της γυναίκας με αναγραφή του ονόματός της. κ.ο.κ. Δυστυχώς για τους  Νεοπαγανιστές, αυτά συνέβαιναν στην παγανιστική Αθήνα. Κι επειδή η Αθήνα της εποχής εκείνης δέν ήταν χριστιανική, οι Νεοαρχαιολάτρες σιωπούν.

«Η γυναίκα «κατοικούσε στον γυναικωνίτιν, το κλειδωμένο χώρο για γυναίκες στο επάνω πάτωμα του σπιτιού. Η απομόνωση μιας καθώς πρέπει γυναίκας ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ένας αγωνιστικός δικηγόρος σ’ ένα δικανικό λόγο του μπόρεσε μάλιστα να αμφισβητήσει την ύπαρξη μιας γυναίκας (Δημοσθένης, 43,29 και 59, 120)» (Carola Reinsberg,  Γάμος, εταίρες και παιδεραστία στην αρχαία Ελλάδα, εκδ. Παπαδήμα, σ. 60). Ήθελε και διαζύγιο μετά.

«Έβαλε νόμο ο Σόλων, απαγορεύοντας στη γυναίκα να βγαίνει έξω φορώντας περισσότερα από τρία φορέματα, είτε να κρατά φαγώσιμα ή πιοτό που να αξίζει περισσότερο από ένα οβολό, είτε να νυχτοπερπατεί, εξόν με αμάξι που μπορστά του φέγγει λυχνάρι» (Πλούτ., Σόλων, 21).

Ο Πλούταρχος (Ποπλικόλας, 8) μας πληροφορεί ότι στη Ρώμη οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα να παρουσιαστούν σε δικαστήριο, ούτε σαν μάρτυρες. Ο Γάιος συμφωνεί (Γάιος, 2, 96˙ 4, 77).

94k Ο ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ – ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΙΣΟΓΥΝΙΔΕΣ

Ο Πλάτων, ο οποίος στην Πολιτεία εξισώνει άνδρες και γυναίκες, ωστόσο στον Τίμαιο, 42b γράφει: «όποιος όμως άνδρας αποτύχει σε αυτά (να ζήσει μέσα στη δικαιοσύνη), θα μεταμορφωθεί κατά τη δεύτερη γέννησή του σε γυναίκα». Είναι, με άλλα λόγια, τιμωρία το να είσαι γυναίκα, σύμφωνα με τον Πλάτωνα. Ο φεμινιστής Πλάτωνας έχει, όμως, κι άλλη μια καλή άποψη για τη γυναίκα: οι γυναίκες «είναι από τη φύση τους χειρότερες από τους άντρες σχετικά με την αρετή» (Νόμοι 781b ἡ θήλεια ἡμῖν φύσις ἐστὶ πρὸς ἀρετὴν χείρων τῆς τῶν ἀρρένων), μάλλον διαφωνώντας με τους.. μισογύνηδες και.. μισέλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι πίστευαν το ακριβώς αντίθετο.

Ενώ ο Δημόκριτος, που ήταν δημοκρατικός κι όχι αντιδραστικός, όπως ο Πλάτωνας, λέει: (Απ. 110) «γυνὴ μὴ ἀσκείτω λόγον˙ δεινὸν γὰρ» («η γυναίκα να μην εξασκείται στο ρητορικό λόγο, γιατί είναι κακό πράγμα») και: «Είναι η πιο μεγάλη προσβολή για τον άντρα να κυβερνάται από γυναίκα» (Απ. 111). Και είναι φυσικό για έναν προ Χριστού άντρα, που η θρησκεία του δεν έχει ούτε μία γυναίκα στα νησιά των Μακάρων, να θεωρεί εξωφρενικό οι γυναίκες να κυβερνούν. Αντίθετα, για έναν Χριστιανό, για τον οποίο ο ανώτερος άνθρωπος σ’ όλες τις εποχές, πάνω κι από αγγέλους, θεωρείται μια γυναίκα, είναι πολύ φυσιολογικό να μην θεωρεί ντροπή να κυβερνάται από γυναίκα. Απόδειξη αυτού οι αυτοκράτειρες που διακυβέρνησαν την Ρωμανία.

Ο Αριστοτέλης γράφει (Πολιτικά, Α΄, 5 (1254b 12-15)): «Το αρσενικό είναι από τη φύση του ανώτερο από το θηλυκό, το πρώτο εξουσιάζει και το δεύτερο εξουσιάζεται. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για όλους τους ανθρώπους».

Ο Θαλής έλεγε πως ευχαριστεί την Τύχη που γεννήθηκε άντρας και όχι γυναίκα. Να δεις ποιοι λέγανε τέτοια πράγματα στις προσευχές τους...ποιοι τα λέγανε... μήπως οι Εβραίοι; «ἔφασκε γάρ, φασί, τριῶν τούτων ἕνεκα χάριν ἔχειν τῇ Τύχῃ· πρῶτον μὲν ὅτι ἄνθρωπος ἐγενόμην καὶ οὐ θηρίον, εἶτα ὅτι ἀνὴρ καὶ οὐ γυνή, τρίτον ὅτι Ἕλλην καὶ οὐ βάρβαρος» (Διογένης Λαέρτιος, I, 33).

Η λέξη «έρως» άλλωστε χρησιμοποιούνταν κυρίως για να εκφράσει τα αμοιβαία αισθήματα έλξης μεταξύ του έφηβου και του παιδεραστή του, κι όχι παρόμοια αισθήματα μεταξύ ανδρών και γυναικών τα οποία σχετικώς σπάνιζαν. Ο Πλούταρχος στον Ερωτικό, τον 2ο αι. μ.Χ. πριν κάνει απολογία υπερ του γάμου, θεωρεί υποχρέωσή του να αποδείξει ότι και τα κορίτσια μπορούν, όπως ακριβώς και τα αγόρια, να προκαλέσουν έρωτα στον άνδρα. 

Στον «Οικονομικό» του Ξενοφώντα ο Ισχόμαχος λέει για τη γυναίκα του: «Έπρεπε να βλέπει όσο γινόταν λιγότερο, να ακούει όσο γινόταν λιγότερο, και να κάνει όσο γινόταν λιγότερες ερωτήσεις», ενώ ο Κριτόβουλος παραδέχεται (Οικονομικός, 3, 12-13) ότι ελάχιστοι είναι αυτοί με τους οποίους συζητά λιγότερο απ’ ό,τι με την ίδια του τη γυναίκα.

«Μια τίμια γυναίκα πρέπει να μένει στο σπίτι της· ο δρόμος είναι για την γυναίκα που δεν αξίζει τίποτα» (Μένανδρος, απ. 546). «Αν ο άνδρας της είναι καλεσμένος σε κανενός φίλου του, δεν την παίρνει την γυναίκα του μαζί του» (Robert Flaceliιre, Ο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων, εκδ. Παπαδήμα, σ. 90).

«Μια μελέτη των επιγραφών στους Δελφούς κατέστησε δυνατό να επανασυσταθούν εξακόσιες οικογένειες. Από αυτές μόνο οι έξι είχαν παραπάνω από ένα κορίτσι» (Rodney Stark, The Rise of Christianity: A Sociologist Reconsiders History, Princeton, 1996, p. 97). Γιατί συνέβαινε αυτό; Μας το λέει μια επιστολή κάποιου Χιλαρίωνα προς την έγκυο σύζυγό του, η οποία δεν είχε γεννήσει ακόμη: «Μάθε ότι είμαι ακόμη στην Αλεξάνδρεια. Μην ανησυχείς αν αυτοί επιστρέψουν κι εγώ παραμείνω στην Αλεξάνδρεια. Σε ικετεύω να φροντίσεις το μικρό γιό μας, και μόλις πληρωθώ θα σου στείλω λεφτά. Αν γεννήσεις [πριν επιστρέψω] και είναι αγόρι, κράτα το· αν είναι κορίτσι, πέτα το. Μου έστειλες γράμμα "μη με ξεχνάς". Πώς μπορώ να σε ξεχάσω. Σε ικετεύω να μην ανησυχείς» (Rodney Stark, The Rise of Christianity: A Sociologist Reconsiders History, Princeton, 1996, p. 97). Σε πρόσφατες ανασκαφές στην πόλη της Ασκαλώνας ο Lawrence E. Stager και οι συνάδελφοί του έκαναν μια μακάβρια ανακάλυψη στο σύστημα αποχέτευσης που ήταν κάτω από το λουτρό... Ο υπόνομος είχε φραχτεί με σκουπίδια γύρω στον έκτο αιώνα μ.Χ. Όταν σκάψανε και υγροποιήσανε τα αποξηραμένα απόβλητα, βρήκανε οστά... περίπου 100 μικρών βρεφών που προφανώς είχαν δολοφονηθεί και πεταχτεί στον υπόνομο. Η εξέταση των οστών έδειξε ότι τα βρέφη ήταν νεογέννητα, πιθανόν μιας ημέρας (Rodney Stark, The Rise of Christianity: A Sociologist Reconsiders History, Princeton, 1996, p. 118). Να υπενθυμίσουμε ότι η Ασκαλώνα όπως και η Γάζα ήταν πόλεις φανατικά εθνικές. Όπως ακούμε τις ειδήσεις για τις ασιατικές χώρες όπου οι γονείς πετούν ή πουλούν τις νεογέννητες κόρες τους, έτσι γινόταν κι εδώ, νομιμότατα, επί κυριαρχίας Ειδωλολατρίας.

Ο Πλούταρχος δίνει πολλές καλές συμβουλές στην νιόπαντρη γυναίκα.

-Για την ισότητα: «Καθετί σε σπιτικό όπου βασιλεύει η φρόνηση γίνεται και από τους δύο σε ομοφωνία, αλλά δείχνει καθαρά προς τα έξω ότι καθοδηγείται από τις επιλογές του άντρα» (Πλούταρχου, Γαμικά παραγγέλματα, 11 (139d)).

-Ειδικά για την ισότητα στη μοιχεία: «Αν λοιπόν ο απλός πολίτης που είναι ασυγκράτητος στις ηδονές διαπράξει μικροαμάρτημα με ερωμένη ή υπηρέτρια, η νόμιμη σύζυγος δεν πρέπει να αγανακτεί ούτε να στεναχωριέται» (Πλούταρχου, Γαμικά Παραγγέλματα, 16 (140b)).

-Γυναίκες, μέσα στα σπίτια σας: «Η φρόνιμη γυναίκα πρέπει (..) όταν εκείνος λείπει να μένει σπίτι και να κρύβεται» (Πλούταρχου, Γαμικά παραγγέλματα, 9 (139c)).

-Η γυναίκα δεν πρέπει να μιλά σε αγνώστους: «Όχι μόνο το μπράτσο, αλλά ούτε καν ο λόγος της φρόνιμης γυναίκας δεν πρέπει να εκτίθεται δημόσια, αλλά να ντρέπεται, όπως αν γδυνόταν, και να προσέχει να μη μιλάει σε ξένους» (Πλούταρχου, Γαμικά παραγγέλματα, 31 (142d)). Κι αυτό διότι: «Μια γυναίκα πρέπει να μιλάει ή στον άντρα της ή μέσω του άντρα της» (Πλούταρχου, Γαμικά παραγγέλματα, 32 (142d)). Ωστόσο οι περιπετειούλες του άντρα δεν πρέπει να αγανακτούν την σώφρονα σύζυγο.

-Η σωστή γυναίκα πρέπει να ανέχεται τα νταϊλίκια του άντρα: «Οι μυαλωμένες γυναίκες μένουν ήσυχες, όταν οι άντρες τους είναι οργισμένοι και φωνάζουν, ενώ, όταν αυτοί σωπαίνουν, τους μιλούν και τους καταπραΰνουν με λόγια τρυφερά» (Πλούταρχου, Γαμικά παραγγέλματα, 37 (143c)).

-Επίσης η σωστή γυναίκα πρέπει να ευχαριστεί την τύχη της που δεν την σφάζει ο άντρας της, όταν, αυτή, παρ’ όλο που τον υπηρετεί, αυτός δεν της φέρεται καλά: «Όταν οι κακές γλώσες λένε: "στεναχωρεί ο άντρας σου εσένα, που είσαι τόσο συνετή και τον αγαπάς", "Σκεφτείτε να άρχιζα να τον μισώ και να του φέρομαι άσχημα" πρέπει να είναι η απάντηση» (Πλούταρχου, Γαμικά παραγγέλματα, 40 (143f)).

-Φυσικά, τα πεθερικά της νύφης ειναι πιο αξιοσέβαστα απ΄ τους γονείς της – αλλά όχι το αντίστοιχο για τον άντρα: «Το πιο λεπτό είναι να δείχνει η γυναίκα πως ο σεβασμός της κλείνει περισσότερο προς τους γονείς του άντρα της παρά στους δικούς της» (Πλούταρχου, Γαμικά παραγγέλματα, 36 (143b)).

Όπως προαναφέραμε τόσο ο Πλούταρχος (ένας από τους πιο φωτισμένους ανθρώπους της παγανιστικής ύστερης αρχαιότητας) όσο και ο απ. Παύλος αναφέρουν ότι η γυναίκα πρέπει να «υποτάσσεται» στον άντρα. Ωστόσο, συγκρίνοντας την υπόλοιπη σκέψη του Πλούταρχου με αυτήν π.χ. του Χρυσόστομου βλέπουμε την μεγάλη διαφορά στον τρόπο που εννοούν την «υποταγή». Ο Πλούταρχος π.χ. συγχωρεί τη μοιχεία στον άντρα, ο Χρυσόστομος όχι.

Ο Ησίοδος, μας εξιστορεί στην Θεογονία όσο και στα Έργα και ημέραι την αιτία και τον τρόπο δημιουργίας της γυναίκας. Όταν ο Δίας αντελήφθη ότι ο Προμηθέας έκλεψε τη φωτιά και την έδωσε στους ανθρώπους, του είπε:

«(...) Για το καλό που πήραν της φωτιάς ένα κακό θα δώσω, που όλοι

θα χαίρωνται μ’ αυτό, μέσα στα φυλλοκάρδια τους τη δική τους συμφορά

αγαπώντας» (Έργα και ημέραι, στ. 57-58).

Έπειτα ο Ησίοδος μας περιγράφει πως, με διαταγή του Δία, ο Ήφαιστος πλάθει κορμί κοπέλας, ωραίο και λαχταριστό, ο Ερμής βάζει μέσα της αδιάντροπη ψυχή και χαρακτήρα που να ξεγελάει και στα στήθη της τα ψέμματα και τα γλυκομιλήματα (Έργα και ημέραι, στ. 59-78).

Κι όταν, αντί του καλού έφτιαξε το όμορφο αυτό κακό [τη γυναίκα],

την πήγε στολισμένη από την γαλανομάτα κόρη του πανίσχυρου,

εκεί που ήσαν μαζεμένοι θεοί και άνθρωποι

και θαύμασαν και οι αθάνατοι θεοί και οι άνθρωποι οι θνητοί,

καθώς είδαν τη στημένη αυτήν αναπόφευκτη για τους ανθρώπους παγίδα.

Αυτής είναι, γόνος ολέθριος, η γενιά των γυναικών, της μεγάλης αυτής συμφοράς

που με τους θνητούς άνδρες κατοικούνε. (Θεογονία, στ. 585–592).

Ο Ησίοδος αναφέρει και το όνομα της πρώτης γυναίκας:

Και τέλος των θεών ο κήρυκας τής έδωσε μιλιά  και τη γυναίκα τούτη

ωνόμασε Πανδώρα, γιατί όλοι εκείνοι που κατέχουν τα Ολύμπια

ανάχτορα δώρο την κάμαν – δώρο συμφορά για τους θνητούς που ψωμοζούνε.

Κι έτσι σαν τελείωσε τον φοβερό κι ακαταμάχητο δόλο,

Τον γρήγορο μαντατοφόρον έστειλε ο Πατέρας, τ’ Άργου τον φονιά

Τον ξακουσμένο, με των θεών το δώρο στον Επιμηθέα. (Έργα και ημέραι, στ. 79-85).

Ο Επιμηθέας το δέχτηκε, παρά τη συμβουλή του Προμηθέα:

Το δέχτηκεν αυτός, και μόνο όταν το κακό τον ηύρε το κατάλαβε.

Γιατί χωρίς ολότελα τα γένη των ανθρώπων

πρώτα ζούσανε στη γη, δίχως τα μαύρα βάσανα

και δίχως τις αρρώστειες τις πολύμοχτες που φέραν

στους ανθρώπους το θάνατό τους. Αλλά η γυναίκα

πήρε με τα χέρια της και σήκωσε το μεγακούπωμα

του πιθαριού κι όλα τα σκόρπισε και θλιβερές για τους

ανθρώπους έγνοιες έτσι ετοίμασε (Έργα και ημέραι,  στ. 90-95).  

Σύμφωνα με τον Ησίοδο, ακόμη και καλή γυναίκα να πάρει κανείς, πάλι τα κακά αντισταθμίζουν τα καλά:

Έτσι ο Δίας που βροντάει ψηλά, έβαλε, ανάμεσα στους άντρες, για το κακό τους

τις γυναίκες, συντρόφισσες συμφοράς κι αντί για καλό τους πόρισε κακό.

........................................

Όποιος πάλι τού έταξε το ριζικό του τον γάμο, μπορεί να πάρει σύντροφο

φρόνιμη και με μυαλό, μα πάλι στον αιώνα θα βλέπει

το κακό ν’ αντισταθμίζει το καλό (Θεογονία, στ. 600-602 και 607-610).

Βλέπουμε ότι, αντίθετα από την Αγία Γραφή, στην ειδωλολατρική μυθολογία η γυναίκα δε σχεδιάζεται για βοηθός, για καλό, αλλά για κακό και για εξαπάτηση του άντρα. Επίσης η ειδωλολατρική μυθολογία διδάσκει ότι ακόμη και η καλύτερη γυναίκα δεν μπορεί να κάνει περισσότερο καλό από κακό. Ίσως οι σύγχρονες Ειδωλολάτρισσες μπορούν. Επίσης, σύμφωνα με τον ειδωλολατρικό μύθο οι συμφορές βρίσκουν τους ανθρώπους αμέσως μόλις δέχονται τη γυναίκα, ενώ στην Αγία Γραφή και οι δύο είναι ένοχοι αλλά και οι συμφορές δεν αρχίζουν αμέσως μετά τη δημιουργία της γυναίκας. Η Θεογονία και τα Έργα και ημέραι δεν είναι τυχαία συγγράμματα. Θεωρούνταν – ειδικά η  Θεογονία – τόσο σημαντικά από τους αρχαίους Έλληνες, ώστε όσοι μύθοι δε συμφωνούσαν με το περιεχόμενο των έργων αυτών, τροποποιούνταν ή απορρίπτονταν. Στο σημαντικότερο θεολογικό έργο – μετά τα ομηρικά έπη – του αρχαίου Πολυθεϊσμού λοιπόν, η γυναίκα καθυβρίζεται και εξευτελίζεται ως ψεύτρα, δόλια, πλασμένη για κακό του ανθρώπου.

Κι ο Μένανδρος δεν υπολείπεται ευγενικών χαρακτηρισμών:

Φύτρο κακό είναι η γυναίκα στη ζωή

αλλά σαν αναγκαίο κακό την αγοράζουμε.

Αλλά βρίσκει επιπλέον ότι

Φορτίο δεινών είναι η γυναίκα για τον άνδρα.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο Ησίοδος, όταν μιλά για «ανθρώπους» εννοεί «άνδρες». Η γυναίκα είναι «παγίδα για τους ανθρώπους»˙ μα, δεν είναι άνθρωπος η γυναίκα; Άρα, αντί να μιλάνε για τη σύνοδο της Macon, οι Νεοπαγανιστές, ας απολογηθούν για τα δικά τους. Αντίθετα, ο Θεός δημιουργεί τη γυναίκα όχι για «παγίδα», αλλά για βοηθό και μάλιστα εξαρχής τονίζει ότι η γυναίκα είναι άνθρωπος κι όχι κάτι άλλο.  

Αλλά, ο Αντιφάνης την εμπιστεύεται κάπου:

Μόνο σ’ ένα εμπιστεύομαι τη γυναίκα: πως

σαν πεθάνει δεν θα ξαναζήσει. Σε τίποτε

άλλο δεν της έχω εμπιστοσύνη ώσπου να

πεθάνει.»

 

Μόνο ο πατέρας δικαιούται να λέγεται «γονιός»:

«ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ:

Δεν είναι η μάνα που γεννάει αυτό που λένε

παιδί της˙ θρέφει μονάχα το νέο το σπέρμα˙

ο άνδρας που σπέρνει αυτός γεννά˙ εκείνη, σαν ξένη,

το φύτρο σώζει, αν ο θεός γερό τ’ αφήσει.

Και θα σου φέρω απόδειξη σ’ αυτό που λέω:

πατέρας γίνεται να υπάρξει δίχως μάνα,

να, μάρτυρας εμπρός του Ολύμπιου Δία η κόρη,

που μέσα σε κοιλιάς δε θρέφηκε σκοτάδια.»

(Αισχύλος, Ευμενίδες)

 

Από την Αντιγόνη  του Σοφοκλή:

στ. 525: «Αλλά γυναίκα όσο ζώ δεν κάνω κυβερνήτη».

Στ. 578:

«Ω δούλοι, πάρτε τς. Κι αλήθεια, σα γυναίκες,

νάναι στο σπίτι τους κλειστές».

Στ.  677 κ.ε.:

«να υπερασπίζεται πρέπει κανείς την τάξη,

κι ούτε να τον νικά ποτέ κανέναν μια γυναίκα.

Μα αν πρέπει να ξεπέσωμε, ας πέσωμε από άντρα˙

κι ας μη μας πουν πιο αδύνατους ποτές από γυναίκες!»

Στ. 746:

«ω τιποτένιο εσύ κορμί, που σε τραβά γυναίκα!»

Στ. 756:

«ω μιας γυναίκας δούλε, εσύ!»

 

Στη Μήδεια του Ευριπίδη διαβάζουμε

στ. 230 κ.ε.:

«απ’ όλα τα πλάσματα πώχουν ψυχή και νόηση,

τι να σας λέω, αθλιότερο άλλο φύτρο

από τις γυναίκες δεν είναι».  

Στ. 263: «Είναι η γυναίκα σε όλα φοβιτσιάρα».

Στ. 570 κ.ε.:

«Μα τέτοιες είστε σείς... σαν το κρεβάτι

πάει καλά, όλα τάχετε».

Στ. 573 κ.ε.:

«Απ’ αλλού κάπου ν’ αποχτούνε θα ‘πρεπε

παιδιά οι θνητοί. Το γένος σας αν έλειπε

και τα κακά τ’ ανθρώπου λέω θα λείπαν».

Στις Βάκχες του Ευριπίδη διαβάζουμε:

στ. 260 κ.ε.:

«..............Τις γυναίκες,

σαν θα τις πιάσει το κρασί στο χαροκόπι,

λογικό πια δεν έχουνε από το μεθύσι».

Στην Ηλέκτρα του Ευριπίδη διαβάζουμε:

στ. 343 κ.ε.

«.......μια γυναίκα

με παλικάρια είναι ντροπή να συντυχαίνει».

στ. 932 κ.ε.:

«...Αν κ’ είναι αυτό ντροπή, να κυβερνά

το σπίτι μια γυναίκα κι όχι ο άντρας της».

Στ. 1035: «λιγόμυαλες είναι οι γυναίκες, δεν τ’ αρνιέμαι».

Στ. 1052 κ.ε.:

«Γιατί στον άντρα της μια φρόνιμη γυναίκα

πρέπει όλα να τα συγχωρνά˙ κι όποια, όσα λέω

δεν της αρέσουν, τιποτένια τη λογιάζω».

Στ. 1072 κ.ε.:

«Όποια γυναίκα λείπει ο άντρας της κι εκείνη

στολίζεται, σαν πρόστυχη αυτήν ξέγραψέ την.

Γιατί αν δεν έχει πονηρό σκοπό στο νου της,

τι θέλει ομορφοπρόσωπη έξω να φαντάζει;»

Στις Τρωάδες, του Ευριπίδη, διαβάζουμε:

στ. 1031 κ.ε.

«σ’ όλες τις γυναίκες νόμο βάλε,

όποια τον άντρα της προδίδει να πεθαίνει».

Στην Ιφιγένεια την εν Αυλίδι διαβάζουμε:

στ.1394: «κάλιο να ζει ένας άντρας, παρά μύριες γυναίκες».

Στην Ιφιγένεια την εν Ταύροις, του Ευριπίδη, διαβάζουμε:

στ. 1055 κ.ε.

«Όταν χαθεί ένας άντρας μακριά από το σπίτι

αποζητιέται πιο πολύ από ό,τι μια γυναίκα».

Στ. 1032 «στα ξεγελάσματα πρώτες είναι οι γυναίκες».

Στ. 1298 «κοιτάτε, τι άτιμο που είναι το γυναικείο φύλο».

Στον Ιππόλυτο, του Ευριπίδη, διαβάζουμε

στ. 406 κ.ε.:

«γνώριζα καλά πως είμαι

γυναίκα, πλάσμα μισητό».

Στ. 616 κ.ε.:

«Ω Δία, γιατί έβαλες να ζουν στο φως του ήλιου

γυναίκες, πλανερό κακό για τους ανθρώπους;

Κι αν ήθελεςτ’ ανθρώπινο να σπείρεις γένος,

δεν έπρεπε απ’ τις γυναίκες να γεννιέται».

Στ. 664 κ.ε.:

«Να αφανιστείτε. Και ποτέ δε θα χορτάσω

για τις γυναίκες μίσος να ‘χω».

Στ. 1252:

«Ούτε κι αν κρεμαστεί των γυναικών το γένος όλο».

Στον Ορέστη του Ευριπίδη διαβάζουμε:

στ. 108:

«Κακό μέσα στον όχλο μια παρθένα».

Στ. 552 κ.ε.:

«Μ’ έχει ο γονιός φυτέψει

κι η κόρη σου με γέννησε, το σπέρμα

καθώς η γη παίροντας από κάποιον˙

χωρίς πατέρα τέκνο δε γίνεται».

Στ. 605 κ.ε.

«Στις συμφορές πάντα οι γυναίκες κάνουν

τους άντρες πιο πολύ δυστυχισμένους»

Στ. 718 κ.ε.:

«Ω, εσύ που τίποτα άλλο δε γνωρίζεις

παρά να πολεμάς για μια γυναίκα,

ανίκανε τους φίλους να συντρέχεις».

Στ. 1590:

«Άτιμες να σκοτώνω δε θα πάψω».

Στις Φοίνισσες του Ευριπίδη διαβάζουμε:

στ. 198 κ.ε.:

«Είναι κακόγλωσση η γυναικεία φύτρα

κι αν βρούν μικρή αφορμή για λόγια, τότε

λένε και πιο πολλά˙ χαρά τους δίνει

η μια την άλλη να κουτσομπολεύει».

Στον Ίωνα του Ευριπίδη διαβάζουμε:

στ. 616 κ.ε.:

«Πόσες σφαγές δε βρήκαν και φαρμάκια

θανατερά οι γυναίκες για τους άντρες!».

Ίσως ο Ευριπίδης δεν ήταν μισογύνης. Στην περίπτωση αυτή οι μισογυνικές απόψεις είναι, ολοφάνερα, οι απόψεις των Ειδωλολατρών της εποχής του˙ η (ελεεινή) άποψη της κοινής γνώμης, του μέσου Πολυθεϊστή, για την γυναίκα (ακόμα χειρότερα για τον Πολυθεϊσμό και το τάχα «ελεύθερο πνεύμα» που εκπροσωπεί). Πολλοί ανακηρύσσουν τον εθνικό ποιητή Παλλαδά σύμβολο του «ελεύθερου πνεύματος κατά του Χριστιανισμού», ενώ όταν ακούν για τον απίστευτο μισογυνισμό του, μειδιούν σεμνά και σιγομουρμουρίζουν κάτι σαν «ουδέν σχόλιον» και ξαναρχίζουν τη δοξολογία του Παλλαδά. Ας δούμε, τι μισογύνης ήταν ο πτωχός πλην τίμιος αντιχριστιανός Παλλαδάς:

«Οργή του Δία η Γυναίκα, δώρο αντί για τη φωτιά/ άχαρο αντίδοτο που σβήνει κάθε φλόγα./ Τον άντρα μαραζώνει καθώς τον σιγοψήνει στις φροντίδες/ και πριν την ώρα τους γεράματα φέρνει στη νιότη» (ΠΑ, IX, 165).

«Κακή και σφαλερή έδειξε ο Όμηρος κάθε γυναίκα/ πόρνη ή φρόνιμη, κι οι δυο καταστροφή» (ΠΑ, IX, 166).

«Απ’ τη γυναίκα τίποτα χειρότερο, κι απ’ την καλή» (ΠΑ, XI, 286).

«Κάθε γυναίκα είναι χολή˙ δυο στιγμές καλές χαρίζει:/τη μια στον νυφικό θάλαμο, και την άλλη στον θάνατό της» (ΠΑ, XI 381). Αυτός είναι ο πολιτισμός, για του οποίου τον χαμό θρηνεί ο Παλλαδάς.

Αφού, λοιπόν, οι Ν/Π κατηγορούν τον Χρυσόστομο ως μισογύνη, να κατηγορήσουν πρώτα τον Ησίοδο, τον Πλάτωνα, τους ποιητές˙ πρώτα να κοιτάξουν τι είπαν οι αρχαίοι και μετά να ασχολούνται με το Χρυσόστομο. Επιπλέον, τα πατερικά εκκλησιαστικά κείμενα στα οποία βρίσκει κανείς φαινομενικά μισογυνικές και προσβλητικές για τη γυναίκα εκφράσεις, δεν είναι εναντίον της γυναίκας αυτής καθεαυτής, αλλά οι συγγραφείς τους έχουν κατά νου την πιθανότητα η γυναίκα να σμπρώξει τον άνδρα σε αμαρτία. Κι επιπλέον απευθύνονται σε άντρες μοναχούς (τα ίδια ίσχυαν και για τις γυναίκες μοναχές, αναφορικά με τους άντρες). Αυτό το γεγονός αποστρέφονται οι συγγραφείς. Τη γυναίκα καθεαυτή, όμως, όπως είδαμε τη θεωρούν κατ’ εικόνα και καθομοίωση Θεού, ίση με τον άνδρα, και σε καμμιά περίπτωση δεν ζητούν να μην είχε δημιουργηθεί το γυναικείο φύλο. Αντίθετα, δεν υπάρχει τέτοια αντιστοιχη προβληματική στους αρχαίους μισογύνηδες: ούτε στον Πλάτωνα, όταν αποκαλεί την γυναικεία κατάσταση «αποτυχία», ούτε στον Ευριπίδη, όταν ζητά από το Δία να μην είχε πλάσει τις γυναίκες ούτε στον Ησίοδο, όταν κατηγορεί για χίλια μύρια τη γυναίκα.

Βέβαια, είναι αβάσιμη η αντίρρηση των Νεοπαγανιστών, ότι το Δωδεκάθεο δεν είναι πατριαρχικό, επειδή.. αποτελείται από έξι άνδρες και έξι γυναίκες! Πάλι η ίδια απάτη, όπως και με το συσχετισμό των αριθμητικώς πολλών θεών με την δημιουργία δημοκρατικών θεσμών. Το ότι υπήρχαν έξι αρσενικοί και έξι θηλυκοί θεοί, δεν συνεπάγεται κανένα φεμινισμό ή απουσία πατριαρχίας. Ο Δίας κρέμαγε ανάποδα την γυναίκα του, όταν νόμιζε ότι αυτό ήταν καλή τιμωρία, και, ενώ αυτός απαιτούσε σεβασμό στο θεσμό του γάμου από την Ήρα, σκοτώνοντας τους επίδοξους εραστές της, την ίδια στιγμή την κεράτωνε με χίλιες δυο θνητές (ο Απόλλων, ο Διόνυσος, η Άρτεμη, αλλά και η Αθηνά δεν είναι παιδιά της Ήρας). Τρομερή «ισότητα». Πρόκειται, δηλαδή, για πατριαρχία, για την εξουσία του άνδρα που συμπεριφέρεται όπως θέλει στη γυναίκα του. Τα περί «ισότητας των φύλων» εξαγόμενης από την αριθμητική ισότητα στο δωδεκάθεο ας τα πουν οι Παγανιστές σε τίποτε αριθμοσοφιστές.

94l  ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ;

Οι Παγανιστές ισχυρίζονται, ότι η αρχαία Ελληνίδα ήταν θρησκευτικώς ίση, επειδή υπήρχαν και ιέρειες. Αυτά είναι ψέμματα. Η γυναίκα δεν είχε ισότιμη μεταχείριση στην οικογενειακή θρησκεία των Ελλήνων. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της οικογενειακής θρησκείας ήταν ότι «δεν μπορούσε να μεταδοθεί παρά μόνον από πατέρα σε γιο. (...) Η μεταβίβαση της οικογενειακής λατρείας γινόταν μόνον από άνδρα σε άνδρα, η γυναίκα δεν είχε δικαίωμα να πάρει μέρος παρά μόνον μέσω του πατέρα ή του συζύγου της, και τέλος μετά το θάνατό της η γυναίκα δεν είχε το ίδιο μερίδιο με τον άντρα της στις τελετές των νεκρικών γευμάτων» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 67). «Η γέννηση θυγατέρας δεν εκπλήρωνε τον αντικειμενικό σκοπό του γάμου. Η κόρη δεν μπορούσε να συνεχίσει τη λατρεία, γιατί την ημέρα του γάμου της απαρνιόταν την οικογένεια και τη λατρεία του πατέρα της και ανήκε πια στην οικογένεια και στη θρησκεία του συζύγου της. Η οικογένεια και η λατρεία δεν μπορούσε να συνεχιστεί παρά μόνον από τα αρσενικά μέλη»  (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 86).

«Είναι αλήθεια ότι παίρνει μέρος στις θρησκευτικές πράξεις, αλλά δεν είναι κυρία της εστίας. Δεν έχει αυτήν τη θρησκεία, από την ώρα που γεννήθηκε. Δεν αντιπροσωπεύει τους προγόνους, εφόσον δεν κατάγεται απ’ αυτούς. Η ίδια δε θα γίνει ποτέ πρόγονος˙ όταν μπει στον τάφο, δε θα δεχθεί ποτέ ειδικές προσφορές. (...) Δεν μπορεί ποτέ να έχει δική της εστία και δεν είναι ποτέ αρχηγός της λατρείας. Μη έχοντας ποτέ δική της εστία, δεν έχει καμιά εξουσία μέσα στο σπίτι» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 135-6).

Να θυμήσουμε επίσης στους Νεοπαγανιστές, που κόπτονται για την ιεροσύνη των γυναικών, ότι στην αρχαία εποχή απαγορευόταν σε γυναίκες η συμμετοχή στα Ελευσίνια μυστήρια (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ', σ. 493) . Γιατί αυτά, αφού ήταν θρησκευτικώς ίσες; Δεν είχαν το δικαίωμα να «σωθούνε στον Κάτω Κόσμο» οι γυναίκες; Αλλά και για το θέμα της ύπαρξης γυναικών-ιέρειων σε παγανιστικά ιερά έχουμε να πούμε τα εξής. Οι λατρείες αυτές και οι θεοί αυτοί, των οποίων ιέρειες γίνονταν οι γυναίκες, ήταν ασήμαντες και βοηθούσαν ελάχιστα σχετικά με το θέμα τού ποιος είχε την δύναμη/εξουσία στην παγανιστική κοινωνία, διότι υπήρχαν κοσμικά αξιώματα, τα οποία έπαιρναν μόνο άντρες. Αντίθετα, η εκκλησία ήταν η κεντρική κοινωνική δομή της χριστιανικής κοινότητας, αφού η καθημερινή ζωή κάθε Χριστιανού περιστρεφόταν γύρω από την εκκλησία. Συνεπώς οι χριστιανές γυναίκες που ήταν διακόνισσες ή προφήτιδες είχαν μεγαλύτερη επιρροή εντός του χριστιανικού κύκλου παρά οι ειδωλολάτρισσες γυναίκες εντός της ευρύτερης παγανιστικής κοινωνίας.

Η Ειδωλολατρία εξαρχής ήταν μια θρησκεία, που εκπόρνευε τις γυναίκες της Ελλάδας εξευτελίζοντάς τες για χάρη των «θεών». Και δε μιλάμε για τους ναούς-πορνεία της Αφροδίτης κατά τους κλασσικούς χρόνους, αλλά για τα μυκηναϊκά χρόνια, όταν πρωτολατρεύτηκε στη χώρα μας το Δωδεκάθεο. Ιδού οι αποδείξεις, από μια μυκηναϊκή πινακίδα που βρέθηκε στην Πύλο:

Πινακίδα ΠΥ Tn 316 (ιερατικό ημερολόγιο αφιερωμάτων)

Α’ Πλευρά

Πο-ρο-Fι-το-ιο

Πυ-ρο... δο-ρα-qε πε-ρε πο-ρε-να-ε α-κε

Πο-τι-νι-ια... *Ι

Πο-σι-δα-ε-ια... *Ι (στίχοι 1-3)

Β’ Πλευρά

Πυ-ρο... Πο-σι-δα-ι-ιο ... δο-ρα-qε πε-ρε

πο-ρε-να-qε α-κε ... *ΙΙ  (στίχοι 1-3)

Πυ-ρο δο-ρα-qε πε-ρε πο-ρε-να-qε α-<κε>

Πε-ρε-ια ... *Ι

Δι-Fι-α .... *Ι

Ε-μα-ά Α-ρε-ια ... **Ι

Δι-Fι-ο δο-ρα-qε πε-ρε πο-ρε-να-qε

α-κε.... **Ι ... * Ι (στίχοι 5-9)

Όπου έχει ένα αστερίστκο στην πινακίδα βρίσκεται το εικονόγραμμα για τη γυναίκα, και όπου έχει δύο αστερίσκους, το εικονόγραμμα του άντρα. Διαβάζεται το κείμενο κανονικά ως εξής:

Πινακίδα ΠΥ Tn 316

A’ πλευρά

Πλωΐστοιο

Πύλος... δῶρά τε φέρει πόρνας τε ἄγει

Ποτνίᾳ... γυναῖκα μίαν.

Ποσιδαείᾳ... γυναῖκα μίαν. (στίχοι 1-3)

Β’ πλευρά

Πύλος... Ποσιδαιίῳ... δῶρά τε φέρει πόρνας τε

ἄγει... γυναῖκας δύο. (στίχοι 1-3)

Πύλος δῶρά τε φέρει πόρνας τε ἄ<γει>

Φερείᾳ... γυναῖκα μίαν.

ΔιFίᾳ... γυναῖκα μίαν.

Ἑρμάᾁ Ἀρείᾳ... ἄνδρα ἕνα.

ΔιFίῳ δῶρά τε φέρει πόρνας τε ἄγει...

... ἄνδρα ἕνα... γυναῖκα μίαν. (στίχοι 5-9)

Η πινακίδα, το ιερατικό ημερολόγιο των αφιερωμάτων, αναφέρει ότι κατά το μήνα Πλώιστον, δηλαδή τον καλλίτερο μήνα για ναυτικά ταξίδια, προφανώς μήνα θερινό, σ’ ένα ιερό της Πύλου, η πόλη μαζί με 13 χρυσά ποτήρια αφιέρωσε σε διάφορους θεούς και 9 ανθρώπους, 7 γυναίκες και 2 άντρες, που χαρακτηρίζονται όλοι σαν «πόρναι». Το γένος της λέξης δεν φαίνεται, αλλά μάλλον η λέξη λειτουργεί σαν επίθετο διγενές και μονοκατάληκτο, που συντακτικώς ισχύει και για τα δύο φύλα.

Αυτή την θρησκεία, που ήθελε οι γυναίκες να γίνονται πόρνες για χάρη των θεών, θέλουν οι Νεοπαγανιστές να έχουν οι Έλληνες εγκαταλείποντας την Ορθοδοξία. Θα αναφέρουν ορισμένοι, προς απάντηση, τα σεξουαλικά έκτροπα στα οποία ενίοτε διάφοροι δεσποτάδες ή κληρικοί ή μοναχοί ενίοτε υποπίπτουν. Αυτοί που απαντούν έτσι, είναι σοφιστές, διότι η διαφορά αρχαίας θρησκείας και Ορθοδοξίας είναι ότι η αρχαία θρησκεία θεωρεί «φυσιολογική» την πορνεία και την ιεροδουλεία, ενώ η Ορθοδοξία δεν τα θεωρεί φυσιολογικά. Τα ίδια πράγματα, οι μεν αρχαιόθρησκοι τα επαινούν, οι δε Ορθόδοξοι τα απορρίπτουν και το καταδικάζουν, όποιος κι αν τα κάνει.

 

94m  ΙΣΟΤΗΤΑ ΓΙΟΥ- ΚΟΡΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ;

«Είναι αλήθεια ότι, όσο [η θυγατέρα] ήταν ανύπανδρη, ο νόμος δεν της στερούσε τυπικά το μερίδιό της από την κληρονομιά˙ πρέπει όμως να αναρωτηθούμε αν στην πραγματικότητα είχε τη δυνατότητα να γίνει πραγματική κληρονόμος. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η κόρη αυτή βρισκόταν κάτω από την κηδεμονία του αδελφού ή των συγγενών της, ότι παρέμενε υπό το καθεστώς για όλη της τη ζωή, ότι η κηδεμονία κατά την παλαιά νομοθεσία είχε καθιερωθεί για την προστασία της περιουσίας και όχι της νύφης, και ότι αποσκοπούσε στη διατήρηση των αγαθών μέσα στην οικογένεια˙ ότι τέλος η κόρη δεν μπορούσε σε καμιά ηλικία να παντρευτεί ούτε να αλλάξει κηδεμόνα χωρίς την άδεια του κηδεμόνα της. Αυτά τα δεδομένα που είναι αρκετά ενδεικτικά, μας επιτρέπουν να πιστέψουμε ότι υπήρχε, αν όχι μέσα στις διατάξεις του νόμου, τουλάχιστον στην πρακτική και στα ήθη, μια σειρά δυσκολιών που εμπόδιζαν την κόρη να γίνει απόλυτος κύριος του μεριδίου της από την πατρική περιουσία, όπως ήταν ο γιός για το δικό του. Δεν έχουμε αποδείξεις ότι η κόρη ήταν αποκλεισμένη από την κληρονομιά˙ έχουμε όμως τη βεβαιότητα ότι, ως παντρεμένη, δεν κληρονομούσε τον πατέρα της και ότι, ως ανύπανδρη, δεν μπορούσε ποτέ να διαχειριστεί την κληρονομιά της. Έστω και κληρονόμος, ήταν μόνο προσωρινά και κάτω από ορισμένες συνθήκες απλός επικαρπωτής˙ δεν είχε δικαίωμα ούτε να διαθέσει ούτε να υποθηκεύσει χωρίς την άδεια του αδελφού ή των συγγενών της, οι οποίοι μετά το θανατό της θα κληρονομούσαν την περιουσία, της οποίας είχαν την επιμέλεια κατά το διάστημα της ζωής της» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 118-119).

Ενάμιση αιώνα μετά τον Κικέρωνα, ο Κάτων, θέλοντας να ξαναζωντανέψει τα αρχαία ήθη, είχε επαναφέρει το νόμο του Βοκώνιου, ο οποίος απαγόρευε: 1) να καταστήσει κάποιος κληρονόμο του γυναίκα, έστω και μοναχοκόρη, παντρεμένη ή ανύπανδρη˙ 2) να κληροδοτήσει σε γυναίκες πάνω από το ήμισυ της πατρικής περιουσίας (in Verr., II, 1, 42). Οι Αθηναίοι ρήτορες, στις αγορεύσεις τους είχαν συχνά την ευκαιρία να δείξουν ότι οι θυγατέρες δεν κληρονομούσαν (Ισαίου, Προς Ξεναίνετον˙ Δημοσθένη, Προς Βοιωτόν περί προικός μητρώας, 22-24) (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ.119).

94n  ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΗΔΟΝΗ

Στην αρχαία Ελλάδα η γυναίκα θεωρούνταν σκευος ηδονής και η δική της ευχαρίστηση δεν λογαριαζόταν καθόλου. Ένας αρχαίος είχε πει «σε τι μας χρειάζονται οι γυναίκες; Αν μπορούσαμε να κάνουμε παιδιά ρίχνοντας το σπέρμα μας σε ένα χωράφι, θα μας ήταν άχρηστες».

Κατηγορούν, έπειτα από όλα αυτά, οι Νεοπαγανιστές τους Χριστιανούς ότι αυτοί θεωρούν το σεξ μόνο για παιδοποιία, επειδή είναι «θεϊκή εντολή». Πώς εξηγούν τους προαναφερθέντες αρχαίους νόμους κατά όσων δεν παντρεύονταν (που σημαίνει ότι για τους αρχαίους υπήρχαν δύο κατηγορίες γυναικών: οι «μηχανές παραγωγής παιδιών» –  γι’αυτό άξιζε ο γάμος –  που μόνο γι’ αυτό τις παντρεύονταν κανείς, και οι εταίρες). Αν δεν μπορούν να τους εξηγήσουν ή αν λένε ότι καλώς υπήρχαν οι νόμοι αυτοί, να μην σχολιάζουν την Χριστιανική ερμηνεία και αντιμετώπιση της ηδονής και του γάμου. Ενώ για το Χριστιανισμό η γυναίκα-σεξουαλικός σύντροφος και η γυναίκα-μητέρα είναι το ίδιο πρόσωπο, και ρητά αναφέρεται το «μή αποστερείτε αλλήλους» στην Καινή Διαθήκη, στην αρχαιότητα υπάρχει ο διχασμός και επομένως η υποτίμηση της γυναίκας-μητέρας ως προς την γυναίκα-σύντροφο, αφού η πρώτη ήταν η «παραγωγός παιδιών», ενώ η δεύτερη ήταν η αδρά αμοιβόμενη πόρνη/εταίρα. Ο Χριστιανισμός δεν αρνείται την ηδονή καθεαυτή, αλλά έχει διαφορετική αντίληψη για τον ρόλο της στη ζωή. Αν την αρνούνταν, θα αρνούνταν ένα δημιούργημα του Θεού:

Διαταγαί των Αγίων αποστόλων (PG 1, 980B): «Ούτε η νόμιμη συνεύρεση, ούτε η λεχωνιά, ούτε η περίοδος, ούτε η ονείρωξη μπορούν να μιάνουν τη φύση του ανθρώπου ή να χωρίσουν από το Άγιο Πνεύμα, εκτός μόνο από την ασέβεια και την παράνομη πράξη.».

Αποστολικοί κανόνες (PG 137, 141B): «Αν κανείς επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος ή μέλος της ιεραρχίας γενικά, απέχει από το γάμο, το κρέας και το κρασί όχι λόγω άσκησης αλλά επειδή τα σιχαίνεται, αρνούμενος ότι όλα είναι πολύ καλά και ότι ως άντρα και γυναίκα εποίησε ο Θεός τον άνθρωπο, και διαβάλλει την δημιουργία του Θεού βλασφημώντας, τότε ή να διορθωθεί ή να καθαιρεθεί και να αποβληθεί από την Εκκλησία. Τα ίδια ισχύουν και για τους λαϊκούς.» («Εἴ τις ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἢ διάκονος, ἢ ὅλως τοῦ καταλόγου τοῦ ἱερατικοῦ, γάμου καὶ κρεῶν καὶ οἴνου οὐ δι’ ἄσκησιν, ἀλλὰ διὰ βδελυρίαν ἀπέχεται, ἐπιλαθόμενος ὅτι πάντα καλὰ λίαν, καὶ ὅτι ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ βλασφημῶν διαβάλλει τὴν δημιουργίαν, ἢ διορθούσθω, ἢ καθαιρείσθω, καὶ τῆς ἐκκληςίας ἀποβαλλέσθω. Ὡσαύτως καὶ λαϊκός»).

Σύνοδος της Γάγγρας, 342 μ.Χ.

Κανών Α' (PG 137, 1241A) «Εἴ τις τὸν γάμον μέμφοιτο, καὶ τὴν καθεύδουσαν μετὰ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς, οὖσαν πιστὴν καὶ εὐλαβῆ, βδελύσσοιτο, ἢ μέμφοιτο, ὡς ἂν μὴ δυναμένην εἰς βασιλείαν εἰσελθεῖν, ἀνάθεμα ἔστω

Κανών Θ' (PG 137, 1249D) «Αν κανείς μένει άγαμος ή εγκρατεύεται βδελυττόμενος το γάμο κι όχι εξ αιτίας του καλού και αγίου της παρθενίας, ας είναι αναθεματισμένος» («Εἴ τις παρθενεύοι, ἢ ἐγκρατεύοιτο, ὡς ἂν βδελυττόμενος τὸν γάμον ἀναχωρήσας, καὶ μὴ δ’ αὐτὸ τὸ καλὸν καὶ ἅγιον τῆς παρθενίας, ἀνάθεμα ἔστω»).

Κανών Ι' (PG 137, 1252A) «Αν κανείς από τους παρθενεύοντες για το Θεό υπερηφανευτεί κατά των παντρεμένων, ας είναι αναθεματισμένος». («Εἴ τις τῶν παρθενευόντων διὰ τὸν Κύριον κατεπαίροιτο τῶν γεγαμηκότων, ἀνάθεμα ἔστω»).

Κανών ΙΔ' (PG 137, 1257B) «Εἴ τις γυνὴ καταλιμπάνοι τὸν ἄνδρα, καὶ ἀναχωρεῖν ἐθέλοι, βδελυττομένη τὸν γάμον, ἀνάθεμα ἔστω».

Κλήμη Αλεξανδρέα, Στρωματείς, 2, 20 (2, 107,3) «Τόν τε ἔρωτα κακίαν φηςὶ φύσεως˙ ἧς ἥττους ὄντες οἱ κακοδαίμονες θεὸν τὴν νόσον καλοῦσιν. Δείκνυται γὰρ διὰ τούτων ἡττᾶσθαι τοὺς ἀμαθεστέτους δι’ ἄγνοιαν ἡδονῆς, ἣν οὐ χρὴ προςίεσθαι, κἂν θεὸς λέγηται, τουτέστι κἂν θεόθεν ἐπὶ τῆς παιδοποιίας χρείαν δεδομένητυγχάνῃ

Κλήμη Αλεξανδρέα, Στρωματείς, 3, 7 « ... Οἱ δέ, διὰ μῖσος τὸ πρὸς τὴν σάρκα τῆς κατὰ γάμον συναλλαγῆς καὶ τῆς τῶν καθηκόντων βρωμάτων μεταλήψεως ἀπαλλάτεσθαι ποθοῦντες, ἀμαθεῖς τε καὶ ἄθεοι, ἀλόγως ἐγκρατευόμενοι, καθάπερ τὰ πλεῖστα τῶν ἄλλων ἐθνῶν.»

Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, PG 94, 1533C: «Δεν προέρχεται λοιπόν εκ του σώματος η κακία, αλλά εκ της ψυχής».  Το άκρως αντίθετο του Πλατωνισμού, που την σκέτη ύλη τη θεωρεί κακό. «Από τις σωματικές ηδονές άλλες είναι φυσικές και συνάμα αναγκαίες, χωρίς τις οποίες είναι αδύνατη η ζωή, όπως οι τροφές, που αναπληρώνουν τη φθορά, και τα απαραίτητα ρούχα, άλλες πάλι είναι φυσικές, όχι όμως αναγκαίες, όπως είναι οι κατά φύση και κατά νόμο γενετήσιες σχέσεις, και άλλες ούτε αναγκαίες ούτε φυσικές, όπως η λαγνεία και η αφθονία αγαθών που ξεπερνούν τις ανάγκες˙ γιατί αυτές δεν συντελούν ούτε στη διατήρηση της ζωής ούτε στη διαδοχή του γένους, αλλά προξενούν ζημιές. Αυτός λοιπόν που ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού πρέπει να επιδιώκει τις αναγκαίες και συνάμα τις φυσικές ηδονές, να βάζει σε δεύτερη  μοίρα τις φυσικές αλλά όχι αναγκαίες, γινόμενες στον καιρό και με τον τρόπο και το μέτρο που αρμόζουν, ενώ τις άλλες είναι ανάγκη οπωσδήποτε να τις αποφεύγει», γράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (Έκδοσις ακριβής... 2, 13). Δεν υπάρχει απόρριψη της ηδονής εν γένει˙ αλλά διαφορετική ερμηνεία της.

«Η περιφρόνηση της ανθρώπινης κατάστασης και η έχθρα προς το σώμα ήταν ενδημική νόσος ολόκληρου του πολιτισμού αυτής της περιόδου˙ κι ενώ οι πιο ακραίες εκδηλώσεις της είναι κυρίως χριστιανικές ή γνωστικές, τα συμπτώματά της εμφανίζονται με πιο ελαφρά μορφή σε εθνικούς με καθαρά ελληνική μόρφωση˙ η νόσος αυτή εκφράζεται σε ευρεία ποικιλία μύθων και φανταστικών διηγήσεων, που αντλούνται είτε από ελληνικά είτε από ανατολικά πρότυπα (συχνά με αλλαγμένο νόημα ή διαφορετικά σημεία εμφάσεως), ενώ άλλες είναι κατά τα φαινόμενα καινούργιες(...). Αυτό το είδος ιδεών (...) οι εθνικοί μοραλιστές όπως ο Πλούταρχος και ο Επίκτητος τις καταδίκαζαν, και χριστιανοί με ελληνική παιδεία, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, αντιστέκονταν με σθένος απέναντί τους. Δεν έχουν ρίζες στην Παλαιά Διαθήκη» (E.R. Doods, Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας, εκδ. Αλεξάνδρεια, σ.67, 65, 66).

94o  ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΙΑ

Αρχαιοελληνικά κείμενα σαν κι αυτό

«Αν το αγόρι είναι δώδεκα ετών τότε μου κάνει χαρά, κι αν βρίσκεται στα δεκατρία τότε με τραβάει ακόμα ισχυρότερα. Κι όμως στα 14 του είναι η γλυκύτερη ακμή του έρωτα, όταν αρχίζει το 15ο έτος προσφέρει ακόμα ομορφότερη ηδονή. Οι 16ρηδες είναι για όλους τους θεούς. (..)» (Στράτωνας, Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο δωδέκατο) ή «Η Κύπρις ως γυναίκα / με φλόγες για γυναίκες σε τυλίγει. / Όμως τον γλυκό πόθο για τα αγόρια / τον κυβερνά αυτοπροσώπως ο Έρως. / Να δείξω την προτίμησή μου προς τα πού; / Προς το αγόρι ή προς τη μητέρα; / Όμως κι η ίδια η Κύπρις θα έλεγε νομίζω: / Το θρασύ το παιδάριον νικάει» (Μελέαγρου, Παλατινή Ανθολογία, XII, 86) ή «Αν εξακολουθήσει ο Δημόφιλος / να δίνει και στους εραστές του φιλιά τέτοια / ωσάν αυτό που μου ‘σκασε το νήπιο, ω Κύπρις,  / δεν βλέπω τη μανούλα του τις νύχτες / να καρτερά με ησυχία στην αυλόπορτα» (Διοσκουρίδου, Παλατινή Ανθολογία, XII, 14) ή «Κάποτε κάποιος παιδοτρίβης, / καθώς έναν μικρόν προπονούσε, / τον έβαλε σε κάμψη των γονάτων, / τον γύμναζε στα κάτω από τη μέση, / φροντίζοντας να πιάνει ολίγον τα μπαλάκια...» (Στράτωνα, Π.Α., XII, 222) δεν είναι ακριβώς ό,τι αναζητούμε στην αρχαιότητα. Μερικοί θα φέρουν αντιρρήσεις για το ζήτημα της παιδεραστίας ή της ομοφυλοφιλίας στην αρχαία Ελλάδα, λέγοντας πως δεν είναι τα πράγματα όπως νομίζεται πως είναι. Η αλήθεια είναι πως, δεν υπήρξε ποτέ η εξιδανικευμένη σχέση εραστή και ερωμένου, όπως την περιγράφει ο Πλάτωνας, δίχως δηλαδή σεξουαλικά παρεπόμενα. Στην Ηλεία ή τη Θήβα όλα επιτρεπόταν «Ἐκείνοις [Θηβαίοι και Ηλιείς] μὲν γὰρ ταῦτα παιδικὰ [=ομοφυλοφιλία και παιδεραστία] νόμιμα, ἡμῖν δ’ ἐπονείδιστα» (Ξενοφώντα, Συμπόσιο, 8, 34).

«Το ότι η σεξουαλικότητα μέσα στην παιδεραστία έπαιζε αποφασιστικό ρόλο και δεν πηγάζει από την κολασμένη φαντασία μερικών επιστημόνων αυτό γίνεται σαφές για κάθε απροκατάληπτο παρατηρητή, όταν βλέπει τις εικόνες των αρχαϊκών αγγείων στις οποίες ένας, άνδρας, ο εραστής, πιάνει τα γεννητικά όργανα ενός νεαρού, του ερωμένου. Η χειρονομία αυτή, η οποία και στην πρώιμη ελληνική τέχνη εμφανίζεται ακόμη και σε ετερόφυλα ζευγάρια, είναι μια αδιαμφισβήτητη έκφραση σεξουαλικού πόθου» (Carola Reinsberg,  Γάμος, εταίρες και παιδεραστία στην αρχαία Ελλάδα, εκδ. Παπαδήμα, σ. 259).

Σ’ ένα ποίημά του ο Σόλων λέει ότι ευτυχισμένος και αξιομακάριστος είναι εκείνος που έχει τα εξής τέσσερα πράγματα: αγόρια που να τα χρησιμοποιεί ως κίναιδους, άλογα, κυνηγετικά σκυλιά, και φίλο στο εξωτερικό. Στο δεύτερο ποίημα κατονομάζει ποια ακριβώς σημεία του σώματος του αγοριού θέλει ν’ απολαύσει (Σόλων, αποσπάσματα 21 και 23, Berg. Th. Hiller E. – Crusius O. Anthologia lyrica sive lyricorum Graecorum reterum praeter Pindarum reliquiae potiores, BT, από τον Πλούτ. Ερωτ. 5 (751bc)).

Ο Ξενοφώντας γράφει επίσης (Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 2, 12) «Οι άλλοι Έλληνες, ή όπως οι Βοιωτοί, ένας άνδρας και ένας νέος δένονται μεταξύ τους σα ζευγάρι ή όπως οι Ηλείοι απολαμβάνουν την ομορφιά του σώματος των νέων με παροχές» και (Λακ. Πολ., 2, 14) «Σε πολλές από τις πόλεις οι νόμοι δεν απαγορευουν την ερωτική επιθυμία προς τα παιδιά».

Ορισμένοι Νεοπαγανιστές θέλουν να μας πουν ότι υπήρχαν «αντιομοφυλοφιλικοί νόμοι στην Αρχαία Ελλάδα». Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε πρέπει να μας πουν, γιατί δεν τιμωρήθηκαν οι παρακάτω Αρχαίοι Έλληνες από τους νόμους αυτούς. «Φιλία θερμή ανεπτύχθη μεταξύ των δύο τούτων ανδρών (του Σόλωνος και του Πεισιστράτου) ένεκα της συγγενείας των, αυτή δε η φιλία έγινεν εγκαρδιωτέρα και λόγω της ευφυΐας και της ωραιότητος του Πεισιστράτου, διότι, καθώς λέγουν μερικοί, ο Σόλων διετέθη ερωτικώς προς αυτόν (...ερωτικώς τον Πεισίστρατον ασπαζομένου τού Σόλωνος...)» (Πλούταρχου, Σόλων, 1).

Για τους Χαλκιδείς μαρτυρεί ο Αθηναίος, ότι μαζί με τους Κρήτες ήταν παράφοροι στην παιδοφιλία («..περὶ τὰ παιδικὰ δαιμονίως ἐπτόηνται..») (Αθηναίος, 13, 77 (601e)).

Η παιδοφιλία υπήρχε τόσο σαν ελεύθερος έρωτας όσο και σαν εμπορικός, ελεύθερος πάλι ή καταναγκαστικός, που πουλιόταν σε ειδικά πορνεία αρρένων, έτσι «πορνεία» λεγόμενα ή και «οικήματα», απο επαγγελματίες κιναίδους ή από καταναγκασμένους (Αριστοφάνη Ειρήνη, 11 («ηταιρηκώς). Ξενοφώντα Απομνημονεύματα, 1, 6, 13 («πόρνος»). Δημοσθένη Κατ’ Ανδροτίωνος παρανόμων, 73 και Επιστολή Δ’ («πόρνος», «ηταιρηκώς»). Αισχίνη Κατά Τιμάρχου, 3 και 119 («πεπορνευμένος», «αισχρώς βεβιωκός»). Ησύχιος, λ. Κεραμεικός).

Ο ελεύθερος και μη εμπορικός παιδοφιλικός έρωτας μεταξύ δύο αρρένων, ωρίμου αντρός και ανηλίκου αγοριού ή εφήβου, συνήθως 7-20 ετών, ήταν νόμιμος και θεωρούνταν κάτι το ευγενές, ευγενέστερο μάλιστα από το φυσιολογικό και νόμιμο έρωτα αντρός και γυναικός, ενώ το επάγγελμα του ερωμένου του πορνείου θεωρούνταν αισχρό κι επονείδιστο. Ο τέτοιος ερωμένος λεγόταν «πόρνος», πεπορνευμένος», «ηταιρηκώς», «αισχρώς βεβιωκώς», εμποδιζόταν από την είσοδο στα ιερά και τη συμμετοχή στη λατρεία, αποστερούνταν απο πολλά πολιτικά δικαιώματα (Δημοσθένη Κατ’ Ανδροτίωνος παρανόμων, 73. Αισχίνη Κατά Τιμάρχου, 3 και 15-16).

Η παιδοφιλία υπήρχε τόσο σαν ελεύθερος έρωτας όσο και σαν εμπορικός, ελεύθερος πάλι ή καταναγκαστικός, που πουλιόταν σε ειδικά πορνεία αρρένων, έτσι «πορνεία» λεγόμενα ή και «οικήματα», απο επαγγελματίες κιναίδους ή από καταναγκασμένους (Αριστοφάνη Ειρήνη, 11 («ηταιρηκώς). Ξενοφώντα Απομνημονεύματα, 1, 6, 13 («πόρνος»). Δημοσθένη Κατ’ Ανδροτίωνος παρανόμων, 73 και Επιστολή Δ’ («πόρνος», «ηταιρηκώς»). Αισχίνη Κατά Τιμάρχου, 3 και 119 («πεπορνευμένος», «αισχρώς βεβιωκός»). Ησύχιος, λ. Κεραμεικός). Η προαγωγή και η έκδοσι ελευθέρου ανθρώπου από τρίτον θεωρούνταν κακούργημα και τιμωρούνταν με θάνατο (Αισχίνη Κατά Τιμάρχου, 12 και 72 και 184). Οι αρχαιολάτρες εξαιτίας αυτού του συγγράμματος (Κατά Τιμάρχου) έχουν φτάσει να ισχυρίζονται ότι δεν υπήρχε παιδοφιλία στην αρχαία Αθήνα. Παραθέτουμε, προς απόδειξη του αντιθέτου, αποσπάσματα από το ίδιο σύγγραμμα του Αισχίνη:

74 «Ξέρετε εκείνους τους τροφίμους των σπιτιών, οι οποίοι κάμνουν αυτήν την δουλειάν. Λοιπόν και αυτοί ακόμη, όταν αναγκάζωνται να κάμουν αυτήν τη δουλειά, όμως εντρέπονται και κλείου τις πόρτες. (...) Ξέρετε το επάγγελμα που εδιάλεξαν και επομένως γνωρίζετε κάθε στιγμή τι κάμνουν.

119 κάθε έτος η Βουλή εκθέτει εις δημοπρασίαν τον πορνικόν φόρον (...) οι ενοικιασταί του φόρου δεν απαιτούν φόρο με εικασίας, αλλά γνωρίζουν καλά ποίοι και ποίαι κάμνουν αυτή τη δουλειά.

136 (...) Ούτε αρνούμαι πως εγώ [=ο Αισχίνης] ο ίδιος και εις το παρελθόν και τώρα ακόμη αγαπώ τα παιδιά και αναγνωρίζω ότι γι’ αυτήν την δουλειά εμάλωσα και ξυλοκοπήθηκα με άλλους. Όσον δια τα ποιήματα [σημ.: 135: «..ερωτικά ποιήματα που έχω γράψει χάριν κάποιων νέων..»] που λέγουν ότι συνέθεσα, άλλα μεν τα αναγνωρίζω (...).

137 Ισχυρίζομαι ότι το (...) να γίνεται ένας νέος ερωμένος κάποιου ανδρός χωρίς χρήματα, επειδή τον αγαπά, είναι πολύ καλόν, αισχρόν δε είναι το να πορνεύεται αντί χρημάτων.

156 Γνωρίζετε, ω Αθηναίοι, τον Κρίτωνα υιόν του Αστυόχου και τον Περικλείδην του Περιθοίδη και τον Πολεμογένην και τον Πανταλέοντα και τον δρομέα Τιμησίθεον (...) οι οποίοι είχαν ερωτικόν σύνδεσμον με πολλούς και πολύ φρόνιμους άνδρας. Όμως κανείς ποτέ δεν τους κατηγόρησε γι’ αυτό».

            Ώστε το Κατά Τιμάρχου που οι αρχαιόπληκτοι φέρνουν ως απόδειξη ύπαρξης παιδοφιλίας στην αρχαία Αθήνα όχι μόνο αποδεικνύει ότι έχουν λάθος οι εθνικιστές αρχαιολάτρες αλλά:

1)      υπήρχε ανδρική πορνεία, και οίκοι ανοχής με άνδρες-πόρνες

2)      η παιδοφιλία θεωρούνταν πολύ καλό πράγμα εφόσον δεν υπήρχε λόγω χρημάτων.

3)      Ακόμη κι όταν υπήρχε λόγω χρημάτων, ο επαγγελματίας πόρνος δεν τιμωρούνταν, εάν ταυτόχρονα δεν παραβίαζε ορισμένους κανόνες.

4)      Το κράτος αναγνώριζε τα αντρικά πορνεία και εισέπραττε κάθε έτος «πορνικό φόρο» από αυτά.

Ας δούμε τώρα δυο αποσπάσματα από τον Λόγο Ευβοϊκό ή Κυνηγό, του Δίωνα Χρυσόστομου, απ’ τα οποία συμπεραίνει κανείς κι άλλα πράγματα για τη φύση της παιδοφιλίας των Ειδωλολατρών:

268R-269R: «(οι πορνοβοσκοί) δημόσια εκθέτουν αιχμάλωτες γυναίκες ή παιδιά, ή με άλλο τρόπο αγορασμένα με λεφτά, για ατίμωση μέσα σε βρώμικα σπίτια, που είναι φανερά σε όλα τα μέρη της πόλης, και κει που περνούν οι άρχοντες και στις αγορές κοντά σε δημόσια κτήρια και σε ιερά, μήτε να σέρνουν σ’ αυτή την ατίμωση και τον εξαναγκασμό βάρβαρους μήτε Έλληνες (...) επειδή έχουν πέσει σε μεγάλη και βαρειά υποδούλωση, κάνοντας έργο πολύ χειρότερο και πιο πολύ ακάθαρτο από τους ιπποφορβούς και ονοφορβούς, αφού δεν βάζουν κτήνη [για να συνουσιασθούν] χωρίς να τα βιάζουν, θεληματικά πάνω σε κτήνη που θέλουν, χωρίς να ντρέπονται καθόλου, αλλά σμπρώχνουν πάνω σε ανθρώπους που ντρέπονται και δεν θέλουν, ανθρώπους μανιακούς κι ακόλαστους, για άσκοπη και ακόλαστη μίξη σωμάτων.

274R: Υπάρχει τρόπος, που αυτό το ακόλαστο γένος [των ανθρώπων] να μπορέση να κρατηθή από το να ατιμάση και να διαφθείρη τα αγόρια, (...) αφού με κάθε τρόπο χορτάση από ασέλγεια με τις γυναίκες κι αφού κορεσθή απ’ αυτή την απόλαυση;»

Παρατηρούμε ότι:

1)      και ο Δίωνας παραδέχεται ότι υπήρχαν ομοφυλοφυλικά πορνεία στις ελληνικές πόλεις.

2)      Ο Δίωνας με απέχθεια εκφράζεται για το γεγονός, ωστόσο παρατηρεί ότι κανείς δεν το εμποδίζει.

3)      Το πιο αηδιαστικό είναι ότι υπήρχαν παιδικά ομοφυλοφυλικά πορνεία, στα οποία τα εξανδραποδισμένα αγόρια, παιδιά που είχαν αρπαχτεί ως δούλοι από δουλέμπορες, αναγκάζονταν να συνευρίσκονται με άντρες που πλήρωναν.

4)      Επίσης οι ενήλικοι αιχμάλωτοι πολέμου πωλούνταν σε πορνεία ώστε να τους διακορεύουν οι επισκέπτες των πορνείων.

Την τακτική αυτή των Αθηναίων και το φρόνημά τους σχετικά με την παιδοφιλία εκφράζει ο Ξενοφών με το στόμα του Σωκράτους λέγοντας: «...Τὴν ὥραν ἐὰν μέν τις ἀργυρίου πωλῇ τῷ βουλωμένῳ, πόρνον αὐτὸν ἀποκαλοῦσιν, ἐὰν δέ τις, ὃν ἂν γνῷ καλὸν τε κἀγαθὸν ἐραστὴν ὄντα, τοῦτον φίλον ἑαυτῷ ποιῆται, σώφρονα νομίζομεν» = «Εαν κανείς πουλάει τα σωματικά του κάλλη με χρήματα στον τυχόντα που τον θέλει, τον λένε πόρνο, αν όμως κανείς καταλάβει ότι κάποιος είναι ωραίος καικαλός εραστής και τον κάνει φίλο του, αυτόν τον θεωρούμε σώφρονα» (Ξενοφώντα Απομνημονεύματα, 1, 6, 13). Δηλαδή το ζήτημα για τους Πολυθεϊστές δεν ήταν αν σε σοδόμιζε κάποιος, αλλά αν αυτό το δεχόσουν αντί χρημάτων ή λόγω φιλικής σχέσης. Πράγματι, πολύ υψηλό ήθος είχαν αυτοί οι Ειδωλολάτρες. Όχι σαν το ήθος του Δεκάλογου της Παλαιάς Διαθήκης, η οποία είναι πορνογράφημα, σύμφωνα με τους Νεοειδωλολάτρες.

Όπως ιστορεί ο Ηρόδοτος, ο Περίανδρος κάνοντας παιδομάζωμα στους Έλληνες της Κέρκυρας, μάζεψε 300 ανήλικα αγόρια, τα φόρτωσε σ’ ένα καράβι, και τα ‘στειλε πεσκέσι στο Λυδό βασιλέα Αλυάττη (τον πατέρα του Κροίσσου), για να τα ευνουχίσει και να τα χρησιμοποιήσει στο χαρέμι του σαν ερωμένους. Ευτυχώς οι Σάμιοι άρπαξαν με τέχνασμα το καράβι από τους Κορίνθιους κι επέστρεψαν τα παιδιά στους γονείς τους στην Κέρκυρα (Ηρόδοτος, 3, 48, 2). Η πράξη αυτή του Περίανδρου δείχνει ότι κι ο ίδιος είχε χαρέμι ανηλίκων αγοριών, αφού του περίσσευαν τέτοια και για τους φίλους του ξένους ηγεμόνες.

Οι Θουκιδίδης και Αριστοτέλης εκθέτουν διαφορετικά τα πράγματα για τους δήθεν τυραννοκτόνους Αρμόδιο και Αριστογείτονα, που δήθεν σκότωσαν τον τύραννο Ίππαρχο επειδή ήταν δημοκράτες. Κατ’ αρχήν ο Ηρόδοτος λέει για το ομοφυλοφιλικό ζευγάρι ότι ήταν φοινικικής καταγωγής και όχι Αθηναίοι (Ηρόδοτος, 5, 55, 1 έως 5, 58, 1 και από 5, 61, 1 έως 5, 62, 1). Έπειτα ο Θουκιδίδης λέει ότι ο ερωμένος Αρμόδιος κι ο παιδόφιλος Αριστογείτων, χωρίς να έχουν καμμιά σχέσι με τη δημοκρατία και τα πολιτικά, σκότωσαν όχι τον τύραννο Ιππία, αλλά τον αδερφό του Ίππαρχο, όχι για πολιτική αντίσταση αλλά από ομοφυλοφυλική ζηλοτυπία, διότι ο Ίππαρχος αποπειράθηκε να πείσει τον Αρμόδιο να συνουσιαστούν, ο Αρμόδιος του αρνήθηκε, για να μη χαλάσει το χατήρι του εραστή του, ο Ίππαρχος για εκδίκηση πρόσβαλε την αδερφή του Αρμοδίου, κι ο Αρμόδιος μαζί με τον Αριστογείτονα σκότωσαν τον Ίππαρχο από αντεκδίκηση και προληπτική ζηλοτυπία και άμυνα. Δεν κατέλυσαν την τυραννία ούτε στράφηκαν καθόλου εναντίον της. Αυτά λέει ο Θουκιδίδης (6, 52, 3 έως 6,59, 4 και 1, 20, 2).

Ο Θεμιστοκλής κι ο Αριστείδης, όχι μόνο ήταν παρράφοροι παιδόφιλοι, αλλά ήταν και αντεραστές ερωτευμένοι και οι δυο με τον ίδιο νεαρό ερωμένο, κάποιον Στησίλεων (Πλουταρχου Θεμιστοκλής, 3, 1-2).

Ο Σοφοκλής, κάποτε στη Χίο, σ’ ένα επίσημο τραπέζι, δεν άντεξε κι επιτεθηκε σεξουαλικά μπροστά σε όλους σε ένα αγόρι που κερνούσε στους συνδαιτυμόνες κρασί. Άλλοτε πάλι στην Αθήνα, όπως συνήθιζαν οι παιδόφιλοι, τράβηξε έξω από τα τείχη της πόλης ένα αγόρι, στο οποίο είχε εκτονώσει κατά καιρούς τις ορέξεις του κι ο Ευριπίδης, κι εκεί αφού συνουσιάστηκαν, αγόρι, που είχε, καθώς φαίνεται, μεγάλη πείρα από τραγικούς ποιητές, άρπαξε τα ρούχα του Σοφοκλέους κι έφυγε μέσα στην πόλη, ενώ ο ποιητής αναγκάστηκε να πάη στο σπίτι του φορώντας τα πολύ μικρότερα ρούχα του αγοριού και να γελοιοποιηθεί σε όλη την πόλη. Όταν το έμαθε ο Ευριπίδης, το σχολίασε με κακεντρέχεια και δήλωσε ότι το ίδιο αγόρι το είχε χρησιμοποιήσει κι ο ίδιος πιο μπροστά, σαν ερωμένο (Ίων Χίος και Ιερώνυμος Ρόδιος στον Αθηναίο, Δειπνοσοφισταί, 13, 82 (604def)). Δε γνωρίζουμε να καταδικάστηκε ο Ευριπίδης ή ο Σοφοκλής, σύμφωνα με τους νόμους (αν υπήρχαν τέτοιοι νόμοι) κατά διαφθοράς ελεύθερων νέων Αθηναίων. Γιατί άραγε; Θα μας το πουν οι αρχαιολάτρες;

Ο ρήτορας Ανδοκίδης σε μια αντιδικία του αντιμετώπισε εκ μέρους του αντιδίκου του Επιχάρους την κατηγορία ότι υπήρξε στη ζωή του πόρνος, που εκδιδόταν με χρήματα. Η απάντησή του στην κατηγορία ήταν ότι κι ο Επιχάρης, που τον κατηγορούσε, έκανε την ίδια δουλειά (Ανδοκίδη Περί των μυστηρίων, 100).

Οτι ο Αισχύλος ηταν έκφυλος και υμνητής της παιδοφιλίας το λεν ο Πλούταρχος κι ο Αθηναίος, που τον καμαρώνουν γι’ αυτό, και διασώζουν δυο σχετικά αποσπάσματά του (Πλούταρχου, Ερωτικός, 5 (751bc). Αθηναίος, 13, 75 και 13, 79). Οι πλέον ομοφυλοφιλικές τραγωδίες του Αισχύλου ήταν κατά τη μαρτυρία των δύο αυτών θαυμαστών του οι Κάβειροι και οι Μυρμιδόνες. Η δεύτερη ήταν εκείνη στην οποία ήθελε τον Αχιλλέα και τον Πάτροκλο ζευγάρι.

Ο διαβόητος Αθηναίος ρήτορας Δημοσθένης ήταν μόνιμος παθητικός «ερωμένος» και μάλιστα τραβεστί. Του άρεσε να φοράει γυναικεία ρούχα. Τον αποκαλούσαν με το παρατσούκλι «βάταλος». Έτσι αποκαλούσαν οι Αθηναίοι τότε τους θηλυπρεπείς. Αυτά τα λέει ο Αισχίνης σε δύο λόγους του, έναν πολιτικό και έναν δικανικό (Αισχίνη Περί παραπρεσβείας, 99 και Κατά Τιμάρχου, 126 και 131).

Σύμφωνα με το Στράβωνα (10, 3, 18) ο Δημοσθένης κατηγορούσε τον Αισχίνη ότι ήταν γιος μητέρας, η οποία χρησιμοποιόταν σαν πρόπολος και οργιάστρια της θεάς Μητρός κι ότι μερικές φορές είχε κάνει κι ο ίδιος τον πρόπολο βοηθώντας τη μητέρα του. εννοείται ότι οι πρόπολοι των οργιαστικών θεών ήταν κίναιδοι και πόρνες.

Ο Σπαρτιάτης Παυσανίας έστελνε τις προδοτικές επιστολές στους Πέρσες φίλους του μέσω των παθητικών του ερωμένων, παραγγέλνοντας στον Πέρση αποδέκτη να σκοτώνει τους κομιστές τους. Όταν έστειλε όμως την τελευταία επιστολή στον Αρτάβαζο, με τον έμπιστο ερωμένο του, τον Αργίλιο, ο Αργίλιος ειχε παρατηρήσει ότι κανείς από εκείνους που κόμιζαν τις επιστολές δεν επέστρεφε, μπήκε σε υποψία κι άνοιξε την επιστολή και τη διάβασε. Όταν είδε ότι ο λατρευτός του εραστής παρήγγελε και το δικό του θάνατο, για να γλιτώση, τον κατήγγειλε στους εφόρους, παραδίδοντας και την ένοχη επιστολή. Οι έφοροι θανάτωσαν το Παυσανία. Αυτά τα λέει ο Θουκιδίδης (1, 132, 1 έως 5: «...ο μέλλων τας τελευταίας βασιλεί επιστολάς προς Αρτάβαζον κομιείν, ανήρ Αργίλιος, ΠΑΙΔΙΚΑ ποτε ών ΑΥΤΟΥ (=Παυσανία) και πιστότατος εκείνω...»).

Στα ποίηματα του Θέογνι (6ος π.Χ. αι.), για πρώτη φορά ο Γανυμίδης φέρεται να είναι «τα παιδικά» του Δία κι όχι απλώς οινοχόος των θεών, όπως τον θέλει ο Όμηρος στον Ύμνον εις Αφροδίτην (Θέογνις, 1345-1346). Καταλήγει ο Θέογνις (στ. 1345): παιδοφιλεῖν δέ τι τερπνόν (= η παιδεραστία είναι απολαυστική) και (στ. 1335-1336): Ὄλβιος ὅστις ἐρῶν γυμνάζεται οἴκαδε ἐλθών / εὕδειν σὺν καλῶι παιδὶ πανημέριος (= Ευτυχισμένος όποιος είναι ερωτευμένος και γυμνάζεται και, όταν γυρίσει σπίτι του, ξαπλώνει όλη την ημέρα με όμορφο αγόρι).

Ο ποιητής Ίβυκος χαρακτηρίζεται σαν «ερωτομανέστατος περί τα μειράκια» δηλαδή τ’ αγόρια (Αθηναίος, 13, 76 και Σούμμα λ. Ιβυκος).

Σ’ ένα ποίημα ο Ανακρέων απευθύνεται σε έναν από τους τρεις ερωμένους του, το Σμερδία, και προσφωνώντας τον «τρις κεκορημένε Σμερδίη», καυχιέται για το πόσες φορές ασέλγησε επάνω του σε κάποιο όργιο (Ανακρέων, αποσπ. 301, 303, 308 και Αθηναίος 12, 57 και 13, 17 και Ευστάθιος Εις Ιλιάδα θ 488, Εις Οδύσσεια ε 306).

Ο Πλούταρχος παραθέτει τον τρόπο που οι παιδόφιλοι παρουσίαζαν ως «φιλία» και ως τάχα «πνευματικά ανώτερη» την παιδοφιλία τους: «καθώς χρειάζεται μια τίμια πρόφαση για να πλησιάσει κανείς τα ωραία αγόρια, θέτει σε πρώτη μοίρα τη φιλία και την αρετή. (...) γεμίζει σκόνες στο γυμναστήριο, κάνει κρύα μπάνια, βγάζει τα φρύδια του· το παρουσιαστικό του είναι παρουσιαστικό φιλοσόφου και φρόνιμου ανθρώπου (...)· μετά όμως, τη νύχτα, που όλοι ησυχάζουν, "γλυκειά ειναι η συγκομιδή, αφού λείπει ο φύλακας"» (Ερωτικός, 752a).

Ο Αριστοφάνης στις Νεφέλες στ. 1088 κ.ε., παρουσιάζει, μέσω του διαλόγου του Άδικου Λόγου με τον Δίκαιο Λόγο, μια εικόνα για το πλήθος των κίναιδων πολιτικών, ποιητών, συνήγορων και του λαού, η οποία αν και δίνεται χιουμοριστικά, ωστόσο, αν αφαιρέσουμε την υπερβολή από αυτήν, τα συμπεράσματα κάθε άλλο παρά συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι οι νόμοι τιμωρούσαν την ομοφυλοφιλία (ή ότι υπήρχαν ή ότι εφαρμόζονταν τέτοιοι νόμοι): «ΑΔ: Πές μου λοιπόν, ποιοι γίνονται συνήγοροι; ΔΙ: οι τοιούτοι. ΑΔ: Σωστά. Και δε μου λες; Ποιοι γράφουνε ποιήματα; ΔΙ: οι τοιούτοι. ΑΔ: κι εδώ σωστά μιλάς. Ποιοι μπαίνουν στην πολιτική; ΔΙ: οι τοιούτοι. ΑΔ: καταλαβαίνεις λοιπόν, πως έχεις ολότελα άδικο; Οι θεατές, οι πιο πολλοί, τι να ‘ναι λες; Για κοίτα τους. ΔΙ: κοιτάω. ΑΔ: λοιπόν, τι λες; ΔΙ: τοιούτοι οι πιο πολλοί».

Έχουμε αναφέρει για τη Σπάρτη, στο ειδικό περί αυτής κεφάλαιο, ότι ο Πλάτων αναφέρει πως εξαιτίας του τρόπου ζωής των πολιτών εκεί, προάγεται η ανωμαλία στα σεξουαλικά ήθη. Για τη Ρώμη δεν αξίζει να πούμε πολλά, γιατί είναι γνωστή η διαφθορά των τελευταίων αιώνων του παγανισμού. Απλώς παραθέτουμε μια πληροφορία για τον Νέρωνα: «Ευνούχισε το παιδί Σπόρο και αποφάσισε να τον κάνει γυναίκα του. Τέλεσε μαζί του, με όλες τις τυπικότητες γάμο, με προίκα και νυφικά πέπλα και τον εγκατέστησε σπίτι του ακολουθούμενος από πλήθος λαού» (Σουητώνιου, Νέρων, 28).

Ούτε τα πράγματα ήταν όπως τα θέλουν (διότι οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν την παιδεραστία) οι εθνικιστές αρχαιολάτρες που τσατίζονται με την υπενθύμιση της ύπαρξης παιδεραστίας αλλά ούτε, βέβαια, τα πράγματα ήταν όπως τα θέλουν όσοι, λίγο-πολύ, ισχυρίζονται, πως η παιδεραστία ήταν η αιτία ή ένα αποτέλεσμα του αρχαίου μεγαλείου. Αν η αρχαία ομοφυλοφιλία ήταν αίτιο ή ένα απο τα αποτελέσματα του αρχαίου θαύματος, τότε δεν θα το έβλεπαν με σιχαμάρα πολλοί φιλόσοφοι ούτε ο Πλάτωνας θα όριζε αυτά:

«-Δεν πρέπει ν’ αφήνωμε να πλησιάζει τον αληθινό έρωτα τίποτε, που να είναι παράφορο ή που να έχη σχέση με την ακολασία;

-Πραγματικώς δεν πρέπει.

-Δεν πρέπει λοιπόν να γίνη καθόλου αποδεκτή αυτή η ηδονή, αλλά ν’ αποκλειστή τελείως από τις σχέσεις μεταξύ εραστών και ερωμένων; [σημ. του ίδιου φύλου]

-Ναι, Σωκράτη˙ πρέπει τελείως ν’ αποκλειστή.

-Έτσι λοιπόν θα νομοθετήσεις στην πόλη που συνοικίζομε, ν’ αγαπά και ν’ αφοσιώνεται βέβαια ο εραστής και να πλησιάζει το νεαρό του φίλο σαν να ήταν γυιός του, επί καλού πάντα˙ όσο για τ’ άλλα, να είναι τέτοια η συμπεριφορά του, ώστε ποτέ να μη δώση υποψία πως προχωρεί και παραπάνω» (Πολιτεία 403a-b), ή πάλι: «Ας υποθέσουμε τώρα ότι εγκρίνουμε ένα νόμο που θεωρεί αυτές τις συνήθειες [την ομοφυλοφιλία και παιδεραστία] ευχάριστες και καθόλου ανήθικες. Αυτό πόσο θα μπορούσε να συμβάλει στην αρετή; Κανείς δε θα το παραδεχτεί αυτό – μάλλον το αντίθετο. Όλοι θα κατηγορήσουν εκείνο που υποκύπτει στην αδυναμία του και θα κατακρίνουν τον θηλυπρεπή σύντροφό του, που παίζει το ρόλο της γυναίκας. Ποιος λοιπόν, για το θεό, μπορεί να θεσπίσει τέτοιο νόμο; Σας διαβεβαιώνω, κανείς» (Νόμοι, 836de).

Επίσης ο Αριστοτέλης γράφει: «Άλλες τέτοιες ροπές είναι προϊόντα νοσηρών καταστάσεων ή συνήθειες όπως (...) καθώς επίσης και οι ερωτικές σχέσεις μεταξύ ανδρών. διότι αυτού του είδους οι ερωτικές σχέσεις σε άλλους προκαλούνται από κάποια φυσική διαστροφή, και σε άλλους από συνήθεια, όπως στην περίπτωση εκείνων που υπήρξαν θύματα ασελγείας κατά την παιδική τους ηλικία» (Ηθικά Νικομάχεια, 1148b, 27-30).

Ο Διογένης ο Κυνικός, όταν είδε θηλυπρεπή νέο, τού είπε «δεν ντρέπεσαι, να έχεις για τον εαυτό σου χειρότερη γνώμη απ’ αυτή που έχει η φύση; Αυτή σε έκανε άντρα κι εσύ αναγκάζεις τον εαυτό σου να γίνει γυναίκα» («Ἰδών ποτε νεανίσκον θηλυνόμενον, "οὐκ αἰσχύνῃ," ἔφη, "χείρονα τῆς φύσεως περὶ σεαυτοῦ βουλευόμενος; ἡ μὲν γάρ σε ἄνδρα ἐποίησε, σὺ δὲ σεαυτὸν βιάζῃ γυναῖκα εἶναι."» Διογένης Λαέρτιος, VI, 65). Βλέπουμε λοιπόν, ότι οι φιλόσοφοι κατέκριναν τα ίδια πράγματα που κατέκριναν και οι πατέρες της Εκκλησίας – εις πείσμα των «ελευθεροφρόνων» Αρχαιολατρών.

Ο αρχαίος Έλληνας ποιητής, Αρχίλοχος καταλήγει, μέσα από ένα καταιγισμό βωμολοχιών, στα εξής: «ἴσος κιναίδου καὶ κακῆς πόρνης ὁ νοῦς˙ / χαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα (....) Τοιγὰρ καπρῶσα μαχλὰς ἄρδην ἐρρέτω / πασχητιώντων εὐρυπρώκτων σὺν γένει˙ / ἡμῖν δὲ Μουςῶν καὶ βίου σαόφρονος / μέλοι φρέαρ τε, τοῦτο γινώσκουσ’, ὅτι / ἥδ’ ἐστὶ τέρψις, ἥδ’ ἀκίβδηλος χαρά, / ἥδ’ ἡδονὴ πέφυκε, μὴ συνειδέναι / αἰσχρᾶι ποθ’ ἡδυνθεῖσιν αὐτοῖς ἡδονῆι». = «Ίδιο το μυαλό του κίναιδου και της κακιάς πόρνης˙ / κι οι δυο χαίρονται να παίρνουν χρήματα (...) Να πάνε στα κομμάτια, λοιπόν, οι λάγνες κι οι ακόλαστες / μαζί με τη ράτσα των αδιάντροπων ξεκολιάρηδων. / Δική μας έγνοια ας είναι η πηγή των Μουσών και της συνετής ζωής, / ξέροντας ότι αυτή είναι η απόλαυση, αυτή είναι η γνήσια χαρά, / αυτή η δοσμένη από τη φύση ευφροσύνη, χωρίς ποτέ να γίνουμε συνένοχοι / μ’ αυτούς που χαίρονται με την αδιάντροπη ηδονή».

            Πάντως η παιδοφιλία (διότι περί αυτής της μορφής ομοφυλοφιλίας πρόκειται) δεν φαίνεται να ήταν εξ αρχής συνήθεια των Ελλήνων, αλλά την παρέλαβαν από τους Προέλληνες,για τους εξής λόγους: 1) οι Προέλληνες είχαν θρησκεία λίγο πολύ κοινή ή επηρεασμένη από τους Αιγύπτιους και τους Φοίνικες, λαούς με μεγάλη τάση στην ομοφυλοφιλία. 2) Στα πρώιμα έπη των Ελλήνων (Όμηρος, Ησίοδος) και στην αρχαιότερη  λυρική ποίηση (Καλλίνος, Τέρπανδρος, Τυρταίος, Αρχίλοχος, Αλκμάν) ποιητών που άκμασαν στον 7ο π.Χ. αι. δεν υπάρχει στα σωζόμενα αποσπάσματά τους ούτε υπόνοια ούτε  άμεση αναφορά στην παιδοφιλία. Ο Όμηρος αναφέρει βιασμούς, μοιχείες˙ ουσιαστικά τα έπη του έχουν αφορμή καταγραφής δυο-τρεις γυναίκες (Βρυσηίδα, Ελένη, Πηνελόπη). Τίποτα δεν δείχνει ότι ο Όμηρος ντρεπόταν να αναφέρει ο,τιδήποτε είχε σχέση με το σεξ της Αχαϊκής Ελλάδας. Ωστόσο δεν αναφέρει την παιδοφιλία. Ακόμη κι ο Γανυμίδης, για τον Όμηρο είναι απλώς ο οινοχόος του Δία και όχι το αγόρι του. Σημάδι ότι οι πρώτοι Έλληνες εισβολείς δεν έφεραν το έθιμο αυτό, αλλά το βρήκαν. 3) Οι Μακεδόνες, το πιο πρωτόγονο και καθυστερημένο ώς τον 4ο π.Χ. αι. ελληνικό φύλο, ουσιαστκά ανεπηρέαστοι (άρα και πολιτιστικά πιο κοντά στους πρώτους Έλληνες) ώς τότε από ό,τι γινόταν στην Νότια Ελλάδα, αγνοούσαν την παιδοφιλία, γι’ αυτό δεν είχαν καν λέξη γι’ αυτήν. Ο Μακεδόνας Έλληνας Αλέξανδρος, αντίθετα απ’ ό,τι λέγεται, δεν ήταν ομοφυλόφιλος, διότι ακόμη και υμνητές της παιδοφιλίας όπως ο Πλούταρχος, επί 600 χρόνια ανέλυαν τη ζωή του προσπαθώντας να βρουν κάτι που να τον κάνει όμοιο με αυτούς, δεν βρήκαν και το ομολογούν. 4) Η προελληνική θρησκεία της Μητέρας-Θεάς ήταν μητριαρχική, δηλαδή υπήρχε ο εραστής-γιος της θεάς. Έτσι προαγόταν η ομοφυλοφιλία. 5) Δεν ισχύει η άποψη ότι είναι Δωρικής προέλευσης συνήθεια η ομοφυλοφιλία, διότι οι Δωριείς, όπως και οι Αχαιοί πιο πριν, εκτόνωναν την σεξουαλική τους δίψα στις γυναίκες των κατακτημένων λαών. Έσφαζαν τους άντρες τους – ώστε να μην προκύψουν εκδικητές τους – και βίαζαν τις γυναίκες. Βλέπουμε, ότι οι Αχαιοί έσφαξαν τους Τρώες και κουβάλησαν ως παλλακίδες τις Τρωάδες. Επομένως δεν υπήρχε λόγος σύνδεσης της στρατιωτικής ζωής με την ομοφυλοφιλία. Όπως και νά ‘χει, πάντως, είτε οι Έλληνες δεν ήταν εξαρχής παιδόφιλοι (όπως υποστηρίζουμε) είτε ήταν, από τους κλασσικούς χρόνους και μετά ήταν και αυτό όποιος το αμφισβητεί μάλλον δεν λέει την αλήθεια.

Συν τω χρόνω, δεν επικράτησε, φυσικά, η εξιδανικευμένη αντίληψη του Πλάτωνα για τη φιλία μεταξύ νέου και ενήλικα του ίδιου φύλου, αλλά το αντίθετο, όπως το περιγράφει και το αποδεικνύει ο Στράτωνας τον 1ο μ.Χ. αιώνα˙ σε άλλο του ποίημα, προσπαθεί να περιγράψει πώς τρείς άνδρες κατορθώνουν να κάνουν δουλειά τεσσάρων, βρισκόμενοι ο ένας πίσω από τον άλλο: ο μεσαίος είναι ταυτόχρονα παθητικός και ενεργητικός. Έτσι, αντί οι αρχαιόπληκτοι Νεοπαγανιστές να παπαγαλίζουν ορισμένα φιλοσοφικά αρχαιοελληνικά κείμενα που λεν πώς θα έπρεπε να ήταν η «παιδεραστία», καλλίτερα θα ήταν να διαβάζουν εκείνα τα αρχαιοελληνικά κείμενα, τα οποία δείχνουν πώς ήταν στην πραγματικότητα η αρχαία ελληνική παιδεραστία. Αντί της ανύπαρκτης εξιδανικευμένης αρχαιότητας, ας τολμήσουν να δουν την πραγματικότητα. Οι Αρχαίοι δεν ήταν τέλειοι, θα δεχτούμε τα όσα καλά έχουν αλλά όχι τα πάντα. Θα πούνε τώρα κάποιοι «βρίζεται η Ελλάδα». Λάθος. Οι Νεοπαγανιστές και οι «αρχαιολάτρες», όταν ακούν να κατακρίνεται η παιδεραστία και η ιεροδουλεία των Αρχαίων Ελλήνων, ως εθνικιστές που είναι, νομίζουν ότι υβρίζεται η Αρχαία Ελλάδα συνολικά. Είναι άλλο πράγμα το ένα κι άλλο πράγμα το άλλο. Όμως αυτό που δεν είναι σωστό, πρέπει να αποδοκιμαστεί, ακριβώς διότι κανείς δεν είναι τέλειος. Εκτός φυσικά από τους παγανιστές  που δεν βρίσκουν τίποτε μεμπτό στους Αρχαίους. Διότι, στην σημερινή Ελλάδα «αρχαιολατρία» σημαίνει αυτό και μόνον αυτό: αποσιώπηση των κακών της αρχαιότητας.

Επειδή, πάντως, η κριτική μας αφορά την προαγωγή της παιδοφιλίας (άρα εμμέσως και του μισογυνισμού) από τον Πολυθεϊσμό γενικά, κι όχι από την ελληνική πολυθεΐα μόνο, πρέπει να αναφέρουμε μερικά πράγματα και για άλλες κουλτούρες. Είναι γνωστά τα Σόδομα της Χαναάν. Έχουμε μιλήσει για τους ομοφυλόφιλους ιερόδουλους των πολυθεϊστικών ναών της Φοινίκης και της Χαναάν στο κεφάλαιο περί Π.Δ. Εκεί τα πράγματα ήταν χειρότερα, διότι ο πολυθεϊσμός ασιατικού τύπου (τον οποίον είχαν και οι Προέλληνες) εξυμνούσε την ομοφυλοφιλία ως θρησκευτικό καθήκον ή ως συνυφασμένο με το θεό.

Όσο για εκείνους που υπερασπίζονται την ομοφυλοφιλία από τις επιθέσεις των Χριστιανών βασιζόμενοι στο ότι τάχα και οι Αρχαίοι Έλληνες ήταν ομοφυλόφιλοι, οπότε «τι πρόβλημα έχετε;», λυπούμαστε που διαστρεβλώνουν την αρχαία ηθική. Αυτοί θα ‘πρεπε να γνωρίζουν ότι οι Αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν «φυσιολογικές» τις ομοσεξουαλικές σχέσεις μόνο μεταξύ ενήλικα και ανήλικου που δεν είχε αναπτύξει ακόμη τριχοφυία στα πόδια, τον πρωκτό και το πρόσωπο. Με άλλα λόγια οι Αρχαίοι θεωρούσαν «κοινωνικά αποδεκτό» ό,τι εμείς θεωρούμε (σχεδόν) έγκλημα: το σέξ μεταξύ ενήλικα και άτριχου αγοριού (από τα 12 – ή και νωρίτερα – ώς τα 17), ενώ θεωρούσαν ανωμαλία και διαστροφή το ομοφυλοφιλικό σεξ, όταν το αγόρι είχε αρχίσει να αναπτύσσει τριχοφυία. Συνεπώς, οι υπερασπιστές της σημερινής ομοφυλοφιλίας, οι οποίοι χρησιμοποιούν ως επιχείρημα «την Αρχαία Ελλάδα» κατά της ηθικής της Εκκλησίας, καλό θα ‘ταν να γνωρίζουν ότι στα μάτια των Αρχαίων Ελλήνων η σημερινή ομοφυλοφιλία (αυτό που έχουμε σήμερα όλοι κατά νου ως ομοφυλοφιλία), το σεξ ανάμεσα σε δύο ενήλικες άντρες, θα τους φαινόταν αηδιαστική (ή άξια ειρωνίας) ανωμαλία, που μόνο κτηνοβάτες τσοπάνοι –όπως λέει ο παιδεραστής Μελέαγρος σ’ ένα άλλο ποίημά του (Π.Α., XII, 41)– αρέσκονταν να διαπράττουν. Συνεπώς, οι «ελευθερόφρονες» συνήγοροι της σύγχρονης ομοφυλοφιλίας διαστρέφουν την ιστορική πραγματικότητα για την ομοφυλοφιλία στην Αρχαιότητα. Αντί να διαστρεβλώνουν την Αρχαιότητα, για να υπερασπιστούν τη σύγχρονη ομοφυλοφιλία και τ’ ατομικά τους δικαιώματα, θα πρεπε να επαινέσουν το σεξ με άτριχα ακόμη αγοράκια (αφού αυτό ήταν το πραγματικό κριτήριο των Ελλήνων – δες, μεταξύ άλλων, Αλκαίου (Π.Α., XII, 30) όπου ο εραστής προειδοποιει το άτριχο ακόμη αγοράκι ότι μόλις αρχίσει να αναπτύσσει τριχοφυία, οι εραστές του θα το εγκαταλείψουν αμέσως), να καταδικάσουν το σεξ μεταξύ ενηλίκων ανδρών, αφού «αυτό έκαναν και οι Αρχαίοι!» (σύμφωνα με το αξίωμα «ό,τι είπαν και έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες  είναι καλό») και ν’ αφήσουν την αρχαία Ελλάδα ήσυχη.

Άλλωστε η παιδοφιλία συνδεόταν άμεσα με τον αρχαίο μισογυνισμό. Καμμία «προοδευτική» αντίληψη δεν περιείχε, το αντίθετο ήταν συνώνυμη της περιφρόνησης του Αρχαίου Έλληνα προς τη γυναίκα του. Όσο αδιαφορούσε ο Έλληνας για την κλεισμένη στο γυναικωνίτη γυναίκα του, όσο την έβλεπε ως «μηχανή παραγωγής νόμιμων παιδιών», άλλο τόσο λάτρευε και ασχολείτο με το αγόρι που σοδόμιζε και συμποσιαζόταν μαζί του. Αποτελεί σφάλμα (ή ψεύδος) η παρουσίαση της αρχαίας ομοφυλοφιλίας, από σύγχρονους Ευρωπαίους και Έλληνες, ως «απελευθερωτικής από τα ταμπού» και «προοδευτικής». Οι ίδιοι Αρχαίοι Έλληνες, που συνέγραφαν ποιήματα, τραγωδίες και έπη ειρωνευόμενοι ξεδιάντροπα την αρχαία Ελληνίδα, οι ίδιοι ήταν παιδεραστές και «έμεναν άναυδοι στη θέα των όμορφων εφηβικών κορμιών». Γι’ αυτόν τον λόγο γράφει ο Θέογνις (Ελεγειών Β’, 1367-1368):

«Παιδός τοι χάρις ἐστί˙ γυναικὶ δὲ πιστὸς ἑταῖρος / οὐδείς, ἀλλ’ αἰεὶ τὸν παρεόντα φιλεῖ.»,

δηλαδή: «Η ευγνωμοσύνη χαρακτηρίζει τα αγόρια. Στη γυναίκα κανείς σύντροφος δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη, αλλά κάθε φορά αυτή αγαπάει όποιον είναι μπροστά της». Με άλλα λόγια, οι γυναίκες είναι αναξιόπιστα όντα, τσούλες που παν με τον πρώτο τυχόντα, ενώ τα όμορφα αγόρια είναι αξιόπιστα και αξιολάτρευτα. Το ένα συμβαδίζει με το άλλο και το συνεπάγεται. Μισογυνισμός και ομοφυλοφιλία πήγαιναν χέρι-χέρι στην Αρχαία Ελλάδα

            Η μεγάλη υπόληψη που είχαν για τη γυναίκα οι αρχαίοι Έλληνες παιδεραστές  φαίνεται στο ακόλουθο ποίημα του Στράτωνα (Π.Α., XII, 245, μετάφραση Γ. Ιωάννου): «Το άλογο το ζώο ξέρει / να σμίγει μόνο με το θηλυκό του /  Όμως εμείς οι λογικοί έχουμε τούτο ακόμα˙ / βρήκαμε τη δουλειά την απο πίσω. / Κι αυτοί που περιορισμένοι είναι στις γυναίκες / σε τίποτε δε διαφέρουν των αλόγων ζώων». 

            Να πηγαίνει λοιπόν ένας άντρας με γυναίκα είναι ανωμαλία, ενώ με άντρα σωφροσύνη˙ να ερωτεύεται ο άντρας τη γυναίκα ένδειξη ανοησίας, ενώ να ερωτεύεται αγόρι φυσιολογικό (γι’ αυτό κι ο Πλούταρχος στον Ερωτικό προσπαθεί να πείσει τους συγχρόνους του Πολυθεϊστές ότι και οι γυναίκες αξίζουν να τις ερωτεύονται). Καμμία «προοδευτικότητα» και «απελευθέρωση απ’ τα ταμπού» δεν συνεπάγονται. Έτσι έχουν τα πράγματα Δυστυχώς για τους ελευθερόφρονες οπαδούς του Διαφωτισμού και τους εθνικιστές Νεοπαγανιστές, ακόμη κι εδώ σφάλλουν, όχι λόγω αμάθειας (αμφιβάλλουμε ότι δεν συσχέτισαν ποτέ το μισογυνισμό με την παιδοφιλία), αλλά λόγω του μίσους τους προς την Εκκλησία.  

94p  ΚΟΙΤΑ ΠΟΙΟΙ ΜΙΛΑΝ ΓΙΑ «ΑΓΑΜΟΥΣ»

«Άγαμοι», περιφρονητικά αποκαλούνται από τους Νεοπαγανιστές οι μοναχοί. Άραγε γνωρίζουν ότι οι περισσότερες πολύτεκνες οικογένειες στην Ελλάδα είναι (πλην των τουρκογενών και Πομάκων της Θράκης) χριστιανικές και συγκεκριμένα  των παπάδων; Ώστε «άγαμοι»..

-ενώ οι οι χρησμολογούσες ιέρειες του μαντείου των Δελφών που έπρεπε να είναι παρθένες (Διόδωρος, 16, 26) ασφαλώς αυτές δεν είναι «άγαμες». Κι ο Πλούταρχος λέει ότι «συνουςίας ἁγνὸν τὸ σῶμα καὶ τὸν βίον ὅλως ἀνεπίμικτον ἀλλοδαπαῖς ὁμιλίαις φυλάττουσι τῆς Πυθίας» (Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων, 51).

-στο ιερό του Ηρακλή στη Φωκίδα ο ιερέας απαγορεύεται να έχει επαφή με γυναίκες (Πλούταρχου, Περί του μή χραν εμμέτρως.. 20).

-στο ιερό του Ποσειδώνα στην Καλαβρία «ἱέραται αὐτῷ παρθένος, ἔστ’ ἄν ἐς ὥραν προςέλθῃ γάμου» (Παυσανίας, 2, 32, 2).

-οι Εστιάδες έπρεπε να παραμείνουν παρθένες. Αλλιώς, θάνατος.

-Ο Πορφύριος παρατηρεί ότι οι ιερείς των θεών απέχουν από την ερωτική επαφή οι ίδιοι και συνιστούν στους άλλους να απέχουν πριν έρθουν στο ναό «καὶ ἐμμήνων καὶ συνουσιῶν καὶ θέας ἤδη αἰσχρᾶς καὶ πενθικῆς καὶ ἀκροάσεως πάθος ἐγειρούσοης» (Περί αποχής, 2, 50).

-Κατά την γιορτή των αθηναϊκών Θεσμοφορίων απαγορευόταν καθ’ όλη τη διάρκειά της η ερωτική πράξη (Αιλιανού, Περί ζώων ιδιότητος, 9, 26: Τοῦτον τοι καὶ ἐν Θεσμοφορίοις (...) Και δοκεῖ (..) ὁρμῆς ἀφροδιςίου κώλυμά ἐστι).

            Η στάση αυτή οφειλόταν στην αντίληψη ότι μεταξύ ιερέων/λάτρεων και θεού υπήρξε ιδιαίτερη κοινωνία αγάπης, η οποία απέκλειε τη συνουσία με άντρα. Π.χ. ο Ηρόδοτος γράφει ότι η προφήτις του Απόλλωνα στα Πάταρα κοιμόταν με τη νύχτα την επίσκεψη του θεού, με τον οποίο κοιμόταν (Ηρόδοτος, 1, 182).

Τολμάνε έπειτα από αυτά να χλευάζουν τους μοναχούς οι Νεοπαγανιστές; Γιατί δε χλευάζουν πρώτα τα δικά τους;

Ώστε «άγαμοι» οι Χριστιανοί μοναχοί. Ενώ

-ο Πλωτίνος που δεν παντρεύτηκε ποτέ,

-ο Πρόκλος που ούτε κι αυτός παντρεύτηκε (Βίος Πρόκλου, 17),

-ο Πορφύριος που παντρεύτηκε σε προχωρημένη ηλικία τη χήρα ενός φίλου του, άρα μόνο για να φροντίζει γι’ αυτήν,  

-ο Ηράκλειτος που δεν παντρεύτηκε,

-ο Δημόκριτος, που δεν παντρεύτηκε,

-ο Θαλής, όταν τον ρωτούσαν, γιατί δεν τεκνοποιεί, απαντούσε «από φιλοτεκνία» και στη μητέρα του που τον πίεζε να παντρευτεί, αρχικά έλεγε «δεν είναι ακόμη καιρός», ενώ όταν ωρίμασε, της έλεγε «δεν είναι πια καιρός» («ὅτε καὶ ἐρωτηθέντα διὰ τί οὐ τεκνοποιεῖ, διὰ φιλοτεκνίαν εἰπεῖν. καὶ λέγουσι ὅτι τῆς μητρὸς ἀναγκαζούσης αὐτὸν γῆμαι ἔλεγεν, "οὐδέπω καιρός." εἶτα, ἐπειδὴ παρήβησεν ἐγκειμένης, εἰπεῖν, "οὐκέτι καιρός."» Διογένης Λαέρτιος, I, 26),

-ο Αρκεσίλαος, που δεν παντρεύτηκε «περιὼν δὲ οὔτε γύναιον εἰσηγάγετο οὔτ' ἐπαιδοποιήσατο.» (Διογ. Λαέρτιος, IV, 43),

-Ο Διογένης ο Κυνικός, όταν ρώτήθηκε πότε πρέπει να παντρεύονται είπε: «οι νέοι όχι ακόμη, οι γέροι ποτέ» («ἐρωτηθεὶς ποίῳ καιρῷ δεῖ γαμεῖν, ἔφη, "τοὺς μὲν νέους μηδέπω, τοὺς δὲ πρεσβυτέρους μηδεπώποτε."» Διογένης Λαέρτιος, VI, 54), αυτοί ΦΥΣΙΚΑ δεν ήταν «άγαμοι»: αυτοί ζούσαν σύμφωνα με τη Φύση!

Κατηγορούν τον Χρυσόστομο ότι προτείνει την αγαμία, τον μοναχισμό και την παρθενία αντί του γάμου θεωρώντας τον κατώτερο των τριών πρώτων. Βασίζουν τις κατηγορίες τους σε ορισμένους λόγους που ο Χρυσόστομος συνέγραψε κατά τη νεότητά του, όταν ακόμη ασκήτευε έξω από την πόλη της Αντιόχειας και είχε νεανικό ζήλο υπέρ αυτού που ο ίδιος έπραττε, προτού ακόμη έρθει σε άμεση επαφή με τα πλήθη των έγγαμων και την πραγματικότητα του αστικού χριστιανικού βίου. Ωστόσο οι κατήγοροι αποσιωπούν πολλές άλλες ομιλίες του Χρυσόστομου, που γράφτηκαν από την ωριμότητά του και μετά, όταν δηλαδή η σκέψη του είχε αποκρυσταλλωθεί, στις οποίες τονίζεται η ισότητα μεταξύ παρθενίας/μοναχισμού και γάμου αναφορικά με το ποθητό αποτέλεσμα. Έτσι ο Χρυσόστομος γράφει:

            Ομιλία ιβ’ εις την Προς Κολοσσαείς, 4: «νυμφεύεσαι για σωφροσύνη και γέννησι παιδιών».

            Ομιλία ζ’ εις την Προς Εβραίους, 4: «Αν οι μακαρισμοί λέχθησαν μόνο για τους μοναχούς και αν ο κοσμικός δεν ήταν δυνατόν να τους κατορθώσει, ενώ αυτός επέτρεψε το γάμο, άρα αυτός θα τους κατέστρεφε όλους. Γιατί, αν δεν είναι δυνατό με γάμο κάποιος να κάνει όσα κάνουν οι μοναχοί, όλα θα είχαν καταστραφεί και φθαρεί και η αρετή θα είχε περιορισθεί σε στενό τόπο. (...) Αν όμως μερικοί εμποδίσθηκαν από το γάμο, ας δουν ότι δεν είναι εμπόδιο ο γάμος, αλλά η προαίρεσή τους που μεταχειρίσθηκε κακώς το γάμο. (..) Χρησιμοποίησε το γάμο σύμφωνα με το μέτρο και θα είσαι πρώτος στη βασιλεία και θα απολαύσεις όλα τα αγαθά (...)».

            Ομιλία κη’ εις την Προς Εβραίους, 7: «Δεν το υποσχέθηκε αυτό μόνο στις άγαμες, αλλά στις αγνές ψυχές. (...) Καθόσον η αγνή ως προς την ψυχή γυναίκα είναι παρθένος, έστω κι αν έχη άνδρα˙ είναι παρθένος και άξια θαυμασμού, διότι έχει την πραγματική παρθενία». Εδώ ο Χρυσόστομος εξηγεί τι εννοεί με τον όρο «παρθένος».

            Στον Λόγο λδ’ εις την Α’ Προς Κορινθίους (παρ. 3 και 4), ο Χρυσόστομος γράφει ότι «ο Θεός από την αρχή άπειρους τρόπους εχρησιμοποίησε για να εμφυτεύση την αγάπη εις εμάς», ένας εκ των οποίων είναι και ο γάμος, διότι «δια τον Θεόν τα πάντα είναι δευτερεύοντα ως προς την αγάπην».

            Ομιλία κ’ εις την Προς Εφεσίους, 1: «Υπάρχει κάποιος έρως που εμφωλεύει εις την φύσιν και διαφεύγων την προσοχήν μας συμπλέκει αυτά τα σώματα. (...) Τίποτα δεν ενώνει τόσον την ζωήν μας, όσον ο έρως ανδρός και γυναικός˙ υπέρ αυτού πολλοί καταθέτουν και τα όπλα, υπέρ αυτού παραδίδουν και την ψυχήν των».

            Ομιλία νε’ εις το Κατά Ματθαίον, 6: «Είναι δυνατόν κανείς και όταν ακόμη κατοικεί εις την πόλην να ποθήση με ζήλον την φιλοσοφίαν των μοναχών, και ακόμη είναι δυνατόν να έχη κανείς γυναίκα και να ασχολήται με την οικίαν του, και να προσεύεται κανείς και να νηστεύει και να ζη με συντριβή καρδίας. (...) Διότι και όλοι οι προφήται και γυναίκας είχον και οικίας, όπως ο Ησαΐας, όπως ο Ιεζεκιήλ, όπως ο μέγας Μωυσής, και δεν εζημιώθησαν εις τίποτε εξαιτίας αυτού εις την αρετήν».

            Ομιλία μστ’ εις το Κατά Ματθαίον, 6: «το σπουδαιότερον μέρος [στο χώρο της αρετής] το κατέχουν η αγάπη, η επιείκεια και η ελεημοσύνη, η οποία υπερέχει και από αυτήν ακόμη την παρθενίαν».

            Ομιλία κα’ εις την Γένεσιν, 5: «Ας ακούουν και άνδρες και γυναίκες και ας διδάσκωνται την αρετήν του δικαίου και ας μη θεωρούν ότι ο γάμος είναι εμπόδιον δια την ευαρέστησιν προς τον Θεόν. (...) Διότι αν είμεθα προσεκτικοί, ούτε ο γάμος, ούτε η ανατροφή των παιδιών, ούτε τίποτε άλλο θα ημπορέση να μας εμποδίση εις την ευαρέστησιν προς τον Θεόν. (...) Αν ο γάμος, αγαπητέ, και η ανατροφή των παιδιών επρόκειτο να γίνουν εμπόδιον εις τον δρόμον της αρετής, δεν θα εισήγαγε τον γάμον εις την ζωήν μας ο δημιουργός των όλων, δια να μη μας βλάψη εις τα σπουδαία και πάρα πολύ αναγκαιότερα πράγματα».

            Ο Χρυσόστομος λοιπόν όχι απλώς δεν θεωρεί τον γάμο κακό (όπως και αρχικά το τόνιζε στα πρώτα του συγγράμματα), αλλά τον θεωρεί ισότιμο με τον μοναχισμό, και όχι εμπόδιο στην χριστιανική ζωή. Με τον μοναχισμό βέβαια ο άνθρωπος απελευθερώνεται από τα προβλήματα της καθημερινότητας του γάμου, αλλά αυτά τα προβλήματα δεν είναι ικανά να εμποδίσουν κάποιον να αγιάσει: και μοναχισμός και γάμος επιτυγχάνουν τα ίδια. Η ελεημοσύνη, η οποία για τον Χρυσόστομο είναι ανώτερη της παρθενίας, μπορεί ασφαλώς να εξασκηθεί και από έγγαμους. Επίσης θεωρεί τον έρωτα και τον γάμο ως μία ακόμη μέθοδο του Θεού, ώστε οι άνθρωποι να αγαπηθούν μεταξύ τους. Οι κατηγορίες εναντίον του Χρυσόστομου είναι απαράδεκτες και οφείλονται σε αποσπασματική εκτίμηση του συγγραφικού έργου του.

94q  ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΙΚΕΣ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΣΕΞ

Ας δούμε τι διαφορετικό από το Χριστιανισμό δογμάτιζε ο Πυθαγόρας στο ζήτημα του σεξ:

Ιάμβλιχου, Περί του πυθαγορικού βίου:

§ 48 «...(ο Πυθαγόρας) τους είπε μάλιστα να προσέχουν και τούτο: να έχουν σχέσεις μονάχα με τους συζύγους τους». Πάρα πολύ αντιχριστιανικό αυτό.

§ 55 «...άν όμως (η γυναίκα) έρθει σε συνουσία με άλλον άνδρα (όχι  το συζυγό της), ο θεός δε θα τη συγχωρέσει».

§ 86 «(Ο Πυθαγόρας έλεγε ότι) κάποιος πρέπει να γεννά παιδιά, για ν’ αφήνει στη θέση του όταν πεθάνει, κάποιον άλλο υπηρέτη των θεών». Αυτό το δόγμα του Πυθαγόρα είναι τεράστιας σημασίας. Μερικοί αρχαιολάτρες επιχειρηματολογούν ότι οι Χριστιανοί αγαπούν την ζωή και κάνουν παιδιά, όχι διότι πραγματικώς αγαπούν τη ζωή αυτήν καθ’ αυτήν, αλλά διότι τους διατάζει ο Θεός να την αγαπούν. Από το πυθαγόρειο αυτό δόγμα που λέει ότι η παιδοποιία γίνεται για να υπάρχουν λάτρεις των θεών, αλλά και από το γεγονός ότι οι αρχαίοι Έλληνες παντρεύονταν όχι από έρωτα αλλά για να κάνουν παιδιά που θα τους γηροκομήσουν, φαίνεται ότι οι Αρχαίοι δεν είχαν τόσο φιλελεύθερες αντιλήψεις για την παιδοποιία, όπως πιστεύουν οι φιλελεύθεροι αρχαιολάτρες. Αυτό το δόγμα του Πυθαγόρα αφιερώνεται λοιπόν σε όσους κατηγορούν το Χριστιανισμό ότι είναι θεοκεντρικός, σε αντίθεση τάχα με την «ελευθερόφρονα, μη θρησκόληπτη» αρχαία φιλοσοφία.

§ 210 «Το μικρό αγόρι πρέπει ν’ ανατρέφεται μ’ αυτόν τον τρόπο, ώστε να μην αναζητά κατά τα πρώτα του 20 έτη την συνουσία....(οι Πυθαγόρειοι) θεωρούσαν ότι πρέπει να περισταλούν όλες οι παρά φύση γεννητικές λειτουργίες καθώς και αυτές που γίνονται με ακόλαστο τρόπο και να παραμείνουν όσες γίνονται με σωφροσύνη και νομιμότητα, όσες δηλαδή στοχεύουν στην τεκνοποιία».

Για δες σε τι «χριστιανικές αηδίες» πίστευαν οι Πυθαγόρειοι. Απαγορεύεται το σεξ, άμα δεν στοχεύει στην παιδοποιία. Και οι άνθρωποι πρέπει να ανατρέφονται έτσι, ώστε να μην κάνουν έρωτα πριν τα 20 τους χρόνια. Μεσαιωνικοχριστιανικός Σκοταδισμός! Πώς τους ανέχονταν τους Πυθαγόρειους οι Αρχαίοι με την Κοσμοθέαση που είχαν; Και για να τελειώνουμε:

§ 85 «(Ο Πυθαγόρας έλεγε ότι) οι πόνοι είναι καλό, ενώ οι ηδονές από κάθε πλευρά κακό˙ διότι, αφού γεννηθήκαμε για να τιμωρηθούμε, πρέπει να τιμωρούμαστε».

Και φυσικό να πιστεύουν αυτές τις απάνθρωπες ιδέες οι Αρχαίοι, αφού πίστευαν στην κυκλική ιστορία και άρα στην μετενσάρκωση, και συνεπώς η επίγεια ζωή γι’ αυτούς ήταν τόπος τιμωρίας-εξαγνισμού, ώστε να ξεφύγουν από τον ατελείωτο κύκλο των μετενσαρκώσεων.

«..έλεγε πως υπάρχουν δύο είδη ηδονής. Τη μια, δηλαδή αυτή που έχει ενδώσει στις απαιτήσεις της κοιλιάς και στις σαρκικές επιθυμίες, παρομοίαζε, λόγω της πολυτέλειάς της, με τις ανθρωποκτόνες ωδές των Σειρήνων» (Πορφύριου, Πυθαγόρου βίος, 39).

Πολλοί  λεν ότι οι Χριστιανοί μισούν τη ζωή και κάνουν παιδιά απλώς επειδή τους διατάζει έτσι ο Θεός. Ο Πλάτωνας, όπως κι ο Πυθαγόρας, θα είχε αντίθετη άποψη από τη δική τους: «Ο άνθρωπος οφείλει να αποβλέπει στη διαιώνιση του είδους αφήνοντας πίσω του απογόνους που θα υπηρετούν το θεό» (Νόμοι, 773e). Οφείλει. Κι όχι μόνο οφείλει, αλλά τιμωρείται αν δεν το πράξει: «όποιος αρνείται να παντρευτεί θα τιμωρείται με αυτή τη χρηματική ποινή» (Νόμοι, 774b). «Ένας άνθρωπος πρέπει να παντρεύεται από τα τριάντα μέχρι τα τριανταπέντε χρόνια της ηλικίας του, διαφορετικά θα τιμωρείται με πρόστιμο και στέρηση τιμών. Θα πληρώνει δηλαδή το τάδε πρόστιμο ή θα υφίσταται τον δείνα εξευτελισμό» (Νόμοι, 721b). Αυτή είναι η ουμανιστική στοχοθεσία της Κλασσικής Ελλάδας: «Αν δεν υπάρξει τεκνοποιία, το ζευγάρι θα χωρίζει αφού αποφασίσει σε συμβούλιο με τους στενούς συγγενείς του και τις επόπτριες τι συμφέρει καλύτερα στον καθένα. Αν προκύψει αμφισβήτηση σχετικά με τα καθήκοντα και τα συμφέροντα των συζύγων, θα εκλέξουν δέκα νομοφύλακες και θα συμμορφθωθούν με τις αποφάσεις που θα πάρουν εκείνοι. Οι επόπτριες θα μπαίνουν στα σπίτια των νεαρών ζευγαριών και θα προσπαθούν με συνδυασμό συμβουλών και απειλών να τους βγάλουν από την αμαρτία και την άγνοια. Αν δεν πετύχουν τίποτα, θα αναφέρουν το θέμα στους νομοφύλακες, οι οποίοι θα καταφύγουν σε τιμωρίες. Αν και αυτοί αποτύχουν, θα τους καταγγείλουν στο δικαστήριο και θα γράψουν το όνομά τους στο ναό (...). Το άτομο του οποίου το όνομα γράφτηκε στην πινακίδα χωρίς να καταφέρει να κερδίσει τη δίκη εναντίον εκείνων που τον κατήγγειλαν, δε θα έχει το δικαίωμα να παρευρίσκεται σε γάμους και σε εορτές γενεθλίων. Αν το κάνει, μπορεί να τον ξυλοκοπήσει οποιοσδήποτε χωρίς να τιμωρηθεί. Το ίδιο θα συμβαίνει με μια γυναίκα που δε συμπεριφέρεται σύμφωνα με τους κανονισμούς. (...) Θα της απαγορευτούν οι περίπατοι, οι τιμές που απευθύνονται στις γυναίκες» (Νόμοι, 784b-d).

Σε αυτά στόχευε ο Πλάτωνας. Στο να μπαίνουν στην κρεβατοκάμαρα των νιόπαντρων ζευγαριών οι Επόπτριες (που εποπτεύουν τα ζευγάρια) και να κρυφοκοιτάνε αν αυτά κάνουν «το καθήκον τους», πράγμα που η Εκκλησία ουδέποτε έπραξε ούτε καν διανοήθηκε. Και όσα ζευγάρια δεν τεκνοποιούν, πρέπει να χωρίσουν. Τώρα, αν το ζευγάρι αυτό αγαπιόταν, αν εξακολουθούσε να νοιώθει στοργή και έλξη αναμεταξύ τους, αυτό είναι αδιάφορο. Αυτή ειναι η στοχοθεσία της Αρχαιότητας. Μεγάλος ανθρωπισμός. Ευτυχώς που μετά την Αναγέννηση επανήλθαμε σε αυτά τα αρχαιολατρικά πρότυπα.

«Ο Δημόκριτος αποδοκίμαζε τις σαρκικές απολαύσεις, διότι, έλεγε, καταβάλλουν τη συνείδηση δια της ηδονής..... (Ο Δημόκριτος) είχε κακή γνώμη για τις γυναίκες, και δεν επιθυμούσε παιδιά, γιατί η ανατροφή τους παρεμποδίζει τη φιλοσοφία» (Μπ. Ράσσελ, Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, τ. Α’, σελ. 146).

Το να έχεις παιδιά, να συνεχίζεις τη ζωή, είναι λοιπόν εμπόδιο στη φιλοσοφία. Αυτή η γνώμη δεν ενοχλεί λοιπόν κανέναν αρχαιολάτρη, ούτε και η αντιπαλότητα μεταξύ συνείδησης και ηδονής. Όταν τα λεν αυτά οι Χριστιανοί, τότε υποστηρίζουν το «μεσαίωνα», αν όμως τα πει κάποιος Ελληνας, π.χ. ο Δημόκριτος, τότε διακριτικά σιωπούν οι «αρχαιολατρικές δυνάμεις».

Λέει ο Δημόκριτος, εκτός αυτών, κι άλλα:

(Απ. 74) «να μην αποδέχεσαι την ηδονή που δεν συμφέρει».

(Απ. 207) «πρέπει, όχι όλες τις ηδονές, αλλά αυτές που οδηγούν στο καλό, να εκλέγουμε».

(Απ. 235) «όσοι είναι κοιλιόδουλοι και κάνουν καταχρήσεις στα φαγητά ή στο πιοτό ή στα αφροδίσια, γι’ αυτούς οι απολαύσεις  είναι σύντομες και διαρκούν λίγο, όσο καιρό τρώγουν ή πίνουν, ενώ οι πίκρες είναι πολλές. Διότι αυτοί επιθυμούν συνεχώς τα ίδια πράγματα, και όταν πραγματοποιηθούν όσα επιθυμούν, η απόλαυση παρέρχεται γρήγορα και δεν αφήνει σ’ αυτούς τίποτε ωφέλιμο, εκτός από την παροδική ευχαρίστηση. Ύστερα πάλι χρειάζονται τα ίδια».

            Ο Στοβαίος μάς διέσωσε ένα απόσπασμα του Δημόκριτου (Εκλογαί, 4, 24): «Τεκνοτροφίη σφαλερόν˙ τὴν μὲν γὰρ ἐπιτυχίαν ἀγῶνος μεστὴν καὶ φροντίδος κέκτηται, τὴν δὲ ἀποτυχίαν ἐνυπέρθετον ἑτέρᾳ ὀδύνῃ. Οὐ δοκεῖ μοι χρῆναι παῖδας κτᾶσθαι˙ ἐνορῶ γὰρ ἐν παίδων κτήσει πολλοὺς καὶ μεγάλους κινδύνους, πολλὰς δὲ λύπας, ὀλίγα δὲ τὰ εὐθηλέοντα καὶ ταῦτα λεπτά τε καὶ ἀσθενέα».

Τι λέει ο Επίκουρος και η φιλοσοφία του; «(Ο Επίκουρος λέει ότι) ο σοφός δε θα συνευρευεί με γυναίκα, με την οποία οι νόμοι απαγορεύουν κάτι τέτοιο. (...) Οι Επικούριοι πιστεύουν ότι ο σοφός δε θα ερωτευτεί. Ακόμη, ότι ο έρωτας δεν είναι θεόπεμπτος. (...) Η συνουσία ποτέ δεν ωφέλησε˙ καλό θα ήταν και να μην έβλαπτε» (Διογένης Λαέρτιος, X, 118).

«(…) Πρέπει να θυμάστε πάντα ότι, όταν ζευγαρώνει ο άντρας με τη γυναίκα, για να κάνουν παιδί, η ηδονή που νοιώθουν είναι απόλυτα φυσική. Η ομοφυλοφιλική όμως επαφή είναι παρά φύσιν και διαπτράττεται επειδή άντρες και γυναίκες δεν μπορούν να συγκρατήσουν την επιθυμία τους για ηδονή» (Πλάτωνα, Νόμοι, 636c).

            Επίσης, γράφει (Νόμοι 841d-e): «Μπορεί πάντως, με τη βοήθεια του θεού, να καταφέρουμε να επιβάλουμε το ένα από τα δύο πρότυπα σεξουαλικής συμπεριφορά. Να μην έχει κανείς σχέσεις με οποιαδήποτε ελεύθερη γυναίκα εκτός από τη σύζυγό του και να μην κάνει νόθα παιδιά ή να έχει άγονη σεξουαλική επαφή με αρσενικούς. Η δεύτερη περίπτωση είναι να απαγορευτεί ολοκληρωτικά η παιδεραστία και να θεσπιστεί κανονισμός για τον άνδρα που έχει σχέσεις με κάποια γυναίκα, που αγόρασε ή απέκτησε με οποιονδήποτε τρόπο, εκτος από τη νόμιμη σύζυγό του, ο οποίος θα του επιβάλλει να την κρατήσει κρυφή από όλους τους άλλους».

            Ο Αριστοτέλης: «Να απαγορεύεται ρητά η σεξουαλική επαφή με άλλη ή άλλον για οποιονδήποτε λόγο, από τη στιγμή που κάποιος θα γίνει νόμιμα σύζυγος. Κι αν κάποιος συλληφθεί να κάνει κάτι τέτοιο σε εποχή τεκνοποιίας, πρέπει να τιμωρείται με ποινή ανάλογη με το αμάρτημά του» (Πολιτικά, Η’, 14 (1335b 37)).

Ο Πλάτωνας – τον αναφέρουμε ξανά εδώ – έχει την ίδια άποψη με το μαθητή του: «Αν το ζευγάρι έχει κάνει παιδιά σύμφωνα με τους νόμους και ο άντρας έχει σχέσεις με άλλη γυναίκα ή η γυναίκα με άλλον άντρα, ενώ εξακολουθούν να βρίσκονται σε ηλικία τεκνοποιίας, οι ένοχος θα υποστεί την ίδια ποινή με εκείνους που μπορούν ακόμα να τεκνοποιήσουν» (Νόμοι 784e).

Ο Πλάτωνας λέει κι αυτά: «Ξέρω κάποιο τρόπο για να επιβάλω τον νόμο που ειτρέπει τη σεξουαλική επαφή μόνο για λόγους τεκνοποιίας και απαγορεύει όχι μόνο τις σεξουαλικές σχέσεις στις οποίες σκοτώνεται σκόπιμα το ανθρώπινο γένος, αλλά και τη σπατάλη του σπέρματος πάνω σε πέτρες και χώματα, όπου δε θα ριζώσει ποτέ και δε θα δημιουργήσει νέους ανθρώπους. Πρέπει να αποφεύγουμε ακόμα και το θηλυκό έδαφος, στο οποίο δε θέλουμε να φυτρώσει ο σπόρος μας» (Νόμοι, 838e-839a).

«Για τούτο οι σύζυγοι αυτό πρέπει να αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη ευλάβεια, μένοντας αγνοί από κάθε ανίερη και άνομη συναναστροφή μέ άλλους, να μη σπέρνουν εκεί απ’ όπου δεν θέλουν να φυτρώσει αλλά και, αν καρπίσει, ντρέπονται και προσπαθούν να το κρύψουν» (Πλούταρχου, Γαμικά παραγγέλματα, 42 (144b)).

Ο Πλούταρχος, στο «Περί παίδων αγωγής» γράφει (κεφ. 19): «πρέπει να επιχειρούμε τους επιρρεπείς στις ηδονές και τους αδιάφορους στις επιπλήξεις να δένουμε με το ζυγό του γάμου˙ γιατί αυτός είναι το ασφαλέστατο χαλινάρι της νεότητας». Όταν οι Αρχαίοι λεν τέτοια πράγματα, οι «αρχαιολάτρες» σφυρίζουν αδιάφορα˙ γιατί, με την αρχαιοελληνική(;) λογική τους δεν μπορούν να καταλάβουν κάποια πράγματα περί Αρχαιότητας. Νομίζουν ότι η αρχαιότητα ήταν ο παράδεισος του ελεύθερου σεξ. Νομίζουν ότι η αρχαία εποχή είχε τα ίδια ήθη με τη σημερινή, ενώ παρενεβλήθη ο χριστιανικός Μεσαίωνας. Κι έτσι παραποιείται η ιστορία.

            Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο (VIII, 9) η γνώμη του Πυθαγόρα ως προς τα αφροδίσια ήταν ότι πρέπει αυτά να αποφεύγονται, διότι καθιστούν ασθενέστερο τον άνθρωπο. Στο τέλος της αρχαιότητας ο μαθητής του Πλωτίνου Πορφύριος αντιμετωπίζει αυστηρότερα από τον διδάσκαλό του τα αφροδίσια. Γράφει ότι ο άνθρωπος πρέπει να αποθέσει τον σάρκινον χιτώνα του σώματός του και να επιτύχει ένα είδος ασωματίας (Περί αποχής, 1, 31). Αυτό επιτυγχάνεται δια της αποκοπής της προς τα υλικά σχέσεως, κυρίως δε της πολυφαγίας και των αφροδισίων (Περί αποχής, 1, 41). Η τρυφή περί αυτά όχι μόνο δεν ωφελεί, αλλά βλάπτει (αυτ. 1, 41). «Τα αφροδίσια μιαίνει», διακηρύσσει.

Ο στωικός Μουσώνιος διδάσκει ότι η σεξουαλική πράξη είναι νόμιμη μόνο εντός του γάμου και μόνο με σκοπό τη γέννηση παιδιών. Η σεξουαλική πράξη που γίνεται με σκοπό την ηδονή, ακόμη κι εντός του γάμου είναι παράνομη, γράφει ο Έλληνας φιλόσοφος: «χρὴ μόνα μὲν ἀφροδίσια νομίζειν δίκαια τὰ ἐν γάμῳ καὶ ἐπὶ γενέσει παίδων συντελούμενα, ὅτι καὶ νόμιμά ἐστιν˙ τὰ δὲ γὲ ἡδονὴν θηρώμενα ψιλὴν ἄδικα καὶ παράνομα, κἂν ἐν γάμῳ ᾗ» (Περί Αφροδισίων, εκδ. Hense, Λειψία 1905, σ.64).

Ο Επίκτητος συνιστά και την προ του γάμου εγκράτεια, η οποία μετά πρέπει να εξικνείται μέχρι της αποφυγής της πονηρής σκέψης και την αποφυγή επιθυμίας ξένης γυναίκας μετά τον γάμο. «όσο για τα αφροδίσια, πρέπει να μείνεις αγνός πρίν το γάμο, αλλά αν είναι ανάγκη να γευτής την ηδονή, πράξε μόνο ό,τι είναι νόμιμο» (Εγχειρίδιο 33, 8).

Ο Ξενοκράτης, ήταν μαθητής του Πλάτωνα. Όταν η Φρύνη θέλησε να τον παρασύρει, προφασιζόμενη πως την κυνηγούσαν για να την σκοτώσουν, ζήτησε άσυλο στο σπίτι του. Αυτός τη δέχτηκε και μάλιστα, της επέτρεψε, όταν του το ζήτησε, να κοιμηθεί στο μικρό και στενό κρεββάτι του μαζί του. Την άλλη μέρα η Φρύνη έλεγε στους φίλους της πως είχε την εντύπωση ότι δε σηκώθηκε δίπλα από άντρα, αλλά από άγαλμα («καί ποτε καὶ Φρύνην τὴν ἑταίραν ἐθελῆσαι πειρᾶσαι αὐτόν, καὶ δῆθεν διωκομένην ὑπό τινων καταφυγεῖν εἰς τὸ οἰκίδιον. τὸν δὲ ἕνεκα τοῦ ἀνθρωπίνου εἰσδέξασθαι, καὶ ἑνὸς ὄντος κλινιδίου δεομένῃμεταδοῦναι τῆς κατακλίσεως· καὶ τέλος πολλὰ ἐκλιπαροῦσαν ἄπρακτον ἀναστῆναι. λέγειν τε πρὸς τοὺς πυνθανομένους ὡς οὐκ ἀπ' ἀνδρός, ἀλλ' ἀπ' ἀνδριάντος ἀνασταίη» Διογένης Λαέρτιος, IV, 7).

«Ο Ιππόλυτος (Αιρέσεων έλεγχος, 7, 30 = Εμπεδοκλής Β 110) κατηγορεί τον Μαρκίωνα ότι αντιγράφει τους καθαρμούς του Εμπεδοκλή στην προσπάθειά του να απαλλαγεί από τον γάμο: διαίρει γὰρ ὁ γάμος κατὰ Ἐμπεδοκλέα τὸ ἓν καὶ ποιεῖ πολλά. Αυτό εξηγείται από ένα άλλο δόγμα που ο Ιππόλυτος (ό.π., 7, 29 = Εμπεδοκλής Β 115) αποδίδει στον Εμπεδοκλή, ότι οι σεξουαλικές σχέσεις οδηγούν στην καταστρεπτική λειτουργία του Νείκους» (E.R. Doods, Οι Έλληνες και το παράλογο, εκδ. Καρδαμίτσα, σ. 266).

Ο ύστερος νεοπλατωνικός φιλόσοφος Θεοσέβιος έδωσε στη γυναίκα του μια ζώνη αγνότητας και της είπε να τη φορέσει ή να φύγει, όταν διαπίστωσε ότι αδυνατούσαν να κάνουν παιδί (Δαμάσκιου, Βίος Ισιδώρου, 59). Εφευρέτες και της ζώνης αγνότητας οι Νεοπλατωνικοί, τελευταίοι Παγανιστές.

Και τι να πει κανείς για την Υπατία, την οποία οι νεοπαγανιστές θεωρούν σύμβολο του Παγανισμού; Αυτή έμεινε παρθένα – αν και πανέμορφη – σε όλη τη ζωή της. Ασφαλώς οι Νεοπαγανιστές αυτό το αποσιωπούν, γιατί δεν γίνεται – σύμφωνα με την γνώμη τους – οι Ειδωλολάτρες να ακολουθούσαν τέτοια ηθική ζωή, παρόμοια με την χριστιανική: οι Νεοπαγανιστές διαστρεβλώνουν την αρχαιότητα και σιωπούν, όταν βλέπουν παραδείγματα σαν της Υπατίας, διότι την Αρχαιότητα την θέλουν να την έχουν ως απλή δικαιολογία για την δική τους ζωή, λέγοντας «αφού αυτά που κάνουμε εμείς τα έκαναν και οι Αρχαίοι, μην μας κατακρίνετε!» Αυτό όμως δεν είναι Επιστήμη, αλλά Προπαγάνδα.

Θα ξετρυπώσουν τώρα τίποτε «αντικειμενικοί», άθεοι τάχα μου, αρχαιοκεντρικοί κρυπτοπαγανιστές λέγοντας, ότι, αφού και οι αρχαίοι Έλληνες τα είπαν αυτά περί ηθικής ζωής, ο Χριστιανισμός είτε τα έκλεψε από αυτούς είτε απλώς δεν τον έχουμε ανάγκη. Αυτή η θέση αποδεικνύει πόσο σοφιστές είναι οι νεοπαγανιστές: το ζήτημα που εξετάζεται εδώ, δεν είναι ποιος έκλεψε ποιον ή ποιον χρειαζόμαστε, αλλά ότι, αφού αρκετοί Έλληνες φιλόσοφοι είπαν πράγματα  πολύ συμβατά με τη χριστιανική ηθική, δεν μπορούν οι Νεοπαγανιστές να ειρωνεύονται την χριστιανική ηθική και το Πηδάλιο και να παριστάνουν τους έξυπνους φιλελεύθερους χλευαστές της.

Και με όλα αυτά φυσικά δεν λέγονται για να αποδειχθεί ότι οι αρχαίοι είχανε την ίδια σεξουαλική ηθική με τους Χριστιανούς – αν και ορισμένοι φιλόσοφοι, όπως φαίνεται, είχαν παρόμοια. Αλλά η αντίληψη για την αρχαία ηθική που οι Νεοπαγανιστές έχουν και προωθούν, με σκοπό να χτυπήσουν την χριστιανική ηθική, όπως αυτή εκφράζεται από κείμενα σαν κι αυτό: «..είμαι η Ηδονούσα... έγινα νεφέλη, ύετος, αρσενικός σκλάβος, επιβήτορας, έγινα ερωμένη βασιλιάδων, κυοφόρησα θεούς..» (Διιπετές, Οκτ. 2003). Αυτή λοιπόν η αντίληψη περί ελευθεριάζοντων, σχεδόν-τρανσέξουαλ Αρχαίων μόνο σε μυαλά Νεοπαγανιστών υπάρχει.

Πρέπει να τονιστεί, ότι ο Χριστιανισμός έχει καλύτερες απόψεις για την ηδονή ακόμη κι από τους καλύτερους των αρχαίων Ελλήνων, τους φιλοσόφους. Κι αυτό γιατί, σε αντίθεση με τον Δημόκριτο που λέει ότι δεν γίνεται ο παντρεμένος να είναι (φιλό)σοφος, ο Χριστιανισμός δέχεται ότι ο παντρεμένος μπορεί να σωθεί κατά τον ίδιο τρόπο με τον άγαμο και ότι όσοι «παρθενεύοντες δια τον Κύριον», δηλαδή μοναχοί, υπερηφανευτούν κατά των παντρεμένων, που έχουν γυναίκα, είναι αναθεματισμένοι. Σε αντίθεση με τον Πυθαγόρα που λέει ότι δε θα συγχωρεθεί όποια γυναίκα απατήσει τον άντρα της ή δογματίζει ότι μέχρι τα είκοσι δεν πρέπει να έχει σεξουαλικές σχέσεις ο νέος ή ότι γεννηθήκαμε για να υποφέρουμε, ο Χριστιανισμός δε βάζει όριο πλην του γάμου και πιστεύει ότι η γυναίκα (ή ο άντρας) μπορεί να συγχωρεθεί αν μετανοιώσει, γιατί είναι ανθρώπινη αδυναμία. Σε αντίθεση με τον Επίκουρο που αρνείται ότι η συνουσία οφέλησε, ο Χριστιανισμός τη θεωρεί εντός του γάμου ωφελιμότατη, αφού είναι ένα όπλο που έδωσε ο Θεός κατά του θανάτου. Τέλος, σε αντίθεση με την Αρχαία Ελλάδα, ο Χριστιανισμός δεν φακέλωνε ούτε φακελώνει κανέναν, αν αυτός παντρεύεται ή δεν παντρεύεται, αν αυτός αμαρτάνει ή δεν αμαρτάνει. Άλλο πράγμα να λες ότι κάποια πράγματα είναι αμαρτία κι άλλο πράγμα να φακελώνεις ή να τιμωρείς ποινικά (π.χ. Σπάρτη) όσους δεν έχουν την καθιερωμένη ηθική. Ο Καβάφης έγραφε για τους Αντιοχείς, που αν και Χριστιανοί συνέχιζαν τον «περιλάλητο» βίο τους, χωρίς να τους σφάζει κανείς ή να τους τιμωρεί. Το ένα δεν συνεπάγεται το άλλο. Το ότι η Εκκλησία κατακρίνει δημόσια την αμαρτία και λέει «αυτό είναι αμαρτία» δεν συνεπάγεται απαραίτητα, όπως πιστεύουν κάποιοι, ότι διενεργεί ανακρίσεις ή φακελώνει ή θέλει την τιμωρία του αμαρτωλού.

Αποδεικνύεται και σε αυτήν την περίπτωση, ότι, όπως η «αρχαιολατρία» της Δυτικής Ευρώπης δεν ήταν παρά η εξιδανίκευση της κλασσικής αρχαιότητας, με σκοπό να δικαιολογήσει την πολιτισμική/πολιτική/οικονομική ανωτερότητά της η Δύση και να βρεί πάσει θυσία ένα ιδεολογικό αντίβαρο στο δυτικό Χριστιανισμό (διαστρεβλώνοντας έτσι την Αρχαιότητα), έτσι και η «αρχαιολατρία» των Νεοπαγανιστών, ειδικά στα ζητήματα σεξουαλικής ηθικής δεν είναι παρά μια προσπάθεια ανεύρεσης εκ μέρους τους ιδεολογικού στηρίγματος στην αρχαιότητα, ώστε να δικαιολογήσουν την δική τους, σημερινή σεξουαλική ηθική. Δεν έχουν το θάρρος της δικής τους άποψης, γι' αυτό διαστρεβλώνουν τις αρχαιοελληνικές απόψεις. Λένε «αυτά που κάνουμε εμείς τα έκαναν και οι Αρχαίοι˙ άρα πολύ καλά κάνουμε». Αυτό όμως δεν είναι επιστήμη, αλλά ιδεολογήματα.

 

 95. "Ο Χριστιανισμός κηρύσσει τον ευνουχισμό ως προϋπόθεση για να εισέρθουν στη βασιλεία των ουρανών: «λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ [αὐτοῦ], Εἰ οὕτως ἐστὶν αἰτία τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τῆς γυναικός, οὐ συμφέρει γαμῆσαι. δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Οὐ πάντες χωροῦσιν τὸν λόγον [τοῦτον], ἀλλ᾽ οἷς δέδοται. εἰσὶν γὰρ εὐνοῦχοι οἵτινες ἐκ κοιλίας μητρὸς ἐγεννήθησαν οὕτως, καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνουχίσθησαν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω». (Ματθαίος ιθ’ 10-12). Ο Ωριγένης, εφαρμόζοντας τα προστάγματα του Ιησού ευνουχίστηκε".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ο Ωριγένης ήταν αιρετικός και ως αιρετικός κατανόησε το κείμενο. Αντιστοίχως, οι νεοπαγανιστές κατανοούν ως νεοπαγανιστές το κείμενο. Η Εκκλησία όμως διδάσκει άλλα. Ας δούμε και τί διδάσκει η Εκκλησία πιο συγκεκριμένα πάνω στο θέμα του ευνουχισμού: «Εἴ τις Κληρικὸς ὤν, ἑαυτὸν ἀκρωτηριάσοι, καθαιρείσθω. Φονεὺς γὰρ ἐστὶν ἑαυτοῦ» (Κανών ΚΓ' των Αγίων Αποστόλων) και «Λαϊκὸς ἑαυτὸν ἀκρωτηριάσας, ἀφοριζέσθω ἕτη τρία. Ἐπίβουλος γὰρ ἐστὶ τῆς ἑαυτοῦ ζωῆς» (Κανών ΚΔ' των Αγίων Αποστόλων).

Οι «εκ κοιλίας μητρός ευνούχοι» προφανώς είναι οι εκ γενετής ανίκανοι προς αναπαραγωγή. Οι «ευνούχοι οιτίνες ευνούχισαν εαυτούς διά τήν βασιλείαν τών ουρανών», δεν είναι άλλοι από αυτούς που παραμέλησαν τη γενετήσια διαδικασία κι αφιερώθηκαν στο Θεό.

Οι Νεοπαγανιστές, λοιπόν, άδικα ψάχνουν στην Κ.Δ. για προτροπή προς ευνουχισμό. Αντίθετα, είναι καιρός να μάθουν πως η αιματηρή θρησκεία τους, εκτός από ανθρωποθυσίες και εκπορνεύσεις είχε και (αυτο)ευνουχισμούς: «Κάθε χρόνο, πιστοί της θεάς [Κυβέλης] αυτοευνουχίζονταν, για να φέρουν στη γη ευφορία και γι’ αυτό ο χορός των Γάλλων [όπως λέγονταν ευνουχισμένοι ιερείς της θεάς] μεγάλωνε. Μετά τον ευνουχισμό οι Γάλλοι ντύνονταν με γυναικεία ρούχα και φορούσαν δαχτυλίδια και στολίδια». Αρχικά γινόντουσαν ανθρωποθυσίες, αλλά... «Στα κατοπινά χρόνια η ανθρωποθυσία αντικαταστάθηκε από τον ευνουχισμό και την ταφή των γεννητικών οργάνων του άνδρα. Σκοπός ήταν να δοθεί στη γη ανδρική δύναμη. Την ημέρα της πράξης [24 Μαρτίου] εκστασιάζονταν με ειδικούς χορούς αλλά και με τη χρήση φαρμάκων. Οι ευνούχοι άνδρες συγκεντρώνονται στο ιερό και αποτελούν το ιερατείο. Στα ρωμαϊκά χρόνια οι Γάλλοι αυτοευνουχίζονταν. Το σωματείο των ιερέων διατηρήθηκε ώς τον 5ο αι.» (πηγή: εγκυκλοπαίδεια Υδρία, λήμ. «Γάλλοι», «Κυβέλη»).

Ιδού η πατρώα ιεροτελεστεία της αποκοπής παγανιστικών όρχεων (Λουκιανού, De Dea Syria, 50-51): «Και σε προκαθορισμένες ημέρες οι πιστοί μαζεύονται στο ναό, και πολλοί Γάλλοι και οι θρησκευόμενοι για τους οποίους μίλησα προηγουμένως κάνουν τις τελετές τους και τραυματίζουν με μαχαίρι τα χέρια τους και χτυπούν το ένα με το άλλο πάνω στην πλάτη. Και πολλοί στέκονται εκεί παίζοντας φλογέρα και χτυπώντας τύμπανα, και άλλοι τραγουδούν θεόπνευστα και ιερά τραγούδια. Αυτό γίνεται έξω από το ναό, και αυτοί που το κάνουν δεν μπαίνουν μέσα στο ναό. Και αυτές τις ημέρες γίνονται Γάλλοι. Γιατί ενώ οι υπόλοιποι παίζουν φλογέρες και κάνουν τις τελετές τους,  σε πολλούς μπαίνει μανία, και πολλοί που ήρθαν απλά για να παρακολουθήσουν τελικά κάνουν εκείνη την πράξη. Ο νεαρός τον οποίον όρισε η Τύχη να το κάνει αυτό βγάζει τα ρούχα του και τρέχει μεσ' το κέντρο, και παίρνει ένα σπαθί που πιστεύω πως στεκόταν πολλά χρόνια γι' αυτόν το σκοπό. Τότε αμέσως ευνουχίζει τον εαυτό του και τρέχει στους δρόμους της πόλης κρατώντας τα μέλη που έκοψε. Και από το σπίτι μέσα στο οποίο θα τα πετάξει, παίρνει γυναικεία ρούχα και κοσμήματα. Έτσι κάνουν όταν αυτοευνουχίζονται». Τα σχόλια είναι περιττά. Ο φιλόσοφος Αρκεσίλαος γράφει περιπαιχτικά (Διογένης Λαέρτιος, IV, 43): «ἐκ μὲν γὰρ ἀνδρῶν γάλλοι γίνονται, ἐκ δὲ γάλλων ἄνδρες οὐ γίνονται».

Οι αυτοευνουχισμοί προς τιμή των ειδωλολατρικών «θεών» των Νεοπαγανιστών δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Ο Στράβων αναφέρει τον ευνουχισμό νεαρών στο ναό της Αρτεμης στην Εφεσο: «ἱερέας δ' εὐνούχους εἶχον οὓς ἐκάλουν Μεγαβύζους» (14, 1, 23). Όπου ευνουχισμός και ανθρώπινο αίμα, νά σου κι η πατρώα θεά  Άρτεμη.

Αντί να κατηγορούν, λοιπόν, οι νεοπαγανιστές την Ορθοδοξία για πράξεις και σκέψεις αιρετικών, ας πάνε... να τηρήσουν τα «πάτρια έθιμα», τα οποία «οι ανθέλληνες Χριστιανοί κατακτητές» κατήργησαν, κι ας μην μιλούν για ό,τι υπερβαίνει τις γνώσεις τους.

 

 96. "Ο Χριστιανισμός κηρύσσει την αδιαφορία για το σώμα και τον κόσμο αυτόν, τον οποίο θεωρεί πρόσκαιρο και μάταιο. Έτσι, ωθεί τους πιστούς να αδιαφορούν για τον κόσμο, την κοινωνία ή τον ίδιο τους τον εαυτό για χάρη της σωτηρίας της ψυχής. Ο κόσμος αυτός μπορεί να πάει στα κομμάτια. Αντίθετα, ο Παγανισμός, που δεν έχει τάσεις φυγής από τον κόσμο, αγαπά και το σώμα και τον κόσμο".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Οι Παγανιστές δεν έχουν ιδέα ούτε για την αντίληψη του Χριστιανισμού για τον κόσμο, αλλά ούτε και των φιλοσόφων.

Ενώ για το Χριστιανισμό η σωτηρία δεν ειναι «σωτηρία εκ του κόσμου», αλλά «σωτηρία από το κακό», για τους αρχαίους φιλοσόφους ο φυσικός τρόπος σωτηρίας είναι η φυγή της ψυχής από το σώμα και την ύλη προς την υπερβατική πραγματικότητα. Ο θάνατος ο ίδιος δηλαδή είναι η σωτηρία. Για έναν πλατωνίζοντα φιλόσοφο η ανάσταση του σώματος ισοδυναμεί προς την κόλαση της ψυχής, αφού συνιστά νέα φυλάκισή της (της ψυχής). Για κάθε αρχαίο φιλόσοφο η ανάσταση αποτελεί ανατροπή της ειμαρμένης˙ δηλαδή, το τέλος της σοφίας του κόσμου. Εκτός από τους αιρετικούς, τους Γνωστικούς, και τον Κέλσο που κατηγορούσαν τους Ορθοδόξους γι’ αυτό το ζήτημα, η απέχθεια, η οποία προκαλούνταν στους εθνικούς η διδασκαλία περί ανάστασης της σάρκας (την οποία σάρκα, δήθεν υποτιμούν οι Χριστιανοί και εκτιμούν οι αρχαίοι φιλόσοφοι), διακρίνεται σαφώς και στα λεγόμενα από τον Πορφύριο για τον Πλωτίνο: «Ο Πλωτίνος ο φιλόσοφος ντρεπόταν που είχε σώμα. Εξ αιτίας της ντροπής του αυτής δεν ανέχονταν να διηγείται τίποτε ούτε για τη φυλή του, ούτε για τους γονιούς του, ούτε για την πατρίδα» (Πορφύριου, Περί του Πλωτίνου βίου και της τάξεως των βιβλίων αυτού, 1, 1).

Για το Χριστιανισμό σκοπός δεν είναι η φυγή από αυτόν τον κόσμο, αλλά η αφθαρτοποίηση αυτού του κόσμου. Αντίθετα, για τους αρχαίους φιλοσόφους σκοπός ήταν η φυγή από τον κόσμο αυτόν, στο βασίλειο των ιδεών, που τάχα παρέμενε ανέγγιχτο από την φθορά. Θα αντιπούν οι Νεοπαγανιστές «Σε μας, ο κόσμος είναι ήδη θεός, ενώ σε σας πρόκειται να γίνει άφθαρτο, δηλαδή θα θεωθεί». Μα τι θεός είναι ένα σύμπαν με αρχή – κι όχι αιώνιο – και φθαρτό;  Φθαρτό και πεπερασμένο δεν είναι ιδιότητες του θεού. Να τι γράφει ο Πλάτωνας για το σώμα: «σώματι διαλύσεως οὐκ ἔστιν ἢ κρεῖττον» (Νόμοι 828d)».

Είναι λογικό, τη στιγμή που δεν γνώριζαν ότι το σύμπαν είναι πεπερασμένο, με αρχή, και ότι θα υπάρξει σταμάτημα της φθοράς από το Θεό δια της ανάστασης του ανθρώπου/καινοποίησης της κτίσης/αφθαρτοποίησης, οι φιλόσοφοι το μόνο που μπορούσαν να κάνουν είναι να επιθυμήσουν την απαλλαγή από ένα σώμα που φθείρεται και σκουλικιάζει, την απαλλαγή από ένα κόσμο για χάρη των ιδεών. Μπορεί βέβαια ο κόσμος να είναι αντίγραφο των ιδεών, αλλά πάντα θα είναι ατελής και έχει έμφυτο το κακό, λόγω της ύλης. Η πιθανή αντίρρηση ότι επειδή ο Πλάτωνας θεωρεί τον αισθητό κόσμο αντίγραφο του νοητού, θεωρεί καλό τον υλικό κόσμο, είναι η μισή αλήθεια. Διότι, εφόσον ο σκοπός του πλατωνικού φιλόσοφου είναι να φύγει από τον κόσμο, είναι αντιφατικό να νομίζουμε πως τον θεωρεί ως καλό. Αντίθετα, ο Χριστιανός δεν θέλει να φύγει από τον κόσμο, αλλά θέλει την αφθαρτοποίηση-τελειοποίηση του κόσμου. Συνεπώς, ο πλατωνικός φιλόσοφος, όσο κι αν ο υλικός κόσμος είναι αντίγραφο του νοητού, θεωρεί απαράδεκτο και ανυπόφορο, άρα κακό, τον υλικό κόσμο.

Γι’ αυτό το λόγο, δεν κατακρίνουμε τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους που – κατ’ουσίαν – απέρριπταν τον κόσμο και την ύλη χάριν της νόησης. Ήταν η μόνη λύση που, πάνω στην απελπισία τους, μπορούσαν να φανταστούν. Για τα δεδομένα που είχαν (πολυθεϊσμός, αιώνιο σύμπαν) ήταν η καλύτερη λύση και τους τιμούμε που σκέφτηκαν τόσο πολύ. Αλλά δεν είναι η σωστή και δεν τη δεχόμαστε, γιατί, πλην των άλλων, προσβάλλει το ανθρώπινο σώμα, θεωρώντας ότι δεν αποτελεί τμήμα του όντως «ανθρώπου». Αυτή η αρχαία φιλοσοφική λύση κυριαρχεί μέχρι το τέλος του Παγανισμού, κι εκφράζεται από τον Παλλαδά (Π.Α. X, 88): Σῶμα πάθος ψυχῆς, ᾅδης, μοῖρ’ ἄχθος, ἀνάγκη/καὶ δεσμὸς κρατερός, καὶ κόλασις βαςάνων./Ἀλλ’ ὅταν ἐξέλθῃ τοῦ σώματος, ὡς ἀπὸ δεσμῶν/ τοῦ θανάτου, φεύγει πρὸς θεὸν ἀθάνατον. (Για την ψυχή το σώμα είναι πάθημα, είναι μοίρα και θάνατος, καταναγκασμός και φορτίο, είναι κόλασης βάσανα και δεσμός παντοδύναμος. Μα όταν φύγει από το σώμα η ψυχή από τα δεσμά του θανάτου λυτρώνεται και στους θεούς τους αθανάτους φεύγει.) Ενώ ο Μ. Αυρήλιος γράφει «Ωσάν να ήσουν άνθρωπος αποθνήσκων ήδη, περιφρόνησε αυτάς τα ελεεινάς σάρκας, δεν είναι παρά λάσπη και κόκκαλα και σύμπλεγμα υφασμένον από νεύρα, φλέβας και αρτηρίας» (Μ. Αυρήλιου, Εις εαυτόν,  2, 2).

Τέτοιο μίσος δεν το είχε ποτέ ο Χριστιανισμός για το σώμα, το δημιούργημα του Θεού. Ο Χριστιανισμός επιδιώκει τη σωτηρία του ανθρώπου συνολικά, δηλαδή και σώματος και ψυχής κι όχι μονομερώς, δηλαδή μόνο του νου/ψυχής, όπως οι αρχαίοι φιλόσοφοι. Και είναι πέρα ώς πέρα δείγμα άγνοιας για το Χριστιανισμό να του προσάπτουν ότι τιμωρεί και βασανίζει το σώμα με τη νηστεία ή την άσκηση. Ο Χριστιανισμός είναι κατά του σαρκικού φρονήματος κι όχι κατά της σάρκας. Η άγνοια της αιτίας για την οποία καθιερώνει τη νηστεία ο Χριστιανισμός οδηγεί στην παρερμηνεία ότι μισεί το σώμα και την ύλη. Άλλο πράγμα η άσκηση για την καταπολέμηση του πρώτου κι άλλο ο αυτοβασανισμός (π.χ. ευνουχισμός). Δεν ζητά ο Χριστιανισμός να γίνουν όλοι ερημίτες. Δεν λέει πως όσοι δεν γίνουν καλόγεροι, οπωσδήποτε θα χαθούν. Όσο για την ντροπή του γυμνού σώματος «Ενώ προηγουμένως άνδρας και γυναίκα ήσαν γυμνοί και δεν ντρέπονταν, τώρα ντρέπεται ο ένας τον άλλο. Στην κοιότητα της αγάπης δεν υπάρχει τίποτε για να κρυφτεί. Στον κόσμο όμως της πτώσης, της απουσίας αγάπης, ο αποξενωμένος άνθρωπος βλέπει τον άλλο ως απρόσωπο αντικείμενο, ως όργανο για χρήση και κατάχρηση. Το λάγνο βλέμμα ενδιαφέρεται μόνο για το φύλο, αποπροσωποποιεί, γυμνώνει τον άνθρωπο από την προσωπική του ετερότητα. Έτσι ντροπή είναι η άμυνα απέναντι στο αδηφάγο βλέμμα του άλλου, που αναζητά και ορέγεται τη λεία του» (Στ. Φωτίου, «Εις σάρκα μίαν», Σύναξη, τ. 77, σ. 8). Άλλωστε, κι οι ίδιοι οι Αρχαίοι πίστευαν ότι δεν ήταν πολλά τα χρόνια (απ’ την εποχή του Θουκιδίδη) από τότε που ξεγυμνώθηκαν στους αθλητικούς αγώνες, κι ότι παλιά γυμναζόντουσαν ντυμένοι, όπως οι βάρβαροι: ἐγυμνώθηςάν τε πρῶτοι (οι Λακεδαιμόνιοι) καὶ ἐς τὸ φανερὸν ἀποδύντες λίπα μετὰ τοῦ γυμνάζεσθαι ἠλείψαντο. Τὸ δὲ πάλαι καὶ ἐν τῷ Ὀλυμπιακῷ ἀγῶνι διαζώματα ἔχοντες περὶ τὰ αἰδοῖα οἱ ἀθληταὶ ἠγωνίζοντο, καὶ οὐ πολλὰ ἔτη ἐπειδὴ πέπαυνται˙ ἔτι δὲ καὶ ἐν τοῖς βαρβάροις ἔστιν οἷς νῦν. (Θουκιδίδης, 1, 6).

Οι Πατέρες της Εκκλησίας συνεχώς τονίζουν α’) ότι ο άνθρωπος είναι «σώμα και ψυχή» και β’) δεν φταίει για τις λύπες της ψυχής το σώμα, η ύλη, κι ότι σκοπός του δεν είναι η απαλλαγή από τη σάρκα (η διάλυση του σώματος, που ζητά ο Πλάτων), αλλά από τη φθορά. Αντίθετα, οι Αρχαίοι Φιλόσοφοι τονίζουν α’) ότι ο άνθρωπος είναι μόνο η «ψυχή», ενώ το ανθρώπινο σώμα δεν συνιστά τμήμα του ανθρώπου και β’) ότι το σώμα είναι κακό, και αίτιος της δυστυχίας: Έτσι Α’) ενώ ο Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει: «μὴ ἂν ψυχὴν μόνην μήτε σῶμα μόνον λέγεσθαι ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ συναμφότερον» (PG 150, 1361C), ο Πλάτων γράφει: «Αυτό που κυριαρχεί επί του σώματος, αυτό είναι ο άνθρωπος» (Αλκιβιάδης, 130a) και «ἡ ψυχή ἐστιν ἄνθρωπος» (Αλκιβιάδης, 130c) και  Β’) ενώ οι Ορθόδοξοι Πατέρες γράφουν  «Οὐδὲ κακίας αἴτιον τῇ ψυχῇ τὸ σῶμα, δῆλον ἐκ τοῦ δυνατὸν εἶναι καὶ ἄνευ σώματος παρυφίστασθαι κακίαν, ὥσπερ ἐν δαίμοσι» (Ψ-Δ. Αρεοπαγίτης, PG 3, 728 D) και «οὐ τὴν σάρκα ἀποθέσθαι βουλόμεθα, φηςίν, ἀλλὰ τὴν φθοράν, οὐ τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὸν θάνατον» (Ιωάννης Χρυσόστομος, PG 50, 413D), οι Αρχαίοι Φιλόσοφοι πιστεύουν: «πάλι ως προς τας λύπας, η ψυχή, κατά τον ίδιον τρόπο δοκιμάζει πολλάς αθλιότητας ένεκα του σώματος» (Τίμαιος, 86e). Είναι ενδιαφέρον, πώς μερικοί κάνουν το μαύρο άσπρο˙ την μισανθρωπία, το μίσος κατά του σώματος και της ύλης, τα αποκαλούν αρχαιοελληνικό «ουμανισμό».

Είναι μάλλον απόδειξη άγνοιας ο ισχυρισμός όσων υποστηρίζουν ότι ο Πλωτίνος (που έγραψε πραγματεία κατά Γνωστικών) και οι τελευταίοι Εθνικοί ήταν φιλόκοσμοι, ενώ ο Χριστιανισμός όχι. Ο Πλωτίνος ντρεπόταν που είχε σώμα και θεωρούσε την Ύλη πηγή (έστω αρνητικώς) του κακού. Αντίθετα ο  Χρυσόστομος γράφει (Ομιλία λα’ εις την Α’ Προς Κορινθίους, 1): «Είθε να χαθούν οι αυθάδεις που κατηγορούν τα δημιουργήματα του Θεού. Διότι, όπως πολλοί κατηράσθησαν τον οίνον εξαιτίας αυτών που μεθύουν, και την φύσιν των γυναικών εξαιτίας αυτών που μοιχεύουν, έτσι και αυτά τα μέλη τα εθεώρησαν αισχρά εξ αιτίας αυτών που τα χρησιμοποιούν όχι όπως πρέπει. Αλλά δεν έπρεπε˙ διότι η αμαρτία δεν τίθεται εις την αυτήν κρίσιν με την φύσιν, αλλ’ η αμαρτία γεννάται από την προαίρεσιν εκείνου που την τολμά». Επίσης γράφει (Ερμηνεία εις την Προς Γαλάτας, κεφ. Ε’, 4): «το να μοιχεύης δεν είναι αποτέλεσμα της φυσικής επιθυμίας, αλλά της ακολασίας, η οποία είναι παρά φύσιν˙ διότι η επιθυμία επιζητεί ένωσιν μόνον, όχι τέτοιαν ένωσιν. Αυτά δεν λέγονται τυχαίως, αλλ’ αρχίζομεν ωρισμένους αγώνας και προκαλούμεν εκείνους οι οποίοι λέγουν ότι η δημιουργία του Θεού είναι κακή, και οι οποίοι μαίνονται κατά του σώματος και διαβάλλουν την σάρκα μας, δια τα οποία ομιλεί ο απόστολος Παύλος, όχι κατηγορών την σάρκα, αλλά τους διαβολικούς λογισμούς». Ο ιστορικός Μάνγκο ισχυρίζεται πως οι Πατέρες επιδίωκαν την καταστροφή του αστικού τρόπου ζωής, με άλλα λόγια του πολιτισμού. Απορεί κανείς πώς γίνεται να είναι τόσο προκατειλλημένος ένας τέτοιος ιστορικός˙ και πόσο έχει μελετήσει τα κείμενα των Πατέρων. Μήπως ζητά ο Χρυσόστομος να γίνουν όλοι μοναχοί; «Δεν θέτω νόμον να αποχωρήτε εις τα όρη και τας ερήμους, αλλά να είσθε ηθικοί, μετροπαθείς, σώφρονες και να κατεικείτε εις το κέντρον της πόλεως» (Ομιλία ζ’ εις το Κατά Ματθαίον, 7). Συνεχίζει (Ερμηνεία εις την Προς Γαλάτας, κεφ. Ε’, 5 και 6): «Εγώ ομολογώ μεν ως κατωτέρα της ψυχής την σάρκα, αλλά και αυτήν καλήν. Διότι το ολιγώτερον του καλού είναι και αυτό καλόν˙ ενώ το κακόν δεν είναι ολιγώτερον, αλλ’ αντίθετον του καλού. (...) Βλέπεις ότι η υπηρεσία της σαρκός είναι αιτία δια χιλιάδας αγαθών;» Καταλήγει ο Ιωάννης Χρυσόστομος (Λόγος ε’ εις την Προς Εφεσίους, 4): «Μη λοιπόν επειδή το σώμα είναι κατώτερο της ψυχής, το κακίζεις».

Επίσης ο άγιος Ιωάννης γράφει (Ομιλία ενδεκάτη, 2): «Πολλοί εκ των εθνικών και των αιρετικών, ούτε ότι [το σώμα] έχει δημιουργηθή υπό του Θεού παραδέχονται· διότι λέγουν ότι τούτο είναι ανάξιον της δημιουργίας του Θεού, επειδή έχει ακαθαρσίας, ιδρώτα και δάκρυα και πόνους και τα άλλα κακά. Εγώ δε όταν τύχη να γίνη περί αυτών των κακών λόγος, πρώτον μεν θα ειπώ το εξής· μη μου αναφέρεις το σώμα του ανθρώπου τούτου που ημάρτησε, που έχει ξεπέσει και καταδικασθή· αλλ’ εάν θέλης να μάθης ποίον ήτο το σώμα που έπλασεν ο Θεός εξ αρχής, ας έλθωμεν εις τον παράδεισον και ας ίδωμεν τον άνθρωπον πώς εξ αρχής εδημιουργήθη».

Είναι κατά του σώματος ο Χριστιανισμός και υπέρ ο Παγανισμός που βασάνιζε με μαστιγώσεις, ανθρωποθυσίες, ευνουχισμούς και εκπορνεύσεις τα σώματα των λάτρεων των θεών; Είναι αρνησίζωοι οι Χριστιανοί; Οι Ειδωλολάτρες που πέταγαν τα ασθενικά παιδιά τους, τί ήταν; Ποιοι είναι αρνησίζωοι, οι Χριστιανοί πολύτεκνοι ή οι Ειδωλολάτρες της Αρχαίας Ελλάδας, που έκαναν από τεμπελιά 1-2 παιδιά, με αποτέλεσμα άσχημο ακόμη και για τους ίδιους – πέραν του ότι δεν ήθελαν τα παιδιά – (ο πληθυσμός της Ελλάδας να μειώνεται);

Ούτε η κατηγορία ότι ο Χριστιανισμός αδιαφορεί για τον κόσμο και την κοινωνία ευσταθεί. Από την Παλαιά ώς την Καινή Διαθήκη και σε όλους τους Πατέρες συνεχώς τονίζεται ότι θα σωθεί μόνο όποιος έκανε καλό στους συνανθρώπους του (και μάλιστα στα κρυφά, όπως λέει στο Κατά Μάρκον 6, 1-4), ότι αυτά που κατέχει και δεν δίνει στους συνανθρώπους του είναι σαν να τα κλέβει, ότι ο ίδιος ο Γιαχβέ ζητά δικαιοσύνη για τη χήρα και το ορφανό:

Κατά Ματθαίον, 25, 34-41: «..ελάτε να κληρονομήσετε τη βασιλεία, η οποία είναι ετοιμασμένη για σας από τον καιρό της δημιουργίας του κόσμου. Διότι επείνασα και μου εδώκατε να φάγω, εδίψασα και μ’ εποτίσατε, ξένος ήμουνα και μ’ επήρατε εις το σπίτι, γυμνός ήμουνα και μ’ ενδύσατε, αρρώστησα και μ’ επισκεφθήκατε, εις την φυλακήν ήμουνα και ήλθατε σ’ εμέ». Τότε θα του αποκριθούν οι δίκαιοι και θα πουν, «Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς και σ’ εθρέψαμε ή να διψάς και σ’ εποτίσαμε; Πότε δε σε είδαμε ξένον και σ’ επήραμε εις το σπίτι ή γυμνόν και σ’ ενδύσαμε; Πότε σε είδαμε άρρωστον ή φυλακισμένον και ήλθαμε σ’ εσέ;». Ο βασιλεύς θα απαντήσει και θα τους ειπή, «αλήθεια σας λέγω, ό,τι εκάνατε εις ένα από τούτους τους ασήμαντους αδελφούς μου, σ’ εμέ το εκάνατε».

Με άλλα λόγια, η «σωτηρία» δεν επιτυγχάνεται με την αδιαφορία για τους συνανθρώπους, δηλαδή δεν είναι κάτι ατομικό, όπως νομίζουν οι Νεοπαγανιστές, αλλά με το ενδιαφέρον για τους συνανθρώπους. «Ο χριστιανός το μόνο που πρέπει να κάνει είναι να πιστεύει και να αγαπά» λεν με ένα μονότονα χαζοχαρούμενο ύφος οι αντιχριστιανοί, υπονοώντας πως ο Χριστιανός οφείλει να αδιαφορεί για τους άλλους, δίχως να ψάξουν τι τέλος πάντων σημαίνει αυτό το «αγαπώ», σε τι μεταφράζεται στην κοινωνία.:«Οὐκ ἔστι γὰρ ἄλλως σωθῆναι, εἰ μὴ διὰ τοῦ πληςίον» («Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σωθεί κάποιος, παρά μόνο δια του πλησίον») (Μακάριου του Αιγύπτιου, Ομιλίαι Πνευματικαί ΛΖ’, 3 (PG 34, 752C)).

Άλλοι πάλι, νομίζουν ότι «Στους χριστιανούς η φτώχεια είναι εξ ορισμού αρετή. Η απλοϊκή αυτή άποψη που ικανοποιεί απόλυτα τις μάζες, ενισχύει μεν τις απαιτήσεις του δόγματος αλλά παραλείπει ενδιάμεσες περιγραφές από τον ατομικό και κοινωνικό βίο» (Τζίμη Παπανικολόπουλου, Παλλάδας ο Αλεξανδρεύς και το τέλος μιας εποχής, εκδ. Πολύτυπο, σ. 212), δηλαδή ότι απλώς επαινείται η φτώχεια. Καμμία σχέση δεν έχει αυτή η άποψη με το Χριστιανισμό, που θεωρεί τον πλούτο των λίγων ή του ενός ευκαιρία να ευεργετηθούν οι πολλοί, όχι απαραίτητα με μοίρασμά του. Ο Μέγας Βασίλειος γράφει (PG 31, 272A): «Τα πηγάδια όταν αντλούνται, δίδουν πιο άφθονον νερόν, όταν όμως εγκαταλείπωνται σαπίζουν και στειρεύουν. Και ο πλούτος αν στέκεται είναι άχρηστος, όταν όμως κινήται και μεταδίδεται, γίνεται και κοινωφελής και καρποφόρος» («τὰ φρέατα ἐξαντλούμενα εὐροώτερα γίνεται˙ ἐναφιέμενα δέ, καταςήπεται˙ καὶ πλούτου τὸ μὲν στάσιμον ἄχρηστον, τὸ δὲ κινούμενον καὶ μεταβαῖνον κοινωφελές τε καὶ ἔγκαρπον»). Ο Ιωάννης Χρυσόστομος γράφει: «Ο πλούτος δεν είναι κακό πράγμα, αλλά η πλεονεξία και η φιλαργυρία είναι» (Εις τους Ανδριάντας, 2, 26Ε) και «Ο πλούτος δεν είναι κακό, αν χρησιμοποιείται όπως πρέπει» (Εις τας Πράξεις των Αποστόλων, 1, 52Β) Επιπλέον υπάρχει και η παραβολή των ταλάντων (Κατά Ματθαίον, 25, 14-30) στην οποία δίνει ένας σε τρεις δούλους του τα τάλαντά του. Αυτός που δεν αυξάνει τα τάλαντά του αποδοκιμάζεται. Δεν είναι ούτε απλοϊκή η αντίληψη του Χριστιανισμού για τον πλούτο ούτε απλώς επαινείται από το Χριστιανισμό η φτώχεια και απορρίπτεται ως φύσει κακός ο πλούτος, αλλά η κατοχή πλούτου είναι ευκαιρία για την προκοπή και όσων δεν τον κατέχουν.

Γράφει ο Μέγας Βασίλειος (PG 95, 1465A): «Ο πλούτος δεν είναι ζηλευτός για τον πλούτο. Ούτε το αξίωμα για το ίδιο το αξίωμα. Αλλά είναι και τα δύο όργανα για την αρετή, για αυτούς που τα χρησιμοποιούν καλά. Δεν έχουν από μόνα τους κάτι το καλό. Αυτός, λοιπόν, που χρησιμοποιεί λανθασμένα τον πλούτο, είναι ελεεινός, και μοιάζει με κάποιον στρατιώτη που ενώ του δόθηκε το ξίφος για την άμυνα στον πόλεμο, αυτός τραυματίστηκε εκούσια με αυτό. Εάν όμως χρησιμοποιηθεί ο πλούτος καλά, σύμφωνα με τον ορθό λόγο, επαινείται και αγαπάται ο χρήστης του και δίκαιος είναι για τον κοινωνικό και φιλάδελφο τρόπο συμπεριφοράς του» («Ὁ πλοῦτος οὔπω ζηλωτός ἐστι διὰ τὸν πλοῦτον˙ οὐκ ὁ δυνάστης διὰ τὸν ὄγκον τοῦ ἀξιώματος. Ὄργανα γάρ ἐστι ταῦτα τῆς λοιπῆς ἀρετῆς τοῖς καλῶς κεχρημένοις, οὐκ αὐτὰ ἐν ἑαυτοῖς ἔχοντα τὸ μακάριον. Ὁ μὲν οὖν κακῶς αὐτοῖς κεχρημένος ἐλεεινός, ὡς ὁ τῷ ξίφει ὃ ἔλαβεν πρὸς τὴν τῶν πολεμίων ἄμυναν, τούτῳ ἑκουςίως ἑαυτὸν κατατιτρώσκων. Εἰ δὲ καλῶς, καὶ κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον, τὸν παρόντα μεταχειρίζεται, καὶ οἰκονόμος ἐστὶ τῶν παρὰ Θεοῦ δοθέντων, ἐπαινεῖσθαι καὶ ἀγαπᾶσθαι ὁ τοιοῦτος δίκαιός ἐστι διὰ τὸ φιλάδελφον καὶ κοινωνικὸν τοῦ τρόπου»).

ΗΣΑΐΑΣ Α’ 23 οι άρχοντές σου [Ισραήλ] απειθούσι (...). Δεν κρίνουν με δικαιοσύνη και δεν αποδίδουν το δίκαιο στα ορφανά. Και δεν ενδιαφέρονται για την απόδοση δικαίου στις χήρες. 24 δια τούτο τάδε λέγει Κύριος ο δεσπότης, ο κυρίαρχος του Ισραήλ «αλλοίμονο σε σας, άρχοντες της Ιερουσαλήμ. Δε θα καταπαύσει ο θυμός μου εναντίον των αντιπάλων»(...)

ΕΞΟΔΟΣ ΚΓ’ 2 Να μην ακολουθείς τους πολλούς στο κακό, και σε περίπτωση δίκης να μην καταθέτεις παίρνοντας το μέρος των πολλών για να διαστρέφεις το δίκαιο. 3 Να μη μεροληπτείς στη δίκη ούτε για χάρη του αδύνατου διαδίκου. 4 Αν συναντήσεις το βόδι του εχθρού σου ή το υποζύγιό του να περιπλανιέται, πρέπει να το οδηγήσεις στον αφέντη του. 5 Αν δεις το υποζύγιο του εχθρού σου να γονατίζει από το φορτίο του, μην τραβήξεις το δρόμο σου, αλλά να τον βοηθήσεις πρόθυμα. 6 Μην αφήσεις να καταπατηθεί το δίκιο ενός γνωστού σου φτωχού κατά τη δίκη του. 7 Μείνε μακριά από κάθε υπόθεση απάτης. Μην προκαλέσεις το θάνατο ενός αθώου κι ενός που είναι δίκαιος (...). 8 Να μη δέχεσαι δώρα, γιατί τα δώρα εμποδίζουν την ορθή κρίση και καταστρέφουν τις υποθέσεις των δίκαιων ανθρώπων.

ΛΕΥΪΤΙΚΟΝ ΙΘ’ 13 (...) Το ημερομίσθιο του εργάτη μη το κατακρατείς ούτε για μία μέρα (...) 15 Μην είσαι άδικος όταν δικάζεις. Μην παίρνεις το μέρος του αδύνατου αλλά μην ευνοείς και τον ισχυρό.

ΛΕΥΪΤΙΚΟΝ ΚΕ’ 35 Αν ένας συμπατριώτης σου, που ζει κοντάς σου, φτωχύνει και δυστυχήσει, εσύ πρέπει να τον ενισχύσεις, όπως θα έκανες αν ήταν ξένος ή παροικος, ώστε να μπορέσει να ζήσει κι αυτός μαζί σου.

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ΚΓ’ 16 Αν ένας δούλος φύγει από τον κύριό του και ζητήσει καταφύγιο κοντά σας, μην τον παραδώσετε στον κύριό του. 17 Θα εγκατασταθεί ανάμεσά σας, στον τόπο που θα διαλέξει σε μία από τις πόλεις σας, όπου του αρέσει˙ ε θα τον εκμεταλλευτείτε όμως.

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ΚΔ’ 17 Δεν θα διαστρέψης το δίκαιον του ξένου, του ορφανού και της χήρας. Δεν θα λάβης ως ενέχυρον το ιμάτιον της χήρας.

Μεγάλου Βασιλείου, Εις το Ρητόν «καθέλω μου τας αποθήκας» (PG 31, 276B): «Αυτά που έχεις τώρα [τα πλούτη], από πού τα έχεις; Εάν μεν λέγης, ότι από την τύχην, είσαι άθεος. Εάν δε παραδέχεσαι ότι από τον Θεόν είναι, πες μου τον λόγον δια τον οποίον τα έλαβες. Μήπως ο Θεός είναι άδικος που άνισα μοιράζει εις ημάς τα αναγκαία δια την ζωήν; Διατί εσύ πλουτείς και εκείνος είναι πτωχός; Δια κανένα άλλον λόγον παρά δια να λάβης εξάπαντος και εσύ τον μισθόν της αγαθότητος και της καλής διαχειρίσεως (..) Ποιος είναι ο πλεονέκτης; Αυτός που δεν αρκείται εις την αυτάρκειαν. Ποιος δεν είναι ο άρπαγας; Αυτός που αφαιρεί αυτά που ανήκουν στον νκαθένα. Δεν είσαι συ ο πλεονέκτης; Δεν είσαι συ ο άρπαγας, όταν ιδιοποιήσαι αυτά τα ίδια που εδέχθης προς διαχείρισιν; Ή αυτός μεν που απογυμνώνει τον ντυμένον θα ονομασθή λωποδύτης, εκείνος δε που δεν ενδεύει τον γυμνόν, ενώ μπορεί  να το κάμη, αξίζει να ονομασθή με άλλο όνομα; Το ψωμί που κρατάς εσύ, είναι αυτού που πεινά. Το ένδυμα που φυλάσσεις εις τας ιματιοθήκας είναι αυτού που γυμνητεύει. (..) Το αργύριο που έχεις παραχωμένον είναι αυτού που το χρειάζεται. Λοιπόν τόσους αδικείς, όσους θα μπορούσες να ευεργετήσεις» («τὰ δὲ παρόντα σοι πόθεν; (...) εἰ δὲ ὁμολογεῖς εἶναι παρὰ Θεοῦ, εἰπὲ τὸν λόγον ἡμῖν δι’ ὃν ἔλαβες. Μὴ ἄδικος ὁ Θεός, ὁ ἀνίσως ἡμἶν διαιρῶν τὰ τοῦ βίου; (...) ὁ μὲν ἐνδεδυμένον ἀπογυμνῶν λωποδύτης ὀνομασθήσεται˙ ὁ δὲ τὸν γυμνὸν μὴ ἐνδύων, δυνάμενος τοῦτο ποιεῖν, ἄλλης τινός ἐστι προσηγορίας ἄξιος; Τοῦ πεινῶντός ἐστιν ὁ ἄρτος, ὃν σὺ φυλάσσεις ἐν ἀποθήκαις˙ τοῦ ἀνυποδέτου τὸ πόδημα, ὃ παρὰ σοὶ καταςήπεται˙ τοῦ χρῄζοντος τὸ ἀργύριον, ὃ κατορύξας ἔχεις. Ὥστε τοσούτους ἀδικεῖς, ὅσοις παρέχειν ἐδύνασο»).

Άλλωστε, είναι αστείο να ισχυρίζονται οι Παγανιστές πως ο Χριστιανισμός ενδιαφέρεται λιγότερο από την Ειδωλολατρία για την κοινωνία. Η φιλανθρωπία ήταν άγνωστη έννοια στην Αρχαία Ελλάδα. Η Εκκλησία συντηρούσε νοσοκομεία, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία, αξιοποιώντας τον πλούτο που οι πιστοί της παρείχαν, ενώ οι Παγανιστές ιερείς ζούσαν σε αμύθητα και άχρηστα για την κοινωνία πλούτη. Έφτιαχναν μεγαλοπρεπείς ναούς, χρυσά αγάλματα, αλλά ούτε ένα πτωχοκομείο. Ο Χριστιανισμός έπραττε το αντίθετο και καινοτομούσε. Μάλιστα, η βοήθεια δινόταν προς όλους τους φτωχούς/γέρους κι όχι μόνο προς τους Χριστιανούς. Γι’ αυτό και όταν πέθανε ο Μέγας Βασίλειος, που ίδρυσε τη Βασιλειάδα με την περιουσία του, στην κηδεία του παρευρέθησαν όχι μόνο Χριστιανοί, αλλά και Εθνικοί και Ιουδαίοι θρηνώντας για αυτόν που τους περιέθαλπτε. Έχουμε αναφέρει αλλού την απελπισμένη επιστολή του Ιουλιανού προς έναν κηφήνα ειδωλολάτρη ιερέα της Γαλατίας, με την οποία ο Ιουλιανός εκλιπαρεί αυτόν και το  υπόλοιπο ειδωλολατρικό κηφηναριό να φροντίζουν και να περιθάλπουν τους φτωχούς και τους ξένους. Φυσικά τίποτα δεν συνέβη. Οι Ειδωλολάτρες ποτέ δε νοιάστηκαν για τη φτωχολογιά, αλλά απλώς θρηνούσαν για τα σπασμένα χρυσά αγάλματα των θεών τους. Γι’ αυτό και ο επίσκοπος Μεδιολάνων Αμβρόσιος κοροϊδεύει στα τέλη του 4ου αιώνα τον άχρηστο πλούτο των παγανιστικών ναών: «Ας μετρήσουν τους αιχμαλώτους που απελευθέρωσαν, τους φτωχούς που τάισαν, τη βοήθεια που προσέφεραν σε πρόσφυγες για να μπορέσουν να ζήσουν!» (Pierre Chuvin, Οι τελευταίοι Εθνικοί, εκδ. Θύραθεν, σ. 64).

Ποιος αδιαφορεί για ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία; Όχι πάντως οι Πατέρες της Εκκλησίας και η Αγία Γραφή. Κι αφού οι αρχαίοι φιλόσοφοι διδάσκουν το ενδιαφέρον για την κοινωνία, γιατί ο Πλάτωνας αποκαλεί τη φιλοσοφία «μελέτη θανάτου» (Φαίδων, 81a) και αλλού γράφει: «[οι φιλόσοφοι] πρώτα πρώτα δεν ξέρουν το δρόμο που πάει στην αγορά ούτε πού είναι το δικαστήριο ή το βουλευτήριο ή ο τόπος κάποιου άλλου κοινού συνεδρίου της πόλεως. Και τους νόμους και τα ψηφίσματα όταν τα συζητούν ή τα έχουν εκδόσει, ούτε τα βλέπουν ούτε τα ακούν. Δραστήρια κίνηση των πολιτικών συλλόγων για να καταλάβουν τα αξιώματα, και συγκεντρώσεις και δείπνα και γλέντια όπου είναι και αυλητρίδες, όλα αυτά ούτε στον ύπνο τους πηγαίνει ο νους τους ότι τα κάνουν. (...) Γιατί κρατά τον εαυτό του μακριά από αυτά τα πράγματα (...). Στην πραγματικότητα μόνο το σώμα του βρίσκεται στην πόλη και ζει σ’αυτήν, ενώ η σκέψη του, επειδή όλα αυτά τα θεώρησε μικρά, ένα τίποτε, και δεν λογαριάζει καθόλου, ολούθε πετά, όπως λέγει ο Πίνδαρος «τα βάθη της γης» μετρώντας και τις εκτάσεις της˙ πετά «και στα ύψη του ουρανού», όπου αστρονομεί» (Θεαίδητος 173d-e). «Ένα τίποτα», σύμφωνα με τον Πλάτωνα, οι νόμοι, τα ψηφίσματα, η κοινωνία, η πόλη, τα αξιώματα.  Δεν νομίζουμε πως αυθαιρετούμε λέγοντας ότι αυτό πίστευε ο Πλάτωνας, διότι το επαναλαμβάνει και αλλού: «Εκείνος που όλες του οι επιθυμίες έχουν στραφή προς τη μάθηση (...) νομίζω, δε θα ζητά παρά μονάχα κι αποκλειστικά τις ψυχικές [ηδονές] και θα περιφρονή τις υλικές του σώματος» (Πολιτεία 485d)˙ «Μια διάνοια προικισμένη με τέτοια μεγαλοπρέπεια και με την ικανότητα να οραματίζεται την αιωνιότητα του χρόνου και το σύνολο της ουσίας, νομίζεις πως μπορεί ποτέ να δίνη καμιά μεγάλη σημασία στην ανθρώπινη ζωή; - Αδύνατο» (Πολιτεία 486a). «Λάθε βιώσας», ζήσε κρυφά, λέει ο Επίκουρος. Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα, όπως νομίζουν όσοι αγνοούν τις απόψεις του Χριστιανισμού ή νομίζουν πως ο Χριστιανισμός είναι Πλατωνισμός.

Μ. Βασίλειος Ομιλία εις Ψαλμούς Α’, ΙΔ’, 6 (PG 29, 261C): «Ἐπὶ τὸ κοινωνικὸν καὶ φιλάλληλον καὶ τῇ φύσει οἰκεῖον ὁ λόγος ἡμᾶς προκαλεῖται. Πολιτικὸν γὰρ ζῶον καὶ συναγελαστικὸν ὁ ἄνθρωπος. Ἐν δὲ τῇ καινῇ πολιτείᾳ καὶ τῇ μετ’ ἀλλήλων ἀναστροφῇ ἀναγκαῖον τὸ εὐμετάδοτον εἰς ἐπανόρθωσιν τοῦ ἐνδέοντος».

 

 ΠΡΟΧΩΡΗΣΕ ΣΤΟ ΚΑ' ΜΕΡΟΣ (Νεοϊουλιανοί, Απαντήσεις σε ερωτήσεις Νεοπαγανιστών, Νεοπαγανιστικό ήθος, Ανεξιθρησκεία)

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ