ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΠΛΗΞΙΑ 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

 ΙΘ' ΜΕΡΟΣ 

 

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ-ΠΑΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

 89. "Η δημοκρατία υποχώρησε για πάνω από 2000 χρόνια, αλλά επανήλθε. όσο κι αν διαφωνεί κανείς με τη σημερινή μορφή της, τουλάχιστον η δημοκρατία απέρριψε την μοναρχία. Ο Χριστιανισμός όμως τη δημοκρατία τη θεωρεί διαβολικό σύστημα, γι'αυτό πάντα υποστήριξε αντιδημοκρατικά καθεστώτα κι ακόμα και σήμερα δεν έχει καμμιά «Ευχή» για τη δημοκρατία, κι επιμένει αντιδημοκρατικά, όπου μπορεί. Ο Πολυθεϊσμός προάγει τη Δημοκρατία. Ο Χριστιανισμός προάγει τον εξουσιασμό και την μοναρχία (ήδη από την Π. Διαθήκη), είναι, ως «Μονοθεϊσμός», προϊόν του εξουσιασμού του εβραϊκού ιερατείου και αργότερα έθεσε τις βάσεις του καπιταλισμού".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: 

89a  ΠΟΛΥΘΕΪΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

            Επιχείρημα ορισμένων είναι ότι ο Πολυθεϊσμός οδηγεί στη δημοκρατία, ενώ ο Μονοθεϊσμός στον απολυταρχισμό. Προπαγανδίζουν ότι ο Μονοθεϊσμός οδηγεί στον απολυταρχισμό. Ξεχνάνε, όμως, ότι ο Θεός είναι ένας στην ουσία, αλλά έχει τρεις υποστάσεις. Γι’ αυτό το λόγο, δεν υπάρχει κάποια δικτατορία, αλλά τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας όντας ισότιμα θεϊκά, δεν έχουν σχέση υποταγής αναμεταξύ τους. Υπάρχει κοινωνία προσώπων.

Από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη πολλών θεών δεν συνεπάγεται απαραίτητα τη δημοκρατία ούτε είναι αυτονόητο, όπως θεωρούν κάποιοι, ότι προάγει τη δημοκρατία. Η προαγωγή της δημοκρατίας από τον Πολυθεϊσμό θα συνέβαινε μόνον, εάν όλοι οι θεοί ήταν απολύτως ίσοι μεταξύ τους. Η ισοδυναμία αυτή, όμως, δεν απαντάται σε καμμιά μυθολογία. Δεν υπάρχουν πολλοί και ίσοι μεταξύ τους θεοί. Παντού, σε όλα τα πάνθεα, υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι θεοί˙ δυνατότεροι και πιο αδύναμοι. Το ίδιο συμβαίνει και στο αρχαίο ελληνικό πάνθεο. Το γεγονός της ύπαρξης δώδεκα θεών, δεν σημαίνει κι ότι οι δώδεκα θεοί συναποφασίζουν ισότιμα, έχοντας από μία ψήφο! Ο Δίας, όντας ισχυρότερος όχι μόνο απ’ τον καθένα θεό, αλλά και συνολικά απ’ όλους τους θεούς, επιβάλλει δια της βίας τη θέλησή του.  Παραδείγματα πολλά.

Στην Ιλιάδα, ο Δίας με το «έτσι θέλω» της δύναμής του, αποφασίζει και διατάσσει τους υπόλοιπους θεούς να μην βοηθούν ούτε τους Έλληνες ούτε τους Τρώες. Ως επιχείρημα χρησιμοποιεί τη βία κι όχι το διάλογο. Απειλεί να στείλει στα Τάρταρα όποιον αντιδράσει.

Ο Δίας λέει στο συμβούλιο των θεών: «Αρσενικός θεός κανένας σας και θηλυκός κανένας/ μην αψηφήσει λέω το λόγο μου, μόνο συγκλίνετε όλοι/ σε ό,τι θα πω, μιαν ώρα αρχύτερα τούτη η δουλειά να γένει./ Μα όποιον αλάργα απ’ τους επίλοιπους θεούς θα ιδώ να θέλει να πάει μαθές να δώσει βόηθηση στους Τρώες για στους Αργίτες,/ θα του ‘ρθει αστροπελέκι κι άσκημα στον Όλυμπο θα γύρει˙ / για θα τον ρίξω μες στα Τάρταρα τα μαύρα, αρπάζοντάς τον,/ μακριά, στης γης τα ριζοκάτωφλα, στην πιο βαθιά κουφάλα,/με σιδερένιες πόρτες, χάλκινο κατώφλι, από τον Άδη/ τόσο πιο απόβαθα, όσο βρίσκεται πιο κάτω η γη απ’ τα ουράνια˙/ να νοιώσει τότε, απ’ τους αθανάτους ο πιο τρανός πως είμαι. Ομπρός, θεοί, για δοκιμάσετε, για να το μάθετε όλοι:/ Δέστε σκοινί απ’ τα ουράνια ολόχρυσο και κρεμαστείτε εκείθε,/ κι αρσενικοί μαζί να σύρετε και θηλυκοί˙ και πάλε/ κα΄τω στη γη δε θα τραβήξετε ψηλά απ’ τα ουράνια εμένα./ τον πιο τρανό του κόσμου κύβερνο, και μ’ όλο σας το μόχτο./ Μ’ αν τραβήξω το αποφάσιζα κι εγώ με τα σωστά μου,/ και με τη γη και με τη θάλασσα θα σας ανάσερνα όλους˙/ και το σκοινί θα μπόρουν έπειτα σε μια κορφή του Ολύμπου/ να δέσω, κι έτσι τότε μέτωρα θα κρέμουνταν τα πάντα./ Τόσο περνώ και τους αθανάτους, περνώ και τους ανθρώπους»./Έτσι μιλούσε, κι όλοι απόμειναν και δεν έβγαναν άχνα» (Ιλιάδας Θ 7-28). Δε βλέπουμε ίχνος δημοκρατίας. Ο Δίας μιλά ως δικτάτορας.

Ο Δίας απειλεί τις Ήρα κι Αθηνά ότι θα τις χτυπούσε με το αστροπελέκι του, αν δεν γυρνούσαν από την Τροία πίσω στον Όλυμπο (Ιλιάδας Θ 455).

Η Ήρα φοβισμένοι λέει στους άλλους θεούς: «Άμυαλοι εμείς, που μες στην τρέλα μας τα βάζουμε μαζί του!/ Να του ριχτούμε ακόμα θέλουμε, ν’ αφήσει αυτά που κάνει,/ με λόγια ή και μεβιάς˙ μ’ αλάργα μας καθίζει αυτός, και διόλου/ δε μας ψηφά, δε λογαριάζει μας˙ τι λέει πως ξεχωρίζει/ μες σ’ όλους τους θεούς στη δύναμη και στην αντρειά περίσσεια./ Λοιπόν βαστάτε, στον καθένα μας ό,τι κακό κι αν κάνει» (Ιλιάδας Ο 104-109). Δεν διακρίνουμε καμμία «δημοκρατική» αντίδραση των υπόλοιπων θεών: αντίθετα, αυτοί αποδέχονται το επιχείρημα της δύναμης. Ποια δημοκρατία του πολυθεϊσμού;

Η Ήρα τρομοκρατημένη λέει για το Δία πως θα ανέβει στον Όλυμπο και θα βάλει χέρι σε όλους τους θεούς, είτε παραβίασαν την εντολή του είτε όχι (Ιλιάδας  Ο 135-137).

Ο Δίας απειλεί τον αδελφό του Ποσειδώνα να υπακούσει στην διαταγή του, και να μη βοηθά κανέναν. Ως επιχείρημα έχει τη βία: «Μ’ αν δεν ακούσει αυτά που ορίζω του και πει να τ’ αψηφίσει,/ ας στοχαστεί καλά πρωτύτερα στο νού και στην καρδιά του,/ μη δεν κρατήσει ως πέσω απάνω του, και δυνατός ας είναι˙ / τι πιο τρανός πολύ στη δύναμη θαρρώ απ’ αυτόν πως είμαι,/ και των περνώ στα χρόνια» (Ιλιάδας Ο 162-166). Ο Ποσειδώνας κάνει πίσω (Ο 211). Αποδέχεται κι αυτός το αντιδημοκρατικό επιχείρημα της δύναμης. Κανείς δεν τολμά να αντιτείνει στο Δία ότι όλοι είναι θεοί, άρα ίσοι, άρα πρέπει να συναποφασίσουν. Το ότι απλώς όλοι είναι θεοί δεν λέει τίποτα, αφού δεν είναι ίσοι στη δύναμη θεοί. Κανείς θεός δεν κάνει λόγο για δημοκρατία.

Ο Δίας απειλεί την Ήρα να μην του εναντιώνεται, αλλιώς θα έρθει και θα της ρίξει πάνω της τα ανίκητά του χέρια (Ιλιάδας Α 565-566).

Ο Δίας, είχε κρεμάσει ψηλά την Ήρα κι απ’ τα πόδια της έδεσε δυο αμόνια, σφίγγοντάς της τα χέρια με χρυσό σκοινί, ώστε να κρεμιέται στον αέρα, επειδή αυτή κατέτρεχε τον Ηρακλή (Ιλιάδας Ο18-21).

Τελικά, οι θεοί βοηθάν όποιον θέλουν, μόνο αφού πρώτα ο Δίας τους το επιτρέψει «βοηθάτε και τους δυό, καθένας σας σε όποια μεριά του αρέσει» (Ιλιάδας  Υ 25).

Ο Ποσειδώνας δηλώνει στο Δία «πάντα εσένα σέβομαι και το θυμό σου τρέμω» (Οδύσσειας ν 156).

Καμμιά δημοκρατία, λοιπόν, δεν συνεπάγεται ο αρχαιοελληνικός Πολυθεϊσμός. Οι αδύναμοι θεοί υποτάσσονται στον δυνατό Δία, μη έχοντας καμμία ψευδαίσθηση δημοκρατίας. Ακόμη σημαντικότερο είναι πως δεν επικαλούνται καμμία ισότητα και καμμία δημοκρατία, πράγμα που σημαίνει ότι δεν προϋπάρχει κάποιο δημοκρατικό υπόστρωμα στον Πολυθεϊσμό˙ το μόνο που γνωρίζουν είναι η βία του ισχυρού (κι αυτοί ως ισχυρότεροι των θνητών, τους καταπιέζουν). Δεν γεννά την δημοκρατία ο Πολυθεϊσμός. Το νόμο της ζούγκλας προάγει. Ο Πολυθεϊσμός είναι η οντολογική δικαίωση της απαίτησης να ισχύει το Δίκαιο του Ισχυρού (τα περί Δίκης-Αρμονίας έπονται και δεν αμφισβητούν την αντίληψη πως ο Ισχυρός μπορεί να κάνει ό,τι θέλει: απλώς ο προηγούμενος Ισχυρός τσαλαπατιέται από τον επόμενο Ισχυρό κ.ο.κ.). Άλλωστε η αντίληψη ότι ο «πόλεμος» (= ο ωμός ανταγωνισμός και η θέληση για δύναμη) «άλλους ανέδειξε σε θεούς και άλλους σε ανθρώπους, άλλους έκανε δούλους και άλλους ελεύθερους» αποδεικνύει ότι η βάση του Πολυθεϊσμού είναι το Άλογο˙ η παράλογη Βία. Μια τέτοια μορφή δικαιολόγησης της γέννησης/ύπαρξης και της υπεροχής των «θεών», η βία, μόνο τη Δημοκρατία και τον Διάλογο δεν προάγει. Μόνο ο Χριστιανισμός, ο οποίος έδωσε έμφαση στην οντολογική ισότητα των ανθρώπων μπροστά στο θεό, στην τρισυπόστατη ομοούσια Θεότητα, επιτρέπει την πραγματική, δίχως επίκληση της ατομικής ή συλλογικής ισχύος/βίας, δημοκρατία. Όσο αβάσιμος και παραπλανητικός είναι ο ισχυρισμός, ότι ο πολυθεϊσμός έδινε το δικαίωμα στους πολίτες να απορρίπτουν έναν θεό ή τον πολιούχο θεό και να διαλέγουν κάποιον άλλον από τους υπόλοιπους (περισσότερα γι’ αυτό στο επόμενο κεφάλαιο, «Χριστιανισμός και εξουσιασμός), άλλο τόσο αβάσιμος και παραπλανητικός είναι ο ισχυρισμός ότι η δημοκρατία είναι πνευματικό δημιούργημα του πολυθεϊσμού.

Η παρατήρηση ότι θεοί όπως ο Διόνυσος ή η Δήμητρα βοηθούν στην επικράτηση της δημοκρατίας είναι τελείως αβάσιμη. Ο Πολυθεϊσμός εξ ορισμού δεν έχει να κάνει με ένα θεό, αλλά με πολλούς, και κατά συνέπεια, επειδή ο Πολυθεϊσμός είναι Ολιστικός, είναι το Όλον που μετράει κι όχι το Μέρος. Εκτός, λοιπόν, από τη Δήμητρα υπάρχει κι ο καλός θεός Απόλλων, ο προασπιστής της ολιγαρχίας, αυτός που ενέκρινε το σπαρτιατικό πολίτευμα και ήταν αγαπημένος θεός των απανταχού Ελλήνων ολιγαρχικών, των αριστοκρατών και των «ευγενούς καταγωγής» λοιπών υψηλόφρονων ψηλομύτηδων. Εφόσον υπάρχει ταυτόχρονα τόσο ο Διόνυσος όσο και ο Απόλλων, τόσο η δημοκρατικότητα όσο και η αριστοκρατικότητα, το Όλον του Πολυθεϊσμού δεν προάγει την Δημοκρατία. Στην καλύτερη περίπτωση «αλληλοεξουδετερώνονται» και ισοψηφίζονται οι δύο τάσεις. Πάντως, ο Πολυθεϊσμός, ως σύνολο, δεν είναι δημοκρατικός, και το ότι ένα Μέρος του (ίσως) προάγει δημοκρατικές αντιλήψεις (υπενθυμίζουμε ότι η βακχική μανία κι ο μαιναδισμός μόνο με τον ήρεμο διάλογο και την ισηγορία δεν έχουν σχέση!) αντισταθμίζεται από ένα άλλο Μέρος που (ολοφάνερα) προάγει αντιδημοκρατικές αντιλήψεις. Η επίκληση, λοιπόν, του Διονύσου, ξεσκεπάζει την απάτη των ψευτο-αμεσοδημοκρατών Νεοπαγανιστών, οι οποίοι άλλοτε μιλούν για το Όλον-Έν κι άλλοτε επιλέγουν από αυτό το Όλον μόνο ό,τι τους συμφέρει.

Είναι αξιοσημείωτο, ότι ο Περικλής στον Επιτάφιο δεν κάνει καμμία αναφορά στο ρόλο των θεών ως αιτίας ύπαρξης της Δημοκρατίας. Μόνο μία φορά, από σπόντα, αναφέρει τη λέξη «θεοί». Αντίθετα αναφέρει με μια δόση αδιαφορίας, ότι οι θυσίες και οι αγώνες τελούνται απλώς για την αναψυχή των Αθηναίων και για την ανακούφισή τους από τις εργασίες τους (Θουκιδίδης, 2, 38). Πουθενά δεν αναφέρει ο Περικλής, ότι η θεά Αθηνά στερέωσε το δημοκρατικό πολίτευμα ή έστω ότι το προκάλεσε.

Όπως και να ‘χει, αφού ο πολυθεϊσμός οδηγεί στη δημοκρατία κι ο μονοθεϊσμός στην απολυταρχία, τότε: Γιατί η πολυθεϊστική Σπάρτη δεν ήταν δημοκρατική; Γιατί η πολυθεϊστική Μακεδονία δεν ήταν δημοκρατική; Γιατί η πολυθεϊστική Ήπειρος δεν ήταν δημοκρατική; Γιατί η πολυθεϊστική Θεσσαλία ήταν ολιγαρχική κι όχι δημοκρατική; Γιατί η πολυθεϊστική Κόρινθος δεν ήταν δημοκρατική; Γιατί η πολυθεϊστική Κρήτη δεν ήταν δημοκρατική; Γιατί η πολυθεϊστική Μυκηναϊκή Ελλάδα δεν ήταν δημοκρατική; Γιατί η πολυθεϊστική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν ήταν δημοκρατική; Γιατί οι πολυθεϊστές Φράγγοι (πριν εκχριστιανιστούν) δεν είχαν δημοκρατία; Γιατί οι πολυθεϊστές Βούλγαροι (πριν εκχριστιανιστούν) δεν είχαν δημοκρατία; Γιατί οι πολυθεϊστές Ρώσσοι (πριν εκχριστιανιστούν) δεν είχαν δημοκρατία; Γιατί η πολυθεϊστική Περσία δεν ήταν δημοκρατική; Γιατί η πολυθεϊστική Αίγυπτος δεν ήταν δημοκρατική; Γιατί η πολυθεϊστική Ασσυρία δεν ήταν δημοκρατική; Γιατί οι πολυθεϊστές Μάγιας δεν είχαν δημοκρατία; Γιατί οι πολυθεϊστές Αζτέκοι δεν είχαν δημοκρατία; Γιατί οι ανιμιστές της Αφρικής δεν είχαν δημοκρατία; Γιατί οι πολυθεϊστές Ινδοί δεν είχαν δημοκρατία; Γιατί οι πολυθεϊστές Ιάπωνες δεν είχαν (ώς το 1945) δημοκρατία; Εαν οι αρχαιολάτρες εξηγήσουν τα παραπάνω παραδείγματα πάνω σε μη θρησκευτική βάση (βάσει οικονομικών ή άλλων παραγόντων), τότε θα μπορούμε να θεωρήσουμε πως η ταύτιση μονοθεϊσμού και απολυταρχίας που αυτοί κάνουν, είναι καθαρό ψέμμα. Ο πολυθεϊσμός δεν είναι αναγκαία ούτε ικανή συνθήκη για την εμφάνιση δημοκρατίας, λοιπόν.

Ο Πολυθεϊσμός δεν είναι αναγκαία ή ικανή συνθήκη για τη δημοκρατία, όπως φαίνεται από τα δεκάδες παραδείγματα πολυθεϊστικών αυταρχικών κρατών. Καθένας αντιλαμβάνεται πως το βασικότερο κίνητρο για την ανάπτυξη της άμεσης Δημοκρατίας ήταν η απουσία ενός μοναδικού πανελλήνιου κράτους: υπήρχαν εκτοντάδες μικρά κράτη όπου ο κάθε πολίτης μπορούσε να συμμετάσχει στη λήψη αποφάσεων. Αυτό καμμία σχέση με τη αρχαία θρησκεία δεν έχει. Συνεπώς το ψέμμα της εκ μέρους των νεοπαγανιστών ταύτισης πολυθεϊσμού και δημοκρατίας φανερώνεται, και γίνεται καταγέλαστο. Πολυθεϊσμό είχαν και στην Ινδία και στην Αίγυπτο και στους Μάγιας, αλλά δεν είχαν (παραδόξως!) και δημοκρατία.

 

89b ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Οι αντιχριστιανοί συνεχώς και δίχως κανένα επιπλέον επιχείρημα, αναφέρουν τον Ευσέβιο και τον Αυγουστίνο, για να αποδείξουν ότι  η απολυταρχία είναι γνώρισμα αποκλειστικά του μονοθεϊσμού. Ο πρώτος έγραψε ότι αφού υπάρχει ένας θεός, πρέπει να υπάρχει και ένας μονάρχης, άρα η δημοκρατία είναι αντιχριστιανική και πολίτευμα του διαβόλου σύμφωνα με τον δεύτερο. Αλλά ο Ευσέβιος δεν είναι Ορθόδοξος˙ είναι Αρειανός. Όταν επιχαίρει για την επικράτηση της μοναρχίας, είναι διότι η τετραρχία που εφάρμοσε ο Διοκλητιανός είχε ως αποτέλεσμα συνεχείς υπερδεκαετείς πολέμους μεταξύ των τετραρχών, οι οποίοι εξασθένιζαν την Αυτοκρατορία. Ο Αυγουστίνος ελάχιστη επίδραση άσκησε στη Ρωμανία. Δε γνώριζε ελληνικά. Οι Ρωμηοί δεν γνώριζαν λατινικά. Η σκέψη του αφορά τη Δύση. Κι εκτός απ’ το ότι μας έχουν πρήξει με τον Αυγουστίνο (είναι ο μόνος που γνωρίζουν: καθόσον οι δυτικοί συγγραφείς, τους οποίους οι ιθαγενείς αντιχριστιανοί αντιγράφουν, δεν γνωρίζουν τους Έλληνες Πατέρες) ούτε η μεμονωμένη γνώμη ενός δυτικού εκκλησιαστικού συγγραφέα μπορεί να θεωρηθεί αυθαίρετα γνώμη όλης της Εκκλησίας. Εξάλλου είναι παράλογο, οι, αυτοπροσδιοριζόμενοι ως αμεσοδημοκράτες, Νεοπαγανιστές του ΥΣΕΕ, που υποστηρίζουν το λυκούργειο πολίτευμα, να παπαγαλίζουν το ρητό του Αυγουστίνου, τη στιγμή που ο Λυκούργος, τον οποίον αυτοί οι συγκεκριμένοι θαυμάζουν, όταν ρωτήθηκε γιατί δεν κάνει δημοκρατία στη Σπάρτη, απάντησε «κάνε πρώτα εσύ δημοκρατία σπίτι σου» (Πλούταρχου, Λυκούργος, 19). Βλέπουμε το θράσος των δήθεν αμεσοδημοκρατών και στην πραγματικότητα θαυμαστών του Λυκούργου και του μιλιταριστικού πολιτεύματός του. Κατηγορούν τον «αντιδημοκράτη» Αυγουστίνο κραυγάζοντας ταυτόχρονα υπέρ της λυκούργειας αντιδημοκρατικής λαίλαιπας που κατέστρεψε την πρώτη άμεση δημοκρατία του κόσμου. Εξάλλου, ο παγανιστής Πλήθων γράφει ότι μόνο η μοναρχία μπορεί να είναι δίκαιη (Β.Ν. Τατάκη, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, εκδ. Εταιρίας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1977, σ. 268). Τρείς αιώνες πριν τον Αυγουστίνο ο Πλούταρχος (Περί μοναρχίας και δημοκρατίας και ολιγαρχίας, 4 (827bc)) γράφει: «Αν όμως του [πολιτικού άντρα] δοθεί δυνατότητα να επιλέξει πολιτεύματα (...), δε θα διάλεγε άλλο από τη μοναρχία, το μόνο πολίτευμα που μπορεί να στηρίξει τον τέλειο και στ’ αλήθεια ορθό τόνο της αρετής και να μην τον αφήσει να υποταχθεί ούτε στη βία ούτε στη χρησιμοθηρία». Η ιδέα της δημοκρατίας (άμεσης ή έμμεσης) είχε παραμεριστεί αιώνες πριν την επικράτηση του Χριστιανισμού. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, σαν τον Βασίλειο το Μεγάλο ποτέ δεν κατανόησαν απόψεις τύπου «κληρονομικής μοναρχίας». Ο Μέγας Βασίλειος ισχυρίζεται πως οι γιοι των βασιλέων είναι απαίδευτοι και αμέτοχοι της αρετής επειδή, όντας βασιλικοί παίδες, όλη τους τη ζωή την περνάν με την τρυφή και δεχόμενοι τις κολακείες των αυλικών. Γράφει ο Μέγας Βασίλειος: «οὐδέ ἐκ πατρικῆς διαδοχῆς τοῖς βασιλίοις ἐγκαθεζόμενος (καὶ γὰρ καὶ οὗτοι ἀπαίδευτοι καὶ ἀμαθεῖς πάσης ἀρετῆς διὰ τρυφὴν καὶ κολακείαν ὡς τὰ πολλὰ γίνονται), ἀλλ’ ἐκ φύσεως ἔχων τὸ κατὰ πάντων πρωτεῖον» (PG 29,173A).

Η άποψη ότι η αρχαιότητα ήταν στο σύνολό της δημοκρατική και μετά ήρθε ο χριστιανισμός και η μοναρχία μαζί, είναι ένα παραμύθι για ανιστόρητους, νεοπαγανιστές και μη. Η Αυτοκρατορία/Βασιλεία είχε αντικαταστήσει την δημοκρατία ήδη από τους ελληνιστικούς χρόνους, και από την εποχή του Αύγουστου, τι δουλειά έχει ο Χριστιανισμός; Αυτός μόνο βρήκε, δεν επέβαλε κανένα σύστημα πολιτικό. Αν, βέβαια, το αυτοκρατορικό πολίτευμα εφαρμοζόταν για πρώτη φορά στο χριστιανικό Βυζάντιο, τότε θα είχαν κάποιο δίκαιο όσοι λεν, ότι ο Χριστιανισμός οδηγεί στην απολυταρχία ή την προκαλεί έμμεσα. Όμως, απ’ όσο γνωρίζουμε, η παγανιστική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν ήταν καμμιά αμεσοδημοκρατική παιδική χαρά των πολυθεϊστών: από το 14 π.Χ. το πολίτευμα ήταν ουσιαστικά αυτοκρατορικό, ο αυτοκράτορας ήταν θεός κ.λπ. Οι ρίζες του βυζαντινού πολιτεύματος βρίσκονται στον Διοκλητιανό. Όσο για την «αυτονομία των πόλεων επί παγανιστικής Ρώμης», αυτό είναι εντελώς αβάσιμο˙ οι άρχοντες της πόλης ουσιαστικά ήταν η πλούσια φιλορωμαϊκή ολιγαρχία και μόνο κατ’ όνομα υπήρχαν οι παλιοί δημοκρατικοί θεσμοί.

Να σημειώσουμε ότι προκειμένου να αναπληρωθεί η θέση του 12ου απόστολου – αφού ο Ιούδας είχε αυτοκτοντήσει – οι υπόλοιποι έντεκα δεν όρισαν τον δωδέκατο δια ψηφοφορίας, αλλά οι εκατόν είκοσι μαθητές του Χριστού που ήταν παρόντες πρότειναν δύο και από αυτούς εκλέχτηκε απόστολος ο ένας με κλήρωση κι όχι ψηφοφορία (Πράξεις Αποστόλων, 1, 12-26). Βλέπουμε ότι οι «εβραιοχριστιανοί» εφάρμοσαν τον ίδιο τρόπο ανάδειξης στα αξιώματα με αυτόν της άμεσης Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Η κλήρωση, μάλιστα, ως διαδικασία εκλογής – έπειτα από ψηφοφορία για ανάδειξη υποψηφίων – δικαιολογείται πολύ περισσότερο στο Χριστιανισμό απ’ ό,τι στην Αρχαία Αθήνα, διότι στο Χριστιανισμό δεν υπάρχει Τύχη ούτε άφηναν τέτοια ζητήματα να εξελιχτούν τυχαία, αλλά πίστευαν ότι ο Θεός με την κλήρωση δείχνει την εύνοιά του σ’ έναν από αυτούς που διάλεξαν οι άνθρωποι, ενώ στην Αρχαία Αθήνα άφηναν το ζήτημα της εκλογής στο τυχαίο. Επίσης, οι αποφάσεις της Εκκλησίας εξαρχής λαμβάνονταν με σύνοδο (Πράξεις Αποστόλων, 15, 6-21).

Με αρκετή δόση προχειρότητας πολλοί ισχυρίζονται πως ο Θεός προτιμά την μοναρχία ως το ιδανικότερο πολίτευμα˙ κι ότι η μοναρχία είναι η φυσιολογική «αντανάκλαση» της απόλυτης κυριαρχίας του Ενός Θεού. Όμως ο Θεός στην Π.Δ. άλλα λέει: όπως διαβάζουμε στο Α’ ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Η’, ο λαός ζήτησε από τον τελευταίο Κριτή, τον Σαμουήλ, να εκλέξει βασιλιά για το Ισραήλ, δηλαδή, να εγκαθιδρύσει μοναρχία. Μάλιστα ο λαός ζήτησε βασιλιά, «όπως έχουν και τα άλλα έθνη». Ο Σαμουήλ ζήτησε τη γνώμη του Θεού κι αυτός του είπε να ακούσει το θέλημα του λαού κι ότι ζητώντας ο λαός βασιλιά δεν περιφρόνησε τον Σαμουήλ, αλλά τον ίδιο το Θεό (!) μη θέλοντας να έχουν αυτόν (το Θεό) για μόνο βασιλιά. Ταυτόχρονα λέει στον Σαμουήλ να απαριθμήσει στο λαό όλα τα δεινά, τις αγγαρίες, τις ταπεινώσεις στις οποίες θα τους υποβάλει ένας (κληρονομικός ή μη) επίγειος βασιλιάς, ώστε να το σκεφτούν καλύτερα˙ σε κάθε περίπτωση προστάζει τον Σαμουήλ να ακούσει το θέλημα του Θεού:

Α’ ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Η’

4 Τότε συγκεντρώθηκαν όλοι οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ και ήρθαν στον Σαμουήλ, στη Ραμά. 5 «Τώρα εσύ γέρασες», του είπαν, «και οι γιοι σου δεν ακολουθούν το δρόμο σου. Γι’ αυτό, όρισε έναν βασιλιά να μας κυβερνάει, όπως γίνεται σ’ όλα τα άλλα έθνη». 6 Αυτό δεν άρεσε στο Σαμουήλ, που του είπαν: «Δώσε μας έναν βασιλιά για να μας κυβερνάει», και προσευχήθηκε στον Κύριο. 7 Ο Κύριος του απάντησε: «Άκουσε το λαό και δέξου όλα όσα σου ζητούν˙ δεν περιφόνησαν εσένα, αλλά εμένα, κι αρνήθηκαν να είμαι πια βασιλιάς τους. 8 Από την ημέρα που τους έβγαλα από την Αίγυπτο μέχρι σήμερα με εγκαταλείπουν και λατρεύουν άλλους θεούς. Όπως συμπεριφέρθηκαν σ’ εμένα, τα ίδια κάνουν και σ’ εσένα. 9 Τώρα, λοιπόν, κάνε ό,τι σου ζητάνε, αλλά ξεκαθάρισέ τους με σαφήνεια ποια θα είναι τα δικαιώματα του βασιλιά που θα τους κυβερνάει». 10 Ο Σαμουήλ ανακοίνωσε όλα τα λόγια του Κυρίου στο λαό, που του ζητούσε βασιλιά: 11 «Να ποια θα είναι τα δικαιώματα του βασιλιά, που θα σας κυβερνάει:» του είπε. «Θα παίρνει τους γιους σας και θα τους χρησιμοποιεί για τον εαυτό του στις άμαξές του και στ’ άλογά του, και για να τρέχουν μπροστά από τη δική του άμαξα. 12 Θα διορίζει για τον εαυτό του χιλίαρχους και πεντηκόνταρχους, θα παίρνει άλλους για να οργώνουν τα χωράφια του, να θερίζουν τα σπαρτά του ή για να του κατασκευάζουν τα πολεμικά του όπλα και τα εξαρτήματα των αμαξών του. 13 Θα παίρνει τις κόρες σας για να τυ φτιάχνουν αρώματα, να του μαγειρεύουν και να του ζυμώνουν. 14 Θα πάρει τα καλύτερα χωράφια σας και τα αμπέλια σας και τους ελαιώνες σας και θα τα δώσει στους αξιωματούχους του. 15 Κι από τα σπαρτά σας κι από τα αμπέλια σας θα παίρνει το δέκατο και θα το δίνει στους ευχούχους και στους αξιωματούχους του. 16 Τους υπηρέτες και τις υπηρέτριές σας, και τα καλύτερα βόδια και τα γαϊδούρια σας θα τα παίρνει να δουλεύουν γι’ αυτόν. 17 Από τα πρόβατά σας θα παίρνει το δέκατο κι εσείς θα είστε δούλοι του. 18 Θ’ αρχίσετε τότε να παραπονιέστε στον Κύριο για το βασιλιά σας, που εσείς τον εκλέξατε να σας κυβερνάει, αλλά ο Κύριος δε θα σας απαντάσει». 19 Ο λαός αρνήθηκε ν’ ακούσει αυτά που του έλεγε ο Σαμουήλ κι έλεγαν: «Όχι! Εμείς θέλουμε βασιλιά, 20 για να είμαστε κι εμείς σαν τα άλλα έθνη. Θέλουμε βασιλιά να μας κυβερνάει, να είναι αρχηγός μας και να διεξάγει τους πολέμους μας». 21 Ο Σαμουήλ άκουσε αυτά που του είπε ο λαός και τα ανέφερε στον Κύριο. 22 Ο Κύριος του απάντησε: «Κάνε ό,τι σου ζητούν και δώσ’ τους έναν βασιλιά». Τότε κι ο Σαμουήλ είπε στους Ισραηλήτες να γυρίσουν ο καθένας στην πόλη του.

            Ο Θεός, λοιπόν, γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει η απόλυτη εξουσία ενός ανθρώπου (= ατελούς όντος, με πάθη, φιλοδοξίες κ.λπ.) και θέλει να προφυλάξει το λαό από αυτήν, αλλά όχι και να αντισταθεί στο αίτημά τους, όταν αυτοί επιμένουν. Δεν προάγει – κατά κανέναν τρόπο – την μοναρχία η παντοδυναμία του ενός Θεού, επομένως. Ο Γεδεών, όταν οι Ισραηλίτες ενθουσιασμένοι από τις νίκες τους υπό την ηγεσία του, ζήτησαν να τον κάνουν αρχηγό και να εγκαθιδρύσουν κληρονομική βασιλεία, τους απάντησε (ΚΡΙΤΑΙ Η’ 23): «Δε θα σας κυβερνήσω εγώ, ούτε κι ο γιος μου˙ ο Κύριος θα σας κυβερνάει». Ακόμη και η ίδια η ισραηλιτική μοναρχία δεν είχε καμμία σχέση με την ασιατική μοναρχία: ο βασιλιάς δεν θεωρείτο θεός, όπως στους άλλους λαούς της Ανατολής, ο Θεός απαγόρευε την καταδυνάστευση των υπηκόων του (π.χ. την άμισθη εργασία ή την αρπαγή της γης τους). Ο βασιλιάς υπόκειτο στην κρίση του νόμου της Π.Δ., π.χ. απαγορευόταν να προσφέρει ο ίδιος αντί των Λευιτών θυμίαμα στο ναό (Β’ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ ΚΣΤ’, 18) κι απαγορευόταν να προσφέρει ακόμη και θυσίες (Α΄ ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ ΙΓ’). Ο Θεός μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τον απομακρύνει από το θρόνο. Όταν ο διάδοχος του Σολομώντα, Ροβοάμ, μιλά στους Ισραηλίτες υπηκόους του σκληρά και απειλεί ότι αυξήσει τις αγγαρείες του λαού, αυτοί του απαντούν ότι παύουν να τον υπακούν (Γ’ ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ, ΙΒ’, 14-16) και τον παρατούν σύξυλο και ιδρύουν το βόρειο βασίλειο.

Αφού ο Χριστιανισμός είναι φύσει αντίθετος στη Δημοκρατία, τότε γιατί ο ελιτιστής Νίτσε που απαιχθανόταν τη δημοκρατία και ήταν δεδηλωμένος αντιχριστιανός έλεγε πως η δημοκρατία είναι προϊόν της επίδρασης των χριστιανικών ιδεών περί ισότητας όλων προ του Θεού; «Ω ανώτεροι άνθρωποι, – έτσι κλείνει το μάτι ο όχλος – δεν υπάρχει ανώτερος άνθρωπος, όλοι είμαστε ίσοι, ο άνθρωπος είναι άνθρωπος, μπροστά στον Θεό! – Μπροστά όμως στον όχλο δεν θέλουμε να είμαστε ίσοι!» γράφει (σ. 383) στο Ζαρατούστρα. Γιατί οι ναζιστές στην Ελλάδα είτε αποκηρύσσουν πλήρως τον Χριστιανισμό είτε δεν τον αναφέρουν καθόλου; Διότι άμα ο Χριστιανισμός ήταν φασιστικός, αυτοί οι ακροδεξιοί θα τον υποστήριζαν φανατικά – ωστόσο επικρίνουν τα κηρύγματά του περί ισότητας και αδελφοσύνης καθώς και ότι επί Βυζαντίου η έννοια της «φυλής» δεν είχε την δέουσα σημασία (και οι δήθεν αμεσοδημοκράτες κατηγορούν για τον ίδιο, τελευταίο, λόγο, το Βυζάντιο και τους εποικισμούς π.χ. της Πελοποννήσου από Μικρασιάτες˙ τι σύμπτωση!). Στην Αγγλία, όπου ο αρχηγός του κράτους είναι κι αρχηγός της Αγγλικανικής Χριστιανικής Εκκλησίας, μήπως είναι αντιδημοκράτες εκεί; Στην Γερμανία, στην Γαλλία, στην Ιταλία , όπου το ποσοστό των καθολικών είναι μεγάλο και πλειοψηφικό, μήπως είναι αντιδημοκράτες; Μήπως αμφισβητούνε τη δημοκρατία; Το ότι σε παλιότερες εποχές υπήρχε κόντρα, αυτό οφείλεται στον εγγενή συντηρητισμό, όχι στο χριστιανισμό. Γι' αυτό άλλωστε οι χριστιανοί δεν είναι αντιδημοκράτες σήμερα. Εξάλλου, τα δόγματα της Εκκλησίας αποφασίζονταν πάντα δημοκρατικά, με συνόδους οικουμενικές, με ψηφοφορία, έπειτα από συζήτηση. Αυτό πάντοτε γινόταν από την αρχή του Χριστιανισμού. Μήπως λοιπόν είναι αντιδημοκρατική η Εκκλησία;

 

89c ΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΤΗΣ ΡΩΜΑΝΙΑΣ

«Δεν υπάρχει πάντως αμφιβολία ότι η όλη εξέλιξη από τον ελληνιστικό μονάρχη και το Ρωμαίο αυτοκράτορα στον Βυζαντινό απόλυτο άρχοντα είναι αποτέλεσμα της πλατωνικής και αριστοτελικής θεωρίας περί βασιλείας και σκοπιμότητας να ασκείται η ανώτατη κρατική κυριαρχία από έναν απεριόριστα απόλυτο μονάρχη, αδεύσμετο τόσο από το νόμο όσο και από την κοινή γνώμη. Η πολιτική θεωρία πάνω στην οποία βασίζεται η απολυταρχία υπήρξε αναμφίβολλα ελληνικής προέλευσης και προήλθε από την ελληνική φιλοσοφική παράδοση όπως αυτή μεταφέρθηκε στη Ρώμη από τον Κικέρωνα και τον Σένεκα, μέσω ορισμένων από τους νεώτερους στωικούς» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ', σ. 314).

«Μεγαλύτερη σημασία για την ιστορία της ελληνικής πολιτικής θεωρίας και της εξέλιξής της κατά τους βυζαντινούς χρόνους έχει ότι ο Πλάτωνας όχι μόνο αντιμετώπισε με δυσπιστία τη δημοκρατία ως πολιτικό θεσμό, αλλά θεωρούσε ως ιδεώδη μορφή πολιτεύματος την απόλυτη μοναρχία του ενός, αδεύσμευτου από το νόμο και τη συγκατάθεση των υπηκόων του άνδρα»  (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ', σ. 313).

Ισχυρίζονται ότι η Ρωμαϊκή ιδέα περί μονάρχη, επειδή πρόκειται για μονοθεϊστικό κράτος παραπέμπει σε έναν απόλυτο κυρίαρχο. Αυτό είναι λάθος, όπως φαίνεται από τις πηγές. Υπήρχε για τους Βυζαντινούς, διαφορά μεταξύ της πολιτείας και του βασιλιά, τουλάχιστον όσον αφορά την αντίληψη περί δέουσας διακυβέρνησης του κράτους:

-ως κλασσικό παράδειγμα είναι ο ιστορικός Ι. Ζωναράς (12ος αι.) που (Ζωναράς XVIII, 26 – III, 776 Βόννη) κατηγορεί τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ Κομνηνό ότι δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στο κράτος και τη δική του μοναρχία. Ο αυτοκράτορας, λέει ο Ζωναράς, χειριζόταν τις κρατικές υποθέσεις σαν να ήταν ιδιωτικές του υποθέσεις, δηλαδή ως κύριός τους (Δεσπότης) και όχι ως διαχειριστής τους (οικονόμος).

-τον 5ο αι. η αυτοκράτειρα Βηρίνη κηρύσσει τον αυτοκράτορα Ζήνωνα έκπτωτο από τη βασιλεία, δηλαδή το αξίωμα του μονάρχη, επειδή καταβαράθρωσε την πολιτεία, δηλαδή το κράτος (Θεοφάνης 129).

-Τον 6ο αι. ο Πέτρος Πατρίκιος στην πραγματεία του Περί πολιτικής επιστήμης γράφει ότι η εκλογή του αυτοκράτορα δεν έχει μόνο την έννοια ότι ο Θεός δωρίζει στους Ρωμαίους τον αυτοκράτορά τους, αλλά και την έννοια ότι οι πολίτες προσφέρουν στον εκλεγμένο το αυτοκρατορικό αξίωμα (...παρά θεού τε διδομένην  και των πολιτών δέξοιτο προσφερομένην). Οι πολίτες δηλαδή συμμετέχουν στην ανάδειξη του μονάρχη.

-Τον 13ο-14ο αι. ο Μανουήλ Μοσχόπουλος γράφει ότι το κοινόν είναι αποτέλεσμα ενός συμβολαίου ανάμεσα σε ισότιμους συμβαλλομένους, που αποφασίζουν έπειτα ελεύθερα να δεχθούν για αρχηγό τους έναν μονάρχη, στηριγμένοι όχι σε μεταφυσικούς, αλλά σε εντελώς πρακτικούς συλλογισμούς. Ο μονάρχης πρέπει να αξιώνει τη νομιμοφροσύνη των πολιτών, ακριβώς επειδή είναι προϊόν μιας συλλογικής απόφασης, αλλά μόνο στο βαθμό που εκπροσωπεί το κοινόν. Πουθενά ο συγγραφέας δεν λέει ότι ο ηγέτης του κοινού είναι θεόκλητος, αλλά τοποθετεί ασυζητητί το κράτος και τα συμφέροντά του πολύ πιο ψηλά από τον μονάρχη.

-Στον Πανδέκτη του Ιουστινιανού εισήχθη μια constitutio του έτους 429 που έλεγε, μεταξύ άλλων: «Το να υποτάσσεται η εξουσία στους νόμους είναι ανώτερο και από αυτή την ίδια την άσκηση της εξουσίας» (Institutiones II, 17, 8).

-Ο βασιλιάς που εξέδωσε τις περισσότερες Νεαρές μετά τον Ιουστινιανό, ο Λέων ΣΤ’, καταργεί νόμους προγενέστερων αυτοκρατόρων με το αιτιολογικό ότι δεν έγιναν αποδεκτοί από τους ενδιαφερομένους, ότι δηλαδή οι υπήκοοι τους παρέκαμψαν. Με άλλα λόγια, ο δήθεν «κυρίαρχος» μονάρχης-νομοθέτης δέχεται πρακτικά μια συνεταιρική σχέση, στην οποία ο λαός έχει μια θέση που δεν δικαιούται καθόλου, αφού η μοναρχική εξουσία ρυθμίζει τα πάντα.

-Στις εισαγωγικές παραγράφους της Επαναγωγής (τέλη 9ου αι.), ο νόμος ορίζεται ως κοινό συμβόλαιο ανάμεσα στους πολίτες (πόλεως συνθήκη κοινή), δηλαδή δεν υπάρχει καμιά αναφορά στον αυτοκράτορα ως πηγή του δικαίου.

Η σύγκλητος της Κωνσταντινούπολης έχει παραγνωριστεί ως προς την αξία της˙ πολλοί νομίζουν ότι ήταν απλώς μια σύνοδος σιωπηλών ευγενών που έλεγαν ναί σε ό,τι διέταζε ο αυτοκράτορας. Στην πραγματικότητα όμως, «πρέπει να θεωρήσουμε ότι η βυζαντινή σύγκλητος ήταν συνταγματικά κατοχυρωμένη»˙ έτσι

-το 518, στο σύντομο διάστημα της χηρείας του θρόνου, ο ρωμαίικος λαός χαιρετίζει την σύγκλητο με την επευφημία Tu vincas!, επομένως την αναγνωρίζει μακροπρόθεσμα ως κυρίαρχη (De caerimoniis 427, Βόννη).

-τον 5ο αι. η βασιλεία του παρέμβλητου αυτοκράτορα Βασιλίσκου εξαρτάται από την εύνοια της συγκλήτου, της οποίας η δυσμένεια τον ανατρέπει τελικά (Θεοφάνης 120, 122, 124).

-Η συγκλητική αντιπολίτευση εναντίον του Αναστασίου εκδηλώνεται κάθε τόσο ανοικτά και μάλιστα ο αυτοκράτωρ εισπράττει από αυτή την κατηγορία της επιορκίας. (Θεοφάνης 160, 161, 168).

-Κάτω από την «τυραννίδα» του Φωκά η σύγκλητος ήρθε σε επαφή με τον έξαρχο της Καρχηδόνας και πυροδότησε έτσι την εξέγερση του μετέπειτα αυτοκράτορα Ηρακλείου (Θεοφάνης, 297).

-Ο αυτοκράτωρ Λέων ο Αρμένιος και η σύγκλητος έχουν πολύ διαφορετικές εκτιμήσεις για την πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί απέναντι στους Βουλγάρους. Αλλά ο χρονικογράφος παρατηρεί ξερά: «Αλλ΄ εκράτησεν η βουλή» (Θεοφάνης, 13).

-Η σύγκλητος δημοσιεύει Νεαρές κατά τις συνεδριάσεις της (Συνέχεια Θεοφάνη, 447).

Αλλά και ο λαός δεν είναι καθόλου άβουλος ή υπάκουος.

-Αν σκεφτούμε ότι από τους 88 κύριους αυτοκράτορες οι 30 πέθαναν από βίαιο θάνατο και 13 άλλοι αναγκάστηκαν να αποσυρθούν σε μοναστική απομόνωση, καταλήγουμε ότι η επανάσταση δεν αποτελούσε σπάνια εξαίρεση, αλλά, από ιστορική σκοπιά, αποτελούσε ένα συστατικό στοιχείο της συνταγματικής ζωής.

-Αυτοκράτορας μπορούσε να γίνει οποιοσδήποτε ανεξαρτήτως κοινωνικής προέλευσης. Οι Μακεδόνες π.χ. ήταν αγροτική οικογένεια. Αντίθετα, την εποχή εκείνη στη Δύση κυβερνούσαν αποκλειστικά οι γαλαζοαίματοι και στο Ισλάμ αποκλειστικά οι βιολογικοί απόγονοι του Μωάμεθ.

-Υπήρξαν τρεις γυναίκες που κυβέρνησαν μόνες τους ως Αυτοκράτειρες. Ειρήνη (797-802), Θεοδώρα και Ζωή (1042), Θεοδώρα (1054-1056). «Συνταγματικός φραγμός δεν υπήρχε. Και στο τέλος αιτία της πτώσης της [Ειρήνης] ήταν περισσότερο η κακή της υγεία παρά το φύλο της. Ποτέ οι βασιλείες αυτές των γυναικών δε θεωρήθηκαν παράνομες (Στ. Ράνσιμαν, Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 78).

-οι αυτοκράτορες Αναστάσιος (Μαλάλας 406) και Ιουστινιανός Α’ (Πασχάλιο Χρονικό 623) παρουσιάζονται μπροστά στο λαό στον Ιππόδρομο και δικαιολογούν τα μέτρα τους.

-ο Ηράκλειος όταν ξεκινά διαπραγματεύσεις με τους Αβάρους συνοδεύεται όχι μόνο από τους υψηλούς αξιωματούχους του, αλλά και από εκπροσώπους των Βένετων και των Πρασίνων (Πασχάλιο Χρονικό, 712).

-Εκπρόσωποι των «κομμάτων» συνυπογράφουν τα πρακτικά της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου.

-Ο Λέων ΣΤ’ εξηγεί τα εικονοκλαστικά μέτρα του σε λόγους του προς το λαό.

-Ο Κωνσταντίνος Ε’ έκανε διαλόγους με το λαό στον Ιππόδρομο.

-Ο Αλέξιος Γ’ προσπαθεί, σε μια συνέλευση, να πείσει το λαό για την αναγκαιότητα ενός έκτακτου φόρου, αλλά συναντά τη λαϊκή άρνηση και φεύγει με άδεια χέρια (Νικήτας Χωνιάτης 478-479).

-στα πολιτικά έθιμα της Θεσσαλονίκης προ και κατά την περίοδο των Ζηλωτών ενυπάρχει και ένα συμβούλιο αποτελούμενο από δώδεκα προύχοντες που συνεδρίαζε τρεις φορές τη βδομάδα.

-Σύμφωνα με τον Κορδάτο (Γιάνη Κορδάτου, Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου, εκδότης Πέτρος Δ. Καραβάκος, Αθήνα 1953, σ. 274-275), στην Θεσσαλονίκη πριν την επανάσταση των Ζηλωτών, υπήρχε, παράλληλα με την διορισμένη από την Κωνσταντινούπολη διοικητική εξουσία, η κοινοτική εξουσία, η οποία είχε δύο τμήματα, την σύγκλητο ή βουλή (γερουσία) και την εκκλησία του δήμου. Στην εκκλησία του δήμου έπαιρνε μέρος κάθε ελεύθερος ενήλικας. Την εξουσία, δηλαδή, αποτελούσε τόσο η διορισμένη διοίκηση, όσο και η εκλεγμένη από τους Θεσσαλονικείς βουλή. Η Θεσσαλονίκη είχε, παράλληλα με τους νόμους του κράτους, τους δικούς της νόμους, τους τυπικούς νόμους, καθώς κι ένα είδος συντάγματος, τον πολιτικό νόμο. Ο Beck, του οποίου τις πληροφορίες χρησιμοποιούμε, λέει ότι δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε πως μόνο στην Θεσσαλονίκη υπήρχαν αυτές οι δημοτικές συνελεύσεις και εξουσίες των πολιτών.

-ο επίσκοπος Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης συμβουλεύει τους Ευβοείς να μην περιορίζονται σε παράπονα, αλλά να αποφασίζουν οι ίδιοι για τις υποθέσεις τους στη λαϊκή συνεδρίαση (Μιχαήλ Χωνιάτης 1, 180-186).

-Ο Ιουστινιανός στην Lex De Imperio γράφει ρητά (Πανδέκται, 1, 3, 31˙ Βασιλικά, 2, 6, 1) ότι ο λαός έχει μεταβιβάσει την εξουσία του στον αυτοκράτορα (Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 70).

-Το να λέγεται ότι υπήρχε θεοκρατία στη Ρωμανία απλώς επειδή ο αυτοκράτορας έπρεπε να είναι Ορθόδοξος Χριστιανός είναι ανυπόστατο και ισοδυναμεί με το να λέγεται ότι η αρχαια πόλη-κράτος της Αθήνας ήταν θεοκρατία, απλώς επειδή οι άρχοντες έπρεπε να δηλώνουν πίστη και σεβασμό στην κρατική λατρεία της πόλεως. Θεοκρατικό είναι το καθεστώς όπου οι νόμοι υπαγορεύονται ή εγκρίνονται από το θεό. Στο Ισλάμ π.χ. υπάρχει θεοκρατία. Στην Σπάρτη, όπου οι νόμοι εγκρίθηκαν από τους Δελφούς, υπήρχε θεοκρατία. Στη Ρωμανία οι νόμοι δεν εγκρίνονταν από τον Πατριάρχη ούτε ζητούνταν η γνώμη του ούτε έψαχναν για νόμους μέσα στην Αγία Γραφή. Είναι αβάσιμο το επιχείρημα ότι ο Διαφωτισμός εναντιώθηκε στην θεοκρατία του Χριστιανισμού διαχωρίζοντας τον πιστό από τον πολίτη, διότι αυτή η ταύτιση υπήρχε ήδη από την Αρχαιότητα, όπου μόνο οι πολίτες είχαν δικαίωμα και υποχρέωση συμμετοχής στην κρατική λατρεία κι αντίστροφα. Ο Χριστιανισμός απλώς συνέχισε αυτό το πράγμα εξαιτίας της θέλησης των Αυτοκρατόρων που συνέχισαν την παράδοση του αρχαίου κόσμου.

Κανείς δεν αμφισβητεί πως η αρχαία Αθήνα ήταν η πρώτη δημοκρατία. Ότι η δημοκρατία εμφανίστηκε στην Αθήνα τιμά τους Έλληνες Ορθόδοξους. Αλλά η δημοκρατία δεν είναι πραγματική, δεν είναι δηλαδή πλήρης, όταν αποκλείονται από αυτήν οι δούλοι και οι γυναίκες. Η αρχαία Ελλάδα εφηύρε την έννοια της δημοκρατίας, αλλά όχι την έννοια της δημοκρατίας για όλους. Αυτό θα προϋπόθετε την ύπαρξη οντολογικής ισότητας ανδρών και γυναικών, δούλων κι ελευθέρων. Ο Χριστιανισμός δεν εφηύρε την έννοια της δημοκρατίας, αλλά χάρη στην εξίσωση όλων, δημιούργησε τις προϋποθέσεις ώστε σταδιακά (όταν οι κοινωνικές συνθήκες το επέτρεπαν) να εξαλειφθεί η οντολογική ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων. Δεν το ισχυριζόμαστε εμείς αυτό. Ο Νίτσε το λέει «Το δηλητήριο του δόγματος των "ίσων δικαιωμάτων για όλους" διασκορπίστηκε κυρίως από τον Χριστιανισμό. (...) Η πλειοψηφία έγινε αφέντης˙ η δημοκρατικότητα των χριστιανικών ενστίκτων θριάμβευε» (Ο αντίχριστος, σ. 54 και 67). Ο Χριστιανισμός είναι η αιτία για την ύπαρξη δημοκρατίας για όλους.

 

89d ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑΣΜΟΣ

Οι αντιχριστιανοί ισχυρίζονται ότι ο Θεός της Π.Δ. και η θρησκεία του ήταν απλώς ένα μέσο για να υποτάσσονται οι μάζες (εν προκειμένω – και αρχικώς – των Εβραίων) στο ιερατείο. Γράφτηκε, δηλαδή, η Π.Δ. (και μέσω αυτής δημιουργήθηκε ο Θεός της Π.Δ.) από το ιερατείο ή κατ’ εντολή του. Στην πραγματικότητα η Π.Δ., μέσω της οποίας μαθαίνουμε για το Θεό, γράφτηκε από πολλούς προφήτες, όχι από τα ιερατεία που «ήθελαν να υποτάξουν τις μάζες». Οι προφήτες αυτοί (Ησαΐας κ.ά.) όμως καταδιώχθηκαν από τα ιερατεία και την εβραϊκή εξουσία (βασιλείς). Προκύπτει το ερώτημα, πώς γίνεται η Παλαιά Διαθήκη να γράφτηκε με εξουσιαστικές σκοπιμότητες, αφού οι συγγραφείς της ήταν ενάντια στους εξουσιαστές του εβραϊκού λαού (τους βασιλείς και τους διεφθαρμένους ιερείς) και είχαν σαφώς μια οικουμενική αντιεθνικιστική αντίληψη;

Α’ ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β’ 4 Τα όπλα κομματιάζει [=ο Θεός] των ισχυρών κι ανανεώνει τη δύναμη των αδυνάτων και των απελπισμένων. 5 Οι πλούσιοι πρέπει με τον κόπο τους να βγάζουν το ψωμί τους.

ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΚΔ’ (μασ. ΚΔ’ 24) Ο δικαστής, που θα εκδώση απόφασιν ότι ο άδικος είναι δίκαιος, αυτός θα είναι κατηραμένος μεταξύ των λαών και μισητός εις τα έθνη.

ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΚΘ’ 2 (...) Όταν οι άρχοντες είναι ασεβείς, στενάζουν και υποφέρουν οι λαοί.

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ Δ’ 1 Παρατήρησα ακόμη όλη την καταπίεση πάνω στη γη. Είδα το δάκρυ εκείνων που καταπιέζονται, χωρίς να υπάρχει κανείς να τους παρηγορήσει˙ η δύναμη βρίσκεται στα χέρια εκείνων που τους αδικούν, γι’ αυτό και δε βρίσκεται κανείς να τους βοηθήσει.

ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΣΤ’ 5 Φρικτή και ταχεία θα επιπέση εναντίον σας [=των αρχόντων] η τιμωρία, διότι τρομερά πάντοτε και αιφνιδία είναι η τιμωρία των παρανόμων αρχόντων. 6 Διότι οι άσημοι και απλοϊκοί άνθρωποι είναι άξιοι συγγνώμης και ελέους εκ μέρους του Θεού. Οι άρχοντες όμως θα κριθούν και θα δικασθούν με αυστηρότητα. 8 Αυστηρά και λεπτομερής έρευνα και εξέτασις επιφυλάσσεται δια τους ισχυρούς.

ΩΣΗΕ Δ’ 4 (...) λέει ο Κύριος. «Έχουν όμως [=ο λαός] κάθε λόγο να κατηγορούν τους ιερείς. 5 Εσείς, ιερείς σκοντάφτετε μέρα μεσημέρι. (...) Εγώ θα καταστρέψω όλο σας το συγγενολόι. 6 (...) Επειδή με αγνοήσατε, θα σας αγνοήσω κι εγώ ως ιερείς μου (...). 7 Όσο πληθαίνανε οι ιερείς, τόσο αμάρταναν ενώπιόν μου. Κι εγώ τη δόξα τους σε ατιμία θα μεταβάλω. 8 Τρέφονται απ’ του λαού μου τις θυσίες εξιλέωσης, γι’ αυτό την ανομία του επιθυμούν. 9 Αλλά θα πάθουν κι οι ιερείς όμοια με το λαό».

ΩΣΗΕ Ε’ 1 Ο Κύριος λέει: «Ακούστε τα αυτά εσείς, ιερείς! Εσείς οι αρχηγοί του Ισραήλ προσέξτε! Ακούστε τα κι εσείς που στη βασιλική ανήκετε οικογένεια! Εσείς θα έπρεπε να κρίνετε δίκαια˙ αντί γι’ αυτό όμως, γίνατε για το λαό μου παγίδα (...). Εγώ όμως όλους θα σας τιμωρήσω». 10 Οι άρχοντες του λαού του Ιούδα φέρονται σαν εκείνους που μεταθέτουνε τα σύνορα˙ θα κάνω πάνω τους η οργή μου να ξεσπάσει σα νεροποντή.

ΩΣΗΕ ΣΤ’ 9 Σαν τους ληστές που στήνουνε καρτέρι κρύβονται οι ιερείς (...).

ΩΣΗΕ Ζ’ 16 Οι άρχοντες θα σκοτωθούν σε πόλεμο, γιατί έχουν γλώσσα αλαζονική (...).

ΑΜΩΣ Β’ 6 (...) Πουλάτε για δούλο τον τίμιο που δεν έχει να πληρώσει τα χρέη του, τον φτωχό, αν σας χρωστάει έστω κι ένα ζευγάρι σάνδαλα. 7 Παραγκωνίζετε φτωχούς κι απελπισμένους (...). 8 Κοντά σε κάθε θυσιαστήριο ξαπλώνετε πάνω στα ρούχα που σας δίνουν οι φτωχοί για ενέχυρο (...). 12 (...) στους προφήτες απαγορέψατε να προφητεύουν.

ΑΜΩΣ Γ’ 10 (...) Γεμίζουνε τα μέγαρά τους μ’ όσα τους προμηθεύει η βία και η αρπαγή.

ΑΜΩΣ Δ’ 1 (...) Καταπιέζετε τους αδύνατους και καταθλίβετε τους φτωχούς (...).

ΑΜΩΣ Ε’ 7 Αλίμονο σ’ εσάς που μετατρέπετε τη δικαιοσύνη σε εμπειρία πικρή, γιατί με δόλο τα δίκια τους καταπατείτε. 11 (...) Καταπιέζετε τον αδύνατο και τον κλέβετε: όταν του παίρνετε φόρο από το στάρι της σοδειάς του˙ δέχεστε δωροδοκίες και τον εμποδίζετε να βρει το δίκιο του στο δικαστήριο.

ΑΜΩΣ ΣΤ’ 1 (...) Αλίμονο σ’ εσάς τους διακεκριμένους του Ισραήλ! 3 Εσείς αποφεύγετε να σκέφτεστε την ημέρα της συμφοράς, αλλά με τις αδικίες σας τη φέρνετε κοντύτερα! 8 (...) μ’ αηδιάζουν τα ωραία του ανάκτορα. (...).

ΑΜΩΣ Ζ’ 14 Ο Αμώς αποκρίθηκε στον [αυλικό προφήτη] Αμασία: «Εγώ δεν είμαι επαγγελματίας προφήτης ούτε ανήκω σε κάποια προφητική ομάδα. Εγώ κερδίζω τη ζωή μου απ’ τα κοπάδια μου κι απ’ τις συκομουριές μου».

ΑΜΩΣ Η’ 4 Ακούστε τα αυτά, εσείς που συντρίβετε τους φτωχούς και παραγκωνίζετε τους δυστυχισμένους της χώρας. 5 Λέτε: «Πότε θα περάσει η γιορτή της νουμηνίας και το Σάββατο, για ν’ ανοίξουμε τις σιταποθήκες μας; (...) Θα μικρύνουμε τα δοχεία της μέτρησης για να δίνουμε λιγότερο, θα βαρύνουμε τα σταθμά για να εισπράττουμε περισσότερο ασήμι. 6 (...) Θα πουλήσουμε για δούλους μας τους φτωχούς, που δεν έχουν να πληρώσουν τα χρέη τους, έστω κι αν χρωστούν ένα ζευγάρι σανδάλια». 7 Ορκίστηκε ο Κύριος: «Δεν πρόκειται να λησμονήσω ποτέ τις πράξεις τους».

ΜΙΧΑΙΑΣ Β’ 1 Αλίμονο σ’ εκείνους που ξαγρυπνούν σχεδιάζοντας το κακό. Θα το κάνουν, γιατί έχουν τη δύναμη. 2 Όταν επιθυμούν χωράφια ή σπίτια, τα αρπάζουν. Κατακλέβουν τους ανθρώπους και τις οικογένειές τους και παίρνουν τις περιουσίες τους. 3 Γι’ αυτό, ο Κύριος λέει: «Έτσι σχεδιάζω κι εγώ κακό ενάντια σε ανθρώπους σαν κι εσάς. Δε θα μπορέσετε να το αποφύγετε (...)». 9 (...) Αρπάζετε απ’ τα παιδιά τους για πάντα τον κλήρο τους. 10 Εμπρός, σηκωθείτε και φύγετε στην εξορία, γιατί εδώ ησυχία δε θα βρείτε! (...)

ΜΙΧΑΙΑΣ Γ’ 1 Ακούστε αρχηγοί και άρχοντες του Ισραήλ: Δεν είν’ έργο σας να γνωρίζετε το δίκαιο; 2 Εσείς όμως μισείτε το καλό. (...) Φέρεστε στο λαό μου σα να ήταν ζώα που τα πάνε για σφαγή. Τους γδέρνετε και παίρνετε το δέρμα τους και ξεκολλάτε τις σάρκες απ’ τα κόκαλά τους. 3 Τρέφεστε με τις σάρκες του λαού μου (...). 10 Εσείς που χτίζετε την Ιερουσαλήμ πάνω σε αίματα και αδικίες. 11 Οι άρχοντες δωροδοκούνται όταν δικάζουν, οι ιερείς διδάσκουν με πληρωμή κι οι προφήτες προφητεύουν με αμοιβή. Κι ύστερα τολμούν και λένε: «Ο Κύριος είναι μαζί μας. Δε θα μας βρει κακό!».

ΜΙΧΑΙΑΣ ΣΤ’ 11 «Μπορώ μια πόλη να τη συγχωρήσω, όπου οι έμποροι με πλάστιγγες λειψές ζυγίζουνε (...); 12 Όταν οι πλούσιοι τους φτωχούς εκμεταλλεύονται (...);»

ΜΙΧΑΙΑΣ Ζ’ 3 «Είναι όλοι τους ειδικευμένοι στο κακό. Ο ηγεμόνας απαιτεί αυξημένους φόρους. Δωροδοκείται να δικάσει ο δικαστής κι ο ισχυρός ζητάει με πονηριά να ικανοποιήσει την απληστία του. Έτσι όλοι μαζί έχουν διαστρέψει το δίκαιο. 4 Ο πιο καλός ανάμεσά τους κι ο πιο τίμιος είναι κι απ’ τ’ αγκαθόβατα πιο βλαβερός. Η μέρα της τιμωρίας σας έρχεται (...)».

ΑΜΒΑΚΟΥΜ Α’ 4 Οι νόμοι μοιάζουν αδρανείς, επικρατεί η αδικία. Οι αποφάσεις των δικαστών είναι διεστραμμένες.

ΑΜΒΑΚΟΥΜ Β’ 6 Αλίμονο σ’ εκείνον που μαζεύει ό,τι δεν του ανήκει – αλήθεια, έως πότε; – και τον καθένα τον μεταχειρίζεται σαν οφειλέτη του! (...)

ΣΟΦΟΝΙΑΣ Α’ 8 (...) λέει ο Κύριος «τους άρχοντες θα τιμωρήσω και τους γιους του βασιλιά» (...).

ΣΟΦΟΝΙΑΣ Γ’ 3 «Βρυχιούνται σαν λιοντάρια οι άρχοντές της, σαν πεινασμένοι λύκοι οι κυβερνήτες της.  4 Είναι οι προφήτες της ανεύθυνοι κι επίβουλοι. Οι ιερείς της βεβηλώνουν το ναό κι αθετούν το νόμο του Θεού».

ΖΑΧΑΡΙΑΣ  Ι’ 3 «Άναψε ο θυμός μου εναντίον των βοσκών που καταπιέζουν το λαό μου˙ θα τιμωρήσω τα κριάρια του κοπαδιού»

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΙΑ’ 17 «Αλίμονο στον άχρηστο το βοσκό, που εγκαταλείπει το κοπάδι! Να του κοπεί το χέρι με το ξίφος και να του βγει το μάτι το δεξί! Το χέρι του να ξεραθεί τελείως και το μάτι του να σβήσει!»

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΙΓ’ 7 Ο Κύριος του σύμπαντος λέει: «Σήκω ξίφος και χτύπα το βοσκό μου (...)».

ΜΑΛΑΧΙΑΣ Α’ 6 Ο Κύριος του σύμπαντος λέει στους ιερείς: «(...) Με περιφρονείτε και ρωτάτε: "πώς σε περιφρονούμε;"» 10 «(...) Δεν είμαι ευχαριστημένος από σας και δε θα δεχτώ καμιά θυσία από τα χέρια σας».

ΜΑΛΑΧΙΑΣ Β’ 1 Ο Κύριος του σύμπαντος δίνει σ’ εσάς τους ιερείς την ακόλουθη προειδοποίηση: 2 «Αν δεν υπακούσετε και δεν αποφασίσετε να με τιμήσετε, θα στείλω εναντίον σας συμφορά και θα ανακαλέσω τα προνόμιά σας. (...) 3 Το ίδιο είμαι έτοιμος να κάνω και στους απογόνους σας. Κι όσο για σας, θα πετάξω στο πρόσωπό σας την κοπριά των ζώων που θυσιάζετε στις γιορτές σας˙ και θα σας ρίξουν κι εσάς στον κοπρώνα. 9 Επειδή δεν με υπακούσατε, εγώ τώρα θα κάνω να σας περιφρονήσουν όλοι οι άνθρωποι».

ΜΑΛΑΧΙΑΣ Γ’ 5 Ο Κύριος του σύμπαντος λέει: «Έρχομαι σ’ εσάς για κρίση! Θ’ απευθύνω αμέσως την κατηγορία εναντίον (...) αυτών που αδικούν τον εργάτη στο μισθό, εναντίον αυτών που καταπιέζουν τις χήρες και τα ορφανά, αυτών που αδιαφορούν για τους ξένους, εναντίον όλων εκείνων που δε με σέβονται».

ΗΣΑΐΑΣ Α’ 23 Οι άρχοντές σου είν’ αποστάτες και συνεταίροι των κλεφτών˙ όλοι τους αγαπάνε τη δωροδοκία κι επιδιώκουν την ανταμοιβή. Δεν αποδίδουν στο ορφανό το δίκιο που του πρέπει, και η υπόθεση της χήρας φροντίζουνε να καταχωνιαστεί.

ΗΣΑΐΑΣ Γ’ 12 «(...) παιδιά διεστραμμένα είν’ οι ηγέτες σου και εκμεταλευτές που σε απομυζούν (...)». 14 Ο Κύριος θα ‘ρθει για να δικάσει τους πρεσβυτέρους και τους άρχοντες του λαού (...) 15 «Με ποιο δικαίωμα ποδοπατείτε το λαό μου κι εξουθενώνετε τους φτωχούς;» Αυτά λέει ο Κύριος, ο Κύριος του σύμπαντος.

ΗΣΑΐΑΣ Ε’ 20 Αλίμονο σ’ εκείνους που λέν το κακό καλό και το καλό κακό, που παρασταίνουν το μαύρο άσπρο και το άσπρο μαύρο.

ΗΣΑΐΑΣ Θ’ 13 Ο Κύριος θα κόψει του Ισραήλ το κεφάλι και την ουρά (...) 14 Οι σύμβουλοι και οι προύχοντες, αυτοί είναι το κεφάλι˙ και οι προφήτες που διδάσκουν ψεύδη, αυτοί είναι η ουρά.

ΗΣΑΐΑΣ Ι’ 1 Αλίμονο σ’ εκείνους που θεσπίζουν νόμους άδικους και σ’ εκείνους που γράφουν αποφάσεις καταπιεστικές, 2 για να στερήσουν τους αδύνατους και να αρπάξουν τα δικαιώματα των φτωχών του λαού μου (...)

ΗΣΑΐΑΣ ΚΗ’ 14 Όλοι εσείς οι χλευαστές, που κυβερνάτε το λαό αυτόν, ακόυστε τι λέει ο Κύριος: 15 Εσείς νομίζετε πως έχετε κάνει συνθήκη με το θάνατο και συμφωνία με τον άδη (...)

ΗΣΑΐΑΣ ΝΗ’ 4 Κι ο Κύριος απαντάει: «Εσείς τη μέρα που νηστεύετε παλεύετε για τα συμφέροντά σας  και βασανίζετε όλους αυτούς που σας δουλεύουν (...). 7 Νηστεία είναι με τον πεινασμένο το ψωμί σας να μοιράζεστε, τον άστεγο να φέρνετε στο σπίτι και τη βοήθεια στο συνάνθρωπό σας να μη την αρνιέστε. 9 (...) Πάψτε τους συνανθρώπους σας να τους καταπιέζετε, να φοβερίζετε με απειλητικές χειρονομίες (...)

ΙΕΡΕΜΙΑΣ Β’ 26 Όπως ο κλέφτης νοιώθει ντροπή όταν τον πιάνουν, έτσι θα ντρέπεστε κι εσείς, Ισραηλίτες, οι βασιλιάδες σας κι οι άρχοντές σας, οι ιερείς σας κι οι προφήτες σας.

ΙΕΡΕΜΙΑΣ Ε’ 5 Θα πάω, λοιπόν, στους ισχυρούς να τους μιλήσω. (...) Αλλά αυτοί ακόμη περισσότερο αρνήθηκαν να υπακούσουν στον Κύριο. (...) 31 (...) οι ιερείς ενεργούν σύμφωνα με τη δική τους διδασκαλία.

ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΣΤ’ 13 «(...) Ακόμη και προφήτες και οι ιερείς μου εξαπατούν το λαό. 14 Φέρονται σαν οι πληγές του λαού μου να ήταν αμυχές˙ λένε στο λαό μου πως όλα πάν’ καλά (...) 15 (...) Γι’ αυτό και θα καταστραφούν όπως όλοι οι άλλοι. Θα τους τιμωρήσω και θ’ αφανιστούν», λέει ο Κύριος.

ΙΕΡΕΜΙΑΣ Η’ 8 Ο Κύριος λέει: «Πώς ισχυρίζεστε ότι είστε σοφοί; Επειδή ξέρετε τους νόμους του Κυρίου; Αφού οι νόμοι αυτοί έχουν νοθευτεί απ’ τους ανάξιους ερμηνευτές τους!»

ΙΕΡΕΜΙΑΣ Κ’ 1 Ο ιερέας Πασχούρ, γιος του Ιμρί και επόπτης του ναού του Κυρίου, άκουσε τον Ιερεμία να προφητεύει με τα παραπάνω λόγια. 2 Τότε διέταξε να χτυπήσουν τον προφήτη και να τον βάλουν στην ξυλοπέδη.

ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΚΒ’ 13 Ω συ Ιωακείμ, βασιλεύ των Ιουδαίων, ο οποίος κτίζεις τα ανάκτορά σου με αδικίας και καταδυναστεύεις, συ ο οποίος εξαναγκάζεις τον πλησίον σου δωρεάν να εργάζεται δια σε και δεν του δίδεις τον δίκαιον μισθόν του! 15 Μήπως νομίζεις ότι θα βασιλεύσης επί πολύ; (...)

(κείμενο των Ο’: 13 Ὦ ὁ οἰκοδομῶν οἰκίαν αὐτοῦ οὐ μετὰ δικαιοςύνης καὶ τὰ ὑπερῷα αὐτοῦ οὐκ ἐν κρίματι, παρὰ τῷ πληςίον αὐτοῦ ἐργᾶται δωρεὰν καὶ τὸν μισθὸν αὐτοῦ οὐ μὴ ἀποδώσει αὐτῷ. 15 Μὴ βασιλεύσῃς, ὅτι σὺ παροξύνῃ ἐν Ἄχαζ τῷ πατρί σου;)

ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΚΓ’ 2 Ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ λέει για τους άρχοντες: «Εσείς διασκορπίσατε το κοπάδι μου, το παραπλανήσατε, δεν το φροντίσατε. Τώρα κι εγώ θα σας τιμωρήσω για τις κακές σας πράξεις».

ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΚΣΤ’ 20 Εκείνη την εποχή υπήρχε ακόμη κάποιος που λεγόταν Ουρίας (...) που προφήτευε στο όνομα του Κυρίου. Αυτός προφήτεψε ενάντια στην πόλη και στη χώρα αυτή (...). 21 (...) Γι’ αυτό ο βασιλιάς γύρευε να τον σκοτώσει. 22 Αυτοί έφεραν τον Ουρία πίσω στο βασιλιά. Με διαταγή του τον έσφαξαν (...).

ΙΕΖΕΚΙΗΛ ΚΒ’ 6 «Δες τους άρχοντες του Ισραήλ! Σπαταλούν τη δύναμή τους για να κάνουν φονικά. 7 Οι κάτοικοί σου (...) καταπιέζουν τους ξένους που ζουν ανάμεσά τους και αδικούν τις χήρες (...). 26 Οι ιερείς της παραβιάζουν το νόμο μου (...) 27 Οι άρχοντές της είναι σαν τους λύκους που ξεσκίζουν τη λεία τους, χύνουν αίμα, καταστρέφουν ανθρώπους για να ληστέψουν τα αγαθά τους. 28 Οι προφήτες της σκεπάζουν όλες αυτές τις αμαρτίες με ψεύτικα οράματα (...) 29 Οι ισχυροί της χώρας καταπιέζουν και ληστεύουν˙ αδικούν τον φτωχό κι εκείνον που έχει ανάγκη και εκβιάζουν τον ξένο που παροικεί στη χώρα. 31 (...) Γι’ αυτό σκόρπισα πάνω τους την αγανάκτησή μου και με τη φλογερή οργή μου τους εξαφάνισα. Τους έκανα έτσι να υποστούν τις συνέπειες της συμπεριφοράς τους. Εγώ ο Κύριος, ο Θεός, το λέω».

ΙΕΖΕΚΙΗΛ ΜΔ’ 28 «Οι ιερείς δεν θα έχουν ιδιοκτησία, όπως έχουν οι άλλοι Ισραηλίτες. Εγώ θα είμαι η ιδιοκτησία τους»

ΙΕΖΕΚΙΗΛ ΜΕ’ 7 «Ο άρχοντας θα έχει κι αυτός τη γη του, εκατέρωθεν του αγίου τμήματος (...)» 9 Ο Κύριος, ο Θεός, λέει στους άρχοντες του Ισραήλ: «Φτάνει πια! Σταματήστε τη βία και την καταπίεση και ασκήστε την ορθή κρίση˙ σταματήστε ν’ αρπάζετε τα αγαθά του λαού μου (...)».

ΙΕΖΕΚΙΗΛ ΜΣΤ’ 18 «Ο άρχοντας δεν έχει δικαίωμα να ιδιοποιηθεί τον κλήρο που ανήκει σε κάποιον από το λαό, εκτοπίζοντάς τον από την περιουσία του. Στα παιδιά του θα δίνει από τα δικά του εδάφη, ώστε κανένας στο λαό μου να μη αποκόπτεται από την περιουσία του».

            Ο προφήτης Νάθαν κατακρίνει τον βασιλιά Δαβίδ για μια ανομία του και του αναγγέλλει την τιμωρία του (Β’ ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ ΙΒ’, 1-14). Ο προφήτης Αχιά δε φοβάται να προαναγγείλλει στη γυναίκα του βασιλιά Ιεροβοάμ την τιμωρία του (Γ’ ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ, ΙΔ’ 1-17). Ο προφήτης Ηλίας επιτιμά τον βασιλιά Αχαάβ (Γ’ ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ ΙΗ’, 18) και του αναγγέλλει μέλλουσες συμφορές (Γ’ ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ ΚΑ’, 20-25) και κατατρέχεται. Ο προφήτης Μιχαίας προαναγγέλλει το θάνατο του Αχαάβ ενώπιον του δεύτερου (Γ’ ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ ΚΒ’, 28). Ο προφήτης Ανανί επιτιμά τον βασιλιά Ασά κι αυτός τον κλείνει στη φυλακή (Β’ ΠΑΡΑΛΟΙΠΟΜΕΝΩΝ ΙΣΤ’, 7-10). Ο προφήτης Ιηού επιπλήττει τον βασιλιά Ιωσαφάτ (Β’ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ ΙΘ’, 2)˙ το ίδιο κάνει και ο προφήτης Ελιεζέρ (Β’ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Κ’, 37). Ο προφήτης Ηλίας προφητεύει κατά του βασιλιά Ιωράμ (Β’ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ ΚΑ’, 12-15). Ο προφήτης Ζαχαρίας λιθοβολείται με διαταγή του βασιλιά Ιωάς (Β’ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ ΚΔ’, 21). Ένας προφήτης επιτιμά τον βασιλιά Αμασία κι αυτός του λέει να πάψει, γιατί αλλιώς θα εκτελείτο (Β’ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ ΚΕ’, 15-16). Ο προφήτης Ωδήδ αποτρέπει τους Ισραηλίτες από τη σφαγή αιχμαλώτων απειλώντας τους με θεϊκή τιμωρία (Β’ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ ΚΗ’, 11). Χιλιετίες πριν οι σύγχρονοι «αντιεξουσιαστές» γεννηθούν, οι προφήτες καταδίκασαν την κακή εξουσία και τα φαύλα ιερατεία. Ακόμη και αυτή η τόσο ριζική κατάκριση βρίσκεται πρώτα στην Αγία Γραφή.

            Όσοι έχουν ψύχωση με τις θεωρίες συνωμοσίας θέλουν να μας πείσουν ότι το
 «εξουσιαστικό» εβραϊκό ιερατείο και οι βασιλιάδες του Ισραήλ συμπεριέλαβαν τα βιβλία με τα αποσπάσματα αυτά (υπάρχουν δεκάδες άλλα παρόμοια αποσπάσματα στην υπόλοιπη Παλαιά Διαθήκη), ώστε να αποβλακωθεί ο λαός και να γίνει μέσω της πίστης αυτής... εύκολα υποχείριο του ιερατείου! Εκτός κι αν του ξέφυγε του ιουδαϊκού ιερατείου και συμπεριέλαβε τα παραπάνω (που είναι, όπως είπαμε, μόνο ένα μέρος όσων λέγονται κατά των εξουσιαστών), την κοινωνική κριτική των προφητών, κατά λάθος.

Όσο για την άποψη ότι ο Χριστιανισμός ήταν ο τρόπος του ιουδαϊκού ιερατείου να εξουσιάσει τον κόσμο (μέσω του Φαρισαίου Παύλου και του Ιησού), από μόνη της καταρρίπτεται. Διότι δεν θα ήταν τόσο ανόητο το ιουδαϊκό ιερατείο, ώστε να δημιουργήσει μια ακόμη σέκτα (άρα να διασπάσει ακόμη περισσότερο τις λιγοστές δυνάμεις του Ιουδαϊσμού), και να βάζει τον Παύλο να κατηγορεί δρυμύτατα τον Ιουδαϊσμό, ώστε.. να κυριαρχήσει ο Ιουδαϊσμός. Κι ένας άμυαλος θα καταλάβαινε ότι τέτοιες τακτικές μόνο εναντίον του θα ήταν, και δεν θα τις ακολουθούσε εξ αρχής. Τι κέρδισαν οι ιουδαίοι ιερείς με την εξάπλωση του Χριστιανισμού; Ήταν ό,τι χειρότερο γι’ αυτούς. Και, φυσικά, είναι παρανοϊκός ο ισχυρισμός ότι απλώς τα σχέδια του ιερατείου δεν πέτυχαν κι από λάθος αυτονομήθηκε ο Χριστιανισμός, που άρχισε να επιτίθεται έκτοτε κατά του Ιουδαϊσμού. Διότι από τον πρωτομάρτυρα Στέφανο, πριν τον Παύλο, υπήρχε αυτή η σύγκρουση. Επιπλέον, και αυτή η άποψη περί «αποτυγχυμένης συνωμοσίας μέσω του Χριστιανισμού» συναριθμείται σε όλες εκείνες τις χιλιάδες συνωμοσίες που δήθεν σκέφτονταν (άλλη δουλειά δεν έχουν) οι Εβραίοι (π.χ. ότι ο Χίτλερ ήταν Εβραίος, ότι ο Κομμουνισμός είναι Εβραϊσμός κ.λπ.). Πρόκειται για μια αγαπημένη αντισημιτική θεωρία των Ναζιστών Ελλήνων (και των μη Ελλήνων Ναζιστών), η οποία και θετικές αποδείξεις δεν φέρει και αντικρούεται από την πραγματικότητα. Άλλωστε όλοι αυτοί δεν ξέρουν τι λένε, άλλοτε κατηγορώντας τον απ. Παύλο ως πράκτορα των Ρωμαίων και άλλοτε ως πράκτορα του Ιουδαϊσμού, ωσάν να είχαν ποτέ κοινά συμφέρονται οι Ρωμαίοι και οι Ιουδαίοι – δύο λαοί που πολέμησαν πολλές φορές μεταξύ τους και αλληλομισούνταν. Θα ένωνε τα συμφέροντα Ρωμαϊσμού και Ιουδαϊσμού βρίζοντας τον Ιουδαϊσμό, ο Παύλος – αυτό ισχυρίζονται οι συνωμοσιολόγοι!

Επίσης η άποψη ότι ο Μονοθεϊσμός είναι εξουσιαστικός, επειδή ένας θεός κάνει ό,τι θέλει, αγνοεί επιδεικτικά ότι στον Πολυθεϊσμό οι Μοίρες, δηλαδή το Απόλυτο Άλογο κυβερνούν τη ζωή των ανθρώπων και το σύμπαν (δεν υπάρχει λογική αιτία, για την οποία να δίνεται στον καθένα η ζωή του κι η προσωπικότητά του και το πεπρωμένο του), πράγμα που συνιστά τον ύψιστο εξουσιασμό του Παραλόγου˙ εξουσιασμό ο οποίος δεν ελέγχεται, δεν τιθασσεύεται, δεν ανταποκρίνεται σε καμμία ανθρώπινη έκκληση για Λογική. Φυσικά, ο Θεός του Μονοθεϊσμού δεν είναι απλώς (ώστε να ισχύουν τα περί εξουσιασμού) Παντοδύναμος, αλλά – το αποσιωπούν αυτό – Δίκαιος και Πανάγαθος.

Οι αντιχριστιανοί ισχυρίζονται ότι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης ήταν απλώς η δικαιολογία, για να πλουτίζει το ιερατείο. Φέρνουν το εδάφιο ΑΡΙΘΜΟΙ ΙΗ’ 19, όπου ο Θεός ορίζει τα αφιερώματα απο τις προσφορές των Ισραηλιτών να δίνονται στους ιερείς και τις οικογένειές τους, ως απόδειξη ότι ο Θεός χρησίμευε ως δικαιολογία για τη συσσώρευση πλούτου των ιερέων. Ωστόσο το ΑΡΙΘΜΩΝ ΙΗ’ μόνο για συσσώρευση πλούτου του ιερατείου δεν κάνει λόγο. Απλώς ο Θεός απλώς ορίζει να δίνονται τα κρέατα ορισμένων εκ των ζώων των θυσιών και ένα τμήμα των καρπών που προσφέρεται από το λαό, για τη διατροφή των οικογενειών των ιερέων (ΑΡΙΘΜΟΙ ΙΗ’ 10 και 11, 13) σε αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους στη Σκηνή του Μαρτυρίου και αργότερα στο Ναό. Αυτό δεν συνιστά συσσώρευση πλούτου. Ο Θεός, στο ίδιο κεφάλαιο (ΑΡΙΘΜΟΙ ΙΗ’ 20) απαγορεύει ο Ααρών και οι γιοί του, που θα ιερουργούν, να πάρουν κληρονομιά στη χώρα της Χαναάν ούτε κανένα μερίδιο γης. Το ίδιο και οι Λευΐτες (ΑΡΙΘΜΟΙ ΙΗ’ 23) απαγορεύεται να πάρουν κληρονομιά γης μεταξύ των Ισραηλιτών, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες φυλές του Ισραήλ, και μάλιστα ό,τι προσφέρεται σε ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους μειώνεται κατά ένα δέκατο. Οι ιερείς απλώς λάμβαναν τα απαραίτητα για τη διατροφή τους κι όχι για να συσσωρεύουν χρήμα ή γη. Κατηγορούν μερικοί τα χρυσά και επίσημα άμφια των χριστιανών ιερέων κατά την τέλεση της Θ. Λειτουργίας. Θα έπρεπε τουλάχιστον να γνωρίζουν τις απόψεις του Ιουλιανού (επιστολή 89β, 303b): «Έχω επίσης τη γνώμη πως οι [Παγανιστές] ιερείς, όταν λειτουργούν μέσα στα ιερά, πρέπει να φορούν μεγαλοπρεπή ενδύματα. Αντίθετα, έξω από τα ιερά να φορούν τα συνηθισμένα, χωρίς καμμιά πολυτέλεια». Ακριβώς αυτό κάνουν οι χριστιανοί ιερείς. Κατά τη λειτουργία φορούν επίσημα μεγαλοπρεπή ενδύματα, ενώ μετά φορούν το μαύρο ράσο.

            Οι αντιχριστιανοί αποκρύβουν συστηματικά το γεγονός ότι η αρχαία θρησκεία ήταν ενωμένη με τις πόλεις-κράτη, τα οποία επιφορτίζονταν για την διξαγωγή όλων των λατρευτικών τυπικών. Ζώα για θυσίες, χρήματα για πομπές, για γιορτές, για ιερά δείπνα, για άμφια των ιερέων, για τη συντήρηση των ιερέων, όλα αυτά ήταν μέλημα του κράτους, το οποίο αναγκαζόταν να συντηρεί τους αργόσχολους μάντεις και ιερείς, μην τυχόν και οργισθεί ο Απόλλων ή ο Δίας και κάψουν την πόλη. Είναι γνωστότατο ότι τα μαντεία και τα ιερά των «θεών» ήταν πλήρη αναθημάτων και πολύτιμων μετάλλων. Μόνο ο Νέρωνας άρπαξε 500 αγάλματα από τους Δελφούς, οπότε φανταζόμαστε πόσος πλούτος είχε συσσωρευτεί στα πόδια του πολυθεϊστικού ιερατείου. Όλοι προσέφεραν ό,τι πιο πλούσιο είχαν στο θεό. Από τον ξένο ηγεμόνα Κροίσσο ώς και πόρνες, σαν τη Φρύνη, που έστειλε αφιέρωμα στους Δελφούς ένα ολόχρυσό άγαλμά της. Φυσικά ο «θεός του φωτός» το δέχτηκε. Ένα άλλο τρικ του ιερατείου των Δελφών ήταν να δίνει ασαφείς χρησμούς. Έτσι ο ενδιαφερόμενος, εάν ήθελε πλήρη αποσαφήνιση, έπρεπε να ξαναρωτήσει τον «θεό» του ιερατείου, ζητώντας νέο χρησμό. Η νέα αίτηση για χρησμό όμως έπρεπε να συνοδευτεί με νέα προσφορά (ζώων ή χρημάτων) στο ναό. Έτσι οι πολυθεϊστές ιερείς πλούτιζαν. Φυσικά, η αρχαία θρησκεία δεν είχε την παραμικρή αντίληψη περί φιλανθρωπίας. Τα πλούτη έστεκαν στους ναούς των κηφήνων πολυθεϊστών ιερατείων, για να παίζουν με τα διαμάντια οι πολυθεϊστές ιερείς˙ αντίθετα η Εκκλησία με τον πλούτο που τις προσέφεραν οι πιστοί δημιουργούσε νοσοκομεία, πτωχοκομεία, συντηρούσε συσσίτια κ.ά. Ο ίδιος ο Ιουλιανός παραδέχεται (στην επιστολή του προς τον ειδωλολάτρη αρχιερέα της Γαλατείας, Αρσάκειο), την σημαντική αυτή διαφορά στην χρήση του πλούτου μεταξύ του πολυθεϊστικού ιερατείου και του χριστιανικού ιερατείου. Οι Εθνικοί ιερείς άφηναν τον πλούτο αχρησιμοποίητο, οι χριστιανοί ιερείς τον χρησιμοποιούσαν για το καλό του κοινωνικού συνόλου. Τα παραμύθια λοιπόν περί δημιουργίας του χριστιανικού Θεού για λόγους πλουτισμού ισχύουν μόνο για τα ειδωλολατρικά ιερατεία.

            Ας περάσουμε σε μια άλλη πτυχή, τον πολιτικό εξουσιασμό. Οι αντιχριστιανοί ισχυρίζονται ότι ο Χριστιανισμός υποβοηθά τις εξουσίες. Αναφέρουν διάφορα εδάφια επιστολών του Παύλου. Φαίνεται πως ενοχλει τους αντιχριστιανούς η άποψη του Παύλου. Η αντιχριστιανική ερμηνεία των Χριστιανικών απόψεων περί εξουσίας είναι τέτοια, ώστε σκόπιμα αυτές και το νόημά τους να διαστρεβλωθούν. Η χριστιανική άποψη, περί κράτους και εξουσίας βλέπει το κράτος ως προϊόν της πτώσης του Αδάμ και της Εύας. Πριν την Πτώση οι Πρωτόπλαστοι δεν είχαν ανάγκη κράτους ούτε υπήρχε, όπως τονίζει ο Χρυσόστομος κάποια εξουσία του άντρα επί της γυναίκας («Όταν επλάσθη η γυνή δεν υπετάγη εξ αρχής˙ ούτε όταν επαρουσίασεν αυτήν ο Θεός εις τον άνδρα, ούτε αυτή ήκουσε τίποτε τέτοιον από τον Θεόν, ούτε ο ανήρ είπε τίποτε τέτοιον προς αυτήν˙ αλλ’ είπεν είναι οστούν από τα οστά του και σάρξ από τας σάρκας του˙ πουθενά δεν είπε τίποτε δι’ εξουσίαν, ούτε δι’ υποταγή εις αυτήν» (Λόγος κστ’ εις την Α’ Προς Κορινθίους, 3). Συνεπώς, επειδή είναι μεταπτωτικός θέσμος το κράτος και η εξουσία, η Εκκλησία δεν έχει ούτε την κρατικιστική αυταπάτη ότι το κράτος/εξουσία θα φέρει τον «επί γης παράδεισο» (αν π.χ. τηρηθούν οι νόμοι του κράτους ή αν φτιαχτούν «τέλειοι νόμοι». Κάθε νόμος είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, δηλαδή ατελές, με ελλείψεις) ούτε την αντιεξουσιαστική αυταπάτη ότι η εξουσία είναι φύσει κακή. Σκοπός του κράτους/εξουσίας δεν είναι να φέρει τον παράδεισο επί γης˙ αυτό δεν το μπορεί. Σκοπός είναι η αποφυγή της κόλασης επί γης. Όπως ο γάμος είναι ένα μεταπτωτικό φάρμακο κατά του θανάτου, έτσι και η εξουσία είναι ένα προσωρινό φάρμακο κατά της μεταπτωτικής σατανικής διχόνοιας μεταξύ των ανθρώπων, μια ατελής, πολύ κατώτερη της προπτωτικής, μορφή τάξης. Αν δεν χρησιμοποιείται σωστά, δεν είναι από μόνη της κακό.

            Για να γίνει κατανοητή η άποψη του Παύλου για την εξουσία πρέπει να έχουμε υπόψη την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε την εποχή εκείνη. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ούτε δημοκρατία ούτε ανάμνηση δημοκρατίας ούτε πάλη μεταξύ δημοκρατών και μοναρχικών για το ποιο πολιτικό σύστημα θα επικρατούσε. Δεν υπήρχε κάποιο δημοκρατικότερο εναλλακτικό πολιτικό σύστημα από την μοναρχία. Δεν μπορούσε λοιπόν ο Παύλος να προτείνει «αντίσταση» ή «αντάρτικο» στην αυτοκρατορική εξουσία. Μορφωμένος ήταν, ήξερε το αποτέλεσμα των εξεγέρσεων κατά της Ρώμης. Είναι παράλογο να ζητάμε από τον Παύλο σε μια τέτοια εποχή να προτείνει ανυπακοή στην εξουσία (γενικά) ή στην αυταρχική εξουσία (της Ρώμης), τη στιγμή που κανείς πολυθεϊστής φιλόσοφος και διανοούμενος δεν τολμούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Μίλησε κανείς Επικούρειος για «αντιεξουσιασμό», στην εποχή της Ρωμαιοκρατίας; Παρότρυνε το λαό κανείς πολυθεϊστής διανοούμενος της εποχής σε επανάσταση κατά του οιουδήποτε κράτους; Κι όπως οι φιλόσοφοι της εποχής ζητούσαν γενικά σεβασμό στους νόμους, το ίδιο ζητούσε ο Παύλος. Τουλάχιστον αυτός δεν επέλεγε (μια για πάντα), όπως ο Πλούταρχος, το μοναρχικό πολίτευμα κρίνοντας πως αυτό είναι καλύτερο. Μίλησε γενικά για «εξουσία» κι έτσι άφησε περιθώριο για τις πολιτειακές αλλαγές. Δεν είπε «μοναρχία και ξερό ψωμί», όπως είπε ο Πλούταρχος. Εξουσία είναι και η σημερινή (έστω και τυπικά) δημοκρατική. Απλώς έδωσε κάποιες συντεταγμένες. Αλλά τι είπε ο Παύλος, που κάνει πολλούς να αντιδρούν;

Προς Ρωμαίους, 13, 1-7

Ας υποτάσσεται ο καθένας εις τας ανωτέρας εξουσίας, διότι δεν υπάρχει εξουσία παρά από τον Θεόν. Ώστε εκείνος που αντιτάσσεται εις την εξουσίαν, αντιτάσσεται εις την διαταγήν του Θεού και εκείνοι που αντιστάθηκαν, θα κατακριθούν. Διότι οι άρχοντες δεν είναι φόβος δια τα καλά έργα, αλλά δια τα κακά. Θέλεις να μη φοβάσαι την εξουσίαν; Κάνε το καλόν και θα επαινεθής, διότι η εξουσία είναι όργανον του Θεού, δια το καλόν σου, εάν όμως κάνης το κακόν, τότε να φοβάσαι, διότι δεν φέρει μαχαίρι χωρίς λόγον, αλλά διότι είναι όργανον του Θεού, εκδικητής της οργής του εναντίον εκείνου που κάνει το κακόν. Δια τούτο είναι ανάγκη να υποτάσσεσθε όχι μόνον ένεκα της οργής αλλά και δια λόγους συνειδήσεως. Αυτός είναι ο λόγος που πληρώνετε φόρους, διότι αι αρχαί είναι υπηρέται του Θεού, αφοσιωμένοι εις αυτό ακριβώς το έργον. Αποδώσατε λοιπόν εις όλους ό,τι τους οφείλεται˙ φόρον εις εκείνον που οφείλεται φόρος, δασμός εις εκείνον που οφείλεται δασμός, σεβασμός εις εκείνον που οφείλεται σεβασμός, τιμή εις εκείνον που οφείλεται τιμή.

Προς Τιμόθεον, 2, 1-4 Παρακαλώ λοιπόν, πρώτα απ’ όλα, να κάνετε δεήσεις, προσευχάς, παρακλήσεις, ευχαριστίας δι’ όλους τους ανθρώπους, δια τους βασιλείς και όλους εκείνους που είανι εις υψηλάς θέσεις, δια να ζούμε βίον ήρεμον και ήσυχον με πάσαν ευσέβειαν και σεμνότητα. Διότι αυτό είναι καλόν και ευπρόσδεκτον ενώπιον του Σωτήρος μας Θεού ο οποίος θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και να λάβουν γνώσιν της αληθείας.

Προς Τίτον, 3, 1 Να τους υπενθυμίζεις να υποτάσσονται εις τας αρχάς και τας εξουσίας, να πειθαρχούν, να είναι έτοιμοι δια κάθε έργον καλόν (...)

Α’ Πέτρου, 2, 13-16 Υποταχθήτε λοιπόν, σε κάθε ανθρώπινην εξουσίαν χάριν του Κυρίου, είτε πρόκειται δια τον βασιλέα, ως τον ανώτατον άρχοντα, είτε δια διοικητάς, ως απεσταλμένους απ’ αυτόν δια την τιμωρίαν εκείνων που κάνουν το κακόν και δια τον έπαινον εκείνων που κάνουν το καλόν, διότι αυτό είναι το θέλημα του Θεού: να αποστομώνετε δια των καλών σας πράξεων την άγνοιαν των ανόητων ανθρώπων. Να ζήτε σαν άνθρωποι ελεύθεροι και όχι να χρησιμοποιείτε την ελευθερίαν σαν κάλυμμα κακών πράξεων, αλλά σαν δούλοι του Θεού.

Οι δύο απόστολοι εδώ έχοντας κατά νου την αντίληψη ότι η εξουσία/το κράτος υπάρχουν για να αποτραπούν τα χειρότερα συνιστούν υπακοή στον άρχοντα. Συνεχώς λένε ότι η εξουσία υπάρχει (και εννοούν ότι πρέπει να υπάρχει) για την τιμωρία του κακού και τον έπαινο του καλού. Η υποταγή στους άρχοντες δεν οφείλεται σε δουλοπρέπεια ούτε είναι τυφλή. Η υποταγή στην εξουσία δεν σημαίνει εξαγιασμό της εξουσίας, αλλά παραδοχή της χρησιμότητάς της για την περιστολή του κακού. Η υποταγή στην εξουσία δεν οφείλεται στο ότι δήθεν ο Χριστιανισμός στηρίζει τους εξουσιαστές και ειδικότερα τους άδικους, όπως φαίνεται και σε όλα τα παραπάνω εδάφια. Ότι υπάρχουν όρια στην υποταγή του Χριστιανού στους άρχοντες κι αυτή δεν είναι απόλυτη, αλλά σχετική, αποδεικνύεται τόσο από τη λογική όσο και από τα κείμενα διάφορων Πατέρων.

Ορισμένοι, μη Χριστιανοί, είτε επειδή συγχέουν τον συγκεκριμένο, κάθε φορά, άρχοντα με την εξουσία είτε επειδή πιστεύουν ότι ο Παύλος και η Εκκλησία συγχέουν την εξουσία με τον (συγκεκριμένο κάθε φορά) άρχοντα (ή, ακόμη χειρότερα, με κάποιο συγκεκριμένο πολίτευμα), νομίζουν ότι ο Χριστιανισμός τάσσεται ανεπιφύλακτα στο πλευρό των (συγκεκριμένων, κάθε φορά) εξουσιαστών/αρχόντων, με συνέπεια να προτρέπει την απόλυτη υποταγή στους εξουσιαστές της κάθε εποχής κι άρα να εξαγιάζει την εξουσία. Η αλήθεια είναι διαφορετική. Οι μη Χριστιανοί διαστρεβλώνουν την χριστιανική ερμηνεία της εξουσίας και ύστερα κατηγορούν από πάνω τον Χριστιανισμό. Σύμφωνα με το Χριστιανισμό, το θέλημα του Θεού το εκφράζει η ύπαρξη της εξουσίας  γενικά, και όχι ο συγκεκριμένος άρχοντας. Γι’ αυτό και οι πιστοί, ενώ αποδέχονται την εξουσία, για τους λόγους που προαναφέραμε, δεν στηρίζονται στους άρχοντες. Έτσι ο Ψαλμός 145, 3 γράφει: μὴ πεποίθατε ἐπ᾿ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία (=«Μην στηρίζετε την πεποίθηση και την ελπίδα σας στους άρχοντες, στους γιους των θνητών ανθρώπων, που δεν έχουν πάντοτε τη δύναμη να σας σώσουν»).

Ο Ιωάννης Χρυσόστομος γράφει για τη διάκριση μεταξύ άρχοντα και Εξουσίας και τονίζει ότι ο Θεός δεν έχει ευλογήσει τον συγκεκριμένο άρχοντα (που μπορεί να είναι και κακός), αλλά την Εξουσία. «"Γιατί", λέγει "δεν υπάρχει εξουσία, παρά μόνο από το Θεό". Τι λέγεις; Κάθε άρχοντας δηλαδή χειροτονείται από τον Θεό; Δεν εννοώ αυτό, λέγει˙ ούτε ο λόγος μου τώρα θα είναι για τους άρχοντες χωριστά, αλλά γι’ αυτό το πράγμα. Γι’ αυτό δεν είπε "δεν υπάρχει λοιπόν άρχοντας, παρά μόνο από το Θεό", αλλά μιλάει γενικά για το πράγμα και λέγει "γιατί δεν υπάρχει εξουσία, παρά μόνο από το Θεό, και οι εξουσίες που υπάρχουν έχουν ορισθεί από το Θεό"» (Ιω. Χρυσόστομος, Ομιλία κδ’ στην Προς Ρωμαίους, 1). Η πολύ σημαντική αυτή λεπτομέρεια έχει ως αποτέλεσμα (και προϋποθέτει, κατά κάποιον τρόπο) τη χριστιανική αντίληψη, ότι άλλο πράγμα ο κακός άρχοντας κι άλλο πράγμα η εξουσία γενικά, η οποία δημιουργήθηκε ως φάρμακο με σκοπό να περιοριστεί η ατομική αυθαιρεσία και το χάος και είναι (σχετικά) καλή. Επιπλέον, όταν κάποιος κακός άρχοντας θεσπίζει κακούς νόμους ή προστάζει πράγματα ενάντια στο καλό (δηλαδή στις εντολές του Θεού), η χριστιανική αντίληψη είναι η άρνηση υποταγής σε αυτά. Όταν βέβαια ένας άρχοντας (ακόμη κι αυτός, που γενικά είναι κακός) διατάξει κάτι καλό ή απαγορεύσει κάτι κακό, ο Χριστιανός υποτάσσεται και συνεργεί, γιατί μια τέτοια διαταγή και απαγόρευση συμφωνεί με τον αρχικό προορισμό της εξουσίας. Όπως και να ‘χει, αποδεικνύεται εντελώς παράλογος ο ισχυρισμός των αρχαιόπληκτων ότι ο Χριστιανισμός θεωρεί κάθε άρχοντα και κυβερνήτη «εκλεκτό του Θεού». Οι αντιχριστιανοί διαστρεβλώνουν τη σημασία της άποψης του Παύλου ότι «Δεν υπάρχει εξουσία παρά μόνο από το Θεό», σαν να εννοούσε ο Παύλος ότι ο καθένας που αρπάζει την εξουσία και την κακομεταχειρίζεται είναι ευλογητός από το Θεό. Ο Θεός έδωσε την εξουσία γενικά, όχι τον κάθε άρχοντα ειδικά, με σκοπό την, όσο γίνεται, αποτροπή του κακού. Μπορεί να υπάρξουν κακοί άρχοντες, αλλά δεν είναι θέλημα του Θεού αυτό. Είτε σκόπιμα είτε από την γνωστή σε όλους άγνοιά τους περί Χριστιανισμού, οι Νεοπαγανιστές και οι αντιχριστιανοί δημιουργούν μια ανύπαρκτη ερμηνεία περί εξουσίας, την αποδίδουν στο Χριστιανισμό και ύστερα τον κατηγορούν γι’ αυτήν!

Βλέπουμε λοιπόν πως ο δήθεν φιλοεξουσιαστικός Χριστιανισμός όχι μόνον δεν έπεσε στην παγίδα να προτείνει ένα συγκεκριμένο σύστημα (όπως έκαναν οι Παγανιστές της εποχής εκείνης), αλλά έκανε ρητά διαχωρισμό μεταξύ της έννοιας του (ενίοτε καλού ή κακού) άρχοντα και της (προς καλό σκοπό δημιουργημένης) εξουσίας, ώστε αποδεχόμενος την σωστή εξουσία να μην υπακούει σε άδικες εντολές.

Το ότι υπάρχουν όρια στην υποταγή προς τον Καίσαρα, δηλαδή την επίγεια εξουσία, σ’ αντίθεση με την απόλυτη υποταγή στο Θεό φαίνεται από το Κατά Μάρκον 12, 17 και τις Πράξεις 5, 29. Στο πρώτο διαβάζουμε «ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ἀπόδοτε τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ·» («Δώστε εις τον Καίσαρα όσα οφείλονται εις τον Καίσαρα και εις τον Θεόν όσα οφείλονται εις τον Θεόν»), ενώ στις Πράξεις έχει γραφτεί «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» («Πρέπει να πειθαρχούμε μάλλον στο Θεό παρά στους ανθρώπους»). Από την μελέτη των δύο αυτών εδαφίων βλέπουμε πόσο πρωτοποριακός ήταν και είναι ο Χριστιανισμός. Αφενός διαχωρίζει πλήρως τα καθήκοντα προς το κράτος και προς το Θεό, αφετέρου με αυτόν τον τρόπο διαχωρίζει την κοσμική από την θρησκευτική σφαίρα, απαγορεύοντας την ανάμιξη της μίας στην άλλη (απαγόρευση της Θεοκρατίας), σε αντίθεση με ό,τι γινόταν στην αρχαία Πόλη-Κράτος και στην ειδωλολατρική Ρώμη (όπου η θρησκεία ήταν κρατική και ενωμένη με το κράτος), και επιπλέον τονιζει ότι ο Θεός είναι υπεράνω όλων κι ότι η υποταγή στην ανθρώπινη εξουσία παύει, όταν αυτή έρχεται σε αντίθεση προς το θεϊκό νόμο.

Στο σημείο αυτό βέβαια, οι αρχαιόπληκτοι και οι αντιχριστιανοί παίζουν ένα βρώμικο σοφιστικό παιχνίδι κατά του Χριστιανισμού. Από τη μια είδαμε ότι παριστάνουν τους «αντιεξουσιαστές» κατηγορώντας την Εκκλησία ότι στηρίζει τους εξουσιαστές, ενώ, μόλις αναφέρουμε τα παραπάνω εδάφια, αλλάζουν ξαφνικά ιδεολογία και γίνονται «νομιμόφρονες» κατηγορώντας την Εκκλησία ότι περιφρονεί την κοινωνία και τους θεσμούς της βάζοντας υπεράνω των νόμων το νόμο του Θεού. Είναι προφανές ότι η αμάθεια των αντιχριστιανών τούς οδηγεί στο να παριστάνουν άλλοτε τους υπερασπιστές της εξουσίας (και της οιασδήποτε «νομιμότητας») κι άλλοτε τους αντιεξουσιαστές. Έτσι, τυφλωμένοι, αδυνατούν ν’ αντιληφθούν ότι η Εκκλησία και ο Θεός ούτε περιφρονούν τους θεσμούς των ανθρώπων (Προς Ρωμαίους, 13, 1) αλλά ούτε υποτάσσονται σ’ αυτούς τυφλά, ως άβουλοι δούλοι του Καίσαρα (Κατά Μάρκον, 12, 17 και Πράξεις, 5, 29). Η άρνηση της Εκκλησίας να δεχτεί νόμους ενάντιους στο θέλημα του Θεού δεν οφείλεται σε κάποια περιφρόνηση προς την εξουσία και τη νομιμότητα, αλλά είναι απόλυτα λογική. Αν π.χ. ο εκάστοτε «Καίσαρας» διατάξει να κλέβουμε ή να φονεύουμε και νομοθετήσει ανάλογα,  η Εκκλησία δε μπορεί να «υποταχθεί στους άρχοντες». Κι εφόσον ο Θεός είναι η πηγή του αγαθού και του καλού, οι θεϊκές προσταγές είναι το κατεξοχήν καλό. Να αγαπάς τον συνάνθρωπό σου, να μην τον αδικείς με κανένα τρόπο, να δίνεις και τη ζωή σου γι’ αυτόν, αν χρειαστεί, αυτές είναι θεϊκές εντολές που καλλιτερεύουν την κοινωνία, και εάν οι νόμοι της Εξουσίας πρόσταζαν το αντίθετο, ασφαλώς δεν θα συνιστούσε «αντικοινωνική συμπεριφορά» ούτε «περιφρόνηση για τους ανθρώπινους θεσμούς» η άρνηση των νόμων της εξουσίας από τους Χριστιανούς. Ωστόσο οι «νομιμόφρονες», πλέον, Νεοπαγανιστές και λοιποί αντιχριστιανοί (ο «αντιεξουσιασμός» τους τώρα έκανε φτερά!), θα ισχυρίζονταν ότι συνιστά!

Απομένει να δούμε πώς καθορίζονται τα όρια της σχετικής υποταγής των Χριστιανών στην κοσμική εξουσία. Ο καθορισμός των ορίων της κρατικής εξουσίας δεν εγκαταλείπεται στην αυθαιρεσία των φορέων της, αλλά ελέγχεται από τους πιστούς εν ονόματι του Θεού. Αυτό είναι προφανές από τα παραπάνω. Δεν καθορίζει η εξουσία το νόμο του Θεού. «Oἱ ἀρχόμενοι μόνα τοῖς ἄρχουσι ὀφείλετε πείθεσθαι, ὅσα μὴ τὴν ἐπαγγελίαν ἡμῖν τῆς ἐλπίδος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἀφαιρεῖσθαι» (Γρηγ. Παλαμάς, Ομιλία 42, 8).  Βλέπουμε ότι η υποταγή στην εξουσία αφορά μόνο την εκ μέρους της εξουσίας διάπραξη του καλού και την τιμωρία του κακού, δηλαδή μόνο εάν η εξουσία χρησιμοποιείται σύμφωνα με τον αρχικό προορισμό της. Ο καθορισμός των ορίων έγκειται στην κρίση του πιστού. Αν οι νόμοι δεν είναι αντίθετοι στο θέλημα του Θεού, δηλαδή στην αγάπη και τη δικαιοσύνη, υπάρχει υποταγή στην εξουσία. Αυτό συνιστά τεράστιο βήμα προόδου σε μια εποχή όπου οι Ειδωλολάτρες έπρεπε να υπακούν τυφλά στον Καίσαρα.

Τι εξουσιασμός υπάρχει, αλήθεια, στο στο ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΚΒ’ 13-15: «Ω συ Ιωακείμ, βασιλεύ των Ιουδαίων, ο οποίος κτίζεις τα ανάκτορά σου με αδικίας και καταδυναστεύεις, συ ο οποίος εξαναγκάζεις τον πλησίον σου δωρεάν να εργάζεται δια σε και δεν του δίδεις τον δίκαιον μισθόν του! Μήπως νομίζεις ότι θα βασιλεύσης επί πολύ;» ή στο ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΣΤ’ «5 Φρικτή και ταχεία θα επιπέση εναντίον σας [=των αρχόντων] η τιμωρία, διότι τρομερά πάντοτε και αιφνιδία είναι η τιμωρία των παρανόμων αρχόντων. 6 Διότι οι άσημοι και απλοϊκοί άνθρωποι είναι άξιοι συγγνώμης και ελέους εκ μέρους του Θεού. Οι άρχοντες όμως θα κριθούν και θα δικασθούν με αυστηρότητα. 8 Αυστηρά και λεπτομερής έρευνα και εξέτασις επιφυλάσσεται δια τους ισχυρούς.»;Τι εξουσιασμός υπάρχει στα ακόλουθα εδάφια της Καινής Διαθήκης;

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ, 20, 16 Έτσι οι τελευταίοι θα γίνουν πρώτοι και οι πρώτοι τελευταίοι.

Αντιστροφή της ιεραρχίας (επίσης στο Κατά Μάρκον, 9, 35). Κι αν ορισμένοι ισχυριστούν ότι η αντιστροφή αυτή θα συμβεί στη Δευτέρα Παρουσία, άρα είναι δίχως νόημα για την παρούσα ζωή και κοινωνία ο παραπάνω στίχος, τότε ας διαβάσουν αυτό:

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ, 20 25 Ο Ιησούς τους προσκάλεσε και είπε, «ξέρετε ότι οι άρχοντες των εθνών τα καταδυναστεύουν και οι μεγάλοι τα καταπιέζουν. 26 Αυτό δε θα γίνεται μεταξύ σας, αλλ’ εκείνος που θέλει να γίνη μεταξύ σας μεγάλος, θα είναι υπηρέτης σας 27 και εκείνος, που θέλει να είναι μεταξύ σας πρώτος, αυτός θα είναι δούλος σας (...)».

Έχουμε εδώ μια καταπλητική αντιστροφή του εξουσιασμού των αρχόντων των εθνών, που δυναστεύουν τους ανθρώπους (τα ίδια υπάρχουν και στο Κατά Μάρκον 10, 42 και στο Κατά Λουκάν, 22, 25).

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ, 23, 12 Εκείνος που θα υψώση τον εαυτόν του, θα ταπεινωθή, και εκείνος που θα ταπεινώση τον εαυτόν του, θα υψωθή.

Τι άλλο είναι αυτό παρά κήρυγμα κατά της εγωπαθούς αρχομανίας;

Στο Κατά Λουκάν, 4, 5-8 διαβάζουμε 5 Ύστερα ο διάβολος τον ανέβασε σ’ ένα ψηλό βουνό και του έδειξε, δια μίαν στιγμήν, όλα τα βασίλεια της οικουμένης 6 και του είπε, «θα σου δώσω όλην αυτήν την εξουσίαν και την δόξαν τους, διότι σ’ εμέ έχει παραδοθή και σ’ όποιον θέλω την δίνω. 7 Εάν λοιπόν με προσκυνήσεις όλα θα είναι δικά σου». 8 Και ο Ιησούς του απεκρίθη, «πήγαινε οπίσω μου, Σατανά˙ (...)».

Στο Κατά Λουκάν, 11, 43, ο Χριστός απευθύνεται σε όσους επιδιώκουν την πρωτοκαθεδρία, με άλλα λόγια την εξουσία: «Αλλοίμονον σ’ εσάς, Φαρισαίοι, διότι αγαπάτε την πρωτοκαθεδρίαν εις τας συναγωγάς και τους χαιρετισμούς εις τας αγοράς.

Στο Κατά Λουκάν, 20, 46 λέει τα ίδια: Προσέχετε τους γραμματείς, εις τους οποίους αρέσει να κυκλοφορούν στολισμένοι και αγαπούν τους χαιρετισμούς εις τας αγοράς, τας πρωτοκαθεδρίας εις τας συναγωγάς και τας πρώτας θέσεις εις τα δείπνα (...)».

Φυσικά η αντιστροφή της ιεραρχίας (και τα διαφορετικά κριτήρια «ανωτερότητας»), όπως την προστάζει ο Ιησούς ισχύει για όλους τους Χριστιανούς (απόστολους-λαό-κλήρο-άρχοντες), όχι μόνο για το λαό. Αν ορισμένοι επιτήδειοι αντιχριστιανοί την ερμηνεύουν σαν να ίσχυε μόνο για το λαό (ή σαν να έλεγε ο Χριστός ότι ισχύει μόνο για το λαό), ψεύδονται, διότι αυτό δεν είναι ό,τι είπε ο Χριστός. Οι επιτήδειοι αυτοί αντιχριστιανοί διαστρεβλώνουν συνεχώς ό,τι είπε ο Χριστός. Τι εξουσιασμός υπάρχει στην προειδοποίηση του Θεού της Π.Δ. προς τον εβραϊκό λαό, για τον εξουσιαστικό χαρακτήρα της μοναρχίας (Α’ ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ, Η’, 4-22);

Οι Νεοπαγανιστές και οι αντιχριστιανοί θεωρούν αρνητικό ότι ο Παύλος συνιστά οι πιστοί να προσεύχονται υπέρ των αρχόντων. Θέλουν να πιστέψουμε ότι ο Παύλος ζητά αυτά για χάρη του εξουσιασμού και για πολιτική στήριξη των αρχόντων. Μόνο που ξεχνούν να διαβάσουν καλά το εδάφιο, στους επόμενους στίχους. Οι προσευχές των Χριστιανών ίσως έχουν ως αποτέλεσμα ο Θεός να φωτίσει τους εκάστοτε άρχοντες, ώστε να νομοθετούν και να συμπεριφέρονται καλύτερα προς τους πολίτες. Αν οι άρχοντες αποκτήσουν καλύτερη συμπεριφορά (και, είτε συμφωνούν οι μη Χριστιανοί είτε διαφωνούν, οι Χριστιανοί πιστεύουν στη δύναμη της προσευχής – δίχως να αποκλείονται και οι παρακκλήσεις ή οι ευχαριστίες), τότε όντως θα ζήσουν οι πολίτες βίο ήρεμο και ήσυχο. Δεν είναι φιλοεξουσιαστική «δοξολογία προς τον (ίσως κακό) άρχοντα» αυτά, διότι, όπως δείξαμε, οι Χριστιανοί αρνούνται να υπακούσουν σε αντίθεους (άρα και απάνθρωπους) νόμους, καταλύοντας έτσι ειρηνικά την ισχύ του κακού άρχοντα. Δεν είναι «στήριξη του εξουσιασμού» η παράκκληση ή/και η προσευχή για να συμπεριφέρεται ο άρχοντας δικαιότερα και σοφότερα. Αλλά κι ορισμένοι Πατέρες δεν μασάν τα λόγια τους: «Μηδείς οιέσθω με λέγειν, ότι πάσαν ειρήνην αγαπητέον˙ οίδα γαρ ώσπερ στάσιν τινά βέλτιστην, ούτω και βλαβερωτάτην ομόνοιαν˙ αλλά την τε καλήν και επί καλώ και Θεώ συνάπτουσαν» (Γρ. Θεολόγος, PG 136, 857D)

Οι αντιχριστιανοί πιστεύουν ότι ο Παύλος υποβοηθά τον εξουσιασμό, όταν γράφει ότι πρέπει να πληρώνουν οι πιστοί φόρους, διότι οι άρχοντες είναι υπηρέτες του Θεού, αφοσιωμένοι στο έργο αυτό. «Να πώς θα πλήρωνε ο κόσμος τους φόρους του με χαρά. Έτσι η ανυπακοή να πληρώσει κανείς φόρο γίνεται ανυπακοή στο Θεό», ισχυρίζονται οι Νεοπαγανιστές. Εδώ πρόκειται για την γνωστή τους άγνοια περί της χριστιανικής διάκρισης μεταξύ (αρχικά) καλής εξουσίας και (πιθανώς) κακών αρχόντων. Οι φόροι ήταν και είναι αναγκαίοι, σε κάθε κοινωνία, για κοινωφελή έργα. Η κακή χρήση των φόρων και οι άδικοι φόροι από τους άρχοντες είναι το πρόβλημα, δηλαδή ο κακός εξουσιασμός. Όχι η ύπαρξη φόρων γενικά. Φυσικά ο Παύλος δεν ήταν υπέρ της βαριάς φορολογίας των φτωχών – οι αντιχριστιανοί το θεωρούν δεδομένο ότι ήταν;

Οι αντιχριστιανοί, προκειμένου να παραπληροφορήσουν για την χριστιανική αντίληψη περί εξουσίας, εφαρμόζουν την τακτική της παραποίησης των πηγών καθώς και της αποσιώπησης όσων χριστιανικών πηγών δεν συμφωνούν με τα συμπεράσματά τους. Έτσι θεωρούν ότι ο Χριστιανισμός επιβάλλει την εξουσία των ιερέων, των παπάδων, επί του λαού, ώστε δήθεν ο λαός να άγεται και να φέρεται ως άβουλο ποίμνιο. Χρησιμοποιούν εδώ την δεύτερη μέθοδο προπαγάνδας: την αποσιώπηση όσων χριστιανικών πηγών δεν τους συμφέρουν. Έτσι, για να στηρίξουν την άποψή τους παραθέτουν το Προς Εβραίους 13, 17: «Να υπακούετε και να υποτάσσεσθε εις τους προϊσταμένους σας [εννοεί τους πρεσβύτερους], διότι αυτοί αγρυπνούν δια τας ψυχάς σας». Ξεχνούν οι Ν/Π να αναφέρουν όμως το Α’ Πέτρου 5, 1-3: «Τους πρεσβυτέρους προτρέπω (...) ποιμάνατε το ποίμνιον του Θεού (..) ασκούντες την επίβλεψιν ουτε με αισχροκερδή τρόπο, ούτε σαν να έχετε κυριαρχική εξουσία επί εκείνων που σας έλαχε να ποιμαίνετε, αλλά να δίνετε το καλόν παράδειγμα εις το ποίμνιον». Κανείς (κακός) εξουσιασμός δεν υπάρχει στη σχέση πρεσβύτερων-ποιμνίου, λοιπόν. Απλώς οι αντιχριστιανοί, λόγω άγνοιας ή μοχθηρότητας, ψεύδονται.

Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (Λόγος ΙΖ’, Προς τους πολιτευομένους Ναζιανζού αγωνιώντας και του άρχοντα οργιζομένου, 8): «Τι δε λέγετε σεις, οι εξουσιασταί και άρχοντες; Διότι ήδη έρχεται και προς εσάς ο λόγος, δια να μη θεωρηθώμεν ότι είμεθα τελείως άδικοι και ότι τους μεν αρχόμενους συμβουλεύομεν να πράττουν το ορθόν, εις εσάς δε κάνομεν χάριν λόγω της δυνάμεώς σας, ωσάν να παρεκκλίναμε από την ελευθερίαν την οποία μας έχει δώσει ο Χριστός, είτε από εντροπήν είτε από φόβον. (...) Άρχεις μαζί με τον Χριστό και διοικείς μαζί με αυτόν. Από εκείνον σου έχει δωθή το ξίφος, όχι δια να το χρησιμοποιής, αλλά δια να αποτελή απειλήν. Τούτο δε θα πρέπη να το διαφυλάσσης καθαρόν δια να το επιστρέψης εις εκείνον ο οποίος σου το έδωσε».

Κάναμε λόγο κυρίως για τον πολιτικό και τον εκκλησιαστικό εξουσιασμό. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως και τον εξουσιασμό του άντρα επί της γυναίκας, του πλούσιου επί του φτωχού, του κύριου επί του αφέντη, του ντόπιου έναντι του ξένου. Εξουσιασμός δεν υπάρχει στο Χριστιανισμό. Έτσι:

Προς Κολοσσαείς, 3, 19 Οι άνδρες, να αγαπάτε τας γυναίκας σας και μη παροργίζεσθε εναντίον των.

Ιακώβου, 2, 2-4 Εάν μπης την συνάθροισίν σας άνθρωπος με χρυσό δακτυλίδι και ωραία ντυμένος, και μπη επίσης ένας φτωχός με λερωμένα ρούχα, και σείς δώσετε προσοχήν εις εκείνον που φορεί τα ωραία ρούχα και του πήτε "κάθησε εδώ, παρακαλώ", και εις τον φτωχόν πήτε "συ στάσου εκεί ή κάθησε εδώ κοντά εις το σκαμνί των ποδιών μου", δεν εκάνατε μεταξύ σας διάκρισιν και δεν εγίνατε κριταί με σκέψεις κακές;

Προς Κολοσσαείς, 4, 1 Οι κύριοι να δίνετε το δίκαιον και το ίσον εις τους δούλους σας, γνωρίζοντες ότι και σεις έχετε Κύριον εις τους ουρανούς.

Προς Εφεσίους, 6, 9 Και σεις, οι κύριοι [των δούλων], να τους κάνετε τα ίδια [= όπως σας φέρονται οι δούλοι!], να αφήσετε την φοβέρα, διότι πρέπει να ξέρετε ότι και σεις έχετε Κύριον εις τους ουρανούς, και δεν υπάρχει εις αυτόν προσωποληψία

ΨΑΛΜΟΣ 145, 9 Ο Κύριος προστατεύει τους ξένους.

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ΚΔ’, 17 Μη διαστρεβλώνεις το δίκιο του ξένου ή του ορφανού

«Ωραία», θα πουν ορισμένοι, «αλλά στην πράξη η Εκκλησία έγινε υποχείριο του Ρωμαίου Αυτοκράτορα, που την χρησιμοποιούσε για να επιβάλλει την ενότητα του κράτους και την εξουσία του». Απαντάμε:

1) Κατ’ αρχήν η μεταστροφή του Κωνσταντίνου στο Χριστιανισμό δεν ήταν καθόλου προσχεδιασμένη. Προτού ο Κωνσταντίνος Α’ υποστηρίξει την Εκκλησία και βαφτιστεί, ο πατέρας του ήταν φιλοχριστιανός (δεν εφάρμοζε πολύ τα έδικτα του διωγμού του Διοκλητιανού), η μητέρα του ήταν Χριστιανή κι ο ίδιος ήταν θρησκευτική φύση. Το θαύμα της εμφάνισης του σταυρού με το «Εν τούτω νίκα» δεν είναι καθόλου απίθανο, από άποψη φυσική, να συνέβη, όπως εξηγεί ο εχθρικά διακείμενος στον Κωνσταντίνο A.M. Jones, στο Ο Κωνσταντίνος και ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης.

2) Έπειτα το επιχείρημα ότι κάποιοι από την ρωμαϊκή άρχουσα τάξη βρήκαν το Χριστιανισμό ως σανίδα σωτηρίας της Αυτοκρατορίας ακούγεται πολύ αφελές, τη στιγμή που

α) ώς τον Διοκλητιανό το ποσοστό των Χριστιανών δεν ξεπερνούσε το 10% και

β) ώς και τον Θεοδόσιο Α’ (στα 392, πριν τον πόλεμο με τον Εθνικό διεκδικητή του θρόνου, Ευγενιανό) τα περισσότερα μέλη της ρωμαϊκής αριστοκρατίας πίστευαν στην αρχαία θρησκεία.

γ) η έννοια της «παράδοσης» ήταν πολύ σεβαστή στην Αρχαιότητα και ειδικά στην ελίτ.

3) Ποια ρωμαϊκή «άρχουσα τάξη» εκμεταλλεύτηκε τον Χριστιανισμό, ώστε να επιβιώσει η ίδια και η εξουσία της, τη στιγμή που τρεις από τους τέσσερεις διεκδικητές της ρωμαϊκής ηγεμονίας ήταν Εθνικοί; Δεν έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με την περίπτωση κατά την οποία η ελίτ ψάχνει απεγνωσμένα και βρίσκει ένα πνευματικό στήριγμα για να δικαιολογήσει και να εξαγιάσει την εξουσία της (η ειδωλολατρική ελίτ, γιατί δεν το έκανε αυτό;) αλλά την περίπτωση όπου η ελίτ διασπάται για λόγους θρησκευτικού φανατισμού. Δεν πρέπει να υποτιμάται ο θρησκευτικός φανατισμός ως λόγος˙ όσοι «αντιεξουσιαστές» συνωμοσιολόγοι προτιμούν την θεωρία του πνευματικού στηρίγματος αντί τη θεωρία της θρησκευτικής σύγκρουσης μεταξύ της ελίτ, αποδεικνύονται ασυνεπείς και αντιφάσκουν, αφού για όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις συνεχώς επικαλούνται ως αιτία τη «θρησκευτική διαμάχη» και «το φανατισμό που προκαλεί/προάγει η θρησκεία» (και πόσο χαίρονται όταν το επισημαίνουν).

4) Πιο εύκολα θα δίχαζε την Αυτοκρατορία κανείς Ρωμαίος ηγεμόνας, παρά θα την ένωνε, αν έπαιρνε το μέρος του 10% κατά του 90%, αν υποτεθεί πως είχε  μοναδικό σκοπό του να την ενοποιήσει ψυχικά για πολιτικούς λόγους (κι όχι από δικό του πνευματικό ενδιαφέρον να γίνει Χριστιανός). Στη χειρότερη περίπτωση θα έβλαπτε τον εαυτό του και τις ηγεμονικές βλέψεις του, αν είχε σκοπό να στηριχτεί στο 10%, κατά του 90%.

5) Πώς ήταν τόσο σίγουρος ο Κωνσταντίνος λ.χ. ότι θα επικρατούσε με τη βοήθεια του 10%, αν δεν πίστευε ανιδιοτελώς ο ίδιος στο Χριστιανισμό και τη θεϊκότητά του; Άλλωστε την εποχή που πρωτοϋποστήριξε το Χριστιανισμό, το ποσοστό των Χριστιανών στρατιωτών του ήταν μικρό και οπωσδήποτε μικρότερο του ποσοστού των ειδωλολατρών.

6) Έχει υποστηριχθεί ότι ο Κωνσταντίνος είδε την αποφασιστικότητα των Χριστιανών μπροστά το θάνατο και σκέφτηκε ότι με τέτοιους οπαδούς θα ήταν ανίκητος. Αυτός ο ισχυρισμός εξουδετερώνεται από την γνώση του Κωνσταντίνου (και μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι ο Κωνσταντίνος είχε αυτήν τη γνώση) ότι οι Χριστιανοί ήταν λίγοι, οι Ρωμαίοι αριστοκράτες Χριστιανοί ακόμη πιο λίγοι, οι στρατιώτες Χριστιανοί λίγοι. Δεν ήταν, λοιπόν, τόσοι πολλοί οι «ατρόμητοι οπαδοί» ώστε να δείξουν τότε ότι μπορούσαν να εξασφαλίσουν τη νίκη. Κι ούτε οι «ατρόμητοι οπαδοί» ήταν τίποτε φοβεροί πολεμιστές. Δεν ήταν κάποια εμπειροπόλεμη νομαδική φυλή˙ προέρχονταν από όλες τις φυλές της Αυτοκρατορίας. Ήταν φιλήσυχοι άνθρωποι, ατρόμητοι μόνο όταν επρόκειτο να αρνηθούν να λατρέψουν τον Αυτοκράτορα ως θεό, όχι όταν επρόκειτο να πολεμήσουν. Άλλωστε ο ίδιος ο Κωνσταντίνος τηρούσε κατουσίαν ουδέτερη στάση ως προς το ζήτημα της επίσημης θρησκείας.

7) Φυσικά από ένα σημείο και μετά υπήρχε και η σκέψη του συμφέροντος και της ενότητας της Αυτοκρατορίας, που έκανε κάποιους ηγεμόνες να υποστηρίζουν το Χριστιανισμό (π.χ. ο Ιουστινιανός, τον 6ο αι., που υποτίθεται ότι απαγόρευσε σε Εθνικούς να διδάσκουν). Αλλά να υποστηρίζεται ότι ήταν μόνο αυτή η σκέψη η αιτία της υποστήριξης ή η αρχική αιτία της υποστήριξης προς το Χριστιανισμό, είναι αβάσιμο, δεδομένων όλων των παραπάνω. Τον 4ο και τον 5ο αι. η αιτία για την αρχική υποστήριξη από τους Αυτοκράτορες του Χριστιανισμού ήταν η πίστη τους (και η χριστιανική ανατροφή τους). Δυστυχώς όμως, όπως το γουρούνι βλέπει όλον τον κόσμο γουρουνίσιο, έτσι και ορισμένοι ψευδοαντιεξουσιαστές, αλλά στην πραγματικότητα κρυπτο-εξουσιαστές («αντιεξουσιαστές», όταν πρόκειται για ιδεολογίες άλλων˙ εξουσιαστές, όταν πρόκειται για τη δική τους ιδεολογία) με προβιά αντιεξουσιαστή ανακαλύπτουν – κρίνοντας εξ ιδίων (ή εξ ιδίας γκρούπας) τα αλλότρια –  παντού και πάντα μυστικές συνωμοσίες, πράσινα καταχθόνια ανθρωπάκια, μόνο ανιδιοτέλεια κ.ά. «ορθολογικές» ερμηνείες. Άλλωστε «Δεν ήταν [ο Κωνσταντίνος] αυτός που του ‘δωσε θέση μέσα στην αυτοκρατορία. Ο χριστιανισμός αποτελούσε πια μια μεγάλη δύναμη που έτσι ή αλλιώς θα επιβάλλονταν. Ο Κωνσταντίνος λοιπόν – κι αν δεν ήταν αυτός θα βρίσκονταν κάποιος άλλος – έγινε το όργανο του χριστιανισμού, ο εκφραστής και πολιτικός οργανωτής της χριστιανικής εκκλησίας» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. β’, σ. 342).

Κανείς, φυσικά, δεν υποστηρίζει ότι αμέσως μόλις εκχριστιανίστηκαν οι Αυτοκράτορες, έπαψαν να φέρονται καταπιεστικά. Η ιστορία δεν είναι άσπρο-μαύρο. Το καλό και το κακό συνυπάρχουν σ’αυτήν, ακόμη και στα ίδια άτομα. Ακόμη και σήμερα πολλοί θεωρούν μέγα αμάρτημα της Εκκλησίας τη συμπόρευσή της με την εκχριστιανισμένη πλέον Ρωμανία. Γι’ αυτούς, κανονικά θα έπρεπε αυτό να μη γίνει, διότι έτσι «εκφυλίστηκε» και συμβιβάστηκε η Ορθοδοξία με την κρατική εξουσία. Αγνοούν οι μοραλιστές αυτοί ότι μέσα στους δώδεκα αιώνες «χριστιανικής» Ρωμανίας πολλοί μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας συγκρούστηκαν με την αυτοκρατορική εξουσία, τόσο λόγω θεολογικών όσο και κοινωνικών ζητημάτων. Αρκεί να θυμηθούμε τη σύγκρουση του Μεγάλου Αθανασίου με τον Κωνσταντίνο Α΄ και τον Κωνστάντιο Β’ (εξορίστηκε πέντε φορές), του Μεγάλου Βασιλείου με τον αρειανό αυτοκράτορα Βάλη, του Ιωάννη Χρυσόστομου (εξορίστηκε δύο φορές) με την αυτοκράτειρα Ευδοξία, τους παλατιανούς και τους πλουτοκράτες που καταλήστευαν το λαό, ή του Μάξιμου Ομολογητή (εξορίστηκε και βασανίστηκε) και του Ιωάννη Δαμασκηνού με τους Εικονομάχους αυτοκράτορες. Αρκεί να θυμηθούμε την αντίδραση της Εκκλησίας στις προσπάθειες των τελευταίων αυτοκρατόρων (από το 1280, στην σύνοδο της Λυών) να χρησιμοποιήσουν τη θρησκεία για πολιτικά παιχνίδια επιβάλλοντας με το ζόρι την ένωση των Εκκλησιών. Για την αναγνώριση του Χριστιανισμού από τη ρωμαϊκή εξουσία γράφει ο καθηγητής Ν. Ματσούκας «Πλείστοι όσοι ηθικιστές – ως θανάσιμη αμαρτία μετά τον έρωτα θεωρούν την εξουσία – υποστηρίζουν ότι η αναγνώριση αυτή σήμαινε και την παρακμή του Χριστιανισμού. Επειδή μήτε μανιχαϊστικά μήτε ηθικιστικά κρίνω την ιστορία, από δω και πέρα βλέπω τη χρυσή εποχή της Χριστιανοσύνης. Και βέβαια στην προκειμένη περίπτωση το ζητούμενο είναι τι έχει παραγάγει ως πνευματικούς καρπούς και πολιτιστικά αγαθά η χαρισματική κοινότητα της Εκκλησίας, και έπειτα ποια εξουσία άσκησε – αν ήταν μπορετό να ασκήσει – και πόση ιστορική κακοήθεια περιέβαλε την πορεία της εκκλησιαστικής ζωής» (Ιστορία της Φιλοσοφίας, Αρχαίας Ελληνικής- Βυζαντινής-Δυτικοευρωπαϊκής, εκδ. Πουρναρά, σ. 395). «Πουθενά στην ιστορία δεν υφίσταται παραδεισιακή πορεία και νερόβραστα πράγματα˙ η ιστορία δεν γράφεται από κοκκινοσκουφίτσες. Μέσα στους αυτονόητους σκληρούς ανταγωνισμούς, τις κακοήθειες και ενίοτε μικρόνοιες πάλεψε η θεολογία σε αιμάτινη πορεία» (Ιστορία της Φιλοσοφίας, Αρχαίας Ελληνικής- Βυζαντινής-Δυτικοευρωπαϊκής, εκδ. Πουρναρά, σ. 333). Οι Αποστολικοί κανόνες (κανόνας 30 (PG 137, 93A)) απειλούν με καθαίρεση και αφορισμό όποιον επίσκοπο χρησιμοποιήσει τη βοήθεια κοσμικού άρχοντα για να επικρατήσει στην Εκκλησία: «Εἴ τις ἐπίσκοπος κοσμικοῖς ἄρχουσι χρηςάμενος, δι’ αὐτῶν ἐγκρατὴς ἐκκληςίας γένοιτο, καθαιρείσθω καὶ ἀφοριζέσθω».

Άλλοι θα ισχυριστούν τα γνωστά περί καισαροπαπισμού, ότι δηλαδή ο Αυτοκράτορας στη Ρωμανία (Βυζάντιο) έλεγχε ασφυκτικά την Εκκλησία. Η Ελένη Αρβελέρ έχει άλλη γνώμη: «Η σχεδόν γενική πεποίθηση, σ' ό,τι αφορά το Βυζάντιο ότι η Εκκλησία είναι υποταγμένη στο Κράτος, πράγμα που εκφράζεται με τον "καισαροπαπισμό" δε μου φαίνεται ικανή να περιγράψει μια πραγματικότητα που έχει περισσότερες αποχρώσεις και είναι πολύ πιο περίπλοκη στις σχέσεις ανάμεσα στην κοσμική και στην πνευματική εξουσία. (...) Ο αυτοκράτορας, ως χριστιανός, εξαρτάται από τον πατριάρχη. Ο πατριάρχης, ως πολίτης του Κράτους, εξαρτάται από τον αυτοκράτορα. Το γεγονός αυτό προϋποθέτει τον απόλυτο διαχωρισμό, τη σαφή διάκριση, ανάμεσα στην αυτοκρατορική εξουσία και το ιερατείο, πράγμα που συνέβη στο Βυζάντιο. Έτσι η πλατιά διαδομένη θεωρία, που παρουσιάζει το βυζαντινό αυτοκράτορα ως ιερέα, δεν αντέχει καθόλου όταν εξετάζουμε τις πηγές. (...) Το διάβημα του Θεοδόσιου Α' απέτυχε και το προνόμο του αυτοκράτορα να μένει στο εσωτερικό του ιερού καταργήθηκε ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη.(...) Ο διαχωρισμός της αυτοκρατορικής από την εκκλησιατική εξουσία είναι ένα γεγονός που καθιερώθηκε από το βυζαντινό νόμο. Η βυζαντινή ιστορία αναφέρει πολλές απόπειρες πατριαρχών ή αυτοκρατόρων να διαταράξουν την ισοροπία αυτή. Αλλά, ας το επαναλάβουμε για ακόμα μια φορά, πρόκεται για εξαιρετικές περιπτώσεις κι όχι για διαρκείς καταστάσεις.(..) Αλληλεγγύη και συνενοχή ακόμα είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις ανάμεσα στην εκκλησία και το κράτος στο Βυζάντιο, πολύ περισσότερο από ότι ο "καισαροπαπισμός" ή ο "παποκαισαρισμός"» (Ε. Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, εκδ. Ψυχογιός, σ. 149, 150, 151).

Κάποιοι άλλοι ενοχλούνται από τη στάση της Εκκλησίας προς τον πόλεμο˙ τη βρίσκουν συμπορευόμενη με τις επιδιώξεις του εξουσιασμού. Στην πραγματικότητα και σ’αυτήν την περίπτωση η Εκκλησία βάλλεται από ανθρώπους δύο ακραίων, διαφορετικών αντιλήψεων. Έτσι, από τη μια οι εθνικιστές-Παγανιστές κατηγορούν την Εκκλησία και τους Χριστιανούς ότι αδιαφορούσαν για την άμυνα της Αυτοκρατορίας υποβοηθώντας έτσι την επικράτηση των βαρβάρων εισβολέων του 4ου – 5ου αι., ενώ οι αντιεθνικιστές την κατηγορούν ότι ευλογεί τα όπλα και τον πόλεμο. Στην πραγματικότητα η Εκκλησία θεωρεί ότι ο πόλεμος μόνο ως άμυνα και αυτοθυσία για την υπεράσπιση του αδύνατου δικαιολογείται εν μέρει («εν μέρει» διότι ο φόνος παραμένει φόνος). Ο στρατιώτης που σκοτώνει έναν εισβολέα για να υπερασπιστεί τους άμαχους δεν είναι «δολοφόνος» και δεν συγκατάσσεται στους δολοφόνους, όσον αφορά τα επιτίμια. Ταυτόχρονα όμως θεωρεί τον πόλεμο σατανική κατάσταση και επιβάλλει τριετή αποχή από την θεία Κοινωνία όσους σκοτώνουν σ’ αυτόν˙ επίσης αποσχηματίζει τους ιερείς που έχουν σκοτώσει (είτε σε πόλεμο είτε εν ειρήνη).

Έτσι ο Ωριγένης απαντώντας στον Κέλσο που θέτει ζήτημα στράτευσης των Χριστιανών για την άμυνα της Αυτοκρατορίας, απαντά (Κατά Κέλσου, 8, 73): «Όπως οι ιερείς των ειδώλων δεν στρατεύονται στους πολέμους, για να έχουν αναίμακτα και καθαρά από φόνους τα χέρια τους στις θυσίες, έτσι και οι Χριστιανοί δεν μετέχουν στους πολέμους», ενώ ο Τερτυλλιανός, στην ίδια εποχή παρατηρεί (Απολογητικός, 42 (PL 1, 556)) ότι οι Χριστιανοί υπηρετούν τη στρατιωτική τους θητεία μαζί με τους Εθνικούς. «Εἴ τις κληρικὸς ἐν μάχῃ τινὰ κρούσας, καὶ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς κρούσματος ἀποκτείνας καθαιρείσθω διὰ τὴν προπέτειαν αὐτοῦ» (Αποστολικοί κανόνες, 66 (PG 137, 169A)). Ο Μέγας Βασίλειος γράφει (PG 32, 681B): «Τοὺς ἐν πολέμοις φόνους, οἱ πατέρες ἡμῶν, ἐν τοῖς φόνοις οὐκ ἐλογίσαντο. Ἐμοὶ δοκεῖ συγγνώμην διδόντες τοῖς ὑπὲρ σωφροςύνης, καὶ εὐσεβείας ἀμυνομένοις. Τάχα δὲ καλῶς ἔχει συμβουλεύειν, ὡς τὰς χεῖρας μὴ καθαρούς, τριῶν ἐτῶν τῆς κοινωνίας μόνης ἀπέχεσθαι». Όταν ο Αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς ζήτησε από τον Πατριάρχη να ανακηρυχτούν οι πεσόντες στρατιώτες μάρτυρες του Χριστιανισμού, αυτός του απάντησε: «Πώς θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως μάρτυρες ή ισότιμοι προς τους μάρτυρες αυτοί που σκοτώνουν και σκοτώνονται στους πολέμους, τη στιγμοί που οι θείοι κανόνες τούς υποβάλλουν σε επιτίμιο και τους εμποδίζουν για τρία χρόνια να προσέλθουν στη θεία κοινωνία;» (Ιω. Ζωναρά, Επιτομή ιστοριών, 26, 25, 22-23). Κανένας πόλεμος δηλαδή δεν είναι ιερός, όσο κι αν η υπεράσπιση των άοπλων της πατρίδας με δολοφονία του εισβολέα κατά τον πόλεμο δε συνιστά κακό. Είναι παράξενο οι Νεοπαγανιστές να κατηγορούν την Εκκλησία για αφιλοπατρία, ενώ αυτή θεωρεί κατά παραχώρηση καλό κι όχι κακό τον αμυντικό πόλεμο. Επίσης είναι παράξενο οι αντιεξουσιαστές, που κατά τα άλλα υποστηρίζουν τη βία ως τρόπο διευθέτησης του κοινωνικού βίου κι ως απολύτως δικαιολογημένη όταν εξυπηρετεί τις δικές τους ιδεολογίες/σκοπιμότητες, να εξοργίζονται που η Εκκλησία ευλογεί την άμυνα της χώρας. Δεν είναι αντιχριστιανική αυτή η ευλογία ούτε φιλοεξουσιαστική. Αντιχριστιανικό θα ήταν να ευλογούσε η Εκκλησία σφαγές αμάχων, εισβολή σε ξένα κράτη κι επιθετική συμπεριφορά˙ όπως αντιχριστιανικό είναι η αδιαφορία για την υποδούλωση και την αδικία.

«Η Εκκλησία δεν παρουσίασε ποτέ διδασκαλία για "δίκαιο πόλεμο", γιατί ο πόλεμος έχει πάντοτε στη βάση του κάποια ή κάποιες αδικίες. Αναγκάστηκε όμως να ανεχθεί κατ’ οικονομίαν ως "έλαττον κακόν" τον αμυντικό πόλεμο, στον οποίο καταφεύγει εξ ανάγκης ο προκαλούμενος ή αδικούμενος και καταδυναστευόμενος, προκειμένου να περισώσει σπουδαιότερα πράγματα. Παρόλα αυτά το "έλαττον κακόν" εδώ είναι πολύ σχετικό. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει μεγαλύτερη αμαρτία από τον πόλεμο, γιατί αυτός σχεδόν ανεξαιρέτως παρασύρει όλους σε ηθική συμμετοχή στους φόνους. Γι’ αυτό και όσοι ακόμα δεν φονεύουν συνευδοκούν για τους φόνους σε βάρος των αντιπάλων. (...) Η ευλογία των πιστών που στρατεύονται και μετέχουν στον πόλεμο γίνεται κατανοητή από τη θέση στην οποία βρίσκεται ως μητέρα μπροστά σε μεγάλο κακό που δεν μπορεί να αποτρέψει» (Γεώργιου Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική, εκδ. Πουρναράς, ΙΙ, σ. 474, 475). Όπως σημειώνει ο άγιος Αμβρόσιος ο Μεδιολάνων (De officiis ministrorum, I, 36, 178 (PL 16 81C)), παραπέμποντας στο παράδειγμα του Μωυσή που υπερασπίστηκε στην Αίγυπτο τον κακοποιούμενο Ισραηλίτη, όποιος δεν καταπολεμά την αδικία που γίνεται στον πλησίον του, ενώ μπορεί, βρίσκεται στο ίδιο κρίμα με αυτόν που την πραγματοποιεί.

Θα κάνουν λόγο ορισμένοι για τα προνόμια της Εκκλησίας κατά την Τουρκοκρατία ή τη χρησιμοποίησή της από το νεοελληνικό κράτος μετά το 1833. Η αλήθεια είναι πρώτον ότι τα προνόμια αυτά δόθηκαν από τον Πορθητή˙ δε τα ζήτησε ο Γεννάδιος Σχολάριος. Δεύτερον ότι και στις κατεκτημένες από τους Άραβες τον 7ο αι. περιοχές, οι Άραβες έδωσαν προνόμια στις τοπικές Εκκλησίες, ήταν δηλαδή ισλαμική παράδοση. Τρίτο, χωρίς τα προνόμια αυτά – που πολύ συχνά παραβιάζονταν – η Εκκλησία δε θα κατόρθωνε να αποτρέψει τον εξισλαμισμό όλων των υπόδουλων Ελλήνων (ότι ο αφορισμός της Επανάστασης του 1821 από τον Γρηγόριο Ε’ έγινε δια της βίας κι άρα ήταν άκυρος και όχι σύμφωνος με τη θέληση του Πατριάρχη, διακηρύχτηκε από τον Υψηλάντη αμέσως μετά την έκδοσή του αφορισμού) κι όλοι σήμερα θα ήταν Τούρκοι, όπως οι Μικρασιάτες εξισλαμισμένοι. Όσο για τη χρησιμοποίησή της από το νεοελληνικό κράτος (ώς και τον Εμφύλιο και την περίοδο 1950-1974) περισσότερο φταίει ο Κοραϊσμός και οι Βαυαροί (Αντιβασιλεία) που κρατικοποίησαν και εκδυτίκισαν την Εκκλησία (με αντικανονική απόσχιση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και αντικανονικό κανονισμό), παρά η ορθόδοξη αντίληψη περί κράτους.

 

89e ΠΟΛΥΘΕΪΣΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑΣΜΟΣ

Αντί οι αντιχριστιανοί να χλευάζουν τόσο ελαφρά τη καρδία τον Χριστιανισμό, καλό θα ήταν να μάθουν, εκτός από τον χριστιανικό αντιεξουσιασμό, τον πολυθεϊστικό εξουσιασμό της Αρχαιότητας.

1) Καταρχήν, αφού η επικράτηση των Ολύμπιων έγινε μέσω της φρίκης της βίας, της κοπής των όρχεων του προηγούμενου θεού, αφού αυτή η πράξη ήταν σύμφωνη με τους Συμπαντικούς Νόμους, γιατί να μην επικρατεί και στους θνητούς τέτοια αντίληψη; Γιατί λ.χ. να μην κάνει δικτατορία όποιος διοικεί τα στρατεύματα μιας χώρας; Αφού «πόλεμος πάντων πατήρ». Δεν υπάρχει κανένας συσχετισμός αντιεξουσιασμού και Πολυθεΐας. Οι θεοί το μόνο που καταλάβαιναν ήταν η ωμή δύναμη˙ καταπίεζαν τους ασθενέστερους ανθρώπους και καταπιέζονταν από τους ισχυρότερους θεούς, όπως είδαμε στο τμήμα περί Δημοκρατίας.

2) Στην Ειδωλολατρική Ρώμη η Εξουσία πρόσταζε ότι η στρατιωτική θητεία διαρκούσε ώς τα 46 χρόνια, ενώ στην Αθήνα και τη Σπάρτη ολόκληρη τη ζωή (Θουκιδίδης, 1, 105˙ Πλούταρχου, Φωκίων, 24˙ Παυσανίας, 1, 26˙ Ξενοφώντα, Ελληνικά, 6, 4, 17). Πραγματικός αντιμιλιταρισμός και αντιεξουσιασμός.

3) Στην Ειδωλολατρική εποχή, όπως φαίνεται από τον Αριστοτέλη (Οικονομ., 2) «η περιουσία ήταν ανά πάσα στιγμή στη διάθεση του κράτους˙ αν η πολιτεία είχε ανάγκη χρημάτων, μπορούσε να διατάξει τις γυναίκες να της παραδώσουν τα κοσμήματά τους, τους πιστωτές να της χαρίσουν τα δάνεια, τους ελαιοπαραγωγούς να της παραχωρήσουν δωρεάν το λάδι της σοδειάς τους» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 345). Η ατομική περιουσία στη διάθεση των αρχόντων, δίχως δεύτερη κουβέντα.

4) Το κράτος είχε δικαίωμα να καθορίσει στην μεν Αθήνα την εργασία, στη δε Σπάρτη την αργία (Πλούταρχου, Λυκούργος, 24˙ Πολυδεύκης, 8, 42˙ Θεόφραστος, απ. 99). Οικονομικός εξουσιασμός. Και τώρα τα πιο παρανοϊκά δείγματα Αρχαιοελληνικού εξουσιασμού και Αρχαιοελληνικής ανελευθερίας.

5) Στη Λοκρίδα ο νόμος απαγόρευε στους άνδρες να πίνουν άκρατο οίνο˙ στη Ρόδο, στη Μίλητο, στη Μασσαλία, ο νόμος απαγόρευε το ίδιο πράγμα στις γυναίκες (Αθηναίος, 10, 33˙ Αιλιανού, Ποικίλη ιστορία, 2, 38˙ Θεόφραστος, απ. 117). Τι θα πιείτε και τι δε θα πιείτε (πιθανόν και πόσο θα πιείτε), το Αρχαίο Κράτος το αποφασίζει.

6) Η νομοθεσία της Σπάρτης καθόριζε την κόμμωση των γυναικών και η νομοθεσία της Αθήνας την ενδυμασία των γυναικών (Ξενοφώντα, Λακεδαιμονίων πολιτεία, 7˙ Θουκιδίδης, 1, 6˙ Πλούταρχου, Λυκούργος, 9˙ Πλούταρχου, Σόλων). Το κομμωτήριο και η γκαρνταρόμπα υπό το άγρυπνο μάτι του Αρχαίου Νομοθέτη και του Αρχαίου Κράτους.

7) Στη Ρόδο ο νόμος απαγόρευε το ξύρισμα της γενιάδας˙ στο Βυζάντιο τιμωρούσε με πρόστιμο όποιον κρατούσε στο σπίτι του ξυράφι. Στη Σπάρτη, αντίθετα, ο νόμος απαιτούσε να ξυρίζουν το μουστάκι (Αθηναίος, 13, 18˙ Πλούταρχου, Κλεομένης, 9). Κάτω τα χέρια από τα αρχαία μούσια σας˙ (και) αυτά ανήκουν στο Κράτος.

8) Στη Σπάρτη ο πατέρας δεν είχε κανένα δικαίωμα στην εκπαίδευση του παιδιού του. Τα άρπαζαν, λες και ήταν υποψήφιοι γενίτσαροι, στην τρυφερή ηλικία των 7 ετών, από τους γονείς τους. Η Αθήνα θέσπισε νόμο που απαγόρευε την εκπαίδευση των νέων χωρίς προηγούμενη άδεια των αρχών (Ξενοφώντα, Απομνημονεύματα, 1, 2, 31). Γιατί; Το εξηγεί ο σοφός Πλάτωνας, αυτός που ο καημένος ο Χρυσόστομος είχε την ατυχία  και το θράσσος να τον κατακρίνει: «Οι γονείς δεν πρέπει να αφήνονται ελεύθεροι να στείλουν ή να μη στείλουν τα παιδιά τους στους διδασκάλους που διάλεξε η πολιτεία, γιατί τα παιδιά ανήκουν περισσότερο στην πόλη παρά στους γονείς τους» (Νόμοι, 804d). Σαν να λέγαμε σήμερα, αντιεξουσιαστικά πάντα, ότι τα παιδιά ανήκουν περισσότερο «εις το έθνος και τις ένοπλες δυνάμεις» και λιγότερο σ’ αυτούς που τα γέννησαν. Μεγάλος αντιεξουσιασμός, βέβαια!

9) Οι αρχαίοι, δήθεν «ελεύθεροι», πολίτες έπρεπε να συμμορφωθούν με όλους τους κρατικά καθορισμένους κανόνες της λατρείας, να παίρνουν υποχρεωτικά μέρος σε όλες τις πομπές, να συμμετέχουν στα ιερά δείπνα προς τιμή της επίσημης θρησκείας της πόλης κράτους. Στην Αθήνα λ.χ. ο νόμος τιμωρούσε αυστηρά όσους αρνούνταν να εκπληρώσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα (Αθηναίος, 6, 26: Ὃς ἂν μὴ θέλῃ παρασιτεῖν, εἰσαγέτω εἰς τὸ δικαστήριον˙ επίσης Πολυδεύκης, 8, 46˙ Ουλπιανός, σχόλ. στο Δημοσθένη Κατά Μειδίου). Στην λατρεμένη από τους Ναζί, τον κάθε φασίστα και κάποιους «αμεσοδημοκράτες» Αρχαία Σπάρτη τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα: όποιος δεν έπαιρνε μέρος σ’ αυτά τα ιερά δείπνα (που διεξάγονταν καθημερινά), έστω και παρά τη θέλησή του, έπαυε αμέσως να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πολίτες (Αριστοτέλη, Πολιτικά, 2, 6, 2). Κατά την τελετή της ενηλικίωσής του, όταν γινόταν δεκτός ως πολίτης του κράτους, ο νέος έπρεπε να ορκιστεί ότι θα σέβεται πάντα τη θρησκεία της πόλης (Πολυδεύκης, 8, 106: καὶ ἱερὰ τὰ πάτρια τιμήσω). Στην Αθήνα, πριν αναλάβουν οι εννιά άρχοντες τα καθήκοντά τους, εξετάζονταν από επιτροπές, οι οποίες τους ρώταγαν, μεταξύ άλλων, αν πιστεύουν στους θεούς: «Όταν οι άρχοντες υποβάλλονται σε εξέταση, τους ρωτούν πρώτα (...). Κατόπιν τους ρωτούν αν πιστεύουν στον Απόλλωνα τον πατρώο και στο Δία τον έρκειο και πού βρίσκονται τα ιερά τους» (Αριστοτέλη, Αθηναίων πολιτεία, 55, 3). Είναι προφανής η θρησκευτική ελευθερία της Αρχαιότητας, σύμφωνα με τους Νεοέλληνες «ουμανιστές»! Ακόμη και οι νεοαγορασμένοι δούλοι ενός σπιτιού έπρεπε να ασπάζονταν την οικογενειακή λατρεία (Δημοσθένη, Κατά Στεφάνου, 1, 74˙ Αριστοτέλη, Οικονομικά, 1, 5˙ Κικέρωνα, De legibus, 2, 8 και 2, 11). Επίσης στην Ειδωλολατρική Αρχαιότητα συνιστούσαν ποινικά κολάσιμες πράξεις η αμφισβήτηση και η απιστία προς τον πολιούχο θεό, την επίσημη θρησκεία της αρχαίας Πόλης-Κράτους (Ξενοφώντα, Απομνημονεύματα, 1, 1) και η προσωπική εισαγωγή στην πόλη μιας μη αναγνωρισμένης από το Κράτος ξένης τελετουργίας ή λατρείας προς ξένη θεότητα (Δημοσθένη, Περί της παραπρεσβείας, 281˙ Προς Βοιωτόν περί προικός μητρώας, 9˙ Προς Βοιωτόν περί του ονόματος, 9˙ Διονύσιου Αλικαρνασσέα, Περί Δεινάρχου, 11). Τόσο αντιεξουσιαστικό ήταν το αρχαίο κράτος αναφορικά με το ατομικό δικαίωμα στην επιλογή του προς λατρεία θεού, που πολλοί καταδικάζονταν για ασέβεια ακόμη και προς τις επίσημα  αναγνωρισμένες θεότητες, λόγω μιας ιδιωτικής λατρευτικής τους πράξης, δίχως να προϋπάρχει νόμος που να την καταδικάζει ως ασέβεια (Ανδοκίδης, 1, 113). Έτσι ο καθένας κινδύνευε.

10) Η κρατικά επιβαλλόμενη πολυθεϊστική θρησκεία ήταν τόσο ρατσιστική, ώστε «κανείς, μη πολίτης, δεν είχε δικαίωμα να παρευρεθεί στις θυσίες. Ένα και μόνο βλέμμα του ξένου αρκούσε για να μολύνει την ιερή πράξη» (Πλούταρχου, Νουμάς, 9 και Κάμιλλος, 20˙ Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, 2, 66˙ Παυσανίας, 5, 15). «Οι εθνικοί θεοί δεν επιθυμούν να δεχθούν θυσίες και προσευχές παρά μόνον από τον πολίτη˙ απωθούν τον ξένο˙ του απαγορεύεται η είσοδος στους ναούς τους˙ η παρουσία του στις τελετές αποτελεί ιεροσυλία. Ο ποντίφικας που κάνει θυσία στο ύπαιθρο, έχει καλυμμένο το κεφάλι, "γιατί δεν πρέπει να αντικρύσει, κατά τη στιγμή που βρίσκεται μπροστά στην ιερή φλόγα, προσφέροντας θυσία στους εθνικούς θεούς, το πρόσωπο κάποιου ξένου και διαταραχθεί έτσι η ιερή πράξη" (Βιργίλιου, Αινειάδα, 3, 406)» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 299). Οι ξένοι δεν είχαν δικαίωμα ιδιοκτησίας, ούτε στην Αθήνα ούτε στη Ρώμη. Δεν είχε δικαίωμα γάμου ή πάντως ο γάμος του δεν ήταν αναγνωρισμένος (Fustel De Coulanges, Η αρχαία πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 302). Γι’ αυτό, επειδή δεν μπορούσαν οι κάτοικοι δύο πόλεων-κρατών να λατρεύουν τους ίδιους θεούς (άρα και να είναι δυνάμει ισότιμοι πολίτες ενός κοινού κράτους), αν το ένα απ’ τα δύο κράτη κατακτούσε την άλλη πόλη-κράτος, τότε «η εισδοχή των νικημένων μέσα στο κράτος των νικητών ήταν μια σκέψη που δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό κανενός. Η πόλη-κράτος είχε θεούς, είχε ύμνους, γιορτές, νόμους, που αποτελούσαν πολύτιμη κληρονομιά των πατέρων της˙ δεν είχε σκοπό να τα μοιραστεί με τους νικημένους. (...) Κάθε νικητής, επομένως, είχε να επιλέξει την καταστροφή της νικημένης πόλης και την κατάληψη της γης της από τη μια ή την απόδοση της ανεξαρτησίας της από την άλλη. Μέση οδός δεν υπήρχε» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 315-316).

11) Το ολέθριο αξίωμα ότι η σωτηρία του Κράτους αποτελεί τον υπέρτατο νόμο διατυπώθηκε κατά την Ειδωλολατρική Αρχαιότητα (Κικέρων, De legibus, 3, 3), αντίθετα με την χριστιανική αντίληψη που περιγράψαμε παραπάνω.

12) Η δύναμη του αρχαίου Κράτους στις ψυχές των πολιτών ήταν τέτοια που κατέπνιγε ακόμη και τα πατρικά αισθήματά τους. Έτσι, μετά την μάχη των Λεύκτρων, όταν ανακοινώθηκε η ήττα του σπαρτιατικού στρατού στους Σπαρτιάτες και Σπαρτιάτισσες καθώς και ο χαμός των περισσότερων στρατιωτών, την άλλη μέρα, λέει ο Ξενοφώντας (Ελληνικά, 6, 16) στην πόλη έβλεπες να κυκλοφορούν χαρούμενοι και χαμογελαστοί εκείνοι που τα παιδιά τους είχαν σκοτωθεί, ενώ εκείνοι που τα παιδιά τους είχαν σωθεί και δεν είχαν σκοτωθεί ήταν θλιμμένοι και έμοιαζαν δυστυχείς.

13) Δεν πρέπει να ξεχνάμε τον... υπερφιλελεύθερο αντιεξουσιαστικό φόβο και τρόμο των πολυθεϊστών της Αρχαιότητας, όπως τον περιγράφει ο Πλάτωνας (Πολιτεία, 330d-e και 364 b-e), οι οποίοι, όσο πλησίαζαν τα γηρατειά, τόσο τρόμαζαν με τη σκέψη των βασανιστηρίων του Άδη και «πηδούσαν μέσα στον ύπνο, σαν τα παιδιά» και γι’ αυτό έτρεχαν από Μυστήρια σε Μυστήρια, να μυηθούν και να καθαρθούν, ώστε να μην τιμωρούνται στα μεταθανάτια βασανιστήρια του πολυθεϊστικού Μετέπειτα˙ άλλοι καλούσαν μάντεις, τελετουργούς και άλλους, ώστε να εξιλεωθούν από τα αμαρτήματά τους και να μη βασανίζονται στον Κάτω Κόσμο. Έναν ειδωλολατρικό Κάτω Κόσμο που δεν ήταν – για τους αρχαίους Πολυθεϊστές – πλάσμα της λογοτεχνικής φαντασίας τους, όπως οι σύγχρονοι αντιεξουσιαστές πιστεύουν, αλλά ένα τρομερό μέρος, που και οι θεοί φοβόντουσαν (Ιλιάδας Υ, 64-65 και Οδύσσειας ω, 6-9) ! Αυτή ήταν η «δίχως τύψεις και φόβο» Πολυθεΐα. Ακόμη και οι τελετουργίες έπρεπε να γίνονται με συγκεκριμένο τρόπο, τα λόγια να προφέρονται με αυστηρά καθορισμένη προφορά, διότι – οι Πολυθεϊστές πίστευαν – αλλιώς οι θεοί δεν δεσμεύονταν από τα ξόρκια και οι θνητοί κινδύνευαν από την οργή ή την αδιαφορία τους.

14) Έχουμε κάνει λόγο για τη συσσώρευση τεράστιου πλούτου, μέσω απατεωνίστικων τακτικών, που πέτυχαν τα παγανιστικά ιερατεία. Οι Εθνικοί ιερείς της Ύστερης Αρχαιότητας, σύμφωνα με τις επιστολές του Ιουλιανού «πίνουν στα καπηλειά, ασκούν επαγγέλματα και εργασίες αισχρές και κακόφημες» (430c). «Είναι ντροπή, τη στιγμή που οι ασεβείς Γαλιλαίοι τρέφουν κοντά στους δικούς τους και τους δικούς μας, να στερούνται οι δικοί μας τη βοήθειά μας» (430d) γράφει ο Ιουλιανός, δείχνοντας πώς περνούσαν τον καιρό τους οι Παγανιστές ιερείς. Επίσης το ξανατονίζει «Νομίζω ότι, επειδή συνέβη να παραβλέπονται οι φτωχοί από τους [Παγανιστές] ιερείς, εμπνεύστηκαν οι ασεβείς Γαλιλαίοι να αναλάβουν τούτη τη φιλανθρωπία», γράφει στον Παγανιστή αρχιερέα Θεόδωρο (φυσικά, δεν εμπνεύστηκαν από τα αδιάφορα για τη φτωχολογιά παγανιστικά ιερατεία, οι Χριστιανοί). Έτσι, ο πλούτος που οι απλοί Ειδωλολάτρες προσέφεραν στα παγανιστικά ιερά έμενε αχρησιμοποίητος, συσσωρευόταν σ’ αυτά, προς μεγάλη χαρά του πολυθεϊστικού ιερατείου, το οποίο γινόταν ζάμπλουτο και μπορούσε να επεμβαίνει στις πολιτικο-οικονομικές υποθέσεις της πόλης.

15) Το Αρχαίο Κράτος είχε απόλυτο δικαίωμα να επιβάλλει στους πολίτες του να παντρεύονται και τιμωρούσε όσους δεν παντρεύονταν ή αργούσαν να παντρευτούν ή έκαναν «κακό – κακό κατά την άποψη του Κράτους, βέβαια – γάμο». Ο Διονύσσιος Αλικαρνασσεύς που είχε εξετάσει τα αρχαία χρονικά της Ρώμης, λέει (IX, 22) ότι ανακάλυψε έναν παλαιό νόμο που υποχρέωνε τους νέους να παντρεύονται. Τα ίδια λέει κι ο Κικέρωνας (De legibus, 3, 2) κι ο Πολυδεύκης (3, 48) για τις ελληνικές πόλεις. «Κατά τον χειμώνα οι άρχοντες διέτασσον τους αγάμους να περιέρχωνται γυμνοί κυκλικώς την αγοράν, αυτοί δε, καθ’ όν χρόνον περιεφέροντο, απήγγελλον τραγουδούντες έν ποίημα, το οποίον είχε κατασκευασθή δια την ιδικήν των περίπτωσιν, ότι δηλαδή δικαίως υποβάλλονται εις αυτήν την τιμωρίαν, διότι επιδεικνύουν ανυπακοήν εις τους νόμους της πατρίδος. Επίσης οι άγαμοι είχον αποστερηθή των τιμητικών διακρίσεων και των περιποιήσεων, τας οποίας οι νέοι εσυνήθιζον να προσφέρουν εις τους μεγαλύτερους των κατά την ηλικίαν» (Πλούταρχου, Λυκούργος, 15). Φυσικά, ο λόγος που το Αρχαίο Κράτος τιμωρούσε την επιλογή να μένεις ανύπαντρος δεν ήταν μεταφυσικός ούτε από «αγάπη για τη ζωή», αλλά εξουσιαστικός: έπρεπε να παράγονται συνεχώς κρεατόμαζες-«πολεμικές μηχανές» που θα σκοτώνονταν στους βλακώδεις άπειρους ενδοελληνικούς εμφύλιους πολέμους της πόλης-Κράτους. 

16) «Βλέπουμε στο Ρωμαϊκό Δίκαιο και το βρίσκουμε επίσης στο δίκαιο των Αθηνών ότι ο πατέρας μπορούσε να πουλήσει το γιο (Πλούταρχου, Σόλων, 13˙ Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, 2, 26˙ Γάιος, 1, 117, 132˙ Ουλπιανός, 10, 1˙ Τίτος Λίβιος, 41, 8)» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 143). Ο Πλούταρχος αναφέρεται σε «παιδιά» κι όχι απλώς σε «γιο».

17) Ισχυρίζονται οι Νεοπαγανιστές πως οι εθνικοί ιερείς εκλέγονταν και δεν υπήρχε κάστα ιερέων κατά την προχριστιανική εποχή. Τότε γιατί το πανάρχαιο γένος των Ευμολπίδων για δύο περίπου χιλιετίες διετήρησε το προνόμιο της πρωθιερουργίας στα Μυστήρια; Τότε γιατί το Αθηναϊκο γένος των Λυκομιδών διατηρούσε το κληρονομικό προνόμιο της διαδουχίας; Τα μυστήρια των Φλυών ανήκαν στην οικογένεια των Λυκομιδών˙ την ιέρεια της Αθηνάς Πολιάδας και τον ιερέα του Ποσειδώνα στο Ερέχθειο τους έπαιρναν από τους Ετεοβουτάδες (M. Nilsson, Η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία, εκδ. Παπαδήμα, σ. 260). Το προνόμιο της αριστοκρατίας, η εξήγηση των άγραφων παραδόσεων, στην Αθήνα επέζησε. Οι εξηγητές των ιερών νόμων ήταν πάντα μέλη της αριστοκρατίας, είτε τους είχε εξελέξει ο λαός είτε τους είχαν υποδείξει οι Δελφοί (M. Nilsson, Η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία, εκδ. Παπαδήμα, σ. 257). Στην Αθήνα συνέβαινε συχνά οι κάτοχοι του ιερατικού αξιώματος για μιαν ορισμένη λατρεία να περιορίζονται στα μέλη μιας ορισμένης οικογένειας. Αντιδημοκρατικότητα και σ’ αυτόν τον τομέα επιδεικνύει ο Πολυθεϊσμός.  

«Μια ακόμη πλάνη ανάμεσα στις τόσες και τόσες της ανθρωπότητας είναι να πιστεύει κανείς πως το αρχαίο Κράτος παρείχε ελευθερίες στον άνθρωπο. Δεν είχε καν την ιδέα της ελευθερίας. Δεν πίστευε ότι μπορούσε να υπάρξη οποιοδήποτε δικαιωμα απέναντι στην πολιτεία και τους θεούς της. Θα δούμε ότι το πολίτευμα άλλαξε πολλές φορές σχήμα˙ αλλά η φύση του Κράτους έμεινε περίπου ίδια και η παντοδυναμία του δεν μετριάσθηκε ποτέ» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 350).

Τι να πει κανείς για τον «αντιεξουσιαστή» Αριστοτέλη, που θεωρούσε «παρέκβαση» τη δημοκρατία, τον Ηράκλειτο, που ισχυριζόταν «Νόμος είναι και η πειθαρχία στη θέληση του ενός» (απ. 33), «Παίρνουν τον όχλο για δάσκαλό τους, χωρίς να ξέρουν ότι οι πολλοί είναι κακοί και οι λιγοι καλοί» (απ. 104), τον Πλούταρχο που προτείνει ρητά την μοναρχία ως το πολίτευμα που στηρίζει τέλεια την αρετή, τον «προοδευτικό» Επίκουρο που προτίμησε το «ζήσε στα κρυφά», δηλαδή πρότεινε την αδιαφορία για το φαινόμενο της εξουσίας, τους τάχα «αναρχικούς» Κυνικούς που προτιμούσαν τη διέξοδο της ατομικής αλητείας αντί κάποιας συγκεκριμένης, κοινωνικά εφαρμόσιμης φιλοσοφικής αντιπρότασης στον Εξουσιασμό, ή τους φιλορωμαίους Στωικούς (ο αντιεξουσιαστής… Αυτοκράτωρ Μάρκος Αυρήλιος ήταν Στωικός, φυσικά!), τους Νεοπλατωνικούς Πρόκλο, Ιάμβλιχο, φυσικά τον Πλωτίνο, που αδιαφόρησαν πιο επιδεικτικά από όλους για τον εξουσιασμό της εποχής τους – σα να ζούσαν ήδη στον κόσμο των Ιδεών, όπου δεν ετίθετο ζήτημα εξουσίας και εξουσιασμού – και είναι ζήτημα αν γνώριζαν τη λέξη «δημοκρατία», ή τον Πλάτωνα, τον κατεξοχήν Έλληνα, που βρίζει αισχρά και ειρωνεύεται ακόμη πιο αισχρά, σε ένα απίστευτα ογκώδες παραλήρημα (Πολιτεία, 555b-565a), τη δημοκρατία (τη θεωρεί το προτελευταίο χειρότερο πολίτευμα πριν το χείριστο (545c) βάζοντας τρία άλλα καλύτερα πολιτεύματα από πάνω της) και τον δημοκρατικό τύπο ανθρώπου: «Η μετάβαση από την ολιγαρχία στη δημοκρατία γίνεται με την απληστία να αυξήσει κανείς την περιουσία του» (565b), στη δημοκρατία μπορείς «να μην έχεις την υποχρέωση να αναλαμβάνης καμία δημόσια λειτουργία, ούτε πάλι να υπακούς σε καμμιά εξουσία, εάν δεν θέλης, ούτε να πηγαίνεις στον πόλεμο, ενώ οι άλλοι πηγαίνουν, ούτε να έχης ειρήνη, όταν έχουν οι άλλοι, αν δεν το επιθυμείς εσύ, ή, εάν κανείς νόμος σού αποκλείει το δικαίωμα να γίνης άρχοντας και δικαστής, εσύ μολαταύτα να γίνεσαι, εάν σου κατέβει στο κεφάλι» (557e) και «Δεν έτυχε να δης μέσα σε μια τέτοια [δημοκρατική] πολιτεία ανθρώπους που δικάστηκαν σε θάνατο ή σε εξορία, να μένουν και να τριγυρνούν ελεύθεροι και σα να μη τους προσέχει κανείς, να περιφέρωνται αρειμάνιοι καταμεσίς στην αγορά σαν ήρωες;» (558a) και «χωρίς [η δημοκρατική πολιτεία] να ενδιαφέρεται διόλου να γνωρίση με ποια προπαρασκευή έρχεται κανείς να ασχοληθή με την πολιτική, τον περιβάλλει με όλη της την εκτίμηση, και την υποστήριξη, αρκεί μόνο εκείνος να διακηρύττη ότι είναι φίλος του λαού. Μεγάλη, πραγματικά, γενναιοφροσύνη» (558b) και «ονομάζοντας την αυθαιρεσία καθωσπρεπισμό, την αναρχία ελευθερία, την ακολασία μεγαλοπρέπεια και την αναίδεια ανδρεία» (560e) και «ο [δημοκρατικός] άνθρωπος ζη χωρίς να κάνει καμιά διάκριση ανάμεσα στις αναγκαίες και στις περιττές ηδονές, που για να τις ικανοποιή δεν λογαριάζει ούτε χρήματα ούτε κόπους ούτε χρόνο» (561a) και «όσους πολίτες εξακολουθούν να υπακούν στους άρχοντες, τους εξευτελίζει [= η δημοκρατική κοινή γνώμη] λέγοντας ότι είναι εθελόδουλοι και δεν αξίζουν τίποτα» (562d) και, από την πολλή ελευθερία της δημοκρατίας, κατά τον Πλάτωνα, (προσέξτε τον ειρωνικό τόνο) «θα εισχωρήσει και μέσα στους κόλπους της οικογένειας και στο τέλος το μίασμα της αναρχίας θα μεταδοθή και σ’ αυτά ακόμη τα κατοικίδια ζώα. Οι πατέρες θα συνηθίσουν να θεωρούν τα παιδιά τους ίσους και όμοιους των και να φοβούνται τους γιους τους, το ίδιο και πάλι οι γιοι τους πατέρες, και ούτε θα σέβονται ούτε θα φοβούνται τους γονείς τους, για να είναι βέβαια ελεύθεροι. Οι μέτοικοι θα εξισωθούν με τους πολίτες, οι πολίτες με τους μέτοικους και οι ξένοι επίσης. Ο δάσκαλος φοβάται και περιποιείται τους μαθητές του, οι μαθητές καμμιά σημασία δε δίνουν στους δάσκαλους, οι γέροντες μιμούνται τους τρόπους των νέων, για να μη θεωρούνται τάχα φορτικοί και δεσποτικοί. Αλλά η πιο ανυπόφορη κατάχρηση της ελευθερίας, που συμβαίνει σε μια τέτοια [δημοκρατική] πολιτεία, είναι να βλέπεις τους δούλους και τις δούλες να απολαμβάνουν όχι μικρότερη ελευθερία από εκείνους που τους αγόρασαν. Ελησμόνησα να πω πόση ισονομία και ελευθερία επικρατεί εκεί στις μεταξύ ανδρών και γυναικών σχέσεις. Θα δυσκολεύονταν κανείς να το πιστέψη, αν δεν το ‘βλεπε αυτό, πόσο και αυτά τα ζώα, που βρίσκονται στην υπηρεσία των ανθρώπων, απολαμβάνουν εδώ μεγαλύτερη ελευθερία από παντού αλλού. Στο τέλος καταντούν να μη λογαριάζουν καθόλου και τους νόμους, είτε τους γραπτούς είτε τους άγραφους, για να μην έχουν κανέναν απολύτως κύριο» (562e-563d) και «κολλημένοι γύρω στο βήμα κάνουν φασαρία και δεν επιτρέπουν σε κανέναν να έχη αντίθετη γνώμη» (564d) και (επικριτικά) «οι αρχηγοί [της δημοκρατίας] κατορθώνουν να αφαιρούν τις περιουσίες των πλουσίων και να τις μοιράζουν στο λαό, αφού, εννοείται, αυτοί κρατήσουν το μεγαλύτερο μέρος» (565a). Σύμφωνα με τον Πλάτωνα λοιπόν, πρέπει να καταργηθεί η δημοκρατία επειδή συμβαίνουν τα εξής:

  1. Η δημοκρατία εγκαθιδρύεται λόγω απληστίας του λαού και των αρχηγών του για χρήμα.
  2. Στη δημοκρατία έχεις το δικαίωμα να μην υπακούς στους νόμους.
  3. Στη δημοκρατία οι κακοί κυκλοφορούν ατιμώρητοι.
  4. Στη δημοκρατία επικρατεί η κακία κι όχι η αρετή.
  5. Στη δημοκρατία δεν μπορεί κανείς να εκφράσει αντίθετη άποψη (!)
  6. Στη δημοκρατία επικρατεί χάος κι αναρχία και όχι ευνομία.
  7. Στη δημοκρατία οι πολίτες δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το περιττό από το αναγκαίο.

Αποσιωπήσαμε την γνώμη των σοφιστών του 5ου αι. περί δημοκρατίας, γιατί αυτοί μόλις τόλμησαν να ψελλίσουν κάτι περί θεών, τους εξόριζαν ή τους έκαιγαν τα γραπτά: Τον Πρωταγόρα (Διογένης Λαέρτιος, IX, 52), τον Αναξαγόρα (Διογένης Λαέρτιος, II, 12-13), τον Πρόδικο (Σούδα, Αριστοφάνης, απ. 490, τον Διαγόρα τον Μήλιο (Λυσίας 6.17˙ Αριστοφάνης, Όρνιθες, στ. 1071 κ.ε.˙Σούδα), τον Στίλπωνα τον Μεγαρέα (Διογένης Λαέρτιος, II, 116) και άλλους πολλούς.

Αυτός είναι ο ειδωλολατρικός αντιεξουσιασμός. Η ειρωνία κατά της δημοκρατίας και η επιβολή της θέλησης του ισχυρού. Όπως πράττει ο Δίας έναντι των λοιπών θεών και ανθρώπων.

 

89f  ΧΙΤΛΕΡ ΚΑΙ ΝΑΖΙ ΓΙΑ ΙΗΣΟΥ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ

Σύμφωνα με τον ίδιο το Χίτλερ «Ο Χριστιανισμός έφερε τα σπέρματα της αποσύνθεσης όπως η συγχώρεση, η αδυναμία, η ταπεινότητα και την ιδια την άρνηση του νόμου της υπερίσχυσης του δυνατού», «Η συνείδηση είναι μια εβραϊκή εφεύρεση» και «Θα ξεπλύνουμε το Χριστιανικό επίστρωμα και θα φανερώσουμε μια θρησκεία που ταιριάζει στη φυλή μας» (τα ρητά αυτά του Χίτλερ είναι παρμένα από το βιβλίο της D. Sklar The Nazis and the Occult). Ναζιστικές ρήσεις και ομιλίες ανέφεραν «Εάν ο Ιαχωβάς έχασε για εμάς τους Γερμανούς κάθε σημασία, το ίδιο πρέπει να ειπωθεί και για τον Ιησού Χριστό». «Ο Χίτλερ είναι βαθιά θρησκευόμενος, αν και πλήρως αντι-χριστιανός· βλέπει τον Χριστιανισμό ως ένα σύμπτωμα παρακμής. Ακριβώς έτσι. Είναι ένας κλάδος της Εβραϊκής φυλής» Ημερολόγιο Γιόζεφ (Ιωσήφ) Γκέμπλες, (Joseph Goebbels), 28/12/1939. Ο Κάρλ Γιούνγκ, τον οποίο οι Ναζί εκτιμούσαν τόσο, ώστε μόλις ανέλαβαν την εξουσία, το 1933, τον έκαναν πρόεδρο του Γερμανικού Ιατρικού Συλλόγου για την Ψυχοθεραπεία, έλεγε πως «Οι Γερμανοί είναι αρκετά έξυπνοι ώστε όχι μόνο να πιστεύουν αλλά και να γνωρίζουν ότι για αυτούς ο θεός είναι ο Βοτάν κι όχι ο Χριστιανικός θεός» (παρμένο από τη μελέτη του ίδιου του Γιούνγκ, τιτλοφορούμενη Wotan).  Ο Α. Χίτλερ στις 6/7/1933 είπε: «κάποιος πρέπει να είναι ή Χριστιανός ή Γερμανός. Και τα δύο μαζί δεν μπορεί να είναι» (απ’ το A. Laepple, Kirchengeschichte in Laengsschitten, Muenchen 1968, s. 89). Ο Α. Ρόζενμπεργκ, ναζιστής θεωρητικός στο Ο Μύθος του εικοστού αιώνα γράφει ότι η Παλαιά Διαθήκη περιέχει «ανοησίες και επιβλαβείς διηγήσεις άξιες μόνο για Εβραίους» και μιλούσε για «ποικίλα σκουπίδια της εβραϊκής μεσανατολικής και αφρικανικής νοοτροπίας και ζωής». 

Σε ελληνική νεοναζιστική σελίδα γράφεται «Οι Χριστιανοί ήταν αυτοί που έδωσαν το αποτελιωτικό χτύπημα στην Πατρώα αρία μας παράδοση. Άνθρωποι μισαλλόδοξοι και δουλοπρεπείς, προερχόμενοι εξ ανατολάς, απεσταλμένοι του μοχθηρού Θεού Γιαχβέ(Ιαχωβά), με ένα τους και μόνο σκοπό! Η εντολή του Θεού τους ήταν σαφή και απόλυτη. Καταστρέψτε οτιδήποτε Άριο» και «Ένας συνειδητοποιημένος εθνικοσοσιαλιστής όχι εννοείτε (sic) ότι δεν γίνετε (sic) να είναι χριστιανός». Δεν ισχυριζόμαστε ότι «πας Νεοπαγανιστής, Ναζιστής», αλλά, πάντως, ότι «πας Ναζιστής, Νεοπαγανιστής». Ο Παγανισμός είναι η θρησκεία των Φυλετιστών, των Ναζί, των Ακροδεξιών. Οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

 

89g ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ

            Έχουν ισχυριστεί ότι ο Χριστιανισμός είναι το θεμέλιο του καπιταλισμού. Και αυτός ο ισχυρισμός των ιθαγενών αντιχριστιανών δεν είναι προϊόν της σκέψης του εγκεφάλου τους αλλά αντιγραφή ξένων θεωριών των Δυτικών. Στη Δύση (Αμερική-Δ. Ευρώπη) κυρίαρχη εκδοχή του Χριστιανισμού είναι ο Προτεσταντισμός. Αυτός πράγματι βοήθησε στην ανάπτυξη του επιτρέποντας τον δανεισμό με τόκο, αλλά αυτός είναι αίρεση. Ωστόσο οι αντιχριστιανοί, μη Χριστιανοί Νεοέλληνες, που κακοαντιγράφουν ό,τι ανιστόρητο δυτικό βιβλίο βρουν μπροστά τους και δεν ξέρουν πού παν τα τέσσερα όσον αφορά την Ορθοδοξία, θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικοί προτού αποκαλέσουν «δεκανίκια του καπιταλισμού» τον Χριστιανισμό. Ως γνωστόν ο καπιταλισμός στηρίζεται στη συσσώρευση πλούτου και στον δανεισμό με τόκο. Η Ορθοδοξία όμως δια των Πατέρων της αποτρέπει αυστηρά τον δανεισμό με τόκο και συνιστά την αποφυγή του δανεισμού, ενώ ιδανικό της έχει την κοινοκτημοσύνη και την έλλειψη ατομικής ιδιοκτησίας (το οποίο πραγματώνεται, στο μέτρο του δυνατού, στον ορθόδοξο μοναχισμό). Δεκάδες είναι τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας κατά του τόκου και του δανεισμού.

Έτσι ο Μέγας Βασίλειος γράφει (Κατά τοκιζόντων, 2): «Ψεύδους αρχή το δανείζεσθαι˙ αχαριστίας αφορμή, αγνωμοσύνης, επιορκίας», και (Κατά τοκιζόντων, 3) «Πλούσιος είσαι; Μη δανείζεσαι. Φτωχός είσαι; Μη δανείζεσαι», και «μην αποκτήσεις πείρα του αλλόκοτου αυτού θηρίου, του τόκου» και (Κατά τοκιζόντων, 5): «Εκατοστολόγοι και δεκατοστολόγοι, φρικτά ονόματα ακόμη και να τα ακούσεις˙ μηνιαίοι εισπράκτορες των τόκων, που, όπως οι δαίμονες κάνουν τις συλλήψεις τους, έτσι κι αυτοί στις περιόδους της Σελήνης επιτίθενται κατά των φτωχών, για την πονηρή δόση τους» και (PG 95, 1372B) «σκίσε, άνθρωπε, το άδικο γραμμάτιο, ώστε να λυθεί η αμαρτία. Εξάλειψε την ομολογία των βαρύτατων τόκων». Για τον Μέγα Βασίλειο το να έχουμε κάτι δικό μας στην αδελφότητα «είναι αντίθετο προς την μαρτυρία των Πράξεων περί των πιστευσάντων, όπου αναφέρεται ότι "ουδείς έλεγε ότι είναι εαυτού κάτι εκ των υπαρχόντων αυτού" (Πράξεις 4, 32). Εκείνος λοιπόν που λέγει ότι κάτι είναι ιδικόν του, κατέστησε τον εαυτόν του ξένον από την Εκκλησία του Θεού και από την αγάπη του Κυρίου» (Όροι κατ’ επιτομήν, 85). Επίσης, για όσους έλαβαν τόκο υποστηρίζει ότι πρώτα πρέπει να δώσουν στους φτωχούς το άδικο κέρδος (τον τόκο), να απαλλαχθούν από την αρρώστια της φιλοχρηματίας και μετά να γίνουν δεκτοί στην ιερωσύνη: «Ὁ τόκους λαμβάνων, ἐὰν καταδέξηται τὸ ἄδικον κέρδος εἰς πτωχοὺς ἀναλῶσαι, καὶ τοῦ λοιποῦ τοῦ νοςήματος τῆς φιλοχρηματίας ἀπαλλαγῆναι, δεκτός ἐστιν εἰς ἱερωςύνην».

Για τον άγιο Γρηγόριο Ναζιανζηνό ο τόκος μιαίνει τη γη (Λόγος ιστ’, 18): «Ο δε τόκος και πλεονασμοίς την γην εμίανε». Κατακρίνονται οι «σιτοκάπηλοι» και γενικά όσοι έμποροι καραδοκούν για οικονομικά δύσκολες εποχές, ώστε να αισχροκερδίσουν (Λόγος ιστ’, 19): «Τι θα απαντήσουμε σε αυτά, οι έμποροι του σίτου και εκμεταλλευτές του, που χρησιμοποιούμε τις δύσκολες περιστάσεις για να πλουτίζουμε, να αποκτήσουμε τρυφή και απολαύσεις από τις συμφορές των άλλων και να αποκτηνωθούμε;».

Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ισχυρίζεται ότι η τοκογλυφία είναι μια μορφή ληστείας και φόνου (Εις τον Εκκλησιαστήν, 3), παρα φύσιν πράγμα που δημιουργήθηκε από τους φιλοχρήματους: «Και όχι μόνο αυτά αλλά να τολμούν και την αμαρτωλή εφεύρεση του τόκου, που δε θα πέσει κανείς έξω, αν την ονομάσει δεύτερη ληστεία και δολοφονία. Σε τι διαφέρουν μεταξύ τους το να αποκτήσεις την ξένη περιουσία κρυφά και με διάρρηξη και το να γίνεις, σκοτώνοντας τον περαστικό, κύριος των χρημάτων του ή το ν’ αποκτήσεις με τον καταναγκασμό των τόκων όσα δε σου ανήκουν; Ω απαίσιο όνομα. Ο τόκος γίνεται όνομα της ληστείας. Ω γάμοι σκληροί, ω αμαρτωλή σύζευξη, που η φύση μας βέβαια δεν τη γνώρισε, αλλά η νόσος των φιλοχρήματων πρωτοτύπησε εισάγοντάς την στα άψυχα. (...) Κι αν κάποιος αφαιρέσει τα απαραίτητα κάποιου με βία ή τα κλέψει λαθραία λέγεται άρπαγας και λωποδύτης και τα όμοια, ενώ κάποιος αν κάνει φανερή την αδικία του με συμβόλαια και δείχνει με αποδείξεις τη σκληρότητά του και δίνει ισχύ στην ανομία του με συμφωνητικό ακούει να τον λένε φιλάνθρωπο και ευεργέτη και σωτήρα και ό,τι άλλο τιμητικό». Ο Γρηγόριος προειδοποιεί όσους σκοπεύουν να δανειστούν ότι ότι αρραβωνιάζονται με την πενία με πρόσχημα της ευεργεσίας (Κατά τοκιζόντων, 3): «Ο γαρ έντοκον χρυσόν υποδεχόμενος, αρραβώνα πενίας λαμβάνει εν προσχήματι ευεργεσίας, όλεθρον επεισάγων τη  οικία» και υποστηρίζει ότι ο τοκογλύφος εμπιστεύεται περισσότερο τους ανθρώπους από το Θεό, τον οποίο καθυβρίζει (Κατά τοκιζόντων, 4) καθώς και ότι αν δεν υπήρχε το πλήθος των τοκιστών, δε θα υπήρχε το πλήθος των φτωχών λέγοντας προς τον τοκογλύφο: «Διέλυσε, λοιπόν, τη συμμορία σου και θα αποκτήσουμε όλοι αυτάρκεια» (Κατά τοκιζόντων, 4). Γι’ αυτό προτείνει μόνο τη δωρεά ή το δάνειο δίχως τόκο (Κατά τοκιζόντων, 11): «Μας είναι πολύ ενοχλητικός αυτός, λένε (γιατί ξέρω πως διαμαρτύρεστε μέσα στα δόντια σας)˙ κατηγορώντας μας συνεχώς πάνω από το βήμα, κάνει κακό σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη από ευεργεσία (..) Διαμαρτύρονται ψιθυριστά ότι τάχα εγώ συμβουλεύω ότι δεν πρέπει να δανείζουν κι απειλούν ότι θα κλείσουν τις πόρτες σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη. Εγώ όμως πρώτα κηρύττω και παραγγέλλω να δίνουν δωρεάν. Έπειτα προτρέπω και να δανείζουν˙ να δανείζουν όμως χωρίς τόκους και αυξήσεις, αλλά όπως ορίζει ο θείος νόμος, γιατί είναι εξίσου ένοχος τιμωρίας κι αυτός που δε δανείζει κι αυτός που δίνει με τόκο, επειδή στον ένα αποδίδεται μισανθρωπία και στον άλλο συμπεριφορά εμπόρου. Αυτοί όμως πηγαίνουν μόνοι τους στο άλλο άκρο, υποσχόμενοι ότι θα σταματήσουν κάθε είδους δόση. Αυτό είναι αισχρή εναντίωση, λυσσασμένη αμφισβήτηση του δικαίου, μάχη και πόλεμος κατά του Θεού».

Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεάς υπενθυμίζει (Στρωματείς, 2, 18): «Ο νόμος απαγορεύει αδελφώ δανείζειν˙ (αδελφόν ονομάζων ου μόνον τον εκ των αυτών φύντα γονέων, αλλά και ός αν ομόφυλος ή ομογνώμων τε και του αυτού λόγου κεκοινωνηκώς), ου δικαιών εκλέγειν τόκους επί χρήμασιν».

Ο όσιος αββάς Παμβώ λέει ότι το ιμάτιο του μοναχού πρέπει να είναι τέτοιας αξίας, ώστε κι αν το αφήσει έξω απ’ το κελί του για τρεις μέρες, να μην το πάρει κανείς (Αποφθέγματα, 6)

Η Α’Οικουμενική Σύνοδος (325 μ.Χ.) ορίζει (κανών ΙΖ’) ότι αν κανείς κληρικός λαμβάνει τόκους, πρέπει να καθαιρεθεί «Εἴ τις εὑρεθείη μετὰ τὸν ὅρον τοῦτον τόκους λαμβάνων, ἐκ μεταχειρίσεως, ἢ ἄλλως μετερχόμενος τὸ πρᾶγμα, ἡμιολίους ἀπαιτῶν, ἢ ὅλως ἕτερόν τι ἐπινοῶν αἰσχροῦ κέρδους ἕνεκα, καθαιρεθήσεται τοῦ κλήρου, καὶ ἀλλότριος τοῦ κανόνος ἔσται».

Η Σύνοδος της Αντιοχείας (341 μ.Χ.) ορίζει κανόνα (25ος) που προβλέπει πειθαρχικές ποινές για όσους επίσκοπους χρησιμοποιεί την τοπική εκκλησιαστική περιουσία ως δική του, πέρα από τα απαραίτητα για την συντήρησή του.

Ο Μέγας Αντώνιος (Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Συγγραφέων, τ. 40, 36, 23) προτρέπει στο δανεισμό δίχως τόκο.

«Ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἢ διάκονος τόκους ἀπαιτῶν τοὺς δανειζομένους ἢ παυςάσθω ἢ καθαιρείσθω» (Αποστολικοί κανόνες, 44 (PG 137, 128B)).

Σύμφωνα με τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο (Κατηχήσεις, 9, 92-116, εκδ. Sources Chretiennes, τ. 104, σ. 110-112) «οι πλούσιοι που δίνουν ελεημοσύνη δεν δικαιώνονται ούτε παύουν να είναι ένοχοι για τις στερήσεις και τη δυστυχία των ανθρώπων που μπορούσαν να βοηθήσουν και δε βοηθούν» (Γεώργιου Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική, εκδ. Πουρναράς, ΙΙ, σ. 456). Κι αν ακόμα προσφέρουν κάτι από αυτά που έχουν ή και όλα όσα έχουν σε εκείνους που τα χρειάζονται, δεν μπορούν να θεωρηθούν αξιέπαινοι, αλλά πάλι χρεωστούν ισόβια μετάνοια για όσα κατακρατούν τόσον καιρό στερώντας τη χρήση τους από τους αδελφούς τους. Για τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο η ιδιοκτησία είναι φαινόμενο που δημιουργήθηκε από την πλεονεξία.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας, ενώ κηρύσσουν την κοινοκτημοσύνη και την ακτημοσύνη, βρίσκονται μακριά από κάθε αλλοπρόσαλλο μίσος κατά του κόσμου, της ύλης και του χρήματος. Ο πλούτος είναι ένα εργαλείο, ένα μέσο. Αν χρησιμοποιηθεί καλά, κι όχι ως αυτοσκοπός, τότε υπάρχει ώφελος για τους ανθρώπους. Αν όχι, φταίει η κακή χρήση του. «Δεν είναι ο πλούτος, και το χρυσάφι και ο άργυρος του διαβόλου, καθώς νομίζουν μερικοί. Και φανερά δια του προφήτου λέγει ο Θεός "δικό μου είναι το χρυσάφι και ο άργυρος" (Αγγαίος, β’, 9)» (άγιου Κύριλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, 8, 6), ενώ ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος γράφει: «Ο πλούτος δεν είναι κακό, αν χρησιμοποιείται όπως πρέπει» (Ομιλία Εις τας Πράξεις των Αποστόλων, 1) και ο Μέγας Βασίλειος (PG 95, 1465A): «Ο πλούτος δεν είναι ζηλευτός για τον πλούτο. Ούτε το αξίωμα για το ίδιο το αξίωμα. Αλλά είναι και τα δύο όργανα για την αρετή, για αυτούς που τα χρησιμοποιούν καλά. Δεν έχουν από μόνα τους κάτι το καλό. Αυτός, λοιπόν, που χρησιμοποιεί λανθασμένα τον πλούτο, είναι ελεεινός, και μοιάζει με κάποιον στρατιώτη που ενώ του δόθηκε το ξίφος για την άμυνα στον πόλεμο, αυτός τραυματίστηκε εκούσια με αυτό. Εάν όμως χρησιμοποιηθεί ο πλούτος καλά, σύμφωνα με τον ορθό λόγο, επαινείται και αγαπάται ο χρήστης του και δίκαιος είναι για τον κοινωνικό και φιλάδελφο τρόπο συμπεριφοράς του».

Στην Παλαιά Διαθήκη βρίσκουμε τα εξής χωρία που εκφράζονται αποδοκιμαστικά για τον δανεισμό με τόκο ή τον απαγορεύουν:

ΙΕΖΕΚΙΗΛ, 22, 12

δῶρα ἐλαμβάνοσαν ἐν σοί, ὅπως ἐκχέωσιν αἷμα, τόκον καὶ πλεονασμὸν ἐλαμβάνοσαν ἐν σοί· καὶ συνετελέσω συντέλειαν κακίας σου τὴν ἐν καταδυναστείᾳ, ἐμοῦ δὲ ἐπελάθου, λέγει Κύριος. (Μτφ: Υπάρχουν άνθρωποι που δωροδοκούνται για να καταδικάσουν σε θάνατο, πλουτίζουν με την τοκογλυφία, εκμεταλλεύονται τους συμπατριώτες τους για να πλουτίζουν. Κι εμένα, τον Κύριο, μ’ έχουν τελείως ξεχάσει.)

ΨΑΛΜΟΣ ΝΔ’, 12 καὶ ἀδικία, καὶ οὐκ ἐξέλιπεν ἐκ τῶν πλατειῶν αὐτῆς τόκος καὶ δόλος.

ΨΑΛΜΟΣ ΙΔ’, 5 τὸ ἀργύριον αὐτοῦ οὐκ ἔδωκεν ἐπὶ τόκῳ καὶ δῶρα ἐπ᾿ ἀθῴοις οὐκ ἔλαβεν. ὁ ποιῶν ταῦτα, οὐ σαλευθήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. (Δε δάνεισε με τόκο τα λεφτά του, και για να βλάψει αθώο δεν δωροδοκήθηκε. Όποιος μ’ ετούτα συμμορφώνεται ποτέ του δε θα κλονιστεί.)

ΙΕΡΕΜΙΑΣ, Θ’, 6 τόκος ἐπὶ τόκῳ καὶ δόλος ἐπὶ δόλῳ· οὐκ ἤθελον εἰδέναι με, φησὶ Κύριος.

ΕΞΟΔΟΣ, ΚΒ’, 25 ἐὰν δὲ ἀργύριον ἐκδανείσῃς τῷ ἀδελφῷ τῷ πενιχρῷ παρὰ σοί, οὐκ ἔσῃ αὐτὸν κατεπείγων, οὐκ ἐπιθήσεις αὐτῷ τόκον.

«Η άποψη του Καλβινισμού, όπου ο πλούτος παρουσιάζεται ως στοιχείο ιδιαίτερης εύνοιας του Θεού, δεν συμφωνεί με την Καινή Διαθήκη και την πατερική παράδοση, αλλά περιορίζεται σε θέσεις της Παλαιάς Διαθήκης, όπου η ευλογία του Θεού συνδέεται και με την ύπαρξη υλικού πλούτου. Στην Κ.Δ. όμως και την Εκκλησία ο πνευματικός πλούτος παραμερίζει ουσιαστικά τον υλικό» (Γεώργιου Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική, εκδ. Πουρναράς, ΙΙ, σ. 453).

Οι αντιχριστιανοί, προκειμένου να πείσουν ότι ο Χριστιανισμός εδραιώνει τον καπιταλισμό, ισχυρίζονται ότι η παραβολή των ταλάντων (Κατά Μάρκον, 25, 14-30)  δείχνει τον τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού. Θα ήταν παράλογο να ισχυριστεί οποιοσδήποτε ότι οι Νεοπαγανιστές γνωρίζουν καλύτερα από τους Χριστιανούς την ερμηνεία των παραβολών των Ευαγγελίων. Οι παραβολές αφορούν τον Χριστό και κανέναν άλλο και είναι συμβολικές. Στη συγκεκριμένη παραβολή τα τάλαντα συμβολίζουν τα χαρίσματα που έχει κανείς από τον Θεό. Σύμφωνα με  την παραβολή (24-30), ο δούλος που έκρυψε το τάλαντο στη γη, τιμωρείται και αυτό του αφαιρείται. Το κρύψιμο του ταλάντου στη γη είναι η πλήρης αχρησία του από τον κάτοχό του. Δηλαδή, αυτός που ενώ του δόθηκε ένα χάρισμα, δεν το καλλιέργησε (προς όφελος των συνανθρώπων του, πάντα) αλλά το άφησε ανεκμετάλλευτο, τιμωρείται. Γιατί το να μην κάνεις καλό ενώ θα μπορούσες (μέσω του «ταλάντου») ισοδυναμεί με το να κάνεις κακό. Αυτό είναι πολύ λογικό, όπως το να μη βοηθάς κάποιον που κινδυνεύει με πνιγμό και να προσπερνάς αδιάφορος ισοδυναμεί με το να τον πνίγεις εσύ, να γίνεσαι συνυπαίτιος. Όταν ο Χριστός λέει του δούλου (στίχ. 27) ότι θα μπορούσε τουλάχιστον να βάλει το τάλαντο στην τράπεζα, εννοεί ότι θα μπορούσε να το καλλιεργήσει έστω και ελάχιστα. Θεωρούν οι αντιχριστιανοί «ερμηνευτές», ότι η απόφαση του άρχοντα να δώσει το αφαιρεθέν τάλαντο σ’ αυτόν που είχε κερδίσει τα πιο πολλά συνιστά υπόδειξη του «τρόπου λειτουργίας του καπιταλισμού». Πάλι κάνουν λάθος. Τα «τάλαντα» είχαν δωθεί στον καθένα, δίχως αυτός να τα αξίζει ή να τα δικαιούται. Επομένως ήταν ο κύριος των ταλάντων, που είχε το δικαίωμα να διαλέξει σε ποιον θα δώσει αρχικά 5, σε ποιον 2 κ.ο.κ. Δηλαδή είναι ο Θεός που διαλέγει σε ποιον θα δώσει τα πολλά χαρίσματα. Κι αυτός είναι ο πλέον κατάλληλος, οπότε – στο τέλος – πρέπει να τιμηθεί αντίστοιχα περισσότερο από τους άλλους (που κι αυτοί τιμώνται ανάλογα με την καλλιέργεια όσων χαρισμάτων έλαβαν). Η παραβολή είναι καθαρά συμβολική. Η επιστροφή του ιδιοκτήτη έπειτα «από πολύ χρόνο» (στ. 19) συμβολίζει τη Δευτέρα Παρουσία και την Κρίση. Αν κάποιοι αυτήν την παραβολή επιθυμούν να την ερμηνεύουν αλλιώς (ότι ισχύει για τώρα), δικαίωμά τους, αλλά οφείλουν να γνωρίζουν ότι η ερμηνεία τους ούτε είναι η ερμηνεία του Χριστιανισμού (πολύ θα το ΄θελαν αυτό) ούτε και η σωστή, διότι απλούστατα πρώτον τότε δεν υπήρχε κανένα καπιταλιστικό σύστημα και διότι ο πολιτισμός της Ρωμανίας (Βυζαντίου) και το οικονομικό της σύστημα μόνο καπιταλισμό δεν θυμίζουν. Το αντίθετο μάλιστα, θα έλεγε κανείς πως το οικονομικό σύστημα της Ορθόδοξης Ρωμανίας θυμίζει σοσιαλισμό.

Πάντως οι αντιχριστιανοί ερμηνευτές της Κ.Δ. θα έπρεπε, αφού πιστεύουν ότι οι παραβολές του Ιησού δείχνουν τον καπιταλιστικό σύστημα, να γνωρίζουν και να μας πουν και την ερμηνεία των παρακάτω χωρίων που είπε ο Χριστός:

Κατά Μάρκον, 6, 12 ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν·

Κατά Λουκάν, 6 34 καὶ ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα. 35 πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες

Ο μεγαλύτερος βυζαντινολόγος του 20ού αιώνα, ο Ράνσιμαν, παρουσιάζει τις πτυχές της οικονομικής οργάνωσης στην Ρωμανία (η οποία, σύμφωνα με τους αλλοπρόσαλλους «ερμηνευτές» του Κατά Μάρκον 25, 14-30, θα έπρεπε να έχει καπιταλιστικό σύστημα, ερμηνεύοντας όπως οι Νεοπαγανιστές την παραβολή). Ας δούμε τι λέει (Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας):

«Το Βυζάντιο κατηγορήθηκε ότι ήταν ο παράδεισος των μονοπωλιακών προνομίων και του παρεμβατισμού. Η κατηγορία δεν είναι τελείως ανακριβής. Ο παρεμβατισμός ήταν, χωρίς αμφιβολία, το βυζαντινό ιδεώδες» (Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 195).

«Κάθε βιομηχανία είχε τη δική της συντεχνία και κανένας δεν μπορούσε να ανήκει σε δύο συντεχνίες συγχρόνως. Η συντεχνία όριζε τον πρόεδρό της, και το διορισμό του έπρεπε πιθανόν να τον εγκρίνη ο έπαρχος. Η συντεχνία αγόραζε συλλογικά τις πρώτες ύλες που χρειάζονταν για τη βιομηχανία της και τις μοίραζε στα μέλη της, που πουλούσαν τα είδη που έφτιαχναν σε ορισμένο δημόσιο χώρο και με κέρδη καθορισμένα από το γραφείο του επάρχου. Καθορισμένες επίσης ήταν οι ώρες εργασίας, καθώς και οι μισθοί των εργατών. Απαγορευόταν αυστηρά να αγοράζει κανείς μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων και να τις πουλάει λιανικώς στην στιγμή που τον εσύμφερε. Τους αρτοποιούς και τους κρεοπώλες, που από την αποδοτικότητά τους εξαρτιόταν ο επισιτισμός της Πόλης, τους επιβλέπανε με εξαιρετικά μεγάλη αυστηρότητα και τις τιμές των τροφίμων τις κρατούσαν με τη βία χαμηλά ακόμη και σε εποχές λιμού». (Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 196-197).

«Ανεργία δεν υπήρχε. Οι εργάτες δεν ήταν δυνατόν να απολυθούν παρά με πολύ μεγάλες δυσκολίες» (Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 197).

«Το σιτάρι το 960 είχε την ίδια τιμή που είχε και το 1914 (1, 85 χρυσά φράγκα ο μόδιος), όλα όμως τα άλλα είδη ήταν πιθανώς πέντε ή έξι φορές φθηνότερα. Ο Νικηφόρος Α’ προσπάθησε να κρατήσει χαμηλά τις τιμές, περιορίζοντας την ποσότητα του νομίσματος που κυκλοφορούσε» (Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 199).

«Από τον Κωνσταντίνο Α’ ώς τον Νικηφόρο Βοτανειάτη, περισσότερο από έξι αιώνες, το νόμισμα διατήρησε αμείωτη την αξία του» (Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 198).

«Το σύστημα αυτό διατηρήθηκε όσον καιρό υπήρχε η Αυτοκρατορία. Εξασφάλιζε τα συμφέροντα των καταναλωτών και άφηνε και ένα σχετικό κέρδος στους εμπόρους, χωρίς ωστόσο να τους επιτρέπει ποτέ να κάνουν περιουσία, κι αυτό δεν ήταν ενθαρρυντικό για τις επιχειρήσεις» (Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 199).

Όταν βασίλευε ο Βασίλειος Β’ Μακεδόνας, με τη Νεαρά του 1003 η νομοθεσία έγινε πιο επιβαρυντική για τους Δυνατούς όσον αφορά τη φορολογία, καθώς καθιστούσε τους Δυνατούς – σε μια φορολογική κοινότητα – αποκλειστικά υπεύθυνους για τη συμπλήρωση του συλλογικού φόρου (αλληλέγγυον). Αν κάποιοι χωρικοί δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν το μερίδιό τους στον συλλογικό φόρο της κοινότητας ή αν κάποια αγροτεμάχια είχαν εγκαταληφθεί, το βάρος για τη συμπλήρωση του συλλογικού φόρου αναλογούσε αποκλειστικά στους Δυνατούς. Η αγροτική νομοθεσία του Βασίλειου Β’ αποσκοπούσε στη συρρίκνωση των κτημάτων των μεγάλων ιδιοκτητών, εφόσον αυτά είχαν αποκτηθεί παράνομα. Περαιτέρω εμπόδιζε τη μελλοντική μεγέθυνσή τους, όταν οι περιοριστικές διατάξεις καθιστούσαν δυσκολότερη τη νόμιμη συσσώρευση γαιοκτησίας. Επιπλέον ενίσχυε την άντληση φορολογικών πόρων απ’ την αγροτική οικονομία εις βάρος των Δυνατών.

Αυτός ήταν ο καπιταλισμός, του οποίου δεκανίκι είναι ο Χριστιανισμός, δηλαδή η Ορθοδοξία. Ένα σύστημα των Ορθόδοξων Ρωμηών, που αποτρέπει την συσσώρευση πλούτου και κατακρίνει αυστηρότατα τον τοκισμό. Αξίζει να θυμίσουμε ότι όσους αιώνες η Ρωμανία ήταν ισχυρή, αυτό το όφειλε στους ελεύθερους γεωργούς, οι οποίοι αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του στρατού της. Πράγματι, οι νομοθεσίες των Ισαύρων και των Μακεδόνων Αυτοκρατόρων μας απέτρεπαν τη συσσώρευση γης από τους Δυνατούς, έδιναν φορολογικές ελαφρύνσεις στους ελεύθερους γεωργούς. Είναι αλήθεια ότι προς το τέλος (λίγο πριν το 1204) υπήρξε εμφάνιση του φεουδαλισμού και στη Ρωμανία. Αλλά αυτό έγινε κυρίως υπό την επίδραση της Δύσης και του κυρίαρχου σ’ αυτήν τότε οικονομικού μοντέλου. Φυσικά υπήρχαν και οι «Δυνατοί», οι μεγαλοκτηματίες, που κατάφεραν να εξαθλιώνουν τους ελεύθερους γεωργούς και να επιβάλλουν πλαγίως στο κράτος να μην αντιδρά. Ώς και την εποχή της απελευθέρωσης της Πόλης (1261) η δυναστεία του Λάσκαρη ευνοούσε τους μικροκαλλιεργητές. Όπως και να ‘χει, το βυζαντινό οικονομικό πρότυπο, αν υπήρξε κάτι τέτοιο, ήταν αυτό των συντεχνιών και της ύπαρξης ελεύθερων γεωργών. Κανέναν «καπιταλισμό» δεν δημιουργησε η Ορθοδοξία, το αντίθετο, το φιλάνθρωπο πνεύμα της δημιούργησε έναν πολιτισμό που απέτρεπε την πλεονεξία των εμπόρων, των δυνατών και ακόμη σε εποχές λιμού κρατούσε τις τιμές χαμηλές. Να τονίσουμε ότι η αστική τάξη της Γαλλίας, το 1791, με νόμο του τέκτονα Λε Σαπελιέ, διέλυσε τις συντεχνίες και απαγόρευε κάθε συνδικαλιστική δραστηριότητα. Βλέπουμε ποιοι και πώς δημιούργησαν τον καπιταλισμό. Οι αιρετικοί Προτεστάντες και οι Διαφωτιστές αθεϊστές αστοί. Ωστόστο για τους Νεοέλληνες αντιεξουσιαστές της δεκάρας, η Ορθοδοξία/Χριστιανισμός είναι τα δεκανίκια του οικονομικού συστήματος.

Αλλά και αργότερα, κατά την Τουρκοκρατία, ο Ρωμαίικος Ορθόδοξος πολιτισμός προσέφερε άλλο ένα παράδειγμα δίκαιης οικονομικής οργάνωσης. Στο έργο του για τα Αμπελάκια ο F. Boulanger σημειώνει: «Η ιδέα της συντροφίας είναι βαθειά ριζωμένη στο πνεύμα των Ελλήνων οι οποίοι είναι ο πλέον προχωρημένος λαός στον τομέα της οργάνωσης της εργασίας˙ μιας οργάνωσης η οποία αποβλέπει να απελευθερώσει τους εργαζόμενους από την μισθωτή εξάρτηση, προστατεύοντας συγχρόνως τα νόμιμα δικαιώματα του κεφαλαίου».

Καμμιά κοινωνία δεν είναι τέλεια. Και σήμερα οι δεσποτάδες έχουν πολυτελή αυτοκίνητα, βίλες και χρυσάφια. Δίδαξε ο Χριστός τους αποστόλους να πράξουν κάτι αντίστοιχο, στην εποχή τους; Δίδαξε να έχουν κοιλιές; Αν δε δίδαξε, τότε οι μόνοι που πρέπει να κατηγορούνται είναι οι δεσποτάδες (ως ενάντιοι στα παραγγέλματα του Χριστού και των Πατέρων της Εκκλησίας) κι όχι η Ορθοδοξία κι ο Χριστός. Από τη στοχοθεσία του πολιτισμού της μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως μόνο τον καπιταλισμό δεν προώθησε ή γέννησε η Ορθοδοξία.

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ΚΓ’, 20 Οὐκ ἐκτοκιεῖς τῷ ἀδελφῷ σου τόκον ἀργυρίου καὶ τόκον βρωμάτων καὶ τόκον παντὸς πράγματος, οὗ ἐὰν ἐκδανείσῃς. (=Δε θα δώσεις στον αδελφόν σου δάνειο χρημάτων με τόκο, ούτε θα ζητήσεις τόκο για τα τρόφημα ή για οτιδήποτε άλλο πράγμα που δάνεισες σ’ αυτόν)

Πράξεις Αποστόλων, 4, 32 Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. (= Και όσοι είχαν πιστέψει ήσαν ομόφρονες και ομόψυχοι και κανείς δεν έλεγε ότι κάτι από τα υπάρχοντά του είναι δικό του, αλλά ήσαν ες αυτούς όλα κοινά).

Κατά Λουκά, 6, 34 καὶ ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα. (= Και εάν δανείζετε μόνο εις εκείνους, από τους οποίους ελπίζετε να τα πάρετε, ποιαν χάριν έχετε; Και οι αμαρτωλοί δανείζουν εις τους αμαρτωλούς, δια να πάρουν πίσω το ίσον.)

 

 

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ-ΠΑΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ/ΕΠΙΣΤΗΜΗ

 

 90. «Ο Χριστιανισμός αποϊεροποίησε τη φύση καθιστώντας την Κτίσμα, ενώ η Αρχαία Θρησκεία ήταν φυσιολατρική, και σεβόταν τη φύση. Αποτέλεσμα, η καταστροφή του περιβάλλοντος από τον άνθρωπο που «του έδωσε» ο θεός το δικαίωμα να κατακυριεύσει τη γή, δηλαδή να τη ρημάξει. Να επισημάνουμε ότι σήμερα με την παγκόσμια οικολογική απειλή να πλανάται οι Έλληνες το θρήσκευμα δεν πρόκειται να κάνουν θυσίες ζώων όπως εγίνοντο στην αρχαία Ελλάδα. Κάνουμε μόνον αναίμακτες θυσίες, με προσφορά π.χ. άρτου στους Πατρώους Θεούς.»

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι Νεοπαγανιστές έχουν πρόβλημα με το εδάφιο ΓΕΝΕΣΙΣ Α’, 28 καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς.

Το θεωρούν ως προτροπή προς τον «οικολογικό βιασμό» του πλανήτη. Προτροπή να κάνει ο άνθρωπος ό,τι θέλει. Δηλαδή για την σημερινή κατάσταση ευθύνεται ο Θεός της Π.Δ. που όρισε τον άνθρωπο να άρχει επί της γης. Δηλαδή, τι περίμεναν οι Νεοπαγανιστές; Να άρχει στη γη κανένας σκίουρος; Ή μήπως κανένα ζουζούνι; Δεν είναι ο άνθρωπος το  κατεξοχήν  νοήμον πλάσμα στη γη; Δεν δικαιούται, λοιπόν να είναι κυρίαρχος; Πού το παράξενο; Πού το πρόβλημα; Αν δεν τους αρέσει, ας ορίσουν άρχοντα της γης κανέναν κροκόδειλο, ή κανέναν γάτο, σαν τους θεούς της Αιγύπτου.

Ο Θεός δεν έδωσε δικαιωμα στον άνθρωπο να τη ρημάξει τη φύση, αλλά να είναι ο κύριος και διαχειριστής της. Εάν το «είμαι κύριος κάποιου» οι Νεοδωδεκαθεϊστές το ταυτίζουν οπωσδήποτε με το «ρημάζω κάτι/κάποιον», τότε προφανώς δεν είναι ικανοί να αντιληφθούν την ουσιώδη διαφορά. Η φύση δημιουργήθηκε από το Θεό «λίαν καλή» και συνεπώς δεν θα πρόσταζε ο θεός τον άνθρωπο να την κάνει «λίαν κακή» καταστρέφοντάς την, πηγαίνοντας δηλαδή ο θεός ενάντια στο ίδιο το αρχικό θέλημά του να είναι η φύση «λίαν καλή». Άμα δεν διαχειρίζεται σωστά τη Φύση και την ελευθερία του ο άνθρωπος δε πρέπει να κατηγορείται ο χριστιανικός θεός. Η Φύση λοιπόν δεν είναι κάτι το θεϊκό , αλλά κάτι το πολύ καλό που πρέπει να παραμείνει έτσι. Άλλωστε, ακριβώς λόγω της «θεϊκότητας» της φύσης υπήρχε έλλειψη έρευνας και πειράματος, (και λόγω περιφρόνησης προς την δουλειά..) και οι αρχαίοι δεν μπόρεσαν να αναπτύξουν τεχνολογία σα την σύγχρονη. Κι αυτό είναι λογικό για την νεοπαγανιστική νοοτροπία. Αν μια αγελάδα είναι «ιερή», δεν την αρμέγεις, για να έχουν γάλα τα παιδάκια, αν ένα ποτάμι είναι «ελληνικός θεός», τότε δεν το εκτρέπεις για να φέρεις νεράκι στην πόλη. Θα ήταν «ασέβεια προς τους θεούς» να κάνεις κάτι τέτοιο. Οι Νεοδωδεκαθεϊστές (ΥΣΕΕ, δελτίο τύπου #39), θεωρούν ότι ο Γιαχβέ έφτιαξε τη φύση και την έδωσε στον άνθρωπο ώστε «να την λεηλατεί ή κακοποιεί κατά βούλησιν». Φυσικά, δεν περιμέναμε από τους «πραγματικούς Έλληνες» να έχουν διαβάσει το ακόλουθο εδάφιο της Παλαιάς Διαθήκης, ώστε να μιλούν με αποδείξεις.

ΓΕΝΕΣΙΣ Β’, 15 Καὶ ἔλαβε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε, καὶ ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν.

Ο Θεός δίνει εντολή στον άνθρωπο να φυλάει, δηλαδή να προσέχει και να συντηρεί τον παράδεισο, δηλαδή να νοιάζεται για τη φύση κι όχι απλώς να την απολαμβάνει και να την εκμεταλλεύεται. Το «φυλάσσειν» δεν είχε την έννοια να την διαφυλάξει από κάποιον άλλο άνθρωπο ασφαλώς. Αλλά να διαφυλάσσει και να φροντίζει τη Φύση κι όχι να την λεηλατεί ή κακοποιεί κατά βούλησιν. Άλλο το «κατακυριεύσατε» κι άλλο το «καταδιαλύσατε». Εάν, βέβαια, οι Νεοπαγανιστές υπονοούν την καταστροφή του περιβάλλοντος από την (κυρίως) Προτεσταντική Δύση, τότε θα τους συνιστούσαμε να μελετήσουν εκκλησιαστική ιστορία, για να πληροφορηθούν ότι ο Προτεσταντισμός εμφανίστηκε τον 16ο αιώνα (λίγους αιώνες πριν την εμφάνιση των Ελλήνων Νεοπαγανιστών), είναι αίρεση και όχι αληθινός εκφραστής του Χριστιανισμού, ώστε να απευθύνονται στο εξής στις προτεσταντικές ΗΠΑ και να μην πηγαίνει χαμένος ο κόπος τους.

ΕΞΟΔΟΣ ΚΓ’ 11 Τον έβδομο χρόνο θα αφήνης τη γη ν’ αναπαύεται. Όσα παράγει δεν θα τα μαζεύεις αλλά θα τα αφήνεις  ελεύθερα για να τρέφονται οι φτωχοί του λαού σου, και απ’ ό,τι περισσέψει, τα άγρια ζώα. Το ίδιο θα γίνεται και με το αμπέλι σου και με τον ελαιώνα σου. 12 Έξι μέρες θα κάνεις τις εργασίες σου και την έβδομη θα γιορτάζεις το Σάββατο, για ν’ αναπαύεται το βόδι και το υποζύγιό σου και να μπορεί ν’ ανασάνει ο δούλος σου κι ο ξένος που σου δουλεύουν.

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ΚΒ΄ 6 Αν στο δρόμο σου συναντήσεις (...) μια φωλιά με μικρά πουλιά ή με αυγά, με τη μητέρα τους να κάθεται πάνω τους, μην πάρει τη μητέρα μαζί με τα πουλιά. 7 Πρέπει οπωσδήποτε ν’ αφήσεις τη μητέρα να φύγει και να πάρεις μόνο τα πουλιά, για να ευτυχήσεις και να ζήσεις πολλά χρόνια.

ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Θ’ 1 ΘΕΕ πατέρων καὶ Κύριε τοῦ ἐλέους ὁ ποιήσας τὰ πάντα ἐν λόγῳ σου 2 καὶ τῇ σοφίᾳ σου κατεσκεύσασας ἄνθρωπον, ἵνα δεσπόζῃ τῶν ὑπὸ σοῦ γενομένων κτισμάτων 3 καὶ διέπῃ [κυβερνά] τὸν κόσμον ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν εὐθύτητι ψυχῆς κρίσιν κρίνῃ,

Βλέπουμε δηλαδή ότι η ευλογία του Θεού να δεσπόζει ο άνθρωπος επί των κτισμάτων δεν συνεπάγεται ευλογία να καταστρέψει ο άνθρωπος τον κόσμο, όπως νομίζουν οι Νεοπαγανιστές, αλλά τονίζεται ότι οι άνθρωποι πρέπει να κυβερνούν τον κόσμο με αγιότητα και δικαιοσύνη. Δηλαδή, όχι με καταστροφική διάθεση προς τον κόσμο.

ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ ΜΓ’  9 κάλλος οὐρανοῦ, δόξα ἄστρων, κόσμος φωτίζων ἐν ὑψίστοις Κυρίου· 10 ἐν λόγοις ἁγίου στήσονται κατὰ κρίμα καὶ οὐ μὴ ἐκλυθῶσιν ἐν φυλακαῖς αὐτῶν. 11 ἰδὲ [ουράνιο] τόξον καὶ εὐλόγησον τὸν ποιήσαντα αὐτό, σφόδρα ὡραῖον ἐν τῷ αὐγάσματι αὐτοῦ· 

Θα ήταν παράλογο, η Π.Δ. από τη μια να προτρέπει τον άνθρωπο να θαυμάσει τα έργα του Θεού, δηλαδή το σύμπαν, κι από την άλλη να τον προτρέπει να καταστρέψει το σύμπαν.

ΨΑΛΜΟΙ ΡΜΣΤ’ (ΡΜΖ’) 9 δοξολογήσατε αυτόν ο οποίος παρέχει τροφή στα κτήνη, όπως επίσης και στα μικρά πουλιά των κοράκων.

 ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ, ΣΤ’ 26 [...]τά πετεινά του ουρανού[...] ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ, ΙΒ’ 6 ουχί πέντε στρουθία πωλείται ασσαρίων δύο; Καί έν εξ αυτών ουκ έστιν επιλελησμένον ενώπιον τού Θεού.

Και ποια είναι, τέλος πάντων, η οικολογική ευαισθησία των Ν/Π; Τι μεθόδους προτείνουν για την προστασία του περιβάλλοντος;...Τα ταμ-ταμ! Με χορούς και ταμ-ταμ, οι «θεοί» επεμβαίνουν και σώζουν το περιβάλλον. Έτσι διακηρύσσουν οι Νεοπαγανιστές (Δελτίο τύπου ΥΣΕΕ, # 55): «Οι πολυθεϊστές Ινδιάνοι Γιανομάμι του κρατιδίου Ρορέϊμα της Βραζιλίας (...) έσωσαν τα απέραντα τροπικά δάση της περιοχής τους επικαλούμενοι με ιεροπραξίες και τελετουργικούς χορούς τους ζώντες εθνικούς Θεούς τους, οι οποίοι, ανταποκρινόμενοι φυσικά στο κάλεσμα των θρησκευτών τους, έστειλαν αμέσως τους καταρράκτες της βροχής να σβήσουν τα απέραντα μέτωπα των μαινόμενων πυρκαϊών που κατέτρωγαν τη ζούγκλα και σκοτείνιαζαν τους ουρανούς». Δηλαδή, με τους τελετουργικούς χορούς που θα προτείνουν οι Ν/Π μπορεί και να βουλώσουμε την τρύπα του όζοντος. Τι μας χρειάζεται η επιστήμη; Τι μας χρειάζεται και η.. πυροσβεστική; Δεν διαφεύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι οι Νεοπαγανιστές, παρ’ όλες τις  φλυαρίες τους περί ανυπαρξίας θαυμάτων, σ’ αυτό το δελτίο τύπου μάς παρουσιάζει ένα παγανιστικό «θαύμα», την επέμβαση κάποιων οντοτήτων  επί  της Φύσης, προκειμένου να αλλάξει η φορά των ανέμων, ώστε να προκληθεί βροχή σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Προσθέτουν δε οι Νεοπαγανιστές κουτοπόνηρα και την λέξη «φυσικά», ώστε να μην θεωρήσουμε την άφιξη της βροχής έπειτα από θρησκευτική προσευχή ως «υπερφυσικό» συμβάν, αλλά ως κάτι «απολύτως φυσικό»! Ίσως οι Νεοπαγανιστές λ.χ. εννοούν ότι οι παλμικές δονήσεις των ταμ-ταμ προκάλεσαν διέγερση στους θεούς και τα σύννεφα και μάλιστα η διέγερση «τράβηξε» προς το μέρος του Αμαζονίου τα σύννεφα˙ όπως η πεταλουδίτσα στο Χονγκ-Κόνγκ προκαλεί σεισμό στην Ελλάδα.

Οι εντελώς παράλογες αυτές αντίληψεις των Νεοδωδεκαθεϊστών είναι όμοιες με εκείνες των Παγανιστών της Αιγύπτου, οι οποίοι, μετά την καταστροφή του Σαράπειου περίμεναν την εκδίκηση του «θεού Νείλου» (!), ότι αυτός δηλαδή δεν θα πλημμύριζε τα αιγυπτιακά χωράφια με την απαραίτητη για την γεωργία λάσπη του. Τις ίδιες ανοησίες ισχυριζόταν κι ο «ορθολογιστής» Πορφύριος (που κατά τα άλλα έλεγε ότι δεν επεμβαίνουν στη φύση οι θεοί), ότι άμα λατρεύουμε το Χριστό, κανείς θεός δε θα έρθει (!) να μας σώσει από την επιδημία. Δηλαδή, έχουμε νέα έκδοση για το αρχαίο παγανιστικό παραλήρημα, ότι τα στοιχεία της φύσης (μιλάνε οι Ν/Π έπειτα και για συμβολισμούς) νοιάζονται – λες και έχουν αυτιά ή μάτια ή μύτες ή νου – για τις ιεροτελεστείες και αναλόγως βρέχουν ή δε βρέχουν. Τι θλιβερή δεισιδαιμονία και κατάντια, στον 21ο αιώνα, να θεωρείται θεός ένα φυσικό φαινόμενο, το οποίο, άμα δεν το επικαλεστούμε, δεν βρέχει.

Αλλά αυτά δεν είναι τίποτα, μπροστά στην περί αρχαιότητας αντίληψη των Νεοπαγανιστών. Για να παραστήσουν τους «οικολόγους», οι Νεοπαγανιστές (Δελτίο τύπου ΥΣΕΕ #11), με αφορμή την έναρξη της κυνηγετικής περιόδου πριν κάποια χρόνια, ωρύονται κατά των «Ρωμηών που ξεχύθηκαν με τα όπλα να αφανίσουν ό,τι απέμεινε από τη φύση» και ρητά ζητούν, στο ίδιο Δελτίο Τύπου «να απαγορευτεί το κυνήγι!», ώστε να προστατεύεται η φύση όπως προστατευόταν κατά την πολυθεϊστική Αρχαιότητα. Φαίνεται πως δεν γνωρίζουν (ή κάνουν ότι δεν γνωρίζουν;) οι Νεοπαγανιστές ότι το κυνήγι στην αρχαία Ελλάδα ήταν αγαπημένη ασχολία των Παγανιστών, οι οποίοι μάλλον την είχαν γραμμένη και τη Φύση και τα πουλάκια και τα άλλα τα ζωάκια που θήρευαν. Ορίστε τι συνέβαινε: «Ἦν δ’ ἡ θήρα ἐκ παλαιοτάτων φίλη τοῖς Ἕλλησιν ἀσχολία καὶ διατριβὴ, ὡς διδάσκει ἡμᾶς ὁ Ὅμηρος, ἐν ᾧ πολλῶν καὶ ὀνομαστῶν θηρίων μνεία γίνεται. Ἐπὶ τούτῳ δὲ οἱ ἀρχαῖοι ἤσκουν τοὺς κύνας καὶ παρεσκεύαζον νὰ ᾖνε ποδῶκεις, ἰχνευτικοὶ καὶ εὔψυχοι. (...) Τοιούτους δὲ κύνας ἐπῆγον οἱ ἀρχαῖοι ἐπὶ τὴν θήραν λαγῶν, ἐλάφων, ἀγριοχοίρων, καὶ τῶν ἄλλων τῶν παρομοίων, ἐφ’ ὧν ἐξήρχοντο ἔχοντες βέλη καὶ ἀκόντια καὶ ῥόπαλα˙ ὁμοίως δὲ δίκτυα ἔφερον καὶ ἄρκυας καὶ πᾶν ὅ,τι χρήσιμον πρὸς θήραν κιχλῶν, περδίκων, νησςῶν, τρυγόνων, ὀρτύγων καὶ ἄλλων πτηνῶν, ὧν ἡ τροφὴ περισπούδαστος ἦν τοῖς ἀρχαίοις» (Θ.Β. Βενιζέλου, Περί του ιδιωτικού βίου των αρχαίων Ελλήνων, α' έκδοση Αθήναι 1873, επανέκδ. Δημιουργία, σ. 177).

Ώστε, λοιπόν, οι Αρχαίοι Έλληνες Παγανιστές ουδόλως ήταν εναντίον του κυνηγιού˙ το αντίθετο, ήταν φανατικοί λάτρεις του. Οι Νεοπαγανιστές, που ζητούν την απαγόρευση του κυνηγιού, επειδή είναι αντίθετο με την προστασία της φύσης (Καθεαυτό είναι σωστό το αίτημα αυτό˙ αλλά να το ζητούν οι Νεοπαγανιστές είναι παράλογο. Και μάλιστα επειδή οι «θεοί» προστατεύουν τη φύση), να μας εξηγήσουν γιατί οι πολυθεϊστές κυνηγούσαν, δηλαδή ήταν ενάντιοι στην απαγόρευση της θήρας; Ή λοιπόν, οι Ν/Π δεν θα κατηγορούν τους Χριστιανούς Έλληνες για όσα έπρατταν και οι Παγανιστές Έλληνες ή θα πάψουν να ισχυρίζονται, ότι στην Αρχαιότητα δεν κυνηγούσαν, για να προστατεύουν τη Φύση, ή μια που είναι αρχαιολάτρες, θα είναι υπέρ του κυνηγιού, αφού και οι αρχαίοι πολυθεϊστές ήταν υπέρ (Το ότι οι σημερινοί κυνηγοί έχουν όπλα εξελιγμένα δεν λέει τίποτα. Η ουσία μετράει, ότι και στην αρχαιότητα οι πολυθεϊστές κυνηγούσαν και για διασκέδαση.).

Ολόκληρο βιβλίο συνέγραψε ο Ξενοφώντας, τα Κυνηγετικά, όπου μπορεί ο καθένας να μάθει για τα κυνηγετικά σκυλιά, για τους τρόπους ανιχνεύσεως των θηραμάτων, και για το αρχαίο κυνήγι˙ δεν το έχουν υπόψη τους οι «αρχαιολάτρες», οι «υπερασπιστές της αρχαίας ψυχής»; Δεν το έγραψε κανένας άγνωστος, ο Ξενοφώντας το έγραψε. Μάλλον δεν γνωρίζουν και πολλά για την αρχαία ψυχή οι νεοπαγανιστές. Μας κάνουν μαθήματα αρχαίας πολυθεϊστικής οικολογίας κι από πάνω.

Όσο για το ότι οι σημερινοί Νεοδωδεκαθεϊστές κάνουν πλέον αναίμακτες θυσίες (πλαγίως παραδέχονται ότι οι Ειδωλολάτρες της Αρχαιότητας ρήμαζαν την έρημη τη «ιερή» Φύση και τα καημένα τα «ιερά» ζώα με εκατόμβες), κι εδώ ήρθαν δεύτεροι, αφού οι Χριστιανοί αναίμακτη θυσία κάνουν εδώ και 20 αιώνες. Χιλιάδες ζώα σφάζονταν σε κάθε μια από τις εκατοντάδες γιορτές των Ειδωλολατρών.

 

 

 91. "Η εκκλησία και ο Χριστιανισμός είναι ενάντια στην επιστήμη και την θέληση για γνώση, καθώς υποστηρίζουν την υπεροχή του μεταφυσικού και την ασημαντότητα του κόσμου. Άλλωστε, τόσο η δυτική όσο και η ανατολική εκκλησία είτε καταδίωξαν τους επιστήμονες, είτε αδιαφόρησαν για την κοσμική γνώση αντίστοιχα".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ο Μέγας Βασίλειος στην ομιλία του για την δημιουργία με τον τίτλο «Εξαήμερος», όπου επεξηγεί τη διήγηση της Π. Διαθήκης για τη δημιουργία του κόσμου, σπεύδει να παρατηρήσει ότι η διήγηση παρέλειψε πολλά, επειδή είχε σκοπό να γυμνάσει και να οξύνει το νού των ανθρώπων, ώστε με αφορμή τις λίγες λεπτομέρειες να βρουν και τα υπόλοιπα (Εις την Εξαήμερον PG 29, 33B). Επίσης τονίζει (και αυτό είναι ακόμα πιο σημαντικό από το προηγούμενο) ότι δεν μειώνεται καθόλου ο θαυμασμός μας για τα μεγαλεία του Θεού, αν βρεθεί ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός έφτιαξε όλα τα θαυμάσια δημιουργήματα. (Εις την Εξαήμερον, 25 Α). Στην προκειμένη περίπτωση ο Μέγας Βασίλειος εισάγει  δύο βασικές αρχές ως ερμηνευτικές προϋποθέσεις: α’ ) την ελευθερία της επιστημονικής έρευνας, που είναι και γυμνασία του νου και β’) τη διάκριση μεταξύ του ποιός έκανε τον κόσμο και του πώς έγινε ο κόσμος. Με άλλα λόγια, άλλο η θεολογική γνώση ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, και άλλο η έρευνα του τρόπου με τον οποίο πραγματώθηκαν όλα τα θαυμαστά έργα. Στη δεύτερη περίπτωση, την έρευνα, έχουμε περιγραφή και ανάλυση κτιστών δεδομένων κι όχι βέβαια της άκτισης θείας ενέργειας.

Είναι μεγάλο λάθος όσων κατηγορούν την Ορθοδοξία ότι προάγει και συντηρεί έναν αγνωστικισμό και αδιαφορία για τις επιστήμες ή την κοσμική Γνώση. Αυτό  αποδεικνύεται λάθος τόσο στην πράξη όσο και στην θεωρία. 

Στην θεωρία: καταρχήν, η Ορθοδοξία δεν μιλάει για αγνωστικισμό όσον αφορά τον κόσμο αυτόν. Μιλά για αδυναμία γνώσης μόνο για τον Θεό, δηλαδή για τον Άκτιστο Δημιουργό. Άλλο πράγμα το ένα (αδυναμία γνώσης για τον κόσμο), άλλο το άλλο (Αδυναμία γνώσης για το Θεό). Η αξίωση ότι για τον Άκτιστο Θεό δεν υπάρχει δυνατότητα αυτόνομης γνώσης (παρά μόνο γνώσης μέσω αποκάλυψης) δεν αντιστρατεύεται στην αξίωση ότι το ανθρώπινο λογικό μπορεί να μάθει για τον κόσμο αυτόν και ό,τι εμπεριέχεται σε αυτόν.

Η διάκριση μεταξύ κτιστού-ακτίστου, δηλαδή κόσμου-σύμπαντος από τη μία και άκτιστου Θεού από την άλλη είναι θεμελιώδης για την Ορθοδοξία (και το Χριστιανισμό). Ως τμήμα του κόσμου, εφοδιασμένος με το λογικό, ο άνθρωπος μπορεί να μάθει για τον κόσμο. Αλλά για κάτι που υπερβαίνει τον κόσμο, δηλαδή για τον Άκτιστο Θεό, ο άνθρωπος δεν μπορεί να μάθει για αυτόν, αφού ο Θεός είναι υπέρλογος και η ουσία του άπιαστη και άφατη. Το ανθρώπινο λογικό μόνο τον λογικό κόσμο, κι όχι τον υπέρλογο Θεό μπορεί να μάθει. Γι' αυτό και είναι αναπόδεικτη η αξίωση ότι η Ορθοδοξία απαξιώνει την κοσμική γνώση επειδή αρνείται τη δυνατότητα αυτόνομης γνώσης για τον εξω-κοσμικό Θεό. 

Ιωάννου Δαμασκηνού, Διαλεκτικά (PG 94, 529 Α): «οὐδὲν τῆς γνώσεώς ἐστι τιμιώτερο˙ ἡ γὰρ γνῶσις φῶς ἐστι ψυχῆς λογικῆς, τοὔμπαλιν ἡ ἄγνοια σκότος». Ενώ ο Μέγας Βασίλειος γράφει πως για το Χριστιανισμό σημασία έχει η καλή χρήση της επιστήμης (Όροι κατά πλάτος, 2, 3): «Δεν πρέπει, επειδή μερικοί δεν χρησιμοποιούν καλώς την ιατρικήν, να αποφεύγωμεν κάθε ωφέλειαν που προέρχεται από αυτήν. Ούτε βέβαια πρέπει να καταδικάζωμεν όλας μαζί τας τέχνας, επειδή οι ακρατείς εις τας ηδονάς χρησιμοποιούν την μαγειρικήν ή την αρτοποιίαν ή την υφαντικήν με σκοπόν την απόλαυσιν. (..) τουναντίον, δια της ορθής χρήσεώς των πρέπει να αποδεικνύωμεν την κακήν χρήσιν των από εκείνους».

Ο Μέγας Βασίλειος γράφει για τη σχέση πίστης και επιστήμης (Όροι κατά πλάτος, 2, 5): «Ούτε πρέπει να αποφεύγωμεν παντελώς την ιατρικήν τέχνην ούτε αρμόζει να στηρίζωμεν εις αυτήν κάθε ελπίδα μας. Αλλ’ όπως χρησιμοποιούμεν μεν την γεωργικήν, ζητούμεν δε από τον Θεόν τους καρπούς, και όπως εμπιστευόμεθα το πηδάλιον εις τον κυβερνήτην, προσευχόμεθα δε εις τον Θεόν να διασωθώμεν από την θάλασσαν, έτσι, και όταν καλούμεν τον ιατρόν, δεν παύομεν να ελπίζωμεν εις τον Θεόν» (PG 31, 1052A).

«Ο Θεός», λέει ο Ψελλός, «είναι φυσικά η αιτία του σεισμού, όπως και κάθε πράγματος, αλλά η προσεχής [δηλ. η άμεση αιτία] του σεισμού είναι η φύση» (Β.Ν. Τατάκη, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, εκδ. Εταιρίας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1977, σ. 187).

Ο Βάσσος Κασσιανός (6ος-7ος αι.) στα Γεωπονικά του παραδέχεται ότι τα φυτά βγαίνουν από τη γη με τη θέληση του Θεού, διατυπώνει, όμως, την πεποίθησή του, ότι για τη διαδικασία αυτή υπάρχει ένα φυσικό αίτιο (Β. Σπανδάγου-Ρ. Σπανδάγου-Δ. Τραυλού, Οι θετικοί επιστήμονες της βυζαντινής εποχής, εκδ. Αίθρα, σ. 51). Ο Μανουήλ Φιλής (13ος –14ος αι.), ζωολόγος, βοτανολόγος και ποιητής, παραδέχεται ότι τα φυτά βγαίνουν από το έδαφος με τη θέληση του Δημιουργού, επιμένει, όμως, στην άποψη ότι η διαδικασία αυτή έχει και κάποιο φυσικό αίτιο.

Όπως φαίνεται, οι Ρωμηοί Ορθόδοξοι πρόγονοί μας είχαν επίγνωση τόσο των ορίων της επιστήμης όσο και των ορίων της πίστης και δεν είχαν κανένα πρόβλημα – τουλάχιστον οι σοφότεροι – να δέχονται και τα δύο. Αλλά και πρακτικά, από ιστορικής απόψεως, το Ορθόδοξο Βυζάντιο ήταν πρώτο για τουλάχιστον 900 χρόνια στους τομείς της τεχνολογίας, της ναυσιπλοίας, της στρατηγικής, της αρχιτεκτονικής και του πολιτισμού γενικότερα. Περίεργο, οι Ορθόδοξοι να έδιναν επί τόσους αιώνες σημασία στην κοσμική γνώση! Κανονικά, οι «αδιαφορούντες για την γνώση» Βυζαντινοί θα έπρεπε να  καταστραφούν αμέσως, αφού υποτίθεται ότι μόνο μέλημά τους ήταν «η σωτηρία της ψυχής» και η «βασιλεία των ουρανών». Οι «αρχαιολάτρες» βλέπουν την παρακμή της επιστήμης στις ορθόδοξες χώρες κατά την Τουρκοκρατία, και νομίζουν ότι αυτό είναι Ορθόδοξο δόγμα. Μα επιστήμη υπό δουλεία δεν γίνεται. Γιατί δεν κοιτάνε τους βυζαντινούς επιστήμονες; 

Μήπως γνωρίζουν όσοι κατηγορούν το Βυζάντιο πως τάχα δεν ασχολούνταν με τις επιστήμες, ότι πρώτος ο Ρωμηός Νικηφόρος Γρηγοράς (1295-1359) στα 1325, 2,5 αιώνες πρίν τους δυτικοευρωπαίους επιστήμονες και την καθολική εκκλησία, βασιζόμενος σε δικές του μετρήσεις και μελέτες, κατάλαβε τα σφάλματα του Ιουλιανού ημερολογίου και πρότεινε στον Ανδρόνικο Β΄ την διόρθωσή του ημερολογίου σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του (Β. Σπανδάγου-Ρ. Σπανδάγου-Δ. Τραυλού, Οι θετικοί επιστήμονες της βυζαντινής εποχής, εκδ. Αίθρα, σ. 125); Γνωρίζουν ότι ο Ιωάννης Ακτουάριος, Ρωμηός γιατρός, ανακάλυψε πρώτος το παράσιτο της ταινίας, τον «τριχοκέφαλον άνισον» (Στήβεν Ράνσιμαν, Η τελευταία βυζαντινή αναγέννηση, εκδ. Δόμος, σ. 103);

Το Περί της ανθρώπου κατασκευής του Θεόφιλου, η δωδεκάτομη Παθολογία του εκ Τράλλεων Αλεξάνδρου (ο Αλέξανδρος είναι ο πρώτος που χορήγησε σίδηρο ως εσωτερικό φάρμακο), η Ιατρική εγκυκλοπαίδεια του Θεόφιλου Νόννου, το Περί ανατομικής του ανθρώπου του μοναχού Μελέτιου, το Υπόμνημα του Παύλου Αιγινήτη, η Σύνοψις ιατρική του Λέοντα Μαθηματικού, το Δυναμικό του Νικόλαου Μυρεψού, το οποίο περιλαμβάνει 2656 φαρμακευτικές συνταγές κι ώς τον 15ο αι αποτελούσε το επίσημο φαρμακολογικό σύγγραμμα της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου του Παρισίου, η Ιατρική μέθοδος, η Θεραπευτική μέθοδος και το Περί ούρων του Ιωάννη Ακτουάριου, τα  Ιατρικά εκκαίδεκα του Αέτιου 16 τόμων, εκ των οποίων ο 7ος αφορά την οφθαλμολογία (φάρμακα και επεμβάσεις), η Σύνοψη της Ιατρικής των Νικήτα και Λέοντα, που αναφέρεται σε χειρουργικά θέματα και εργαλεία, τα Γεωπονικά, 26 τόμων, όπου για πρώτη φορά στην ιστορία περιγράφεται η χρήση χημικού λιπάσματος («ἐρεβίνθους... ὁμοίως προβραχέντας μετὰ νίτρου σπείρουσιν»), μήπως όλα αυτά είναι συγγράματα ανθρώπων και πολιτισμού που αδιαφορεί για τα εγκόσμια και μονάχα προσεύχεται σκυθρωπά; Μήπως ο θεολόγος και αστρονόμος Νικόλαος Καβάσιλας (14ος αι.), ο οποίος αποδίδει τις παλίρροιες στην έλξη της δύναμης της σελήνης, η οποία διαδίδεται ευθύγραμμα μαζί με το φως της, είναι παράδειγμα προς αποφυγή; Μήπως η εξάτομη Λογιστική του Βαρλαάμ, η Αστρονομική βίβλος του Θεόδωρου Μελιτηνιώτου, τα Αρμονικά του Βρυενού, η Στοιχείωσις Αστρονομική του Θεόδωρου Μετοχίτη, τα Περί κατασκευής κοίλων κατόπτρων και το Περί παραδόξων μηχανημάτων του Ανθέμιου δείχουν ανθρώπους και πολιτισμό ο οποίος ενδιαφέρεται μόνο για τις προσευχές και τα «αλληλούια»; Όχι, γιατί αν το δείχνουν, τότε οι  «αρχαιολάτρες» ας μας το πούνε. Ας μας πούνε π.χ. ότι όλα αυτά (και εκατοντάδες άλλα, χαμένα ή ακόμη ανέκδοτα) οι «Βυζαντινοί» τα έγραψαν για πλάκα, για να περνούν τον καιρό τους ανάμεσα σε δύο λιτανείες.

Πολιτισμός που υποτίθεται ότι ενδιαφέρεται μόνο «για τη σωτηρία της ψυχής» και όχι για το σώμα είναι αδύνατον να συγγράφει δωδεκάτομα έργα ιατρικά. Πολιτισμός, που το σώμα το θεωρεί ως τμήμα του καθεαυτό «ανθρώπου» κι όχι ως «φυλακή της ψυχής» και δεν θεωρεί μόνο την «ψυχή» ως τον «καθεαυτό άνθρωπο», είναι φυσιολογικό να ενδιαφερθεί και για την ιατρική, τη μηχανική, τα μαθηματικά. Μήπως όλοι αυτοί που πιστεύουν πως οι Ρωμηοί πρόγονοί μας δεν ήταν πολιτισμένοι αλλά βάρβαροι, μήπως όλοι αυτοί γνωρίζουν πως στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης διδάσκονταν Αριθμητική, Γεωμετρία, Αστρονομία και Μουσική, παράλληλα με την Ελληνική και Λατινική φιλολογία;

«Επικρατεί η άποψη ότι κατά τη Βυζαντινή Εποχή τόσο τα μαθηματικά όσο και η αστρονομία ήταν υπό διωγμό και ότι οι μαθηματικοί, όπως και οι ασχολούμενοι με την αστρονομία, καταδιώκονταν. Η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη και απορρέει από μια, ίσως εσκεμμένη, σύγχυση ορισμών. Απαγορεύσεις τέτοιου είδους αφορούσαν μόνο την απόκρυφη αριθμητική και την αστρολογία που ήταν το αντικείμενο μελέτης και εφαρμογής των διάφορων μάγων, αποκρυφιστών, αστρολόγων κ.τ.λ. Παραθέτουμε δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από βυζαντινά κείμενα που συνηγορούν στον ισχυρισμό μας αυτό:

            α) Από τον Ιουστινιάνειο Κώδικα (IX 18.2)

            «Την γεωμετρικήν τέχνην εκμανθάνειν και ασκείν δημοσία, ωφελεί. Η μαθηματική (=απόκρυφη αριθμητική) όμως τέχνη αξιόποινος ούσα απαγορεύεται».

            β) Από τις επιστολές του Πατριάρχη Φώτιου:

«Ερευνάτε ου μόνον τας γραφάς αλλά και την γεωμετρικήν τέχνην» (Β. Σπανδάγου-Ρ. Σπανδάγου-Δ. Τραυλού, Οι θετικοί επιστήμονες της βυζαντινής εποχής, εκδ. Αίθρα, σ.14). Μόνο δογματικοί φιλοδυτικοί και νεοπαγανιστές/εθνικιστές αρχαιολάτρες μπορούν να πιστεύουν ότι μόνο η Δύση, κι όχι το Βυζάντιο, ενδιαφέρθηκε για την επιστήμη στα χριστιανικά χρόνια.

Θα πουν μερικοί ότι κάμποσοι φιλόσοφοι και επιστήμονες διώχθηκαν από την Εκκλησία κατά τον 18ο αι., επειδή δίδασκαν την δυτική επιστήμη, φυσική και μαθηματικά. Είναι προφανές όμως, βλέποντας ότι τόσο ο Δαμασκηνός, όσο κι ο Μ. Βασίλειος και τόσοι άλλοι Ορθόδοξοι Πατέρες, υποστήριζαν την γνώση, άρα οι αιτίες της διώξεως των σοφών (πλείστοι εξ αυτών ήταν Ορθόδοξοι ιεράρχες άλλωστε) δε θα πρέπει να αναζητηθούν στην Ορθόδοξη κοσμοθεωρία, αλλά σε άλλες αιτίες. Αυτό συνέβη επειδή οι διώκτες ήταν οπαδοί του Αριστοτελισμού, και αποστρέφονταν επιστημονικές μεθόδους διαφορετικές από του αριστοτελισμού. Άλλωστε, οι περισσότεροι εισηγητές του Διαφωτισμού στην Ελλάδα κατά τον 18ο αι. ήταν κληρικοί, επίσκοποι και Πατριάρχες.

Άλλοι πάλι θα αναφέρουν την δίωξη και τον αφορισμό του Ιωάννη Ιταλού. Η δίωξη αυτή από τη θέση του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης έγινε έπειτα από επέμβαση του αυτοκράτορα˙ το ίδιο κι ο αναθεματισμός των απόψεών του από την Εκκλησία, έγινε με απροθυμία από αυτήν και μόνο κατ’ επιθυμία του Αλέξιου Α’. Ο αντιβυζαντινός Cyril Mango ξεκαθαρίζει κάπως τα πράγματα γράφοντας: «έχουμε σοβαρούς λόγους να πιστεύουμε ότι η δίκη του Ιταλού είχε πολιτικά κίνητρα και ότι οι εναντίον του κατηγορίες ήταν, ως ένα βαθμό, κατασκευασμένες. Φαίνεται πως ο Ιταλός είχε αρκετές συμπάθειες ανάμεσα στους ανώτερους κληρικούς» (Cyril Mango, Βυζάντιο. Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σ. 174).

Όπως λέει ο Π. Κονδύλης «το σύμπαν, αφού άδειασε από μαγικά όντα και έγινε προσιτό στα νέα μαθηματικά, μπορεί να γνωστεί απόλυτα και άμεσα» (Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, εκδ. Θεμέλιο, σ. 116). Λογικό˙ ένα στοιχειωμένο από αλλόκοτες οντότητες  σύμπαν, όπως το φαντάζονται οι Ειδωλολάτρες, είναι αδύνατον να γίνει αντικείμενο επιστημονικής μελέτης. Η χριστιανική ιδέα περί Δημιουργού ασύγχυτου με τη Φύση είναι πολύ πιο ορθολογική από την νεοπαγανιστική ιδέα ότι υπάρχουν.. φαντάσματα –οι «θεοί» – στη  μηχανή του σύμπαντος, τα οποία, άμα δεν τα ταΐσουμε με θυσίες, δεν βρέχουν, δεν μας προστατεύουν κ.ο.κ.

Για τον Παγανιστή φιλόσοφο και επιστήμονα Ιωάννη Φιλόπονο που έγινε Χριστιανός, ο Β. Τατάκης (Η βυζαντινή φιλοσοφία, σ. 53) παρατηρεί: «Οι μεταφυσικές βάσεις του Χριστιανισμού διαμόρφωσαν ένα σύμπαν τέτοιο που ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του ορθολογισμού».

Πράγματι, όταν το σύμπαν, τον καιρό που επικρατούσε ο Παγανισμός, ήταν περιβαλλόμενο από ειδωλολατρικές, χοντροκομμένες μυθικές δυνάμεις μαγείας και μοίρας, μεγάλη ήταν η συμβολή της χριστιανικής διδασκαλίας, η οποία αποειδωλοποιώντας – όχι απομυθεύοντας – το σύμπαν, το παρέδιδε καθαρό και λευτερωμένο στο εξεταστικό μάτι του επιστημονικού και φιλοσοφικού στοχασμού. Αν, λόγου χάρη, σήμερα δεχόταν ο άνθρωπος πως η σελήνη είναι θεός, πώς θα μπορούσε να την κατακτήσει;

Γι’ αυτό και το γνωστό αθεϊστικό επιχείρημα ότι η έννοια «θεός» χρησιμοποιείται για να γεμίσουν τα κενά της γνώσης μας περί του κόσμου, δηλαδή ότι, όταν δεν μπορούμε να εξηγήσουμε κάτι, το αποδίδουμε στο θεό και συνεπώς η γνώση και η πίστη είναι αντιμαχόμενες, αφορά μόνον τους εσωκοσμικούς παγανιστικούς θεούς και δεν επηρεάζει καθόλου τον άκτιστο  Θεό. Αν, λ.χ. ο Ήλιος ή κάποιο άλλο ουράνιο σώμα θεωρηθεί θεός, αφενός εμποδίζεται η επιστημονική θεώρησή του ως απλού άστρου, αφετέρου η επικράτηση της επιστημονικής εξήγησης για την ύπαρξή του οδηγεί αναπόφευκτα στην απιστία στον «θεό Ήλιο», δηλαδή στην αθεΐα. Στην περίπτωση όμως του Άκτιστου Θεού, που δεν αποτελεί τμήμα της φύσης, ούτε εμποδίζεται η επιστημονική έρευνα επειδή τάχα έτσι προσβάλλεται ο Θεός, αλλά ούτε και η αύξηση των επιστημονικών γνώσεων για το σύμπαν οδηγούν απαραίτητα στην αθεΐα, διότι ο Θεός είναι η πρώτη αιτία κι όχι ένα τμήμα του σύμπαντος, που αν κάποια στιγμή ερμηνευόταν επιστημονικά, θα έπαυε να θεωρείται «θεός».

 Βλέπουμε ότι η παγανιστική αντίληψη περί ατελούς, εσωκοσμικού θεού όχι μόνον δεν είναι απαραίτητη για την διαφύλαξη της φύσης, αλλά και εμποδίζει την ανάπτυξη της επιστήμης, αφού η τελευταία θα επιχειρούσε έρευνα επί των περιοχών της φύσης μπαίνοντας στις αρμοδιότητες του εκάστοτε θεού.

Εντύπωση εν τέλει προκαλεί και η διαπίστωση του Άγγλου φιλόσοφου B. Russell, στο έργο του Religion and Science (σ. 249), ότι η εκάστοτε σύγκρουση επιστήμης και πίστης δεν οφείλεται στην αντιπαράθεση του περιεχομένου της πίστης και της επιστήμης, αλλά στις αντιθέσεις των εκπροσώπων τους και στις αυτονόητες σκοπιμότητες.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον όπου οι διωγμοί υπαγορεύονται από συμφέροντα και πάθη, δεν υπάρχει καμμιά συνέπεια. Αν λόγου χάρη, γράφει ο (άθεος) Russell, σε μια χώρα οι άνθρωποι της επιστήμης είχαν λόγους να διώξουν τους Χριστιανούς, οι φίλοι του Γαλιλαίου δεν θα διαμαρτύρονταν καθόλου.

Αλλά ακόμη και για την περίπτωση του διωγμού του Γαλιλαίου από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, που δεν αφορά τους Ορθόδοξους και τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, είναι γνωστό ότι ο διωγμός αυτός, το 1633, δεν προκλήθηκε καταρχήν από την Παπική Εκκλησία, αλλά από τους δογματικούς αριστοτελικούς συναδέλφους του: «Ο Γαλιλαίος έκανε έξοχη χρήση του Αγίου Αυγουστίνου και για ένα διάστημα είχε περισσότερη υποστήριξη από τους ανώτερους εκκλησιαστικούς κύκλους της Ρώμης παρά από τους αριστοτελικούς συναδέλφους του στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας» (Herbert Butterfield, The Origin of Modern Science, σ. 62).

«Ποτέ δεν βρήκα τίποτε, στην επιστήμη μου, που να μπορώ να αντιτάξω στην Θρησκεία», υποστηρίζει ο  Albert Einstein. «Οπουδήποτε και οσονδήποτε βαθιά αν προσηλώσουμε τα βλέμματά μας, πουθενά δεν βρίσκουμε καμία αντίφαση μεταξύ της θρησκείας και των φυσικών επιστημών· αντιθέτως μάλιστα, εις τα κρισιμότερα ακριβώς σημεία βρίσκουμε πλήρη συμφωνία», υποστηρίζει ο 
Max Planck, στα 1937, σε διάλεξη με θέμα «Θρησκεία και Φυσική» - επίσης:
Max Planck, Religion und Naturwissenschaft, 7η έκδ., Leipzig, σ. 30 κ.εξ. «Στην ιστορία της επιστήμης, από τότε που έγινε η περίφημη δίκη του Γαλιλαίου, έχουν επανειλημμένα ισχυριστεί ότι η επιστημονική αλήθεια δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την θρησκευτική ερμηνεία του κόσμου. Μολονότι είμαι τώρα πεπεισμένος ότι η επιστημονική αλήθεια είναι ακλόνητη στο πεδίο της, δεν τα κατάφερα ποτέ μου να απορρίψω το περιεχόμενο της θρησκευτικές σκέψης σα δήθεν μέρος μιας ξεπερασμένης φάσης στη συνείδηση της ανθρωπότητας, ένα μέρος που θα πρέπει να το εγκαταλείψουμε από εδώ και εμπρός. Έτσι κατά την διάρκεια της ζωής μου βρέθηκα επανειλημμένα στην ανάγκη να προβληματιστώ πάνω στην σχέση μεταξύ των δύο αυτών περιοχών της σκέψης, γιατί ποτέ δεν κατάφερα να αμφισβητήσω την πραγματικότητα προς την οποία δείχνουν», υποστηρίζει ο φυσικός Werner Heisenberg.

Να σημειώσουμε, ότι στην Ορθόδοξη Ρωμανία ουδέποτε έπαψαν οι μορφωμένοι να πιστεύουν στη σφαιρικότητα της γης. Ο Μέγας Βασίλειος (4ος αι.), ο Γεώργιος Πισίδης (6ος –7ος αι.), ο Συμεών Σηθής (11ος αι.), ο Θεοφύλακτος Αχρίδος από την Εύβοια (11ος –12ος αι.) κ.ά. πίστευαν ότι η γη είναι σφαιρική κι όχι επίπεδη.

Αρκεί, για να ασχοληθούμε και με τους νεοπαγανιστές, μια σύγκριση της άποψης των «θεών» και της Παλαιάς Διαθήκης για την επιστήμη της Ιατρικής. Ενδεικτικά:

Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη, Γ’, X, 3-4:

3.(..) Έγινε (ο Ασκληπιός) μάλιστα χειρουργός και ασκώντας την τέχνη αυτή για πολύν καιρόν όχι μόνο εμπόδιζε μερικούς ανθρώπους να πεθαίνουν, αλλά ανέσταινε και τους πεθαμένους. (..)

4. Αλλά ο Ζευς από το φόβο μήπως οι άνθρωποι μάθουν την ιατρική απ’ τον Ασκληπιό και βοηθούν έτσι ο ένας τον άλλο, τον κατακεραύνωσε.

Φίλος της επιστήμης, και προ παντός φιλάνθρωπος ο Ζευς. Φοβήθηκε μήπως μάθουν την ιατρική και αλληλοβοηθούνται για το καλό τους. Πολυθεϊσμός κι Επιστήμη. Να και τι λέει ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης:

Σοφία Σειράχ, ΛΗ’

1 Να αποδίδεις στον γιατρό τις τιμές που του ανήκουν, γιατί κι αυτόν ο Κύριος τον έχει ορίσει στο λειτούργημά του. 2 Ο Ύψιστος δίνει στο γιατρό τη γνώση να γιατρεύει˙ και με δώρα τον ανταμοίβει ο βασιλιάς. 3 Το γιατρό η ικανότητά του τον αναδεικνύει, και προκαλεί το θαυμασμό σπουδαίων αντρών. 4 Ο Κύριος δημιούργησε τα φάρμακα από τη γη κι ο άνθρωπος που έχει φρόνηση δε θα διστάσει να τα χρησιμοποιήσει. 6 Αυτός έδωσε στους ανθρώπους την ικανότητα να γνωρίζουν αυτά τα φάρμακα, ώστε να τον δοξάζουν με τα έργα του τα θαυμαστά. 7 Μ΄αυτά γιατρεύει ο γιατρός και απαλύνει τον πόνο. 9 Παιδί μου, τις αρρώστιές σου μη τις παραμελείς αλλά και στον Κύριο να προσεύχεσαι κι αυτός θα σε γιατρέψει. 12 Έπειτα κάλεσε και το γιατρό, γιατί ο Κύριος τον έχει ορίσει στο λειτούργημά του˙ και να μη φύγει από κοντά σου, γιατί σου είναι χρήσιμος. 13 Εξάλλου υπάρχουν περιπτώσεις που η θεραπεία σου βρίσκεται στα χέρια των γιατρών˙ 14 αλλά κι αυτοί στον Κύριο θα προσευχηθούν για να μπορέσουν να ανακουφίσουν και να θεραπεύσουν τον πόνο ή και να σώσουν μια ζωή. 31 Όλοι αυτοί [οι χειρωνακτικοί επαγγελματίες] στηρίζονται στα χέρια τους, και ο καθένας είναι επιδέξιος μάστορας στη δουλειά του. 32 Χωρίς αυτούς καμιά δε θα μπορούσε πόλη να οικοδομηθεί, ούτε κανείς εκεί να κατοικήσει ούτε να τη διαβεί. 34 Αυτοί διατηρούν τον κόσμο στην πορεία του, κι η άσκηση της τέχνης τους είναι η προσευχή τους.

            Οι αρχαίοι Αθηναίοι, όταν πλάκωσε ο λοιμός, προσπαθούσαν με μάγια να γιατρευτούν. Αλλά «ως και οι παρακλήσεις στους ναούς και τα μαντεία κι ό,τι άλλο τέτοιο μέτρο απελπισίας πάρθηκε βγήκαν όλα ανώφελα, ώσπου, τέλος, νικημένοι από το κακό, τα παράτησαν» (Θουκιδίδης, 2, 47). Μάλιστα, όσοι επιζούσαν από την πανώλη, είχαν την κρυφή ελπίδα ότι στο μέλλον δεν θα πέθαιναν ποτέ από κανένα άλλο νόσημα (Θουκιδίδης, 2, 51) ! Η αντιτεχνολογική ψύχωση των «θεών» και της αρχαίας ελληνικής θρησκείας φαίνεται σε πολλές περιπτώσεις, στην πράξη κι όχι απλά σε μυθολογικά κείμενα:

1) Το Μαντείο των Δελφών απαγόρευσε τη διάνοιξη ισθμού στους Κνιδίους. Οι Κνίδιοι πολιορκούνταν από κάποιον εχθρό και ήθελαν να μετατρέψουν τον ισθμό σε διώρυγα, κάνοντας έτσι την πόλη τους τεχνητό νησί. Ο χρησμός των Δελφών προς τους Κνίδιους έλεγε: «Το χτίσιμο παράτα το, το σκάψιμο άστο, γιατί αν ήθελε ο Δίας νησί, θα το είχε φτιάξει»  (Ηρόδοτος, 1, 174). Οι Κνίδιοι δεν προχώρησαν στην εκσκαφή της διώρυγας, έχασαν τον πόλεμο και υποδουλώθηκαν στους Πέρσες. Ό,τι θέλει ο Δίας λοιπόν κι όχι η επιστήμη. 

2) Στους Πέρσες του Αισχύλου (στ. 749 κ.ε.), το φάντασμα του Δαρείου (δηλαδή η κοινή γνώμη των θρησκευόμενων Ελλήνων του πέμπτου αιώνα) διατείνεται πως η γεφύρωση του Ελλησπόντου είταν έργο ενάντια στη βούληση των θεών. 

3) Ο Αναξαγόρας εξορίστηκε από τους Αθηναίους του Χρυσού Αιώνα, όταν είπε πως ο Ήλιος δεν είναι θεός αλλά μια πύρινη σφαίρα στον ουρανό. Να η απόδειξη πως, όταν «θεός» σημαίνει τμήμα της Φύσης κι όχι τον Άκτιστο, εξωκοσμικό, Ένα Θεό, τότε η έρευνα του «θεού»-τμήματος της Φύσης συνιστά ασέβεια και αθεΐα.

4) ο τύραννος της Κορίνθου Περίανδρος είχε σκεφτεί να  διανοίξει τον Ισθμό. Όμως οι θεοί τον απέτρεψαν με τον χρησμό του μαντείου των Δελφών: «σθμόν δε μὴ πυργοῦτε μηδ' ὀρύσσετε. Ζεὺς γὰρ ἔθηκε νῆσον ᾖ κ' ἐβούλετο», δηλαδή, μή σκάβετε τον Ισθμό, γιατί ο Δίας έθεσε τη νήσο (Πελοπόννησο) την οποία και ήθελε». Δηλαδή, έχουμε ένα δεύτερο παράδειγμα, που αποδεικνύει ότι ο Πολυθεϊσμός ήταν εναντίον της επιστήμης και της χρήσης της επιστήμης για ειρηνικά έργα (και για αμυντικά-πολεμικά βέβαια). Κατά τον Πλίνιο, Nat. Hist., 4, 6, το εγχείρημα του Δημήτριου Πολιορκητή, του Καίσαρα, του Καλιγούλα, του Νέρωνα για το κόψιμο του ισθμού της Κορίνθου ήταν ανόσιο και γι’ αυτό απέτυχε. Δηλαδή και η διώρυγα του Σουέζ ή της Κορίνθου είναι ανθρώπινα έργα απαράδεκτα, για τους Παγανιστές. 

5) Άλλωστε, ο περίφημος αστρονόμος Αρίσταρχος ο Σάμιος, πρώτος επιστήμονας που υποστήριξε ότι η γη δεν είναι το κέντρο του κόσμου, αλλά περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο, μηνύθηκε από τον στωικό Κλεάνθη για ασέβεια προς τους θεούς με την κατηγορία: «ὡς κινοῦντα τοῦ κόσμου τὴν ἑστίαν (=Γη)» (Πλούταρχου, Περί του εμφαινομένου προσώπου τω κύκλω της σελήνης, 6 (923a)). Ο πανθεϊστής στωικός Κλεάνθης έγραψε ειδική πραγματεία Προς Αρίσταρχον (Διογένης Λαέρτιος, VII, 174). Ο Διογένης ο Κυνικός «ισχυριζόταν ότι πρέπει να παραμελούμε τη μουσική, τη γεωμετρία και τις παρόμοιες επιστήμες, επειδή είναι άχρηστες και περιττές» (Διογένης Λαέρτιος, VI, 73).

Με άλλα λόγια, ο Πολυθεϊσμός όχι μόνο δεν έχει σχέση με τα όποια επιστημονικά επιτεύγματα επέδειξε ο αρχαίος Ελληνισμός, όπως ισχυρίζονται οι Νεοπαγανιστές, αλλά κατεδίωξε την επιστήμη. Ως αποτέλεσμα, επιστήμες όπως η αστρονομία, αν δεν ταυτιζόταν με την αστρολογία, θεωρούνταν από τον όχλο των Πολυθεϊστών ποινικά κολάσιμες. «Η αποδοκιμασία προς την μετεωρολογία ήταν πολύ κοινή. Πίστευαν πως δεν ήταν μόνο ανόητη και αυθάδης (Γοργίας Ελ. 13, Ιππ. Αρχ. Ιατρική 1, Πλάτ. Πολ. 488e, κ.λπ.), αλλά επίσης και επικίνδυνη για τη θρησκεία (Ευρ. απ. 913, Πλάτ. Απολ. 19b, Πλούτ. Νικίας 23), και στην λαϊκή σκέψη είχε συνδεθεί ειδικά με τους σοφιστές (Εύπολις απ. 146, Αριστοφ. Νεφ. 360, Πλάτ. Πολιτικός 299b)» (E.R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, εκδ. Καρδαμίτσα, σ. 275).

Φυσικά, είναι ανιστόρητη η άποψη πως δεν υπήρξε αρχαία ελληνική επιστήμη. Υπήρξε, με πειράματα και εφαρμοσμένα αποτελέσματα. Αλλά αυτό συνέβη μόνον στην ελληνιστική και ελληνορωμαϊκή εποχή (εποχή παρακμής, σύμφωνα με τους αρχαιόπληκτους): όταν δηλαδή είχε ξεπέσει και ξεφτίσει η κλασσική αρχαιοελληνική θρησκεία άρχισαν να γίνονται σημαντικοί πρόοδοι στην επιστήμη (Ηρων ο Αλεξανδρεύς κ.ά.), με πειράματα κι επιστημονική σκέψη και πρακτική. Όταν έπαψε ο μπαμπούλας του Δία να σημαίνει κάτι, έπαψε κι ο άνθρωπος να φοβάται την επέμβαση στη φύση, και τότε ανεπτύχθη η αρχαία τεχνολογία.    

Ο Χριστιανισμός, πάντως, βοήθησε στην επιστημονική έρευνα, απορρίπτοντας απόψεις όπως ότι τα υλικά ουράνια σώματα είναι θεϊκές οντότητες, και δεν εναντιώθηκε στην Ελληνική Επιστήμη, αλλά μόνο στον δεισιδαιμονικό Πολυθεϊσμό, ο οποίος αντιδρούσε κατά της Ελληνικής Επιστήμης.

 

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ-ΠΑΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ

 

 92. "Η χριστιανική θρησκεία δεν έχει τέχνη, διότι αρνείται την αισθητική. Είναι η τέχνη του αόρατου, είναι τέχνη δούλων που μισούν τον κόσμο. Όποτε μπόρεσε, ο Χριστιανισμός καταπίεζε τους καλλιτέχνες ώστε να συμβιβαστούν με την άσαρκη και αντι-κοσμική του αντίληψη. Ακόμη και σήμερα, ό,τι του φαίνεται αντιχριστιανικό ως έργα τέχνης, το πολεμά να το εξαφανίσει."

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η πίστη ποτέ δεν αρνήθηκε την αισθητική. Όσοι κρίνουν την τέχνη με προκαταλήψεις, αυτοί μόνο μπορούν να πουν ότι πίστη και αισθητική δεν συμβιβάζονται. Άμα δεν συμβιβάζονταν, τότε ο Παρθενώνας που είναι έργο θρησκευτικό απλούστατα δεν θα υπήρχε ποτέ. Η χριστιανική τέχνη, η ορθόδοξη ειδικοτερα, έχει τη δικη της αισθητική˙ διότι δεν υπάρχει απλούστατα τέχνη δίχως γούστο. Η Αγία Σοφία δηλαδή δεν είναι τέχνη; Οι αγιογραφίες, τα ψηφιδωτά, η αρχιτεκτονική, δεν είναι τέχνη; Επειδή είναι θρησκευτική τέχνη, παύει να είναι τέχνη; Τότε κι ο Παρθενώνας δεν είναι έργο τέχνης, είναι απλώς ένα κτίριο λατρευτικό. Πουθενά στην ορθόδοξη τέχνη δεν υπάρχει η «λατρεία του ανύπαρκτου». Ο Χριστός, η Παναγία, οι άγιοι, που εικονίζονται στις εκκλησίες, όλα αυτά δεν είναι προσπάθεια αναπαράστασης του «άσαρκου». Με σάρκα και οστά ενσαρκώθηκε ο Χριστός, υπήρξε η Παναγία, οι άγιοι. Πού υπάρχει το «ανύπαρκτο» και η αναπαράστασή του,, στην ορθόδοξη τέχνη; Όλα σχετίζονται με τον ενσαρκωμένο Θεό, με την παρουσία του Θεού στον κόσμο αυτόν. Είναι αυτό «τέχνη δούλων», κι όχι οι ναοί των άλλων θρησκειών; Άμα η τέχνη του χριστιανισμού μισούσε τον κόσμο, θα ήταν ανεικονική, εικονομαχική, όπως η αραβική. Δεν θα είχε τον άνθρωπο και τον ενσαρκωμένο θεό στο επίκεντρο.

            «Οι Βυζαντινοί, με τις επανειλημμένες επιστροφές τους στα αρχαία πρότυπα και χάρη στη βαθιά αίσθηση της αρμονίας των μορφών, έχουν επιδέξια απαλύνει την αυστηρή σφριγηλότητα των παλαιοχριστιανικών έργων. Χωρίς ποτέ να ξεχνούν την καταγωγή της τέχνης τους, τής έδωσαν μια χάρη εμπνευσμένη από το αρχαίο παράδειγμα. Στο απόγειο αυτής της τέχνης, μια ισορροπία δημιουργείται ανάμεσα στην κλασσική «φόρμα» και το θρησκευτικό περιεχόμενο, ανάμεσα στην αρχαία ομορφιά και τη χριστιανική πνευματικότητα» (Henri Stern, Lart Byzantine, Παρίσι 1966, σ. 1, στο Βυζάντιο και Εκκλησία, του Ι.Μ. Χατζηφώτη, σ. 36).

            «Ένας διάσημος τεχνογνώστης (G. Matthew, «Το μαθηματικό υπόβαθρο», Artes 6, 1977, 53-54) γράφει ότι η αίσθηση που είχαν οι Βυζαντινοί για τα χρώματα ήταν πολύ πιο ζωντανή και ίσως πολύ πιο εκλεπτυσμένη από τη δική μας σήμερα. Αυτό μπορεί να εξηγήσει και τον ρόλο που έπαιξε η μελέτη της οπτικής: μάθαιναν να αντανακλούν και να διαθλούν το φως με τρόπο που οι αλλαγές στην κλίμακα των χρωμάτων γίνονται πιο εκφραστικές» (Sture Linnιr, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, εκδ. Γκοβοστή, σ. 69).

Ο Γιώργος Θεοτοκάς (Τετράδιο ημερολογίου, σ. 338) σημειώνει για τις επιβιώσεις του αρχαίου θεάτρου στην εκκλησιαστική λατρεία: «Προχτές ενδιαφέρουσα συζήτηση με το Χατζηκυριάκο [σημ: πρόκειται για το Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, καθηγητή του Μετσόβειου Πολυτεχνείου]. Συμπίπτουν οι γνώμες μας, στο ότι πρέπει ν’ αναζητηθεί η μόνη υπάρχουσα ζωντανή παράδοση του αρχαίου ελληνικού θεάτρου στολειτουργικό της ορθόδοξης εκκλησίας – κι ακόμα ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί η μίμηση των σχετικών ξένων σκηνοθεσιών (κυριως γερμανών, όπως έγινε ώς τώρα) και να γίνει μια σοβαρή προσπάθεια για τη δημιουργία μιας καθαυτό ελληνικής σκηνοθεσίας με χρησιμοποίηση των τοπικών στοιχείων. σχετικά με τη διάσωση κάποιας ζωντανής παράδοσης του αρχαίου θεάτρου μες στην ορθόδοξη εκκλησία, του αναφέρω μια σύντομη αλλά πολύ ουσιαστική γνώμη το Jacques Copeau, ριγμένη σε κάποια συνέντευξή του προς μια αθηναϊκή εφημερίδα στα 1940 (έχασα δυστυχώς το φύλλο). Ο γάλλος έλεγε περίπου ότι μονάχα τις μέρες εκείνες, που παρακολούθησε στην Αθήνα ορθόδοξες εκκλησίες, άρχισε κάπως να μαντεύει τι μπορούσε να είναι μια αρχαία παράσταση. Η γνώμη αυτή μου φαίνεται βαρυσήμαντη» (από τη Σύναξη, τ. 34, άρθρο του Ν. Ματσούκα). Κατά τον Κεδρηνό ο Πατριάρχης Θεοφύλακτος έκανε αρκετές καινοτομίες στο θέμα αυτό, και κάποιος Ευθύμιος Κασνής, που είχε τον τίτλο του δομέστικου, ανέλαβε τον «εκθεατρισμό» του λειτουργικού τυπικού.

Λένε οι Νεοειδωλολάτρες ότι οι Χριστιανοί πολεμούν ό,τι τους φαίνεται αντιχριστιανικό στην τέχνη. Φέρνουν διάφορα παραδείγματα˙ το πιο πρόσφατο είναι μια ζωγραφιά ενός Βέλγου ζωγράφου, στην οποία απεικονίζεται ένα πέος στραμένο προς ένα πεσμένο σταυρό. Αυτούς τους «ανεξίθρησκους» δεν τους ενοχλεί ότι προσβάλλεται η θρησκευτική πίστη άλλων; Οι Χριστιανοί ποτέ δεν ζωγράφισαν παρόμοια πράγματα εναντίον αγαλμάτων ή ψηφιδωτών με θέματα μυθολογικά. Να τους θυμίσουμε ότι ο Φειδίας καταδικάστηκε από τους Πολυθεϊστές της Αθήνας επειδή παρέβη ένα παγανιστικό κριτήριο τέχνης: έβαλε τον Περικλή δίπλα σε μια Αμαζόνα. Φαντάζεται κανείς τι θα έκαναν οι Πολυθεϊστές στον Φειδία, αν δεν διέπραττε το.. έγκλημα (!) να βάλει δίπλα τον Περικλή και την Αμαζόνα αλλά λ.χ. έβαζε ένα πέος που εκσφενδόνιζε σπέρμα κατά της Αμαζόνας ή κατά του Δία.

Γράφει ο Πλούταρχος (Περικλής, 31): «Τον Φειδία όμως επίεζε από φθόνο η δόξα των έργων του, κυρίως διότι αυτός απεικονίζοντας επάνω στην ασπίδα [της Αθηνάς] τη μάχη προς τις Αμαζόνες, ετύπωσε τη δική του μορφή, σαν γέροντα φαλακρό που σηκώνει πέτρα με τα δυο του χέρια, και πρόσθεσε ωραιότατη εικόνα του Περικλή μαχομένου εναντίον Αμαζόνας (...) ο Φειδίας λοιπόν εγκλείστηκε στις φυλακές, όπου αρρώστησε και πέθανε καθώς λέγουν μερικοί». Αυτό δεν είναι κατατρεγμός του καλλιτέχνη επειδή δεν καλλιτεχνεί σύμφωνα με τα παγανιστικά πρότυπα; Χάρη στους πολυθεϊστές, λοιπόν, ο Φειδίας πέθανε πριν την ώρα του, καταδικασμένος στη φυλακή. Αυτό είναι που οι Νεοπαγανιστές λένε «η αρχαία θρησκεία είναι η αιτία ύπαρξης του αρχαίου πολιτισμού».

 

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ-ΠΑΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΟΥΛΕΙΑ

 

 93. "Ο Χριστιανισμός είναι υπέρ της δουλείας."

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Εδώ κυριολεκτικά ισχύει για τους Ειδωλολάτρες η ρήση «στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σκοινί». Αντί απαντήσεως προς αυτούς που τη δουλεία την είδαν ως κάτι φυσιολογικό, παραθέτουμε τα λόγια μερικών αγίων.

Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, Ομιλία στον Εκκλησιαστή Δ’, 1 (PG 44, 664D): «Καταδικάζεις σε δουλεία τον άνθρωπο, που η φύση του είναι ελεύθερη και αυτεξούσια, και ορθώνεις δικό σου νόμο απέναντι στο νόμο του Θεού ανατρέποντας το νόμο του που διέπει τη ζωή των ανθρώπων. Αυτόν που πλάστηκε γι’ αυτό ακριβώς, για να είναι κύριος της γης, και που ορίστηκε από τον πλάστη του να άρχει, αυτόν τον υποτάσσεις στο ζυγό της δουλείας που αντιβαίνει κι αντιμάχεται τη θεία διαταγή. Έχεις λησμονήσει τα όρια της εξουσίας του, ότι η αρχή σου έχει περιοριστεί ώς την κυριαρχία σου επάνω στα άλογα˙ γιατί λέει «ας είναι άρχοντες των πουλιών, των ψαριών, των τετραπόδων και των ερπετών» (Γεν 1, 26). Πώς παρέρχεσαι την υποταγμένη σε σένα δουλική φύση, εξεγείρεσαι κατά της ίδιας της ελεύθερης φύσης, συγκαταλέγοντας με τα τετράποδα και τα άποδα τους συνανθρώπους σου; «Έχεις υποτάξει τα πάντα στον άνθρωπο» (Ψαλμ. 8, 7), φωνάζει μέσω της προφητείας η Γραφή και συμπεριλαμβάνει στον αριθμό τα υποταγμένα, κτήνη δηλαδή και βόδια και πρόβατα. Μήπως από τα κτήνη σού βγήκαν άνθρωποι; Μήπως τα βόδια σού γέννησαν τους απογόνους των ανθρώπων; (...) Δε μού λες, με ποια τιμή; Τι βρήκες μέσα στα πράγματα αντάξιο των ανθρώπων; Με πόσα νομίσματα εκτίμησες το λογικό τους; Με πόσους οβολούς αντιστάθμισες την εικόνα του Θεού; Με πόσους στατήρες αγόρασες την ύπαρξη που έπλασε ο Θεός; (...) Αυτόν που είναι όμοιος με το Θεό και είναι άρχοντας όλης της γης και τού έχει κληροδοτηθεί από το Θεό η εξουσία όλων όσα βρίσκονται στη γη, πες μου, ποιος είναι που τον πουλά και ποιος τον αγοράζει; Η δυνατότητα αυτή ανήκει στο Θεό μόνο ή καλύτερα ούτε στον ίδιο το Θεό. Γιατί λέει, «ο Θεός δεν ανακαλεί τα χαρίσματά του»(Ρωμ. 11, 29). Δεν θα μπορούσε λοιπόν ο Θεός να κάνει δούλο τον άνθρωπο. Κι αν ο Θεός δεν κάνει δούλους τους ελεύθερους, ποιος είναι που βάζει την εξουσία του πάνω από την εξουσία του Θεού; Και πώς θα πουληθεί ο άρχοντας όλης της γης και των επίγειων πραγμάτων.(...) Διαφέρει καθόλου σ’ αυτά ο κύριος από το δούλο; Δεν ανασαίνουν με την αναπνοή τον ίδιο αέρα; Δεν βλέπουν όμοια τον ήλιο;»

Μέγας Βασίλειος (PG 95, 1373B) «Έχοντάς τον υποδουλώσει με δίκη ο πατέρας σου, σού άφησε ένα δούλο. Δώσε του την ελευθερία, ώστε και αυτού να του κάνεις ελαφρύτερο το βάσανο, αλλά και εσύ να έχεις την πραγματική ελευθερία» («Ἐνδίκως καταδουλωςάμενος ὁ πατὴρ ἀφῆκέ σοι δοῦλον. Δὸς αὐτῷ τὴν ἐλευθερίαν, κἀκείνῳ κουφοτέραν ποιήσεις τὴν βάσανον, καὶ σεαυτῷ τὴν ἀληθινὴν ἐλευθερίαν παρασκευάσεις»).

«Παρἀνθρώποις τῇ φύσει δοῦλος οὐδείς» (Μ. Βασίλιος, Περί Αγίου Πνεύματος, Κ (PG 32 161)). «Οι μεν κοσμικοί νόμοι αναγνωρίζουν την διαφοράν τούτων των γενών [δούλων και ελεύθερων], επειδή ακριβώς είναι ανθρώπινοι νόμοι· ο νόμος όμως του Κύριου των πάντων δεν αναγνωρίζει καμμίαν διαφοράν, επειδή ευεργετεί όλους μαζί και εις όλους δίδει τα ίδια αγαθά (...) Εάν όμως ήθελεν ερωτήσει κάποιος από πού προήλθεν η δουλεία και διατί εισήλθεν εις τον ανθρώπινον βίον, εγώ θα σας ειπώ· την δουλείαν εγέννησεν η πλεονεξία, η βαναυσότης, η απληστία (...) έπειτα και οι πόλεμοι και αι μάχαι εδημιούργησαν αιχμαλώτους» (άγ. Ιω. Χρυσόστομου, Ομιλία κβ’ εις την Προς Εφεσίους, 2 (PG 62, 157)) και «Πραγματικά η Εκκλησία δεν αναγνωρίζει τη διαφορά κυρίου και υπηρέτη (ἡ ἐκκληςία οὐκ δεσπότην, οὐκ οἶδε οἰκέτου διαφοράν)» (άγ. Ιω. Χρυσόστομου, Ομιλία α’ εις την Προς Φιλήμονα, 1 (PG 62, 705)). «Τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων εἰς δύο διήρεσεν οὐχὶ ἡ φύσις, ἀλλ’ ἡ τυραννίς» (άγ. Γρηγόριος Θεολόγος, PG 37, 853). Οι κτήτορες των νεοϊδρυμένων μοναστηριών παρήγγελναν στο τυπικό της μονής: «οὐ κτήσει δοῦλον οὔτε εἰς οἰκείαν χρείαν οὔτε εἰς ἣν ἐνεπιστεύθης μονὴν τὸν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ γεγονότα ἄνθρωπον». Στις Διαταγές των Αγίων Αποστόλων (PG, 1, 1133) οι Χριστιανοί έπρεπε να μην καταπονούν τους δούλους, αλλά επί ορισμένες μέρες του έτους να αφήνονται αργοί. Αυτές οι μέρες ήταν: κάθε Σάββατο και Κυριακή, όλες οι μέρες της Μ. Εβδομάδας και της Διακαινίσημου, της Ανάληψης, της Πεντηκοστής, των Χριστουγέννων, Επιφανείων, των αγίων Αποστόλων, του πρωτομάρτυρα Στεφάνου και των λοιπών αγίων μαρτύρων. Έτσι, απόψεις όπως αυτές «Δεν μπόρεσα να βρω σε κανέναν πρώιμο χριστιανό συγγραφέα κανενός είδους απαίτηση για κατάργηση της δουλείας (...) δεν έχω υπόψη μου καμία απερίφραστη καταδίκη της δουλείας ως θεσμού από κανένα χριστιανό συγγραφέα στη διάρκεια του Μεσαίωνα (...) δεν γνωρίζω καμία γενική, άμεση καταδίκη της δουλείας εμπνεόμενη από χριστιανικές πεποιθήσεις προτού ... το 1688» (De Ste. Croix G.E.M., Ο Χριστιανισμός και η Ρώμη, ΜΙΕΤ, σ. 282-288) δεν είναι τόσο σωστές, αν και ο De Ste. Croix γράφει «Αμφιβάλλω πάντως αν η δουλεία θα είχε εκλείψει νωρίτερα, ακόμη κι αν απουσίαζε ο χριστιανισμός» (Ο Χριστιανισμός και η Ρώμη, ΜΙΕΤ, σ. 279).

Φυσικά δεν γινόταν να αλλάξουν όλα μέσα σε λίγους αιώνες. Ωστόσο, ο Χριστιανισμός δεν προσπάθησε να επιβάλλει βιαία την απελευθέρωση των δούλων. Άλλωστε ούτε ο ίδιος επεκράτησε δια της βίας ή με επανάσταση. Ο Χριστιανισμός είναι θρησκεία και όχι πολιτικό κίνημα, ώστε να μπορούν να τον κατηγορήσουν, γιατί δεν επέβαλε αμέσως την απελευθέρωση των δούλων. Αν π.χ έλεγε «ναι» στην απόδραση των δούλων, θα προκαλούσε απλώς κοινωνική αναταραχή, δίχως να αλλάξει τα μυαλά της εξουσίας. Αν ομως καταδίκαζε την ίδια τη δουλεία – αντί να επαινεί απλώς την απόδραση των δούλων – προετοίμαζε το έδαφος για την αλλαγή στάσης της εξουσίας και της κοινωνίας έναντι της δουλείας. Ο Χριστιανισμός δεν επιδιώκει την αλλαγή προς το καλό με τη βία, αλλά ειρηνικά. Σκοπός του Χριστιανισμού ήταν να αλλάξει η νοοτροπία. Αφού άλλαζε αυτή, θα ήταν εύκολο και ζήτημα συγκυρίας να καταργηθεί η δουλεία. Το αντίθετο, να καταργηθεί πρώτα η δουλεία, χωρίς πρώτα να γίνει αυτονόητο για τους ανθρώπους ότι δεν υφίσταται η παγανιστική οντολογική ιεραρχία (ήρωες > ελεύθεροι > γυναίκες & παιδιά > δούλοι) δεν θα είχε καθόλου γερές βάσεις και γρήγορα θα επανερχόμασταν στην ιεραρχία. Έπρεπε πρώτα να να περάσουν αιώνες ώσπου – εφόσον όλοι είναι εξ ενός αίματος – να επικρατήσει στα μυαλά των ανθρώπων η χριστιανική ισότητα. Και, όταν είχε επικρατήσει, όταν δηλαδή η αντιχριστιανική αριστοκρατική αντίληψη εξαφανίστηκε, ήταν ζήτημα χρόνου και κοινωνικών συγκυριών να καταργηθεί η δουλεία.

Αντί να προσπαθήσει άμεση, δίχως προεργασία, κατάργηση της δουλείας, ο Χριστιανισμός τόνισε ότι οι άνθρωποι είναι ίσοι και γεννώνται ελεύθεροι. Επίσης τόνισε ότι η συμπεριφορά προς τους δούλους πρέπει να είναι άμεμπτη. Στην Αγία Γραφή διαβάζουμε:

Προς Κολοσσαείς, 4, 1 Οι κύριοι να δίνετε το δίκαιον και το ίσον εις τους δούλους σας, γνωρίζοντες ότι και σεις έχετε Κύριον εις τους ουρανούς.

Προς Εφεσίους, 6, 9 Και σεις, οι κύριοι [των δούλων], να τους κάνετε τα ίδια [= όπως σας φέρονται οι δούλοι!], να αφήσετε την φοβέρα, διότι πρέπει να ξέρετε ότι και σεις έχετε Κύριον εις τους ουρανούς, και δεν υπάρχει εις αυτόν προσωποληψία.

Έχει κατηγορηθεί ο απόστολος Παύλος ότι δεν είναι ενάντιος στη δουλεία. Ωστόσο αυτή η κατηγορία είναι λάθος. Ο ίδιος γράφει:

Προς Τιμόθεον Α’, 1, 9-10 Ξέρουμε ότι ο νόμος είναι καλός, εάν τον χρησιμοποιεί κανείς ως νόμο και ξέρει ότι ο νόμος δεν προορίζεται για τους καλούς, αλλά δια τους ανόμους και ανυπότακτους, δια τους ασεβείς και αμαρτωλούς, δια τους ανοσίους και βεβήλους, δια τους πατροκτόνους και μητροκτόνους, δια τους ανθρωποκτόνους, δια τους πόρνους, δια τους ανδραποδιστάς, δια τους ψεύστας (...).

Ο Παύλος λοιπόν συγκαταλέγει τους ανδραποδιστές, τους δουλέμπορους δηλαδή και όσους αρπάζουν κάποιον για να τον πουλήσουν για δούλο στους «ασεβείς και αμαρτωλούς». Άρα θεωρεί κακό τη δουλεία.

Α’ Προς Κορινθίους, 7, 21 Ήσο δούλους, όταν εκλήθης; Μη σε μέλη, αλλ’ εάν μπορής να γίνης ελεύθερος, επωφελήσου μάλλον της ευκαιρίας.

ΛΕΥΙΤΙΚΟΝ ΙΘ’ 20 Αν ένας άντρας πλαγιάσει με μια δούλη που είναι αρραβωνιασμένη με άλλον άντρα, όχι όμως εξαγορασμένη ή απελεύθερη, θα τιμωρηθούν και οι δυο˙ αλλά όχι με ποινή θανάτου γιατί η γυναίκα δεν ήταν ελεύθερη.

ΕΞΟΔΟΣ Κ’ 10 (...) Την ημέρα αυτή δεν επιτρέπεται να κάνεις καμιά εργασία ούτε εσύ (...) ούτε ο δούλος σου ούτε η δούλη σου (...).

ΕΞΟΔΟΣ ΚΑ’ 9 Αν ο κύριος είχε αγοράσει τη δούλη για να τη δώσει στο γιο του, θα της συμπεριφέρεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει για τις θυγατέρες. 10 Αν ο κύριος της δούλης πάρει και άλλη γυναίκα, δεν επιτρέπεται να περικόψει την τροφή της, το ρουχισμό της, και τις συζυγικές σχέσεις μαζί της. 11 Αν δεν της χορηγεί αυτά τα τρία, τότε αυτή μπορεί να γίνει ελεύθερη χωρίς να δώσει χρήματα. 17 Εκείνος που θα αρπάξη κρυφίως ένα Ισραηλίτην και τον βασανίση και των πωλήση κατόπιν ως δούλον θα τιμωρήται με θάνατον, εάν αποδειχθή η ενοχή του.

            Είναι αλήθεια ότι στο Λευϊτικόν κε’ 44 ο Θεός λέει ότι θα αποκτούν οι Ισραηλίτες δούλους από τα έθνη που βρίσκονται τριγύρω τους. Αυτό όμως δεν συνεπάγεται «σαφάρι απόκτησης δούλων» σε ξένες χώρες, διότι ο ίδιος Θεός προστάζει (Λευϊτικόν ιθ’, 33-34 και Δευτερονόμιον ι’, 19) να αγαπάν τους ξένους, οι οποίοι κατοικούν στο Ισραήλ, όπως τους εαυτούς τους και να τους σέβονται˙ επιπλέον ο Θεός είχε απαγορεύσει στους Ισραηλίτες να εισβάλουν σε χώρες που δεν τους είχε δώσει. Συνεπώς το Λευϊτικόν κε’ 44 δεν είναι προσταγή εξανδραποδισμού των τριγύρω λαών, αλλά συνέπεια της απαγόρευσης εξανδραποδισμού Ισραηλίτη από Ισραηλίτη (άλλωστε η είσοδος ενός ξένου στο Ισραήλ κι ο προσηλυτισμός του δεν απαγορευόταν).

ΕΞΟΔΟΣ ΚΑ’ 20 Αν κάποιος χτυπήσει το δούλο του ή τη δούλη του με το ραβδί του κι ο δούλος πεθάνει επί τόπου, τότε ο δράστης θα τιμωρηθεί. 26 Αν ένας χτυπήσει το δούλο του ή τη δούλη του στο μάτι και του το καταστρέψει, υποχρεούται να αποδώσει στον παθόντα την ελευθερία του ως αποζημίωση για το μάτι του. 27 Αν ένας σπάσει το δόντι του δούλου του ή της δούλης του, υποχρεούται να αποδώσει στον παθόντα την ελευθερία του ως αποζημίωση για το δόντι του.

            Αυτοί οι νόμοι, που απαγορεύουν την κακομεταχείρηση των δούλων, δεν βρίσκονται σε καμμιά νομοθεσία της Μέσης Ανατολής. Η ζωή και η σωματική ακεραιότητα του δούλου προστατεύονται: ο κύριός του δεν έχει δικαίωμα να τον κάνει ό,τι θέλει, όπως οι Πολυθεϊστές. Στην αμεσοδημοκρατική Αθήνα ο βασανισμός των δούλων θεωρείτο απαραίτητος προκειμένου να τους αποσπάσουν ομολογία κατά τις ανακρίσεις. Επίσης πρωτοφανής είναι και η εξής εντολή του Γιαχβέ για τους φυγάδες δούλους:

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ΚΓ’ 16 Αν ένας δούλος φύγει από τον κύριό του και ζητήσει καταφύγιο κοντά σας, μην τον παραδώσετε στον κύριό του. 17 Θα εγκατασταθεί ανάμεσά σας, στον τόπο που θα διαλέξει σε μία από τις πόλεις σας, όπου του αρέσει˙ δε θα τον εκμεταλλευτείτε όμως.

            Μήπως είχαν οι Πολυθεϊστές, «βάρβαροι» ή Έλληνες, τέτοια νομοθεσία;

ΛΕΥΪΤΙΚΟΝ ΚΕ’ 39 Αν ο συμπατριώτης σου, που ζει κοντά σου, φτωχύνει και πουληθεί σ’ εσένα, δεν πρέπει να τον μεταχειρίζεσαι σαν δούλο. 40 Ας μείνει στο σπίτι σου σαν μισθωτός εργάτης και να σε υπηρετεί ώς το επόμενο ιωβηλαίο έτος. 41 Τότε θα φύγει από το σπίτι σου μαζί με τα παιδιά του και θα γυρίσει στους συγγενείς του και στην ιδιοκτησία των προγόνων του.

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ΙΕ’ 12 Αν ένας ομοεθνής σας, Εβραίος ή Εβραία, πουληθεί σε κάποιον από σας, αυτός θα του δουλέψει για έξι χρόνια˙ τον έβδομο χρόνο ο κύριός του θα τον αφήσει ελεύθερο να φύγει από το σπίτι του. 13 Δε θα τον αφήσει όμως να φύγει με άδεια τα χέρια. 14 Θα του δώσει πάρα πολλά πρόβατα, κι άφθονο σιτάρι και κρασί, απ’ όλα με όσα ο Κύριος ο Θεός του, τον ευλόγησε. 18 Μη σας φανεί σκληρό που θ’ απελευθερώσετε το δούλο σας από το σπίτι σας˙ θα σας έχει δουλέψει έξι χρόνια, διπλάσιο απ’ ό,τι ο μισθωτός σας. Έτσι ο Κύριος ο Θεός σας θα ευλογήσει όλα σας τα έργα.

ΙΩΒ ΛΑ’ 13 Αν κάποτε το δίκιο του δούλου μου ή της δούλης μου παρέβλεψα στις διαφορές που μπορεί να ‘χανε μαζί μου, 14 πώς θα μπορέσω να σταθώ μπρος στο Θεό και τι θα του αποκριθώ όταν με κρίνει; 15 Γιατί, αυτός που μ’ έπλασε, μήπως δεν έπλασε κι εκείνους;

ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ ΛΓ’ 31 Αν έχεις δούλο, να του συμπεριφέρεσαι όπως στον εαυτό σου. 32 Αν έχεις δούλο, να συμπεριφέρεσαι απέναντί του όπως στον αδερφό σου, γιατί έχεις την ανάγκη του. 33. Εαν τον κακομεταχειριστείς, σηκωθεί και φύγει, σε ποιο δρόμο θα τρέξεις να τον βρεις;

ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΛΔ’ 16 «Χωρίς να με λογαριάσετε πήρατε πίσω ο καθένας σας το δούλο του και τη δούλη του, που τους είχατε απελευθερώσει και τους αναγκάσατε να ξαναγίνουν δούλοι σας. Έτσι μολύνατε το όνομά μου. 17 Γι’ αυτό εγώ ο Κύριος σας λέω: Επειδή δεν με υπακούσατε και δεν αφήσατε ελεύθερους τους συμπατριώτες σας, θα αφήσω εγώ ελεύθερα εναντίον σας τον πόλεμο, τις επιδημίες και την πείνα και θα σας διασκορπίσω σε όλα τα βασίλεια της γης».

Όπως βλέπουμε, από το Δευτερονόμιον ιε’ 12-18, το Λευϊτικόν κε’ 39-41 και το Έξοδος κα’ 17, η δουλεία ήταν εθελούσια και προσωρινή (για οικονομικούς λόγους) κι όχι βίαιη και μόνιμη. Αν όμως η δουλεία ήταν όντως προσωρινή (μετά τα επτά χρόνια ο δούλος απελευθερωνόταν) κι αν η κακομεταχείριση του δούλου όντως απαγορευόταν αυστηρά, συμπεραίνουμε ότι ο δούλος δεν θεωρούνταν «έμψυχο εργαλείο», αλλά είχε αστικά δικαιώματα. Ακόμη και στην περίπτωση που ο δούλος προτιμούσε, στο έβδομο έτος, να συνεχίσει να παραμείνει ισόβιος δούλος του κυρίου του, πρέπει (για προφανείς λόγους) να το ομολογήσει ο ίδιος ο δούλος ενώπιον των δικαστών της πόλης (Έξοδος κα’, 6) κι όχι ο κύριος αντιπροσωπεύοντας τον δούλο του.

               Τι συνέβη στον τομέα της νομοθεσίας στην Ορθόδοξη Ρωμανία; Πρίν τον Μεγάλο Κωνσταντίνο η παγανιστική νομοθεσία τιμωρούσε με αφαίρεση της ελευθερίας όποιες ελεύθερες γυναίκες είχαν ερωτική σχέση με δούλο.

-Ο Ιουστινιανός περιορίστηκε στο να τιμωρεί τους δούλους που είχαν ερωτική σχέση με ελεύθερη (Codex Justinianus [C.J.] 7.24.1- a. 531/45).

-Απαγορεύτηκε να χωρίζονται τα μέλη της «οικογένειας» ενός δούλου (Codex Theodosianus [C.Th.] 2.51.1- a.324/5 - C.J. 3.38.11).

-Απαγορεύτηκε να σημαδεύουν με καυτό σίδηρο το πρόσωπο των δούλων (C.J. 9.47.17).

-Απαγορεύτηκε στους ιδιοκτήτες των δούλων να τους εκπορνεύουν. (C.J. 1.11.12 –11.41.6 – 11.47.7 –a.457/67).

-Περιορίστηκε η εξουσία του ιδιοκτήτη να θανατώνει τον δούλο. (C.Th.2.25.1 –a. 334/25: CJ.3.38.11 – C.Th.9.40.2 –a.315/6: CJ.9.47.17 – C.Th.15.8.2 –a.428: CJ.1.4.12: CJ.11.41.6 – CJ.11.41.7 –a.457/67. – C.Th.9.12.1 –a.319: CJ.9.14.1 – C.Th.9.12.2 –a.326).

-Απελευθέρωση δούλων: με τον Ιουστινιανό γίνεται ένα βήμα παραπάνω. Ο αυτοκράτορας καθορίζει ότι, αντίθετα με ό,τι ίσχυε πριν, όλοι οι τρόποι απελευθέρωσης παρέχουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα στο δούλο που απελευθερώνεται, και με σειρά από άλλα μέτρα κάνει όλη τη διαδικασία για την απελευθέρωση ευκολότερ και απλούστερη (C.J.7.6.1. –a.531. –Inst. I.7.-Inst,I,6.7 –NJ. 119,c.2 –a.544).

Αλλά και η θέση των απελεύθερων βελτιώνεται, ώσπου ο Ιουστινιανός τους εξισώνει εντελώς με τους υπόλοιπους πολίτες. Μόνο τα πατρωνικά δίκαια τούς βαραίνουν ακόμη, αλλά κι από αυτά μπορούν υπό ορισμένες συνθήκες να απαλλαγούν (CJ.6.4.3 –a.529. –CJ.6.4.4 –a.531. –Πρβ. CJ.6.4.1 –a.210 –CJ.6.4.2.- a.367).

Παρόλο που οι πληροφορίες των πηγών της μεσο-και υστεροβυζαντινής εποχής αφήνουν την εντύπωση, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, ότι η δουλεία εξακολουθεί σχεδόν να υφίσταται μέχρι τέλους του κράτους, προσεκτικότερη εξέταση του ζητήματος δείχνει ότι κάθε άλλο παρά κάτι τέτοιο συμβαίνει.

-Ο Λέων Στ’ με την Νεαρά 38 επέτρεψε στους δούλους των αυτοκρατορικών γαιών να κατέχουν δική τους γή και να τη διαθέτουν ελεύθερα, χωρίς επίνευση του κυρίου. Με τη νεαρά 40, ο ίδιος αυτοκράτωρ όρισε ότι οι δούλοι των θνησκόντων στην αιχμαλωσία χωρίς διαθήκη, ελευθερώνονται εφόσον η απελευθέρωσή τους δεν κωλύει την απότιση των χρεών του θανόντα.

-Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος ορίζει ότι οι δούλοι αυτού που πεθαίνει άνευ διαθήκης καθίστανται ελεύθεροι (A.Hadjinicolaou-Marava, Vie 25).

Ο Αλέξιος Κομνηνός νομοθέτησε ότι όσοι αιχμάλωτοι κατάγονταν από γειτονικούς λαούς, αν μπορούσαν να αποδείξουν με δύο μάρτυρες ότι γεννήθηκαν ελεύθεροι, αφήνονταν ελεύθεροι (Ν. Αλέξιου Α’, XXXV A(=JGR I.342) –XXXV B(=I.344).

-Ο Αλέξιος Κομνηνός, επίσης, όρισε την αναγνώριση του γάμου μεταξύ δούλων και την τέλεσή του με εκκλησιαστική τελετή (XXXV A(=JGR I. 342-3) – XXXV B(=I.345-6).

-Ο Μανουήλ  Α’ Κομνηνός απελευθέρωνε εκείνους που αναλάμβαναν έναντι του χρέους τους, και ώσπου  να το αποτίσουν, να υπηρετούν ως δούλοι το δανειστή τους (Ιω. Κίνναμος 275, 10 κ.ε.).

Γίνεται φανερό, πως όλα όσα νομοθέτησαν οι Χριστιανοί Αυτοκράτορες, οι Παγανιστές δεν τα είχαν νομοθετήσει. Δηλαδή, 

-όταν κυριαρχούσε η Ειδωλολατρία, οι δούλοι σφραγίζονταν με καυτό σίδερο στο πρόσωπο, 

-όταν κυριαρχούσε η Ειδωλολατρία, τους έβαζαν κολάρο στο λαιμό, σα σκύλους – όπως αναφερθήκαμε αλλού, 

-όταν κυριαρχούσε η Ειδωλολατρία, διαλύονταν οι οικογένειές τους, 

-όταν κυριαρχούσε η Ειδωλολατρία, οι ιδιοκτήτες τους μπορούσαν ελεύθερα να τους εκπορνεύουν, και να τους θανατώνουν πολύ εύκολα.

Αλλά οι δούλοι και οι δούλες μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να εκπορνευθούν ή να προσφέρουν το κορμί τους στον κάθε «ευλαβικό λάτρη της ευγενούς θεάς του έρωτα Αφροδίτης» επειδή έτσι το ήθελε ο αφέντης τους: «Το ιερό της Αφροδίτης ήταν τόσο πλούσιο που είχε περισσότερες από χίλιες ιερόδουλες προσφορά στη θεά από άνδρες και γυναίκες» (Στράβωνα, Γεωγραφία, 8, 20 (378c)). «Φυσικά η παρουσία των γυναικών τούτων προσείλκυε πλήθος ανθρώπων» σημειώνει ο Στράβωνας με νόημα. Τζάμπα σεξ «για τη θεά»˙ να ο ανώτερος πολυθεϊστικός τρόπος μεταχείρισης των σκλάβων. Φυσικά, ειδικά στις σημερινές γυναίκες αυτό πρέπει να φαίνεται πολύ φεμινιστικό: αν αυτές πιάνονταν σκλάβες από πειρατές ή είχαν την ατυχία να υποδουλωθούν έπειτα από κάποιο πόλεμο μεταξύ αρχαίων ελληνικών πόλεων, ο οποιοσδήποτε χοντρός, άσχημος, βρωμιάρης, Πολυθεϊστής «λάτρης (της θεάς) του έρωτα» μπορούσε να τις διακορεύσει, έστω και χωρίς αυτές να το ήθελαν, αφού έτσι πρόσταζε η θεά Αφροδίτη και η Ελληνική παράδοση.

Κάποιος Ξενοφώντας, για να ευχαριστήσει την Αφροδίτη που τον βοήθησε να κερδίσει στους Ολυμπιακούς του 464 π.Χ. της αφιέρωσε 50 σκλάβες του: «Ω κυρίαρχη της Κύπρου, να που στο ιερό σου στην Κόρινθο ο Ξενοφών οδήγησε μια ομάδα νεαρών γυναικών, πενήντα σώματα στην υπηρεσία σου, μες στη χαρά του που είδε όλες τις ευχές του να πραγματοποιούνται», εγκωμιάζει συγκινημένος ο Πίνδαρος (XIII Ολυμπιόνικος) την ευλαβική πράξη του Ξενοφώντα.

«Ο ψηλός λόφος του Έρυκα κατοικείται και διαθέτει ένα ιερό της Αφροδίτης με την ιδιαίτερη λατρεία του, άλλοτε γεμάτο από ιερόδουλες, που οι Σικελοί και οι ξένοι προσέφεραν μετά από κάποιο τάμα» (Στράβων, 6, 272). Ευτυχώς – να το ξαναπούμε – οι Χριστιανοί γκρεμίσανε τους ναούς της θεάς του «Έρωτα»..

Ο καλός αυτοκράτορας Αύγουστος «όχι μόνον έκανε πολύ δύσκολη για τους δούλους την απόκτηση ελευθερίας, ρυθμίζοντας πολύ αυστηρά τον αριθμό, την κατάσταση και τις διάφορες κατηγορίες των απελεύθερων, αλλά όρισε επιπλέον ότι κανένας δούλος που είχε αλυσοδεθεί ή βασανιστεί δεν μπορούσε να αποκτήσει πλήρη πολιτικά δικαιώματα υπό οποιοδήποτε καθεστώς απελευθέρωσης» (Σουητώνιου, Αύγουστος, 40).

Κι επειδή κάποιοι κοιτούν το κλαδί (τη στοχοθεσία ελάχιστων φιλοσόφων) κι όχι το δάσος (την άποψη των περισσότερων Αρχαίων και την νομοθεσία των αρχαίων ελληνικών κρατών), εμείς παρουσιάζουμε την άποψη του Πλάτωνα: «Θα συμφωνούσαμε όλοι ότι πρέπει να έχουμε τους πιο καλούς και τους πιο υπάκουους δούλους που μπορούμε» (Νόμοι 776c). Άρα πρέπει να υπάρχουν δούλοι. «Το ζώο που λέγεται άνθρωπος έχει δύστροπο χαρακτήρα και δε φαίνεται εύκολο, να τον πείσουμε να αποδεχτεί αυτές τις δύο κατηγορίες – του σκλάβου και του αφέντη – οι οποίες είναι απαραίτητες στην πράξη» (Νόμοι 777b). Εδώ βλέπουμε με τι μίσος ειρωνεύεται ο Πλάτων όσους διαφωνούν με την ύπαρξη δουλείας. Ο ίδιος τη θεωρεί απαραίτητη. Άρα η στοχοθεσία της Κλασσικής Αρχαιότητας συνίσταται στο: πρέπει να έχουμε δούλους. «Αν θέλουμε να υποταγούν όλοι οι δούλοι στη μοίρα τους χωρίς να δημιουργούν προβλήματα, δεν πρέπε να προέρχονται από το ίδιο μέρος ή να μιλούν την ίδια γλώσσα και δεύτερον, πρέπει να τους φερόμαστε καλά, όχι μόνο για χάρη τους αλλά και για το δικό μας καλό» (Νόμοι 777d). Εδώ έχουμε συμβουλές του Πλάτωνα προς δουλοκτήτες που θέλουν υπάκουους δούλους. Άρα πρέπει να έχουμε δούλους. «Ο,τιδήποτε τούς [=δούλους] λέμε πρέπει να έχει το χαρακτήρα προσταγής και να μην αστειευόμαστε μαζί τους, είτε άντρες είναι είτε γυναίκες, όπως κάνουν μερικοί ανόητοι. Η οικειότητα τούς χαλάει και η συμβίωση γίνεται δύσκολη, αφού οι δούλοι δε θέλουν πια να δέχονται διαταγές» (Νόμοι 778a). Όχι και πολλή ευγένεια προς το δούλο σας, γιατί θα τον χάσετε. Άρα πρέπει να υπάρχουν δούλοι και οι ελεύθεροι να τονίζουν στους δούλους την διάκριση δούλου-ελεύθερου.

Δεν είναι αλήθεια ότι ο Πλάτων αποδέχεται την ύπαρξη δούλων μόνο στην κατώτερη, γήινη πόλη των Νόμων. Ακόμη και στην ουράνια, ιδανική πόλη της Πολιτείας υπάρχουν δούλοι. Στο εδάφιο 433d ο Πλάτωνας αναρωτιέται τι απ’ όλα κάνει την ιδανική πολιτεία όσο περισσότερο δυνατόν τελειότερη, η ομοφωνία μεταξύ των αρχόντων και των πολιτών, η νομιμοφροσύνη των στρατιωτών, ή προπαντώς «να υπάρχει μες στην ψυχή και παιδιού και γυναίκας και δούλου και ελεύθερου και τεχνίτη και άρχοντα και υπήκοου, το να είναι δηλαδή ένας ο καθένας και να κάνη τη δουλειά τη δική του χωρίς ν’ ανακατεύεται με άλλες». Παρατηρούμε ότι στην ιδανική Πολιτεία υπάρχουν δούλοι, αυτοί είναι διαφορετικοί από τους τεχνίτες (την τρίτη τάξη), και συνεπώς δεν ισχύει η άποψη ότι στην Πολιτεία η τρίτη τάξη καθιστά περιττή την ύπαρξη δούλων και δουλείας. Απλώς, επειδή οι δούλοι δεν θεωρούνται ελεύθεροι – άλλωστε ο Πλάτωνας ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με την τάξη των φυλάκων αδιαφορώντας για τους γεωργούς και τεχνίτες – δεν ενδιαφέρθηκε να πει κάτι παραπάνω, αφού τα καθήκοντα του δούλου ήταν γνωστά σε όλους. Ωστόσο, εφόσον, για να γίνεται η ιδανική πολιτεία τελειότερη πρέπει, μεταξύ άλλων, και οι δούλοι να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς ν’ ανακατεύονται σε άλλες δουλειές, προκύπτει ότι ο Πλάτων όντως υποστηρίζει τη δουλεία ακόμη και στην τέλεια πολιτεία του. Επίσης στο εδάφιο 549a ο Πλάτων ισχυρίζεται πως στο αμέσως κατώτερο της ιδανικής πολιτείας πολίτευμα, το τιμοκρατικό, ο τιμοκράτης «προς τους δούλους θα είναι σκληρός, αντί να τους περιφρονή, όπως κάνουν όσοι έλαβαν τέλειαν ανατροφή». Δηλαδή, ο Πλάτων μάς λέει ότι στο ιδανικό πολίτευμα – ένα στάδιο πάνω απ’ το τιμοκρατικό – υπάρχουν δούλοι και είναι αντικείμενα περιφρόνησης. Οι πολίτες του τέλειου πολιτεύματος, «όσοι έλαβαν τέλεια ανατροφή» (μόνο στο τέλειο πολίτευμα δίνεται αυτή), τους περιφρονούν αντί να τους φέρονται σκληρά. Δηλαδή και στην Πολιτεία υπάρχει δουλεία. Κι ως γνωστόν, επειδή η πολιτεία είναι το αρχετυπικό πολίτευμα, δεν πρέπει να αλλάξει κανείς από τους νόμους της ποτέ, και τίποτα από τη δομή της, διότι, όπως λέει ο Πλάτωνας, κάθε αλλαγή οδηγεί στην παρακμή. Άρα η δουλεία πρέπει να υπάρχει για πάντα.

Ο Πλάτωνας ορίζει ότι αν κάποιος σκοτώσει το δούλο του από θυμό, πρέπει να εξαγνιστεί (Νόμοι, 868a), ενώ αντίθετα, αν κάποιος δούλος σκοτώσει τον κύριό του από θυμό, οι συγγενείς του θύματος μπορούν να τον τιμωρήσουν όπως θέλουν, θανατώνοντάς τον στο τέλος (Νόμοι, 868b). Αν κάποιος ελεύθερος σκοτώσει από θυμό έναν δούλο άλλου, τότε θα πληρώσει στον κύριό του διπλάσια αποζημίωση (Νόμοι, 868a), ενώ αντίθετα, αν κάποιος δούλος σκοτώσει από θυμό έναν ελεύθερο πολίτη, τότε ο κύριός του θα τον παραδώσει στους συγγενείς του θύματος οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι (!) να τον σκοτώσουν με όποιον τρόπο θέλουν (Νόμοι, 868c). Βλέπουμε την αξία που αποδίδει στη ζωή ενός δούλου ο Πλάτωνας.

Φυσικά, υπήρξαν και φιλόσοφοι που εναντιώθηκαν στη δουλεία. Εμείς δεν τσουβαλιάζουμε, όπως κάνουν ξεδιάντροπα, οι Νεοπαγανιστές κατά του χριστιανισμού, όλους τους Αρχαίους. Τιμούμε όσους φιλοσόφους είπαν σωστά πράγματα. Από την ιστορία, όμως, είναι γνωστό πως

-οι Λακεδαιμόνιοι είχαν κρατική δουλεία, δηλαδή οι Είλωτες ήταν... περιουσία του κράτους. Εύλογο, διότι αν δεν δούλευαν οι δούλοι την γη του κράτους, τι θα έτρωγαν οι κατακτητές Δωριείς, που  δεν κατάφεραν ποτέ να ασχοληθούν με το εμπόριο, τη γεωργία, τη ναυτηλεία και τις τέχνες; Θα πέθαιναν της πείνας.

-στην Αρχαία Αθήνα, κατά τον... Χρυσό Αιώνα, για 30 χιλιάδες περίπου ελεύθερους πολίτες και άλλους 90 χιλιάδες γυναίκες και ελεύθερα παιδιά, αντιστοιχούσαν 300 με 500 χιλιάδες δούλοι. Ειδικά γι’ αυτούς που δούλευαν στα λατομεία, ο αιώνας ήταν ολόχρυσος.

-Ο Ξενοφώντας μάς πληροφορεί ότι ακόμη και να συνευρεθούν αναμεταξύ τους δεν είχαν το δικαίωμα οι δούλοι, αν δεν συμφωνούσε το αφεντικό τους, στην Αθήνα: «οι κάμαρες των γυναικών είναι χωρισμένες απ’ τις κάμαρες των αντρών με μανταλωμένη πόρτα, για να μην βγαίνει έξω από μέσα ό,τι δεν πρέπει και για να μην γκαστρώνονται οι δούλες χωρίς τη συγκατάθεσή μας» (Οικονομικός, 9, 5).

-ο Αριστοτέλης τη δικαιολογεί, εμμεσα τουλάχιστον, αφού λέει πως άμα οι μηχανές δούλευαν μόνες τους, δε θα χρειάζονταν δούλοι (Πολιτικά 1253b: «...οὕτως αἱ κερκίδες ἐκέρκιζον αὐταὶ καὶ τὰ πλῆκτρα ἐκιθάριζον, οὐδὲν ὰν ἔδει οὔτε τοῖς ἀρχιτέκτοσιν ὑπηρετῶν οὔτε τοῖς δεσπόταις δούλων»). Ο Αριστοτέλης γράφει για τον «φύσει δούλο» (Πολιτικά, Α’, 5 (1254b 15-23 και 25-31)): «Όσοι λοιπόν διαφέρουν από τους άλλους όσο διαφέρει η ψυχή από το σώμα και ο άνθρωπος από το θηρίο (και τούτη τη διαφορά την έχουν όσοι δεν μπορούν να προσφέρουν παρά σωματικές δυνάμεις, και μόνο τούτη τη χρησιμότητα έχουν) είναι φύσει δούλοι, οπότε είναι καλύτερα να υποταχθούν. Εκ φύσεως δούλος είναι όποιος μπορεί να είναι κτήμα κάποιου άλλου (και γι’ αυτό είναι κτήμα άλλου) και τέτοιος άνθρωπος είναι όποιος έχει όσο λογικό χρειάζεται μόνο για να έχει την αίσθηση, όχι όμως τη νόηση. (...) Άλλωστε η χρήση δούλων και ζώων δεν διαφέρει πολύ, επειδή και τα ήμερα ζώα και οι δούλοι βοηθούν για την απόκτηση των αναγκαίων με το σώμα τους. Και η φύση λοιπόν θέλει να κάνει τα σώματα των ελεύθερων διαφορετικά από των δούλων, ώστε τα δεύτερα να είναι δυνατά για τις σωματικές εργασίες, ενώ τα πρώτα να στέκονται όρθια και να είναι άχρηστα για τέτοιες εργασίες». Ο Αριστοτέλης καταλήγει (Πολιτικά, Α’, 5 (1255a 1-2)): «Είναι λοιπόν φανερό ότι από τη φύση τους άλλοι είναι ελεύθεροι και άλλοι είναι δούλοι, και τους συμφέρει και είναι δίκαιο οι τελευταίοι να παραμένουν δούλοι».

-Ακόμη και το περίφημο απόσπασμα του Ηράκλειτου, που μερικοί το φέρνουν ως απόδειξη ότι η δουλεία δεν θεωρείτο «φυσική», στην πραγματικότητα αυτό ακριβώς εννοεί. «Ο πόλεμος είναι πατέρας του παντός, όλων βασιλιάς. Άλλους ανέδειξε σε θεούς και άλλους σε ανθρώπους, άλλους έκανε δούλους και άλλους ελεύθερους». Αφού ο πόλεμος είναι ουσιώδες στοιχείο του κόσμου, δηλαδή φυσιολογικό, άρα και η συνέπειά του δεν είναι κακό ούτε αφύσικο ούτε παράξενο. Επομένως, η ύπαρξη της δουλείας ως συνέπειας του πολέμου είναι κάτι το αναμενόμενο και φυσικό. Με άλλα λόγια, για να δικαιολογηθεί θεωρητικά η δουλεία δεν είναι απαραίτητο να επικρατεί η άποψη πως «είναι  λογικό, ότι κάποιοι είναι εκ φύσεως υπάνθρωποι και αξίζει να είναι δούλοι»˙ αρκεί απλώς να επικρατεί η άποψη πως ο κόσμος είναι αποτέλεσμα του πολέμου, δηλαδή της διαμάχης για δύναμη. Αφού είναι σωστό και φυσικό ο πόλεμος (δλδ ο αγώνας για δύναμη) να κυβερνά τα πάντα, οι δούλοι είναι συνέπεια του πολέμου, άρα καλώς υπάρχει η δουλεία. Αυτή είναι η παγανιστική μεταχείριση των δούλων.

-Ας μην ξεχνάμε την επανάσταση του Σπάρτακου. Τόσοι πολλοί ήταν οι δούλοι επί παγανιστικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και τόσο άθλια τους μεταχειρίζονταν, που επαναστάτησαν και συγκρότησαν στρατό!

Βέβαια έπειτα από όλα αυτά είναι λογικό οι αρχαιολάτρες να εκφράζουν το νιτσεϊκό και εξουσιαστικό μίσος τους προς τους δούλους και τους «κατώτερους» εν γένει (επειδή νομίζουν, όντας ελιτιστές, ότι αυτοί είναι οι πνευματικά ή υλικά «Ανώτεροι άνθρωποι»), χαρακτηρίζοντας ενίοτε «θρησκεία των δούλων» το Χριστιανισμό. Παριστάνουν τους «αντιεξουσιαστές» κι από πάνω: «Τυφλοί, παραλυτικοί, δαιμονισμένοι, πτωχοί τω πνεύματι, πόρνες, οικονομιστές, δούλοι, προλετάριοι και άλλοι αποτυχημένοι (...) είναι η πελατεία εκείνη που διέπονται από τον αντίθετο προς την ελληνικότητα τρόπο ζην, πράττειν και σκέπτεσθαι, είναι η πελατεία της Εβραϊκής σκέψεως» (Δημήτρης Λάμπρου, Δαυλός, τ. 226). Βέβαια, αν δεχτούμε ότι η ελληνικότητα ήταν πάντα υπόθεση των λίγων κι όχι των τυφλών, των δούλων, των προλετάριων κ.ά., τότε πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο όχλος των πόλεων της Κλασσικής Ελλάδας καθώς και οι αγρότες ή οι αγράμματοι τσοπάνοι που έβοσκαν πρόβατα στα  βουνά της Αρχαίας Ελλάδας και δεν άκουσαν τίποτα περί Πλάτωνα ή περί Πρωταγόρα – παρά μόνο όταν εξόριζαν τον δεύτερο – δεν είχαν ελληνικότητα˙ δεν ήταν Έλληνες. Να πού οδηγεί ο ελιτισμός.

 

 ΠΡΟΧΩΡΗΣΕ ΣΤΟ Κ' ΜΕΡΟΣ (Χριστιανισμός-Παγανισμός και γυναίκα, έρωτας, κόσμος)

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ