ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΠΛΗΞΙΑ 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

 ΙΗ' ΜΕΡΟΣ 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ 

 

 78. «Οι πιστοί των παραδοσιακών ιδεών στα υψηλά κλιμάκια της βυζαντινής κοινωνίας καλλιεργούσαν την ελληνική γλώσσα, ως απαραίτητο προϋποθέση διά την επιστροφή, κάποτε στην πατρογονική ιδεολογία και θρησκεία, και κατόρθωσαν να επιβάλουν καθ' όλον τον βίον του Βυζαντίου την αττική γλώσσα και να μην επιτρέψουν την εκβαρβαρισμένη δημώδη να φθάσει στους λογίους κύκλους».

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Έπαψε ποτέ έστω κι ένα στα 1123 χρόνια ύπαρξης του Βυζαντίου να καλλιεργείται ή να χρησιμοποιείται η ελληνική; Αφού εξαρχής ήταν ελληνόφωνο το ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας. Δεν χρειάστηκε ποτέ «να καλλιεργηθεί η ελληνική γλώσσα» διότι ποτέ δεν ήταν κάτι το ξένο που θα έπρεπε να το ξαναμάθει ο κόσμος. Ούτε η Εκκλησία εξωβέλισε την ελληνική γλώσσα για χάρη κάποιας άλλης, όπως πλαγίως υπαινίσσονται οι Ν/Π.

Όταν μιλούν περί «πιστών στις παραδοσιακές ιδέες στα υψηλά κλιμάκια» του Βυζαντίου, αλήθεια ποιούς εννοούν μετά τον 7ο αι.; Μήπως τον Λέοντα τον Μαθηματικό; Αυτός ήταν μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.  Μήπως τον Μέγα Φώτιο, πρωτοπόρο στην αναγέννηση των γραμματων κατά τον 9ο αιώνα; Αυτός ήταν Πατριάρχης, κι όχι Παγανιστής. Μήπως τον Θεόδωρο Μετοχίτη κατά τον 14ο αιώνα; Αυτός έκτισε ολόκληρη εκκλησία, τη μονή της Χώρας.

Όσο για την «επιβολή της αττικής γλώσσας» σ’ όλο το βίο του Βυζαντίου, αυτή δεν έγινε βέβαια από Παγανιστές αξιωματούχους, διότι αυτοί έπαψαν να υπάρχουν μετά τον 7ο αιώνα. Η διατήρηση της ελληνικής επί έντεκα αιώνες δεν έγινε από κάποιους... κρυπτοπαγανιστές, αλλά από τους Χριστιανούς λόγιους. Μήπως οι Νεοπαγανιστές θα ισχυριστούν ότι οι – μετά τον 7ο αιώνα ανύπαρκτοι – «παγανιστές υψηλά ιστάμενοι στην βυζαντινή κοινωνία» ανάγκαζαν επί δώδεκα (12) αιώνες την Ορθόδοξη Εκκλησία να αττικίζει; Κι αν έτσι συνέβαινε, τότε γιατί συνέχισε αυτή να αττικίζει και μετά την Άλωση, αφού - σύμφωνα με αυτούς - οι Τούρκοι ήταν προστάτες της Εκκλησίας και συνεπώς  αυτή δεν φοβόταν κανέναν; Μήπως και τότε την εξανάγκαζαν οι κρυπτοπαγανιστές... εξισλαμισμένοι πλέον; Σκόπιμα οι Νεοπαγανιστές συνεχώς μιλάν για εθνικούς, οι οποίοι κατά την διάρκεια της χριστιανικής Ρωμανίας ήθελαν την επανελληνοποίηση της αυτοκρατορίας, υπονοώντας ότι δήθεν η αυτοκρατορία ήταν ελληνική όταν ήταν παγανιστική, κι ότι οι παγανιστές του 4ου, 5ου κ.ά. αιώνων ήταν Έλληνες το γένος σε αντίθεση με τους χριστιανούς. Βέβαια ξεχνούν οι Ν/Π ότι κανένα καημό δεν είχε λ.χ. ο Ιουλιανός να μετωνομάσει  την Αυτοκρατορία από Ρωμαϊκή σε Ελληνική και να εμπεδώσει την ελληνική συνείδηση στους υπηκόους της. Κανένας επίσης παγανιστής διανοούμενος π.χ. Λιβάνιος δεν έγραψε λόγο για «απελευθέρωση των Ελλήνων από τους Ρωμαίους» και εγκαθίδρυση ελληνικής αυτοκρατορίας. Δεν δικαιούνται οι νεοπαγανιστές να λέν ότι οι Χριστιανοί δεν ήθελαν την επικράτηση του ελληνικού έθνους, ενώ οι παγανιστές την ήθελαν. Οι Χριστιανοί ήταν που ίδρυσαν νέα πρωτεύουσα σε ελληνικό έδαφος παραμερίζοντας τον παγανισμό και τον λατινισμό της Παλαιάς Ρώμης.

Δυστυχώς, οι «Βυζαντινοί» λόγιοι και εξουσία θαύμαζαν τόσο άκριτα την αρχαιότητα, που αντί να δώσουν θέση στη ελληνική γλώσσα του λαού της εποχής, ώστε να παραχθούν τα αριστουργήματα που όλοι οι λαοί γράφουν όταν γράφουν στην μητρική τους γλώσσα, καθιέρωσαν μια νεκρή μορφή της ελληνικής. Αυτό το πρόβλημα δεν το δημιούργησαν αυτοί: προϋπήρχε από την αλεξανδρινή εποχή και διατηρήθηκε ώς το 1976, οπότε και καταργήθηκε η καθαρεύουσα και η ζωντανή γλώσσα θριάμβευσε. Οι λόγιοι του Βυζαντίου θυσίασαν την δημιουργικότητά τους, για να επιβιώσει η αρχαία μορφή της ελληνικής.

 

 

 79. «Οι Τούρκοι σουλτάνοι όταν εξέδιδαν φιρμάνι(διαταγή) στις τουρκοκρατούμενες Ελληνικές περιοχές τις έγραφαν στα ελληνικά με την βοήθεια μεταφραστών. Δεν ήταν δυνατόν να απαιτούν από τους Έλληνες υπόδουλους να ξέρουν τουρκικά. Το ίδιο συνέβηκε και με τους Γερμανούς Ναζί στην διάρκεια της κατοχής. Όταν εξέδιδαν διαταγές τις εξέδιδαν στα ελληνικά. Όχι από αγάπη προς την Ελλάδα αλλά γιατί απλούστατα δεν ήταν δυνατόν να απαιτούν από τους Έλληνες να ξέρουν γερμανικά. Το ίδιο συμβαίνει όπου και όταν ένας κατακτητής κατακτίσει μια περιοχή: εκδίδει διατάγματα στην τοπική γλώσσα. Άρα το ίδιο έκανε και το πολυφυλετικό-πολυεθνικό βυζάντιο. Σε κάθε περιοχή εξέδιδε διαταγές στην τοπικώς επικρατούσα γλώσσα. Όχι ότι ήθελε να διατηρήσει την ελληνική γλώσσα, γιατί τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι και η οθωμανική αυτοκρατορία έσωσε την ελληνική γλώσσα επειδή εξέδιδε τα φιρμάνια που αφορούσαν την Ελλάδα στα ελληνικά».  

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Αυτό είναι μια διαστρέβλωση της συνολικής αλήθειας. Μπορεί οι Τούρκοι πότε-πότε να εξέδιδαν στα ελληνικά τις διαταγές τους προς Έλληνες, αλλά:

1) Η ελληνόφωνη Μικρά Ασία του 11ου αιώνα, όταν την κατέκτησαν οι Τούρκοι, μετετράπη σε τουρκόφωνη τον 15ο αιώνα, παρ’ όλο που αρχικώς χρησιμοποίησαν τα ελληνικά ως επίσημη γλώσσα. Κανονικά, θα έπρεπε και οι Σελτζούκοι Τούρκοι να εξελληνιστούν, όπως εξελληνίστηκαν οι Ρωμαίοι, όταν μετέφεραν την πρωτεύουσά τους σε ελληνικά εδάφη. Συνέβη το αντίθετο όμως: δεν εξελληνίστηκαν οι Τούρκοι επειδή κυριαρχούσαν σε ελληνικά εδάφη, αλλά οι Έλληνες της Μικρασίας εκτουρκίστηκαν.

2) Η Ρωμανία δεν εξέδιδε στα ελληνικά απλώς ορισμένα διατάγματα, μόνο  προς τους ελληνικούς πληθυσμούς, ενώ τα υπόλοιπα τα εξέδιδε στα αρμενικά ή τα συριακά ή τα λατινικά, όπως ψεύδονται οι  Νεοπαγανιστές, που νομίζουν ότι θα ξεγελάσουν κανέναν αμαθή σαν τους εαυτούς τους. Η Ρωμανία εξέδιδε όλα τα διατάγματά της στα ελληνικά. Όλοι οι νόμοι ήταν στα ελληνικά. Όλες οι συνθήκες γίνονταν στα ελληνικά. Τα πάντα λεγόταν και γραφόταν στα ελληνικά. Αντίθετα, οι Τούρκοι εξέδιδαν στα ελληνικά μόνο όσα διατάγματα προορίζονταν για Έλληνες, ενώ οι νόμοι, οι συνθήκες εκδίδονταν στα τουρκικά, στα οποία γραφόταν και λεγόταν τα υπόλοιπα.

3) Δεν υπάρχει καμμία σύγκριση με την Γερμανία ή τους Οθωμανούς λοιπόν. Αν υπήρχε ομοιότητα στη γλωσσική πολιτική της Ρωμανίας και της χιτλερικής Γερμανίας ή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, θα έπρεπε

α') εντός του Γερμανικού εδάφους όλοι οι νόμοι να εκδίδονται στην ελληνική και η πολιτική ζωή να διεξάγεται στην ελληνική. Το ίδιο και για ολόκληρη την Τουρκική αυτοκρατορία.

β') Η γερμανική και η οθωμανική άρχουσα τάξη θα έπρεπε να εξελληνιστούν γλωσσικώς.

Επειδή αυτά δεν συνέβησαν, οι Νεοπαγανιστές απλώς αποδεικνύεται ότι είναι σοφιστές, προσπαθώντας απελπισμένα να παρομοιάσουν την Ρωμανία με την Τουρκία. Θα απαντήσουν οι Νεοπαγανιστές ότι οι Βυζαντινοί καθιέρωσαν τα ελληνικά απλώς επειδή οι υπήκοοί τους τα μιλούσαν. Έ τότε, γιατί δεν τα καθιέρωσαν και οι Οθωμανοί, μια για πάντα, αφού και οι δικοί τους υπήκοοι μιλούσαν ελληνικά, παρά κράτησαν την ελληνική επίσημη γλώσσα μόνο για λίγο; Έπραξαν έτσι, απλούστατα, διότι δεν νοιάζονταν για τα ελληνικά.

4) Εάν οι Ρωμαίοι ήθελαν να επικρατήσει η λατινική, θα χρησιμοποιούσαν τις μεθόδους των Οθωμανών, ώστε, όπως οι Οθωμανοί κατάφεραν να εκτουρκίσουν την ελληνόφωνη Μικρά Ασία, έτσι και οι Ρωμαίοι να την είχαν εκλατινίσει ήδη από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης το 330 μ.Χ.

5) Εάν οι Ρωμαίοι ήθελαν να εξαφανιστεί η ελληνική, απλούστατα θα προωθούσαν την λατινική γλώσσα και ποτέ δεν θα έκαναν επίσημη γλώσσα την ελληνική. Απλώς θα συνέχιζαν π.χ. να χρησιμοποιούν τα λατινικά και θα τα επέβαλαν σταδιακά στους πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας. Οι Οθωμανοί μπορεί να έβγαζαν κανένα φιρμάνι στα ελληνικά˙ και είναι αλήθεια ότι στους 2-3 πρώτους αιώνες, επειδή ακόμη οι ελληνόφωνοι ήταν πάρα πολλοί, οι Σελτζούκοι διετήρησαν τα ελληνικά ως επίσημη γλώσσα. Αλλά ο πραγματικός σκοπός τους ήταν να τα εξαφανίσουν υπέρ της τουρκικής. Και το κατάφεραν. Εάν στην ευρωπαϊκή Ελλάδα δεν το πέτυχαν πλήρως, αυτό έγινε λόγω ανυπαρξίας τουρκικών πληθυσμών. Ωστόσο η ελληνική ήταν γεμάτη τουρκικές λέξεις.

6) Βλέπουμε δηλαδή ότι Ρωμαίοι και Οθωμανοί είχαν εντελώς αντίστροφη διαδικασία γλωσσικής πολιτικής. Οι Ρωμαίοι αρχικά είχαν τα λατινικά για ελάχιστο διάστημα και έπειτα καθιέρωσαν τα ελληνικά, ενώ οι Οθωμανοί αρχικά, για ελάχιστο διάστημα (μέχρι να εκτουρκιστεί η Μικρά Ασία), είχαν τα ελληνικά και μετά καθιέρωσαν τα τουρκικά. Δεν υπάρχει ομοιότητα. Υπάρχει η ακριβώς αντίθετη πολιτική. Οι μεν προώθησαν τα ελληνικά. Οι δε τα ξεπάστρεψαν.

7) Οι Ρωμαίοι όμως δεν ήθελαν να εκλατινίσουν, ενώ αντίθετα οι Οθωμανοί ήθελαν και εκτούρκισαν την Μικρα Ασία, παρά τα ελληνόφωνα φιρμάνια τους ή την κατ’ αρχήν χρησιμοποίηση της ελληνικής. Γιατί οι Ρωμαίοι έγιναν ελληνόφωνοι ενώ οι Οθωμανοί όχι, αφού υποτίθεται ότι και οι δύο είχαν την ίδια πολιτική προς την ελληνική γλώσσα;

8) Η ελληνική είχε ήδη καθιερωθεί ως γλώσσα της διεθνούς διπλωματίας από τους Ρωμηούς, οι οποίοι την επέβαλαν ως πανίσχυρο κράτος. Οι Τούρκοι απλά συνέχισαν μέχρι τον 16ο αι. την τακτική αυτή. Αφού ήταν «φιλέλληνες», γιατί δεν συνέχισαν να χρησιμοποιούν τα ελληνικά στη διπλωματία ώς τον 20ό αιώνα; Εξάλλου την διπλωματία την είχαν αναλάβει οι Έλληνες Φαναριώτες, αφού οι Τούρκοι όντας Μουσουλμάνοι απαγορευόταν να μάθουν ξένες γλώσσες. Ήταν φυσικό, στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας να συνεχιστεί η χρήση της ελληνικής, αφού οι Έλληνες δεν γνώριζαν τουρκικά.

Συνεπώς, η Ρωμανία των Ρωμηών Ελλήνων προγόνων μας προστάτεψε την ελληνική, υπερασπίζοντάς την έναντι της λατινικής, της σλαβικής, της περσικής και της αραβικής, ενώ οι Οθωμανοί την αφάνισαν, καταστρέφοντας το εξελληνιστικό έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των ελληνικών αποικισμών του 8ου π.Χ. αιώνα, μια για πάντα. 

Αν μπορούν ας μας πουν οι Νεοπαγανιστές έναν Παγανιστή Αυτοκράτορα από τους πενήντα, που να θεσμοθέτησε επίσημη γλώσσα του κράτους τα ελληνικά. Δε μπορούν, διότι δεν υπήρξε κανένας. Αντίθετα, ο Κλαύδιος «έναν ευυπόληπτο άνδρα, εξέχοντα πολίτη της επαρχίας της Ελλάδας, επειδή αγνοούσε τη λατινική γλώσσα, όχι μόνο τον διέγραψε από τον κατάλογο των δικαστών, αλλά και του αφαίρεσε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη» (Σουετώνιου, Κλαύδιος, 16). Ο Τιβέριος «παρόλο που μιλούσε άνετα και με ευχέρεια τα ελληνικά, δεν τα χρησιμοποιούσε σε κάθε περίπτωση, ενώ τα απέφευγε ιδιαίτερα στη σύγκλητο. Όταν κάποτε θέλησε να χρησιμοποιήσει την ελληνική λέξη μονοπώλειο, ζήτησε συγγνώμη που ήταν υποχρεωμένος να χρησιμοποιήσει έναν ξένο όρο. (..) Σε άλλη περίπτωση, όταν σ’ έναν στρατιώτη ζητήθηκε να καταθέσει στα ελληνικά, ο Τιβέριος του απαγόρευσε να απαντήσει ελληνικά, αλλά μόνο λατινικά» (Σουετώνιου, Τιβέριος, 71). Ο Διοκλητιανός από την ελληνική πόλη της Νικομήδειας επέβαλε ως επίσημη γλώσσα τη λατινική.

Αλλά τι να μας πουν και οι εθνικιστές αρχαιολάτρες, αυτοί που ανακαλύπτουν ανά την Υφήλιο ανύπαρκτους Έλληνες, φανταστικούς «ελληνολάτρες» και ανύπαρκτους «διαδόσαντες την ελληνική γλώσσα». Διέδοσαν την ελληνική οι Πέρσες; Διέδοσαν την ελληνική οι «λάτρεις του ελληνικού πολιτισμού» Άραβες; Πόσοι μιλούσαν τα ελληνικά στην Μέση Ανατολή, όταν την κυρίευσαν οι Άραβες, και πόσοι τα μιλούν τώρα; Δε γνωρίζουν οι χριστιανοφάγοι, ότι οι Άραβες, όταν κατέκτησαν τη Συρία επέβαλαν στο ελληνόφωνο λαό της να πάψει να μιλά τα ελληνικά, «επί απειλή αποτομής των γλωσσών εάν εξηκολούθει λαλών Ελληνιστί» (Γ. Κ. Σκαλιέρη Λαοί και φυλαί της Μικράς Ασίας, εν Αθήναις 1922, β’ έκδ. ΡΗΣΟΣ, σ. 220); Μιλούσαν όλοι οι Μικρασιάτες ελληνικά, όταν κατέλαβαν την Μ. Ασία οι Τούρκοι, ενώ σήμερα δεν τα μιλά κανείς, ναι ή όχι; Δε γνωρίζουν οι αρχαιόπληκτοι ότι οι Τούρκοι, ιδίως μετά το 1512, όπως λέει ο Hamer (Geschichte des osmanlichen Reiches), «απέκοπτον την γλώσσαν των γηγενών, όπως, μη μεταδιδομένης προφορικώς της ελληνικής λαλιάς, εκμανθάνωσιν οι επιγιγνόμενοι την τουρκικήν, εκατοντάδες χιλιάδων Ελλήνων» (Γ. Κ. Σκαλιέρη Λαοί και φυλαί της Μικράς Ασίας, εν Αθήναις 1922, β’ έκδ. ΡΗΣΟΣ, σ. 123); «Στα 1277 ο βεζύρης του νέου [Σελτζούκου] σουλτάνου Αχμέντ μπέης, εξέδωσε φερμάνι, σύμφωνα με το οποίο καθιερωνόταν υποχρεωτική η χρησιμοποίηση της τουρκικής όχι μόνο στις δημόσιες υπηρεσίες, αλλά και στις δημόσιες συναθροίσεις και τις ιδιωτικές συναναστροφές» (Σαρρή Ν. Οσμανική Πραγματικότητα, εκδ. ΙΔ Αρσενίδης και ΣΙΑ, τ. I, σ. 58). Ώστε από τα 1277 οι «φιλέλληνες Τούρκοι» που «φέρθηκαν όπως οι Ρωμαίοι» δίωκαν τα ελληνικά.  Πόσο την διέδοσαν οι δυτικοευρωπαίοι; Την καθιέρωσε επίσημη γλώσσα στο κράτος του κανένας από όλους αυτούς τους λαούς; Εξελληνίστηκε κανένας από όλους αυτούς τους «ελληνολάτρες»;

 

 

 80. «Εις ότι αφορά τα ευαγγέλια: Αν κάποιος σήμερα ήθελε να διαδώσει μία διεθνιστική ιδεολογία σίγουρα θα έγραφε τα «ευαγγέλια» της ιδεολογίας του στα αγγλικά η οποία υπερισχύει ως διεθνής γλώσσα. Εάν έκανε το ίδιο στα 1700-1800 τότε θα έπρεπε να τα γράψει στα γαλλικά. Εάν όμως έπρεπε να διαδώσει μια διεθνιστική ιδεολογία πριν 2000 χρόνια θα έπρεπε να το κάνει στα ελληνικά διότι τότε η ελληνική ήταν ότι είναι σήμερα τα αγγλικά: διεθνής γλώσσα. Άρα όχι ότι μας έκαναν χάρη οι χριστιανοί, απλώς αν έγραφαν τα ευαγγέλια τους σήμερα θα τα έγραφαν στα αγγλικά».

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Λεν οι νεοπαγανιστές ότι η χρήση της ελληνικής από την Εκκλησία στο Βυζάντιο ήταν τυχαία, διότι απλώς η ελληνική ήταν διεθνής γλώσσα και δεν γινόταν να μην την χρησιμοποιήσει η Εκκλησία. Τότε πρέπει να απαντήσουν στα εξής ερωτήματα:

1) Δεν θα μπορούσε η Εκκλησία των πρώτων αιώνων να χρησιμοποιήσει την λατινική, που ήταν η γλώσσα των Παγανιστών Αρχαίων Ρωμαίων, για να τους κολακέψει;

2) Η λατινική δεν ήταν εντελώς άγνωστη στους λαούς, και η Εκκλησία θα μπορούσε να μεταφράσει στην λατινική τα Ευαγγέλια από τον 1ο ή τον  2ον μ.Χ. αιώνα. Γιατί δεν το έπραξε;

3) Αφού και η λατινική ήταν «διεθνής» γλώσσα, τουλάχιστον για το δυτικό ήμισυ της Αυτοκρατορίας, γιατί η Εκκλησία χρησιμοποίησε και στο δυτικό τμήμα τα ελληνικά ως γλώσσα της Λειτουργίας μέχρι τον 4ο μ.Χ. αιώνα; Ποιος ο λόγος; Δεν δυσχέραινε την κατανόηση του δόγματος έτσι;

4) Αφού η Εκκλησία χρησιμοποίησε τα ελληνικά απλώς επειδή ήταν η διεθνής γλώσσα τους 3 πρώτους χριστιανικούς αιώνες κι επειδή την ήξεραν οι Ρωμαίοι κρατούντες, τότε γιατί δεν χρησιμοποίησε τα τουρκικά, όταν οι κρατούντες ήταν οι Οθωμανοί πλέον, και η τουρκική ήταν η διεθνής, η πιο γνωστή γλώσσα σε όλην την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ώστε αφενός να (προσπαθήσει να) πετύχει τον εκχριστιανισμό των Τούρκων, αφετέρου να τους ξεγελά, για να γλιτώνει από τυχόν βιαιότητες, μιλώντας και διαδίδοντας στους χριστιανικούς πληθυσμούς την τουρκική; Αφού υποτίθεται ότι την ελληνική την έβλεπε απλώς ως γλωσσικό όργανο διάδοσης του Χριστιανισμού, γιατί να μην έβλεπε και την τουρκική ως τέτοια;

5) Γιατί όλες οι Οικουμενικές σύνοδοι έγιναν στα ελληνικά, παρ’ όλο που η επίσημη γλώσσα του κράτους ήταν τα λατινικά;

6) Γιατί τα Πατριαρχεία Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας, Ιερουσαλήμ χρησιμοποιούν (κατά κύριο λόγο και) τα ελληνικά, αφού η «κοινή» γλώσσα της περιοχής τους είναι τα αραβικά, ενώ εκεί δεν υπάρχει κανείς ελληνόφωνος σήμερα;

«Δυτικοί Ιεράρχες έφεραν ελληνικά ονόματα (Ιππόλυτος) και οι επιγραφές στα μνήματα χαράσσονταν στην ελληνική (M.K. Lafferty, Translating Faith from Greek to Latin: Romanitas and Christianitas in Late Fourth-Century Rome and Milan, “Journal of Early Christian Studies”, 11/1 (2003) 28-29). Η ελληνική ήταν και η γλώσσα της λειτουργίας και μόλις μετά το 360 στη Ρώμη ο πάπας Δάμασος (366-384) και το 390 στο Μιλάνο ο επίσκοπος Αμβρόσιος (374-397) την αντικατέστησαν με τη λατινική, καθόσον το εκκλησίασμα δεν κατανοούσε τα ελληνικά. Περί το 400 η λειτουργία στα Ιεροσόλυμα, όπως διαβάζουμε στο Οδοιπορικό της Αιθερίας, τελείται από τον επίσκοπο στην ελληνική» (Α. Βασιλακοπούλου, «Η ελληνική παιδεία στο Βυζάντιο», Φαινόμενα Νεοειδωλολατρίας, εκδ. Θεοδρομία, σ. 254). «Πάπες, όπως ο Λέων Γ’ (795-816), διατηρούσαν σε δυτικές επαρχίες, όπως η Ακυηλΐα, την ελληνικη γλώσσα στην εκκλησιαστική πράξη (Φώτιος, επιστ. 291 τῷ θεοφιλεστάτῳ μητροπολίτῃ Ἀκυληΐας)» (Α. Βασιλακοπούλου, «Η ελληνική παιδεία στο Βυζάντιο», Φαινόμενα Νεοειδωλολατρίας, εκδ. Θεοδρομία, σ. 270). «Όσες αιρέσεις καταδικάζονται από τις Συνόδους περιορίζονται σε αλλόγλωσσες περιοχές (Αίγυπτο, Συρία, Παλαιστίνη, Ιβηρία, Αρμενία). Οι μονοφυσίτες λ.χ. εκφράζονται συριακά. Ο Αναστάσιος ο Πέρσης (Ζ’ αι.), αφού προσχωρεί στην Ορθοδοξία, αρνείται να μιλήσει περσικά καίτοι πολλὰ ἀναγκασθείς (B. Flusin, Anastase le Perse et la Palestine du VIIe siθcle, Paris 1992, I 33: 77, 3-4˙ VII 21: 345, 8-10). Ορθοδοξία και ελληνοφωνία ταυτίζονται (G. Dragon, Formes et Fonctions du pluralisme linguistique ΰ Byzance (IXe-XIIe siθcle), “TM” 12 (1994) 230: “La chrιtientι est reconnue multilinguelorthodoxie est exclusivement greque”)» (Α. Βασιλακοπούλου, «Η ελληνική παιδεία στο Βυζάντιο», Φαινόμενα Νεοειδωλολατρίας, εκδ. Θεοδρομία, 275). Η εκκλησία πάντοτε εκτιμούσε την ελληνική και ουδέποτε παραγνώρισε ότι η συγκεκριμένη αυτή γλώσσα επιλέχτηκε από το Θεό για την αρχική διάδοση του Χριστιανισμού.

 

 

 81. "Ο Χριστιανισμός αντέγραψε τον Πλατωνισμό, μη έχοντας δική του ουσιαστική φιλοσοφία. Αυτό έγινε μέσω της διαστρέβλωσης του Πλάτωνα, σε σημείο που να βλέπουν οι Χριστιανοί στον Πλάτωνα έναν προ Χριστού Χριστιανό. Η αλήθεια είναι ότι ο Χριστιανισμός ως θεολογία είναι διαστρεβλωμένη αντιγραφή του Πλατωνισμού. Αξίζει λοιπόν να προτιμήσουμε τον αυθεντικό Πλατωνισμό".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η άποψη του Χριστιανισμού, από τα πρώτα χρόνια για τον Πλάτωνα και τη φιλοσοφία εν γένει ήταν ότι «τα διδάγματα του Πλάτωνα δεν είναι ξένα προς το Χριστό, αλλά δεν είναι και παντελώς όμοια.(..) Όσα λοιπόν είναι καλά ειπωμένα, είναι δικά μας», όπως έγραφε ο  Ιουστίνος, φιλόσοφος και μάρτυρας κατά τον 2ο μ.Χ. αι., ενώ για την φιλοσοφία, ότι υπήρχαν ψήγματα αλήθειας σε αυτήν. Όταν έλεγαν «τα καλά ειπωμένα είναι δικά μας», δεν εννοούσαν απαραίτητα ότι τα έκλεψε (με δόλο ή χωρίς) –υπήρχαν φυσικά και άλλοι που πίστευαν ότι τα αντέγραψε, στηριζόμενοι σε λανθασμένες χρονολογικές εκτιμήσεις και έλλειψη αντίληψης ότι  δεν υπήρχε τέτοια επικοινωνία μεταξύ των δύο λαών στις παλιές εποχές – αλλά ότι υπάρχει ο σπερματικός λόγος σε όλους τους λαούς. Όλα τα καλά, είτε των αρχαίων Ελλήνων είτε άλλων, είναι αποτέλεσμα του ενός Θεού, του χριστιανικού, που έδωσε σε όλους μυαλό κι έτσι ο Ιουστίνος μπορούσε τα λέει «δικά μας» δηλαδή χριστιανικά.  Η ομοιότητα λοιπόν δεν σημαίνει αντιγραφή ή κακοαντιγραφή.

Υπάρχουν πολλές ουσιώδεις διαφορές στον τρόπο σύλληψης του Θεού μεταξύ Χριστιανισμού και Πλάτωνα: «Κατά την πλατωνική κοσμολογία, όπως εκτίθεται στον Τιμαίο, ο θεός βάζει σε τάξη την άτακτη κίνηση της ύλης μορφοποιώντας τα αισθητά όντα. Η ύλη είναι αδημιούργητη και συναιώνια του θεού. Ο θεός μορφοποιεί την ύλη βάσει ενός αιωνίου προτύπου, ιδανικού και ακίνητου καθ’ εαυτόν, εν αντιθέσει προς την ατάκτως κινούμενη ύλη. Το πρότυπο αυτό (...) είναι ο ιδανικός και αιώνιος νοητός κόσμος των ιδεών. Ατενίζοντας προς αυτό το αιώνιο πρότυπο, κατασκευάζει τον ορατό κόσμο ο δημιουργός. Τα αρχέτυπα και πρότυπα των όντων, οι ιδέες, είναι αιώνιες, αγέννητες, ανώλεθρες. Τα αισθητά όντα είναι είδωλα και μιμήσεις των αιωνίων αυτών αρχετύπων. Σημειωτέον ότι τα αιώνια πρότυπα ίστανται εκτός του δημιουργού, ανεξαρτήτως αυτού και επιπλέον περιοριστικώς αυτού: διότι αυτές είναι εν τελική αναλύσει οι νοητές συγκροτησιακές αρχές των αισθητών όντων, βάσει των οποίων ο πλατωνικός δημιουργός κατασκευάζει τον αισθητό κόσμο, περιορίζοντας την δημιουργική ελευθερία του. (.....) Στον χριστιανισμό μία είναι η αρχή πάντος ό,τι νοείται και υπάρχει: ο Θεός. Ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο εξ ουκ όντων, από το απόλυτο μηδέν. Βέβαια ο κόσμος προϋφίστατο αιωνίως στον νου του Θεού, αλλά δημιουργήθηκε σε δεδομένο καιρό και μαζί μ’ αυτόν αρχίζει να υπάρχει και ο χρόνος. Όταν λέμε ότι ο κόσμος προϋφίστατο αιωνίως στη σκέψη του Θεού, εννοούμε ότι ουσιώθηκε σε δεδομένο καιρό βάσει των ακτίστων λόγων των όντων, που είναι τα αρχέτυπα των κτιστών νοητών και αισθητών όντων˙ δεν νοούνται ως υφιστάμενοι εκτός του νου του Θεού, αλλ’ ως εννοήματα και αγαθά βουλήματα αυτού. Βάσει των ακτίστων λόγων οργανώνονται ο κτιστός νοητός και αισθητός κόσμος, οι νοητές και αισθητές ουσίες καθώς και οι ιδιότητες και ποιότητες αυτών. Επομένως στο χριστιανισμό μία είναι αρχή του νοητού και αισθητού κτιστού κόσμου: το άκτιστο θείο, η άκτιστος τριαδική θεότης, που δημιουργεί με απόλυτη ελευθερία, χωρίς κανένα εξαναγκασμό και περιορισμό. (....) Οι άκτιστοι λόγοι αγαθά βουλήματα που υφίστανται στο νου του Θεού. (............) Η βιβλική και πατερική διδασκαλία για την εξ ουκ όντων δημιουργία του κόσμου (...) θέτουν και ένα ακόμη ζήτημα άκρως σημαντικό: ο κόσμος είναι ενδεχόμενο, δηλαδή κάλλιστα μπορούσε να μην υπάρχει, και όχι κατά αναγκαιότητα ύπαρξη, όπως πρέσβευε ο αρχαίος ελληνικός στοχασμός» (Φώτη Σχοινά, "Ελληνισμός και Χριστιανισμός: ρήξη ή ζεύξη;" περιοδικό Σύναξη,  τ. 69). Δηλαδή, όπως έχει προαναφερθεί, ο δημιουργός του Πλάτωνα είναι αδύναμος θεός, δεν έχει τη δυνατότητα να φτιάξει τον κόσμο όπως αυτός τον θέλει, αλλά περιορίζεται από τις ιδέες και από την ύλη. Αντίθετα, ο χριστιανικός θεός δεν έχει τέτοια προβλήματα. Αυτά έχουν συνέπειες και στην θεοδικία καθώς και στο πρόβλημα της ενσαρκώσεως των ανθρωπίνων ψυχών στα υλικά σώματα, που αντιμετωπίζει αντιφάσκοντας ο Πλατωνισμός, όπως έχει αναφερθεί αλλού (αλλού γράφει πως φταίει η Ανάγκη να ενσαρκωθούν οι ψυχές, κι αλλού πως φταίει η αποτυχία ενός τμήματος της ψυχής).

Ειδικότερα, για το ζήτημα των ιδεών, υπάρχει μεγάλη σύγχυση, γιατί μπερδεύουν πολλοί, ακόμη και μη χριστιανοί, τους χριστιανικούς λόγους με τις πλατωνικές ιδέες, κι έτσι κατηγορούν για αντιγραφή τον Χριστιανισμό. «Τους λόγους των όντων, οι πατέρες τους θεωρούν ως αΐδια θελήματα της βούλησης του Θεού να κτιστεί και να είναι η σύμπασα κτιστή πραγματικότητα με τη νομοτέλεια και τη στόφα που έχει. Αρκετοί τούς εκλαμβάνουν ως πλατωνικά αρχέτυπα. «Όμως Θεό και κόσμο συνδέουν μόνο οι ενέργειες και τίποτα άλλο. Οι λόγοι των όντων είναι παραδείγματα, εικόνες, θελήματα, προορισμοί στη θεία βούληση: Μ. Βασιλείου, Κατά Ευνομίου PG 29, 556D-557A: «φυσικὴ μέν, ὡς ἡ τῶν κτισμάτων κατὰ τοὺς δημιουργικοὺς λόγους διαταχθεῖσα». Ζαχαρίου σχολαστικού, Διάλεξις, PG 85, 1058B: «φαμὲν γὰρ τὸν Θεὸν ἀεὶ δημιουργόν, ὡς ἔχοντα τοὺς δημιουργικοὺς λόγους ἐν ἑαυτῷ, καὶ ὅταν ἐθέλῃ προάγοντα». Διονυσίου Αεροπαγίτου, Περί θείων ονομάτων, PG 3, 824C: «παραδείγματα δέ φαμεν εἶναι τοὺς ἐν τῷ Θεῷ τῶν ὄντων οὐσιοποιοὺς καὶ ἑνιαίως προϋφεστῶτας λόγους, οὕς ἡ θεολογία προορισμοὺς καλεῖ, καὶ θεῖα καὶ ἀγαθὰ θελήματα, τῶν ὄντων ἀφοριστικὰ καὶ ποιητικά». Μάξιμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1080A: «τοὺς γὰρ λόγους τῶν γεγονότων ἔχων πρὸ αἰώνων ὑφεστῶτας βουλήσει ἀγαθῃ κατ’ αὐτοὺς τήν τε ὁρατὴν καὶ ἀόρατον ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ὑπεστήσατο κτίσιν». Ιωάννου Δαμασκηνού, Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, PG 19, 1340C: «δεύτερος τρόπος εἰκόνος ἡ ἐν τῷ Θεῷ τῶν ὑπ’ αὐτοῦ ἐσομένων ἔννοια, τουτέστιν ἡ προαιώνιος αὐτοῦ βούλησις ἡ ἀεὶ ὡσαύτως ἔχουσα˙ ἄτρεπτον γὰρ τὸ θεῖον, καὶ ἡ βούλησις αὐτοῦ ἄναρχος, ᾗ καθὼς προαιωνίως ἐβουλήθη, ἐν τῷ προορισθέντι ὑπ’ αὐτοῦ καιρῷ γίνεται τὰ ὁρισθέντα˙ εἰκόνες γὰρ καὶ παραδείγματα τῶν ὑπ’ αὐτοῦ ἐσομένων ἡ περὶ ἑκάστου αὐτῶν ἔννοια, οἳ καὶ προορισμοὶ παρὰ τῷ Ἁγίῳ Διονυςίῳ ὀνομάζονται. Ἐν γὰρ τῇ βουλῇ αὐτοῦ προωρισμένα καὶ ἀπαραβάτως ἐσόμενα».

Η σύγχυση προκαλείται ίσως επειδή νομίζεται πως οι Πατέρες είναι σχολαστικοί πραγματοκράτες που αποδέχονται τα «ουνιβερσάλια». Η επικοινωνία ακτίστου τριαδικού Θεού και κτιστής πραγματικότητας γίνεται μέσω των άκτιστων θείων ενεργειών, και τίποτε περισσότερο ή λιγότερο. Επομένως καταλαβαίνει κανείς πολύ εύκολα πόση προχειρολογία κρύβουν ή φανερώνουν οι ισχυρισμοί που επισημαίνουν νεοπλατωνικές επιδράσεις στη βυζαντινή θεολογία και φιλοσοφία ακόμη» (Ν.Α. Ματσούκα Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, , εκδ. ΒΑΝΙΑΣ, σ. 217-219).

Μια άλλη διαφορά είναι στους όρους γενητό και αγένητο, κτιστό και άκτιστο. Στον πλατωνισμό, μόνο το νοητό είναι αιώνιο, ανώλεθρο, άφθαρτο και αμετάβλητο, ενώ το αισθητό είναι φθαρτό, γιγνόμενο και απολλύμενο. «Αντίθετα, στη διάκριση κτιστού-ακτίστου, γενητός και δυνάμει τρεπτός και αλλοιωτός είναι και ο κτιστός νοητός κόσμος˙ αισθητά και νοητά είναι τρεπτά, από τον άγγελο και τις ψυχές ώς το τελευταίο λιθαράκι. Πολλοί νομίζουν ότι βασική διάκριση κατά τη θεολογία είναι μεταξύ αισθητού και νοητού, γενητού και αγένητου. Όμως και ο νοητός κτιστός κόσμος, όπως ψυχή, νους, κτλ., βρίσκεται σε ένα τέτοιο γίγνεσθαι, ενώ η δυαρχική φιλοσοφία κάτι τέτοιο για το νοητό κόσμο θα το θεωρούσε βλασφημία» (Ν.Α.Ματσούκα, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, εκδ. ΒΑΝΙΑΣ, σ. 200). Τέτοια πράγματα δεν υπάρχουν στον Πλάτωνα. Δεν μπορούν να θεωρηθούν αντιγραφή από αυτόν, διότι προέρχονται από την Αγία Γραφή, που τονίζει από το βιβλίο της Γενέσεως ότι ο Θεός είναι παντοδύναμος (δηλαδή ανεξάρτητος από "ιδέες"), και ότι έπλασε τον κόσμο εκ του μη όντος. Αν αυτά δεν τα έλεγε η Γένεση, τότε πράγματι θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι οι πατέρες απλώς τροποποίησαν τον Πλατωνισμό προς την κατεύθυνση της παντοδυναμίας του δημιουργού. Αλλά δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Υπάρχουν πολλά άλλα παραδείγματα, όπου οι ερευνητές αδυνατούν να αντιληφθούν πως οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν αντιγράφουν τον Πλάτωνα. Το έργο Περί κατασκευής ανθρώπου, του Γρηγόριου Νύσσης διάφοροι ξένοι ερευνητές το ερμηνεύουν με τέτοιο τρόπο, ώστε κάνουν λόγο για δύο δημιουργίες, τις οποίες δέχεται τάχα ο Γρηγόριος Νύσσης: μια ιδεατή (!) και μια άλλη γήινη (!). «Όμως η άποψη αυτή είναι παντελώς εσφαλμένη. Ο Γρηγόριος Νύσσης μάς λέει ρητά και κατηγορηματικά ότι πρώτα κατασκευάζεται σπερματικά το καθόλου σύμπαν, και έτσι σ’ αυτό εντάσσεται, στην πρώτη δηλαδή κατασκευή, και ο καθόλου άνθρωπος. Έπειτα οι καταβολές εξελίσσονται στην ποικιλία των πραγμάτων του κόσμου και της ζωής και στην εμφάνιση του συγκεκριμένου ανθρώπου, ως Αδάμ και Εύας. Επομένως τόσο για το σύμπαν όσο και για τον άνθρωπο ειδικά δεν ισχύουν δύο δημιουργίες, ιδεατή και γήινη, αλλά μια σπερματική σε μια πορεία δυναμικά εξελικτική (PG 44, 185B-D): Εἰπὼν ὁ λόγος ὅτι ἐποίησεν «ο Θεὸ τὸν ἄνθρωπον, τῷ ἀορίστῳ τῆς σημαςίας ἅπαν ἐνδείκνυται τὸ ἀνθρώπινον. Οὐ γὰρ συνωνομάσθη τῷ κτίσματι νῦν ὁ Ἀδάμ, καθὼς ἐν τοῖς ἐφεξῆς ἡ ἱστορία φηςίν˙ ἀλλ’ ὄνομα τῷ κτισθέντι ἀνθρώπῳ οὐχ ὅ τις, ἀλλ’ ὁ καθόλου ἐστίν... Ὁμοίως ἔχει ὅ τε τῇ πρώτῃ τοῦ κόσμου κατασκευῇ συναναδειχθεὶς ἄνθρωπος, καὶ ὁ κατὰ τὴν τοῦ παντὸς συντέλειαν γενιςόμενος, ἐπίσης ἐφ’ ἑαυτῶν φέρουσι τὴν θείαν εἰκόνα. Διὰ τοῦτο εἷς ἄνθρωπος κατωνομάσθη τὸ πᾶν, ὅτι τῇ δύναμει τοῦ Θεοῦ οὔτε τι παρῴχηκεν, οὔτε μέλλει, ἀλλὰ καὶ τὸ προσδοκώμενον ἐπίσης τῷ παρόντι τῇ περιεκτικῇ τοῦ παντὸς ἐνεργείᾳ περικρατεῖται. Πᾶσα τοίνυν φύσις ἡ ἀπὸ τῶν πρώτων μέχρι τῶν ἐσχάτων διήκουσα, μία τις τοῦ ὄντος ἐστὶν εἰκών». Η θεωρία για τις δυο δημιουργίες προφανώς πλάστηκε με την επίδραση προκαταλήψεων ότι ο Γρηγόριος Νύσσης πλατωνίζει.

Όμως, δεν έχει λανθασμένα θεωρηθεί κοντά ο Πλάτωνας στο Χριστιανισμό. Ενώ είναι δεδομένο πως κανείς πατέρας της Εκκλησίας δεν θεώρησε όλα τα δόγματα του Πλάτωνα χριστιανικά, ομοιότητες όπως η ύπαρξη δημιουργού (που σε ορισμένα έργα είναι προσωπικός – «πατέρας» – και  σε άλλα απρόσωπος – «αγαθόν»˙ διόλου παράξενο για τον Πλάτωνα που αντιφάσκει), η κατάκριση των μύθων, η ύπαρξη –παρά την ουσιώδη διαφορά – πλατωνικών αρχετύπων, η θεωρία για ουράνια καταγωγή του ανθρώπου δεν μπορεί παρά να φέρνουν πιο κοντά τις δύο απόψεις, σχετικά με άλλες φιλοσοφίες. Δεν παρερμήνευσε ούτε διαστρέβλωσε τον Πλάτωνα ο Χριστιανισμός, λοιπόν, γιατί οι διαφορές και οι ομοιότητες είναι προφανείς. Εάν έχουν χαρακτηριστεί προ Χριστού Χριστιανοί κάποιοι φιλόσοφοι, με αυτό εννοείται όχι πως πίστευαν στην Π.Δ. ή ότι περίμεναν τον Μεσσία-Χριστό, αλλά ότι, προ Χριστού όντες είχαν προετοιμάσει το φιλοσοφικό έδαφος για το Χριστιανισμό και είπαν πράγματα που σε γενικές γραμμές δεν είναι ασύμβατα με το Χριστιανισμό. Φυσικά, τα πράγματα θα ήταν πιο ξεκάθαρα, εάν δεν υπήρχε ο σοβινισμός, που κάνει τους μεν φιλοχριστιανούς εθνικιστές αρχαιολάτρες να θέλουν να «ελληνοποιήσουν» κάθε θεωρία, προκειμένου να την αποδεχτούν, τους δε αντιχριστιανούς εθνικιστές αρχαιολάτρες να χαίρονται σα μικρά  παιδάκια με την απουσία καταγωγής από την Ελλάδα, ώστε να την απορρίψουν.

Υπάρχει βεβαίως η αντίληψη ότι ο Χριστιανισμός «διαστρέβλωσε» τον Πλατωνισμό εμμέσως, ενώ οι Νεοπλατωνικοί τον ερμήνευσαν σωστά. Πέραν από τις γενικές ομοιότητες με αυτόν, ο Χριστιανισμός δεν είχε καμμία υποχρέωση – σάμπως να ήταν μια «πλατωνική σχολή» – να αποδέχεται όλον τον Πλάτωνα. Αλλά, από την άλλη, οι Νεοπλατωνικοί στην προσπάθειά τους να «προστατεύσουν» τον Πλάτωνα από τον Χριστιανισμό και ταυτόχρονα να αποδείξουν ότι υπήρχε ενιαίο ελληνικό φιλοσοφικό μέτωπο κατά του Χριστιανισμού, έλεγαν ότι ακόμη κι ο Αριστοτέλης συμφωνεί μαζί του. «Ο Πλάτωνας, ο οποίος πίστευαν οι Νεοπλατωνικοί ότι μπορούσε να συμφιλιωθεί με τον Αριστοτέλη ήταν ο Πλάτωνας, όπως αυτοί τον κατανοούσαν. Κι αυτός, όπως έχουμε δει δεν ήταν ο απλώς ο Πλάτωνας των διαλόγων. Παρότι ο Πλωτίνος χρησιμοποιούσε τον Αριστοτέλη για να κατανοήσει τον Πλάτωνα και με αυτόν τον τρόπο να τον υπερασπίσει έναντι του Αριστοτέλη, οι ύστεροι Νεοπλατωνικοί έφτασαν προοδευτικά στο σημείο να δεχθούν την ιδέα ότι ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης βρίσκονταν σε απόλυτη συμφωνία μεταξύ τους. Οι Νεοπλατωνικοί δεν αμφισβητούσαν την εγκυρότητα της μαρτυρίας του Αριστοτέλη όσον αφορά τις θεωρίες του Πλάτωνα. Αναλόγως, αφοσιωμένοι όπως ήταν στο να υπερασπίσουν τον Πλάτωνα, οδηγήθηκαν στο να τον υπερασπίσουν με τη βοήθεια αριστοτελικών όρων. Και αυτό δεν σημαίνει πως ήθελαν να στραφούν προς τον Αριστοτέλη˙ σημαίνει ότι αποδεχόμενοι τους ισχυρισμούς του Αριστοτέλη σε ό,τι έλεγε ο Πλάτων, δεν πίστευαν ότι θα τους οδηγούσε στις αντιφάσεις για τις οποίες επέμενε ο Αριστοτέλης» (R.T. Wallis, Νεοπλατωνισμός, εκδ. Αρχέτυπο, σ. 13-14).

Όσον αφορά, λοιπόν τους Νεοπλατωνικούς, που τάχα ορθώνονται, από τους Νεοπαγανιστές, ως αντίπαλο δέος στον Χριστιανισμό παρατηρούμε ότι ούτε ενιαίος ήταν ο Νεοπλατωνισμός ούτε ελληνικότερος του Χριστιανισμού ούτε εντελώς αντίθετός του.

-«Ότι ο νεοπλατωνικός Πλάτωνας απέχει πολύ από τον ίδιο τον Πλάτωνα συνολικά είναι εμφανές ακόμα και μέσα από μια πρόχειρη σύγκριση» (R.T. Wallis Νεοπλατωνισμός, εκδ. Αρχέτυπο, σ. 45).

-Δεν είχαν όλοι το Έν στην κορυφή της κλίμακάς τους. Για παράδειγμα, ο Ιάμβλιχος, σύμφωνα με τον Δαμάσκιο (Περί Αρχών, 1, 86, 3) προχώρησε κι άλλο αξιώνοντας μια υπέρτατη αρχή που υπερέβαινε ακόμη και το Έν, και την οποία αποκαλούσε απλά «Άρρητο». Στην κορυφή του συστήματος του Νεοπλατωνικού Ιεροκλή δε βρίσκεται το νεοπλατωνικό Εν, αλλά ένας Νους (Ιεροκλή, Εις τα Χρυσά Έπη, 28, 12 = Φώτιος Μυριόβιβλος 462b, 18), ο οποίος ταυτίζεται με το Δημιουργό του Πλάτωνα (Φώτιος, 172a) και περιγράφεται σα να έχει δημιουργήσει τόσο το Νοητό όσο και τον αισθητό κόσομο εκ του μηδενός – μια θεωρία μοναδική σε όλη την παγανιστική ελληνιστική φιλοσοφία, την οποία ωστόσο ο Ιεροκλής αποδίδει όχι μόνο στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη, αλλά στον Αμμώνιο Σακκά, στον παγανιστή Ωριγένη, στον Πλωτίνο κ.ά. (R.T. Wallis Νεοπλατωνισμός, εκδ. Αρχέτυπο, σ. 229).

- Δεν είχαν όλοι την ίδια αντίληψη περί ψυχής. Ο Πλωτίνος π.χ. δεχόταν την ύπαρξη ενός άπτωτου μέρους της ψυχής, ενώ ο Ιάμβλιχος και οι ύστεροι Νεοπλατωνικοί (Πρόκλος, Στοιχείωσις θεολογική, 211˙ Σιμπλίκιος, Περί Ψυχής, 6, 12-17) την απέρριπταν, παραδεχόμενοι ότι ολόκληρη η ψυχή μπορούσε να επηρεάζεται από το σφάλμα. Επίσης αρνούνταν την άποψη του Πλάτωνα ότι τα ζώα έχουν ψυχή και υπάρχει μετεμψύχωση σ’ αυτά. «Ο Πλωτίνος είναι συχνά ικανοποιημένος με μια διμερή διάκριση των ψυχών σε ανώτερες και κατώτερες ή λογικές και άλογες, σε άλλα σημεία διαιρεί την ψυχή σε τρία ή και περισσότεα επίπεδα. Κατά τρόπο συγκεχυμένο μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να χρησιμοποιεί εναλλακτικά δύο διαφορετικές τριμερείς διαιρέσεις. Η πρώτη από αυτές αναγνωρίζει την αισθητηριακή αντίληψη ως αυτόνομο επίπεδο, ενδιάμεσο μεταξύ εννοιακής σκέψης και «φυτικής ψυχής» - η οποία ονομάζεται έτσι λόγο της ευθύνης της για τη θρέψη και την αύξηση, περιλαμβάνει όμως επισης και τις σωματικές επιθυμίες και τα συναισθήματα. Η δεύτερη αναγνωρίζει στην κορυφή της Ψυχής ένα «άπτωτο» επίπεδο, το οποίο παραμένει σε αιώνια ενατένιση του Νου χωρίς ποτέ να κατεβαίνει σε αυτόν τον κόσμο. Ο Πλωτίνος δέχεται ότι η αναγνώριση ενός τέτοιου επιπέδου αποτελεί καινοτομία (IV, 8, 8, 1-6). Σύγχυση πιθανότατα προκύπτει από το γεγονός ότι το «ενδιάμεσο» επίπεδο της ψυχής ταυτίζεται κατά την πρώτη ταξινόμηση με την αισθητηριακή αντίληψη και κατά τη δεύτερη με την εννοιακή σκέψη (II, 9, 2, 4 κε˙ IV, 3, 12, 1-8) και το πρόβλημα γίνεται ακόμη χειρότερο από τις συχνές προσπάθειες του Πλωτίνου να υποστηρίξει τον «άπτωτο» χαρακτήρα της έλλογης ψυχής στο σύνολό της» (R.T. Wallis Νεοπλατωνισμός, εκδ. Αρχέτυπο, σ. 127)

-Ενώ ο Πρόκλος δεχόταν (Εις Αλκιβιάδη, 54-56) δύο μορφές έρωτα, την καθαρά πλατωνική (από τον κατώτερο για το Ανώτερο) και την «καθοδική» ή «προνοιακή» (που προτρέπει το Ανώτερο να φροντίσει για τα δημιουργήματά του), ο Πλωτίνος απέρριπτε κάτι τέτοιο, αφού το Εν αδιαφορεί για τα δημιουργήματά του, τα οποία δημιουργήθηκαν δίχως το Εν να το θελήσει ή να μη το θελήσει.

-«Ο Πλωτίνος φτάνει μέχρι το σημείο να δηλώσει ότι το Πρωταρχικό Κάλλος είναι άμορφο (VI, 7, 33, 37-8), διαρρηγνύοντας έτσι ολοκληρωτικά το δεσμό του με τον παραδοσιακό Πλατωνισμό» (R.T. Wallis Νεοπλατωνισμός, εκδ. Αρχέτυπο, σ. 148). Επίσης υποστηρίζει με όρους σκανδαλιστικούς για τους παραδοσιακούς Έλληνες διανοητές ότι το Εν, η πηγή της Μορφής, του Μέτρου και του Ορίου, πρέπει να είναι καθεαυτό Άμορφο, Απροσμέτρητο και Άπειρο.

-Κακολογούν ορισμένοι τα ορθογραφικά λάθη που βρίσκονται σε βυζαντινά χειρόγραφα ως δείγμα του πόσο ανέγγιχτοι ήταν οι Βυζαντινοί από την «ελληνικότητα». Όμως «Η αδιαφορία του για υφολογικούς καλλωπισμούς έφτανε ώς την παραμέληση των κανόνων καλλιγραφίας και ορθογραφίας (...). Είναι γνωστό ότι ο Πλωτίνος δε δεσμευόταν από τους κανόνες της ελληνικής γραμματικής˙ κατά πόσο αγνοούσε πράγματι τη γραμματική είναι ένα διαμφισβητούμενο ζήτημα. Ακόμη και οι σύγχρονοι του Πλωτίνου έβρισκαν το ύφος του συγκεχυμένο. Ο Πορφύριος αφηγείται πώς ο Λογγίνος πίστευε ότι οι πραγματείες που του έφερνε ο Αμέλιος ήταν γεμάτες από αντιγραφικά λάθη, ενώ στην πραγματικότητα ήταν τα πιο ακριβή αντίγραφα των χειρογράφων του ίδιου του Πλωτίνου (Περί του Πλωτίνου βίου, 19, 19˙ 20, 5-9)» (R.T. Wallis Νεοπλατωνισμός, εκδ. Αρχέτυπο, σ. 82 και 83). Ο ανορθόγραφος Πλωτίνος, φυσικά, δεν κατηγορείται για την άγνοια που είχε. Αυτό θα πει δίκαιη κρίση των αρχαιολατρών.

-Οι Νεοπλατωνικοί – ακόμη κι ο Πλωτίνος, που πολέμησε τους Γνωστικούς – ήταν κατουσίαν δυιστές, αφού π.χ. ο Πλωτίνος θεωρεί την Ύλη ως αιτία του κακού, είτε με θετική έννοια είτε με την έννοια της ελλείψεως μορφής ή πνεύματος. Με ποιο τρόπο το πρωταρχικό αμάρτημα το οποίο αποδίδεται στη ψυχή κατά την προενσάρκωμένη κατάστασή της μπορεί να συμβιβαστεί με την επιμονή του Πλωτίνου ότι το κακό εγείρεται σε αυτή μόνο μέσω της σχέσης της με ένα γήινο σώμα (I, 8, 15, 12-21); Η ύστερη πραγματεία I, 1 υποδηλώνει ότι η ψυχή δεν κατεβαίνει πραγματικά σε αυτόν τον κόσμο, αλλά απλώς προβάλλει τοε είδωλο του εαυτού της εδώ (I, 1, 12, 21-28). Αυτό αποτυγχάνει να εξηγήσει γιατί ταυτίζουμε εσφαλμένα τους εαυτούς μας με αυτό το είδωλο και χρειάζεται να εξαγνιστούμε από την επιρροή του. Για τον Πλωτίνο είναι δύσκολο να εξηγήσει για ποιο λόγο χρειάζεται η ηθική πειθαρχία προκειμένου να γίνει η ψυχή απαθής, αν είναι ήδη απαθής από τη φύση της (III, 6, 5˙ I, 1, 12˙ VI, 4, 16). Εκεί όπου είναι πάντα εμφαντικός, είναι στο ότι απώτατη πηγή του κακού δεν είναι η ψυχή αλλά η Ύλη, η οποία κοινωνεί τη δική της αδυναμία στα σώματα που βασίζονται σε αυτήν. Συνάγεται λοιπόν ότι δεν μπορεί να υπάρχει καμία αμαρτία ή πλάνη σε μια ψυχή ελεύθερη από τη σωματική επιρροή (I, 8, 15, 12-23). Προκύπτει, βέβαια, το ερώτημα, γιατί να ενσαρκωθεί (τιμωρηθεί) μια ψυχή, αφού πριν ενσαρκωθεί δεν διέπραξε – όντας ασώματη – κανένα αμάρτημα; Η απάντηση του Πλωτίνου, ότι η ενσάρκωση οφείλεται σε καθολικό νόμο και είναι έκφραση της βαθύτερης φύσης της ψυχής (IV, 3, 13, 17-32), εγείρει το αναπάντητο ερώτημα, πώς μπορούν οι φαύλοι να κατηγορηθούν για τις πράξεις τους; Αντίθετα, η Εκκλησία απορρίπτοντας κάθε προΰπαρξη της ψυχής και κάθε πρωταρχική κακία της ύλης, δεν αντιμετώπισε ποτέ τέτοια προβλήματα.

-Οι Νεοπλατωνικοί συνεπώς δεν μπορούσαν να εξηγήσουν το κακό ως μη αναγκαίο στον κόσμο. Υποτίθεται ότι είχαν το αξίωμα πως ένα δημιούργημα θα έπρεπε οπωσδήποτε να είναι κατώτερο του δημιουργού του: «η αιτία ενός πράγματος είναι πάντοτε τελειότερη του αποτελέσματός της» (Πρόκλου, Στοιχείωσις Θεολογική, 7), αξίωμα που δεν απέδειξαν ούτε εξήγησαν γιατί πρέπει να ισχύει. Αντίθετα, η Εκκλησία υποστηρίζει ότι ένα δημιούργημα (π.χ. ο κόσμος) μπορεί κάλλιστα να είναι ίσης τελειότητας με το δημιουργό του (τον Θεό), αλλά ο λόγος που ο Θεός δεν το δημιουργεί αυτομάτως τέλειο είναι η επιδίωξη για ηθελημένη τελειοποίηση του ανθρώπου.

-Η «θεωρία της απορροής» και του αυτόματου της όλης διεργασίας της δημιουργίας από το Έν ώς τα υλικά σώματα, είναι σημάδι έλλειψης τελειότητας, ακόμη και για το νεοπλατωνικό Έν – σε αντίθεση με τον χριστιανικό Θεό. Ο Πλωτίνος υποστηρίζει πως η τελειότητα του αισθητού κόσμου απορρέει από το γεγονός ότι ο δημιουργός του δεν είχε καμμία πρόθεση να τον δημιουργήσει, αλλά ότι «τα σπουδαία έργα επιτυγχάνονται μέσα από τη μη δράση» (III, 2, 1, 34-45). Στην πραγματικότητα αυτό δείχνει – άλλωστε ο κόσμος δεν είναι τέλειος – ότι το νεοπλατωνικό Έν δεν ελέγχει την ίδια του τη δράση, κι ο μη σχεδιασμός οπωσδήποτε υποδηλώνει την επικράτηση του τυχαίου, άρα του ατελούς. Δεν ισχύει η ένσταση του Πλωτίνου πως τυχόν ύπαρξη θεϊκής βούλησης συνεπάγεται έλλειψη τελειότητας ή απάθειας.

Αυτές και τόσες άλλες διαφωνίες μεταξύ των Νεοπλατωνικών, μεταξύ τους και με τον Πλάτωνα, καθώς και οι αντιφάσεις του καθενός αποδεικνύουν πόσο μικρός, αντιφατικός, αυτοαναιρούμενος και γεμάτος φιλοσοφικά αδιέξοδα ήταν ο Νεοπλατωνισμός μπροστά στην Ορθοδοξία. Αν αυτή η τακτική του Νεοπλατωνισμού θεωρείται σωστότερη από την χρησιμοποίηση και μετάπλαση της φιλοσοφικής γλώσσας εκ μέρους του Χριστιανισμού, απλώς διότι μόνο ο πρώτος έχει ελληνικές ρίζες, τότε απλώς πρόκειται για μια επανέκδοση του εθνικισμού.

Όσο για την αποδιδόμενη από τους αρχαιολάτρες «διαστρέβλωση των ελληνικών φιλοσοφικών όρων εκ μέρους του Χριστιανισμού», αυτή η κατηγορία καταντά αφελής. Ο Πλάτωνας ο ίδιος επέλεγε να διαστρεβλώνει θεμελιώδεις φιλοσοφικές έννοιες, όπως π.χ. της Δικαιοσύνης (αντί για ισότητα προ του νόμου την εμφανιζε ως ανισότητα), για να αποδείξει ότι το πολιτειακό του σύστημα είναι δίκαιο˙ ο καθένας φιλόσοφος ερμήνευε όπως ήθελε τα όρια ή τις ιδιότητες/ουσία του Νου, του Απείρου, του Λόγου (ο οποίος έχει 2-3 διαφορετικές έννοιες έτσι κι αλλιώς)˙ ο καθένας φιλόσοφος ταύτιζε αυθαίρετα ένα δικό του όρο με μια άλλη διαφορετική λέξη-έννοια άλλου φιλοσόφου. Είδαμε αλλού ότι η ίδια η έννοια της λέξης «φιλόσοφος» σήμαινε τον «υπηρέτη των θεών», για τον Μ. Αυρήλιο, ενώ για τον Πλάτωνα σήμαινε όχι τον φίλο της σοφίας, αλλά τον (πλατωνικό) σοφό-κάτοχο της γνώσης. Είδαμε παραπάνω τον Πρόκλο να μιλά για τον καθοδικό έρωτα, που είναι ακριβώς η χριστιανική αγάπη του Θεού για τα δημιουργήματά του. Εις πείσμα όμως όλων αυτών των παραδειγμάτων που αποδεικνύουν ότι δεν υπήρχε ενιαία ερμηνεία των φιλοσοφικών όρων, οι αρχαιολάτρες κατηγορούν τον Χριστιανισμό ότι διαστρέβλωσε κάποια δήθεν ενιαία ερμηνεία των αρχαίων φιλοσοφικών όρων.

Όπως και να ‘χει, αποδείχθηκε ότι δεν τίθεται θέμα «διαστρεβλωμένης αντιγραφής» και συνεπώς, ούτε θέμα «να προτιμήσουμε το αυθεντικό κι όχι την αντιγραφή» τίθεται. Αλλά τότε προκύπτει το γνωστό ζήτημα, στο οποίο όλοι οι Νεοπαγανιστές αποδεικνύονται πατριωτικότεροι όλων: με την καθημερινή γλώσσα θα μπορούσε το ερώτημα αυτό να τεθεί ως εξής: να προτιμήσουμε τα ντόπια προϊόντα ή τα ξένα, εάν τα τελευταία είναι καλύτερα και φθηνότερα; Οι Νεοπαγανιστές απαντούν μόνον λόγω εθνικισμού «ο επιμένων ελληνικά». Βέβαια, και το δίλημμα είναι ψευτοδίλλημα, αφού οι Μέγας Βασίλειος, Μέγας Αθανάσιος, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Ιωάννης Δαμασκηνός, Έλληνες ήταν, ελληνική παιδεία είχαν, σε ελληνικό περιβάλλον έζησαν και ελληνικά σκεφτόντουσαν.

Είναι προτιμότερος ένας παντοδύναμος Θεός, από έναν πλατωνικό θεό που θέλει, αλλά δεν μπορεί να φτιάξει τον κόσμο τέλειο, όπως θα ήθελε, επειδή τον εμποδίζει η άμορφη, κακή ύλη και οι συναιώνιες ιδέες. Πιο ειλικρινείς θα ήταν, εάν λάτρευαν τις ιδέες, οι Ν/Π. Είναι προτιμότερο και πιο ισορροπημένο ένα σύστημα όπου ο άνθρωπος είναι και ψυχή και σώμα και αυτά τα δύο δημιουργούνται ταυτόχρονα, δηλαδή δεν υποτιμάται οντολογικώς το ένα στοιχείο του σχετικά με το άλλο, από τον Πλατωνισμό που άνθρωπο θεωρεί μόνο την ψυχή κι όχι το αισθητό, διαλυόμενο σώμα που είναι η φυλακή της ψυχής. Είναι προτιμότερο και πιο φιλικό προς το σύμπαν ένα σύστημα, όπου δεν υπήρξε πτώση της ψυχής σε αυτό λόγω προσωματικών σφαλμάτων της ή λόγω μιας αδήριτης (γιατί άραγε αδήριτης;) ανάγκης, αλλά τονίζεται πως σκοπός είναι η θέωση του υλικού αυτού κόσμου και όχι η φυγή από τον κόσμο. Είναι προτιμότερη μια θρησκεία που είναι αντι-αριστοκρατική, και δέχεται όλους τους ανθρώπους, δηλαδή δεν απαιτεί να είναι κάποιος διανοούμενος και φιλόσοφος που έχει χρόνο να σκέφεται τις Ιδέες, παρά μια φιλοσοφία που είναι για τους λίγους, που σώζει λίγους, ενώ για τους άλλους αρκεί η θεουργία/αστρολογία/μαγεία.

Όπως και να ‘χει, η επιμονή όσων αρχαιολατρών θέτουν εκβιαστικά το δίλλημα «Πλατωνισμός – ή άλλη κάποια αρχαία φιλοσοφία – ή Χριστιανισμός;», απλώς δείχνει την άγνοιά τους για την πολυμορφία της αρχαίας σκέψης. Δεν υπήρξε μία «ελληνικότητα» εκπεφρασμένη από μία φιλοσοφική σχολή. Όσο ζούσε ο Πλάτων, η φιλοσοφία του κατά κανέναν τρόπο δε θεωρείτο από τους καλλιεργημένους Αθηναίους ως η συνόψιση της ελληνικότητας. Ο Πλατωνισμός δεν ήταν καθόλου η πιο δημοφιλής φιλοσοφία˙ ο Δημόκριτος είχε πολύ περισσότερους οπαδούς. Από τον Αθηναίο (11, 508b) μαθαίνουμε ότι οι Αθηναίοι, ενώ σέβονταν το Δράκοντα και τον Σόλωνα, περιγελούσαν τον νομοθέτη Πλάτωνα. Μετά τις τρομερές αποτυχίες του στη Σικελία, οι Αθηναίοι δεν του έδιναν καμμία σημασία. Ο ίδιος απέφευγε την αγορά, και τον «Δήμο», και προτιμούσε την Ακαδημία του. Πέθανε ολότελα απαρατήρητος – ο  Διογένης Λαέρτιος (III, 40) λέει ότι στα τελευταία του ήταν καταμόναχος και ψειριασμένος –  κι ο τάφος του έμεινε άγνωστος στις μεταγενέστερες γενιές  (Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 296). Επειδή όμως είχε ιδρύσει μια σχολή, δεν χάθηκε η επιρροή του, όπως η φήμη πολλών δημοφιλών φιλοσόφων. Πώς λοιπόν ειρωνεύονται τον Χριστιανισμό και τον Παύλο που στην πρώτη ομιλία του στην Αθήνα χλευάστηκε, τη στιγμή που ο ιδρυτής του Πλατωνισμού μια ζωή ζούσε στο περιθώριο και στη σκιά.

Καλύτερα τα εξηγεί ο Ιουστίνος,που αρχικά ήταν πλατωνικός και έπειτα έγινε Χριστιανός, σ’ ένα απόσπασμα που δείχνει πόσο κενός του φάνηκε ο Πλατωνισμός συγκριτικά με τον Χριστιανισμό: «ἐπιδημήσαντι τῇ ἡμετέρᾳ πόλει συνετῷ ἀνδρὶ καὶ προύχοντι ἐν τοῖς Πλατωνικοῖς συνδιέτριβον ὡς τὰ μάλιστα, καὶ προέκοπτον καὶ πλεῖστον ὅσον ἑκάστης ἡμέρας ἐπεδίδουν. Καὶ μὲ ᾔρει σφόδρα ἡ τῶν ἀσωμάτων νόησις καὶ ἡ θεωρία τῶν ἰδεῶν ἀνεπτέρου μοι τὴν φρόνησιν, ὀλίγον τε ἐντὸς χρόνου ᾤμην σοφὸς γεγονέναι καὶ ὑπὸ βλακείας ἤλπιζον αὐτίκα κατόψεσθαι τὸν Θεόν˙ τοῦτο γὰρ τέλος τῆς Πλάτωνος φιλοσοφίας» (Διάλογος προς Τρύφωνα, 26).

 

 82. "Αφού δεν παραδέχεστε καμμία βασική εξάρτηση του χριστιανισμού από την ελληνική φιλοσοφία και την ελληνική θρησκεία, τι ελληνικότητα έχουν οι πατέρες της εκκλησίας, το Βυζάντιο και ο χριστιανισμός, πέραν της εθνικιστικής ελληνικότητας του εδάφους, της ιθαγένειας και της ελληνοφωνίας; Μήπως στην  πραγματικότητα υπάρχει εξεβραϊσμός του ελληνισμού;"

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Το «τρομερό αμάρτημα» των Βυζαντινών είναι ότι δεν παρέμειναν σε όσα δίδαξε η αρχαία φιλοσοφία, αλλά προχώρησαν και απέδωσαν μεγαλύτερη σπουδαιοτητα σε άλλα πράγματα. Όμως αυτό το πράγμα, ο εκλεκτικισμός, η εξέλιξη, η πρωτοτυπία είναι κατεξοχήν ελληνικά επιτεύγματα. Δεν είναι η ελληνικότητα κανένα είδος αρχετύπου, ώστε να είναι μία, απαράλλαχτη για πάντα. Όπως φιλοσοφία υπάρχει κι όταν κανείς επιχειρηματολογεί κατά της φιλοσοφίας, έτσι ελληνικότητα μπορεί να υπάρξει ακόμη κι αν φαινομενικά δεν υπάρχει.

Ψάχνουν πολλοί για ελληνικότητα στο Βυζάντιο θεωρώντας πως τέτοια βρίσκεται μόνο όταν κι όποτε οι λόγιοι ασχολούνται με ελληνικά χειρόγραφα και επιδίδονται σε φιλολογικούς σχολιασμούς. «Δεν βλέπουν την ελληνικότητα στη θεολογία, στη γλώσσα, στη ζωγραφική, στην αρχιτεκτονική, στη μουσική και σε άλλα μνημεία. Θα έλεγε πως ο Πλάτων επέζησε στην ασκητική θεολογία, με τη διδασκαλία για τη μεταμόρφωση του λογιστικού, του θυμοειδούς και του επιθυμητικού, και όχι στα χειρόγραφα και στους σχετικούς σχολιασμούς χωρίων» (Ν. Α. Ματσούκα, Ιστορία της Φιλοσοφίας, Αρχαίας Ελληνικής-Βυζαντινής-Δυτικοευρωπαϊκής, εκδ. Πουρναράς,  σ. 320).

«Όπως στην περιοχη της τέχνης πραγματώθηκε μια πρωτότυπη δημιουργία, όπου μαζί με όλα τα ανατολικά στοιχεία και το περιεχόμενο του χριστιανικού κηρύγματος αφομοιώθηκε η ιδιοφυΐα της ελληνικής τεχνοτροπίας, έτσι και στη διατύπωση του δόγματος η ελληνική φιλοσοφία με άλλα πολιτιστικά στοιχεία μπολιάζεται κατά τον εγκεντρισμό «της αγριελαίου εις καλλιέλαιον»» (Ν. Α. Ματσούκα, Ιστορία της Φιλοσοφίας, Αρχαίας Ελληνικής- Βυζαντινής-Δυτικοευρωπαϊκής, εκδ. Πουρναράς, σ. 333).

«Το μπόλιασμα λοιπόν της φιλοσοφικής γλώσσας στο περιεχόμενο της εκκλησιαστικής εμπειρίας αποτελεί μια από τις ρωμαλεότερες πνευματικές συνθέσεις της ιστορίας. Αξιόλογη πνευματική ζωή και αναγέννηση των γραμμάτων δεν είναι, καταπώς ισχυρίζονται πλείστοι όσοι ερευνητές, μόνο η Α ή Β ενασχόληση με ελληνικά έργα και με σχετικούς σχολιασμούς, αλλά κυρίως και κατεξοχήν η δημιουργική αφομοίωση της ελληνικής γλώσσας και η μετάπλαση των τεχνικών και θεολογικών όρων. Στα διλήμματα που έθεσε και θέτει η επιστημονική έρευνα, αν η θεολογία είναι εξελληνισμός του Χριστιανισμού ή εκχριστιανισμός του Ελληνισμού ή κατά βάση κυριαρχία του Ιουδαϊσμού οφείλει κανείς να σταθεί με πολύ σκεπτικισμό. Ανεξάρτητα από το ότι μπορεί κανείς να εντοπίσει ισχυρά ή ασθενή επιχειρήματα στους μεν ή στους δε, τελικά η όλη προβληματική είναι σε εσφαλμένο δρόμο. Με άλλα λόγια η θεολογία, που εκφράζει την εκκλησιαστική πείρα, κατά κανένα τρόπο δεν φτιάχνει συμπιλήματα μήτε ωθείται σε μια συγκρητιστική λειτουργία, αλλά αποτελεί πρωτότυπη, ελεύθερη και δημιουργική οικοδόμηση ενός πνευματικού και πολιτιστικού έργου. Πολύ σωστά επισημαίνεται καταρχήν ότι το δόγμα μορφολογικά αναπτύσσεται με τη φιλοσοφική γλώσσα του περιβάλλοντος˙ ότι οι πατέρες στοχαζόμενοι δεν παράγουν το δόγμα συλλογιστικά και διαλεκτικά, αλλά το διατυπώνουν μ’ έναν τέτοιο τρόπο˙ ότι επομένως ο πυρήνας κατά βάση και κατ’ ουσία είναι χριστιανικός. Ωστόσο τούτη η σωστή τοποθέτηση, αν εξεταστεί προσεκτικότερα μπορεί να οδηγήσει σε αδιέξοδο. Με άλλα λόγια, πώς είναι δυνατόν να χωρίσει κανείς τη μορφή από το περιεχόμενο και να εντοπίσει του καθενός πράγματος τα όρια; Πρόκειται για συγκόλληση δύο πραγμάτων; Εξάπαντος η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα, αν όχι αδύνατη, είναι πολύ δύσκολη. Οι τεχνικοί φιλοσοφικοί όροι και το περιρρέον πολιτιστικό κλίμα, που μπολιάζονται στην πείρα της εκκλησιαστικής κοινότητας, δεν είναι απλώς κάποια μορφολογικά στοιχεία. Και η φιλοσοφική γλώσσα καθεαυτή έχει ένα περιεχόμενο. Στην κίνηση της ζωής και της ιστορίας τούτα τα πράγματα δεν χωρίζονται παρά μόνο θεωρητικά στη σκέψη. Επομένως με τούτο το μπόλιασμα έχουμε μετάπλαση όρων και περιεχομένου. Μπροστά μας κείται μια νέα δημιουργία αυθύπαρκτη, όπως αυθύπαρκτο είναι ένα βυζαντινό κομψοτέχνημα, ανεξάρτητα από τα στοιχεία που επισημαίνονται: ελληνικά, χριστιανικά, ανατολικά και άλλα. Η λογική και επιστημονική ανάλυση δεν μπορεί να ξεχωρίσει και ν’ απομονώσει τούτα τα στοιχεία, επειδή μπροστά μας υπάρχει ένα αυτοτελές, αυθύπαρκτο δημιούργημα» (Ν. Α. Ματσούκα, Ιστορία της Φιλοσοφίας, Αρχαίας Ελληνικής- Βυζαντινής-Δυτικοευρωπαϊκής, εκδ. Πουρναράς, 334-336).

«Συνήθως λέγεται με αρκετή δόση προχειρολογίας ότι οι Καππαδόκες έκαναν επιτυχή σύνθεση Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Πέρα από την ασάφεια μιας τέτοιας άποψης και από τον προφανή πανηγυρικό της τόνο, η ζωή της εκκλησιαστικής κοινότητας δεν ανέμενε να δει εκείνα τα χρόνια, μετά τέσσερις περίπου αιώνες, μια τέτοια «σύνθεση» ή «συγκόλληση» Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Τέτοιο φαινόμενο δεν παρατηρήθηκε. Η αφομοίωση των πολιτιστικών στοιχείων, όπως ειπώθηκε κιόλας, είχε αρχίσει να συντελείται ευθύς εξαρχής. Οι Καππαδόκες στην προκείμενη περίπτωση συνεχίζουν και παγιώνουν τούτη τη μετάπλαση της φιλοσοφικής γλώσσας και του πολιτιστικού περιεχομένου της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, συμβάλλοντας βέβαια στον πλουτισμό της ορθόδοξης πνευματικότητας» (Ν. Α. Ματσούκα, Ιστορία της Φιλοσοφίας, Αρχαίας Ελληνικής-Βυζαντινής-Δυτικοευρωπαϊκής, εκδ. Πουρναράς, σ. 398-399).

Το ζήτημα των εικόνων και της εικονομαχίας τον 8ο αιώνα δείχνει με σαφή τρόπο την εξέλιξη της ελληνικότητας. Ελληνική παιδεία και Χριστιανισμός ενώνονται και αντιμετωπίζουν από κοινού την ανεικονική «πρόκληση» που είναι η ασιατική εικονομαχία.

Όταν αντιμετωπίζουμε την ελληνικότητα ως κάτι στατικό, αναλλοίωτο από τον Πλάτωνα και μετά, «οδηγούμαστε στο σταθερό δόγμα ότι αναγέννηση ελληνική έχουμε μόνο όταν στο πανεπιστήμιο κάποιοι λόγιοι σχολιάζουν πλατωνικά και αριστοτελικά χειρόγραφα, και δεν είναι διόλου ελληνικότητα η μετάπλαση της φιλοσοφικής γλώσσας σε άλλες δημιουργικές μορφές μέσω της θεολογίας, όπως, λόγου χάρη, συνέβη με το Διονύσιο Αρεοπαγίτη, Μάξιμο Ομολογητή και Ιωάννη Δαμασκηνό. Μια τέτοια θεώρηση, από την άποψη της ιστορίας του πολιτισμού, τη θεωρώ άκρως εσφαλμένη. Άλλωστε η μετάπλαση αυτή δεν έχει συμβεί μόνο στο χώρο της θεολογίας, αλλά κατά τον ίδιο γόνιμο και δημιουργικό τρόπο σε κάθε μορφή της βυζαντινής τέχνης. Επομένως την άνθιση των ενδιαφερόντων δεν μπορούμε να την εντοπίζουμε μονάχα στους εραστές και σχολιαστές των ελληνικών χειρογράφων, αλλά και σε όλους τους δημιουργούς του λόγου και της τέχνης, οι οποίοι διαμέσου όλων των αιώνων όχι μόνο διαφύλαξαν αλλά και αξιοποίησσαν με θαυμαστές επιδόσεις το σπόρο της ελληνικής ιδιοφυΐας» (Ν. Α. Ματσούκα, Ιστορία της Φιλοσοφίας, Αρχαίας Ελληνικής- Βυζαντινής-Δυτικοευρωπαϊκής, εκδ. Πουρναράς, σ. 430-431).

Η σύνθεση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό, τονίζει ο καθηγητής θεολογίας Νίκος Ματσούκας «δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που νεότεροι ερευνητές και πολιτικοί έπλασαν, δηλαδή τον άτυχο νεολογισμό που είναι γνωστός ως «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός». Με τον όρο αυτό περισσότερο νοείται, στη θεωρία και την πράξη, μια ηθικολογία ή ένα σύστημα αξιών, και όχι ένας πολιτισμός με την παράδοσή του. Έτσι πολλοί, κάνοντας λόγο για «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό» και επιδιώκοντας μια χρήση ή μια εφαρμογή καταφεύγουν στην απαρίθμηση στοιχείων μιας ηθικολογίας ή κοινότοπης αξιολόγησης. Όμως στο βυζαντινό πολιτισμό, δηλαδή στην ελληνορθόδοξη παράδοση με τα μνημεία της, δεν κυριαρχεί μήτε μια ηθικολογία μήτε ένα τυποποιημένο σύστημα αξιών. Πρόκειται για τρόπο ζωής με δημιουργικό προχώρημα, που τελικά αφήνει σε κάθε φάση της ιστορίας τα προϊόντα της δημιουργίας. Γι’ αυτό οι Νεοέλληνες δεν είναι μπορετό να επικοινωνούν με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό μέσω κακέκτυπων απομιμήσεων ή μιας ανόητης νοσταλγίας και αισθηματολογίας για τα επιτεύγματα της Αρχαιότητας˙ τον Ελληνισμό μπορούν να τον βρουν και να τον ζήσουν στο προχώρημά του, γόνιμα και δημιουργικά, μέσω του βυζαντινού πολιτισμού, εφόσον εξακολουθήσουν να παράγουν πολιτισμό με τον τρόπο ζωής που κληρονομούν.

            Πάντοτε υπάρχει χώρος για πρωτοτυπία και δημιουργικότητα. Η πρώτη σύνθεση Ελληνισμού και Χριστιανισμού, λόγου χάρη, που έγινε, ποτέ δεν έμεινε στατική. Σ’ όλες τις μορφές ζωής παρουσίαζε επί αιώνες πορεία, που έδειχνε ότι κάθε φορά υπήρχε δύναμη αφομοιωτική και θαυμαστό αποτέλεσμα. Πάντοτε υπήρχε πετάπλαση της ίδιας πραγματικότητας, οπότε και η παράδοση ζούσε και ο τρόπος ζωής της κοινότητας προχωρούσε δημιουργικά. Λένε ότι ο Ελληνισμός στη θεολογία έγινε απλώς η μορφή ή το ένδυμα του χριστιανικού δόγματος. Τούτο καταρχήν είναι σωστό, όμως είναι απαραίτητο να κατανοηθεί στις σωστές του διαστάσεις. Με άλλα λόγια η ελληνική φιλοσοφία μεταπλάσσεται, γίνεται οργανικό στοιχείο της διδασκαλίας. Δεν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει μορφή ή ένδυμα από το περιεχόμενο της χριστιανικής διδασκαλίας. Και το πράγματι δημιουργικό γεγονός σ’ αυτή τη μετάπλαση βρίσκεται στο ίδιο το αποτέλεσμα, όπου η μορφή δεν ξεχωρίζει από το περιεχόμενο, είναι οργανικό στοιχείο του όλου, και συνάμα το περιεχόμενο της χριστιανικής διδασκαλίας παραμένει ατόφιο, ακέραιο και πλήρως αποσαφηνισμένο. Αν τούτο δυσκολεύεται κανείς να το καταλάβει πώς συντελείται στη θεολογία, και πώς δεν αλλοιώνει το χριστιανικό δόγμα κανένας υποστηριζόμενος εξελληνισμός, είναι μπορετό να βοηθηθεί καλύτερα, αν λόγου χάρη, μελετήσει μια μορφή της βυζαντινής τέχνης, την εικόνα. Ενώ η ελληνική τεχνοτροπία και ιδιοφυΐα, στο φώς και στα χρώματα, με στοιχεία ανατολικά καθορίζει τη μαστοριά των αγιογράφων, θα ‘ταν αδιανόητο να υποστηρίξει κανείς ότι στην προκειμένη περίπτωση έχουμε απομίμηση ή εξελληνισμό μιας υπάρχουσας χριστιανικής ζωγραφικής. Μήτε μπορεί κανείς να ξεχωρίσει το ελληνικό στοιχείο από το χριστιανικό. Γιατί πρόκειται για μια πρωτότυπη δημιουργία με δύναμη άκρως αφομοιωτική και μεταπλαστική. Το ίδιο πραγματώνεται και σ’ όλες τις λοιπές μορφές τέχνης. Έτσι η αφομοιωτική και δημιουργική δύναμη απέκρουσε το άγαλμα της Αρχαιότητας και εν πολλοίς το γλυπτό, μια και ο ορθόδοξος πολιτισμός διαφορετικά θα πρόδιδε το περιεχόμενό του. Και αν δεν ήταν ένας πρωτότυπος και δημιουργικός πολιτισμός, ίσως υιοθετούσε το άγαλμα με μια τάση κακέκτυπης απομίμησης. Κατά συνέπεια η ίδια λειτουργία συντελείται και στο χώρο της θεολογίας, όπου η πρόσληψη της ελληνικής φιλοσοφίας συντελείται δημιουργικά και μεταπλαστικά. Το χριστιανικό δόγμα και η συνολική διδασκαλία, ενώ έχουν αδιάσειστο το βιβλικό υπόβαθρο και την αποστολική απλότητα, εκφράζονται με μια μεταπλασμένη φιλοσοφική γλώσσα, ακόμη κι όταν δεν πλάθονται νέοι τεχνικοί όροι και παραμένουν ακέραιοι οι φιλοσοφικοί όροι της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά και ο δημιουργικός και δυναμικός χαρακτήρας της θεολογίας, που κοιταγμένος με τέτοια ματιά παύει να φαίνεται μια τυποποιημένη αλήθεια και ένα κλειστό μορφολογικό σύστημα» (Ιστορία της Φιλοσοφίας, Αρχαίας Ελληνικής- Βυζαντινής-Δυτικοευρωπαϊκής, Ν. Α. Ματσούκα, εκδ. Πουρνάρας, σ. 483-485).

            «Μεταξύ των διανοουμένων, οι νεοπλατωνικοί ήταν οι κυριότεροι ανταγωνιστές του χριστιανισμού. Βεβαίως, ο σταυρός θριάμβευσε, είναι όμως αξιοσημείωτο πόσο κυρίως οι ιδέες του Πλωτίνου περί αισθητικής κατάφεραν να επιβληθούν μέσα στη χριστιανική τέχνη (...) . ο Πλωτίνος είχε πάθος με το φως κι αυτό συμφωνούσε απόλυτα με το γούστο των Βυζαντινών» (Sture Linnιr, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, εκδ. Γκοβοστή, σ. 38). Βλέπουμε δηλαδή, ότι η ελληνικότητα ως γούστο στην τέχνη συνεχίζεται.

Λέγεται ότι η Εκκλησία διαστρέβλωσε τη σημασία των αρχαιοελληνικών λέξεων. Αναφέρθηκε παραπάνω ότι δεν ήταν και τόσο ενιαία η αντίληψη για τους φιλοσοφικούς όρους. Εδώ θα εξετάσουμε τη σημασία άλλων λέξεων. Θα εξετάσουμε τρεις λέξεις. Λεν οι αρχαιολάτρες ότι οι Χριστιανοί διαστρέβλωσαν τη σημασία της λέξης δαίμων αποδίδοντάς την σε κακά υπερφυσικά όντα. Όμως ήδη από την παγανιστική Αρχαιότητα π.χ. ο Πλούταρχος και ο Πορφύριος κάνουν λόγο για κακούς δαίμονες. Λεν οι αρχαιολάτρες ότι διαστρεβλώθηκε η σημασία της λέξης αμαρτία. Αμαρτία είναι το σφάλμα. Απλώς στην χριστιανική αντίληψη είναι το σφάλμα αναφορικά με το θέλημα του Θεού – κι επειδή ο Θεός ως πανάγαθος και παντογνώστης ξέρει τι είναι το αληθινά σωστό, η χριστιανική αμαρτία είναι το κατεξοχήν πραγματικό σφάλμα. Λεν για τη διαστρέβλωση της λέξης  Εκκλησία. Η αλήθεια είναι ότι η «εκκλησία του δήμου» είχε χάσει την πολιτική σημασία της – αν τυχόν συγκαλούνταν πια – ήδη από την ελληνιστική εποχή, 200 χρόνια πριν το Χριστό. Πάλι ωστόστο το κεντρικό νόημα εκ-κλήση, κάλεσμα διατηρείται. Γενικά βλέπουμε ότι το νόημα της λέξης αλλάζει πολύ μόνο όταν η προηγούμενη σημασία έχει πάψει να ισχύει.

Η Ορθοδοξία διατήρησε εντός της δύο πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά της ελληνικής αρχαιότητας, τη δημοκρατία και το διάλογο. Οι δογματικές αποφάσεις της δεν εξαρτώνται από κανέναν Πάπα, κανένα Χαλίφη. Για να ληφθεί μια απόφαση δεν αποφασίζει από μόνος του κάποιος Πατριάρχης ή επίσκοπος˙ χρειάζεται σύνοδος, τοπική ή οικουμενική. Σε αυτήν οι αποφάσεις παίρνονται με πλειοψηφία κι όχι με το έτσι θέλω. Κι όταν αυτό κατεπατείτο από αυτοκράτορες ή πατριάρχες, οι οποίοι με το «έτσι θέλω» συγκαλούσαν συνόδους και αποφάσιζαν ουσιαστικώς μόνοι τους, τότε ο λαός μαζί με την (υπόλοιπη) ιεραρχία αντιδρούσε. Θα πει κανείς πως αυτά αφορούν τα εντός της Εκκλησίας μόνο, όχι την αντιμετώπιση των εκτός, δηλαδή όσων δεν είναι μέλη της. Μήπως αυτοί  που ισχυρίζονται αυτά, μπορούν να φέρουν ένα παράδειγμα από κάποια αρχαία φιλοσοφική σχολή, όπου όλοι ήταν ίσοι – Πλάτων και πλατωνικοί μαθητές του˙ Αριστοτέλης και αριστοτελικοί – και κάθε σχολή συμπεριφερόταν κόσμια προς τις άλλες; Γνωρίζουμε πως οι αρχαίοι φιλόσοφοι και οι αντίπαλες σχολές αλληλοϋβρίζονταν, ενώ στο εσωτερικό τους, εάν κανείς διαφωνούσε, έφευγε. Είναι αβάσιμο να πιστεύουμε πως π.χ. ο Πλάτων δεχόταν – εννοείται συστηματική – «αντιπολίτευση» εντός της Ακαδημίας. Εάν κανείς μαθητής του προχωρούσε σε τέτοια κίνηση, αποβαλόταν. Γιατί, λοιπόν, για όσα πράγματα ή θεσμούς δεν υπήρχαν στην αρχαιότητα, κατηγορούν την Ορθοδοξία; Αυτή διέσωσε τη δημοκρατία εντός της˙ μόνη προϋπόθεση για να μην αποβληθεί κάποιος ήταν να δέχεται τις αποφάσεις της πλειοψηφίας στις συνόδους, ενώ στις φιλοσοφικές σχολές αρκούσε η διαφωνία με τον ιδρυτή ή τον αρχηγό τους, για να αποβληθεί.

            Μήπως η μουσική της Εκκλησίας δεν προέρχεται από την αρχαιότητα; Ως γνωστό, οι εκκλησιαστικοί «ήχοι» είναι ίδιοι με τους αρχαίους «τρόπους». Θα πουν μερικοί ότι η Εκκλησία απαγόρευσε τα όργανα, επειδή αυτά ήταν ελληνικά. Λάθος˙ τα απαγόρευσε κυρίως διότι πιστεύει πως, επειδή ο άνθρωπος είναι το ανώτερο δημιούργημα, μόνο η ανθρώπινη φωνή αξίζει να υμνεί το θείον. Παραμέρισε τα άψυχα όργανα για χάρη του ανθρώπου.

«Ο Ελληνισμός μειώνεται αφάνταστα, όταν συνδέεται μόνο με την περίοδο της ειδωλολατρείας, με το θεσμό της δουλείας, της υποτιμήσεως της  γυναίκας, της αριστοκρατικής περί σοφίας και τελειώσεως αντιλήψεως. Ο Θεός τον εξέλεξε ως υπηρέτη της θεϊκής, της αποκεκαλυμμένης αλήθειας˙ και είναι στ’ αλήθεια πολύ προτιμότερο και υψηλότερο να υπηρετεί ο ελληνικός λόγος το σωτηριώδες και ανακαινιστικό έργο του Χριστού, παρά τις οποιεσδήποτε συλλήψεις και τους στοχασμούς, καλούς ή κακούς, των φιλοσόφων και τους μύθους της ειδωλολατρείας. Σ’ αυτήν την υπηρεσία εθήτευσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας που προήγαγαν τον ανθρωπισμό και την εξημέρωση σε απείρως υψηλότερα από τους φιλοσόφους σημεία» (Θ. Ν. Ζήση, Επόμενοι τοις θείοις πατράσι. Αρχές και κριτήρια της Πατερικής Θεολογίας, εκδ. Βρυέννιος, σ. 36).

 

 

 83. "Η ελληνικότητα δεν είναι κάτι που μεταβάλλεται. Είναι ένα αρχέτυπο και δε μπορεί να αλλάξει στα βασικά της σημεία, όπως αυτά διαμορφώθηκαν από τον Πλατωνισμό. Επίσης, η ελληνικότητα δεν έχει σχέση με το κρατίδιο που ζούμε, ούτε με την «εθνική»/εθνικιστική συνείδηση, αλλά με τον Παγκόσμιο Ελληνισμό. Ελληνικά δεν είναι η Δημοκρατία, ο Διάλογος, οι Επιστήμες, η Φιλοσοφία; Αυτά δεν αλλάζουν, ώστε να ισχύει η παράλογη άποψη ότι είμαστε και Έλληνες (δηλαδή μέτοχοι ελληνικότητας) Χριστιανοί με χριστιανικό πολιτισμό".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η ελληνικότητα δεν είναι (ακόμη) μία πλατωνική ιδέα στον κόσμο των Ιδεών, ώστε να παραμένει αιώνια η ίδια, αναλλοίωτη και ανέγγιχτη από ό,τι συμβαίνει σε αυτόν τον χυδαίο, υλικό (κατά την άποψη όσων περιφρονούν την ύλη), μη πραγματικό κόσμο. Η ελληνικότητα είναι δημιούργημα – εν χρόνω – κάποιων  ανθρώπων, των Ελλήνων, και γι’ αυτό αλλάζει˙ ούτε ουρανοκατέβατη είναι ούτε από τους εξωγήινους προήλθε ούτε πλατωνικό αρχέτυπο είναι. Είναι το ον άνθρωπος που δημιουργεί την «ανθρωπιά» και το «ανθρώπινο». Όχι το αντίθετο. Είναι ο θεός που δημιουργεί την έννοια της «θεϊκότητας» και του «θείου». Όχι το αντίθετο. Είναι ο Έλληνας (οι Έλληνες) που δημιούργησαν την έννοια της «ελληνικότητας» κι όχι το αντίθετο. Δεν ισχύει καμμία ουσιοκρατία, κανένας προκαθορισμός. Όπως λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας «ουκ εκ της ουσίας ο ων, αλλά εκ του όντος η ουσία», δίνοντας προτεραιότητα στα πράγματα κι όχι στην «ουσία».

            Ακόμη κι ένα απλό παράδειγμα από τη μουσική πείθει ότι δεν υπάρχει «αιώνια ελληνικότητα». Ως γνωστό, το «εκκλησιαστικό όργανο» της δυτικής εκκλησίας προέρχεται από την αρχαιοελληνική ύδραυλη. Αυτή την εφηύρε ο Ήρωνας και ήταν σε χρήση κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Η πρώτη ύδραυλις των δυτικών ήταν ένα δώρο του Ρωμηού αυτοκράτορα προς έναν Φράγκο ρήγα, κατά τον 9ο αιώνα. Μετά την Άλωση, όμως, έπαψαν οι Ρωμηοί Έλληνες να την χρησιμοποιούν, ενώ οι δυτικοί την χρησιμοποιούσαν πλέον ευρέως. Δεν μπορεί, βέβαια, να πει κανείς ότι οι συνθέσεις μπαρόκ μουσικής με δυτικό εκκλησιαστικό όργανο είναι ελληνικές, απλώς επειδή η προέλευση του οργάνου είναι ελληνιστική. Ούτε μπορεί κανείς να πει, ότι επειδή το κλαρίνο και το βιολί είναι δυτικής προέλευσης όργανα, η δημοτική μουσική είναι δυτικοευρωπαϊκή. Ασφαλώς, πριν την Άλωση, το πνευματικό όργανο ήταν ελληνικό κι η μουσική που συνέθεταν οι Ρωμηοί Έλληνες ήταν ελληνική. Αλλά έπαψε από ένα σημείο και μετά να είναι ελληνική. Ο χρήστης καθορίζει και την εντοπιότητα, όχι το αντίθετο.

Η βάση, με την οποία οι αρχαιολάτρες υποστηρίζουν τις θέσεις τους αυτές περί ελληνικότητας βρίσκεται στις ιδέες του παπικού καθολικισμού του σχολαστικισμού του μεσαίωνα, της πραγματοκρατίας, σύμφωνα με την οποία τα ονόματα – οι λέξεις – εκφράζουν την ουσία του ονομαζόμενου πράγματος. Αυτή η θεωρία δίνει ανυπολόγιστη δύναμη στους συλλογισμούς για τη διερεύνηση κάθε αλήθειας. Η αρχή της αντίδρασης σε αυτήν την θεωρία έγινε με τον Γουλιέλμο Όκκαμ τον 14ο αιώνα, που έλεγε ότι τα ονόματα δίνονται σ’ όλα τα πράγματα από την διάνοια, και περιγράφουν απλώς τις ιδιότητές τους, ενώ η ουσία τους μένει άγνωστη ή αδιάφορη. Οι Ορθόδοξοι Πατέρες της Εκκλησίας ήδη δέκα αιώνες πριν τον δυτικοευρωπαϊκό μεσαίωνα είχαν διατυπώσει αντίστοιχες θέσεις με του Όκκαμ. «Οι θεολόγοι πατέρες από τον 4ο αιώνα [από τον Μ. Αθανάσιο] και εφεξής καθιερώνουν μια διάκριση ανάμεσα στο πράγμα που υπάρχει και στο τί είναι κατ’ ουσίαν τούτο το πράγμα, οπότε γνωρίζει κανείς το πράγμα και τις ιδιότητές του, όχι όμως και την ουσία του. Σύμφωνα με αυτούς, η διάνοια κατασκευάζει κατ’ επίνοιαν όλα τα ονόματα, τα οποία δηλώνουν την ύπαρξη των πραγμάτων και τις ιδιότητές τους, που μπορεί να γνωρίζει ο άνθρωπος, ποτέ την ουσία τους» (Ν. Α. Ματσούκα, Ιστορία της Φιλοσοφίας, Αρχαίας Ελληνικής- Βυζαντινής-Δυτικοευρωπαϊκής, εκδ. Πουρναράς, σ. 595, 597). Έτσι, οι θέσεις τόσο των Πατέρων – που μπορούν έτσι να θεωρηθούν και πρόδρομοι της σύγχρονης Επιστήμης, αφού την απελευθέρωσαν από την πλατωνική σκλαβιά των αρχετύπων – όσο και των δυτικών Ονοματοκρατών είναι η βάση της σύγχρονης επιστήμης αλλά και φιλοσοφίας: Επιστήμονες και φιλόσοφοι κατάργησαν ουσίες και αρχέτυπα, εκφράζουν σκεπτικισμό σε ό,τι αφορά τους ορισμούς, δεν ερευνούν καμιά ουσία, μήτε της ύλης, ενώ η επιστήμη συνίσταται κυρίως στην περιγραφή πραγμάτων και ενεργειών και στις σχετικές εφαρμογές. Έτσι π.χ. κανείς πια δεν ενδιαφέρεται να γνωρίσει την ουσία της ύλης˙ αρκεί η σχέση της με την ενέργεια. Αντίθετα, τον 16ο αιώνα πίστευαν ότι η κυκλοφορία του οξυγόνου και του αίματος γίνεται με τέτοια αρχέτυπα.

Επιστρέφοντας στο αρχικό ζήτημα – αφού αποδείχθηκε ότι οι αρχαιολάτρες υπερασπίζονται την άποψή τους βάσει ξεπερασμένων από την Επιστήμη δυτικών μεσαιωνικών θεωριών –  φυσικά εννοείται ότι μπορεί να αλληλεπιδρά η ελληνικότητα με τούς Έλληνες: αφού αυτή δημιουργηθεί, επηρεάζει τον Έλληνα, επηρεάζει το τι θεωρείται ο «Έλληνας». Αλλά πάλι, προτεραιότητα έχει ο άνθρωπος – ως λαός – και το πρόσωπο και μετά η «ελληνικότητα». Αν με πρωτοβουλία των προσώπων αλλάξει το περιεχόμενο της «ελληνικότητας», το αποτέλεσμα είναι καθ’ όλα νόμιμο. Η αλληλεπίδραση και η αλλαγή δεν είναι απότομες, φυσικά.

Άραγε πριν ζήσει ο Πλάτωνας και εμφανιστεί ο Πλατωνισμός, δεν υπήρχε ελληνικότητα; Δεν ήταν διαμορφωμένη και περίμενε τον Πλατωνισμό; Αν δεν είχαν ελληνικότα οι προ Πλάτωνος Έλληνες, τότε τι είχαν; Αν δεν ήταν πλήρως διαμορφωμένη ή εκπεφρασμένη, τότε η «τελική» διαμόρφωσή της από τον Πλάτωνα δεν αποδεικνύει ότι η ελληνικότητα αλλάζει με τον  καιρό; (γίνεται λόγος για τον Πλατωνισμό, τόσο επειδή στο όνομα του Πλατωνισμού – έχει σημασία η διατύπωση – οι Παγανιστές του 3ου και 4ου αιώνα πολέμησαν το Χριστιανισμό, όσο και γιατί σε αυτόν συνοψίζεται μια ολοκληρωμένη θεωρία).

Αφού λοιπόν η «ελληνικότητα» δεν εκφράζει κανένα αρχέτυπο, αφού αποδείχθηκε ότι άλλαζε ακόμη και κατά την Αρχαιότητα, αφού αποδείχθηκε ότι οι ουσιοκρατικές απόψεις περί ελληνικότητας βασίζονται σε ξεπερασμένες θεωρίες, δεν υπάρχει λόγος να ευσταθεί η γνώμη ότι δεν μπορεί κάποιος να ονομάζεται Έλληνας και να είναι Χριστιανός. Τα ονόματα Έλληνας και Ελλάδα είχαν πολλές και διάφορες σημασίες από την ομηρική εποχή ώς τον 19ο αιώνα. Δεν είχαν αμετάβλητη σημασία, επειδή υπήρξε μια εποχή (ο 5ος π.Χ. αιώνας) πιο διάσημη από τις υπόλοιπες. Τα ονόματα είναι κυριότητα αυτών που τα χρησιμοποιούν. Φυσικά και μπορεί, επομένως, να είναι κάποιος Έλληνας και Χριστιανός, να έχει ελληνική παιδεία και χριστιανική πίστη.

Oι «αρχαιολάτρες» αρνούνται – δήθεν – το αίτημα της αναβιώσεως της αρχαίας Ελληνικότητας (Δαυλός, τ. 224-225, σ. 14272): «Η περίφημη "Αναγέννηση" – υποτίθεται του Ελληνισμού – δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια προσπάθεια αναβιώσεως απλώς ενός προτύπου (του αρχαιοελληνικού). Η αναβίωση προτύπου όμως αφ’ εαυτής δεν είναι ελληνισμός, αφού αποτελεί υποταγή στην αυθεντία (στην αυθεντία της Ελληνικής Αρχαιότητας επί του προκειμένου), υποταγή που αντιφάσκει εξ ορισμού προς τον ελληνισμό (και τον αναιρεί πνευματικά επομένως), ο οποίος ακριβώς ταυτίζεται προς τη μη-αυθεντία, το μη-μοντέλλο, και είναι η ανεπανάληπτη και μη συναρτημένη και προσαρμοσμένη προς κάτι άλλο – ούτε και προς το παρελθόν της – μοναδικότητα της συνείδησης, ατομικής και ομαδικής». Δεν είναι, φυσικά, ειλικρινείς οι αρχαιολάτρες, διότι ασχολούνται συνεχώς με την Αρχαιότητα (όταν δε βρίζουν το Χριστιανισμό που αρνήθηκε να επαναλάβει την Αρχαιότητα), προβάλλοντας την αρχιτεκτονική της, τους σοφούς της, τη μουσική της κ.λπ. Με βάση τα παραπάνω, το μόνο που θα έπρεπε να τους ενδιαφέρει θα ήταν μόνο η προαγωγή της επιστήμης σήμερα. Τα άλλα, την αρχαία αρχιτεκτονική/μουσική/κοσμοαντίληψη θα έπρεπε να τα παραμερίσουν ως μουσειακά (αφού η υποταγή σε αυτά τα πρότυπα θα συνιστούσε υποταγή στην αυθεντία). Ακριβώς το αντίθετο, φυσικά, πράττουν: θέλουν, όχι μόνο να θαυμάζουμε τα αρχαία επιτεύγματα αλλά και να τα ακολουθήσουμε.  Φυσικά, τα αρχαία επιτεύγματα είναι υπέροχα για την εποχή τους˙ δεν γίνεται, όμως, να μας κρατούν δέσμιους σήμερα. Αν ήταν συνεπείς οι «αρχαιολάτρες», ακριβώς λόγω της «ατομικής/ομαδικής μοναδικότητας», την οποία, ως δήθεν αντι-εξουσιαστές προβάλλουν, αντί να κατηγορούν τον Χριστιανισμό, πως προωθεί την αυθεντία, θα έπρεπε να κατηγορούν τον εαυτό τους. Ο Χριστιανισμός, αρνούμενος την αυθεντία της αρχαιοελληνικότητας πήρε διάφορα πράγματα από αυτήν, αλλά προχώρησε την ελληνικότητα ένα βήμα παραπέρα, δίχως να επιδιώξει (όπως οι αρχαιόπληκτοι) να επαναλάβει την Ελληνική Αρχαιότητα.

Προκειμένου να δείξουμε τις αντιφάσεις των αρχαιολατρών για την ελληνικότητα σχολιάζουμε ορισμένα άποσπάσματα από άρθρα αρχαιολατρικών περιοδικών. Ο Δαυλός γράφει: «..ο συνεχιζόμενος έως σήμερα κατατρεγμός της διεθνούς ελληνικότητας από τον εξουσιασμό» (τ. 204, σ. 12737). Σε άλλα τεύχη όμως, ο «αντιεξουσιαστής» Δαυλός (τ. 209) ξεχνά τον κατατρεγμό της διεθνούς Ελληνικότητας και γράφει: «συνειδητοποίηση της υπαρκτής Ελληνικής Παγκοσμιότητας (...). Μια ιδέα απολύτως ρεαλιστική, αφού η Ελλάδα ως Επιστήμη, Λογική, Απόδειξη, Διάλογος, Θεωρία, Δημοκρατία, Γλώσσα κ.λπ. είναι ήδη πανταχού παρούσα˙ μια ιδέα χωρίς αντίπαλο. (...) Δε χρειάζεται να κατακτήσουμε την παγκόσμια Ελληνικότητα αυτή είναι ήδη κατακτημένη. Απομένει πρώτον να την κατανοήσουμε, να την αποδεχθούμε ως πραγματικότητα». Εδώ, αντίθετα με το τεύχος 204, βλέπουμε ότι όχι μόνο δεν είναι υπό διωγμό από κανέναν η «διεθνής/παγκόσμια Ελληνικότητα», αλλά ζει και βασιλεύει˙ κυριαρχεί παντού. Τι νόημα έχουν λοιπόν οι συνωμοσιολογίες των αρχαιολατρών, με τα μικρά πράσινα ανθρωπάκια που εξουσιάζουν τον πλανήτη κι εμποδίζουν την διεθνή ελληνικότητα να κυριαρχήσει, αφού ήδη είναι πανταχού παρούσα, χωρίς αντίπαλο η Ελληνικότητα; Όταν οι αρχαιολάτρες το κρίνουν σωστό μιλάν για «κατατρεγμό», ενώ αλλιώς μιλάν για παγκόσμια επικράτηση της «Ελληνικότητας»; Ποιοι εξουσιαστές κατατρέχουν (προφανώς σε παγκόσμια κλίμακα) την (παγκόσμια) Ελληνικότητα, αφού αυτή θριαμβεύει, και μάλιστα είναι όργανο επιβολής (η Τεχνολογία-Επιστήμη-Λογική-Θεωρία-Διάλογος) και εξουσιασμού;

Όσο για την άποψη του Παγκόσμιου Ελληνισμού και Ελληνικότητας μέσω της αποδεκτής από όλους τους πολιτισμένους ανθρώπους της Ελληνικής Επιστήμης, Δημοκρατίας, Διαλόγου κ.λπ., αυτή είναι ίσως η ειδωλολατρικότερη άποψη των Νεοπαγανιστών ενδεδυμένη ένα φιλοσοφικό ένδυμα. Αποτελεί την έσχατη ειδωλολατρία. Ναι, οι Έλληνες εφηύραν την Δημοκρατία, την Επιστήμη, το Διάλογο. Αυτοί ήταν οι πρώτοι. Αλλά δεν μετείχαν όλοι οι Αρχαίοι Έλληνες σε αυτά ούτε τα εφηύραν όλοι. Άραγε δεν είχαν ελληνικότητα όσοι δεν μετείχαν σε αυτά ή δεν τα εφηύραν;  Ότι η εφεύρεση είναι ελληνική δε σημαίνει ότι υπάρχει μια κάποια παγκόσμια ελληνικότητα. Και η δυτική δημοκρατία δεν πρωτοξεκίνησε από το διάβασμα κάποιου αρχαίου συγγράμματος περί δημοκρατίας και ισότητας, αλλά από την απαίτηση των άγγλων ευγενών το 1215 να εκδόσει την Μάγκνα Κάρτα ο ηγεμόνας τους. Κάθε εφεύρεση είναι ένα επίτευγμα που διαδίδεται και χρησιμοποιείται από ανθρώπους τελείως άσχετους με τον εφευρέτη. Η Coca-cola δεν κάνει κανέναν Αμερικανό (με την φιλοσοφική έννοια), η χρήση του ημερολογίου και των ωρών δεν κάνει κανέναν Βαβυλώνιο στο έθος, η χρήση χρημάτων δεν κάνει κανέναν Λυδό κι Ασιάτη στο έθος. Η βαρύτητα δεν είναι αγγλική, παρ’ όλο που ο άγγλος Νεύτων ανακάλυψε το νόμο της. Η ακρόαση κλασσικής μουσικής δεν αφελληνίζει, επειδή την δημιούργήσαν οι Ιταλοί κι οι Γερμανοί. Λογική και νου έχουν όλοι οι λαοί. Δεν είναι όλοι το ίδιο ικανοί για κάθετι, αλλά  η Λογική δεν είναι προνόμιο ενός λαού, απλώς επειδή αυτός ήταν ο πρώτος – και αυτό το οφείλει σε έμφυτες ικανότητες και στην τύχη – που την χρησιμοποίησε σωστά. Επειδή πρώτος ο Έλληνας χρησιμοποίησε κάτι κοινό και πανανθρώπινο, δεν σημαίνει πως αυτό είναι ελληνικό. Το δικαίωμα χρήσης του τροχού δεν το έχουν μόνο οι λαοί στις περιοχές όπου πρωτοανακαλύφθηκε. Ότι η απαρχή ενός πράγματος ή μιας εφεύρεσης βρίσκεται σε έναν τόπο/λαό, αυτό καθόλου δε συνεπάγεται κι ότι η συνέχεια/εξέλιξη του πράγματος αυτού ανήκει στον ίδιο λαό και είναι (η συνέχεια/εξέλιξη του πράγματος) στοιχείο της ταυτότητάς του, ώστε π.χ. να χαρακτηρίζουμε ως «ελληνική» την σημερινή Επιστήμη, «ελληνική» τη σημερινή Γνώση, «ελληνική» τη σημερινή Δημοκρατία. Ελληνικά είναι μόνο εκείνα τα αρχικά και η συνέχειά τους από τον ελληνικό λαό – όχι από τους άλλους λαούς. Δεν είναι «λυδική» η Οικονομία, επειδή το χρήμα εφευρέθηκε από Λυδούς. Αναμφισβήτητα έχει προσφέρει πάρα πολλά στον πολιτισμό η Αρχαία Ελλάδα συγκριτικά με άλλους λαούς. Αλλά δεν υπάρχει τέτοια Παγκόσμια ελληνικότητα, παρά για όσους θέλουν να λατρέψουν τον εαυτό τους. Με δυο λόγια, το σύμπαν δεν είναι ελληνικό και καμμία «διαπλανητική Ελλάδα» (Δ. Λάμπρου, Δαυλός, τ. 215, σ. 13536) δεν υπάρχει – μέχρι να ανακαλυφθεί ότι οι Εξωγήινοι μιλούν ελληνικά.

Άλλωστε, αυτή η Ελληνικότητα δεν έχει καμμία σχέση με την επιβίωση του ιστορικού ελληνικού έθνους και τον συγκεκριμένο πολιτισμό των Νεοελλήνων και των όσων έζησαν μετά την Αρχαιότητα. Δηλαδή, η Επιστήμη, η Γνώση, η Τεχνολογία κ.λπ. υπάρχουν ανεξαρτήτως της δικής μας – εδώ και τώρα, της ελληνικής – ύπαρξης και ταυτότητας. Δεν έχει, για το Δαυλό, και τόση σημασία, είτε υπάρχουμε είτε όχι ως έθνος: σημασία για το Δαυλό έχει κυρίως και πρωταρχικά η «Παγκόσμια Ελληνικότητα». Άρα και να χαθούμε, μικρό το κακό, για το Δαυλό, αφού η «διεθνής Ελληνικότητα» θα συνεχίσει να ζει και να θριαμβεύει μέσω άλλων, διότι, η χρήση π.χ. της Επιστήμης κ.λπ. είναι στα χέρια Αγγλοσαξώνων και άλλων εντελώς άσχετων με ο,τιδήποτε ελληνικό και προφανώς (περισσότερο κι απ’ τον Δαυλό) αδιάφορων για την επιβίωση του υπαρκτού ελληνισμού. Δηλαδή «η επέκταση του ελληνισμού στα πέρατα της Οικουμένης έχει απαντήσει στο αίτημα της επιβίωσής του. Εμείς ζούμε μέσα από τους... Αμερικάνους, τους... Αϊνού, τους... Ίνκας κ.λπ. Σε ό,τι αφορά στη σημερινή μας υπόσταση, δεν έχουμε παρά να χωνευτούμε σε αυτό τον παγκόσμιο «ελληνικό» κόσμο» (Γ. Καραμπελιάς, Άρδην, τ. 52-53, σ. 44). Συνεπώς, η ψευδοπαγκόσμια «ελληνικότητα» ούτε ελληνικότητα είναι ούτε μάς αφορά (κι ούτε εμείς τής είμαστε απαραίτητοι).

Η Ελληνικότητα έχει να κάνει με την ταυτότητα των Ελληνων. Δεν είναι μάρκα αναψυκτικού, Coca-Cola, να αποστασιοποιείται από το έθνος που την έφτιαξε και την προχώρησε έπειτα, να την πίνει ο Κινέζος και να γίνεται «ξαφνικά» Έλληνας. Τα πολιτιστικά δάνεια προς άλλους λαούς καμμία «ελληνικότητα» δεν τους χαρίζουν. Απλώς αναμιγνύονται με την ήδη υπαρκτή ταυτότητά τους και την επηρεάζουν. Όταν μιλάνε για «Ελληνικότητα» οι ελληνοκεντρικοί, απλώς εννοούν το ένα τμήμα, το λόγιο, της ταυτότητας των Ελλήνων. Πετσοκόβουν, δηλαδή, την έννοια της ταυτότητας, που είναι το σύνολο του πολιτισμού κι όχι μόνο το λόγιο ή μόνο το λαϊκό στοιχείο. Επομένως, βάσει αυτού του ορισμού, η «Ελληνικότητα» των ξένων δεν είναι παρά πολιτιστικά δάνεια κι όχι ελληνικότητα. Και βεβαίως, αυτή η προσωπική τους παγανιστική ή άλλη «Κοσμοθέαση» συνιστά ένα τμήμα της νεκρής αρχαιοελληνικότητας, ξεπερασμένο εδώ και αιώνες (από τον 4ο π.Χ. αι.) κι όχι την σημερινή ολοζώντανη υπαρκτή ταυτότητά μας (η οποία, βεβαίως, έχει λόγια «Κοσμοθέαση»  – τον εκκλησιαστικό ελληνισμό – και ουδόλως συνιστά απλώς ένα σύνολο εθίμων και παραδόσεων). Τι να πει κανείς για τον ξαναζεσταμμένο θετικισμό του Δαυλού, που τα σκύβαλα του 19ου αι., δηλαδή την υποτίμηση της θρησκείας και την ανάδειξη της Επιστήμης σε μέσο σωτηρίας των ανθρώπων, τα παρουσιάζει στους αφελείς ως «Παγκόσμια Ελληνικότητα». Αυτά τα (κυριολεκτικώς) φιλοσοφικά σκουπίδια, που τα απέρριψε προ ενός αιώνα η Δύση (και που δεν είναι παρά μιας μορφής θρησκεία, με ιερείς-επιστήμονες, φάρμακα-σωτηρία κ.λπ.) οι αρχαιολάτρες τύπου Δαυλός τα ξεθάβουν και τα παρουσιάζει ως Ελληνικότητα.

Η αλήθεια είναι ότι έχοντας άγνοια για την πολυπλοκότητα της αρχαίας ελληνικότητας, οι αρχαιολάτρες πέφτουν σε λάθη όπως τα παραπάνω. Αγνοώντας (ή παρασιωπώντας, οι λίγοι απ΄αυτούς, που γνωρίζουν) τα σκοτεινά σημεία της Αρχαίας Ελλάδας π.χ. τις διώξεις φιλοσόφων, δημιουργούν μια αρχαιοελληνικότητα ανύπαρκτη. Θεωρούν – αποσιωπώντας την αλήθεια – ότι η ουσία της ήταν ο Λόγος, η έρευνα, η επιστήμη κ.λπ. Η αλήθεια όμως, όταν δούμε συνολικά την Αρχαιότητα, είναι πως η επιστήμη και η έρευνα ήταν τμήμα της αρχαιοελληνικότητας˙ όχι η ουσία της. Και στο κάτω-κάτω οι αρχαιολάτρες, αν εννοούν ως (αρχαία) Ελληνικότητα τον Λόγο, την Επιστήμη και την Έρευνα, παραποιούν την χριστιανική ιστορία κατηγορώντας τους Χριστιανούς ότι δεν συνέχισαν όλα αυτά. Δίχως επιστήμη (στα πλαίσια, πάντα, της εποχής του) ποτέ δε θα επιβίωνε επί 11 αιώνες το Βυζάντιο. Αν λοιπόν αυτά εννοούν ως Ελληνικότητα, τότε ακριβώς αυτά συνέχισαν και οι Χριστιανοί (ακόμη και αν υποθέταμε ότι δεν το ήθελαν: διότι χωρίς αυτά δεν επιβιώνει καμμία κοινωνία) πετώντας τα παραμύθια των μύθων και τις γελοίες ειδωλολατρικές λατρείες... του φεγγαριού ή του ήλιου (τις οποίες βεβαίως οι αρχαιολάτρες θεωρούν «επιστημονικές» και απόδειξη της καλλιέργειας της Επιστήμης και του Λόγου κατά την Αρχαιότητα!)

 

 

 84. "Από τη μια λέτε ότι ο Χριστιανισμός  και το Βυζάντιο συνέχισαν το ελληνικό πνεύμα κι από την άλλη υβρίζετε την Ελλάδα συνέχεια, ακόμη και τώρα, παρουσιάζοντας συνεχώς τα αρνητικά της μόνο. Αλλά και η στάση των Πατέρων της Εκκλησίας ήταν παρόμοια. Τη στιγμή που η Δύση κι ο κόσμος όλος θαυμάζει τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, οι Χριστιανοί της Ελλάδας τον παρουσιάζουν ως λίγο χειρότερο αυτού των ιθαγενών του Αμαζονίου, σκοτάδι και ηθική σήψη. Πώς μπορείτε να λέτε ότι διαφυλάξατε και συνεχίσατε την ελληνικότητα;"

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Είναι μεγάλη η παρανόηση των χριστιανικών απόψεων από ανθρώπους που δεν έχουν καμμία σχέση με το Χριστιανισμό. Δεν είναι αλήθεια ότι οι Ορθόδοξοι Έλληνες παρουσιάζουν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό ως λίγο χειρότερο.. του χείριστου. Οι Χριστιανοί δεν ξεχνούν ότι ο Θεός επέλεξε τα ελληνικά – τόσο δημιουργώντας τα όσο και ενσαρκωνόμενος όταν αυτά ήταν διεθνής γλώσσα – ως τη γλώσσα δια της οποίας έγινε η αρχική εξάπλωση του Χριστιανισμού. Δεν επικράτησε ούτε δια της κινέζικης γλώσσας και των κινεζικών φιλοσοφικών εννοιών ο Χριστιανισμός ούτε δια των εβραϊκών ή των σενεγαλέζικων φιλοσοφικών εννοιών. Δεν συνδέθηκε άρρηκτα ο Χριστιανισμός ούτε με τις ινδιάνικες αντιλήψεις και την εποχή των Ίνκας ούτε με την εποχή των Αιγυπτίων Φαραώ. Δεν φέρει στοιχεία της κελτικής σκέψης. Η μουσική του δεν είναι αρμενική. Η ελληνική σκέψη και πολιτισμός είναι πρωτότυπα και ανώτερα σε όλο τον κόσμο - αλλά έχουν ελάχιστη σημασία μπροστά στη θεϊκή αποκάλυψη. Αυτό δε σημαίνει απόρριψη του καλύτερου πολιτισμού που «απέδωσε» η ανθρωπότητα. Σημαίνει επίγνωση, τι είναι πρώτο και τι είναι δεύτερο. Είναι αδιανόητο να μην αποδίδεται τιμή στο ανώτερο επίτευγμα του ανθρώπου. Αλλά είναι επίσης αδιανόητο να μην αποδίδεται η πρώτιστη τιμή στην θεϊκή αποκάλυψη. Και τα δύο τιμώνται, αλλά όχι το ίδιο.

            Δεν βρίζει κανείς την αρχαιότητα. Όταν εξετάζεται η κάθε πτυχή της αρχαιότητας, δε συνεπάγεται ούτε μίσος προς αυτήν ούτε απόρριψη καν. Δεν νοείται απόρριψη. Θα έπρεπε να μιλάμε  λατινικά ή εβραϊκά, αν υπήρχε απόρριψη. Αλλά ο Σολωμός έχει πει «να θεωρούμε εθνικό το αληθές». Αν κάτι κακό υπάρχει στην αρχαιότητα, σύμφωνα με το παραπάνω αξίωμα, δεν είναι «ανθελληνικό» να το παρουσιάζουμε. Αν η παιδεραστία, η καταπίεση των γυναικών, η ανεπάρκεια της αρχαίας θρησκείας, η λακεδαιμονιακή ολιγαρχία είναι υπαρκτά, δεν συνιστά «ανθελληνισμό» η παρουσίασή τους ως υπαρκτών φαινομένων της αρχαιότητας. Ό,τι «φέρει εις δαίμονας» για τους Πατέρες της Εκκλησίας, αυτό απορρίπτεται. Τα υπόλοιπα δεν απορρίπτονται καθόλου. Δεν συνιστά «ανθελληνισμό» η αντίκρουση των ψεμμάτων των Νεοπαγανιστών, ότι τάχα ο Χριστιανισμός κατέστρεψε (Υπατία, Σαράπειο, Ιππόδρομος Θεσ/κης, Όσιος Νίκων) τον Ελληνισμό. Προφανώς για τους αρχαιολάτρες το να αναφέρει κανείς τα αρνητικά της αρχαιότητας συνιστά «ανθελληνισμό».

            Ο Χριστιανισμός δεν αποτελεί την «συνέχεια» με την έννοια ότι πρέπει να ακολουθεί δουλικά όλα όσα η προχριστιανική εποχή δεχόταν. Κάτι τέτοιο δεν αποτελεί «συνέχεια», αλλά δουλική απομίμηση. Ο Χριστιανισμός απέρριψε την αρχαία θρησκεία κι ό,τι σχετίζεται με αυτήν. Τα υπόλοιπα τα αποδέχτηκε και τα συνέχισε. Έτσι συνέχισαν οι Ορθόδοξοι Έλληνες την ελληνικότητα. Ούτε την απέρριψαν/την αποδοκίμασαν όλη ούτε αρνήθηκαν να συνεχίσουν τα περισσότερα, τα καλά στοιχεία της. Η άρνηση ενός τμήματος της αρχαιότητας δεν σήμαινε διακοπή της συνέχειας. Δεν απαιτείται όλα να παραμείνουν ίδια, για να υπάρξει «συνέχεια», δηλαδή να λέμε ότι ο Χριστιανισμός διαφύλαξε το ελληνικό πνεύμα.

Ο λόγος που αναφέρονται τα αρνητικά της αρχαιότητας εδώ είναι πολύ απλός. Κάποιοι πρέπει να κάνουν την αρχή και να πουν ότι η αρχαιότητα δεν ήταν αυτή που διδάσκεται στα σχολεία, χωρίς ψεγάδια, χωρίς τίποτε αρνητικό. Προσεγγίσεις  σχολικές του τύπου «όλα ήταν τέλεια» δεν βοηθούν στην εύρεση της αλήθειας. Αν τονίζονται εδώ τα αρνητικά της αρχαιότητας, είναι για να καταλάβουν οι Νεοπαγανιστές και οι αρχαιόπληκτοι ότι ο Χριστιανισμός απέρριψε ακριβώς αυτά τα αρνητικά της αρχαιότητας, και για να ξεφουσκώσει η εθνικιστική παράνοια που οφείλεται στην άγνοια αυτή. Είναι πράγματι δύσκολο για όποιον γνωρίζει μόνο ό,τι  λένε τα σχολικά βιβλία, να συνειδητοποιήσει τα αρνητικά της αρχαιότητας και να μην πέσει στην παγίδα της υπεραπλούστευσης του εθνικισμού, πιστεύοντας πως η παρουσίαση τους συνιστά «ανθελληνισμό». Ωστόσο, οι Νεοέλληνες, ως λογικοί άνθρωποι, δεν τρων κουτόχορτο, ώστε να πιστέψουν κάτι τέτοιο.

Ο Χριστιανισμός ποτέ δε θεώρησε τους Αρχαίους Έλληνες «διαβολάνθρωπους» που ποτέ δεν είπαν τίποτε σωστό. Ο Χριστιανισμός, εκτός από το ότι αποτελεί θεϊκή αποκάλυψη, συνόψισε όλες τις καλές απόψεις των αρχαίων, ακόμη κι αν αυτοί ήταν μη Χριστιανοί ή και αντιχριστιανοί. Όταν ο Χριστιανισμός κατακρίνει ορισμένα πράγματα της αρχαιότητας, συνοψίζει και επαναλαμβάνει την κριτική των σοφών Ελλήνων, των φιλοσόφων, ασχέτως αν δεν συμφωνεί σε όλα τα ζητήματα μαζί τους (αυτό άλλωστε είναι προς τιμήν του Χριστιανισμού). Όταν ο Χρυσόστομος κατακρίνει την ματαιότητα του αθλητισμού της εποχής του, είναι σαν να μιλάν ξανά ο Ξενοφάνης, ο Διογένης, ο Ευριπίδης, ο Σόλων, ο Φιλόστρατος, ο Παυσανίας, ο Λουκιανός, που κατέκριναν τον αρχαίο αθλητισμό. Όταν ο Χριστιανισμός κατακρίνει το θέατρο του 4ου μ.Χ. αι., είναι σαν να μιλά ο Πλάτων κι ο Ιουλιανός, που κατακρίνουν την αισχρότητα του τοτινού θεάτρου. Όταν ο Χριστιανισμός κατακρίνει την ανηθικότητα των μύθων, είναι σαν να μιλάν ξανά ο Ξενοφάνης, οι σοφιστές και ο Πλάτωνας. Όταν ο Χριστιανισμός κατακρίνει την ακολασία, συνοψίζει και βελτιώνει ό ,τι είπαν ο Δημόκριτος, ο Πλάτωνας, ο Πυθαγόρας, ο Πορφύριος,  και ένα σωρό άλλοι φιλόσοφοι. Αν οι αρχαιόπληκτοι επιμένουν να βρίζουν τον Χριστιανισμό, επειδή αυτός εναντιώθηκε στα άσχημα της αρχαιότητας, τότε, αντί να επαινούν τους αρχαίους φιλοσόφους και να τους παρουσιάζουν ως δικούς τους, θα πρέπει να τους βρίζουν, διότι κι αυτοί, όπως κι ο Χριστιανισμός, κατακρίνουν τα άσχημα (δηλαδή ένα κομμάτι του ελληνικού πολιτισμού!) της Αρχαιότητας. Φυσικά, δεν ισχύει η άποψη ότι «αφού οι φιλόσοφοι κατέκριναν τα άσχημα πράγματα, δεν είχαμε ανάγκη το Χριστιανισμό». Για μια καλή άποψή του, ο κάθε φιλόσοφος έλεγε άλλες δυο ανόητες ή κακές απόψεις – τις οποίες διόρθωνε άλλος φιλόσοφος – και γι’ αυτό διαφωνούσαν και αλληλοϋβρίζονταν μεταξύ τους οι αρχαίοι φιλόσοφοι. Μόνο ο Χριστιανισμός κατάφερε και συνένωσε τα καλά του Ελληνικού Πολιτισμού. Δεν υπήρξε φιλόσοφος που έκανε κάτι τέτοιο. Ένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε να τα πει όλα αυτά.

Οι Χριστιανοί, όπως γράφει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, όταν δέχονται την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, δεν την δέχονται ολόκληρη ούτε παραδέχονται κάποια συγκεκριμένη φιλοσοφική σχολή, αλλά εκλέγουν από κάθε αρχαιοελληνική σχολή τις εκλεκτές, καλές απόψεις της. «Φιλοσοφίαν δὲ οὐ τὴν Στωικὴν λέγω οὐδὲ τὴν Πλατωνικὴν ἢ τὴν Ἐπικούρειόν τε καὶ Ἀριστοτελικήν, ἀλλ’ ὅσα εἴρηται παρ’ ἑκάστῃ τῶν αἱρέσεων τούτων καλῶς, δικαιοςύνην μετὰ εὐσεβοῦς ἐπιστήμης ἐκδιδάσκοντα τοῦτο σύμπαν τὸ ἐκλεκτικὸν φιλοσοφίαν φημί. Ὅσα δὲ ἀνθρωπίνων λογισμῶν ἀποτεμόμενοι παρεχάραξαν, ταῦτα οὐκ ἄν ποτε θεῖα εἴπομ’ ἄν» (Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρωματείς 1, 5, 7.)

Η θεωρία ότι ο Χριστιανισμός «έκλεψε κι αντέγραψε» τον Ελληνικό Πολιτισμό, είναι θεωρία ανθρώπων, οι οποίοι αυτοδιορίστηκαν Αστυνόμοι του Ελληνικού Πολιτισμού. Τα πολιτιστικά αγαθά ενός λαού μπορεί ο καθένας να τα δέχεται ή να τα απορρίπτει, δίχως αυτό να συνιστά «κλοπή». Εάν απαγορευόταν να διαλέγουμε ό,τι μας αρέσει και ό,τι θεωρούμε καλό από διαφορετικές αντιλήψεις και πρακτικές, διότι έτσι «κλέβουμε» αυτόν που τις πρωτοσκέφτηκε, η ανθρωπότητα θα ζούσε ακόμα στα σπήλαια. Κανένα copyright δεν διαθέτουν οι χτεσινοί, νεοεμφανιζόμενοι Νεοπαγανιστές κι εθνικιστές αρχαιολάτρες. Είναι παράδοξο να κατηγορείται ο Χριστιανισμός επειδή προσάρμοσε αρχαίες αντιλήψεις στην πίστη του ή επειδή έφερε ξένες αντιλήψεις, ενώ το γεγονός ότι τον 4ο μ.Χ. αι. οι πολιτισμικές «προσθήκες» που είχαν προέλθει από την Περσία, την Αίγυπτο, την Βαβυλωνία, την Ρώμη, καθόλου δεν νόθευσαν την ελληνικότητα των Παγανιστών, αλλά αντίθετα γίνονται απολύτως δεκτές. Άλλωστε, οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί, ο Σόλων, ο Λυκούργος, ο Πλάτων, ο Δημόκριτος, ο Θαλής, ο Πυθαγόρας, ο Πρωταγόρας, ο Πύρρων πήραν κάποια πολιτιστικά αγαθά από τους Ασιάτες και τους Αιγύπτιους, διχως να «κλέψουν» τίποτε από κανένα.

Όταν, λοιπόν, οι Νεοειδωλολάτρες ορύονται βρίζοντας αισχρά τους σημερινούς Χριστιανούς και κατηγορώντας τους πως κατέστρεψαν τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό ή έστω ένα τμήμα του, η σωστή απάντηση προϋποθέτει την εξής ερώτηση προς κάθε αντιχριστιανό αρχαιολάτρη: «Τα άσχημα και τα άθλια πράγματα της Ελληνικής Αρχαιότητας αποτελούν τμήμα του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού, ναι ή όχι;» Αν δεν αποτελούν, τότε καλώς οι Χριστιανοί εναντιώθηκαν σε αυτά. Αν αποτελούν, μήπως πρέπει να τα ακολουθήσουμε, απλώς επειδή αυτά είναι τμήμα του Ελληνικού Πολιτισμού μας; Μήπως θα έπρεπε να αποτελέσουμε τη συνέχεια αυτών που δίωξαν το Σωκράτη, τον Πρωταγόρα, τον Αναξαγόρα, τον Πρόδικο, τον Αριστοτέλη, τον Αισχύλο, τον Ευριπίδη, τον Αρίσταρχο; Διότι, αν ισχύει το νεοπαγανιστικό αξίωμα «πρέπει να τα συνεχίσετε όλα, αλλιώς δεν είστε απόγονοι Ελλήνων», τότε θα έπρεπε να τιμάμε π.χ. τους διώκτες των φιλοσόφων.

Τιμούμε τους αρχαίους Έλληνες, τους προγόνους μας, για τους δρόμους που άνοιξαν, για το ότι έκαναν την αρχή. Το γεγονός ότι αυτοί ήταν οι πρώτοι, τους δίνει αιώνια τιμή, ακόμη κι αν τα συμπεράσματά τους δεν είναι ή δεν ήταν σωστά. Τους τιμούμε και για αρκετά, για πολλά πορίσματα και συμπεράσματά τους. Αλλά όχι για όλα. Αυτό θα συνιστούσε σοβινισμό. Άλλωστε, η μανία των αρχαιολατρών να βλέπουν σε ο,τιδήποτε δημιούργησε ο αρχαίος πολιτισμός, που ως προϊόν των ανθρώπων, είχε τις ατέλειές του, την τελειότητα, δείχνει ότι η αντίληψή τους είναι σοβινιστική και λανθασμένη. Περισσότερο λογικό είναι να τιμούμε  τους αρχαίους προγόνους μας, κατά κύριο λόγο γιατί αυτοί – κι όχι οι Εβραίοι ή οι Κινέζοι – ανακάλυψαν το διάλογο και τη δημοκρατία, και κατά δεύτερο λόγο για το σημείο μέχρι το οποίο έφτασαν. Γιατί στο πρώτο είναι απολύτως ανεπανάληπτοι οι πρόγονοί μας. Στο δεύτερο, όμως, καθώς ο πολιτισμός προχωρά, οι αρχαίοι Έλληνες δεν είναι απαραίτητα ή για πάντα, πρώτοι και αξιότιμοι.

          Με άλλα λόγια, οι Νεοπαγανιστές είναι αυτοί που αποδέχονται το χειρότερο και αθλιότερο τμήμα της Αρχαιότητας, ενώ οι Χριστιανοί είναι αυτοί που αποδέχονται το υπόλοιπο, το καλό τμήμα της Αρχαιότητας. Των Παγανιστών κληρονομιά είναι ό,τι πιο δεισιδαιμονικό (μαντική), ό,τι πιο ανεγκέφαλα παράλογο (αστρολογία), ό,τι πιο αισχρό (μύθοι) και απάνθρωπο (ανθρωποθυσίες, αποθέσεις βρεφών, αυτοευνουχισμοί και μαστιγώσεις), ενώ των Χριστιανών είναι ό,τι πιο ανώτερο και σοφό και ευγενές. Είναι ψέμμα ότι οι Χριστιανοί απορρίπτουν ό,τι θαυμάζει όλος ο κόσμος. Όλος ο κόσμος μάλλον απορρίπτει ό,τι θεωρούν ως «ελληνικότητα» οι Νεοπαγανιστές.

Το παιχνίδι των Νεοπαγανιστών και των υπόλοιπων εθνικιστών συνοδοιπόρων τους ας το παίξουν αυτοί μόνοι τους. Το παιχνίδι του «είστε ανθέλληνες» και «είστε εβραιόψυχοι» δεν το παίζουμε. Είναι παιχνίδι για σοβινιστές, που θέλουν με το «έτσι θέλω» να επιβάλουν την ανιστόρητη άποψή τους, την προπαγάνδα τους. Είναι ψυχολογικός εκβιασμός, ώστε να μην ακούγεται η αλήθεια˙ ώστε όσοι ξεσκεπάζουν τη φρίκη του παγανισμού να νοιώθουν ότι είναι κακοί ανθέλληνες. Χρησιμοποιείται ο πατριωτισμός, ώστε να θάβεται η αλήθεια για την θρησκεία της αρχαίας Ελλάδας. Αν περάσει μια τέτοια αντιεπιστημονική και εθνικιστική αντίληψη για την αρχαιότητα, θα πρέπει να κλαίμε, που γλίτωσαν οι αρχαίες ελληνοπούλες από τον εγκλεισμό στα ιερά πορνεία της Αφροδίτης, όπως αναφέρουν τόσοι ιστορικοί. Θα πρέπει να ζητάν συγγνώμη οι Ορθόδοξοι, που εξαιτίας τους έπαψε ο Καιάδας να χορταίνει ελληνικά θύματα, που τα Σπαρτιατόπουλα έπαψαν να μαστιγώνονται μέχρι θανάτου στο βωμό της διψασμένης για ελληνικό αίμα Άρτεμης, που οι Έλληνες έφηβοι έπαψαν να κόβουν τα γεννητικά όργανά τους προς τιμή της Άρτεμης της Εφέσσου και της Κυβέλης, και που οι ναοί της Θεάς Ρώμης και των Λατίνων καισάρων έπαψαν να γεμίζουν Έλληνες πιστούς και που η επίσημη γλώσσα του ισχυρότερου κράτους έγινε η ελληνική. Ανθέλληνας είναι όποιος δεν λέει την αλήθεια για την Αρχαιότητα.

Έξω από την χριστιανική συνέχεια της ελληνικότητας δεν υπάρχει τίποτα παρά διαρκείς εικασίες και ανοησίες. Το παράδειγμα πέντε αιώνων της δυτικής «αρχαιοπρέπειας» θα έπρεπε να έχει συνετίσει όσους ιθαγενείς μαϊμουδίζουν τέτοιες «εκ του μηδενός» επιστροφές στην Αρχαία Ελλάδα: Οι αναγεννησιακές «αρχαιοπρεπείς» όπερες με θηλυπρεπή φινέτσα˙ το «ελληνοπρεπές» μπαρόκ˙ οι δυτικές «επανακαλύψεις» της αρχαιοελληνικής μουσικής, ενώ η αρχαία μουσική θεωρία των «τρόπων» και των «νόμων» συνεχίστηκε στους βυζαντινούς «ήχους» και στα «κρατήματα»˙ τα «νεοκλασσικά», δήθεν αρχαιοπρεπή σπίτια, ενώ αυτά που συνέχισαν την ελληνικότητα ήταν οι εκκλησίες, τα χωριάτικα και τα αθηναϊκά των  γκάγκαρων, που δυσφημίστηκαν ως «τουρκόσπιτα»˙ η «έμμεση δημοκρατία» εν αντιθέσει προς την αρχαιοελληνική κλήρωση και τον κοινοτισμό˙ τα αρχαιοελληνικά αγάλματα που οι Δυτικοί αρχαιολάτρες επί αιώνες πίστευαν ότι ήταν λευκά και έτσι προώθησαν αυτήν την αισθητική του λευκού αγάλματος, ώσπου μια μέρα  ανακαλύφθηκε ότι οι Αρχαίοι τα έβαφαν˙ ο αρχαίος «ορθολογισμός»˙ η διάκριση απολλώνιου - διονυσιακού στοιχείου, που είναι πρόχειρο εργαλείο για έρευνα και ουδέποτε υπήρξε στην αρχαιότητα˙ η «Αρχαία Ελλάδα, χώρα του ελεύθερου σεξ δίχως τύψεις»˙ τα ολυμπιακά «παιχνίδια» (games)˙ η ανύπαρκτη αφή της φλόγας, που, επειδή οι Δυτικοί πίστεψαν ότι την είδαν σε αρχαιοελληνικές παραστάσεις έχουμε καταλήξει όλοι να πιστεύουμε πως αντανακλά αρχαία συνήθεια, και τέλος οι κάθε λογής κομμουνιστικές/ουμανιστικές/ναζιστικές/φιλελεύθερες  αρχαιοελληνικές ουτοπίες κι «Αρκαδίες», τις οποίες οι ιθαγενείς αρχαιόπληκτοι ακολουθούσαν, πότε τη μία πότε την άλλη, ανάλογα με την δυτική μόδα της εκάστοτε εποχής και μέχρι η – ίδια η δυτική – επιστήμη να τις απορρίψει ως καρικατούρες «αρχαιοελληνικότητας».

Όλα αυτά κι ένα σωρό άλλα, είναι αρκετά. Πρέπει να σταματήσουν κάποτε. Ούτε καν αξίζει απαντήσεως το επιχείρημα ότι «κάνουμε λάθη, αλλά φτάνουμε στην αλήθεια». Είναι αδύνατον να γνωσθεί πλήρως, πόσο μάλλον να αναβιώσει κάτι που εξελίχθηκε πριν 23 αιώνες. Η δυτικοευρωπαϊκή αρχαιολατρία και αρχαιοπρέπεια είναι τόσο αστείες, ώστε συνεχώς τροποποιούνται. Το μόνο που καταφέρνουν είναι να νεκροτομούν την αρχαία αντίληψη˙ όχι να την αναβιώνουν. Οι μόνοι που αποδεικνύονται αφελείς είναι οι ημέτεροι αρχαιολάτρες, που κάθε φορά που ένας νέος τύπος αρχαιοπρέπειας και ερμηνείας της αρχαιότητας έρχεται από τη Δύση, φωνάζουν από χαρά που βρήκαν «πώς ήταν στ’ αλήθεια η αρχαιοελληνική ουτοπία». Πρέπει να γνωρίζουν πως αναστάσεις πραγματοποιούνται μόνο εντός του Χριστιανισμού. Εκτός Χριστιανισμού μόνο συνεχώς τροποποιούμενες «αναστάσεις» αρχαιοελληνικότητας ευδοκιμούν.

            Υπάρχουν, βέβαια, και κάποιοι Νεοέλληνες αρχαιολάτρες που κατάλαβαν την αποτυχία της δυτικής αρχαιοπρέπειας. Δυστυχώς, κι αυτοί, ενώ κατανόησαν την δυτική αυτήν αποτυχία, παρέμειναν, από συνήθεια, προσκολλημένοι στην δυτική αρχαιολατρία, όνταςδυτικοθρεμμένοι/δυτικόπληκτοι. Αυτοί λοιπόν που κατάλαβαν τι απάτη είναι η δυτική αρχαιοπρέπεια, απορρίπτουν σωστά την κιβδηλη αυτή αρχαιοπρέπεια, αλλά όντας φαντασμένοι, αντιχριστιανοί και θρεμμένοι με το δυτικό όραμα της ανεδαφικής εκ του μηδενός «επιστροφής στην αρχαιότητα», πιστεύουν ότι μόνον αυτοί, ως Έλληνες, θα αναβιώσουν πραγματικά και αυθεντικά την αρχαιοελληνική παράδοση, εκ του μηδενός, με άρνηση τόσο του Χριστιανισμού όσο και της δυτικής αρχαιοπρέπειας. Είναι τόσο φαντασμένοι, ώστε νομίζουν πως, αυτό που τόσοι και τόσοι επιστήμονες, φιλόλογοι, ηγέτες, φιλόσοφοι, καλλιτέχνες και γενικά οι πνευματικά άρχουσες τάξεις της Δύσης δεν κατάφεραν, παρόλες τις ενθουσιώδεις και μεθοδικές τους προσπάθειες επί έξι αιώνες (15ος – 20ος αι.), την αυθεντική αναβίωση του αρχαίου πνεύματος δηλαδή, θα το κατορθώσουν αυτοί, οι φανατικοί αντιχριστιανοί με τις εκδικητικές τάσεις και τις νεοεποχίτικες επιρροές. Είναι  γελασμένοι. Να τους πληροφορήσουμε πως αυτή τη φορά αντιγράφουν, δίχως –  κι αυτή τη φορά – να το καταλαβαίνουν, την δυτική αρχαιοπρέπεια του συρμού, την μεταμοντέρνα, νεοεποχίτικη δυτική αρχαιολατρία της «επιστροφής των θεών». Μια ζωή μέσα στη μόδα η ψευτοελληνικότητά τους. Αντί, λοιπόν, να κατηγορούν τους Ορθόδοξους Έλληνες και την Ορθοδοξία, που, τίμια, δίχως εθνικιστικά ιδεολογήματα, διέσωσε ό,τι θεωρούσε καλό και απέρριψε τα λίγα μελανά σημεία της Αρχαίας Ελλάδας, ας κοιτάξουν τα κόψε-ράψε πιστεύω τους και την αιωνίως κακοαντεγραμμένη από τη μητέρα-Δύση αρχαιολατρία τους.  

 

 

 85. "Αφού οι Βυζαντινοί Χριστιανοί διάβαζαν και αντέγραφαν τα αρχαία κείμενα, γιατί δεν κατάλαβαν το πνεύμα των αρχαίων;"

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

α') οι Βυζαντινοί κατάλαβαν πολύ καλά το πνεύμα των αρχαίων, γι’ αυτό υποστήριζαν ότι πρέπει να δέχεται κανείς από αυτούς ό,τι είναι καλό κι όχι τα πάντα. Μια τέτοια στάση υποδηλώνει πολύ μεγαλύτερη κατανόηση του αρχαίου πνεύματος απ’ ό,τι η άκριτη αποδοχή όποιασδήποτε αρχαίας θέσεως.

β') το μέγιστο, «ασυγχώρητο αμάρτημα» των «Βυζαντινών» – σύμφωνα με τους σαφώς προκατειλημμένους εναντίον τους αρχαιολάτρες – ήταν ότι δεν έβαζαν την κλασσική παιδεία στην υψηλότερη θέση, όπως έκαναν λ.χ. κατά τον 17ο αι., αλλά τη θεωρούσαν προπαίδεια και προπαρασκευή για τον Χριστιανισμό. Στην πραγματικότητα, αυτή η βυζαντινή θέση ούτε ασυγχώρητη είναι ούτε τρομερό αμάρτημα. Είναι απλώς μία λογική συνέπεια της εκλεκτικής τους αντίληψης, δηλαδή της απολύτως σωστής άποψης ότι δεν είναι όλες οι αρχαίες αντιλήψεις σωστές. Ήταν επίσης αποτέλεσμα της αντίληψης ότι η θεϊκή αποκάλυψη οπωσδήποτε είναι ανώτερη της μέγιστης ανθρώπινης σοφίας.

γ') Διαβάζουμε στους Πατέρες της Εκκλησίας πολλές φορές να αποκηρύσσουν με βαριές εκφράσεις την αρχαία φιλοσοφία και την  εθνική ελληνική αντίληψη και τρόπο ζωής. Και μάς ξενίζει τόσο αυτό, που νομίζουμε ότι δεν κατάλαβαν το πνεύμα των Αρχαίων. Ξεχνάμε κάτι πολύ σημαντικό. Εμείς και η Δύση έχουμε μπροστά μας μόνο αρχαία κείμενα και αγγεία. Δεν ζούμε στην αρχαία (κλασσική ή ύστερη) εποχή, ώστε να μπορούμε να κρίνουμε. Οι Πατέρες της Εκκλησίας όμως δεν είχαν μπροστά τους απλώς τα αρχαία κείμενα, γι’ αυτό ποτέ δεν κατέληξαν στην ωραιοποίηση και εξιδανίκευση της αρχαιότητας, στην οποία κατέληξε η Δύση. Οι Πατέρες της Εκκλησίας ζούσαν στην ύστερη αρχαιότητα, έβλεπαν τα καλά και τα άσχημα του εθνικού κόσμου. Έβλεπαν την μαντεία, την αστρολογία, τον παραλογισμό των παγανιστικών λατρειών, το κατρακύλισμα στον μηδενιστικό ηδονισμό («φάγωμεν, πίωμεν, αύριο γαρ αποθνήσκωμεν»), τη λατρεία της ανθρώπινης δύναμης, τις αυτοβασανιστικές ή μισανθρωπικές λατρείες (μαστίγωμα, αυτοευνουχισμοί, πιθανώς ανθρωποθυσίες). Δε μπορούσαν να αυτοαπατώνται πιστεύοντας ότι όλα αυτά ήταν «λεπτομέρειες». Θα ήταν η μεγαλύτερη ατιμία. Δεν μπορούσαν να παραδέχονται για σοβαρή φιλοσοφία τη φιλοσοφία ανθρώπων που ασχολούνταν με την μαγεία και την αστρολογία. Γι’ αυτό και, όταν κατακρίνουν τον εθνικό κόσμο, πρέπει να σκεφτόμαστε ότι έχουν κατά νου όσα έβλεπαν να εκτυλίσσονται μπροστά τους˙ όχι την εξιδανικευμένη αντίληψη που εμείς έχουμε για το «αρχαίο πνεύμα».

 

 

 86. "Δεν μπορεί να υπάρξει Χριστιανική φιλοσοφία. Ο Χριστιανισμός είναι δόγμα, βίαια επιβαλλόμενο, εξ άνωθεν ή από τους αυτοαποκαλούμενους εκπρόσωπους του Θεού. Τι σχέση έχει αυτό με την αυτόνομη σκέψη του Ελληνισμού; Τι σχέση έχει η θεολογία με τη φιλοσοφία;"

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Άραγε δογματίζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, και δεν δογματίζει ο Επίκουρος, όταν λέει με τόση σιγουριά πως οι θεοί υπάρχουν και μάλιστα ζουν στα μετακόσμια; Δογματίζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας και δεν δογματίζει ο Ηράκλειτος που λέει, προφανώς επειδή το γνωρίζει, ότι ο κόσμος αυτός είναι αιώνιος; Δογματίζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας και δεν δογματίζει ο Πυθαγόρας όταν μιλά για μετεμψύχωση; Από πού το γνωρίζει ο («μη δεισιδαίμονας») Πλούταρχος όταν λέει (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ', σ. 514) ότι οι «δαίμονες» είναι θνητοί, έχοντας μάλιστα  υπολογίσει και το χρόνο ζωής τους (ζούν, λέει, 9.720 χρόνια); Δεν δογματίζει αυτός και δογματίζει η Εκκλησία; Θα μπορούσαν να αναφερθούν κι άλλα πολλά παραδείγματα δογματικής φιλοσοφικής σκέψης. Στα μεταφυσικά είναι αδύνατο να μην δογματίσει κανείς. Και αυτό έκαναν και οι αρχαίοι φιλόσοφοι, όταν μιλούσαν για μεταφυσικά ζητήματα.

Δεν ισχύει το επιχείρημα ότι οι Φιλόσοφοι διατύπωναν τις ιδέες τους σύμφωνα με τη λογική, ενώ οι Πατέρες της Εκκλησίας δογμάτιζαν αυθαίρετα από ένα βιβλίο. Δεν υπάρχει Μία Λογική, όπως στα μαθηματικά, για να λέμε ότι οι φιλόσοφοι την ακολουθούσαν. Ο καθένας ξεκινούσε με βάση τα δικά του, αυθαίρετα «αυτονόητα» δεδομένα, κι από εκεί και πέρα προχωρούσε βάσει της λογικής. Άμα υπήρχε Μία λογική, τότε όλοι οι φιλόσοφοι θα έπρεπε να καταλήξουν στα ίδια συμπεράσματα. Αλλά, κι ο πλέον άσχετος θα παρατηρήσει τις τεράστιες διαφορές του ενός από τον άλλο. Δεν είναι λοιπόν η «λογική» που χαρακτηρίζει τους αρχαίους φιλοσόφους σε αντίθεση με τους Χριστιανούς. Και οι δύο εφαρμόζουν τη λογική, για να ολοκληρώσουν τα πνευματικά τους οικοδομήματα. Άλλο πράγμα η ορθολογική και η ανορθολογική ερμηνεία της πραγματικότητας – εδώ έγκειται η διαφορά μεταξύ ορθολογισμού κι ανορθολογισμού – κι άλλο πράγμα η αρχική βάση των απόψεών μας, τα αξιώματα που θέτουμε, ώστε να ερμηνεύσουμε τον κόσμο.

Ο Π. Κονδύλης γράφει για τον ορθολογισμό και τον ανορθολογισμό: «Η πολυσημία της έννοιας του ορθολογισμού ήταν αποτέλεσμα της πολεμικής της χρήσης, αφού έτσι συνδέθηκε κατά καιρούς με τα πιο διαφορετικά περιεχόμενα˙ δεν προδίδουμε κανένα μυστικό αν μνημονεύσουμε το στοιχειώδες γεγονός – που τόσο δυσάρεστα αναφέρουν οι φιλόσοφοι – ότι η λογικά μεθοδευμένη σκέψη έχει ίσαμε τώρα τεθεί στην υπηρεσία εντελώς διαφορετικών απόψεων και προθέσεων. Οι πρόμαχοι τούτης ή εκείνης της θεωρίας μπορούν, φυσικά, να αμφισβητούν όχι μόνο τις θέσεις του αντιπάλου, αλλά και την ικανότητά του για λογική σκέψη –και μάλιστα στο όνομα του Ενός Λόγου, ο οποίος, κατά περίεργο τρόπο, συμπίπτει πάντοτε με τον προσωπικό τους τρόπο σκέψης. Μια θεώρηση που θέλει να κατανοήσει τα πράγματα δεν μπορεί να πάρει θέση σε μια τέτοια διαπάλη. Πρέπει, λοιπόν, να αναζητήσει έναν ορισμό του ορθολογισμού ανεξάρτητο από το εκάστοτε περιεχόμενο της σκέψης και αυστηρά τυπικό, ορισμό δηλ. που θα ήταν δυνατόν να εφαρμοστεί σε κάθε ορθολογισμό, όποιο κι αν είναι το περιεχόμενό του. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αποφύγουμε τον παραλογισμό, ότι π.χ. ο Θωμάς Ακυινάτης είναι λιγότερο ορθολογιστής από τον Hobbes ή ο Machiavelli από τον Kant: η προσεκτική εξέταση αυτών των παραδειγμάτων, όπως και άλλων παρόμοιων, αρκεί για να καταδειχθεί πόσο είναι ανόητη – από επιστημονική, όχι από ιδεολογική σκοπιά – η σύνδεση του ορθολογισμού με ορισμένα μόνο περιεχόμενα σκέψης. Για μας, λοιπόν, ορθολογισμός είναι η σκόπιμη και άψογη (από την άποψη της τυπικής λογικής) χρήση των επιχειρηματολογικών μέσων της σκέψης, για να κατοχυρωθεί θεωρητικά μια δεδομένη θεμελιώδης στάση απέναντι στον κόσμο. Ο ορισμός μας υποδηλώνει ότι αυτή η θεμελιώδης στάση ή απόφαση βρίσκεται η ίδια πέρα από κάθε λογική αιτιολόγηση, ακόμη κι όταν οι ορθολογιστές τη θεωρούν αποδείξιμη ή και αποδεδειγμένη (αυτό, άλλωστε, επειδιώκουν συνδέοντας τον ορθολογισμό σαν τέτοιον με κάποιο συγκεκριμένο περιεχόμενο). Μονάχα η εκλογίκευση της θεμελιώδους στάσης ή απόφασης μπορεί να πραγματοποιηθεί με λογική συνέπεια και μονάχα αυτή μπορεί, επίσης, να αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής διαμάχης –όχι η ίδια θεμελιώδης στάση: γιατί στα έσχατα ερωτήματα η απάντηση δίνεται με αξιωματικές αποφάνσεις. Μπορούν, λοιπόν, να υπάρξουν τόσες μορφές λογικής συνέπειας όσες και θεμελιώδεις στάσεις˙ μολονότι τα τυπικά λογικά μέσα παραμένουν τα ίδια, ωστόσο υπηρετούν κάθε φορά την εκλογίκευση θεμελιωδών αποφάσεων με διαφορετικό περιεχόμενο. Αφού, τώρα, οι τελευταίες βρίσκονται ultra rationem, πρέπει από τη φύση τους να θεωρηθούν μυστικές, πράγμα που με τη σειρά του συνεπάγεται ότι το μυστικό στοιχείο δεν είναι το αντίθετο, αλλά η απαρχή και η πηγή της ορθολογικής σκέψης. Σε σχέση με την απάντηση που δίνεται σε έσχατα ερωτήματα, η διάκριση ανάμεσα σε ορθολογικό και ανορθολογικό στοιχείο χάνει ολότελα τη σημασία της˙ επομένως πρέπει να αναφέρεται μονάχα στο επίπεδο της εκλογικευτικής εργασίας, όπου επιστρατεύονται επιχειρήματα για να στηρίξουν την εκάστοτε θεμελιώδη στάση ή απόφαση. Μονάχα στο επίπεδο τούτο μπορεί να υπάρξει άμεση αντίθεση ανάμεσα σε ορθολογικό και ανορθολογικό στοιχείο. Το μυστικό στοιχείο που βρίσκεται στην απαρχή της σκέψης, αποτελώντας τη συγκινησιακή της πηγή, είναι, βέβαια, και αυτό ανορθολογικό, ωστόσο πρέπει να διακρίνουμε αυστηρά το ανορθολογικό στοιχείο με τη μυστική από το ανορθολογικό στοιχείο με τη λογική έννοια του όρου. Εφόσον ως κριτήριο ορθολογικότητας θεωρήσαμε την τυπική-λογική ορθότητα και συνέπεια της σκέψης κατά τη διαδικασία εκλογίκευσης μιας θεμελιώδους στάσης, πρέπει να δεχτούμε ότι το ορθολογικό στοιχείο δεν αντιτίθεται στο ανορθολογικό με τη μυστική, αλλά μόνο στο ανορθολογικό με τη λογική έννοια του όρου. Το ανορθολογικό στοιχείο (με τη μυστική έννοια του όρου) βρίσκεται, με άλλα λόγια, βαθύτερα και από το ορθολογικό γενικά στοιχείο και από το ανορθολογικό με τη λογική έννοια του όρου: τα δύο τελευταία βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και γι’ αυτό μπορούν και να συγκρουστούν. Ακριβώς εξαιτίας αυτής της διαφοράς των επιπέδων δεν επιτρέπεται να συγχέουμε τη μυστική-ανορθολογική πηγή της σκέψης με τη μεθοδική της ανάπτυξη, συνάγοντας από την ορθολογικότητα της δεύτερης την ορθολογικότητα της πρώτης – και αντίστροφα: η ανορθολογικότητα (με τη λογική έννοια του όρου) δεν πρέπει να θεωρείται συνέπεια του ανορθολογικού στοιχείου (με τη μυστική έννοια του όρου). Από τη σκοπιά μας, λοιπόν, το αντίθετο του ορθολογισμού είναι όχι τούτο το τελευταίο, αλλά μονάχα το ανορθολογικό στοιχείο με τη λογική έννοια του όρου. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο τα θρησκευτικά συστήματα σκέψης δεν μπορούν να θεωρηθούν αντίπαλα του ορθολογισμού γενικά, παρά μόνον ορισμένων ειδών ορθολογισμού με συγκεκριμένο, δηλ. αντιθρησκευτικό περιεχόμενο. Με βάση τα ίδια κριτήρια μπορούμε να εξηγήσουμε και το φαινομενικά παράδοξο φαινόμενο, ότι οι μη θρησκευτικοί ορθολογισμοί δεν είναι λιγότερο εχθρικοί ο ένας απέναντι στον άλλον απ’ όσο είναι και οι θρησκευτικοί ορθολογισμοί απέναντι στους αντιθρησκευτικούς. (...) Η αυστηρή αντιπαράθεση ορθολογισμού και ανορθολογισμού γίνεται αντικειμενικά αβάσιμη, αν διαστείλουμε το ανορθολογικό στοιχείο με τη μυστική από το ανορθολογικό με τη λογική έννοια του όρου. Όπως το πρώτο βρίσκεται πέρα από κάθε λογική θεμελίωση, έτσι και το δεύτερο στην πραγματικότητα είναι φαινόμενο πολύ σπανιότερο απ’ όσο ισχυρίζονται ορθολογιστές, οι οποίοι θεωρούν τον δικό τους ορθολογισμό ως τον μόνο δυνατό. Το ανορθολογικό στοιχείο (με την λογική έννοια του όρου) δεν ταυτίζεται με την παραβίαση των κανόνων της τυπικής λογικής (αφού και ορθολογιστές τη διαπράττουν), αλλά προπαντός σημαίνει την προγραμματική άρνηση μετατροπής του ανορθολογικού στοιχείου (με τη μυστική έννοια του όρου) σε ορθολογικό σύστημα, δηλ. την άρνηση εκλογίκευσης της εκάστοτε θεμελιώδους κοσμοθεωρητικής στάσης ή απόφασης». Τα περί «ορθολογισμού», λοιπόν, όταν πρόκειται για τα έσχατα ερωτήματα και τις αυθαίρετες βάσεις του κάθε φιλοσόφου, ας τα αφήσουν κατά μέρους οι κατήγοροι του Χριστιανισμού.

Δηλαδή, επειδή οι Χριστιανοί δέχονται ως «αυτονόητη» την αλήθεια της Π.Δ. και της Κ.Δ. είναι λιγότερο «λογικοί» από τους Πλατωνικούς, που δέχονται ως «αυτονόητη» την «αλήθεια» που ενυπάρχει στα γραπτά του Πλάτωνα και σχολιάζουν τα γραπτά αυτά, δεχόμενοι την αυθεντία του Πλάτωνα (γι’ αυτό λέγονται και Πλατωνικοί); Όταν ο Πλάτωνας γράφει – σε αντίθεση με τον Αναξαγόρα – ότι τα άστρα δεν είναι απλώς κομμάτια από πέτρες και χώμα, αλλά έχουν και ψυχή, βασιζόμενος στην «λογική» του, που προσπαθούσε να δικαιολογήσει την (υποτιθέμενη) «αλήθεια» των αστρολογικών προβλέψεων (έλεγε δηλαδή, ότι, για να βγαίνουν σωστοί οι χρησμοί των άστρων, τα άστρα έχουν ψυχή, δεν είναι ύλη σκέτη), είναι Λογική Σκέψη αυτό; Το πιθανότερο είναι ότι, αν ένας νεοπαγανιστής έφερνε αντίρρηση στον Πλάτωνα, αυτός θα τον κατσάδιαζε ως παράλογο! Ή όταν ο Πλάτωνας στον Τίμαιο γράφει ότι ο Δημιουργός διαμοίρασε κάθε ψυχή σε κάθε άστρο και τις επιβίβασε κάθε μια σε όχημα, με ποια «Λογική» τα λέει; Προφανώς τα λέει, επειδή του φαίνεται «αυτονόητο». Έτσι λοιπόν, όπως οι Πυθαγόρειοι εκλαμβάνουν τις γνώμες του Πυθαγόρα ως «Αυτονόητες» (Να θυμίσουμε το «αὐτὸς ἔφα» που έλεγαν οι Πυθαγόρειοι. «Το είπε ο Πυθαγόρας», άρα είναι αλήθεια! Τόσο απλά – τόσο αρχαιοελληνικά! Αφιερωμένο στους.. εχθρούς του χριστιανικού δογματισμού.), όπως οι Πλατωνικοί τα πλατωνικά κείμενα ως «αυτονόητη αλήθεια», όπως οι Επικούρειοι τα δόγματα του Επίκουρου τα θεωρούν θεϊκά, ας μην παραξενεύονται οι Νεοπαγανιστές με τους Χριστιανούς που δέχονται την εγκυρότητα της Γραφής.

Συνεπώς οι μαθητές των διάφορων αρχαίων φιλοσοφικών σχολών ήταν τόσο προσκολλημένοι στα διδάγματα των ιδρυτών των σχολών, ώστε ουσιαστικά αυτό που έκαναν ήταν να τα σχολιάζουν και να διαλευκάνουν τις θεωρίες που βρίσκονταν στα βιβλία τους. Οι Επικούρειοι ερμήνευαν τον Επίκουρο˙ οι Πλατωνικοί τον Πλάτωνα και τα γραπτά του˙ οι Αριστοτελικοί τον Αριστοτέλη. Αυτό, δηλαδή η ερμηνεία, αλλά και η προσωνυμία που έδιναν («Αριστοτελικοί», «Επικούρειοι», «Στωικοί», «Πλατωνικοί») στον εαυτό τους οι συνεχιστές των  ιδρυτών των σχολών, ασφαλώς προϋθέτουν πίστη ή αποδοχή ότι η αλήθεια βρίσκεται στα γραπτά του φιλοσόφου. Τέτοιος ήταν ο σεβασμός π.χ. των Νεοπλατωνικών προς το Πλάτωνα, ώστε οδήγησε τον Πρόκλο να περιγράψει τη φιλοσοφία του ως θεϊκή αποκάλυψη, η οποία δόθηκε στον άνθρωπο (Πρόκλου, Πλατωνική Θεολογία, 1, 1).

Ένας άλλος μύθος που επικρατει, όταν συγκρίνονται αρχαιοελληνική φιλοσοφία και ορθόδοξη θεολογία, είναι ότι οι φιλόσοφοι δεν είναι απόλυτοι, δεν διεκδικούν την αποκλειστικότητα της αλήθειας, σε αντίθεση με τους θεολόγους και τις θρησκείες γενικότερα. Αλήθεια, πού την είδαν αυτήν την έλλειψη δογματισμού και την μετριοπάθεια στους φιλοσόφους; Εάν οι αρχαίοι φιλόσοφοι δεν πίστευαν ο καθένας για τον εαυτό του ότι κατέχουν την αλήθεια, τότε γιατί αλληλοαποκαλούνταν «κλεφταράκοι», «αγύρτες», «απατεώνες», «δασκαλάκοι», «τυφλοί», «απαίδευτοι» κ.ο.κ.; Από φιλοσοφική μετριοφροσύνη; Είναι αυτονόητο, ότι όταν κάποιος δογμάτιζε για την πρώτη αρχή ή για τον Σκοπό του ανθρώπου, πίστευε ταυτόχρονα ότι λέει την αλήθεια˙ ότι κατέχει την αλήθεια. Διαφορετικά, αν οι φιλόσοφοι πίστευαν πως η αλήθεια είναι μοιρασμένη στους ίδιους και στους ιδεολογικούς εχθρούς τους, είναι αδιανόητο ο Πλάτων να διώχνει τους ποιητές από την Πολιτεία του κι ο Πρόκλος να θέλει να απαγορεύσει όσα βιβλία δεν εγκρίνει, από φόβο μήπως αυτά βλάψουν τον κόσμο. Δεν είναι σωστό, λοιπόν, ότι οι φιλόσοφοι ήταν μετριόφρονες και δέχονταν την αντίθετη άποψη ως ενδεχομένως σωστή˙ απλώς δεν μπορούσαν – επειδή ήταν ανίσχυροι – να την καταστείλουν και να επιβάλλουν τη δική τους. Η μισαλλοδοξία ήταν βασικό στοιχείο της αντίληψη των φιλοσόφων. Διότι και αυτοί – όπως ο Χριστιανισμός – πίστευαν ότι κατέχουν την αλήθεια (δια της λογικής)˙ συνεπώς οι απόψεις των υπολοίπων ήταν αξιοκατάκριτες έως ανόητες.

Η αντίληψη ότι είναι αδύνατη η χριστιανική φιλοσοφία, δηλαδή ότι δεν υπάρχει ελευθερία σκέψης εντός της χριστιανικής πίστης οφείλεται σε παρανόηση της ιδέας της φιλοσοφίας αλλά και της πίστης. Όπως λέει ο Αριστοτέλης σε πρώιμο έργο του τιτλοφορούμενο Προτρεπτικός, όλοι φιλοσοφούν, είτε θέλουν να φιλοσοφήσουν είτε δε θέλουν. Κι εκείνος που απορρίπτει τη φιλοσοφία κι εκείνος που την αποδέχεται. Το φιλοσοφητέον καταντά να είναι κατά κάποιο τρόπο μια αναγκαιότητα (W.D. Ross, Aristotelis Fragmenta selecta, Oxford 1970, σ. 27-28: «Καὶ Ἀριστοτέλης μὲν ἐν τῷ Προτρεπτικῷ ἔλεγεν ὅτι εἴτε φιλοσοφητέον, φιλοσοφητέον, εἴτε μὴ φιλοσοφητέον, φιλοσοφητέον, πάντως φιλοσοφητέον». «Πάντως οὖν φιλοσοφεῖ καὶ ὁ ἀναιρῶν αὐτὴν [την φιλοσοφία] καὶ ὁ μὴ ἀναιρῶν˙ ἑκάτερος γὰρ αὐτῶν ἀποδείξεσι κέχρηται, δηλονότι φιλοσοφεῖ˙ μήτηρ γὰρ τῶν ἀποδείξεων ἡ φιλοσοφία»).

            Όταν λοιπόν ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται πως υφίσταται φιλοσοφία κι όταν κάποιος αναιρεί τη φιλοσοφία, τι μπορούμε να πούμε για τη θεολογία, που εισάγει επεξεργασμένες απόψεις για τον κόσμο, τον άνθρωπο, τον προορισμό του, την άσκηση και συνάμα διαμορφώνει απαράμιλλες μορφές καλλιτεχνικής δημιουργίας; Τούτες οι αντιλήψεις δεν μπορούν να ερμηνεύονται και να αφομοιώνονται ως μακροσκοπικός φιλοσοφικός στοχασμός; Και να ήθελαν δηλαδή οι Χριστιανοί να είναι κατά της φιλοσοφίας, της σκέψης, δεν θα μπορούσαν. Αλλά αυτό πάλι, δεν θα ήταν εναντίον της πίστης στην Αποκάλυψη. Γιατί, αν και η Αποκάλυψη δείχνει την αλήθεια, ωστόσο η έκφρασή της, η λεπτομερής κατανόησή της, η διερεύνηση του κόσμου, της κτίσης, υπό το πρίσμα της θεϊκής αποκάλυψης και η συσχέτιση της ζωής με αυτήν, δεν είναι ξερά διατάγματα οικουμενικών συνόδων, αλλά φιλοσοφικά επιτεύγματα.

Φιλοσοφία για τον Ιωάννη Δαμασκηνό είναι «α΄ Φιλοσοφία ἐστὶ γνῶσις τῶ ὄντων, ᾗ  ὄντα ἐστί, τουτέστι γνῶσις τῆς τῶν ὄντων φύσεως. Καὶ πάλιν˙ β’ Φιλοσοφία ἐστὶ γνῶσις θείων τε καὶ ἀνθρωπίνων πραγμάτων, τουτέστιν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων. γ' Φιλοσοφία πάλιν ἐστὶ μελέτη θανάτου τοῦ προαιρετικοῦ καὶ τοῦ φυσικοῦ (...). δ’ Φιλοσοφία αὖθίς ἐστιν ὁμοίωσις θεῷ. Ὁμοιούμεθα δὲ θεῷ κατὰ τὸ σοφὸν ἤτοι τὴν τοῦ ἀγαθοῦ γνῶσιν τὴν ἀληθῆ καὶ κατὰ τὸ δίκαιον (...). ε’ Φιλοσοφία ἐστὶ τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν. Ἡ γὰρ φιλοσοφία ἀρχή ἐστι πάσης τέχνης˙ (...) Τέχνη μὲν οὖν ἐστιν ἡ  ἒν τισι  σφαλλομένη κατά τινας, ἐπιστήμη δὲ ἡ ἐν μηδενὶ σφαλλομένη˙ μόνη δὲ ἡ φιλοσοφία οὐ σφάλλεται (...) στ’ Φιλοσοφία πάλιν ἐστὶ φιλία σοφίας. Σοφία δὲ ἀληθὴς ὁ θεός ἐστιν˙ ἡ οὖν ἀγάπη  ἡ πρὸς τὸν θεὸν αὕτη ἐστὶν ἡ ἀληθὴς φιλοσοφία» (Ιω. Δαμασκηνού, Διαλεκτικά, PG 94, 533 BC).

Τι να πει κανείς για τους αντιχριστιανούς αρχαιολάτρες, που ειρωνεύονται την χριστιανική άποψη, πως η θεϊκή σοφία κι αποκάλυψη είναι ανώτερη από κάθε ανθρώπινη σοφία; Έχουν διαβάσει τι λέει ο Σωκράτης (και ο Πλάτων); «Όπως φαίνεται, ο θεός μόνο είναι πράγματι σοφός και μ’ αυτόν τον χρησμό λέει, ότι η ανθρώπινη σοφία έχει μικρή αξία, ίσως και καμμία» (Πλάτων, Απολογία Σωκράτους, 23a). Ενώ ο Ηράκλειτος, παρομοιάζει (απ. 83) με πίθηκο τον σοφότερο άνθρωπο, όταν συγκρίνεται με το θεό στη σοφία. Ή, λοιπόν, ο Σωκράτης κι ο Πλάτων δέχονται κάτι χριστιανικό ή να πάψουν να χλευάζουν αυτήν τη συγκεκριμένη άποψη, οι αρχαιολάτρες.

            «Το θεολογικό δόγμα δεν είναι θέσπιση όρων σε συνόδους απλώς, αλλά ευρύτατη και μακρόχρονη θεολογική ζύμωση και σύλληψη. Δεν είναι η χριστιανική θεολογία παγερό κατασκεύασμα, αφηρημένο. Είναι άλλο η θεολογία που αγγέλεται και βιώνεται προφητικά, και άλλο μετά ταύτα η δημιουργία αντιλήψεων που πλουτίζουν και αναπτύσσουν πολιτισμό και πολιτιστικά μνημεία» (Ν. Α. Ματσούκα, Ιστορία της Φιλοσοφίας, Αρχαίας Ελληνικής- Βυζαντινής-Δυτικοευρωπαϊκής, εκδ. Πουρναράς, σ. 319).

Τι είδους «φιλοσοφία» είχε να αντιμετωπίσει ο Χριστιανισμός τον 4ο αιώνα έχει προαναφερθεί στο κεφάλαιο περί ορθολογισμού: «φιλόσοφοι» που ήταν μάγοι και μάντεις, αστρολόγοι, τσαρλατάνοι και άλλοι. Η «φιλοσοφία» αυτή ήταν πολύ κατώτερη της χριστιανικής. Αν δεν επικρατούσε η τελευταία, σήμερα φιλοσοφία θα σήμαινε αστρολογία και μαντεία.

 

 

 87. "Οι Πατέρες ήταν ανθέλληνες, διότι δεχόντουσαν να μελετήσουν αρχαία φιλοσοφία μόνο εάν υπέθεταν – και το υπεστήριζαν – ότι αυτή έχει εβραϊκές ρίζες, δηλαδή το πρωτοφανές ψέμμα ότι ο Πλάτων ...αντέγραψε τον Μωυσή και τις διδαχές του! Αυτή η άποψη είναι φασιστική και ανθελληνική."

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Τι νόημα έχει να γίνεται λόγος για τη θεωρία της κλοπής, τη στιγμή που μια ντουζίνα αρχαίων φιλοσόφων πήγαν και σπούδασαν σε Αίγυπτο και Περσία; Αν κάποιοι έβαλαν την ιδέα αυτήν σε ορισμένους Πατέρες της Εκκλησίας, αυτοί είναι κατά κύριο λόγο οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες βιογράφοι. Καταρχήν ότι υποστήριζαν πως ο Πλάτων αντέγραψε τον Μωυσή οι Πατέρες δεν οφείλεται σε «φασισμό» ή «ανθελληνισμό». Η άποψη αυτή ήταν εντός των «επιστημονικών» δεδομένων της εποχής: οι Πατέρες (και όχι μόνον αυτοί) μέτρησαν και βρήκαν – βάσει των γενιών που αναφέρονται στην Π. Διαθήκη – την πιθανή εποχή στην οποία έζησε ο Μωυσής και μαθηματικώς βρήκαν ότι αυτή είναι περί το 1200 π.Χ. και συμπέραναν ότι ο Μωυσής, ο συγγραφέας πολλών βιβλίων της Π.Δ. είναι αρχαιότερος του Πλάτωνα, άρα τυχόν ομοιότητες μεταξύ των δύο συγγραφέων οφείλονται σε αντιγραφή του έργου του Μωυσή από τον Πλάτωνα κι όχι το αντίθετο. Αυτή η μέθοδος σύγκρισης μπορεί να μην θεωρείται επιστημονική πλέον, ωστόσο τότε θεωρούνταν επιστημονική, και ασφαλώς δε μπορεί να κριθεί ως ανθελληνική ή φασιστική η τότε επιστήμη. Η άποψη αυτή, ότι ο Πλάτων ως μεταγενέστερος του Μωυσή τον αντέγραψε, ήταν διαδεδομένη στην εποχή εκείνη και μεταξύ των εθνικών, όπως του πυθαγορικού φιλόσοφου Νουμηνίου π.χ. που έλεγε «Τι γαρ εστι Πλάτων, ή Μωυσής αττικίζων;» (Κλήμη, Στρωματείς, 1, 22˙ Ευσέβιου Ευαγγελική Προπαρασκευή, 9, (6, 411Α)). Εσφαλμένη λοιπόν μπορεί να κρίνεται η άποψη της λογοκλοπής, αλλά όχι και εσκεμμένη. Πώς μπορεί κανείς να «αποδείξει» ότι ήταν εσκεμμένη, παρά μόνο με ανόητες θεωρίες συνωμοσίας; Όπως και να έχει, και ο παγανιστής Πλήθων Γεμιστός τον 15ο αιώνα πίστευε ότι ο Πέρσης Ζωροάστρης (αρχαιότερος, επίσης, του Πλάτωνα) ήταν πηγή των διδασκαλιών του Πλάτωνα (S. Runciman, The Great Church in captivity, p. 122). Δηλαδή ο Πλάτωνας αντέγραψε ξένες ασιατικές διδασκαλίες. Λοιπόν τι; Θα πουν οι αρχαιολάτρες τώρα και τον αρχαιόφιλο παγανιστή Πλήθωνα «ανθέλληνα»; Ή πάλι, θα μας εξηγήσουν γιατί ο πλατωνικός Πλήθων πίστευε ότι ο Πλάτων αντέγραψε τον Ζωροάστρη; Εσκεμμένα μήπως;

Ομοιότητες μεταξύ αρχαίας φιλοσοφίας και χριστιανισμού δεν σημαίνουν αντιγραφή. Το παράδοξο με τους αρχαιολάτρες-νεοπαγανιστές, και τους εθνικούς της αρχαιότητας είναι ότι υπεστήριζαν ταυτόχρονα και τα δύο: από τη μια έλεγαν οι παγανιστές ότι τα χριστιανικά διδάγματα δεν είναι κάτι πρωτότυπο και συνεπώς δεν έχουν και μεγάλη αξία, διότι τα είπαν και άλλοι αρχαίοι πιο πριν, κι από την άλλη ισχυρίζονται ότι ο Χριστιανισμός ήταν ξένος στον ελληνισμό και ότι τα κηρύγματά του είναι μη ελληνικά (δίχως να παραδέχονται όμως σ’ αυτή τη δεύτερη περίπτωση την πρωτοτυπία των χριστιανικών διδαγμάτων). Δηλαδή έπαιζαν και παίζουν ένα ανόητο, παράλογο παιχνίδι. Τα χριστιανικά δόγματα και αντιλήψεις και «δεν είναι πρωτότυπα», και «δεν είναι ελληνικά»!

            Αν, λοιπόν, είναι ξεκάθαρο πως για τη βάση της κλασσικής φιλοσοφίας ή της εβραϊκής θρησκείας κανείς δεν έκλεψε κανέναν, για την ύστερη φιλοσοφία των Νεοπλατωνικών, όσων πίστευαν ότι ο θεός είναι παντοδύναμος ή όσων ήταν πριν Χριστιανοί και γενόμενοι εθνικοί αργότερα διατήρησαν χριστιανικά στοιχεία στην εθνική φιλοσοφία, π.χ. ο Αμμώνιος Σακκάς (Ευσέβιου, Εκκλ. Ιστ., 6, 19) δεν ισχύει το ίδιο. Όταν ο Σιμπλίκιος, στον 6ο αιώνα μ.Χ., έπειτα από 500 χρόνια χριστιανικής επίδρασης, ισχυρίζεται πως ο υπέρτατος θεός είναι παντοδύναμος, απλούστατα αντιγράφει τον Χριστιανισμό.

Εν τέλει, οι Πατέρες και οι Χριστιανοί συνέχισαν να μελετούν τον Πλάτωνα και τη φιλοσοφία, και μετά τους πρωτοχριστιανικούς αιώνες, αφού κόπασε η διαμάχη εθνικών και χριστιανών, δίχως πλέον να τονίζουν και να πιστεύουν ότι ο Πλάτωνας έκλεψε τον Μωυσή. Είτε ως προπαίδεια για το Χριστιανισμό είτε ως μόρφωση καθεαυτή (και οι δύο αυτές αντιλήψεις συνυπήρχαν από τους πρωτοχριστιανικές απόψεις, παράλληλα με την αντίληψη για την αντιγραφή από τον Μωυσή).

 

 

 88. "Όλοι οι αρχαίοι κλασσικοί φιλόσοφοι που αναφέρονται από τους Χριστιανούς ως ενάντιοι στην ελληνική εθνική θρησκεία, τί είπαν αλήθεια που τους κάνει ενάντιους στην θρησκεία της αρχαίας Ελλάδας; Απλώς ο στόχος τους ήταν να χτυπηθεί η δεισιδαιμονία και η θρησκοληψία (που, ειδικά μετά τους μηδικούς πολέμους άρχισαν οι μεσανατολίτικες δοξασίες να εισρέουν στον ελλαδικό χώρο) κι εμείς οι Έλληνες Εθνικοί συμφωνούμε απόλυτα μαζί τους, με όσα είπαν. Μήπως αυτό μάς κάνει κι εμάς ενάντιους της αρχαίας Εθνικής Ελληνικής θρησκείας; Άλλωστε, οι τελευταίοι Νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι ήταν αντιχριστιανοί. Σε λίγο θα πείτε ότι οι αρχαίοι φιλόσοφοι ήταν.. Χριστιανοί!"

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:

α') Η αρχαιοελληνική θρησκεία δεν είχε δόγματα ούτε οργανωμένο ιερατείο, όπως ο Χριστιανισμός. Αρχαιοελληνική θρησκεία ήταν η θρησκευτική πρακτική των Αρχαίων Ελλήνων. Δεν υπήρχε, δηλαδή, κάποιου είδους –επίσημος ή ανεπίσημος- διαχωρισμός ανάμεσα σε καλή, μή δεισιδαίμονα, επίσημη αρχαία θρησκεία από την μία, και σε δεισιδαιμονική, άτυπη  και διαστρεβλωμένη από την αμάθεια των πολλών λαϊκή θρησκεία από την άλλη. Συνεπώς, αυτό που οι φιλόσοφοι χτυπούσαν δεν ήταν η «μη αυθεντική θρησκεία», αλλά η μόνη υπαρκτή αρχαία θρησκεία, η πλήρης δεισιδαιμονιών και προλήψεων. Οι φιλόσοφοι πολεμούσαν αυτό που έβλεπαν˙ κι αυτό που έβλεπαν ήταν η μόνη υπαρκτή θρησκεία της αρχαιότητας. Αυτήν χτυπούσαν, κι όχι την μη αυθεντική, ώστε να επικρατήσει η αυθεντική.

β') Πώς μπορούν οι Νεοπαγανιστές να λένε ότι οι φιλόσοφοι έκαναν κριτική στην θρησκευτική δεισιδαιμονία από την πλευρά και οπτική γωνία της θρησκείας κι όχι από διάθεση εναντίον της ίδιας της θρησκείας, τη στιγμή που πολλοί φιλόσοφοι θανατώθηκαν, εξορίστηκαν και είδαν τα γραπτά τους να καίγονται, με πρωτοβουλία των εκπροσώπων της αρχαίας θρησκείας και των θρησκευόμενων, πιστών εθνικών; Οι φιλόσοφοι διώκονταν από την θρησκεία˙ πώς γίνεται να ήταν με το μέρος της θρησκείας εκείνης, αφού η ίδια η θρησκεία τούς θεωρούσε ενάντιούς της; Εξοριζόταν ο Αναξαγόρας, επειδή δεν δεχόταν πως ο ήλιος είναι θεός, όπως έλεγε η θρησκεία, και αυτό οι Νεοπαγανιστές το ερμηνεύουν ότι ο Αναξαγόρας ήταν με την μεριά της θρησκείας; Καιγόταν τα γραπτά του Πρωταγόρα κι ο ίδιος εξοριζόταν, κι αυτό σημαίνει για τους Νεοπαγανιστές, ότι ο Πρωταγόρας ήθελε να χτυπήσει απλώς την δεισιδαιμονία; Έχουν αναφερθεί αλλού οι διώξεις των φιλοσόφων. Τέτοιες διώξεις δεν δικαιολογούνται, εάν οι φιλόσοφοι ήταν απλώς κατά της δεισιδαιμονίας κι όχι κατά της θρησκείας.

γ') Έχουν αναφερθεί σε άλλο σημείο επίσης, οι αντιρρήσεις των φιλοσόφων στην αρχαία θρησκεία. Ο Πλάτων κι ο Αριστοτέλης θεωρούσαν την μυθολογία εχθρό της φιλοσοφίας και διακήρυτταν ότι όσοι ψάχνουν την αλήθεια με μυθολογικές εξηγήσεις δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως σοβαρά άτομα. Δεν είναι μόνον η δεισιδαιμονία (και αυτήν, βεβαίως, πολέμησαν οι φιλόσοφοι) αυτό που πολέμησαν οι φιλόσοφοι. Είναι και η μυθολογία, η πηγή δηλαδή, από την οποία εξέρχονται τα «δόγματα» και οι αντιλήψεις των εθνικών.

δ') Οι φιλόσοφοι, όταν μιλούσαν περί θρησκείας, δεν είχαν σκοπό –εκτός από τον Πλάτωνα, που ήθελε γενικότερη πολιτική μεταρρύθμιση – να διορθώσουν τη θρησκεία, ώστε ο λαός να πάψει να είναι δεισιδαίμονας. Δεν ήταν θρησκευτικοί αναμορφωτές οι φιλόσοφοι. Απλώς μιλούσαν για τη θρησκεία, για ό,τι έβλεπαν μπροστά τους ως θρησκεία. Μπορεί να είχαν δική τους θρησκεία. Μπορεί κάποιοι να τηρούσαν τους τύπους της επίσημης θρησκείας, από φόβο μήπως τους κάψουν και τους εξορίσουν. Άλλοι, όπως π.χ. ο Λουκιανός, έζησαν σε εποχή όπου η αρχαία θρησκεία δεν είχε τη δύναμη να τους θανατώσει, επειδή ειρωνεύονταν το πάνθεο. Αυτό δε σημαίνει πως η θρησκευτική κριτική τους ήταν από την οπτική ενός θρησκευόμενου. Φυσικά οι τελευταίοι «φιλόσοφοι», οι νεοπλατωνικοί ταύτισαν τη θρησκεία με τη φιλοσοφία. Αλλά αυτοί δεν αξίζει να λέγονται φιλόσοφοι καν, όχι γιατί πίστευαν στους θεούς – η πίστη δεν κάνει κάποιον να μην είναι φιλόσοφος – αλλά γιατί ήταν αισχροί τσαρλατάνοι, ασκούσαν μαγεία, μαντεία, ήταν θεουργοί, πίστευαν στα άστρα, πίστευαν στα μέντιουμ, έκαναν πνευματιστικές συγκεντρώσεις και είχαν πνευματιστικές εμπειρίες εξόδου από το σώμα και το μόνο φιλοσοφικό που έκαναν ήταν η να λεπτολογούν για όλα αυτά. Τέτοιοι άνθρωποι ασφαλώς δεν πρέπει να χαρακτηρίζονται φιλόσοφοι και δεν μπορούν να είναι απόδειξη ότι οι φιλόσοφοι μιλούσαν περί θρησκείας από την σκοπιά της θρησκείας.

ε') Οι Νεοπαγανιστές ισχυρίζονται ότι τάσσονται υπέρ των φιλοσόφων που πολεμούσαν τη αρχαία δεισιδαιμονία και τη θρησκοληψία. Αυτό είναι τεράστιο ψέμμα. Τα πράγματα που οι περισσότεροι φιλόσοφοι πολεμούσαν ως δεισιδαιμονία και θρησκοληψία ήταν η μαγεία, η μαντεία, η αστρολογία και τα συναφή. Είναι αστείο, οι Νεοπαγανιστές από τη μια να υποστηρίζουν τον αγώνα των φιλοσόφων κατά όλων αυτών, και από την άλλη οι ίδιοι οι Νεοπαγανιστές να υπερασπίζονται με πάθος την μαγεία, την μαντεία, τη θεουργία, την αστρολογία ως Επιστήμη! Δεν γίνεται να παριστάνουν τους ορθολογιστές άνθρωποι που δέχονται την αστρολογία και την θεουργία. Και συνεπώς, δεν γίνεται ούτε να θεωρούν τους φιλοσόφους, οι οποίοι αντιτάχθηκαν στην παγανιστική αγυρτεία, ως δικούς τους. Είναι αδύνατον οι Νεοπαγανιστές, που δέχονται τους μύθους, την μαντεία, την αστρολογία, να υποστηρίζουν τους αγώνες των φιλοσόφων κατά των μύθων, κατά της μαντικής, κατά της αστρολογίας. Εάν οι σημερινοί Νεοπαγανιστές ζούσαν στην κλασσική εποχή, θα δίωκαν τον Πρωταγόρα, τον Πρόδικο, τον Αναξαγόρα, τον Σωκράτη, τον Αριστοτέλη. Οι Νεοπαγανιστές λένε πως είναι υπέρ των φιλοσόφων. Θα έτριζαν τα κόκκαλα του Πρωταγόρα και του Αριστοτέλη με τέτοιους υπερασπιστές.

στ') Μπορει οι αρχαίοι φιλόσοφοι, αν ζούσαν σήμερα, να ήταν ή να μην ήταν Χριστιανοί. Αυτό είναι προς συζήτηση. Αν υποθέταμε ότι ο Αναξαγόρας, που καταδιώχτηκε από τους φιλοσοφοκτόνους Πολυθεϊστές επειδή ισχυρίστηκε ότι ο ήλιος είναι ένα κομμάτι πέτρα κι όχι θεός, ερχόταν στην σημερινή εποχή και άκουγε τους Νεοπαγανιστές να κατηγορούν τους Χριστιανούς ότι.. βλασφημούν κατά του.. «Θεού Ήλιου» μη παραδεχόμενοι την θεϊκότητά του, μάλλον το μέρος των Χριστιανών θα έπαιρνε παρά των Ειδωλολατρών. Γνωρίζουμε ότι αρκετοί νεοπλατωνικοί έγιναν τον 4ο αιώνα Χριστιανοί. Πάντως, είτε ήταν σήμερα Χριστιανοί οι φιλόσοφοι είτε όχι, το σίγουρο είναι πως, στην εποχή τους όχι μόνο δεν ήταν Ειδωλολάτρες «Εθνικοί», αλλά χλεύαζαν την ειδωλολατρική θρησκεία.

στ') Και κάτι τελευταίο: η παγανιστική δεισιδαιμονία και θρησκοληψία δεν εισήλθε στον ελλαδικό χώρο από έξω, ωσάν να ήταν ορθολογιστική η θρησκεία και μετά να ήρθε ο κακός ανατολισμός, όπως ισχυρίζονται οι  ρατσιστές προς τους ανατολικούς λαούς Έλληνες Εθνικοί. Υπήρχε πάντοτε.

 ΠΡΟΧΩΡΗΣΕ ΣΤΟ IΘ' ΜΕΡΟΣ (Χριστιανισμός-Παγανισμός και Δημοκρατία, Επιστήμη/Οικολογία, Τέχνη, Δουλεία) 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ