ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΠΛΗΞΙΑ 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

 ΙΖ' ΜΕΡΟΣ 

 

ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ III

 

77. (Συνέχεια)

μδ') «Άμα μαθεύτηκε πως ο Ιούδας ήταν ένας προδότης, ο Πέτρος κοίταξε να τον ξεκάνει χωρίς να πάρει κανένας μυρωδιά. Τον ξεγέλασε λοιπόν και τον τράβηξε σε κάποιο απόμερο τόπο έξω από την πολιτεία κι εκεί τον σκότωσε. Η δουλειά έπρεπε να γίνει μυστικά για να μην καταλάβουν τίποτα οι Γραμματείς κι οι Φαρισαίοι κι ούτε να μάθουν οι άλλοι αδελφοί του πως τον σκότωσε. Έπρεπε να δημιουργηθεί θρύλος ότι αυτοχτόνησε. Στις Πράξεις των αποστόλων το περιστατικό αυτό ιστορείται διαφορετικά: οι χριστιανοί δημιούργησαν την παράδοση ότι από μεταμέλεια και τύψεις αυτοχτόνησε ο πρώην ταμίας της οργάνωσης του Ιησού. Πρέπει να είναι όμως κανείς πολύ απλοϊκός για να πιστέψει πως ο Ιούδας επειδή είχε τύψεις. Σημειώνουμε ακόμα πως δημιουργήθηκαν δύο παραδόσεις για τη δήθεν αυτοχτονία του Ιούδα. Η μια, η αρχαιότερη, βρίσκεται στις Πράξεις (1, 18) και λέει πως ο Ιούδας ξεκοιλιάστηκε˙ η άλλη αναφέρεται στον Ματθαίο (27, 3-10) και τονίζει πως ο καταδότης κρεμάστηκε μόνος του. το ότι δημιουργήθηκαν δυο παραδόσεις για την "αυτοχτονία" του Ιούδα, είναι πολύ χαρακτηριστικό. Δείχνει πως άργησε να γίνει γνωστή η δολοφονία του και στην αρχή κυκλοφόρησαν διάφορες διαδόσεις για να σκεπάσουν το έγκλημα. (...) Ωστόσο άμα ο Ιησούς καταδικάστηκε και σταυρώθηκε, δεν τόνε βάσταξε η καρδιά του [τον Ιούδα] να πάει να προδώσει και τους άλλους μαθητές-συντρόφους του. Έβρισκε πως η πράξη του ήταν βαριά και άτιμη και θέλησε να τη σκεπάσει κρατώντας μυστικό το ό,τι έκανε» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνης, τ. α’, σ. 375-376).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ας δούμε τι λένε τα δύο εδάφια και πόσο δήθεν διαφορετικές εκδοχές δείχνουν:

Κατά Ματθαίον 27, 5 «Αφού επέταξε τα αργύρια εις τον ναόν, ανεχώρησε και επήγε και εκρεμάσθηκε».

Πράξεις 1, 18 «έπεσε πρηνής, άνοιξε η κοιλιά του και εχύθηκαν όλα τα σπλάγχνα του» («πρηνὴς γενόμενος ἐλάκησε μέσος, καὶ ἐξεχύθη πάντα τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ»).

            Είναι προφανές τι συνέβη. Όταν κρεμάστηκε, έσπασε ή λύθηκε το σκοινί – είτε μετά τον πνιγμό είτε κατά τον πνιγμό – και πέφτοντας κάτω στο έδαφος το σώμα του Ιούδα, τα σπλάγχνα του τρυπήθηκαν από πέτρες ή από το έδαφος. Το Ματθ 27, 5 δεν μας περιγράφει τη σκηνή του θανάτου, αλλά τι πήγε να κάνει. Το Πράξεις 1, 18 μας λέει ότι έπεσε και σκοτώθηκε. Καμμία σχέση με δολοφονία. Άλλωστε, οι Πράξεις 1, 18 λεν ότι ο Ιούδας έπεσε πρηνής (με την κοιλιά στο έδαφος) και «χύθηκαν όλα τα σπλάγχνα του», δηλαδή επειδή έπεσε με την κοιλιά στο έδαφος, τρυπήθηκε από την πτώση ή από αιχμηρές πέτρες. Αν μαχαιρωνόταν, τότε δεν θα υπήρχε λόγος να ειπωθεί το «έπεσε» ούτε το «πρηνής». Το «πέφτω» έχει την έννοια «πέφτω από ψηλά», δηλαδή απ΄ το κλαδί που κρεμάστηκε.

            Αλλά κι ο Κορδάτος αντιφάσκει, αφού αλλού μας λέει ότι είναι απλοϊκό να περιμένουμε ο Ιούδας να κρεμαζόταν από τύψεις κι από την άλλη μάς λέει ότι δεν βάσταξε η καρδιά του και πως «έβρισκε πως η πράξη του ήταν βαριά και άτιμη». Αν έβρισκε την προδοσία του «βαριά και άτιμη πράξη», σε τι διαφέρει αυτό απ’ το να έχει τύψεις, όπως λέει στο Κατά Ματθαίον; Και γιατί να μην αυτοκτόνησε, αν είχε τύψεις; Τόσο απίθανο θα ήταν;

            Όσο για τους Φαρισαίους, αυτοί ουδόλως νοιάστηκαν αν κρεμάστηκε ο Ιούδας ή γενικά για την τύχη του. Μην ξεχνάμε ότι ο Ιούδας κρεμάστηκε στο κρίσιμο διάστημα όπου ο μεν Πέτρος είχε αρνηθεί τον Χριστό (Κατά Ματθαίον 26, 69-75) και ο Χριστός είχε παρουσιαστεί στον Πιλάτο. Επομένως ούτε ο Πέτρος – που φοβόταν μην τον πιάσουν κι αυτόν – είχε καμμιά όρεξη για να μπλεχτεί με δολοφονίες, αλλά ούτε και οι Φαρισαίοι νοιάζονταν για την τύχη του Ιούδα, ειδικά εκείνη τη στιγμή που είχαν στα χέρια τους τον Χριστό. Ίσως να νοιάζονταν για τον Ιούδα μετά την Ανάσταση, οπότε αν σκοτωνόταν τότε ο Ιούδας, θα έψαχναν τους δολοφόνους του. Αλλά ο Ιούδας πέθανε πριν την Ανάσταση, όταν κανένας μαθητής δε θα τόλμαγε κάνει τίποτε άλλο απ’ το να κρυφτεί. Ώστε πριν την Ανάσταση η δολοφονία του Ιούδα θα ήταν απίθανη γιατί οι μαθητές έτρεχαν να σωθούν μην εκτελεστούν κι αυτοί, ενώ μετά την Ανάσταση (αν υποθέσουμε ότι ο Ιούδας πέθανε μετά την Ανάσταση) οι έξαλλοι με την εξαφάνιση του σώματος του Ιησού Φαρισαίοι δεν θα άφηναν να περάσει κάτι τέτοιο απαρατήρητο και θα άρχισαν τις έρευνες, οπότε δεν συνέφερε οι μαθητές να δολοφονήσουν έναν συνεργάτη των Φαρισαίων. Τα ίδια ισχύουν και για τον Ανανία και τη γυναίκα του. Από διαστρεβλώσεις κειμένων, τίποτε άλλο οι πολέμιοι του Χριστιανισμού.

με') «Γι’ αυτό έπρεπε να ξέρουν [οι μαθητές] κι άλλες γλώσσες εξόν από την ομιλουμένη εβραϊκή – την αραμαϊκή και κυρίως την κοινή ελληνική και τη συριακή διάλεκτο. Οι δύο αυτές γλώσσες λίγο πολύ μιλούντανε στην Παλαιστίνη. (...) Είναι πολύ πιθανό ότι μερικοί από τους μαθητές του Ιησού ήξεραν την κοινή ελληνική και τη συριακή. (...) Για να μπορούν λοιπόν να προπαγανδίζουν το μεσσιανισμό στους ασιατικούς και μεσογειακούς λαούς, οι μαθητές του Ιησού, θα πει πως αν όχι όλοι, οι πιο πολλοί όμως απ’ αυτούς, ήξεραν τη συριακή και την κοινή ελληνική. Βέβαια για τον πολύ κόσμο η γλωσσομάθειά τους αποδόθηκε σε θαύμα. Οι ίδιοι είχαν συμφέρον να διαδώσουν ότι δεν ήξεραν άλλη γλώσσα από τη μητρική τους γαλιλαϊκή διάλεχτο αλλά κατέβηκε το Πνεύμα το Άγιο και μονομιάς τούς έμαθε να μιλούν ξένες γλώσσες!» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνης, τ. α’, σ. 270).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Φυσικά, μόνο παράλογη, «εκ των υστέρων», θα ήταν η άποψη ότι ο Ιησούς διάλεξε τους μαθητές του, ώστε μετά το θάνατό του να διδάξουν εκτός Παλαιστίνης.

            Αλλά αν δούμε το εδάφιο των Πράξεων 2, 1-13, διαπιστώνουμε ότι σύμφωνα με το εδάφιο αυτό οι απόστολοι δεν άρχισαν να μιλούν μόνο συριακά και ελληνικά, αλλά και παρθικά, μηδικά, ρωμαϊκά, αραβικά, αιγυπτιακά, καππαδοκικά και άλλες γλώσσες. Φυσικά ο Κορδάτος αποσιωπά όλες αυτές τις γλώσσες που μίλησαν ξαφνικά οι απόστολοι, ώστε να «πείσει» ότι «από τις ίδιες τις Πράξεις» βγαίνει το συμπέρασμα του δόλου, ότι οι μαθητές του Χριστού απλώς ήξεραν συριακά κι ελληνικά, και άρχισαν να τα μιλάνε. Ε, λοιπόν, οι Πράξεις 2, 1-13 δεν λεν ότι οι απόστολοι άρχισαν να μιλούν μόνο συριακά κι ελληνικά, αλλά κι ένα σωρό άλλες γλώσσες. Αυτό δεν το πρόσεξε ο «κριτικός ερευνητής» Κορδάτος; Ή το διέγραψε, επειδή δεν τον συνέφερε; Και νόμιζε, στ’ αλήθεια, ότι παραποιώντας ένα κείμενο, που ο καθένας μπορεί να το ψάξει και να το βρει, θα έπειθε κανέναν, εκτός από τυφλούς;

            Αλλά κι ο ίδιος ο ισχυρισμός ότι οι μαθητές του Χριστού απέκρυβαν την γνώση τους της ελληνικής και συριακής, μέχρι την μέρα της Πεντηκοστής, είναι γελοίος. Εφόσον κι ο ίδιος ο Κορδάτος παραδέχεται ότι η ελληνική και η συριακή μιλιότανε στην Παλαιστίνη, αναγκαστικά οι μαθητές του Ιησού θα έπρεπε να τις χρησιμοποιήσουν συνδιαλεγόμενοι με τους ελληνόφωνους ή συρόφωνους κατοίκους της Παλαιστίνης, πολύ πριν την Πεντηκοστή (κατά τις περιοδίες του Ιησού). Κι έτσι θα ήταν αδύνατον – ακόμη κι αν το ήθελαν – να αποκρύψουν ότι τις γνωρίζουν, ώστε μετά να ισχυριστούν πως «το Άγιο Πνεύμα μάς έμαθε να μιλάμε τα συριακά και τα ελληνικά»! Αμέσως θα τους καταλάβαιναν ότι λεν ψέμματα, διότι θα τους είχαν ακούσει κι αλλού, πιο πριν, να μιλάνε ελληνικά και συριακά.

μστ') «Οι εβιωνίτες, που σύστησαν την πρώτη εκκλησία, αρνηθήκανε τη θεότητα του Χριστού των Ευαγγελίων. Κι αυτό γιατί η Γραφή δεν αναφέρνει πουθενά Θεό-Μεσσία. Μα μόνο Μεσσία-Βασιλέα (Ψαλμ. 17, 47-47 και 17, 51 και Θρην. Ιερεμ. 4, 20) ή Μεσσία αγγελιοφόρο (Μαλαχ. 3, 1). (...) Οι πρώτες λοιπόν χριστιανικές ομάδες δεν έιναι τίποτε άλλο παρά οι οπαδοί της παράδοσης-ιδέας πως ο Μεσσίας που ανέφεραν οι Προφήτες ήρθε. Γι’ αυτό αντιταχθήκανε με πείσμα και φανατισμό στην ιδέα του θεού Μεσσία όταν ξαπλώθηκε ο μεσσιανισμός έξω και μέσα στην Παλαιστίνη. (...) Στην αίρεση των εβιωνιτών σώζεται ατόφια η παράδοση της πρώτης κοινοβιακής εκκλησίας της Ιερουσαλήμ» (Γ. Κορδάτου, Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 208 και 315).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: ας δούμε ποιοι ήταν οι Εβιωνίτες πρώτα. «Ονομασία αιρετικών που έδρασαν στην Ασία τον δεύτερο μ.Χ. αιώνα. Η ονομασία τους συνδέθηκε με κάποιον Εβιών, πιθανό ιδρυτή της αίρεσης, ή και με την εβραϊκή λέξη εβιών (=φτωχός). Υπήρχαν πολλοί κλάδοι της αίρεσης με διαφορές στη διδασκαλία: άλλοι έμεναν πιστοί στον Μωσαϊκό νόμο χωρίς εκτροπές από την πίστη της Εκκλησίας, άλλοι είχαν γνωστικίζουσα διδασκαλία και άλλοι απέρριπταν τη θεότητα του Χριστού» (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος λάρους μπριτάννικα, λ. Εβιωνίτες). Ώστε οι Εβιωνίτες δεν είναι οι πρώτοι χριστιανοί, όπως ισχυριζόταν ο Κορδάτος, αλλά αιρετικοί (ιουδαΐζοντες και Γνωστικοί) του 2ου αιώνα, όταν πλέον έχει γραφτεί η Καινή Διαθήκη. Η ύπαρξή κάποιων αιρετικών του 2ου αιώνα δεν αποδεικνύει ότι «οι Χριστιανοί αρχικά δεν θεωρούσαν τον Ιησού θεό, γι’ αυτό δεν ενδιαφέρονταν για την ύπαρξη ή μη του Ιησού και γι’ αυτό (!) και δεν αποδεικνύεται η ιστορικότητα του Ιησού».

            Όσο για τον ισχυρισμό ότι η Παλαιά Διαθήκη δεν θεωρεί το Μεσσία Θεό (αλλά μόνο Βασιλιά ή αγγελιοφόρο), ο Κορδάτος, προφανώς δεν είχε διαβάσει ούτε το Κατά Ματθαίον 22, 43-45, ούτε τον 109ο ψαλμό στον οποίο αυτός αναφέρεται. Εάν ο Δαβίδ αποκαλεί τον απόγονό του, τον Μεσσία, "Κύριο", δηλαδή Θεό (οι Ιουδαίοι μόνο τον Θεό προσφωνούσαν «Κύριο»), πώς ο Μεσσίας είναι γιος και απόγονός του; Αυτό σημαίνει ότι ο Μεσσίας δεν είναι μόνο γιος (απόγονος) του Δαβίδ, αλλά και Θεός. Άρα η Π.Δ. διδάσκει και Μεσσία-Θεό. Οι Φαρισαίοι, όταν τους ρώτησε αυτά τα πράγματα ο Ιησούς, το βούλωσαν κι έβαλαν την ουρά στα σκέλια. Ο Κορδάτος και οι υπόλοιποι οπαδοί της αρνητικής κριτικής συνεχίζουν πολύ καλά την προπαγάνδα της άποψης των Φαρισαίων. Κάπου βέβαια το αναφέρει το χωρίο αυτό, αλλά λέει (σε μια φράση) «δεν πείθει». Τι να έλεγε άλλωστε; Μπορούσε μήπως να πει τίποτα άλλο;

μζ') «Ο Χριστός όπου δίνεται αφορμή φανερώνει τα αντιοικογενειακά του αισθήματα όπως και ο εσσαιισμός (Λουκ. 14, 26 και Μαρκ. 3, 31-35). (...) Στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου αλλού αποκρούεται το διαζύγιο κι αλλού υπερασπίζεται έμμεσα η κοινογαμία: "Πλανάσθε, γιατί δεν ξέρετε τις Γραφές και την εξουσία του θεού. Διότι στην ανάσταση ούτε παντρεύουν ούτε παντρεύονται"(Ματθ. 22, 30)» (Γ. Κορδάτου, Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 283-284).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Για τα... αντιοικογενειακά αισθήματα και τη σωστή ερμηνεία των πρώτων δύο εδαφίων αναφερθήκαμε παραπάνω. Ο ίδιος ο δήθεν Εσσαίος Ιησούς κατακρίνει του Φαρισαίους, οι οποίοι με τους κανονισμούς τους αναιρούσαν την εντολή της τιμής των παιδιών προς τους γονείς (Κατά Μάρκον 7, 10-13), και μάλιστα στο σταυρό πάνω φροντίζει για την μητέρα του, θέτοντάς την υπό την προστασία του απόστολου Ιωάννη. Όσο για τον ισχυρισμό ότι στο Κατά Ματθαίον 22, 30 εμμέσως υποστηρίζεται η κοινογαμία, προφανώς όσοι ισχυρίζονται αυτό κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια. Θέλοντας οι αθεϊστές και οι ειδωλολάτρες να δικαιολογήσουν τις δικές τους αντιλήψεις περί σεξ και να διαστρεβλώσουν το Χριστιανισμό, πιστεύουν ότι παρερμηνεύοντας την Κ.Δ. αποδεικνύουν ότι έτσι ήταν κι ο αρχικός Χριστιανισμός. Ο Χριστός, στο εδάφιο αυτό δεν υποστηρίζει έμμεσα την κοινογαμία, ίσα-ίσα αποστομώνει τους Σαδδουκαίους και λέει ότι μετά την Ανάσταση δεν υπάρχουν σεξουαλικές σχέσεις, διότι αυτές (και ο γάμος) έχουν νόημα μόνο στην επίγεια ζωή. Άλλωστε αυτό το εδάφιο αναφέρεται στην μετά της Δευτέρας Παρουσίας εποχή κι όχι στην πρωτοχριστιανική εκκλησία, δηλαδή στην επίγεια ζωή.

μη') «Η οργάνωση του Ιησού και η απόπειρα ήταν στασιαστική. Και για το ιστορικό αυτό γεγονός μιλάνε σκεπασμένα και οι ευαγγελιστές όπως ξέρουμε. Κι αυτοί δεν μπορούν ολότελα να κρύψουν την αλήθεια. Εξάλλου αλλοιώτικα δεν εξηγείται το γιατί οι μαθητές ήταν οπλισμένοι με μαχαίρια. Το γεγονός πως οι μαθητές ήταν οπλισμένοι με μαχαίρια έχει ζαλίσει τους θεολόγους που σώνει και καλά θέλουν να παρουσιάσουν το χριστιανισμό πως είχε θεϊκή καταγωγή. (...) Ο Ιησούς όμως, αφού προδόθηκε, θεώρησε πια μάταιη κάθε αντίσταση και παραδόθηκε χωρίς ν’ αντιτάξει βία. Μα και η κατηγορία που του διατυπώθηκε ήταν πως στασίαζε το λαό, προπαγάνδιζε να μην πληρώνουν φόρους (...) ήταν σωστή, γιατί σ’ αυτές τις βάσεις στηρίζονταν κάθε επαναστατικό κίνημα την εποχή εκείνη. (...) Μα και η παράδοση για το Μυστικό Δείπνο επίσης δείχνει το συνωμοτικό χαρακτήρα που είχαν τα τότε κινήματα της Παλαιστίνης: Γιατί το Μυστικό Δείπνο ήταν μυστικό;» (Γ. Κορδάτου, Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 287-288).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η συνωμοσιολογία συνιστά γνωστή απατεωνίστικη μέθοδο ανάλυσης των ιστορικών γεγονότων, αφού α) κάνει ισχυρισμούς ή πετάει σπόντες από δω κι από κει, δίχως καμμία σοβαρή απόδειξη, β) παραλείπει όσα εδάφια αντιστρατεύονται στο σκοπό της, γ) κρατά μόνο όσα εδάφια την συμφέρουν (επιλεκτική ανάγνωση των πηγών. Όπως οι αιρετικοί), δ) κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια (όπως λ.χ. με το παράδειγμα της κοινογαμίας, όπου επειδή οι κριτικοί των Ευαγγελίων έχουν μια αντίληψη περί κοινογαμίας και ελεύθερου σεξ, θέλουν, σώνει και καλά, ο Ιησούς των Ευαγγελίων να είχε την ίδια αντίληψη με τη δική τους), δηλαδή αν π.χ. ο κριτικός των Ευαγγελίων έχει μια τάση για «επανάσταση», τότε θα βγάλει «κοινωνικό επαναστάτη» τον Ιησού˙ αν είναι εθνικο-παγανιστής, θα τον βγάλει «εβραίο στασιαστή» κ.ο.κ.

            Επί της ουσίας, ο λόγος που ο Ιησούς ζήτησε απ’ τους μαθητές του να πάρουν μαχαίρια ήταν για να γλιτώσουν οι ίδιοι από πιθανή επίθεση, είτε κατά τη σύλληψή του είτε μετά. Μπορεί να ήξερε ότι αυτό δε θα γινόταν, αλλά επειδή επίσης ήξερε ότι οι μαθητές του ένοιωθαν ανασφαλείς, τους είπε να προμηθευτούν μαχαίρια. Άλλωστε μόνο δύο μαχαίρια είχαν, όλα κι όλα, οι έντεκα μαθητές, κι ο Ιησούς τούς είπε «φτάνει πια» (Κατά Λουκάν, 22, 38). Καμμία σχέση με επανάσταση δεν έχει να κάνει αυτό το πράγμα, λοιπόν.

            Ο Ιησούς δεν θεώρησε μάταιη κάθε αντίσταση και γι’ αυτό προδόθηκε. Εφόσον ο Ιησούς ήξερε ότι υπήρχε προδότης, εάν ήταν «επαναστάτης», δε θα καθόταν στην Ιερουσαλήμ, στο στόμα του λύκου, αλλά θα έφευγε στη Γαλιλαία ή στην έρημο. Ούτε κι αυτό το επιχείρημα συνηγορεί υπέρ του «επαναστάτη Ιησού». Το επιχείρημα του «Μυστικού» Δείπνου είναι πολύ αφελές. Δεν λέγεται πουθενά στα Ευαγγέλια «μυστικός». Αλλά κι αν λεγόταν, ήταν γνωστό ότι έπρεπε να προφυλάγονται, γιατί οι Φαρισαίοι είχαν δοκιμάσει αρκετές φορές να σκοτώσουν τον Ιησού.

            Επίσης λανθασμένες είναι διάφορες απόψεις που προσπαθεί να περάσει ο Κορδάτος, ότι τάχα ο Ιησούς εισέβαλε με τους οπαδούς του στο Ναό και χρίστηκε βασιλιάς. Στην Προς Εβραίους (έχει σημασία ότι ήταν προς Εβραίους, διότι θα ήξεραν αμέσως αν ψεύδονταν ο Παύλος) 9, 24 διαβάζουμε ότι ο Χριστός δεν μπήκε σε χειροποίητηα Άγια των αγίων.

μθ') «Θα αντιταχθεί ίσως το επιχείρημα πως στα ίδια τα Ευαγγέλια ο Ιησούς αλλού δεν παρουσιάζεται για συνωμότης μα ίσα-ίσα πολύ νομιμόφρονας. (...) Το χωρίο αυτό (Ματθ. 22, 19-21, για καταβολή φόρων στον Καίσαρα) και άλλα τέτοια δεν έχουν καμιά σχέση με τον πρωτόγονο χριστιανισμό, και προ πάντων με τον ιουδαϊσμό. Είναι πολύ νεώτερα και αντιπροσωπεύουν το συντηρητικό χριστιανισμό. Ξέρουμε πως μια από τις κατηγορίες ενάντια στον Χριστό ήταν ότι προπαγάνδιζε τον όχλο να μη πληρώνει φόρους. (...) Τέτοιοι λοιπόν συμβιβασμοί δεν ήταν δυνατό ν’ ακουστούν στην εποχή του πρωτόγονου χριστιανισμού. Εξάλλου τέτοιες θεμελιώδεις αντιφάσεις παρουσιάζουν ούτε λίγο ούτε πολύ ανόητο και παιδιάστικο χριστιανικό κήρυγμα. Ο κάθε Χριστός που κήρυξε "το ήρθα να βάλω φωτιά και να κηρύξω την επανάσταση" δεν μπορούσε να μιλάει με σεβασμό για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ν’ αναγνωρίζει τη νομιμότητά της. Οι θεολόγοι, λένε πως ο Χριστός έκανε διπλωματία. Άλλοι πάλι επιμένουν πως άλλο θρησκεία και άλλο Κράτος. Όλες οι αυτές οι δικαιολογίες είναι παραμύθια» (Γ. Κορδάτου, Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 289-290).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: όταν κανείς βάζει στο νου του μια ιδέα και με παράλογο πείσμα, εις πείσμα τόσων αντίθετων ενδείξεων, επιμένει να υποστηρίζει μια αβάσιμη άποψη, τότε ισχύει το ρητό «ή στραβός είναι ο γιαλός ή εμείς στραβά αρμενίζουμε».

            Κατ’ αρχήν ο Κορδάτος παραποιούσε, όπως αργότερα οι αντάξιοι νεοπαγανιστές συνεχιστές του τα Ευαγγέλια. Έτσι, ισχυρίζεται ότι τα Ευαγγέλια γράφουν ότι ο Χριστός λέει «ήρθα να κηρύξω την επανάσταση». Βέβαια, τέτοια φράση πουθενά δεν υπάρχει˙ μόνο ένας προκατειλλημένος, που έχει βάλει πείσμα ν’ αποδείξει ότι ο Ιησούς ήταν (εκτός από ανύπαρκτος και) επαναστάτης, θα έκανε κάτι τέτοιο. Στο Κατά Λουκάν 12, 49-51, δεν μιλάει για «επανάσταση» (ούτε στο Κατά Ματθαίον 10, 34). Εκεί απλώς μιλά για το διχασμό που θα προκαλέσει η εμφάνισή του. Όσοι δηλαδή θα πίστευαν, θα μισούνταν από όσους δεν πίστευαν (κι όχι το αντίθετο). Από την άλλη, υπάρχουν ένα σωρό εδάφια (όχι μόνο το Κατά Ματθαίον 22, 19-21) που αποδεικνύουν το αντίθετο. Κι όταν τα εδάφια που είναι ενάντια στην θεώρηση του Ιησού ως πολεμοχαρή επαναστάτη υπερτερούν του ενός-δυο διαστρεβλωμένων εδαφίων (τα οποία ο Κορδάτος παρερμηνεύει), το συμπέρασμα είναι πάλι ότι η θεώρηση του Ιησού ως επαναστάτη είναι λάθος. Και φυσικά τι να πει κανείς για την παντελώς αστήριχτη άποψη περί «μεταγενέστερης προσθήκης» όσων εδαφίων δεν συμφωνούν με την άποψη περί «επαναστάτη Ιησού»; Πρόκειται περί τυφλής πίστης και ισχυρισμού, δίχως ενδείξεις και στοιχεία.

            Έτσι διαβάζουμε «μακάριοι οι ειρηνοποιοί» (Κατά Ματθαίον 5, 9). Ο Ιησούς καταφέρεται κατά των οργιλών (Κατά Ματθαίον 5, 22). Ο Ιησούς λέει «να μην αντιστέκεστε στον πονηρό» (Κατά Ματθαίον 5, 38), «ευεργετείτε εκείνους που σας μισούν» (Κατά Ματθαίον 5, 44 και Κατά Λουκάν 6, 28), «όλα όσα θέλετε να σας κάνουν οι άνθρωποι, κάνετε και σεις τα ίδια σ’ αυτούς» (Κατά Ματθαίον 7, 12), «όλοι όσοι κρατούν μαχαίρι, με μαχαίρι θα πεθάνουν» (Κατά Ματθαίον 26, 52), προτρέπει την παντοτινή συγχώρεση (Κατά Ματθαίον 18, 22 και Κατά Λουκάν 6, 37-38), αρνείται – αντίθετα απ’ την προτροπή των μαθητών – να καταστρέψει τους αφιλόξενους Σαμαρείτες λέγοντας «Δεν γνωρίζετε ποίου πνεύματος είσθε. Ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε να καταστρέψη την ζωήν των ανθρώπων αλλά να τους σώση» (Κατά Λουκάν 9, 55-56)˙ όταν οι Φαρισαίοι τον ρώτησαν πού είναι η Βασιλεία του Θεού, αυτός απάντησε «μέσα σας» (Κατά Λουκάν 17, 20-21) αρνούμενος την ιδέα της κοσμικής βασιλείας, άρα και της επανάστασης, που του αποδίδει ο Κορδάτος. Επίσης «η δική μου βασιλεία δεν είναι από τον κόσμον αυτόν. Εάν η βασιλεία μου ήτο από τον κόσμον τούτον, οι υπηρέται μου θα ηγωνίζοντο δια να μη παραδοθώ εις τους Ιουδαίους» (Κατά Ιωάννην 18, 36). Εξαρχής αρνήθηκε την κοσμική εξουσία επί της γής (Κατά Ματθαίον 4, 8-10˙ Κατά Λουκάν 4, 5-8). Ο Ιησούς θεραπεύει Σαμαρείτες (έναν απ’ τους δέκα λεπρούς, Κατά Λουκάν 17, 16-17), κόρη Χαναναίας, Ρωμαίους αξιωματούχους και δούλους Ρωμαίων εκατόνταρχων (Κατά Μάρκον 7, 30˙ Κατά Ιωάννην, 4, 46 κ.ε.˙ Κατά Λουκάν 7, 1-10).

            Αλλά και για το ζήτημα των φόρων, που ο Κορδάτος ισχυρίζεται (δίχως αποδείξεις, φυσικά) ότι το Μτ 22, 19-21 είναι μεταγενέστερο, θα έπρεπε να ισχυριστεί το ίδιο και για το Κατά Ματθαίον 17, 24-27, όπου ο Ιησούς πληρώνει φόρους. Η κατηγορία ότι δήθεν έλεγε στο λαό να μην πληρώνει φόρους ήταν συκοφαντία, αφού οι «μάρτυρες» ήταν πληρωμένοι και πουθενά δε φαίνεται να προτρέπει ο Ιησούς (δήθεν σ’ αντίθεση με τον Παύλο) την αποφυγή της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων προς την πολιτεία. Μάλιστα οι μάρτυρες αντέφασκαν αναμεταξύ τους (Κατά Μάρκον 14, 57-59) κι απ’ αυτό φαίνεται η ψευδής μαρτυρία τους. Κι ο Πιλάτος δεν πίστεψε στην κατηγορία των ψευδομαρτύρων ότι ο Ιησούς προέτρεπε στην άρνηση πληρωμής φόρων κι ότι ήταν ταραξίας (Κατά Λουκάν 23, 3-4 και 14).

Φυσικά, όποια εδάφια δήθεν – αφού τα παρερμηνεύσουν – συμφέρουν τους οπαδούς της αρνητικής κριτικής είναι «αυθεντικά» (ή «απηχούν αληθινά γεγονότα»), ενώ όποια εδάφια δεν τους συμφέρουν (τα οποία είναι δεκαπλάσια από αυτά που τάχα τους «συμφέρουν») τα αποκαλούν «μεταγενέστερα». Απόδειξη γι’ αυτό έχουν; Καμμία. Άρα οι οπαδοί της αρνητικής κριτικής ούτε 1) ποσοτικά έχουν δίκαιο ούτε 2) μπορούν ν’ αποδείξουν ότι υπάρχει «μεταγενέστερη προσθήκη». Φυσικά, σε αυτούς βρίσκεται η ευθύνη να αποδείξουν ότι «είναι μεταγενέστερες προσθήκες», κι όχι στους Χριστιανούς να αποδείξουν ότι «δεν είναι μεταγενέστερες προσθήκες». Ή μήπως θα το αρνηθούν κι αυτό; Ας τους θυμήσουμε, τότε, ότι όταν πρόκειται περί «απόδειξης ύπαρξης Θεού», φωνάζουν αυτοί: «εσείς, οι Χριστιανοί, θα μας αποδείξετε ότι υπάρχει Θεός˙ δεν θα σας αποδείξουμε εμείς ότι δεν υπάρχει!». Τώρα που είναι ν’ αποδείξουν αυτοί τους ισχυρισμούς τους, σιωπούν. Όπως βλέπουμε οι δήθεν ορθολογιστές αθεϊστές γελοιοποιούν και ποδοπατούν κάθε κανόνα λογικής.

ν') «Εξάλλου οι φίλοι του Στέφανου δεν τόνε χωνεύαν γιατί έμαθαν ότι πρωτοστάτησε στην καταδίκη και στο σκοτωμό του αρχηγού τους. Γιαυτό όχι μόνο του αντιμιλούσαν και προσπαθούσαν να τον βγάλουν αγράμματο, μα αποφάσισαν να τον καταστρέψουν (Πραξ. 9, 29). Άμα το έμαθαν αυτό οι αρχηγοί της αδελφότητας τόνε φυγάδεψαν˙ τον έστειλαν κρυφά στην Καισάρεια και από κει στην πατρίδα του την Ταρσό» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνης, τ. α’, σ. 392-393).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Πράξεις 9, 29-30: Εμιλούσε επίσης και συζητούσε με τους Ιουδαίους τους ομιλούντας την ελληνικήν αλλ’ αυτοί ζητούσαν να τον σκοτώσουν. Όταν το έμαθαν οι αδελφοί, τον κατέβασαν εις την Καισάρειαν και τον έστειλαν εις την Ταρσόν.

            Εδώ γίνεται λόγος όχι για τους αδελφούς, δλδ χριστιανούς Ιουδαίους με ελληνική την μητρική γλώσσα, αλλά για τους άπιστους Ιουδαίους που είχαν την ελληνική ως μητρική. Αλλιώς το κείμενο θα αποκαλούσε και τους «ελληνιστάς» αδελφούς, απ’ τα χέρια των οποίων τον έσωσαν οι «αδελφοί». Δεν τους αποκαλεί αδελφούς όμως.

να') «Στην εποχή εκείνη που δεν υπήρχαν ούτε σιδηρόδρομοι ούτε αεροπλάνα ούτε ταχυδρομεία ούτε τηλέγραφος, μια απλή περιοδεία στα μέρη που τάχατες ταξίδεψε ο Παύλος θα απαιτούσε όχι δέκα-δεκαπέντε χρόνια, μα πολύ περισσότερα» (Γ. Κορδάτου, Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 291).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Δεν πήγαινε σερνόμενος ούτε πάνω σε φορείο, ο Παύλος, για να κάνει «πολύ περισσότερα χρόνια» τις τέσσερις περιοδείες του. Αν η μετάνοιά του έγινε μεταξύ 32-35, η πρώτη περιοδεία 46-48 ή 48-49, η δεύτερη 48-51 ή 49-52, η τρίτη 51-57 ή 52-58, η τέταρτη 62-66 ή 64-68 (οπότε και αποκεφαλίζεται), μιλάμε για ένα διάστημα τουλάχιστον 16 ή, το πολύ, 22 χρόνων. Οπότε δεν πρόκειται για «10-15 χρόνια», όπως ο Κορδάτος ισχυρίζεται. Ο Παύλος, όταν πήγαινε σ’ ένα μέρος, δεν καθόταν να δει τα μνημεία ούτε για τουρισμό πήγαινε. Πήγαινε στη συναγωγή, δίδασκε, προσηλύτιζε Ιουδαίους κι εθνικούς, άφηνε κάποιον έμπιστο να οργανώσει την τοπική εκκλησία, κι έφευγε. Δεν απαιτεί μεγάλο διάστημα αυτό. Αν δούμε και τα μέρη στα οποία πήγε, σ’ όλα τα ταξίδια του χρησιμοποίησε και καράβι, το οποίο ελάττωνε κατά πολύ το χρόνο ταξιδιού. Η ληστεία και η πειρατεία είχαν περιοριστεί τον 1ο αι., τα ταξίδια στη θάλασσα ήταν σχετικά ακίνδυνα, υπήρχαν μεγάλοι δρόμοι που ένωναν τα διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας.

            «Οι άνθρωποι αλληλογραφούσαν με οιονδήποτε τρόπο ηδύναντο, είτε με ταξιδιώτας, είτε με εμπόρους. Ο Κικέρων λέγει εις τας επιστολάς του, ότι αλληλογραφούσε με το ιδιωτικόν ταχυδρομείον των τελωνών. (...) Δια τας επιστολάς των αποστόλων πληροφορούμεθα ενίοτε ότι εκομίζοντο από μαθητάς των, οι οποίοι συνεδύαζον την μεταφοράν της επιστολής και με άλλας αποστολάς ή ευκαιρίας. Π.χ. η εκ Κορίνθου Φοίβη μεταφέρει την προς Ρωμαίους επιστολήν, ο Τιμόθεος την Α’ προς Κορινθίους, ο Επαφρόδιτος την προς Φιλιππησίους, ο Τυχικός τας προς Εφεσίους και Κολοσσαείς, ο Ονήσιμος την προς Φιλήμονα, ο Σιλουανός την Α’ Πέτρου» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 139).

νβ') «Μέσα σ’ ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα, ήταν αδύνατο ένας Αρχηγός, ένας προπαγανδιστής, χωρίς να υπάρχει έδαφος προετοιμασμένο να κάμει τόση μεγάλη δράση. Να οργανώσει τόσες Εκκλησίες. Για όλα αυτά χρειαζόταν όχι μια απλή επίσκεψη κι ένα κήρυγμα, μα συστηματική προπαγάνδα και οργάνωση» (Γ. Κορδάτου, Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 292).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Φυσικά και υπήρχε ένα είδος οργάνωσης ή πλαισίου που επέτρεπε το κήρυγμα και την εύκολη προσέλευση ενδιαφερομένων και νέων πιστών. Ο Παύλος αρχικά δίδασκε στις συναγωγές. Εκεί πρωτοπήγαινε, όταν έφτανε σε κάθε πόλη. Είχε δηλαδή έναν τόπο, όπου ήξερε ότι θα πάει να μιλήσει για τον Χριστό. Στην Αθήνα, πάλι, υπήρχε ελεύθερο βήμα, και μπορούσε να μιλήσει απευθείας στους Εθνικούς. Δε χρειαζόταν ούτε μάνατζερ ούτε διαφημιστικά φυλλάδια και τελάληδες.

νγ') «Το ξάπλωμα του χριστιανισμού δεν μπορούσε μέσα σε δέκα-δεκαπέντε χρόνια να πάρει τόση έκταση. Αν συνέβαινε ένα τέτοιο γεγονός οι σύγχρονοί του Ελληνορωμαίοι συγγραφείς θα το αναφέρανε. Και όπως μιλήσανε για όλα τα θρησκευτικά κινήματα και τις θαυματουργικές αιρέσεις των μάγων και των πλανόδιων θεοσόφων της εποχής τους θα κάνανε λόγο και για την "αίρεση του χριστιανισμού". Η έλλειψη ιστορικών μαρτυριών τόσο για τη δράση του Παύλου όσο και για τους άλλους Αποστόλους δε σημαίνει φυσικά έχθρα ενάντια στο χριστιανισμό εκ μέρους των εθνικών συγγραφέων. Την αιτία θα τη ζητήσουμε σε αντικειμενικούς λόγους, στην έλλειψη σχετικών συμβάντων» (Γ. Κορδάτου, Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 294).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: αυτό είναι επιχείρημα «εκ της σιωπής», και τέτοια επιχειρήματα δεν λένε τίποτα. Τον πρώτο αιώνα η εξάπλωση του Χριστιανισμού ήταν πολύ μικρή, όσο κι αν ο ρυθμός εξάπλωσης ήταν πολύ μεγάλος. Άλλωστε αληθινή εξάπλωση σε μεγάλες ελληνορωμαϊκές μάζες άρχισε μετά το 50 μ.Χ., δηλαδή ήδη το μισό του 1ου αι. είχε περάσει. Επειδή λοιπόν συνέβαινε αυτό, δεν υπήρχαν πολλές μαρτυρίες. Οι ίδιοι οι εθνικοί μπέρδευαν το Χριστιανισμό με τον Ιουδαϊσμό. Κι επειδή τον Ιουδαϊσμό τον απεχθάνονταν, δεν ασχολούνταν πολύ μαζί του. Όταν άρχισαν να πληθαίνουν οι Χριστιανοί, ασχολήθηκαν και οι διανοούμενοι, φυσικά με εχθρότητα (Κέλσος). Και στον 1ο αιώνα, έχουμε τον Τάκιτο που αναφέρεται σε Χριστιανούς, πάλι με εχθρότητα. Φυσικά, Χριστιανισμός δίχως Απόστολους και Παύλο, δεν γίνεται να ξεφύτρωσε στη Ρώμη από το πουθενά τον 1ο αι.

νδ') «Προσθέτουν όμως πως έστειλαν στις ίδιες εκκλησίες μαζί με τον Παύλο και τον Βαρνάβα και τους αδελφούς Σίλα και Βαρσαββά, για να εξηγήσουν και προφορικά το τι έγινε (Πράξ. 15, 12-25). Η πληροφορία αυτή απηχεί την πετριανική παράδοση και δείχνει πως οι αποφάσεις που πάρθηκαν ήταν τέτοιες, ώστε ο Παύλος και ο Βαρνάβας παρακολουθούντανε και βρίσκονταν κάτω από τον άμεσο έλεγχο της ιερουσαλημιτικής αδελφότητας (...) Εξαιτίας που η Αντιόχεια ήταν μια μεγάλη πολιτεία ο Πέτρος κι ο Παύλος προσπαθούσαν να πάρουν με το μέρος τους την εκεί αδελφότητα. Ο Πέτρος όμως έβρισκε δυσκολίες γιατί η οργάνωση της Αντιόχειας αποτελούντανε και από πολλούς εθνικούς που είχαν επιρροή. Για να μπορέσει λοιπόν να τους κάνει δικούς του, έπρεπε να τους πλησιάσει και να κάνει παρέα μαζί τους. Αυτό κι έκανε. Μα αυτό δεν άρεσε στον Παύλο άμα έμαθε τις τέτοιες ενέργειες του Πέτρου. Του κακοφάνηκε κι αναγκάστηκε να ‘ρθει μόνος του στην Αντιόχεια και να κάνει αυστηρή παρατήρηση στον αντίπαλό του (βλ. Γαλατ. 2, 11 και παρ.). (...) Αν κρίνουμε όμως από το περιστατικό ότι ο Βαρνάβας, ο στενός φίλος του Παύλου πήγε με το μέρος του Πέτρου κι έκανε το φανατικό Ιουδαίο (βλ. Γαλατ. 2, 11, 13), βγάινει το συμπέρασμα πως ο Πέτρος στην Αντιόχεια δεν έκανε παρέα με τους εθνικοχριστιανούς παραβιάζοντας φανερά το μωσαϊκό νόμο, μα ενεργούσε σύμφωνα με τις αποφάσεις του συνεδρίου της Ιερουσαλήμ και γι’ αυτό αντιπολιτεύτηκε τον Παύο και του χάλασε τα σχέδια. Εξάλλου και η άλλη μαρτυρία, ότι το αποστολικό συνέδριο της Ιερουσαλήμ πήρε την απόφαση ο Παύλος να κηρύχνει το Ευαγγέλιο μόνο ανάμεσα στις τάξεις των εθνικών και ο Πέτρος ανάμεσα στους "εκ περιτομής" (βλ. Γαλατ. 2, 7-8), δείχνει πως το αποστολικό συνέδριο από τη μια μεριά δεν αναγνώρισε τον Παύλο ισότιμο με τον Πέτρο, κι από την άλλη πως δεν του έδωσε το δικαίωμα να προπαγανδίζει το μεσσιανισμό του Ιησού ανάμεσα στις ιουδαϊκές μάζες της διασποράς» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. α’ σ. 403- 404).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: κι εδώ έχουμε τον Κορδάτο να παρανοεί λόγω άγνοιας αυτά που γράφονται στην προς Γαλάτας και στις Πράξεις.

            Καταρχήν ο Κορδάτος αντιφάσκει, αφού αρχικά ισχυρίζεται ότι ο Πέτρος ήθελε να πάρει με το μέρος του τους εξ εθνών Χριστιανούς της Αντιόχειας, έπειτα ισχυρίζεται πως ο Πέτρος στην Αντιόχεια δεν έκανε παρέα με «εθνικοχριστιανούς», και τέλος ισχυρίζεται ότι ο Πέτρος είχε δικαίωμα να κηρύττει στους «εκ περιτομής» της Διασποράς. (άρα όχι στους εξ εθνών που ζούσαν εκτός Ιουδαίας). Όπως καταλαβαίνει κανείς, ο καθένας ισχυρισμός για το τι ήθελε και τι δικαιοδοσία είχε ο Πέτρος αντικρούει τους άλλους. Αν π.χ. είχε δικαιοδοσία μόνο στους «εκ περιτομής», τότε δεν θα έπρεπε να ήθελε να πάρει με το μέρος του τους εξ εθνών Χριστιανούς της Αντιόχειας. Αν πάλι ο Πέτρος στην Αντιόχεια δεν έκανε (εξαρχής) παρέα με «εθνικοχριστιανούς», τότε δεν θα ετίθετο ζήτημα σύγκρουσής του με τον Παύλο για το ποιος θα πάρει με το μέρος του τους εξ εθνών Χριστιανούς Αντιοχείς. Οι αντιφάσεις αυτές οφείλονται στο ότι ο Κορδάτος αντέγραφε πότε τον ένα και πότε τον άλλο εκπρόσωπο της αρνητικής κριτικής.

            Επί της ουσίας τώρα, το προς Γαλάτας 2, 11-14 δεν μας λέει ότι ο Παύλος θύμωσε που ο Πέτρος άρχισε να κάνει παρέα με τους εξ εθνών Χριστιανούς Αντιοχείς (ότι τάχα πήγε να τους πάρει απ’ τον Παύλο), όπως ισχυρίζεται ο Κορδάτος, αλλά κάτι εντελώς διαφορετικό. Ο Παύλος είδε ότι ενώ ο Πέτρος αρχικά έκανε παρέα και έτρωγε μαζί με τους εξ εθνών Χριστιανούς, όταν ήρθαν ορισμένοι από τον Ιάκωβο, φοβήθηκε κι έπαψε να συντρώγει με τους εξ εθνών. Αυτό έκανε τον Παύλο ενώπιον όλων να κατακρίνει τον Πέτρο.

            Είναι λάθος ο ισχυρισμός ότι ο Πέτρος πήγε στην Αντιόχεια για να χαλάσει τα σχέδια του Παύλου. Δεν επιβεβαιώνεται από πουθενά. Ο Πέτρος από φόβο των εξ Ιουδαίων Χριστιανών έπαψε να συντρώγει με τους εξ εθνών Χριστιανούς. Εάν είχε πάει στην Αντιόχεια «για να χαλάσει τα σχέδια του Παύλου», τότε εξαρχής δεν θα συνέτρωγε με τους εξ εθνών. Ο φόβος τον έκανε ν’ αλλάξει στάση. Αλλά κι αυτοί οι «άνθρωποι του Ιακώβου» είναι προφανές ότι ενεργούσαν έτσι από μόνοι τους, δίχως εντολές του Ιακώβου, διότι ο Ιάκωβος είχε συγκατατεθεί όχι μόνο στον προσηλυτισμό Εθνικών αλλά και στο να μην αναγκάζονται να τηρούν τον μωσαϊκό νόμο οι εξ εθνών Χριστιανοί. Ο ισχυρισμός ότι το συνέδριο δεν έδωσε το δικαίωμα στον Παύλο να κηρύττει στους Ιουδαίους της Διασποράς είναι λανθασμένος. Πουθενά δεν αναφέρεται τέτοια απαγόρευση. Ο Παύλος κήρυττε ανενόχλητος στις συναγωγές της Θεσσαλονίκης και της Ρώμης.

            Τέλος, η αποστολή των Σίλα και Βαρσαββά μαζί με τους Παύλο και Βαρνάβα, για να ανακοινωθεί η απόφαση του συνεδρίου της Ιερουσαλήμ σχετικά με τον τρόπο εισδοχής των Εθνικών στην Εκκλησία δεν σημαίνει ότι ο Παύλος κι ο Βαρνάβας ήταν «υπο παρακολούθηση», αλλά ότι, επειδή αυτοί οι δυο είχαν μαζί τους τις συστατικές επιστολές σχετικά με τις αποφάσεις κι επειδή ίσως να μη γίνονταν πιστευτοί, αποφασίστηκε να σταλούν και οι Σίλας και Βαρσαββάς, ώστε να διαβεβαιώνουν και προφορικά ότι έχει δίκαιο ο Παύλος. Διότι, αν πήγαινε ξανά ο Παύλος μόνο και έδειχνε στους Ιουδαίους Χριστιανούς τις επιστολές και τις αποφάσεις της Συνόδου, ίσως να μην τον πίστευαν – αφού μαζί του είχαν διαφωνήσει μερικοί εξ Ιουδαίων Χριστιανών. Αν όμως έφερνε μαζί του και άλλους, οι εξ Ιουδαίων δε θα μπορούσαν να πουν τίποτε. Δεν χρειαζόταν καμμιά παρακολούθηση ο Παύλος, αφού τόσο ο Πέτρος όσο και ο Ιάκωβος στη Σύνοδο είχαν συμφωνήσει να προσηλυτίζονται δίχως τήρηση του μωσαϊκού νόμου οι Εθνικοί. Γι’ αυτό άλλωστε στο τέλος του κεφ. 15 στις Πράξεις, ο Παύλος παίρνει μαζί του τον Σίλα κι αφήνει τον Βαρνάβα. Θα έκανε κάτι τέτοιο, αν πίστευε ότι κατασκοπευόταν;

νε') «Ο Πέτρος καθόλου δεν έκανε λόγο για την καταγωγή του Ιησού και δε δίδασκε πως βαστούσε από τη γενιά του Δαβίδ. (...) Στους χριστιανούς λοιπόν του πρώτου αιώνα – και κυρίως στους ιουδαιοχριστιανούς – καθόλου δεν πέρνούσε η ιδέα ότι ο Ιησούς ήταν και Θεός. Πίστευαν και παραδέχονταν ότι ήταν ο Μεσσίας που τα προφητικά βιβλία τον ήθελαν απόγονο του Δαβίδ. (...) Όπως βλέπουμε ο Πέτρος στην αρχή αρχή δεν καταπιάστηκε με την γενεαλογία του Ιησού. Επέμεινε πολύ στην ανάσταση του Ναζωραίου. (...) Ούτε ήταν δυνατό ο Πέτρος και οι άλλοι Απόστολοι να κηρύξουν πως ο Ιησούς ήταν Θεός. Ούτε τους πέρσασε τέτοια ιδέα ούτε και θα τολμούσαν να το πούνε αν πίστευαν ένα τέτοιο πράμα γιατί όλοι οι Ιουδαίοι ήτανε μονοθεϊστές. (...) Ο Παύλος τροποποιώντας και αναθεωρώντας την ιουδαϊκή μεσσιανική παράδοση δίδασκε ότι ο Ιησούς-Χριστός ήταν "ο γιος του Θεού". (...) Πριν όμως φτάσει στο συμπέρασμα αυτό και αναθεωρήσει τη διδασκαλία της μεσσιανικής ιουδαϊκής παράδοσης, όταν ακόμα ήταν νεοφώτιστος και ασκούσε επιρροή και στους ιουδαιοχριστιανούς, δίδασκε ότι ο Ιησούς είναι μεν "υιός του Θεού", ωστόσο όμως γεννήθηκε από "σπέρμα Δαυίδ" και δεν έχει υπερφυσική προέλεση. Πιο ύστερα όμως με το ν’ αναστηθεί αποδείχτηκε πως ήταν "υιός Θεού" έχοντας θεϊκές ιδιότητες και δυνάμεις (Ρωμ. 1, 2-4)» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. α’ σ. 421-422).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: κι εδώ έχουμε παρανόηση.

            Καταρχήν στο Κατά Μάρκον και στα άλλα Ευαγγέλια βλέπουμε πολλές φορές, όπως δείξαμε, τον Ιησού να παρουσιάζεται ως Κύριος, ως Μεσσίας, ως έχων το δικαίωμα να συγχωρεί αμαρτίες (ιδιότητα θεϊκή κατά τον Ιουδαϊσμό) κ.ά. Το Κατά Μάρκον το έγραψε ο Μάρκος ακούγοντας τον Πέτρο. Στο Κατά Ματθαίον 16, 16 ο Πέτρος λέει «Σύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του ζωντανού Θεού». Πιο πριν οι μαθητές όλοι λέν «Αληθινά εισαι Θεού Υιός» (Κατά Ματθαίον 14, 33).

Επιπλέον ήδη από τις πρώτες του ομιλίες ο Πέτρος, π.χ. στην Πεντηκοστή θεωρεί τον Ιησού (Πράξεις 2, 33) έχοντα την δικαιοδοσία να δίνει το Άγιο Πνεύμα και αποκαλεί (Πράξεις 2, 36) τον Ιησού «Κύριο» (δηλαδή Θεό). Στην ομιλία στο ναό τον αποκαλεί (Πράξεις 3, 14) «Άγιο» (πάλι προσωνύμιο του Θεού) και (Πράξεις 3, 15) «Αρχηγό της Ζωής» και αναφέρεται στην πίστη στο όνομα του Ιησού (Πράξεις 3, 16)˙ και γνωρίζουμε ότι «πίστη» μόνο στο Θεό δινόταν. Ο Πέτρος λέει ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος όλων (Πράξεις 10, 37) και επαναλαμβάνει ότι «όποιος πιστεύει εις αυτόν θα λάβη άφεσιν αμαρτιών» (Πράξεις 10, 43). Φυσικά, δεν μπορούμε να φανταστούμε έναν Ιουδαίο να μιλούσε και να προτρέπει σε πίστη σε κάποιον Ιησού δίχως να τον θεωρεί Θεό. Ο Στέφανος επίσης αποκαλεί τον Ιησού «Κύριο» (Πράξεις 7, 59). Επίσης ο Ιάκωβος, ο αρχηγός της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ, αποκαλεί «Κύριο», δηλαδή Θεό, τον Ιησού, στην αρχή της επιστολής του.

Ο Πέτρος κάνοντας τις ομιλίες αυτές έπρεπε ν’ αρχίσει απ’ τα βασικά. Δεν γινόταν να εξιστορήσει σε μια ομιλία δέκα λεπτών όλη τη ζωή του Ιησού. Αρκέστηκε λοιπόν στην Ανάσταση. Επίσης η Παλαιά Διαθήκη ως Μεσσία δεν εννοούσε απλώς έναν άνθρωπο εκλεκτό του Θεού, αλλά τον Θεό. Τα περί μονοθεϊσμού δεν έχουν καμμία σχέση με αυτά. Και βέβαια απ’ τα παραπάνω βγαίνει ότι ο Παύλος δεν τροποποίησε τίποτα. Για την σύγχυση που κάνει ο Κορδάτος «είτε είναι μόνο "εκ σπέρματος Δαβίδ" είτε είναι μόνο υπερφυσικά "υιός Θεού"», μιλήσαμε αλλού.

Ώστε βγαίνει το συμπέρασμα πως πριν τον Παύλο οι Χριστιανοί πίστευαν τα ίδια πράγματα για τον Ιησού, ότι ήταν Θεός και Μεσσίας, κι ότι ο Παύλος δεν πρόσθεσε τίποτα στην περί Ιησού αντίληψη. Τα περί αντίθεσης μεταξύ εξ εθνών Χριστιανών και εξ Ιουδαίων Χριστιανών πάνω στο ζήτημα αυτό καταρρίπτονται, αφού κι ο Πέτρος κι ο Ιάκωβος θεωρούσαν τον Ιησού Θεό (αξιοσημείωτο είναι ότι αρχικά ο Ιάκωβος, πριν την Ανάσταστη, δεν πίστευε στον Ιησού). Επιπλέον αυτά τα στοιχεία από τις Πράξεις και την επιστολή Ιακώβου φανερώνουν ότι οι Εβιωνίτες δεν ήταν οι συνεχιστές της αρχικής ιεροσολυμίτικης Εκκλησίας.

νστ') «Ο Norden κυρίως ερευνά τις ιουδαϊκοχριστιανικές και εθνικοχριστιανικές απόκρυφες πηγές του δεύτερου αιώνα, καθώς και άλλων εποχών και από τη συγκριτική τους έρευνα πιστοποιεί πως η δήθεν Ομιλία του Παύλου στον Άρειο Πάγο είναι μια απλή αντιγραφή κάποιας συγγραφής ή διάλεξης (ομιλίας) του περίφημου Απολλώνιου του Τυανέα περί θυσιών. Ο ονομαστός καθηγητής της κλασσικής φιλολογίας μαζεύει μια-μια τις αποδείξεις του και αντιπαραβάλλοντας το κείμενο της Ομιλίας με άλλες εσωχριστιανικές και εξωχριστιανικές πηγές βρίσκει πολλές ομοιότηες αναμεταξύ τους. Η δήθεν Ομιλία μπροστά στον Άρειο Πάγο, λέει ο Norden, έχει κοινά σημεία και κοινές εκφράσεις και με άλλες Ομιλίες που αναφέρονται στις ίδιες Πράξεις και με κάποιο κήρυγμα του Πέτρου (απόκρυφο). Επίσης αποδείχνει ο Νόρντεν και τα στωικά στοιχεία που υπάρχουν μέσα στην Ομιλία αυτή καθώς και τις εξωχριστιανικές πηγές από τις οποίες είναι δανεισμένα. Από τον Άρατο (Φαινόμ. 5) και Κλεάνθη (Ύμνος στο Δία 5), από την απόκρυφη Ωδή του Σολομώντα 12, 27 – 13, 9 κλπ. Τα στωικά στοιχεία της Ομιλίας είναι οι φράσεις  στο κεφ. ΙΖ στίχ. 25, 27, 28» (Γ. Κορδάτου, Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 295).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Κατ’αρχήν παραθέτουμε όλη την ομιλία του Παύλου, στο αρχικό και σε μετάφραση (Πράξεις 17, 22-31): 22 Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ ᾿Αρείου πάγου ἔφη· ἄνδρες ᾿Αθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ. 23 διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, ἀγνώστῳ Θεῷ. ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν. 24 ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, 25 οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν κατὰ πάντα· 26 ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν, 27 ζητεῖν τὸν Κύριον, εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα. 28 ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ᾿ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν. 29 γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον. 30 τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τανῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν, 31 διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. Σε μετάφραση: «Τότε ο Παύλος εστάθηκε εις το μέσον του Αρείου Πάγου και είπε, "Άνδρες Αθηναίοι, βλέπω ότι είσθε από πάσης απόψεως πολύ θρήσκοι. Διότι καθώς περνούσα και εκύτταζα τς ιερά σας, ευρήκα και ένα βωμόν, εις τον οποίον υπήρχε επιγραφή, "Εις τον άγνωστον Θεόν". Αυτόν λοιπόν που λατρεύετε, χωρίς να τον ξέρετε, αυτόν εγώ σας κηρύττω. Ο Θεός που εδημιούργησε τον κόσμον και όλα όσα είναι εις τον κόσμον, και ο οποίος είναι Κύριος ουρανού και γης, δεν κατοικεί σε ναούς κατασκευασμένους από χέρια ανθρώπων, ούτε εξυπηρετείται από χέρια ανθρώπων σαν να είχε ανάγκην από κάτι, αυτός που δίνει εις όλους ζωήν και πνοήν και γενικώς όλα. Εδημιούργησε ολόκληρον το ανθρώπινον γένος από ένα αίμα δια να κατοική εις όλην την γην, αφού ώρισε ωρισμένας εποχάς και τα ορόσημα της κατοικίας των, δια να ζητούν τον Κύριον μήπως τον ψηλαφήσουν και τον βρουν, αν και δεν είναι μακρυά από καθένα από μας. Διότι μέσα σ’ αυτόν ζούμε και κινούμεθα και υπάρχομεν, καθώς και μερικοί εκ των ποιητών σας έχουν πη, "Είμεθα και γένος του". Αφού λοιπόν είμεθα γένος του Θεού, δεν πρέπει να νομίζωμεν ότι η θεότης μοιάζει με χρυσόν ή άργυρον ή λίθον, σκαλιστόν έργον τέχνης και ανθρωπίνης συλλήψεως. Τους χρόνους εκείνους της αγνοίας παρέβλεψε ο Θεός και τώρα παραγγέλλει εις όλους τους ανθρώπους παντού να μετανοήσουν, διότι ώρισε ημέραν, κατά την οποίαν μέλλει να κρίνη την οικουμένην με δικαιοσύνην δι’ ανδρός, τον οποίον ώρισε. Περί τούτου έδωκε εις όλους βεβαίωσιν αναστήσας αυτόν εκ νεκρών"». Παρατηρούμε τα εξής:

1. Ο απόστολος Παύλος ήταν μορφωμένος ο ίδιος, είχε μια κάποια γνώση των φιλοσοφικών σχολών της εποχής, κυρίως των Στωικών. Το αν λοιπόν παραθέτει απόψεις των Στωικών ή αποδεκτές και από τους Στωικούς, δεν συνεπάγεται πλαστότητα της Ομιλίας. Αν όλη η Ομιλία είχε τέτοιες αποχρώσεις τότε θα ήταν πλαστή, αλλά δεδομένης της περίστασης (ο Παύλος μιλούσε σε φιλοσόφους) το ότι, για να τους κινήσει το ενδιαφέρον, είπε δυο-τρία πράγματα που μοιάζουν με τα των στωικών, δεν συνεπάγεται πλαστότητα της Ομιλίας. Το ίδιο ισχύει και για τα αποσπάσματα του Άρατου και του Κλεάνθη, που ο Παύλος ανέφερε. Εάν αντί για τον Παύλο, κήρυττε π.χ. ο Πέτρος, ο οποίος ήταν αμόρφωτος και ανίδεος της ελληνικής κουλτούρας, τότε ασφαλώς δε θα ήταν λογικό να δεχτούμε ότι ο Πέτρος ήξερε τον Άρατο και τον Κλεάνθη (είτε απευθείας τους ίδιους και τα έργα τους είτε απλώς ορισμένα ρητά τους). Επειδή όμως ο Παύλος ήταν εκτός Ιουδαίας, πλούσιος, είχε μορφωθεί περισσότερο σχετικά με τους υπόλοιπους, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η παράθεση τέτοιων αποσπασμάτων.

2. Ιδρυτής της στωικής σχολής ήταν ο Ζήνων, ο οποίος ήταν Φοίνικας στην καταγωγή˙ και φυσικά ερχόμενος στην Αθήνα δεν μεταμορφώθηκε σε Έλληνα, αλλά διέδοσε και αντιλήψεις μη ελληνικές. Η ίδια η στωική φιλοσοφία είναι η πιο κοντινή – αν εξαιρέσουμε τη νεοπλατωνική θεουργία – στην ασιατική σκέψη. Αν είναι κάποιοι λοιπόν που επηρεάζουν άλλους, αυτοί δεν είναι οι Στωικοί τους Χριστιανούς, αλλά η Ασιατική (εν προκειμένω Βιβλική) σκέψη τους Στωικούς, μέσω του ιδρυτή της Στοάς. Για παράδειγμα η απαγόρευση απεικόνισης του Θεού είναι βιβλική. Ο Φαρισαίος Παύλος γνώριζε μεν τις απόψεις των Στωικών, αλλά δεν είχε λόγο – εκτός απ’ το να προσπαθήσει να ελκύσει κόσμο μέσω των ομοιοτήτων – να τις αντιγράψει, αφού παρόμοιες υπήρχαν στην Παλαιά Διαθήκη.

3. Συνεπώς τα «οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν κατὰ πάντα·» (ούτε εξυπηρετείται από χέρια ανθρώπων σαν να είχε ανάγκην από κάτι, αυτός που δίνει εις όλους ζωήν και πνοήν και γενικώς τα πάντα) και «ζητεῖν τὸν Κύριον, εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα» (δια να ζητούν τον Κύριον μήπως τον ψηλαφήσουν και τον βρουν, αν και δεν είναι μακρυά από καθένα από μας) και «ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ᾿ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν,» (Διότι μέσα σ’ αυτόν ζούμε και κινούμεθα και υπάρχομεν, καθώς και μερικοί εκ των ποιητών σας έχουν πη, "Είμεθα και γένος του") αφενός εξηγούνται τόσο από την μόρφωση του Παύλου όσο και από την προσπάθεια να κινήσει το ενδιαφέρον των φιλοσόφων, αφετέρου δεν είναι ασύμβατα με τα δόγματα του Χριστιανισμού και της Π.Διαθήκης. Ότι ο Θεός δεν χρειάζεται τίποτα από τους ανθρώπους, ότι ο Θεός δίνει ζωή και πνοή και τα πάντα σε όλους, είναι δόγματα βιβλικά. Ότι ο Θεός δεν είναι μακρυά μας, δηλαδή έχει προσωπική σχέση με τον καθένα και δεν είναι ένα αφηρημένο απρόσιτο ον, επίσης είναι μια ιδέα που ενυπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη (με το πλήθος των Θεοφανειών και των διαλόγων Θεού-Δικαίων), και συνεπώς είναι σαν να ζούμε εντός του πανταχού παρόντος Θεού, αφού κάθε τι από το Θεό προέρχεται.

4. Επιπλέον, εκτός των 2-3 απόψεων που είναι κοινές μεταξύ ποιητών/Στωικών και βιβλικής σκέψης, πρέπει να δούμε και τις υπόλοιπες απόψεις που εκφράζονται στην Ομιλία, και οι οποίες είναι αποκλειστικά βιβλικές-χριστιανικές. Στον στίχο 24 ο Θεός είναι ο δημιουργός του κόσμου, μια άποψη που αντιτίθεται στην στωική πανθεϊστική (θεός=κόσμος) αντίληψη και είναι σαφέστατα βιβλική. Στον στίχο 26 ο Θεός δημιουργεί όλους τους ανθρώπους από «ένα αίμα», δηλαδή ένα ζευγάρι. Κι αυτή είναι βιβλική – κι όχι αρχαιοελληνική – αντίληψη, πολύ πριν υπάρξει στωικισμός. Στον στίχο 29 η απόρριψη της ιδέας ότι ο θεός είναι υλικός ή ότι χρειάζονται τα είδωλα είναι απ’ τις πλέον βιβλικές, πολύ πριν υπάρξει στωικισμός. Στον στίχο 30 υπάρχει η βιβλική αντίληψη της μετάνοιας, εντελώς ανύπαρκτη στην αρχαία φιλοσοφία. Στον στίχο 31 υπάρχει η αντίληψη της τελικής κρίσης όλων των ανθρώπων και της ανάστασης των σωμάτων. Και αυτά είναι βιβλικά και όχι στωικά ή ο,τιδήποτε άλλο. Βλέπουμε δηλαδή ότι υπάρχουν 5 στίχοι που εκφράζουν αντιλήψεις αποκλειστικά βιβλικές και 3 στίχοι που υπάρχουν μεν στη στωική σκέψη, αλλά υπάρχουν εξαρχής και στην βιβλική, η οποία είναι παλαιότερη της στωικής. Γιατί να είναι νοθευμένη και πλαστή η ομιλία του Παύλου;

5. «Ως προς τας δημηγορίας του Παύλου, εάν συγκρίνωμεν τας εν Λύστροις, Αθήναις και μάλιστα την εν Μιλήτω τοιαύτην ιδία προς τας εις Θεσσαλονικείς επιστολάς, θα πεισθώμεν, καθ’ ά παρατηρεί ο Jacquier, ότι οι συλλογισμοί και η πορεία του ύφους δεν διαφέρουσι ποσώς» (Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, εκδ. Ζωή, σ. 25).

6. Και σύμφωνα με τον Harnack (Mission und Ausbreitung der Christentuns in der Ersten Jahrhunderten, Leipzig 106, σ. 221) η ομιλία στην Αθήνα παρουσιάζει πολλές συγγένειες με τις επιστολές του Παύλου και εκπροσωπεί το αυθεντικό κήρυγμά του. Επίσης η αντίληψη ότι υπάρχει ένα είδος φυσικής γνώσης και αποκάλυψης του Θεού σε όλους τους ανθρώπους, όπως φαίνεται στην Ομιλία στον Άρειο Πάγο, στίχος 27, μοιάζει με το προς Ρωμαίους 1, 19-20, όπου ο Παύλος λέει ότι ο Θεός γίνεται φανερός μέσω των δημιουργημάτων, και το προς Ρωμαίους 2, 14, όπου ο Παύλος λέει ότι οι Εθνικοί, που δεν είχαν το νόμο, εφαρμόζουν το νόμο της φύσης και της συνείδησης. Επίσης η αντίληψη ότι οι άνθρωποι θα κριθούν από τον Ιησού, όπως φαίνεται στην Ομιλία στον Άρειο Πάγο, στίχος 31 ταιριάζει νοηματικά με το προς Ρωμαίους, 2, 16, όπου ο Παύλος γράφει ότι οι άνθρωποι θα κριθούν από τον Ιησού Χριστό. Ο Harnack παρατηρεί ότι είναι αποδεδειγμένα διδασκαλία του Παύλου η ιδέα ότι μεταξύ των χρόνων της άγνοιας και της κρίσης βρίσκεται ο παρών χρόνος, της μετανοίας˙ και παρατηρεί επίσης την ομοιότητα μεταξύ των υπόλοιπων διαλόγων.

7. Εξετάζοντας τις υπόλοιπες ομιλίες π.χ. στη Λύστρα, βλέπουμε το Παύλο να λέει, ακριβώς όπως στην δήθεν πλαστή Ομιλία στον Άρειο Πάγο, ότι ο Θεός δημιούργησε τα πάντα (Πράξεις 14, 15), ότι υπήρξε εποχή άγνοιας (Πράξεις 14, 16), ότι ο Θεός ωστόσο είχε δώσει στους Εθνικούς σημάδια της ύπαρξής του μέσω των δημιουργημάτων του (Πράξεις 14, 17). Ώστε λοιπόν έχουν δίκαιο οι παραπάνω κριτικοί, αφού υπάρχει ομοιότητα σε όλες τις ομιλίες. Ακόμη κι ο Νόρντεν το παραδέχεται αυτό˙ ο Κορδάτος δεν αντιλαμβάνεται ότι αυτό είναι κατά κι όχι υπέρ της άποψης περί πλαστής ομιλίας στην Αθήνα.

8. Όσο για τα περί Απολλώνιου Τυανέως, αυτά είναι ανάξια λόγου. Τι στιγμή που αποδείχτηκε ότι οι Χριστιανοί δεν «έκλεψαν» τη σπουδαιότερη φιλοσοφική σχολή της εποχής, θα ήταν γελοίο να τολμάνε οι κριτικοί να μιλάν για αντιγραφή κάποιου ασήμαντου Τυανέα. Όλως παραδόξως, όλοι αυτοί που αμφισβητούν την ύπαρξη του Ιησού Χριστού είναι έτοιμοι όχι μόνο να αποδεχτούν την ύπαρξη του Απολλώνιου αλλά και να αποδεχτούν ότι σίγουρα αυτός έγραψε πράγματα που (γι’ αυτούς) σίγουρα τα αντέγραψαν οι Χριστιανοί. Ποιος ήταν αυτός ο θαυματοποιός που εξαφανίστηκε και δεν άφησε πίσω του τίποτε, κι ενώ ο Ιησούς δημιούργησε τη μεγαλύτερη θρησκεία, ο Απολλώνιος εξαφανίστηκε δίχως κανένα κίνημα πίσω του;

νζ') «[Οι επιστολές του Παύλου] παρουσιάζουν ένα σωρό ανομοιότητες και αντιφάσεις που γεννούν αμφιβολίες για τη γνησιότητά τους. Κοίτα την Επιστολή προς Ρωμαίους από το κεφ. ΙΒ’ και κατόπιν. Π.χ. αλλάζει το ύφος και ο Παύλος δίνει διαταγές που δε συμβιβάζονται με τα κεφ. Α – ΙΑ’. Γενικά από το κεφ. ΙΒ και ύστερα υπάρχουν πολλές αντιφάσεις και παραδοξολογίες» (Γ. Κορδάτου, Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 295-6).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: «Το διάγραμμα είναι το εξής.

Α’ 1, 1-17 Προοίμιον. Β’ 1, 18- 4, 25 Εισαγωγή. Θρησκευτική και ηθική κρίσις των τε εθνών και του Ισραήλ. Γ’. 5, 1 – 11, 36 Η λύτρωσις και η κατάκρισις (κύριον θέμα). α' 5-8 Ο λαός της χάριτος (τα έθνη). β' 9-11 Ο κλήρος του κατακριθέντος Ισραήλ. Δ’ 12-15 Πρακτικαί παραγγελίαι. Ε’ 16 Χαιρετισμοί.

            Συνοπτικώτερον δυνάμεθα να διακρίνωμεν την Επιστολήν εις δύο μέρη (1-11˙ 12-16), ένα δογματικόν και ένα πρακτικόν, του δογματικού όντος διπλάσιου του πρακτικού. Του πρακτικού μέρους τα θέματα λεπτομερέστερον έχουν κατά σειράν ως εξής.

α' Αγνότης του σώματος.

β' Αγάπη και ενότης εν τη Εκκλησία.

γ' Πειθαρχία εις την κρατικήν εξουσίαν.

δ' Ζητήματα σκανδαλισμού δια βρώσεως, πόσεως, νηστείας.

ε' Ομορφοσύνη και ανοχή των αδυνάτων.

ς' Η αποστολική ιδιότης και το αποστολικόν έργον του Παύλου.

ζ' Ο θεσμός της λογίας.

η' Η προσευχή υπέρ των αποστόλων.

Παρατηρεί κανείς ότι ο Παύλος επαναλαμβάνει περιληπτικώς και προληπτικώς τα θέματα που τον απησχόλησαν εις τας δύο προς Κορινθίους Επιστολάς κατά την μόλις αποσοβηθείσαν κρίσιν των σχέσεών του με αυτούς. Τον δράκοντα που μόλις εκαταπολέμησεν εν Κορίνθω, τον καταπολεμεί προ της γεννέσεώς του εν Ρώμη (...).

            Το μήκος του πρακτικού μέρου, το οποίον εις άλλας Επιστολάς είναι μικρότερον, αλλά και η ποικιλία των θεμάτων του και η ομοιότης με τα θέματα των δύο προς Κορινθίους, ώθησαν πολλούς ερμηνευτάς να αμφισβητήσουν την ενότητα της Επιστολής. Λέγουν ότι το δογματικόν μέρος της Επιστολής  (1-11) ως σταθερόν κείμενον εστάλη εις πολλάς εκκλησίας δια μιας ή κατά καιρούς, εις εκάστης δε εκκλησίας το αντίγραφον υπήρχεν εις το τέλος πρακτικός επίλογος˙ έπειτα δε συνεκετρώθησαν όλαι αι τοιαύται επιστολαί, και το μεν δογματικόν ήτο ένα και ενιαίον, αι δε πρακτικοί επίλογοι συσσωρευθέντες εις το τέλος απετέλεσαν τα τελευταία κεφάλαια (12-15)˙ ανάλογος συσσώρευσις έγινε και με τους χαιρετισμούς οι οποίοι είνε πολλοί (16). Αλλ’ εξήγησα διατί το πρακτικόν αυτό μέρος και οι χαιρετισμοί είνε εκτενή. Αι εικασίαι δεν έχουν σοβαρόν στήριγμα» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 150-151).

            Με άλλα λόγια, είναι φυσικό να αλλάξει το ύφος, αφού αλλάζει ο σκοπός του κειμένου. Στο δογματικό μέρος δεν υπάρχει λόγος ούτε νόημα να υπάρχουν διαταγές, ενώ στο πρακτικό μέρος υπάρχουν πολλοί λόγοι να υπάρχουν διαταγές και προσταγές, ο κυριότερος εκ των οποίων είναι η πρόληψη και καταπολέμηση τυχόν αιρετικών τάσεων, όπως στην κορινθιακή εκκλησία.

νη') «Ο ιουδαϊσμός δεν πολυσκοτίζονταν, όπως ξέρουν όσοι έχουν μελετήσει την εβραϊκή ιστορία, για τη μέλλουσα ζωή. Δε φρόντιζε για τους πεθαμένους τόσο πολύ. Ο Ιεχωβάς δεν ήταν τόσο ιδεαλιστής. Την αντίθεση αυτή αντιπροσωπεύει ο νεοχριστιανισμός του Παύλου. (...) [οι Επιστολές] είναι οι προπαγανδιστικές και οι θεωρητικές μπροσούρες μιας μερίδας, ενός κόμματος, που αγωνίζονταν να μεταμορφώσει τον Εβραίο Χριστό σε παγκόσμιο θεό, ρίχνοντας μαζί το σύνθημα της ανάστασης των ψυχών και της μέλλουσας ζωής» (Γ. Κορδάτου, Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 296-7).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Όποιος έχει μελετήσει την εβραϊκή ιστορία, ξέρει ότι το δόγμα της ανάστασης των νεκρών υπήρχε και στον Ιουδαϊσμό˙ όπως και αυτό της μέλλουσας ζωής. Ο Κορδάτος αγνοεί π.χ. ότι οι Φαρισαίοι (οι πνευματικοί απόγονοι των Μακκαβαίων, άρα οι γνήσιοι εκφραστές του Ιουδαϊσμού) πίστευαν στην ανάσταση νεκρών – σε αντίθεση με τους πιο κοσμοπολίτες Σαδδουκαίους. Κι ο απλός κόσμος πίστευε στην ανάσταση των νεκρών (Κατά Ιωάννην 11, 24). Εκτός κι αν οι οπαδοί της αρνητικής κριτικής αποδείξουν ότι το Κατά Ιωάννην το ‘γραψε ο Παύλος ή είναι μεταγενέστερο. Αλλά, για να βουβαθούν εντελώς, ας δουν τι γράφτηκε από τον Δαβίδ (11ος π.Χ. αι), τον Ησαΐα (8ος π.Χ. αι.), στο βιβλίο του Ιώβ και στους Μακκαβαίους (2ος π.Χ. αι.):

ΨΑΛΜΟΙ ΙΕ’ 10 ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ἄδην, οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν.

(Στον άδη δε θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου, ούτε ο γνήσιος πιστός σου θ’ αφήσεις ν’ αντικρύσει τη φθορά).

ΨΑΛΜΟΙ ΜΗ’16 πλὴν ὁ Θεὸς λυτρώσεται τὴν ψυχήν μου ἐκ χειρὸς ᾃδου, ὅταν λαμβάνῃ με.

(Αλλά ο Θεός θα σώσει την ζωή μου˙ από τα νύχια του άδη θα με πάρει)

 ΗΣΑΐΑΣ ΚΣΤ’ 19 Μα οι νεκροί σου Κύριε, θα ξαναζήσουν, τα νερκά σώματα του λαού μου θ’ αναστηθούν. Ξυπνήστε, εσείς που κείτεστε μέσα στο χώμα και ψάλτε από χαρά! Ζωής ακτίνα εσύ είσαι, Κύριε, γι’ αυτό και η γη θα δώσει πίσω στο φως αυτούς που δεν είναι παρά σκιά.

ΙΩΒ ΜΒ’ 17α Γέγραπται δὲ αὐτὸν πάλιν ἀναστήσεσθαι μεθ’ ὧν ὁ Κύριος ἀνίστησιν.

(Έχει δε γραφή ότι θα αναστήση πάλιν αυτόν ο Κύριος μαζί με όλους εκείνους, τους οποίους θα αναστήση κατά την μέλλουσαν ζωήν)

ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Γ’ 1 οι ευσεβείς όμως, προστατεύονται από το Θεό και κανείς δε θα τους βλάψει. 2 Στα μάτια των ασεβών φαίνονται ότι πέθαναν˙ ο θάνατός τους θεωρείται τιμωρία τους, 3 και το ότι έφυγαν απ’ αυτόν τον κόσμο θεωρείται καταστροφή. Αυτοί όμως ζουν στην ειρήνη του Θεού. 4 Στα μάτια των άλλων φαίνονται ότι τιμωρούνται, αλλά αυτοί έχουν τη βεβαιότητα που τους δίνει η σταθερή τους ελπίδα ότι θα ζήσουν αιώνια. 4 Κι αν υπέφεραν για λίγο, πολύ θα ευεργετηθούν, γιατί ο Θεός τούς δοκίμασε και τους βρήκε άξιους να τους πάρει μαζί του. 7 Στο συγκεκριμένο χρόνο που ο Θεός θα δώσει την ανταμοιβή του, η λαμπρότητα των ευσεβών θα είναι μεγάλη. Θα γίνουν σπίθες που θα πυρπολήσουν τις καλαμιές˙ 8 θα κρίνουν τα έθνη (...)

ΔΑΝΙΗΛ ΙΒ’ 2 Πολλοί που έχουν πεθάνει θ’ αναστηθούν, άλλοι για να ζήσουν αιώνια κι άλλοι για ν’ αντιμετωπίσουν αιώνια ντροπή και περιφρόνηση. 3 Οι συνετοί ομως θα λάμπουν σαν το λαμπρό στερέωμα, κι εκίνοι που βοήθησαν πολλούς να μείνουν πιστοί, θα λάμψουν επίσης σαν αστέρια για πάντα.

ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΙΣΤ’ 13 σὺ γὰρ ζωῆς καὶ θανάτου ἐξουςίαν ἔχεις καὶ κατάγεις εἰς πύλας ᾃδου καὶ ἀνάγεις

( Γιατί εσύ εξουσιάζεις τη ζωή και το θάνατο, κατεβάζεις στις πύλες του άδη και ανεβάζεις από ‘κει).

Β’ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Ζ’ 9 (...) ὁ δὲ τοῦ κόσμου βασιλεὺς ἀποθανόντας ἡμᾶς ὑπὲρ τῶν αὐτοῦ νόμων εἰς αἰώνιον ἀναβίωσιν ζωῆς ἡμᾶς ἀναστήσει.

(Ο βασιλιάς του κόσμου, εμάς που πεθαίνουμε για χάρη των νόμων του, θα μας αναστήσει για να ζήσουμε αιώνια).

Β’ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ ΙΒ’ 44 εἰ γὰρ μὴ τοὺς προπεπτωκότας ἀναστῆναι προσεδόκα, περισςὸν ἂν ἦν καὶ ληρῶδες ὑπὲρ νεκρῶν προσεύχεσθαι.

(γιατί αν δεν πίστευε ότι θ’ αναστηθούν αυτοί, που λίγο πριν είχαν σκοτωθεί, θα ήταν περιττό κι ανόητο να προσεύχεται γι’ αυτούς).

            Όσο για τις μπαρούφες, ότι ο Ιησούς Χριστός – σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη – ή ότι ο Θεός και ο Μεσσίας-Χριστός – σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη – δεν ήταν υπερεθνικοί αλλά μόνο του Ισραήλ, και άρα τάχα χρειάστηκε ο Παύλος (σε αντίθεση τάχα με την εκκλησία της Ιερουσαλήμ!) για να αναπτύξει την θεωρία του «διεθνούς» Χριστού, έχουμε απαντήσει σ’ αυτές αλλού και δεν υπάρχει λόγος να ξανααπαντήσουμε.

νθ') «Να γιατί ο χριστιανισμός ούτε βασίζεται στην προσωπικότητα του Χριστού, ούτε είναι ένα υπερφυσικό φαινόμενο. Είναι ένα ιστορικό γεγονός όχι ανεξάρτητο από τις κοινωνικές συνθήκες τις εποχής του, μα ίσα-ίσα καθορισμένο από μερικούς ουσιώδεις και συγκεκριμένους υλικούς όρους» (Γ. Κορδάτου, Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 301).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Φυσικά και είναι ιστορικό γεγονός ο Χριστιανισμός. Ο Θεός ξέροντας ότι η κατάσταση δεν πήγαινε άλλο, είχε επιλέξει εκείνη την εποχή για την ενσάρκωση του Λόγου. Το επιχείρημα του Κορδάτου δεν αποδεικνύει τίποτα. Βασίζεται στην προκατάληψη του αθεϊσμού του˙ αν δεν υπάρχει Θεός που να κρίνει πότε θα γεννιόταν ο Ιησούς, τότε είχε δίκαιο ο Κορδάτος. «Δεν υπάρχει Θεός, άρα οφείλεται αποκλειστικά στις ιστορικές συνθήκες». Και γιατί οφείλεται αποκλειστικά τις ιστορικές συνθήκες; «Μα διότι δεν υπάρχει Θεός». Είναι κυκλική σκέψη, άρα δεν αποδεικνύει τίποτε αυτό το πράγμα. Μπορεί κανείς άνετα – όπως κάναμε κι εμείς, μόλις παραπάνω – να το αντιστρέψει. Δεν σημαίνει τίποτε κατά της υπεφυσικότητας του Χριστιανισμού ότι αυτός ξεκίνησε αυτήν την εποχή. Είναι ζήτημα (θετικής) πίστης ή αρνητικής πίστης (απιστίας ή αθεϊσμού). Τέτοιες αθεϊστικές ανταποδείξεις της πλάκας, μόνο ορθολογισμό δεν φανερώνουν. Έχουν το θράσσος, έπειτα, να κατηγορούν το Χριστιανισμό ότι έχει το κυκλικό επιχείρημα της Βίβλου.

            Ο Κορδάτος και οι διάφοροι αυτοαποκαλούμενοι ορθολογιστές πιστεύουν ότι ο Χριστιανισμός εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι η εποχή γενέσεώς του ήταν μια εποχή παρακμής κι ότι ο κόσμος είχε στραφεί στο μυστικισμό και τη θρησκεία κι ανέμεναν έναν Σωτήρα. Έτσι ο Χριστιανισμός είχε στρωμένο το δρόμο, κατά κάποιον τρόπο, μόνο και μόνο επειδή η εποχή ευνοούσε την αναμονή ενός υπερφυσικού Σωτήρα. Δεν είναι έτσι. Όλοι όσοι κάνουν το παν για να πείσουν ότι ο Χριστιανισμός επικράτησε κατά τύχη ή λόγω των εξωτερικών συνθηκών ξεχνάν κάποια πραγματάκια.

1)      κι άλλες θρησκείες κήρυτταν ένα σωτήρα, όχι μόνο ο Χριστιανισμός. Αυτές μάλιστα ήταν πολύ ισχυρότερες στις αρχές του 1ου αιώνα.

2)      Ο Χριστιανισμός κήρυττε έναν Σωτήρα-κατάδικο του ρωμαϊκού δικαίου. Ήταν ό,τι χειρότερο για μια θρησκεία να έχει αρχηγό της έναν (στα μάτια των πολλών) εγκληματία.

3)      Ο Χριστιανισμός κήρυττε έναν Σωτήρα-Εβραίο. Οι Εβραίοι αντιπαθούνταν από όλους τους λαούς της Αυτοκρατορίας. Ποιος θα ασχολούνταν με έναν Εβραίο και δη εγκληματία;

4)      Ο Χριστιανισμός κήρυττε έναν Σωτήρα-μαραγκό σε μια εντελώς υποβαθμισμένη περιοχή (Παλαιστίνη-Γαλιλαία). Οι άλλες θρησκείες ημίθεους ή βασιλιάδες και φαινόταν πιο εξευγενισμένες.

5)      Ο Χριστιανισμός κήρυττε την Ανάσταση σωμάτων, πράγμα αηδιαστικό για τους εθνικούς λαούς. Έτσι οι άλλες θρησκείες είχαν το προβάδισμα κι εδώ.

6)      Ο Χριστιανισμός ήταν μια νέα θρησκεία και στα μάτια των ανθρώπων της εποχής ό,τι ήταν νέο ήταν αναξιόπιστο και κακό, ενώ ό,τι ήταν παλιό και αρχαίο ήταν αξιοσέβαστο.

7)      Ο Χριστιανισμός κήρυττε την ηθικότητα. Οι πιστοί δεν έπρεπε να οργιάζουν, να μπεκροπίνουν, να έχουν αγοράκια για ερωμένους, να λατρεύουν θεές με ιερόδουλες. Δηλαδή απαιτούσε πολύ δυσκολότερα πράγματα από ό,τι οι άλλες θρησκείες που τον ανταγωνίζονταν.

8)      Ο Χριστιανισμός απαιτούσε αποκλειστικότητα σε αντίθεση με άλλες θρησκείες. Έτσι γινόταν ακόμη πιο δύσκολο να τον δεχτεί κανείς.

9)      Ο Χριστιανισμός κήρυττε την ισότητα, ενώ οι άλλες θρησκείες κήρυτταν την ανισότητα (θεοί-ημίθεοι-άντρες-γυναίκες-δούλοι).

10)  Ο Χριστιανισμός βασιζόταν σε μαρτυρίες γυναικών και μερικών ψαράδων. Οι άλλες θρησκείες μη ισχυριζόμενες αναστάσεις και συναφή, δεν χρειαζόταν να βασίζονται στην αξιοπιστία ανθρώπων του λαού.

Βλέπουμε ότι η επίκληση του επιχειρήματος ότι οι λαοί θέλαν ένα Σωτήρα και γι’αυτό επικράτησε ο Χριστιανισμός είναι τελείως μονομερής μέθοδος προσέγγισης των αιτιών α) της επιβίωσης και β) της επικράτησης του Χριστιανισμού. Το επιχείρημα αυτό είναι ένα κι έχει απέναντί του τουλάχιστον δέκα ενάντια επιχειρήματα! Κανείς δε θα δεχόταν να θυσιαστεί για έναν Σωτήρα, άσημο (μαραγκό), Εβραίο, κοινό εγκληματία, που ήθελε να σταματήσεις τα πατροπαράδοτα σεξουαλικά όργια, που κήρυττε την ισότητα και την ανάσταση σωμάτων (δηλαδή την επάνοδο στον κακό υλικό – κατά τον Πλάτωνα – κόσμο) και του οποίου η αξιπιστία βασιζόταν σε αγράμματους και γυναικούλες. Κι όμως αυτό συνέβη, και γι’αυτό επιβίωσε και ύστερα επικράτησε ο Χριστιανισμός. Γιατί; Διότι είναι θεοΐδρυτη η Εκκλησία. Η «τύχη», με τέτοια προπαγανδιστικά λάθη, δεν συζητιέται καν ως πιθανή αιτία.

ξ') «Με το πέρασμα του χρόνου ο νεοπλατωνισμός της Αλεξανδρινής Σχολής επηρέασε το χριστιανισμό. Η ιδέα της μέλλουσας ζωής έχει μέσα της και στοιχεία νεοπλατωνικά. Η φιλοσοφική σχολή της Αλεξάνδρειας δίδασκε πως ο άνθρωπος ανήκει σε δυο κόσμους. Στον ύλικό και στον πνευματικό. (...) Μόνο λοιπόν αν το ηθικό του στοιχείο (το πνεύμα) απαλλαχτεί από το σώμα (ύστερα από το θάνατο) και ξαναγυρίσει στην αρχική του πηγή, στο Θεό, τότε θα απολάψει όλη την μακαριότητα. Η ιδέα αυτή στάθηκε το προπαγανδιστικότερο σύνθημα του εξωπαλαιστινιακού χριστιανισμού. (...) Κι ενώ το ιδανικό, ο σκοπός του παλαιστινιακού χριστιανισμού ήταν η βασιλεία του Θεού, δηλαδή η επικράτηση των φτωχών και των πεινασμένων, το ιδανικό του ασιατικού και μεσογειακού χριστιανισμού είναι η μέλλουσα ζωή. Ο Παύλος (Ρωμαίους 14, 17) λέει: "η βασιλεία του Θεού δε σημαίνει φαγί και πιοτό μα δικαιοσύνη και ειρήνη". Ο παυλιανισμός εκπροσωπεί μια παγκόσμια θρησκεία χωρίς να ενδιαφέρεται για την άμεση υλική και κοινωνική ανύψωση των καταπιεζομένων. Ζητάει μόνο τον οίκτο κι την ευσπλαχνία των ευπόρων και τίποτα παραπάνω» (Γ. Κορδάτου, Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 305-306).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η άποψη, βέβαια, ότι ο χριστιανισμός έχει επηρεαστεί από τον νεοπλατωνισμό, είναι εντελώς αβάσιμη. Ο Χριστιανισμός πρεσβεύει ανάσταση νεκρών, ενώ ο νεοπλατωνισμός θεωρεί βδέλυγμα το σώμα και την ύλη. Ο Κορδάτος, όντας υλιστής, δεν γνώριζε τις στοιχειώδεις διαφορές μεταξύ Πλατωνισμού και Χριστιανισμού, ότι ο πρώτος θεωρεί «άνθρωπο» μόνο την «ψυχή», ενώ ο δεύτερος και το σώμα και την ψυχή. Το θεμελιώδες δόγμα του Χριστιανισμού είναι η ανάσταση της σάρκας. Ένα τέτοιο δόγμα αποτελεί εμετική άποψη για τον Πλατωνισμό, τον Πλωτίνο, τον Κέλσο, τους νεοπλατωνικούς. Δυισμός υπάρχει μόνο στον πλατωνισμό˙ όχι στον Χριστιανισμό.

            Το Ρωμαίους 14, 17 δεν έρχεται σε αντίθεση με τίποτε απ’ τη διδασκαλία του Ιησού. Ο Ιησούς λέει ότι η Βασιλεία του Θεού βρίσκεται εντός μας (Κατά Λουκάν 17, 20-21). Δεν θέτει ο Ιησούς το ζήτημα φτωχοί-πλούσιοι στην προοπτική του Κορδάτου (ώστε ο τελευταίος να κατηγορήσει τον Παύλο ότι διαφωνεί με τον Ιησού), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Ιησούς δεν ενδιαφέρεται για τους φτωχούς και δεν κατακρίνει τους πλούσιους. Ίσα-ίσα, το Ρωμαίους 14, 17 του Παύλου συμφωνεί με το ρητό του Ιησού ότι μετά την Ανάσταση (Βασιλεία του Θεού) ούτε παντρεύονται ούτε τρώνε, αλλά είναι όπως οι άγγελοι στον ουρανό (Κατά Ματθαίον 22, 30), δηλαδή δίχως υλικές ανάγκες. Επίσης το εδάφιο του Παύλου συμφωνεί με τη ρήση του Ιησού «μη μεριμνάτε δια την ζωήν σας τι θα φάτε ούτε δια το σώμα σας τι θα ενδυθήτε» (Κατά Λουκάν 12, 22) καθώς και «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Κατά Λουκάν 4, 4). Πουθενά δεν λέει ο Ιησούς ότι η Βασιλεία του Θεού συνίσταται στην «επικράτηση των φτωχών κα των πεινασμένων»˙ λέει απλώς ότι είναι ευκολότερο να περάσει μια καμήλα από μια βελόνα παρά ένας πλούσιος στη Βασιλεία των Ουρανών (Κατά Ματθαίον 19, 24). Αυτό δε σημαίνει ότι δεν θα υπάρξουν και πλούσιοι σωσμένοι, αφού «εις τον Θεόν όλα είναι δυνατά» (Κατά Ματθαίον 19, 26). Άλλο το ένα (υλιστική «επικράτηση των φτωχών»), που ουδέποτε είπε ο Ιησούς, κι άλλο το άλλο («δύσκολο, όχι όμως και αδύνατο, να σωθεί πλούσιος»), που είπε ο Ιησούς. Κι ο Ιησούς, από τους πλούσιους ζητάει είτε ελεημοσύνη (στα κρυφά να γίνεται αυτή) είτε μοίρασμα της περιουσίας στους φτωχούς, και – όπως ο Παύλος – «τίποτε άλλο» (λες και αυτά δεν ήταν αρκετά). Επειδή ο Κορδάτος ήταν οπαδός της βίαιης αρπαγής του πλούτου, παραμορφώνει τον Ιησού των Ευαγγελίων, πίστευε, ότι ο Ιησούς είναι βίαιος. Δεν διαφωνεί λοιπόν ο Παύλος με τον Χριστό των Ευαγγελίων.

ξα') «Γι’ αυτό οι άνεργοι, οι κοινωνικοί αλήτες (...) δεν ήταν ούτε άξιοι οίκτου: "Εκείνος που δεν εργάζεται δεν πρέπει να τρώει" (Β’ Θεσσαλ. 3, 10-12). Το "μακάριοι οι πεινασμένοι" είχε ξεχαστεί. Ίσα-ίσα εδίδασκαν τώρα "ευλογείτε εκείνους που σας καταδιώκουν" (Ρωμ. 12, 14). Να είστε νομοταγείς. Να το βάσιμο δόγμα του παυλιανισμού» (Γ. Κορδάτου, Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 307).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ούτε ο Χριστός παρασιτούσε, αλλά δούλευε ως μαραγκός. Πριν αρχίσει να κηρύττει, δεν έτρωγε τζάμπα. Κι ούτε περιφρονούσε την εργασία. Εκτός κι αν ο Ιησούς, που είπε ότι ούτε μία «κεραία» δε θα αλλάξει από την Παλαιά Διαθήκη, αρνιόταν το «ἐν ἰδρῶτι τοῦ προςώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου» (ΓΕΝΕΣΙΣ Γ’, 19). Άλλωστε ο Κορδάτος αντιφάσκει όταν λέει τα παραπάνω, διότι αλλού (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνης, τ. α’, σ. 284) γράφει «Δεν είναι όμως απόλυτα σωστό αυτό που λέει ο Κάουτσκυ, πως ο Ιησούς μιλούσε με περιφρόνηση για την εργασία. (...) Λέγοντας όμως αυτά (ΛΚ 12. 22-24) ο Ιησούς δεν έδειχνε περιφρόνηση στην εργασία μα, ξεκινώντας από την άποψη πως η οργάνωσή του είχε καθαρά επαναστατικό χαραχτήρα, ήθελε οι οπαδοί του να είναι αποφασισμένοι να πραγματοποιήσουν τους σκοπούς της οργάνωσης».

            Το «μακάριοι οι πεινασμένοι» δεν ελέχθη από τον Ιησού, με την έννοια που ο Κορδάτος το αποδίδει. Ο Ιησούς είπε «Μακάριοι είναι εκείνοι, που πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνην, διότι αυτοί θα χορτάσουν» (Κατά Ματθαίον 4, 6), χωρίς αυτό – επαναλαμβάνουμε – να σημαίνει αδιαφορία για τους φτωχούς ή καλόπιασμα των πλούσιων, όπως φαίνεται άλλωστε από άλλες ρήσεις του Ιησού. Το «ευλογείτε εκείνους που σας καταδιώκουν» του Παύλου δεν έρχεται σε αντίθεση με τον Ιησού που λέει «ευλογείτε εκείνους που σας καταρώνται, ευεργετείτε εκείνους που σας μισούν και προσεύχεσθε δι’ εκείνους που σας κακομεταχειρίζονται και σας καταδιώκουν» (Κατά Ματθαίον, 5, 41). Ακριβώς το ίδιο λέει κι ο Ιησούς. Μήπως ξέχασε να κατηγορήσει και τον Ιησού ο Κορδάτος ως «νομοταγή»;

Απόψεις ότι ο Παύλος δεν έδειχνε οίκτο στους φτωχούς, μπορεί να τις ισχυριστεί μόνο κάποιος που δε διάβασε τις επιστολές του. Σ’ αυτές ζητά απ’ τους εξ εθνών (Γαλάτες κ.ά.) να στείλουν χρήματα για τους φτωχούς της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ, αλλά και για τους δικούς τους φτωχούς να νοιάζονται. Όσο για την άποψη του Παύλου για την εξουσία, την αναλύουμε στο κεφάλαιο περί εξουσίας. Αυτό που μένει είναι ότι ούτε σ’ αυτό το ζήτημα διαφωνεί ο Παύλος με τον Ιησού.

ξβ') «Η εκκλησία της Ιερουσαλήμ κρατούσε τα παλιά της έθιμα και τον εβιωνιτισμό της. Άρα όλοι οι αλλόφυλοι χριστιανοί έπρεπε να συμμορφωθούν με τα ήθη και έθιμα των Εβραίων. Κι επειδή και η περιτομή ήταν το πιο σπουδαίο θρησκευτικό έθιμο, επάνω στο ζήτημα της περιτομής άρχισε η πολεμική ενάντια στον παυλιανισμό. Η επιστολή του Ιακώβου είναι το ιστορικό μνημείο τη αδιάλλακτης πάλης ανάμεσα στα δύο αυτά χριστιανικά κόμματα. Ο Ιάκωβος, ο αρχηγός του ιερουσαλημιτικού μεσσιανισμού, δεν παραδέχεται τα παυλιανά δόγματα και καταδικάζει τον παυλιανισμό με αυστηρά και πικρά λόγια. Στέκεται πάντα μέσα στο πλαίσιο της παράδοσης. Το χριστιανισμό τόνε θέλει προλεταριακό (Ιάκωβ. 1, 10-12) και επαναστατικό. (...) Όχι μοναχά μέσα στην Παλαιστίνη του κήρυξε τον πόλεμο μα και στη Μεσόγειο και στην Ασία έστειλε αντιπροσώπους δικούς του, φανατικούς οπαδούς του ιουδαϊκού προλεταριακού μεσσιανισμού, για να καταπολεμήσουν τον παυλιανισμό και να τον αποκηρύξουν ως αντιχριστιανική αίρεση. Από την επιστολή προς Γαλάτας μαθαίνουμε πως μερικές εξωπαλαιστινιακές εκκλησίες κλονίστηκαν από την πολεμική του Ιακώβου. "Απορώ γιατί τόσο γρήγορα αφίνετε το ευαγγέλιό μου – λέει ο Παύλος – και παραδέχεστε άλλο... υπάρχουν βέβαια μερικοί που σάς ραδιουργούν και θέλουν να αλλάξουν το ευαγγέλιο του Χριστού" (Γαλάτ. 1, 6-8). Εδώ φαίνεται καθαρά πως πρόκειται για οπαδούς του Ιακώβου (Γαλάτ. 2, 12). (...) Η επικράτηση του παυλιανισμού δεν άργησε να στερεωθεί. Οι εκκλησίες της Ασίας και της Μεσογείου οριστικά εγκολπωθήκανε τον παυλιανισμό» (Γ. Κορδάτου, Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 309-312).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Για τον εβιωνιτισμό μιλήσαμε αλλού. Για το ζήτημα της περιτομής και της δήθεν διαφωνίας του Ιακώβου με τον Παύλο πάνω στο μωσαϊκό νόμο, είναι αποστομωτική τόσο η άποψη του Ιακώβου στην Σύνοδο της Ιερουσαλήμ όσο και η απόφαση της Συνόδου αυτής, η οποία στάλθηκε στους εξ εθνών Χριστιανούς (Πράξεις 15, 14-30): «έλαβε τον λόγον ο Ιάκωβος και είπε, "(...) Έχω την γνώμην να μη φέρωμεν δυσκολίας εις εκείνους τους εθνικούς που επιστρέφουν εις τον Θεόν, αλλά να τους γράψωμεν να απέχουν από τον μολυσμόν των ειδώλων, από την πορνείαν, από ό,τι έχει στραγγαλισθή και από το αίμα". (...) Τότε οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι μαζί με όλην την εκκλησίαν (...) έστειλαν δι’ αυτών την επιστολήν ως εξής: "Οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι και οι αδελφοί χαιρετίζουν τους αδελφούς της Αντιοχείας, της Συρίας και της Κιλικίας που προέρχονται από εθνικούς. Επειδή ακούσαμεν ότι μερικοί από τον κύκλον μας σάς ανησύχησαν με τα λόγια τους και αναστάτωσαν το πνεύμα σας λέγοντες ότι πρέπει να περιτέμνεσθε και να τηρήτε τον νόμον, ενώ εμείς δεν τους δώσαμεν καμμίαν εντολήν, απεφασίσαμεν όλοι μαζί να διαλέξωμεν άνδρας και να τους στείλωμεν σ’ εσάς μαζί με τους αγαπητούς μας Βαρνάβαν και Παύλον (...). Εστείλαμεν λοιπόν τον Ιούδαν και τον Σίλαν, οι οποίοι και προφορικώς θα σας πουν τα ίδια. Ότι, δηλαδή, απεφασίσθη από το Άγιον Πνεύμα και από μας να μη σας επιβληθή κανένα περιπλέον βάρος παρά τα εξής ουσιώδη: Να απέχετε από τα κρέατα που έχουν προσφερθή εις τα είδωλα, από το αίμα, από ό,τι έχει στραγγαλισθή και από την πορνείαν. Εάν φυλάξετε τους εαυτούς σας από αυτά, καλά θα κάνετε. Υγιαίνετε"».

            Έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής. Τόσο ο Ιάκωβος όσο και ο Ιούδας, δηλαδή οι αρχηγοί της εκκλησίας των Ιεροσολύμων, είναι κατά της επιβολής του μωσαϊκού νόμου (περιτομής κ.λπ.) και – εννοείται – εναντίον της άποψης ότι μόνο Ισραηλίτες μπορούσαν να μπουν στην Εκκλησία. Δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο πρόβλημα ούτε διαφωνία Παύλου-Ιακώβου. Συνεπώς αυτοί που αναφέρει ο Παύλος – κι ο Κορδάτος – στην προς Γαλάτας 2, 12, μπορεί μεν να ήταν άνθρωποι του Ιακώβου, αλλά δεν ενεργούσαν με εντολές του Ιακώβου. Αφού ο ίδιος ο Ιάκωβος είχε συναινέσει στην κατάργηση της περιτομής, είναι προφανές ότι οι ιουδαΐζοντες που παρενοχλούσαν τον Πέτρο (Γαλάτας 2, 12), δεν ενεργούσαν σύμφωνα με εντολές του Ιακώβου.

            «Εις την προς Γαλάτας ο Παύλος γράφει ότι [ο Ιάκωβος] ήτο ένας εκ των τριών στύλων της όλης Εκκλησίας, οι οποίοι έπρεπε να αναγνωρίσουν το ευαγγέλιόν του, δια να είνε δεκτόν εις την κοινήν συνείδησην» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 173). «Ο Ιάκωβος και ο Κηφάς και ο Ιωάννης, οι οποίοι εθεωρούντο ότι είναι στύλοι, έδωκαν εις εμέ και εις τον Βαρνάβαν το δεξί τους χέρι εις σημείον επικοινωνίας και συμφώνησαν να είμεθα εμείς απόστολοι εις τον εθνικόν κόσμον, αυτοί δε εις τους περιτμημένους. Εζήτησαν μόνον να ενθυμούμεθα τους πτωχούς και αυτό εφρόντισα να το κάνω», γράφει ο Παύλος (Γαλάτας 2, 9-10) δείχνοντας τη συνέχεια της ύπαρξης εμπιστοσύνης μεταξύ αυτού και του Ιακώβου. Όσο για την άποψη περί γενικότερης διαφωνίας (ειδικά στο θέμα έργα-πίστη), ο Δρ. Θ., καθηγητής θεολογίας Στ. Σάκκος γράφει: «Άλλοι δε λέγουν ότι ο Ιάκωβος αποκρούει εν τη Επιστολή του τας Επιστολάς και την διδαχήν του Παύλου και φέρουν ως κυριώτερον δείγμα τα όσα λέγουν οι δύο περί πίστεως. Ο μεν Παύλος γράφει˙ "λογιζόμεθα οὖν πίστει δικαιοῦσθαι ἄνθρωπον χωρὶς ἔργων νόμου" (Ρω 3, 28)˙ και κατωτέρω˙ "εἰ γὰρ ᾿Αβραὰμ ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη, ἔχει καύχημα, ἀλλ᾿ οὐ πρὸς τὸν Θεόν. τί γὰρ ἡ γραφὴ λέγει; ἐπίστευσε δὲ ᾿Αβραὰμ τῷ Θεῷ καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην (....) τῷ δὲ μὴ ἐργαζομένῳ, πιστεύοντι δὲ ἐπὶ τὸν δικαιοῦντα τὸν ἀσεβῆ λογίζεται ἡ πίστις αὐτοῦ εἰς δικαιοσύνην..." (4, 1- 11). Ο δε Ιάκωβος γράφει˙ "Τί τὸ ὄφελος, ἀδελφοί μου, ἐὰν πίστιν λέγῃ τις ἔχειν, ἔργα δὲ μὴ ἔχῃ; μὴ δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν; ἐὰν δὲ ἀδελφὸς ἢ ἀδελφὴ γυμνοὶ ὑπάρχωσι καὶ λειπόμενοι ὦσι τῆς ἐφημέρου τροφῆς, (...) οὕτω καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ' ἑαυτήν. (...) θέλεις δὲ γνῶναι, ὦ ἄνθρωπε κενέ, ὅτι ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστιν; ᾿Αβραὰμ ὁ πατὴρ ἡμῶν οὐκ ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη, ἀνενέγκας ᾿Ισαὰκ τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον; βλέπεις ὅτι ἡ πίστις συνήργει τοῖς ἔργοις αὐτοῦ, καὶ ἐκ τῶν ἔργων ἡ πίστις ἐτελειώθη, καὶ ἐπληρώθη ἡ γραφὴ ἡ λέγουσα· ἐπίστευσε δὲ ᾿Αβραὰμ τῷ Θεῷ, καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην (...). ὁρᾶτε τοίνυν ὅτι ἐξ ἔργων δικαιοῦται ἄνθρωπος καὶ οὐκ ἐκ πίστεως μόνον" (Ια 2, 14-24). Πράγματι εκ πρώτης όψεως νομίζει κανείς ότι οι δύο απόστολοι διαπληκτίζονται, και μάλιστα υποστηρίζουν τα αντίθετα επί τη βάσει του αυτού παραδείγματος, του Αβραάμ, και του αυτού χωρίου, του Γε 15, 6, και το καταπληκτικώτερον ότι ο Ιάκωβος λοιδωρεί τον Παύλον δια της φράσεως "ἄνθρωπε κενέ"! Ανεπανάληπτον εύρημα δια την αρνητικήν κριτικήν. Εν τούτοις είνε πολύ εύκολον και εις τον απλούστερον άνθρωπον, να εννοήση, ότι οι δύο απόστολοι όχι μόνον δεν διαπληκτίζονται αλλά και συμφωνούν. (...) Εις τα χωρία αυτά η λέξις "έργα" έχει δύο εντελώς διαφόρους εννοίας, και λέγεται μάλιστα εις τον Παύλον όχι απλώς "έργα" αλλ’ "έργα νόμου". Οι δύο απόστολοι εννούν ότι έχομεν δύο είδη έργων, τα έργα του νόμου και τα έργα της πίστεως˙ τα μεν είνε εκδηλώματα της θρησκευτικής ορμής του ανθρώπου, τα δε εκδηλώματα της πίστεως. Πιστοποιείται δε πάντοτε η ύπαρξις και της θρησκευτικότητος και της πίστεως με "έργα", τουτέστιν εξωτερικεύεται με ωρισμένας εκδηλώσεις. Έργον νόμου λέγει ο Παύλος ρητώς την περιτομήν και συνυπονοεί τας θυσίας, τας νομικάς διατάξεις, την τήρησιν του σαββάτου κ.λπ. Έργα πίστεως ο Ιάκωβος λέγει την ελεημοσύνην, την ανιδιοτελή αγάπην, και την προθυμίαν του Αβραάμ να θυσιάση τον υιόν του τον μονογενή. Ουδεμία σχέσις έργων και έργων. Και ο Παύλος, ο καταργών τα έργα του νόμου, συνιστά ως απαραίτητα τα έργα της πίστεως, όταν λέγη˙ «Ὁ Θεὸς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ ἔργα αὐτοῦ» (Ρω 2, 6), ή "Τοῦτό μοι καρπὸς ἔργου" (Φι 1, 22), ή "ἀδιαλείπτως μνημονεύοντες ὑμῶν τοῦ ἔργου τῆς πίστεως καὶ τοῦ κόπου τῆς ἀγάπης" (Α’ Θε 1, 3)˙ και τόσα άλλα. Συμφωνεί λοιπόν ο Ιάκωβος προς τον Παύλον, ότι ο άνθρωπος σώζεται, όταν δείξη έργα πίστεως. Και εις το κοινόν δε παράδειγμα του Αβραάμ, ο μεν Παύλος "έργον" λέγει την περιτομήν, ο δε Ιάκωβος την θυσίαν του Ισαάκ˙ εκείνο ήτο έργον νόμου, αυτό έργον πίστεως. Ώστε ο Ιάκωβος "ἄνθρωπον κενὸν" λέγει εκείνον που ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος δικαιούται χωρίς τα έργα της πίστεως τα οποία συνιστά ο Παύλος" (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 175-176). Ώστε όλα όσα λέει ο Κορδάτος είναι ανούσιοι ισχυρισμοί ενός μη Χριστιανού που, από προκατάληψη, με την εμμονή του να υποβιβάσει τον Χριστιανισμό στο επίπεδο καμμιάς ιδεολογίας της πλάκας, απ’ αυτές που έρχονται και παρέρχονται. Αλλά «πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς γραφὰς». Άλλωστε, αν «επικράτησε ο παυλιανισμός» και αν αλληλομισούνταν, τότε γιατί συμπεριέλαβε η «παυλιανική» Εκκλησία την επιστολή Ιακωβου; Όχι ότι η απάντηση στην ερώτηση αυτή θα απάλλασσε τους αρχαιολάτρες απ’ την υπόλοιπη απολογία τους για την «κριτική» της αρχαίας δεκάρας.

ξγ') «Απ’ όσα όμως λέει ο ίδιος μαθαίνουμε πως ο Πέτρος και οι ομοϊδεάτες του, εξόν από πολλά άλλα που λέγανε ενάντια του, τον κατηγορούσανε ακόμα πως δεν ήταν Απόστολος, άρα δεν είχε θέση μέσα στις εκκλησίες (Α’ Κορινθ. 9, 1-2). Κι ακόμα διαδίδανε πως δε δουλεύει και τρέφεται από το ταμείο της αδελφότηας (Α’ Κορινθ. 9, 1). (...) Διαδίδανε πως στις περιοδείες του γύριζε και συζούσε με γυναίκες που ήταν μέλη της εκκλησίας, άρα παραβίαζε ορισμένες ηθικές αρχές της αδελφότητας (βλ. Α’ Κορινθ. 9, 4). (...) Αν διαβάσουμε με προσοχή την Αποκάλυψη θα βρούμε μέσα σ’ αυτή φράσεις που σκεπασμένα – γιατί λογοκρίθηκαν αργότερα – κατηγορούν τον Παύλο. Οἶδα τὰ ἔργα σου καὶ τὸν κόπον σου καὶ τὴν ὑπομονήν σου, καὶ ὅτι οὐ δύνῃ βαστάσαι κακούς, καὶ ἐπείρασας τοὺς λέγοντας ἑαυτοὺς ἀποστόλους εἶναι, καὶ οὐκ εἰσί, καὶ εὗρες αὐτοὺς ψευδεῖς· (2, 2).  Δίχως άλλο οι ψεδαπόστολοι αυτοί είναι ο Παύλος και οι όμοιοί του. Το αρχικό κείμενο θα ήταν πιο εκφραστικό και ίσως ονομαστικά θα κατάγγελνε τον Παύλο. ἰδοὺ δίδωμι ἐκ τῆς συναγωγῆς τοῦ σατανᾶ τῶν λεγόντων ἑαυτοὺς ᾿Ιουδαίους εἶναι, καὶ οὐκ εἰσίν, ἀλλὰ ψεύδονται (3, 9). Και η περικοπή αυτή κατακρίνει και καταγγέλνει τους παυλιανιστές» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. α’ σ. 434-435).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:

1) Η Αποκάλυψη είναι το πρώτο βιβλίο που συνέγραψε ο Ιωάννης, περί τα έτη 67-70. Πρώτη παράθεση χωρίων από αυτήν έχουμε από τον Ιγνάτιο Αντιοχείας που έγραψε τις επιστολές του το 107 μ.Χ.

2) Δεν υπάρχει κανένας πάπυρος που να έχει διαφορετική την Αποκάλυψη, ώστε να υποθέσουμε ότι υπήρξε αρχικό κείμενο, το οποίο αργότερα λογοκρίθηκε, όπως είναι σίγουρος ο Κορδάτος.

3) Ο Πέτρος καμμία έχθρα δεν είχε με τον Παύλο. Είδαμε ότι εξαρχής συμφωνούσε στην Χριστολογία με τον Παύλο κι ο Παύλος με τον Πέτρο, αφού ο Πέτρος εξαρχής θεωρούσε – όπως κι οι άλλοι Απόστολοι – τον Ιησού Χριστό και Θεό.

4) Ενδεικτικό της έλλειψης διαμάχης μεταξύ Πέτρου και Παύλου είναι το Β’ Πέτρου 3, 15-16 «(...) να θεωρήτε την μακροθυμίαν του Κυρίου μας σωτηρίαν, καθώς και ο αγαπητός μας αδελφός Παύλος σάς έγραψε σύμφωνα με την σοφίαν που του εδόθηκε, όπως κάνει και εις τας επιστολάς του, εις τας οποίας μιλεί γι’ αυτά, μεταξύ των οποίων υπάρχουν μερικά δυσνόητα, τα οποία οι αμαθείς και μη στερεωμένοι διαστρεβλώνουν, όπως και τας λοιπάς γραφάς, προς καταστροφήν των».

5) Είναι φανερή όχι μόνο η συμπάθεια του Πέτρου προς τον Παύλο, όχι μόνο η αναγνώριση ότι στον Παύλο δόθηκε απ’ το Θεό σοφία, αλλά – το πολύ σημαντικό – ότι ο Πέτρος κάνει λόγο για διαστρεβλωτές των νοημάτων του Παύλου, δηλαδή αιρετικούς, τους οποίους αυτός καταδικάζει και δεν παίρνει το μέρος τους. Στο κάτω-κάτω Πέτρος και Παύλος μαρτύρησαν μαζί.

6) Επίσης στο Β’ Πέτρου 2, 1 ο Πέτρος γράφει «υπήρξαν και ψευδοπροφήται μεταξύ του λαού, όπως και μεταξύ σας θα υπάρξουν ψευδοδιδάσκαλοι». Είναι φανερό ότι δεν αναφέρεται στον Παύλο. Επιπλέον στο Απόκρυφο Πράξεις Πέτρου δίνεται μεγάλη σημασία στον Παύλο, ο οποίος εγκωμιάζεται πολύ και λέγεται και «ευλογημένος», ενώ στο Απόκρυφο Κήρυγμα Πέτρου ο Πέτρος κηρύττει ότι ο Ιησούς είναι Υιός Θεού (απόσπασμα από Κλήμη Στρωματείς, 6, 5, 39-41 (PG 9, 257C)). Ακόμη και στα Απόκρυφα αυτό δείχνεται.

7) Υπό το φως της Β’ επιστολής Πέτρου, είναι προφανές ότι οι κατηγορίες που ο Κορδάτος ισχυρίζεται ότι ο Πέτρος εξαπολλύει στον Παύλο και τις οποίες αναφέρει ο Παύλος στα Α’ Κορινθίους 9, 1, 2, 4 δεν προέρχονται από τον Πέτρο – ούτε κι από τον Ιάκωβο – αλλά από ιουδαΐζοντες και ψευδοδιδάσκαλους. Τα πολλά λόγια κι οι πολλές ανόητες εικασίες είναι περιττές.

8) Ξαναγυρίζοντας στην Αποκάλυψη, όποιος απλώς συσχετίσει τον χρόνο που γράφτηκε αυτή (67-70) με τον χρόνο εκτέλεσης του Παύλου (66-68) και, επιπλέον, αν διαβάσει απλώς τα εδάφια πριν και μετά από αυτά που παραθέτει ο Κορδάτος, θα καταλήξει ότι σε κανέναν Παύλο δεν αναφέρεται «σκεπασμένα» η Αποκάλυψη. Το «δίχως άλλο οι ψεδαπόστολοι αυτοί είναι ο Παύλος» συνιστά μνημείο φανατισμού της αρνητικής κριτικής. Είναι δυνατόν ο Παύλος, που όταν ανακοίνωσε στους πρεσβύτερους της Εφέσσου ότι θα έφευγε για τα Ιεροσόλυμα αυτοί «έκλαιαν και αγκάλιαζαν τον Παύλον και τον εφιλούσαν. Ελυπήθησαν περισσότερον με εκείνο που είπε, ότι δεν θα ιδούν πλέον το πρόσωπόν του» (Πράξεις 20, 37-38) να μεταβλήθηκαν σε άσπονδους εχθρούς του; Ή είναι δυνατόν ο Ιωάννης να γράφει στο Αποκάλυψη 3, 9 ότι ο Παύλος ήταν από τη συναγωγή, την στιγμή που οι Ιουδαίοι τον καταδίωκαν, ή ότι θα προσκυνήσει ο Παύλος τον.. επίσκοπο Φιλαδέλφειας;

9) Όσο για τα Ψευδοκλημέντια ή Κλημέντια τα οποία ο Κορδάτος αναφέρει ως απόδειξη της έχθρας μεταξύ Παύλου και Πέτρου: «Ο Επιφάνειος κάνει λόγο για χρήση από μέρους των εβιωνιτών μιας νοθευμένης έκδοσης των Περιόδων Πέτρου που υπήρξε, καθώς φαίνεται, μια από τις βασικές πηγές του αρχετύπου (Πανάριον, 30, 15). (...) Οι υπάρχουσες ενδείξεις για την χρονολόγηση του κειμένου οδηγούν στον ύστερο δεύτερο ή τον πρώιμο τρίτο αιώνα. Τα "θυγατρικά" είναι κάπως μεταγενέστερα, αλλά ήταν ήδη γνωστά στον Ρουφίνο πριν το τέλος του τέταρτου αιώνα» Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 330-340). Με άλλα λόγια πρόκειται για μεταγενέστερα έργα, άσχετα με την αποστολική εποχή. Αλλά ούτε η ταύτιση τού Σίμωνα μάγου με τον Παύλο, που κάνουν ατυχώς ο Κορδάτος και οι της αρνητικής κριτικής αληθεύει, ώστε να υπάρχει διαμάχη Παύλου-Πέτρου πίσω από τη διαμάχη Σίμωνα-Πέτρου. «Ο Σίμων παρουσιάζεται ως ο επιφανέστερος μαθητής του Ιωάννη του βαφτιστή, που όμως εκπαιδεύτηκε στην Αλεξάνδρεια σε μαγικές τελετές. Στις μαγικές του πρακτικές, ο Σίμων είχε συνεργό την ψυχή ενός παιδιού, που την είχε αποσπάσει από το σώμα του. (...) Ο Σίμων εμφανίζεται να διδάσκει την ύπαρξη πολλών Θεών. Ο ανώτατος Θεός παραμένει άγνωστος, από αυτόν όμως εκπορεύεται ο Θεός που έκτισε τον κόσμο και ο Θεός που έδωσε το νόμο στους ανθρώπους. (...) Στη μορφή του Σίμωνος συμπυκνώνονται πολλές, διαφορετικές προσωπικότητες. Ως Σαμαρεύς που διδάσκει την απάρνηση της Ιερουσαλήμ υπέρ του όρους Γαριζίν παραπέμπει σε διενέξεις του ιουδαϊκού κόσμου. (...) Τα δόγματά του περί πολλαπλών Θεών αντλούνται από τους γνωστικούς. (...) Ο Σίμων τον οποίο καταπολεμά ο Πέτρος δεν είναι ο Παύλος (όπως είχαν υποστηρίξει οι θεολόγοι της Σχολής της Τυβίγγης). Είναι πολύ περισσότερο ένας Βαλεντίνος ή ένας Μαρκίων, τους οποίους η ορθοδοξία εχθρευόταν επίσης θανάσιμα» Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 345-347). Μόνο άσχετοι λοιπόν θα αναγνώριζαν πίσω από τον γνωστικίζοντα μάγο Σαμαρείτη Σίμωνα τον Παύλο. Αλλά όταν η ημιμάθεια συνδυάζεται με την προκατάληψη, αυτό συμβαίνει.

ξδ') «Πιθανό το φυλλάδιο αυτό να ήταν γνωστό με το όνομα "Πράξεις του Πέτρου". (...) Δεν είναι απίθανο η κωδικοποίηση αυτή να στηρίχτηκε και στα διάφορα λιβελογραφήματα που βγήκαν από τον περίγυρο του Πέτρου τον καιρό που ζούσε ακόμα καις τα οποία κατηγορούντανε και πολεμούντανε ο Παύλος. Γιαυτό έχω τη γνώμη πως οι "Πράξεις του Πέτρου" γράφτηκαν στο τέλος του Α’ αιώνα. (...) Ένα μέρος από το φυλλάδιο αυτό χρησιμοποιήθηκε από το συγγραφέα-διασκευαστή του άλλου φυλλαδίου, που πέρασε στην επίσημη χριστιανική φιλολογία με τον τίτλο "Πράξεις των Αποστόλων"» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. α’ σ. 436-437).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι Πράξεις των Αποστόλων γράφτηκαν πριν το θάνατο του Πέτρου και του Παύλου, αφού δεν τους αναφέρουν. Ο Λουκάς «έγραψε δε αυτάς μεταξύ των ετών 62 και 66» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 131). Χωρία από τις Πράξεις των Αποστόλων παραθέτουν ο Ιγνάτιος το 107 και ο Πολύκαρπος το 108. Αντίθετα, όπως προαναφέραμε για τις Απόκρυφες Πράξεις Πέτρου, «χρονικά το έργο τοποθετείται στην περίοδο από το τελευταίο τρίτο του 2ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 3ου, πάντως στην αρχική μορφή του τοποθετείται στα τέλη του 2ου αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 91). Μιλάμε δηλαδή για 140 περίπου χρόνια διαφορά μεταξύ της συγγραφής των Πράξεων των Αποστόλων και των Απόκρυφων πράξεων του Πέτρου. Συνεπώς είναι έργο διάφορων αιρετικών του 2ου αι. που καμμία σχέση δεν έχουν με τον Πέτρο, ακόμη κι αν υποστήριζαν ότι δέχονται τις διδασκαλίες του. Θα ήταν παρανοϊκό να δεχτούμε λ.χ. ως Επικούρειο κάποιον επειδή απλώς αυτός ισχυρίζεται ότι είναι. Το ίδιο θα ισχύει και για όσους αιρετικούς αποφάσιζαν ξαφνικά, στα τέλη του 2ου αι., να γράψουν απόκρυφες Πράξεις του Πέτρου.

ξε') «Ένας από τους αντιπάλους του Πέτρου που τον αντιπολιτεύτηκε ήταν ο Απολλώς. Τι δίδασκε ο Απόστολος αυτός δεν το ξέρουμε. Φαίνεται όμως πως εχπροσωπούσε το ελληνιστικό στοιχείο και σε πολλά διαφωνούσε με τη "φιλοσοφία" του Παύλου. Ήταν επίσης και μερικοί που έκαναν τον ουδέτερο. Δεν ήταν ούτε με τον Πέτρο ούτε με τον Παύλο ούτε με τον Απολλώ, αλλά λέγανε πως δεν ανήκουνε σε κόμματα και ανήκουν μόνο στον Χριστό (Βλ. Κορινθ. 1.10, 3.4, 3.22 και 46)» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. α’ σ. 440).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ο Κορδάτος ήταν τόσο άσχετος με το Χριστιανισμό (λιγότερο βέβαια από τους Νεοπαγανιστές που αντιγράφουν αυτόν ή την πεπαλαιωμένη αρνητική κριτική), ώστε ό,τι διάβαζε το αντέγραφε στα τυφλά. Τόσο πολύ αντέγραφε στα τυφλά, ώστε τα εδάφια στα οποία παρέπεμπαν οι της αρνητικής κριτικής δεν κοίταξε να τα διαβάσει, ώστε να συμπεράνει ότι αυτοί οι «μερικοί που έκαναν τον ουδέτερο» είναι ο Παύλος, αλλά τα παρέθετε κι αυτός ως νούμερα μόνο.

Α’ Κορινθίους 1, 10-13 «Σας παρακαλώ, αδελφοί, εις το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, να λέγετε όλοι το ίδιο και να μη υπάρχουν διαιρέσεις μεταξύ σας, αλλά να είσθε ενωμένοι με το ίδιο πνεύμα και την ίδια γνώμη. Διότι επληροφορήθηκα για σας, αδελφοί μου, από τους ανθρώπους της Χλόης, ότι υπάρχουν έριδες μεταξύ σας. Εννοώ τούτο: καθένας από σας λέγει, "Εγώ είμαι του Παύλου", "Εγώ του Απολλώ", "Εγώ του Κηφά", "Εγώ του Χριστού". Μήπως έχει μοιρασθή ο Χριστός; Μήπως ο Παύλος εσταυρώθηκε για σας;»

Α’ Κορινθίους 3, 4-7 «Διότι όταν ο ένας λέγη: "Εγώ είμαι του Παύλου" και ο άλλος: "Εγώ είμαι του Απολλώ", δεν είσθε κοινοί άνθρωποι; Τι είναι επί τέλους ο Παύλος; Τι είναι ο Απολλώς, παρά υπηρέται δια των οποίων επιστέψατε και όπως ο Κύριος έδωκε εις τον καθένα; Εγώ εφύτεψα, ο Απολλώς επότισε, ο Θεός όμως έδινε την αύξησιν».

Δεν παραθέτουμε και τα υπόλοιπα. Είναι φανερό ότι ενώ ο Παύλος είναι αυτός που καταφέρεται κατά όσων δημιουργούν κόμματα, ο Κορδάτος αντιγράφοντας στα τυφλά (ούτε κάν μπήκε στον κόπο να διορθώσει το "Κορινθ. 1,10" σε "Α’ Κορινθ. 1, 10") τους της αρνητικής κριτικής έλεγε ότι υπήρχαν διάφοροι ουδέτεροι, μεταξύ Απολλώ και Παύλου. Είναι επίσης σημαντικό ότι όχι μόνο ο Παύλος παραδέχεται τον Απολλώ ως συνυπηρέτη του Θεού, δηλαδή συνάδελφο, άρα δεν υπάρχει καμμία διαφορά μεταξύ τους, αλλά και τονίζει ότι η δημιουργία «κομμάτων» έγινε από ορισμένους από τους νεοφώτιστους κι όχι από τους Αποστόλους.

ξστ') «Πολλοί από τους χριστιανούς δεν είχαν συνείδηση πως ο χριστιανισμός είχε θρησκευτικό περιεχόμενο παρά νόμιζαν πως απλώς ήταν οργάνωση που απόβλεπε σε κοινωνικούς και φιλανθρωπικούς σκοπούς. Γιαυτό ξακολουθούσαν να πηγαίνουν στους βωμούς και τα ιερά των εθνικών και να τρώνε τα ειδωλόθυτα. (...) Το ότι ο χριστιανισμός δεν ήταν θρησκευτικό κίνημα μα κοινωνικοπολιτικό, το αποδέχονται τα κείμενα της αποστολικής φιλολογίας που πουθενά δεν κάνουν λόγο για νέα θρησκεία. Μιλούσαν βέβαια οι Απόστολοι για τον Κύριο, εννοώντας το Θεό, μα δεν προπαγάνδιζαν φανερά τον Γιαχβέ. (...) Η προπαγάνδα ενάντια στην πολυθεΐα γίνονταν με τρόπο και χωρίς φανατισμό. (...) Στον Α’ αιώνα ο χριστιανισμός ήταν πολιτικοκοινωνικό κίνημα και γιαυτό οι Απόστολοι προπαγανδίζοντας το χριστιανισμό δεν έκαναν φανερή θρησκευτική προπαγάνδα. Κάθε άλλο μάλιστα, ανέχονταν τις άλλες λατρείες και δεν καταφέρονταν καθόλου ενάντια στις άλλες θρησκείες και θεότητες (βλ. Πράξ. 19, 37)» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. α’ σ. 443).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: εδώ ό,τι και να πει κανείς είναι περιττό. Δηλαδή μίλαγε ο Παύλος, ο Απολλώς και οι άλλοι για τον Χριστό, για τους προφήτες, για τον Θεό, και... οι χαζοί δεν καταλάβαιναν τίποτα και δεν είχαν πάρει χαμπάρι, αλλά απλώς έτρωγαν τα δωρεάν φαγητά.

Ώστε οι Απόστολοι μιλούσαν για τον Θεό, αλλά οι προσήλυτοι δεν καταλάβαιναν ότι τους μιλούσαν για το Θεό, αλλά για τις συνθήκες τις παραγωγής και της οικονομίας. Ώστε τα κείμενα της αποστολικής φιλολογίας δεν κάνουν πουθενά λόγο για θρησκεία. Γι’ αυτό διαβάζουμε στο Ιακώβου 1, 26-27 Εἴ τις δοκεῖ θρῆσκος εἶναι ἐν ὑμῖν μὴ χαλιναγωγῶν γλῶσσαν αὐτοῦ, τούτου μάταιος ἡ θρησκεία. θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ αὕτη ἐστίν,.... Παραδόξως την Επιστολή του Ιάκωβου ο Κορδάτος την διαλαλούσε ως δείγμα του προλεταριακού χριστιανισμού, αλλά δεν πρόσεξε καλά το «θρησκεία». Ή είναι πλαστή; Αφού αυτός την θεωρεί το καθαρότερο δείγμα του πρωταρχικού Χριστιανισμού

            Το Πράξεις 19, 37 που παραθέτει ο Κορδάτος δεν λέει τίποτα για όσα ισχυρίζεται. Τα λόγια του χωρίου αυτού ήταν ενός άρχοντα Εφεσίου, που είχε το αξίωμα του «γραμματέα», ο οποίος καθησύχασε το ειδωλολατρικό πλήθος λέγοντας ότι οι άνθρωποι ούτε βλασφήμησαν κατά της Άρτεμης ούτε έκλεψαν τίποτε απ’ το ναό της. Ωστόσο ο αργυροκόπος Δημήτριος έλεγε (στ. 26) πως ο Παύλος κήρυττε ότι οι θεοί που κατασκευάζονται από χέρια ανθρώπων δεν είναι θεοί. Φυσικά δεν έβριζαν ούτε ιεροσυλούσαν ο Παύλος και οι συνοδοιπόροι του, αλλά εξαρχής τόνιζαν την ανυπαρξία των «θεών» και την πραγματική φύση τους. Δεν υπήρξε «πολυθεϊστικός» ο πρωταρχικός Χριστιανισμός, αν αυτό θέλουν να διατυμπανίζουν μερικοί οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο επιδιώκουν να κατηγορήσουν τον (σημερινό) Χριστιανισμό ότι έχει άδικο όταν λέει πως μόνο αυτός κατέχει την αλήθεια.

ξζ') «Το ότι η προς Εβραίους Επιστολή είναι απάντηση στις κατηγορίες που διατύπωνε ο Γαμαλιήλ ο Β’ γύρω στα 80, φαίνεται και από τα γραφόμενά της σχετικά με την εσωτερική διαρρύθμιση του μεγάλου Ναού. Κάνοντας λόγο για το θυσιαστήριο (βλ. 9,1 και παρ.) μιλάει για τον παλιό Ναό κι όχι για τον υπάρχοντα, άρα η Επιστολή γράφτηκε ύστερα απ’ το 70» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. α’ σ. 465).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: κι εδώ υπάρχει παρανόηση που οφείλεται στην άγνοια των χωρίων 9,1-10 και των αμέσως επόμενων χωρίων. Στους στίχους 1-10 απλώς περιγράφεται το εσωτερικό του ναού. Δεν συνεπάγεται ότι γράφτηκε μετά την καταστροφή του 70, διότι στον στίχο 11 ο Χριστός παρουσιάζεται να μπαίνει σε μεγαλύτερη και τελειότερη σκηνή, η οποία δεν είναι χειροποίητη. Υπάρχει δηλαδή σύγκριση παλαιάς-καινής διαθήκης, υλικού ναού και αόρατου ναού.

            «Όπως φαίνεται εκ του χαιρετισμού "ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ ἀπὸ τῆς Ἰταλίας» (13, 24), η Επιστολή εγράφη εν Ιταλία και πιθανώς εν Ρώμη. Ο τόπος, όπως και η αφορμή και ο σκοπός, μας προσδιορίζουν τον χρόνον. Η Επιστολή προς Εβραίους εγράφη ευθύς μετά την απόλυσιν του Παύλου εκ της πρώτης φυλακίσεώς του, ολίγον μετά τας Επιστολάς των δεσμών. Πάντως ο Παύλος εκ της κατακλείδος φαίνεται ελεύθερος. Εγράφη κατά τα έτη 62-64˙ τότε η Εκκλησία της περιτομής εν Παλαιστίνη υπέστη τον πρώτον γενικόν και άγριον διωγμόν εκ μέρους των Ιουδαίων.

ξη') «Στην Παλαιστίνη μάλιστα υπήρχαν και στο Β’ αιώνα αλλά και στον Γ’ φανατικοί οπαδοί της ιουδαιοχριστιανικής μεσσιανικής παράδοσης που ήθελαν τον Ιησού κοσμικό άρχοντα. Αυτοί ήταν οι Εβιωναίοι που δεν παραδέχονταν την θεϊκή καταγωγή του Ιησού. Οι απόψεις αυτές των Εβιωναίων ήταν και απόψεις όλων των ιουδαιοχριστιανών στον Α’ και Β’ αιώνα. (...) Οι Εβιωναίοι στάθηκαν οι πιο ορθόδοξοι προπαγανδιστές της διδασκαλίας του Ιησού, γιαυτό και οι πιστοί στον ιουδαϊκό μεσσιανισμό ούτε τον Ιησού παραδέχονταν για Θεό ούτε κι εννοούσαν να νοθέψουν το αντιπλουτοκρατικό κήρυγμα του Ιησού» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. β’ σ. 19-20 και 53, βλ. σ. 51-59).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Επειδή στο ζήτημα εμπλέκονται και οι Ναζαρηνοί κι επειδή ο Κορδάτος ταυτίζει τους Ναζαρηνούς με τους Εβιωναίους (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. β’ σ. 104), θα αναφέρουμε και τα δικά τους πιστεύω:

1)        Ας δούμε πρώτα πώς αυτοαποκαλούνταν τα πρώτα χρόνια οι Χριστιανοί. Δεν αυτοαποκαλούνταν ούτε Ναζωραίοι ούτε Εβιωνίτες. Οι Ιουδαίοι βέβαια είχαν αρχίσει να τους λεν Ναζωραίους (Πράξεις 24, 5), αλλά είναι αυτονόητο ότι δεν αυτοαποκαλούνταν έτσι οι Χριστιανοί κι ότι ο όρος «Ναζωραίοι» δεν αναφέρεται σε μια σέκτα εντός των Χριστιανών, αλλά σε μια σέκτα εντός του ιουδαϊσμού.

2)        Οι ίδιοι οι Χριστιανοί δεν λέγονταν έτσι. Ο Παύλος δεν λέει «είμαι Ναζωραίος», στο χωρία μετά το Πράξεις 24, 5. Πώς λέγονταν τότε; Ο Παύλος απολογούμενος λέει (Πράξεις 24, 14) ὁμολογῶ δὲ τοῦτό σοι, ὅτι κατὰ τὴν ὁδὸν ἣν λέγουσιν αἵρεσιν οὕτω λατρεύω τῷ πατρώῳ Θεῷ. Και πιο πριν, στο Πράξεις 9, 2 διαβάζουμε ότι ο Σαούλ τριγυρνούσε ὅπως ἐάν τινας εὕρῃ τῆς ὁδοῦ ὄντας, ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας. Στο Πράξεις 19, 9 διαβάζουμε ότι μερικοί απ’ του Ιουδαίους ἠπείθουν κακολογοῦντες τὴν ὁδὸν ἐνώπιον τοῦ πλήθους. Στο Πράξεις 19, 23 διαβάζουμε ἐγένετο δὲ κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον τάραχος οὐκ ὀλίγος περὶ τῆς ὁδοῦ. Στο Πράξεις 24, 22 ..ὁ Φῆλιξ ἀνεβάλετο αὐτούς, ἀκριβέστερον εἰδὼς τὰ περὶ τῆς ὁδοῦ. Είναι φανερό ότι οι Χριστιανοί της μετά την Ανάληψη περιόδου αποκαλούσαν τη θρησκεία τους «η οδός», όχι «η θρησκεία των Ναζωραίων». Το Ναζωραίοι χρησιμοποιήθηκε, για το σύνολο των Χριστιανών, από τους Ιουδαίους κι όχι για μία μερίδα εντός του αρχικού Χριστιανισμού. Το Χριστιανοί, από τους Εθνικούς, πάλι για το σύνολο των Χριστιανών. Δεν υπάρχει λόγος να αποκαλέσουμε την πρώτη εκκλησία του 1ου αι. «Ναζαρηνή». Δεν αυτοαποκαλούνταν έτσι.

3)        Ο Ιουστίνος (μαρτύρησε το 105) διακρίνει δύο ομάδες Εβραίων Χριστιανών (Διάλογος προς Τρύφωνα, 47 και 48): αυτούς που πιστεύουνστον Ιησού ως Μεσσία θεωρώντας τον Θεό, πιστεύοντας σ’ αυτόν και τηρώντας τα ιουδαϊκά έθιμα (περιτομή κλ.π.), για τους οποίους ο Ιουστίνος πιστεύει ότι σώζονται εφόσον δεν λεν στους Εθνικούς ότι πρέπει κι αυτοί να τηρούν τα ιουδαϊκά έθιμα ώστε να σωθούν, και αυτούς που θεωρούν τον Ιησού ως Χριστό-Μεσσία, αλλά τον θεωρούν άνθρωπο εξ ανθρώπων κι όχι Θεό, για τους οποίους ο Ιουστίνος δεν πιστεύει ότι σώζονται, δηλαδή δε τους θεωρεί Χριστιανούς.

4)        Ο Ωριγένης κάνει μια τριπλή διάκριση αιρετικών (Κατά Κέλσου, 5, 61): από τη μια υπάρχουν οι Εβραίοι που δέχονται τον Ιησού και καυχώνται ότι είναι Χριστιανοί, αλλά ζουν κατά τον ιουδαϊκό Νόμο, και «οἱ διττοὶ Εβιωναῖοι», που «είτε αναγνωρίζουν μαζί μας ότι ο Ιησούς γεννήθηκε από παρθένα είτε ότι γεννήθηκε όπως όλοι οι άνθρωποι». Η πρώτη ομάδα δεν κατονομάζεται αλλά θεωρούν τον εαυτό τους Χριστιανό, οι άλλες δύο κατονομάζονται ως Εβιωναίοι, αν και οι μεν δέχονταν ως Θεό (λόγω υπερφυσικής γέννησης) τον Ιησού, ενώ άλλοι ως απλό άνθρωπο. Εδώ, όπως θα δούμε ο Ωριγένης έκανε λάθος, γιατί οι αληθινοί Εβιωναίοι δεν δέχονταν την υπερφυσική γέννηση και τη θεότητα του Ιησού.

5)        Ο Ευσέβιος (Εκκλησιαστική ιστορία, 3, 27, 1-5) μιλά για τους Εβιωναίους, «όπως οι παλιοί τους αποκαλούσαν έτσι», ως εξής: «2 Θεωρούσαν τον Ιησού έναν απλό άνθρωπο που δικαιώθηκε μόνο από την υπέρτατη αρετή του, και που γεννήθηκε με συνεύρεση ενός άντρα με τη Μαρία. Κατά τη γνώμη τους η τήρηση του Νόμου ήταν επιβεβλημένη επειδή δεν μπορούσε να σωθεί κάποιος μόνο με πίστη στο Χριστό και σωστή ζωή. 3 Υπήρχαν άλλοι όμως που είχαν το ίδιο όνομα αλλά απέφευγαν τα παράξενα πιστεύω των πρώτων, και δεν αρνούνταν ότι ο Ιησούς είχε γεννηθεί από παρθένο και απ’ το Άγιο Πνεύμα. Ωστόσο αρνούνταν να δεχτούν ότι προϋπήρχε όντας Θεός, Λόγος και Σοφία και γι’ αυτό τηρούσαν αυστηρά το Νόμο. 5 Αυτοί θεώρησαν ότι έπρεπε να απορρίψουν όλες τις επιστολές [σημ.: του Παύλου], τον οποίο καλούσαν αποστάτη του Νόμου, και χρησιμοποιούσαν μόνο το καθ’ Εβραίου Ευαγγέλιο και τα υπόλοιπα τα χρησιμοποιούσαν λίγο. 6 Τηρούσαν το Σάββατο και τα λοιπά ιουδαϊκά έθιμα των Ιουδαίων, αλλά ταυτόχρονα, όπως εμείς, γιόρταζαν την ημέρα του Κυρίου ως ανάμνηση για την ανάστασή του». Εδώ βλέπουμε ότι οι Εβιωναίοι α) Δε θεωρούσαν τον Ιησού Θεό, όσο κι αν τον θεωρούσαν Μεσσία, β) θεωρούσαν αναγκαία για τη σωτηρία την τήρηση του Νόμου, γ) θεωρούσαν τον Παύλο αποστάτη. Προφανώς αυτοί ήταν διαφορετική ομάδα από εκείνους τους Εβραίους Χριστιανούς, που ενώ θεωρούσαν τον Ιησού Θεό, απλώς τηρούσαν – όχι ως απαραίτητο μέσο σωτηρίας – τα ιουδαϊκά έθιμα.

6)        Ο Επιφάνειος Κύπρου στο Εις Παναρ. Αιρ. 1, 2, 30, 2, 7 μας δίνει μια σημαντικότατη πληροφορία, ότι οι Εβιωναίοι εμφανίστηκαν μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, το 70 μ.Χ.: «Γέγονε δὲ ἡ ἀρχὴ τούτων μετὰ τὴν τῶν Ἱεροσολύμων ἅλωσιν˙ ἐπειδὴ γὰρ πάντες οἱ εἰς Χριστὸν πεπιστευκότες τὴν Περαίαν κατ’ ἐκεῖνο καιροῦ κατώκησαν, τὸ πλεῖστον». Πιο πριν είτε δεν υπήρχαν, είτε ήταν δυσδιάκριτοι. Θα επανέλθουμε σ’ αυτό το θέμα παρακάτω. Επίσης μας πληροφορεί αντίστοιχα για τους Ναζαρηνούς ότι κι αυτοί εμφανίστηκαν (άλλο αν υπήρχαν και πιο πριν) μετά τη φυγή – λόγω διωγμού – των αποστόλων από την Ιερουσαλήμ (Εις Παναρ. Αιρ., 1, 2, 29, 7 (PG 41, 401)): Ἐκεῖθεν γὰρ ἡ ἀρχὴ γέγονε μετὰ τὴν ἀπὸ τῶν Ἱεροσολύμων μετάστασιν πάντων τῶν μαθητῶν. 

7)        Στο 29ο κεφάλαιο (1, 2, 29) ο Επιφάνειος μας πληροφορεί για την πίστη των Ναζαρηνών: α) Χρησιμοποιούσαν όλα τα γνωστά βιβλια της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, όπως οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (29, 7, 2) αντίθετα από τους Εβιωναίους. β) πίστευαν στον Ιησού Χριστό ως Υιό του Θεού (29, 7, 3), αντίθετα από τους Εβιωναίους. γ) Διέφεραν απ’ τους Ιουδαίους στην πίστη στον Ιησού κι απ’ τους Χριστιανούς στο ότι τηρούσαν τα ιουδαϊκά έθιμα (29, 7, 5). δ) Μισούνταν από τους Ιουδαίους και είχαν αποβληθεί από τις συναγωγές (29, 9, 2-3).Βλέπουμε ότι οι Ναζαρηνοί διέφεραν ριζικά από τους Εβιωναίους και ίσως είναι εκείνοι τους οποίους αναφέρει ο Ιουστίνος, ότι πιστεύουν κανονικά στον Ιησού Χριστό αλλά τηρούν τα ιουδαϊκά έθιμα.

8)        Κατά τον Ιερώνυμο, ο οποίος παραθέτει αποσπάσματα από βιβλία (στην ερμηνεία του στον Ησαΐα) των Ναζαρηνών αυτοί πίστευαν στην υπερφυσική γέννηση του Ιησού, τον οποίο θεωρούσαν Υιό Θεού και τον πίστευαν. Η ερμηνεία στο Ησαΐα θ’, 1-4 έχει ενδιαφέρον, γιατί εκεί ο Ιερώνυμος γράφει: «Οι Ναζαρηνοί, των οποίων την γνώμη παρέθεσα, εξηγούν το απόσπασμα μ’ αυτόν τον τρόπο: "Όταν ο Χριστός ήρθε και πρωτοεμφανίστηκε το κήρυγμά του, η γη Ζαβουλών και Νεφθαλί πρώτες απελευθερώθηκαν απ’ τα λάθη των Γραμματέων και των Φαρισαίων και σήκωσε [ο Χριστός] τον βαρύ ζυγό των ιουδαϊκών παραδόσεων. Αργότερα όμως το κήρυγμα κυριάρχησε, αυτό σημαίνει ότι πολλαπλασιάστηκε μέσω του Ευαγγελίου του αποστόλου Παύλου, ο οποίος ήταν ο τελευταίος των αποστόλων. Και το Ευαγγέλιο του Χριστού έλαμψε μέχρι τις πιο μακρυνές φυλές. Τελικά όλος ο κόσμος, που πριν καθόταν σε βαθύ σκοτάδι, είδε το καθαρό φως του Ευαγγελίου"»

9)        Το καθ’ Εβραίους Ευαγγέλιο που δέχονταν οι Ναζαρηνοί, σύμφωνα με τον Ιερώνυμο (στην ερμηνεία του Ησαΐα 11, 2) που παραθέτει τμήμα του εδώ, ο Ιησούς αποκαλείται Κύριος και Υιός Θεού, το Άγιο Πνεύμα μιλά, ως πρόσωπο. Ο Ιερώνυμος στο De Viris Illustribus, 2 μάς λέει ότι μετέφρασε το Ευαγγέλιο αυτό στα ελληνικά και τα λατινικά και παραθέτει τμήμα του το οποίο αποκαλεί τον Ιησού «Κύριο» και στο βιβλίο του κατά των Πελαγιανών, 3, 2 παραθέτει πάλι τμήματα του καθ’ Εβραίους, που μιλούν για την αναμαρτωλότητα του Ιησού, την ανωτερότητά του έναντι των προφητών, που αποκαλούν τον Ιησού «Κύριο».

10)    Για τους Εβιωναίους ο Ειρηναίος τους αναφέρει πρώτος στο Κατά Αιρέσεων, 1, 26, 1-22. Εκεί αναφέρει ότι οι Εβιωναίοι έχουν απόψεις παρόμοιες με εκείνες κάποιου Κήρινθου. Αυτός, λέει ο Ειρηναίος, δίδασκε ότι ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε από τον πρώτο Θεό αλλά από μια ορισμένη Δύναμη πολύ διαφορετική από αυτόν. Με άλλα λόγια ήταν Γνωστικός. Για τον Ιησού ο Κήρινθος δίδασκε ότι δεν ήταν γεννημένος από παρθένα, αλλά κανονικά από τον Ιωσήφ και τη Μαρία, αλλά ήταν ο πιο ενάρετος από όλους τους ανθρώπους. Όταν βαφτίστηκε από τον Πρόδρομο, τότε ήρθε ο Χριστός μέσα του. Στο τέλος όμως αποχώρησε κι ο Ιησούς σταυρώθηκε κι αναστήθηκε, ενώ ο Χριστός παρέμεινε ανέπαφος, ως πνευματικό ον. Όσο για τους Εβιωναίους, συνεχίζει ο Ειρηναίος, θεωρούν αποστάτη τον Παύλο, τηρούν την περιτομή και επιμένουν στην τήρηση των ιουδαϊκών εθίμων και θεωρούν την Ιερουσαλήμ σα το σπίτι του Θεού. Χρησιμοποιούν μόνο το Κατά Ματθαίον.

11)    Ο Ιππόλυτος, στο κατά Αιρέσεων έργο του (περίπου το 230 μ.Χ.) λέει επίσης ότι οι Εβιωναίοι πιστεύουν παρόμοια πράγματα με τον Γνωστικό Κέρινθο, ότι κι αυτοί και ο Ιησούς δικαιώθηκαν μέσω του νόμου, κι ότι πιστεύουν πως εάν τηρήσουν το Νόμο θα γίνουν κι αυτοί Χριστοί (!), διότι θεωρούν τον Ιησού απλό άνθρωπο.

12)    Ο Επιφάνειος στο γνωστό έργο του, αναφέρει ότι οι Εβιωναίοι άλλοτε θεωρούσαν τον Ιησου ως ένα απλό άνθρωπο που του έγινε επιφοίτηση θεϊκού πνεύματος είτε ως ένα αρχάγγελο. Θεωρεί ότι προέρχονται από τους Ναζαρηνούς. Λέει ότι όχι απλώς τηρούν τον Νόμο, αλλά προσθέτουν κι άλλα στοιχεία όπως: δεν αγγίζουν ξένους, πλένονται μετά τη συνεύρεση, πλένονται με τα ρούχα τους. Λέει επίσης ότι οι Εβιωναίοι  χρησιμοποιούν μόνο το Κατά Ματθαίον, ότι ο Ιησούς ήταν παιδί του Ιωσήφ και της Μαρίας, ότι ο Παύλος δεν ήταν Ιουδαίος, απαιτούν να παντρεύεται κανείς κι απαγόρευαν την παρθενία, και απέρριπταν τους προφήτες της Π.Δ.

13)    Έχουμε λοιπόν τεράστιες χριστολογικές και θεολογικές διαφορές μεταξύ Εβιωναίων Εβραίων και Ναζαρηνών Εβραίων:

i)                    Οι Εβιωναίοι δέχονταν μόνο το Κατά Ματθαίον – οι Ναζαρηνοί όλα τα βιβλία των Ορθόδοξων Χριστιανών.

ii)                   Οι Εβιωναίοι θεωρούσαν την τήρηση των ιουδαϊκών εθίμων απαραίτητη για τη δικαίωση – οι Ναζαρηνοί τηρούσαν μεν τα ιουδαϊκά έθιμα, αλλά δε τα θεωρούσαν απαραίτητα για τη δικαίωση.

iii)                 Οι Εβιωναίοι θεωρούσαν αποστάτη τον Παύλο – οι Ναζαρηνοί τον θεωρούσαν Απόστολο κι εκτιμούσαν το ιεραποστολικό έργο του.

iv)                 Οι Εβιωναίοι πίστευαν ότι ο Ιησούς δεν είναι Υιός Θεού, αλλά απλός άνθρωπος από ανθρώπους, φυσιολογικά γεννημένος, ή αρχάγγελος – οι Ναζαρηνοί πίστευαν ότι ο Ιησούς ήταν Θεός, Υιός Θεού, γεννημένος από Παρθένο και το Άγιο Πνεύμα.

v)                  Οι Εβιωναίοι δεν πίστευαν ότι αρκούσε η πίστη στον Χριστό-Ιησού για να σωθεί κάποιος – οι Ναζαρηνοί το πίστευαν.

vi)                 Οι Εβιωναίοι θεωρούσαν ότι ακόμη κι ο Ιησούς έγινε Χριστός ή δικαιώθηκε τηρώντας καλύτερα από όλους το Νόμο – οι Ναζαρηνοί δεν πίστευαν κάτι τέτοιο προφανώς.

vii)               Οι Εβιωναίοι απέρριπταν τους προφήτες της Π.Δ. και την Π.Δ. – οι Ναζαρηνοί δέχονταν την Π.Δ. και τους προφήτες της.

viii)              Οι Εβιωναίοι εκτός απ’ την τήρηση των ιουδαϊκών εθίμων απαιτούσαν κι άλλα, δικά τους έθιμα να τηρώνται – οι Ναζαρηνοί όχι.

ix)                 Οι Εβιωναίοι απαγόρευαν την παρθενία και ήταν υπέρ του γάμου – οι Ναζαρηνοί δεν ήταν απόλυτοι.

14)    Είναι προφανές ότι έχουμε δύο διαφορετικές θρησκευτικές αντιλήψεις. Το ζήτημα είναι αν η αντίληψη των Εβιωναίων (ή των Ναζαρηνών) είναι κοντά στην περί Χριστιανισμού αντίληψη των Ευαγγελίων και των Πράξεων, πριν την μεταστροφή του Παύλου ή λίγο μετά.

15)    Πρέπει να θυμηθούμε ξανά ότι ο Πέτρος, ο Ιάκωβος, ο Ιούδας, ο Ιωάννης και οι λοιποί απόστολοι της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων συμφωνούσαν με τον Παύλο στα χριστολογικά ζητήματα. Έτσι, ο Πέτρος αποκαλεί τον Ιησού «Κύριο» (Πράξεις 1, 21 και 2, 36˙ Α’ Πέτρου 1, 3˙ Β’ Πέτρου 1, 3, 8, 11, 14, 16 και 2, 20 και 3, 2, 18 και 11, 16, 17 και 15, 11), «Άγιο» (Πράξεις 3, 14), δότη του Αγίου Πνεύματος (Πράξεις 2, 33), «Αρχηγόν της ζωής» (Πράξεις 3, 15), αντικείμενο πίστης, άρα Θεό (Πράξεις 3, 16),  «Υιό του Θεού» (Πράξεις 3, 13˙ Α’ Πέτρου 1, 3˙ Β’ Πέτρου 1, 16), «πάντων (κι όχι μόνο των Ιουδαίων) Κύριο» (Πράξεις 10, 36), ο Ιάκωβος τον αποκαλεί «Κύριο» (Ιακώβου, 1, 1, 12 και 2, 1 και 5, 7, 8), ο Ιούδας τον αποκαλεί «Κύριο» (Ιούδα 1, 4, 17, 21), ο Ιωάννης τον αποκαλεί «Υιό (του Θεού-Πατέρα)» (Α’ Ιωάννου 1, 3, 7 και 2, 23 και 5, 1, 5, 10, 12, 13, 20), «Κύριο» (Β’ Ιωάννου 1, 3), οι απόστολοι τον αποκαλούν «άγιο παίδα του Θεού» (Πράξεις 4, 27, 30), «Κύριο» (15, 26), ο Φίλιππος βαφτίζει κάποιον που ομολογεί ότι ο Ιησούς είναι Υιός Θεού (Πράξεις 8, 37). Στα Ευαγγέλια βέβαια, τόσο τα Συνοπτικά όσο και το Κατά Ιωάννη ομολογείται ως Υιός Θεού ο Ιησούς (Κατά Ματθαίον 14, 33 και 16, 16). Συμπέρασμα: οι απόψεις περί Ιησού Χριστού δεν άλλαξαν. Δεν πίστευαν οι πρώτοι Χριστιανοί ότι ο Ιησούς ήταν απλώς άνθρωπος ή Μεσσίας μόνο των Εβραίων.

16)    Είναι προφανές ότι αυτές οι αντιλήψεις του προπαύλειου Χριστιανισμού είναι ακριβώς οι αντίθετες από αυτές των Εβιωναίων. Είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση λοιπόν προφανές ότι οι Εβιωναίοι δεν είναι οι εκπρόσωποι του αρχικού Χριστιανισμού, αλλά παραχαράκτες αιρετικοί που ούτε καν Χριστιανοί δεν αξίζει να λέγονται.

17)    Η εμφάνισή τους, μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ εξηγείται πολύ εύκολα. Πρόκειτο για Εβραίους που είχαν μεν βαφτιστεί, αλλά κρυφά περίμεναν τον Ιησού Χριστό ως κοσμικό ηγέτη Μεσσία, ο οποίος θα ξαναγυρνούσε γρήγορα. Η καταστροφή του 70 μ.Χ. τους έκανε να μεταβάλουν τις απόψεις τους, κι έτσι εκεί που πίστευαν μαζί με τους αποστόλους ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός, άρχισαν να αμφιβάλουν και συνεπακόλουθα άρχισαν να πιστεύουν ότι μόνο μέσω του Νόμου σώζεται κανείς, κι όχι μέσω του Χριστού. Αντίθετα οι Ναζαρηνοί συνέχισαν να πιστεύουν στη χριστολογία των αποστόλων. Κανείς ώς τον Επιφάνειο δεν τους θεώρησε αιρετικούς, γι’ αυτό και τους αναφέρουν εμμέσως μόνο (π.χ. ο Ιουστίνος). Κι αυτοί έφυγαν απ’ την Ιερουσαλήμ για να γλιτώσουν απ’ τους διωγμούς κατά των Χριστιανών από τους Ιουδαίους και τον Ηρώδη. Η πιθανότητα οι Εβιωναίοι να προέρχονται από τους Ναζαρηνούς είναι μικρή, αφου οι διαφορές τους είναι τεράστιες.

18)    Διαβάζουμε στα Πράξεις 15, 1 και 5 ότι μερικοί Ιουδαίοι και κάποιοι Φαρισαίοι που είχαν πιστέψει, έλεγαν ότι πρέπει να περιτέμνονται οι εξ εθνών Χριστιανοί (Πράξεις 15, 5) κι ότι μόνο μέσω του Νόμου σώζονται (Πράξεις 15, 1). Αυτή η άποψη όμως κατακρίθηκε και καταδικάστηκε ομόφωνα, από όλους τους Απόστολους, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο (Πράξεις 15, 7-29). Ίσως αυτοί οι οποίοι διαφωνούσαν κατέληξαν αιρετικοί και τελικά είτε απαρνήθηκαν το Ιησού ως Χριστό είτε δεν τον θεωρούσαν μέσο σωτηρίας, αλλά θεωρούσαν μόνο το Νόμο μέσο σωτηρίας. Αν αυτοί οι διαφωνούντες Ιουδαίοι και Φαρισαίοι – οι οποίοι προκάλεσαν ουσιαστικά την Αποστολική Σύνοδο του 49 μ.Χ. στην Ιερουσαλήμ – αποδέχτηκαν τις αποφάσεις των Αποστόλων ή αν αποσκίρτησαν, δεν το ξέρουμε. Πάντως είτε αυτοί αποστάτησαν και μετεξελίχθηκαν στους Εβιωναίους είτε οι Εβιωναίοι προέρχονται από αλλού, η μόνη αλήθεια είναι ότι δεν εξέφραζαν τον αυθεντικό πρωτοχριστιανισμό.

ξθ') «Υπάρχει μάλιστα και μια άλλη παράδοση που κάνει λόγο για ένα άλλο Ευαγγέλιο που επιγράφονταν των Δώδεκα. Το Ευαγγέλιο αυτό το ήξερε ο Ωριγένης καθώς και ο επίσκοπος Μεδιολάνων Αμβρόσιος (Ambrosii, Comentar. in Luc. Ad. 131) και ο Ιερώνυμος μάλιστα χαραχτηρίζει το απόκρυφο αυτό Ευαγγέλιο, που στο πρωτότυπό του ήταν γραμμένο στην αραμαϊκή, σα μια από τις εκδόσεις του Κατά Ματθαίον (Contra Pelagianos III, 2). Το ίδιο κάνει και ο Επιφάνειος. Αυτός μόνο ξέρει το Ευαγγέλιο των Δώδεκα αλλά και αντιγράφει μερικές περικοπές του ("ἐγένετό τις ἀνὴρ ὀνόματι Ἰησοῦς καὶ αὐτὸς ὡς ἐτῶν τριάκοντα, ὃς ἐξελέξατο ἡμᾶς...". Όπως βλέπουμε το Ευαγγέλιο αυτό παρουσίαζε τον Ιησού όχι Θεό αλλά άνθρωπο). Για να δείξει ότι το περιεχόμενό του ήταν ακρωτηριασμένο και νοθευμένο. Έχοντας όμως υπόψη τις παραδόσεις του καιρού του λέει ότι το Ευαγγέλιο των Δώδεκα δεν ήταν τίποτα άλλο παρά πλαστογραφημένη έκδοση του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου (Πανάρ. 20, 13). Αυτά που λέει ο Επιφάνειος μπορεί να τα πίστευε όπως και τόσοι άλλοι συγκαιριανοί του, δεν έχουν όμως καμιά σχέση με την ιστορική αλήθεια. Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο ακρωτηριάστηκε και παραχαράχτηκε από τους εθνικοχριστιανούς κι όχι από τους Εβιωναίους, άρα εκείνο που χαραχτηρίζει ο Επιφάνειος "νόθο" ήταν το γνήσιο. Φαίνεται λοιπόν ότι το Κατά Ματθαίον ή Καθ’ Εβραίους Ευαγγέλιο ήταν το αρχικό και αναγνωρισμένο από τους δώδεκα Αποστόλους Ευαγγέλιο. (...) Ο Παπίας μας πληροφορεί πως ο καθένας το μετάφραζε όπως ήθελε: "Ματθαῖος μὲν οὖν ἑβραΐδι διαλέκτῳ τὰ λόγια συνεγράψατο, ἡρμήνευσεν δ’ αὐτὰ ὡς ἦν δυνατὸς ἕκαστος" (Ευσέβ. Εκκλ. Ιστ. III, 39, 16). (…) Oι Εβιωναίοι δεν είχαν κανένα λόγο να νοθέψουν το αρχικό Ευαγγέλιο αφού αυτό αντικαθρέφτιζε τον ιουδαϊκό μεσσιανισμό και ήταν λιγο πολύ πιστή απόδοση της διδασκαλίας του Ιησού. Οι αντιφάσεις λοιπόν που έχει το Ευαγγέλιο αυτό έχουν την αιτία τους στις παραμορφωμένες μεταφράσεις που έγιναν. (...) Πιο ύστερα από τον Γ’ αιώνα έγιναν κι άλλες προσθαφαιρέσεις και νοθείες κι έτσι το Ευαγγέλιο αυτό έγινε αγνώριστο. (...) Έχοντας όλα αυτά υπόψη καταλαβαίνουμε πολύ καλά γιατί το α’ Ευαγγέλιο, με τη μορφή που το έχουμε, παρουσιάζει πολλά κενά, αντιφάσεις, γλώσσα ανώμαλη και ύφος πλαδαρό και ακατάστατο» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. β’ σ. 107-109).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Παρατηρούμε τα εξής:

Καταρχήν ο Κορδάτος δε φέρνει καμμία θετική απόδειξη για το ότι αυτό το «Ευαγγέλιο» των Δώδεκα ήταν το αρχικό Καθ’ Εβραίους ούτε φέρνει καμμία θετική απόδειξη ότι το Καθ’ Εβραίους είναι το αραμαϊκό πρωτότυπο του Κατά Μάρκον. Απλώς λέει τηλεγρφικά ότι ο Επιφάνειος υποστηρίζει ότι το Ευαγγέλιο των Δώδεκα είναι νόθο, κάνει λάθος και κατά συνέπεια το Των Δώδεκα είναι το αυθεντικό. Τέτοιου επιπέδου επιχειρήματα όμως δεν πείθουν κανένα.

Έπειτα ο Κορδάτος ως «αρνητική απόδειξη» λέει ότι οι Εβιωναίοι δεν είχαν κανένα λόγο να νοθεύσουν τίποτα. Ούτε κι αυτό είναι σοβαρό επιχείρημα. Όχι μόνο γιατί είναι αρνητική απόδειξη, όχι μόνο διότι δείξαμε ότι οι Εβιωναίοι ήταν αντίθετοι με τον προπαύλειο Χριστιανισμό, αλλά και γιατί, στο κάτω-κάτω, μπορεί ο καθένας να σκεφτεί ότι δεν ήταν η Εκκλησία που νόθευσε το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, αλλά οι Εβιωναίοι, διότι οι Εβιωναίοι είχαν παραχαράξει ακόμη και την ιουδαϊκή παράδοση (απέρριπταν την Παλαιά Διαθήκη και τους προφήτες της, πρόσθεταν νέα έθιμα και ήταν εν μέρει επηρεασμένοι από τον Γνωστικισμό). Είναι λάθος ακόμη κι ο ισχυρισμός ότι οι Εβιωναίοι ήταν αυθεντικοί Ιουδαίοι και αυθεντικοί πρωτοχριστιανοί. Τη στιγμή που νόθευαν τον ιουδαϊσμό, θα νόθευαν και τον Χριστιανισμό. Και μάλιστα, η νοθεία αυτή γίνεται προφανέστερη όταν τους συγκρίνουμε με τους Ναζαρηνούς. Ως νοθευτές και θρησκευτικοί συγκρητιστές οι Εβιωναίοι δεν χρειαζόταν να έχουν συγκεκριμένο αντι«εθνικοχριστιανικό» σκοπό να νοθέψουν τα Ευαγγέλια. Αρκούσε το ότι ήταν συγκρητιστές, για να τα νοθέψουν ή να φτιάξουν δικά τους. Ο Κορδάτος ισχυρίζεται ότι οι Εβιωναίοι ήταν με το μέρος του ιουδαϊκού-παλαιστινιακού μεσσιανισμού και συνεπώς το αρχικό Ευαγγέλιο, που θα αντικαθρέφτιζε αυτόν τον τύπο μεσσιανισμού, δεν ήταν λογικό να νοθευτεί από αυτούς. Όμως ο Ιππόλυτος, όπως είδαμε μάς λέει ότι οι Εβιωναίοι είχαν την πίστη ότι αν τηρήσουν πιστά τον Νόμο, θα γίνουν κι αυτοί Χριστοί (δλδ Μεσσίες). Αυτή η πίστη προφανώς δεν είναι λόγος για να θεωρήσουμε τους Εβιωναίους εκπρόσωπους του αυθεντικού ιουδαϊκού μεσσιανισμού ή πρωτοχριστιανισμού! Το αντίθετο μάλλον: να τους θεωρήσουμε (συν τοις άλλοις) διαστρεβλωτές του ιουδαϊκού μεσσιανισμού (τον οποίον άλλωστε θα απέρριπταν, αφού απέρριπταν προφήτες και Παλαιά Διαθήκη). Με άλλα λόγια το επιχείρημα «πώς γίνεται να διέστρεψαν οι Εβιωναίοι το αρχικό εβραϊκό Κατά Μάρκον, αφού συνέχιζαν να το παραδέχονται ώς τον 4ο αιώνα;» απαντάται με το «επειδή ήταν αιρετικοί, όχι μόνο ως προς τον Χριστιανισμό αλλά κι ώς προς τον ίδιο τον Ιουδαϊσμό (είχαν διαφορετική αντίληψη περί Μεσσία) και συνεπώς δεν είναι καθόλου παράξενο αν το πλαστογράφησαν». Άρα τα επιχειρήματα ότι οι Εβιωναίοι δεν γίνεται να νόθεψαν το αρχικό Ευαγγέλιο (που επίσης δίχως αποδείξεις αναφέρεται ως το αρχικό «Κατά Μάρκον»), αλλά η Εκκλησία (δίχως αποδείξεις) των κυριαρχήσαντων «εθνικοχριστιανών» υποτίθεται ότι νόθεψε δεν στηρίζονται σε στέρεη βάση. Αλλά, όπως είπαμε, απομένει η – αδύνατη – απόδειξη ότι το Κατά Μάρκον είναι μετάφραση του Καθ’ Εβραίους, το οποίο είναι το Ευαγγέλιο των Δώδεκα. Δηλαδή η θεωρία αυτή απαιτεί ένα πλήθος αποδείξεων τις οποίες αδυνατεί να προσκομίσει. Και γι’ αυτό απορρίπτεται.

Κατά τρίτον, υπάχουν οι πάπυροι 64 και 77, του 2ου αιώνα, του Κατά Ματθαίον. Δεν διαπιστώθηκε καμμία διαφορά μεταξύ του περιεχομένου των παπύρων αυτών και του γνωστού Κατά Ματθαίον που διαθέτουμε. Άρα κι εδώ έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα βουνό από φαντασιοπληξίες και αναπόδεικτους ή καταρριπτόμενους ισχυρισμούς αρνητών του Χριστιανισμού.

Όσο για τα «πολλά κενά», «αντιφάσεις», «γλώσσα ανώμαλη» και «ύφος πλαδαρό και ακατάστατο», τα μεν κενά είναι ανύπαρκτα (εκτός κι αν θέλουν να μας πουν οι αρνητές του Χριστιανισμού ότι έπρεπε να γράψει εγκυκλοπαίδεια ή ημερολόγιο ο Ματθαίος, ώστε να μην έχουμε κενά, αλλά να ξέρουμε τι έκανε κάθε μέρα ο Ιησούς!), οι αντιφάσεις υπάρχουν μόνο στους νόες των αρνητών του Χριστιανισμού, κι όσο για τη γλώσσα και το ύφος, προφανώς θα περίμεναν οι αρνητές του Χριστιανισμού κανένα λογοτεχνικό ύφος και γλώσσα Πλάτωνα και Δημοσθένη, αντί του τελώνη Ματθαίου, ώστε να μην τα χαρακτηρίσουν «ανώμαλη» και «πλαδαρό και ακατάστατο» αντίστοιχα. Η γλώσσα αυτή είναι ακριβώς όπως θα περιμέναμε να γράφει ένας Εβραίος, τελώνης (άρα συσχετιζόμενος με τις ρωμαϊκές αρχές) που ήξερε λίγα ελληνικά: «Έχει και λατινισμούς οφειλομένους εις την μακροχρόνιον ρωμαϊκήν κατοχήν, έχει και εβραϊσμούς οφειλομένους εις την εβραϊκήν καταγωγήν του συγγραφέως. Οι εβραϊσμοί δεν είναι τόσοι, ώστε να προδίδουν μετάφρασιν εκ του εβραϊκού, όπως και εκ των λατινισμών δεν είνε δυνατόν να υποθέση κανείς λατινικόν πρωτότυπον. Εβραϊσμούς έχουν και τα βιβλία του Λουκά. Το ύφος του Ματθαίου είνε ζωηρόν και σαφές. Την αφήγησίν του διακρίνει η συντομία εν συγκρίσει προς το κατά Μάρκον» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 99). Και βέβαια, ο Παπίας – αν δεχτούμε ότι είχε δίκαιο – δεν λέει ότι ο καθένας τα μετέφραζε όπως ήθελε, αλλά όπως μπορούσε. Ο Μ. Αθανάσιος (PG 28, 432) λέει ότι το Κατά Ματθαίον γράφτηκε στην Ιερουσαλήμ απ’ τον Ματθαίο εβραϊστί,  «ἡρμηνεύθη δὲ ὑπὸ τοῦ Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Κυρίου τὸ κατὰ σάρκαν».

«Ότι δε τα λόγια του Ματθαίου ήσαν κατ’ ουσίαν το σημερινόν μας ευαγγέλιον εις την αραμαϊκήν γλώσσαν (...) εμφαίνεται και εκ του ότι το ευαγγέλιον τούτο δεν παρουσιάζει την εικόνα του συμπιλήματος, αλλά παρά πάσας τας ομοιότητας, τας οποίας οποίας εν ταις διηγήσεσει παρουσιάζει προς το Μάρκον, εμφανίζεται συγχρόνως και ως συγγραφή θαυμαστής ενότητος και επιμεμελημένης πλοκής, εις τρόπον ώστε μεταξύ τινών εκ των νεωτέρων να υποστηριχθή η ιδέα, ότι το σημερινόν μας κατά Ματθαίον δεν αποτελεί μετάφρασιν εκ του αραμαϊκού, αλλ’ έργον ευθύς εξ αρχής εις την ελληνικήν συγγραφήν» (Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, εκδ. Ζωή, τέταρτη έκδοση, σ. 16)

Και το ξαναλέμε: αν υπήρχαν τόσες πολλές διαφορετικές μεταφράσεις, όλο και κάποια θα βρισκόταν. Εδώ βρέθηκαν τόσα και τόσα Απόκρυφα θαμμένα σε διάφορα μέρη, και δε θα βρισκόταν επιτέλους μία μόνο διαφορετική μετάφραση του αραμαϊκού Κατά Ματθαίον; Δίχως αποδείξεις όμως δε γίνεται να μιλά κανείς. Εκτός από τον Επιφάνειο και τον Ιερώνυμο (4ος αι. και 5ος αι.), «ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ωριγένης και ο Ευσέβιος, οίτινες εγνώρισαν το ευαγγέλιον τούτο, ουδέν λέγουσι περί συγγενείας αυτού [σημ.: του Καθ’ Εβραίους] προς το κατά Ματθαίον ευαγγέλιον» (Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, εκδ. Ζωή, τέταρτη έκδοση, σ. 18). Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς πέθανε το 215, ο Ωριγένης το 254, ο Ευσέβιος το 340, δηλαδή οι πρώτοι που ανέφεραν το Καθ’ Εβραίους δεν ανέφεραν καμμία συγγένειά του με το Κατά Ματθαίον.

Για το Ευαγγέλιο των Δώδεκα: «Το έργο πρέπει να γράφηκε το πρώτο μισό του δεύτερου αιώνα (ο Ειρηναίος γνώριζε για την ύπαρξή του από φήμες» Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Α’, σ. 25). Για το Καθ’ Εβραίους «Το ευαγγέλιο αυτό πρέπει να γράφηκε στα ελληνικά κατά τις αρχές του δεύτερου αιώνα στην Αίγυπτο» Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Α’, σ. 24).

ο') «Στην εποχή που ο Πέτρος κήρυχνε στο εξωτερικό το μεσσιανισμό του Ιησού, είχε πια χωριστεί από τους δυο άλλους Αποστόλους, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και παρουσιάζονταν αυτός σαν αρχηγός του χριστιανισμού και αντίπαλος του παυλιανισμού. Γι’ αυτό και στο β’ Ευαγγέλιο πότε άμεσα και πότε έμμεσα γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστεί ο Πέτρος σα μια εξαιρετική προσωπικότητα. (...) Ο Μάρκος κάθε τόσο βρίσκει αφορμή να μιλήσει για τον Πέτρο. (...) Στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου, που αντανακλούσε τη γνήσια παράδοση για τη διδασκαλία και τη δράση του Ιησού, δε γίνονταν πολύς λόγος για τους μαθητές του. Κι ούτε παρουσιάζονταν ο Πέτρος και ο Ιωάννης σαν οι πιο αγαπημένοι και έμπειροι μαθητές του Ιησού. Μια που το α’ Ευαγγέλιο εκπροσωπούσε τη γνώμη όλων των μαθητών, δεν μπορούσε να κάνει διακρίσεις και να παρουσιάζει τους μεν ανώτερους από τους δε» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. β’ σ. 110-111).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: ούτε και το Κατά Μάρκον ή το Κατά Ιωάννην παρουσιάζουν κάποιους να είναι ανώτεροι. Ότι υπήρχαν κύκλοι πιο έμπιστων ή πιο φίλων με τον Ιησού μαθητών δεν συνιστά διακρίσεις. Αλλιώς πρέπει να θεωρήσει η αρνητική κριτική ως «διάκριση υπέρ του Πέτρου» ότι στο Κατά Ματθαίον 26, 37 ο Ιησούς παραλαμβάνει στη Γεσθημανή μόνο τον Πέτρο και τα δυο αδέρφια (Ιάκωβο-Ιωάννη), ή ότι στο 26, 37 ρωτά από τους τρεις μόνο τον Πέτρο, ή ότι πρώτα καλεί μαθητή τον Πέτρο (Κατά Ματθαίον 4, 18) ή ότι θεραπεύει την πεθερά του Πέτρου και μπαίνει σπίτι του (Κατά Ματθαίον 8, 14 κ.ε.) ή ότι ονομαστικά μόνος ο Πέτρος αναφέρεται να μιλά στον Ιησού που περπατά στα κύμματα (Κατά Ματθαίον 14, 28 κ.ε.) ή ότι ονομαστικά μόνος ο Πέτρος αναφέρεται να μιλά στο Κατά Ματθαίον 15, 15, ή ότι όταν ο Ιησούς ρωτά τους μαθητές του ποιος νομίζουν ότι είναι, ονομαστικά μόνος ο Πέτρος παρουσιάζεται από το Κατά Ματθαιον να απαντά (Μθ. 16, 17) ή ότι ονομαστικά μόνος ο Πέτρος παρουσιάζεται να μιλά στο Κατά Ματθαίον 16, 22, ή ότι κατά την Μεταμόρφωση ο Ιησούς παρουσιάζεται απ’ το Κατά Ματθαίον να παίρνει μόνο τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη (Κατά Ματθαίον 17, 1) ή ότι μόνο ο Πέτρος παρουσιάζεται να συζητά με τον Ιησού (Κατά Μάρκον 17, 24-27), ή ότι μόνος ο Πέτρος αναφέρεται ονομαστικά να ρωτά πόσες φορές πρέπει να συγχωρούμε (Κατά Ματθαίον 18, 21), ή ότι ονομαστικά μόνος ο Πέτρος παρουσιάζεται να λέει ότι «αφήσαμε ό,τι είχαμε και σ’ ακολουθήσαμε» (Κατά Ματθαίον 19, 27). Με άλλα λόγια, σε όλο το Κατά Ματθαίον προβάλλεται ο Πέτρος να παίρνει το λόγο, να ρωτά τον Χριστό, να του απαντά κ.λπ. Τα «πετριανισμού» και «παυλιανισμού» κι ότι τάχα το Κατά Μάρκον είναι εξύμνηση του Πέτρου, είναι ανάξια λόγου. Για ποιο λόγο ο νικητής «παυλιανισμός» επέτρεψε τόση προβολή του Πέτρου; Θα μπορούσε απλώς να σβήσει τους πολλούς διαλόγους του. Το ότι δεν το έπραξε, μας βάζει σε σκέψεις αν η συνωμοσιολογία (ότι υπήρξε παυλιανισμός και πετρινισμός) είναι βάσιμη.

οα') «Αυτός κατά τη γνώμη μου είναι ο κυριότερος λόγος που ο Λουκάς δίνει μεγάλη σημασία στο αντιπλουτοκρατικό κήρυγμα του Ιησού. (...) Ο παυλιανισμός κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια του Α’ αιώνα αναγκάστηκε να δανειστεί συνθήματα από τον αρχέγονο χριστιανισμό κι ακόμα για να τραβήξει οπαδούς. (...) Έτσι μονάχα μπορούσε να τα βάλει πέρα με τους πετριανιστές, τους Εβιωναίους και γενικά με τους ιουδαιοχριστιανισμούς» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. β’ σ. 114).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Εδώ έχουμε μια κλασσική περίπτωση όπου ο καθένας διαλέγει ό,τι θέλει, δίχως αποδείξεις και το αποκαλεί «νόθο» ή «αυθεντικό». Πρέπει να ξαναπούμε ότι οι μέχρι τώρα ανακαλυφθέντες πάπυροι καμμία τέτοια πλαστογράφηση δεν φανέρωσαν. Επίσης πρέπει να πούμε, ότι επειδή οι Χριστιανοί ήταν λίγοι, σχετικά, ώς τον Β’ αιώνα, δεν γινόταν τόσο εύκολα, να πάρει κάποιος το «αυθεντικό» Κατά Λουκάν (ή Κατά Μάρκον κ.ο.κ.) και να τα πλαστογραφήσει δίχως να γίνει αντιληπτός. Δεν καθόταν π.χ. στα κομματικά γραφεία της Εκκλησίας τα βράδια οι ύπουλοι παυλιανιστές και έκαιγαν τα παλιά αυθεντικά Ευαγγέλια ξαναγράφοντάς τα όπως ήθελαν. Όταν η αρνητική κριτική θέλει να βγάλει τον «παυλιανισμό» μεταγενέστερο και νόθο Χριστιανισμό, τότε λέει ότι είχε άλλο κήρυγμα, ενώ όταν τον συμφέρει τότε το Κατά Λουκάν εκφράζει τη γνήσια παράδοση του Χριστιανισμού. Δεν γίνεται όμως έτσι έρευνα.

            Ο λόγος που το Κατά Λουκάν φαίνεται να διαφέρει στο ζήτημα που λέει ο Κορδάτος, είναι διότι ο καθένας είχε διαφορετικές πηγές (ο Ματθαίος τον εαυτό του, Μάρκος τον Πέτρο). Αναφέραμε αλλού το ζήτημα του «μίσους προς τους γονείς». Και ο Ματθαίος και ο Λουκάς λεν το ίδιο πράγμα, αλλά ο Ματθαίος έζησε από κοντά τον Χριστό κι έτσι ήξερε τα ακριβή λόγια του καλύτερα. Κι εδώ, όταν λ.χ. ο Λουκάς γράφει ότι ο Ιησούς λέει «μακάριοι οι πτωχοί» ενώ ο Ματθαίος «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι», ο λόγος δεν βρίσκεται στο ότι ο.. παυλιανισμός παραδόξως εκφράζει τον αυθεντικό Χριστιανισμό ενώ ο Ματθαίος (το Ευαγγέλιο του οποίου αλλού ο Κορδάτος θεωρεί το πιστότερο δείγμα του πρωτοχριστιανισμού) όχι, αλλά στο ότι ο Λουκάς δεν ήταν εκεί και οι απόστολοι ήταν καλύτεροι μάρτυρες των ακριβών λόγων. Δηλαδή ο Ιησούς είπε «μακάριοι οι πτωχοί το πνεύματι» κι ο Λουκάς δεν έγραψε ακριβώς τα λόγια αυτά, διότι δεν ήταν εκεί. Θα έπρεπε κάποτε να μας απαντήσουν, γιατί αφού ο κακός παυλιανισμός προσπαθώντας να παραμερίσει τον πετριανισμό και τον ιουδαιοχριστιανισμό έφτασε στο σημείο να υιοθετεί τα συνθήματά τους (προσθέτοντάς τα στο Κατά Λουκάν), δεν πλαστογράφησε αναλόγως και το Κατά Ματθαίον, ώστε κι αυτό να γράφει «μακάριοι οι πτωχοί»; Δεν ήταν και δύσκολη υπόθεση, σύμφωνα με τη λογική του Κορδάτου, η οποία λέει ότι γίνονταν άπειρες πλαστογραφίες, άπειρα σβησίματα και ξαναγραψίματα. Επιπλέον τα Ευαγγέλια ήταν πολύ μικρά σε μέγεθος, δεν ήταν δύσκολο να βρει κανείς τις διαφορές και να τις σβήσει.

Ο Κορδάτος, που ισχυρίζεται ότι έγινε «το έλα να δεις» από πλαστογραφίες από τα τέλη του 1ου ώς τον 4ο αιώνα, δεν μπορεί να ισχυρίζεται ταυτόχρονα ότι «αν γίνονταν μελετημένη και πάνω σε ορισμένο σχέδιο αναθεωρητική εργασία, θα μπορούσαν τα Ευαγγέλια να ξαναγραφτούν χωρίς να έχουν αντιφάσεις. Δεν έγινε όμως μια τέτοια υπεύθυνη εργασία και γιαυτό οι διασκευαστές δεν τα κατάφεραν να διορθώσουν καλά τα παλιά κείμενα ώστε να μην υπάρχουν σ’ αυτά όχι μόνο ένα σωρό αντιφάσεις αλλά και οι παλιές απόψεις και παραδόσεις του ιουδαιοχριστιανισμού» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. β’ σ. 17) ή να φτάνει στο απίστευτο σημείο να λέει ότι οι διαστρεβλωτές του πρωτοχριστιανισμού (οι «παυλιανιστές») έριχναν συνθήματα του (αυθεντικού) πρωτοχριστιανισμού! (Φαντάζεται κανείς π.χ. ένα νεοφιλελεύθερο κόμμα να αντιγράφει συνθήματα ενός μαρξιστικού, ώστε να επικρατήσει!) Οι Ευαγγελιστές εξάλλου αναφέρουν ένα πλήθος από όμοια γεγονότα, τα οποία αν υπήρχαν «πλαστογράφοι παυλιανιστές» πολύ εύκολα (λόγω μικρού όγκου των Ευαγγελίων) θα τα διέκριναν, θα τα σημείωναν και θα τα είχαν εξομοιώσει ώστε να μην υπάρχει τίποτε «αρχέγονο χριστιανικό». Ο Κορδάτος ξεκινά με μία υπόθεση και καταλήγει να χρειάζεται δυο και τρεις άλλες, επίσης αναπόδεικτες υποθέσεις, ώστε να βγάλει τα συμπεράσματα που βγάζει. Αντί π.χ. να πει ότι ο Λουκάς έγραψε ό,τι έγραψε δίχως κανένα παυλιανιστικό δόλο και σκοπιμότητα κατατρόπωσης του... πετριανισμού, φτιάχνει ολόκληρο συνωμολογιακό σύστημα: πρώτα μιλά για παυλιανισμό-πετριανισμό, έπειτα ότι ο πρώτος ήταν διαστρεβλωτής του Χριστιανισμού, κι έπειτα ότι ο διαστρεβλωτής του Χριστιανισμού υιοθέτησε τα συνθήματα αυτού που διαστρέβλωνε.

οβ') «Το γ’ Ευαγγέλιο (...) ασφαλώς δεν έκανε λόγο για τον Πέτρο κι ούτε τον παρουσίαζε ευνοούμενο του Ιησού. Το ίδιο θα έκανε και για τον Ιωάννη και για τον Ιάκωβο. Δυστυχώς δεν έχουμε το αρχικό κείμενο του γ’ Ευαγγελίου κι έτσι είμαστε υποχρεωμένοι να συνθέσουμε την ιστορία του χριστιανισμού στην πρώτη του περίοδο με υποθέσεις, υποθέσεις όμως που πλησιάζουν πολύ στην πραγματικότητα» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. β’ σ. 114-115).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Στο «παυλιανικό» Κατά Λουκάν θεραπεύεται η πεθερά του Πέτρου (4, 38 κ.ε.), πρώτα καλεί τον Πέτρο (5, 8) καθώς και τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, πρώτος κατονομάζεται στην λίστα των αποστόλων ο Πέτρος (6, 13), όταν μπαίνει στο σπίτι του Ιάειρου, να θεραπεύσει την κόρη του, μόνο τους Πέτρο, Ιάκωβ και Ιωάννη πήρε μαζί του (8, 51), μόνος ο Πέτρος αναφέρεται ονομαστικά να απαντά στο ερώτημα του Ιησού «ποιος λέτε ότι είμαι» (9, 20), ο Ιησούς παρουσιάζεται απ’ τον «παυλιανιστή» Λουκά να παίρνει μόνο τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη (9, 28) μαζί του στη Μεταμόρφωση, μόνος ο Πέτρος παρουσιάζεται να ρωτά τον Ιησού για το νόημα μιας παραβολής (12, 41), μόνο τον Πέτρο και τον Ιωάννη ονομαστικώς προστάζει ο Ιησούς να ετοιμάσουν τα σχετικά με το Πάσχα (22, 8). Πρώτος ο Πέτρος παρουσιάζεται στο.. παυλιανικό Κατά Λουκάν να τρέχει να δει τον ανοιχτό τάφο, αντίθετα από τους υπόλοιπους μαθητές που δεν πίστεψαν στις γυναίκες (24, 11-12) και μόνο σ’ αυτόν ονομαστικά (καθώς και σε κάποιον Κλέωπα) αναφέρεται ότι εμφανίστηκε ο Χριστός (24, 34). Κανείς άλλος μαθητής από τους δώδεκα δεν προβάλλετα τόσο στο «παυλιανικό» Κατά Λουκάν, όσο ο Πέτρος.

            Γιατί τα έγραψε αυτά ο Λουκάς, αφού αντιπαθούσε τον πετρινισμό; Και καλά να κλέψουν συνθήματα του πετρινισμού, αλλά όχι και να τον βγάζει κεντρική μορφή ένα «αντιπετρινικό» Ευαγγέλιο. Δεν υπήρχε λόγος να γίνει κάτι τέτοιο. Κι αν απαντηθεί ότι ο Λουκάς το έπραξε έτσι «για να τον ταπεινώσει ύστερα» (δες επόμενη παράγραφο) τότε α) ποιος ο λόγος να αναδεικνύει επίσης τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη (αφού ήταν κι αυτοί αντίπαλων φραξιών) και β) γιατί εμφανίζει μόνο τον Πέτρο να πιστεύει στην αναγγελία της Ανάστασης, στο 24, 12; Δεν θα αρκούσε, μετά την ταπείνωσή του, η συγκαταρίθμησή του στους αποστόλους που είδαν τον Χριστό αναστημένο, ώστε να ταπεινωθεί;

            Τι είδους συνωμοσίες εξαπάτησης μπορεί κανείς να σκεφτεί τώρα; Ότι ο νικητής παυλιανισμός από... μεγαλοψυχία άφησε και σ’ αυτό το Ευαγγέλιο να φιγουράρει η μορφή του Πέτρου (να ρωτά, να «πετάγεται» απαντώντας, να παίρνει τον λόγο, να τρέχει πρώτος στο μνήμα); Αυτός είναι «χυδαίος ιδεαλισμός». Πατώντας στον αέρα με την μία υπόθεση, πατούν στον αέρα και με δεύτερη υπόθεση, το αποτέλεσμα είναι... να γκρεμοτσακιστούν οι οπαδοί της αρνητικής κριτικής.

ογ') «Οι παυλιανιστές με τη σειρά τους εκδικούντανε τώρα τον Πέτρο παρουσιάζοντάς τον σα δειλό [ΛΚ. 22, 24-25]. Αυτός που έλεγε όσο ζούσε ότι ήταν ο πιο έμπιστος μαθητής του Ιησού και χαρακτηρίζονταν κιόλας σαν υπαρχηγός της οργάνωσης, καταγγέλθηκε από τον ίδιο τον Ιησού σα δειλός. Τη βαριά αυτή κατηγορία την υιοθέτησαν και οι ιακωβιστές και οι παυλιανιστές (...) Ύστερα πάλι για την ομοιομορφία της παράδοσης κι όταν πια ο πετριανισμός δεν αποτελούσε ξεχωριστή παράταξη χώθηκε και στο κείμενο του Μάρκου» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. β’ σ. 115-116).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: έχουμε δει τα χάλια της θεωρίας του... αντιπετρινισμού του Κατά Λουκάν. Ενώ ο Πέτρος φιγουράρει και στα τέσσερα Ευαγγέλια ως σημαντικό πρόσωπο (όχι μόνο αρνητικά αλλά και θετικά), ενώ είναι κυριολεκτικά ελάχιστες οι φορές που αναφέρονται οι άλλοι μαθητές να μιλούν ή να απαντούν ή να ρωτούν τον Χριστό συγκριτικά με τον Πέτρο, ο Κορδάτος πιάνει ένα εδάφιο το οποίο υπάρχει και στα τέσσερα και με αυτό αποδεικνύει ότι έτσι θέλησαν να ταπεινώσουν τον Πέτρο οι αντίπαλες φράξιες. Φυσικά, αν υπήρχε μόνο αυτό το επεισόδιο με τον Πέτρο (ή λίγα ακόμη), τότε ίσως να είχαν κάποια βάση οι υποψίες του. Δεν είναι όμως έτσι. Αλλά απομονώνοντας ένα από τα πάμπολα επεισόδια, δεν βρίσκουμε καμμία απόδειξη της υποτιθέμενης αντιπαλότητας «παυλιανιστών», «ιακωβιστών» και «ιωαννιστών» κατά των «πετρινιστών».

            Και σε τι ύψη συνωμοσιολογικά φτάνουμε τώρα! Ενώ οι τέσσερις Ευαγγελιστές, κι όχι μόνο ο μαθητής του Πέτρου, ο Μάρκος, από το πλήθος των 12 προβάλλουν πιο πολύ τον Πέτρο (προφανώς γιατί έτσι συνέβηκαν τα γεγονότα κι όχι επειδή τάχα ο Ιησούς τον χαρακτήρισε υπαρχηγό [αυτό είναι Παπική ανοησία]), ο Κορδάτος θεωρεί ότι η προσθήκη και στο Κατά Μάρκον της πρόρρησης του Ιησού ότι ο Πέτρος θα τον πρόδιδε οφείλεται στην πλαστογραφία των νικητών ώστε να μην υπάρχουν... αντιφάσεις. Βέβαια εδώ ο Κορδάτος ξέχασε την άποψή του, ότι «υπάρχουν σ’ αυτά [τα Ευαγγέλια] όχι μόνο ένα σωρό αντιφάσεις αλλά και οι παλιές απόψεις και παραδόσεις του ιουδαιοχριστιανισμού» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. β’ σ. 17). Όποτε τον συμφέρει οι παυλιανιστές – μετά την ήττα των πετρινιστών – ανακαλύπτουν εύκολα τις «διαφορές» (π.χ. ότι στο Κατά Μάρκον τάχα δεν υπήρχε η αναφορά στην προδοσία του Πέτρου) και τις επεξεργάζονται, ενώ όποτε τον συμφέρει, οι παυλιανιστές πλαστογράφοι αδυνατούν να συγκρίνουν τα Ευαγγέλια ώστε να απαλείψουν τις αντιφάσεις και τον ιουδαιοχριστιανισμό. Προφανώς όμως οι νικητές δεν κατάφεραν να δουν ότι ο Πέτρος αναφέρεται πάρα πολύ σε όλα τα Ευαγγέλια (ώστε να εξαλείψουν την υπεροχή του πλαστογραφώντας τα). Καμμία εκδίκηση δεν υπάρχει λοιπόν. Οι Ευαγγελιστές γράφουν την ιστορία δίχως καμμία εμπάθεια. Τα περί «πετρινισμού και παυλιανισμού» είναι αβάσιμες συνωμοσιολογίες.

οδ') «Επειδή όμως ο Λουκάς έπαιρνε μια ορισμένη θέση και παρουσιάζονταν φανατικός αντιπετριανιστής, έκανε πολλούς αρχηγούς των εκκλησιών στις αρχές του Β’ αιώνα να θεωρούν το Ευαγγέλιό του φατριαστικό και σαν τέτοιο να μην το υπολογίζουν. Αυτό μαρτυράει η σιωπή του Παπία. Ενώ ο επίσκοπος μνημονεύει τα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Μάρκου δεν κάνει λόγο για τα Ευαγγέλια του Λουκά και του Ιωάννη» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. β’ σ. 116).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Το Ευαγγέλιο του Λουκά το κατονομάζει ο αιρετικός Μαρκίων (μετά το 140), ο Τατιανός (120-190), παραθέτουν χωρία του ο Κλήμης Ρώμης (92-94 μ.Χ.), ο Ιγνάτιος (107 μ.Χ.), ο Πολύκαρπος (108 μ.Χ.) και εννοείται ή μαρτυρείται εμμέσως από τον Ιουστίνο (140-160), που λέει ότι ο Λουκάς συνέγραψε αναμνήσεις των Αποστόλων, καθώς κι από αιρετικούς όπως τον Βσιλείδη, τον Ηρακλέωνα, τον Κέρδων και τον εθνικό Κέλσο. Η μαρτυρία του Κλήμη, του Ιγνάτιου, του Πολύκαρπου, του Ιουστίνου και του Τατιανού προφανώς είναι «ασήμαντη λεπτομέρεια» για τους οπαδούς της αρνητικής κριτικής, που είναι τόσο καλοί ερευνητές, ώστε αν ένα Ευαγγέλιο είναι κανονικό ή μη το βασίζουν στο τι έγραψε ένα μόνο πρόσωπο, ο Παπίας. Τέτοια σοβαρή μέθοδος.

οε') «Ο Ιωάννης, ο μαθητής του Ιησού, ούτε άκουσε ούτε και καταλάβαινε τα φιλωνικά και στωικά κηρύγματα για το Λόγο. Ήταν κι αυτός αγράμματος όπως ο Πέτρος και οι άλλοι Απόστολοι και γιαυτό δεν ήταν σε θέση να δώσει στον ιουδαϊκό μεσσιανισμό απόχρωση μεταφυσική» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. β’ σ. 117).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Δε χρειαζόταν να αντιγράψει τον Φίλωνα ο Ιωάννης ή να φτιάξει δικό του μεταφυσικό σύστημα. Αρκούσε να μεταφέρει τους λόγους του Ιησού στο Ευαγγέλιό του. Αν π.χ. ο Ιησούς έλεγε «εν Αρχή ην ο Λόγος» κ.λπ., ο Ιωάννης το αντέγραφε. Δε θα σταθούμε στην δικαιολογία ότι μετά την Πεντηκοστή ο Ιωάννης έγραφε και κήρυττε με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, οπότε δεν υπάρχει λόγος να αμφιβάλλουμε ότι τα έγραψε αυτός εμπνευσμένος, γιατί οι αρνητές δεν δέχονται κάτι τέτοιο. Εδώ συναντάμε το ίδιο παλιό αντιχριστιανικό επιχείρημα, της απάντησης βάσει μιας αναπόδεικτης προϋπόθεσης. Δηλαδή το κυκλικό επιχείρημα. Δηλαδή˙ Ερώτηση: «Γιατί δεν γίνεται να δεχτούμε ότι ο Ιωάννης έγραψε περί Λόγου επειδή είχε επιφοίτηση;» Απάντηση: «Επειδή δεν υπάρχει επιφοίτηση και Θεός και όλα αυτά είναι παραμύθια». Ερώτηση: «και γιατί είναι παραμύθια» Απάντηση: «Επειδή είναι αυτονόητο και το αποδεικνύει επιπλέον το γεγονός ότι ένας αγράμματος δεν μπορούσε να γράψει μεταφυσικές πραματείες»! Στο κάτω κάτω η γλώσσα του Ευαγγελίου είναι σημαντική πληροφορία. Είναι πολύ φτωχή. Δεν γίνεται να την χρησιμοποίησε κάποιος μεταγενέστερος λόγιος. Τέλος, όπως έχουμε αναφέρει αλλού, «Ο πάπυρος 52, των ετών 100-125, διασώζει τεμάχιον του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 17 και 27). Φυσικά καμμία πλαστογράφηση δεν έχει παρατηρηθεί σε κανένα τμήμα του, ειδικά στην αρχή όποου γίνεται λόγος περί του Λόγου-Θεού. Ο Κορδάτος λέει ότι «γύρω στα χρόνια 130-140, από την επίδραση του φιλωνισμού και του μοντανισμού κάποιος άγνωστός μας το παραχάραξε και το διασκεύασε κι έτσι με τη νέα του μορφή πέρασε στον Κανόνα» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. β’ σ. 121). Τέτοια είναι πάντοτε η αξιοπιστία των αντιχριστιανικών ισχυρισμών: όχι μόνο βασίζονται σε πλήθος υποθέσεις (τα δυο πόδια στον αέρα, που λέγαμε), αλλά αποδεικνύονται λανθασμένοι.

οστ') «[ο Ιωάννης] έμαθε τη δράση του Πέτρου και τα όσα έλεγε για τον εαυτό του και φυσικά πικράθηκε και διαμαρτυρήθηκε. (...) Ήταν λοιπόν φυσικό να θελήσει κι αυτός να παρουσιάσει τη δική του δράση και να δείξει πως αυτό ήταν το δεξί χέρι του Ιησού και ο πιο οργανωμένος μαθητής του Ναζωραίου. Μα ενώ κατέβαζε τον Πέτρο πολύ χαμηλά και αυτοπαρουσιάζονταν ο ίδιος σαν ο πιο σπουδαίος συνεργάτης του Ιησού, για να επιβεβαιώσει αυτά που έλεγε τόνιζε πως ο αρχηγός του πάνω στο σταυρό δε θυμήθηκε ούτε τον αδερφό του Ιάκωβο και τον Πέτρο κι ούτε εμπιστεύτηκε σ’ έναν απ’ αυτούς τη μητέρα του. Ο Πέτρος και ο Ιάκωβος έλειπαν ενώ ο Ιωάννης βρίσκονταν μαζί με την μάνα του Ιησού κάτω από το σταυρό. (...) Και όταν πάλι μαθεύτηκε πως ο Ιησούς αναστήθηκε, ο Ιωάννης ξεπέρασε τον Πέτρο και πήγε πρωτύτερα στο μνήμα (ΙΩ. 20, 4). (...) Και ναι μεν ήταν και ο Πέτρος κάπου εκεί, μα αυτός εξόν που τρεις φορές αρνήθηκε τον αρχηγό του δεν μπορούσε να μπει μέσα και μόνο όταν ο Ιωάννης είπε στο θυρωρό του επέτρεψε να μπει στο σπίτι του αρχιερέα. Άρα ο Ιωάννης ήταν σπουδαίο πρόσωπο γιαυτό όχι μόνο ο Ιησούς τον αγαπούσε πιο πολύ από κάθε άλλο μαθητή, μα και ο αρχιερέας τόνε γνώριζε καλά και τον άφηνε κι όλα να μπαίνει ελεύθερα στο σπίτι του! Εδώ υπάρχει κάποια μεγάλη αντίφαση. Ο Ιωάννης αυτορεκλαμάρονταν πως είχε στενές σχέσεις με το δήμιο του Ιησού. Ήταν όμως αυτό τιμή ή κατηγορία και μάλιστα βαριά; Και βέβαια ήταν κατηγορία. Εκείνα τα χρόνια όμως είχε πια ξεχαστεί η ιστορία της καταδίκης του Ιησού. (...) Άρα έπρεπε να γίνει δίκη και καταδίκη του Ιησού αφού έτσι ήταν άνωθεν γραμμένο. Ο Ιωάννης λοιπόν σύμφωνα με τη λογική αυτή δεν έκανε καμιά ατιμωτική πράξη. Παρακολουθούσε από κοντά τις ανακρίσεις γιατί είχε τα μέσα, γιατί ήταν σπουδαίο υποκείμενο» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. β’ σ. 117-119).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: εδώ έχουμε πάλι τη γνωστή τακτική του ψαξίματος ψύλλων στα άχυρα. Η αλήθεια είναι ότι στο Κατά Ιωάννην κανενός μαθητή δεν τονίζονται η δράση ή οι λόγοι, γιατί το Ευαγγέλιο αυτό περιέχει περισσότερους λόγους του Χριστού. Από τις λίγες φορές που μιλάνε οι μαθητές ή πράττουν (πολύ λιγότερες απ’ ότι στα Συνοπτικά), δεν μπορεί να βγει τόσο άνετα συμπέρασμα ότι ο Πέτρος υποτιμάται και ο Ιωάννης υπερτιμάται. Λεπτομερώς: Μιλάν: Χριστός στον Ανδρέα (1, 39-40)˙ Ανδρέας στον αδερφό του Πέτρο (1, 41)˙ Χριστός στον Πέτρο (1, 43)˙ Χριστός στον Φίλιππο (1, 44)˙ Φίλιππος στον Ναθαναήλ (1, 46-47)˙ Χριστός στον Ναθαναήλ (1, 48-51). Ώς εδώ έχουμε απλώς τη γνωριμία των μαθητών με τον Ιησού. Από κει και ύστερα: Ιησούς προς Φίλιππο (6, 5-7) και Ανδρέας προς Ιησού (6, 9) για τα πόσα ψάρια έχουν να ταΐσουν το πλήθος. Κι εδώ ο Πέτρος λέει ότι είναι ο Υιός του Θεού (6, 68-69) αποκρινόμενος στην ερώτηση του Ιησού προς όλους. Ιησούς-Ισκαριώτης (12, 5-7) για το ξόδεμα του μύρου˙ Ανδρέας και Φίλιππος με Ιησού (12, 22-23) για τον ερχομό των Ελλήνων προς τον Ιησού. Ιησούς-Πέτρος (13, 6-9) για το πλύσιμο των ποδιών. Ο Ιωάννης ρωτά τον Ιησού ποιος είναι ο προδότης ύστερα από νεύμα του Πέτρου (13, 24). Ιωάννης-Ιησούς (13, 25-26). Πέτρος-Ιησούς (13, 36-28) για την προδοσία του Πέτρου. Ο Ευαγγελιστής εμφανίζει τον Ιωάννη να φτάνει γρηγορότερα από τον Πέτρο στο μνήμα, αλλά τον Πέτρο να μπαίνει πρώτος στο μνήμα και να βλέπει τα πεταμένα νεκροσέντονα πρώτος (20, 8)˙ και μάλιστα ο Ιωάννης αναφέρει πρώτα τον Πέτρο κι ύστερα τον εαυτό του. Ο Ιωάννης παρουσιάζει στο Ευαγγέλιό του τον Ιησού να εμφανίζεται: σε όλους πλην Θωμά (20, 20), στον Θωμά (20, 24 κ.ε.), στους Πέτρο, Θωμά, Ναθαναήλ, και Ιωάννη-Ιάκωβο (21, 2). Τέλος, ο Ιησούς μιλά με τον Πέτρο (21, 15-22). Εδώ δε φαίνεται καμμία υπερτίμηση του Ιωάννη έναντι του Πέτρου. Ούτε υπάρχει υποτίμηση του Πέτρου, διότι το Ευαγγέλιο αυτό είναι λόγοι του Ιησού Χριστού κι όχι συνοπτική εξιστόρηση της δράσης του και συνεπώς οι διάλογοι Χριστού-μαθητών είναι α) μικρότατης έκτασης, β) ελάχιστοι, και γ) μόνο ένας (μεταξύ Πέτρου και Χριστού για το ότι ο δεύτερος είναι Υιός Θεού) είναι θεολογικός..

            Όσο για τη φιλία του Ιωάννη με τον αρχιερέα, ο Κορδάτος σωστά αντιλαμβάνεται ότι αυτό είναι μάλλον δυσφήμηση κι όχι διαφήμηση, αλλά εφευρίσκει το απίστευτο επιχείρημα ότι «Εκείνα τα χρόνια όμως είχε πια ξεχαστεί η ιστορία της καταδίκης του Ιησού» κι ότι όλα ήταν γραμμένα να γίνουν έτσι, άρα ο Ιωάννης δε φταίει. Όμως εάν υποτεθεί ότι η ιστορία της καταδίκης είχε ξεχαστεί, τότε ο Ιωάννης την ξαναθύμιζε και έλεγε μάλιστα ότι ήταν φίλος του αρχιερέα, δεν το άφηνε να ξεχαστεί. Όσο για το επιχείρημα του Κορδάτου «Άρα έπρεπε να γίνει δίκη και καταδίκη του Ιησού αφού έτσι ήταν άνωθεν γραμμένο. Ο Ιωάννης λοιπόν σύμφωνα με τη λογική αυτή δεν έκανε καμιά ατιμωτική πράξη», μπορεί να πει κανείς π.χ. ότι και η άρνηση του Πέτρου κι αυτή γραμμένη ήταν κι επομένως «ο Πέτρος σύμφωνα με τη λογική αυτή δεν έκανε καμιά ατιμωτική πράξη». Φυσικά όλα τα επιχειρήματα των αρνητών είναι γελοία. Εάν ο Ιωάννης εξιστορεί το ένα ή το άλλο συμβάν είναι επειδή έτσι συνέβη, όχι επειδή δήθεν διαφημίζει τον εαυτό του. Στο κάτω-κάτω, ο Ιωάννης αναφέρεται και στα υπόλοιπα Ευαγγέλια ως ένας απ’ τους πιο έμπιστους του Ιησού. Δεν είπε κάτι διαφορετικό.

οζ') «Στο Β’ αιώνα υπήρχαν πολλοί – οι θεολόγοι τους λένε αιρετικούς – που δεν παραδέχονταν σα γνήσιο το δ’ Ευαγγέλιο εξαιτίας που έδινε μεταφυσικό περιεχόμενο στο μεσσιανισμό του Ιησού. Ακόμα και στον Δ’ αιώνα υπήρχαν πολλοί που αρνούντανε το Ευαγγέλιο του Ιωάννη» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. β’ σ. 120).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Το Κατά Ιωάννην κατονομάζεται από τον Παπία, τον αιρετικό Τατιανό (120-190), τον Ειρηναίο και τον Κλήμη. Χωρία του παρατίθενται από τον Ιγνάτιο (107), εννοείται ή μαρτυρείται εμμέσως από τον Ιουστίνο, τον αιρετικό Βασιλείδη (120-140), τον Παπία, τον αιρετικό Βαλεντίνο (μέσα Β’ αιώνα) κ.ά. (Αυτοί είναι προφανώς οι αιρετικοί που δεν παραδέχονταν ως γνήσιο το Κατά Ιωάννην).

οη') «Κι εδώ [=στις Πράξεις] έγιναν νοθείες και παραχαράξεις. Ενώ ο Λουκάς αρχίζε γράφοντας "τον μεν πρώτον λόγον εποιησάμην περί πάντων, ω Θεόφιλε, ων ήρξατο ο Ιησούς ποιείν τε και διδάσκειν..." και περιμένει κανείς να βρει την αντίστοιχη φράση που να δικαιολογεί την αιτία ή το περιεχόμενο της δεύτερης ιστορίας του, ολότελα ασύνδετα διαβάζουμε τα σχετικά με το Άγιο Πνεύμα και τη δράση του Πέτρου» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. β’ σ. 132).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Πρόκειται περί εικασίας. Δεν είναι ασύνδετο το περιεχόμενο των επόμενων στίχων. Ούτε θα έπρεπε να περιμένει κανείς να βρει μια αιτία για τη συνέχιση της ιστορίας. Η διήγηση είναι του στυλ «Στην πρώτη διήγηση σού είπα κλπ έως εκείνη την ημέρα. Έπειτα ...» κλπ. Οι στίχοι 1-11 (μαζί με το «στην πρώτη διήγηση») είναι σαν επανάληψη και λεπτομερέστερη διήγηση του επεισοδίου της ανάληψης, για πρόλογο. Το «έπειτα» είναι στον στίχο 12, όπου διαβάζουμε: «Τότε υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ...». Από εδώ ξεκινά η δράση των αποστόλων. Είναι ένας τρόπος παράξενος, αλλά όχι σπάνιος, ώστε να γίνει εισαγωγή. Όταν γράφει «στο πρώτο βιβλίο διηγήθηκα όλα όσα έκανε και δίδαξε ο Ιησούς», δεν εννοεί ο Λουκάς: «ο λόγος που έγραψα το πρώτο βιβλίο είναι...», αλλά χρησιμοποιεί ως πρόλογο συγκεφαλαιώνοντας το Ευαγγέλιο.

οθ') «Παρατηρούμε ακόμα πως δεν εκθέτει καλά τη βιογραφία του Παύλου (βλ. Πράξ. 17, 14-16 και 18, 5). Άλλα διαβάζουμε στην Α’ προς Θεσσαλονικείς Επιστολή (βλ. 3, 1-2) κι άλλα στις Πράξεις. Υπάρχουν επίσης εξόν από τις τόσες ανακρίβειες και πολλές παραλείψεις (βλ. Α’ Κορινθ. 33 και Β’ Κορινθ. 15. 8 και παρ. και προς Ρωμ. 15.19, 16.3). Και κάτι άλλο ακόμα: ο συντάχτης των Πράξεων πουθενά δεν κάνει λόγο για τις Επιστολές του Παύλου κι όχι μονάχα τις αγνοεί μα και με όσα γράφει διαφωνεί μ’ αυτές (Σύγκρινε τα όσα γράφονται στις Πράξεις 2, 4 με τα γραφόμενα στις Επιστολές Παύλου, Α’ Κορινθ. 12. 10 και 30, 13. 1 και 14. 2 και παρ.). Μαζί με όλα αυτά πρέπει να τονίσουμε και τούτο. Ο συγγραφέας των Πράξεων παραδέχεται πως και ο Πέτρος ήταν "Απόστολος των Εθνών" (βλ. Πράξ. 15, 8) και στην αρχή τονίζει πως ο Πέτρος ήταν ο αρχηγός της οργάνωσης. Μπορούσε όμως ο παυλιανιστής Λουκάς να γράψει ένα τέτοιο πράμα και ξέροντας όλα τα περιστατικά της δράσης του Παύλου να μην τα ιστορήσει ένα προς ένα; Τότε γιατί έγραψε το δεύτερο λόγο του; (...) υπάρχουν και ιστορικές ανακρίβειες και αντιφάσεις μέσα στο ενοποιημένο κείμενο (τα ιστορούμενα στα κεφ. 9, 19 για το θαύμα και την οπτασία των Δαμασκηνών παρθήκανε από άλλη πηγή γιατί η παυλιανή παράδοση τα λέει διαφορετικά (βλ. Γαλ. 1, 11)» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. β’ σ. 133).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: εδώ ουσιαστικά τίθεται θέμα γνησιότητας και αξιοπιστίας.

            Οι Πράξεις κατονομάζονται ως βιβλίο του Λουκά από τον Ειρηναίο (170-180), τον Κλήμη Αλεξανδρέα (απεθ. 211-215), και στον κανόνα του Muratori (190-230), τον Τερτυλλιανό (απεθ. 240). Παρατίθενται χωρία των Πράξεων από τον Ιγνάτιο και τον Πολύκαρπο (107 και 108 μ.Χ.). Στα απολογητικά έργα του Ιουστίνου (140-160) υπάρχει «υπαινιγμός εις τον άγνωστον Θεόν των Αθηνών, όστις πρέπει να προέρχεται εκ των Πράξεων, αφού οι Αθηναίοι δεν ετίμων πράγματι τον Άγνωστον θεόν, αλλά θεούς αγνώστους (Β’ Απολ., 10 – Πράξ. 27, 29)˙ μομφή κατά των Ιουδαίων ότι εφόνευσαν τον Δίκαιον και τους προφήτας (Διάλογ. Προς Τρύφ., 16, 4 – Πράξ. 7, 52)˙ κοινή παράθεσις του ψαλμ. Ρλβ 11 (Διάλογ. προς Τρύφ. 68 – Πράξ. 2, 30), ο δε Jacquier προσθέτει και τα επόμενα παράλληλα (Α’ Απολογ. 49 -  Πράξ. 13, 27, 48)˙ (Διαλόγ. προς Τρύφ. 20 – Πράξ. 10, 14˙ Διαλόγ. προς Τρύφωνα 118 – Πράξ. 10, 42). (...) Αλλά δυνάμεθα να προχωρήσωμεν και παλαιότερον ακόμη. Μεταξύ των αποστολικών πατέρων ανευρίσκονται υποδηλώσεις τινές επαφής μετά των Βαρνάβα (7, 2 – Πράξ. 10, 42˙ 19, 8 – Πράξ. 2, 44 και 4, 32-37 και η φράσις των Πράξ. "σημεία και τέρατα" απαντά και Βαρν. 4, 14˙ ε, 8), Ερμά (Οπτας. 4, 2, 4 – Πράξ. 4, 12˙ Εντολ., 4, 4 – Πράξ. 1, 24˙ Παράβ. 9, 28 5 – Πράξ. 5, 41) και Κλήμενος Ρώμης [92-94] (2, 1 – Πράξ. 20, 35˙ 18, 1 – Πράξ. 13, 22˙ 5, 4, 7 – Πράξ. 1, 25), ενώ ο Παπίας παρουσιάζεται οικείως έχων προς τα πρόσωπα τα υπό του Λουκά μνημονευόμενα. Αλλά και παρά τω Ιγνατίω (Προς Μαγνης. 5 – Πράξ. 1, 25˙ Προς Σμύρν., 3 – Πράξ. 10, 41˙ Προς Φιλαδελφ., 2 – Πράξ. 2, 24˙ αυτόθ. 2, 1 – Πράξ. 10, 29) και τω Πολυκάρπω (Προς Φιλιπ., 1, 2 – Πράξ., 2, 24˙ αυτόθ. 2, 1 – Πράξ. 10, 42˙ αυτόθ, 2, 2 – Πράξ., 20, 25˙ αυ΄τοθ. 6, 3 – Πράξ. 8, 52˙ αυτόθ. 12 – Πράξ. 26, 18), υπάρχουν ομοιότητες, αίτινες είναι μεν ελαφραί, αλλ’ όμως και τοσούτον ακριβείς, ώστε να επιβάλλωσι σχεδόν ως αναγκαίαν την από των Πράξεων εξάρτησιν των μνημονευθέντων χωρίων των αποστολικών πατέρων. (...) Αλλά και η Διδαχή (1, 2 – Πράξ. 15, 20, 29 και 4, 8 – Πράξ. 4, 32 και θ, 2, ι, 2 – Πράξ. γ, 13, 26, δ, 27-30), καθώς και η προς Διόγνητον επιστολή (γ 4 – Πράξ. ιζ 24) παρουσιάζουσι παράλληλα προς χωρία των Πράξεων» (Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, εκδ. Αδελφότης θεολόγων ο Σωτήρ, τρίτη έκδοση, 1991, σ. 9).

            Μετά από αυτά θα αναφέρουμε – προτού απαντήσουμε στις αιτιάσεις για υποτιθέμενα αντιφάσκοντα χωρία – τις ομοιότητες μεταξύ Πράξεων, κεφ. 1-14, και των επιστολών του Παύλου. «1) Η Ιερουσαλήμ είναι η έδρα της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας, η κοιτίς αυτής, το κέντρον της χριστιανικής κινήσεως (Πράξ. α 8 – Γαλ. β). 2) Υπήρχον ωσαύτως παλαιόταται εκκλησίαι χριστιανικαί και έξω της Ιερουσαλήμ και ειδικώς εν τη Ιουδαία (Πράξ. ε 16, ια 1, 29 – Γαλάτ. α 22). Κατά δεδομένην δε στιγμήν ο Χριστιανισμός εκαλείτο "η Εκκλησία καθ’ όλης της Ιουδαίας" (Πράξ. θ 31) "οι απόστολοι και οι αδελφοί οι όντες κατά την Ιουδαίαν" (Πράξ. ια 1) "οι κατοικούντες εν τη Ιουδαια αδελφοί" (Πράξ. ια 29. Πρβλ. Γαλάτ. α 22 και Α’ Θεσσ. β 14). 3) Αι χριστιανικαί κοινότητες καλούνται αι εκκλησίαι (Πράξ. ιε 41, ιστ 5 – Ρωμ. ιστ 4, 16, Α’ Κορ. ζ 17, ια 16 κλπ.) και η Εκκλησία (Πράξ. θ 31, ιβ 1 – Γαλάτ. α 13 κλπ.), άτε αποτελούσαι πάσαι μίαν ενότητα. 4) Οι Χριστιανοί καλούνται οι άγιοι (Πράξ. θ 13, 32 – Ρωμ. α 7, η 27, Α’ Κορ. ιδ 33) και οι αδελφοί (Πράξ. 8 30, ι 23 – Ρωμ. α 13, ζ 1 κλπ.). 5) Αι εκκλησίαι της Ιερουσαλήμ και της Ιουδαίας υπέστησαν διωγμούς εκ των ομοεθνών των Ιουδαίων (Πράξ. ε 40, η 1-13 – Α’ Θεσσ. β 14). 6) Αι εκκλησίαι αύται παρέμενον προσκεκολλημέναι εις την τήρησιν του μωσαϊκού νόμου (Πράξ. ιε 1 και εξής, κα 20 – Γαλάτ. β 12). 7) Επί κεφαλής της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, άρα δε και των εν Ιουδαία εκκλησιών ήσαν οι δώδεκα, οίτινες εκαλούντο και Απόστολοι (Πράξ. α 13, στ 2 κλπ – Γαλάτ. α 17, Α’ Κορ. ιε 5). 8) Εκτός των δώδεκα Αποστόλων υπήρχον και άλλοι Απόστολοι. Ο Βαρνάβας ιδιαιτέρως εκαλείτο Απόστολος (Πράξ. ιδ 4, 14 – Α’ Κορ. ιε 7, θ 5, 6). 9) Υπέρ τους δώδεκα Αποστόλους διεκρίνοντο οι Πέτρος και Ιωάννης (Πράξ. γ 1 και εξής˙ η 14 – Γαλάτ. β 9). 10) Κορυφαίος εν τούτοις ήτο ο Πέτρος (Πράξ. β 37 και εξής – Γαλάτ. α 18, Α’ Κορ. ιε 5). 11) Ο Πέτρος τίθεται επί κεφαλής των ιεραποστολών προς τους Ιουδαίους και ως τοιούτος επιχειρεί ταξείδια (Πράξ. η 15˙ θ 32 – Γαλάτ. β 7, 8, 11). 12) Οι αδελφοί του Κυρίου αποτελούσιν ιδίαν ομάδα παρά τους Αποστόλους (Πράξ. α 14 – Α’ Κορ. θ 5). 13) Ο Ιάκωβος είναι ο κορυφαίος τούτων και θεωρείται στύλος της εκκλησίας, ως ο Πέτρος και Ιωάννης και από ωρισμένου χρόνου έχει αυτός μόνος την εξουσίαν εν Ιερουσαλήμ (Πράξ. ιβ 17, κα 18 – Α’ Κορ. ιε 7, Γαλάτ. β 9, 12). 14) Ο Βαρνάβας εμφανίζεται ως ο σοβαρώτερος Απόστολος των εθνών μετά του Παύλου, ισότιμος σχεδόν προς αυτόν και έχων τας αυτάς προς τούτον αντιλήψεις και αρχάς εν τω έργω της αποστολής (Πράξ.θ 27, ια 22 και εξής, ιγ-ιε – Γαλάτ. β 1 και εξής˙ Α’ Κορ. θ 6). 15) Ο Βαρνάβας υπήρξε μέλος της εν Ιεροσολύμοις Εκκλησίας και ησθάνετο ζωηρότερον του Παύλου την εξ αυτής εξάρτησιν (Πράξ. δ 36 – Γαλάτ. β 11 και εξής). 16) Ο Μάρκος κατά τας Πράξεις (ιε 37) παρουσιάζεται στενώς συνδεδεμένος προς τον Βαρνάβαν˙ εκ του Κολοσ. δ 10 μανθάνομεν, ότι υπήρξεν ανεψιός αυτού. 17) Κατά τας Πράξεις (ιε 40 και εξής) ο Σίλας, μέλος της πρώτης Εκκλησίας, υπήρξε συνέκδημος του Παύλου, σχεδόν ισότιμος προς αυτόν, ενώ ο Τιμόθεος υπήρξεν υποδεέστερός πως (Πράξ. ιε 40 και εξής, ιστ 1 – Α’ Θεσσ. α, Β’ Θεσσ. α, Β’ Κορ. α 19). 18) Η Εκκλησία των Ιεροσολύμων ήδη από των πρώτων ημερών υπήρξε πολυάριθμος κατά τας Πράξεις (β 41, δ 4)˙ ο Παύλος εξ άλλου μας πληροφορεί ότι ο Ιησούς αναστάς ενεφανίσθη εις υπερπεντακοσίους αδελφούς (Α’ Κορ. ιε 6).  19) Η πρόσληψις νέου μέλους εν τη Εκκλησία εγίνετο δια του βαπτίσματος. Αλλ’ η τέλεσις του βαπτίσματος δεν φαίνεται να ήτο έργον των Αποστόλων, εις τους οποίους κυρίως ανήκε το κήρυγμα και η μετάδοσις του Αγίου Πνεύματος (Πράξ. η 14 – Α’ Κορ. α 14, 17). 20) Το βάπτισμα εδίδετο επί τω ονόματι του Ιησού (Πράξ. β 38, η 16 κλπ. – Ρωμ. στ 3, Γαλάτ. γ 27, Α’ Κορ. α 13, 17). 21) Αποτέλεσμα του βαπτίσματος ήτο η άφεσις των αμαρτιών (Πράξ. β 38 – Ρωμ. στ 6, Κολοσ. β 12). 22) Η κλάσις του άρτου αποτελεί κοινωνικόν και θρησκευτικόν δεσμόν των εκκλησιών (Πράξ. β 42, 46, κ 7, 11 – Α’ Κορ. ι 16, ια 17, 24). 23) Ευχαριστία και κλάσις του άρτου αποτελούσι πράξεις συνηνωμένας (Πράξ. κζ 35 – Α’ Κορ. ιε 23). 24) Η διδασκαλία των Αποστόλων είναι το θεμέλιον των εκκλησιών και ο δεσμός της ενότητος τούτων (Πράξ. β 42 – Α’ Κορ. ιε 1-3). 25) Εις τας Πράξεις (β 42) παραπλεύρως της διδασκαλίας των Αποστόλων και προ της κλάσεως του άρτου μνημονεύεται η ένωσις ("κοινωνία"), έννοια μεγάλης σπουδαιότητος εν τη θεολογία του Παύλου (Γαλάτ. β 9˙ Α’ Κορ. α 9, ι 16, 18, 20, Β’ Κορ. α 7, στ 14, η 4, 23, Φιλιπ. α 5, β 1, γ 10). 26) Εν ταις Πράξεσι (β 42) αι προσευχαί επισυνάπτοντα ως το τέταρτον κύριον σημείον της ζωής της Εκκλησίας. Παρομοίως και εις τας επιστολάς του Παύλου η χριστιανική ζωή βασίζεται επί των τεσσάρων τούτων σημείων και του βαπτίσματος. 27) Εις τας εν ταις Πράξεσι δημηγορίας του Πέτρου βλέπομεν ότι το αποστολικόν κήρυγμα ανεφέρετο προ παντός εις την σταύρωσιν και τον θάνατον του Κυρίου, εις την ταφήν και την ανάστασιν αυτού εμφανισθέντος μετ’ αυτήν ουχί εις πάντα τον λαόν αλλ’ εις τους εκλελεγμένους υπ’ αυτού ως μάρτυρας αυτού (Πράξ. ι 41, ιγ 31)˙ πάντα δε ταύτα συνέβησαν κατά τας προρρήσεις των Γραφών. Τοιούτό τι υπήρξε το περιεχόμενον του κηρύγματος και κατά τον Παύλον (Α’ Κορ. ιε 1-11). Εν ταις Πράξεσι, συμπεριλαμβανομένων και των εν αυταίς λόγων του Παύλου, η θεωρητική και πρακτική διδασκαλία του Χριστιανισμού περιλαμβάνονται εις τον όρον οδός, δια του οποίου και ο Παύλος (Α’ Κορ. δ 17) δηλοί το τρόπον, δι ού εδίδασκεν εις πάσας τας Εκκλησίας. 28) Η δύναμις του ποιείν θαύματα και σημεία απετέλει μέρος του αποστολικού έργου (Πράξ. β 43, γ 12, η 6, ιδ 3, - Β’ Κορ. ιβ 12, Ρωμ. ιε 18). 29) Ο Παύλος εδίωξε την Εκκλησίαν του Χριστού (Πράξ. θ 1 – Γαλάτ. α 13, Α’ Κορ. ιε 9, Φιλιπ. γ 6). 30) Επεστράφη δε πλησίον της Δαμασκού συνεπεία εμφανίσεως του Κυρίου (Πράξ. θ 3 – Γαλάτ. α 12, 17, Α’ Κορ. ιε 8). 31) Μετά την επιστροφήν του εφυγαδεύθη λάθρα εκ Δαμασκού (Πράξ. θ 25 – Β’ Κορ. ια 32). 32) Και μετέβη εις Ιερουσαλήμ (Πράξ. θ 26 – Γαλάτ. α 18). 33) Ο Παύλος υπέστη διωγμούς και παθήματα εν Αντιοχεία της Πισιδίας, Ικονίω και Λύστροις (Πράξ. ιγ-ιδ – Β’ Τιμ. γ 10, 11).

(....) Ως προς το υπόλοιπον τμήμα των Πράξεων, το σύνολον σχεδόν των κριτικών αναγνωρίζει, ότι ο συγγραφεύς του βιβλίου παρουσιάζεται καλώς πεπληροφορημένος και η αξιοπιστία αυτού κατά το τμήμα τούτο δεν θα ηδύνατο σοβαρώς να αμφισβητηθή. Παρά ταύτα σημειούμεν ευθύς και τα κατωτέρω σημεία, καθ’ ά προδήλως συμπίπτει η αφήγησις των Πράξεων προς τας εκ των επιστολών του Παύλου ενδείξεις: 1) Εκ τε των Πράξεων (κ 34), και εκ των επιστολών (Β’ Κορινθ. ια 8, 9, ιβ 13, Φιλιπ. δ 15-18) μαρτυρείται συμφώνως η αφιλοχρηματία του Αποστόλου, δια της εργασίας των ιδίων αυτού χειρών επαρκούντος εις τας ανάγκας αυτού τε και των περί αυτόν. 2) Ως προς τα κέντρα της δράσεως του Αποστόλου γίνεται λόγος από συμφώνου περί των Φιλίππων (Πράξ. ιστ 12-40 = Φιλιπ. α 30, β 12, δ 9, Α’ Θεσσ. β 2), της Θεσσαλονίκης (Πράξ. ιζ 1-9 = Φιλιπ. δ 15, Α’ Θεσσ. α 5-9, β 1-12), της Βεροίας, (Πράξ. ιζ 10 = Α’ Θεσσ. β 16), των Αθηνών (Πράξ. ιζ 15 = Α’ Θεσσ. γ 1), της Κορίνθου (Πράξ. ιη 1- 18, κ 2, 3 = Β’ Κορινθ. ιβ 14, ιγ 1, Α’ Κορινθ. γ 6, δ 15). 3) Η αυτή συμφωνία παρατηρείται και ως προς την πρώτην αιχμαλωσίαν του Παύλου (Πράξ. κα 33, κη 31 = Εφεσ. γ 1, 13, δ1, Φιλιπ. α 7, 13, Φιλήμ. 1, 9). 4) Αλά και δια τα πρόσωπα, άτινα απετέλουν το άμεσον περιβάλλον του Παύλου, συμπίπτει πλήρως η αφήγησις των Πράξεων προς τας πληροφορίας τας εκ των επιστολών του Παύλου. Ούτω περί του Τιμοθέου πρβλ. Πράξ. ιστ 1-3, 4, κ 4 = Κολοσ. α 1, Α’ Τιμοθ. α 2, 18, Β’ Τιμοθ. α 5, 13, β 1, 2, Α’ Θεσσ. α 1, Β’ Θεσσ. α 1, Φιλιπ. α 1, β 19, 22, Φιλήμ. 1. Περί του Σίλα πρβλ. Πράξ. ιστ 19 – ιζ 11 και Α’ και Β’ Θεσσ. α 1. Δια τον Απολλώ πρβλ. ΠΡάξ. ιθ 1 = Α’ Κορινθ. α 12, γ 6. Δια τον Τυχικόν Πράξ. κ 4 = Κολοσ. δ 7, Εφεσ. στ 21. Δια τους Πρίσκιλλαν και Ακύλαν Πράξ. ιη 1-3, 18, 26 = Α’ Κορινθ. ιστ 19, Ρωμ. ιστ 3, 4.

(...) Αλλ’ η αυθεντικότης των εν ταις Πράξεσι λόγων του Πέτρου διαπιστούται και θετικώτρον δια της συγκρίσεως αυτών προς την πρώτην καθολικήν του Πέτρου, προς ήν παρουσιάζουσι πολλάς ομοιότητας ύφους και συγγενείας ιδεών. (...) Εξ άλλου μόνος ο Πέτρος ομιλεί εν τη Κ.Δ. περί της καταβάσεως του Κυρίου εις τον Άδην (Πράξ. β 24, 31 – Α’ Πέτρ. γ 19), ως παράλληλοι δε θα ηδύναντο να σημειωθώσιν αι διδασκαλίαια: ότι ο Ιησούς απέθανεν ωρισμένη βουλή και προγνώσει του Θεού (Πράξ. β 23, δ 28, ι 42 – Α’ Πέτρ. α 20, β 4, 6)˙ εκάθισε δεξιά του Πατρός και εδοξάσθη (Πράξ. β 34 – Α’ Πέτρ. α 21)˙ είναι κριτής ζώντων και νεκρών (Πράξ. ι 42 – Α’ Πέτρ. δ 5)˙ είναι ο ακρογωνιαίος λίθος ο αποδοκιμασθείς υπό των οικοδομούντων (Πράξ. δ 11 – Α’ Πέτρ. β 6)˙ προανηγγέλθη υπό των προφητών (Πράξ. γ 18) – Α’ Πέτρ. α 10)˙ είναι ο Κύριος πάντων (Πράξ. ι 36 – Α’ Πέτρ. γ 15-18).

(...) Αλλά και μεταξύ των υπό του Ιακώβου παρατηρούνται αξιόλογοι ομοιότητες. Ούτω η φράσις "εφ’ ούς επικέκληται το όνομά μου επ’ αυτούς" (Πράξ. ιε 17) έχει παράλληλον και εν τη καθολική επιστολή (β 7), καθώς και η φράσις "άνδρες αδελφοί, ακούσατέ μου" (Πράξ. ιε 13 – Ιακ. β 5), καθώς και η χρησις των λέξεων όνομα, όταν γίνεται λόγος περί του Χριστού (Πράξ. ιε 14 – Ιακ. ε 10), επισκέπτεσθαι (Πράξ. ιε 14 – Ιακ. α 27), επιστρέφειν (Πράξ. ιε 19 – Ιακ. ε 19-20). Ο χαρακτηρισμός "χαίρειν" ο προτασσόμενος της επιστολής, ήν απέστειλεν η αποστολική σύνοδος (Πράξ. ιε 33), χρησιμοποιείται υπό του Ιακώβου μόνου μεταξύ των συγγραφέων της Κ.Δ. (Ιακ. α 1). Γενικώς δε αι ιδέαι, αι εκτιθέμεναι εις τον λόγον τούτον του Ιακώβου, ανταποκρίνοντια πλήρως προς τον άλλοθεν γνωστόν χαρακτήρα του Αποστόλου τούτου και προς τας ιδέας, τας εκτιθέμενας εν τη καθολική επιστολή αυτού» (Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, εκδ. Αδελφότης θεολόγων ο Σωτήρ, τρίτη έκδοση, 1991, σ. 20-22 και 24-25). Φαντάζεται κανείς εύκολα πλέον πόσο γελοία θα ήταν η ιδέα ότι έγινε πλαστογράφηση τόσων πολλών κειμένων, ώστε να συμπίπτουν μεταξύ τους νοηματικά.

            Μιλάμε δηλαδή για δεκάδες ομοιότητες τουλάχιστον σε σοβαρά γεγονότα που αναφέρουν είτε οι Πράξεις είτε οι Επιστολές του Παύλου και του Ιακώβου. Κι η αρνητική κριτική τι έχει να αναφέρει; 3-4 ψευτοπαραδείγματα: Συγκρίνει και βρίσκει αντιφάσεις στα Πράξ. 17, 14-16 και 18, 5 και βρίσκει αντίφαση στη βιογραφία του Παύλου με το Α’ Θεσσαλονικείς 3, 1-2. Ας δούμε: Πράξεις 17, 14-16 εὐθέως δὲ τότε τὸν Παῦλον ἐξαπέστειλαν οἱ ἀδελφοὶ πορεύεσθαι ὡς ἐπὶ τὴν θάλασσαν· ὑπέμενον δὲ ὅ τε Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος ἐκεῖ. 15 οἱ δὲ καθιστῶντες τὸν Παῦλον ἤγαγον αὐτὸν ἕως ᾿Αθηνῶν, καὶ λαβόντες ἐντολὴν πρὸς τὸν Σίλαν καὶ Τιμόθεον ἵνα ὡς τάχιστα ἔλθωσι πρὸς αὐτόν, ἐξῄεσαν. ᾿Εν δὲ ταῖς ᾿Αθήναις ἐκδεχομένου αὐτοὺς τοῦ Παύλου... ,δλδ, «Τότε οι αδελφοί έστειλαν αμέσως τον Παύλον προς την κατεύθυνσιν της θαλάσσης, ενώ ο Σίλας και ο Τιμόθεος παρέμειναν εκεί. Οι οδηγοί του Παύλου τον έφεραν μέχρις Αθηνών και αφού έλαβαν εντολήν δια τον Σίλαν και τον Τιμόθεον να έλθουν όσον το δυνατόν ταχύτερον, ανεχώρησαν. Ενώ ο Παύλος τους επερίμενε εις τας Αθήνας...». Το Πράξεις 18, 5 Ως δὲ κατῆλθον ἀπὸ τῆς Μακεδονίας ὅ τε Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος, συνείχετο τῷ πνεύματι ὁ Παῦλος διαμαρτυρόμενος τοῖς ᾿Ιουδαίοις τὸν Χριστὸν ᾿Ιησοῦν., δηλαδή «Όταν ο Σίλας και ο Τιμόθεος κατέβηκαν από την Μακεδονίαν, ο Παύλος αφοσιώθηκε [στην Κόρινθο] εξ ολοκλήρου εις το κήρυγμα, διακηρύττων εις τους Ιουδαίους ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας». Στο Α’ Θεσσαλονικείς 3, 1-6 ΔΙΟ μηκέτι στέγοντες εὐδοκήσαμεν καταλειφθῆναι ἐν ᾿Αθήναις μόνοι, 2 καὶ ἐπέμψαμεν Τιμόθεον, τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν καὶ διάκονον τοῦ Θεοῦ καὶ συνεργὸν ἡμῶν ἐν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ στηρίξαι ὑμᾶς καὶ παρακαλέσαι ὑμᾶς περὶ τῆς πίστεως ὑμῶν, 3 τὸ μηδένα σαίνεσθαι ἐν ταῖς θλίψεσι ταύταις. αὐτοὶ γὰρ οἴδατε ὅτι εἰς τοῦτο κείμεθα· 4 καὶ γὰρ ὅτε πρὸς ὑμᾶς ἦμεν, προελέγομεν ὑμῖν ὅτι μέλλομεν θλίβεσθαι, καθὼς καὶ ἐγένετο καὶ οἴδατε. 5 διὰ τοῦτο κἀγὼ μηκέτι στέγων ἔπεμψα εἰς τὸ γνῶναι τὴν πίστιν ὑμῶν, μή πως ἐπείρασεν ὑμᾶς ὁ πειράζων καὶ εἰς κενὸν γένηται ὁ κόπος ἡμῶν. 6 ῎Αρτι δὲ ἐλθόντος Τιμοθέου πρὸς ἡμᾶς ἀφ' ὑμῶν καὶ εὐαγγελισαμένου ἡμῖν τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀγάπην ὑμῶν, καὶ ὅτι ἔχετε μνείαν ἡμῶν ἀγαθήν, πάντοτε ἐπιποθοῦντες ἡμᾶς ἰδεῖν καθάπερ καὶ ἡμεῖς ὑμᾶς, δηλαδή:  «Δια τούτο, όταν δεν ημπορούσαμε να ανθέξωμεν πλέον, απεφασίσαμεν να μείνωμεν μόνοι εις τας Αθήνας, και εστείλαμεν τον Τιμόθεον, τον αδελφόν μας και υπηρέτην του Θεού και συνεργάτην μας εις το ευαγγέλιον του Χριστού, με τον σκοπόν να σας στηρίξη και σας ενθαρρύνη εις την πίστιν σας, ώστε να μη κλονίζεται κανείς ακατά τας θλίψεις αυτάς. Διότι ξέρετε σεις οι ίδιοι, ότι αυτός είναι ο κλήρος μας. Και όταν ήμαστε μαζί σας, σας προλέγαμε ότι θα έχωμεν θλίψεις, όπως και έγινε, καθώς ξέρετε. Δια τούτο και εγώ, επειδή δεν ημπορούσα να ανθέξω πλέον, έστειλα δια να πληροφορηθώ περί της πίστεώς σας, μήπως σας επείραξε ο πειραστής και αποβή εις μάτην ο κόπος μας. Αλλά τώρα ήλθε ο Τιμόθεος από σας και μας έφερε καλές ειδήσεις δια την πίστην σας και την αγάπην σας...». Εδώ υποτίθεται ότι υπάρχει η αντίφαση ότι στα δύο πρώτα εδάφια ο Τιμόθεος φαίνεται να αφήνεται στη Βέροια απ’ τον Παύλο και να συναντιούνται στην Κόρινθο, ενώ στο τρίτο εδάφιο φαίνεται ότι ο Τιμόθεος πριν ο Παύλος φύγει για την Κόρινθο συναντήθηκε μαζί του στην Αθήνα και στάλθηκε απ’ τον Παύλο στη Θεσσαλονίκη. Αυτό που έγινε ήταν ότι ο Παύλος, φτάνοντας στην Αθήνα παραγγέλνει στο Σίλα και τον Τιμόθεο – μέσω των οδηγών – να έρχουν γρήγορα σ’ αυτόν. Αυτοί έρχονται στην Αθήνα, κι ο Παύλος πριν εγκαταλείψει την Αθήνα για να πάει στην Κόρινθο, στέλνει τον Τιμόθεο στην Θεσσαλονίκη (και τον Σίλα για άλλη πόλη της Μακεδονίας). Έπειτα ο Παύλος αναχώρησε μόνος για την Κόρινθο, όπου τον βρήκαν πάλι οι δύο συνεργάτες του. Ή πάλι, (λιγότερο πιθανό απ’ την πρώτη υπόθεση) μπορεί ο Παύλος να ανακάλεσε την απόφασή του και να είπε στον Τιμόθεο να πάει απ’ τη Βέροια την Θεσσαλονίκη και ύστερα να τον συναντήσει στην Κόρινθο.

            Άλλη υποτιθέμενη παράλειψη είναι η σύγκριση Α’ Κορινθ. 33 και Β’ Κορινθ. 15. 8 και παρ. και προς Ρωμ. 15.19, 16.3. Ας δούμε ένα ένα τα χωρία. Α’ Κορινθ. δεν υπάρχει 33ο κεφάλαιο και κανένα κεφάλαιο απ’ όσα έχουν 33ο στίχο δεν αναφέρεται σε κάτι σχετικό με το Ρωμ. 15, 19. Β’ Κορινθ. 15, 8: δεν υπάρχει 15ο κεφάλαιο, η Β’ Κορινθίους έχει 13 κεφάλαια και κανενός κεφάλαιο ο 8ος στίχος δεν έχει αντίφαση με το Ρωμ 15, 19. Ρωμ 15, 19: ἐν δυνάμει σημείων καὶ τεράτων, ἐν δυνάμει Πνεύματος Θεοῦ, ὥστε με ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ κύκλῳ μέχρι τοῦ ᾿Ιλλυρικοῦ πεπληρωκέναι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή «με τη δύναμιν σημείων και τεράτων, μ την δύναμιν του Πνεύματος του Θεού, ώστε από τα Ιεροσόλυμα και τα πέριξ μέχρι του Ιλλυρικού να έχω συμπληρώσει το κήρυγμα του ευαγγελίου του Χριστού». Το Ρωμαίους 16, 3 είναι χαιρετισμοί στην Πρίσκιλλα και τον Ακύλα. Οπότε αφήνουμε κατά μέρος το ασυνάρτητο αυτό απόσπασμα περί αντιφάσεων.

Για το ζήτημα του ότι δεν φαίνεται ο συγγραφέας των Πράξεων να γνωρίζει τις επιστολές: «Δεδομένου τούτο μεν, ότι αι Πράξεις συνεγράφησαν, ως θα ίδωμεν, κατά χρόνον, καθ όν δεν είχεν εισέτι συντελεσθή συλλογή των επιστολών του Παύλου, τούτο δε ότι δεν φαίνεται πιθανόν ο Παύλος να εκράτει μεθ’ εαυτού αντίγραφα των επιστολών, άς εκάστοτε απέστελλε, δύναται να θεωρηθή ως βέβαιον, ότι ο Λουκάς δεν έλαβε γνώσιν των κατά τον προ της αιχμαλωσίας του Παύλου χρόνον συγγραφεισών επιστολών. Διότι, ως εμφαίνεται εκ των τμημάτων των Πράξεων, των αποτελούντων το ημερολόγιον του ταξειδιίου, ο συγγραφεύς αυτού συνοδεύει τον Παύλον από Τρωάδος μέχρι Φιλίππων, και συναντά αυτόν πάλιν, ότε εκ νέου διέρχεται ο Απόστολος εκ της πόλεως ταύτης, ίνα παρακολουθήση αυτόν μέχρις Ιεροσολύμων και Ρώμης. Συνεπώς ο Λουκάς δεν ήτο μετά του Αποστόλου κατά τα έτη, άτινα διέρρευσαν από του πρώτου ταξειδίου του Αποστόλου εις την Ελλάδα μέχρι του τελευταίου ταξειδίου αυτού από της Ελλάδος εις Ιεροσόλυμα. Αλλ’ ακριβώς κατά την περίοδον ταύτην συνεγράφησαν αι προς Θεσσαλονικείς, προς Κορινθίους, προς Γαλάτας και προς Ρωμαίους επιστολαί. Ο Λουκάς λοιπόν δεν εγνώρισε τας επιστολάς ταύτας και συνεπώς δεν δύνανται αύται να συγκαταριθμηθώσι μεταξύ των πηγών, τας οποίας είχεν υπ’ όψει εν τη συγγραφή των Πράξεων. Ως προς τας επιστολάς της αιχμαλωσίας, τας οποίας συνέγραψεν ο Παύλος καθ’ όν χρόνον ο Λουκάς ευρίσκετο μετ’ αυτού εν Ρώμη, θα έπρεπε να υπομνησθή ότι αύται ήκιστα εισέρχονται εις το πλαίσιον, εντός του οποίου εκτείνεται η αφήγησις των Πράξεων. Εντεύθεν εξηγούνται πλήρως αι εν ταις Πράξεσιν αποσιωπήσεις διαφόρων λεπτομερειών, καθώς και η παράλειψις πάσης μνείας περί αποστολής των επιστολών τούτων, όπως και η ανομοιότης εν τη φρασεολογία των γεγονότων άτινα αφηγούνται και αι Πράξεις και αι επιστολαί» (Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, εκδ. Αδελφότης θεολόγων ο Σωτήρ, τρίτη έκδοση, 1991, σ. 22-23).

Ας συγκρίνουμε τα όσα γράφονται στις Πράξεις 2, 4 με τα γραφόμενα στις Α’ Κορινθ. 12. 10 και 30, 13. 1 και 14. 2. Α’ Κορινθ 12, 10: ἄλλῳ δὲ ἐνεργήματα δυνάμεων, ἄλλῳ δὲ προφητεία, ἄλλῳ δὲ διακρίσεις πνευμάτων, ἑτέρῳ δὲ γένη γλωσσῶν, ἄλλῳ δὲ ἑρμηνεία γλωσσῶν·, δηλαδή «εις άλλον [δίδεται] θαυματουρχικαί δυνάμεις, εις άλλον προφητικόν χάρισμα, εις άλλον το να διακρίνη τα πνεύματα, εις άλλον διάφορα είδη γλωσσολαλιάς, εις άλλον η ερμηνεία γλωσσών». Στο Α’ Κορινθ. 12, 30: μὴ πάντες χαρίσματα ἔχουσιν ἰαμάτων; μὴ πάντες γλώσσαις λαλοῦσι; μὴ πάντες διερμηνεύουσι; δηλαδή «Μήπως όλοι έχουν θεραπευτικά χαρίσματα; Μήπως όλοι έχουν την γλωσσολαλιά; Μήπως όλοι διερμηνεύουν;», στο Α’ Κορινθ. 13, 1: ΕΑΝ ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον., δηλαδή «Εάν μιλώ τας γλώσσας των ανθρώπων και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπην, έγινα χαλκός που δίνει ήχους ή κύμβαλον που βγάζει κρότους». Στο Α’ Κορινθ. 14, 2: ὁ γὰρ λαλῶν γλώσσῃ οὐκ ἀνθρώποις λαλεῖ, ἀλλὰ τῷ Θεῷ· οὐδεὶς γὰρ ἀκούει, πνεύματι δὲ λαλεῖ μυστήρια·, δηλαδή «Διότι εκείνος που γλωσσολαλεί, δεν μιλεί εις ανθρώπους αλλ’ εις τον Θεόν, αφού κανείς δεν καταλαβαίνει, λέγει δε μυστήρια κατ’ έμπνευσιν». Στο Πράξεις 2, 4: καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος ῾Αγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι. Δηλαδή «και επληρώθησαν όλοι από Πνεύμα Άγιον και άρχισαν να μιλούν άλλας γλώσσας καθώς το Πνεύμα τούς έδινε δύναμιν λόγου». Τα 12, 10 και 30, καθώς και το 13, 1 δεν λένε πολλά, ενώ το 14, 2 με το Πράξεις 2, 4 δεν παρουσιάζει αντίφαση. Δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει αντίφαση, αφού υπήρχε η ομιλία ξένων ανθρώπινων γλωσσών και από την άλλη η ομιλία προς το Θεό. Άλλο το ένα και άλλο το άλλο είδος γλωσσολαλιάς.

            Στο ζήτημα του Πράξ. 15, 8 ο συγγραφέας δεν παραδέχεται ότι ο Πέτρος ήταν κι αυτός «απόστολος των εθνών». Απλώς στο σημείο αυτό ο Πέτρος αναφέρει ότι διάλεξε κι αυτόν ο Θεός να κηρύξει στους εθνικούς, επειδή ήταν ο πρώτος που προσηλύτισε εθνικό (Πράξεις, 10). Δεν είχε συνέχεια αυτή η πράξη του, γιατί στην αποστολική Σύνοδο στα Ιεροσόλυμα αποφασίστηκε ο Παύλος να κηρύττει στους Εθνικούς. Οι απορίες του Κορδάτου είναι ακατανόητες. Δεν τίθεται θέμα παυλιανιστών και πετρινιστών. Η υπόθεση αυτή όντας αβάσιμη οδηγεί σε περισσότερες αβάσιμες υποθέσεις και ανούσια ζητήματα. Ο Λουκάς έγραφε ό,τι γνώριζε.

            Η αρνητική κριτική ισχυρίζεται ότι υπάρχει αντίφαση στο θαύμα στο δρόμο προς τη Δαμασκό, μεταξύ των Πράξεων 9, 19 και Γαλάτας 1, 11. Πράξεις 9, 18-20: Και αμέσως έπεσαν από τα μάτια του κάτι σαν λέπια και ανέβλεψε˙ ύστερα σηκώθηκε και βαπτίσθηκε. Και αφού έφαγε, εδυνάμωσε. Έμεινε δε ο Σαύλος μερικές ημέρες με τους μαθητάς που ήσαν εις την Δαμασκόν και αμέσως εις τας συναγωγάς εκήρυττε τον Ιησούν, ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού». Γαλάτας 1, 11-12: Σας κάνω γνωστόν, αδελφοί, ότι το ευαγγέλιον, το οποίον εκηρύχθηκε από εμέ, δεν είναι ανθρώπινον, διότι ούτε το επήρα ούτε το εδιδάχθηκα από ανθρώπους αλλά δι’ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού». Ότι έμεινε κάποιες μέρες με τους μαθητές δε σημαίνει ότι του είπαν τι θα διδάσκει στις συναγωγές, πέρα από την γενική πληροφόρηση. Ο Παύλος στο προς Γαλάτας εννοεί την διαρπαγή του στους ουρανούς και την διδασκαλία που του παραδόθηκε με αυτόν τον τρόπο. Δεν εννοεί ότι δεν μίλησε με κανέναν Χριστιανό πριν κηρύξει.

π') «Το ότι αυτός είναι ο λόγος που καθιερώθηκε να τιτλοφορηθεί το κάθε Ευαγγέλιο με την πρόθεση κατά μπροστά στο όνομά του συντάχτη του, μας το πληροφορεί έμμεσα ο Φαύστος που, έχοντας υπόψη του τα πλαστογραφημένα και νοθευμένα Ευαγγέλια γράφει: "Ανθρωποι που το όνομά τους είναι άγνωστο έβαλαν στα δικά τους γραφτά, άλλοι μεν ονόματα Αποστόλων κι άλλοι ονόματα ακολούθων Αποστόλων". Δεν καταγγέλνει μ’ αυτά που λέει ο Φαύστος τις ατελείωτες πλαστογραφίες και νοθείες των ευαγγελικών κειμένων;» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. β’ σ. 130-131).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: νοθεία υπάρχει μόνο όταν εκλείπει η συνέχεια της παράδοσης. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ στο Χριστιανισμό. Αποκόπτονταν διάφοροι αιρετικοί, οι οποίοι νόθευαν τα Ευαγγέλια. Ότι ο Φαύστος έχει δίκαιο δεν σημαίνει πως εννοεί ότι τα γνωστά μας Ευαγγέλια είναι νοθευμένα. Γνωρίζουμε πολύ καλύτερα την ύπαρξη νοθευμένων και αμέσως φαίνεται η διαφορά τους – ή μάλλον οι χιλιάδες διαφορές τους – από τα αυθεντικά. Ο Κορδάτος εδώ θέλει να πει εμμέσως ότι αφού ο Φαύστος μιλά γενικά, άρα εννοεί και τα γνωστά Ευαγγέλια. Αυτού του επιπέδου ήταν η έρευνα που διενήργησε σχετικά με το Χριστιανισμό, και κάτι τέτοιους αντιγράφουν οι τρισχειρότεροί του Παγανιστές. Ο Κορδάτος λέει κάτι σωστό κάπου, ή μάλλον ομολογεί τον αέρα στον οποίο βασίζεται η άποψη της αρνητικής κριτικής (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. β’ σ. 140): «Πολύ σωστά λέει ο Πφάιντερερ ότι για τίποτα δεν είμαστε σίγουροι». Μπορούμε βέβαια να είμαστε απολύτως σίγουροι, ως «ερευνητές» και ως «κριτικοί», ώστε να αερολογούμε, να μεταφέρουμε δικές μας σύγχρονες αντιλήψεις (ιδεολογίες ή πλαστογραφήσεις κειμένων) στο μυαλό του Ιησού ή του Πέτρου και απλοϊκών ανθρώπων του 50 μ.Χ., να υποθέτουμε κάτι και στη συνέχεια να εισάγουμε μια δεύτερη υπόθεση που θα στηρίζει την πρώτη, αλλά βέβαια αναπόδειχτη κι αυτή, και ύστερα ακόμη μια τρίτη αναπόδεικτη υπόθεση, η οποία θα στηρίζει ως «αδιάσειστο στοιχείο» την δεύτερη, να θεωρούμε από τα Ευαγγέλια αυθεντικό ό,τι μας γουστάρει, απλώς και μόνο επειδή έτσι μας γουστάρει, ενώ ό,τι δεν συμφωνεί με τις παγανιστικές ή άλλες ιδεολογικές μπαρούφες μας, το θεωρούμε (αναπόδεικτα) «νόθο», (ψευδώς – κατά την αρχαιολογία) «πλαστογραφημένο», «ανάξιο λόγου» και (λόγω δικής μας αμάθειας ή ασχετοσύνης) «αντιφατικό» συγκρινόμενο με τα θεωρούμενα (από εμας) «αυθεντικά» τμήματα της Καινής Διαθήκης. Σοβαρότης μηδέν, γελοιότητης μέγιστη.

πα') «Ο Ευσέβιος, που είχε υπόψη του τις πριν απ’ αυτόν γραφτές πηγές, μας βεβαιώνει πως αν και ο Παύλος ήταν πολύ μορφωμένος και πολυδιαβασμένος, ωστόσο δεν έγραψε παρά μικρές Επιστολές. (...) Οι θεωρούμενες σα γνήσιες Επιστολές του Παύλου πολλές φορές λένε τα ίδια και τα ίδια, δεν έχουν γλωσσικό εσωτερικό σύνδεσμο και ο προσεχτικός κριτικός δεν αργεί να καταλάβει πως αρχικά ήταν πολύ μικρότερες, συντομότερες, και πως πιο ύστερα παραγεμίστηκαν από ένα σωρό κηρύγματα» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. β’ σ. 136).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Το τι σημαίνει «μια μικρή» Επιστολή είναι σαφώς κάτι το σχετικό! Μια επιστολή 10 σελίδων είναι μικρή σχετικά με μία επιστολή 30 σελίδων, αλλά μεγάλη σχετικά με μια επιστολή 2 σελίδων. Πολύ σημαντική λεπτομέρεια, αλλά πού να την προσέξουν οι αθεϊστές. Όσο για το συμπέρασμα ότι οι Επιστολές του Παύλου λεν τα ίδια και τα ίδια αυτά είναι κουταμάρες όσων δεν έχουν διάθεση να καταλάβουν τίποτε. Αφήνοντας κατά μέρους τις αναπόδεικτες και πλέον αποδεδειγμένα ψευδείς υποθέσεις περί πλαστογράφησης-παραγεμίσματος, οι διάφοροι μη χριστιανοί ερευνητές φαίνεται δεν είχαν πάρει χαμπάρι ότι οι Επιστολές δεν ήταν χαιρετούρες ή τύπου «σας γράφω από τη Ρώμη, σήμερα είδα τα αξιοθέατα, γεια σας, θα σας ξαναγράψω», αλλά κηρύγματα όπου –φυσικά– πρέπει να πει «τα ίδια» όχι υπό την έννοια ότι αναφέρει συνεχώς τα ίδια, αλλά ότι επεξηγεί το κήρυγμα και τα δόγματα και ασφαλώς αυτό το στοιχείο είναι που κρίνει (καθώς και το τι ήθελε ο Παύλος να πει σε κάθε Εκκλησία ανάλογα με τις ανάγκες της) το μέγεθος της κάθε επιστολής.

πβ') «Η Επιστολή αυτή [= η προς Εβραίους] δεν έχει καμιά σχέση με τον παυλιανισμό. Αυτή γράφτηκε αρχικά στα αραμαϊκά από κάποιον άγνωστό μας ιουδαιοχριστιανό ύστερα από τα 80 για ν’ αντικρούσει τις κατηγορίες του ιουδαϊκού ιερατείου ότι ο Ιησούς ήταν αιρετικός, αποστάτης και ιερόσυλος, και κατά το τέλος του Α’ αιώνα μεταφράστηκε όχι στην κοινή ελληνική μα στη λόγια και από τότε πολλές εκκλησίες την κατατάσσανε στον Κανόνα» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. β’ σ. 137).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: «Η φρασεολογία και το λεξιλόγιον της Επιστολής έχει συγγενέστερα αντίστοιχα εν τη Κ. Διαθήκη εις τας Επιστολάς του Παύλου. Τούτεο απεδείχθη δια πολλών και ποικίλων στατιστικών. Τα νοήματα και η θεολογία είνε του Παύλου εμφανέστατα» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 165).

            «Τα δε κατά της από του Παύλου προελεύσεως τεκμήρια είνε τα ακόλουθα.

α'. Δεν φέρει εν αρχή το όνομα του Παύλου, όπως όλαι αι λοιπαί επιστολαί.

β'. Ο συγγραφεύς λέγει ότι το κήρυγμα του Κυρίου "ὑπὸ τῶν ἀκουςάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη" (2, 3), κατατάσσων τοιουτοτρόπως τον εαυτόν του εις τους μη αυτόπτας μάρτυρας του ευαγγελίου˙ αντιθέτως ο Παύλος εις τας άλλας Επιστολάς του προβάλλει τον εαυτόν του ως αυτόπτην και αυτήκοον του Κυρίου.

γ'. Η γλώσσα της Επιστολής είνε καταφανώς διάφορος της γλώσσης των Επιστολών του Παύλου, ανήκουσα μάλιστα και εις άλλο επίπεδον, το υψηλότερον της Κ. Διαθήκης.

Αυτά τα τρία τεκμήρια εχρησιμοποίησαν ανέκαθεν και όσοι εν τη Δύσει απέρριπτον την Επιστολήν εκ του Κανόνος τελείως δια τους ειρημένους λόγους, και όσοι τεην εδέχοντο μεν ως κανονικήν και θεόπνευστον, αλλ’ όχι ως του Παύλου. Εκ των αρχαίων ο Κλήμης Αλεξανδρεύς και πολλοί άλλοι, καθώς μας πληροφορεί ο Ωριγένης, και πολλοί μεταγενέστεροι τούτων εφρόνουν ότι την Επιστολήν έγραψαν ίσως ο Λουκάς ή ο Κλήμης Ρώμης˙ ο δε Τερτυλλιανός και άλλοι μετά τούτον την απέδιδον εις τον Βαρνάβαν. Σύγχρονοι ερμηνευταί την αποδίδουν και εις τοςυ τρεις αυτούς αλλά και εις άλλους διαφόρους, όπως εις τον Απολλώ, τον Σίλαν, τον Ακύλαν, ακόμη και την Πρίσκιλλαν. Και οι μεν αρχαίοι νηφαλιώτερον σκεπτόμενοι υπέθετον πρόσωπα των οποίων έχομεν και άλλα κείμενα, με τα οποία είνε δυνατόν να συγκρίνωμεν την Επιστολήν˙ άλλο θέμα αν η λεγομένη "Επιστολή Βαρνάβα" αποδεικνύεται ψευδεπίγραφος, ή αν όντως υπάρχει ή δεν υπάρχει ομοότης μεταξύ της Επιστολής μας και των κειμένων εκείνων. Πάντως η κριτική αρχή των αρχαίων είνε υγιής. Των συγχρόνων όμως αι εικασίαι, ότι η Επιστολή ανήκει εις πρόσωπα, των οποίων δεν έχομεν άλλα γραπτά δια να συγκρίνωμεν (εις αυτά περιληπτέος δια τους συγρρόνους και ο Βαρνάβας, εφ’ όσον απεδείχθη το νόθον της φερωνύμου Επιστολής του), και περί των οποίων δεν έχομεν καν μαρτυρίαν ότι έγραψαν κάτι, είνε μόνον φαντασίαι αρμόζουσαι εις μυθιστορήματα. Με την μέθοδον αυτήν δικαιούται κανείς εξ ίσου να αποδώση την Επιστολήν και εις τον Ναθαναήλ και εις τον Τρόφιμον και εις την Ρόδην. Δεν υπάρχει χαλινός εις την φαντασίαν.

Και δια να βασανίσωμεν τα κατά του Παύλου τεκμήρια, η έλλειψις του ονόματός του κατ’ αρχήν δεν είνε κατά του Παύλου, όπως δεν είνε κατά του Ιωάννου και η έλλειψις του ονόματός του εις τας τρεις Επιστολάς του, και μάλιστα την πρώτην, και εις το Ευαγγέλιον˙ ομοίως και η έλλειψις του ονόματος του Λουκά εις το Ευαγγέλιον και τας Πράξεις που ήσαν – μη λησμονώμεν – επιστολαί δεν είνε κατά του Λουκά. Άλλως τε όπως εκείνα τα κείμενα έτσι και η προς Εβραίους Επιστολή δεν φέρει άλλο όνομα, ώστε να αίρεται το όνομα του Παύλου. Τουναντίον τα όσα λέγονται εις την κατακλείδα της Επιστολής είνε σχεδόν όνομα του Παύλου. Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς και πολλοί αρχαίοι ερμηνευταί μετά τούτον, δεχόμενοι ότι η Επιστολή είνε του Παύλου, έλεγον ότι επίτηδες ο απόστολος παρέλειψε το όνομά του, επειδή οι Εβραίοι δεν τον παρεδέχοντο˙ δεν ήθελε δηλαδή να τους ερεθίση. Νομίζω ότι η αιτία δεν είνε ακριβώς αυτή, αλλά παραπλησία. Ο Παύλος δεν αποκρύπτει εις τους παραλήπτας ότι αυτός είνε ο αποστολεύς. Άλλως τε οι κομισταί, εκτός του ότι ήσαν άνθρωποι του Παύλου, γνωστοί εις τους Εβραίους, ασφαλώς εδήλωσαν εις τους παραλήπτας τίνος είνε η Επιστολή, και ούτε τον απέκρυψαν ούτε ερωτηθέντες εψεύσθησαν. Αλλά και οι τρεις τελευταίοι στίχοι της Επιστολής φανερώνουν ότι ο Παύλος δεν αποκρύπτεται˙ δεν γράφει ανώνυμον γράμμα. Αλλά απραλείπει εν αρχή το όνομά του και την αποστολικήν του ιδιότητα υπό την εξής έννοιαν. Οι Εβραίοι δεν παραδέχονται τον Παύλον ως απόστολον, αυτόπτην του Κυρίου, έγκυρον όσο οι λοιποί απότολοι˙ δεν παραδέχονται καθόλου αποστολήν εις τα έθνη. Ο Παύλος φλέγεται να τους γράψη την Επιστολήν αυτήν, δια να τους σώση από το χείλος της αβύσσου. Ούτε κρύπτεται, ούτε γράφει ως απόστολος. Αλλ’ είνε ως να λέγη˙ "Εν τάξει˙ ειπέτε ότι δεν είμαι απόστολος˙ ότι δεν είδα τον Κύριον˙ αλλά δύνασθε να αρνηθήτε ότι ο Θεός προανήγγειλε την λύτρωσιν δια του Υιού; Και ότι όλα τα της Παλαιάς Διαθήκης έγιναν και ελέχθησαν χάριν του Υιού; Και ότι ο Υιός είνε Θεός; Και ότι σεις άπαξ πιστεύσαντες εις τον Υιόν, οφείλετε να αφήσετε την Π. Διαθήκην, και όμως αφήνετε τον Υιόν και οπισθοδρομείτε εις την Π. Διαθήκην; Και δεν νομίζετε ότι εκπίπτετε εις την απώλειαν;". Ο Παύλος δηλαδή φανερώνεται μεν ως ο άνθρωπος Παύλος, αλλά δεν κάνει χρήσιν ούτε μνείαν του αποστολικού του αξιώματος, ούτε του προσώπου του˙ αρκείται μόνον εις το περιεχόμενον της υπομνήσεως. Όταν δε μία υπόμνησις είνε καταφανώς αληθινή, δεν έχει σημασίαν αν λέγεται δια στόματος του τυχόντος, έστω και της όνου του Βαλαάμ.

Δια τον αυτόν λόγον, νομίζω, εδώ ο Παύλος λέγει και την φράσιν "υπό των ακουσάντων εις ημάς εβεβαιώθη" (2, 3). Εις τας εκκλησίας των εθνών, τας οποίας ίδρυσεν ο ίδιος, επιμένει ότι είνε ο ιδών τον Κύριον, ο κατηχηθείς υπό του Κυρίου, ο μη μαθητεύσας εις τους αποστόλους, ο κατέχων και διδάσκων το ευαγγέλιον "κατά αποκάλυψιν". Αυτό οι Εβραίοι οι αρχαιότεροι αυτού ως Χριστιανοί, δεν το παραδέχονται. Λοιπόν και ο Παύλος δεν το επικαλείται. Ομιλεί ως μαθητής των αποστόλων, ως μη ιδών και μη ακούσας τον Κύριον˙ είνε ως να λέγη˙ "Ω Εβραίοι, ανεξαρτήτως του αν είδα ή δεν είδα τον Κύριον, τα πράγματα έχουν ή δεν έχουν έτσι όπως λέγω; Έχουν. Λοιπόν προσέχετε εαυτοίς". Ομιλεί, δια να χρησιμοποιήσω την συνήθη έκφρασιν του Χρυσοστόμου, "κατά την υπόνοιαν των ακουόντων". Αυτήν την τακτικήν ακολουθεί πολλάκις και ο Κύριος έναντι των φαρισαίων, και λέγει πράγματα που δεν είνε πραγματικά˙ π.χ. "Ἐὰν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ ἐμαυτοῦ, ἡ μαρτυρία μου οὐκ ἔστιν ἀληθὴς" (Ιω 5, 31). Όχι ότι πιστεύει ο Κύριος ότι έτσι έχει το πράγμα, αλλ’ επειδή οι φαρισαίοι πιστεύουν έτσι, συζητεί υπ’ αυτήν την προϋπόθεσιν˙ αφήνει κατά μέρος την ιδικήν του αξιοπιστίαν, και επικαλείται την αξιοπιστίαν τρίτων μαρτύρων κοινώς παραδεδεγμένων μεταξύ αυτού και των Ιουδαίων. Όταν όμως έρχεται η ώρα να επιμείνη εις την προσωπικήν του αξιοπιστίαν, λέγει˙ "Κἂν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ ἐμαυτοῦ, ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία μου" (Ιω 8, 14). Έτσι και ο Παύλος˙ εις με τα εξ εθνών πνευματικά του τέκνα προβάλλει την προσωπικήν του αξιοπιστίαν και επιμένει ότι είνε άμεσος και αυτήκοος μαθητής του Χριστού, και δι’ αυτούς πηγή της αληθείας˙ δια τούτο αρχίζει όλας τας πρς αυτούς Επιστολάς του με τας λέξεις "Παῦλος ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ..."˙ εις δε τους αμφισβητούντας τούτο Εβραίους ομιλεί ως απλούς Χριστιανός μη αυτόπτης του Χριστού, μαθητής των άλλων αποστόλων, όπως τον θέλουν αυτοί. Διότι είνε τόσον σαφές και αναντίρρητον αυτό που τους γράφει, ώστε δεν χρειάζεται να επιμείνη εις το αν είνε ή δεν είνε αυτόπτης.

Ως προς την γλώσσαν, η οποία είνε τόσο διάφορος της γλώσσης του Παύλου, νομίζω ότι είνε η γλώσσα του Λουκά. Δίδω δε μεγάλην βαρύτητα εις το τεκμήριον της γλώσσης καιε ις όλα τα ανθρώπινα στοιχεία της Κ. Διαθήκης, ενώ δεν δίδω καμμίαν βαρύττα εις το θεόπνευστον στοιχείον˙ διότι εκείνο μεν είνε εκ του Πνεύματος, κοινόν κτήμα πάντων των αποστόλων, τα δε ανθρώπινα στοιχεία όπως η γλώσσα ανήκουν εις τους αποστόλους και οφείλονται εις τα φυσικά των χαρίσματα και την κατ’ άνθρωπον παιδείαν των˙ και δι’ αυτών φαίνεται το πρόσωπον του καθενός, ενώ δια των νοημάτων δεν φαίνεται άλλος πλην του ενός Πνεύματος. Αν μου έδιδον όλα τα κείμενα της Κ. Διαθήκης χωρίς επιγραφάς και ονόματα, και αφού πρώτα αφαιρούσαν όλα τα τεκμήρια της πατρότητός των, μετά μίαν ανάγνωσιν δεν γνωρίζω πόσους συγγραφείς θα διέκρινα, αλλ’ οπωσδήποτε θα διέκρινα ότι μία χειρ έγραψε τα τρία βιβλία, κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, Πράξεις των αποστόλων και Επιστολήν προς Εβραίους. Εκτός δε της αυτής γλώσσης παρατηρείται και η αυτή χρήσις της Π. Διαθήκης˙ δεν εννοώ απλώς τας εκ των Ο’ παραθέσεις, αλλά γενικώς το πώς βλέπει ο συντάκτης την Π. Διαθήκην, το πώς την καταλαβαίνει και την αποδίδει, τον ιερατικόν χαρακτήρα της μελέτης του, την ιδιαιτέραν συμπάθειαν εις το θέμα του ιλασμού, και πολλά άλλα λεπτά και ανέκφραστα νοήματα. Εκτός τούτων μόνος αυτός εν τη Κ. Διαθήκη ονομάζει τα βιβλία του "λόγους". "Πρώτος λόγος" το Ευαγγέλιον, "Δεύτερος λόγος" εννοείται το βιβλίον των Πράξεων, "Λόγος παρακλήσεως" η προς Εβραίους. Είνε ο μεταξύ των επιστημόνων της εποχής εν χρήσει όρος, που σημαίνει "πραγματεία", διαπραγμάτευσις μιας υποθέσεως, είτε ιστορική, είτε θεολογική, είτε μαθηματική, είτε οιαδή τις άλλη. Αν ιδή κανείς τα συγγράμματα των ελληνιστών της εποχής, βλέπει ότι τα βιβλία του συγγράμματος ονομάζονται συνήθως "λόγοι". Ο δε Λουκάς ήτο επιστήμων, ιατρός. Οι άλλοι απόστολοι είχον παιδείαν – δια να χρησιμοποιήσωμεν τα σημερινά μέτρα – ή δημοτικού σχολείου (Ιωάννης), ή Γυμνασίου (Ματθαίος, Παύλος, Μάρκος)˙ ο Λουκάς ήτο επιστήμων. Αυτά κατ’ άνθρωπον και χωρίς να υπολογίζω το πανεπιστημιακόν επίπεδον της εν τω Ιουδαϊσμώ και τη Θεολογία καταρτίσεως του Παύλου. Δια τουτο ο Λουκάς έχει και το ανώτατον γλωσσικόν επίπεδον της Κ. Διαθήκης, δια τούτο επιγράφει τα βιβλία του "Λόγος" όπως οι επιστήμονες της εποχής του.

Φρονώ λοιπόν ότι η προς Εβραίους Επιστολή ως διδασκαλία μεν και ως υπεύθυνος φωνή είνε του Παύλου, ως συντεταγμένον δε κείμενον είνε του Λουκά. Ήσαν δε οι δύο μαζί εν Ρώμη, όταν εγράφη η Επιστολή ποία δε η συνεργασία των δύο αποστόλων δια την σύνταξιν της Επιστολής; Αν αποβλέψωμεν εις το θείον στοιχείον αυτής, δεν έχομεν παρά να ενθυμηθώμεν τα αντίστοιχα παραδείγματα εκ της Π. Διαθήκης. Ο Ων είνε ο Θεός και εμπνευστής του Μωϋσέως, και ο Μωϋσής ο θεός και εμπνευστής του Ααρών˙ ο Ααρών επιφέρει τας δέκα υπερφυσικάς πληγάς κατά του φαραώ και των Αιγυπτίων, αλλά τα σημεία αποδίδονται εις τον Μωϋσήν, και έτι ακριβέστερον εις τον Κύριον. Ο Θεός είπεν εις τον Ηλίαν ότι θα χρίση άλλον βασιλέα και δια τον Ισραήλ και δια την Συρίαν, αλλ’ ο Ελισσαίος έχρισε και τον Ιού και τον Αζαήλ, εις καιρόν μάλιστα που ο Ηλίας δεν ήτο πλέον επί της γης˙ μάλιστα δε και ο Ελισσαίος απέστειλεν άλλον ανώνυμον μαθητήν του καιέχρισε τον ένα βασιλέα (Δ’ Βα 9-9). Και όμως λέγεται ότι ο Ηλίας αντικατέστησε τους βασιλείς (Γ’ Βα 19, 15-16), διότι εκείνος έδωκεν εντολήν εις τον Ελισσαίον και ο Ελισσαίος εις τον άσημον μαθητήν του. Κατ’ ουσίαν ο Θεός ήλλαξε τους βασιλείς. Έτσι και εδώ˙ το Πνεύμα ενέπνευσε τον Παύλον και ο Παύλος ενέπνευσε τον Λουκάν˙ βεβαίως τα ανθρώπινα στοιχεία του θεοπνεύστου συγγράμματος ανήκουν εις τον τελευταίον, τον συντάκτην˙ διότι δεν εγράφη καθ’ υπαγόρευσιν επί λέξει, όπως π.χ. η προς Ρωμαίους από τον Τέρτιον (Ρω 16, 22), αλλά προφανώς ο Παύλος ανέπτυξε το θέμα, και ο Λουκάς έχων υπ’ όψιν τόσον την ανάπτυξιν όσον και την καθόλου διδασκαλίαν του παλαιόθεν διδασκάλου του συνέταξε την Επιστολήν ελευθέρως. Κατά τούτο διαφέρει η Επιστολή αυτή από τας λοιπάς 13 του Παύλου. Είνε δε ασφαλώς ως Επιστολή του Παύλου, διότι αυτός την ενέπνευσε και αυτός έφερ την ευθύνην αυτής.

Διατί ο Παύλος έγραψε την Επιστολήν αυτήν έτσι και όχι όπως τας άλλας, δεν είνε εύκολον να γνωρίζωμεν επακριβώς˙ πιθανώς υπάρχουν πολλοί λόγοι, άλλοι εις το παντελές άγνωστοι και άλλοι ευκόλως συμπεραινόμενοι. Τοιούτοι λόγοι δύναντια να είνε και οι εξής. Ο Παύλος συν τοις άλλοις περιφρονείται και ως "ιδιώτης τω λόγω"˙ ο Λουκάς μετά την συγγραφήν του Ευαγγελίου και πιθανώς και των Πράξεων είνε δοκιμασμένος συντάκτης, εφανέρωσεν εις την αποστολικήν συνοδίαν ότι έχει τάλαντον εις το γράφειν. Το εγχείρημα του Παύλου να τολμήση να συμβουλεύση τους Εβραίους που τον περιφρονούν και δεν παραδέοχνται ότι έχουν την ανάγκην του, είνε μια πολύ λεπτή χειρουργική επέμβασις˙ μία μικρά κίνησις του εγχειριζομένου, ένας περιφρονητικός λογισμός των αναγνωστών έστω και δια το επουσιώδες θέμα της γλώσσης και της συντάξεως, δύνατια να αποβή θανατηφόρον˙ η Επιστολή πρέπει να είνε και ανθρωπίνως άψογος, αρτία˙ κατάλληλος προς τούτο συντάκτης είνε ο Λουκάς. Και πολλά άλλα» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 165-170).

Για τον τόπο και χρόνο συγγραφής της Επιστολής: «Όπως φαίνεται εκ του χαιρετισμού «ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ ἀπὸ τῆς Ἰταλίας" (13, 24), η Επιστολή εγράφη εν Ιταλία και πιθανώς εν Ρώμη. Ο τόπος, όπως και η αφορμή και ο σκοπός, μας προσδιορίζουν τον χρόνον. Η Επιστολή προς Εβραίους εγράφη ευθύς μετά την απόλυσιν του Παύλου εκ της πρώτης φυλακίσεώς του, ολίγων μετά τας Επιστολάς των δεσμών. Πάντως ο Παύλος εκ της κατακλείδος φαίνεται ελεύθερος. Εγράφη κατά τα έτη 63-64˙ τότε η Εκκλησία της περιτομής εν Παλαιστίνη υπέστη τον πρώτον γενικόν και άγριον διωγμόν εκ μέρους των Ιουδαίων, τότε εφονεύθη και ο επίσκοπος αυτής Ιάκωβος ο αδελφός του Κυρίου και άλλοι ίσως πολλοί, τότε έφυγαν εις Αίγυπτον οι απόστολοι Πέτρος, Ιωάννης, Ιούδας, Μάρκος» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 170).

Αφορμή και σκοπός: «Οι Εβραίοι Χριστιανοί, αφ’ ενός μη δεχόμενοι τον σταυρικόν και αποκλειστικώς χριστοκεντρικόν χαρακτήρα της Χριστιανικής πίστεως, και αφ’ ετέρου φανατικώς και νοσηρώς προσκολλώμενοι εις την άχρηστον πλέον μωσαϊκήν θρησκείαν, δεν αφήκαν να αναπτυχθή η πίστις των και η αγάπη των, αλλ’ εκόμπαζον με τον "όγκον" της καταγωγής των˙ και τώρα που ο μέγας πειρασμός του διωγμού σαρώνει τα πάντα, ολιγοπιστούν. Χριστός σημαίνει κατά κόσμον θάνατος κατά πνεύμα ζωή˙ το πρώτον το βλέπουν, το δεύτερον δεν το πιστεύουν. Νόμος σημαίνει κατά πνεύμα θάνατος κατά κόσμον ζωή και άνεσις˙ το πρώτον δεν το πιστεύουν, το δεύτερον το βλέπουν. Με τον μωσαϊκόν νόμον είνε νομιμόφρονες έναντι της Ιουδαϊκής κοινότητος και της Ρωμαϊκής πολιτείας, ανήκουν εις γνωστόν και ανεγνωρισμένον θρήσκευμα. Με τον Χριστόν ευρίσκονται εκτός νόμου και έναντι της πολιτείας και έναντι της θρησκευτικής κοινότητος. Και κλονίζονται. Σκέπτονται να επανέλθουν εις το παλαιόν θρήσκευμα. Αμφισβητούν την Θεότητα του Χριστού. Αυτοί οι οποίοι επί τριακονταετίαν περίπου συμπεριεφέρθησαν τόσον υπεροπτικώς προς τους απεριτμήτους εξ εθνών Χριστιανούς και τους έβλεπον ως νόθα, αυτοί που επέμενον να κατεξουσιάζουν τόσο φορτικώς τους εξ εθνών και δεν ανεγνώριζον καν τον Παύλον, αυτοί τώρα καταπίπτουν, και τους στηρίζει ο "μη στύλος" Παύλος. Αυτή είνε η αφορμή αυτός και ο σκοπός της Επιστολής αυτής, "του λόγου της παρακλήσεως"» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 170-171).

πγ') «Η Επιστολή όμως αυτή [προς Εφεσίους] δεν φαίνεται να αντανακλά τις παυλιανές απόψεις. Ίσως στην πρώτη μορφή της να ήταν έργο κάποιου παυλιανιστή, αργότερα όμως διασκευάστηκε και όπως είναι διατυπωμένη αντανακλά αντιλήψεις και απόψεις του γνωστικισμού (Βλ. σχετικά την εργασία του Schier, "Christus und die Kirche in Epheserbrief”» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. β’ σ. 137).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: «Δεν το λέγω εγώ, το είπε ο σοφός Γερμανός κριτικός», είναι πολύ αφελές επιχείρημα, ειδικά όταν πρόκειται για κριτικούς της συμφοράς κι όταν ο Κορδάτος ξεπερνά έτσι, σε 10 σειρές, το ζήτημα της γνησιότητας μιας Επιστολής, ενώ γράφει ένα αντιχριστιανικό βιβλιο 900 σελίδων. Άλλωστε, αφού οι «παυλιανιστές» ήταν οι νικητές της διαμάχης... παυλιανισμού-πετριανισμού, γιατί δεν αποκήρυξαν την Επιστολή αυτή;

Όποιος όμως κάτσει και διαβάσει, βλέπει ότι δεν έχει τίποτε γνωστικιστικό η Επιστολή. Δεν εμπεριέχει πουθενά το μίσος για την ύλη, για τον κόσμο αυτό. Ούτε λέει ότι ο Θεός δεν έφτιαξε τον υλικό κόσμο. Αντίθετα, μιλά για εν Χριστώ ένωση επουρανίων και επιγείων (1, 10-11), πράγμα φρικτό για έναν Γνωστικό. Η αγάπη του Χριστού ξεπερνά την γνώση (3, 19), οι ηθικές παραινέσεις ασφαλώς δεν είναι κατά της ύλης αλλά κατά της αμαρτίας, η μάχη των Χριστιανών δεν είναι πάλη εναντίον σάρκας και αίματος (6, 12).

πδ') «Πουθενά [στην Αποκάλυψη] ο Ιησούς δεν παρουσιάζεται σας Θεός. Τον υμνούν και τον δοξολογούν οι φρουροί, οι ιερείς και οι υπηρέτες του Γιαχβέ, αλλά δεν τον αναγνωρίζουν σαν ισόθεο. Στο θεϊκό θρόνο κάθεται μόνο ο Γιαχβέ. Εξάλλου η διαμονή του Ιησού πάνω στον ουρανό είναι προσωρινή, γιατί πάλι θα ξαναγυρίσει στη γη για ν’ αποτελειώσει το έργο του. Όσο όμως μένει στα ουράνια και στα θεϊκά δώματα, δεν ανακατεύεται στις υποθέσεις του Γιαχβέ. (...) δεν παίρνει μέρος στην κυβέρνηση του ουρανού. (...) Ο Θεός είναι ένας: ο Ιεχωβάς. Ο Ιησούς έχε ορισμένη εντολή, να παίξει το ρόλο του Μεσσία ... και τίποτε άλλο. (...) Αν και στην Αποκάλυψη έγιναν προσθήκες, και αλλαγές, καμιά παράγραφος που να παρουσιάζει τον Ιησού Θεό δεν μπήκε» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. β’, σ. 199-207).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: δεν το αναφέραμε προηγουμένως αλλά αυτό είναι το πλάνο των αθεϊστών (και των Νεοπαγανιστών που αντιγράφουν και αναμασούν τα αντιχριστιανικά επιχειρήματα του αθεϊσμού): «Δεν το λέμε εμείς ότι ο Ιησούς δεν είναι Θεός, τα ίδια τα βιβλία της Καινής Διαθήκης το λένε». Νομίζουν πως με τέτοιες καταγέλαστες σοφιστείες μπορούν να αποδείξουν ότι λάθος κατάλαβαν εδώ και 2000 χρόνια τον Ιησού για Χριστό και Θεό οι Χριστιανοί. Δηλαδή φτάνουν στο τελευταίο σκαλί του εξευτελισμού, αφού γελοιοποιούνται από τα ίδια τα κείμενα. Ας δούμε τι λέει η, κατά Κορδάτο, ανόθευτη Αποκάλυψη:

1) «(...) τον Ιησούν Χριστόν, ο οποίος (...) μας έκανε (...) ιερείς δια τον Θεόν, τον Πατέρα του» (1, 5-6). Τι θα μας πούνε εδώ; Ότι δεν λέει η Αποκάλυψη πως ο Ιησούς είναι Υιός του Θεού;

2) «[μιλά ο "υιός του ανθρώπου", δηλαδή ο Ιησούς (βλ.1, 13-18)] Εις τον άγγελον της εκκλησίας των Θυατείρων γράψε: "Αυτά λέγει ο Υιός του Θεού (..)"» (2, 18). Τι θέλουν να μας πούνε; Ότι δεν αποκαλεί Υιό του Θεού η Αποκάλυψη τον Ιησού;

«(...) θα ομολογήσω το όνομά του ενώπιον του Πατέρα μου» (3, 3). Κι εδώ το ίδιο.

Ο Κορδάτος έλεγε ότι μόνο ο «Γιαχβέ» κάθεται στο θρόνο, όχι ο Ιησούς. Φαίνεται πως δεν διάβασε αυτό:

3) (πάλι μιλά ο "υιός του ανθρώπου") «(...) Εις εκείνον που νικά θα του επιτρέψω να καθήση μαζί μου εις τον θρόνον μου, όπως και εγώ ενίκησα και εκάθησα μαζί με τον Πατέρα μου εις τον θρόνον του» (3, 21).

4) «Και άκουσα κάθε δημιούργημα ... να λέγη "Εις τον καθήμενον εις τον θρόνον και εις το Αρνίον [= τον Ιησού] ανήκει ο ύμνος και η τιμή, η δόξα και η δύναμις εις τους αιώνας των αιώνων"» (5, 13). Την ίδια τιμή δέχονται Ιησούς και Θεός στην Αποκάλυψη, άρα ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός.

5) «Η σωτηρία ανήκει εις τον Θεόν μας που κάθεται εις τον θρόνον, και εις το Αρνίον» (7, 10). Πάλι, ο Θεός μοιράζεται κάτι με τον Ιησού. Αν θεωρούσε η Αποκάλυψη άνθρωπο τον Ιησού, δε θα το έλεγε αυτό.

6) «το Αρνίον που είναι εις το μέσον του θρόνου» (7, 17).

7) οι σωσμένοι «εξαγοράσθησαν από την ανθρωπότητα σαν πρωτογεννήματα δια τον Θεόν και δια το Αρνίον» (14, 4). Πάλι φαίνεται να χάνει την αποκλειστικότητά του ο Θεός, εκτός κι αν δεχτούμε ότι η Αποκάλυψη εννοεί τον Θεό Πατέρα και το Αρνίο-Ιησού Χριστό ως Θεό.

8) «εδώ θα φανή η υπομονή των αγίων οι οποίοι τηρούν .. την πίστιν εις τον Ιησούν» (14, 12). Πίστη στον Ιουδαϊσμό δινόταν μόνο στο Θεό.

9) «το Αρνίον είναι ο Κύριος των κυρίων και ο Βασιλεύς των βασιλέων» (17, 14). Η φράση αυτή (με πλάγια), παρμένη απ’ την Π.Δ. η οποία την χρησιμοποιεί για το Θεό, δηλώνει ότι το Αρνίο είναι Θεός.

10) στο 19, 11-16, αυτός που φορά «ένδυμα βαμμένο με αίμα», δηλαδή ο Ιησούς, έχει τα ονόματα «Λόγος του Θεού» και «Βασιλεύς των βασιλέων και Κύριος των κυρίων».

11) ο «ποταμός του νερού της ζωής» (Απ. 22, 1) πηγάζει «από τον θρόνον του Θεού και του Αρνίου» (22, 1). Πάλι το Αρνίο είναι Θεός. «Ο θρόνος του Θεού και του Αρνίου θα είναι εκεί και οι δούλοι του θα τον λατρεύουν» (22, 3).

            Το να παριστάνουν οι μη Χριστιανοί ότι τάχα κατάλαβαν την Κ.Δ. καλύτερα από τους αγίους και τους Πατέρες της Εκκλησίας, και ότι είδαν πως ο Ιησους δεν αναφέρεται ως Θεός, είναι η έσχατη απόδειξη της αναξιοπιστίας τους. Εμείς τους λυπόμαστε, αλλά δε θα πάψουμε να συνεχίσουμε να τους ξεντροπιάζουμε. Μετά τον Κορδάτο σειρά έχουν κι άλλοι αντιχριστιανοί, Εθνικοί ή σύγχρονοι άθεοι.

 ΠΡΟΧΩΡΗΣΕ ΣΤΟ ΙΘ' ΜΕΡΟΣ (Ελληνικότητα)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ