ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΠΛΗΞΙΑ
ΙΣΤ' ΜΕΡΟΣ
ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ II
77.
Διάφορες
αντιρρήσεις
των
Νεοπαγανιστών
αναφορικά με
την Καινή
Διαθήκη και
σχετικά με τον
Ιησού.
α')
«Γνωρίζουμε
πλέον ότι τα
λεγόμενα "Ευαγγέλια",
δεν αποτελούν
ιστορικά
κείμενα, αλλά
κατά την
ιουδαϊκή
μέθοδο του "midrash"
(αμφισήμαντου
όρου που
ταυτόχρονα
σημαίνει "εξήγηση"
αλλά και "παρέμβαση",
μια μέθοδος
συνεχούς
αναπροσαρμογής
πααιότερων
μύθων ώστε να
ταιριάζουν με
τα εκάστοτε νέα
δεδομένα) (...)» (Βλ.
Ρασσιά, Μια
Ιστορία Αγάπης,
β έκδοση, εκδ.
Ανοιχτή Πόλη, 2005,
τ. Α, σ. 56).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
«(Οι συγγραφείς
της Κ. Διαθήκης)
έχουν
ωρισμένας
αρχάς τας
οποίας τηρούν
πάντοτε εις
απόλυτον
βαθμόν και
αποκλειστικώς
μόνον αυτοί
μεταξύ όλων των
συγγραφέων της
γης και των
αιώνων.
Εντεύθεν
αντιλαμβάνεται
κανείς την
παρουσίαν και
ενέργειαν του
ενός αγίου
Πνεύματος.
Χρυσούς κανών
των
θεοπνεύστων
ιστορικών είνε
ότι γράφουν α)
απαθώς, και β)
όχι
αποκαλυπτικώς˙
ενώ αντιθέτως
κανών των
διδασκάλων ή
προφητών είνε
ότι γράφουν α)
συμπαθώς, και β)
αποκαλυπτικώς.
Εξετάζοντες
τους
ιστορικούς [τα
Ευαγγέλια και
τις Πράξεις]
ερχόμεθα κατ
αρχήν εις το
πρώτον
γνώρισμά των.
Ουδέποτε
ουδαμού εις τα
ιστορικά
βιβλία θα εύρη
κανείς μίαν
έκφρασιν, ένα
επίθετον, ή
έστω ένα
υπονοούμενον,
εκ του οποίου
να συνάγεται
ότι ο
ευαγγελιστής
προσωπικώς
διάκειται
ευμενώς ή
δυσμενώς προς
το Α πρόσωπον,
και επαινεί ή
κατακρίνει την
Α ενέργειαν.
’λλο θέμα αν τα
ιστορούμενα
πρόσωπα
φαίνονται εκ
των λόγων των
τί φρονούν˙ ο
ευαγγελιστής
ιστορικός
παραμένει
απολύτως
ψυχρός,
απρόσωπος,
αφανής, αν και
εκθέτει τα
γεγονότα με
τόσην
ζωηρότητα και
σαφήνειαν, ώστε
να συμπάσχωμεν
ως αναγνώσται
με τα πρόσωπα
της ιστορίας.
Βλέπει κανείς
πολλάκις εις τα
ιστορικά
βιβλία, ότι ο
Ιησούς
αποκαλεί τους
φαρισαίους
υποκριτάς και
τον Ηρώδην
αλώπεκα, ο
Παύλος τον
Ελύμαν υιόν
διαβόλου, ο
Παύλος και ο
Βαρνάβας να
παροξύνωνται
προς αλλήλους,
ο Ιησούς να
λέγη τα "ουαί"
ή να επιπλήττη
τους μαθητάς,
αλλ ουδέποτε
θα συλλάβη
ευαγγελιστήν
να χαρακτηρίζη
αυτός ως
ιστορικός ένα
πρόσωπον ή μίαν
κατάστασιν
έστω και με ένα
υπονοούμενον.
Επίσης
βλέπομεν
πολλάκις τους
ευαγγελιστάς
να
αποκαλύπτουν
περιγραφικώς
μίαν βαθυτέραν
αιτίαν ενός
γεγονότος, π.χ.
το ότι ο Ιούδας
ήτο κλέπτης του
κοινού ταμείου
των μαθητών, το
ότι οι
φαρισαίοι "διεπρίοντο"
από φθόνον
εναντίον του
Χριστού και των
μαθητών, το ότι
ο Φήλιξ ήλπιζεν
ότι θα
δωροδοκηθή υπό
του Παύλου, δια
να τον απολύση,
αλλ ουδέποτε
θα εύρη κανείς
ίχνος των
συναισθημάτων
του ιστορικού
έναντι αυτών
των
καταστάσεων. Εκ
των πολλών
δειγμάτων της
ιστορικής
αυτής απαθείας
αναφέρω ακόμη
δύο πολύ
χαρακτηριστικά.
Οι απόστολοι
επίστευον
ακραδάντως ότι
ο Ιησούς ο από
Ναζαρέτ είνε ο
Χριστός που
αναμένει ο
Ισραήλ και
αυτός είνε ο
Κύριος και ο
Γιαχβέ. Και
εδίδαξαν ότι
αυτό είνε το
μεγαλύτερον
παράπτωμα, το
να μη
αναγνωρίση και
ομολογήση
κανείς τον
Ιησούν ως
Χριστόν και
Κύριον. Εν
τούτοις ως
ιστορικοί, όταν
αναφέρουν
αφηγηματικώς
τον Κύριον προ
της αναστάσεως,
τον ονομάζουν
πάντοτε απλώς "ο
Ιησούς",
ουδέποτε ο
Κύριος ή ο
Χριστός, παρά
μόνον όταν
θέλουν να
παρεμβληθούν
αυτοί ως
πρόσωπα δια να
δώσουν μίαν
επεξήγησιν, ή
όταν
αφηγούνται πώς
τον απεκάλουν
οι ίδιοι εις
ευθύν λόγον. Π.χ.
ο Ιωάννης
γράφει˙ "Eὑρίσκει
οὗτος πρῶτος
τὸν ἀδελφὸν
τὸν ἴδιον
Σίμωνα καὶ
λέγει αὐτῷ˙
Εὑρήκαμεν τὸν
Μεσςίαν˙ ὃ
ἐστι
μεθερμηνευόμενον
Χριστός˙ καὶ
ἤγαγεν αὐτὸν
πρὸς Ἰησοῦν˙
ἐμβλέψας αὐτῷ
ὁ Ἰησοῦς εἶπε˙
Σὺ εἶ Σίμων... Τῇ
ἐπαύριον
ἠθέλησεν ὁ
Ἰησοῦς
ἐξελθεῖν εἰς
τὴν Γαλιλαίαν...»
(Ιω. 1, 42-44). Ο
Ματθαίος λέγει˙
"Καὶ
ἰδοὺ λεπρὸς
ἐλθὼν
προσεκύνει
αὐτῷ λέγων˙
Κύριε, ἐὰν
θέλῃς, δύνασαί
με καθαρίσαι.
καὶ ἐκτείνας
τὴν χείρα
ἥψατο αὐτοῦ ὁ
Ἰησοῦς λέγων˙
Θέλω,
καθαρίσθητι"
(Μθ 8, 2-3). Δηλαδή εις
μεν τα
διαλογικά και
επεξηγηματικά
μέρη τον λέγουν
Χριστόν και
Κύριον,
δεικνύοντες τι
είναι και τι
επίστευον και
αυτοί τότε και
τώρα, εις δε τα
αφηγηματικά
τον λέγουν
απλώς Ιησούν,
όπως εφαίνετο,
αποφεύγντες να
προκαταλάβουν
τον αναγνώστην
ή κατηχούμενον
έστω και δι
αυτού του
ανεπαισθήτου
τρόπου. Το
δεύτερον
δείγμα
ιστορικής
απαθείας, που
θέλω να αναφέρω,
είνε ότι εις τα
αφηγηματικά
μέρη των
σιτορικών
βιβλίων
ουδέποτε
χρησιμοποιείται
κοσμητικόν
επίθετον, καλόν
ή κακόν, αλλά
μόνον
χαρακτηριστικά
και
περιγραφικά.
Αυτό το
γνώρισμα της
ιστορικής
απαθείας
λείπει όχι
μόνον από τους
σπουδαίους
θύραθεν
ιστορικούς,
όπως ο
Θουκιδίδης,
αλλά και από
τους πατέρας
της Εκκλησίας
και από τους
αγιωτέρους
ιστορικούς˙
λείπει δε πολύ
περισσότερον
από τους
συγγραφείς των
αποκρύφων, οι
οποίοι και δι
αυτού του
τρόπου
συλλαμβάνονται
ως
κιβδηλοποιοί.
Το δεύτερον
θεμελιώδες
γνώρισμα των
ιστορικών
βιβλίων της Κ.
Διαθήκης είνε,
καθώς ελέχθη,
ότι ουδέποτε
ιστορούν κάτι
που να εγνώσθη
εις τον
ιστορικόν εξ
αποκαλύψεως. Ο
ευαγγελιστής
γνωρίζει τα
πάντα
ανθρωπίνως.
’λλο το αν
αφηγείται
σημεία και
αποκαλύψεις˙
τα διηγείται ως
τρίτον
πρόσωπον που τα
έμαθεν από τους
δεξαμένους την
αποκάλυψιν
ανθρωπίνως ήτα
είδεν ως απλούς
θεατής όχι
μόνον αυτός
αλλά και πλήθος
ανθρώπων.
Ουδέποτε
δηλαδή θα εύρη
τις εις τα
ιστορικά
βιβλία μίαν
πληροφορίαν,
την οποίαν ο
ευαγγελιστής
δεν θα ήτο
δυνατόν να την
πληροφορηθή
ανθρωπίνως και
όχι
υπερφυσικώς,
ασχέτως αν η
πληροφορία
είνε μία
αποκάλυψις
προς τα
ιστορούμενα
πρόσωπα. Την
αποκάλυψιν
βλέπουν τα
ιστορούμενα
πρόσωπα και όχι
τα ιστορίαν
γράφοντα. Ο
Ζαχαρίας και η
Μαριάμ είδον
τον
ευαγγελιζόμενον
άγγελον, ο
Ιησούς
επειράσθη από
τον σατανάν εις
μίαν σφαίραν
υπερφυσικών
γεγονότων, ο
Παύλος είδε το
όραμα προ της
Δαμασκού, αλλ ο
Ματθαίος και ο
Λουκάς έμαθαν
όλα αυτά τα
γεγονότα
ανθρωπίνως από
την Μαριάμ, τον
Ιησούν, τον
Παύλον. Δεν
υπάρχει
γεγονός της
ζωής του Κυρίου
ή του Παύλου ή
άλλου τινός, το
οποίον αυτοί
ουδέποτε
διηγήθησαν εις
τους μαθητάς
των, αλλ ο
Ματθαίος ή ο
Λουκάς το
επληροφορήθησαν
δι οράματος,
και με μόνην
πηγήν το όραμα
το εξιστόρησαν.
Και όσα σημεία
διηγούνται ως
αυτόπται, τα
διηγούνται,
διότι τα είδον
ανθρωπίνως
όπως και το
πλήθος και οι
άπιστοι
φαρισαίοι˙
είδον τον τέως
τυφλόν να βλέπη
και τον τέως
παράλυτον να
περιπατή. Αυτό
δεν είνε
αποκάλυψις
αλλά θέαμα
ανθρωπίνως
δυνατόν δια τον
απλώς θεώμενον.
Μία πλευρά
αυτού του
ιστορικού
γνωρίσματος
είνε και το ότι
οι συγγραφείς
όλοι της Κ.
Διαθήκης
ουδέποτε
συμπληρώνουν
την αρχαίαν
ιεράν ιστορίαν.
Ουδέποτε
δηλαδή
διηγούνται ή
αναφέρουν ένα
ιστορικόν
γεγονός ή ένα
όνομα της
παλαιάς
διαθήκης, το
οποίον δεν
ανέφερεν ο
Μωυσής ή οι
λοιποί
συγγραφείς της
Π. Διαθήκης. Ας
είνε
θεόπνευστοι, ας
δίδουν εις τα
αρχαία
γεγονότα
αποκαλυπτικάς
ερμηνείας˙
γεγονότα και
ονόματα
ακατάγραφα
ουδέποτε
αναφέρουν. (’λλο
θέμα αν
αναφέρουν
στοιχεία και
όνόματα
απολεσθέντων ή
φθαρέντων
χωρίων της Π.Διαθήκης).
Και αυτό το
δεύτερον
θεμελιώδες
γνώρισμα των
ιστορικών της
Βίβλου διέφυγε
την προσοχήν
των
αποκρυπτογράφων,
οι οποίοι έχουν
πρωτεύουσαν
πηγήν της
ιστορίας των
την προσωπικήν
αποκάλυψιν, εφ
ώ και
συλλαμβάνονται
επ αυτοφώρω
ψευδόμενοι» (Στ.
Ν. Σάκκου, Εισαγωγή
εις την Καινήν
Διαθήκην, β'
έκδοση, ΑΠΘ -
τμήμα εκδόσεων,
σ. 92-95).
β')
«Τα
Ευαγγέλια (...) δεν
είναι βέβαια
τόσο αρχαία,
όσο τα θέλουν
οι θεολόγοι και
οι θρήσκοι. Τα
χειρόγραφά
τους, τα πιο
παλιά που
σωθήκανε ώς τις
μέρες μας
φτάνουν ώς τα 350.
Πάπυροι πιο
αρχαιότεροι
δεν υπάρχουν. Η
δικαιολογία
των θεολόγων
ότι τάχατες οι
αρχαιότεροι
πάπυροι
καταστραφήκανε
από την
πολυκαιρία δεν
έχει
επιστημονική
αξία, γιατί
είναι
πασίγνωστο πως
από
εκατοντάδες
πολλές χρόνια
πριν από το
χριστιανισμό
σωθήκανε
διατηρημένοι
καλά πολλοί
πάπυροι:
αιγυπτιακοί,
ρωμαϊκοί και
ελληνικοί. Αν
λοιπόν δεν
υπάχουνε
αρχαιότερα
χειρόγραφα η
αιτία είναι
άλλη. Ο
χριστιανισμός
δεν
αναπτύχθηκε
κανονικά. Είχε
τις εσωτερικές
και εξωτερικές
διαφωνίες και
φαγωμάρες του» (Γ.
Κορδάτου, Αρχαίες
θρησκείες και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνη, σ.
271-272).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Οι πάπυροι που
διασωθήκανε
πριν το 330 και
περιέχουν τα
Ευαγγέλια
είναι λίγοι
διότι 1) οι
Χριστιανοί
ήταν λίγοι ώς
το 330, άρα
χρειάζονταν
λίγα αντίγραφα
των Γραφών
συγκριτικά με
τους
πολυπληθείς
μελετητές του
Πλάτωνα, που
χρειάζονταν
πολλά
αντίγραφα, 2) οι
συνεχείς
διωγμοί (π.χ.
Δέκιου,
Διοκλητιανού)
εξαφανίζανε
μεγάλο μέρος
των
χριστιανικών
παπύρων, 3) οι
Χριστιανοί δεν
είχαν ο καθένας
του κι από μια
Καινή Διαθήκη
στο σπίτι τους,
εκείνο τον
καιρό.
Μαζεύονταν
στην Εκκλησία. 4)
Έχουμε
εξηγήσει ότι οι
πάπυροι των
εξωχριστιανικών
συγγραφέων
στον καιρό του
Κωνστάντιου
κινδύνευαν με
εξαφάνιση, αλλά
πρόλαβε ο
Κωνστάντιος
και διέταξε την
αντιγραφή τους.
Αν αυτοί οι
πάπυροι, με
έργα τόσο
διάσημα,
κινδύνεψαν
και θα είχαν
εξαφανιστεί, αν
δεν
αντιγράφονταν
το ίδιο και
χειρότερο
μπορεί να
υποθέσει
κανείς για τα
χριστιανικά
συγγράμματα.
Αντίθετα,
οι αρχαίοι
πάπυροι που
διασώθηκαν
οφείλουν τη
διάσωσή τους
στο ότι
αντιγράφονταν
πολλές φορές.
Έτσι υπήρχε
πολύ
περισσότερη
πιθανότητα να
διασωθεί ένα
από τα χιλιάδες
ή εκατοντάδες
αντίγραφα, παρά
ένα από τα
λίγες δεκάδες
χριστιανικά
αντίγραφα. Και
φυσικά, δεν
μπορεί κανείς
να ισχυριστεί
με τι στοιχεία
θα το έκανε; ότι
οι Χριστιανοί
κατέστρεψαν
τους παλιούς
παπύρους, μετά
το 330. Απλώς,
άρχισαν να
αντιγράφουν σε
νέους πάπυρους
αφήνοντας να
φθαρούν οι
παλιοί, και
διόλου δε
σκέφτηκαν
μήπως κανείς θα
τους
κατηγορήσει
για εσκεμμένη
καταστροφή των
παλιών. Κανένα
συμπέρασμα
ούτε «άλλη
αιτία» δεν
υποκρύπτεται
πίσω από την
ανυπαρξία
πολλών παπύρων
πριν το 330.
«Μαρτυρούν
την Κ. Διαθήκη (...)
διάφορα
παπύρινα
αποσπάσματα
του Β αιώνος εν
οίς
διασώζοντια
τεμάχια ή και
βιβλία
ολόκληρα της Κ.
Διαθήκης. (...) Της
Κ. Διαθήκης
διεσώθησαν και
αποσπάσματα
και ένα βιβλίο
ολόκληρον επί
παπύρων του Β
αιώνος. Ο
πάπυρος 46
περιέχει
εκτεταμένα
αποσπάσματα εκ
των Επιστολών
προς Ρωμαίους,
Εβραίους, Α-Β
Θεσσαλονικείς,
με την σειράν
που τας αναφέρω.
Προφανώς ο
πάπυρος αυτός
ήτο ο Γ τόμος
της Κ. Διαθήκης,
δηλαδή αι
Επιστολαί του
Παύλου. Εκ του
ότι μάλιστα
περιέχει και
την προς
Εβραίους,
φαίνεται ότι
περιείχε και
τας 14, και όχι
μόνον 13, ούτε
μόνο τας 10 που
εδέχοντο ο
Κέρδων και ο
Μαρκίων. Ο
πάπυρος είνε
σύγχρονος ή και
αρχαιότερος
των δύο
αιρετικών
τούτων [σημ.:
περί του 140].
Επομένως είναι
σαθρά η άποψις
πολλών
νεωτέρων
προτεσταντών
ότι ο Μαρκίων
ήτο ο πρώτος
όστις έκανε
συλλογήν
βιβλίων της Κ.
Διαθήκης και δη
των Επιστολών
του Παύλου και
ότι εξ αυτού
έλαβε την
αφορμήν και η
Εκκλησία κατά
τα τέλη του Β
αιώνος να
συλλέξη και
αυτή βιβλία και
να καταρτίση
Κανόνα.
Ο πάπυρος 52, των
ετών 100-125,
διασώζει
τεμάχιον του
κατά Ιωάννην
Ευαγγελίου, οι
πάπυροι 64 και 77
τεμάχια του
κατά Ματθαίον,
ο δε πάπυρος 66
είνε ολόκληρον
το κατά Ιωάννην,
το αρχαιότερον
ακέραιον
χειρόγραφον
της Κ. Διαθήκης.
Αυτοί είνε οι
πάπυροι του Β
αιώνος. Εκ των
πολυαρίθμων
του Γ αιώνος
αναφέρω μόνον
τον 72 όστις
περιέχει
ακεραίας τας
Επιστολάς Β
Πέτρου και
Ιούδα και δύο
ψαλμούς» (Στ.
Ν. Σάκκου, Εισαγωγή
εις την Καινήν
Διαθήκην, β'
έκδοση, ΑΠΘ -
τμήμα εκδόσεων,
σ. 17 και 27).
Παραθέσαμε
τις παραπάνω
πληροφορίες,
ώστε να
δείξουμε ότι τα
αντιχριστιανικά
επιχειρήματα
της «αρνητικής
κριτικής» όχι
μόνο
προέρχονται εκ
της σιωπής,
αλλά και
συνεχώς
καταρρίπτονται
και είναι
ανάξια
προσοχής.
Καταλαβαίνει
κανείς ότι από
τους
αντιχριστιανούς
λείπει η
μετριοφροσύνη
και περισσεύει
ο φανατισμός.
γ')
«Για
το ζήτημα αν οι
Ευαγγελιστές
ήταν
θεόπνευστοι
δεν έχουμε να
πούμε παρά μόνο
τούτο: Αν αυτό
ήταν σωστό, θα
έπρεπε να
υπάρχει μόνο
ένα Ευαγγέλιο
και να μην
υπάρχουν τόσες
διαφωνίες και
αντιφάσεις στα
γραφόμενά τους.
(...) Ή οι
Ευαγγελιστές
ήταν
θεόπνευστοι,
και σαν τέτοιοι
δεν έπρεπε να
ιστορούν
διαφορετικά τη
ζωή και τη
δράση του Ιησού,
ή δεν ήταν,
οπότε θα πρέπει
να
παραδεχτούμε
πως από τη μια
μεριά πήραν ο
καθένας τις
πληροφορίες
του, και από την
άλλη πως γύρω
στην
προσωπικότητα
και την
πολιτική δράση
του Ναζωραίου
υπήρχαν
αντιφατικές
παραδόσεις και
γνώμες που
συντελέσανε
στον να
δημιουργηθούν
ένα σωρό θρύλοι
και μύθοι» (Γ.
Κορδάτου, Ιησούς
Χριστός και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνης, τ.
α, σ. 238).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
θεόπνευστο δε
σημαίνει
αλάθητο.
Θεόπνευστο
σημαίνει ότι
στα θέματα (ιστορικά
ή δογματικά)
που άπτονται
την θεϊκή
αποστολή
υπάρχει
αλάθητο, ενώ
στα άλλα μπορεί
και να μην
υπάρχει. Το
έχουμε πει και
για την Π.Δ., αλλά
αυτά είναι
λεπτομέρειες
για τους
άσχετους.
Επιπλέον κάθε
Ευαγγελιστής
παίρνει από
αλλού τις
πληροφορίες
του. Ο Ματθαίος
ήταν απόστολος
άρα αυτόπτης
μάρτυρας, ο
Μάρκος από τον
απόστολο Πέτρο,
ο Λουκάς από
την Παναγία, ο
Ιωάννης ήταν
επίσης
απόστολος.
Διαφορετικές
πληροφορίες σε
δευτερεύοντα
θέματα δεν
βλάπτουν την
αξίωση για
θεοπνευστία
των Ευαγγελίων.
Αλλιώς τα
θυμόταν
ορισμένα
πράγματα ο
Ματθαίος,
αλλιώς ο Πέτρος,
αλλιώς η
Παναγία, αλλιώς
ο Ιωάννης˙ μετά
από 3-4 δεκαετίες,
ήταν
αναμενόμενο,
επιπλέον, να
διαφέρουν στα
λόγια. Για
παράδειγμα ο
αυτόπτης
μάρτυρας
Ματθαίος
γράφει «μακάριοι
οι πτωχοί τω
πνεύματι» (Κατά
Ματθαίον 5, 3), ενώ
ο Λουκάς, που
δεν ήταν
αυτόπτης
γράφει «μακάριοι
οι πτωχοί» (Κατά
Λουκάν 6, 20). Στα
κύρια ζητήματα
όμως, της
θεότητας και
της ανάστασης
του Ιησού,
έχουν την ίδια
άποψη. Το αν
ήταν καλύβα ή
σπηλιά ο τόπος
της γέννησης
του Ιησού δεν
έχει πολλή
σημασία
θεολογικώς. Τον
αν όμως
γεννήθηκε από
παρθένα (αν
διαφωνούσαν
αναμεταξύ τους
στο ζήτημα αυτό
οι
Ευαγγελιστές)
έχει θεολογική
σημασία.
Όσο για την
εξίσωση «θεόπνευστο=άρα
έπρεπε να είναι
ένα κι όχι
πολλά», αυτή η
τόσο παράλογη
άποψη
παραγνωρίζει
ότι τα
Ευαγγέλια δεν
αντιγράφονταν (για
τον λόγο ότι οι
Χριστιανοί
ήταν λίγοι τον 1ο
αι.) τόσο πολύ,
ώστε να
κυκλοφορεί
μόνο ένα σε όλη
την Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία,
όσο και το ότι
το καθένα
Ευαγγέλιο
απευθυνόταν σε
διαφορετικό
κοινό, σε
διαφορετικό
έτος, σε
διαφορετική
περιοχή. Όταν π.χ.
ο Λουκάς γράφει
το Ευαγγέλιο,
που είναι
επιστολή προς
έναν πρώην
εθνικό, νυν
Χριστιανό, που
ζητούσε
πληροφορίες
για τον Ιησού,
δε θα τού λεγε «περίμενε
να μου φέρουν
την επιστολή
του Ματθαίου»˙
δεν ήταν
διδακτορική
διατριβή, ώστε
να απαιτούνται
χρόνια για τη
συγγραφή.
δ')
"Γιατί
να απορριφθούν
τα Γνωστικά
ευαγγέλια ως μη
αυθεντικώς
χριστιανικά
και να
θεωρηθούν μόνο
τα τέσσερα της
Κ.Δ.;»
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
διότι πέρα απ
το ότι πολλά
είναι
μεταγενέστερα
των τεσσάρων
της Κ.Δ., που
γράφτηκαν κατά
τον 1ο μ.Χ. αι.
υπάρχουν, όπως
διαφαίνεται
πολλές
διαφορές
ανάμεσα στα
γνωστικά και
στα αυθεντικά
ευαγγέλια της Κ.Δ.,
αναφορικά με
τον τρόπο
αντίληψης του
Χριστιανισμού
και του κόσμου.
Ο Γνωστικισμός
και τα Γνωστικά
«ευαγγέλια»
υποτιμούν τη
γυναίκα (θεωρούσαν
τη «διαίρεση»
μεταξύ άντρα-γυναίκας
ως κακό),
θεωρούν τον
κόσμο φυλακή,
τη ζωή
ματαιότητα,
απαξιώνουν το
σώμα κι έχουν
πανθεϊστικές
τάσεις και
μεγάλες
θεολογικές
διαφορές και
έχουν πλήθος
φανταστικών
ψευδοϋπερφυσικών
γεγονότων.
Έτσι,
στο απόκρυφο Ευαγγέλιο
του Θωμά, ο
μικρός Ιησούς
ξεραίνει το γιο
του Γραμματέα
’ννα (παρ. 3),
θανατώνει ένα
παιδί που
σκόνταψε πάνω
του (παρ. 4),
τυφλώνει τους
γονείς που
διαμαρτύρονται
στον Ιωσήφ (παρ. 5),
και (στη
συριακή
παραλλαγή) λέει
«όταν θα φτάσω
στο
αποκορύφωμα
της δόξας, θα
παραμερίσω ό,τι
έχω από τη δική
σας φύση». Εδώ
βλέπουμε έναν
Ιησού
εκδικητικό κι
έναν Ιησού που
δηλώνει ότι «στο
αποκορύφωμα»
της δόξας του
θα διώξει την
ανθρώπινη φύση˙
δηλαδή ακριβώς
τα αντίθετα από
τα Ευαγγέλια
που τονίζουν
την ενσάρκωση
του Λόγου και
δεν εμφανίζουν
έναν
εκδικητικό
Ιησού. Στο Ευαγγέλιο
του Ψευδο-ματθαίου,
ο Ιησούς μιλά
και περπατά
τρεις μόλις
μέρες μετά τη
γέννησή του (παρ.
18), τον
προσκυνούν τα
λιοντάρια (παρ. 35)
και χωρίζει τον
Ιορδάνη ώστε να
διαβεί αυτός
μετά λιοντάρια
(παρ. 36), στην ίδια
ηλικία. Στο Γνωστικό
Ευαγγέλιο του
Θωμά
διαβάζουμε (1): «Και
είπε [ο Ιησούς]˙
όποιος βρίσκει
την ερμηνεία
αυτών των λόγων
δεν θα γευθεί
το θάνατο»,
άποψη που είναι
εντελώς
αντίθετη με τη
ρήση του
Χριστού ότι
μόνο όποιος
κάνει το θέλημα
του θα σωθεί, (14): «Ο
Ιησούς τους
είπε˙ Εάν
νηστεύετε,
διαπράττετε
αμαρτία στον
εαυτό σας˙ και
εάν
προσεύχεσθε, θα
κατακριθείτε»,
πράγματα
ενάντια στα όσα
λέει η Κ.Δ., (22): «Ο
Ιησούς είπε (...) κι
όταν το
αρσενικό και το
θηλυκό τα
κάνετε ένα,
ώστε το
αρσενικό να μην
είναι αρσενικό
και το θηλυκό
να μην είναι
θηλυκό, τότε θα
εισέλθετε στη
βασιλεία»,
αναίρεση της
διήγησης της
Γένεσης, (114): «Ο
Σίμων Πέτρος
είπε σ αυτόν˙
ας φύγει από
μας η Μαριάμ,
γιατί οι
γυναίκες δεν
είναι άξιες της
ζωής. Ο Ιησούς
είπε˙ Να, θα την
ελκύσω, ώστε να
την κάνω άνδρα,
για να γίνει
και αυτή πνεύμα
ζωντανό όμοιο
με εσάς τους
άνδρες˙ γιατί
κάθε γυναίκα
που θα γίνει
άνδρας θα
εισέλθει στη
βασιλεία των
ουρανών»,
πράγματα
σαφέστατα
υποτιμητικά
και
διαφορετικά
από τις
διδασκαλίες
της Καινής
Διαθήκης για
τις γυναίκες,
αφού σημαίνουν
ότι η γυναίκα
πρέπει να
αρνηθεί το φύλο
της, δηλαδή τη
φύση της, για να
σωθεί.
Αντίθετα,
ο αυθεντικός
Χριστιανισμός
των Ευαγγελίων
της Κ.Δ. έχει
τελείως
διαφορετική
άποψη: η
γυναίκα είναι
πλάσμα του Θεού,
καλή, ο κόσμος
δεν είναι
φυλακή, η ζωή κι
η ύπαρξη δεν
είναι
ματαιότητα
ούτε κακό, το
σώμα είναι καλό
και θα
αναστηθεί˙ όλα
αυτά
συμβαδίζουν
και με την Π.Δ.
Είναι προφανές
ότι δεν γίνεται
ο αρχικός
Χριστιανισμός,
οι απόστολοι,
να είχε
ταυτόχρονα και
τις δύο απόψεις.
Είχε τις
απόψεις της
Καινής
Διαθήκης, διότι
ο Γνωστικισμός
εμφανίστηκε
αργότερα. Ότι
τα λεγόμενα «Απόκρυφα»
γράφτηκαν πολύ
μετά από τα
βιβλία που
αναγνωρίζει η
Εκκλησία, είναι
παραδεκτό: «τα
βιβλία αυτά
συντάχθηκαν
μεταξύ του 2ου
και του 4ου μ.Χ
αι. από
Ιουδαίους και
Χριστιανούς
συγγραφείς, οι
οποίοι με
απομίμηση του
τίτλου, του
ονόματος του
συγγραφέα, της
μορφής και του
περιεχομένου
επεδίωκαν να
εξασφαλίσουν
στα έργα τους
κανονικό κύρος»
(Εγκυκλοπαίδεια
Πάπυρος
λάρους
μπριτάννικα, λ. Απόκρυφα).
«Τα
περισσότερα
γράφτηκαν στον
δεύτερο αιώνα
και τα υπόλοιπα
στους
μετέπειτα
αιώνες» (Εγκυκλοπαίδεια
Υδρία, λ. Απόκρυφα).
Έτσι,
για το γνωστικό
Ευαγγέλιο του
Θωμά: «οι
περισσότερες
απόψεις
συγκλίνουν
προς το β μισό
του 2ου αιώνα,
ενώ η σημερινή
του μορφή
ανάγεται στον 3ο
αιώνα» (Ιω. Δ.
Καραβιδόπουλου,
Απόκρυφα
Χριστιανικά
Κείμενα, εκδ. Π.
Πουρναράς,
Θεσσαλονίκη 1999, τ.
Α, σ. 302). Για το Πρωτοευαγγέλιο
του Ιακώβου: «η
ημερομηνία
εμφάνισης του Πρωτ.
Ιακ.
Τοποθετείται
από το 150 και
έπειτα, σίγουρα
όμως μέσα στο
δεύτερο μισό
του δεύτερου
αιώνα, καθώς
τον 3ο αιώνα
γνωρίζει
μεγάλη
ανάπτυξη» (Ιω. Δ.
Καραβιδόπουλου,
Απόκρυφα
Χριστιανικά
Κείμενα, εκδ. Π.
Πουρναράς,
Θεσσαλονίκη 1999, τ.
Α, σ. 47). Για το
Απόκρυφο Ευαγγέλιο
του Πέτρου: «οι
πιο πρόσφατες
χρονολογήσεις
κυμαίνονται
μεταξύ του α
μισού του Β
αιώνα, των
μέσων του Β
αιώνα και του β
μισού του Β
αιώνα. (..)
Νομίζουμε ότι η
χριστιανική
ορολογία του ("Κύριος",
"υιός του Θεού",
"σωτήρ των
ανθρώπων", σε
αφηγηματική
μορφή [γ ενικό
πρόσωπο] και
όχι σε
προσφωνήσεις, η
ονομασία της
πρώτης ημέρας
μετά το Σάββατο
ως Κυριακής ...
μας οδηγούν
προς το α μισό
του Β αιώνα» (Ιω.
Δ.
Καραβιδόπουλου,
Απόκρυφα
Χριστιανικά
Κείμενα, εκδ. Π.
Πουρναράς,
Θεσσαλονίκη 1999, τ.
Α, σ. 123-124). «Η χρονική
αφετηρία που
θέσαμε για την
ιστορία του Ευαγγελίου
του Νικοδήμου
δεν
μετακινείται
πέρα από τον 2ο-3ο
μ.Χ. αιώνα» (Ιω. Δ.
Καραβιδόπουλου,
Απόκρυφα
Χριστιανικά
Κείμενα, εκδ. Π.
Πουρναράς,
Θεσσαλονίκη 1999, τ.
Α, σ. 143). Το
Απόκρυφο Κήρυγμα
Πέτρου «τοποθετείται
από τους
ερευνητές στις
αρχές του Β
αιώνα, με
πατρίδα
πιθανώς την
Αίγυπτο» (Ιω. Δ.
Καραβιδόπουλου,
Απόκρυφα
Χριστιανικά
Κείμενα, εκδ. Π.
Πουρναράς,
Θεσσαλονίκη 1999, τ.
Β, σ. 14). Για τις
Απόκρυφες Πράξεις
Ιωάννη, «το
σύνολο του
έργου
τοποθετείται
από τους
ερευνητές κατά
τον 2ο αιώνα,
μεταξύ των ετών
150 και 200. (...) Δεν έχει
αναφορές στην
Παλαιά και στην
Καινή Διαθήκη» (Ιω.
Δ.
Καραβιδόπουλου,
Απόκρυφα
Χριστιανικά
Κείμενα, εκδ. Π.
Πουρναράς,
Θεσσαλονίκη 1999, τ.
Β, σ. 31-32). Για τις
Απόκρυφες Πράξεις
Πέτρου, «χρονικά
το έργο
τοποθετείται
στην περίοδο
από το
τελευταίο
τρίτο του 2ου
αιώνα μέχρι τις
αρχές του 3ου,
πάντως στην
αρχική μορφή
του
τοποθετείται
στα τέλη του 2ου
αιώνα» (Ιω. Δ.
Καραβιδόπουλου,
Απόκρυφα
Χριστιανικά
Κείμενα, εκδ. Π.
Πουρναράς,
Θεσσαλονίκη 1999, τ.
Β, σ. 91). Για τις
Απόκρυφες Πράξεις
Ανδρέρου, «ο
εγκρατιτικός
χαρακτήρας του
το φέρει
χρονικά στην
εποχή των άλλων
απόκρυφων
Πράξεων, με
πιθανότερη την
προέλευσή του
από τα τέλη του 2ου
ή τις αρχές του 3ου
αιώνα» (Ιω. Δ.
Καραβιδόπουλου,
Απόκρυφα
Χριστιανικά
Κείμενα, εκδ. Π.
Πουρναράς,
Θεσσαλονίκη 1999, τ.
Β, σ. 201). Για τις
Απόκρυφες Πράξεις
Θωμά, «η
συγγραφή του
τοποθετείται
από τη σύγχρονη
έρευνα κατά το
πρώτο μισό του 3ου
αιώνα» (Ιω. Δ.
Καραβιδόπουλου,
Απόκρυφα
Χριστιανικά
Κείμενα, εκδ. Π.
Πουρναράς,
Θεσσαλονίκη 1999, τ.
Β, σ. 236). «Η Αποκάλυψη
Πέτρου ένα
κείμενο που
προέρχεται από
το πρώτο μισό
του 2ου μ.Χ.
αιώνα κατά την
επικρατέστερη
άποψη» (Ιω. Δ.
Καραβιδόπουλου,
Απόκρυφα
Χριστιανικά
Κείμενα, εκδ. Π.
Πουρναράς,
Θεσσαλονίκη 1999, τ.
Β, σ. 403). «Η
απόκρυφη Αποκάλυψη
Παύλου
χρονολογείται
στα μέσα του 3ου
αι. ενώ μερικοί
μελετητές την
τοποθετούν στα
τέλη του 2ου» (Ιω.
Δ.
Καραβιδόπουλου,
Απόκρυφα
Χριστιανικά
Κείμενα, εκδ. Π.
Πουρναράς,
Θεσσαλονίκη 1999, τ.
Β, σ. 427). Όπως
βλέπουμε, τα
Απόκρυφα
γράφτηκαν μετά
τον 2ο αι. ενώ
τα βιβλία της
Καινής
Διαθήκης στη
διάρκεια του 1ου
αι. και αυτά
μόνον
εκφράζουν το
αρχικό
χριστιανικό
κήρυγμα, ενώ τα
Απόκρυφα είναι
δογματικώς
νοθευμένα. Και
μόνη η σύγκριση
των
χρονολογιών
συγγραφής της
Καινής
Διαθήκης και
των διάφορων
Απόκρυφων
καταρρίπτει
την άποψη ότι
τα Απόκρυφα
ήταν αρχικώς
ίσης σημασίας
και κύρους με
τα γνωστά
βιβλία της
Καινής
Διαθήκης, αλλά
επειδή τα
Απόκρυφα
γράφτηκαν «βεβιασμένα
και άτεχνα»
αυτό είχε ως
συνέπεια «πολλά
να πεταχθούν
αργότερα στην
άκρη από την
Εκκλησία ως
αποτυχημένα (ο
επίσημος
χαρακτηρισμός
πάντως είναι "απόκρυφα")»
(Βλ Ρασσιά, Μια
ιστορία αγάπης,
τ. Α, σ. 56)˙ άποψη η
οποία,
προερχόμενη
από κάποιον
πανάσχετο με το
Χριστιανισμό,
αγνοεί τον
τρόπο με τον
οποίο έγινε
κατουσίαν ο
κανόνας.
ε')
"Πώς
είστε τόσο
σίγουροι ότι η
προφητεία στο
Ησαΐας ζ, 14
μιλάει για «παρθένο»;
Το αρχικό
εβραϊκό
κείμενο
χρησιμοποιεί
την λέξη almah,
που σημαίνει «νεαρή
γυναίκα» κι όχι
την λέξη bethulah,
που σημαίνει
παρθένος. Ο
Ησαΐας σε άλλα
τμήματα του
βιβλίου του
χρησιμοποιεί
και τη λέξη bethulah,
αλλά όχι στο ζ, 14.
Επομένως
ξεκάθαρα δεν
αναφέρεται σε
κάποια παρθένο
που θα γεννήσει
γιο, αλλά απλώς
οι Ο, όταν
μετέφρασαν το alma
λανθασμένα
χρησιμοποίησαν
τη λέξη «παρθένος».
Έπειτα ο
Ματθαίος (1, 23) και
ο Λουκάς (1, 26 κ.ε.),
προκειμένου να
αποδείξουν ότι
ο Ιησούς ήταν
όντως ο Χριστός,
γράφουν ότι
γεννήθηκε από
παρθένα, ώστε
δήθεν να
επαληθευτεί η
προφητεία του
Ησαΐα. Αλλά ο
Ησαΐας δεν
εννοούσε αυτό
το πράγμα".
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
το ζήτημα αυτό
το έθεσε κι ο
παμπόνηρος
Πορφύριος κατά
τον 3ο αιώνα.
Καταρχήν ας
δούμε τι λέει ο
Ησαΐας.
ΗΣΑΐΑΣ
Ζ
14 διὰ
τοῦτο δώσει
Κύριος αὐτὸς
ὑμῖν σημεῖον·
ἰδοὺ ἡ
παρθένος ἐν
γαστρὶ ἕξει,
καὶ τέξεται
υἱόν, καὶ
καλέσεις τὸ
ὄνομα αὐτοῦ
᾿Εμμανουήλ·
Υπάρχουν
51 εδάφια της Π.Δ.
στα οποία
χρησιμοποιείται
η λέξη bethulah.
Εμείς
ισχυριζόμαστε
ότι πρώτον, ότι
η λ. bethulah
δεν σημαίνει
πάντα την
παρθένο˙
δεύτερον ότι η
λ. almah
σημαίνει
ενίοτε την
παρθένο, και
μάλιστα βάσει
των δεδομένων
της εποχής, την
σημαίνει πάντα˙
τρίτον ότι
ακόμη κι αν
αντί για «παρθένος»
η μετάφραση
έγραφε «νεάνις»
ή ο Ησαΐας
εννοεί «νεανίδα»,
πάλι αυτή η
νεανίδα θα
πρέπει να είναι
παρθένος.
Ότι
η λ. bethulah
δεν σημαίνει
πάντα την
παρθένο
φαίνεται από
διάφορα εδάφια
της Παλαιάς
Διαθήκης. Στη
Γένεση
διαβάζουμε
ΓΕΝΕΣΙΣ,
ΚΔ
Στον
στίχο 16,
χαρακτηρίζεται
η Ρεβέκκα ως bethulah,
αλλά αυτό δεν
αρκεί για να
γνωρίζουμε αν
είναι και
παρθένος, γι
αυτό ο
συγγραφέας
προσθέτει ότι η
Ρεβέκκα δεν
είχε
σεξουαλική
επαφή ώς τότε.
Αντίθετα, στο
στίχο 43 η
Ρεβέκκα
χαρακτηρίζεται
ως almah
και αυτό αρκεί
στον συγγραφέα
της Γένεσης,
για να δείξει
ότι η Ρεβέκκα
είναι παρθένος.
Δεν
διευκρινίζει, ο
συγγραφέας της
Γένεσης, μετά
τη λ. almah,
ότι η Ρεβέκκα «δεν
είχε σχέσεις»,
προφανώς διότι
η λ. almah
συνεπάγεται
την απουσία
σεξουαλικών
σχέσεων. Δεν
είναι λίγες οι
περιπτώσεις,
όπου η χρήση
της λ. bethulah
συνοδεύεται
από την
επεξήγηση «δεν
είχε
σεξουαλικές
σχέσεις». Στο
Ιωήλ Α, 8
διαβάζουμε:
ΙΩΗΛ,
Α
Βλέπουμε ότι
μια νύφη,
δηλαδή που έχει
ήδη
σεξουαλικές
σχέσεις,
χαρακτηρίζεται
ως bethulah.
Κανονικά, αν η λ. bethulah
σήμαινε «παρθένος»,
δεν θα έπρεπε
να
χρησιμοποιηθεί
για μια νύφη, η
οποία θρηνεί
για τον άντρα
της, τον «παρθενικόν»,
δηλαδή για έναν
άντρα που εδώ
και πολύ καιρό (από
τότε που ήταν
παρθένα) ήταν
παντρεμένη
μαζί του. Το
τελευταίο έχει
σημασία, γιατί
ορισμένοι
ισχυρίζονται
ότι απλώς η «νύμφη»
του παραπάνω
εδαφίου είναι
απλώς
αρραβωνιασμένη
(όχι σύζυγος),
δίχως ακόμη να
έχει
σεξουαλικές
σχέσεις. Ωστόσο
αυτός είναι ο
τρόπος
έκφρασης για τη
μεγάλη
διάρκεια (οπότε
δεν πρόκειται
για
αρραβωνιασμένη),
όπως φαίνεται
και απ τις
Παροιμίες Ε, 18 «συνευφραίνου
μετὰ γυναικὸς
τῆς ἐκ
νεότητός σου».
Επιπλέον ο
μνηστήρας μιας
αρραβωνιασμένης
λέγεται ish
κι όχι baal,
το οποίο
χρησιμοποιείται
πάντα για
παντρεμένο κι
όχι
αρραβωνιασμένο.
Η λ. bethulah
δεν σημαίνει
κυρίως την
παρθένα, αλλά
την κοπέλα που
μένει στο σπίτι
του πατέρα της.
Η λέξη almah
χρησιμοποιείται
6 φορές στην
Παλαιά Διαθήκη
(Γένεσις κδ, 43˙
Έξοδος β, 8˙ ’σμα
Ασμάτων α, 3 και
στ, 8˙ Ησαΐας ζ,
14˙ Ψαλμοί ξη, 26)
και σε καμμία
από αυτές τις
περιπτώσεις
δεν εννοείται
ως «παντρεμένη (δηλαδή
μη παρθένα)
γυναίκα».
Αλλά
και στις
γλώσσες των
άλλων λαών της
Μ. Ανατολής η
αντίστοιχη της
λ. bethulah
δεν σημαίνει
απαραίτητα την
(με την
βιολογική
σημασία)
παρθένα. Για
παράδειγμα, στα
Ακκαδικά η λέξη
batultu
σημαίνει
κυρίως μια
ηλικιακή ομάδα.
Μόνο σε
συγκεκριμένα
πλαίσια
σημαίνει την
παρθένα. Στα
κείμενα της
Ουγκαρίτ, η
λέξη btlt
είναι συνήθης
χαρακτηρισμός
για την Anat,
την γυναίκα του
Βάαλ. Σε
αραμαϊκά
κείμενα
διαβάζουμε για
γυναίκα, btwlt,
η οποία είναι
επίτοκος (σε
τοκετό).
Στο
κάτω-κάτω, εάν ο
Ησαΐας
προφήτευε ότι «μια
(μη παρθένα)
γυναίκα θα
γεννήσει ένα
γιο», αυτό δε θα
ήταν «σημείον»
που «θα έδινε ο
Κύριος». Διότι,
το να γεννήσει
μια (μη παρθένα)
γυναίκα ένα γιο,
δεν είναι κάτι
το θαυμαστό ή
ασυνήθιστο
ούτε θαύμα εκ
Θεού μπορεί να
το πει κανείς,
αφού όλες οι
γυναίκες που
γεννούν δεν
είναι παρθένες.
Με άλλα λόγια,
δεν στέκεται, ο
Ησαΐας να έκανε
λόγο για (μη
παρθένο) που θα
γεννούσε παιδί,
ως θαύμα. Ακόμη
κι αν η λ. alma
δεν σημαίνει
ακριβώς «παρθένα»,
αλλά «νεανίδα»,
νεαρή κοπέλα
που δεν
παντρεύτηκε
ακόμη, ο Ησαΐας
δεν θα ανέφερε
ως θαύμα το να
γεννήσει μια μη
παρθένα ένα γιο.
’λλωστε εκείνη
την εποχή οι
νεανίδες ήταν
παρθένες.
Γράφει
ο Μέγας
Βασίλειος (Ερμηνεία
εις τον Ησαΐαν,
464) για τους
ισχυρισμούς
των Ιουδαίων (και
του Πορφύριου): «Ἀνθίστανται
οἱ Ἰουδαῖοι τῇ
ἐκδόσει τῶν
Ἑβδομήκοντα,
λέγοντες μὴ
κεῖσθαι παρὰ
τῷ Ἑβραίῳ τό, «Ἡ
Παρθένος», ἀλλ «ἡ
Νεᾶνις», ὡς
δυναμένης
νεανίδος
ὀνομάζεσθαι
τῆς
ἀκμαζούσης
καθ ἡλικίαν,
οὐχὶ δὲ τῆς
ἀπειρογάμου
γυναικός˙»
και απαντά ο Μ.
Βασίλειος: «Εἰ
γὰρ σημεῖόν
ἐστι
τεραστίου
τινὸς καὶ
περηλλαγμένου
τὴν κοινὴν
συνήθειαν τῶν
ἀνθρώπων
ἐπίδειξις, τί
θαυμαστὸν ἦν,
μίαν τῶν
πολλῶν
γυναῖκα, ἀνδρὶ
συνοικοῦσαν,
μητέρα
γενέσθαι
παιδίου; Πῶς δ
ἂν καὶ τὸ ἀπὸ
θελήματος
σαρκὸς
γεννηθὲν
Ἐμμανουὴλ
προσηγορεύετο;
Ὥστε εἰ μὲν
σημεῖόν ἐστι
τὸ διδόμενον,
παράδοξος
ἔστω καὶ ἡ
γέννησις. Εἰ δὲ
κοινὸς ὁ
τρόπος τῆς
γεννήσεως τοῦ
παιδίου, μήτε
σημεῖον
λεγέσθω, μήτε
Ἐμμανουὴλ
προσαγορευέσθω.
Ὥστε εἰ μὴ
παρθένος ἡ
τεκοῦσα, ποῖον
τοῦτο τὸ
σημεῖον; Καὶ εἰ
μὴ θειοτέρα ἢ
κατὰ τοὺς
πολλοὺς ἡ
γέννησις, πῶς ἡ
τοῦ Ἐμμανουὴλ
παρουςία;»
Λέει ο Μ.
Βασίλειος «πού
θα ήταν το
θαύμα, αν μια
παντρεμένη
γυναίκα
γινόταν μητέρα
παιδιού; Ώστε
εάν αυτό είναι «σημείο»,
δηλαδή θαύμα,
τότε πρέπει να
είναι
παράδοξος ο
τρόπος της
γέννησης. Εάν
είναι συνήθης ο
τρόπος της
γέννησης, τότε
δεν λέγεται
θαύμα αυτό. Αν
δεν είναι
παρθένα αυτή
που θα γεννήσει,
πού βρίσκεται
το θαύμα;»
Αναφέρει και
παραδείγματα, ο
Μ. Βασίλειος, το
Δευτερονόμιο,
κβ, 27 και το Γ
Βασιλειών, α, 3-4,
στα οποία
παρθένες
ονομάζονται «νεάνιδες».
«Και
αν μετά την
αποστόμωσίν
των εις το
ζήτημα αυτό
αναζητούν άλλο,
αυτό π.χ. που
λέγεται περί
της παρθενίας,
και
παρουσιάζουν
προς
υποστήριξιν
του ισχυρισμού
των άλλους
ερμηνευτάς, και
μας λέγουν ότι
αυτοί δεν
ομιλούν δια
παρθένου, αλλά
δια νεαράν
κόρην, θα
απαντήσωμεν
πρώτον ότι
είναι ορθόν να
είναι
περισσότερον
αξιόπιστοι από
όλους τους
άλλους οι
Εβδομήκοντα.
Διότι οι ιδικοί
των ερμηνευταί
ηρμήνευσαν
μετά την
ενανθρώπισιν
του Χριστού και
επί πλέον
παρέμειναν
πιστοί εις την
Ιουδαϊκή
θρησκείαν.
Δικαίως λοιπόν
πρέπει να
θεωρούνται
αναξιόπιστοι,
επειδή
ωμίλησαν
μάλλον με μίσος
και επειδή
παραποιούν
σκοπίμως τας
προφητείας. Οι
Εβδομήκοντα
αντιθέτως
εσυγκεντρώθησαν
εκατό ή και
περισσότερα
χρόνια πριν από
την γέννησιν
του Χριστού
τόσοι πολλοί
άνθρωποι, και
επομένως είναι
απηλλαγμένοι
από κάθε
υποψίαν και
είναι δίκαιον
να τους
εμπιστευώμεθα
περισσότερον
και ένεκα του
χρόνου της
συγκεντρώσεως
και ένεκα του
πλήθους και της
ομοφωνίας των
συγκεντρωθέντων.
Αλλά
η νίκη είναι
οπωσδήποτε
ιδική μας, έστω
και αν
επιμένουν να
παρουσιάζουν
την μαρτυρίαν
των ιδικών των.
Διότι και η
λέξις "νεάνις"
χρησιμοποιείται
με την έννοιαν
της παρθένου. Η
Αγία Γραφή την
χρησιμοποιεί
συχνά όχι μόνον
δια τας
γυναίκας, αλλά
και δια τους
άνδρας. Λέγει π.χ.
"νεανίσκοι και
παρθένοι,
πρεσβύτεροι
μετά νεωτέρων"
(Ψαλμ. 148, 12). Και όταν
ομιλή εις άλλον
σημείον δια
μίαν κοπέλαν,
που εζήτησε
κάποιος να την
βιάση, και
λέγει˙ "Εάν
φωνήση η νεάνις"
(Δευτ. 22, 27), δηλαδή η
παρθένος. (...) Αν
λοιπόν δεν ήτο
παρθένος
εκείνη που
επρόκειτο να
μείνη έγκυος,
αλλά θα
συνέβαινεν
αυτό με την
μεσολάβησιν
ανδρός, ποίον
θα ήτο τότε το
σημείον;» (άγιου
Ιωάννη
Χρυσοστόμου,
Ομιλία Ε εις το
Κατά Ματθαίον, 2
και 3).
Ακόμη
κι αν
χρησιμοποίησε
ο Ησαΐας τη
λέξη almah
αντί της λέξης bethulah,
το ίδιο πράγμα
εννοούσε, ότι
μια παρθένος θα
γεννήσει ένα
γιο.
Διαφορετικά
δεν στέκει
νοηματικά η
προφητεία του
θαύματος («σημείου»)
αυτού. Και
σωστά
μετέφρασαν το almah
ως «παρθένος» οι
Εβδομήκοντα,
διότι αυτό
ήθελε να πει ο
Ησαΐας: μια
γυναίκα, που δε
θα είχε
σεξουαλικές
σχέσεις, θα
γεννούσε ένα
γιο. Αυτό
συνιστά θαύμα
και «σημείο».
Ορισμένοι
θα ισχυριστούν
ότι η προφητεία
του Ησαΐα λέει
ότι το παιδί θα
λεγόταν
Εμμανουήλ, αλλά
ο Ιησούς δεν
ονομάστηκε
Εμμανουήλ, άρα
δεν εκπλήρωσε
την προφητεία,
άρα αυτή δεν
αναφερόταν σ
αυτόν. Ο άγιος
Ιωάννης
Χρυσόστομος
λέει (Ομιλία ε
εις το Κατά
Ματθαίον, 2): «Δεν
είπε "θα
ονομάσης", αλλά
"θα ονομάσουν",
οι απλοί
άνθρωποι,
δηλαδή η απλή
πραγματικότης.
Εδώ δηλαδή
δίδει ως όνομα
το αποτέλεσμα.
Η Αγία Γραφή
έχει αυτήν την
συνήθειαν, να
δίδη ως όνομα
εκείνα που θα
συμβούν εις την
πραγματικότητα.
Το "καλέσουσιν
Εμμανουήλ" δεν
σημαίνει
λοιπόν τίποτε
άλλο παρά ότι
θα ιδούν τον
Θεόν μεταξύ των
ανθρώπων.
Πάντοτε
βεβαίως
ευρίσκετο
μεταξύ των
ανθρώπων
ουδέποτε όμως
τόσον φανερά.
Αν
αυθαδειάζουν
οι Ιουδαίοι, θα
τους
ερωτήσωμεν˙
Πότε ωνομάσθη
το παιδί "ταχέως
σκύλευσον,
οξέως
προνόμευσον";
Και ασφαλώς δεν
θα ημπορέσουν
να δώσουν
απάντησιν. Αλλά
τότε διατί ο
προφήτης έλεγε
"κάλεσον το
όνομα αυτού,
Ταχέως
σκύλευσον,
οξέως
προνόμευσον" (Ησ.
8, 3); Διότι η
γέννησίς του
επροκάλεσεν
αρπαγήν και
διανομήν
λαφύρων. Δια
τούτο τού δίδει
ως όνομα εκείνο
που συνέβη εις
την
πραγματικότηταν
(Ησ. 8, 4)»
στ')
"Ο Ιησούς ήταν
Εσσαίος και οι
πρώτοι
Χριστιανοί
ήταν Εσσαίοι
του Κουμράν. Οι
ομοιότητες
Εσσαίων-Χριστιανισμού
είναι πάρα
πολλές. Με τον
καιρό ο
Χριστιανισμός
μετεξελίχθηκε
σ αυτό που
ξέρουμε ως
Χριστιανισμό
των Ευαγγελίων".
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Αρκετοί από
αυτούς που
θέλουν να
αποδείξουν ότι
ο
Χριστιανισμός
δεν έχει θεϊκή
προέλευση,
τονίζουν τις
ομοιότητες του
κινήματος των
Εσσαίων και
παραγνωρίζουν
τις μεγάλες
διαφορές
μεταξύ Ιησού/Χριστιανισμού
και Εσσαίων.
Δεκαπέντε
επιχειρήματα
υπέρ της άποψης
ότι ο Ιησούς
δεν γίνεται να
είναι Εσσαίος,
και ότι οι «πρωτοχριστιανοί»
δεν ήταν
Εσσαίοι ούτε
προερχόμενοι
από τις
κοινότητες των
σπηλαίων του
Κουμράν, βάσει
των γραπτών
πηγών που
αναφέρονται σ
αυτούς (Φίλωνας
Περί του πάντα
σπουδαίον
ελεύθερον
είναι, 2, 457-459.
Ιώσηπος, Ιουδαϊκός
πόλεμος, 2, 8, 2-13˙ Αρχαιολογία,
13, 2, 2˙ 15, 10, 4˙ 18, 1, 5.
Πλίνιος,
Hist. Naturalis, 5, 17. Ιππόλυτος)
και των δικών
τους
συγγραμμάτων,
παρατίθενται
εδώ:
1.
Οι Εσσαίοι,
τηρούσαν
αυστηρά τον
Μωσαϊκό νόμο (βλασφημία
κατά του Μωυσή
συνεπαγόταν σ
αυτούς τον
θάνατο).
Αντίθετα, ο
Ιησούς
διδάσκει ότι
ναι μεν δεν
καταργείται ο
μωσαϊκός νόμος,
αλλά
ξεπερνιέται
και ισχύει η
Καινή Διαθήκη.
Για παράδειγμα,
ο Ιησούς έκανε
θαύματα και
θεραπείες κατά
τη μέρα του
Σαββάτου και
ήρθε σε σκληρή
αντιπαράθεση
με τους
Φαρισαίους και
το ιερατείο για
το ζήτημα αυτό.
Αντίθετα οι
Εσσαίοι, από
όσο γνωρίζουμε
τηρούσαν
αυστηρά το
Σάββατο, όχι λ.χ.
μόνο αναφορικά
με
θεραπευτικούς
σκοπούς (δεν
θεράπευαν τα
Σάββατα) αλλά
ακόμη και για
τις φυσικές
τους ανάγκες,
τις οποίες
καταπίεζαν για
χάρη της
τήρησης του
Σαββάτου. Οι
Εσσαίοι ήταν
πολύ πιο
φανατικοί
υποστηρικτές
της τήρησης του
Σαββάτου, απ ό,τι
οι Φαρισαίοι,
τους οποίους
καυτηρίαζε για
τον λόγο αυτόν
ο Ιησούς.
Επίσης οι
Εσσαίοι ήταν
φανατικά υπέρ
της περιτομής.
2.
Οι Εσσαίοι του
Κουμράν
ερμήνευαν το
κίνημά τους ως
εκπλήρωση της Π.Δ.,
ενώ αντίθετα ο
Χριστιανισμός
των Ευαγγελίων
πιστεύει ότι ο
Χριστός
εκπλήρωσε τις
προφητείες της
Π.Δ. Για
παράδειγμα, το
Ησαΐας Μ, 3, οι
Εσσαίοι
πίστευαν ότι
αναφέρεται
στον εαυτό τους
(Εγχειρίδιο
Πειθαρχίας, V,
20˙ VIII,
12-14), ενώ τα
Ευαγγέλια ότι
αναφέρεται
στον άγιο
Ιωάννη τον
Πρόδρομο.
3.
Οι Εσσαίοι του
Κουμράν
ανέμεναν την
αναβίωση της
λατρείας του
Ναού, ενώ
αντίθετα οι
Χριστιανοί στα
Ευαγγέλια την
καταστροφή του
Ναού, όπως ο (δήθεν
Εσσαίος) Ιησούς
προείπε.
4.
Οι
περισσότεροι
Εσσαίοι δεν
παντρεύονταν (υιοθετούσαν
παιδιά ή
δέχονταν
ενήλικες, ώστε
να συνεχιστεί
το κίνημα) από
δυσπιστία προς
το γυναικείο
φύλο, ενώ
αντίθετα οι
περισσότεροι
Χριστιανοί
παντρεύονταν
και ο Ιησούς
μόνο μισογύνης
δεν μπορεί να
χαρακτηριστεί.
Για τον Ιησού η
αγαμία είναι
ένας σκοπός που
δεν είναι
εφικτός για
όλους. «Από τις
τάξεις των
Εσσαίων
αποκλείονταν
οι γυναίκες» (Εγκυκλοπαίδεια
Πάπυρος
λάρους
μπριτάννικα, λ. Εσσαίοι).
5.
Οι Εσσαίοι δεν
ήθελαν σχέσεις
με τους εκτός
κοινότητας, ενώ
ο
Χριστιανισμός
εξαρχής είχε
προσηλυτιστικούς
σκοπούς. Ο
ίδιος ο Ιησούς
ζήτησε απ τους
αποστόλους να
κηρύττουν.
6.
Οι Χριστιανοί
των Πράξεων
βαπτίζονταν
μία φορά, ενώ οι
Εσσαίοι του
Κουμράν πολλές
φορές.
7.
Οι Εσσαίοι
πίστευαν στην
έλευση δύο
Μεσσιών, ενώς
ιερατικού κι
ενός δαβιδικού
(βασιλιά) (Ευλογίες,
κύλινδρος 1Q5β).
Επίσης
πίστευαν ότι ο
Μεσσίας θα
αποκαλύπτονταν
στις ερημιές,
ενώ ο Ιησούς (Μτθ
24, 23-24)
προειδοποιεί
να μην
πιστεύουμε
όσους λεν ότι
ξέρουν πού
είναι ο Χριστός.
8.
Οι ερημίτες του
Κουμράν
πίστευαν ότι ο
πόλεμος θα
φέρει την
αναμενόμενη
Βασιλεία, με
τους άγγελους
να πολεμάν στο
μέρος τους, ενώ
ο Ιησούς
αποκηρύσσει τη
βία. «Οι Εσσαίοι
μετείχαν στον
πόλεμο κατά της
Ρώμης, ένας
μάλιστα από
τους
στρατηγούς της
επανάστασης, ο
Ιωάννης, ήταν
Εσσαίος» (Εγκυκλοπαίδεια
Πάπυρος
λάρους
μπριτάννικα, λ. Εσσαίοι).
Εφόσον το 66 μ.Χ.,
όταν έγινε η
επανάσταση των
Ιουδαίων κατά
της Ρώμης,
υπήρχαν
Εσσαίοι, κι
εφόσον οι
Χριστιανοί δεν
επαναστάτησαν
κατά της Ρώμης,
είναι προφανές
ότι οι δύο
θρησκευτικές
ομάδες ήταν
διαχωρισμένες,
τουλάχιστον
από το 66 μ.Χ.
9.
Σύμφωνα με τον
Ιώσηπο (Περί
του ιουδαϊκού
πολέμου, 1, 2, 8) οι
απόψεις τους
περί θανάτου
και σώματος
έμοιαζαν με τις
παγανιστικές
και διέφεραν
από τις
ιουδαϊκές.
Πίστευαν ότι «οι
ψυχές είναι
αθάνατες, και
απορρέουσες
από τον πιο
λεπτό αιθέρα
έχουν μπει στα
σώματα όπως σε
φυλακές, από
κάποια φυσική
επιθυμία. Αλλά
όταν
απελευθερώνονται
από τα δεσμά
της σάρκας,
χαίρονται που
απαλλάχτηκαν
από μια μακρά
δουλεία και
ανεβαίνουν
προς τα πάνω.
Και
συμφωνώντας με
τη γνώμη των
Ελλήνων,
διακηρύσσουν
ότι οι καλοί
κατοικούν πέρα
από τον ωκεανό,
(....), ενώ στους
κακούς
επιφυλάσσεται
μια σκοτεινή,
θυελλώδης
σπηλιά γεμάτη
βασανιστήρια
που ποτέ δε
έχουν τελειωμό».
Απ το
τελευταίο
φαίνεται πως οι
Εσσαίοι μάλλον
δεν πίστευαν
στην ανάσταση.
Όπως και οι
Σαδδουκαίοι,
στους οποίους ο
δήθεν Εσσαίος
Ιησούς έδειξε
ότι πλανώνται.
Μάλιστα,
φαίνεται ότι οι
Εσσαίοι
πίστευαν σε
προΰπαρξη της
ψυχής,
απαράδεκτη για
το
Χριστιανισμό
διδασκαλία.
10.
«Οι Εσσαίοι
διαιρούνταν σε
τέσσερις
τάξεις (μοίρες)˙
αυτοί που
ανήκαν στην
ανώτερη τάξη
δεν έρχονταν σε
επαφή με αυτούς
που ανήκαν σε
κατώτερη, για
να μη μολυνθούν»
(Εγκυκλοπαίδεια
Πάπυρος
λάρους
μπριτάννικα, λ. Εσσαίοι).
Δεν υπάρχει
τέτοιος
αυστηρός
διαχωρισμός
στο
Χριστιανισμό
των Ευαγγελίων.
11.
Έχει αναφερθεί
η
κοινοκτημοσύνη
μεταξύ Εσσαίων
και
πρωτοχριστιανών
ως απόδειξη της
προέλευσης των
δεύτερων από
τους πρώτους.
Ωστόσο α) η
κοινοκτημοσύνη
ήταν συχνό
χαρακτηριστικό
(π.χ.
Πυθαγόρειοι)
για τέτοιου
είδους ομάδες,
β) στο
Χριστιανισμό η
κοινοκτημοσύνη
ίσχυε για
κάποιον αμέσως
μόλις αυτός
βαφτιζόταν, ενώ
στους Εσσαίους
υπήρχαν δύο έτη
δοκιμασίας,
κατά τα οποία
στο πρώτο έτος
το δόκιμο μέλος
δεν μοιραζόταν
τα αγαθά της
κοινότητας, ενώ
στο δεύτερο
έτος τού
κατακρατούνταν
τα αγαθά.
12.
’λλη
υποτιθέμενη
ομοιότητα, η
κοινή τράπεζα
και η βρώση και
πόση άρτου και
οίνου. Στους
Εσσαίους, το
νέο μέλος δεν
μπορούσε να
συμμετέχει
στην κοινή
τράπεζα, παρά
μόνο μετά την
πάροδο ενός
έτους (βρώση)
και δύο ετών (πόση).
13.
Η απουσία
αναφοράς των
Εσσαίων από
τους
Ευαγγελιστές
δεν οφείλεται
σε «χριστιανική
συνωμοσία
αποσιώπησης
των ιδρυτών του
Χριστιανισμού»˙
κανείς δεν
μπορεί χωρίς
αποδείξεις να
ισχυριστεί
κάτι τέτοιο.
Γιατί άραγε οι
Εσσαίοι δεν
αναφέρονται
ούτε στην
μετέπειτα
ραββινική
φιλολογία; Δεν
υπάρχει
συνωμοσία.
14.
Οι ομοιότητες
Εσσαίων-Χριστιανισμού
οφείλονται
στην κοινή
ιουδαϊκή
καταγωγή.
Εφαρμόζοντας
τα ίδια
κριτήρια, με
αυτά που
εφαρμόζουν οι
οπαδοί της
θεωρίας της
καταγωγής του
Χριστιανισμού
από τους
Εσσαίους, θα
έπρεπε να
ισχυριστούμε λ.χ.
ότι οι Εσσαίοι
επηρεάστηκαν
από τους
Φαρισαίους,
αφού και οι δυο
ήταν φανατικοί
τηρητές του
μωσαϊκού νόμου!
15.
Ο ισχυρισμός
ότι «οι άνωθι
διαφορές ήταν
μεν υπαρκτές,
αλλά απλώς
εξελίχθηκε απ
τους Εσσαίους ο
Χριστιανισμός
και μόνο τότε
προέκυψαν
αυτές» δεν
ευσταθεί δίχως
αποδείξεις. Οι
διαφορές είναι
τόσο ριζικές (π.χ.
για τον μωσαϊκό
νόμο, την
περιτομή, το
Σάββατο, τη
γυναίκα κ.ά.),
ώστε η πιο απλή
εξήγηση (Εσσαίοι
και Χριστιανοί
έχουν μεν
κοινές
ιουδαϊκές
ρίζες, αλλά δεν
προέρχονται οι
Χριστιανοί από
τους Εσσαίους)
υπερτερεί της
πολυπλοκότερης
εξήγησης (ο
Χριστιανισμός
προέρχεται απ
τους Εσσαίους),
η οποία πρέπει
να κάνει κι
άλλες
επιπρόσθετες
υποθέσεις (περιττές,
αν δεχτούμε την
πρώτη εξήγηση)
για τον τρόπο
μετεξέλιξης
από τους
Εσσαίους στο
Χριστιανισμό.
Και σ αυτήν την
περίπτωση το «ξυράφι
του Όκκαμ»
ευνοεί την
πρώτη εξήγηση.
ζ')
"Πώς γίνεται ο
Ιησούς να μη
καταργεί το
μωσαϊκό νόμο (Κατά
Ματθαίον, 5, 17 κ.ε.);"
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
«"Οὐκ
ἦλθον
καταλῦσαι,
ἀλλὰ πληρῶσαι".
Αυτό δεν
εξουδετερώνει
μόνον την
αναίδειαν των
Ιουδαίων, αλλά
κλειδώνει και
τα στόματα των
αιρετικών
εκείνων, που
λέγουν ότι της
Παλαιάς
Διαθήκης
συντάκτης
είναι ο
διάβολος. (...) Αλλά
πώς δεν την
κατήργησε;
λέγει. Πώς
εσυμπλήρωσε
τον νόμον ή
τους προφήτας;
Τους προφήτας,
διότι
επεβεβαίωσεν
εμπράκτως όλα
όσα είπαν δι
αυτόν. Δια
τούτο έλεγεν
εις κάθε
περίπτωσιν ο
ευαγγελιστής˙
"Ἵνα
πληρωθῇ τὸ
ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ
προφήτου»
(...) Τον νόμον εξ
άλλου τον
ετελειοποίησεν
όχι μόνον με
ένα τρόπο, αλλά
και με δεύτερον
και με τρίτον. Ο
πρώτος είναι
ότι δεν παρέβη
καμμίαν
διάταξίν του. (...)
’λλος είναι το
ότι τον
εσυμπλήρωσε
και δια μέσου
ημών. Το
σπουδαίον
δηλαδή είναι
ότι όχι μόνο ο
ίδιος τον
εφήρμοσεν, αλλά
εζήτησε να
κάμωμεν κι
εμείς το ίδιον.
(...) Διότι η
διδασκαλία του
δεν
εκαταργούσε τα
προηγούμενα,
αλλά τα
επεξέτεινε και
τα συνεπλήρωνε.
Διότι η εντολή
να μην
οργιζώμεθα δεν
καταργεί την
εντολήν να μη
φονεύωμεν, αλλά
την
συμπληρώνει
και την
τελειοποιεί. Το
ίδιον
συμβαίνει και
με όλας τας
άλλας (...). Η
Παλαιά Διαθήκη
δεν εισάγει εις
τον παράδεισον
όχι διότι είναι
άχρηστη και
επιζήμια, αλλά
διότι είναι
καιρός δια να
εκτελούμεν
ηθικωτέρας
εντολάς. Το ότι
είναι
αληθεστέρα της
Καινής, δεν
σημαίνει ότι
είναι επιζημία.
Διότι και η
Καινή θα έχη
την ιδίαν τύχην
εις την εξής
περίπτωσιν. Η
διδασκαλία της,
αν συγκριθή με
την μέλλουσαν,
είναι ελλιπής
και ατελής και
θα καταργηθή
μόλις τεθή εις
εφαρμογήν
εκείνη. «Ὅταν
γὰρ ἔλθῃ τὸ
τέλειον», λέγει,
«τότε τὸ ἐκ
μέρους
καταργηθήσεται»
(Α Κορ. 13, 10). Αυτό
έπαθεν η Παλαιά
από την Καινήν.
(...) αρχίζει εν
συνεχεία να
διατυπώνη τας
εντολάς όχι
απολύτως, αλλά
συγκριτικώς
προς τας
παλαιάς, διότι
θέλει να
αποδείξη δύο
πράγματα, και
ότι δεν
καταπολεμεί
την Παλαιάν
Διαθήκην, αλλά
η Καινή
συμφωνεί πολύ
προς αυτήν, και
ότι ορθώς και
εις πολύ
κατάλληλον
χρόνον
προσθέτει τα
νέα εις τα
παλαιά» (Ιω.
Χρυσοστόμου,
Ομιλία ιστ εις
το Κατά
Ματθαίον, 2, 3, 5).
Φαινομενικά
μόνο, οι εξής
εντολές, της
Παλαιάς
Διαθήκη με την
Καινή Διαθήκη,
αντιφάσκουν:
ΕΞΟΔΟΣ
ΚΑ
Κατά
Ματθαίον 5
Φαινομενικά
η εντολή της Π.Δ.
λέει «μάτι αντί
ματιού»
έρχεται σε
αντίθεση με
τον Χριστό (Κ.Δ.),
ο οποίος δίνει
την εντολή να
μην
αντιστεκόμαστε
και να μην
εκδικούμαστε.
Αυτό εξηγείται
με βάση δύο
κανόνες. Ο
πρώτος είναι
ότι ασφαλώς τα
ήθη του 1200 π.Χ.
ήταν πολύ πιο
άγρια από ότι
τα ήθη του 1ου
μ.Χ. αι. Συνεπώς ο
Θεός έπρεπε να
δώσει στους
ανθρώπους του 1200
π.Χ. εντολές οι
οποίες θα
δίνονταν βάσει
των ηθών του 1200 π.Χ.
και όχι των
καλύτερων ηθών
του 1ου μ.Χ. αι.
Δεν μπορούσε,
ξαφνικά, ο Θεός,
να δώσει την
ηθικά ανώτερη
εντολή (της
Καινής
Διαθήκης) στους
ανθρώπους του 1200
π.Χ. και να
περιμένει να
την εφαρμόσουν
εύκολα. Έπρεπε
η αρετή να
περάσει από
στάδια. Πρώτα
είναι το στάδιο
της
δικαιοσύνης (να
ανταποδίδεις
τα ίσα κι όχι
μεγαλύτερα
δεινά) και
δεύτερο είναι
το στάδιο της Κ.
Διαθήκης (να
μην
ανταποδίδεις
καθόλου την
κακία του άλλου).
Δεν μπορεί
κατευθείαν να
δινόταν η
ανώτερη εντολή.
Ο δεύτερος
κανόνας είναι
ότι και οι
προαναφερθείσες
εντολές είναι
συνέπειες μιας
εκ των δύο
εντολών, στις
οποίες
συμπυκνώνεται
η Παλαιά
Διαθήκη, της
εντολής της
αγάπης προς τον
πλησίον. Όταν
οι Φαρισαίοι
ρώτησαν το
Χριστό ποια
είναι η
μεγαλύτερη
εντολή στο
μωσαϊκό νόμο,
απάντησε:
Κατά
Ματθαίον 22
Κατά
Μάρκον 12, 31: «δεν
υπάρχει εντολή
μεγαλύτερη από
αυτές».
Συνεπώς, στον
μωσαϊκό νόμο
της Π.Δ. η αγάπη
προς τον
πλησίον
συνίσταται (και)
στην
δικαιοσύνη,
δηλαδή την
ανταπόδοση
ίσων δεινών (οφθαλμός
αντί οφθαλμού)
αντί την
εκδίκηση (δύο
οφθαλμοί αντί
ενός), διότι τα
ήθη του 1000 π.Χ.
ήταν όχι απλώς
η ανταπόδοση
της αδικίας,
αλλά η
υπερβολική
ανταπόδοση.
Δηλαδή η Π.Δ.
κάνει ένα βήμα
πέρα από τα ήθη
της εποχής της.
Στην Κ.Δ. η αγάπη
προς τον
πλησίον
συνίσταται (και)
όχι πια μόνο
στην
δικαιοσύνη
αλλά και στην
αποφυγή
ανταπόδοσης
του κακού,
διότι τα ήθη
είχαν κάπως
εξημερωθεί
συγκριτικά με
το 1200 π.Χ. Ο Θεός
δεν βάζει
κάποια απόλυτη
Ηθική, διότι
γνωρίζει ότι
άλλα τα ήθη του 1000
π.Χ. κι άλλα αυτά
του 1ου μ.Χ. αι.
Ωστόσο, όσο κι
αν η εντολή της
αγάπης
εκφράζεται
διαφορετικά, το
νόημα των
εντολών της
ΕΞΟΔΟΥ ΚΑ, 24 και
Κατά Ματθαίον 5, 39
είναι το ίδιο. Η
ουσία της
εντολής του
Θεού παραμένει
η ίδια, και
διευρύνεται το
εύρος της
ισχύος της.
Φυσικά οι
διατάξεις περί
θυσιών κ.λπ.
παραλείφθηκαν
από το
Χριστιανισμό,
διότι με τη
Σταύρωσή του ο
Μεσσίας-Χριστός
κατάργησε τις
αιματηρές
θυσίες.
Η
ενάρκωση του
Λόγου-Θεού και
η σύναψη Καινής
(=καινούργιας)
Διαθήκης από
τον Θεό (με
συνέπεια τον
παραμερισμό
της Παλαιάς
Διαθήκης), δεν
ήταν κάτι που
σκαρφίστηκαν
οι απόστολοι κι
ο Παύλος, αλλά
είναι
αντιλήψεις τις
οποίες οι
Προφητες
διακήρυξαν, ως
απεσταλμένοι
του Θεού (βλ.
Ησαΐας μβ, 6˙ μθ,
6˙ νθ, 21˙ ξα, 8.
Ιερεμίας λθ, 40.
Ιεζεκιήλ ιστ, 60˙
λδ, 25˙ λζ, 26), ήδη
από τον 8ο (Ησαΐας),
τον 7ο (Ιερεμίας)
και τον 6ο (Ιεζεκιήλ)
αιώνα. Από τότε
υπήρχε η
αναγγελία και η
προσδοκία του «ξεπεράσματος»
της Παλαιάς
Διαθήκης:
ΙΕΡΕΜΙΑΣ
ΛΗ
(Μτφ.
Βιβλικής
Εταιρίας: «31 "Έρχονται
μέρες", λέει ο
Κύριος, "που θα
κάνω
καινούργια
διαθήκη με το
λαό του Ισραήλ
και του Ιούδα. 32
Δε θα έχει
καμιά σχέση με
τη διαθήκη που
είχα κάνει με
τους προγόνους
τους την ημέρα
που τους πήρα
από το χέρι και
τους οδήγησα
έξω από την
Αίγυπτο.
Εκείνοι δεν
τήρησαν τη
διαθήκη μου κι
εγώ τους
παραμέλησα. Και
να ποια θα
είναι η νέα
διαθήκη που θα
κάνω με το λαό
του Ισραήλ:
Μετά τις μέρες
εκείνες, θα
βάλω το νόμο
μου μέσα στη
συνείδησή τους
και θα τον
γράψω στις
καρδιές τους˙
θα είμαι Θεός
τους κι αυτοί
θα είναι λαός
μου"». Μτφ
Κολιτσάρα: 31
Ιδού, έρχονται
ευτυχείς
ημέραι, λέγει ο
Κύριος, και θα
συνάψω με τους
Ισραηλίτας και
τους Ιουδαίους
νέαν Διαθήκην. 32
Αυτή δεν θα
είναι ομοία με
την Διαθήκην,
την οποίαν
συνήψα με τους
προγόνους των
κατά την εποχήν
εκείνην, που εν
τη στοργή μου
και τη
παντοδυναμία
μου τους επήρα
από τα χέρια
και τους έβγαλα
ελεύθερους από
την Αίγυπτον,
διότι εκείνοι
δεν έμειναν
πιστοί και δεν
ετήρησαν την
Διαθήκην μου,
και εγώ τους
παρημέλησα εξ
αιτίας των
παρανομιών των,
λέγει ο Κύριος. 33
Αυτή είναι η
Διαθήκη μου,
την οποίαν εγώ
θα συνάψω με
τον
ισραηλιτικόν
λαόν έπειτα από
τας ημέρας
εκείνας, λέγει
ο Κύριος. Θα
δώσω ασφαλώς
και βεβαίως
Νόμους
κατανοητούς
και δεκτούς εις
την διάνοιάν
των˙ θα γράψω
αυτούς εις την
καρδίαν των. Θα
είμαι δι
αυτούς ο Θεός
των και αυτοί
θα είναι δι εμέ
ο λαός μου.). Ο
ισχυρισμός ότι
η «καινή
διαθήκη»
αφορούσε μόνο
τους Εβραίους
καταρρίπτεται,
τόσο απ τους
διάφορους
στίχους της
Παλαιάς
Διαθήκης (βλέπε
κεφ. 6) όσο και της
Καινής (Κατά
Ματθαίον, 21, 42-43).
η')
"Δεν λένε
πουθενά τα τρία
πρώτα
ευαγγέλια (τα «συνοπτικά»),
ότι ο Ιησούς
ισχυρίζεται
πως είναι Θεός.
Μόνο το Κατά
Ιωάννην
ισχυρίζεται
αυτό, έπειτα
από πολύ καιρό,
όταν είχαν
γίνει
θεολογικές
ζυμώσεις και
αποφασίστηκε
από τους
αποστόλους η
προβολή του
Ιησού ως Θεού-Μεσσία".
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Ο ισχυρισμός
είναι ότι το
Κατά Ιωάννην
είναι το
τελευταίο και
άρα δεν
προσφέρει
τίποτα η
παράθεση
εδαφίων του,
στα οποία ο
Ιησούς
αναγνωρίζεται
ότι είναι Θεός.
Ας δούμε τι λεν
τα Συνοπτικά
Ευαγγέλια (βέβαια,
το Κατά Ιωάννην
γράφτηκε πριν
το 70 μ.Χ. και απλώς
γράφτηκε λίγο
μετά τα
Συνοπτικά˙ δεν
απέχει ωστόσο
τόσο, ώστε η
μαρτυρία του να
είναι πολύ
μεταγενέστερη
και άχρηστη):
Α)
Κατά Μάρκον
1,
38 «και τους λέει [ο
Ιησούς], «Ας πάμε
εις τα
γειτονικά
χωριά, δια να
κηρύξω κι εκεί˙
γι αυτό ήρθα»». Το
τέλος είναι
ένδειξη της
προΰπαρξης του
Λόγου και του
σκοπού της
ενσάρκωσής του.
2,
5-10 «Όταν ο Ιησούς
είδε την πίστη
τους, λέγει εις
τον
παραλυτικόν, "Παιδί
μου, σου
συγχωρούνται
αι αμαρτίαι".
Εκάθοντο δε
εκεί μερικοί
από τους
γραμματείς και
εσκέπτοντο
μέσα τους, "Γιατί
λέγει αυτός
βλασφημίας κατ
αυτόν τον
τρόπον; Ποιος
μπορεί να
συγχωρεί
αμαρτίας παρά
μόνον ένας, ο
Θεός;". Ο Ιησούς
αμέσως
εκατάλαβε μέσα
του ότι αυτά
σκέπτονται και
τους λέγει, "Γιατί
κάνετε τις
σκέψεις αυτές
μέσα σας; Τι
είναι
ευκολώτερον να
πω εις τον
παραλυτικόν, "Σου
συγχωρούνται
αι αμαρτίαι" ή
να πω, "Σήκω
επάνω και πάρε
το κρεββάτι σου
και βάδιζε";
Αλλά για να
μάθετε ότι ο
Υιός του
ανθρώπου έχει
εξουσίαν να
συγχωρή
αμαρτίας επί
της γης λέγει
εις τον
παραλυτικόν, "Σου
λέγω, σήκω
επάνω και πάρε
το κρεββάτι σου
και πήγαινε εις
το σπίτι σου"».
Εφόσον, σύμφωνα
με τους
Εβραίους, μόνο
ο Θεός μπορούσε
να συγχωρέσει
αμαρτίες, αν ο
Ιησούς δεν
συγχωρούσε τις
αμαρτίες του
παράλυτου, θα
ήταν βλάσφημος,
εκτός κι αν
θεωρείτο Θεός
από τον Εβραίο
συγγραφέα του
Κατά Μάρκον.
2,
28 «...Ώστε ο Υιός
του ανθρώπου
είναι κύριος
του Σαββάτου». Ο
Ιησούς έχει την
εξουσία να
ξεπερνά τους
νόμους του
Σαββάτου,
εξουσία που
μόνο ο Θεός της
Π.Δ. είχε.
8,
38 «Διότι όποιος
εντρέπεται δι
εμέ και δια
τους λόγους μου
εις την γενεάν
αυτήν την
μοιχαλίδαν και
αμαρτωλήν και ο
Υιός του
ανθρώπου θα
αισθανθεί
ντροπή γιαυτόν
όταν έλθει με
όλην την δόξαν
του Πατέρα του
μαζί με τους
αγίους
αγγέλους». Ο
Ιησούς
αναφέρεται
στον εαυτό του
σχετικά με την
Δευτέρα
Παρουσία και τη
δόξα του Θεού.
9,
41 «Και όποιος σάς
ποτίσει ένα
ποτήρι νερό εις
το όνομά μου,
διότι είσθε του
Χριστού,
αλήθεια σάς
λέγω, ότι δεν θα
χάσει την
ανταμοιβή του».
Εδώ ο Ιησούς
ξεκάθαρα
ταυτίζεται με
τον Μεσσία,
δηλαδή λέει ότι
είναι ο Χριστός.
9,
42 «και όποιος
σκανδαλίσει
έναν από αυτούς
τους μικρούς,
που πιστεύουν σ
εμέ..» Εδώ ο
Ιησούς
χαρακτηρίζει
τον εαυτό του «αντικείμενο»
λατρείας,
πράγμα που μόνο
κάποιος που
λέει ότι είναι
Θεός το
ισχυρίζεται.
10,
45 «Διότι ο Υιός
του ανθρώπου
δεν ήλθε να
υπηρετηθεί,
αλλά να
υπηρετήσει και
να δώσει την
ζωήν του λύτρον
δια πολλούς».
Ένδειξη
προΰπαρξης και
σκοπού για τον
οποίον
ενσαρκώθηκε.
11,
3 «Και εάν κανείς
σας πη "Γιατί
το κάνετε αυτό;",
να πείτε, "Ο
Κύριος το έχει
ανάγκη και
αμέσως θα το
στείλει πάλι
πίσω"». Εδώ ο
Ιησούς
σχετίζεται με
τον Θεό, αν δεν
ταυτίζει τον
εαυτό του με το
Θεό. Το «Κύριος»,
οι Εβραίοι το
χρησιμοποιούσαν
ως δηλωτικό του
Θεού.
13,
26-27 «..και τότε θα
δουν τον Υιόν
του ανθρώπου να
έρχεται μέσα σε
σύννεφα με
δύναμιν
μεγάλην και
δόξαν. Και τότε
θα στείλει τους
αγγέλους του
και θα μαζέψει
τους εκλεκτούς
του από τους
τέσσερις
ανέμους, από το
άκρον της γης
εώς το άκρον
του ουρανού». Ο
Ιησούς λέει για
τον ερχομό του
με δόξα, με
ικανότητα να
μαζεύει
αγγέλους και
εκλεκτούς. Μόνο
Θεός μπορεί να
τα κάνει αυτά.
13,
31 «Ο ουρανός και η
γη θα παρέλθουν,
οι λόγοι μου
όμως δεν θα
παρέλθουν».
Παράξενα λόγια,
για κάποιον που
υποτίθεται
είναι απλός
άνθρωπος και
δεν
ισχυρίζεται
ότι είναι Θεός.
13,
32 «Την ημέραν
όμως εκείνην ή
την ώραν δεν
ξέρει κανείς,
ούτε οι άγγελοι
εις τον ουρανόν,
ούτε ο Υιός,
παρά μόνον ο
Πατέρας». Ο Υιός
είναι
υψηλότερα από
τους αγγέλους
άρα είναι Θεός.
14,
62 «Πάλιν ο
αρχιερεύς τον
ερώτησε, "Συ
είσαι ο Χριστός,
ο Υιός του
Ευλογητού;". Ο
δε Ιησούς είπε,
"Εγώ είμαι˙ και
θα ιδήτε τον
Υιόν του
ανθρώπου να
κάθεται εις τα
δεξιά της
Δυνάμεως και να
έρχεται πάνω
εις τα σύννεφα
του ουρανού".»
Εδώ ο Ιησούς
λέει ότι είναι
ο Μεσσίας
δηλαδή Θεός,
όπως είπαμε στο
κεφάλαιο για
την ύπαρξη
τριαδικότητας
στον Θεό της Π.Δ.
Υιός του Θεού
και Υιός του
ανθρώπου. Ο
αρχιερέας
σκίζει τα ρούχα
του και
αποκαλεί τα
λόγια αυτά «βλασφημία»,
δηλαδή
κατάλαβε ότι ο
Ιησούς
ισχυρίστηκε
πως είναι
Θεός.
Β)
Κατά Ματθαίον.
7,
21-23 «Δεν θα μπει
εις την
βασιλείαν των
ουρανών
καθένας που μού
λέγει, "Κύριε,
Κύριε", αλλ
εκείνος που
κάνει το θέλημα
τού Πατέρα μου
του επουράνιου.
Πολλοί θα μου
πούν την ημέραν
εκείνην, "Κύριε,
Κύριε, δεν
επροφητεύσαμεν
εις το όνομά
σου και εις το
όνομά σου δεν
εβγάλαμε
δαιμόνια και
εις το όνομά
σου δεν εκάναμε
πολλά θαύματα;"
Και τότε θα
τους
ομολογήσεω, "Ποτέ
δεν σας
εγνώρισα˙
φύγετε από εμέ
σεις οι εργάται
της ανομίας"». Η
αιώνια τύχη των
ανθρώπων
εξαρτάται από
την έγκριση του
Ιησού
αδύνατον, εάν
αυτός δεν είναι
Θεός.
11,
27 «... κανείς δεν
γνωρίζει καλά
τον Υιόν, παρά ο
Πατέρας, ούτε
τον Πατέρα
γνωρίζει καλά
κανείς, παρά ο
Υιός και
εκείνος εις τον
οποίο θέλει ο
Υιός να τον
αποκαλύψει».
Αυτό θέτει τον
Ιησού υπεράνω
προφητών,
ανθρώπων,
αγγέλων. Αλλά
πάνω από αυτούς
υπάρχει μόνο ο
Θεός.
25,
31-46: Ο Ιησούς
αποκαλεί τον
Υιό του
ανθρώπου τον
εαυτό του
βασιλέα και
Κύριο, δηλαδή
Θεό, που κρίνει
την
ανθρωπότητα.
28,
18 «Μου εδόθη
πλήρης εξουσία
εις τον ουρανόν
και την γην.
Πηγαίνετε
λοιπόν ...
βαπτίζοντες
αυτούς εις το
όνομα του
Πατρός και του
Υιού και του
Αγίου
Πνεύματος». Αν ο
Ιησούς
θεωρούσε τον
εαυτό του
άνθρωπο, δεν θα
τον έβαζε σε
ίση μοίρα με
τον Γιαχβέ ούτε
θα είχε εξουσία
παντού.
Γ)
Κατά Λουκάν.
7,
48 «"Σου
συγχωρούνται
οι αμαρτίες".
Και άρχισαν οι
συμπαρακαθήμενοι
να λέγουν μέσα
τους, "Ποιος
είναι αυτός που
και αμαρτίες
συγχωρεί"».
Μόνο ο Θεός,
σύμφωνα με την
παράδοση της Π.Δ.
συγχωρεί
αμαρτίες. Θεϊκή
ιδιότητα
λοιπόν,
ισχυρίζεται
πως έχει ο
Ιησούς.
22,
29 «και όπως ο
Πατέρας μου
έθεσε εις την
διάθεσή μου
βασιλείαν και
εγώ διαθέτω δια
σάς». Όχι μόνο
έχει εξουσία ο
Ιησούς, αλλά η
εξουσία του
είναι «όπως» του
Πατέρα του,
δηλαδή ίση,
δηλαδή ενός
Θεού.
24,
49 «και ιδού, εγώ
στέλλω σ εσάς ό,τι
υποσχέθηκε ο
Πατέρας μου».
Έχει την
εξουσία να
στέλνει το ’γιο
Πνεύμα. Μόνο
Θεός μπορεί να
έχει τέτοια
εξουσία. Έτσι, ο
Ιησούς
ισχυρίζεται
πως
1. Είναι
ο Χριστός, ο
Μεσσίας (ιδιότητα
Θεού). 2. Είναι
ο Υιός του
ανθρώπου. 3. Είναι
ο μονογενής
Υιός του Πατέρα
Θεού. 4. Είναι
Κύριος του
Σαββάτου. 5. Μπορεί
να συγχωρεί
αμαρτίες (ιδιότητα
Θεού). 6. Είναι
«αντικείμενο»
πίστης (ιδιότητα
Θεού). 7. Είναι
ανώτερος από
τους αγγέλους (ιδιότητα
Θεού). 8. Τα
λόγια του έχουν
αιώνια ισχύ. 9. Καθορίζει
την αιώνια τύχη
των ανθρώπων (ιδιότητα
Θεού). 10. Έχει
μόνος αυτός τη
γνώση του
Πατέρα Θεού. 11.
Έχει
ίσο στάτους με
τον Πατέρα και
το ’γιο Πνεύμα. 12.
Δίνει
βασίλειο,
ακριβώς όπως ο
Πατέρας Θεός. 13.
Έχει
εξουσία στον
ουρανό. 14.
Έχει
εξουσία να
στέλνει ’γιο
Πνεύμα.
Δεν
διακηρύσσεται
ότι ο Ιησούς
είναι ο Θεός
μόνο στο Κατά
Ιωάννη, δηλαδή
καθυστερημένα,
ύστερα από
μεταγενέστερες
θεολογικές
ζυμώσεις εντός
της Εκκλησίας,
όπως
ισχυρίζονται
οι
αντιχριστιανοί
Νεοπαγανιστές,
προκειμένου να
βγάλουν χαζούς
τους
Χριστιανούς
που πιστεύουν
ότι ο Ιησούς
είναι Θεός, ενώ
τάχα ο ίδιος το
αρνείται. Αντί
να ασχολούνται
οι
Νεοπαγανιστές-αρχαιολάτρες
με πράγματα για
τα οποία δεν
έχουν την
ικανότητα να
σκεφτούν, ας
κοιτάξουν τις
πρόχειρες στο
πόδι (αντε)γραμμένες
νεοεποχίτικες
θεολογίες τους,
που
δημιούργησαν
στο άψε σβήσε.
θ')
"Πώς μπορείτε
να ισχυρίζεστε
ότι ο Αισχύλος
στον Προμηθέα
Δεσμώτη
αναφέρεται
στην έλευση του
Χριστού; Ο
Αισχύλος κάνει
λόγο για τον
Ηρακλή, ο
οποίος θα
απελευθερώσει
από τα δεσμά
του τον
Προμηθέα και θα
τον ανεβάσει
στον Όλυμπο,
για να
συμφιλιωθεί με
το Δία".
ι')
"ο Ιησούς
δηλώνει,
μπροστά σε μια
Χαναναία, ότι
ήρθε μόνο για
τους
Ισραηλίτες (Κατά
Ματθαίον 15, 24) κι
αλλού λέει
στους μαθητές
του να μην
κηρύττουν
στους εθνικούς,
αλλά μόνο στους
Ισραηλίτες. Ο
ίδιος λοιπόν
δεν θα δεχόταν
την παγκόσμια
εξάπλωση του
Χριστιανισμού".
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Αναφορικά με τη
συνομιλία του
Χριστού με τη
Χαναναία: είναι
ολοφάνερο ότι ο
Χριστός, ως
Θεός, ήξερε την
πίστη της και
θα τη θεράπευε,
αλλά ήθελε να
την δοκιμάσει
μπροστά στους
μαθητές του,
ώστε να τους
δείξει ότι η
πίστη δεν έχει
σύνορα, επειδή
αυτοί του
έλεγαν να τη
διώξει. Ο άγιος
Ιωάννης ο
Χρυσόστομος
γράφει: «Δια
τούτο
ανέβαλλεν ο
Χριστός: διότι
εγνώριζεν ότι
θα ωμιλούσεν [σημ.:
η Χαναναία]
έτσι. Δια τούτο
ηρνείτο την
δωρεάν, δια να
φανερώση την
όλην ευσέβειάν
της. διότι εάν
δεν επρόκειτο
να της δώση,
ούτε και μετά
από αυτά θα της
έδιδεν, αλλά
και ούτε πάλιν
θα ήτο δυνατόν
να την
αποστομώση (...).
Δια να κάνη
φανερήν εις
όλους την
πίστιν της, και
όπως ενήργησεν
εις την
περίπτωσιν της
Σαμαρείτιδος,
δια να δείξη
πώς δεν
απομακρύνεται
ούτε και μετά
τον έλεγχον που
της έκανε το
ίδιον κάνει και
εις την
περίπτωσιν
αυτήν. διότι
δεν ήθελε να
μείνη κρυμμένη
η τόσονο μεγάλη
αρετή της
γυναικός. Ώστε
δεν ήσαν λόγια
προσβλητικά τα
όσα της έλεγεν,
αλλά λόγια
προκλητικά με
σκοπόν ν
αποκαλύψη τον
κρυμμένον
θησαυρόν» (Ομιλία
νβ εις το Κατά
Ματθαίον, 2).
Αναφορικά με
την προτροπή
του προς τους
μαθητές του:
αυτή έγινε πριν
την Ανάσταση,
πριν το
τελευταίο
Πάσχα. Έπρεπε ο
Χριστός να
κηρύξει πρώτα
στους
Ισραηλίτες της
εποχής του,
ώστε αυτοί
απορρίπτοντάς
τον (ο Χριστός,
φυσικά, όντας
Θεός το ήξερε
από πριν ότι θα
τον απορρίψουν)
να μην έχουν
δικαιολογία
ότι
απευθύνθηκε
πρώτα σε άλλους
και αδιαφόρησε
για τους ίδιους.
Εξάλλου ο ίδιος
ο Χριστός, και
στο Κατά
Ματθαίον και
στο Κατά Λουκάν
λέει στους
μαθητές να
κηρύξουν σε όλα
τα έθνη.
’λλωστε ο ίδιος
ο Θεός στην
Παλαιά Διαθήκη
δηλώνει, μέσω
των προφητών
του (δες
κεφάλαιο 6), ότι
θα έρθει η
εποχή κατά την
οποία θα
λατρεύεται από
όλους τους. Δεν
λέει κάτι σε
αντίθεση με την
Π.Δ. ο Χριστός. Ο
Χρυσόστομος
γράφει: «δια να
κλείση τα
στόματα των
Ιουδαίων και
δια να
προετοιμάσουν
την οδόν εις το
κήρυγμα των
αποστόλων, δια
να μη τους
κατηγορούν
πάλιν ότι ήλθαν
να κηρύξουν
προς
ειδωλολάτρας
καιέτσι να
δικαιολογούνται
που τους
αποφεύγουν και
τους
αποστρέφονται»
(Ομιλία λβ, εις
το Κατά
Ματθαίον, 4).
Αλλού ο
Χρυσόστομος
γράφει: «Δια
τούτο και εις
κατάλληλον
στιγμήν
εισάγει τον
λόγον περί
εθνικών˙ διότι
λέγει [σημ.: ο
Χριστός]: έχω
και άλλα
πρόβατα που δεν
είναι από αυτήν
την μάνδραν [=των
Ιουδαίων]˙
πρέπει και
εκείνα να τα
οδηγήσω» (Υπόμνημα
εις το κατά
Ιωάννην, ομιλία
ξ, 2). Επιπλέον
στο Κατά
Ματθαίον 24, 14 ο
Χριστός λέει,
πριν τη Μεγάλη
Εβδομάδα, «και
θα κηρυχθεί το
ευαγγέλιο
τούτο της
σωτηρίας εις
όλην την
οικουμένην,
προς μαρτυρία
εις όλα τα έθνη».
Οι
Νεοπαγανιστές-αρχαιολάτρες,
λοιπόν, οι
οποίοι έγιναν
από πάνω, εκτός
των άλλων, και
ερμηνευτές της
Καινής
Διαθήκης,
σίγουρα θα
γνωρίζουν να
μας πουν την
ερμηνεία των
παραπάνω
χωρίων (Κατά
Ματθαίον 24, 14˙
Κατά Ιωάννη, 12, 23)
καθώς και του
παρακάτω λόγου
του Χριστού
προς τους
Ιουδαίους:
Κατά
Ματθαίον 21,
(Δια
τούτο σας λέγω,
ότι θα αφαιρεθή
από εσάς [τους
Ιουδαίους] η
βασιλεία του
Θεού και θα
δοθή εις έθνος,
το οποίον θα
αποφέρει τους
καρπούς της,
και εκείνος,
που θα πέση
επάνω σ αυτόν
τον λίθον, θα
συντριβή, και
εκείνον εις τον
οποίον θα πέση,
θα τον κάνη
κομμάτια).
ια')
«(ΜΘ. 8,
11-12). Στο ίδιο όμως
Ευαγγέλιο
διαβάζουμε πως
ο Ιησούς έδωσε
εντολή στους
μαθητές του
πρώτα να
κηρύξουν το
Ευαγγέλιο στα
απολωλότα
πρόβατα του
οίκου Ισραήλ (ΜΘ.
10, 6-7). Και αλλού
πάλι τονίζει: "οὐκ
ἀπεστάλην εἰ
μὴ εἰς τὰ
πρόβατα τὰ
ἀπολωλότα τοῦ
Ἰσραήλ"
(ΜΘ. 15, 24). Είναι
φανερό πως ο
Ναζωραίος
ήξερε τι έλεγε
και τι δίδασκε.
Για τους
αλλόφυλους
ποτέ δεν του
πέρασε η ιδέα
πως μπορούσαν
να γίνουν
οπαδοί του. Τα
όσα βάζουν στο
στόμα του τα
Ευαγγέλια
είναι
προσθήκες
μεταγενέστερες.
Οι
παυλιανιστές,
πλαστογραφώντας
την ιστορική
αλήθεια και
θέλοντας να
παρουσιάσουν
τον Ιησού
διεθνιστή, τον
παρουσιάζουν
να έχει
κοσμοπολίτικες
ιδέες κι ακόμα
να μισεί τους
συμπατριώτες
του. Επειδή
όμως ακόμα στο
Β αιώνα ήταν
ισχυρή η
αντιπαυλιανική
παράταξη, οι
διασκευατές
των Ευαγγελίων
προσθέσανε τα
τέτοια
διεθνιστικά
κηρύγματα, δε
σβήσανε όμως
και όλες τις
αντίθετες
περικοπές που
υπήρχαν στα
Ευαγγέλια˙
έτσι
παρουσιάζεται
ο Ιησούς τη μια
φορά να μισεί
και να απειλεί
τους Ιουδαίους
και να είναι
διεθνιστής και
την άλλη
φανατικός
ιουδαίος και
εχτρός των
εθνικών» (Γ.
Κορδάτου, Ιησούς
Χριστός και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνη, τ.
α σ. 439).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
αυτή η ερώτηση
είναι η
συνέχεια του
προηγούμενου
ερωτήματος, θα
λέγαμε.
Παρατηρούμε τα
εξής:
1)
Έχουμε
αναφερθεί στο
Ματθαίον 15, 24. Δεν
πρόκειται περί
άρνησης του
Ιησού, αλλά
περί τακτικής
ώστε, μπροστά
στους ακόμη
τότε
εθνικιστές
μαθητές του, να
αποσπάσει την
ομολογία
πίστης μιας
ξένης, κι έτσι
να καταρρίψει
τον εθνικό
εγωισμό τους.
2)
Όπως έχουμε δει,
έχουμε
Ευαγγέλια σε
πάπυρους από
τις αρχές του Β
αιώνα. Το
περιεχόμενό
τους είναι
απαράλλαχτο με
το σημερινό.
Έτσι η άποψη
ότι οι «παυλιανιστές»
(τέτοια φράξια
ποτέ δεν υπήρξε˙
είναι εφεύρεση
των οπαδών της
αρνητικής
κριτικής του 19ου
αι.)
πλαστογράφησαν
τα Ευαγγέλια
είναι προϊόν
αμάθειας.
Επιπλέον
υποδηλώνει ότι
όσοι το
υποστηρίζουν
αυτό κρίνουν εξ
ιδίων τα
αλλότρια, ωσάν
να ήταν καμμιά
γκρούπα ο
Χριστιανισμός,
που
πλαστογραφούσε
κείμενα για να
κατατροπώνει
τους
ενδοκομματικούς
αντιπάλους.
Αλλά η αλήθεια
αποδεικνύει το
αντίθετο.
3)
Υπό το φως της
αλήθειας αυτής
θα ήταν ανούσιο
να ασχοληθούμε
με απόψεις
τύπου «πλαστογράφησαν
προσθέτοντας
κείμενα, αλλά
δεν αφαίρεσαν,
από φόβο». Πέρα
απ το ότι
τέτοια άποψη
είναι
αναπόδεικτη (το
«από φόβο»), θα
μπορούσαν
αργότερα οι «παυλιανιστές»,
όταν είχαν
επικρατήσει (μετά
τα μέσα του Β
αιώνα, όπως
λέει ο Κορδάτος)
να
ξαναπλαστογραφήσουν
τα κείμενα,
αφού τότε δεν
θα φοβόντουσαν
κανέναν. Εάν το
είχαν πράξει
μια φορά, θα το
έπρατταν και
δεύτερη. Όχι
ότι κάτι τέτοιο
έγινε, αλλά
θέλουμε να
δείξουμε πως η
εκδοχή της «μερικής
πλαστογράφησης»
όχι μόνο
καταρίφθηκε
από την
αρχαιολογία,
αλλά και
στερείται
λογικής.
4)
Συνεπώς ο
Χριστός ήξερε
τι έλεγε τότε:
πρώτα θα
κηρύττονταν το
Ευαγγέλιο
στους Εβραίους
και ύστερα
στους Εθνικούς.
Όχι ταυτόχρονα
και στους δύο.
Ήταν θέμα
μεθόδου και όχι
«μεταγενέστερη
πλαστογράφηση»
των λόγων του
Χριστού. Τέλος,
ο Χριστός ούτε
τους Εθνικούς
ούτε τους
Εβραίους μισεί.
ιβ')
"Ο Χριστός
είναι ο κήρυκας
της
μισαλλοδοξίας:
«Όποιος δεν
είναι μαζί μου
είναι εναντίον
μου» (Κατά
Ματθαίον, 12, 30).
Αλλού λέει (Κατά
Λουκάν, 22, 36) «όποιος
δεν έχει
μαχαίρι ας
πωλήση τα
ενδύματά του
και ας αγοράση».
Το μαχαίρι κάθε
άλλο παρά
έμεινε
αχρησιμοποίητο:
«του είπαν "Κύριε,
να κτυπήσωμε με
το μαχαίρι;".
Και ένας από
αυτούς [τους
αποστόλους]
εκτύπησε τον
δούλον του
αρχιερέως και
του απέκοψε το
δεξί αυτί» (Κατά
Λουκάν, 22, 50). Αλλού
λέει «Όσον για
τους εχθρούς
μου αυτούς, που
δεν ήθελαν να
είμαι βασιλεύς
τους, φέρτε
τους εδώ και
σφάξτε τους
μπροστά μου» (Κατά
Λουκάν, 19, 27)".
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
απαντάμε ένα-ένα
στα εδάφια που
αναφέρουν οι
αρχαιολάτρες.
i)
Το «όποιος δεν
είναι μαζί μου,
είναι εναντίον
μου» δεν
σημαίνει «όποιος
δεν είναι μαζί
μου, εγώ είμαι
εναντίον του»,
όπως το
διαστρεβλώνουν.
Είναι προφανής
η διαφορά: ο
Χριστός δεν
είναι εναντίον
κανενός. Αυτοί
που δεν τον
ακολουθούν
είναι εναντίον
του. Διότι, αν λ.χ.
ο Α μισεί τον Β,
αυτό δε
σημαίνει
απαραίτητα ότι
«ο Β είναι
εναντίον του Α»,
αλλά σίγουρα
ότι «ο Α είναι
εναντίον του Β».
Εξάλλου ο
Χριστός λέει: «Εκείνος
που δεν είναι
εναντίον μας
είναι με το
μέρος μας» (Κατά
Λουκάν, 9, 50). Ο
συνδυασμός των
δύο εδαφίων
είναι
αποκαλυπτικός:
ο Χριστός δεν
είναι εναντίον
κανενός. Είναι
ξεκάθαρο κι οι
αντιχριστιανοί
αποδεικνύονται
αδιάβαστοι
ότι αυτοί που
είναι εναντίον
του Χριστού,
μόνο αυτοί
είναι που τον
πολεμούν (κι
όχι αυτός
εκείνους).
ii)
Οι
αρχαιολάτρες
αναφέρουν τα
Κατά Λουκάν 22, 36
και 22, 50,
νομίζοντας ότι
έτσι
αποδεικνύουν
πως ο Χριστός
προστάζει τη
σφαγή και τη
δολοφονία των
μη Χριστιανών.
Δεν διάβασαν το
αμέσως επόμενο
του 22, 50 εδάφιο, το
Κατά Λουκάν 22, 51: «Τότε
ο Ιησούς είπε, "αφήστε
τα πράγματα έως
εδώ". Και
άγγιξε το αυτί
του δούλου και
τον εθεράπευσε».
Μόνη η θεραπεία
του δούλου και
η αποστροφή του
Χριστού προς
την φιλομαχία
των αποστόλων
αρκούν, για να
δείξουν ότι ο
Χριστός καμμία
σχέση με σφαγές
και δολοφονίες
μη Χριστιανών
δεν έχει ούτε
κηρύττει
τέτοια
πράγματα. Ο
Ματθαίος, που
αντίθετα απ
τον Λουκά ήταν
αυτόπτης
μάρτυς της
σύλληψης του
Ιησού,
παραθέτει το
ίδιο γεγονός ως
εξής (Κατά
Ματθαίον 26, 50-54): «Τότε
επλησίασαν,
έβαλαν τα χέρα
επάνω εις τον
Ιησούν και τον
συνέλαβαν. Και
ένας από
εκείνους, που
ήσαν με τον
Ιησούν, άπλωσε
το χέρι και
έβγαλε το
μαχαίρι του και
εκτύπησε τον
δούλον του
αρχιερέως και
του έκοψε το
αυτί του. Τότε
του λέγει ο
Ιησούς, "Βάλε
πάλιν το
μαχαίρι σου εις
την θήκην του,
διότι όλοι όσοι
κρατούν
μαχαίρι, με
μαχαίρι θα
πεθάνουν. Ή
νομίζεις ότι
δεν μπορώ να
παρακαλέσω τον
Πατέρα μου και
να βάλη αμέσως
εις την
διάθεσίν μου
περισσότερες
από δώδεκα
λεγεώνες
αγγέλων; Πώς
λοιπόν θα
εκπληρωθούν αι
γραφαί που
λέγουν ότι έτσι
πρέπει να γίνει"».
iii)
Το εδάφιο που
αναφέρουν, δε
χρειάζεται και
πολύ μυαλό για
να καταλάβει
κανείς περί
τίνος
πρόκειται.
Είναι το τέλος
μιας παραβολής.
Η παραβολή αυτή
αναφέρεται
στον ίδιο το
Χριστό, αλλά
αναφέρεται στη
Δευτέρα
Παρουσία κι όχι
στο
μεσοδιάστημα
μεταξύ
Ανάστασης και
Δευτέρας
Παρουσίας. Όσοι
τότε (κι όχι στο
μεσοδιάστημα)
τον είχαν
αρνηθεί, θα «σφαγούν».
Έτσι, λοιπόν, ο
ισχυρισμός των
αντίχριστων
που θέλουν τον
Χριστό να
ευλογεί τάχα τη
σφαγή των
εχθρών του (από
τους οπαδούς
του) είναι
αβάσιμος. Όμως
κάποιοι θα
αναρωτηθούν,
πώς ο Χριστός,
που κηρύσσει
την ανεξικακία,
να προστάξει τη
σφαγή των
εχθρών του,
έστω και στο
τέλος. Υπάρχει
η παραβολή του
Κατά Ματθαίον 21,
33-41, όπου οι κακοί
επιστάτες
σφάζουν το γιο
του κυρίου του
αμπελιού, όταν
αυτός
αποστέλεται
από τον κύριο
του αμπελιού,
αφού πρώτα είχε
αποστείλει
άλλους δούλους
του τους
προφήτες τους
οποίους επίσης
οι επιστάτες
σκότωναν.
Ρωτώντας ο
Χριστός τους
Φαρισαίους, τι
πρέπει να κάνει
ο κύριος του
αμπελιού τους
επιστάτες,
αυτοί του
απάντησαν «να
τους σκοτώσει».
Αλλά και πάλι, η
παραβολή αυτή
αναφέρεται στη
Δευτέρα
Παρουσία, στον
τελικό πόλεμο
Σατανά και
πλανεμένων απ
αυτόν κατά της
Εκκλησίας. Ένα
πόλεμο που θα
τον προκαλέσει
ο ίδιος ο
Σατανάς όχι ο
Χριστός (Αποκάλυψις
Ιωάννου, 20, 8) και
στον οποίο θα
χάσει και θα
σφαγούν.
Εσχατολογικό
είναι το
περιεχόμενο
της πααβολής
και της
προφητείας,
λοιπόν. Με άλλα
λόγια ο Χριστός
δεν προκαλεί τη
σφαγή των λαών
κατά τη Δευτέρα
Παρουσία, ούτε
προτρέπει σε
σφαγή των μη
Χριστιανών
κατά το
μεσοδιάστημα
μεταξύ
Ανάστασης και
Δευτέρας
Παρουσίας. Και
πώς να
προέτρεπε τους
Χριστιανούς σε
κάτι τέτοιο, τη
στιγμή που
προτρέπει: Κατά
Ματθαίον, 5, 44-47: «Εγώ
όμως σας λέγω,
Αγαπάτε τους
εχθρούς σας,
ευλογείτε
εκείνους,
οίτινες σας
καταρώνται,
ευεργετείτε
εκείνους,
οίτινες σας
μισούσι, και
προσεύχεσθε
υπέρ εκείνων,
οίτινες σας
βλάπτουσι και
σας
κατατρέχουσι,
διά να
γείνητε υιοί
του Πατρός σας
του εν τοις
ουρανοίς, διότι
αυτός
ανατέλλει τον
ήλιον αυτού επί
πονηρούς και
αγαθούς και
βρέχει επί
δικαίους και
αδίκους. Διότι
εάν αγαπήσητε
τους αγαπώντάς
σας, ποίον
μισθόν έχετε;
Και οι τελώναι
δεν κάμνουσι το
αυτό; Και εάν
ασπασθήτε τους
αδελφούς σας
μόνον, τι
περισσότερον
κάμνετε; Και οι
τελώναι δεν
κάμνουσιν
ούτως;» και Κατά
Ματθαίον, 5, 39: «όποιος
σε κτυπήσει εις
το δεξί σαγόνι,
να του στρέψης
και το άλλο».
ιγ')
"Ο
Ιησούς
κηρύσσει το
μίσος προς τους
ίδιους τους
γονείς: «εἴ
τις ἔρχεται
πρός με καὶ οὐ
μισεῖ τὸν
πατέρα ἑαυτοῦ
καὶ τὴν μητέρα
καὶ τὴν
γυναῖκα καὶ τὰ
τέκνα καὶ τοὺς
ἀδελφοὺς καὶ
τὰς ἀδελφάς,
ἔτι δὲ καὶ τὴν
ἑαυτοῦ ψυχήν,
οὐ δύναταί μου
μαθητὴς εἶναι. καὶ
ὅστις οὐ
βαστάζει τὸν
σταυρὸν
ἑαυτοῦ καὶ
ἔρχεται ὀπίσω
μου, οὐ δύναται
εἶναί μου
μαθητής.»
(Κατά Λουκάν, 14, 26-27).
Με άλλα λόγια ο
Ιησούς
προτρέπει τον
κόσμο να μισεί
τους γονείς του
και την
οικογένειά του,
για να αγαπάει
αυτόν! Η αγάπη
προς τον Ιησού
συνεπάγεται
μίσος προς την
ανθρωπότητα."
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
τι θέλει να πει
εδώ ο Χριστός
φαίνεται από
ένα αντίστοιχο
χωρίο του Κατά
Ματθαίον, 10, 37-38: «῾Ο
φιλῶν πατέρα ἢ
μητέρα ὑπὲρ
ἐμὲ οὐκ ἔστι
μου ἄξιος· καὶ
ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ
θυγατέρα ὑπὲρ
ἐμὲ οὐκ ἔστι
μου ἄξιος· καὶ
ὃς οὐ λαμβάνει
τὸν σταυρὸν
αὐτοῦ καὶ
ἀκολουθεῖ
ὀπίσω μου, οὐκ
ἔστι μου ἄξιος.»
Ο Ματθαίος λέει
«όποιος αγαπά
τον πατέρα ή
την μητέρα του περισσότερο
απ ό,τι αγαπά
εμένα, δεν μου
είναι άξιος».
Φαίνεται
αμέσως ότι ο
Λουκάς που δεν
ήταν αυτόπτης
μάρτυρας
κατέγραψε
διαφορετικά
αυτό που ο
Ματθαίος που
ήταν αυτόπτης
μάρτυρας
άκουσε. Δηλαδή
πρόκειται για
τα ίδια λόγια
του Χριστού, κι
ο Ματθαίος τα
παρέθεσε, όντας
αυτόπτης
μάρτυρας,
πιστότερα. Όταν
λοιπόν ο Λουκάς
γράφει περί «μίσους
προς τους
γονείς» δεν
εννοεί μίσος:
εννοεί «η αγάπη
προς τους
γονείς να είναι
μικρότερη απ
την αγάπη προς
τον Χριστό»˙
απλά το λέει με
άλλα λόγια.
Χρησιμοποιεί
μια πιο έντονα
φορτισμένη
λέξη («μίσος»),
ώστε να δείξει
την δέουσα
διαφορά
μεγέθους
μεταξύ της
αγάπης προς τον
Θεό και της
αγάπης προς
τους γονείς.
Όσο θα ήταν το
να μισούσε
κανείς τους
γονείς του (ενώ
αρχικά τους
αγαπούσε), τόση
θα πρέπει να
είναι η διαφορά
μεταξύ της
αγάπης προς το
Θεό και της
αγάπης προς
τους γονείς
αλλά αυτό δε
συνεπάγεται
άρνηση της
αγάπης προς
τους γονείς. Η
τιμή και αγάπη
προς τους
γονείς είναι
θεϊκή εντολή (ΕΞΟΔΟΣ
ΚΑ, 12). Ωστόσο
προηγείται η
αγάπη προς το
δωρητή κάθε
ζωής, δηλαδή το
Θεό, κι έπεται η
αγάπη προς τους
δωρητές της
προσωπικής ζωή,
δηλαδή τους
γονείς. Αυτό
είναι το λογικό.
Επιπλέον, δεν
ισχύει κανένας
αλληλοαποκλεισμός,
όπως
ισχυρίζονται
οι
αντιχριστιανοί,
διαστρεβλώνοντας
τα λόγια του
Χριστού. Το «αγάπησε
περισσότερο το
Θεό από τους
γονείς σου» δεν
συνεπάγεται «μίσησε
και μην αγαπάς
τους γονείς σου».
Ότι ο Λουκάς
όταν γράφει για
«μίσος» μιλά
μεταφορικά,
φαίνεται απ το
ότι κάνει λόγο
για μίσος προς
τον ίδιο μας
τον εαυτό.
Φυσικά, δεν
εννοεί
πραγματικό
μίσος, αλλιώς
ποιο νόημα θα
είχε να μιλάμε
για σωτηρία;
ιδ')
"Τι
εννοεί ο Ιησούς
όταν λέει «Μὴ
νομίσητε ὅτι
ἦλθον βαλεῖν
εἰρήνην ἐπὶ
τὴν γῆν· οὐκ
ἦλθον βαλεῖν
εἰρήνην, ἀλλὰ
μάχαιραν.
ἦλθον γὰρ
διχάσαι
ἄνθρωπον κατὰ
τοῦ πατρὸς
αὐτοῦ καὶ
θυγατέρα κατὰ
τῆς μητρὸς
αὐτῆς καὶ
νύμφην κατὰ
τῆς πενθερᾶς
αὐτῆς· καὶ
ἐχθροὶ τοῦ
ἀνθρώπου οἱ
οἰκιακοὶ
αὐτοῦ.»
(Κατά Ματθαίον, 10,
34-36) και «Πῦρ
ἦλθον βαλεῖν
ἐπὶ τὴν γῆν,
καὶ τί θέλω εἰ
ἤδη ἀνήφθη!
βάπτισμα δὲ
ἔχω
βαπτισθῆναι,
καὶ πῶς
συνέχομαι ἕως
οὗ τελεσθῇ!
δοκεῖτε ὅτι
εἰρήνην
παρεγενόμην
δοῦναι ἐν τῇ γῇ;
οὐχί, λέγω ὑμῖν,
ἀλλ᾿ ἢ
διαμερισμόν.
ἔσονται γὰρ
ἀπὸ τοῦ νῦν
πέντε ἐν οἴκῳ
ἑνὶ
διαμεμερισμένοι,
τρεῖς ἐπὶ δυσὶ
καὶ δύο ἐπὶ
τρισί·
διαμερισθήσονται
πατὴρ ἐπὶ υἱῷ
καὶ υἱὸς ἐπὶ
πατρί, μήτηρ
ἐπὶ θυγατρὶ
καὶ θυγάτηρ
ἐπὶ μητρί,
πενθερὰ ἐπὶ
τὴν νύμφην
αὐτῆς καὶ
νύμφη ἐπὶ τὴν
πενθερὰν
αὐτῆς.»
(Κατά Λουκάν, 12, 49-53),
εκτός απ το να
εκδηλώσει τη
θρησκευτική
του
μισαλλοδοξία
και το
φανατισμό, που
διαιρούν τους
ανθρώπους; Ο
ίδιος το λέει
ότι δεν ήρθε να
φέρει ειρήνη
αλλά πόλεμο,
όχι ειρήνη αλλά
μάχαιρα˙ ότι
εξαιτίας του θα
διαχωριστούν
οικογένειες,
πατέρας κατά
γιου κι
αντίστροφα,
μάνα κατά κόρης
κι αντίστροφα,
πεθερά κατά
νύφης κι
αντίστροφα».
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
καμμία σχέση,
φυσικά, δεν
έχουν οι
παραπάνω
ισχυρισμοί με
την αλήθεια. Ο
Ιωάννης
Χρυσόστομος
γράφει: «Επομένως
ο πόλεμος δεν
είναι έργον της
προθέσεως του
Κυρίου, αλλά
προέρχεται από
την γνώμην των
ανθρώπων. Διότι
ο Κύριος ήθελεν
όλοι οι
άνθρωποι να
συμφωνούν ως
προς την
ευσέβειαν.
Επειδή όμως
εκείνοι
στασιάζουν,
γίνεται
πόλεμος» (Ομιλία
λε εις το Κατά
Ματθαίον, 1). Ο
Χριστός λέει
ότι εξαιτίας
του, οι
άνθρωποι θα
χωριστούν, από
μόνοι τους, σ
αυτούς που θα
πιστέψουν και σ
αυτούς που δε
θα πιστέψουν.
Ώς εδώ, ποιο
είναι το
πρόβλημα; Όταν
εμφανίζεται
μια θεωρία ή
μια πίστη,
άλλοι τη
δέχονται κι
άλλοι την
απορρίπτουν
και έτσι οι
άνθρωποι
διχάζονται,
διαιρούνται σε
δύο ομάδες.
Αυτό όμως δεν
λέει τίποτε
αρνητικό για
την θεωρία την
ίδια˙ δεν
συνεπάγεται
πως η ίδια η
θεωρία είναι
κακή, απλώς
επειδή κάποιοι
τη δέχτηκαν και
κάποιοι άλλοι
την απέρριψαν.
’μα ήταν έτσι,
όλες οι απόψεις
θα ήταν «επικίνδυνες»,
αφού
εξαντικειμένου
«διχάζουν» τους
ανθρώπους σε
δύο (τουλάχιστον)
ομάδες: όσους
τις
αποδέχονται κι
όσους τις
απορρίπτουν.
Είναι
ολοφάνερη
λοιπόν η
πονηριά των
Νεοπαγανιστών,
που κατηγορούν
τον Χριστό ως
αίτιο διχασμού.
Κάνουν ωσάν ο
Χριστός να
οδηγεί στο
διχασμό της
ανθρωπότητας.
Σε λίγο θα
ισχυριστούν
ότι μόνο όταν
μια άποψη
γίνεται
αποδεκτή απ
όλους, είναι
σωστή (διαφορετικά
είναι κακό να
υπάρχει και να
διχάζει),
δηλαδή θα
δικαιώσουν το
επιχείρημα της
βίαιης
επιβολής μιας
άποψης.
Αντίθετα, ο
Χριστός,
τονίζοντας ότι
θα διχάσει τους
ανθρώπους, σε
πιστούς και
άπιστους,
αφήνει «χώρο» να
σταθούν οι
άπιστοι.
Διαφορετικά
δεν θα έλεγε
ότι εξαιτίας
του θα
διαχωριστούν
οι άνθρωποι (σε
πιστούς και
άπιστους): θα λεγε
ότι εξαιτίας
του θα
πιστέψουν όλοι
οι άνθρωποι.
Η «μάχαιρα»
έχει το
χαρακτηριστικό
ότι τέμνει. Δεν
αναφέρεται σε
σφαγές ο
Χριστός, αλλά
στο γεγονός ότι
η ύπαρξή του
διαχωρίζει
τους πιστούς
από τους
άπιστους˙ ο
διαχωρισμός
γίνεται όχι με
τη βία, αλλά με
τη δική τους
θέληση να είναι
είτε πιστοί
είτε άπιστοι.
Ο διχασμός
όμως, ανάμεσα
και στα μέλη
της
οικογένειας,
δεν οφείλεται
απλώς στην
διαφορετική
τοποθέτηση του
καθενός έναντι
του Χριστού,
αλλά στο μίσος
των άπιστων
προς τους
Χριστιανούς. Ο
Χριστός (ξανα)τονίζει
ότι οι άπιστοι
θα μισήσουν
τους
Χριστιανούς
συγγενείς τους˙
δεν λέει ότι ο
Χριστιανός θα
μισήσει τους
άπιστους
συγγενείς του.
Οι
αρχαιολάτρες
διαστρεβλώνουν
τα λόγια του,
σαν να σήμαινε
το ένα το άλλο.
Θα σύμφερε
στους
αρχαιολάτρες
και τους
λοιπούς
αντιχριστιανούς
να αποδείξουν
ότι ο Χριστός
ζητάει από τους
Χριστιανούς να
μισήσουν τους
άπιστους
συγγενείς/συνανθρώπους
τους. Όμως ο
Χριστός απλώς
προειδοποιεί
τους
Χριστιανούς
ότι οι άπιστοι
συγγενείς τους
θα τους
μισήσουν: «καὶ
ἐχθροὶ τοῦ
ἀνθρώπου οἱ
οἰκιακοὶ
αὐτοῦ».
Όχι «και εχθρός [=ο
Χριστιανός] των
οικιακών [=άπιστων
συγγενών] αυτού».
Για τους
Χριστιανούς
ισχύει πάντοτε
το Κατά
Ματθαίον, 5, 44-47. Η
διαφορά είναι
λεπτή, αλλά
τεράστιας
σημασίας. Οι
αντιχριστιανοί
είναι τεχνίτες
στη
διαστρέβλωση
των λόγων της
Αγίας Γραφής
και στην
παραποίηση του
νοήματός της.
ιε')
"Γιατί ο
Ιησούς συνιστά
στους μαθητές
του «όταν
προσεύχεσθε, μη
λέγετε πολλά
και ανόητα,
όπως κάνουν οι
εθνικοί, που
νομίζουν ότι με
την πολυλογίαν
τους θα
εισακουσθούν» (Κατά
Ματθαίον, 6, 7), ενώ
υπάρχουν
πολλοί ύμνοι
προς τους θεούς,
του Πυθαγόρα
και άλλων, που
διακρίνονται
για την
λιτότητα και το
μεστό νόημά
τους;"
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
ο Πυθαγόρας δεν
ήταν ο
κλασσικός
τύπος
πολυθεϊστή
ούτε κι ο
Ευριπίδης,
αποσπάσματα
των οποίων
παραθέτει ο κ. Γ.
Σιέττος και ο Δαυλός,
για να μας
αποδείξουν ότι
δεν «βαττολογούσαν»
(φλυαρούσαν) οι
Εθνικοί. Έχουμε
αναφέρει το
παρανοϊκό
τυπικό των
προσευχών που
έκαναν οι
Ειδωλολάτρες,
στο κεφάλαιο 57.
Στριφογύριζαν,
χοροπηδούσαν,
και έκαναν άλλα
διασκεδαστικά
κατά την
ανάγνωση της
προσευχής, για
να τους
προσέξουν οι «θεοί».
Ίσως θα
μπορούσαν, οι
αρχαιολάτρες,
να μας
εξηγήσουν τη
σημασία της
φράσης
ΒΑΡΒΑΦΟΡΦΟΡΒΑΡΒΟΡΒΑΡ
ΒΟΡΑ ΒΟΡΒΟΡ
ΒΑΡΒΑ
ΦΟΡΒΑΒΑΙΗ, η
οποία βρέθηκε
στην Ελλάδα,
στην αθηναϊκή
αρχαία Αγορά,
σε ένα «κατάδεσμο»,
δηλαδή
προσευχή προς
χθόνιους
ελληνικούς
θεούς˙ και πώς
αυτή η φράση δε
συνιστά «βαττολογία».
«Ο Κικέρων (De
legibus,
2, 15) παρατηρεί ότι
οι ελληνικές
πόλεις
φρόντιζαν να
διατηρούν τους
αρχαίους
ρυθμούς. (...) Ο
Βάρρων
αναφέρει
ορισμένες
λέξεις των
ιερών βιβλίων
που
διατηρούνταν
στην Αθήνα, των
οποίων η γλώσσα
ήταν αρχαϊκή (De
lingua
latina,
5, 97)» (Fustel
De
Coulanges,
Η αρχαία πόλη,
εκδ. Ειρμός, σ. 260-261).
Γι αυτό το λόγο
κι ο συριακής
καταγωγής
Εθνικός,
Ιάβλιχος,
κατηγορεί τους
Έλληνες ότι
αλλοιώνουν όσα
μαθαίνουν από
τους Ασιάτες
Εθνικούς.
Μεταφράζοντας
μια ασιατική
προσευχή σε «θεό»
ή μια «μαγική»
ασιατική λέξη ή
ένα όνομα
ασιατικού «θεού»
στα ελληνικά,
αμέσως άλλαζε (έστω
και ελαφρώς) η
προφορά των
λέξεων, οπότε
προφέροντάς
τις δεν
μπορούσε να
εξευμενίσει
κανείς το «θεό».
Αυτή είναι η
φλυαρία˙ κι όχι
οι λίγες
εξαιρέσεις
διάφορων
Αρχαίων, που
μόνο ευσεβείς
πολυθεϊστές
και
χαρακτηριστικά
παραδείγματα
Εθνικών δε θα
μπορούσαν να
χαρακτηριστούν.
ιστ')
"Τα «θαύματα»
του Ιησού είναι
ελεγχόμενα,
προετοιμασμένα.
Ο Ιησούς πριν
πάει σε κάποιο
μέρος έστελνε
πρώτα τους
μαθητές του (όχι
απαραίτητα
τους δώδεκα,
αλλά και τους
εβδομήντα), οι
οποίοι
παρίσταναν
τους
χειροκροτητές,
τους αρρώστους
ή ίσως έπειθαν
άλλους να
κάνουν τους
αρρώστους.
Έπειτα ερχόταν
ο Ιησούς και «γιάτρευε»
τους μαθητές
του ή αυτούς
που οι μαθητές
του είχαν
πείσει να
παραστήσουν
τους «τυφλούς»,
τους «παράλυτους»,
τους «δαιμονισμένους»
κ.ά., κι έτσι
προβαλόταν ως «Μεσσίας».
Ο Ιησούς
προσχεδίαζε
τον προορισμό
του κάθε φορά.
Το παράδειγμα
της θεραπείας
της πεθεράς του
Σίμωνα (Πέτρου)
είναι
χαρακτηριστικό.
Αφού την
θεραπεύει στο
σπίτι του
Πέτρου, όταν
μαζεύονται τα
πλήθη της
περιοχής για να
τους
γιατρεύσει,
αυτός λέει ότι «πρέπει
να φέρω το
άγγελμα της
βασιλείας του
Θεού και σε
άλλες πόλεις»
και αποφεύγει
να κάνει
πραγματικά
θαύματα".
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Έχουμε να
παρατηρήσουμε
έξι πράγματα.
1.
Οι
Ευαγγελιστές
και οι
απόστολοι δε θα
επέμεναν μέχρι
θανάτου, ο
καθένας τους,
για την αλήθεια
της πίστης τους,
εάν ήξεραν για
την
υποτιθέμενη
απάτη. Εάν
γνώριζαν και
είχαν λάβει
μέρος σ αυτήν
την απάτη, τότε
με την πρώτη
δυσκολία, θα
απαρνούνταν
τον Χριστό,
ειδικά μετά την
Ανάσταση. Δε θα
άρχιζαν τις
περιοδείες.
2.
Αν οι μαθητές
του είχαν
τέτοιο ρόλο και
εάν επρόκειτο
περί απάτης,
τότε οι
συγγραφείς των
Ευαγγελίων θα
ήταν αρκετά
έξυπνοι
απατεώνες, ώστε
να αποκρύψουν
εντελώς, όχι
μόνο τον ρόλο
των μαθητών που
απέστελνε στις
πόλεις και τα
χωριά, αλλά και
την ίδια την
ύπαρξη των
μαθητών αυτών,
για να μη βγουν
μια μέρα τίποτε
«απομυθοποιητές»
και τους
ξεσκεπάσουν.
3.
Η Παλαιστίνη
ήταν μια μικρή
περιοχή. Εάν
υπήρχαν
εβδομήντα
άτομα (εκ των
μαθητών του
Ιησού) που «θεραπεύονται»
ξανά και ξανά,
τότε η
πιθανότητα να
τα δει κάποιος
και να τα
ξεσκεπάσει
μπροστά στο
πλήθος (π.χ. «Εσύ
δεν ήσουν που
θεραπεύτηκες
προχτές στη
Ναζαρέτ; Τώρα
στην Τιβεριάδα,
έγινες ξανά
παράλυτος;»)
ήταν πολύ
μεγάλος, και ο
κίνδυνος αυτοί
οι απατεώνες
μαθητές του να
λυντσαριστούν
από το πλήθος
που θα
αντιλαμβανόταν
την απάτη, ήταν
πολύ μεγάλος.
Δεν γινόταν να
δημιουργηθεί η
φήμη γύρω από
το όνομα και το
πρόσωπο του
Ιησού με τέτοιο
τρόπο.
4.
Οι πόλεις και
τα χωριά εκείνη
την εποχή ήταν
πολύ μικρότερα
των σημερινών.
Οι άνθρωποι της
εποχής εκείνης,
μπορεί να μην
ήταν
επιστήμονες,
αλλά βλάκες δεν
ήταν. Γνώριζαν
ο ένας τον
άλλον (όπως στα
χωριά σήμερα),
ήξεραν ποιος
είναι υγιής και
ποιος άρρωστος,
ήξεραν ποιος
ήταν ξένος και
ποιος
συμπολίτης /
συγχωριανός
τους, και
ασφαλώς δεν
μπορούσαν να
πειστούν από
θαύματα που
συνέβαιναν
πάντοτε σε
ξένους (οι
οποίοι
εμφανίζονταν
από το πουθενά)
και ποτέ σε
συντοπίτες
τους. Στη
σημερινή εποχή,
ασφαλώς είναι
δυνατή η
εξαπάτηση των
ανθρώπων, διότι
οι πόλεις είναι
μεγάλες και τα
πλήθη δεν
γνωρίζονται
αναμεταξύ τους,
και γι αυτό
είναι πολύ
εύκολο για
κάποιον «θαυματοποιό»
να κάνει «θαύματα»
χρησιμοποιώντας
κάποιους
συνεργάτες του
ως «παράλυτους»,
«κουφούς» κ.λπ.
και
θεραπεύοντάς
τους. Στην
εποχή του Ιησού
όμως, σε τόσο
μικρές πόλεις
και χωριά,
εύκολα τέτοιου
είδους απάτη θα
ανακαλύπτονταν.
5.
’λλωστε οι
ίδιοι οι
Ευαγγελιστές
μας αναφέρουν
ότι οι
Φαρισαίοι, όταν
τόσο
καχύποπτοι,
ώστε
ερευνούσαν
όλες τις
περιπτώσεις,
ακόμη και της
απάτης, σχετικά
με τα θαύματα
του Ιησού.
Ρωτούν τους
γονείς του εκ
γενετής τυφλού,
αν ο
θεραπευμένος
είναι όντως
γιός τους (Κατά
Ιωάννην, 9, 19).
Εφόσον, λοιπόν,
οι εχθροί του
Χριστού
εξέταζαν το
ενδεχόμενο της
απάτης, αλλά
ούτε τότε
ανακάλυψαν
κάποια απάτη
ούτε αργότερα (στο
Ταλμούδ)
ανέφεραν
τέτοια
εξαπάτηση,
είναι προφανές
ότι οι
σύγχρονοι
αρχαιολάτρες «απομυθοποιητές»
ισχυρίζονται
παραμύθια και
κάνουν
αναπόδεικτες
ερμηνείες.
6.
Το ότι ο Ιησούς
είχε ένα σχέδιο
από ποια πόλη
θα περάσει
πρώτα, πού θα
πάει έπειτα,
δεν είναι
αρκετό, για να
γίνουμε
καχύποπτοι και
να πούμε ότι
πρόκειται περί
απάτης. Ο
καθένας, όταν
βγαίνει από το
σπίτι του έχει
προσχεδιάσει
πού θέλει να
πάει, έτσι κι ο
Θεός έχει
σχέδιο, πρώτα
να πάει στην
Ναζαρέτ, έπειτα
στην
Καπερναούμ,
έπειτα στα
Γάδαρα κ.ο.κ.
Συμπέρασμα:
ψευδοορθολογιστικές
ερμηνείες
υπάρχουν
πολλές. Αλλά
για να
αποδειχτούν ως
αληθείς, πρέπει
να μην
κλονίζονται
από τον ορθό
λόγο. Οι
αρχαιολατρικοί
ισχυρισμοί για
τα θαύματα του
Χριστού είναι
τόσο σαθροί και
γελοίοι, ώστε
με μια πρόχειρη
εξέταση
κατταρίπτονται.
ιζ')
"Η
Παλαιά Διαθήκη
είναι εβραϊκή.
Πώς γίνεται να
έχουν άδικο οι
ραββίνοι και
δίκαιο οι
Χριστιανοί,
όταν την
ερμηνεύουν
αυτοί;"
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Υπάρχει
ο ισχυρισμός
ότι μόνο οι
Εβραίοι
μπορούσαν να
ερμηνεύσουν τα
εδάφια σωστά,
και συνεπώς,
εάν αυτοί δεν
τα ερμήνευσαν
έτσι, τότε η
χριστιανική
ερμηνεία δεν
στέκεται από
μόνη της. Όμως
κάνουν λάθος,
γιατί η
ερμηνεία των
Φαρισαίων, των
Σαδδουκαίων
και των
Γραμματέων (δηλαδή
των Ιουδαίων
της εποχής του
Χριστού) για το
μωσαϊκό νόμο
και τους
προφήτες μόνο
σωστή δεν ήταν,
κι αυτό
αποδείκνυε ο
Χριστός, κάθε
φορά που
συζητούσε μαζί
τους.
-Έτσι
διαβάζουμε στο
Κατά Ματθαίον 22,
41-46: «Ενώ δε ήσαν
μαζεμένοι οι
Φαρισαίοι, τους
ερώτησε ο
Ιησούς, "Τι
φρονείτε δια
τον Χριστόν;
Ποίου είναι
υιός;". Λέγουν
εις αυτόν, "Του
Δαυίδ". Αυτός
τους λέγει, "Πώς
λοιπόν ο Δαυίδ,
εμπνευσμένος
από το Πνεύμα,
τον ονομάζει
Κύριον και
λέγει, Είπε ο
Κύριος εις τον
Κύριόν μου,
Κάθησε εις τα
δεξιά μου, έως
ότου κάνω τους
εχθρούς σου
υποπόδιον των
ποδιών σου; Εάν
λοιπόν ο Δαυίδ
τον ονομάζει
Κύριον, πώς
είναι δυνατόν
να είναι υιός
του;". Και
κανείς δεν ήτο
εις θέσιν να
του αποκριθή
ένα λόγον, ούτε
ετόλμησε
κανείς από
εκείνην την
ημέραν να τον
ερωτήσει πλέον».
Φαίνεται πόσο
οι δήθεν
αυθεντικοί
ερμηνευτές του
μωσαϊκού νόμου
τα έχασαν.
-Επίσης
ο Χριστός
δείχνει την
λανθασμένη
ερμηνεία των
γραμματέων και
Φαρισαίων στο
Κατά Ματθαίον, 15,
3-6: «Αυτός δε τους
απεκρίθη, "Γιατί
και σεις
παραβαίνετε
την εντολήν του
Θεού χάριν της
παραδόσεώς σας;
Ο Θεός είπε: Να
τιμάς τον
πατέρα σου και
την μητέρα σου,
και, Εκείνος
που υβρίζει
πατέρα ή μητέρα
οφείλει να
θανατωθή. Σει
δε λέγετε: "Εκείνος
που θα πη εις
τον πατέρα του
ή την μητέρα
του, Ό,τι έχει να
ωφεληθής από
εμέ, αυτό
δίδεται ως
δώρον εις τον
Θεόν, αυτός δεν
έχει
υποχρέωσιν να
τιμήση τον
πατέρα του ή
την μητέρα του".
Και ακυρώσατε
την εντολήν του
Θεού χάριν της
παραδόσεώς σας».
-Χαρακτηριστικό
παράδειγμα της
έλλειψης
αυθεντίας, Κατά
Ματθαίον 21, 23-27: «Και
όταν ήλθε εις
τον ναόν, τον
επλησίασαν, ενώ
εδίδασκε, οι
αρχιερείς και
πο πρεσβύτεροι
του λαού, και
του είπαν, "Με
ποιαν εξουσίαν
κάνεις αυτά,
και ποιος σου
έδωκε την
εξουσίαν αυτήν;".
Ο Ιησούς τους
απεκρίθη, "Θα
σας κάνω και
εγώ μίαν
ερώτησιν, και
εάν μου
απαντήσετε, θα
σας πω και εγώ
με ποιαν
εξουσίαν κάνω
αυτά. Το
βάπτισμα του
Ιωάννου από πού
ήτο; Από τον
ουρανόν ή από
τους ανθρώπους;".
Αυτοί
συζητούσαν
μεταξύ τους και
έλεγον, "Εάν
πούμε, "Από τον
ουρανόν", θα
μας πη, "Γιατί
λοιπόν δεν
επιστέψατε σ
αυτόν;", εάν δε
πούμε, "Από
τους ανθρώπους",
φοβούμεθα τον
λαόν, διότι
όλοι έχουν τον
Ιωάννην για
προφήτην". Και
απεκρίθησαν
εις τον Ιησούν,
"Δεν
γνωρίζομεν".
Και αυτός τους
είπε, "Ούτε και
εγώ σας λέγω με
ποιαν εξουσίαν
κάνω αυτά".
-Ο
Χριστός
αποστομώνει
τους
απεσταλμένους
των Ηρωδιανών
και των
Φαρισαίων, όταν
αυτοί
προσπαθούν να
τον παγιδέψουν
για το ζήτημα
της πληρωμής
του φόρου στον
Καίσαρα (Κατά
Ματθαίον, 22, 16-22),
λέγοντας τους
το γνωστό «τα
του Καίσαρος τω
Καίσαρι...». Οι
απεσταλμένοι
θαύμασαν κι
έφυγαν.
-Ο
Χριστός, όταν
οι Σαδδουκαίοι
που δεν
πίστευαν στην
ανάσταση
νεκρών πήγαν
να τον
πειράξουν
ρωτώντας τον
σχετικά, αυτός
τους
αποστόμωσε
δείχνοντας την
άγνοιά τους
σχετικά με την
ερμηνεία της
Παλαιάς
Διαθήκης, στο
Κατά Ματθαίον, 22,
24-33: «τον ερώτησαν,
"Διδάσκαλε, ο
Μωυσής είπεν, Εάν
ένας πεθάνη
άτεκνος, τότε
πρέπει ο
αδελφός του να
νυμφευθή την
γυναίκα του και
να φέρη
απογόνους εις
τον αδελφόν του.
Ήσαν λοιπόν σ
εμάς επτά
αδελφοί. Ο
πρώτος αφού
ενυμφε΄θη,
επέθανε και,
επειδή δεν είχε
απογόνους,
άφησε την
γυναίκαν του
εις τον αδελφόν
του. το ίδιο
συνέβη και εις
τον δεύτερον
και εις τον
τρίτον έως τον
έβδομον.
Τελευταία δε απ
όλους επέθανε η
γυναίκα. Κατά
την ανάστασιν
λοιπόν, εις
ποιον από τους
επτά θα ανήκη η
γυναίκα; Διότι
όλοι την είχαν
γυναίκα".
Απεκρίθη ο
Ιησούς, "Πλανάσθε,
επειδή δεν
γνωρίζετε τας
γραφάς ούτε την
δύναμιν του
Θεού. Διότι
κατά την
ανάστασιν ούτε
νυμφεύονται
ούτε
παντρεύονται,
αλλ είναι όπως
οι άγγελοι εις
τον ουρανόν.
Όσον αφορά δε
την ανάστασιν
των νεκρών, δεν
εδιαβάσατε
εκείνο, το
οποίον σας είπε
ο Θεός, Εγώ
είμαι ο Θεός
του Αβραάμ, ο
Θεός του Ισαάκ
και ο Θεός του
Ιακώβ; Δεν
είναι ο Θεός,
Θεός νεκρών
αλλά ζώντων".
Και όταν τα
πλήθη άκουσαν
αυτά,
εξεπλάγησαν
δια την
διδασκαλίαν
του».
-Ο
Χριστός
κατακρίνει την
παράδοση και
ερμηνεία των
Φαρισαίων και
των γραμματέων,
στο Κατά
Ματθαίον 23, 16-20: «Αλλοίμονον
σ εσάς, οδηγοί
τυφλοί, που
λέτε, "Εάν
ορκισθή κανείς
εις τον ναόν,
αυτό δεν είναι
τίποτε˙ εάν
όμως ορκισθή
εις τον χρυσόν
του ναού, είναι
υποχρεωμένος
να τηρήση τον
όρκον". Μωροί
και τυφλοί,
ποιο είναι
μεγαλύτερον, ο
χρυσός ή ο ναός,
ο οποίος κάνει
ιερόν τον
χρυσόν; Και "Όποιος
ορκισθή εις το
θυσιαστήριον,
αυτό δεν
σημαίνει
τίποτε˙ όποιος
όμως ορκισθή
εις το δώρον, το
οποίον είναι
επάνω του,
είναι
υποχρεωμένος
να τηρήση τον
όρκον του".
Μωροί και
τυφλοί, ποιο
είναι
μεγαλύτερον, το
δώρον ή το
θυσιαστήριον,
το οποίον κάνει
ιερόν το δώρον;»
-Αλλού
ο Χριστός
αποδεικνύει
πόσο αμαθείς
και
σκοτισμένοι
ήταν οι
Φαρισαίοι, που
απέδιδαν τα
θαύματά του
κατά των
δαιμόνων, σε
βοήθεια του
διαβόλου.
Συνεχώς ο
Ιησούς
αποδεικνύει
πόσο ψευδής
είναι η άποψη
των
Νεοπαγανιστών
ότι η ερμηνεία
της Π.Δ. γίνεται
από τους
ραββίνους. Μόνο
«αυθεντία» δεν
μπορούσαν να
θεωρήσουν τον
εαυτό τους οι
πνευματικοί
ηγέτες του
Ισραήλ της
εποχής του
Χριστού. Δεν
ισχύει λοιπόν ο
ισχυρισμός «μόνο
οι ραββίνοι
μπορούν να
ερμηνεύσουν
τις προφητείες
και την Παλαιά
Διαθήκη, όχι οι
απόστολοι και
οι ευγγελιστές».
Είχαν, οι
ραββίνοι,
Φαρισαίοι,
Σαδδουκαίοι,
Γραμματείς,
καταντήσει τον
1ο μ.Χ. αι. όπως
τα διεφθαρμένα
ιουδαϊκά
ιερατεία του
νότιου και
βόρειου
βασιλείου (9ος
6ος π.Χ. αι.), τα
οποία
κατέκριναν οι
προφήτες
λέγοντας ότι
διαστρέφουν
την ερμηνεία
του μωσαϊκού
νόμου.
Δεν
υπάρχει τίποτε
πιο
διασκεδαστικό
βέβαια, από
τους
Νεοπαγανιστές
που, ενώ
συνέχεια
βρίζουν τους
Ορθόδοξους,
πότε ως «Ιουδαιοχριστιανούς
κατακτητές»,
πότε σκέτα ως «Ιουδαιοχριστιανούς»
και λεν πως
Ιουδαϊσμός και
Χριστιανισμός
είναι το ένα
και το αυτό,
στην περίπτωση
αυτήν
όπως και με τον
πρώην
Αρειανιστή
Ιουλιανό, που
χρηματοδοτούσε
την ανέγερση
του ιουδαϊκού
ναού, μόνο και
μόνο για να
αποδείξει
στους
Χριστιανούς
ότι η σχετική
προφητεία του
Χριστού ήταν
λανθασμένη
γίνονται
ιουδαϊκότεροι
των Ιουδαίων,
προκειμένου να
αντιταχθούν
στο
Χριστιανισμό.
Δεν πρέπει να
παραξενεύει
κανέναν αυτό.
’λλωστε, τόσο
οι εθνικιστές
Εβραίοι (Σιωνιστές
και οι της
εποχής του
Χριστού) όσο
και οι
εθνικιστές/παγανιστές
αρχαιολάτρες
έχουν κοινό
σημείο: τον
εθνικισμό-σωβινισμό.
Και οι δυο
φτάνουν (έφτασαν,
για τους
Εβραίους) να
θεωρούν ότι ο
Θεός είναι
εθνικό ζήτημα
κι όχι ζήτημα
αλήθειας. Αφού
λοιπόν οι
Εβραίοι είδαν
τον Χριστό να
μην είναι αυτό
που ήθελαν,
δηλαδή
κοσμικός
βασιλιάς και
ηγέτης, και
αφού οι
Νεοπαγανιστές
κυριολεκτικά
ζουν στον
εθνικιστικό
κόσμο τους, μη
δεχόμενοι ότι ο
Θεός είναι ένας
για όλους,
είναι
ολοφάνερο πώς
πραγματοποιούνται
τέτοιες «συμμαχίες»
από καιρό εις
καιρού.
ιη')
«Το β όμως
Ευαγγέλιο δε
λέει τίποτα
σχετικό και
αγνοεί τις
οικογενειακές
περγαμηνές του
Ναζωραίου. Ο
Ευαγγελιστής
Μάρκος, που
απομνημόνευσε
τα όσα ιστόρησε
ο Πέτρος,
επειδή δεν
άκουσε τίποτε
σχετικό, ίσως
γιατί στη Ρώμη
και στην Ιταλία
οι
χριστιανικές
εκκλησίες δεν
ήθελαν τον
Ιησού γέννημα
θρέμμα Ιουδαίο,
αρχίζει τη
διήγησή του από
τότε που
ουσιαστικά
άρχισε ο Ιησούς
την
πολιτικοκοινωνική
του δράση» (Γ.
Κορδάτου, Ιησούς
Χριστός και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνης, τ.
α, σ. 238).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Επειδή το
Ευαγγέλιο αυτό
«εγράφη δια
τους εκ
περιτομής
Χριστιανούς
της Αιγύπτου» (Στ.
Ν. Σάκκου, Εισαγωγή
εις την Καινήν
Διαθήκην, β'
έκδοση, ΑΠΘ -
τμήμα εκδόσεων,
σ. 108), προκύπτει
πως δεν
προοριζόταν
για τους
Ρωμαίους και
Ιταλούς (τα «Ευαγγέλια»
δεν ήταν τίποτε
άλλο παρά
επιστολές, κι
όχι διατριβές)
και συνεπώς τις
εικασίες δεν
αξίζουν να τις
πάρει κανείς
στα σοβαρά. «Μίαν
δε γενεάν προ
του Μάρκου η
Αλεξάνδρεια
εχρημάτισεν
επί 15 έτη ίση
προς την Ρώμην
συμπρωτεύουσα
αυτής˙ τότε η
αυτοκρατορία
είχε δύο
αυτοκράτορα.
Δια τούτο και η
ελληνιστική
της Αιγύπτου
και το κατά
Μάρκον
Ευαγγέλιον
έχουν πολλάς
λατινικάς
λέξεις. Το ότι ο
Πέτρος ήτο
επίσκοπος
Ρώμης και ο
υπαρχηγός του
Μάρκος έγραψε
το Ευαγγέλιόν
του εν Ρώμη με
πολλάς
ρωμαϊκάς
λέξεις είναι
αυτόχρημα
μύθος» (Στ.
Ν. Σάκκου, Εισαγωγή
εις την Καινήν
Διαθήκην, β'
έκδοση, ΑΠΘ -
τμήμα εκδόσεων,
σ. 109). ’λλωστε
μπορούμε να
υποθέσουμε κι
αυτή η υπόθεση
ανατρέπει τον
ισχυρισμό των
οπαδών της
αρνητικής
κριτικής ότι
πρώτα εγράφη το
Κατά Μάρκον
ότι επειδή είχε
γραφτεί πρώτα
το Κατά
Ματθαίον, ο
Μάρκος κι ο
Πέτρος δε
θεώρησαν
αναγκαίο να
ξανααναφερθούν
στη γενεαλογία
του Ιησού. Αυτή
είναι πιο
λογικοφανής
αιτία. Βέβαια, ο
Λουκάς
αργότερα,
ξαναγράφει τη
γενεαλογία του
Ιησού. Αυτό το
κάνει γιατί το
Ευαγγέλιό του
ήταν μια
επιστολή προς
έναν πρώην
Εθνικό, τον
Θεόφιλο (κι απ
ότι φαίνεται απ
το «κράτιστε»,
αυτός είχε
κρατικό αξίωμα),
ο οποίος,
επειδή ήταν
νεοκατήχητος
Εθνικός έπρεπε
να μάθει για
τον Ιησού.
ιθ')
«Έπρεπε να
πλαστεί μια
άλλη παράδοση
που να
παρουσιάζει τη
θεϊκή καταγωγή
του Ιησού σαν
υπερφυσικό
φαινόμενο. Η
παράδοση αυτή
είναι
διατυπωμένη
στο Ευαγγέλιο
του Ιωάννη. Από
την αιτία αυτή
το τέταρτο
Ευαγγέλιο
αγνοεί ολότελα
τη δαβιδική
καταγωγή του
Ιησού καθώς και
την
παρθενογένεσή
του και αρχίζει
ιστορώντας πως
στην αρχή ήταν
ο Λόγος και ο
Λόγος ήταν κι
αυτός Θεός, κι
αφού
ενσαρκώθηκε
στο πρόσωπο του
Ιησού κατέβηκε
ανάμεσά μας.
Ύστερα ιστορεί
τη δράση του
Ιησού χωρίς να
αναφέρει
τίποτα για την
παιδική του
ηλικία. (...)
Σβήστηκε η αρχή
του
πρωταρχικού
Ευαγγελίου και
σύμφωνα με τις
αρχές της
φιλωνικής
φιλοσοφίας
ταυτίστηκε ο
Ιησούς με το
Λόγο» (Γ.
Κορδάτου, Ιησούς
Χριστός και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνης, τ.
β, σ. 19).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
υποθέσεις επί
υποθέσεων. Η
αλήθεια είναι
εδώ απλή: το
κατά Ιωάννην
Ευαγγέλιο ήταν
το τελευταίο
που γράφτηκε.
Πριν από αυτό
υπήρχαν άλλα
που
εξιστορούσαν
την καταγωγή
του Ιησού. Αυτά
σιγά-σιγά
γίνονταν
γνωστά. Δεν
ήταν ανάγκη να
επαναληφθούν.
Γι αυτό το
Ευαγγέλιο δεν
είναι πλέον «Βίβλος
του Ιησού
Χριστού» αλλά «Λόγοι
του Ιησού
Χριστού». Τα
διασωζόμενα
παπύρινα
αντίγραφα
επιβεβαιώνουν
ότι δεν συνέβη
καμμία
πλαστογράφηση.
Όσο για τα περί
φιλωνικής
φιλοσοφίας,
είναι γνωστό
ότι η λέξη «λόγος»
υπάρχει στην
μετάφραση των Ο
και δρα ως Θεός.
Κι επίσης είναι
γνωστό ότι
εξαρχής
αποδεικνύεται,
στη Γένεση,
τριαδικότητα
εντός του ενός
Θεού.
κ')
«Ωστόσο, άμα
προσέξουμε τα
Ευαγγέλια που
ιστορούν τη
γέννηση του
Ιησού, θα
ιδούμε πως στο
α ύστερα από τη
γενεαλογία
προστέθηκε
αργότερα και η
ιστορία της
υπερφυσικής
γέννεσης του
Ναζωραίου (ΜΘ. 1, 18-25)
και στο δ
σβήστηκε όλο το
προοίμιο και
αντικαταστάθηκε
με άλλο. Μα δεν
είναι μόνο
αυτές οι
νοθείες και οι
παραχαράξεις˙
σχεδόν σε κάθε
κεφάλαιο η
αρχική
ευαγγελική
παράδοση είναι
παραμορφωμένη.
Κι επειδή στο
τέλος του Α
ίσαμε το τέλος
του Β αιώνα
γίνονταν
συστηματικά
διασκευές των
Ευαγγελίων, από
το βιογραφικό
υλικό που
απόμεινε δεν
ξέρουμε πότε
και πού
γεννήθηκε ο
Ιησούς» (Γ.
Κορδάτου, Ιησούς
Χριστός και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνης, τ.
α, σ. 238).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
μια από τις
μεθόδους τις
προπαγάνδας
είναι να
εξαπολύει έναν
ισχυρισμό (τον
οποίο αδυνατεί
μεν να
υποστηρίξει,
αλλά) τον οποίο
θεωρεί και
διαδίδει πως
είναι αληθής,
και ύστερα,
βασισμένη πάνω
στον ψευδή κι
αναπόδεικτο
αυτό ισχυρισμό
να
κατασκευάζει
όλόκληρες
ιστορίες και
θεωρίες. Ο
Κορδάτος
αναφέρει ως «γεγονός»
τον ισχυρισμό
ότι το Μτ 1, 18-25 «προστέθηκε
αργότερα». Το
ίδιο λέει για
την αρχή του
Κατά Ιωάννην. Ο
σκοπός του
είναι να
καταλήξει στο
συμπέρασμα «δεν
γίνεται να
πιστεύουμε στα
Ευαγγέλια, αφού
αυτά είναι
συρραμένα κατά
το δοκούν». Και
μάλιστα,
κάνοντας
δεκάδες κι
εκατοντάδες
και χιλιάδες
τέτοιους
ισχυρισμούς,
στο τέλος να
προκαλέσει την
αμφιβολία στον
καθένα˙ δηλαδή,
αν ο αναγνώστης
απορρίψει τον
έναν ισχυρισμό
του Κορδάτου, ή
τους 80, να
αποδεχτεί τους
άλλους κι έτσι
να πάψει να
θεωρεί
θεόπνευστα τα
Ευαγγέλια (κατά
το γνωστό «λέτε
ψέμματα˙ όλο
και κάτι θα
μείνει»).
Ωστόσο, άμα
προσέξουμε τη
βάση των
συμπερασμάτων
αυτών, θα δούμε
πως αυτή είναι
αναπόδεικτη
και ψευδής.
Κανένα
αντίγραφο των
Κατά Ματθαίον ή
Κατά Ιωάννην
δεν υπάρχει, το
οποίο να μην
περιέχει το Μτ 1,
18-25 ή την ίδια
εισαγωγή,
αντίστοιχα. Θα
απαντήσουν
κάποιοι: «η
Εκκλησία έκανε
λογοκρισία και
επέβαλε, όταν
έγινε κρατική
θρησκεία, την
ίδια εκδοχή των
Ευαγγελίων
αυτών». Αυτό
είναι αφελές,
διότι είναι
γνωστό πως
υπήρχαν,
πάντοτε, πολλές
χριστιανικές
αιρέσεις. Κάθε
αίρεση
χρησιμοποιούσε
τα δικά της
ευαγγέλια και
ιερά βιβλία.
Συνεπώς, εάν
υπήρχαν
κάποιες
εκδοχές των
Ευαγγελίων
αυτών,
διαφορετικές
από την γνωστή,
τότε πρέπει να
είμαστε
σίγουροι ότι θα
επιβίωναν ώς
σήμερα, με τον α
ή β τρόπο. Η
Εκκλησία δε θα
μπορούσε,
βέβαια, να
λογοκρίνει και
το τελευταίο
χειρόγραφο. Και
σίγουρα, δε θα
μπορούσε να
λογοκρίνει
κανέναν πριν
ανακηρυχθεί
επίσημη
θρησκεία (δηλαδή
πριν από το
διάτημα μεταξύ
330-380). Αλλά, όπως
έχουν βρεθεί
θαμμένα σε
πιθάρια τα
Απόκρυφα
ευαγγέλια στην
Αίγυπτο, έτσι
θα μπορούσαν να
είχαν βρεθεί
και
διαφορετικές
εκδοχές του
Κατά Μάρκον και
Κατά Ιωάννην.
Δεν βρέθηκαν
όμως. Εάν και
όταν βρεθούν,
και εάν
αποδειχθεί ότι
είναι
παλαιότερες
των πιο παλιών
αντιγράφων των
σημερινών
εκδοχών, τότε
θα μπορούν να
μιλάνε οι
αντιχριστιανοί.
Επειδή όμως
αυτό ούτε έγινε
ούτε πρόκειται
να γίνει,
μπορούμε να
αναρωτηθούμε:
είναι ή δεν
είναι
απατεώνες όσοι
μάς
παρουσιάζουν
κάτι ψευδές ως «πραγματικότητα»
και ως «γεγονός»;
Θα έχουμε άδικο,
αν θεωρήσουμε
κακοήθεια τη
χρησιμοποίηση
αναπόδεικτων
ισχυρισμών ως «αλήθεια»;
Διότι όλα τα
αντίγραφα των
δύο αυτών
Ευαγγελίων
είναι παρόμοια
και δεν υπάρχει
κανένας λόγος
που θα μας
κάνει να
πιστέψουμε ότι
όσα λέει ο
οποιοσδήποτε
είναι σοβαρά.
Γιατί όμως
και πώς
ξεκίνησε αυτή η
ανόητη ανόητη,
διότι ουδέποτε
οι
υποστηριχτές
της απέδειξαν
τους
ισχυρισμούς
τους άποψη ότι
τα Ευαγγέλια
έχουν γραφτεί
και
ξαναγραφτεί
συστηματικά, με
τον ένα
διασκευαστή να
αλλοιώνει το
κείμενο του
προηγούμενου;
Μας το εξηγεί ο
καθηγητής
θεολογίας ΑΠΘ
Στ. Σάκκος: «Υπεστήριξαν
δηλαδή οι της
ανατρεπτικής
ερμηνείας, ότι
τα κείμενα της
Γραφής
προέκυψαν μετά
από
αλλεπαλλήλους
επεξεργασίας
και διασκευάς,
κατά τας οποίας
έκαστος
συντάκτης
προσέθετεν ό,τι
επεθύμει και ό,τι
εφαντάζετο εις
τα προ αυτού
κείμενα που
παρελάμβανε
και
εξεμεταλλεύετο.
Πόθεν ορμάται
αυτός ο
ισχυρισμός,
δύναται να
κατανοήση
καλώς όποιος
έχει
παρακολουθήσει
ανελλιπώς την
προτεσταντικήν
ερμηνευτικήν
βιβλιογραφίαν
επί της Κ.
Διαθήκης από
του Λουθήρου
μέχρι σήμερον.
Εκεί βλέπει ότι
η "επεξεργασία"
είνε ο
επικρατέστερος
τρόπος
συντάξεως
ερμηνευτικών,
εισαγωγικών
και ιστορικών
συγγραμμάτων,
ιδία μεταξύ των
Γερμανών.
Λαμβάνει π.χ. ο Brόckner
τα υπομνήματα
του De
Wette
και με ολίγας
προσθήκας
συντάσσει τα
ιδικά του
υπομνήματα.
Έτσι
συντάσσουν τα
υπομνήματά των
και οι
διαδοχικοί
συντάκται των
μακροβίων
ερμηνευτικών
σειρών, όπως
είνε η σειρά
του Meyer
εις την Κ.
Διαθήκην (Meyer,
Huther,
Kόhl,
Knopf).
Έκαστος είνε
διασκευαστής
του
προηγουμένου
του. Έτσι
επίσης η
εισαγωγή του Feine
έγινεν έπειτα
των Feine-Behm,
και έπειτα των Feine-Behm-Kόmmel.
Και άλλοτε μεν
το πράγμα είνε
δεδηλωμένον,
και το "σύνταγμα"
φέρεται υπό τα
ονόματα όλων
των κατά
καιρούς
συντακτών˙
πολλάκις όμως
δεν φαίνεται εκ
πρώτης όψεως
παρά τας
παραπομπάς.
Λαμβάνει ένας
τρία
προηγούμενα
υπομνήματα και
εξ αυτών
ανασυντάσσει
τέταρτον το
ιδικόν του.
Ενίοτε μετά από
τρεις και
τέσσαρας
γενεάς
ανασυντάξεως
παρατηρείται
το φαινόμενον
να μη γνωρίζη ο
τελευταίος
συντάκτης,
οποίων
κληρονομιών
είνε, και να
επιτίθεται
ενντίον
αρχαιοτέρων,
εις τους
οποίους όμως
ανάγεται μέρος
του υλικού του
διοχετευθέν
εις αυτόν μέσω
τρίτων. Αυτοί
λοιπόν οι "ερευνηταί",
μη δυνάμενοι να
διανοηθούν ότι
οι απόστολοι
δεν "συνέτασσον"
όπως αυτοί,
υποστηρίζουν
ότι τα βιβλία
της Κ. Διαθήκης
είνε
καταντήματα
αλλεπαλλήλων
επεξεργασιών.
Και όχι μόνον
κάνουν αυτήν
την προβολήν
του κόσμου των
επάνω εις τους
αποστόλους,
αλλά και
κατηγορούν
εκείνους, καθώς
ελέχθη εις την
προηγούμενην
παράγραφον, επί
παρομοία
προβολή» (Στ.
Ν. Σάκκου, Εισαγωγή
εις την Καινήν
Διαθήκην, β'
έκδοση, ΑΠΘ -
τμήμα εκδόσεων,
σ. 220).
κα')
«Παρακάτω
σημειώνει πως (...)
όταν
βαφτίστηκε ο
Ιησούς ήταν
κοντά τριάντα
χρονών (ΛΚ. 3, 21 και
23). Ο Ιωάννης
ωστόσο
ακολουθώντας
άλλη παράδοση
λέει πως ο
Ιησούς ήταν δεν
ήταν πενήντα
χρονών στην
ακμή της δράσης
τους (ΙΩ. 8, 56-57). (...)
Θαρρώ πως ένας
τριαντάρης δεν
μπορούσε να
τραβήξει κόσμο
μαζί του και να
οργανώσει τους
προλετάριους
της Ιουδαίας
και της
Γαλιλαίας» (Γ.
Κορδάτου, Ιησούς
Χριστός και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνης, τ.
α, σ. 240).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Και ποιος είπε 1)
ότι ο Ιησούς
οργάνωσε τους «προλετάριους»
της Ιουδαίας
και της
Γαλιλαίας, λες
και ήταν
κανένας
κομματικός
προπαγανδιστής,
2) ότι δε θα
μπορούσε ένας
τριαντάρης να
τραβήξει κόσμο,
αν ήταν Υιός
του Θεού; 3) ότι
μπορούσε ένας
πενηντάρης να
διατρέχει την
Παλαιστίνη, τη
μια στη
Γαλιλαία, μετά
στην
Ιερουσαλήμ,
μετά στην έρημο,
μετά ξανά πίσω
στη Γαλιλαία,
πεζοπορώντας
τρία χρόνια (να
θυμήσουμε το
χαμηλό μ.ό. ζωής
των ανθρώπων
τότε); Οι
υποθέσεις
είναι εναντίον
του ισχυρισμού
αυτού.
Επιπλέον ο
Ιωάννης δεν
λέει πως ο
Ιησούς ήταν «κοντά
στα πενήντα».
Στο εδάφιο
εκείνο, οι
Ιουδαίοι τού
λεν ότι «δεν
είναι ακόμη
πεντήντα
χρονών και λέει
πως είδε τον
Αβραάμ». Φυσικά,
δεν εννούσαν
ότι όποιος
είναι άνω των 50
ετών έχει δει
τον Αβραάμ.
Ήταν απλώς μια
έκφραση «ακόμη
δε βγήκες απ τ
αβγό σου». Δεν
λέει ότι ο
Ιησούς είναι
κοντά στα
πενήντα˙ λέει
ότι είναι
νεώτερος από 50. Η
διαφορά είναι
τεράστια.
Συνεπώς δεν
υπάρχουν δύο
διαφορετικές
παραδόσεις
μεταξύ των
Ευαγγελιστών.
κβ')
«Έπρεπε
ακόμα ο Ιησούς
να πάει στην
Αίγυπτο αφού το
είπε ο προφήτης
Ωσηέ: "Κάλεσα
το γιο μου από
την Αίγυπτο" (11, 1)
και ΜΘ. 2, 15). Μα και
για τη σφαγή
των νηπίν η
παλιά παράδοση
βρήκε ένα χωρίο
στον Ιερεμία
που λέει: "Φωνὴ
ἠκούσθη ἐν
Ραμᾷ, θρῆνος,
κλαυθμὸς καὶ
ὀδυρμός˙ ἡ
Ραχὴλ
κλαίουσα τὰ
τέκνα αὐτῆς".
Εννοείται πως
το χωρίο αυτό
δεν έχει καμιά
σχέση με τη
σφαγή των
νηπίων που τάχα
έγινε στη
Βηλθεέμ. Οι
πρώτοι όμως
χριστιανοί
χρειάζονταν
ντοκουμέντα,
και τους
φαίνονταν πως
όσο πιο πολλά
χωρία παίρνανε
από την Π.
Διαθήκη και τα
συνδυάζανε με
τη γέννηση του
Ιησού, τόσο πιο
πολύ
στερεώνονταν η
δαβιδική
γενεαλογία του
και η μεσσιακή
του αποστολή» (Γ.
Κορδάτου, Ιησούς
Χριστός και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνης, τ.
α, σ. 246).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Έχει
κατηγορηθεί ο
Χριστιανισμός
ότι παραθέτει
χωρία της Π.Δ. ως
προφητική
απόδειξη, τα
οποία όμως
είναι άσχετα με
το κείμενο της
Π.Δ. Στην
πραγματικότητα
ο
Χριστιανισμός,
οι
Ευαγγελιστές
εφάρμοζαν την
ιουδαϊκή
ερμηνεία της
προτύπωσης
ενός
μελλοντικού
γεγονότος σε
ένα τωρινό
γεγονός, ή ενός
μελλοντικού σε
ένα γεγονός που
συνέβη στο
παρελθόν. Ο
Δαβίδ, για
παράδειγμα
είναι ο τύπος
του Μεσσία˙
αυτό σημαίνει
ότι ο Μεσσίας
θα είναι πολύ
ανώτερος του
Δαβίδ, ισχυρός
και διάσημος
κατά τον ίδιο
τρόπο (αλλά όχι
το ίδιο) από το
Δαβίδ. Δεν
πρόκειται για
αλληγορία,
γιατί αυτό που
μετράει είναι η
ιστορικότητα
του γεγονότος
Αντίθετα από
την άποψη ότι
πρώτος ο
Χριστιανισμός
εφηύρε αυτή τη
μέθοδο
ερμηνείας της Π.Δ.,
στα ιουδαϊκά
συγγράμματα
της εποχής (1ος
2ος αι. μ.Χ.)
βλέπουμε
επίσης να
εφαρμόζουν οι
ιουδαίοι
συγγραφείς το
σχήμα αυτό.
Έτσι, ο
Κατακλυσμός
ήταν ο τύπος
της τελικής
κρίσης, το Σινά
ο τύπος για τον
τόπο της
τελικής κρίσης,
ο Μωυσής ή ο
Δαβίδ ήταν ο
τύπος (η
προτύπωση) του
Μεσσία, το
Σάββατο ήταν η
προτύπωση για
τον κόσμο μετά
την τελική
κρίση, η
παραμονή του
Ισραήλ στην
έρημο ήταν η
προτύπωση για
την μελλοντική
διάσωση του
Ισραήλ.
Αλλά και στην
Π.Δ. υπάρχει το
φαινόμενο αυτό.
Οι συγγραφείς
χρησιμοποιούν
ορισμένα
ονόματα ή
συμβάντα ως
τύπους (προτυπώσεις)
για μελλοντικά
ή παρόντα
γεγονότα. Έτσι
στο ΗΣΑΐΑ Α, 10
διαβάζουμε «Το
λόγο του Κυρίου
ακούστε
άρχοντες των
Σοδόμων˙ μάθε
το νόμο του
Θεού μας, των
Γομόρρων λαέ».
Φυσικά ο Ησαΐας
απευθύνονταν
στους
ισραηλίτες
άρχοντες και
στον
ισραηλιτικό
λαό. Τα Σόδομα
ήταν ο τύπος
των αμαρτωλών
Ισραηλιτών. Ένα
όνομα που είναι
απ το παρελθόν
γίνεται
προτύπωση του
παρόντος. Το
ίδιο ο προφήτης
Ιερεμίας (ΙΕΡΕΜΙΑΣ
ΚΓ, 14): «οι
κάτοικοι της
Ιερουσαλήμ
είναι σαν τους
κατοίκους των
Γομόρρων». Στο
ΙΕΡΕΜΙΑΣ Ζ, 12-15 ο
Θεός θυμίζει
στους
Ισραηλίτες την
καταστροφή της
Σιλώς και λέει «θα
κάνω [σε σας] τα
ίδια που έκανα
και στη Σιλώ». Το
ίδιο ο προφήτης
Αμώς (ΑΜΩΣ Δ, 10).
Παρομοιάζει
τις τιμωρίες
του Θεού στους
Ισραηλίτες με
τις τιμωρίες
των Αιγυπτίων
και των Σοδόμων.
Ο Μωυσής
είναι ένα είδος
τύπου για τον
Ιησού του Ναυή (ΙΗΣΟΥΣ
ΝΑΥΗ Γ, 7˙ Δ 14˙ Δ 22-24)
και για τις
πράξεις του
δεύτερου (π.χ.
διάβαση
Ερυθράς από
Μωυσή διάβαση
Ιορδάνη από
Ιησού). Ο Ψαλμός 113
επίσης
συσχετίζει τη
διάβαση της
Ερυθράς με τη
διάβαση του
Ιορδάνη. Πιο
πριν, στο
ΕΞΟΔΟΣ ΙΕ, 13 κ.ε. η
λύτρωση από
τους
Αιγυπτίους
είναι τύπος της
καθοδήγησης
του Ισραήλ προς
την Χαναάν: «με
την αγάπη σου
οδήγησες το λαό
τούτον που τον
λύτρωσες˙ με
την ισχύ σου
τους
κατεύθυνες
στην ιερή σου
γη». Η λύτρωση/διάβαση
της Ερυθράς
είναι τύπος (προτύπωση)
της Κατάκτησης
της Χαναάν. Όχι
ότι είναι ίδια
γεγονότα, αλλά
είναι ένα
παράδειγμα του
πώς θα συμβεί
κάτι στο μέλλον
σύμφωνα με κάτι
που έγινε ή
γίνεται αυτή τη
στιγμή.
Στον Ησαΐα (ΙΑ,
15) η διάβαση της
Ερυθράς
θάλασσας (ΕΞΟΔΟΣ
ΙΔ) είναι ο
τύπος για την
επιστροφή του
Ισραήλ από τη
βαβυλωνιακή
αιχμαλωσία, για
ένα γεγονός που
δεν είχε συμβεί
ακόμη στα
χρόνια του
Ησαΐα. «Τότε θ
αποξηράνει ο
Κύριος τον
κόλπο της
Αιγύπτου και θα
υψώσει
απιελητικά το
χέρι του
ενάντια στον
ποταμό Ευφράτη...
έτσι που να
μπορεί κανείς
να τον περάσει
φορώντας τα
σανδάλια του.
Τότε θα
ανοιχτεί ένας
δρόμος για το
υπόλοιπο του
λαού μου που
επέζησε στην
Ασσυρία, όπως ο
δρόμος που
έγινε για τους
Ισραηλίτες
όταν έφευγαν
από την Αίγυπτο».
Η μελλοντική
αποξήρανση του
κόλπου της
Αιγύπτου είναι
φανταστική,
αλλά είναι
όντας τύπος
προτύπωση της
διάβασης του
Ευφράτη, δηλαδή
της λύτρωσης
από την
αιχμαλωσία. Την
ίδια προτύπωση
κάνουν και ο
Ωησέ (β, 15), ο
Μιχαίας (ζ, 13), ο
Ιερεμίας (κγ, 7 κ.ε.).
Ένα γεγονός του
παρελθόντος, η
Έξοδος είναι
τύπος για το
μέλλον. Το ίδιο
γεγονός ήταν
προτύπωση της
Κατάκτησης της
Χαναάν απ το
Μωυσή, σύμφωνα
με την Π.Δ.
Στο ΕΞΟΔΟΣ Κ 8-11
η δημιουργία σε
έξι μέρες και η
ανάπαυση του
Θεού την έβδομη
είναι ο τύπος
για την διακοπή
κάθε εργασίας
των Ισραηλιτών
το Σάββατο.
Ο Μελχισεδέκ
γίνεται τύπος
του Μεσσία (Ψαλμός
109, 4), αφού ο
τελευταίος
είναι «ιερέας
για πάντα όπως
ο Μελχισεδέκ».
Φυσικά ο
Μελχισεδέκ
ήταν πρόσωπο
της Γένεσης,
ιερέας του Θεού,
έζησε και
πέθανε˙ δεν
ήταν ιερέας για
πάντα! Αλλά
επειδή ήταν
πολύ πιστός,
έγινε τύπος-προτύπωση
της ιεροσύνης
του Μεσσία.
Στο ΓΕΝΕΣΙΣ
ΚΕ, 23 τα δύο
βρέφη που είναι
στην κοιλιά της
Ρεβέκκας είναι
η προτύπωση των
δύο εθνών, τα
οποία θα
προκύψουν από
αυτά. Ο Θεός δεν
της λέει απλώς «δύο
μωρά είναι στην
κοιλιά σου»,
αλλά «δύο έθνη
είναι στην
κοιλιά σου»
πράγμα που
είναι τύπος
ενός
μελλοντικού
γεγονότος.
Στον Ησαΐα να,
3 η Εδέμ είναι ο
τύπος της
μελλοντικής
Σιών.
Στον Ιεζεκιήλ
λδ, 23-24, λζ, 24, ο
Δαβίδ είναι ο
τύπος του
Μεσσία, στο
Ιερεμία κγ, 5 ο
Μεσσίας είναι
απόγονος του
Δαβίδ, δηλαδή ο
Δαβίδ είναι
τύπος του
Μεσσία.
Παρελθόντα και
παρόντα
γεγονότα
λοιπόν
ερμηνεύονται
ως τύποι για
άλλα γεγονότα,
μελλοντικά ή
τωρινά, που
ίσως να είναι
άσχετα με τον
τύπο τους (π.χ.
άλλο η
βαβυλώνεια
αιχμαλωσία κι
άλλο η
καταστροφή των
Σοδόμων) ωστόσο
περικλείουν
ένα κοινό νόημα.
Αυτή ήταν
τουλάχιστον η
άποψη της Π.Δ.
και των
Ιουδαίων της
εποχής που
συγγράφτηκαν
τα Ευαγγέλια.
Δεν ήταν
χριστιανική
ερμηνεία μόνο.
’ρα αυτά που
λέει ο Ματθαίος
και τα παίρνει
απ την Π.Δ. δεν
είναι
προφητείες
επαληθευμένες (αφού
τα χωρία αυτά
της Π.Δ.
αναφέρονται σε
πραγματικά
γεγονότα της Π.Δ.).
Είναι
προτυπώσεις,
της επανόδου
του Ιησού
Χριστού στην
Ιουδαία και της
σφαγής επί
Ηρώδη.
κγ')
«Μα
μπερδεμένα πιο
πολύ ακόμα τα
λένε οι
Ευαγγελιστές
για την πατρίδα
του Ιησού. Ο
Ματθαίος λέει
πως οι γονιοί
του έμεναν στη
Βηθλεέμ. Εκεί
ήταν η μόνιμη
κατοικία τους. (...)
Και πάλι ωστόσο
δεν ξαναγύρισε
στη Βηθλεέμ
αλλά στην
Ναζαρέτ. (...) Ο
Λουκάς όμως
γράφει πως οι
γονιοί του
Ιησού μένανε
στη Ναζαρέτ
όταν ήρθε η
διαταγή να πάνε
οι Ιουδαίοι ν
απογραφούν
στον τόπο της
καταγωγής τους.
Τότε ο Ιωσήφ,
ξεκινάει για τη
Βηθλεέμ. Εκεί
στη Βηθλεέμ
έμεινε κάμποσο
και ήρθε η ώρα
να γεννήσει η
Μαρία. (...) Ο
Λουκάς πάλι δεν
μνημονεύει
τους μάγους και
λέει πως ο
Ιησούς
γεννήθηκε σε
στάβλο. (...)
Υπάρχει όμως
και μια άλλη
εξωευαγγελική
παράδοση (...) λέει
πως ο Ιησούς
γεννήθηκε μέσα
σε μια σπηλία.
Ποιον από τους
δύο
Ευαγγελιστές
να πιστέψουμε; (...)
Εξάλλου δε μας
διαφωτίζουν αν
ο Ιησούς
καταγόταν από
τη Βηθλεέμ ή
από τη Ναζαρέτ.
Αν η πατρίδα
του Ιωσήφ ήταν
η Βηθλεέμ, τότε
γιατί
αναφέρεται η
Ναζαρέτ σαν
πατρίδα του
Ιησού; Οι
παλιές πηγές
δεν
μνημονεύουν
καμιά πόλη ή
χωρίο που να
είχε το όνομα
Ναζαρέτ. (...) Στο
Ευαγγέλιο του
Μάρκου
σημειώνεται
τις πιο πολλές
φορές το
παρόνομα
Ναζαρηνός (ΜΡ. 1,
24˙ 14,67˙ 16, 6) και καμιά
φορά το
παρόνομα
Ναζωραίος (ΜΡ. 10, 47),
ενώ στο
Ευαγγέλιο του
Λουκά υπάρχουν
και οι δυο
τύποι. Για να
υπάρχουν και οι
δυο τύποι στο
Ευαγγέλιο του
Λουκά, θα πει
πως ο τύπος
Ναζαρηνός
μπήκε
υστερότερα από
διασκευαστές
που ήταν
επηρεασμένοι
από τη λατινική
γλώσσα ή από
αντιγραφείς
που ήταν
επηρεασμένοι
από το
Ευαγγέλιο του
Μάρκου. Πιθανό
όμως
εξεπίτηδες να
δόθηκε αυτή η
ερμηνεία, γιατί
ήξεραν ότι το
Ναζωραίος
σήμαινε και τον
επαναστάτη
Ιησού. (...) Θαρρώ
πως η γνώμη του
Σμιθ, πως το
Ναζωραίος έχει
σχέση με την
εβραίικη λέξη Nosri
και τη συριακή Nasarja
που σημαίνει
προστάτης-φρουρός,
είναι η πιο
σωστή, με τη
διαφορά πως ο
Ιησούς δεν ήταν
φρουρός, αλλά
προστάτης του
λαού. Τον
είπανε δηλαδή
προστάτη οι
κοινωνικοί
απόκληροι που
έγινε αρχηγός
τους. (...) Καμιά
σφαγή νηπίων
δεν έγινε από
τον Ηρώδη.
Τέτοια
απανθρωπιά και
βαρβαρότητα θα
έκανε τους
εχτρούς του να
φρυάξουν από
μίσος και
αγανάχτηση, και
ο Ιώσηπος δε θα
το έκρυβε και
πολλοί
συγγραφείς θα
το αναφέρανε» (Γ.
Κορδάτου, Ιησούς
Χριστός και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνης, τ.
α, σ. 241-242-243-244-246).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
ο Ματθαίος δεν
λέει ότι η
Βηθλεέμ ήταν η
μόνιμη
κατοικία των
γονιών του
Ιησού. Η πρώτη
πληροφορία για
τόπο είναι ότι
ο Ιησούς
γεννήθηκε στη
Βηθλεέμ (2, 1) και
τίποτα δε
λέγεται για την
Βηθλεέμ ως
μόνιμη
κατοικία των
γονιών του.
Συνεπώς δεν
υπάρχει
αντίφαση
μεταξύ του
Λουκά και του
Ματθαίου. Απλά
ο Λουκάς
αρχίζει την
ιστορία απο πιο
νωρίς, σχετικά
με τον Ματθαίο.
Λέει ότι η
έναρξη της
εγκυμοσύνης (ο
Ευαγγελισμός)
έγινε στη
Ναζαρέτ (1, 26),
λέγοντας ότι
εκεί έμεναν οι
γονείς του
Ιησού. Έπειτα
για τις ανάγκες
της απογραφής
πήγανε (2, 4) στη
Βηθλεέμ, όπου
και γεννήθηκε ο
Χριστός (2, 7).
Το ότι ο
Λουκάς δεν
μνημονεύει
τους μάγους
είναι
επιχείρημα εκ
της σιωπής. Δεν
αποδεικνύει
κάποια
αντίφαση. ’λλα
θεώρησε σωστό η
Παναγία να πει
στον Λουκά, κι
άλλα ο Ιησούς
στον Ματθαίο.
Για το ζήτημα
του τόπου
γέννησης, ο
Λουκάς ότι
γεννήθηκε σε
φάτνη (2, 7), ενώ ο
Ματθαίος ότι
γεννήθηκε σε «οικία».(2,
11). Αυτή η φάτνη
μπορεί να ήταν
σε μια απόμερη
αγροικία, ο
στάβλος του
σπιτιού. Και αν
ο στάβλος
βρισκόταν σε
κάποιο κοίλωμα
της γης, σε
κάποιο βράχο,
από κάτω από
αυτόν, αν είχε
κατασκευαστεί
κοντά ή δίπλα
σε σπηλιά (αυτό
θα βόλευε τους
ιδιοκτήτες του
σπιτιού, αφού
δε θα
ξοδεύτηκαν
πολύ
κατασκευάζοντας
το στάβλο), δεν
αποκλείεται να
ήταν σπηλιά που
προεκτάθηκε κι
έγινε στάβλος.
Όλα αυτά είναι
εικασίες. Δεν
λένε όμως
τίποτα κατά της
διήγησης
καθεαυτής, αν
συνδυαστούν
έτσι.
Όσο για την
Ναζαρέτ, «πόλη»
δε σημαίνει
απαραίτητα
πόλη. Μπορεί να
σημαίνει κι
έναν μικρό
οικισμό. Δε θα
περιμέναμε να
αναφέρεται ο
κάθε οικισμός
λίγων δεκάδων
σπιτιών από τον
κάθε περιηγητή.
Αλλά η ύπαρξη
της Ναζαρέτ
εκείνη την
εποχή
αποδεικνύεται
με την
αποδεδειγμένη
ύπαρξή της από
τον 4ο αιώνα
και ύστερα (την
αναφέρει ο
Ευσέβιος, επί
Κωνσταντίνου).
Θα ήταν
παράλογο να πει
κανείς ότι,
αμέσως μόλις
έγινε ανεκτός ο
Χριστιανισμός,
μετοίκησαν
εξεπίτηδες
κόσμο στην
περιοχή αυτή (ή
κάποια τυχαία
περιοχή), ώστε
να... αποδείξουν
αργότερα ότι
υπήρχε αυτή η
πόλη. ’λλωστε, ο
Ματθαίος, όταν
έγραφε το
Ευαγγέλιό του,
μπορούμε να
υποθέσουμε ότι
βρισκόταν σε «διαμάχη»
με τους
Ιουδαίους, και
προσπαθούσε να
τους πείσει,
δίνοντάς τους
σημάδια από την
Π.Δ., που θα
έδειχναν ότι ο
Ιησούς ήταν ο
Μεσσίας. Θα
ήταν βλακώδες
κι
αυτοκαταστροφικό
για τον Ματθαίο,
εάν ανέφερε ως
παράδειγμα
εκπλήρωσης
προφητείας της
Π.Δ. την
καταγωγή του
Μεσσία από
κάποια «ανύπαρκτη»
πόλη Ναζαρέτ.
Αμέσως οι
Ιουδαίοι της
εποχής του θα
τον «πιάνανε
στα πράσσα» (θα
του έλεγαν ότι «πουθενά
δεν λέει η
Γραφή ότι
πρέπει να είναι
απ την Ναζαρέτ»
ή «δεν υπάρχει
πόλη Ναζαρέτ,
ψεύτη Ματθαίε!»)
και το Ταλμούδ
θα το φώναζε.
Ωστόσο κανείς
Ιουδαίος δεν
είπε τίποτα. Ο
ίδιος ο
Ματθαίος, δεν
θα έγραφε
ψέμματα ή
εικασίες για
κάποια
ανύπαρκτη πόλη
Ναζαρέτ απ την
οποία έπρεπε να
κατάγεται ο
Ιησούς για να
είναι Μεσσίας.
Αν το έκανε, θα
έκανε κακό στην
υπόθεσή του.
’ρα λογικά
υπήρχε μια
πολίχνη ή χωριό
ονόματι
Ναζαρέτ τότε.
Η Ναζαρέτ
βρισκόταν στη
Γαλιλαία, η
οποία, ακόμη κι
απ τους
Γαλιλαίους
τους ίδιους
θεωρούνταν
άσημη (βλ. Κατά
Ιωάννην 1, 45-46, όπου
ο Γαλιλαίος
Ναθαναήλ
εκφράζεται
υποτιμητικά
για τη Ναζαρέτ).
Γι΄αυτό και το
Ναζωραίος ήταν
υποτιμητικό.
Ήταν
αναμενόμενο ως
β και γ
κατηγορίας
πολίτες, να μην
έδινε κανείς
σημασία σε μια
μικρή πόλη μιας
κακόφημης για
τους
Ιεροσολυμίτες
επαρχίας.
Επιπλέον, έχει
βρεθεί, το 1962 στην
Καισάρεια Maritema
μια επιγραφή
που αναφέρει
την πόλη της
Ναζαρέτ (Meyers and Strange, Archeology,
the Rabbis and Early Christianity, p. 56) ως
μικρή και άσημη.
Σύμφωνα με αυτή
την επιγραφή,
οι ιερείς της
τάξης του Elkalir,
μετά την
καταστροφή της
Ιερουσαλήμ,
έπρεπε να
μετοικήσουν σε
μια πόλη καθαρά
Ιουδαϊκή, και
διάλεξαν τη
Ναζαρέτ.
Η άποψη ότι το Nosri
σημαίνει τον
προστάτη, άρα ο
Ιησούς ήταν
προστάτης του
λαού, άρα
επαναστάτης
δεν είναι σωστή
(ακόμη κι αν το nosri
σημαίνει
προστάτης),
διότι δεν
αποδεικνύονται
(δεν υπάρχουν
άλλα αντίγραφα
που να το
επιβεβαιώνουν)
οι θεωρίες ότι «το
άλλαξαν και
αργότερα
πρόσθεσαν την
επεξήγηση "από
την πόλη
Ναζαρέτ", για
να απαλείψουν
την έμφαση στο
γεγονός ότι
ήταν
πολέμαρχος ο
Ιησούς». Οι
ίδιοι οι
Εβραίοι σήμερα,
με τη λέξη nosri
εννοούν τους
πιστούς στον
Ιησού. ’λλωστε
η ύπαρξη της
πόλης της
Ναζαρέτ κατά
τον 1ο μ.Χ.
αιώνα έχει
πλέον
αποδειχτεί, με
την επιγραφή.
Κανένας λόγος
για αστήριχτες
υποθέσεις δεν
υπάρχει πλέον.
Για το ζήτημα
αν ο Ιησούς
ήταν Ναζηραίος,
πρέπει να
γνωρίζουμε ότι
η ιδιότητα του
Ναζηραίου δεν
ήταν ισόβια,
αλλά ένα είδος
τάματος για
κάποιο χρόνο (ΑΡΙΘΜΟΙ,
ΣΤ, 20). Ο Ιησούς
λοιπόν ίσως να
ήταν Ναζηραίος
στο διάστημα
πριν την
δημόσια
εμφάνισή του.
Αλλά μετά,
εφόσον έπινε
κρασί (π.χ. Κατά
Ματθαίον 26, 29) δεν
ήταν πλέον,
όταν είχε
αρχίσει το
κήρυγμα.
Ίσως ο Μάρκος,
να
χρησιμοποίησε
λατινισμούς,
αλλά είναι
γνωστό πως η
ελληνική
μετάφραση δύο
συγκεκριμένων
εβραϊκών
γραμμάτων
είναι η ίδια
και γίνετια με
το γράμμα ζήτα.
Πάντως, εφόσον
η Ναζαρέτ
υπήρξε, η
ύπαρξη δύο
παραλλαγών
Ναζωραίος-Ναζαρηνός
και στον Μάρκο
και στον Λουκά,
δεν πρέπει να
εκπλήσσει. Ο
μεν Μάρκος 1) δεν
είχε τα
ελληνικά
μητρική του
γλώσσα, 2) ήταν
ρωμαίος
πολίτης και 3)
έγραψε το
Ευαγγέλιο στην
Αίγυπτο, όπου
υπήρχε
λατινική
επιρροή, ο δε
Λουκάς 1) δεν
είχε τα εβραϊκά
μητρική του
γλώσσα, 2)
χρησιμοποιεί
και τις δύο
παραλλαγές. Το
τελευταίο ίσως
γίνεται επειδή
δεν ήταν
σίγουρος ποια
απ τις δύο
είναι η
σωστότερη
απόδοση. Σα να
έγραφε κάποιος
Έλληνα που δεν
γνώριζε καλά
αγγλικά την
λέξη Washington˙
άλλοτε θα την
μετέφερε ως
Ουάσινγκτον,
άλλοτε ως
Γουάσινγκτον.
Δεν πρέπει να
ξεχνάμε ότι και
ο Λουκάς
αναφέρει τη
Ναζαρέτ. Η
υπόθεση της «εξεπίτηδες
προσθήκης της
πόλης Ναζαρέτ
ως εξήγησης του
"Ναζωραίος"»
δεν
αποδεικνύεται,
πάλι, διότι
αυτή τη φορά οι
υποτιθέμενοι
παραποιητές (που
πρόσθεσαν την
πόλη Ναζαρέτ)
θα έπρεπε να
παραποιήσουν
όχι μόνο ένα,
αλλά δύο
Ευαγγέλια (και
μάλιστα
ολόκληρα
κεφάλαια). Και
όλο και κάποιο
θα γλίτωνε,
είτε κρυμμένο
είτε
διατηρημένο σε
καμμιά αίρεση.
Το πολύ λογικό
βέβαια
επιχείρημα
εκτός των
παραπάνω ότι
ούτε έχουν
βρεθεί
παραλλαγές σ
αυτό το σημείο,
οι οπαδοί της
αρνητικής
κριτικής ούτε
που θέλουν να
το ακούσουν.
Είναι
σημαντικό όμως,
να εξηγήσουμε
γιατί ο
Ματθαίος
αναφέρει μια
προφητεία που
δεν υπάρχει
στην Π.Δ. Είναι
καταρχήν
χαρακτηριστικό
ότι ο Ματθαίος,
στις έντεκα
περιπτώσεις
που αναφέρει
πραγματοποίηση
λεχθέντος από
έναν προφήτη
της Π.Δ. ή δυο
μαζί προφήτες
της Π.Δ., μόνο σ
αυτήν την
εκπλήρωση
προφητείας
μιλάει για «προφήτες»
κι όχι για «προφήτη»
που είπαν ότι «θα
κληθεί ο
Μεσσίας
Ναζωραίος».
Όταν ο Παύλος
στην προς
Γαλάτας 3, 22 λέει
ότι «η γραφή [δλδ
η Π.Δ.]
περιέκλεισε τα
πάντα κάτω από
την αμαρτία»
δεν εννοεί ότι
υπάρχει χωρίο
της Π.Δ. που να
αναφέρει ότι «τα
πάντα
περικλείονται
από την αμαρτία».
Όταν στο Κατά
Ματθαίον 7, 12
γράφεται «όλα
όσα θέλετε να
σας κάνουν οι
άνθρωποι,
κάνετε και σεις
τα ίδια σ
αυτούς. Αυτός
είναι ο νόμος
και οι προφήται»,
δεν υπάρχει
τέτοια εντολή
μεν στην Π.Δ.
κατά λέξει,
αλλά εκφράζει
το πνεύμα της.
Το ίδιο και ο
Ματθαίος, όταν
μιλά για τη
Ναζαρέτ ως τόπο
διαμονής του
Ιησού, κι ότι
αυτό το είπαν «οι
προφήτες», έχει
κατά νου τόσο
την
συγκεκριμένη
προφητεία του
Ησαΐα (Θ, 22) όσο
και τις
γενικότερες
προφητείες ότι
ο Μεσσίας θα
είναι ταπεινός
κι όχι κοσμικός
βασιλιάς. Κι
επειδή η
καταγωγή (είτε
ως πραγματική
καταγωγή είτε
ως διαμονή) στη
Γαλιλαία
καθιστούσε
κάποιον
Ιουδαίο
αυτομάτως β
και γ
κατηγορίας και
τον καθιστούσε
«κατώτερο»,
δηλαδή τον
ταπείνωνε,
υπάρχει
διασύνδεση και
επαληθεύονται
οι προφητείες
περί της
ταπεινότητας
του Μεσσία.
Σχετικά με τη
σφαγή των
νηπίων και την
απουσία άλλων
αναφορών,
θεωρούμε τα
εξής:
1)
Εάν δεχόμασταν
τα
επιχειρήματα
του τύπου «μόνο
ο Α ανέφερε το
τάδε γεγονός»,
τότε θα έπρεπε
ν αρνηθούμε τα
περισσότερα
γεγονότα,
επειδή τα
ισχυρίστηκαν
λίγοι ή μόνο
ένας, κάθε φορά,
άνθρωπος.
2)
Όσο κι αν η
σφαγή των
νηπίων ήταν
πράξη πολύ
βάρβαρη, πρέπει
να θυμηθούμε
ότι αυτή α)
έγινε μόνο στη
Βηθλεέμ, β)
αφορούσε μόνο
τα κάτω των δύο
ετών βρέφη της
Βηθλεώμ και γ) η
Βηθλεέμ ήταν
επίσης μικρό
μέρος, μια
πολίχνη. ’ρα
δεν επρόκειτο
για τόσο
τεράστιο
γεγονός.
Αφορούσε ένα
μικρό τμήμα των
παιδιών μιας
πολίχνης. Αν
αναλογιστούμε
ότι εκείνη την
εποχή γίνονταν
ένα σωρό
φρικιαστικά
πράγματα, τα
οποία
αφορούσαν
ολόκληρες
χώρες και
σημαντικές
πόλεις, τότε
είναι εύλογη η
αιτία της
παράλειψης της
σφαγής αυτής.
3)
Ο Ματθαίος
αναφέροντας τη
σφαγή αυτή
συμβαδίζει με
τις αφηγήσεις
για την
πολιτεία του
Ηρώδη. Ο Ηρώδης
σκότωσε την
γυναίκα του,
Μαριάμ,
αργότερα τους
γιους τους
Αλέξανδρο και
Αριστόβιο. Στα
τελευταία του
σκότωσε τον
Αντίπατρο, γιο
από άλλη
γυναίκα. Ο
Ιώσηπος (Αρχαιολογία,
19, 328) αναφέρει ότι
ο Ηρώδης είχε
κακή φύση,
ασταμάτητη στο
να τιμωρεί, ενώ
μια δεκαετία
μετά το θάνατο
του Ηρώδη, ένας
ανώνυμος
συγγραφέας
αναφέρει (Ανάληψη
Μωυσή, 6, 2 κ.ε.) γι
αυτόν: «ένας
υπερόπτης
βασιλιάς...που
θα εκτελούσε
τους άρχοντες...θα
σφάξει νέους
και γέρους
δίχως έλεος». Ο
Ματθαίος δεν
λέει κάτι που
να αντέβαινε
στο χαρακτήρα
του Ηρώδη.
Η ερώτηση για
την καταγωγή
του Ιησού, αν
είναι
Ναζωραίος ή απ
τη Βηθλεέμ,
είναι αφελής.
Είναι σα να
ρωτάμε αν
κάποιος,
ηλικίας 30 ετών,
που και οι δυο
του γονείς
κατάγονται απ
το νομό Λάρισας,
αλλά έζησε στην
Αθήνα σχεδόν
όλη του την
μέχρι τώρα ζωή,
είναι Αθηναίος
ή Λαρισαίος. Το
ίδιο συμβαίνει
και με τον
Ιησού.
Καταγόταν
νομικά απ τον
τόπο καταγωγής
του πατέρα του,
την Βηθλεέμ˙
ωστόσο έζησε
στη Ναζαρέτ
ώσπου να
αρχίσει να
κηρύττει και γι
αυτό ήταν
γνωστός ως
Ναζωραίος. Στη
Βηθλεέμ απλώς
γεννήθηκε˙
αλλά ο κόσμος
γνωρίζει μόνο
τον τόπο
διαμονής. Δεν
υπάρχει καμμία
ανάγκη για να
υποθέσουμε ότι
υπήρχαν αρχικά
δύο
χριστιανικές (ή
δύο ιουδαϊκές)
παραδόσεις για
τον Ιησού (ή τον
Μεσσία
αντίστοιχα). Τα
πράγματα είναι
προφανή.
κδ')
«Το άστρο της
Βηθλεέμ και οι
τρεις μάγοι
είναι
αντιγραφή
άλλων
μυθολογιών».
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
ο αστρονόμος
Χασαπάκης στο
έργο του Ο
αστήρ της
Βηθλεέμ
δέχεται ότι το
αστέρι ήταν
σύνοδος
πλανητών. Είναι
πλέον γνωστό
ότι το 7 π.Χ.
πλανήτες Δίας,
Κρόνος και ’ρης
πλησίασαν πάρα
πολύ τρεις
φορές. Το 5 π.Χ.
ανέλαμψε ένας
καινοφανής
αστέρας στον
αστερισμό του
Αιγόκαιρω. Κι
άλλωστε
υπάρχει μεν και
σε άλλες
μυθολογίες,
αλλά υπάρχει
και στους
Αριθμούς κδ, 17,
όπου γίνεται
λόγος για
αστέρι που θα
ανατείλει απ
τη χώρα του
Ιακώβ. Οι τρεις
μάγοι ως Πέρσες
ιερείς και
αστρονόμοι
ενδιαφέρθηκαν
για το
φαινόμενο, το
εξέλαβαν ως
θεϊκό σημάδι
και το
ακολουθούσαν.
κε')
"«Έπρεπε ο
Μεσσίας όχι
μοναχά να είναι
από σπέρμα
θεϊκό μα κι από
πατέρα (απόγονο)
του Δαβίδ. Έτσι
ο φουκαράς ο
Ιωσήφ, ένας
μαραγκός
άσημος γίνηκε
μονομιάς
αριστοκράτης
και
γαλαζοαίματος.
(...) οι κατοπινοί
θεολόγοι δεν
είχαν
εμπιστοσύνη
στο σπέρμα του
Ιωσήφ. Ήταν μεν
βασιλικό, μα ο
Ιωσήφ ήταν ένας
κοινός
μαραγκός, ενώ η
παράδοση ήθελε
τον Μεσσίας
ολότελα παιδί
του θεού. Γι
αυτό ο τίτλος
της
γαλαζοαίματης
καταγωγής του
Ιωσήφ, που του
δίνουν οι
ευαγγελιστές,
πάει χαμένος.
Έχει και δεν
έχει αξία. Ο
Χριστός (Μεσσίας)
έχει μεν πατέα
τον απόγονο του
Δαβίδ, αλλά
μέσα στην
κοιλιά της
Μαρίας το
σπέρμα
στάλθηκε από το
Θεό κατευθείαν.
(...) Όλες οι
αντιφάσεις και
οι
αλληλοσυγκρουόμενες
πληροφορίες δε
δείχνουν τίποτ
άλλο παρά πως η
γενεαλογία του
Ιησού είναι
φτιαχτή. (...) Ο
Παύλος
αναφέρει πως ο
Ιησούς Χριστός
"γεννήθηκε από
σπέρμα Δαυίδ (Ρωμ.
1, 3) κατά σάρκα και
απεδείχθη υιός
Θεού". Η
περικοπή όμως
αυτή βρίσκεται
σε σύγκρουση με
τον ευαγγελικό
μύθο για το
ρόλο που έπαιξε
το Πνεύμα το
’γιο μέσα στην
κοιλιά της
Θεοτόκου. Αλλού
πάλι ο ίδιος ο
Παύλος μιλάει
πως ο Χριστός (ο
υιός του Θεού)
είναι γέννημα
γυναικός χωρίς
ν ανακατεύει
κανένα ’γιο
Πνεύμα» (Γ.
Κορδάτου, Αρχαίες
θρησκείες και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνη, σ.
251-4). ’ρα ο Ιησούς
δεν είναι από «σπέρμα
Δαβίδ», αφού η
Μαρία ήταν
παρθένος, αλλά
όχι απόγονος
Δαβίδ η ίδια.
Και πώς γίνεται
να έχουμε δύο
γενεαλογίες
του Ιησού;"
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Στην εποχή
εκείνη ποτέ δεν
έγραφαν
γενεαλογίες
γυναικών. Τα
κληρονομικά
δικαιώματα των
Ισραηλιτών
κληρονομούνταν
μόνο από τον
πατέρα όχι από
την μητέρα. Ο
Ιησούς, αν και
προήλθε
θαυματουργικά
μόνο από την
Παναγία, ωστόσο
νομικά ήταν
γιος του Ιωσήφ
και συνεπώς
είχε όλα τα
κληρονομικά
και νομικά
δικαιώματα της
διαδοχής του
Ιωσήφ, απόγονου
του Δαβίδ,
σύμφωνα με το
μωσαϊκό νόμο. Ο
μωσαϊκός νόμος
δεν ήταν
φυλετικός, αλλά
νομικός.
Ο Παύλος, όταν
λέει ότι ο
Χριστός είναι
γέννημα
γυναικός «χωρίς
ν ανακατεύει
κανένα ’γιο
Πνεύμα», δεν
εννοεί ότι η
γέννηση ήταν
προϊόν
συνουσίας. ’λλο
το ένα, άλλο το
άλλο˙ δεν
συνεπάγεται το
ένα το άλλο.
Συνεπώς ο
Παύλος δεν
πέφτει σε
καμμία
αντίφαση, ούτε
και οι
Ευαγγελιστές. Ο
Ιησούς ήταν
απόγονος Δαβίδ,
εφόσον είχε,
νομικά, πατέρα
έναν απόγονο
του Δαβίδ, αλλά
ταυτόχρονα η
μητέρα του ήταν
παρθένα,
σύμφωνα με την
άλλη προφητεία.
Και την μία
προφητεία (απόγονος
Δαβίδ) και την
άλλη (γιος
παρθένας)
εκπλήρωνε.
Όσο για τη
διπλή
γενεαλογία
ισχύει το εξής:
στο
παλαιοδιαθηκικό
Ισραήλ, αν
κάποιος
παντρεμένος
πέθαινε
άτεκνος, έπρεπε
ο κοντινότερος
συγγενής του να
παντρευτεί τη
χήρα, ώστε να
κάνει παιδί το
οποίο θα
συνέχιζε τη
γενιά του
πεθαμένου
συγγενή. Το
παιδί θεωρείτο
γιος του
πεθαμένου, όχι
του συγγενή του.
Υπήρχε δηλαδή ο
ανδραδελφικός
γάμος (Δευτερονόμιο
κε, 5-10). Ο ένας
ευαγγελιστής
παραθέτει την
καταγωγή του
Ιωσήφ βάσει των
φυσικών
πατέρων, ενώ ο
άλλος
Ευαγγελιστής
με βάσει τους
ανδραδελφικούς
γάμους των
προγόνων του
Ιωσήφ.
κστ')
«..Κι έτσι λέει ο
Ματθαίος,
επαλήθεψε
κάποια
προφητεία που
έλεγε πως "από
την Αίγυπτο
κάλεσα (ο Θεός)
το γιό μου" (Ματθ.
2, 15). Ο εβραϊκός
εθνικισμός
ωστόσο δεν ήταν
δυνατό να
περιμένει τον
απελευθερωτή
του από την
Αίγυπτο. Τέτοια
προφητεία ήταν
ασυμβίβαστη με
τον εβραϊκό
σοβινισμό. Η
έννοια λοιπόν
της παραπάνω
περικοπής δεν
μπορεί να
στηριχτεί σε
καμιά τέτοια
δήθεν παλιά
προφητεία. Η
σημασία της
είναι άλλη.
Είναι
παραμορφωμένη
η λαϊκή
παράδοση για
τον Αιγύπτιο
Προφήτη που
τόσο έδρασε
στην
Παλαιστίνη για
το ξεσκλάβωμα
των Εβραίων,
σύμφωνα με τις
μαρτυρίες του
Ιώσηπου» (Γ.
Κορδάτου, Αρχαίες
θρησκείες και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνη, σ.
246).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Η προφητεία δεν
είναι «δήθεν
παλιά», είναι
παλαιότατη. Το
αν αυτή η
προφητεία
συμβιβαζόταν ή
δεν
συμβιβαζόταν
με τον εβραϊκό
σοβινισμό
είναι θέμα
εντελώς άσχετο
και ουδόλως
κρίνει τη
θεότητα του
Ιησού˙ δεν ήταν
ο εβραϊκός
σοβινισμός που
θα έκρινε την Π.Δ.
και τις
προφητείες της,
αλλά η Π.Δ. που (κατ)έκρινε
τον εβραϊκό
σοβινισμό. Η
υπόθεση ότι
πρόκειται για «παραμορφωμένης
λαϊκής
παράδοσης»
είναι
αστήριχτη. Κι
αυτό διότι, εάν
οι
Ευαγγελιστές
ήταν απατεώνες
(δηλαδή
ανέφεραν την
προφητεία της Π.Δ.
εξεπίτηδες),
δεν θα έκαναν
το λάθος να
ταυτίσουν τον
Ιησού με έναν
αποτυχημένο
επαναστάτη του
παρελθόντος,
πριν από αυτόν,
ή του (δικού
τους) παρόντος.
Θα ήταν πράξη
ενάντια στην
προσηλυτιστική
τους
προσπάθεια,
αφού ο λαός θα
σκεφτόταν «κι
άλλος
αιγύπτιος
προφήτης;» και
δε θα πίστευε.
’ρα δεν γίνεται
να ανέφεραν οι
Ευαγγελιστές
την προφητεία,
διότι ήδη
υπήρξε κάποιος
σοβινιστής
απατεώνας εξ
Αιγύπτου στο
παρελθόν.
’λλωστε, ο
Κορδάτος είναι
γενικότερα
υπέρ της άποψης
ότι οι
διασκευαστές
των Ευαγγελίων
τα έκαναν πιο
αντι-ιουδαϊκά
και πιο
ελληνορωμαϊκά˙
αν είναι έτσι,
δεν θα τους
ένοιαζε να
υπενθυμίσουν
έναν εβραίο
αιγύπτιο
επαναστάτη. Θα
διέγραφαν κάθε
ανάμνηση «βίαιης
εθνικιστικής
εβραϊκής
επαναστατικότητας».
Όποτε συμφέρει
τον Κορδάτο οι
διασκευαστές
διαγράφουν
χωρία που
δείχνουν ότι ο
Ιησούς ήταν
βίαιος
επαναστάτης (ώστε
να
προσηλυτίσουν
τους μη
εβραϊκούς
πληθυσμούς),
ενώ τώρα οι
διασκευαστές
το ξέχασαν αυτό
και το άφησαν
να «θυμίζει»
εβραϊκό
εθνικισμό.
Όσο για τον «Αιγύπτιο
προφήτη», αυτός
έδρασε στα
χρόνια του
Παύλου, όταν
αυτός
συνελήφθη στην
Ιερουσαλήμ (Πράξεις
21, 28). Καμμία σχέση
δεν είχε με τον
Ιησού˙ κι αν
είχε, δε θα
φανέρωναν την
ύπαρξή του οι
Πράξεις.
κζ')
«Μια
που στα
Ευαγγέλια δεν
υπάρχουν
πληροφορίες
για τον Ιωσήφ,
είναι λογικό να
παραδεχτούμε
πως χώρισε από
τη Μαρία. Να
παραδεχτούμε
πως ήταν πολύ
γέρος και
πέθανε τον
καιρό που ο
Ιησούς άρχισε
τη δράση του,
μπερδεύονται
πιο πολύ τα
πράγματα. Αν
ήταν έτσι τότε
θα πρεπε η
μνήμη του να
είναι σεβαστή
μέσα στην
οργάνωση του
Ιησού και να
γίνεται στα
Ευαγγέλια
πολλές φορές
λόγος γι αυτόν,
όπως γίνεται
για τη Μαρία
και τ αδέλφια
του Ιησού αν
και δεν ήταν
μέλη της
αδελφότητας. Η
σιωπή όμως των
Ευαγγελιστών
μάς δίνει να
καταλάβουμε
πως ο Ιησούς
ήταν
χωρισμένος από
τη Μαρία. (...) Κι
ακόμα πρέπει να
προσέξουνε κι
εκείνο που λέει
ο Μάρκος, μια
πηγή πιο
ανεξάρτητη και
πιο αμερόληπτη
σ αυτό το
ζήτημα από τον
Ματθαίο. Στο
Ευαγγέλιο
λοιπόν του
Μάρκου, αν και
δεν υπάρχει
καμιά
γενεαλογία του
Ιησού, ωστόσο
δίνονται
πληροφορίες
πιο θετικές για
την
οικογενειακή
του κατάσταση.
Παρουσιάζεται
όχι σαν παιδί
του Ιωσήφ, μα
μόνο γιος της
Μαρίας και σα
μεγαλύτερος
αδερφός των
άλλων παιδιών
της. "Οὐχ
οὗτός ἐστιν ὁ
τέκτων, ὁ υἱὸς
τῆς Μαρίας,
ἀδελφὸς δὲ
Ἰακώβου καὶ
Ἰωςῆ καὶ Ἰούδα
καὶ Σίμωνος;
Καὶ οὐκ εἰσὶν
αἱ ἀδελφαὶ
αὐτοῦ ὧδε πρὸς
ἡμᾶς;"
(ΜΡ. 6, 3). Η μαρτυρία
του β
Ευαγγελίου
είναι πολύτιμη,
ξεκαθαρίζει το
ζήτημα και μας
καταποτίζει σ
αυτό. αν η
αντίθετη
παράδοση, που
την
αντιπροσωπεύει
ο Ματθαίος και
ώς ένα σημείο
και ο Λουκάς
και ο Ιωάννης,
μνημονεύει τον
Ιωσήφ σαν
πατέρα του
Ιησού, κοντά
στο νου πως η
παράδοση αυτή
είναι πλαστό
δημιούργημα
για ν
αποκατασταθεί
η τιμή της
μητέρας του
Ιησού. (...) Έπειτα
υπάρχει και μια
άλλη μαρτυρία.
Όταν οι
Γραμματείς και
οι ανώτεροι
αξιωματούχοι
του ιουδαϊκού
ιερατείου
αντιπολιτεύτηκαν
τον Ιησού (..) του
έριξαν
κατάμουτρα
τούτη την
κατηγορία: Εἶπον
οὖν αὐτῷ [τῷ
Ἰησοῦ] ἐκ
πορνείας οὐ
γεγενήμεθα˙
ἕνα πατέρα
ἔχομεν, τον
Θεόν. (ΙΩ.
8, 41). Στο σημείο
αυτό η απάντηση-κατηγορία
των Γραμματέων
είναι
παραμορφωμένη.
Δεν μπορούσαν
να πούνε πως
έχουν πατέρα το
Θεό-Γιαχβέ.
Βέβαια στην
καθημερινή
προσευχή τους
αποκαλούσαν το
Θεό Πατέρα. Εδώ
όμως δεν
ταιριάζει η
επίκληση αυτή
γιατί η
συζήτηση
γίνεται για τη
γέννηση του
Ιησού, άρα κάτι
άλλο πρόσθεσαν
που έχει σχέση
με τη δική τους
κανονική
νόμιμη γέννηση.
Όταν όμως πάνω
σε καυγά λέει ο
ένας στον άλλο
"εγώ δεν είμαι
παιδί πόρνης",
εννοεί φυσικά
πως ο αντίπαλός
του είναι
γέννημα
εξώγαμο.
Εξάλλου στο
ίδιο Ευαγγέλιο
διαβάζουμε ότι
ανταπαντώντας
ο Ιησούς στους
Γραμματείς δεν
τους είπε ορθά
κοφτά πως είναι
ψεύτες και
συκοφάντες κι
ούτε θυμήθηκε
τον πατέρα του
τον Ιωσήφ, αλλά
προσπάθησε να
ξεφύγει από το
κύριο ζήτημα
λέγοντας πως
είναι "απεσταλμένος
του Θεού". Εἶπεν
οὖν αὐτοῖς ὁ
Ἰησοῦς˙ εἰ ὁ
Θεὸς πατὴρ ἦν,
ἠγαπᾶτε ἂν ἐμέ˙
ἐγὼ γὰρ ἐκ τοῦ
Θεοῦ ἐξῆλθον
καὶ ἥκω˙ οὐδὲ
γὰρ ἀπ
ἐμαυτοῦ
ἐλήλυθα, ἀλλ
ἐκεῖνος μὲ
ἀπέστειλε.
(ΙΩ. 8, 42). Όπως
σημειώσαμε, ο
διασκευαστής
του δ
Ευαγγελίου
παραμόρφωσε
την ερώτηση και
κατηγορία των
Γραμματέων στο
μέρος αυτό, για
να χαλκεύσει
μια καλή
απάντηση του
Ιησού» (Γ.
Κορδάτου, Ιησούς
Χριστός και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνης, τ.
α, σ. 255-256-257).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Έχουμε να
παρατηρήσουμε
τα εξής:
1)
Για την
αρχαιότητα και
αξιοπιστία του
Κατά Μάρκον
συγκριτικά με
τα άλλα
Ευαγγέλια. «Το
ότι το κατά
Μάρκον
Ευαγγέλιον δεν
είνε το
αρχαιότερον
των τεσσάρων
ούτε πηγή αυτών
είνε εκ των
πλέον
αναντιρρήτων
πραγμάτων και
των
ισχυροτέρον
παραδεδομένων»
(Στ.
Ν. Σάκκου, Εισαγωγή
εις την Καινήν
Διαθήκην, β'
έκδοση, ΑΠΘ -
τμήμα εκδόσεων,
σ. 223). «Νομίζω ότι ο
Ματθαίος
ήρχισε το έργον
του πριν από
τους άλλους.
Δια τούτο και
την
γενεαλογίαν
αναφέρει με
ακρίβεια και τα
σημαντικότερα
εκθέτει
λεπτομερέστερον.
Ο Μάρκος έγραψε
μετά από
εκείνον, δια
τούτο
ηκολούθησε
συντομώτεραν
οδόν, διότι
ήσαν πολλά όσα
είχαν γραφή και
είχαν γίνη
μέχρι τότε» (άγιου
Ιωάννη
Χρυσόστομου,
Ομιλία δ εις το
Κατά Ματθαίον, 1).
2)
Στο Κατά
Ματθαίον 13, 55-56
διαβάζουμε: «Δεν
είναι αυτός ο
υιός του
ξυλουργού; Δεν
ονομάζεται η
μητέρα του
Μαριάμ και οι
αδελφοί του
Ιάκωβος, Ιωσής,
Σίμων και
Ιούδας; Και οι
αδελφές του δεν
είναι όλες μαζί
μας; Από πού
λοιπόν του
ήλθαν όλα αυτά;».
Στο Κατά Λουκάν,
4, 22 διαβάζουμε: «και
έλεγαν "Δεν
είναι αυτός ο
υιός του Ιωσήφ;"».
3)
Το ότι ο
αρχαιότερος
Ματθαίος κι ο
Λουκάς
αναφέρουν τον
Ιησού ως γιο
του Ιωσήφ, ενώ ο
Μάρκος ως γιο
της Μαρίας, δεν
πρέπει να
προκαλεί
πονηρές
σκέψεις. Η
ιδιότητα του (νομικά)
γιου του Ιωσήφ
δεν είναι
εξαντικειμένου
αντίθετη προς
την ιδιότητα
του (βιολογικά)
γιου της Μαρίας˙
και το
αντίστροφο,
φυσικά. Με άλλα
λόγια, αν οι
Ναζωραίοι
έλεγαν «αυτός
δεν είναι ο
γιος της Μαρίας;»
(κι όχι «δεν
είναι αυτός
γιος του Ιωσήφ;»),
δε σημαίνει
οπωσδήποτε ότι
δε θεωρούσαν
τον Ιησού (νομικά
για εμάς, αλλά
βιολογικά γι
αυτούς) και γιο
του Ιωσήφ,
διότι τότε θα
έπρεπε να
κάνουμε και το
εξής ερώτημα: «αν
οι Ναζωραίοι
είπαν "δεν
είναι αυτός
γιος του Ιωσήφ;",
μήπως αυτό
σημαίνει ότι
δεν θεωρούσαν
τον Ιησού γιο
της Μαρίας;».
Φυσικά κάτι
τέτοιο θα ήταν
παράλογο να το
σκεφτούμε.
Επομένως το να
αποκαλούν
κάποιο «γιο του
πατέρα του» ή «γιο
της μητέρας του»,
δε σημαίνει
απαραίτητα ότι
του αρνούνται
τη μητέρα ή τον
πατέρα του,
αντίστοιχα.
Συνεπώς πρέπει
να σκεφτούμε
άλλους λόγους.
4)
Αν ο Ιωσήφ είχε
μόλις πεθάνει,
τον καιρό που
άρχισε τη δράση
του ο Ιησούς, ή
αρκετόν καιρό
πριν, τότε θα
υπήρχε η
ανάμνησή του
στους
Ναζωραίους, κι
έτσι θα
μπορούσαν να
λένε «ο γιος του
Ιωσήφ», αλλά
επίσης θα
μπορούσαν
βλέποντας την
Παναγία να λεν «ο
γιος της Μαρίας».
Και τα δύο
φαντάζουν
λογικά. «Γιος
της Μαρίας» θα
λεγόταν, διότι
μόνο αυτή ζούσε
από τους γονείς
του.
5)
Τα περί «μεγαλύτερου
γιου της Μαρίας»
είναι ανοησίες
και είναι να
απορεί κανείς
πόσο πρόχειρα
διάβαζε την Κ.Δ.
ο Κορδάτος και
οι
αντιχριστιανοί
τους οποίους
αντέγραψε.
Πουθενά δεν
αναφέρονται
όλοι οι αδελφοί
μαζί με τον
Ιησού στη
σειρά, με τον
Ιησού πρώτο π.χ. «Ιησούς,
Ιάκωβος, Ιωσής,
Σίμων, Ιούδας»,
ώστε να
θεωρήσουμε ότι
ο Ιησούς ήταν
όντως ο
μεγαλύτερος
από τους γιους
της Μαρίας (ή
από όλα τα
αδέλφια,
ανεξαρτήτως
του ποια είχαν
μάνα). Αυτό
είναι προφανές:
αν π.χ. λέγαμε «Δεν
είναι αυτός [ο
Ιωσής] γιος της
Σάρρας, αδελφός
του Ιακώβου,
του Σίμωνα, του
Ιούδα;», αυτό ΔΕΝ
θα σήμαινε [απαραίτητα]
ότι ο Ιωσής
ήταν
μεγαλύτερος
από τον Ιάκωβο,
τον Σίμωνα και
τον Ιούδα, αλλά
απλώς ότι ο μεν
Ιάκωβος ήταν
μεγαλύτερος
του Σίμωνα και
του Ιούδα, ο δε
Σίμωνας
μεγαλύτερος
του Ιούδα, κι
απλώς ότι
διευκρινίζεται
ποιοι ήταν οι
αδελφοί του
Ιωσή. Έτσι, ο
Μάρκος πουθενά
δεν αναφέρει
τον Ιησού ως
ένα από τα
παιδιά της
Παναγίας, ούτε
τον εμφανίζει
ως μεγαλύτερο
των ετεροθαλών
αδελφών του,
όπως επιπόλαια
συμπεραίνει ο
Κορδάτος.
6)
Ο Κορδάτος
ισχυρίζεται
πως εάν ο Ιωσήφ
είχε πεθάνει
πριν ο Ιησούς
αναλάβει δράση
«τότε θα πρεπε η
μνήμη του να
είναι σεβαστή
μέσα στην
οργάνωση του
Ιησού και να
γίνεται στα
Ευαγγέλια
πολλές φορές
λόγος γι αυτόν,
όπως γίνεται
για τη Μαρία
και τ αδέλφια
του Ιησού αν
και δεν ήταν
μέλη της
αδελφότητας».
Αυτό είναι
εντελώς
παράλογο, τόσο
διότι η Μαρία
και τ αδέλφια
του Ιησού
ζούσαν κατά τη
διάρκεια του
κηρύγματός του
(και φυσικά
πίστεψαν) σε
αντίθεση με τον
Ιωσφή, όσο και
διότι οι
Ευαγγελιστές
ήξεραν ότι ο
Ιωσήφ απλώς
εξελέγη ως
προστάτης και «χορηγός»
της ιδιότητας
του «απογόνου
του Δαβίδ», ενώ η
Παναγία έδωσε
τη σάρκα της
για την
ενσάρκωση του
Θεού, και τα
αδέλφια του
πίστεψαν και
μαρτύρησαν (ο
Ιάκωβος).
Ψέμματα, λοιπόν,
λέει
αναφορικά με τα
αδέρφια του ο
Κορδάτος, ότι «τα
αδέλφια του
Ιησού δεν ήταν
μέλη της
αδελφότητας».
Ήταν, πίστεψαν
και μαρτύρησαν.
Ο Ιωσήφ ούτε
έδωσε το σπέρμα
του (οι
Ευαγγελιστές
το ήξεραν αυτό)
ούτε πρόλαβε να
ακούσει το
κήρυγμα ώστε να
πιστέψει. Ποιος
ο λόγος να
αναφέρονται σε
αυτόν (αν
υποθέσουμε ότι
πέθανε πριν την
αρχή του
κηρύγματος), αν
ούτε το ένα
έκανε ούτε το
άλλο, αλλά και
ούτε έζησε στο
κρίσιμο
διάστημα; Δεν
είναι το ίδιο,
λοιπόν, ώστε να
απορήσουμε «γιατί
δεν τον
μνημονεύουν
όπως τη λοιπή
οικογένειά του;»
7)
Ο Κορδάτος
παρερμηνεύει
το Κατά Ιωάννη 8,
41-42 αγνοώντας την
προηγούμενη
συζήτηση (8, 39-40)
καθώς και την
επόμενη (8, 43-50), ώστε
να εξάγει το
συμπέρασμα ότι
το Κατά Ιωάννη
ενισχύει τη
θέση του, πως ο
Ιησούς ήταν
προϊόν
μοιχείας:
Κατά
Ιωάννην 8, 39-46 και 48-50,
53: Απεκρίθησαν
εις αυτόν, «Ο
πατέρας μας
είναι ο Αβραάμ».
Λέγει εις
αυτούς ο Ιησούς,
«Εάν ήσαστε
παιδιά του
Αβραάμ, θα
εκάνατε τα έργα
του Αβραάμ,
αλλά τώρα
ζητάτε να με
σκοτώσετε,
άνθρωπον που
σας είπα την
αλήθειαν, που
άκουσα από τον
Θεόν. Αυτό δεν
το έκανε ο
Αβραάμ. Σεις
κάνετε τα έργα
του πατέρα σας».
Εκείνοι του
είπαν, «Εμείς
δεν
εγεννηθήκαμε
από πορνείαν, ένα
Πατέρα έχομεν
τον Θεόν». Τότε
ο Ιησούς τούς
είπε, «Εάν ο Θεός
ήτο Πατέρας σας,
θα με
αγαπούσατε,
διότι εγώ από
τον Θεόν εβγήκα
και ήλθα εδώ.
Δεν ήλθα από
τον εαυτόν μου
αλλ εκείνος με
έστειλε. Γιατί
δεν
καταλαβαίνετε
την γλώσσαν μου;
Διότι είστε
ανίκανοι να
ακούτε τον
λόγον μου. Σεις κατάγεσθε
από τον πατέραν
σας, τον
διάβολον, και
τας επιθυμίας
του πατέρα σας
θέλετε να
κάνετε. εκείνος
από την αρχήν
ήτο
ανθρωποκτόνος
και δεν
στέκεται εις
την αλήθειαν,
διότι δεν
υπάρχει
αλήθεια μέσα
του. Όταν λέγη
ψεύδη, μιλεί
από τον εαυτόν
του, διότι
είναι ψεύτης
και πατέρας του
ψεύδους. Αλλ
επειδή εγώ λέγω
την αλήθειαν,
δεν με
πιστεύετε. Ποιος
από σας μπορεί
να με ελέγξη δι
αμαρτίαν; (...)
Απεκρίθησαν
τότε οι
Ιουδαίοι «Καλά
δεν λέμε ότι
είσαι
Σαμαρείτης και
έχει δαιμόνιον;».
Απεκρίθη ο
Ιησούς, «Εγώ
δαιμόνιον δεν
έχω αλλά τιμώ
τον Πατέρα μου,
και σεις με
ατιμάζετε». (...) «Μήπως
είσαι συ
μεγαλύτερος
από τον πατέρα
μας τον Αβραάμ;»
Παρατηρούμε
τα εξής:
i)
Ο Ιησούς απαντά
στους
Ιουδαίους πως
πατέρα έχουν
τον Διάβολο,
όταν αυτοί του
λεν πως έχουν
πατέρα τον
Αβραάμ.
Επομένως η
απάντηση των
Γραμματέων «έχουμε
ένα πατέρα, τον
Θεό» δεν είναι
χαλκευμένη από
«μεταγενέστερο
διασκευαστή
του δ
Ευαγγελίου»,
όπως ανόητα
ισχυρίζεται ο
Κορδάτος, «ώστε
ο Ιησούς να
ξεφύγει από το
κύριο ζήτημα»
και να
επικεντρωθεί
στο ποιον έχουν
πατέρα οι
Ιουδαίοι και να
πει ότι ο ίδιος
είναι
απεσταλμένος
του Θεού. Διότι
το κύριο ζήτημα
ήταν ποιον
πνευματικό «πατέρα»
είχαν οι
Ιουδαίοι:
ii)
Έτσι 1) οι
Ιουδαίοι λεν «έχουμε
πατέρα τον
Αβραάμ», 2) έπειτα
ο Ιησούς τούς
λέει ότι «κάνουν
τα έργα του
πατέρα τους»,
δηλαδή του
Διαβόλου (αφού
τούς λέει ότι «αυτό
δεν το έκανε ο
Αβραάμ»)
αποκαλώντας
τους εμμέσως
πλην σαφώς «παιδιά
του Διαβόλου», 3)
αυτοί λεν ότι
έχουν πατέρα το
Θεό, 4) ο Ιησούς
τούς αποκαλεί
ορθά-κοφτά «παιδιά
του Διαβόλου», «ψεύτες»,
οι οποίοι «αδυνατούν
να τον ελέγξουν
για αμαρτία»,
και οι οποίοι
τον «ατιμάζουν».
iii)
’ρα ο Κορδάτος
ψεύδεται.
Ισχυρίζεται
ότι ο Ιησούς
δεν αποκαλεί
ούτε ψεύτες
ούτε
συκοφάντες
τους Ιουδαίους,
δίχως να
διάβασε, αυτός,
ο «ερευνητής
ιστορικός» τα
παρακάτω
εδάφια, στα
οποία ο
Ιησούς
αποκαλεί τους
Ιουδαίους «ψεύτες»
και συκοφάντες
(«με ατιμάζετε»
και «ποιος από
σας μπορεί να
με ελέγξη δι
αμαρτίαν;»). Τόσο
μεγάλη
οξυδέρκεια
είχε, που
αντέγραφε στα
ελληνικά ό,τι
ξένο διάβαζε.
Δίχως να
κοιτάξει καν τα
επόμενα εδάφια.
iv)
Έχουμε
αποδείξει ότι
το «εμείς
έχουμε πατέρα
το Θεό» δεν
είναι
μεταγενέστερη
προσθήκη, διότι
νοηματικώς
ταιριάζει πολύ
καλά με τους
προηγούμενους
στίχους και με
όλο το
επισόδειο. Όταν
οι Ιουδαίοι λεν
ότι «δεν
εγεννηθήκαμεν
από πορνείαν»
δεν
αναφέρονται
απαραίτητα
στον τρόπο
γέννησης του
Ιησού. Μπορεί
και να το
εννοούν βέβαια.
Όλοι οι
υπόλοιποι
στίχοι (39-53)
αναφέρονται σε
πνευματική
πατρότητα
κυρίως. Οι
Ιουδαίοι,
άλλοτε λεν
πατέρα του τον
Αβραάμ, άλλοτε
τον Θεό.
Εννοούν
φυλετική και
πνευματική
πορνεία, γιατί
δεν γίνεται να
απαντούσαν ότι
έχουν
πνευματικό
πατέρα το Θεό
κατηγορώντας
τον Ιησού για
το βιολογικό
του πατέρα,
ούτε είχαν
βιολογικό
πατέρα τον
Αβραάμ, ο
καθένας τους.
Τα ζητήματα
είναι άσχετα.
Είχαν εννοήσει
πολύ καλά οι
Ιουδαίοι ότι
εμμέσως ο
Ιησούς τους
αποκαλεί
παιδιά του
Διαβόλου, και
γι αυτό
ανέφεραν ότι
έχουν πατέρα το
Θεό. Έτσι
θέλουν να
υποδηλώσουν
την πνευματική
τους
ακεραιότητα, σε
αντίθεση με τον
Ιησού που
κατάγεται
άλλωστε από την
Γαλιλαία δεν
έχει
πνευματική
συνέχεια.
v)
Αλλά ακόμη κι
αν επρόκειτο
για κατηγορίας
σχετικής με τη
βιολογική
πατρότητα του
Ιησού, τότε 1)
αυτό δεν
σημαίνει ότι «κυκλοφορούσε
μια φήμη ότι ο
Ιησούς ήταν
προϊόν
μοιχείας»˙ 2) ο
Ιησούς
απάντησε ορθά-κοφτά
ότι είναι
ψεύτες και
συκοφάντες και
δεν μπορούν να
αποδείξουν
αυτήν την
κατηγορία τους
εναντίον του («Ποιος
από σας μπορεί
να με ελέγξη δι
αμαρτίαν;») και 3)
αυτοί, ενώ
άκουσαν την
ερώτησή του «Ποιος
από σας μπορεί
να με ελέγξη δι
αμαρτίαν;»,
ωστόσο δεν
συνέχισαν ούτε
προχώρησαν την
κατηγορία τους,
αλλά
προσανατολίστηκαν
στο θέμα της
πνευματικής
τους καταγωγής,
λέγοντας ότι
έχουν πατέρα
τον Αβραάμ. 4) Η
αδυναμία τους
να απαντήσουν
στην πρόκληση
του Ιησού να
τον ελέγξουν
για «αμαρτία» (δηλαδή
ως νόθο οι
νόθοι
αποκλείονταν
από τις
συναγωγές)
σημαίνει ότι η
κατηγορία αυτή
ήταν
χαλκευμένη επί
τόπου, εκείνη
τη στιγμή, και
δεν μπορούσε να
στηριχτεί.
vi)
Τι κρύβεται
πίσω από την
κατηγορία «εμείς
δεν
γεννηθήκαμε [όπως
εσύ] από την
πορνεία»
φανερώνεται
στον στίχο 48,
όπου οι
Ιουδαίοι λεν: «καλά
δεν λέμε ότι
είσαι
Σαμαρείτης;» Ως
γνωστόν η
Γαλιλαία και
ειδικά η
Ναζαρέτ ήταν
δίπλα στη
Σαμάρεια. Οι
Σαμαρείτες
θεωρούνταν από
τους Ιουδαίους
όχι απλώς β και
γ κατηγορίας
Εβραίοι, όπως
οι Γαλιλαίοι,
αλλά μη
Ιουδαίοι,
ακάθαρτοι,
μολυσμένοι με
την
ειδωλολατρία.
Επειδή οι
Βόρειοι
Ισραηλίτες (οι
πρόγονοι των
Σαμαρειτών)
είχαν
αναμιχτεί (και
πριν και μετά
την Βαβυλώνια
αιχμαλωσία) με
ειδωλολάτρες
της περιοχής,
στα μάτια των
Ιουδαίων
φάνταζαν «μη
Ιουδαίοι»,
δηλαδή κατά μια
έννοια «γεννήματα
πορνείας». Όταν
είχε
ξαναχτιστεί,
επί Περσών ο
δεύτερος Ναός
στα Ιεροσόλυμα,
οι Ιουδαίοι
είχαν αρνηθεί
την βοήθεια των
Σαμαρειτών
Εβραίων. Η
Ναζαρέτ ήταν
κοντά στα
σύνορα με τη
Σαμάρεια.
Λογικό είναι να
έρριξαν την
κατηγορία αυτή
στον Ιησού, ως (Σαμαρείτη)
μη καθαρού
Ισραηλίτη, άρα «γεννήματος
πορνείας». Όχι
απαραίτητα για
την δική του
προσωπική
καταγωγή. Η
αναφορά στην
αντίληψη που
υπήρχε, ότι ο
Ιησούς ήταν
Σαμαρείτης,
εξηγεί πολύ
καλά τον στίχο 41,
όπου τον
κατηγορούν ως «νόθο».
’ρα, αυτό που
συμβαίνει
είναι ότι οι
Ιουδαίοι λεν
του Ιησού: «εμείς
έχουμε (ως
έθνος
βιολογικό και
πνευματικό)
πατέρα τον
Αβραάμ, ενώ εσύ
όντας
Σαμαρείτης
είσαι μη
καθαρός
Ισραηλίτης, άρα
"γέννημα
πορνείας", όπως
όλοι οι
Σαμαρείτες».
8)
Όσο για τις
ανοησίες του
Κέλσου και του
Ταλμούδ, τις
οποίες
χρησιμοποιεί ο
Κορδάτος ως «επιπλέον
απόδειξη», τι να
πει κανείς; Ότι
ο ένας
αντέγραφε τον
άλλον (που
γινόταν, κυρίως
από τον Κέλσο
που αντέγραφε
τους Ιουδαίους);
Ή ότι το να
πιστεύει
κανείς στις
κατηγορίες
τόσο φανατικών
αντιχριστιανών
ήταν «εντελώς
επιστημονικό»;
κη')
«Λένε
οι
Ευαγγελιστές
κι εννοούμε εδώ
όλους τους
διασκευαστές
που
παραμόρφωσαν
τα αρχικά
Ευαγγέλια πως
η Μαρία και ο
Ιωσήφ ήξεραν
ότι ο Ιησούς
ήταν παιδί του
Θεού και μαζί μ
αυτούς το
ήξεραν και οι
συγγενείς τους
και φυσικά και
άλλος πολύς
κόσμος από τη
Βηθλεέμ. Και
όμως από τα
ίδια Ευαγγέλια
βγαίνει πως
κανείς δεν το
ήξερε αυτό ούτε
κι οι γονιοί
του Ιησού,
γιατί ούτε ο
πατέρας του ο
Ιωσήφ
πρωτοστατεί
στην κοινότητα
του Ιησού ούτε
και τ αδέρφια
του τον
ακολουθούν,
γιαυτό
αναγκάζεται να
ζητήσει τους
πρώτους
οπαδούς του
ανάμεσα στους
φτωχοαγρότες
και τους
ψαράδες της
Γαλιλαίας. Αν η
μάνα του, ο
πατέρας του και
τ αδέρφια του
ήξεραν πως ήταν
η ενσάρκωση του
Θεού ή του
Πνεύματος, ή
πως ήταν
Μεσσίας, δε θα
τον
ακολουθούσαν
πρώτοι στο
κήρυγμά του και
στη δράση του;» Γ.
Κορδάτου, Ιησούς
Χριστός και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνης, τ.
β, σ. 17).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
1)
Στον Ιωσήφ (Κατά
Ματθαίον 1, 20-21) ο
άγγελος λέει
ότι το παιδί
γεννήθηκε από
υπερφυσικά και
ότι θα σώσει το
λαό από τις
αμαρτίες του. Ο
Ιωσήφ κράτησε
και δεν έδιωξε
την Παναγία,
αποδεχόμενος
τις
πληροφορίες
αυτές.
2)
Φυσικά η
Παναγία ήξερε
τι ήταν το
παιδί, αλλά «εφύλαγε
εις την καρδιά
της όλα αυτά τα
γεγονότα» (Κατά
Λουκάν 2, 52), που
σημαίνει ότι τα
κρατούσε κρυφά
από τους
συγγενείς και
τους
συγχωριανούς
της. Κι αν τα
κρατούσε κρυφά,
θα είχε
συνεννοηθεί
και με τον
Ιωσήφ να μην
διαδοθεί το
πράγμα, γιατί
οι Φαρισαίοι
δεν
αστειεύονταν
με τέτοιους
επίδοξους
Μεσσίες. Ούτε
οι Ρωμαίοι ή οι
βασιλείς της
Ιουδαίας θα
τους φέρονταν
ευγενικά, αν
ήξεραν ότι
αυτοί ο Ιωσήφ
και η Παναγία
διέδιδαν πως το
παιδί τους ήταν
ο Μεσσίας. Θα
τους
συλλάμβαναν.
’ρα κι ο Ιωσήφ
και η Παναγία
σκόπιμα δεν
έλεγαν τίποτε
σε κανέναν.
3)
Ο Ιωσήφ, αν ήταν
30-40 χρονώ όταν
γεννήθηκε ο
Ιησούς (διότι
είχε
ξαναπαντρευτεί
και είχε όχι
ένα αλλά πολλά
παιδιά απ τον
πρώτο γάμο του),
θα ήταν περίπου
60 χρονών, όταν
άρχισε τη
δημόσια δράση
του ο Χριστός˙
αν δεν είχε ήδη
πεθάνει. Δεν θα
ήταν λογικό να
σκεφτούμε έναν
γέρο τότε ο μ.ό.
ζωής ήταν
χαμηλότερος
να διατρέχει με
το γιο του όλη
την Παλαιστίνη.
Κάποια στιγμή
θα εξαντλείτο
και θα
παρατούσε τις
περιοδείες.
4)
’λλωστε θα ήταν
παράλογο να
φανταστούμε
έναν γέρο να
τρέχει μαζί με
το γιο του όλη
την Παλαιστίνη
λέγοντας «πιστέψτε
στον γιο μου,
είναι ο Μεσσίας».
Όλοι θα
κορόιδευαν τον
γέρο.
Αντίστοιχα και
η Παναγία, η
μαρτυρία της δε
θα είχε κανένα
κύρος στον
κοινό κόσμο, θα
φαινόταν η όλη
υπόθεση ως «οικογενειακή»,
κι επιπλέον
ήταν αρκετά
μεγάλη (όχι όσο
ο Ιωσήφ βέβαια)
για περιοδείες
και πεζοπορίες.
Οι γυναίκες που
ακολουθούσαν
το Χριστό ήταν
νέες, όπως και
οι απόστολοι.
5)
Συνεπώς, εάν
ζούσε ο Ιωσήφ
δε θα μπορούσε
λόγω ηλικίας να
συμμετάσχει
στις
περιοδείες του
Χριστού, αλλά
ούτε λογικό θα
ήταν να
συμμετέχει
δίνοντας
μαρτυρία την
οποία όλοι θα
αμφισβητούσαν˙
αν είχε πεθάνει
δεν τίθεται
ζήτημα.
κθ')
"Στο Ματθαίον
11, 2 και στο Λουκά 7,
18, «οι δυο αυτοί
ευαγγελιστές
αναφέρουν πως ο
Ιωάννης ο
Βαφτιστής μέσα
από τη φυλακή
του έστειλε μια
ειδική
αντιπροσωπεία
να ρωτήσει τον
Ιησού εάν είναι
ο Μεσσίας ο
αληθινός. Μα οι
ίδιοι οι
ευαγγελιστές (Ματθ.
3, 13) μάς λένε πως ο
Ιωάννης όχι
μονάχα
εβάφτισε τον
Ιησού στον
Ιορδάνη αλλά
και τον
αναγνώρισε για
ανώτερό του και
για Μεσσία. Η
αντίφαση αυτή
είναι
ολοφάνερη (...). Ο
Χρυσόστομος
λέει (...) η
αμφιβολία δεν
ήταν του
Βαφτιστή αλλά
των μαθητών του.
Κι επειδή
κατάλαβε το
τέλος του τους
έστειλε στον
Ιησού για να
μάθουν από τον
ίδιον την
αλήθεια και να
πιστέψουν στη
μεσσιακή
αποστολή του.
Αλλά η
δικαιολογία
του
Χρυσόστομου
ουσιαστικά
είναι ένα
δικολαβικό
τέχνασμα. Ούτε
το πνεύμα ούτε
το γράμμα της
πολύκροτης
περικοπής
ενισχύουν μια
τέτοια έμμεση
ερμηνεία» (Γ.
Κορδάτου, Αρχαίες
θρησκείες και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνη, σ.
247-8)».
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Όχι μόνο
δικολαβικό
τέχνασμα δεν
είναι, αλλά
φαίνεται πολύ
λογική η
εξήγηση του
Χρυσοστόμου. Ο
Ιωάννης,
έχοντας δει τον
Ιησού και
ξέροντας ότι
είναι αβέβαιο
το δικό του
μέλλον στη
φυλακή, στέλνει
τους μαθητές
του να κάνουν
την ερώτηση
αυτή, ώστε να
προσκολληθούν
πλέον στον
Ιησού, αφού η
δική του
αποστολή
ολοκληρωνόταν.
Εμμέσως (μέσω
της ρητορικής
ερώτησης) ο
Ιωάννης
έστελνε τους
μαθητές του
στον Ιησού,
διότι προφανώς,
αν δεν το έκανε
αυτό, με την
εκτέλεσή του
αυτοί θα
διασκορπίζονταν
και δε θα
πίστευαν στον
Χριστό. Πολύ
λογική η
ερμηνεία αυτή,
αφού
αποκαλύπτει το
βαθύτερο νόημα
αυτής της
ρητορικής
ερώτησης, που ο
Γ. Κορδάτος δεν
αντελήφθη.
Ορισμένοι
μαθητές του
Πρόδρομου
είχαν γίνει
αμέσως μαθητές
του Χριστού (Κατά
Ιωάννη 1, 40)
λ')
«Μαθαίνουμε
όμως από τον
Ματθαίο πως
κάθε πρωί τα
μέλη της
οργάνωσης
προσεύχονταν
κι έψελναν
τούτη εδώ την
προσευχή, που
πρέπει να την
προσέξουμε (...) (ΜΘ.
6, 9-13). Πρέπει να
σημειώσουμε
πως τα
χειρόγραφα
είναι
ταραγμένα,
γιατί υπάρχουν
πολλές γραφές.
Αυτό φαίνεται
κι από το
Ευαγγέλιο του
Λουκά (11, 4) όπου
υπάρχει
σημαντική
παραλλαγή του
Πάτερ ημών.
Είναι λοιπόν
φανερό πως
έγιναν και στην
περοσευχή αυτή
μερικές
νοθείες γιατί
το περιεχόμενό
της από το Β
αιώμα και δώθε
δε
συμβιβάζονταν
με τις
αντιλήψεις των
χριστιανών που
πρωτοστατούσαν
μέσα στις
εκκλησίες. (...)
Επειδή όμως
υπήρχαν και
πολλοί οπαδοί
του Ιησού που
ήταν
μικροαγρότες
και
μικρονοικοκυραίοι
καταχρεωμένοι,
παρακαλούσαν
το Θεό να τους
χαρίσει τα χρέη.
Η λέξη
οφειλήματα
σημαίνει χρέη
και δεν έχει
ηθική σημασία,
όπως την
εξηγούν οι
θεολόγοι. Πιο
ύστερα όμως
προστέθηκε και
η φράση «ὡς
καὶ ἡμεῖς
ἀφίεμεν τοῖς
ὀφειλέταις
ἡμῶν».
Η φράση αυτή
είναι νεότερη
προσθήκη για να
δοθεί στην
προσευχή ηθικό
νόημα. Όταν πια
ο
χριστιανισμός
έγινε
συντηρητική
ιδεολογία
χρειάστηκε να
τροποποιήσει
και την
προσευχή αυτή,
για να μη
δείχνει πως
κάποτε ήταν
επαναστατικό
κίνημα» (Γ.
Κορδάτου, Ιησούς
Χριστός και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνης, τ.
α, σ. 287-289).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Παρατηρούμε τα
εξής:
1)
Οι διαφορές
μεταξύ Λουκά
και Ματθαίου
οφείλονται στο
ότι ο πρώτος
δεν ήταν
αυτόπτης
μάρτυρας, ενώ ο
δεύτερος ήταν.
Συνεπώς ο
Λουκάς έγραψε
μια λιγότερο
πιστή παράθεση
των ακριβών
λόγων, ενώ ο
Ματθαίος θα
θυμόταν
καλύτερα και ως
αυτόπτης
μάρτυρας είναι
πιο αξιόπιστος,
δίχως αυτό να
σημαίνει ότι ο
Λουκάς δεν
είναι
αξιόπιστος,
αφού άκουσε από
τους μαθητές
του Ιησού την
διήγηση, αλλά
όσο να ναι ο
Ματθαίος δεν
χρειάστηκε
μεσολαβητή.
Συνεπώς δεν
υπάρχει
αναγκαιότητα
να φανταστούμε
ότι οι διαφορές
μεταξύ Λουκά
και Ματθαίου
οφείλονται στο
ότι γράφτηκε
τον Β αιώνα το
πρώτο απ τα δύο
Ευαγγέλια.
Μπορεί
κάλλιστα να
αποδοθούν στην
αιτία που
προαναφέραμε.
2)
Ο Κορδάτος πάει
να ερμηνεύσει
τη λέξη
οφειλήματα.
Ισχυρίζεται
ότι στο Κατά
Ματθαίον, 6, 12 οι
προσευχόμενοι
ζητούν απ το
Θεό να τους
χαρίσει τα χρέη.
Φυσικά αυτό δεν
έχει καμμία
σχέση με το
πραγματικό
νόημα, το οποίο
είναι ότι ο
προσευχόμενος,
όπως συγχωρεί
τους χρεωστές
του, έτσι ζητά
απ το Θεό να του
συγχωρήσει τα
δικά του
οφελείματα
προς το Θεό.
Φυσικά τα «χρέη»
προς το Θεό δεν
ήταν λεφτά,
αλλά αμαρτίες.
Και θα ήταν
παράλογο να
υποθέσουμε,
όπως ο Κορδάτος,
ότι ο
προσευχόμενος
ζητά απ τον Θεό
να μεσολαβήσει
(ο Θεός) ώστε να
παραγραφούν τα
υλικά χρέη του,
διότι την
παραγραφή των
υλικών χρεών
αυτών θα
μπορούσε να την
κάνει μόνο
αυτός στον
οποίο χρωστούν.
Αυτή η ερμηνεία
ταιριάζει και
με το Πάτερ
ημών του Κατά
Λουκάν, 11, 4, όπου ο
προσευχόμενος
ζητά να του
συγχωρεθούν οι
αμαρτίες, αφού
συγχωρεί τους
οφειλέτες του.
3)
Επομένως η
άποψη ότι το «ὡς
καὶ ἡμεῖς
ἀφίεμεν τοῖς
ὀφειλέταις
ἡμῶν»
του Κατά
Ματθαίον 6, 12
είναι
μεταγενέστερη
προσθήκη, ώστε
να δοθεί στην
προσευχή ηθικό
νόημα, είναι
λανθασμένη,
αφού τα υλικά
χρέη μόνο αυτοί
οι οποίοι τα
απαιτούσαν
μπορούσαν να τα
παραγράψουν (ώστε
με τη σειρά
τους να
συγχωρεθούν απ
το Θεό για τις
αμαρτίες τους).
Δηλαδή η σειρά
και το είδος
διαγραφής ήταν:
«1. συγχωρώ (κι
ενδεχομένως
παραγράφω τα
υλικά χρέη του)
κάποιον, 2. ο Θεός
μου συγχωρεί
τις αμαρτίες»,
κι όχι «1. ζητώ
και περιμένω...
θαυματουργικά
από τον Θεό να
μου παραγράψει
τα υλικά χρέη
μου», όπως λέει ο
Κορδάτος.
’λλωστε δεν
έχει βρεθεί
κανένα
Ευαγγέλιο του
Ματθαίου, στο
οποίο να λείπει
αυτή η φράση. Η
άποψη του
Κορδάτου είναι
αβάσιμη.
4)
Τέλος, εάν οι
της Εκκλησίας
ήταν τόσο
ύπουλοι, ώστε
γινόμενοι
συντηρητική
ιδεολογία μετά
τον 3ο αι. να
πρόσθεταν
φράσεις που θα
εξυπηρετούσαν
τους
συντηρητικούς
στόχους τους,
τότε θα
φρόντιζαν να
εξομοιώσουν
λεκτικώς τις
δύο προσευχές,
ώστε να μην
τους
κατηγορήσει
κανείς ούτε ότι
άλλαξαν τους
κοινωνικούς
στόχους τους
ούτε ότι τα
κείμενά τους
είναι νεότερες
διασκευές. Αν
δηλαδή ήταν
τόσο ύπουλοι,
σίγουρα θα ήταν
και έξυπνοι και
δε θα άφηναν
καμμία υπόνοια
στα Ευαγγέλια
ότι «αρχικώς
εννοούσαν τα
οικονομικά
χρέη που ο Θεός
θα έσβηνε, αλλά
ύστερα
εννοούσαν τις
αμαρτίες που ο
Θεός συγχωρεί».
Κι επειδή οι
της Εκκλησίας
δεν ήταν
περισσότερο
ανόητοι από
τους οπαδούς
της αρνητικής
κριτκής,
μπορούμε να
έχουμε αυτό ως
ακόμη ένα
πειστήριο της
αυθεντικότητας
των Ευαγγελίων
και της
τιμιότητας της
Εκκλησίας.
λα')
«Ο Ιησούς που
έβγαζε
φλογερούς
λόγους ενάντια
στους
πλούσιους που
τόνιζε κάθε
τόσο πως
πλησιάζει η "βασιλεία
του Θεού", ήταν
ρεαλιστής. Αν
έκανε
μεταφυσική οι
λαϊκές μάζες δε
θα τον
ακολουθούσαν
και θα ήταν ο
ευνοούμενος
των
μεγαλουσιάνων.
(...) Όλα αυτά θα
γίνουν σε τούτη
τη ζωή, τόνιζε [ο
Ιησούς]. Οι
θεολόγοι, που
δεν
παραδέχονται
πως ο Ιησούς
ήταν
κοινωνικός
ηγέτης αλλά
πραγματικός
Μεσσίας και "υιός
του Θεού", άρα
ενδιαφέρθηκε
για τα
μεταφυσικά
προβλήματα κι
όχι για την
καλυτέρευση
κοινωνική,
πολιτική και
οικονομική
των λαϊκών
μαζών της
Παλαιστίνης,
λένε πως όταν
έκανε λόγο για
τους πτωχούς
δεν εννοούσε
την υλική
υπόστασή τους
μα την ηθική! (...)
’ρα η "βασιλεία
του Θεού" δεν
είναι τίποτ
άλλο παρά το
λαϊκό Κράτος
στο οποίο θα
ευφραίνονται
οι πρώην φτωχοί»
(Γ. Κορδάτου, Ιησούς
Χριστός και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνης, τ.
α, σ. 302-303).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Τέτοιος
μανιχαϊστικός
δυισμός (είτε ο
Χριστός θα
ενδιαφερόταν
μόνο για τη
μεταφυσική
είτε μόνο για
την υλική
ευημερία) δεν
υπάρχει
πουθενά στη
σκέψη του
Χριστιανισμού,
την οποία
παρερμήνευσε ο
Κορδάτος και
άλλοι. Συνεπώς,
ο Χριστός στο
κήρυγμά του δεν
απέκλειε την «μεταφυσική»
από την
κοινωνική
πρακτική, αλλά
τα συνδύαζε.
Βέβαια ο
Κορδάτος (1891-1961)
λέγοντας
μεταφυσική
είχε κατά νου
το δυτικό
σχολαστικισμό
των Παπικών.
Ωστόσο, επειδή
αγνοεί ότι ο
Χριστιανισμός,
δηλαδή η
Ορθοδοξία δεν
δέχτηκε ποτέ
την πλατωνική
δυιαρχική
αντίληψη «σώμα-πνεύμα»,
αλλά νοιάζεται
και για τα δύο,
αφού σε
αντίθεση με τον
πλατωνισμό
θεωρεί άνθρωπο
το συνδυασμό
σώματος-ψυχής,
είναι λογικό να
υποπίπτει σε
τέτοιες
σφαλερές
απόψεις περί
χριστιανικής
μεταφυσικής.
Νόμιζε δηλαδή
ότι ο
Χριστιανισμός
ενδιαφέρεται
μόνο για το «πνεύμα»
μεταθανάτια κι
όχι για την ύλη.
Κάτι τέτοιο
βέβαια μόνο
χριστιανικό
δεν είναι, αλλά
ήταν τέτοιες οι
κοινωνικοϊδεολογικές
συνθήκες στην
εποχή του
Κορδάτου κι ο
ίδιος ήταν τόσο
προκατειλημμένος
υλιστής, ώστε
αυτός
αδυνατούσε να
συλλάβει τον
Ορθόδοξο λόγο
για τον άνθρωπο.
Οι μάζες πάλι,
φυσικά τον
ακολουθούσαν
γιατί έβλεπαν
να
εκπληρώνονται
τα θαύματα που
προέλεγαν οι
προφήτες. Αν
ήταν απλός
θαυματοποιός-τροφοδότης
ο Ιησούς, δεν θα
έκανε
κηρύγματα, αλλά
θα αρκούνταν
στον
επισιτισμό των
οπαδών του.
Υπό αυτό το
πρίσμα
κατανοείται
πλήρως η
αντίθεση του
Κορδάτου στην
άποψη περί «μεταφυσικής
διδασκαλίας»
του Ιησού και
πόσο
λανθασμένη
είναι αυτή.
Βέβαια, πουθενά
ο Ιησούς δεν
λέει στα
Ευαγγέλια ότι «όλα
αυτά θα γίνουν
σε τούτη τη ζωή»,
όπως
ισχυρίζεται ο
Κορδάτος. Αυτά (π.χ.
τα περί λαϊκού
Κράτους) ήταν
προβολή των
δικών του
ιδεολογικών
απόψεων στη
σκέψη του Ιησού˙
τόσο αφελές όσο
λ.χ. το να
ερμηνεύαμε τον
Κομφούκιο
βάσει του
Καρτέσιου ή του
Καντ.
λβ')
«Μερικοί όμως
από τους
οπαδούς του την
τελευταία
στιγμή
δείλιασαν, (...) κι
έτσι δίστασαν
και
τραβήχτηκαν.
Έβλεπαν πως
αυτά που
ζητούσε ο
Ιησούς δεν ήταν
εύκολο να
γίνουν. Έπρεπε
να χυθεί πολύ
αίμα. Ύστερα
ήξεραν και τι
τέλος είχαν και
τα πρωτικά
επαναστατικά
κινήματα
γιαυτό δεν
ακολούθησαν
τον Ιησού και
αποτραβήχτηκαν
την τελευταία
στιγμή. Αυτή
τους η πράξη
ήταν το πρώτο
ρήγμα. Ο πρώτος
κλονισμός. (...) (ΙΩ. 6,
59-67). Έτσι
σημειώθηκε το
πρώτο κρούσμα
απειθαρχίας
και εκδηλώθηκε
η πρώτη
διάσπαση. Ο
διασκευαστής
του δ
Ευαγγελίου
τοποθετεί το
επεισόδιο αυτό
στην
Καπερναούμ.
Ειναι φανερό
όμως πως, όπως
και άλλα
περιστατικά,
έτσι κι αυτό
μετατοπίστηκε
και
προχρονολογήθηκε
για να χάσει το
επαναστατικό
περιεχόμενο η
ομιλία του
Ιησού και να μη
φαίνεται ότι
ειπώθηκε στις
παραμονές της
επανάστασής
του» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς
Χριστός και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνης, τ.
α, σ. 343-324).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Φυσικά, ο
Κορδάτος για να
δικαιολογήσει
την ερμηνεία
του, ήταν
συνεχώς
αναγκασμένος
να λέει ότι το
τάδε εδάφιο
είναι πλαστό,
ότι το δείνα
εδάφιο είναι
προχρονολογημένο,
ότι το άλλο
είναι
συρραμένο κ.ο.κ.
Όμως έχουμε
αποδείξει ότι
κάτι τέτοιο,
ειδικά στην
κλίμακα που το
θέλει να
υπάρχει ο
Κορδάτος (αφού
είναι «άπειρα»
τα εδάφια στα
οποία
διαπράττει
αυτό το ατόπημα),
είναι αδύνατο
να συνέβη.
Έχουν βρεθεί
τόσοι και τόσοι
πάπυροι κι όμως
ούτε ένας δεν
είναι
γραμμένος όπως
θα ήθελαν οι
οπαδοί της
αρνητικής
κριτικής.
Φυσικά, και
ένας μόνο
τέτοιος να
βρισκότανε, θα
έκαναν γιορτές
επί χρόνια και
αιώνες οι
αντιχριστιανοί.
Ωστόσο άδικα
σπαν τα κεφάλια
τους. Και γι
αυτό οι
εικασίες αυτές
μόνο στα μυαλά
τους είναι «βεβαιότητες».
Αν δούμε τώρα
το εδάφιο αυτό
καθεαυτό, ο
Χριστός λέει
στους μαθητές
του (Κατά
Ιωάννην 6, 54 κ.ε.): «Εκείνος
που τρώγει την
σάρκα μου και
πίνει το αίμα
μου έχει ζωήν
αιώνιον και εγώ
θα τον αναστήσω
την έσχατον
ημέραν. Διότι η
σάρκα μου είναι
αληθινή τροφή
και το αίμα μου
αληθινόν ποτόν.
Εκείνος που
τρώγει την
σάρκα μου και
πίνει το αίμα
μου μένει μέσα
μου και εγώ
μέσα τους (...)». Και
μετά (Κατά
Ιωάννην 6, 60-66): «Πολλοί
από τους
μαθητάς του,
όταν τα άκουσαν,
είπαν, "Είναι
σκληρός ο λόγος
αυτός˙ ποιος
μπορεί να τον
ακούη;". Ο
Ιησούς ήξερε
εσωτερικώς ότι
γογγύζουν γι
αυτό οι μαθηταί
του και τους
είπε, (...). Γι αυτόν
τον λόγον
πολλοί από τους
μαθητάς του
έφυγαν και δεν
επήγαιναν
πλέον μαζί του».
Καμμία σχέση με
επανάσταση δεν
έχουμε εδώ. Ο
Χριστός έλεγε
στους μαθητές
του σχετικά με
την μετάληψη,
κι όχι για
επανάσταση.
Αυτοί, επειδή η
ιδέα του
πράγματος
αυτού δεν τους
άρεσε, είτε
επειδή δεν
κατάλαβαν τι
εννοούσε ο
Χριστός και το
θεώρησαν σαν
ανθρωποφαγία,
σηκώθηκαν κι
έφυγαν. Πολύ
λογικότερο
είναι να
δεχτούμε ότι το
εδάφιο
βρίσκεται στη
θέση όπου
βρισκόταν, παρά
να υποθέσουμε,
δίχως
αποδείξεις, ότι
ήταν στο τέλος.
λγ')
«Τα Ευαγγέλια
κάνουν λόγο για
την μεγάλη
υποδοχή που
έκανε ο λαός
της Ιερουσαλήμ
στον Ιησού.
Μπήκε, λένε,
στην
πρωτεύουσα
καβάλα σ ένα
γαϊδούρι και
τον
ακολουθούσε
κόσμος πολύς,
ενώ άλλοι από
την Ιερουσαλήμ
τον
υποδέχονταν με
φοινικόκλαδα
φωνάζοντας (..) (ΜΘ.
21. 9, ΜΡ. 11. 9-10, ΛΚ. 19. 38, ΙΩ. 12. 12-13).
Η ιστορία αυτή
είναι πλαστή.
Είναι κατοπινή
προσθήκη γιατί
στο βιβλίο του
Ζαχαρία ήταν
γραμμένο: "Ιδού
ο βασιλέας σου
έρχεται κοντά
σου καθισμένος
πάνω σε
γαϊδούρι και
πάνω σε πουλάρι"
(Ζχ. 9, 9). Στο
Ευαγγέλιο
μάλιστα του
Ματθαίου (21, 7)
παρουσιάζεται
ο Ιησούς να
κάθεται πάνω
και στα δυο
ζωντανά και στη
γαϊδούρα και
στο πουλάρι της!!
Αντιγράφοντας
οι
Ευαγγελιστές
κατά λέξη τις
αρχαίες
ιουδαϊκές
παραδόσεις,
αδιαφορούσαν
αν έβγαινε
νόημα κι αν τα
γραφόμενά τους
ήταν ανόητα. (...)
Ήταν όμως
δυνατό να μπει
ο Ιησούς στην
Ιερουσαλήμ με
τέτοια παράτα
και να φωνάζουν
μάλιστα οι
οπαδοί του "σώσε
μας, γιε του
Δαβίδ,
ευλογημένος (ο
βασιλιάς μας)
που είναι
απεσταλμένος
από τον Γιαχβέ;"
(...) Ο Ιησούς μπήκε
στην
Ιερουσαλήμ σαν
συνωμότης. Πήγε
δηλαδή κρυφά. (...)
Η κοινή λογική
μάς πείθει πως
καμιά παράτα
και διαδήλωση
δεν έγινε˙ ούτε
ζητοκραυγές
ακούστηκαν,
ούτε η γαϊδούρα
του προφήτη
Ζαχαρία και το
πουλάρι της
πήραν μέρος
στην τελετή.
Στο Ευαγγέλιο
του Ιωάννη (12, 16)
διαβάζουμε
πως "η τέτοια
τελετή ήταν
ακατανόητη
στους μαθητές
του και μόνο
ύστερα από
μακρό, όταν
δοξάστηκε ο
Ιησούς,
κατάλαβαν πως ό,τι
έγινε, έγινε
σύμφωνα με την
Παλαιά Γραφή".
Αυτό είναι μια
πρόχειρη
δικαιολογία
που δείχνει πως
από τότε πολλοί
απορούσαν για
το φέρσιμο αυτό
του Ιησού.
Εξάλλου ο
Ευαγγελιστής
Ιωάννης μαζί με
άλλα μάς
πληροφορεί πως:
Ὡς
ἀνέβησαν οἱ
ἀδελφοὶ αὐτοῦ
εἰς
Ἱεροςόλυμα,
τότε καὶ αὐτὸς
ἀνέβη εἰς τὴν
ἑορτήν, οὐ
φανερῶς, ἀλλ
ὡς ἐν κρυπτῷ (ΙΩ.
7, 10). (...) Αυτά (ΙΩ. 7, 11-13)
δεν έγιναν σε
άλλη εποχή,
όπως μπορεί να
νομίσει κανείς
διαβάζοντας το
Ευαγγέλιο του
Ιωάννη, μα τον
καιρό που
ξέσπασε το
κίνημα. Αν στα
Ευαγγέλια
μπερδεύονται
οι εποχές και
οι χρονολογίες
και
παραμορφώνεται
το κήρυγμα του
Ιησού, αυτό
γίνεται
σκόπιμα για να
παρουσιάζεται
ο
χριστιανισμός
σα μια
ειρηνιστική
διδασκαλία.
Γιαυτό αν
θέλουμε να
καταστρώσουμε
ένα πλάνο με
βάση όλα όσα
γράφουν τα
Ευαγγέλια,
πλάνο που να
μας δείχνει την
επαναστατική
δράση του Ιησού,
θα πελαγώσουμε.
Μόνο αν
καθαρίσουμε,
όπως είπαμε,
την ευαγγελική
παράδοση από
τις νοθείες και
τις προσθήκες,
θα μπορέσουμε
να βρούμε τα
ιστορικά τους
στοιχεία» (Γ.
Κορδάτου, Ιησούς
Χριστός και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνης, τ.
α, σ. 328-330).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
στην
προτελευταία
φράση του
Κορδάτου
φαίνεται
ξεκάθαρα η
ομολογία της
αρνητικής
κριτικής: αν
δεν
διαστρεβλώσει
το κείμενο, δεν
μπορεί να
αποδείξει τις
απόψεις τις.
Δηλαδή, έχοντας
ως προϋπόθεση
κάποια
προκατάληψη (ο
Κορδάτος ότι ο
Ιησούς ήταν
κοινωνικός
επαναστάτης˙
οι
εθνικοπαγανιστές
ότι ο Ιησούς
ήταν
εθνικιστής
Εβραίος), αντί
να συμβαδίσουν
με τα Ευαγγέλια,
τα αρνούνται,
κατασκευάζουν
πλαστά
Ευαγγέλια
κατουσίαν, κι
έτσι «αποδεικνύουν»
ότι ο Χριστός
ήταν
κοινωνικός ή
εθνικιστής
επαναστάτης.
Το επιχείρημα
ότι σκόπιμα
μπερδεύτηκαν
οι ημερομηνίες,
εκτός του ότι
θα έβαζε σε
μεγάλο μπελά
έναν πιθανό
διασκευαστή να
συνταιριάξει
τα επεισόδια,
κι εκτός απ τα
Ευαγγέλια που
θα παρέμεναν
απαράλλαχτα
αλλά κανένας
οπαδός της
αρνητικής
κριτικής δεν
ανακάλυψε
κανένα τέτοιο,
ούτε εντός ούτε
εκτός Ιουδαίας
είναι αβάσιμο
και για έναν
άλλο λόγο. Αυτή
η διασκευσή «επί
το
ειρηνιστικότερο»,
δεν μπορούσε να
γίνει σε μια
εποχή που οι
Χριστιανοί
κυνηγούνταν
από τους
Ειδωλολάτρες,
γιατί τότε δεν
είχαν καιρό για
κάτι τέτοιο.
Μόνο όταν
βασίλευε ο
Κωνσταντίνος Α
θα ήταν δυνατή
τέτοιου
μεγέθους
διασκευή μόνο
που τότε θα την
πρόσεχαν όλοι
και δε θα
πέρναγε
απαρατήρητη.
’λλωστε ο
Κέλσος, για
παράδειγμα, θα
ανέφερε τέτοια
διασκευή και ο
Πορφύριος. Θα
έλεγαν δηλαδή
ότι αλλιώς ήταν
αρχικά λ.χ. το
Ευαγγέλιο του
Ιωάννη κι
αλλιώς
διασκευάστηκε
αργότερα. Αντί
για τέτοιες
υποθέσεις, οι
οποίες είναι
περίπλοκες και
αναπόδεικτες,
είναι
λογικότερο να
δεχτούμε τη
σειρά των
ιστορικών
γεγονότων, όπως
μας τη δίνουν
οι
Ευαγγελιστές,
αφού αυτή
απαιτεί τις
λιγότερες «συνωμοσιολογίες»
και τα λιγότερα
εμπόδια.
Με την ίδια
λογική, αντί να
βιάζονται τόσο
πολύ τα κείμενα,
ώστε
προκειμένου να
βγει
επαναστάτης ο
Ιησούς, πρέπει
να πάει πίσω
ένα ολόκληρο
εδάφιο, και να
εφευρεθεί ένα
άλλο, είναι
λογικότερο να
απορρίψουμε τη
θεωρία ότι ήταν
σώνει και καλά
ο Ιησούς
κοινωνικός
επαναστάτης.
Υπάρχουν ένα
σωρό άλλα
εδάφια που μόνο
κάτι τέτοιο δεν
φανερώνουν.
Όσο
για το πάνω σε
ποιο ζώο,
γαϊδούρι ή
πουλάρι,
ανέβηκε ο
Ιησούς, αυτά
είναι
μικρολεπτομέριες.
Θα μπορούσε στο
ένα ζώο να
κάθεται και στο
άλλο να έχουν
αφήσει τα
πράγματά του οι
μαθητές του. Το
γεγονός ότι
φάνηκε
ακατανόητο
εκείνη τη
στιγμή στους
μαθητές του, η
υποδοχή του
Χριστού στα
Ιεροσόλυμα, δεν
είναι πρόχειρη
δικαιολογία,
ίσα-ίσα δείχνει
ότι καμμία ιδέα
για βίαιη
επανάσταση δεν
είχαν οι
μαθητές του.
Βέβαια, έτσι
που διαστρέφει
όπως θέλει η
αρνητική
κριτική τα
Ευαγγέλια
χωρίς
αποδείξεις ότι
κάποτε ήταν
γραμμένα
αλλιώς στο
τέλος είναι
ικανή να
ισχυριστεί ότι
το μισό
περιεχόμενο
έκαστου είναι...
μεταγενέστερο.
Τώρα πώς έγινε
αυτό, και πώς
τόσοι άνθρωποι
δεν το
κατάλαβαν (δηλαδή
ήταν ηλίθιοι),
αυτό δεν το
εξηγεί κανείς (έξυπνος).
’λλωστε ο
Λουκάς
αναφέρει (Λκ. 19, 37-40)
ότι οι μαθητές
του
ζητωκραύγαζαν.
Οι άλλοι
Ευαγγελιστές
αναφέρουν ότι
ήταν ο λαός,
οπότε θα πρέπει
να
συμπεράνουμε
ότι κυρίως τον
υποδέχτηκαν οι
μαθητές του και
έδιναν το
σύνθημα˙ κι
όσος λαός ήταν
εκεί στην πύλη,
συμμετείχε.
Διόλου
παράξενο οι
μαθητές να
έλεγαν τέτοια
πράγματα.
Τέλος,
αναφορικά με το
ψυχολογίστικο
επιχείρημα ότι
«πρόσθεσαν την
προφητεία του
Ζαχαρία, ώστε
να αποδείξουν
ότι ο Ιησούς
ήταν ο Μεσσίας»,
τέτοιου είδους
επιχειρήματα
είναι
αναπόδεικτα,
δεν προσφέρουν
τίποτε. Φυσικά
έχει σημασία αν
έγινε ή αν δεν
έγινε έτσι.
Αλλά αν
νομίζουν
κάποιοι ότι
λέγοντας αυτό
το επιχείρημα,
ταυτόχρονα το
αποδεικνύουν,
κάνουν λάθος.
Κι επειδή δεν
αποδεικνύουν
τα
επιχειρήματα
τύπου «μπορεί
να έγινε έτσι...» (ούτε
μπορούν να
φέρουν ένα
Ευαγγέλιο που
να μην έχει
τέτοιο εδάφιο ή
κάποιον που να
μη κάνει μνεία
στο γεγονός
αυτό), καλύτερα
είναι να μην
παρουσιάζονται
ως «αποδείξεις».
λδ')
«Όποιος
διαβάζει
επιπόλαια κι
απρόσεχτα τα
παραπάνω
κείμενα [σημείωση:
το ΜΡ. 15, 7], θα
νομίσει πως
πρόκειται για
κάποια στάση
χωρίς σημασία
και πως ο
Βαραββάς ήταν
ένας κοινός
εγκληματίας.
Δεν είναι όμως
έτσι. Η στάση
για την οποία
γίνεται λόγος
είναι η
επανάσταση του
Ιησού. (...) Το ότι
έγινε μάχη μας
το λέει το
Ευαγγέλιο του
Λουκά κάπως
σκεπασμένα [ΛΚ. 13,
1]» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς
Χριστός και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνης, τ.
α, σ. 343-344).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
το Κατά Λουκάν 13,
1-5 είναι εντελώς
άσχετα με τον
Βαραββά και την
εποχή λίγο πριν
συλληφθεί ο
Χριστός. Η
εποχή που
συμβαίνει αυτό
είναι ακόμη
στην αρχή του
Ευαγγελίου, και
το σκηνικό της
διαμάχης
μεταξύ Πιλάτου
και κάποιων
Γαλιλαίων
είναι εντελώς
άσχετο με την
κατάρρευση του
πύργου του
Σιλωάμ, η οποία
δεν οφείλεται
ασφαλώς σε
πολιορκία των
υπερασπιστών
του από τους
Ρωμαίους, αφού
η κατάρρευση
σκότωσε
εκείνους τους
Εβραίους στους
οποίους έπεσε,
δηλαδή στους
απέξω Εβραίους.
Ο Κορδάτος κι
εδώ
αντιγράφοντας
όπως να ναι
τους ξένους,
μεταφέρει
εδάφια, συγχέει
γεγονότα,
κακοδιαβάζει
χωρία, και
επιτέλους
βγάζει το
συμπέρασμα ότι
ο Βαραββάς ήταν
συνεπαναστάτης
του Ιησού κι
ότι «σκεπασμένα»
τα Ευαγγέλια
μάς μιλούν για
επανάσταση. Αν
ήταν τέτοιος,
βέβαια, ο
Πιλάτος θα τον
καταδίκαζε κι
εκείνον, αφού
θα ήταν πιστός
του Ιησού. Δε θα
άφηνε στο
πλήθος να
διαλέξει, και
φυσικά, το
πλήθος (οι
άνθρωποι των
Φαρισαίων) δεν
θα διάλεγαν,
αλλά θα τους
καταδίκαζαν
και τους δύο.
λε')
«Τα Ευαγγέλια
και στο σημείο
αυτό τα λένε
πολύ
μπερδεμένα. Οι
νεότερες
διασκευές
νόθεψαν την
ιστορική
αλήθεια και
παρουσίαζαν
τους Ιουδαίους
να πιάνουν τον
Ιησού χωρίς
αιτία, να τον
διαπομπεύουν,
να τον
κατηγορούν και
να τον
καταδικάζουν
σε θάνατο, αν
και ήταν αθώος» (Γ.
Κορδάτου, Ιησούς
Χριστός και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνης, τ.
α, σ. 349).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Όχι δίχως αιτία
οι Ιουδαίοι
έπιασαν τον
Ιησού. Είχαν
πάρει απόφαση
ότι αξίζει να
θανατωθεί παρά
να παρασύρει
τον κόσμο σε
ανεγξέλεκτες
καταστάσεις.
Επίσης είχαν
κάποια
ψευδοεξουσία,
όπως κι ο
Κορδάτος
παραδέχεται,
κάποια
αυτονομία, και
μπορούσαν να
δικάζουν, για
θέματα
μωσαϊκού νόμου,
τους
συμπατριώτες
τους. Δεν ήταν,
λοιπόν αθώος
στα μάτια των
Φαρισαίον ο
Ιησούς, αφού
διακήρυξε ότι
είναι ο Μεσσίας,
τόσο πριν όσο
και μετά τη
σύλληψή του,
και μάλιστα στο
κήρυγμά του
πολλές φορές
καταφερόταν
εναντίον
Φαρισαίων και
Γραμματέων. Δεν
χρειάζεται να
έχει κάνει
κίνημα, βίαιη
επανάσταση και
τα λοιπά, για να
τον μισούν οι
Ιουδαίοι. Η
κρίση για
πολιτικά
εγκλήματα
ανήκε στον
Πιλάτο και τους
Ρωμαίους και γι
αυτό οι
Φαρισαίοι
προσπάθησαν να
συκοφαντήσουν
τον Ιησού ως
κοσμικό
επαναστάτη,
αλλά ο Πιλάτος
δεν δέχτηκε την
κατηγορία αυτή.
Οι Ιουδαίοι
ωστόσο είχαν
την εξουσία να
θανατώσουν
κάποιον για
παραβίαση του
μωσαϊκού νόμου.
Μπορεί
βέβαια, επειδή
οι Φαρισαίοι
και οι
Γραμματείς
φαντάζονταν το
Μεσσία ως
εθνικιστή
ηγέτη, να
πίστευαν ότι ο
Ιησούς θα
κήρυττε βίαιη
επανάσταση. Σ
αυτήν την
περίπτωση τον
συνέλαβαν
προληπτικά,
αλλά είχαν
δικαιολογία το
ότι αποκαλούσε
τον εαυτό του
Θεό και Μεσσία,
δηλαδή ότι
σύμφωνα μ
αυτούς
βλασφημούσε.
λστ')
«Στο δ
Ευαγγέλιο πάλι
το ιστορικό της
δίκης είναι
κάπως
διαφορετικό: Ο
συντάχτης του
Κατά Ιωάννην
Ευαγγελίου μάς
πληροφορεί ότι
ο Ιησούς
οδηγήθηκε στην
αρχή στον
αρχιερέα ’ννα.
Αυτός τον
έστειλε δεμένο
στον πεθερό του
Καϊάφα (...).
Παρατηρούμε
ακόμα ότι στο δ
Ευαγγέλιο δε
γίνεται
καθόλου λόγος
για το Συνέδριο
της ιουδαϊκής
αριστοκρατίας.
Φανερό λοιπόν
είναι ότι το
πρωταρχικό
Ευαγγέλιο, που
είχε όλες τις
λεπτομέρειες
της δίκης,
διασκευάστηκε
για να μην
παρουσιάζεται
ο Ιησούς σαν
κοινωνικός
επαναστάτης κι
έγιναν
προσθήκες ώστε
να πέφτει όλο
το βάρος της
καταδίκης όχι
στον Πιλάτο
αλλά στην
ιουδαϊκή
αριστοκρατία» (Γ.
Κορδάτου, Ιησούς
Χριστός και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνης, τ.
α, σ. 355-6).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Κατ αρχήν, για
το θέμα ’ννας-Καϊάφας,
οι τρεις πρώτοι
Ευαγγελιστές
δεν αναφέρουν
τον ’ννα, και
μόνο ο Ματθαίος
αναφέρει το
Καϊάφα. Αλλά
δεν υπάρχει
αντίφαση. Δεν
λέει ο Ιωάννης
ότι πήγαν τον
Ιησού πρώτα στο
σπίτι του ’ννα
και μετά στο
σπίτι του
Καϊάφα. Στο
σπίτι του
Καϊάφα τον
πήγαν, απλώς
πρώτα τον
εξέτασε ο ένας
και ύστερα ο
άλλος.
Στο
«δ Ευαγγέλιο»
έχουμε αναφορά
σε «συνέδριο»
της ιουδαϊκής
αριστοκρατίας.
Είναι στο Κατά
Ιωάννην 18, 13-28. Δεν
υπάρχει
διαφορά μεταξύ
των Συνοπτικών
και του Κατά
Ιωάννην. Απλώς
το τελευταίο
Ευαγγέλιο
επικεντρώνεται
στα λόγια του
αρχιερέα, ενώ
τα άλλα κάνουν
λόγο και για
άρχοντες και
πρεσβύτερους
του λαού. Είναι
απλοϊκό να
πιστέψουμε ότι
ο Ιωάννης
εννοεί πως
συνομιλούσαν
μόνοι ο
αρχιερέας και ο
Ιησούς. Θα
υπήρχαν κι
άλλοι στο σπίτι
του Καϊάφα, γι
αυτό και στο 18, 28
το κείμενο λέει
ἄγουσιν
οὖν τὸν Ἰησοῦν
ἀπὸ τοῦ Καϊάφα,
δηλαδή μιλά για
πολλούς, ενώ
στο 18, 24 ἀπέστειλεν
αὐτὸν ὁ Ἄννας
δεδεμένον
πρὸς Καϊάφαν
τὸν ἀρχιερέρα.
Στο κάτω-κάτω, ο
Ιωάννης
γνώριζε την
ύπαρξη των
άλλων
Ευαγγελίων,
αλλά ήταν και
εντός του
σπιτιού του
Καϊάφα εξαρχής
μπήκε μαζί με
τον Χριστό
όπότε τα ήξερε
καλύτερα˙ και
δεν τίθεται
θέμα «ο ένας τα
λέει έτσι κι ο
άλλος αλλιώς».
Αυτό θα ετίθετο
μόνο αν
υποστήριζε
κανείς ότι με
υπερφυσικό
όραμα
πληροφορήθηκαν
οι
Ευαγγελιστές
τα γεγονότα
μετά τη σύλληψη.
Δηλαδή, η
θεοπνευστία
δεν καταργεί
την προσωπική
οπτική. Δεν
μετατρέπει σε
μέντιουμ που «όλα
λεν το ίδιο»
τους
θεόπνευστους,
αφού είναι
φανερό ότι
αλλού ήταν ο
ένας αλλού ο
άλλος σε
διαφορετικές
στιγμές.
λζ')
«Αν πάλι είναι
γνωστό πως οι
φίλοι και οι
μπράβοι της
ιουδαϊκής
αριστοκρατίας
και του
ιουδαϊκού
ιερατείου
φώναζαν σε
οχλοκρατικές
εκδηλώσεις «σταύρωσον,
σταύρωσον» τον
Ιησού, αυτό
σημαίνει ότι ο
Ναζωραίος ήταν
αρχηγός στάσης,
γιατί με τη
σταύρωση
συνηθίζονταν
εκείνο τον
καιρό να
τιμωρούν όλους
εκείνους που
οργάνωναν
αναρσίες και
σήκωναν το λαό
ενάντια στην
άρχουσα τάξη. (...)
Ο Πιλάτος ήταν
όχι μόνο
πεισματάρης μα
και δε χώνευε
καθόλου τους
Ιουδαίους και
αφορμή γύρευε
να τους
ταπεινώσει. (...)
Έπειτα με όσα
ιστορούν τα
Ευαγγέλια
βγαίνει πως ο
Ιησούς δε
δικάστηκε ούτε
σύμφωνα με το
ιουδαϊκό
δίκαιο ούτε με
το ρωμαϊκό, μα
σύμφωνα με το
δίκαιο του
όχλου! (...) αφού
τον Ιησού τον
καταδίκασαν οι
Ιουδαίοι, που
σύμφωνα με όσα
λένε οι
Ευαγγελιστές
πριν από μια
μέρα τον
υποδέχτηκαν σα
βασιλέα, γιατί
ο Πιλάτος τον
διαπόμπευσε
και οι ρωμαίοι
στρατιώτες τον
έδειραν και τον
κακομεταχειρίστηκαν
χλευάζοντάς
τον και
θυμίζοντάς του
πως ήταν ο "βασιλεύς
των Ιουδαίων";
Αν πραγματικά ο
Πιλάτος
έβρισκε πως ο
Ιησούς ήταν
θύμα του
ιουδαϊκού
όχλου, πώς
επέτρεψε να
μπει η
τρίγλωσση
φράση "Ιησούς
Ναζωραίος
Βασιλεύς
Ιουδαίων"; Μια
απάντηση
χωράει: ο
Ιησούς
κατηγορήθηκε
και
καταδικάστηκε
σαν ένοχος
εσχάτης
προδοσίας
γιαυτό και οι
Ρωμαίοι τον
έδειραν, τον
χλεύσασαν, τον
διαπόμπευσαν,
τον σταύρωσαν. (...)
Η μεγάλη
τρομοκρατία
που άρχισε
ενάντια στους
Ιουδαίους
ύστερα από την
αποτυχία της
εθνικής τους
επανάστασης
ανάγκασε τους
χριστιανούς να
λένε και να
διαδίδουν πως ο
Ιησούς δεν ήταν
στασιαστής μα
εχτρός των
Φαρισαίων και
Γραμματέων, και
πως αυτοί με
την οχλοκρατία
τους και τις
ψευδομαρτυρίες
τους εκβιάσανε
τον Πιλάτο να
τον
καταδικάσει σε
θάνατο» (Γ.
Κορδάτου, Ιησούς
Χριστός και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνης, τ.
α, σ. 358-361).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: η σταύρωση
ήταν
ατιμωτικός
θάνατος. Δεν
διάλεξαν ούτε
οι μπράβοι ούτε
το ιουδαϊκό
ιερατείο τον
τρόπο αυτό
εκτέλεσης. Ήταν
ρωμαϊκή
τιμωρία. Απ τη
στιγμή που ήταν
ο Πιλάτος αυτός
που θα
αποφάσιζε να
αθωώσει ή να
εκτελέσει τον
Ιησού, απ τη
στιγμή που ήταν
ο Πιλάτος αυτός
που έθεσε το
δίλημμα
Βαραββάς ή
Ιησούς, οι του
ιουδαϊκού
ιερατείου
απλώς δέχτηκαν
να εκτελεστεί,
όπως-όπως, ο
Ιησούς.
Το ότι ο
Πιλάτος γύρευε
αφορμή να
ταπεινώσει
τους Ιουδαίους
δε σήμαινε ότι
μπορούσε να
πάει πέρα απ τα
όρια. Κι αυτά τα
όρια τα είχε
ξεπεράσει με
την
αλλοπρόσαλλη
γενικά
πολιτική του,
όσο διάστημα
ήταν
κυβερνήτης της
Ιουδαίας,
εξοργίζοντας (π.χ.
είχε δοκιμάσει
να τοποθετήσει
αγάλματα στο
Ναό και οι
Ιουδαίοι
απείλησαν με
επανάσταση,
οπότε αυτός
έκανε πίσω). Θα
σκέφτηκε ότι (μη
κάνοντας το
χατήρι στους
Ιουδαίους κι
έτσι
προσθέτοντας
ένα ακόμη
σημείο
αγανάκτησής
τους) μια
επανάσταση των
Ιουδαίων δε θα
τον συνέφερε,
αφού ίσως να
έχανε τη θέση
του ή τη ζωή του.
’λλωστε οι
Ιουδαίοι τον
απείλησαν
εμμέσως ότι θα
τον καταδόσουν
στον
Αυτοκράτορα: «Εάν
απολύσης αυτόν,
δεν είσαι φίλος
του Καίσαρος.
Όποιος κάνει
τον εαυτό του
βασιλέα
αντιτίθεται
προς τον
Καίσαρα» (Κατά
Ιωάννην 19, 12). ’ρα
δεν πείστηκε ο
Πιλάτος ότι
ήταν
στασιαστής ο
Ιησούς ούτε ότι
εμπόδιζε
κανέναν να
πληρώνει
φόρους στον
Καίσαρα (Κατά
Λουκάν 23, 2-5). Οι
προσωπικές του
απόψεις ήταν
ότι ο Ιησούς
είναι αθώος˙ κι
επιπλέον, ως
πολυθεϊστής
ίσως σκέφτηκε
ότι έχει να
κάνει με κανένα
μάγο ή
επικίνδυνο
θαυματουργό (γι
αυτό όλο ήθελε
να τον αθωώσει).
Απλώς δεν ήθελε
άλλες
σκοτούρες με
τους Εβραίους
κι επιπλέον
φοβόταν την
απειλή τους.
Διόλου δεν
συνεπάγονται
αυτά πως ο
Πιλάτος ήταν
νερόβραστος
και λιπόψυχος,
όπως θεωρεί ο
Κορδάτος την «φιλική
προς τον Ιησού»
στάση του στα
Ευαγγέλια. Δεν
ήταν ανίδεος
της κατάστασης
και της
περιοχής που
κυβερνούσε ο
Πιλάτος, γι
αυτό άλλοτε
δεχόταν τις
απόψεις των
Ιουδαίων κι
άλλοτε
συγκρούονταν
μαζί τους. Κι
αυτό το έκανε
ανάλογα με τον
κίνδυνο που
ένοιωθε. Αλλά
αυτή η τελική
στάση του (να
ενδώσει στο
αίτημα για
θανάτωση του
Ιησού) σημαίνει
ότι
υπερκεράστηκε
η προσωπική
άποψη περί
αθωότητας του
Ιησού από το
γνώμονα της
πολιτικής
επιβίωσης.
Αυτά βέβαια
δεν πλάστηκαν
αργότερα, μετά
το 70, για να
εκδικηθούν οι
Χριστιανοί
τους Ιουδαίους
ή για να
αποστασιοποιηθούν
από αυτούς ώστε
να μην
συντιμωρηθούν.
Καμμία «φιλορωμαϊκότητα»
δεν δείχνει το
πορτραίτο του
Πιλάτου. Ο
Ιησούς στο Κατά
Ιωάννη 19, 11 λέει
στον Πιλάτο: «εκείνος
που με παρέδωκε
σ εσέ έχει
μεγαλύτερην
αμαρτίαν». Δεν
του είπε «δεν
έχεις αμαρτία,
είσαι αθώος»,
αλλά «έχεις
μικρότερη
αμαρτία». Το 70
άλλωστε ο
Παύλος είχε ήδη
θανατωθεί, είχε
ήδη διαδόσει το
Χριστιανισμό
στους εθνικούς,
είχαν ήδη
αποστασιοποιηθεί
οι Χριστιανοί
από τους
Ιουδαίους˙ απ
τον καιρό που
έπαψε ο Παύλος,
διωγμένος απ
τους Ιουδαίους,
να κηρύσσει
στις συναγωγές.
Τα Ευαγγέλια
δεν λεν ότι ο
Ιησούς
καταδικάστηκε
σύμφωνα με το
δίκαιο του
όχλου, αλλά ότι
αιτία ήταν η
πίεση του
ιουδαϊκού
ιερατειου στον
Πιλάτο. Απλώς ο
όχλος ήταν ο
μοχλός πίεσης
των ιερέων.
Ο Πιλάτος
διαπόμπευσε
μέσω των
στρατιωτών τον
Ιησού ως
μελλοθάνατο.
Αποδέχτηκε (για
τους λόγους που
είπαμε) δίχως
να πιστέψει την
κατηγορία των
Ιουδαίων, ότι ο
Ιησούς ήταν
στασιαστής και
ταραχοποιός. Ο
τρόπος
εκτέλεσης που
συνηθίζονταν
ήταν η σταύρωση.
Το ότι έβαλε
την φράση ΙΝΒΙ
δεν σημαίνει
ότι ο Πιλάτος
πίστευε στην
ενοχή ότι ήταν
στασιαστής
του Ιησού.
Απλώς, επειδή
οι Ιουδαίοι το
είχαν κάνει
ζήτημα μεγάλο,
ότι έχουν
βασιλιά τον
Καίσαρα κι όχι
τον Ιησού (ή το
Θεό) (βλ. Κατά
Ιωάννην 19, 15-16),
αυτός για να
τους
ειρωνευτεί,
έκανε πως
εκτελεί τον
βασιλιά τους.
Οι Ιουδαίοι
έπιασαν το
στόχο του «αστείου»
και πήγαν και
του είπαν να
αλλάξει την
πινακίδα πάνω
στο σταυρό,
αλλά αυτός
αρνήθηκε. (Κατά
Ιωάννην 19, 21-22). Όχι
φυσικά επειδή
πίστευε ότι οι
Ιουδαίοι είχαν
δεχτεί ως
βασιλιά τους
τον Ιησού, αλλά
επειδή ήθελε να
τους χλευάσει
ότι έχουν
βασιλιά
σταυρωμένο.
λη')
«Εκείνο που
έχει μεγάλη
σημασία είναι
ότι οι ρωμαίοι
δήμιοι δεν
τσάκισαν τα
σκέλη του Ιησού
δεν του έδωσαν
τη χαριστική
βολή, όπως θα
λέγαμε σήμερα
αλλά τον
άφησαν έτσι.
Αφού δεν έγινε
αυτό, τίποτα δε
μας δυσκολεύει
να υποθέσουμε
πως δεν είχε
πεθάνει ο
Ιησούς πάνω στο
σταυρό. Αν
έγειρε το
κεφάλι του και
φαίνονταν
αναίσθητος δεν
αποκλείεται να
βρίσκονταν σε
λήθαργο. (...) Και
μια που δεν του
τσάκισαν τα
σκέλη, όταν τον
ξεκρέμασαν
ήταν
λιποθυμισμένος»
(Γ. Κορδάτου, Ιησούς
Χριστός και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνης, τ.
α, σ. 364-5).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Εννοείται πως ο
Κορδάτος και
αυτοί τους
οποίους
αντιγράφει
διενεργούν
τέτοια
στρέβλωση της
ιστορίας και
αγνοούν τόσο
πολύ τα
ιστορικά
δεδομένα, όπως
π.χ. την νύξη της
πλευράς του
εσταυρωμένου
με λόγχη, από
την οποία
έρευσε νερό, ή
το ότι είναι
επιστημονικά
αποδεδειγμένο
κι αποδεκτό πως
ευκολώτερα
αποσπώνται οι
σάρκες του
νεκρού από τα
οστά του παρά
τα σπάργανα με
την κολλώδη
ουσία από το
σώμα ενός
σαβανωμένου ή
ότι εντός ενός
του τάφου
γεμάτου με
μυρωδικά και
βαριά αρώματα
οποιοσδήποτε
θα πέθαινε σε
δύο μέρες,
δίχως φαΐ από
ασφυξία, όχι
μόνο ένας «απλώς»
ημιθανής, πόσω
μάλλον ένας
ημιθανής
λογχισμένος
στα πλευρά. Το
τελευταίο
γεγονός το
προσπερνά τόσο
αφελώς και
ελαφρά τη
καρδία ο
Κορδάτος, που
είναι ανάξια η
αντίρρηση
στους
ισχυρισμούς
του. Είναι σα να
μάς λέει ο
Κορδάτος ότι ο
Ιησούς, αν και
λογχίστηκε, δεν
πέθανε (!). Ότι τον
τσίμπησε απλώς
(!) στα πλευρά η
λόγχη κι έτσι
δεν κατέστρεψε
τους πνεύμονες.
Είναι ιατρικώς
γνωστό ότι
άτομο με
ανοικτό το
θώρακα δεν
μπορεί να
επιζήσει, πόσω
μάλλον κάποιος
μαστιγωμένος
και
σταυρωμένος.
Εν πάσει
περιπτώσει, οι
ρωμαίοι δήμιοι
δεν θα άφηναν
κανέναν να
ξεφύγει
ζωντανός από
τον σταυρό.
Τους δύο ληστές
τους θανάτωσαν
σπάζοντας τα
οστά τους. Τον
Ιησού τον
θανάτωσαν
λογχίζοντάς
τον. Βλέπουμε,
ότι αν και
είχαν δει ότι
πέθανε, δεν
αρκέστηκαν σε
αυτό, αλλά, για
να είναι 100%
σίγουροι,
λόγχισαν τα
πλευρά του (όπως
έσπασαν τα οστά
των άλλων δύο),
για παν
ενδεχόμενο.
Βρίσκουμε στο
Ταλμουδ τον
τρόπο ταφής των
νεκρών. Για να
αποτραπεί η
ταφή ζωντανού,
έβαζαν επί 15
λεπτά ένα φτερό
μπροστά στα
ρουθούνια του
νεκρού, για να
βεβαιωθούν ότι
αυτό δεν
κινείται απ
την αναπνοή του.
Ύστερα τον
κάλυπταν με τα
σεντόνια και
από πάνω από
αυτά έρριχναν 100
λίτρες (32 κιλά)
από μίγμα αλόης
και σμύρνας,
δυο αρωματικών
ουσιών, που
καθώς
ανακατεύνται
γίνονται ένα
παχύρευστο
κολλώδες
μείγμα, από
όλες τις
πλευρές του
νεκρού. Ώστε αν
υποτεθεί ότι
ένα υγιέστατο
άτομο είχε
περιτυλιχθεί
με το σεντόνι
από παντού και
είχε ριχτεί στο
σεντόνι το
μείγμα αυτό, το
άτομο θα
πέθαινε από
ασφυξία.
Αυτά τα λέμε
γιατί
ορισμένοι
είχαν
ισχυριστεί ότι
χάρη στο άρωμα
σμύρνας και
αλόης ο Ιησούς
αναζωογονοποιήθηκε
στον τάφο.
Φυσικά αυτά
είναι
παραμύθια.
Αυτές οι δύο
ουσίες και το
μείγμα τους
ήταν ακόμη μια
αιτία θανάτου˙
όχι μια αιτία
για επαναφορά
στη ζωή.
λθ')
«Δεν μπορούμε
όμως να
παραδεχτούμε
πως ο Ιωσήφ,
πήγε στον
Πιλάτο και τον
παρακάλεσε να
του δώσει την
άδεια να θάψει
τον Ιησού (...)
Τέτοιο
κουράγιο δεν το
είχε κανένας
Ιουδαίος την
ημέρα εκείνη
γιατί θα
θεωρούντανε
και ο ίδιος
συνωμότης. (...)
Μπορούμε να
υποθέσουμε πως
οι ρωμαίοι
δήμιοι
πληρώθηκαν για
να μην
τσακίσουν με
ρόπαλα ή με
σίδερα τα σκέλη
του Ιησού. (...) Ο
Ιωσήφ από την
Αριμαθαία και ο
Νικόδημος
είχαν χρήματα
κι έβαλαν
δικούς τους
ανθρώπους να
δωροδοκήσουν
τους ρωμαίους
δήμιους και
φύλακες κι έτσι
πήραν το σώμα
του Ιησού πριν
ακόμα πεθάνει.
Και φυσικά δεν
τον έθαψαν» (Γ.
Κορδάτου, Ιησούς
Χριστός και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνης, τ.
α, σ. 365).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Ο Κορδάτος
αφήνει ανοικτό
το ενδεχόμενο
να πλήρωσε ο
Ιωσήφ τους
ρωμαίους
δήμιους. Ωστόσο
και πάλι αγνοεί
τα Ευαγγέλια ή
κάνει πως τα
αγνοεί. Η
αλήθεια είναι
διαφορετική:
Στο Κατά
Μάρκον 15, 43-45
διαβάζουμε ότι
ο Ιωσήφ «τόλμησε
και ήλθε στον
Πιλάτο και
ζήτησε το σώμα
του Ιησού». Ο
Πιλάτος
εξεπλάγη στα
νέα του θανάτου
του Ιησού
διότι, όπως
είπαμε ήταν
θρησκόληπτος
και όταν είχε
ακούσει ότι
είναι ο Υιός
του Θεού,
φοβήθηκε μην
καταδικάσει
έναν θεό σε
θάνατο και
μόνον όταν ο
εκατόνταρχος,
τον οποίον ο
Πιλάτος ρώτησε
αν ο Ιησούς
πέθανε,
απάντησε
καταφατικά
δώρισε το σώμα
στον Ιωσήφ. Δεν
θα ήταν
παράδοξο να
πάει ο Ιωσήφ να
ζητήσει το σώμα
του Ιησού. Θα
μπορούσε να
παρουσιαστεί
στον Πιλάτο εκ
μέρου της
οικογένειας
του Ιησού (οι
οποίοι, όντας
άσημοι, δεν θα
τολμούσαν να
ζητήσουν τον
νεκρό συγγενή
τους) με το
κύρος του
βουλευτή και
προστάτη της
οικογένειας.
Επίσης το ρήμα «τόλμησε»
είναι
χαρακτηριστικό.
Ο Ιωσήφ ρίσκαρε
ίσως, όταν πήγε
και ζήτησε
τέτοιο πράγμα
απ τον Πιλάτο.
Όμως ο Κορδάτος
κάνει λάθος
όταν λέει ότι
τέτοια πράξη θα
ήταν σαν να
παραδεχόταν ο
Ιωσήφ πως ήταν
συνωμότης. Οι
Φαρισαίοι και
το ιερατείο
είχαν δει τον
Ιησού να
πεθαίνει, το
είχαν
ευχαριστηθεί,
και μετά δεν
τους ένοιαζε
για το σώμα του
μετά θυμήθηκαν
την προφητεία
και ζήτησαν
φρουρά κι
απλώς δεν
ήθελαν αυτό να
κρέμεται το
Σάββατο στο
σταυρό. Η
υπόθεση γι
αυτούς είχε
λήξει με το
θάνατο του
ηγέτη. ’ρα το
συμπέρασμα
είναι ότι δεν
ρίσκαρε και
τόσο πολυ ο
Ιωσήφ να
ζητήσει το σώμα
του Ιησού εκ
μέρους των
συγγενών του.
Ο Κορδάτος, με
το «πήραν το
σώμα του Ιησού
πριν ακόμα
πεθάνει. Και
φυσικά δεν τον
έθαψαν» αφήνει
να εννοηθεί ότι
ο Ιωσήφ και οι
φίλοι-συγγενείς
του Ιησού,
μόνοι αυτοί,
ήξεραν (πώς
άραγε;) ότι ο
Ιησούς δεν είχε
ακόμη πεθάνει
και γι αυτό,
όταν πήραν το
σώμα του Ιησού
κι αντί να το
θάψουν το πήγαν
να το
περιθάλψουν.
Πρόκειται για
παραλήρημα της
αρνητικής
κριτικής.
Δηλαδή, αυτό
που
ισχυρίζεται
είναι ότι, ενώ
όλοι οι άλλοι (δήμιοι,
εκατόνταρχος,
Ιουδαίοι)
πείστηκαν ότι ο
Ιησούς πέθανε,
οι Ιωσήφ και
φίλοι του Ιησού
κατάλαβαν, μέσω
της όρασης ότι
ακόμη ζούσε.
Και πώς
πείστηκαν; Ήταν
οι τελευταίοι,
μετά τους
Ιουδαίους, τους
δήμιους και τον
εκατόνταρχο,
που είχαν την
δυνατότητα να
εξετάσουν αν
ζούσε. Και
επιπλέον μέχρι
να τον
μεταφέρουν,
μέχρι να λάβουν
την άδεια να
πάρουν το σώμα,
πάλι θα είχε
πεθάνει απ την
εξάντληση. Αλλά
το ερώτημα
είναι, πώς
γίνεται να
ξεγελάστηκαν
τόσο έμπειροι
σε εκτελέσεις
άνθρωποι (οι
δήμιοι κι ο
εκατόνταρχος)
από κοντά, ενώ
οι άπειροι (Ιωσήφ
και οι φίλοι)
από μακριά (βλέποντάς
τον απ τον
σταυρό) να
κατάλαβαν ότι
ζούσε ο Ιησούς
και γι αυτό να
ζητήσουν να
πάρουν το σώμα;
Σα να λέμε ότι
οι γιατροί
αποφαίνονται
ότι ο ασθενής
πέθανε, αλλά οι
συγγενείς να
συμπεραίνουν
ότι ζει, και να
έχουν δίκαιο οι
συγγενείς.
μ')
«Πού ήταν όμως
ο τάφος;
Κανένας δεν τον
ήξερε ώς το 326 και
τότε μόνο χάρη
στην επέμβαση
και φώτιση του
Αγίου
Πνεύματος, "ανακαλύφθηκε".
Εννοείται ότι
οι αρχαιολόγοι
και σήμερα δεν
ξέρουν σε ποιο
μέρος ακριβώς
ήταν ο τάφος
του γιατί οι
χριστιανικές
μαρτυρίες ήταν
αόριστες» (Γ.
Κορδάτου, Ιησούς
Χριστός και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνης, τ.
α, σ. 365-366).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Ο Γολγοθάς δεν
ήταν βουνό αλλά
ούτε και λόφος.
Ήταν ένα
βραχώδες μέρος,
ελαφρά
υπερυψωμένο,
έξω από τα
τείχη των αρχών
του 1ου αιώνα,
που
χρησιμοποιούνταν
είτε ως
λατομείο είτε
ως νεκροταφείο.
Το 135 μ.Χ. ο
Αδριανός νικά
τους
επαναστατημένους
Ιουδαίους και
διατάσσει να
απομακρυνθούν
από την
Ιερουσαλήμ, την
οποία, αφού
κατέστρεψε,
ξαναέχτισε ως
εθνική πόλη με
το όνομα Αιλία.
Οι Εβραίοι
διώχθηκαν αλλά
ήρθαν οι εξ
εθνών
Χριστιανοί ή
παρέμειναν οι
εξ εθνών
Χριστιανοί που
ζούσαν προ του 135
στην
Ιερουσαλήμ. Ο
Ευσέβιος
γράφει «Φυσικά
παρομοίως η
εκεί Εκκλησία
απετελέσθη από
μέλη εξ Εθνικών»
(Εκκλ. Ιστ., 4, 7, 1, 4).
Από την άλλη
μεριά ο Ισπανός
αρχαιολόγος F.
Diez
εξετάζοντας τα
ευρήματα στο
Γολγοθά
κατέληξε στο
συμπέρασμα ότι
η λατρεία των
Χριστιανών της
Ιερουσαλήμ
στον τόπο
εκείνο αρχίζει
ήδη από τον 1ο
μ.Χ. αιώνα. Οι
Χριστιανοί της
Ιερουσαλήμ
ήξεραν, βέβαια,
εξαρχής πού
είχε σταυρωθεί
και ταφεί ο
Χριστός. Και
άρχισαν να
θεωρούν τον
τόπο αυτό ιερό.
Όταν διώχτηκαν
όλοι οι Εβραίοι,
και μαζί τους
οι εξ Εβραίων
Χριστιανοί,
έμειναν οι εξ
εθνών
Χριστιανοί,
οπότε δεν
ξεχάστηκε η
ανάμνηση της
τοποθεσίας του
Πανάγιου Τάφου.
Δεν ήταν κάτι
το απρόσμενο η
εύρεσή του το 326.
Ο Αδριανός
όμως, μετά το 135,
ξαναχτίζοντας
την Ιερουσαλήμ
ως Αιλία,
μπάζωσε για
διάφορους
λόγους την
περιοχή κι
έχτισε εκεί ναό
της Αφροδίτης.
Ο Ευσέβιος
αφηγείται: «μετέφεραν
χώμα από τον
έξω χώρο και
εκάλυψαν όλον
τον τόπον,
έπειτα δε
ανυψώσαντες
την επιφάνειαν
και στρώσαντες
αυτήν με λίθους
κατέκρυψαν το
θείον σπήλαιον
κάτω από άφθονο
χώμα (...)
οικοδομήσαντες
σκοτεινόν
κρυψώνα δια τον
ακόλαστον
δαίμονα της
Αφροδίτης και
κατόπιν
προσφέροντες
εκεί μιαράς
θυσίας εις
βεβήλους και
ανοσίους
βωμούς» (Εις τον
βίον
Κωνσταντίνου, 3,
26, 2-3). Οι εξ εθνών
Χριστιανοί της
Ιερουσαλήμ
συνέχισαν να
γνωρίζουν,
βέβαια, πού
βρισκόταν ο
Πανάγιος Τάφος,
αλλά δεν
μπορούσαν (αφού
ήταν από πάνω
του χτισμένος ο
ναός της
Αφροδίτης) να
πηγαίνουν εκεί,
εφόσον είχε
σκεπαστεί με
χώματα και είχε
ανυψωθεί το
επίπεδο του
εδάφους. Δεν
είναι όμως
αποδεκτό ότι
έπαψαν να
υπάρχουν
Χριστιανοί οι
οποίοι θα
γνώριζαν και θα
μεταβίβαζαν
από γενιά σε
γενιά τη γνώση
για την (ακριβή
ή στο περίπου)
τοποθεσία.
Κατά το 325 ο
επίσκοπος
Ιεροσολύμων
πρότεινε στον
Μεγάλο
Κωνσταντίνο να
χτιστεί ναός
της Ανάστασης
στο Γολγοθά,
στη θέση του
ναού της
Αφροδίτης. Ο
Κωνσταντίνος «έκρινεν
ότι πρέπει να
καταστήση
μεγαλοπρεπήν
και σεβαστόν
εις όλους τον
μακαριστότατον
τόπον της
σωτηρίου
αναστάσεως εις
Ιεροσόλυμα.
Αμέσως λοιπόν
παρήγγειλε να
κατασκευασθή
ευκτήριος
οίκος» (Εις τον
βίον
Κωνσταντίνου, 3,
25). Απ ό,τι
φαίνεται, ο
Κωνσταντίνος
δεν έσκαβε για
να βρει τον
Πανάγιο Τάφο,
αν και θα είχε
πληροφορηθεί
ότι κάτω απ το «ναό»
της Αφροδίτης
υπήρχε αυτός.
’ρχισαν να
απομακρύνουν
τα χώματα και: «Μόλις
δε μετά την
σειράν των
επιχώσεων
εφάνη εις το
βάθος το
αρχικόν έδαφος,
τότε παρά πάσαν
ελπίδα
παρουσιάσθη το
σεπτόν και
πανάγιον
μαρτύριον της
σωτηρίου
αναστάσεως» (Εις
τον βίον
Κωνσταντίνου, 3,
28). Δεν είναι
λοιπόν καθόλου
απίθανο το ότι
βρέθηκε ο
Πανάγιος Τάφος.
μα')
«Ο Ματθαίος
λέει ότι ο
τάφος ήταν
νεόχτιστος και
είχε φρουρά. Ο
Μάρκος και ο
Λουκάς δεν
ξέρουν τίποτα
και ο Ιωάννης
αφήνει να
καταλάβουμε
ότι τον τάφο
τον ήξερε μόνο
η Μαγδαληνή.
Θαρρώ πως όλη
αυτή η ιστορία
είναι πλάσμα
της φαντασίας.
Ούτε
νεόχτιστος
ήταν ο τάφος,
ούτε φρουρά
υπήρχε γύρω του,
ούτε υπήρξε καν
τάφος. Μια που
χαρακτηρίστηκε
πεθαμένος ο
Ιησούς και
παραδόθηκε
στους
ανθρώπους του
Ιωσήφ και του
Νικόδημου, οι
Ρωμαίοι δεν
είχαν κανένα
λόγο να βάλουν
φρουρά στον
τάφο του. Όλα
λοιπόν τ άλλα
είναι
μυθοπλαστίες» (Γ.
Κορδάτου, Ιησούς
Χριστός και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνης, τ.
α, σ. 366).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Καμμία
αντίφαση δεν
υπάρχει από τις
διαφορετικές
εκδοχές περί
τάφου. Απλώς ο
καθένας
Ευαγγελιστής
διηγείται αυτά
που του είπαν
οι πηγές του.
Έτσι ο
Ματθαίος (Μθ. 27, 60)
διηγείται ότι ο
τάφος ήταν
ιδιοκτησία του
Ιωσήφ, «καινούργιο
μνήμα», που είχε
λαξευτεί σε
βράχο. Ο Μάρκος (Μρ.
15, 46) διηγείται
ότι ο τάφος
ήταν
λαξευμένος σε
βράχο. Ό,τι λέει
ο Μάρκος λοιπόν
δεν αντιφάσκει
με τον Ματθαίο.
Ο Λουκάς (Λκ. 23, 53)
ότι ο Ιησούς
ετάφη σε
λαξευμένο (άρα
σε βράχο) τάφο,
στον οποίο
κανείς ποτέ δεν
είχε
ενταφιασθεί.
Ούτε κι ο
Λουκάς
αντιφάσκει με
τον Ματθαίο και
τον Μάρκο. Ο
Ιωάννης (Ιω. 19, 41)
ότι ο Ιησούς
ενταφιάστηκε
σε «καινούργιο
μνήμα» στο
οποίο κανείς
δεν είχε
ενταφιαστεί. Μα
ούτε κι αυτή η
πληροφορία
αντιβαίνει
προς τις άλλες.
Οι
Ευαγγελιστές
αλληλοσυμπληρώνονται
και δεν
αλληλοαντιφάσκουν.
Ερώτηση του
τύπου «γιατί
δεν λένε όλοι
ότι ο τάφος
ήταν
λαξευμένος σε
βράχο» έχει
απαντηθεί κι
εδώ αλλά και
στο ζήτημα της
θεοπνευστίας. Ο
καθένας έλεγε ό,τι
είδε ή ό,τι του
είπαν οι
αυτόπτες
μάρτυρες. Αυτό
που ενδιαφέρει
είναι εάν
υπάρχει
αντίφαση,
δηλαδή εάν ο
ένας λέει π.χ.
ότι ο τάφος
ήταν
λαξευμένος σε
βράχο κι ο
άλλος λέει ρητά
ότι δεν ήταν.
Αντιφάσεις δεν
υπάρχουν.
Όσο για το αν
είχαν λόγο οι
Ρωμαίοι να
βάλουν φρουρά,
πάλι ο Κορδάτος
κάνει σα να μην
διάβασε τα
Ευαγγέλια. Στο
Κατά Ματθαίον 27,
62-66 διαβάζουμε: «Την
επόμενην
ημέραν, μετά
την Παρασκευήν,
οι αρχιερείς
και οι
Φαρισαίοι
ήλθαν όλοι μαζί
εις τον Πιλάτον
και του είπαν, "Κύριε
εθυμηθήκαμε
ότι εκείνος ο
πλάνος είπε,
όταν ακόμη
ζούσε, "Ύστερα
από τρεις
ημέρες θα
αναστηθώ", δώσε
λοιπόν διαταγή
ν ασφαλισθή ο
τάφος έως την
τρίτην ημέραν,
μήπως έλθουν
την νύχτα οι
μαθηταί του και
τον κλέοψυν και
πουν εις τον
λαόν "Αναστήθηκε
από τους
νεκρούς", και η
τελευταία αυτή
απάτη θα είναι
χειρότερη από
την πρώτην". Ο
Πιλάτος τους
είπε, "Πάρετε
φρουράν,
πηγαίνετε και
ασφαλίσατέ τον,
όπως ξέρετε",
Αυτοί δε επήγαν
και ασφάλισαν
τον τάφον,
σφραγίσαντες
τον λίθον και
τοποθετήσαντες
φρουράν». Τα
σχόλια είναι
περιττά για το
πώς ο Κορδάτος
και η αρνητική
κριτική
αντιλαμβανόντουσαν
την «έρευνα».
Η
άλλη υπόθεση,
για το ότι τάχα
η Μαγδαληνή
μόνο ήξερε τον
τάφο ελέγχεται
λανθασμένη. Τα
γεγονότα έχουν
ως εξής. 1)
Μερικές
γυναίκες
αγόρασαν
αρώματα και
μύρα την
Παρασκευή πριν
το τέλος της
μέρας, πριν την
δύση του ηλίου (Λουκάς),
ενώ άλλες όπως
και η Μαρία η
Μαγδαληνή
αγόρασαν στο
τέλος του
Σαββάτου μετά
την έκτη ώρα (Μάρκος).
2) Η Μαρία η
Μαγδαληνή
αφήνει τις
λοιπές και
πηγαίνει μόνη
στον τάφο νύκτα
πριν ξημερώσει
η Κυριακή. Εκεί
δεν βρίσκει το
σώμα του Κυρίου
(Ιωάννης). 3) Η
Μαγδαληνή
τρέχει και
αναγγέλλει
στον Πέτρο και
στον Ιωάννη (Λουκάς,
Ιωάννης) και
μετά στέκεται
μόνη έξω από
τον τάφο
θρηνώντας, όταν
ένας άγγελος
εμφανίζεται σε
αυτήν, και μετά
ο Ιησούς, τον
οποίο δεν
αναγνωρίζει.
Όταν τον
αναγνωρίζει
ορμά προς αυτόν,
αλλά δεν της
επιτρέπεται να
τον αγγίξει. 4)
Υπακούοντας
την εντολή του
Κυρίου,
πηγαίνει και
ανακοινώνει τα
νέα στους
αποστόλους (Ιωάννης,
Μάρκος). 5) Χωρίς
να γνωρίζουν
την επίσκεψη
της Μαγδαληνής
άλλες ομάδες
μυροφόρων
επισκέπτονται
τον τάφο
αργότερα και
συναντούν
αγγέλους (Μάρκος,
Λουκάς) και
επιστρέφουν
πολύ
φοβισμένες
στην αρχή για
να το
ανακοινώσουν (Μάρκος),
αλλά αργότερα
διαδίδουν τα
νέα σε όλους (Λουκάς).
6) Η Μαρία η
Μαγδαληνή και η
άλλη Μαρία,
γνωρίζοντας
πλέον το νέο
της Αναστάσεως
πηγαίνουν για
να δουν τον
τάφο και τα
οθόνια, τα
οποία ο Πέτρος
και ο Ιωάννης
είχαν ήδη δει (Λουκάς,
Ιωάννης), αλλά
όχι η ίδια η
Μαγδαληνή.
Έρχονται στον
τάφο και
εισέρχονται
όπως τις
προτρέπει ο
άγγελος (Ματθαίος).
7) Ο άγγελος
παραγγέλλει σε
αυτές να
επιβεβαιώσουν
το νέο της
Αναστάσεως
στους μαθητές
και να
ανακοινώσουν
την επικείμενη
συνάντηση μαζί
του στην
Γαλιλαία. 8) Τώρα
έχοντας
καταλάβει
πλήρως τα
γεγονότα οι δύο
Μαρίες
σπεύδουν να
αναγγείλουν
στους μαθητές
πάλι, αλλά
συναντούν τον
Κύριο και αυτή
την φορά τις
επιτρέπει να
τον αγγίσουν
κρατώντας τα
πόδια του (Ματθαίος).
9) Μέχρι το τέλος
της μέρας, όχι
μόνο όλο το
σύνολο των
μαθητών, αλλά
ακόμα και οι
Φαρισαίοι και
οι Γραμματείς
έχουν ακούσει
τα νέα. Οι
τελευταίοι
προσπαθούν να
σκεπάσουν τα
γεγονότα.
μβ')
«Οι
μαθητές του
Ιησού είτε
είχαν
ψευδαισθήσεις
όταν τον
έβλεπαν είτε
πρόκειται για
απατεώνες. Το
σώμα μπορεί να
εκλάπη από τους
μαθητές».
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
θα εξετάσουμε
πρώτα το
ενδεχόμενο της
ψευδαίσθησης.
Αυτοί
που είδαν τον
Χριστό
αναστημένο
είχαν την
προδιάθεση να
τον δουν;
Φυσικά όχι.
Ήταν όλοι τους
λυπημένοι,
φοβισμένοι από
τους Ιουδαίους.
Οι μαθητές ήταν
άπιστοι στις
γυναίκες που
τους είπαν για
τον άγγελο που
στεκόταν στον
τάφο. ’νθρωποι
σαν τον Ματθαίο,
που ήταν
τελώνης, δηλαδή
φοροεισπράκτορας
δηλαδή
άνθρωπος δίχως
φαντασία, που
ασχολείτο με το
χρήμα,
μπορούσαν να
ανήκουν στο
είδος του
ανθρώπου που
είναι
επιρρεπής στις
ψευδαισθήσεις;
Όχι.
Επιπλέον
ο Χριστός
εμφανίστηκε σε
πολλά άτομα,
περίπου 500. Είναι
δυνατόν 500 άτομα
να ανήκουν στον
τύπο του
ανθρώπου που
έχει
ψευδαισθήσεις;
Αυτά τα 500 άτομα
δεν είχαν
ασφαλώς τον
ίδιο χαρακτήρα
και την ίδια
ψυχοσύνθεση.
Ένας που
παρατηρεί
ψυχολογικά
τους μαθητές
και τα λόγια
και τις πράξεις
τους προ της
Ανάστασης,
βλέπει
διαφορές στο
χαρακτήρα του
Ιωάννη, του
Πέτρου, και των
άλλων, πέρα από
τους δώδεκα
μαθητές,
μαθητών του
Χριστού. Ωστόσο
όλοι αυτοί
παραδέχτηκαν
το ίδιο πράγμα,
ότι ο Χριστός
εμφανίστηκε σε
αυτούς.
Ο
Χριστός δεν
εμφανίστηκε
μόνο σε έναν
τόπο, που ίσως
θα ήταν
επιβλητική
τοποθεσία, ώστε
να πούμε ότι ο
τόπος ή η
στιγμή (π.χ.
ηλιοβασίλεμα)
οδήγησαν
ανθρώπους, κατά
τα άλλα
λογικούς, να
έχουν
ψευδαισθήσεις.
Για παράδειγμα,
ο Χριστός
εμφανίστηκε
την ημέρα, το
απόγευμα, στην
λίμνη της
Τιβεριάδας, σε
ένα δωμάτιο,
στους αγρούς,
σε έναν δρόμο,
στο όρος των
Ελαίων και
αλλού.
Οι
ψευδαισθήσεις,
όταν
επαναλαμβάνονται,
είτε τείνουν να
αραιώσουν,
οπότε λίγο-λίγο,
σιγά σιγά
εξαφανίζονται,
είτε να γίνουν
συχνότερες,
οπότε
καταλήγουν σε
μία κρίση. Αυτά
λέει η
ψυχιατρική. Εδώ
δεν έχουμε
τίποτα
παρόμοιο. Οι
εμφανίσεις του
Χριστού
γίνονται με τον
ίδιο ρυθμό και
μετά από 40 μέρες
διακόπτονται
δίχως να έχουν
φτάσε ούτε σε
μια αραίωση
ούτε σε ένα
αποκόρυφο.
Αλλά
δεν είναι μόνο
η οπτική
εμφάνιση του
Χριστού στους
μαθητές του.
Αφήνει απτά
ίχνη της
παρουσίας του.
Π.χ. ο Θωμάς
αντιλαμβάνεται
όχι μόνο με την
όραση αλλά και
την αφή τον
Χριστό. Αλλού ο
Χριστός τρώει
μαζί με τους
μαθητές ψάρι
και κερύθρα από
μέλισσα. Οπότε
μετά την
αποχώρησή του
είχαν την
διαβεβαίωση
ότι πραγματικά
παρουσιάστηκε
με σώμα αληθινό,
από το γεγονός
ότι ο Χριστός
άφησε
υπολείμματα. Το
κόκκαλο από το
ψάρι, για
παράδειγμα.
Όταν λοιπόν
έμεναν μόνοι
τους, έβλεπαν
τα απτά σημάδια
ότι ήταν προ
ολίγου ο
Χριστός μαζί
τους, έτρωγε
μαζί τους και
απέκλειαν τη
σκέψη ότι είχαν
σαλέψει κι
ονειρεύονταν.
Το ίδιο και στη
λίμνη της
Τιβεριάδας.
Ας
εξετάσουμε το
θέμα της απάτης,
ότι οι μαθητές
είπαν
συνειδητά
ψέμματα.
Υπάρχουν
αρκετοί λόγοι
να
αμφιβάλλουμε
ότι έγινε κάτι
τέτοιο.
Πρώτον,
εφόσον τον
είδαν πάρα
πολλά πρόσωπα
αναστημένο, τον
Χριστό, είναι
λογικά αδύνατο,
τόσα πολλά
πρόσωπα, επί
τόσα πολλά έτη
αργότερα, να
διέπραξαν μια
τόσο χοντρή
απάτη και να μη
βρέθηκε ούτε
ένα πρόσωπο, το
οποίο να μην
μαρτυρήσει ότι
το ίδιο
συμμετείχε
στην εξαπάτηση.
Δεύτερον,
η συμπεριφορά
των μαθητών
πριν και μετά
την Ανάσταση.
Είχαν πειστεί
τόσο, αμέσως
μόλις θάφτηκε ο
Ιησούς, ότι η
υπόθεση είχε
λήξει, που δεν
το σκέφτονταν
καν. Πώς
γίνεται να
άλλαξαν αμέσως
γνώμη για το
γεγονός αυτό;
Εάν ήταν
απατεώνες, θα
απέφευγαν να
φανερώσουν
γραπτώς τους
αρχικούς
ενδοιασμούς
τους, πριν δουν
τον Χριστό
αναστημένο.
Τρίτον
το ψέμμα το
χρησιμοποιεί ο
καθένας για να
αποφύγει το
διωγμό κι όχι
για να τον
υποστεί.
Βλέπουμε τους
αποστόλους να
θανατώνονται,
να
λιθοβολούνται,
να δικάζονται,
να διασύρονται
εξαιτίας της
γνώμης τους ότι
ο Ιησούς είναι
ο Χριστός.
Κανείς
απατεώνας δε θα
ρίσκαρε τη ζωή
του για να
επιμένει σε ένα
ψέμμα. Αργά ή
γρήγορα θα τα
μπάλωνε και θα
παραδεχόταν
ότι «αυτοεξαπατήθηκε»
ή ότι είπε
ψέμματα, για να
σώσει το τομάρι
του.
Για
το θέμα της
κλοπής του
σώματος,
προκύπτει το
εξής ζήτημα. Οι
ιουδαίοι
αρχιερείς
έδωσαν λεφτά
στους φρουρούς,
για να πουν ότι
οι μαθητές
έκλεψαν το σώμα,
όταν αυτοί
κοιμόντουσαν.
Τότε πρέπει να
ρωτήσουμε: αν
κοιμόνταν οι
φρουροί, πώς
είδαν τι έγινε;
Πώς είδαν αν
ήρθαν οι
μαθητές και
έκλεψαν το σώμα;
Αν πάλι οι
φρουροί δεν
κοιμόνταν, τότε
πώς τούς άφησαν
να κλέψουν το
σώμα του Ιησού;
Αυτά είναι
αρκετά βέβαια.
Και αξίζει να
σημειωθεί ότι
ούτε οι
αρχιερείς ούτε
οι φρουροί
είπαν «ήρθαν
ένοπλοι και μας
ανάγκασαν να
τους αφήσουμε
να κλέψουν το
σώμα». Εάν το
έλεγαν αυτό οι
φρουροί, κανείς
δε θα τους
τιμωρούσε.
Απλώς οι
μαθητές θα
είχαν
επιβληθεί δια
της βίας και
παρόλη την
αντίστασή τους,
οι φρουροί
υπέκυψαν, και
κανείς δε θα
κατηγορούσε
τους φρουρούς.
Αλλά αυτό δεν
το είπαν οι
φρουροί. ’ρα
δεν έγινε έτσι.
Κι εξάλλου, αν
γινόταν μάχη
μεταξύ
οπλισμένων
μαθητών και
φρουρών, τότε
κάποιοι
φρουροί και/ή
κάποιοι
μαθητές θα
σκοτώνονταν (ή
απλώς θα
τραυματίζονταν
ορισμένοι
φρουροί) και θα
απέμεναν επί
τόπου τα νεκρά
κορμιά τους, κι
αυτό θα ήταν
απόδειξη της
ύπαρξης μάχης
άρα και του
δόλου των
μαθητών, άρα
και της κλοπής
του σώματος,
άρα και της
ανυπαρξίας
Ανάστασης.
Τίποτε όμως δεν
έγινε παρόμοιο.
Ούτε οι
αρχιερείς
σοφίστηκαν
τίποτε τέτοιο.
Φυσικά δεν ήταν
χαζοί να μην το
έλεγαν, αν
μπορούσαν.
Ίσως
κανείς πει ότι
οι ίδιοι οι
αρχιερείς
απομάκρυναν το
σώμα ώστε να μη
γίνει ο τάφος
σημείο
προσκυνήματος
των οπαδών του
Ιησού. Αλλά κι
αυτό λογικά
χωλαίνει. Λίγες
μέρες αργότερα
οι αρχιερείς
δέχτηκαν
μπροστά σε
χιλιάδες κόσμο
την κατηγορία
του Πέτρου ότι «απέκτειναν
τον αρχηγό της
ζωής, τον οποίο
ο Θεός ανέστησε
εκ νεκρών». Κι
έτσι ο Πέτρος
δημιούργησε
πιστούς στο
Χριστό. Θα ήταν
πολύ απλό και
λογικό, αν οι
αρχιερείς
είχαν κλέψει το
σώμα του
Χριστού, εκείνη
τη στιγμή να
παρουσίαζαν σε
όλον τον κόσμο
και στον Πέτρο
το σώμα του
Χριστού,
βγάζοντάς το απ
τον τόπο που το
είχαν κρύψει.
Αμέσως αυτή η
πράξη τους θα
έπαυε για πάντα
στο ξεκίνημά
της την κίνηση
του
Χριστιανισμού.
Θα σταματούσαν
οι απόστολοι να
οχλαγωγούν. Οι
αρχιερείς
δείχνοντας το
σώμα του Ιησού
θα έθεταν τέρμα
στην διένεξη
και στις περί
Ανάστασης
φλυαρίες. Δεν
έγινε κάτι
τέτοιο, όμως.
μγ')
«Ύστερα
από πολλές
περιποιήσεις ο
Ιησούς
αναστήθηκε.
Εκεί έμεινε
κάμποσες μέρες
ώσπου να
γιάνουν οι
πληγές του και
να μπορεί να
σταθεί στα
πόδια του. (...) Δε
βγήκε όμως στην
Ιερουσαλήμ (...) θα
καταλάβαινε
όλος ο κόσμος
ότι δεν πέθανε
πάνω στο σταυρό
κι έτσι θα τα
είχαν άσκημα ο
Ιωσήφ κι όσοι
συνεργάστηκαν
για να τον
ξεκρεμάσουν
μια ώρα
αρχύτερα από το
σταυρό χωρίς να
του τσακίσουν
τα σκέλη. ’μα
όμως ο Ιησούς
μπόρεσε και
περπάτησε,
έφυγε από την
Ιερουσαλήμ (..)
Στο Ευαγγέλιο
του Ιωάννη όμως
διαβάζουμε πως
ένα βράδι ο
Ιησούς
φανερώθηκε
στους μαθητές
του στο μέρος
όπου ήταν
κρυμμένοι. Η
παράδοση αυτή
είναι πλαστή.
Πιο καλά για το
ζήτημα αυτό μάς
πληροφορεί το
Κατά Πέτρον
απόκρυφο
Ευαγγέλιο. Σ
ένα του
απόσπασμα που
σώθηκε,
διαβάζουμε ότι
οι μαθητές του
ήταν
αναστατωμένοι
άμα έπιασαν και
σταύρωσαν τον
Ιησού» (Γ.
Κορδάτου, Ιησούς
Χριστός και
Χριστιανισμός,
εκδ.
Μπουκουμάνης, τ.
α, σ. 366-7).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Με
κατεστραμμένα
πόδια και χέρια
δεν θα μπορούσε
να αντέξει ο
Ιησούς να
περπατήσει ώς
τη Γαλιλαία από
την Ιερουσαλήμ.
Επιπλέον ο
Κορδάτος βάζει
τον Ιησού να
πεθαίνει, 40-50
μέρες μετά απ
την ανάσταση.
Προφανώς αυτό
είναι παράλογο.
Απ τη στιγμή
που γλίτωσε από
έναν σταυρικό
θάνατο, θα
έπρεπε να ζήσει.
Αλλά αυτά είναι
μύθοι επί μύθων.
Ένας που
γλίτωσε παρά
τρίχα το θάνατο,
δε γινόταν να
διασχίζει όλην
την Παλαιστίνη.
Όσο για το πιο
έγκυρο
απόκρυφο Κατά
Πέτρον, εδώ
όλοι γελάνε.
Αρκεί να
θυμίσουμε ό,τι
είπαμε σε άλλη
παράγραφο του
παρόντος
κεφαλαίου, ότι
το Απόκρυφο
κατά Πέτρον
χρονολογείται
μεταξύ του α
μισού και του β
μισού του 2ου
αιώνα. Καμμία
σχέση με
αυθεντική
περιγραφή των
γεγονότων. Το
μόνο που αξίζει
να πει κανείς
σε κάτι τέτοιες
απόψεις πέραν
ότι δεν λέει
τίποτε το
απόσπασμα που
παραθέτει ο
Κορδάτος
είναι ότι το
απόκρυφο αυτό
τελειώνει στο
σημείο αυτό
δίχως να λέει
τίποτα. Για τα
περί δήθεν
διαφορετικών
εκδοχών των
εμφανίσεων του
Χριστού μετά
την Ανάσταση
έχουμε πει στο
θέμα της
αξιοπιστίας
των Ευαγγελίων.
Και φυσικά
είναι ψέμμα ότι
ξεκρέμασαν τον
Ιησού (είτε επί
πληρωμή είτε
όχι) μια ώρα
αρχύτερα από
τον σταυρό (ώστε
να τον
προλάβουν
ζωνταντό). Δεν
κατέβασαν
αμέσως ή
γρηγορότερα απ
τους άλλους δύο
τον Ιησού. Τα
γεγονότα απ τη
στιγμή του
θανάτου του
Ιησού ώς την
παραλαβή του
σώματός του απ
τον Ιωσήφ έχουν
ως εξής (Μρ. 15, 43-47):
πρώτα
κατεβαίνει ο
Ιωσήφ ο
βουλευτής απ
τον Γολγοθά στο
πραιτόριο. Πάει
να δει τον
Πιλάτο και του
ζητά το σώμα
του Ιησού. Ο
Πιλάτος
εκπλήσσεται
ότι πέθανε ο
Ιησούς. Καλεί
τον
εκατόνταχρο
και τον ρωτά αν
πέθανε όντως ο
Ιησούς. Ο
εκατόνταρχος
τον βεβαιώνει
και τότε δίνει
την άδεια ο
Πιλάτος στον
Ιωσήφ. Τότε ο
Ιωσήφ
ξαναανεβαίνει
στον Γολγοθά
και παίρνει το
σώμα. Επομένως
έχουμε τις εξής
διαδρομές και
συνομιλίες που
απαιτούν
επιπλέον χρόνο:
Γολγοθάς-πραιτόριο
(Ιωσήφ),
συνομιλία
Ιωσήφ-Πιλάτου,
πραιτόριο-εκατόνταρχος
(ο αγγελιοφόρος
του Πιλάτου
προς τον
εκατόνταρχο),
εκατόνταρχος-πραιτόριο
(επιστροφή του
αγγελιοφόρου
στον Πιλάτο),
άδεια του
Πιλάτου στον
Ιωσήφ να πάρει
το σώμα,
πραιτόριο-Γολγοθάς
(Ιωσήφ), και ξανά
κατέβασμα.
Δηλαδή έχουμε
επιπλέον χρόνο
ώσπου να
παραδοθεί το
σώμα του Ιησού
και όχι «μια ώρα
αρχύτερα». ’ρα
αυτή η
επιβράδυνση
ήταν επιπλέον
καταστρεπτική,
αν υποθέταμε
ότι δεν είχε
πεθάνει ώς τότε
ο Χριστός.
Ο
Κορδάτος
καταλήγει
θριαμβευτικά «σήμερα
η επιστήμη
περνάει απ το
κόσκινο της
κριτικής τις
ευαγγελικές
παραδόσεις και
βγάζει ολότελα
αντίθετα
συμπεράσματα
από κείνα που
βγάζουν
μερικοί
μωρόπιστοι».
Έχοντας δει την
άγνοια των
πηγών, τα χίλια
μύρια λάθη που
κάνουν με τα
εδάφια, και την
μεταγενέστερη (π.χ.
για το θέμα των
τάχα
ανύπαρκτων προ
του 350 παπύρων)
διάψευση των
ιδεοληψιών των
οπαδών της
αρνητικής
κριτικής μόνο
να χαμογελάμε
μπορούμε
διαβάζοντας το
παραπάνω. Η
ίδια η επιστήμη
(π.χ. για το θέμα
της Ναζαρέτ, ή
της επιβίωσης
μετά τη
σταύρωση), την
οποία είχαν
ιδιοποιηθεί, σα
λάβαρό τους,
απέδειξε πως
κάνουν λάθος.
Ο καθηγητής
Στ. Σάκκος
σημειώνει: «Η
ανατρεπτική
ερμηνεία
ενεφανίσθη κατ
αρχήν με
λοιδορίας ως
ιερόσυλος και
βέβηλος
λίβελλος. Και
εύρισκε μεν ένα
πλήθος
ανθρώπων που
την ανέμενον
και
εχειροκρότουν,
ηδονιζόμενοι
με το να
βλέπουν πώς
κατακρημνίζονται
τα υψηλά και τα
όσια˙
προσέκρουεν
όμως και εις
την σώφρονα
αντίρρησιν
ολιγωτέρων
τινών που ήσαν
δι αυτήν
περισσότερον
υπολογίσιμοι.
Έτσι έπειτα υπό
την
αποδοκιμασίαν
των
σωφρονεστέρων,
αφήκε κατά
μέρους τας
λοιδορίας και
ηρκέσθη εις την
κυνικήν
άρνησιν. Μετά
τούτο πάλι
αποδοκιμαζομένη
αφήκε και την
κυνικήν
άρνησιν και
περιωρίσθη εις
το να δημιουργή
μόνον
φανταστικάς
προϋποθέσεις
της αρνήσεως.
Και ήδη σήμερον
αναζητεί
ασφαλέστερον
καταφύγιον από
τα πυρά της
αποδοκιμασίας
μέσα εις την
ασάφειαν και
τον υπαινιγμόν»
(Στ.
Ν. Σάκκου, Εισαγωγή
εις την Καινήν
Διαθήκην, β'
έκδοση, ΑΠΘ -
τμήμα εκδόσεων,
σ. 231).
ΠΡΟΧΩΡΗΣΕ ΣΤΟ ΙΖ' ΜΕΡΟΣ (Καινή διαθήκη III)