ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΠΛΗΞΙΑ 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

 ΙΕ' ΜΕΡΟΣ 

 

ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ 

 

73. "Ο Ιησούς των Χριστιανών δεν έχει καμμία σχέση με τον εβραϊκό Μεσσία. Οι ίδιοι οι Εβραίοι, οι κατεξοχήν γνώστες του θέματος και της Π.Δ. αρνούνται ότι υπάρχουν τρείς υποστάσεις στο Θεό τους, και έρχονται έπειτα οι Χριστιανοί να ισχυριστούν ότι υπάρχουν".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Υπάρχει η εντολή στο ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟ ΣΤ’, 4: «Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστὶ», δηλαδή, «ο Κύριος ο Θεός μας είναι ένας».

            Υπάρχουν δύο λέξεις στα βιβλικά εβραϊκά για την ελληνική λέξη «ένας». Η μια είναι η “echad”, που σημαίνει «ένας», «μόνο» και «ενότητα των επί μέρους τμημάτων», ενώ η άλλη είναι η “yadidh”, που σημαίνει «μοναδικότητα» ή «ένας στο είδος του», «μοναδικός που να έχει την ποιότητα αυτή». Στο παραπάνω εδάφιο χρησιμοποιείται η πρώτη εβραϊκή λέξη, που επιτρέπει την πολλαπλότητα εντός της ενότητας. Παράδειγμα χρήσης της λέξης echad είναι τα παρακάτω εδάφια:

ΓΕΝΕΣΙΣ Β’, 24 «..καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν (echad)».

ΓΕΝΕΣΙΣ ΙΑ’, 6 «καὶ εἶπε Κύριος· ἰδοὺ γένος ἓν (echad) καὶ χεῖλος ἓν».

ΕΞΟΔΟΣ ΚΔ’, 3 «..ἀπεκρίθη δὲ πᾶς ὁ λαὸς φωνῇ μιᾷ (echad) λέγοντες».

ΕΞΟΔΟΣ ΚΣΤ’, 11 «καὶ ποιήσεις κρίκους χαλκοῦς πεντήκοντα. καὶ συνάψεις τοὺς κρίκους ἐκ τῶν ἀγκυλῶν, καὶ συνάψεις τὰς δέρρεις, καὶ ἔσται ἕν (echad)».

ΙΗΣΟΥΣ ΤΟΥ ΝΑΥΗ Θ’, 2 «συνήλθοσαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐκπολεμῆσαι ᾿Ιησοῦν καὶ ᾿Ισραὴλ ἅμα πάντες (echad)».

Β’ ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β’, 25 «καὶ συναθροίζονται οἱ υἱοὶ Βενιαμὶν οἱ ὀπίσω ᾿Αβεννὴρ καὶ ἐγενήθησαν εἰς συνάντησιν μίαν καὶ ἔστησαν ἐπὶ κεφαλὴν βουνοῦ ἑνός (echad)».

Η χρήση του echad υποδηλώνει ενότητα εντός της πολλαπλότητας. Άντρας και γυναίκα είναι μια ενότητα, αλλά και πολλαπλότητα. Το γένος είναι ένα, αλλά αποτελείται από δύο φυλές. Ο λαός αποκρίνεται με πολλές φωνές, αλλά σαν να ήταν ένας με μία φωνή. Αυτή η πολλαπλότητα εντός της ενότητας υπάρχει και στο εδάφιο που λέει ότι ο Θεός είναι ένας. Δηλαδή το εδάφιο που αναφέρει ότι ο Θεός είναι Ένας, αναφέρεται στην «σύνθετη ενότητα».

Η Π.Δ. συνήθως χρησιμοποιεί για το Γιαχβέ τη λέξη Elohim, που είναι ο πληθυντικός της λέξης Eloah (= θεός). Συνήθως νομίζεται εσφαλμένα ότι το Elohim είναι ο πληθυντικός του El. Ο πραγματικός πληθυντικός του El είναι Elim και χρησιμοποιείται από την Π.Δ. για τους «θεούς» των άλλων λαών, αν και αυτό συμβαίνει και με το Elohim (π.χ. στην Α' ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Ε', 7) - με σκοπό να δείξει στους Ισραηλίτες ότι για τους άλλους λαούς η θεότητα Δαγών ήταν όπως για τους Ισραηλίτες ο Ελοχίμ. Πάντως, για τον Γιαχβέ η Π.Δ. χρησιμοποιεί πάντα ρήματα ενικού, λ.χ. «οι θεοί λέει αυτά». 

Βέβαια, έχει υποτεθεί ότι και εκτός από τους Εβραίους, άλλοι λαοί αποκαλούσαν τον έναν κάθε φορά θεό (από τους πολλούς θεούς τους) σαν να ήταν πολλοί. Αυτό όμως, σε αντίθεση με την Π.Δ. δεν συμβαίνει συνέχεια, διότι στην Π.Δ. το κύριο όνομα για το Γιαχβέ είναι στη συντριπτική πλειοψηφία (2.500 περίπου φορές) το Elohim, ενώ στις άλλες θρησκευτικές παραδόσεις ο πληθυντικός δεν χρησιμοποιείται πάντα – π.χ. για πέντε χρήσεις πληθυντικού για έναν θεό αντιστοιχούν είκοσι χρήσεις ενικού για τον ίδιο θεό – απλώς συναντάται περιοδικά, και είναι «πληθυντικός μεγαλοπρέπειας». Αντίθετα, ακριβώς επειδή η λέξη Elohim συναντάται χιλιάδες φορές και είναι το κύριο όνομα του Γιαχβέ στην Π.Δ., ο πληθυντικός της δεν συνιστά «πληθυντικό μεγαλοπρέπειας». Περιπτώσεις όπου ο «άγγελος Κυρίου» αποκαλείται από την Π.Δ. «Θεός»:

ΓΕΝΕΣΙΣ ΙΣΤ’ 7 Εὗρε δὲ αὐτὴν ἄγγελος Κυρίου ἐπὶ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐπὶ τῆς πηγῆς ἐν τῇ ὁδῷ Σούρ. 8 καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελος Κυρίου. ῎Αγαρ, παιδίσκη Σάρας, πόθεν ἔρχῃ καὶ ποῦ πορεύῃ; καὶ εἶπεν· ἀπὸ προσώπου Σάρας τῆς κυρίας μου ἐγὼ ἀποδιδράσκω. 10 καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελος Κυρίου· πληθύνων πληθυνῶ τὸ σπέρμα σου, καὶ οὐκ ἀριθμηθήσεται ὑπὸ τοῦ πλήθους. 11 καί εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελος Κυρίου· ἰδού, σὺ ἐν γαστρί ἔχεις καὶ τέξῃ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ισμαήλ, ὅτι ἐπήκουσε Κύριος τῇ ταπεινώσει σου. 13 καὶ ἐκάλεσεν ῎Αγαρ τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ λαλοῦντος πρὸς αὐτήν· σὺ ὁ Θεὸς ὁ ἐπιδών με, ὅτι εἶπε· καὶ γὰρ ἐνώπιον εἶδον ὀφθέντα μοι.

Ο «άγγελος Κυρίου» που συνομιλεί με την Άγαρ αποκαλείται Θεός («Κυρίου τοῦ λαλοῦντος πρὸς αὐτήν») από τον συγγραφέα, αποκαλείται Θεός από την Άγαρ («ἐνώπιον εἶδον ὀφθέντα [το Θεό] μοι»), μιλά για το Θεό στο γ’ πρόσωπο («ἐπήκουσε Κύριος») και υπόσχεται να πληθύνει τους απογόνους της˙ υπόσχεση που μόνο ο Θεός κάνει. Έχουμε ένα πρόσωπο που δρα ως Θεός και καλείται Θεός κι όμως αναφέρεται στο Θεό – στον εαυτό του – σε γ’ πρόσωπο. Πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευτεί το εδάφιο, εκτός αν υποτεθεί μια πολλαπλότητα εντός της ενότητας του Θεού της Π.Δ.; Φυσικά δεν ισχύει η ραββινική άποψη ότι ο άγγελος/απεσταλμένος λέγεται «Θεός» επειδή μιλά εκ μέρους του Θεού˙ για παράδειγμα, κανένας προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης δεν αποκαλείται από την Π.Δ. ή τους συγχρόνους του «Θεός», απλώς επειδή μεταφέρει σ’ αυτούς τα λόγια του Θεού. Μόνο ο Θεός αποκαλείται YHWH. Η αντίθετη άποψη θα σήμαινε ειδωλολατρία.

ΓΕΝΕΣΙΣ ΚΒ’ 11 και άγγελος Κυρίου από τον ουρανό τον κάλεσε και του είπε «Αβραάμ, Αβραάμ!» Εκείνος απάντησε «Να μαι» 12 είπε σ’ αυτόν ο άγγελος. «Μην απλώσεις το οπλισμένο χέρι σου πάνω στο παιδί και μην κάνεις σ’ αυτό κανέναν κακό˙ διότι κατάλαβα τώρα καλά ότι εσύ σέβεσαι και λατρεύεις το Θεό, αφού για χάρη μου δεν λυπήθηκες τον αγαπητό σου γιο».

Ο «άγγελος Κυρίου» μιλά στον Θεό στο γ’ πρόσωπο, αλλά λέει ότι «για χάρη μου δεν λυπήθηκες». Δε διέταξε κανένας άγγελος τον Αβραάμ να θυσιάσει τον Ισαάκ και δεν θα μπορούσε ένας άγγελος να πει «για χάρη μου». Δηλαδή ταυτίζεται με το Θεό.

ΓΕΝΕΣΙΣ ΛΑ’ 11 καὶ εἶπέ μοι ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ καθ᾿ ὕπνον· ᾿Ιακώβ· ἐγὼ δὲ εἶπα· τί ἐστι; 13 ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τόπῳ Θεοῦ

Ο «άγγελος του Θεού» που εμφανίζεται στον ύπνο του Ιακώβ αποκαλεί τον εαυτό του Θεό.

ΕΞΟΔΟΣ Γ’ 2 ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου ἐν πυρὶ φλογὸς ἐκ τοῦ βάτου... 4 .. ἐκάλεσεν αὐτὸν ὁ Κύριος ἐκ τοῦ βάτου λέγων· Μωυσῆ, Μωυσῆ. 6 καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς τοῦ πατρός σου, Θεὸς ῾Αβραὰμ καὶ Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ Θεὸς ᾿Ιακώβ.

Ο «άγγελος Κυρίου» αυτοαποκαλείται Θεός. Αναφορικά με τον Μεσσία που θα έστελνε ο Θεός της Π.Δ.

ΓΕΝΕΣΙΣ ΜΘ’, 10 Δεν θα λείψει άρχοντας από τη φυλή Ιούδα και αρχηγός από τους απογόνους του, μέχρις ότου έρθει εκείνος, στα χέρια του οποίου απόκεινται οι εξουσίες, «και αυτός προσδοκία εθνών».

ΨΑΛΜΟΣ ΡΘ’ (ΡΙ’) 1 ΕΙΠΕΝ ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· 3 ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου ἐγέννησά σε.

 Δηλαδή, πρόκειται για έναν "προ αιώνων" Μεσσία, αφού γεννήθηκε πριν τη δημιουργία των άστρων και. του κόσμου, και μάλιστα εκ της ίδιας θεϊκής ουσίας "εκ γαστρός". Υπάρχουν αρκετά σημεία στην Παλαιά Διαθήκη όπου φαίνεται η τριαδικότητα που φανερώνεται στην Καινή Διαθήκη.

ΓΕΝΕΣΙΣ Α’, 26 «καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν....»

Από τη μια υπάρχει το α’ πρόσωπο ενικό (είπεν ο Θεός) και από την άλλη το α’ πρόσωπο πληθυντικό (ποιήσουμε).

ΓΕΝΕΣΙΣ Γ’, 22 «καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἰδοὺ ᾿Αδὰμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν, τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν·...»

Εδώ ειδικά, όχι απλώς υπάρχει το α’ πρόσωπο πληθυντικό, αλλά ο ένας Θεός λέει ότι ο Αδάμ έγινε «όπως ένας από εμάς». Αυτό αποκλείει και την ιδέα ότι ο Θεός μιλά στον εαυτό του σε α’ πληθυντικό «μεγαλειότητας». Το «ένας από εμάς» υποννοεί ότι υπάρχουν πολλοί˙ ενώ αν γραφόταν π.χ. «έγινε σαν κι εμάς», κάποιος θα μπορούσε να το θεωρήσει ως πληθυντικό «μεγαλειότητας». Αλλά, αν υποτεθεί – όπως ισχυρίζονται οι ραββίνοι – πως ο Θεός, όταν λέει «εις εξ ημών» εννοεί τον εαυτό του μαζί με τους άγγελους που τον υπηρετούν, και έτσι είναι σαν να θεωρεί τον εαυτό του και αυτούς ως μια ενότητα («ημών»), τότε γιατί η Π.Δ. λέει ότι με τον Θεό δεν υπάρχει όμοιος κανείς σε τίποτα;

Α’ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ, ΙΖ’, 20 Κύριε, οὐκ ἔστιν ὅμοιός σοι, καὶ οὐκ ἔστι Θεὸς πλὴν σοῦ κατὰ πάντα, ὅσα ἠκούσαμεν ἐν ὠσὶν ἡμῶν.

ΓΕΝΕΣΙΣ ΙΑ’, 7 «δεῦτε καὶ καταβάντες συγχέωμεν αὐτῶν ἐκεῖ τὴν γλῶσσαν,...»

Πάλι υπάρχει ο α΄ πληθυντικός.

ΗΣΑΐΑΣ ΣΤ’, 8 «τότε άκουσα τη φωνή του Κυρίου να λέει «ποιον να στείλω; Και ποιος θα πάει για μάς;»

Αλλά αυτά, φυσικά, τα αποσπάσματα δεν λεν εάν ο Θεός της Π.Δ. είναι τρία ή τέσσερα ή δέκα πρόσωπα. Αυτό φανερώνεται αλλού:

ΓΕΝΕΣΙΣ ΙΗ’ 1 ΩΦΘΗ δὲ αὐτῷ [στον Αβραάμ] ὁ Θεὸς πρὸς τῇ δρυΐ τῇ Μαμβρῇ, καθημένου αὐτοῦ [Αβραάμ] ἐπὶ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ μεσημβρίας. 2 ἀναβλέψας δέ [ο Αβραάμ] τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε, καὶ ἰδοὺ τρεῖς ἄνδρες εἱστήκεισαν ἐπάνω αὐτοῦ· καὶ ἰδὼν προσέδραμεν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς ἀπὸ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν. 3 καὶ εἶπε· κύριε, εἰ ἄρα εὗρον χάριν ἐναντίον σου, μὴ παρέλθῃς τὸν παῖδά σου·

Φαίνεται ότι οι τρεις άνδρες που ο Αβραάμ είδε ήταν ο Θεός (ώφθη= εμφανίστηκε ο Θεός), και βλέποντάς τους τρεις άνδρες, τους αποκαλεί «κύριε», ωσάν να ήταν ένας. Για τον Λόγο λέει ο Δαυίδ:

ΨΑΛΜΟΙ ΡΙΗ’ (118), 89 «Εἰς τὸν αἰῶνα, Κύριε, ὁ λόγος σου διαμένει ἐν τῷ οὐρανῷ.»

ΨΑΛΜΟΙ ΡΣΤ’ (106), 20 «ἀπέστειλε τὸν λόγον αὐτοῦ καὶ ἰάσατο αὐτοὺς...»

Όμως ο προφορικός λόγος δεν στέλνεται ούτε παραμένει στους αιώνες στον ουρανό. Για το Πνεύμα λέει ο Δαυίδ πάλι:

ΨΑΛΜΟΙ ΡΓ’(103), 30 «ἐξαποστελεῖς τὸ πνεῦμά σου, καὶ κτισθήσονται»

ΨΑΛΜΟΙ, ΛΒ’, 6 «τῷ λόγῳ τοῦ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν καὶ τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν·»

ΙΩΒ ΛΓ’, 4 «πνεῦμα θεῖον τὸ ποιῆσάν με, πνοὴ δὲ Παντοκράτορος ἡ διδάσκουσά με.»

Όμως το πνεύμα που στέλνεται και δημιουργεί και στερεώνει και συνέχει δεν είναι φύσημα που χάνεται, όπως και το στόμα του Θεού δεν μπορεί να είναι σωματικό μέλος (Ι.Δαμασκηνού, Έκδοσις..., 1, 7). Αν το «πνεύμα Θεού» είναι Θεός, πρόσωπο κι όχι απρόσωπη ενέργεια του Θεού, τότε θα πρέπει να έχει αφενός τις ιδιότητες που έχει ένα πρόσωπο, αφετέρου τις ιδιότητες του Θεού: Το Πνεύμα συνετίζει:

ΝΕΕΜΙΑΣ Θ’, 20 καὶ τὸ πνεῦμά σου τὸ ἀγαθὸν ἔδωκας συνετίσαι αὐτοὺς

Το Πνεύμα είναι πανταχού παρόν, είτε ο άνθρωπος ανεβεί στον ουρανό είτε κατέβει στον Άδη:

ΨΑΛΜΟΙ ΡΛΗ’ 7 ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω; 8 ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, σὺ ἐκεῖ εἶ, ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ᾅδην, πάρει·

Το Πνεύμα είναι δημιουργός του κόσμου (ΓΕΝ. Α’, 2), (ΙΩΒ ΛΓ’, 4)

Εάν το "πνεύμα Θεού" είναι απλώς μια εκδήλωση της ενέργειας του Θεού, τότε δεν μπορεί να λέγεται ότι είναι δημιουργός ή ότι είναι πανταχού παρόν. Είναι σα να λέμε πως "το χέρι του εργάτη χτίζει" αντί του σωστού "ο εργάτης κτίζει". Μερικοί θα πουν πως δεν εκπληρώνει ο Ιησούς κανένα από τα υποσχόμενα του Θεού της Π.Δ. ΓΕΝΕΣΙΣ Γ' 15 Θα θέσω άσβεστη έχθρα μεταξύ σου και της γυναικός, μεταξύ των απογόνων σου και των απογόνων της. Ένας απόγονος της γυναίκας αυτής θα σου συντρίψει την κεφαλή και συ θα κεντήσεις την φτέρνα σου.

1) Θα γεννιόταν στη Βηθλεέμ (Μιχαίας 5:12). 2) Θα προερχόταν από τη φυλή Ιούδα (Γένεση 49:10). 3) Θα γεννιόταν από Παρθένο (Ησαΐας 7:14). 4) Θα έκανε τη θριαμβευτική Του είσοδο στην Ιερουσαλήμ καβάλα πάνω σε ένα γαϊδουράκι (Ζαχαρίας 9:9). 5) Θα προδινόταν για 30 αργύρια (Ζαχαρίας. 11:12). 6) Που θα χρησιμοποιούνταν τα αργύρια της προδοσίας (Ζαχαρίας 11:13). 7) Θα τραυματιζόταν, θα ταλαιπωριόταν και θα δερνόταν (Ησαΐας 53:4-5). 8) Θα πέθαινε με θάνατο σταυρικό (Ψαλμός 22:16). 9) Θα του προσφερόταν να πιει ξύδι (Ψαλμός 69:21). 10) Θα τα έβαζαν τα ρούχα του σε κλήρο (Ψαλμός 22:18). 11) Κανένα από τα οστά Του δεν θα έσπαζε (Ψαλμός 34:20). 12) Θα ενταφιαζόταν με τον πλούσιο (Ησαΐας 53:9). 13) Θα ανασταινόταν από τους νεκρούς (Ψαλμός 16:10).

74. "Αντίθετα από ό,τι ισχυρίζονται οι Χριστιανοί, υπάρχουν δεκαπέντε προχριστιανικοί εθνικοί θεοί, οι οποίοι σταυρώνονται και δεινοπαθούν. Σύμφωνα με το βιβλίο «15 Εσταυρωμένοι & Αναστημένοι σωτήρες»,  του Γεώργιου Γρηγορομιχελάκη, υπάρχουν τουλάχιστον 15 τέτοιοι: α’) ο Κρίσνα: «Ο Γάλλος συγγραφέας του έργου «Η Θρησκεία των αρχαίων» Γκινιάν, μιλά για την σταύρωση του θεού αυτού και αναφέρει πώς καρφώθηκε σε ένα δέντρο» (σελ. 88). β') ο ινδός θεός Σακία: «ένας από αυτούς που αναφέρεται ξεκάθαρα είναι ο Σακία, Βούδας Σακία ή Σάκι Μούνι» (σελ. 93) «σε κάποιες χώρες λέγεται πως ο θεός σταυρώθηκε από ένα βέλος που διαπέρασε το σώμα του και τον κάρφωσε σε ένα δένδρο» (σελ. 93). γ') ο θεός Ταμούζ της Συρίας: «αναστήθηκε από τους νεκρούς για να σώσει τον κόσμο» (σελ. 98): «Σύμφωνα με τις δυτικές ιστορίες οι οποίες απέκρυψαν την ιστορία της σταύρωσης, ζούσε στην γη και τραυματίστηκε από αγριόχοιρο, πέθανε και γκρεμίστηκε στα σκοτεινά δώματα της Αλλατού, της θεάς του θανάτου» (σελ. 99). «Η Ιστάρ (θεά Αστάρτη) πέτυχε να τον αναστήσει ραντίζοντάς τον με κρύο νερό και αλείφοντάς τον με αρώματα. Έτσι τον επαναφέρει στην ζωή μόνο σε ορισμένη ώρα του έτους» (σελ. 99), δ΄) ο θεός Βιττόμπα του Τελιγκονέζε (6ος αι π.Χ.): «Παρουσιάζεται στην ιστορία του με οπές από καρφιά στα χέρια και στα πόδια. Τα καρφιά, τα σφυριά και οι τανάλιες αναπαριστώνται διαρκώς στην σταύρωση του και είναι αντικείμενα λατρείας από τους οπαδούς του» (σελ. 99). «Το σιδηρούν στέμμα της Λομβαρδίας έχει ένα καρφί, το οποίο ισχυρίζονται πως είναι ο πραγματικός και γνήσιος σταυρός του και γι αυτό λατρεύεται  στο όνομά του» (σελ. 99), ε’) ο θεός Ιάω του Νεπάλ  (7ος π.Χ. αι.): «Για τον σωτήρα αυτό γνωρίζουμε πως σταυρώθηκε σε ένα δένδρο στο Νεπάλ» (σελ. 99). «Το όνομα του ενσαρκωμένου αυτού θεού και του ανατολίτη σωτήρα εμφανίζεται στα βιβλία των άλλων χωρών» (σελ. 99). Στ’) ο θεός Χεσούς των Κελτών (9ος αι. π.Χ.): «Οι Κέλτες Δρυίδες αναπαριστούσαν τον θεό τους Χεσούς εσταυρωμένο με ένα πρόβατο στη μια πλευρά και ένα ελέφαντα στην άλλη» (σελ. 100). «Ο ελέφαντας ως το μεγαλύτερο γνωστό ζώο επιλέχθηκε για να αναπαραστήσει το μέγεθος των αμαρτιών του κόσμου, ενώ το πρόβατο για να αναπαραστήσει την αθωότητα του θύματος» (σελ. 100), ζ’) ο θεός Κετσατκοάτλ στο Μεξικό (6ος αι. π.Χ.): «Η ιστορική ύπαρξη του θεού αυτού είναι αναμφισβήτητη και δεν μπορεί να εξαφανιστεί» (σελ. 100). «Ο Μεξικανός αυτός θεός εκτελέστηκε πάνω σε σταυρό και θυσιάστηκε για τις αμαρτίες της ανθρωπότητας» (σελ. 100). «Οι αποδείξεις για την ύπαρξή του βρίσκονται χαραγμένες στο χάλυβα και σε μεταλλικές πλάκες. Μία από τις πλάκες αυτές τον παρουσιάζει εσταυρωμένο πάνω σ’ ένα βουνό, όπως γράφει ο Ιουστίνος για τον Ιησού» (σελ. 100). «Σύμφωνα με άλλο συγγραφέα παρουσιάζεται εσταυρωμένος σε έναν σταυρό και σε μια άλλη αναφορά κρεμασμένος με ένα σταυρό στο χέρι» (σελ. 100), η’) ο θεός Κουιρίνους της Ρώμης (6ος αι. π.Χ.): «Κατά τον θάνατό του ολόκληρη η γη σκοτείνιασε όπως και στην περίπτωση του Ιησού, του Κρίσνα και του Προμηθέα» (σελ. 101), θ’) ο Προμηθέας του Αισχύλου, ι’) ο Θούλις της Αιγύπτου (1700 π.Χ.): «Ο Θούλις τη Αιγύπτου πέθανε πάνω στο σταυρό…» (σελ. 102), ια’) ο Ίντρα στο Θιβέτ (8ος π.Χ. αι.): «Για την σταύρωση αυτού του θεού και σωτήρα δεν έχουμε παρά μια σύντομη αναφορά το Thibetinum Alphabetum σελ. 230. Στο έργο αυτό βρίσκουμε εικόνες που αναπαριστούν τον Θιβετιανό αυτό σωτήρα εσταυρωμένο» (σελ. 103), ιβ’)  ο Άττις της Φρυγίας: «Ο Άττις λατρεύονταν μαζί με την Κυβέλλη ως υιός και εραστής της» (σελ. 103). «Ο Παυσανίας VII 7 γράφει πως ο Δίας αγανάκτησε εναντίων του Άττι και έστειλε ένα αγριογούρουνο για να καταστρέψει τις σοδιές των Λυδών. Τότε ο Άττις και οι Λυδοί σκοτώθηκαν από το αγριογούρουνο, γι αυτό και οι Γαλάτες της Πεσσινούντας δεν αγγίζουν χοιρινό κρέας» (σελ. 103). «Ο Άττις είναι ένας από τους θεούς που πεθαίνουν και ανασταίνονται. Στην ιστορία του υπάρχει η λατινική φράση Suspensus Lingo» που δείχνει τον τρόπο του θανάτου του: Κρεμάστηκε σε ένα δέντρο, σταυρώθηκε, τάφηκε και αναστήθηκε. Στις κάρτες του Ταρώ ο Άττις παρουσιάζεται με την μορφή του Κρεμασμένου» (σελ. 104), ιγ’) ο Κριτέ της Χαλδαίας: «Ήταν γνωστός ως Λυτρωτής, ευλογημένος Υιός του Θεού, σωτήρας της φυλής, ο προσφέρων την λύτρωση σε ένα θυμωμένο θεό, Όλα αυτά καταγράφονται σύμφωνα με τον Χίγκινς, στα ιερά βιβλία των Χαλδαίων, όπου αναφέρεται και η σταύρωση του θεού. Όταν πέθανε η γη και ο ουρανός κλονίστηκαν» (σελ. 105), ιδ’) ο θεός Μπάλι της Ορίσσα: «Από τα βιβλία της Ανατολής μαθαίνουμε πως στην Ορίσσα, μια Ασιατική περιοχή, υπήρχε ένας εσταυρωμένος θεός» (σελ. 105). «ονομάζονταν και «Δεύτερος Κύριος», ως αναφορά σε ένα δεύτερο πρόσωπο ή το δεύτερο μέλος μια τριάδος, αφού οι περισσότεροι εσταυρωμένοι θεοί κατέχουν την θέση αυτή σε μια τριάδα θεοτήτων» (σελ. 105) και ιε’) ο Μίθρας της Περσίας: «Ο Πέρσης αυτός θεός, σύμφωνα με τον Χίγκινς, «σφαγιάσθηκε στο σταυρό για να λυτρώσει την ανθρωπότητα από τα αμαρτήματά της»» (σελ. 105). «Λέγεται πως γεννήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου και σταυρώθηκε σε ένα δένδρο» (σελ. 105). Οι Χριστιανοί το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να αντιγράψουν τις παραπάνω ιστορίες και να τις παρουσιάσουν ως κάτι τάχα καινούργιο".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος βασίζεται σε δύο άξονες/ερωτήματα: 1) δανείστηκαν οι Χριστιανοί και οι Απόστολοι από αυτές τις μυθολογίες στοιχεία, ώστε να τα συνενώσουν στο πρόσωπο του Ιησού; και 2) Πληρούν οι θεοί αυτοί τα κριτήρια που εκπληρώνει ο Ιησούς, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη;

            Για το πρώτο σκέλος, είναι κάτι παραπάνω από αφελές να ισχυριστεί κανείς ότι οι 12 αμαθείς ψαράδες Απόστολοι, που ξεκίνησαν την διάδοση του Χριστιανισμού γνώριζαν το σύνολο των μυθολογιών αυτών. Άνθρωποι που δεν ήξεραν τίποτε για τον κόσμο πέρα από την περιοχή όπου ψάρευαν, θα ήταν αδύνατο να γνωρίζουν όλες αυτές πληροφορίες, ώστε μετά, σε δεύτερο στάδιο, να καθίσουν και να επιλέξουν αυτές που τους χρειαζόταν για να «φτιάξουν» την προσωπικότητα του Χριστού, και σε τρίτο στάδιο να δεχθούν να βασανιστούν και να θανατωθούν πρόθυμα, για χάρη ενός ψέμματος, το οποίο σχεδίασαν με κάθε ακρίβεια. Μήπως ταξίδεψαν στο Μεξικό, το Θιβέτ, την Ινδία, στους Κέλτες, στην Μικρά Ασία, ώστε να συλλέξουν πληροφορίες; Ή κατέγραφαν στη μικρή γωνιά του κόσμου τις πληροφορίες που ξένοι τούς έδιναν; Αλλά και πάλι, πότε πρόλαβαν οι δώδεκα αγράμματοι ψαράδες μεταξύ της Σταύρωσης και της συγγραφής των Ευαγγελίων α’) να συλλέξουν τόσες πληροφορίες, β’) να τις επεξεργαστούν, εν μέσω διωγμών από τους συμπατριώτες τους; γ’) Δεν ήταν ευκολότερο γι’ αυτούς να καταγράψουν ό,τι είδαν και άκουσαν οι ίδιοι για τον Χριστό, αντί να καταγράψουν τις μυθολογίες 15 ξένων, άγνωστων γι’ αυτούς θεών από μακρινές ή πολύ μακρινές χώρες;

Για το δεύτερο σκέλος, αρκεί η παράθεση των διαφορών μεταξύ του Χριστού και των ψευδοθεοτήτων, δεδομένου ότι οι απαντήσεις στα ερωτήματα α’ και β’ είναι αρνητικές, ενώ στο γ’ είναι καταφατική.

α') ο θεός Κρίσνα, θεός του ινδικού πανθέου, 8η ενσάρκωση του θεού Βισνού, φόνευσε τον βασιλιά και διώκτη του Κάσνα. Ήταν εραστής της βοσκοπούλας Ράδα. Φονεύτηκε με βέλος, όταν – σύμφωνα με την Μαχαβαράτα – μεταμορφώθηκε σε αντιλόπη. Συνεπώς: 1) αντίθετα από τον Χριστό ο Κ. ανήκει σε πανθεϊστικό σύστημα και δεν είναι Υιός μονογενής του Ενός Θεού, 2) αντίθετα από το Χριστό, ο Κ. έχει ερωτικές σχέσεις, 3) αντίθετα από τον Χριστό, ο Κ. δεν σταυρώνεται αλλά φονεύεται με βέλος, 4) αντίθετα με τον Χριστό δεν αναστήθηκε σωματικά ή αλλιώς, 5) αντίθετα από τον Χριστό, ο Κ. δεν γεννήθηκε από παρθένο.

β') ο θεός Σακία, που δεν είναι θεός, διότι είναι ενσάρκωση του Βούδδα, δηλαδή απλός άνθρωπος, άγιος μεν, αλλά άνθρωπος. 1) αντίθετα από τον Χριστό, ο Σακία είναι άνθρωπος, 2) αντίθετα από τον Χριστό, ο Σακία δεν σταυρώνεται με καρφιά, αλλά τοξεύεται, 3) αντίθετα από τον Χριστό, ο Σακία καρφώνεται σε δέντρο και όχι σε σταυρό, 4) αντίθετα από τον Χριστό, δεν αναφέρεται ότι αναστήθηκε, σωματικά ή άλλως, 5) αντίθετα από τον Χριστό, ο Σ. δεν γεννήθηκε από παρθένα, πατέρας του ήταν ο  Σουδοντάνα, ένας ευγενής. Οι μετέπειτα θρύλοι λέγουν πως εισήλθε στην βασίλισσα Μαγιά πριν γεννηθεί, με την μορφή λευκού ελέφαντα (πιθανόν στον ύπνο της).

γ') ο θεός Ταμούζ της Συρίας, σύζυγος της Ιστάρ, πληγώθηκε θανάσιμα από Κάπρο, απεσπάσθη από τον Άδη από αυτήν. 1) αντίθετα από τον Χριστό, ο Ταμούς είχε σύζυγο, 2) αντίθετα από τον Χριστό, ο Τ. σκοτώθηκε από κάπρο και δεν πέθανε στο σταυρό, 3) αντίθετα από τον Χριστό, ο Ταμούζ αναστήθηκε με τη βοήθεια της γυναίκας του, ενώ ο Χριστός ήταν Θεός και ανεστήθη μόνος του, 4) αντίθετα από τον Χριστό, ο Ταμούζ ανεστήθη με τη βοήθεια κρύου νερού, 5) αντίθετα από τον Χριστό, ο Ταμούζ ανασταίνεται μόνο συγκεκριμένες στιγμές το χρόνο, ενώ ο Χριστός ανεστήθη σαρκικώς μια για πάντα, 6) αντίθετα από τον Χριστό, δεν γεννήθηκε από παρθένο, 7) αντίθετα από τον Χριστό, ο Ταμούζ ανήκει σε πολυθεϊστικό σύστημα.

δ') ο θεός Βιττόμπα, 1) αντίθετα από τον Χριστό, δεν αναφέρεται να γεννήθηκε από παρθένο, 2) αντίθετα από τον Χριστό, δεν σταυρώθηκε, αλλά απλώς καρφώθηκε, 3) αντίθετα από τον Χριστό, ο Β. δεν αναφέρεται να ανεστήθη.

ε') ο θεός Ιάω, 1) αντίθετα από τον Χριστό, δεν αναφέρεται να γεννήθηκε από παρθένο, 2) αντίθετα από τον Χριστό, δεν σταυρώθηκε σε σταυρό, αλλά σε δένδρο, 3) αντίθετα από τον Χριστό, δεν αναφέρεται ότι ανεστήθη.

στ') ο θεός Χεσούς, 1) αντίθετα από τον Χριστό, παριστάνεται σταυρωμένος με έναν ελέφαντα από τη μια και ένα πρόβατο στην άλλη, 2) αντίθετα από τον Χριστό, δεν αναφέρεται ότι γεννήθηκε από παρθένο, 3) αντίθετα από τον Χριστό, δεν αναφέρεται ότι ανεστήθη, 4) αντίθετα από τον Χριστό , δεν αναφέρεται ως μονογενής Υιός του ενός Θεού, διότι ανήκει σε πολυθεϊστικό σύστημα, των Δρουΐδων.

ζ') ο «θεός» Κετσατκοάτλ, 1) αντίθετα από τον Χριστό, ήταν άνθρωπος και δεν θεωρήθηκε θεάνθρωπος, 2) αντίθετα από τον Χριστό, ήταν υιός του βασιλέα Τοτεπένχ -Καμάντι της Τολάν, ο οποίος δολοφονήθηκε, 3) αντίθετα από τον Χριστό, έγινε βασιλιάς κράτους των Τολτέκων, 4) αντίθετα με τον Χριστό, ανήκει σε πολυθεϊστικό σύστημα των προκολομβιανών θρησκειών, 5) αντίθετα με τον Χριστό, δεν αναφέρεται ότι ανεστήθη, 6) αντίθετα με τον Χριστό, δεν αναφέρεται ότι γεννήθηκε από παρθένο.

η') ο θεός Κουιρίνους, 1) αντίθετα με τον Χριστό, είναι ο συνιδρυτής της Ρώμης Ρωμύλος, που έλαβε αυτό το όνομα από τους Ρωμαίους μετά θάνατον, θεωρούμενος υιός του Άρη, 2) αντίθετα από τον Χριστό, δεν γεννήθηκε από παρθένο, 3) αντίθετα από τον Χριστό, ανήκει σε πολυθεϊστικό σύστημα και δεν είναι Υιός του ενός Θεού μονογενής, 4) αντίθετα από τον Χριστό, δεν αναφέρεται ότι ανεστήθη σωματικά ή άλλως, 5) αντίθετα από τον Χριστό, δεν αναφέρεται εάν πέθανε στο σταυρό ή αλλιώς.

θ') ο θεός Προμηθέας, 1) αντίθετα από τον Χριστό, δεν γεννήθηκε από παρθένο, αλλά από την Κλυμένη που ξάπλωσε σε κοινό κρεβάτι με τον Ιαπετό (Ησ. Θεογ. Στιχ. 507), 2) αντίθετα από τον Χριστό δεν είναι Υιός μονογενής του ενός Θεού, 3) αντίθετα από τον Χριστό ανήκει σε πολυθεϊστικό σύστημα, 4) αντίθετα από τον Χριστό, δεν σταυρώθηκε, αλλά δέθηκε με αλυσίδες στον βράχο ενός βουνού, του Καυκάσου, 5) αντίθετα από τον Χριστό, δεν ανεστήθη, εφόσον δεν πέθανε καν, αλλά διεσώθη από τον Ηρακλή.

ι') ο θεός Θούλις της Αιγύπτου, 1) αντίθετα από τον Χριστό, δεν ήταν θεός, αλλά πραγματικό πρόσωπο, Φαραώ της Αιγύπτου, θεοποιημένος εν ζωή, όπως οι παγανιστές καίσαρες, 2) αντίθετα από τον Χριστό, δεν αναφέρεται ότι γεννήθηκε από παρθένο, 3) αντίθετα από τον Χριστό, δεν αναφέρεται ότι πεθαίνοντας ανεστήθη σωματικά ή άλλως, 4) αντίθετα από τον Χριστό, ανήκει σε πολυθεϊστικό σύστημα.

ια’) ο θεός Ίντρα, 1) αντίθετα από τον Χριστό, δεν αναφέρεται ότι ήταν Υιός μονογενής του ενός Θεού, 2) αντίθετα από τον Χριστό δεν αναφέρεται σε μονοθεϊστικό σύστημα, 3) αντίθετα από τον Χριστό, δεν αναφέρεται γεννημένος από παρθένο, 4) αντίθετα από τον Χριστό, δεν αναφέρεται ότι ανεστήθη σαρκικώς για πάντα.

ιβ') ο θεός Άττις, 1) αντίθετα από τον Χριστό, ανήκει σε πολυθεϊστικό σύστημα, 2) αντίθετα από τον Χριστό, δεν γεννιέται από παρθένο γυναίκα άνθρωπο, 3) αντίθετα από τον Χριστό, έχει σεξουαλικές σχέσεις με την μητέρα του, 4) αντίθετα από τον Χριστό, σκοτώθηκε από αγριογούρουνο σταλμένο από το Δία, 5) αντίθετα από τον Χριστό, δεν σταυρώθηκε σε σταυρό, 6) αντίθετα από τον Χριστό, δεν ανεστήθη ούτε σαρκικώς ούτε εξ άπαντος.

ιγ') ο θεός Κριτέ, 1) αντίθετα από τον Χριστό, δεν ανήκει σε μονοθεϊστικό σύστημα, ώστε να είναι Υιός του Θεού μονογενής, 2) αντίθετα από τον Χριστό, δεν αναφέρεται να γεννήθηκε από παρθένο, 3) αντίθετα από τον Χριστό, δεν αναφέρεται να ανεστήθη σαρκικώς και εξ άπαντος. Ποια είναι αυτά τα «ιερά βίβλία» των Χαλδαίων, που ομιλούν γι’ αυτόν;

ιδ') ο θεός Μπάλι, 1) αντίθετα από τον Χριστό, δεν αναφέρεται ότι γεννήθηκε από παρθένο, 2) αντίθετα από τον Χριστό, δεν αναφέρεται ότι είναι μονογενής Υιός του ενός Θεού, δηλαδή, ανήκει σε πολυθεϊστικό σύστημα, 3) σε αντίθεση με τον Χριστό, ονομάζεται «δεύτερος Κύριος», 4) σε αντίθεση με τον Χριστό, δεν αναφέρεται εάν ανεστήθη σαρκικά εξ άπαντος ή εάν ενσαρκώθηκε ώστε να πεθάνει, 5) αντίθετα από τον Χριστό, είναι θεός του βασιλείου των νεκρών, κάτι αντίστοιχο του Πλούτωνα. Γιατί δεν κατονομάζονται τα «βιβλία της Ανατολής», τα οποία μιλάν γι’ αυτόν; Άτιτλα είναι; Πώς μπορεί να αποδειχθεί τριάδα βάσει απλής παράθεσης του «Δεύτερου Κυρίου»; Είναι απαραίτητο να υπάρχει και «Τρίτος Κύριος», εάν απλώς υπάρχει Δεύτερος; Ποιος είναι αυτός, αν υπάρχει, στη θρησκεία του Μπάλι;

ιδ') ο θεός Μίθρας 1) αντίθετα από τον Χριστό, δεν γεννήθηκε από παρθένο γυναίκα, αλλά σύμφωνα με τη μυθολογία από ένα αυγό. Τώρα αν η κότα ήταν παρθένος, είναι θέμα προς συζήτηση, 2) αντίθετα από τον Χριστό δεν ανεστήθη σαρκικώς και εξ άπαντος, 3) αντίθετα από τον Χριστό, ανήκει σε πολυθεϊστικό σύστημα και δεν είναι μονογενής Υιός του ενός Θεού.

Αλλά και ο Διόνυσος, που τον ξέχασαν, μέσα στην τρελή χαρά τους («αφού βρήκαμε δεκαπέντε παγανιστικούς Χριστούς, τι δεκαπέντε τι δεκάξι») ως ακόμη έναν «αναστημένο θεό», είχε μητέρα, την Σέμελη, την οποία διακόρευσε ο ύπατος Greek Lover Ζευς - και ήταν και εξαμηνίτικος (Απολ. Βιβλ. Γ', IV, 3) ! Αλλά ειδικότερα, στο ζήτημα της παρθενίας των μητέρων των «θεών» αυτών, ακόμη και για τις μετενσαρκώσεις, όπου απλώς εισέρχεται στην κοιλία της μητέρας ο θεός/πνεύμα, οι μητέρες αυτές έχουν ήδη άντρα και συνεπώς δεν είναι παρθένες, ακόμη κι αν δεν διακορεύτηκαν από τον θεό για να γεννηθεί ένας γιος-θεός. Ο Χριστός είναι 1) γεννημένος από παρθένα, 2) μονογενής Υιός ενός Θεού, 3) σταυρώνεται σε σταυρό, 4) ανασταίνεται σαρκικώς εξ άπαντος. Οι «θεοί» που οι Ν/Π παρουσιάζουν 1) συχνά δεν είναι θεοί, αλλά πραγματικοί άνθρωποι μετά θάνατον θεοποιηθέντες ή κατά τη διάρκεια της εξουσίας τους, 2) δεν γεννώνται από παρθένα, 3) δεν είναι μονογενείς Υιοί ενός μοναδικού Θεού, 4) πολλές φορές δεν σταυρώνονται, αλλά τοξεύονται ή φονεύονται αλλιώς, 5) έχουν σεξουαλικές σχέσεις με γυναίκες, ακόμη και με τη μάνα τους, 6) πολλές φορές δεν ενσαρκώνονται καν, 7) δεν ανασταίνονται σαρκικώς, 8) δεν ανασταίνονται ούτε σαρκικώς ούτε μια και για πάντα, 9) ανασταίνονται με μαγικά μέσα – νερό, αρώματα – με βοήθεια άλλων θεών, 10) ανήκουν σε πολυθεϊστικά θρησκευτικά συστήματα.

Οι διαφορές είναι όχι απλώς προφανείς, όχι απλώς πολλές, αλλά τεράστιες και βαρυσήμαντες. Κανείς από τους «15 σταυρωμένους και αναστημένους θεούς» δεν έχει ούτε τις μισές ιδιότητες του Χριστού. Όλοι οι θεοί έχουν τουλάχιστον τις μισές ιδιότητες από τις δέκα παραπάνω. Τόσες διαφορές, τόσο σημαντικές, αποκλείουν δίχως δεύτερη σκέψη την πιθανότητα οι τρομοκρατημένοι, καταδιωκόμενοι, αμαθείς Ευαγγελιστές να κάτσουν και να συνδυάσουν ένα πρόσωπο με τις ιδιότητες του Ιησού βάσει των ιδιοτήτων των θεών, ώστε μετά να αρχίσουν απέραντα ταξίδια προκειμένου να διδάξουν και να πεθάνουν με σκληρό θάνατο, για χάρη ενός ψέμματος.

Ασφαλώς, ουδέποτε ο Χριστιανισμός είπε ότι είναι τελείως λανθασμένες οι απόψεις των άλλων θρησκειών ή ότι δεν υπάρχουν σε αυτές προτυπώσεις του ερχομού του Χριστού. Ισχυρίστηκε ότι αυτός κατέχει ολόκληρη την αλήθεια (κι όποιος θέλει το δέχεται αυτό), όχι ότι οι άλλοι δεν κατέχουν κανένα μέρος της αλήθειας.

Αλλά υπάρχει και μια τρίτη απόδειξη ότι δεν είναι αντιγραφή η ιστορία του Χριστού με τις μυθολογίες. Οι διηγήσεις για τους θεούς αυτούς παραμένουν απλές διηγήσεις, μύθοι, δίχως κάποιο θεολογικό νόημα να ενυπάρχει σε αυτούς. Ποτέ δηλαδή δεν ανέπτυξε καμμία άλλη θρησκεία που είχε ως κεντρικά πρόσωπα τον Μαρντούκ ή τον Μίθρα ή άλλους, τέτοια σωτηριολογία σαν τη χριστιανική. Γιατί; Διότι απλώς τα «γεγονότα» της ζωής των θεών τους τα έβλεπαν ως απλούς μύθους-μοτίβα. Το πολύ-πολύ να θεωρηθούν οι μύθοι ως συμβολισμοί φυσικών διαδικασιών (πράγμα αδύνατο για όλους τους μύθους). Από τι πράγμα (εννοείται, κακό) προσπάθησαν όλοι αυτοί οι παγανιστικοί θεοί να σώσουν τον άνθρωπο και τον κόσμο, ώστε να σταυρωθούν; Και γιατί να είναι έτσι αυτός ο κόσμος, ώστε να χρειαστεί η επέμβασή τους; Δεν υπάρχουν τέτοιες απαντήσεις στις θρησκείες αυτές, διότι πίσω από τα «γεγονότα» δεν υπάρχει καμμία πρόθεση για θεολογία, και καμμία θεολογική προϋπόθεση. Στο Χριστιανισμό όμως υπάρχει το θεολογικό υπόβαθρο: ο Χριστός σταυρώνεται για να σώσει τους ανθρώπους από κάτι συγκεκριμένο (αμαρτία), που υπάρχει στον κόσμο λόγω συγκεκριμένης αιτίας. Δεν έχουμε στο Χριστιανισμό παραμύθια κι ωραίες, αναίτιες ιστοριούλες. Οι οπαδοί των Μίθρα-Σακία κ.ο.κ. επικεντρώνονται στη θεότητα και θεωρούσαν τα γεγονότα αυτά ως μύθους, το πολύ-πολύ συμβολικούς της αλληλουχίας των εποχών.  Θεολογικές ή κοσμολογικές προϋποθέσεις  και επεξηγήσεις των – αντίστοιχων του Χριστού – παθημάτων των παγανιστικών θεών δεν υπάρχουν στους παγανιστικούς μύθους (είτε αυτοί είναι γεγονότα είτε συμβολικοί).

Αλλά και άν όντως ο Ορφέας ή ο Άδωνις προσπάθησε να σώσει από την αμαρτία ή τη φθορά ή το κακό τον άνθρωπο, γιατί υπάρχουν η αμαρτία και η φθορά στον κόσμο; Δίνουν οι μυθολογίες των θεών τέτοια εξήγηση; Σχεδόν καμμία. Αν οι ορφικοί απαντήσουν ότι το κακό, η φθορά κ.λπ. υπάρχουν λόγω της κακής ύλης, αυτό είναι το άκρως αντίθετο από την διδασκαλία του Χριστιανισμού. Καμμία σχέση δεν έχουν κάτι τέτοιες αντιλήψεις με το Χριστιανισμό. Ο Χριστιανισμός θεωρεί αίρεση την άποψη ότι η ύλη είναι φύσει κακή, διότι τότε θα θεωρούσε και τον δημιουργό που την δημιουργεί, το Θεό, κακό.

Με άλλα λόγια, η τεράστια διαφορά μεταξύ Χριστιανισμού και Ορφισμού (του μόνου από τους παγανιστικούς θεούς, του οποίου η θρησκεία είναι κάτι παραπάνω από μια απλή εξιστόρηση της τύχης του θεού), είναι ότι ο Χριστιανισμός την ύλη δεν την βλέπει ούτε κατώτερη (τιτάνεια) ούτε κακής ποιότητας ούτε τις δίνει άλλο  κανένα υποτιμητικό - άρα δαιμονικής προέλευσης - χαρακτηρισμό για το δημιούργημα του Θεού (δηλαδή την ύλη), διότι μόνο ο Χριστιανισμός σέβεται τόσο το σώμα του ανθρώπου, ώστε να διακηρύσσει ότι αυτό θα αναστηθεί/αφθαρτοποιηθεί. Όσους λοιπόν παγανιστικούς σταυρωμένους και αναστημένους «θεούς»/μύθους κι αν φέρνουν οι Νεοπαγανιστές εναντίον του Χριστιανισμού, την τεράστια διαφορά μεταξύ αυτών και του Χριστιανισμού δε θα μπορέσουν να την εξηγήσουν, εκτός αν φορέσουν τις παρωπίδες του εθνικισμού και του ρατσισμού. 

Δεν υπάρχει, λοιπόν, αντιγραφή των παγανιστικών μύθων από τον Χριστιανισμό, όπως ισχυρίζονται οι φιλοχριστιανοί (όταν προσπαθούν να βρουν ομοιότητες και αντιγραφή εκ μέρους του Χριστιανισμού, ώστε να τον θεωρήσουν ελληνικό και να τον αποδεχτούν) ή οι αντιχριστιανοί (όταν προσπαθούν να βρουν ομοιότητες, ώστε να κατηγορήσουν τον Χριστιανισμό ότι «τις έκλεψε») εθνικιστές (νεο-ορφικοί και μη) ή οι Παγανιστές, διότι μόνο  στον Χριστιανισμό υπάρχει βαθύ και διαφορετικό από τους άλλους μύθους νόημα των γεγονότων αυτών, και διότι μόνο στο Χριστιανισμό υπάρχουν οι θεολογικές, κοσμολογικές  κ.ά. προϋποθέσεις, οι οποίες κάνουν επιτακτική την σταύρωση και την ανάσταση του Χριστού. Πέραν ότι οι παγανιστικοί μύθοι ήταν αλληγορικοί, ενώ οι Χριστιανοί ουδέποτε είπαν ότι οι εξιστορήσεις για τον Χριστό ήταν αλληγορικές κι όχι γεγονότα, εάν ο Χριστιανισμός αντέγραψε τους μύθους αυτούς, τότε θα έπρεπε και στους μύθους/στις θρησκείες αυτές να υπάρχει αντίστοιχο περιεχόμενο και μεταφυσικό νόημα και κοσμολογικές προϋποθέσεις. Τέτοια ομοιότητα όμως στο νόημα ή στις προϋποθέσεις δεν βρίσκεται μεταξύ Χριστιανισμού και μυθολογιών.

Ορισμένοι Νεοπαγανιστές λεν πως οι μύθοι των ανατολικών αυτών  θεών δεν είχαν καμμία ιδέα της «αμαρτίας» και «σωτηρίας από την αμαρτία», αλλά, ως εθνικοί που είναι, κρίνουν το αληθές/ψευδές της ιδέας της αντίληψης περί «αμαρτίας» με βάση το αν οι αρχαίοι πρόγονοί μας είχαν αντίληψη περί «αμαρτίας» κι όχι αν δικαιολογείται τέτοια άποψη. Είναι φυσικό, για την εθνικιστική αντίληψη αυτών των Νεοπαγανιστών είτε να απορρίπτει ο,τιδήποτε δεν είναι αρχαιοελληνικής προέλευσης είτε να το «ελληνοποιεί» κατά τρόπο επιπόλαιο, προκειμένου να το πιστέψει.

 

 

  75. "Η ύπαρξη του λεγόμενου Ιησού είναι ένας μύθος. Οι ελάχιστες εξωχριστιανικές μαρτυρίες για την ύπαρξή του είναι χαλκευμένες από τους Χριστιανούς, πολλές φορές και προκλητικά. Υπάρχουν δεκάδες ιστορικών προσώπων που έζησαν και άφησαν συγγραφικό έργο εκείνη την εποχή, αλλά δεν έγραψαν τίποτε για τον Ιησού. Όλη αυτή η ιδεολογία κατασκευάστηκε στο μύθο ενός ανύπαρκτου ανθρώπου".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ 1) Είναι εύκολο να απαντήσουμε στο ερώτημα, γιατί δεν έγραψαν για τον Χριστό τόσοι πολλοί Εθνικοί της εποχής του, όσους τουλάχιστον θα περιμέναμε να γράψουν. Ο Χριστιανισμός είναι εδώ και δεκαέξι αιώνες τόσο γνωστός σε όλους, τόσο διαδεδομένος, ώστε κανείς καταλήγει ασυναίσθητα να νομίζει ότι θα έπρεπε και τον πρώτο αιώνα να είναι το ίδιο σημαντικός για τους μορφωμένους Παγανιστές του πρώτου αιώνα μ.Χ., ώστε να ασχοληθούν μαζί του.

            Ο Ιησούς ήταν Ιουδαίος. Δηλαδή γεννήθηκε και έζησε σε μια γωνιά της Αυτοκρατορίας και ανήκε σε ένα έθνος που το περιφρονούσαν οι Εθνικοί για τη θρησκεία και τα έθιμά του. Γιατί  να ασχοληθούν οι Εθνικοί συγγραφείς με έναν από τους δεκάδες «μεσσίες» και προφήτες που ξεπρόβαλαν από ένα ειδεχθές μη παγανιστικό έθνος στα σύνορα της τεράστιας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και μάλιστα με έναν «μεσσία» που δικάστηκε και καταδικάστηκε από το ρωμαϊκό δίκαιο να πεθάνει ατιμωτικά; Υπήρχαν πολύ πιο ενδιαφέροντες και τίμιοι άνδρες, για να γράψουν γι’ αυτούς. Ποιος θα έδινε σημασία σε κάποιον θανατοποινίτη; Η Ιουδαία, όντας άκρο της Αυτοκρατορίας, ήταν ουσιαστικά ένα μέρος που κανείς Εθνικός δεν ήθελε να πάει και να γνωρίσει. Κι αν πήγαινε εκεί, θα έχανε τον καιρό του με έναν από τους δεκάδες «μεσσίες»; Αφού δεν υπήρχε στην Παλαιστίνη του 30 μ.Χ. κανείς Εθνικός ιστορικός ή λόγιος, του οποίου το έργο να διεσώθη, δεν πρέπει να ξαφνιάζει η απουσία απευθείας λατινικών μαρτυριών.

            Ο Ιησούς ήταν φτωχός, δεν ταξίδεψε στη Ρώμη, δεν έγραψε κανένα έργο, δεν έστειλε επιστολές στον αυτοκράτορα ή τη σύγκλητο. Γιατί να ασχοληθεί κάποιος λόγιος μαζί του. Μήπως όλοι όσοι απλοί άνθρωποι δεν έκαναν όλα αυτά, την ίδια εποχή, δεν υπήρξαν;

            Στην εποχή εκείνη οι επικοινωνίες δεν ήταν όπως αυτές τις  εποχής μας. Αλλά και πάλι, αν λ.χ. ένας βουδδιστής καλόγερος έκανε θαύματα για δύο χρόνια στο Θιβέτ, είναι αμφίβολο αν θα τον προέβαλαν τα ΜΜΕ, εκτός κι αν δεν είχαν τίποτε άλλο να γεμίσει το δελτίο ειδήσεών τους. Τον πρώτο αιώνα τα πράγματα ήταν χειρότερα και ένα νέο έκανε μήνες να φτάσει στη Ρώμη. Αλλά, όπως είπαμε, κανείς δεν ενδιαφερόταν να καταγράψει τίποτε για έναν ακόμη εκτελεσθέντος προφήτη ενός ασήμαντου και εχθρικού για τους Ρωμαίους έθνους.

            Ας δούμε μερικούς λόγιους του 1ου αιώνα μ.Χ. Ο Πετρώνιος έγραψε το «Σατυρικόν». Μια σάτυρα με θέμα το «γεύμα του Τριμάλχιου». Θα ΄πρεπε να γράψει και μια άλλη για τον Μυστικό Δείπνο; Ο Αρριανός έγραψε για τον Αλέξανδρο και τους Πέρσες. Ξέχασε να αναφέρει τους τρεις μάγους. Ο Πτολεμαίος τον 2ο μ.Χ. αιώνα ήταν αστρονόμος. Ξέχασε να αναφέρει το αστέρι της Βηθλεέμ. Δεν έγραψε κανείς ιστορία της Παλαιστίνης, ώστε να ασχοληθεί.

            Δεν έχει νόημα λοιπόν να θεωρήσουμε την απουσία πολλών εξωχριστιανικών πηγών για την ύπαρξη του Ιησού ως απόδειξη ότι αυτός δεν υπήρξε.

2) Τα εξωχριστιανικά γραπτά του πρώτου αιώνα μ.Χ. που διασώζονται είναι τα εξής (Blaiklock, E. M. Jesus Christ: Man or Myth? Nashville: Thomas Nelson Publishers, 1984, σ. 13-16):

α’) μια ιστορία της Ρώμης από κάποιον Vellius Paterculus, βετεράνο αξιωματούχο του Τιβέριου, που εκδόθηκε το 30 μ.Χ., όταν ο Χριστός άρχισε να κηρύττει.

β') Μια επιγραφή που αναφέρει τον Πιλάτο.

γ') Παραμύθια γραμμένα από έναν μακεδόνα απελεύθερο, τον Φαίδρο, στη δεκαετία του 40 μ.Χ.

δ’) Στις δεκαετίες του 50 και του 60, έργα και ποιήματα του Σένεκα, ένα ποίημα από τον ανηψιό του Λουκανό, ένα βιβλίο γεωπονικής από κάποιον Columella, συνταξιούχο στρατιώτη, αποσπάσματα από το Σατυρικόν του Πετρώνιου, μερικές σειρές από το έργο ενός λατίνου κωμικού, του Persius, η Φυσική Ιστορία του Πλίνιου, αποσπάσματα από σχόλια στον Κικέρωνα από κάποιον Asconius Pedianus, και μια ιστορία του Μεγαλέξανδρου από τον Quinus Qurtius.

ε') Στις δεκαετίες του 70 και του 80, ορισμένα ποιήματα και επιγράμματα του Μαρτιάλη (γεν. 45 μ.Χ.), έργα του Τάκιτου για τη ρητορική και του Ιώσηπου (Κατ’ Απιώνος, Ιστορία του ιουδαϊκού πολέμου).

στ') Τέλος, τη δεκαετία του 90 έχουμε ποιήματα του Statius, δώδεκα βιβλία του Quintillian περί ρητορικής, μια βιογραφία του Τάκιτου για τον πεθερό του, Agricola, και ένα έργο του για την Γερμανία.

    Από όλα αυτά, μόνο ο Σένεκας ίσως να έγραφε για τον Ιησού. Αλλά δεδομένων των προβλημάτων του με τον Νέρωνα, ο οποίος τον θανάτωσε το 65 μ.Χ. είναι αμφίβολο αν είχε τον χρόνο ή τη διάθεση να ασχοληθεί με την Παλαιστίνη και τον Ιησού, ακόμη κι αν είχε ακουστά .

3) Ανυπαρξία αποδείξεων δεν σημαίνει απόδειξη ανυπαρξίας. Όχι με την έννοια ότι πρέπει να αποδείξουν κάποιοι πως δεν υπήρξε ο Ιησούς Χριστός, αλλά με την έννοια ότι είναι φυσιολογικό οι εξωχριστιανικές αναφορές να είναι ελάχιστες.

4) Θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί πώς ο Πόντιος Πιλάτος δεν έκανε κάποια αναφορά στη Ρώμη για το περιστατικό της σταύρωσης του Ιησού; Η απάντηση είναι ότι καμμιά αναφορά κανενός Ρωμαίου διοικητή της Ιουδαίας επί οποιουδήποτε θέματος δεν έχει διασωθεί. Μήπως αυτό σημαίνει ότι οι Ρωμαίοι ποτέ δεν κατείχαν την Παλαιστίνη; Ελάχιστες αναφορές από διοικητές επαρχιών διασώζονται σήμερα.

5) Υπάρχουν ωστόσο ορισμένες εξωχριστιανικές μαρτυρίες. Αυτές είναι λίγες. Δηλαδή, θα έπρεπε να απορρίψουμε τη μαρτυρία των λίγων εξ αιτίας της σιωπής των πολλών, σιωπής που οφείλεται είτε στην απώλεια του έργου τους είτε στην αδιαφορία τους για την Ιουδαία; Αυτό θα ήταν παράλογο. Μοιάζει με την ιστορία ενός κατηγορούμενου, στου οποίου τη δίκη κατέθεσαν τέσσερις μάρτυρες κατηγορίας, οι οποίοι τον είδαν να διαπράττει το έγκλημα, ενώ η υπεράσπιση έφερε δεκατέσσερεις μάρτυρες, οι οποίοι είπαν ότι δεν είδαν τον κατηγορούμενο να διαπράττει το έγκλημα. Φυσικά ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε!

6) Οι σημερινοί αρνητές της ύπαρξης του Χριστού αρνούνται αυτό που ακόμη και οι αντιχριστιανοί λόγιοι του δεύτερου και τρίτου αιώνα δέχονταν ως δεδομένο, την ύπαρξη του Χριστού. Ούτε ο Πορφύριος ούτε ο Κέλσος ούτε καν ο Ιουλιανός θεώρησαν σοβαρό να ασχοληθούν με το αν υπήρξε ο Χριστός, αλλά δέχτηκαν ότι υπήρξε. Ο Πορφύριος δέχεται ότι υπήρξε, απλώς ότι οι Χριστιανοί κάνουν λάθος που τον θεωρούν θεό. Ο Κέλσος προσπαθεί να «αποδείξει» ότι ο Ιησούς δεν είναι υιός του Θεού, αλλά γιος ενός ρωμαίου στρατιώτη. Δεν θα ήταν διόλου εκπληκτικό, αν οι δυο αυτοί λόγιοι αρνούνταν ότι υπήρξε ο Ιησούς˙ θα ήταν πολύ εύκολο, όντας αντιχριστιανοί να αρνηθούν την ύπαρξη του Χριστού, προκειμένου να δώσουν το «χαριστικό χτύπημα» στη χριστιανική πίστη. Όμως δεν την αρνούνται, και μάλιστα προσπαθούν να αποδείξουν πως ήταν απλός άνθρωπος.

7) Υπάρχουν οι εξής εξωχριστιανικές μαρτυρίες για τον Ιησού.

I. στο έργο του Ιώσηπου (36-98 μ.Χ.) Ιουδαϊκή αρχαιολογία, βιβλίο 20, 200:

«Σαν τέτοιος που ήταν ο [αρχιερέας] Άνανος, πίστεψε, ότι τώρα που ο μεν Φήστος πέθανε, ο δε Αλβίνος βρισκόταν ακόμη στο δρόμο [για την Παλαιστίνη], βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία. Συγκαλεί λοιπόν συνέδριο κριτών και στήνει μπροστά τους τον αδερφό του Ιησού του λεγομένου Χριστού, Ιάκωβος το όνομά του, και μερικούς άλλους˙ και με την κατηγορία ότι παρανόμησαν τούς παρέδωσε να λιθοβοληθούν.»

Στοιχεία που συνηγορούν ότι είναι αυθεντικό το κείμενο:

α') Η αναφορά αυτή του Ιώσηπου βρίσκεται σε ΚΑΘΕ χερόγραφο της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας που διασώζεται σήμερα (John P. Meier,  A Marginal Jew: Rethinking the Historical Jesus. New York: Doubleday, 1991, σ. 57). Επίσης, το περιεχόμενο, το λεξιλόγιο, το ύφος του αποσπάσματος είναι  ανάλογα του Ιώσηπου.

β’)Δεν χρησιμοποιείται κανένα χριστιανικό επίθετο του Ιακώβου, όπως το «Δίκαιος», που χρησιμοποιήθηκε πάρα πολύ συχνά γι’ αυτόν στη χριστιανική γραμματεία (Ηγήσιππος, Κλήμης Αλεξανδρεύς, Ωριγένης, Ευσέβιος, άγιος Ιερώνυμος κ.ά.). Ακόμη και ο τρόπος της θανάτωσης του Ιακώβου που αναφέρει ο Ιώσηπος διαφέρει από τον τρόπο που αναφέρει ο Χριστιανός Ηγήσιππος, ότι τον σκότωσαν ρίχνοντάς τον από τη στέγη του Ναού (John P. Meier,  A Marginal Jew: Rethinking the Historical Jesus. New York: Doubleday, 1991, σ. 57). Ένας χριστιανός παραποιητής θα το έβρισκε πιο εύκολο να επαναλάβει τα λόγια ενός χριστιανού ιστοριογράφου.

γ’) Ο συγγραφέας δεν δίνει στο απόσπασμα αυτό καμμιά έμφαση ούτε στο Χριστό ούτε στον Ιάκωβο, αλλά στον αρχιερέα Άνανο.  Ένας χριστιανός δεν θα έκανε κάτι τέτοιο. Ένας Χριστιανός θα επαινούσε και θα δόξαζε τον Ιησού ή τον Ιάκωβο.

δ’) Εάν ο Ιάκωβος που αναφέρει ο Ιώσηπος δεν ήταν ο Ιάκωβος ο αδελφός του Χριστού, θα ήταν παράξενο που ο συγγραφέας δεν δίνει άλλες πληροφορίες για το τί είχε ο Άνανος εναντίον του Ιακώβου. Η αιτία της έχθρας του Ιουδαίου αρχιερέα για τον αδελφό ενός (όπως πίστευε) ψευδομεσσία, καταλαβαίνεται εύκολα από τον αναγνώστη.

ε’) Ο Ιώσηπος στο έργο του αναφέρει πάνω από μια ντουζίνα ανθρώπους με το όνομα Ιησούς. Έτσι, ο Ιώσηπος αναγκάζεται να δίνει πληροφορίες για το κάθε Ιησού. Αυτό κάνει και στη περίπτωση αυτή («του λεγομένου Χριστού»). Υπάρχει ένας ακόμη Ιησούς και στο τέλος της παραγράφου.

στ’) Το πιο σημαντικό: Ο Ωριγένης (περ.185-253 μ.Χ.) κάνει τρεις αναφορές στην αναφορά του Ιώσηπου στον Ιάκωβο (Εις τον Ματθαίον 10, 17˙ Κατά Κέλσου, 1, 47 και 2, 13). Άρα το απόσπασμα σίγουρα υπήρχε πριν από το 3ο αιώνα. Και να μην ξεχνάμε πως όταν ζούσε ο Ωριγένης συνέβαιναν απανωτοί διωγμοί κατά των Χριστιανών, οι οποίοι ήταν μια κυνηγημένη μειονότητα, που δεν είχε δυνατότητα να μεταποιεί ελληνικές, ρωμαϊκές, και ιουδαϊκές πηγές. Επίσης, ο Ευσέβιος (Εκκλησιαστική Ιστορία, 2, 23) αναφέρει το απόσπασμα του Ιώσηπου καθώς και ο άγιος Ιερώνυμος (De Viris Illustribus, 2).

Οι αντιρρήσεις για την αυθεντικότητα του παραπάνω κειμένου είναι οι εξής:

α') «Δεν αναφέρονται τα ονόματα των υπολοίπων που υποτίθεται εμφανίσθηκαν στο δικαστήριο (θυμηθείτε ότι ο Ιώσηπος είναι λεπτομερέστατος στο έργο του). Γενικά η παράγραφος δείχνει να είναι «γραμμένη στο πόδι και φευγαλέα». Από μόνη της, η παράγραφος δεν στέκεται, καθώς η ιστορική αναφορά σ' ένα σημαντικό πρόσωπο είναι πάντοτε ευθεία κι όχι έμμεση. Φαντασθείτε για παράδειγμα, ένας ιστορικός να έκανε αναφορά όχι άμεσα στον Ναπολέοντα, αλλά έμμεσα μέσω της Ιωσηφίνας.»

Απάντηση: Ο Ιάκωβος ήταν ο αρχηγός της πρώτης Εκκλησίας στην Ιερουσαλήμ, αδελφός του Ιησού. Οι άλλοι θα ήταν απλώς προσηλυτισμένοι απλοί Χριστιανοί, που, συγκριτικά με τον αδελφό του ιδρυτή της θρησκείας τους και αρχηγό της εκκλησίας, ήταν περιττό να αναφερθούν. Η ιστορική αναφορά στον Ιησού είναι έμμεση και όχι ευθεία, όπως όταν πρόκειται για σημαντικά  ιστορικά πρόσωπα, απλούστατα διότι ο Ιώσηπος όντας  Ιουδαίος (δηλ. άπιστος στο κήρυγμα του Χριστού) και φιλορωμαίος (δηλαδή συνεργάτης αυτών που θανάτωσαν ως εγκληματία τον Ιησού) ΔΕΝ θεωρούσε σημαντικό, δηλαδή άξιο αναφοράς, πρόσωπο τον Ιησού. Δεν τον ενδιέφερε ο Ιησούς, δεν ήταν άλλωστε το θέμα της ιστορίας του, δεν τον θεωρούσε σημαντικό πρόσωπο, και γι’ αυτό κάνει έμμεση αναφορά. Εξάλλου, το βιβλίο δεν είναι μελέτη για το Χριστιανισμό ή τον Ιησού. Αν δεν υπήρχε το περιστατικό με τον Ιάκωβο, δεν θα ανέφερε τον Ιησού στο κεφάλαιο αυτό ο Ιώσηπος.

β') «Ναι μεν μπορεί να μην χρησιμοποιείται για τον Ιάκωβο κανένας χαρακτηρισμός από αυτούς που οι Χριστιανοί του προσέδιδαν, αλλά αυτό απλώς σημαίνει ότι οι χριστιανοί παραποιητές είχαν συνείδηση τού ότι ένας ευσεβής Ιουδαίος δεν θα μπορούσε να αναφέρει τον Ιησού ως «τον Χριστό»˙ έτσι, αυτοί εργάστηκαν παραποιώντας το έχοντας κατά νου περισσότερο την αληθοφάνεια παρά την πίστη τους».

Απάντηση: Μέγα λάθος. Σε οποιαδήποτε χριστιανική παραποίηση γίνεται φαίνεται καταφανώς ότι οι παραποιητές είχαν περισσότερο ως κίνητρο την ευσέβεια παρά την ανάγκη να παραστήσουν την παραποίηση ως αληθοφανή. Αυτό φαίνεται σε πολλά κείμενα, αλλά και στο ίδιο το βιβλίο του Ιώσηπου. Σε ένα άλλο απόσπασμα ο Ιώσηπος φέρεται να αναφέρει τον Ιησού ως «τον Κύριο». Αν ένας παραποιητής είχε προσθέσει τέτοιον χαρακτηρισμό για τον Ιησού σε ένα εδάφιο, γνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι ο Ιώσηπος ήταν πιστός Ιουδαίος, τότε είναι σίγουρο πως ο ίδιος (ή κάποιος άλλος) παραποιητής θα ήταν εξ ίσου απρόσεκτος, και θα ξαναέκανε το ίδιο λάθος, να αποκαλέσει τον Ιάκωβο «αδελφό του Χριστού» αντί «αδελφό του λεγόμενου Χριστού».

γ') «Υπάρχει απόδειξη χριστιανικής παραποίησης. Η φράση «..Ιησού, του λεγόμενου Χριστού» είναι η ίδια με αυτήν του Κατά Ματθαίον 1, 16, «...Ιησούς ο λεγόμενος Χριστός».

Απάντηση: Το πώς γράφει ο Ιώσηπος πρέπει να συγκριθεί με τα υπόλοιπα τμήματα του έργου του κι όχι με το Κατά Ματθαίον. Στο Κατά Απιώνος, 2, 34, όπου μιλά για την Αλεξάνδρεια ως «όχι τον γενέθλιο τόπο, αλλά τον λεγόμενο (= μη αληθινό) γενέθλιο τόπο του Απίωνος». Ακόμη κι άν το επίθετο λεγόμενος δεν περιείχε υποτιμητική χροιά, δύσκολα κατανοείται γιατί ένας χριστιανός παραποιητής θα ‘μενε ευχαριστημένος από ένα αμφιλεγόμενο και ασαφές ως προς το νόημα επίθετο («λεγόμενος»), με το οποίο  τόσο ελάχιστα δείχνει την αφοσίωσή του στο Χριστό. Άλλωστε υπάρχουν παραδείγματα και στο ίδιο το Κατά Ματθαίον, π.χ. στο 27, 22 ο Πιλάτος λέει «...Ιησούν τον λεγόμενον Χριστόν», που το επίθετο λεγόμενος έχει υποτιμητική χροιά (ο σκεπτικιστής Πιλάτος ασφαλώς δεν πίστευε ότι ο Ιησούς ήταν ο Χριστός. Γι’ αυτό τον λέει λεγόμενον = όχι αληθινό Χριστό.). Έτσι, δεν είναι απαραίτητα σωστό πως το «Ιησού του λεγόμενου Χριστού» του Ιώσηπου είναι επαινετικός χαρακτηρισμός, δηλαδή παραποίηση από Χριστιανό. Μπορεί απλώς ο Ιώσηπος χρησιμοποιώντας το λεγόμενος είτε να χρησιμοποιεί την προσωνυμία του Ιησού («Χριστός»), όπως άκουσε το πλήθος να τον ονομάζει είτε να γράφει λεγόμενος με την υποτιμητική έννοια (= μη αληθινός) που δίνεται και στο ίδιο το Κατά Ματθαίον. Ένας Χριστιανός παραποιητής που θα ήθελε να δηλώσει ότι ο Ιησούς είναι οπωσδήποτε ο αληθινός Χριστός (δλδ. ο Μεσσίας) δεν θα χρησιμοποιούσε το ασαφές επίθετο «λεγόμενος», διότι αυτό θα μπορούσε να κατανοηθεί δυσφημιστικά για τον Ιησού, δηλαδή ο λεγόμενος, ο μη αληθινός Χριστός. Τέλος, το επίθετο «Χριστός» μπορεί να χρησιμοποιηθεί, για να δηλώσει τον συγκεκριμένο Ιησού, τον Ιησού Χριστό, όπως άκουσε ο Ιώσηπος να τον αποκαλούν, δηλαδή ως όνομα κι όχι ως τίτλος, όχι για να υποδηλώσει τον αληθινό Μεσσία.

δ') «Είναι δείγμα χριστιανικής παραποίησης ότι ο Ιησούς αναφέρεται πρώτος, ενώ ο Ιάκωβος δεύτερος. Μόνο ένας Χριστιανός θα έδινε την πρωτιά στον Ιησού».

Απάντηση: Λάθος. Γιατί να μην έδινε ο Ιώσηπος την μορφή που έδωσε στο κείμενο, απλώς και μόνο επειδή ο Ιησούς ήταν γνωστότερος στο ευρύ κοινό από τον Ιάκωβο; Εάν η αναφορά αντιστρεφόταν και το κείμενο έγραφε «..και στήνει μπροστά στο συνέδριο των κριτών τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Ιησού, του λεγόμενου Χριστού, και μερικούς άλλους˙ και με την κατηγορία ότι παρανόμησαν...», τότε αυτή η μορφή θα δυσχέραινε την κατανόησή του, διότι δεν θα γινόταν σαφές εάν ο Ιώσηπος εννοεί πως ο Ιάκωβος εκτός από αδελφός του Ιησού ήταν αδελφός και των άλλων ή εάν ήταν ο Ιάκωβος και οι άλλοι που παρουσιάστηκαν μπροστά στους κριτές. Ίσως αυτό εύκολα γίνεται κατανοητό, αλλά πάντως, εφόσον ο Ιησούς ήταν πιο γνωστός στους αναγνώστες από τον Ιάκωβος – αφού ο Ιάκωβος αναφέρεται σε σχέση με αυτόν κι όχι το αντίθετο – ήταν και λογικότερο να αναφερθεί πρώτος. Όπως και να ‘χει, ο τρόπος έκφρασης «ο αδελφός του γνωστότερου Χ, ο λιγότερο γνωστός Ψ» δεν είναι καθόλου παράξενος.

ε') «Εάν ο Ιώσηπος πράγματι πίστευε πως ο Ιησούς υπήρξε, δεν θα τον ανέφερε μόνο μια φορά, αλλά θα έλεγε και κάτι περισσότερο, κάπου αλλού στο έργο του αυτό ή σε άλλο.»

Απάντηση: Φυσικά και κάνει λόγο για τον Ιησού σε άλλο απόσπασμα, το αποκαλούμενο Testimonium Flavianum, από το έργο του Ιουδαϊκή αρχαιολογία 18, 3, 3:

«Περίπου εκείνη την εποχή ζούσε ο Ιησούς, ένας σοφός άνθρωπος, αν κάποιος μπορεί να τον πει άνθρωπο, καθώς είχε πετύχει θαυμαστά κατορθώματα και ήταν ο δάσκαλος πολλών ανθρώπων που διψούσαν για καινοτομίες. Πήρε με το μέρος του πολλούς από τους Εβραίους, αλλά και πολλούς από τους Έλληνες. Ήταν ο Μεσσίας. Όταν ο Πιλάτος τον κατεδίκασε στον σταυρό, μετά από κατηγορία των αρχών μας [των Ιουδαίων], αυτοί που τον αγάπησαν από την αρχή δεν σταμάτησαν να είναι προσκολλημένοι σ’ αυτόν. Την τρίτη ημέρα εμφανίσθηκε σ’ αυτούς επανερχόμενος στη ζωή, καθώς οι ιερές προφητείες είχαν προείπει γι’ αυτό και για μυριάδες άλλα θαυμαστά πράγματα που αφορούσαν αυτόν. Και η φυλή [ομάδα] των χριστιανών, όπως ονομάσθηκαν μετά απ’ αυτόν, δεν έχει εξαφανισθεί μέχρι σήμερα».

Αυτό που θα έπρεπε να αναρωτηθούμε είναι, για ποιο λόγο ο Ιώσηπος θα έγραφε περισσότερα για τον Ιησού. Τη στιγμή που ο Ιώσηπος προκειμένου για την περίοδο δέκα χρόνων γύρω από  τον θάνατο του Ιησού αφιερώνει μόνο μια σελίδα στην Ιστορία του ιουδαϊκού πολέμου και έξι σελίδες στην Ιουδαϊκή αρχαιολογία, θα ήταν παράξενο να αφιερώσει περισσότερες σελίδες για τον Ιησού από αυτές που αφιερώνει.

            Ασφαλώς το παραπάνω απόσπασμα βρίθει επαίνων για τον Ιησού. Όμως θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι, απλώς και μόνο επειδή ο Ιώσηπος δεν δεχόταν πως ο Ιησούς δεν ήταν θεός, δεν σημαίνει πως δεν παραδεχόταν ότι ίσως ήταν καλός άνθρωπος με κάποιες αρετές. Εδώ οι παγανιστές αντιχριστιανοί όπως ο Πορφύριος τον παραδέχονται για ενάρετο αρνούμενοι να δεχτούν την θεϊκότητά του. Γιατί να μην είναι παρόμοια η στάση του Ιώσηπου; Σίγουρα δεν τον παραδέχεται για Θεό. Αλλά από το σημείο αυτό, να μην τον παραδέχεται, μέχρι του σημείου να μην βρίσκει τίποτε θετικό σε αυτόν υπάρχει ένα ενδιάμεσο διάστημα, όπου μπορεί κάποιος πιστός Ιουδαίος να τοποθετηθεί, χωρίς να κατηγορηθεί ότι προδίδει τον ιουδαϊσμό του. Με άλλα λόγια, η αναφορά θετικών στοιχείων από τον Ιώσηπο δεν συνιστά απαραίτητα χριστιανική παραποίηση/προσθήκη. Μόνο όταν υπάρχουν χριστιανικοί χαρακτηρισμοί και έπαινοι που θα έκανε μόνο κάποιος που τον λογάριαζε Θεό, τότε μόνο έχουμε προσθήκη/παραποίηση.

            Αυτό που προκύπτει είναι ότι δεν είναι απαραίτητο να υπήρξε πλήρης παραποίηση του κειμένου ή προσθήκη ολόκληρου του κειμένου από Χριστιανούς αντιγραφείς, απλά επειδή υπάρχουν θετικές αναφορές στον Ιησού. Δεδομένου του τρόπου αντιγραφής των χειρογράφων κατά τον Μεσαίωνα (ένας διάβαζε φωναχτά και οι άλλοι αντέγραφαν), δύσκολα επιβεβαιώνεται μια πλήρης παραποίηση κειμένου.

            Η απαρχή του τμήματος αυτού είναι χαρακτηριστικός τρόπος γραφής του Ιώσηπου. Βέβαια μπορεί κανείς να πει ότι αντέγραψαν το στύλ του, χωρίς αυτό να αποδεικνύεται. Η περιγραφή «σοφός άνδρας» δεν αντιτίθεται στον ιουδαϊσμό του Ιώσηπου, που απλώς θα αρνείτο τη θεϊκότητά του. Ο Ιώσηπος, ως φιλορωμαίος ασφαλώς θα εκτιμούσε την αντιμιλιταριστική στάση του Ιησού, που σε αντίθεση προς άλλους Ιουδαίους «μεσσίες»-κήρυκες της ένοπλης επανάστασης, δεν ήθελε εξέγερση κατά των Ρωμαίων κι έτσι θα είχε πιο ουδέτερη στάση από αυτήν των αντιχριστιανών Ιουδαίων. Η φράση «αν κάποιος μπορεί να τον πει άνθρωπο» μάλλον υποδηλώνει παραποίηση, δίχως αυτό να μειώνει τα όσα είπαμε για την προηγούμενη φράση: κανείς Χριστιανός δεν θα αποκαλούσε τον Ιησού απλώς «σοφό»˙ άρα η πρώτη φράση είναι του Ιώσηπου. Η φράση «Πήρε με το μέρος ... και πολλούς από τους Έλληνες» δεν μπορεί να θεωρηθεί πλήρως χριστιανική προσθήκη, αφού τα Ευαγγέλια δεν παρουσιάζουν τον Ιησού να ασχολείται πολύ με τους Εθνικούς. Έτσι, το κείμενο αυτό δεν είναι πλήρως παραποιημένο, δηλαδή ο Ιώσηπος όντως έγραψε και άλλα πράγματα για τον Ιησού.

στ') «Το παραπάνω απόσπασμα είναι νοηματικά άσχετο. Ο Ιώσηπος αναφέρει τα προβλήματα των Εβραίων και χωρίς το Testimonium το κείμενο θα είχε την κανονική του ροή. Άρα είναι προσθήκη.»

Απάντηση: Ο τρόπος γραφής του είναι ακριβώς τα μπαλώματα και οι συρραφές. Μια σύντομη περιγραφή του βιβλίου 18 από το 35 ώς το  89 δείχνει: 18, 35 Άφιξη του Πιλάτου στην Ιουδαία. 18, 55-59 Ο Πιλάτος εισάγει αυτοκρατορικά αγάλματα στο Ναό, προκαλώντας αναστάτωση. 18, 60-62 ο Πιλάτος απαλλοτριώνει θησαυρούς του Ναού, για να χτίσει ένα υδραγωγείο. 18, 63-64 Testimonium Flavianum. 18, 65-80  Ένα γεγονός στη Ρώμη, άσχετο με τον Πιλάτο, σχετικά με την αποπλάνηση ενός οπαδού της Ίσιδας. 18, 81-84 μια αφήγηση για τέσσερεις Ιουδαίους αλήτες, άσχετη με τον Πιλάτο. 18, 85-87, ένα περιστατικό μεταξύ του Πιλάτου και των Σαμαρειτών. 18, 88-89, ο Πιλάτος απολύεται από τον αυτοκράτορα. Συνεπώς υπάρχουν πολλά σημεία όπου ο Ιώσηπος πλατειάζει και συρράφει άσχετες ιστορίες.

ζ') «Το απόσπασμα του Ιώσηπου, ακόμη και αληθές να ήταν, είναι ήδη πολύ μακριά χρονικά από τα γεγονότα˙ δεν μάς λέει τίποτα!»

Απάντηση: Αν κρίναμε τα αρχαία κείμενα έτσι, τότε δεν ξέρουμε τίποτα για τον Αλέξανδρο, αφού η ζωή του από τον Αρριανό γράφτηκε τρεις αιώνες μετά το θάνατό του. Ή πάλι, ό,τι ξέρουμε για τον αυτοκράτορα Τιβέριο (14-37 μ.Χ.) θα ήταν ψέμματα, αφού προέρχεται από ιστορικούς που έζησαν πολύ μετά από αυτόν (π.χ. Τάκιτος (50-120), Σουητώνιος (117-160), Δίων Κάσσιος (-230) (Harris, Murray. 3 Crucial Questions About Jesus. Grand Rapids: Baker, 1994, σ. 26). Πράγματι, πολύ αφελές κι απελπισμένο επιχείρημα των αρνητών της ιστορικότητας του Χριστού.

η') «Ακόμη κι αν αυτά είναι αληθινά, γιατί ο Ιώσηπος δεν αναφέρει και το κύριο πιστεύω των Χριστιανών, την ανάσταση του Ιησού;»

Απάντηση: την αναφέρει έμμεσα, λέγοντας ότι «αυτοί που τον αγάπησαν από την αρχή δεν σταμάτησαν να είναι προσκολλημένοι σ’ αυτόν.» Φυσικά, ως Ιουδαίος δε θα δεχόταν να πει ότι στα αλήθεια αναστήθηκε (είναι χριστιανική προσθήκη το ότι το λέει), διότι δεν το πίστευε ως αληθές.

ι') «Ο Ιώσηπος, ως φιλορωμαίος, θα έπρεπε να αποφεύγει να γράψει πράγματα κατά ενός Ρωμαίου διοικητή της Ιουδαίας. Γιατί να γράψει ότι ο Πιλάτος έκανε λάθος καταδικάζοντας έναν σοφό άνθρωπο, τον Ιησού; Άρα έχουμε προσθήκη χριστιανική».

Απάντηση: Και πάλι λάθος! Όλο το κείμενο έχει αρνητική αναφορά στον Πιλάτο, δεν είναι απλώς το απόσπασμα του Testimonium όπου ο Πιλάτος εμμέσως κατακρίνεται. Το θέμα όμως είναι ότι ο Ιώσηπος μπορούσε να λέει ό,τι θέλει για τον Πιλάτο, υπό τον όρο να μην πει τίποτα κακό για τους Ρωμαίους πατρώνες του. Μπορεί να κατακρίνει έμμεσα τον Πιλάτο, αλλά όχι τη Ρώμη ως κράτος ή τους φίλους του.

Συμπέρασμα:

Τα αποσπάσματα του Ιώσηπου, τουλάχιστον το μικρότερο, δεν είναι χριστιανική προσθήκη. Το μεγαλύτερο έχει παραποιηθεί με προσθήκες, αλλά υπάρχουν σημεία τα οποία είναι του Ιώσηπου, και τα οποία μιλούν για την ύπαρξη του Ιησού.

II. Στο έργο του Τάκιτου (? -115/7 μ.Χ.) Χρονικά (Annales), 15, 44

«...[ο Νέρων] διοχετεύει ύπουλα την ιδέα, ότι αίτιοι [για τον εμπρησμό της Ρώμης] είναι αυτοί που ήταν μισητοί για τα αισχρά τους έργα και ο λαός τούς αποκαλούσε Χριστιανούς˙ και τους βασανίζει με σκληρότερα βασανιστήρια. Ο εισηγητής αυτής της ονομασίας Χριστός καταδικάστηκε σε θάνατο από τον προυκαράτορα Πόντιο Πιλάτο επί της βασιλείας του Τιβέριου...για την ώρα η ολέθρια αυτή δεισιδαιμονία στριμώχτηκε....θανατώθηκαν όχι πλέον με την κατηγορία του εμπρησμού, αλλά για το μίσος προς το ανθρώπινο γένος. Και όταν θανατώνονταν, επινοήθηκαν αστείοι τρόποι...»

Στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της απουσίας παραποίησης.

α') Το απόσπασμα αυτό περιέχεται σε όλα τα χειρόγραφα των Χρονικών που έχουμε.

β') Το ύφος είναι ακριβώς όπως αυτό στα υπόλοιπα κείμενα του Τάκιτου.

γ') Το βιβλίο που περιγράφει τα έτη 29-32 μ.Χ. έχει χαθεί (John P. Meier, A Marginal Jew: Rethinking the Historical Jesus. New York: Doubleday, 1991, σ. 89). Αν υπήρχε παραποίηση, το βιβλίο δεν θα χανόταν, αλλά θα υπήρχε, παραποιημένο, ώστε να παραθέτει τα κρίσημα χρόνια του κηρύγματος και της Ανάστασης του Ιησού.

δ') Υπάρχει σαφής αντιχριστιανική χροιά στο κείμενο. Για να το γράψει Χριστιανός, θα έπρεπε να καταπνίξει τα πιστεύω του, να χλευάσει και να βρίσει τους πρωτομάρτυρες και αγίους.

ε') Ο Τάκιτος κατά γενική ομολογία είναι πολύ αξιόπιστος. Ο Ronald Syme, που έχει θεωρηθεί ως ο καλύτερος από τους σχολιαστές του Τάκιτου, στο Tacitus (Oxford: Clarendon, 1958) γράφει ότι (σ. 398) «η κύρια αρετή του Τάκιτου είναι η δυσπιστία» και προσθέτει ότι (σ. 281, 282) στον Τάκιτο «δεν ήταν άγνωστη η επιμελής έρευνα» και «η επιμέλειά του ήταν παραδειγματική». Ο G.E.F. Chilver, στο A Historical Commentary on Tacitus' Histories I and II. (Oxford: Clarendon, 1979) γράφει ότι (σ. 24) «δεν πρέπει να αμφισβητείται, ότι για τον Τάκιτο ο σκεπτικισμός ήταν αναπόφευκτος». Ο Donald Martin, στο Tacitus (Berkeley: U. of California Press, 1981) γράφει ότι (σ. 211) «είναι φανερό ότι ο Τάκιτος διάβαζε πολλά και η ιδέα ότι πίστευε άκριτα μεμονωμένες πηγές δεν ευσταθεί». Ο Michael Grant, στα Greek and Roman Historians: Information and Misinformation (London: Routledge, 1995), σ. 40-43 και στο Tacitus: The Annals of Imperial Rome (Penguin Books, 1973), σ. 18 γράφει ότι «ο Τάκιτος ήταν προσεκτικός, ώστε να αντιπαραθέτει ό,τι είχε του παραδοθεί προφορικά με την γραπτή παράδοση» και αλλού λέει ότι (σ. 20) «είναι αναμφίβολο ότι ο Τάκιτος επιμελήθηκε πολύ το να συλλέξει το υλικό του». Ο  Donald Dudley, στο The World of Tacitus (Boston: Little, Brown & Co., 1968) γράφει ότι (σ. 29) «μπορεί να υποστηριχθεί με μεγάλη σιγουριά ότι η άποψη πως ο Τάκιτος αντέγραφε αυθεντίες που δεν επιβεβαιώνονταν αλλού δεν ισχύει». Ο Ronald Mellor, στο Tacitus (New York: Routledge, 1993) γράφει ότι (σ. 20, 45) «ο Τάκιτος δεν ακολουθεί δουλικά, όπως μερικοί παλαιότεροι Ρωμαίοι ιστορικοί, τις αλλοπρόσαλλες ιδέες των πηγών του» και (σ. 32) «ο Τάκιτος συμβουλευόταν παράξενες καθώς και προφανείς πηγές και διακρίνει το γεγονός από τη φήμη με σχολαστικότητα σπάνια για αρχαίους συγγραφείς». Ο Herbert W. Benario, στο An Introduction to Tacitus (Athens: U. of Georgia Press, 1975) λέει ότι (σ. 87) «ο Τάκιτος διάλεγε με ακρίβεια τις πηγές του και δεν εξαρτόταν πλήρως από καμμιά, και συχνά, σε κρίσημα σημεία, αγνοούσε την άποψη των προηγούμενων για να κάνει τις δικές του κρίσεις». Ο Arnaldo  Momligliano, στο The Classical Foundations of Modern Historiography (Berkeley: U. of California Press, 1990) γράφει ότι (σ. 111-112) «ο Τάκιτος ήταν ένας συγγραφέας του οποίου η αξιοπιστία δεν μπορεί στα σοβαρά να αμφισβητηθεί». Παραθέτει ένα μόνο πιθανό λάθος του Τάκιτου, αλλά το εξηγεί επειδή ο Τάκιτος εμπιστεύτηκε κάποιον προηγούμενο ιστορικό αντί να συμβουλευτεί τα επίσημα αρχεία.

Αξίζει να σημειωθεί, πως μερικοί ισχυρίζονται ότι μόνο ο Τάκιτος αναφέρει τέτοιον διωγμό. Βρίσκονται σε άγνοια, διότι ο Σουητώνιος (τέλη 1ου – μέσα 2ου μ.Χ. αι.) στο βίο του Νέρωνα (16, 2) αναφέρει ότι «Τσάκισε τους Χριστιανούς με θανατικές καταδίκες, μια ράτσα ανθρώπων που ανήκαν σε μια νέα και κακοποιό δεισιδαιμονία».

Αντιρρήσεις για το απόσπασμα:

α') «Κανείς Πατέρας της Εκκλησίας δεν το παραθέτει ως απόδειξη»

Απάντηση: φυσικά, διότι κανείς δεν προτίθετο να μεταφέρει τόσο σκληρές εκφράσεις προς το Χριστιανισμό και προς τους βασανιζόμενους... «με αστείους τρόπους» (π.χ. καίγονταν σα φωτιστικές λαμπάδες) Χριστιανούς. Ακόμη κι αν δεν το παραθέτει κανείς, είναι σίγουρα αυθεντικό και όχι χριστιανική προσθήκη/δημιουργία, γιατί κανείς Χριστιανός δε θα έβριζε έτσι τη θρησκεία του και τους αγίους μάρτυρες, ώστε να προσθέσει μια "Απόδειξη".

β') «Ο Τάκιτος μπορεί να πήρε τις πληροφορίες του για τον Ιησού από τους Χριστιανούς ή από τον Πλίνιο τον νεώτερο ή από κάποια άλλη δευτερεύουσα πηγή, και έτσι να μην είναι αξιόπιστος».

Απάντηση: Η ίδια η αξιοπιστία του Τάκιτου θα ήταν ικανή απάντηση, για την κατηγορία ότι αντιγράφει άκριτα ό,τι άκουσε από τους Χριστιανούς ή άλλους. Επιπλέον, ο Τάκιτος έχει έντονο το αντιχριστιανικό ύφος. Πώς θα μπορούσε να ρωτήσει τους Χριστιανούς, τους οποίους κατηγορεί ως εχθρούς της ανθρωπότητας; Γίνεται να βασίζεται κανείς σε πληροφορίες τόσο «άθλιων ανθρώπων»;

            Για την αντιγραφή από τον Πλίνιο, είναι αλήθεια ότι οι δύο άντρες ήταν φίλοι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πίστευε ό,τι του έλεγε ο Πλίνιος. Τα Χρονικά 15, 53 δείχνουν ότι ο Τάκιτος πήρε κάποιες πληροφορίες από τον Πλίνιο, αλλά και ότι τις αμφισβήτησε και τις θεώρησε τελείως αφελείς! Για μια απόπειρα συνωμοσίας και δολοφονίας του Νέρωνα ο Τάκιτος αναγνωρίζει τη δυσκολία ανεύρεσης της αλήθειας, σημειώνει όταν οι πληροφορίες του είναι αβέβαιες, και δεν χρησιμοποιεί κανένα από τα συμπεράσματα του Πλίνιου ως απόδειξη, δότι τα θεωρεί «τελείως παράλογα» (Clarence W. Mendell, Tacitus: The Man and his Work. New Haven: Yale University Press, 1957., σ. 209). Στο έργο του Τάκιτου «υπάρχουν εξηνταοκτώ περιπτώσεις, στις οποίες ο Τάκιτος αναφέρει είτε μια κατεγραμένη δήλωση είτε μια πεποίθηση κάποιου, τις οποίες δεν δέχεται να δεχτεί ως αληθείς» (Clarence W. Mendell, Tacitus: The Man and his Work. New Haven: Yale University Press, 1957, σ. 201).

γ') «Ο Τάκιτος δεν ενδιαφερόταν να ερευνήσει τις πληροφορίες του για τον Ιησού. Μπορεί να δέχτηκε άκριτα τις πληροφορίες των Χριστιανών».

Απάντηση: Αυτή η μέθοδος σίγουρα θα ήταν εντελώς αντίθετη με τον χαρακτήρα και τη μέθοδο του Τάκιτου. Αλλά αυτό επιβεβαιώνεται και από τις αναφορές του για τους Ιουδαίους, έθνος που μισούσε περισσότερο από τους Χριστιανούς. Είναι παραπάνω από προφανές ότι ο Τάκιτος δεν πήρε τις απαξιωτικές πληροφορίες για τους Ιουδαίους από τους ίδιους κι ούτε θα καταδεχόταν ποτέ. Σίγουρα κανείς Ιουδαίος δεν θα του έλεγε όσα καταλογίζει στο έργο του για τους Ιουδαίους.

            Το 95 μ.Χ. η ανηψιά του Δομιτιανού η Domatilla και ο άντρας της κατηγορήθηκαν για «αθεΐα», ότι δλδ. «παρασύρθηκαν σε ιουδαϊκά έθιμα». Φυσικά ο Ιουδαϊσμός ήταν ανεγνωρισμένη θρησκεία κι όχι «αθεΐα», άρα επρόκειτο για τον Χριστιανισμό. Τότε μπορεί ο Τάκιτος να βρήκε την ευκαιρία να μάθει για τον Χριστιανισμό όχι από φήμες, αλλά από επίσημα άτομα.

            Ο Τάκιτος παραθέτει εξαιρετικά λεπτομερείς αναφορές για άτομα που παρίσταναν ότι ήταν ο αναστηθείς Νέρων και δίνει και άλλες δύο τέτοιες ιστορίες ανεστημένων (T. J. Luce and A .J. Woodman, eds. Tacitus and the Tacitean Tradition. Princeton U. Press, 1995, σ. 5), ώστε να τους «ξεσκεπάσει». Για τον Χριστό όμως, δεν κάνει την παραμικρή παρόμοια προσπάθεια.

δ') «Ο Τάκιτος δεν θα είχε άδεια να δει τα αυτοκρατορικά αρχεία, κι ακόμη κι αν είχε, αυτό δεν ήταν η συνήθης μέθοδός του να συμβουλεύεται γραπτές πηγές».

Απάντηση: Σίγουρα υπήρχε δυσκολία να δοθούν σε κάποιον τα κρατικά αρχεία για έρευνα. Αλλά ήταν να δοθούν σε κάποιον, ο Τάκιτος θα ήταν από τους πρώτους που θα του δινόταν άδεια. Ο Τάκιτος είχε μεγάλη φήμη, ως ρήτορας, πέρασε γρήγορα από πολλά κρατικά αξιώματα, καταλήγοντας έπαρχος της Ασίας, ένα από τα δύο  σημαντικότερα αξιώματα (το άλλο ήταν έπαρχος της Αφρικής) κάτω από το συγκλητικό. Ήταν μέλος των ιερέων που ήταν υπεύθυνοι για τα σιβυλλικά βιβλία – τα οποία ήταν απόκρυφα, απαγορευμένα και κλειδωμένα στο Παλατίνο – και για πολλές τελετές του ρωμαϊκού κράτους. Ήταν γαμπρός του Agricola, διοικητή της Βρεττανίας, που ήταν διοικητής για περισσότερο διάστημα απ’ ότι κανείς άλλος, και φαίνεται να ανέβηκε γρήγορα στην ιεραρχία λόγω της επιρροής του πεθερού του. Ως μεγάλος ιερέας, με μεγάλο αξίωμα κι επιρροή, δεν θα ήταν παράξενο, αν του επιτρεπόταν να συμβουλευτεί κρατικά αρχεία.

            Εξάλλου υπάρχει απόδειξη ότι είχε τέτοια άδεια. «Αναφέρονται ομιλίες του αυτοκράτορα (Χρονικά, 1, 81). Αναφέρει γράμματα προς τον Τιβέριο και προς άλλους, (5,16 και 5,3) σαν να ήταν προσιτά σ’ αυτόν, ειδικά αυτό προς τον Τιβέριο» (Clarence W.  Mendell, Tacitus: The Man and his Work. New Haven: Yale University Press, 1957, σ. 204). Στο 15,74 ο Τάκιτος παραθέτει τα αρχεία της Συγκλήτου από τον καιρό του Νέρωνα (Clarence W. Mendell, Tacitus: The Man and his Work. New Haven: Yale University Press, 1957, σ. 21) και παραθέτει αρχεία της Συγκλήτου κι αλλού (5,4). Τα αρχεία αυτά περιείχαν γράμματα από αυτοκράτορες, κυβερνήτες επαρχιών (π.χ. τον Πιλάτο), συμμάχους και ξένους βασιλείς. «Τα πρώτα έξη βιβλια των Χρονικών  περιέχουν αφθονία πληροφοριών ολοφάνερα προερχόμενων από το επίσημο αρχείο, μόνο από εκεί δυνάμενων να βρεθούν» (Ronald Syme, Tacitus. Oxford: Clarendon, 1958., σ. 278). Σχετικά με ένα συμβάν στην Αφρική: «ότι ο Τάκιτος συμβουλεύτηκε τα συγκλητικά αρχεία αποδεικνύεται από τον χαρακτήρα του υλικού, από τη δομή του (Ronald Syme, Tacitus. Oxford: Clarendon, 1958, σ. 281). Ο Ronald Mellor (Tacitus. New York: Routledge, 1993) λέει ότι (σ. 19-20) για τις Ιστορίες του «ο Τάκιτος χρησιμοποίησε τα αρχεία της συγκλήτου για λεπτομερείς περιγραφές ομιλιών και λόγων». Ο Herbert W. Benario (An Introduction to Tacitus. Athens: U. of Georgia Press, 1975.) γράφει ότι (σ. 80-87) ο Τάκιτος έκανε χρήση των έργων προηγούμενων ιστορικών, ιδιωτικών αρχείων, συγκλητικών αρχείων και των acta diurna.

ε') «Ο Τάκιτος είναι προκατειλλημένος και διαστρεβλώνει τις πληροφορίες του. Η αναφορά του στον Ιησού ίσως είναι αποτέλεσμα της προκατάληψής του προς τις ασιατικές θρησκείες».

Απάντηση: Πάνω κάτω, κατηγορείται ο Τάκιτος, ότι επειδή είχε προκατάληψη για τις ανατολικές θρησκείες, δεν θα ενδιαφερόταν να ψάξει πολύ για την αλήθεια. Όμως, ενώ, όταν αναφέρει τα σχετικά με τους Ιουδαίους ο Τάκιτος κάνει υποτιμητικά σχόλια, για τους Χριστιανούς θα έπρεπε αντίστοιχα, υποτιμώντας τους να αμφισβητήσει την ύπαρξη του Ιησού ή να παραθέσει και φήμες ότι αυτός ο Ιησούς δεν υπήρξε ποτέ, ώστε να τους γελοιοποιήσει  εντελώς, ως πιστεύοντες σε ανύπαρκτο πρόσωπο. Δεν κάνει κάτι τέτοιο όμως.

στ') «Ο Τάκιτος αναφέρει τον Πιλάτο ως προκουράτορα, ενώ αυτός ήταν έπαρχος. Άρα είναι αναξιόπιστος. Διαφορετικά, σημαίνει ότι δεν συμβουλεύτηκε τα κρατικά αρχεία.»

Απάντηση: Υπάρχει απόδειξη πως υπήρχε ρευστότητα στη χρήση των όρων αυτών και ίσως ο Τάκιτος διέπραττε αναχρονισμό σκόπιμα.

            Ο προκουράτορας είναι ένας οικονομικός διευθύνων, ένας αυτοκρατορικός αντιπρόσωπος, ενώ ο έπαρχος ήταν στρατιωτικός αξιωματούχος. Ο John P. Meier (A Marginal Jew: Rethinking the Historical Jesus. New York: Doubleday, 1991. σ. 100) λέει ότι σε μια περιθωριακή επαρχία όπως την Ιουδαία πιθανόν δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ αυτών των αξιωμάτων. Εξάλλου, ο Τάκιτος δεν είναι ο μόνος που συγχέει τα αξιώματα. Ο Ιώσηπος αποκαλεί τον Πιλάτο «προκουράτορα» επίσης, στην Ιουδαϊκή αρχαιολογία (18, 5, 6). Πού θα ήταν το παράξενο, αν ο Πιλάτος κατείχε και τα δύο αξιώματα, του έπαρχου και του προκουράτορα, σε μια υποβαθμισμένη επαρχία; «Τόσο οι προκουράτορες όσο και οι έπαρχοι στην Ιουδαία είχαν το δικαίωμα να εκτελούν εγκληματίες που δεν ήταν Ρωμαίοι πολίτες» (Robert Van Voorst, Jesus Outside the New Testament. Grand Rapids: Eerdmans, 2000, σ. 48). Η αρχή να κατέχονται από ένα άτομο και τα δύο αξιώματα ίσχυε ήδη από τότε που προσαρτήθηκε η Ιουδαία, το 6 μ.Χ. Δεδομένου ότι ο Τάκιτος ήταν ελιτιστής, υψηλόβαθμος, θεώρησε ότι το να γράψει πως ο προκουράτορας – κι όχι πολύ πιο υψηλόβαθμός του έπαρχος – εκτέλεσε έναν εγκληματία, ώστε να εκφράσει την περιφρόνησή του. Δηλαδή να πει: «εκτελέστηκε (ο Ιησούς) από έναν ασήμαντο κρατικό υπάλληλο, τόσο σπουδαίος ήταν ο ιδρυτής της θρησκείας τους».

            Μπορεί ο Τάκιτος να διέπραξε αναχρονισμό για δυο λόγους. Πρώτον, για να αποφύγει σύγχυση. Ο E.P. Sanders (The Historical Figure of Jesus. New York: Penguin Press, 1993, σ. 23) παραθέτει απόδειξη μέσω επιγραφών ότι το αξίωμα που ο Πιλάτος κατείχε λεγόταν «έπαρχος» μεταξύ 6 και 41 μ.Χ. αλλά μετά ονομάστηκε «προκουράτορας» στα έτη 44-66 μ.Χ., κι έτσι συμπεραίνει ότι ο Τάκιτος απλώς διάλεξε εκείνη την ονομασία του τίτλου, την οποία οι σύγχρονοί του αναγνώστες θα καταλάβαιναν ευκολότερα. Καθώς η ιστορία του προοριζόταν κυρίως για τους συγκλητικούς και άλλους υψηλόβαθμους αξιωματούχους, τόσο ο Τάκιτος όσο και αυτοί ελάχιστα θα πρόσεχαν την αλλαγή στον τίτλο, διότι θα καταλάβαιναν πως είναι το ίδιο αξίωμα, πως λέγοντας «προκουράτορας» για μια αρχαιότερη εποχή εννοεί το «έπαρχος» και δεν θα το θεωρούσαν λάθος.

Έτσι, η ένσταση για τη διαφορά μεταξύ των τίτλων απορρίπτεται κι ο Τάκιτος είχε πρόσβαση στα αρχεία, δίχως να κάνει κάποιο λάθος λόγω μη πρόσβασης.

ζ') «Ο Τάκιτος αναφέρει τον Ιησού ως Χριστό και όχι με το κανονικό του όνομα. Έτσι, μάλλον δεν είχε πρόσβαση στα κρατικά αρχεία».

Απάντηση: Βάσει των παραπάνω, των σχετικών με την διαφορά μεταξύ προκουράτορα και έπαρχου, δεν είναι καθόλου παράξενο αν ο Τάκιτος ανέφερε τον Ιησού με το όνομα, με το οποίο ήταν περισσότερο γνωστός, δηλαδή Χριστό. Άλλωστε, αν τον ανέφερε ως Ιησού αντί για Χριστό, δεν θα μπορούσε να πει ότι «αυτός (ο Χριστός) ήταν ο εισηγητής της ονομασίας (των Χριστιανών)»˙ θα έπρεπε να δώσει κι άλλες εξηγήσεις, οι οποίες περιττεύουν, αν χρησιμοποιούσε το «Χριστός». Δεν είναι ανάγκη δηλαδή, στα αυτοκρατορικά αρχεία να υπήρχε το όνομα Χριστός. Όπως και με το προκουράτορας, το οποίο ήταν έπαρχος, έτσι και με το Χριστός, τα κρατικά αρχεία θα έγραφαν Ιησούς, αλλά ο Τάκιτος το άλλαξε για τους λόγους που αναφέραμε. Και φυσικά, το «Χριστός» μπορεί, όπως είπαμε, να χρησιμοποιηθεί ως κύριο όνομα κι όχι με τη σημασία του «ο (πραγματικός) κεχρισμένος Μεσσίας».

η') «ο Τάκιτος αναφέρει ένα πολύ μεγάλο πλήθος Χριστιανών που πιάστηκε. Δεν μπορεί να ήταν τόσοι πολλοί Χριστιανοί στη Ρώμη τόσο νωρίς».

Απάντηση: το «μεγάλο πλήθος» είναι πράγματι πολύ σχετικό. Δεν αποδεικνύει τίποτα η αντίρρηση αυτή. Δίχως να δίνει συγκεκριμένο αριθμό, ο Τάκιτος μπορεί να θεωρεί τον αριθμό πολύ μεγάλο για μια τέτοια κακούργα αίρεση (αλλά στην πραγματικότητα να είναι μικρός). Η αίσθηση της ποσότητας διαφέρει ανάλογα με αυτόν που περιγράφει, αυτό που περιγράφεται και το τί θα περίμενε κανείς να μετρήσει συγκριτικά με το τι μέτρησε. Ένα κούφιο επιχείρημα.

θ') «Ο Τάκιτος υποτίθεται ότι όταν αναφέρει μια αναπόδεικτη φήμη, πάντα γράφει ότι αυτό που αναφέρει είναι (αναπόδεικτη) φήμη. Αν όμως αναφέρει μια φήμη χωρίς να πει ότι είναι φήμη, δε το ξέρουμε».

Απάντηση: Πώς μπορούμε να ξέρουμε ότι ο Τάκιτος αναφέρει φήμες, θεωρώντας τις φήμες, χωρίς να τις χαρακτηρίζει φήμες, τη στιγμή που ξέρουμε ότι ο Τάκιτος έχει τη συνήθεια να αναφέρει αν κάτι είναι απλώς φήμη; Φυσικά αυτό το «πάντα» μπορεί να είναι παγίδα. Αλλά δίχως απόδειξη περί του αντιθέτου, ότι δηλαδή η συγκεκριμένη περίπτωση είναι  αποδεδειγμένα η εξαίρεση, και δεδομένου του χαρακτήρα του Τάκιτου, πού βασίζεται η γνώμη των αρνητών; Η αντίρρηση ζητά αποδείξεις για πράγματα που η ίδια δεν μπορεί να αποδείξει.

ι') «Δεδομένης της άσχετης αναφοράς του Τάκιτου στον Χριστό, δε θα πρεπε να ξαφνιαστούμε, που ο Τάκιτος παραθέτει αυτήν τη φήμη δίχως να την χαρακτηρίσει φήμη».

Απάντηση: Γιατί είναι «άσχετη» η αναφορά του Τάκιτου, εφόσον πραγματεύεται τον εμπρησμό της Ρώμης, τον οποίο υποτίθεται ότι διέπραξαν οι Χριστιανοί; Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η αναφορά του Τάκιτου στον Χριστό δεν είναι καθόλου άσχετη παρεμβολή, και συνεπώς δεν είναι κάτι το οποίο παρατίθεται ως φήμη. Επιπλέον, δεν υπάρχει απαραίτητα συσχέτιση μεταξύ ενός «άσχετου περιστατικού» με την αναφορά του ως φήμη δίχως όμως να χαρακτηρίζεται «φήμη». Ποιος λέει ότι θα έπρεπε, ακόμη κι αν ήταν – που δεν είναι – άσχετο περιστατικό, ο Τάκιτος να παραθέσει αδιάφορα μια φήμη, δίχως να την χαρακτηρίσει φήμη, εφόσον δεν είναι στο χαρακτήρα του να παραθέτει ως φήμη κάτι δίχως να το χαρακτηρίζει φήμη; Αναπόδεικτες αιτιάσεις.

ια') «Ο Τάκιτος, όπως φαίνεται και στα Χρονικά και στις Ιστορίες του, σχεδόν ποτέ δεν παραθέτει τις πηγές του. Συνεπώς, δεν ξέρουμε τί θεώρησε ότι ήταν φήμη, σε αντίθεση με αυτό που θεωρούσε ως «αξιόπιστη» προφορική πηγή».

Απάντηση: Οι αρχαίοι ιστορικοί δεν ένοιωθαν πως ήταν υποχρεωμένοι να αναφέρουν τις πηγές τους. Ελάχιστοι παραθέτουν πού και πού κάποια πηγή. Δεν είναι, λοιπόν, ο Τάκιτος η εξαίρεση, ώστε να αμφισβητήσουμε την αξιοπιστία του, επειδή δεν αναφέρει πηγές. Ίσως ο Τάκιτος «εξαπατήθηκε» θεωρώντας μια πηγή ως αξιόπιστη, ενώ ήταν φήμη, και γι’ αυτό δεν την χαρακτηρίζει φήμη. Αλλά αυτό, δεδομένης της κριτικής ικανότητας του Τάκιτου είναι δυνατόν μόνο αν πιστέψουμε σε συνωμοσίες. Και επιπλέον, η αντίρρηση αυτή χρειάζεται επιχείρημα πως ειδικά στο κείμενο που μας αφορά συνέβη το πράγμα αυτό, αλλιώς είναι οι συνήθεις αοριστίες.

ιβ') «Πώς το ξέρουμε ότι, αν ο Τάκιτος δεν είχε ερευνήσει την ιστορικότητα του Ιησού, θα πίστευε ότι η ιστορικότητα του Ιησού είναι αβάσιμη φήμη;»

Απάντηση: Ο Τάκιτος μπορεί (και) να υπέθεσε ότι ο Ιησούς υπήρξε, αλλά αυτό δεν αποκλείει να έκανε τέτοιες έρευνες –π.χ. στα κρατικά αρχεία – που να του αποδείξουν ότι όντως υπήρξε ο Ιησούς.

Οι αντιρρησίες ίσως πουν ότι ο Τάκιτος δεν παραθέτει στοιχεία για τον Χριστιανισμό, και γι’ αυτό δεν τον ενδιέφερε ούτε ο Χριστός, και επομένως η αναφορά του σ’ αυτόν ήταν χωρίς κριτική επεξεργασία. Αυτοί μπερδεύουν την ποσότητα με την ποιότητα. Ο Τάκιτος δεν έγραψε ιστορία του Χριστιανισμού, αλλά ανέφερε κάποια βασικά πράγματα, για να διευκολύνει τους αναγνώστες του, όταν θα διάβαζαν για τον εμπρησμό της Ρώμης. Πιστεύουν ότι, για να έχει εκατό τοις εκατό εξακριβώσει ο Τάκιτος αυτό που λέει για τον Χριστό, θα έπρεπε να γράψει ολόκληρη μελέτη για τον Χριστιανισμό. Μεγάλο λάθος.

Στην πραγματικότητα, αυτό που οι αρνητές της αυθεντικότητας της αναφορά του Τάκιτου λένε είναι: «Ναι, παραδεχόμαστε ότι ο Τάκιτος συνήθως είναι αξιόπιστος και ακριβής και εξετάζει τα πράγματα, αλλά αυτή ίσως είναι εξαίρεση». Δίχως καμμιά απόδειξη φυσικά.

Συμπέρασμα:

1. Μαθαίνουμε ότι ο Χριστός ήταν ο αρχηγός της θρησκείας κι όχι, όπως λένε κάποιοι, ότι ο Παύλος ήταν ο ιδεολογικός ιδρυτής.

2. Επιβεβαιώνεται η εκτέλεση του Ιησού από τον Πιλάτο.

3. Αναγνωρίζεται η Ιουδαία ως πηγή της θρησκείας, κι έτσι καταρρίπτονται αστείες θεωρίες περί αντιγραφής από παγανιστικές θρησκείες.

III. Η αναφορά του Πλίνιου του Νεώτερου, σε επιστολή προς τον αυτοκράτορα Τραϊανό, το 111 μ.Χ.:

«...5 ...τους έβαζα να επικαλεστούν τους θεούς...και επιπλέον να βρίσουν το Χριστό˙ έπειτα έκρινα ότι πρέπει να τους αφήσω.... 6 κι όλοι αυτοί προσκύνησαν και την εικόνα σου και τα είδωλα των θεών και έβρισαν το Χριστό.7 βεβαίωναν [οι Χριστιανοί] ότι το μεγαλύτερο παράπτωμα ή η μεγαλύτερη πλάνη τους ήταν, ότι συνήθιζαν μια ορισμένη μέρα πριν από την ανατολή του ήλιου να συναθροίζονται, να υμνούν εναλλάξ το Χριστό ως Θεό, και να ορκίζονται ότι δε θα φονεύσουν....8 ...δε διαπίστωσα τίποτε άλλο παρά μια τιποτένια και υπερβολική δεισιδαιμονία.»

«Το στυλ μοιάζει με αυτό των άλλων επιστολών και τα γράμματα είναι γνωστά από τον καιρό του Τερτυλλιανού [196-212]» (Robert Van Voorst,  Jesus Outside the New Testament. Grand Rapids: Eerdmans, 2000, σ. 27).

Αντιρρήσεις:

α') «Αν ο Πλίνιος κατηγορούσε τους λάτρεις του Σαράπη ή του Απόλλωνα, θα του έλεγαν πως έψελναν ύμνους σε αυτούς, αλλά αυτό δε σημαίνει πως αυτοί οι παγανιστικοί θεοί υπήρχαν ως άνθρωποι».

Απάντηση: Ασφαλώς οι λάτρεις του Σάραπη ή του Απόλλωνα δεν θεώρησαν ότι ήταν άνθρωποι οι θεοί τους, ενώ οι Χριστιανοί πίστευαν ότι ο Ιησούς ήταν άνθρωπος. Επιπλέον υπάρχει η λέξη «ως» Θεό. Δηλαδή ο Πλίνιος απορεί που λατρεύουν έναν θνητό ως θεό.

β') «Ο Πλούταρχος – που έζησε την ίδια εποχή με τον Πλίνιο – στα βιβλία του καταδικάζει τόσες και τόσες αιρέσεις και δεισιδαιμονίες, συμπεριλαμβανομένου και του Ιουδαϊσμού. Τον Χριστιανισμό ή τον Χριστό δεν τους αναφέρει καν. Γιατί;»

Απάντηση: διότι ο Πλούταρχος έζησε στην νότια Ελλάδα, ένα μέρος όπου ο Χριστιανισμός είχε εξαπλωθεί πολύ λίγο σε σχέση με την Βιθυνία, όπου βρισκόταν ο Πλίνιος, και όπως ο ίδιος λέει οι ναοί άρχισαν να ερημώνουν εξαιτίας του. Στην Κόρινθο και την Αθήνα υπήρχαν μικρές χριστιανικές κοινότητες, αλλά λόγω έλλειψης διωγμών, δεν υπήρχε αφορμή για κάτι τέτοιο. Ούτε έδιναν αφορμές οι Χριστιανοί σε κανέναν να τους κατηγορήσει ότι σέρνονταν στο χώμα ή ότι έκαναν άλλες εξευτελιστικές πράξεις ή ότι  ζητιάνευαν.

γ') «Είναι πολύ αργά γραμμένη η επιστολή, ώστε να αποτελεί τεκμήριο για την ύπαρξη του Ιησού».

Απάντηση: έχει απαντηθεί στην ζ’ αντίρρηση κατά του αποσπάσματος του Ιώσηπου.

IV. Η μαρτυρία του Mara-Bar Serapion, κάπου μεταξύ 73 και 160 μ.Χ. (Robert Van Voorst, Jesus Outside the New Testament. Grand Rapids: Eerdmans, 2000, σ. 56):

«Τί κέρδισαν οι Αθηναίοι θανατώνοντας τον Σωκράτη; Λιμός και πανούκλα επήλθε σε αυτούς ως καταδίκη για το έγκλημά τους. Τι κέρδισαν οι Σάμιοι καίγοντας τον Πυθαγόρα; Σε μια στιγμή η χώρα τους καλύφθηκε με άμμο. Τι κέρδισαν οι Εβραίοι σκοτώνοντας τον σοφό βασιλιά τους; Ακριβώς μετά το βασίλειό τους χάθηκε. Ο Θεός δίκαια εκδικήθηκε τους τρεις αυτούς σοφούς άνδρες. Οι Αθηναίοι πέθαναν από πείνα, οι Σάμιοι καλύφθηκαν από τη θάλασσα, οι Εβραίοι κατεστραμμένοι διώχθηκαν από τη γη τους και ζουν σε πλήρη απελπισία. Αλλά ο Σωκράτης σίγουρα δεν πέθανε. Ζει στα κηρύγματα του Πλάτωνα. Ο Πυθαγόρας δεν πέθανε, σίγουρα. Ζει μέσα στο άγαλμα της Ήρας. Ούτε ο σοφός βασιλιάς πέθανε. Ζει στα διδάγματα που έδωσε».

Αντιρρήσεις:

α') «Δεν αναφέρεται η λέξη Ιησούς. Το «σοφός βασιλιάς» δεν σημαίνει απαραίτητα Ιησούς. Υπήρχαν τόσοι πολλοί ψευδομεσσίες τον καιρό εκείνο, και μπορεί να αναφέρεται σε έναν από εκείνους».

Απάντηση: το κείμενο δίνει εφτά κριτήρια περιγράφοντας τον βασιλιά αυτόν. Κανείς από τους ψευδομεσσίες δεν πληρούσε και τα επτά κριτήρια, τα οποία είναι:

i)    εκτελέστηκε. ii)   Κατείχε τη σοφία. iii)  Εκτελέστηκε πριν το ιουδαϊκό βασίλειο καταστραφεί. iv)  Εκτελέστηκε προτού οι Ιουδαίοι διασπαρούν. v)   Εκτελέστηκε λόγω των πράξεων των Ιουδαίων. vi)  Συνέχισε να ζει μέσα από τη διδασκαλία που έδωσε. vii) Αναφερόταν ως «Βασιλιάς».

Ποιος μπορεί να είναι αυτός; Μερικοί λεν ότι ήταν ένας Εσσαίος «Διδάσκαλος της Ευσέβειας», αλλά υπάρχουν πολλοί υποψήφιοι για το ποιος ήταν ο ίδιος ο «Δάσκαλος της Ευσέβειας», συμπεριλαμβανομένου και του Ιησού (Charles F. Pfeiffer, The Dead Sea Scrolls and the Bible. Grand Rapids: Baker Book House, 1969, σ. 72-77). Πάντως, ο δάσκαλος αυτός της ευσέβειας δεν πληροί παρά μόνο τα κριτήρια ii) και vi).

            Ο «Βασιλιάς» αυτός εκτελέστηκε. Όσες προσπάθειες κι αν έγιναν να αποδειχθεί ότι και ο Εσσαίος Δάσκαλος της Ευσέβειας επίσης μαρτύρησε ή ακόμη σταυρώθηκε, οι πάπυροι της Νεκράς Θάλασσας δεν λεν τίποτα περισσότερο για το μαρτύριο του Δάσκαλου, εκτός από το ότι υπέστη γενικώς καταδίωξη και ήταν σε κίνδυνο. Δεν λεν ότι θανατώθηκε. Έτσι, οποιαδήποτε προσπάθεια να αποδειχθεί το αντίθετο, ότι αυτός ήταν ο βασιλιάς, ουσιαστικά είναι αντίθετη στα στοιχεία των παπύρων. Επομένως, ο Διδάσκαλος δεν πληροί ούτε τα κριτήρια iii, iv, v. Σχετικά με το κριτήριο iv:

            Προφανώς όσο πιο πίσω πάμε, τόσο πιο δύσκολα ταιριάζει η  περιγραφή, διότι αφού αμέσως μόλις ο βασιλιάς σκοτώθηκε, καταλύθηκε το βασίλειο των Εβραίων. Αν αυτός είναι ο Ονίας Γ’, τότε η κατάλυση του ιουδαϊκού βασιλείου συνέβη περίπου 240 έτη νωρίτερα. Αν αυτός ήταν ο Ιούδας ο Εσσαίος, τότε συνέβη η κατάλυση 170 χρόνια νωρίτερα. Όποιος και να ήταν αυτός ο Δάσκαλος, πέθανε στα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα, πράγμα που τον τοποθετεί πολύ μακριά από το «αμέσως μετά την κατάλυση», δηλαδή το 70 μ.Χ., όταν οι Ιουδαίοι διεσπάρησαν στην οικουμένη και το βασίλειό τους κατελύθη.

            Φυσικά, ο Δάσκαλος αυτός δεν αναφέρεται ως «Βασιλιάς», αλλά στα χειρόγραφα του Qumran ως ιερέας.

β') «Το κείμενο δείχνει ότι ο «Βασιλιάς» αυτός ήταν σύγχρονος του Σωκράτη και του Πυθαγόρα».

Απάντηση: Φυσικά και δεν δείχνει κάτι τέτοιο. Όταν ο Σωκράτης γεννήθηκε, ο Πυθαγόρας ήταν 60 χρονώ! Δεν υπάρχει καμμία χρονική συγγένεια μεταξύ των τριών.

γ') «Το κείμενο είναι χρονικά απομακρυσμένο από τον Ιησού και πιθανώς επηρεασμένο από τη χριστιανική παράδοση. Κατηγορούνται οι Ιουδαίοι που σκότωσαν το βασιλιά τους. Η χρήση του «Βασιλιάς των Ιουδαίων» παραπέμπει σε χριστιανική επιρροή».

Απάντηση: Η χρονική διαφορά 70-100 χρόνων δε σημαίνει τίποτα, το έχουμε ξαναπεί. Το να σκέφτεσαι ανεξάρτητα δεν είναι εφεύρεση του 21ου αιώνα, υπήρχε και τότε, και συνεπώς δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει χριστιανική επίδραση. Η ομοιότητα δεν συνεπάγεται αντιγραφή ή επίδραση. Τα ευαγγέλια δεν γράφτηκαν το 33 μ.Χ., αλλά αργότερα, κι αυτό σημαίνει ότι ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ της συγγραφής τους και της συγγραφής του κειμένου αυτού είναι μικρότερος, αφήνοντας μικρότερο χρόνο για χριστιανική επίδραση. Άλλωστε, ο Ιησούς κατηγορήθηκε ότι προσπάθησε να γίνει βασιλιάς των Ιουδαίων. Αυτό απηχεί τη φήμη του ως βασιλιά.

V. Η αναφορά του Ταλμούδ.

Η κύρια αντίρρηση είναι ότι οι συγγραφείς του Ταλμούδ δεν είχαν για τον Ιησού παρά μόνο μία πηγή: τους Χριστιανούς. Ωστόσο, δεν ξέρουμε καν πόσες πηγές είχε το Ταλμούδ, κι αν αυτές ήταν οι χριστιανικές.

            Πάντως, ο θυμός και η μανία του Ταλμούδ κατά του Χριστού και του Χριστιανισμού οδηγεί σε ένα λογικό συμπέρασμα: εάν οι Ιουδαίοι συγγραφείς ήθελαν να πουν ότι ο Ιησούς δεν υπήρξε, θα το έλεγαν. Δεν το είπαν. Γιατί; Διότι δε μπορούσαν να αρνηθούν την πραγματικότητα. Εάν πάλι υπήρχε το παραμικρό στοιχείο, που θα τούς έδινε το δικαίωμα να πουν ότι ο Ιησούς αυτός δεν υπήρξε, θα έλεγαν «δεν υπήρξε». Αν η Ιστορία τούς έδινε αυτό το δικαίωμα, η κριτική τους κατά των Χριστιανών θα στρεφόταν προς αυτήν την κατεύθυνση, και θα συμπεριλάμβανε και την «ανυπαρξία του Ιησού» στα όπλα της πολεμικής του Ταλμούδ. Αναρωτιέται κανείς, γιατί δεν υποστήριξαν ότι δεν υπήρξε Ιησούς, οι Ιουδαίοι. Θα ήταν γι’ αυτούς πολύ ευκολότερο να το πουν, αντί να εφευρίσκουν φανταστικές ιστορίες  (ότι ήταν γιος Ρωμαίου στρατιώτη κ.ά.). Αν το έλεγαν, θα έφερναν τους Χριστιανούς σε πολύ δύσκολη θέση. Δεν είχαν όμως στοιχεία, κι έτσι το μόνο που τους απέμεινε ήταν να δυσφημήσουν τον υπαρκτό Ιησού. Κανείς αντίπαλος του Χριστιανισμού δεν το είπε όμως τους τέσσερεις πρώτους αιώνες.

«Ναι, αλλά το Ταλμούδ εγράφη μεταξύ 2ου και 6ου αιώνα. Τι εγκυρότητα έχει η μαρτυρία ενός βιβλίου π.χ. του 5ου αιώνα για την ιστορικότητα ενός προσώπου τον 1ο αιώνα;»

Απάντηση: τα εδάφια που μιλούν για τον Ιησού υπάρχουν από τον 2ο αιώνα. Η αντικειμενική απόδειξη ότι υπάρχουν αυτά από τότε, είναι ότι ο ίδιος ο Κέλσος (2ος αι.) ουσιαστικώς τα αντιγράφει, λέγοντας ότι ο Ιησούς ήταν γιός ενός Πανδήρα, πράγμα που λέγεται στο Ταλμούδ. Η μεγαλύτερη απόδειξη ότι το Ταλμούδ ανέφερε εξ αρχής τον Ιησού.

VI. Η αναφορά του Λουκιανού στο Περί της Πελεγρίνου τελευτής, 11 και 15:

«...κι εκείνοι [οι Χριστιανοί] τον σέβονταν σα θεό τους και τον είχαν νομοθέτη και αρχηγό, μετά από εκείνον φυσικά που ακόμη τον λατρεύουν, τον άνθρωπο που σταυρώθηκε στην Παλαιστίνη (τὸν ἄνθρωπον τὸν ἐν τῇ Παλαιστίνῃ ἀνασκολοπισθέντα), επειδή εισήγαγε στη ζωή αυτή την καινή τελετή....προσκυνούν δε το σταυρωμένο εκείνο σοφιστή και ζουν σύφμωνα με τους νόμους εκείνου (αρχαίο κείμ.: τὸν δὲ ἀνεσκολοπισμένον ἐκεῖνον σοφιστήν)».

Φυσικά ένα τέτοιο προσβλητικό κείμενο ουδέποτε θα ήταν αποτέλεσμα Χριστιανού συγγραφέα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι «κακοί Χριστιανοί» που «έκαψαν όσα βιβλία δεν συμφωνούσαν μαζί τους» διέσωσαν μια σάτυρα κατά των Χριστιανών και τις ύβρεις κατά του Χριστού. Ιδού ο Σκοτεινός Μεσαίωνας.

Αντιρρήσεις:

α') «Ο Λουκιανός απλώς παίρνει τις πληροφορίες του από τους Χριστιανούς και τις μεταφέρει. Δεν λέει κάτι δικό του. Έτσι, δεν πρόκειται για πληροφορία για την ύπαρξη του Ιησού, αφού είναι από χριστιανικές πηγές. Εξάλλου είναι πολύ μεταγενέστερη πηγή».

Απάντηση:  Ο Λουκιανός ήταν αθεϊστής. Χλεύαζε τους παγανιστικούς θεούς, αλλά, όπως φαίνεται χλεύαζε και τις ανατολίτικες δοξασίες. Είναι δύσκολο να φανταστούμε τον ορθολογιστή Κυνικό-Επικούρειο Λουκιανό να αναζητά πληροφορίες για το Χριστιανισμό, τους Χριστιανούς και τον Χριστό από τους ίδιους, από ανθρώπους που περιφρονούσε ως «βλάκες», όπως τους αποκαλεί (παράγραφος 13).

            Όμως ο Λουκιανός αναφέρεται στον τρόπο θανάτωσης του Ιησού ως «ανασκολπισμό» κι όχι σταύρωση. Αποκαλεί τον Ιησού «ανεσκολοπισμένον» κι όχι εσταυρωμένο. Αυτό είναι μεγάλη απόδειξη πως ο Λουκιανός δεν πήρε τις πληροφορίες του από τους Χριστιανούς, αλλά από άλλες πηγές. Δηλαδή δεν αντιγράφει χριστιανικές μαρτυρίες, και συνεπώς δεν είναι αναξιόπιστος.

            Ότι είναι μεταγενέστερος δεν λέει τίποτε, όπως έχουμε πει. Γράφει το 165-167 μ.Χ. Δεν είναι παρά 120 χρόνια μετά τον Ιησού, 100 με 90 χρόνια από τα Ευαγγέλια.

β') «Πώς μπορούμε να βεβαιωθούμε ότι ο Λουκιανός δεν γράφει ακόμη μια Φανταστική ιστορία, όταν περιγράφει τον Ιησού; Είναι από ιστορική άποψη, ακριβής και αξιόπιστος ο Λουκιανός;»

Απάντηση: Ναι, είναι. Μπορεί να έγραψε ένα σωρό φανταστικές ιστορίες με πλήθος φανταστικά ταξίδια, αλλά στην προκειμένη περίπτωση αναφέρεται σε απόηχο ιστορικών γεγονότων έχοντας κατά νου τους Χριστιανούς, τους οποίους θέλει να χλευάσει. Τους χλευάζει τόσο πολύ, ώστε δεν τίθεται ζήτημα να εφεύρει κι έναν «ανύπαρκτο» ηγέτη τους. Αν ήθελε να δώσει τη χαριστική βολή θα έγραφε λ.χ. «ο ανύπαρκτος σοφιστής, που λένε ότι έζησε στην Παλαιστίνη, για να εξαπατούν τον κόσμο και να δίνουν κύρος στην θρησκεία τους» ή κάτι παρόμοιο.

            Επιπλέον, ο Λουκιανός έχει γράψει πραγματεία Πώς δει την ιστορίαν συγγράφειν, όπου δείχνει να ενδιαφέρεται πάρα πολύ για την ιστορική ακρίβεια και γράφει μεταξύ άλλων «ο ιστορικός δεν πρέπει να θυσιάζει σε κανένα θεό παρά στην Αλήθεια. Πρέπει να παραμελήσει ο,τιδήποτε άλλο. Η ιστορία αντιπαθεί την παρεμβολή και του ελάχιστου λάθους. Το καθήκον του ιστορικού είναι να λέει τα πράγματα όπως συνέβησαν» (H. W. Fowler, The Works of Lucian of Samosata. Oxford: Clarendon, 1905, σ. 126-128).

            Ο Λουκιανός ήταν μορφωμένος, λάτρης της ιστορικής ακρίβειας, όταν επρόκειτο για ιστορικά ζητήματα, και γνώριζε για τους Χριστιανούς. Εάν ήξερε ότι ο Ιησούς ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο ή αν κυκλοφορούσαν φήμες ότι ο Ιησούς δεν υπήρξε ποτέ, θα χρησιμοποιούσε τα στοιχεία αυτά στη σάτυρά του.

8) Συνολικά, όσον αφορά τους Εθνικούς ώς τον Λιβάνιο, υπάρχουν για τον Χριστό ή/και τους Χριστιανούς οι αναφορές του Τάκιτου, του Πλίνιου Σεκούνδου, του Τραϊανού, του Επίκτητου, του Αδριανού, του Σουητώνιου, του Αντωνίνου Πίου, του Μάρκου Αυρήλιου, του Λουκιανού, του Κέλσου, του Δίων Κάσσιου, του Αίλιου Σπαρτιανού, του Αίλιου Λαμπρίδιου, του Γαλλιηνού, του Αμέλιου, του Αυρηλιανού,  του Φλάβιου Βοπίσκου, του Διοκλητιανού, του Μαξιμιανού, του Πορφύριου, του Γαλέριου, του Μαξιμίνου, του Σαβίνου, του Λικίνιου, του Ιουλιανού και του Λιβάνιου. Εικοσιέξι εθνικοί συγγραφείς σε τρισήμισυ αιώνες και ούτε ένας δεν τολμά να αμφισβητήσει, έστω ως αστειάκι, έστω ως υπονοούμενο την ιστορικότητα του Ιησού. Ούτε οι πιο κυνικοί ούτε οι πιο άθεοι ούτε οι πιο σοφιστές ούτε οι πιο αντιχριστιανοί. Τι περίεργο. Ο Αριστοτέλης αμφισβητεί την ύπαρξη του Ορφέα, αλλά του Χριστού την ύπαρξη, κανείς. Κανείς δεν είχε λοιπόν την «εξυπνάδα» να μιλήσει για κάτι «τόσο» προφανές, την ανυπαρξία του Ιησού; Ή ήταν τόσο αφελείς, οι φιλόσοφοι, οι σοφιστές, οι παγανιστές, οι αυτοκράτορες, ώστε δεν σκέφτηκαν: «μήπως αυτό το πρόσωπο ουδέποτε υπήρξε;» Κανείς δε σκέφτηκε την ιδέα να στριμώξει τους Χριστιανούς, αρνούμενος την ύπαρξη του Ιησού, ώστε να τους κάνει να προσπαθούν να την αποδείξουν. Δεν μπορεί ούτε ένας να μην είχε την ιδέα να σκεφτεί διαφορετικά. Μήπως φοβόντουσαν; Τι φοβόντουσαν; Μια «άθλια δεισιδαιμονία», την οποία κορόϊδευαν συνεχώς και ενίοτε την καταδίωκαν; Η σιωπηρή αποδοχή της ύπαρξης του Χριστού είναι κάτι παραπάνω από ολοφάνερη. Όταν θεωρείς κάτι ανύπαρκτο, δεν αρκείσαι απλώς στο να το κοροϊδεύεις˙ υποστηρίζεις επιπλέον ότι είναι ανύπαρκτο.

9) Δεν έχει νόημα να μιλήσουμε για την μαρτυρία των Ευαγγελίων. Οι Νεοπαγανιστές αρνούνται – ενώ για τα Ορφικά ή τον Ερμή Τρισμέγιστο γνωρίζουν με βεβαιότητα (!) πως εγράφησαν το 10000 π.Χ – την εγκυρότητά τους. Δεν λέει προφανώς τίποτε το γεγονός ότι τα Ευαγγέλια διατήρησαν αυτούσια την μορφή τους εξ αρχής.

Προφανώς, θεωρείται φυσιολογικό κάποιοι άνθρωποι (είτε αυτοί ήταν οι Απόστολοι και Ευαγγελιστές είτε κάποιοι που πρωτοξεκίνησαν τη διάδοση του Χριστιανισμού) εσκεμμένα να δημιούργησαν ένα ανύπαρκτο πρόσωπο, έπειτα να έπεισαν τους εαυτούς τους ότι η λογοτεχνική αυτή προσωπικότητα υπάρχει, μετά να έπεισαν και άλλους, και τέλος να δέχτηκαν να πεθάνουν για κάτι ανύπαρκτο.

Φυσικά, ισχύει το γεγονός ότι συχνά ο άνθρωπος εξαπατάται. Έτσι, μπορεί να κάποιος να θεωρήσει πιθανό ότι οι Απόστολοι εξαπατήθηκαν νομίζοντας ότι βλέπουν τον αναστημένο Ιησού. Αλλά αυτό σημαίνει δύο πράγματα: πρώτον, ότι ακόμη κι αν εξαπατήθηκαν αναφορικά με την Ανάσταση, δεν εξαπατήθηκαν όμως αναφορικά με την ύπαρξη καθεαυτή του Ιησού και η μαρτυρία τους γι’ αυτήν είναι αληθινή. Δεύτερον, ότι κανείς οπαδός καμμιάς άλλης θρησκείας δεν πέθανε για ένα ψέμμα. Καμμιά άλλη θρησκεία της εποχής δεν ισχυρίστηκε ότι ο μίθρας ή ο Άδωνις ήταν ενσαρκωμένοι θεοί, ώστε να ισχυρίζεται για την ιστορικότητα των προσώπων αυτών, ούτε πέθαναν γι’ αυτούς. Μόνο ο Χριστιανισμός. Αυτό, μαζί με τα υπόλοιπα, λογικά οδηγεί στο συμπέρασμα: δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά.

 

76. "Τα Ευαγγέλια δεν είναι αξιόπιστα, εγράφησαν πολλές δεκαετίες μετά τον θάνατο του Ιησού και επιπλέον σε κανένα από αυτά – εκτός από το υστερότερο Κατά Ιωάννην – δεν αναφέρεται ότι ο Ιησούς είναι θεός".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι τα Ευαγγέλια γράφτηκαν στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα, επειδή μόνο από τότε και μετά τα μαρτυρούν εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Ισχυρίζονται δηλαδή ότι δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για συγγραφή των Ευαγγελίων σε μια εποχή, η οποία είναι προγενέστερη της εποχής στην οποία έζησαν οι πρώτοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς που μαρτυρούν την ύπαρξη των Ευαγγελίων. Ο ισχυρισμός αυτός, εκτός από απόλυτος είναι παράλογος για τρεις λόγους: πρώτον, θα σήμαινε ότι ο τάδε ή ο δείνα εκκλησιαστικός συγγραφέας, αμέσως μόλις «βγαίνει στην κυκλοφορία» μεταξύ των Χριστιανών ένα σύγγραμμα, το αποδέχεται πάραυτα ως έργο ενός εκ των αποστόλων. Δηλαδή, δίχως δεύτερη σκέψη, δίχως να προϋπάρχει παλαιότερη παράδοση κάποιων δεκαετιών ότι λ.χ. είναι του απόστολου Ιωάννη, και ενώ υποτίθεται ότι πιο πριν δεν είχαν ακούσει τίποτε γι’ αυτό, οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς των αρχών του 2ου μ.Χ. αι. το αποδέχτηκαν ως έγκυρο. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει πολύ χαμηλό βαθμό νοημοσύνης. Τουλάχιστον για τους εγγράμματους Χριστιανούς, θα ήταν δύσκολο κάτι τέτοιο να συμβαίνει, διότι οι Χριστιανοί δέχονται την παράδοση. Δε θα γινόταν ξαφνικά να δεχτούν κάτι ως αυθεντικό, εάν δεν στηρίζονταν σε παλαιότερες μαρτυρίες του 1ου μ.Χ. αι. Δεύτερον, είναι άλλο πράγμα η ύπαρξη των Ευαγγελίων καθώς και η χρονολογία συγγραφής τους, κι άλλο πράγμα το πότε κάποιος μεταγενέστερος συγγραφέας τα αναφέρει. Η γενιά των αρχών του 2ου μ.Χ. αι. ήταν ουσιαστικά οι πρώτοι Χριστιανοί που δεν είδαν τους αποστόλους και τους Ευαγγελιστές με τα μάτια τους. Οι προηγούμενοι Χριστιανοί, του τέλους του 1ου αι., έβλεπαν τους αποστόλους, συνεπώς θα ήξεραν εάν το τάδε σύγγραμμα είναι δικό τους. Επιπλέον έως τις αρχές του 2ου αι. δεν υπήρχαν εκκλησιαστικοί συγγραφείς (εκτός του Κλήμη, κι ούτε υπήρχε λόγος – αφού ζούσαν μεταξύ 50-80 μ.Χ.. οι απόστολοι – να υπάρξουν άλλοι, πλην των αποστόλων, Χριστιανοί συγγραφείς). Τρίτον, εκείνη την εποχή οι Χριστιανοί, όπως και γενικότερα ο κόσμος, δεν ενδιαφέρονταν να αποδείξουν λ.χ. ότι «έχω δει το σύγγραμμα αυτό, είναι το Ευαγγέλιο του Μάρκου». Δεν υπήρχε τέτοια αμφισβήτηση και συνεπώς δεν υπήρχε λόγος ανταπάντησης σε αμφισβήτηση και αμφισβητίες της εποχής.

            Ο Κλήμης Ρώμης (1ος αι.) παραθέτει, μεταξύ 92-94 μ.Χ., χωρία από το Κατά Ματθαίον, το Κατά Μάρκον, το Κατά  Λουκάν, την Προς Ρωμαίους, την Α’ Προς Κορινθίους, την Προς Εβραίους, την επιστολή Ιούδα, Ιακώβου, Α’ και Β’ Πέτρου. Ο ίδιος κατονομάζει την Α’ Προς Κορινθίους. Ο Ιγνάτιος Αντιοχείας γράφοντας τις επτά Επιστολές του το 107 μ.Χ. παραθέτει χωρία από το Κατά Ματθαίον, το Κατά Μάρκον, το Κατά Λουκάν, το Κατά Ιωάννην, τις Πράξεις, την Προς Ρωμαίους, την Α’ Προς Κορινθίους, την Προς Γαλάτας, την Προς Εφεσίους, την Ιακώβου, την Α’ Πέτρου και την Αποκάλυψη. Ο Πολύκαρπος Σμύρνης, γράφοντας στα 108 μ.Χ. παραθέτει χωρία από τα συνοπτικά Ευαγγέλια, τις Πράξεις, την Προς Ρωμαίους, την Α’ και Β’ Προς Κορινθίους, την Προς Γαλάτας, την Προς Εφεσίους, την Προς Φιλιππησίους, την Α’ και Β’ Προς Θεσσαλονικείς, την Α’ και Β’ Τιμόθεου, την Α’ Πέτρου, την Α’ και Β’ Πέτρου, την Ιούδα. Αυτοί είναι συγγραφείς που γεννήθηκαν και έδρασαν πριν το 100 μ.Χ. Αργότερα τα βιβλία της Κ. Δ. μαρτυρούνται και κατονομάζονται, από πολύ περισσότερους. Εάν επρόκειτο για μη εκκλησιαστικά συγγράμματα, οι οπαδοί της αρνητικής κριτικής θα δέχονταν αμέσως την μαρτυρία τόσων συγγραφέων. Ειδικά για τα βιβλία της Καινής Διαθήκης κάνουν αυτή την εξαίρεση. Ο λόγος; Από προκατάληψη. Επειδή είναι αθεϊστές, θέλουν με το στανιό να αποδείξουν κάτι, που ουδέποτε θα ζητούσαν να αποδείξουν για μη χριστιανικά βιβλία του 1ου μ.Χ. αι. Δεν υπαινισσόμαστε καμμιά «αντιχριστιανική συνωμοσία», αλλά οι προκαταλήψεις του καθενός παίζουν μεγάλο ρόλο στο να χρησιμοποιεί «δύο μέτρα και δύο σταθμά» για ζητήματα γνησιότητας βιβλίων. Γενικότερα για τα Ευαγγέλια

α') «Δεν αναφέρουν τα ευαγγέλια τους συγγραφείς τους, κι όταν το κάνουν αυτό, απλώς θα πρόκειται για μεταγενέστερη προσθήκη».

Απάντηση: Τα ευαγγέλια προορίζονταν για ανάγνωση από πολλούς – το πλήθος των πιστών – κι όχι από έναν ιδιώτη.Τα ανώνυμα έργα έπαιρναν κάποιον τίτλο και κάποιον φανταστικό συγγραφέα κατά την αντιγραφή τους και τοποθέτησή τους στις βιβλιοθήκες. Έτσι, βιβλία που δεν ανέφεραν το συγγραφέα τους συχνά κατέληγαν να έχουν πολλούς διαφορετικούς τίτλους και πολλούς συγγραφείς, που δίνονταν από τους διάφορους αντιγραφείς σε διαφορετικές βιβλιοθήκες. Δεν υπάρχει όμως ούτε ένα αντίγραφο π.χ. του ευαγγελίου του Μάρκου που να είναι ακριβώς το ίδιο με το Κατά Μάρκον, αλλά να φέρει τον τίτλο «το κατά Ανδρέαν ευαγγέλιο».

β') «Δεν μπορούσε η πρώτη εκκλησία να ελέγξει την φαντασία των πιστών και των προσήλυτων, και έτσι δημιουργούνταν φανταστικές ιστορίες και φανταστικά ευαγγέλια, αλλοιώνοντας την αρχική παράδοση για τον Ιησού».

Απάντηση: φυσικά και μπορούσε. Όταν ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στη Σαμάρεια, η Εκκλησία έστειλε τον Πέτρο και τον Ιωάννη (Πράξεις Απ. 8, 14), προφανώς για να τους καθοδηγήσουν και να μην αρχίσουν να πιστεύουν ό,τι φαντάζονται. Το ίδιο έγινε και όταν ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στην Αντιόχεια˙ έστειλαν τον απόστολο Βαρνάβα (Πράξεις, 11, 22), για τον ίδιο λόγο. Δεν εκχριστιάνιζαν δηλαδή κάποιοι κάποιους και στη συνέχεια τους άφηναν να πιστεύουν ό,τι να ‘ναι και συνεπώς να δημιουργήσουν μια διαφορετική παράδοση και μετά ένα διαφορετικό ευαγγέλιο.

Οι περισσότεροι φιλόλογοι αποδέχονται την ακρίβεια των κειμένων για άλλα αρχαία έργα, που βρίσκονται σε πολύ λιγότερα αντίγραφα, απ’ ό,τι η Καινή Διαθήκη. Αυτό είναι κάτι που το ξεχνάν, όσοι αμφιβάλλουν για την αυθεντικότητα των κειμένων της Κ.Δ. Όταν πρόκειται για άλλα αρχαία συγγράμματα της ίδιας ή παλαιότερης εποχής, που έχουν διασωθεί σε πολύ λίγα αντίτυπα (π.χ. η Ιλιάδα βρίσκεται σε 643 αντίγραφα, ενώ η Κ.Δ. σε περίπου 24.633, που όλα διαφέρουν καθόλου ή ελάχιστα, σε σημεία που δεν επηρεάζουν τη χριστιανική θεολογία) ορισμένοι είναι πολύ πιο ελαστικοί και εύκολα αποδέχονται ότι είναι αυθεντικά.

Παρατίθενται χωρία: του Ματθαίου από τον Κλήμη Ρώμης (1ος αι.), τον Ιγνάτιο (φονεύτηκε το 110 μ.Χ.), τον Πολύκαρπο Σμύρνης (περί τα 108 μ.Χ.), του Μάρκου από τον Κλήμη Ρώμης, τον Ιγνάτιο, τον Πολύκαρπο, του Κατά Λουκά από τους ίδιους, του Κατά Ιωάννη από τον Ιγνάτιο, των Πράξεων από τον Ιγνάτιο και τον Πολύκαρπο (Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Στ. Ν. Σάκκου, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 23).

Για το Κατά Ματθαίον:

«Ο Παπίας και ο Ειρηναίος μαρτυρούν ότι επί των ημερών των υπήρχεν η αναντίρρητος παράδοσις ότι συγγραφεύς του Ευαγγελίου τούτου είναι ο Ματθαίος. Υπάρχουν αι εξής ενδείξεις: α) ο Ματθαίος ελέγετο πρώτα Λευίς και ήτο τελώνης, άνθρωπος άδικος και αμαρτωλός. Όταν αναφέρουν την μετάνοιάν του, οι μεν άλλοι ευαγγελισταί, Μάρκος και Λουκάς, τον αναφέρουν με το παλαιόν τούτο όνομα, προφανώς εκ λεπτότητος, ο ίδιος δε μόνον λέγει το όνομά του με το οποίον είνε γνωστός εις όλην την Χριστιανοσύνην. β) Εις την περίπτωσιν του Ματθαίου οι μεν Λουκάς και Μάρκος γράφουν «Ματθαίος και Θωμάς» (Μρ 3, 18˙ Λκ 6, 15), ο ίδιος δε γράφει «Θωμάς και Ματθαίος ο τελώνης» (Μθ 10, 3)˙ θέτει τον εαυτόν του δεύτερον και μόνος αυτός προσθέτει το ότι ήτο τελώνης, πράγμα ταπεινωτικόν» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 97).

Για το Κατά Μάρκον

«Ήδη ο Παπαίας (110-130 μ.Χ.) και ο Ειρηναίος αποδίδουν το Ευαγγέλιον τούτο εις τον Μάρκον, τον μόνον όστις εν τη Κ. Διαθήκη φέρει το όνομα τούτο. Εσωτερικαί ενδείξεις περί του προσώπου του ευαγγελιστού είνε αι εξής. α) Εις την σύλληψιν του Ιησού εν Γεθσημανή (Μρ 14, 51-52) αναφέρεται ότι «Καὶ εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθησεν αὐτῷ, περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ γυμνοῦ· καὶ κρατοῦσιν αὐτὸν οἱ νεανίσκοι. ὁ δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα γυμνὸς ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν». Αν ο νεανίσκος αυτός είναι ο Μάρκος και αποκρύπτη εις το Ευαγγέλιόν του το όνομά του επειδή είνε ο ίδιος συγγραφεύς, όπως κάνει και ο Ιωάννης, τότε έχομεν υπαινιγμόν περί του συγγραφέως. β) Αν συνδυασθούν αι ιδιάζουσαι εις το Ευαγγέλιον τούτο λεπτομέρειαι περί του Πέτρου με το γεγονός ότι τούτο εγράφη όταν ο Μάρκος ήτο διάκονος του Πέτρου, και περιέχει το κήρυγμα εκείνου, πάλιν έχομεν ένδειξιν περί του συγγραφέως. Εφ’ όσον δεν υπάρχει μαρτυρία αναιρετική της αρχαιοτάτης παραδόσεως, ότι το Ευαγγέλιον τούτο εγράφη υπό του Μάρκου, δεν υπάρχει λόγος αμφισβητήσεως». (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 105). Στο Κατά Μάρκον ο Πέτρος αναφέρεται περισσότερες φορές, σχετικά, απ’ ό,τι στο Κατά Ματθαίον και στο Κατά Λουκάν, και του δίνεται μεγαλύτερη σημασία.

Το 1972, ο εξέχων Ισπανός παπυρολόγος Jose O'Callaghan ισχυρίστηκε ότι υπήρχε ένα μικρό απόσπασμα του Κατά Μάρκον [το ΣΤ’ 52-53] ανάμεσα στους παπύρους της Νεκράς Θάλασσας. Πέρα από το ερώτημα, πώς έφτασε αυτό στις σπηλιές των Εσσαίων, η πρόσφατη πιθανή χρονολόγηση του ελληνικού παπύρου 7Q5 ήταν εντυπωσιακή. Εφόσον οι οικισμοί και οι σπηλιές είχαν εγκαταληφθεί το 68 μ.Χ., όταν η ρωμαϊκή λεγεώνα Fratensis προέλασε στο Κουμράν, και μια που η ανάλυση έδειξε ότι ο πάπυρος ήταν του έτους 50 μ.Χ. (χρονολογία που οι επόμενες αναλύσεις επιβεβαίωσαν), φάνηκε ξαφνικά ένδειξη μέσω των παπύρων για την ύπαρξη αυτού του ευαγγελίου το έτος 50 μ.Χ.» (Carsten Peter Thiede, Rekindling the Word: In Search of Gospel Truth, Trinity Press: 1995, σ. 38-39).

Αντιρρήσεις:

α') «Ο Μάρκος κάνει γεωγραφικά λάθη, π.χ. στο 5, 1 γράφει «και ήρθαν στο απέναντι μέρος της λίμνης, στη χώρα των Γαδαρηνών». Δεν υπάρχει «χώρα», αλλά «πόλη». Αυτό δείχνει πως ο συγγραφέας δεν ήταν κάποιος που ζούσε στην Παλαιστίνη».

Απάντηση: και γι’ αυτό, αλλά και για άλλα πιθανά λάθη, πρέπει να έχουμε υπ’ όψη ότι ο Μάρκος ήταν κάτοικος Ιερουσαλήμ (Πράξεις, 12, 12), δηλαδή αστός. Δεν θα πρεπε να περιμένουμε να γνωρίζει όλες τις ακριβείς ονομασίες τόσων και τόσων περιοχών της Παλαιστίνης! Μήπως κανείς Έλληνας, κάτοικος Αθηνών, γνωρίζει και τις λεπτομέρειες των τοπωνυμίων όλης της Ελλάδας; Ασφαλώς κι όχι. Ειδικότερα, το εν λόγω εδάφιο επιβεβαιώνει τα προηγούμενα. Ένας κάτοικος Ιερουσαλήμ, που δεν είχε ταξιδέψει και πολύ, θα αποκαλούσε την περιοχή γύρω από την πόλη των Γαδαρηνών ως «περιοχή των Γαδαρηνών». Δηλαδή, η αοριστία του συγκεκριμένου στίχου δεν συνεπάγεται ότι ένας μη Παλαιστίνιος το έγραψε.

β') «Ο Ειρηναίος γράφει ότι ο Μάρκος παρέδωσε στους Χριστιανούς γραπτώς ό,τι κηρύχθηκε από τον Πέτρο, αφού πέθαναν και ο Πέτρος και ο Παύλος. Δηλαδή μετά το 64 με 67 μ.Χ.»

Απάντηση: και πάλι, το 64 με 67 μ.Χ. είναι πριν το 70 μ.Χ. και δεν χρειαζόταν και τόσα πολλά χρόνια για τη συγγραφή σαράντα σελίδων. Επιπλέον, είναι άλλο πράγμα το «παρέδωσε», που μπορεί να σημαίνει ότι είχε κρατήσει τις σημειώσεις του πριν ο Πέτρος πεθάνει και έπειτα, αφού ο Πέτρος πέθανε, τις συνέταξε και τις έδωσε στους υπόλοιπους Χριστιανούς, κι άλλο πράγμα το να «έγραψε» μετά το θάνατό τους, ό,τι θυμόταν αυτός. Το «παρέδωσε» δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι τις έγραψε μετά. Επιπλέον ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς γράφει ότι ο Μάρκος έγραψε το ευαγγέλιό του στην Ρώμη, ενώ ο Πέτρος ήταν ακόμη ζωντανός. Δηλαδή, δεν υπάρχει μία παράδοση.

γ') «Το αυθεντικό ευαγγέλιο του Κατά Μάρκον δεν έχει τα εδάφια από 6, 45 έως 8, 26, τα οποία προστέθηκαν κάπου μετά το 70 μ.Χ. αλλά πριν την δημιουργία του Κανόνα τον 4ο αιώνα».

Απάντηση: Το απόσπασμα του Κατά Μάρκον που χρονολογείται το 50 μ.Χ. περιέχεται στα εδάφια αυτά, είναι το 6, 52-53, άρα φαίνεται η αλήθεια. Ο παλαιότερος πάπυρος που περιέχει ολόκληρο το Κατά Μάρκον (p45) χρονολογείται στο 150 με 200 μ.Χ. και περιέχει αυτά τα εδάφια. Αν εφαρμόζαμε τέτοιες απόψεις στα εξωεκκλησιαστικά κείμενα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι τα «ομηρικά έπη» που διαθέτουμε σήμερα, Οδύσσεια και Ιλιάδα, είναι διαφορετικά από αυτά που είχαν τον 1ο π.Χ. αι., απλώς επειδή δεν διαθέτουμε κάποιο αντίγραφο του 1ου π.Χ. αι. από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.

δ') «Υπάρχει η κατακλείδα στο Κατά Μάρκον 16, 9-20), η οποία δεν βρίσκεται στα χειρόγραφα της αλεξανδρινής παράδοσης. Σε αυτήν παρουσιάζεται ο Ιησούς να εμφανίζεται στους μαθητές του και να τους λέει να κηρύξουν τον Χριστιανισμό».

Απάντηση: Η απουσία αυτής της κατακλείδας αναφέρεται από τους Ευσέβιο, Γρηγόριο Νύσσης, Βίκτωρα Αντιοχείας, Ιερώνυμο, και άλλους μεταγενέστερους. «Αλλά προ του Ιππολύτου οι Ιουστίνος, Τατιανός, και Ειρηναίος, και αυτός ο Ιππόλυτος γνωρίζουν και χρησιμοποιούν την κατακλείδα. Βεβαίως το παν οφείλεται απλούστατα εις την κακήν ποιότητα του κειμένου της αλεξανδρινής παραδόσεως» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 110).

 

Για το Κατά Λουκάν

«Η αρχαία εκκλησιαστική παράδοσις ομοφώνως αποδίδει το κατά Λουκά επιγραφόμενον Ευαγγέλιον εις τον ιατρόν Λουκάν, μαθητήν του αποστόλου Παύλου» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 100). Υπάρχουν οι αναφορές του Μαρκίωνα, που έβαλε ως αυθεντικό εννοείται το ευαγγέλιο του Λουκά στον κανόνα του περί το 140 μ.Χ., του Ιουστίνου μάρτυρα, ότι ο Λουκάς συνέγραψε αναμνήσεις των αποστόλων, περί το 150 μ.Χ. και του Ειρηναίου, κατά το 180 μ.Χ. Επίσης, τα ελληνικά του είναι πολύ καλά, δεν φαίνεται να έχει ιουδαϊκές ρίζες, αφού έχει περιορισμένη γνώση της αραμαϊκής και της εβραϊκης.

«Εσωτερικώς δεν φαίνεται τίποτε άλλο παρά αι εξής ενδείξεις: α) Ηυξημένον ιατρικόν λεξιλόγιον εν συγκρίσει προς τα άλλα βιβλία της Κ. Διαθήκης. β) Ηυξημένη σχέσις προς τας Επιστολάς του Παύλου, όσον αφορά εις τας λέξεις και τα λεπτά νοήματα. γ) Το Ευγαγγέλιον τούτο μαζί με τας Πράξεις των αποστόλων παρουσιάζονται ως δύο συνεχή βιβλία μιας ιστορίας, αποστελλόμενα εις δύο αποστολάς προς τον Χριστιανόν Θεόφιλον, και χαρακτηριζόμενα ως «πρώτος λόγος» και «δεύτερος λόγος» υπό του ιδίου συγγραφέως. Ώστε το εσωτερικώς βεβαιούμενον είνε ότι ο συγγραφεύς και των δύο είνε ένα πρόσωπον˙ αλλά και το εξωτερικώς βεβαιούμενων, ότι αυτός είνε ο Λουκάς, είνε πληροφορία της αυτής αξιοπιστίας (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 100).

            «Ο Λουκάς αναφέρεται ονομαστί εις τρεις Επιστολές του Παύλου (Κλ 4, 4˙ Φλμ, 24˙ Β’ Τι 4, 10) και άνευ ονόματος εις τας υπ’ αυτού γραφείσας Πράξεις» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 101).

            Οι Πράξεις σταματούν απότομα, με τον Παύλο να συλλαμβάνεται και να κρατείται φυλακισμένος από τους Ρωμαίους, το 66-68 μ.Χ. Εάν ο Λουκάς έγραφε μετά το 66-68 μ.Χ., δεν θα σταματούσε έτσι, αλλά θα συνέχιζε ώς την εκτέλεση του Παύλου και λίγο μετά από αυτήν. Προκειμένου για το μαρτύριο του Στέφανου ή του Ιακώβου, ο Λουκάς γράφει ώς το τέλος και δεν σταματά, ενώ σταματά, χωρίς να πει για το τέλος του Παύλου. Αυτό σημαίνει ότι σταμάτησε να γράφει – άρα έγραφε – πριν εκτελεστεί ο Παύλος. Επίσης, εάν είχε συγγραφεί μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, θα αναφερόταν η καταστροφή αυτή.

 Αντιρρήσεις:

«Ο συγγραφέας του Κατά Λουκάν και των Πράξεων δεν έχει γνώση των επιστολών του Παύλου».

Απάντηση: αυτό δεν είναι παρά απόδειξη ότι το Κατά Λουκά εγράφη ενόσω ο Παύλος ζούσε ακόμη και συνεπώς, γιατί να έχανε τον καιρό του ο Λουκάς αναφέροντας πράγματα που έλεγε στις ομιλίες του ο Παύλος; Επιπλέον, κάνοντας μια σύνοψη της ιστορίας, ο Λουκάς θα έκρινε ότι, αντί να συνοψίσει τα λεπτά επιχειρήματα που υπήρχαν στις επιστολές του Παύλου, με πιθανό αποτέλεσμα να τα διαστρεβλώσει, καλύτερα θα ήταν να αφήσει τις επιστολές – τις οποίς γνώριζε ότι υπήρχαν – να μιλήσουν μόνες τους.

Για το Κατά Ιωάννη

Ο Ειρηναίος έγραψε ότι, σύμφωνα με τον Πολύκαρπο «ο Ιωάννης, ο μαθητής του Κυρίου, έγραψε το ευαγγέλιο όταν κατοικούσε στην Έφεσσο της Ασίας». Για το χρόνο συγγραφής είναι κατατοπιστικό αυτό: στο 5, 2, για την θεραπεία του ασθενή από τον Χριστό, περιγράφει την δεξαμενή της Βηθεσδά στα Ιεροσόλυμα σε ενεστώτα χρόνο: «Υπάρχει δε εις τα Ιεροσόλυμα κοντά εις την πύλην των Προβάτων μια δεξαμενή, η οποία ονομάζεται Εβραϊστί Βηθεσδά και η οποία έχει πέντε στοές». Όμως η Ιερουσαλήμ καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τους Ρωμαίους το 70 μ.Χ. Αν λοιπόν ο Ιωάννης έγραφε το Ευαγγέλιό του μετά το 70 μ.Χ. θα έγραφε «..υπήρχε μια δεξαμενή... είχε πέντε στοές». Ο ενεστώτας δηλώνει ότι τον χρόνο της συγγραφής υπήρχε ακόμη η δεξαμενή, άρα ο Ιωάννης γράφει πριν το 70 μ.Χ.

Η ίδια η ύπαρξη της κολυμβήθρας της Βηθεσδά (Beth’esh-dathain, «ο τόπος των δυο διαχύσεων») αποδείχθηκε μετά από ανασκαφές στο ΒΑ τετράγωνο της παλιάς πόλης της Ιερουσαλήμ, στην συνοικία που ονομαζόταν Bezetha τον 1ο αι. μ.Χ., κοντά στο ναό της Αγίας Άννας. Βρέθηκαν δύο κολυμβήθρες που βρισκόταν η μια βόρεια κι η άλλη νότια και χωριζόταν από έναν βράχο. Προστεγάσματα με στύλους βρισκόταν, όπως φαίνεται στις τέσσερεις πλευρές και στα χωρίσματα (J. Jeremias, The Rediscovery of Bethesda (1966)).

Εσωτερικές μαρτυρίες ότι ο συγγραφέας είναι απ’ τους δώδεκα μαθητές και λέγεται Ιωάννης υπάρχουν: α) τόσο στην Αποκάλυψη (1, 1-2˙ 1, 4˙ 22, 8), όσο στην Α’ Ιωάννου (1, 1), όσο και στο Κατά Ιωάννην (1, 14), κάνει λόγο τόσο για το όνομά του αλλά και τονίζει ότι ήταν αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας του Χριστού, δηλαδή δεν του ανέφερε κάποιος τις πληροφορίες που παραθέτει. β) Η γλώσσα τόσο του Κατά Ιωάννην, όσο και της Αποκάλυψης και των Α’, Β’, Γ’ επιστολών Ιωάννου, είναι πολύ όμοια και ιδιάζει έναντι της γλώσσας των άλλων βιβλίων της Κ. Διαθήκης. γ) Δεν κατονομάζει τον εαυτό του στο Κατά Ιωάννη, λόγω μετριοφροσύνης, όπως και άλλοι Ευαγγελιστές. Στα τρία πρώτα (συνοπτικά) Ευαγγέλια αναφέρονται οι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης (αδέρφια οι δύο τελευταίοι) ως οι πλέον αγαπητοί του Χριστού. Ο Ιωάννης αναφέρει μόνο τον Πέτρο, και μια φορά τους «Ζεβεδαίους» (21, 2), δηλαδή τον εαυτό του και τον Ιάκωβο, αλλά αναφέρει και έναν τρίτο με φράσεις όπως «Ὁ μαθητὴς ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς» (19, 26), στο 20, 2 επίσης το ίδιο. Δεν μπορεί να είναι ο Ιάκωβος αυτός «διότι εσφάγη εις την αρχήν σχεδόν του χριστιανικού κηρύγματος» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 111). Άρα είναι ο Ιωάννης. Επιπλέον, ομόφωνα όλη η αρχαία παράδοση αποδίδει το Ευαγγέλιο αυτό στον μαθητή του Χριστού, Ιωάννη.  

Αντιρρήσεις:

α') «Ο Ιωάννης, αν και Ιουδαίος, δεν φαίνεται να ξέρει και πολλά για τον Ιουδαϊσμό, αφού στο 18, 13 γράφει «και τον έφεραν πρώτα στον Άννα, διότι ήταν πεθερός του Καϊάφα, αρχιερέως του έτους εκείνου», σαν να νομίζει ότι κάθε έτος εκλεγόταν νέος αρχιερέας. Ίσως αυτό δείχνει ότι το Κατά Ιωάννη συνεγράφη πολύ αργότερα, από κάποιο πρώην Εθνικό».

Απάντηση: Δηλαδή αν λέγαμε «ενώ χτυπήθηκαν οι δίδυμοι πύργοι, το έτος 2001, τότε που πρωθυπουργός ήταν ο Κ. Σημίτης...», θα σήμαινε ότι δεν γνωρίζουμε πως ο πρωθυπουργός της Ελλάδας εκλέγεται κάθε τέσσερα χρόνια; Όμως πάλι, με 28 αρχιερείς μεταξύ του 37 και 70 μ.Χ., δηλαδή για μ.ό. 2,75 χρόνια για κάθε αρχιερέα, δεν φαίνεται και τόσο υπερβολικό το περιεχόμενο του κειμένου.

β') «Ο Ιωάννης μαρτύρησε πολύ νωρίς, για να γράψει ευαγγέλιο».

Απάντηση: υπάρχει μια παράδοση εκκλησιαστική ότι ο Ιωάννης και ο αδερφός του σκοτώθηκαν από τους Ιουδαίους. Πέραν τού ότι οι κριτικοί διαλέγουν ό,τι τούς συμφέρει από την παράδοση, η ίδια αυτή η ιστορία λέει απλώς ότι ο Ιωάννης κι ο Ιάκωβος σκοτώθηκαν από τους Ιουδαίους, όχι φονεύτηκαν μαζί.

γ') «Στις Πράξεις 4, 13 αναφέρεται ότι ο Ιωάννης και ο Πέτρος ήταν αγράμματοι. Πώς έγραψε το ευαγγέλιο ο πρώτος;»

Απάντηση: απλώς σημαίνει ότι δεν έλαβαν εκπαίδευση από τους Ραββίνους, ότι δεν είχαν υψηλή μόρφωση. Αλλά και πάλι, ο αναλφαβητισμός δεν είναι αθεράπευτη ασθένεια. Μπορεί αργότερα να έμαθαν. Ο Μακρυγιάννης, δηλαδή, που έμαθε γράμματα σε μεγάλη ηλικία, απλώς και μόνο για να γράψει τα απομνημονεύματά του, πώς τα κατάφερε;

δ') «Ο Ιωάννης αναφέρει εμφανίσεις του Ιησού και στη Γαλιλαία και στην Ιουδαία, ενώ από τα συνοπτικά ευαγγέλια, ο Ματθαίος μόνο στην Γαλιλαία και οι Λουκάς και Μάρκος μόνο στην Ιουδαία. Δηλαδή, υπήρχαν δύο παραδόσεις, η ιουδαϊκή και η γαλιλαϊκή και ο Ιωάννης, που έγραψε τελευταίος είναι συμπιλητής».

Απάντηση: Δεν ήταν πανταχού παρόντες οι Ευαγγελιστές, κι ο Ιωάννης ανήκε στον στενότερο κύκλο των μαθητών του Ιησού. Ο Χριστός είχε πει στους αποστόλους, μόλις τον θάψουν, να παν στη Γαλιλαία και να τον αναμένουν εκεί, αλλά αυτοί δεν τον πίστεψαν ούτε τήρησαν την εντολή του, ούτε πίστεψαν τις γυναίκες που μίλησαν για ανάσταση. Η εντολή αυτή έχει το νόημα της δοκιμασίας της πίστης των μαθητών. Έτσι αναγκάζεται να φανερωθεί ο Χριστός στην Ιερουσαλήμ, στους μαθητές. Έπειτα αυτοί πήγαν μετά στη Γαλιλαία, εκεί τους ξαναφανερώνεται ο Χριστός, κι έπειτα επιστρέφοντας στην Ιερουσαλήμ για τον εορτασμό της Πεντικοστής (είχαν και οι Ιουδαίοι τέτοια γιορτή) πάλι εκεί εμφανίζεται. «Δια τούτο έχομεν εμφανίσεις του αναστάντος Κυρίου πρώτα εν Ιερουσαλήμ, έπειτα εν Γαλιλαία, και τέλος πάλιν εν Ιερουσαλή,. Εν Ιερουσαλήμ και Ιουδαία εμφανίζεται εις τας γυναίκας, τον Σίμωνα, τους προς Εμμαούς πορευομένους, τους δέκα (άνευ του Θωμά), τους ένδεκα (μετά του Θωμά)˙ εν Γαλιλαία εις την Τιβεριάδα, εις τους πεντακοσίους, κλπ.˙ εν Ιερουσαλήμ πάλιν όταν αναλαμβάνεται. Οι ευαγγελισταί εξ όλων αυτών των εμφανίσεων αναφέρουν όσας θέλουν» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 130).

ε') «Οι Ματθαίος, Μάρκος και Λουκάς αναφέρουν ότι ο Ιησούς άρχισε το κήρυγμά του μετά τη σύλληψη και φυλάκιση του Βαπτιστή, ενώ ο Ιωάννης αναφέρει παράλληλη δράση και των δύο, προτού δηλαδή συλληφθεί ο Βαπτιστής. Δηλαδή οι ευαγγελιστές διαφωνούν»

Απάντηση: δεν διαφωνούν. Ο Ματθαίος π.χ. λέει (4, 12-17) «Ακούσας δε [ο Ιησούς] ότι Ιωάννης παρεδόθη, ανεχώρησεν εις Γαλιλαίαν, και καταλιπών την Ναζαρέτ ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ... Από τότε ήρξατο ο Ιησούς κηρύσσειν και λέγειν˙ Μετανοείτε». Ο Μάρκος (1, 14-15) «Μετά δε το παραδοθήναι Ιωάννην ήλθεν ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας του Θεού». Ο Ιωάννης, δεν διαφωνεί, απλώς παραθέτει μια ενδιάμεση λεπτομέρεια: Λέει ότι (3, 22-25) «ύστερα από αυτά ήλθε ο Ιησούς και οι μαθηταί του εις την Ιουδαίαν και έμεινε εκεί μαζί τους και εβάπτιζε. Ο Ιωάννης επίσης βάπτιζε εις την Αινών πλησίον του Σαλείμ, διότι εκεί ήταν πολλά νερά και ήρχοντο και εβαπτίζοντο. Διότι ο Ιωάννης δεν είχε ακόμη ριφθή εις την φυλακήν.» και ύστερα γράφει (1, 1-3) «όταν ο Κύριος έμαθε ότι οι Φαρισαίοι είχαν ακούσει ότι ο Ιησούς κάνει και βαπτίζει περισσότερους μαθητάς παρά ο Ιωάννης – αν και ο ίδιος ο Ιησούς δεν εβάπτιζε αλλά οι μαθηταί του – άφησε την Ιουδαίαν και επήγε πάλιν εις την Γαλιλαίαν». Δηλαδή, ο Ιωάννης στο ευαγγέλιό του αναφέρει την μετάβαση του Χριστού από την Ιουδαία στη Γαλιλαία ως δημόσιο πρόσωπο πλέον, γιατί την προηγούμενη φορά που ήταν εκεί ήταν ως ιδιώτης. Δεν λένε τα Συνοπτικά Ευαγγέλια ότι ο Ιησούς κρυβόταν ή δεν έκανε θαύματα ή δεν φανέρωνε ότι είναι Θεός πριν ο Βαπτιστής συλληφθεί.

στ') «Ο Ιωάννης λέει ότι ο Ιησούς γιόρτασε στα Ιεροσόλυμα τρία τουλάχιστον πάσχα (Κατά Ιωάννη 1, 13˙ 6, 4˙ 12, 1), ενώ οι άλλοι ευαγγελιστές αναφέρουν μόνο το πάσχα κατά το οποίο σταυρώθηκε. Άρα υπάρχει μεγάλη διαφορά στο χρόνο που δίδαξε ο Ιησούς, ανάμεσα στους τρεις και στον Ιωάννη».

Απάντηση: Στο Κατά Λουκάν (13, 7), ο Χριστός λέει «ιδού τρία έτη έρχομαι ζητών καρπόν εν τη συκήι ταύτηι, και ουχ ευρίσκω», καθαρή δήλωση ότι ο Χριστός, όταν φονεύτηκε, πραγματοποιούσε την τρίτη επίσημη πασχαλινή επίσκεψη στα Ιεροσόλυμα.

ζ') «Διαφορετική ημερομηνία σταύρωσης του Ιησού δίνουν οι τρεις πρώτοι ευαγγελιστές και διαφορετική ο Ιωάννης»

Απάντηση: «Οι τρεις πρώτοι ευαγγελισταί τοποθετούν το πάσχα, κατά το οποίον εφονεύθη ο Ιησούς, κατά μίαν ημέραν πρότερον ή ο Ιωάννης. Το ιουδαϊκόν πάσχα, εορτή ακίνητος, ήρχιζεν από την νύκτα της 14 προς την 15 του μηνός Νισάν και πρώτη αυτού ημέρα εθεωρείτο η 15, ήτις ελέγετο και πρώτη των αζύμων. Την διαφωνίαν αυτήν συμπεραίνει η αρνητική κριτική εκ των εξής στοιχείων. α) Οι τρεις πρώτοι ευαγγελισταί λέγουν δια την πέμπτην, ημέραν του μυστικού δείπνου, ότι τότε ήτο «η πρώτη των αζύμων, ότε το πάσχα έθυον» (Μθ 26, 17˙ Μρ 14, 12) ή «η ημέρα των αζύμων, εν ή έδει θύεσθαι το πάσχα» (Λκ 22, 7). β) Οι μαθηταί κατά την πέμπτην ερωτούν τον Κύριον «Πού θέλεις ετοιμάσωμέν σοι φαγείν το πάσχα;» και το ετοιμάζουν κατά τας οδηγίας του κατά την αυτήν ημέραν˙ «και ητοίμασαν το πάσχα» (Μθ 26, 19˙ Μρ 14, 16˙ Λκ 22, 13). γ) Ο Κύριος, όταν κάθηνται να φάγουν το εσπέρας της αυτής ημέρας, λέγει˙ «Επιθυμία επεθύμησα τούτο το πάσχα φαγείν μεθ’ υμών προ του με παθείν» (Λκ 22, 15). δ) Ο Ιωάννης εξ ετέρου λέγει ότι «προ της εορτής του πάσχα ειδώς ο Ιησούς ότι ελήλυθεν αυτού η ώρα... λαβών λέντιον διέζωσεν εαυτόν κλπ.» (Ιω. 13, 1-5). ε) Κατά τον Ιωάννην, όταν ο Κύριος εν τω μυστικώ δείπνω απέστειλεν έξω τον προδότην Ιούδαν δια τελευταίαν φοράν, ωρισμένοι μαθηταί δεν ηννόησαν περί τίνος πρόκειται, αλλ’ ενόμισαν ότι εννοεί «Αγόρασον ών χρείαν έχομεν εις την εορτήν, ή τοις πτωχοίς ίνα τι δώ» (Ιω 13, 29). ς) Ο ίδιος ο Ιωάννης γράφει˙ «Άγουσιν ουν τον Ιησούν από του Καϊάφα εις το πραιτώριον˙ ην δε πρωΐ˙ και αυτοί ουκ εισήλθον εις το πραιτώριον, ίνα μη μιανθώσιν, αλλ’ ίνα φάγωσι το πάσχα» (Ιω 18, 28). ζ) Πάλιν ο ίδιος λέγει˙ «Οι ουν Ιουδαίοι, ίνα μη μείνη επί του σταυρού τα σώματα εν τω σαββάτω, επεί Παρασκευή ήν˙ ήν γαρ μεγάλη η ημέρα εκείνου του σαββάτου˙ ηρώτησαν τον Πιλάτον κλπ.» (Ιω 19, 31). Επομένως τα πάθη του Χριστού και κατά τους τέσσερας έγιναν ως εξής˙ την πέμπτην δείπνος και σύλληψις, την νύκτα της πέμπτης δίκη παρά τοις αρχιερεύσι, την παρασκευήν δίκη παρά τω Πιλάτω, σταύρωσις, θάνατος, ταφή˙ αλλά το πάσχα κατά μεν τους τρεις πρώτους ήρχισεν από την νύκτα της πέμπτης προς παρασκευήν, οπότε η Παρασκευή ήτο η πρώτη των αζύμων και η μεγάλη ημέρα, κατά δε τον Ιωάννην από την νύκτα της παρασκευής προς σάββατον, οπότε, όπως και γράφει, το σάββατον ήτο η πρώτη των αζύμων και η μεγάλη ημέρα.

            Εάν όμως παρατηρήση κανείς καλύτερον, και κατά τους τρεις πρώτους ευαγγελιστάς προϋποτίθεται ότι η νυξ της πέμπτης προς παρασκευήν και η Παρασκευή δεν ήσαν ούτε πάσχα, ούτε η μεγάλη ημέρα της πρώτης των αζύμων. Διότι την νύκτα της πέμπτης όλην μέχρι το πρωΐ οι αρχιερείς δικάζουν τον Ιησούν, το πρωΐ οδηγούν τον Ιησούν εις τον Πιλάτον, την μεσημβρίαν της παρασκευής σταυρώνουν τον Ιησούν, αγγαρεύουν τον Σίμωνα Κυρηναίον «ερχόμενον απ’ αγρού», οι φαρισαίοι Ιωσήφ και Νικόδημος το εσπέρας σπεύδουν να θάψουν τον Ιησούν, πριν φθάση η ώρα του πάσχα. Επομένως όλα αυτά τα γεγονότα, αφ’ ενός μεν τους αποδεικνύουν συμφώνως προς τον Ιωάννην, αφ’ ετέρου δε δίδουν την ορθήν ερμηνείαν εις τας προεκταθείσας φράσει των, εκτ των οποίων κακώς συνεπεράνθη ότι τοποθετούν το πάσχα την παρασκευήν. Έχει δε η ορθή ερμηνεία ως ακολούθως. Κατά τον μωσαϊκόν νόμον το πάσχα έχει πέντε ημέρας ετοιμασίας και επτά ημέρας εορτασμού. Αι ημέρε 10-14 Νισάν είνε ετοιμασία του προβάτου. Αι ημέραι 15-21 είνε το πάσχα˙ κατά τας επτά αυτάς οι Ιουδαίοι έτωγον άζυμα, πικρά χόρτα, και τον πασχάλιον αμνόν (Έξ 12,3 – 19˙ Β’ Πα 35, 1-17). Η ακριβεστέρα ώρα ενάρξεως του πάσχα ήτο η έναρξις της νυκτός της 14 προς την 15 Νισάν. Κατά το έτος του θανάτου του Κυρίου ήτο η Πέμπτη  13 Νισάν, η Παρασκευή 14 Νισάν, το σάββατον 15 Νισσάν και πρώτη ημέρα των αζύμων αρχομένη βεβαίως από την νύκτα της παρασκευής προς σάββατον. Οι τρεις ευαγγελισταί, όταν λέγουν «η πρώτη ημέρα των αζύμων, ότε το πάσχα (= τον αμνόν) έθυον», εννοούν γενικώς και αορίστως «όταν έφθασε το πάσχα» και όχι ότι η Πέμπτη ήτο η πρώτη των αζύμων˙ όπως και ημείς σήμερον, λέγοντες «το πάσχα συνέβη αυτό», εννοούμεν και τας ημέρας της εβδομάδος των παθών και τας ημέρας της διακινησίμου. Πρόκειται περί τυπικής εκφράσεως και γενικού καθορισμού, και όχι περί ακριβούς καθορισμού ημερομηνίας. Όταν πάλιν λέγουν ότι «ητοίμασαν το πάσχα», δεν εννοούν ότι «έστρωσαν την πασχάλιον τράπεζαν», αλλ’ ότι επεράτωσαν τας κυριωτέρας ετοιμασίας δια το μετά δύο ημέρας αγόμενον πάσχα. Όταν κάθηνται μετά του Κυρίου να φάγουν τον δείπνον εκείνον κατά τον οποίον ο Κύριος παρέδωκε το αίμα του και την σάρκα του, ο δείπνος δεν ήτο πασχάλιος, δεν έτρωγον τον αμνόν και τα άζυμα. Ήτο από ιουδαϊκής πλευράς συνήθης δείπνος˙ άλλο αν από χριστιανικής ήτο ο πνευματικός πασχάλιος δείπνος. Ο Χριστός δηλαδή ακυρώνει το εβραϊκόν πάσχα της Π.Διαθήκης μίαν ημέραν προ της τελέσεώς του και προλαμβάνει να θύση το καινόν και αιώνιον πάσχα. Όταν ο Κύριος, ο οποίος ουδέποτε ως φαίνεται έφαγε μετά των μαθητών του το ιουδαϊκόν πάσχα, εξέφρασε τον διακαή του πόθον λέγων «Επιθυμία επεθύμησα τούτο το πάσχα φαγείν μεθ’ ημών προ του με παθείν», οι ευαγγελισταί δεν εννούν, ότι απήλαυσε την νοσταλγικήν αυτήν ανθρώπινην επιθυμίαν του˙ διότι όταν ήλθε η ώρα να φαγωθή το πάσχα, αυτός ήτο νεκρός εν τω τάφω˙ αφήνουν όμως να εννοηθή ότι η επιθυμία αυτή η τόσον αγνή και αγία εύρεν ως ανταπόκρισιν αντάξιαν εαυτής ένα άλλο πάσχα πνευματικόν και αιώνιον, το σώμα και το αίμα του επιθυμήσαντος Κυρίου, το οποίον όντως συνέφαγε μετά των μαθητών του «προ του αυτόν παθείν». Ώστε δεν διαφωνούν οι τέσσαρες ευαγγελισταί ως προς την ημερομηνίαν και ημέραν του ιουδαϊκού πάσχα» ( Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 127-129).

Για τα τέσσερα Ευαγγέλια ο καθηγητής Στ. Σάκκος δίνει τις εξής χρονολογίες συγγραφής: Κατά Ματθαίον, 50-60 μ.Χ. (το αρχαιότερο των Ευαγγελίων). Κατά Λουκάν, 58-64 μ.Χ. Κατά Μάρκον 64-78 μ.Χ. Κατά Ιωάννην, 69-72 μ.Χ. Η αξιοπιστία των υπολοίπων βιβλίων της Κ.Δ. φαίνεται στη σύγκριση με μερικές απλές συγκρίσεις μεταξύ των εξωχριστιανικών πληροφοριών και των κειμένων των χριστιανικών κειμένων. Κάποια παραδείγματα:

- Στην πόλη της Εφέσου δίνεται ο τίτλος «Νεωκόρος», δηλαδή «φύλακας του ναού της Αρτέμιδας» (Πράξεις 19, 35). Έχει βρεθεί ελληνική επιγραφή που περιγράφει την πόλη ως «Νεώκορον της Αρτέμιδος».

- Οι δικαστές των Φιλίππων, ρωμαϊκής αποικίας, αποκαλούνται στις Πράξεις (16, 20 και 35) «στρατηγοί». Ο κανονικός τίτλος αυτών ήταν «άρχοντες», αλλά οι ίδιοι προτιμούσαν το «στρατηγοί», για λόγους μεγαλύτερης αίγλης. Πράγματι, για την λατινική αποικία της Κάπουα, ο Κικέρωνας γράφει «Παρόλο που ονομάζονται άρχοντες, στις άλλες αποικίες, αυτοί οι άνδρες θέλησαν να ονομάζονται στρατηγοί» (De Lege Agraria, 34).

- Ο ανώτερος Ρωμαίος άρχοντας της Μάλτας ονομάζεται πρώτος στις Πράξεις (28, 7), τίτλος που επιβεβαιώνεται τόσο σε ελληνικές όσο και σε λατινικές επιγραφές ως ακριβής τίτλος του Ρωμαίου κυβερνήτη της Μάλτας.

- Στις Πράξεις 21, 27-34, διαβάζουμε πως, ενώ ο Παύλος ήταν στην Ιερουσαλήμ, διαδόθηκε μια φήμη ότι είχε εισάγει (πρώην) Εθνικούς στον Ναό, στην εσωτερική αυλή, πράξη που συνεπαγόταν θανάτωση. Ύστερα από λίγο καταφτάνουν οι Ρωμαίοι κι ο Παύλος συλλαμβάνεται. Αυτό επιβεβαιώνεται από μια προειδοποιητική επιγραφή των Ρωμαίων, που βρέθηκε το  το 1871 από τον C.S. Clermont-Ganneau, και βρίσκεται τώρα στην Κωνσταντινούπολη, η οποία λέει τα εξής: «Κανένας ξένος δεν επιτρέπεται να περάσει τα όρια γύρω από το Ναό και την περίφραξή του. Όποιος συλληφθεί να κάνει κάτι τέτοιο, ας είναι προετοιμασμένος για τον επακόλουθο θάνατό του».

- Γράφοντας την επιστολή Προς Ρωμαίους από την Κόρινθο, όπου βρισκόταν το χειμώνα του 56-57 μ.Χ., ο Παύλος, αφού στέλνει χαιρετισμούς, γράφει «Ασπάζεται υμάς Έραστος, ο οικονόμος της πόλεως» (Ρωμ. 16, 23). Στη διάρκεια των ανασκαφών στην Κόρινθο, το 1929, ο καθηγητής T.L. Shear βρήκε ένα πλακόστρωτο με την επιγραφή ERASTUS PRO: AED: S: P: STRAVIT («Ο Έραστος, έφορος δημοσίων κτιρίων, έφτιαξε αυτό το πλακόστρωτο με δικά του έξοδα»). Η μαρτυρία αυτή υποδηλώνει ότι το πλακόστρωτο υπήρχε στη διάρκεια του πρώτου αιώνα μ.Χ., και κατά πάσα πιθανότητα οι δύο Έραστοι είναι το ίδιο και το αυτό πρόσωπο.

- Αναφέρεται η εκδίωξη των Ιουδαίων της Ρώμης επί Καίσαρα Κλαύδιου (Πράξεις 18, 2). Ο Σουητώνιος (Κλαύδιος, 25, 4) αναφέρει την εκδίωξη των Ιουδαίων από τη Ρώμη, υπό του Κλαύδιου. Ο Ορόσιος (7, 6) αναφέρει ότι η εκδίωξη αυτή έγινε το ένατο έτος της βασιλείας του Κλαύδιου, δηλαδή το 49 μ.Χ.

- Αναφέρεται στις Πράξεις ο ανθύπατος Αχαΐας, Γαλλίων (Πράξεις 18, 12-17). «Τω 1905 εις Δελφούς ευρέθησαν τέσσαρα εκ των τεμαχίων μιας μαρμαρίνης πλακός φερούσης ελληνιστί γεγραμμένην μίαν επιστολήν του Κλαυδίου προς τους Δελφούς˙ εις αυτήν αναφέρεται ο Ιούνιος Γαλλίων ως εν ενεργεία ανθύπατος της Αχαΐας. Η Αχαΐα ως συγκλητική επαρχία είχε ανθύπατον ενιαύσιον. (...) Εκ των τίτλων του Κλαυδίου, οι οποίοι ηυξάνοντο κατ’ έτος, συνάγεται, ότι η επιστολή εγράφη τω 51 ή 52 μ.Χ.. Ο Παύλος εδικάσθη υπό του Γαλλίωνος εν Κορίνθω προς το τέλος της επί 3 εξάμηνα διαρκεσάσης εν τη πόλει ταύτη παραμονής του. Εξ αμφοτέρων των τεκμηρίων, της εκδιώξεως των Ιουδαίων από Ρώμης και της ηγεμονίας του Γαλλίωνος, φαίνεται ότι ο Παύλος ήτο εν Κορίνθω κατά τα έτη 49-51 ή 50-52 μ.Χ. Οπότε και αι προς Θεσσαλονικείς Επιστολαί εγράφησαν κατά τα έτη 49-50» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 78). Σύμφωνα με τον καθηγητή Στ. Σάκκο, τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης, μετά την Ανάσταση έχουν ως εξής:

Γεγονότα

Προαιτάτη χρονολογία

Βραδυτάτη χρονολογία

Θάνατος Στεφάνου

31

34

Επιστροφή Παύλου

32

35

Θάνατος Ιακώβου του Ζεβεδαίου

46

48

Πρώτη περιοδεία Παύλου-Βαρνάβα

46-48

48-49

Σύνοδος αποστόλων εν Ιεροσολύμοις

48

49

Δευτέρα περιοδεία Παύλου

48-51

49-52

Άφιξις Παύλου εις Κόρινθον

49

50

Τρίτη περιοδεία Παύλου

51-57

52-58

Σύλληψις Παύλου εν Ιεροσολυμοις

57

58

Άφιξις δεσμίου Παύλου εις Ρώμην

60

61

Θάνατος Ιακώβου αδελφού Κυρίου

62

64

Άφιξις Πέτρου εις Βαβυλώνα Αιγύπτου

62

65

Αποφυλάκισις Παύλου

62

64

Τέταρτη περιοδεία Παύλου

62-66

64-68

Θάνατος Παύλου και Πέτρου

66

68

Άφιξις Ιωάννου εις Πάτμον

67

70

Θάνατος Ιωάννου

72

80

 

 ΠΡΟΧΩΡΗΣΕ ΣΤΟ ΙΣΤ' ΜΕΡΟΣ (Καινή Διαθήκη II)

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ