ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΠΛΗΞΙΑ 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

 ΙΔ' ΜΕΡΟΣ 

 

ΒΥΖΑΝΤΙΟ 

 

  67. "Το Βυζάντιο δεν ήταν ελληνικό. Ήταν ένα ασιατικό κράτος,  δεσποτικό, μια θεοκρατία , δίχως καμμιά φιλοσοφία και διανόηση, μισαλλόδοξο, και με έλλειψη ανοχής σε οτιδήποτε διαφορετικό".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Τι είναι «ελληνικό»; Είναι μόνο η κλασσική εποχή; Γιατί η αντίληψη για την ελληνικότητα να είναι στατική; Αυτό που κάνουν, είναι να ορίζουν μια εποχή ως πραγματικά ελληνική και με βάση αυτήν να απορρίπτουν ή να παραδέχονται και τις υπόλοιπες που έρχονται. Ένας οργανισμός, ένα έθνος, μετεξελίσσεται, δεν παραμένει το ίδιο. Με την ίδια λογική, θα έπρεπε οι Έλληνες του πέμπτου π.Χ. αιώνα να ορίσουν ως πραγματικά ελληνικό την  Μυκηναϊκή εποχή και να μη θεωρούν ελληνικό ό,τι δεν κατάγεται από αυτήν ή ό,τι δεν μοιάζει να έχει ρίζες στα Μυκηναϊκά χρόνια, ή πάλι, θα έπρεπε οι Έλληνες της ελληνορωμαϊκής εποχής να ορίσουν την ελληνικότητα ως «όσα γινόταν στους ελληνιστικούς χρόνους» και να απορρίπτουν ό,τι δεν ταίριαζε με αυτούς ή δεν είχε τις ρίζες του σ' αυτούς. Η λογική αυτή μοιάζει με τη αντίληψη για την ελληνικότητα που είχαν οι Γερμανοί ρατσιστές του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, που έβλεπαν λ.χ. την ελληνιστική εποχή ως εποχή παρακμής, και παραδεχόντουσαν μόνο την κλασσική εποχή. Η ελληνικότητα μετεξελίσσεται. 

Αν αφαιρέσει κανείς τη θρησκεία, δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί η ελληνικότητα του πολιτισμού των βυζαντινών. Η μουσική τους είναι ελληνικότατη (π.χ. οι αρχαίες μουσικές κλίμακες, οι «τρόποι», είναι πανομοιότυποι με τις βυζαντινές μουσικές κλίμακες, τους «ήχους», μια και αυτό που έγινε ήταν η μετονομασία των τρόπων σε ήχους: ο Δώριος τρόπος μετονομάσθηκε Τέταρτος Ήχος, ο Λύδιος τρόπος Δέυτερος ήχος, ο Φρύγιος Τρίτος ήχος, κ.λ.π.), η ζωγραφική τους είναι ελληνιστικής άρα ελληνικής προέλευσης (οι ελληνιστικές ζωγραφιές του Φαγιούμ θεωρούνται ο πρόγονος της βυζαντινής εικονογραφίας, όσο για την κοσμική ζωγραφική ένα δείγμα της φαίνεται στα μωσαϊκά του Μεγάλου Παλατιού στην Κωνσταντινούπολη, όπου έχουμε ελληνιστικά μοτίβα και εικόνες) η γλυπτική τους ελληνική (λ.χ. τα τέσσερα άλογα στον ¶γιο Μάρκο της Βενετίας, που άλλοτε ήταν στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης), ήταν ο μόνος λαός που αδιάλειπτα μιλούσε ελληνικά και μελετούσε τα αρχαία κείμενα. 

 

67a 1821 ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Οι επαναστάτες του 1821, στους οποίους όλοι οφείλουμε την ελευθερία μας, έλεγαν «οι ευσεβέστατοι ΗΜΩΝ αυτοκράτορες της Κωνσταντινουπόλεως», και τέλος ο ορισμός του 'Ελληνα, από τους ίδιους, στα επαναστατικά συντάγματα: «Έλληνες είναι οι χριστιανοί κάτοικοι της Ελλάδας». Αν αυτό δεν είναι βυζαντινό, τότε τί άλλο είναι; Ιδού η απόδειξη πως οι Ελληνες του 1821 συνέχιζαν το Βυζάντιο και θεωρούσαν τους βυζαντινούς ως προγόνους τους:

-Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, ή Οργανισμός του Αρείου Πάγου, Γερουσίας της Ανατ. Ελλάδος της 4/11/1821: «Οἱ κοινωνικοὶ νόμοι τῶν ἀειμνήστων χριστιανῶν αὐτοκρατόρων τῆς Ἑλλάδας μόνοι ἰσχύουσι κατὰ τὸ παρὸν εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Χέρσον Ἑλλάδαν».

-Προσωρινόν πολίτευμα της Ελλάδος, 1/1/1822, όπου μεταξύ άλλων λέγεται: «Ἄχρι της κοινοποιήσεως τῶν εἰρημένων κωδήκων, αἱ πολιτικαὶ καὶ ἐγκληματικαὶ διαδικαςίαι βάσιν ἔχουσι τοὺς Νόμους τῶν ἀειμνήστων Χριστιανῶν ἠμῶν αὐτοκρατόρων».

-Νόμος της Επιδαύρου, ήτοι Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος, κατά την εν ¶στρει Β’ Εθνικήν Συνέλευσιν, 1823: «Ἄχρι δὲ τῆς κοινοποιήσεως τῶν εἰρημένων Κωδήκων, κατὰ μὲν τὰ Ἐγκληματικὰ καὶ Πολιτικὰ ἰσχύουσιν οἱ Νόμοι τῶν ἡμετέρων ἀειμνήστων Χριστιανῶν αὐτοκρατόρων τῆς Κωνσταντινουπόλεως».

-Αρ. ΙΑ’ των Πρακτικών της Εθνικής Συνελεύσεως, εν ¶στρει, 1 Απριλίου 1823: «[Διορίζεται επιτροπή για] νὰ ἐκθέσῃ τὰ κυριώτερα τῶν ἐγκληματικῶν ἐκ τοῦ προχείρου, ἐρανιζομένη ἀπὸ τοὺς νόμους τῶν ἡμετέρων ἀειμνήστων Βυζαντινῶν Αυτοκρατόρων».

-Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος, 1827, όπου γράφεται: «Ἕως ὅτου δημοσιευθῶσι Κώδικες [..] οἱ Βυζαντινοὶ Νόμοι [...] καὶ οἱ παρὰ τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας δημοσιευομένοι νόμοι ἔχουν ἰσχύν» (Φώτη Δημητρακόπουλου, Βυζάντιο και Νεοελληνική διανόηση στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνος, εκδ. Καστανιώτη, σ. 144, 145, 146).

Στα 1824, εκδίδεται στη Βενετία η Κωνσταντινιάς, παλαιά τε και νεωτέρα˙ ήτοι περιγραφή Κωνσταντινουπόλεως, συνταχθείσα «παρά ανδρός φιλολόγου και φιλαρχαιολόγου». Στον πρόλογό της ο συγγραφέας γράφει «λείψανα και ερείπια ταύτης της θαυμασίας πόλεως, εις την οποίαν ίσταντο ποτέ τα σκήπτρα της Ανατολικής ημών Αυτοκρατορίας (...) Αυτά λοιπόν τα σεβαστά λείψανα, τα οποία η φιλότιμος χειρ των ημετέρων Αυτοκρατόρων ανήγειρε μεγαλοπρεπώς κατά διάφορας εποχάς». Βλέπουμε πως όχι μόνο οι Εθνοσυνελεύεις του 1821, αλλά και οι απανταχού Έλληνες είχαν – δίχως κανέναν κρατικό ελληνοχριστιανισμό να τους το επιβάλλει – συνείδηση ότι οι Βυζαντινοί είναι οι πρόγονοί τους, δεκαετίες πριν την δήθεν επιβολή της εθνοκρατικής ιδεολογίας του ελληνοχριστιανισμού.

Επομένως η άποψη ότι το Βυζάντιο ήταν, ώς τον Παπαρηγόπουλο, ξένο για τους Έλληνες του 19ου αιώνα, κι ότι μόνο μετά το 1850 απετέλεσε τμήμα της ελληνικής ιδεολογίας, είναι προϊόν άγνοιας. Από την πρώτη εθνοσυνέλευση, από το πρώτο έτος της Επανάστασης οι Έλληνες γνώριζαν και ήταν περήφανοι («αείμνηστοι») ότι οι Βυζαντινοί ήταν οι πρόγονοί τους. Ο ισχυρισμός των Ν/Π ότι τάχα «το Βυζάντιο το εισήγαγε στην Ελλάδα ο Παπαρηγόπουλος» κι ότι δήθεν «αρχικά δεν υπήρχε καμμία σχέση των (απλών και μη) Ελλήνων με το Βυζάντιο, αλλά τάχα μετά παρείσφρυσε και άλωσε το νεοελληνικό κράτος ο βυζαντινισμός», καθώς και η παχυλή άγνοια ορισμένων άλλων, δεν επαρκούν, για να να καταρρίψουν ή να αποκρύψουν την ιστορική αλήθεια. Είναι αλήθεια ότι το οθωνικό κράτος από το 1833- ώς τον Ζαμπέλιο και τον Παπαρηγόπουλο, επηρεασμένο από την Δύση αγνοούσε ή απέρριπτε το Βυζάντιο˙ όμως το ελληνικό κράτος προ του 1833, δίχως ξένες «Προστάτιδες Δυνάμεις», καθώς και οι Έλληνες από την πρώτη στιγμή της Ελευθερίας τους, αναφέρθηκαν μέσα από επίσημα κείμενα του Ελληνικού κράτους στη σχέση τους με τους βυζαντινούς προγόνους τους.

Όπως και να ‘χει η θεωρία του «ελληνοχριστιανισμού» ή «ελληνορθοδοξίας» δεν είναι κρατικό κατασκεύασμα ούτε εκκλησιαστικό. Ούτε ο Ζαμπέλιος, ο οποίος την πρωτοδιατύπωσε, ούτε ο Παπαρρηγόπουλος, που την ανέπτυξε και τεκμηρίωσε, είχαν ιδιαίτερη σχέση με την Εκκλησία. Ειδικότερα ο δεύτερος διατυπώνει κατηγορίες εναντίον της Εκκλησίας ότι δεν επεδίωξε τον πλήρη εξελληνισμό των Σλάβων και αλλού εκφράζεται με αρκετή συμπάθεια υπέρ των Εικονομάχων.

Αλλά, αιώνες πριν το 1821, οι θρήνοι των απλών Ελλήνων για την ¶λωση είναι απόδειξη. ¶ραγε θρηνούσαν την καταστροφή ενός κράτους, που σύμφωνα με τους Νεοπαγανιστές, τούς κατέστρεφε; Ψεύτικοι ήταν οι θρήνοι; Φτιαχτοί από τους παπάδες μήπως; Τι άλλο παραλογισμό μπορεί κανείς να σκεφτεί; Το Βυζάντιο, για το οποίο έφτιαξαν τόσους θρήνους οι επώνυμοι κι ανώνυμοι Έλληνες της Τουρκοκρατίας, δεν είναι ελληνικό, ενώ η αρχαία Ελλάδα, για την υποταγή της οποίας στους Λατίνους δεν γνωρίζουμε κανέναν θρήνο που να έχει διασωθεί ή να έχει γραφτεί, είναι ελληνική. Ορισμένοι, είτε λόγω θρησκευτικού είτε λόγω ιδεολογικού φανατισμού, θέλουν να αρνηθούν το αυτονόητο, αυτό που δέχονταν οι Έλληνες.

Έγραψε ένας ανώνυμος κρητικός καλόγερος, στο περιθώριο ενός λειτουργικού βιβλίου, την ημέρα που μαθεύτηκε στην Κρήτη η ¶λωση της Πόλης: «εις αυνγ’ (1453) Ιουνίου κθ’ (29) ημέρα Σαββάτω ήλθον από Κωνσταντινούπολιν καράβια τρία κρητικά, του Σγούρου, Υαλινά και του Φιλομάτου λέγοντες ότι εις την κθ’ Μαΐου μηνός της αγίας Θεοδοσίας, ημέρα Τρίτη ώρα γ’ της ημέρας εισέβησαν οι αγαρηνοί εις την Κωνσταντινούπολιν το φοσάτον του τούρκου Τζαλαλή Μεεμέτη. Και είπαν ότι απέκτειναν τον βασιλέα κυρ Κωνσταντίνον τον Δραγάτσιν και Παλαιολόγον. Και εγένετο ουν θλίψις και πολύς κλαθμός εις την Κρήτην δια το θλιβερόν μήνυμα όπερ ήλθεν ότι χείρον ου γέγονεν, ούτε γενήσεται. Και Κύριος ο Θεός ελεήσαι ημάς και λυτρώσεται ημάς από της φοβεράς αυτού απειλής».

Και πιο πριν, τα δεκάδες ακριτικά τραγούδια που έπλασε ο ελληνικός λαός για τους δοξασμένους υπερασπιστές των συνόρων της Ρωμαίικης Αυτοκρατορίας, τους Ακρίτες, τους Απελάτες, τους Μεγάλους Δομέστικους, τους Καπετάνω, τι δείχνουν; ¶ραγε θα τραγουδούσε ώς τις μέρες μας ο ελληνικός λαός, από την Ήπειρο ώς τον Πόντο και απ’ τα Δωδεκάνησα και την Κρήτη ώς τη Θράκη, τα κατορθώματα των υπερασπιστών της Ρωμανίας, εάν ο ελληνικός λαός ένοιωθε πως η Ρωμανία ήταν ξένο κράτος κι ο ίδιος βρισκόταν υπό μακραίωνη κατοχή; Γιατί δεν έπλασσε και αντίστοιχα εξυμνητικά έπη για τους Οθωμανούς ο ελληνικός λαός, αφού σύμφωνα με τους Νεοπαγανιστές Βυζάντιο και Οθωμανική αυτοκρατορία ταυτίζονται (!);

Αμφισβητείται η ελληνικότητα της Ρωμανίας, επειδή το κέντρο της δεν ήταν στην Ελλάδα. Αυτό το επιχείρημα, είτε δείχνει άγνοια του μετασχηματισμού της ελληνιστικής εποχής είτε απλώς συγχέει τα σημερινά όρια του ελληνισμού με τα όρια του ελληνισμού της εποχής εκείνης: η «πραγματική Ελλάδα» εκείνων των εποχών δεν ήταν πλέον μόνο το πιο νότιο τμήμα της Βαλκανικής, αλλά η Μικρά Ασία, η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια και η Συρία, η Θράκη. Γι’ αυτό και το κέντρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δεν ήταν κάπου εκτός ελληνικού κόσμου, αλλά στο κέντρο του, μεταξύ ευρωπαϊκού και μικρασιατικού ελληνισμού.

Οι Νεοπαγανιστές ισχυρίζονται το επιχείρημα ότι ο όρος «Βυζάντιο» χρησιμοποιήθηκε στην χώρα μας εξ επίτηδες, με σκοπό να δημιουργηθεί μια ανύπαρκτη συνείδηση συγγένειας των Νεοελλήνων με τους Ρωμαίους της Νέας Ρώμης.Το επιχείρημα καθεαυτό είναι εντελώς αβάσιμο. Σε μια εποχή (19ος αι.) κατά την οποία ο απλός λαός χρησιμοποιούσε για τον εαυτό του το «Ρωμηός» (λαϊκός όρος του «Ρωμαίος») εξίσου αν όχι συχνότερα από το «Έλληνας», η χρήση του «Βυζαντινός» προκειμένου να χαρακτηριστούν οι Ρωμηοί των Μέσων Χρόνων θα είχε ως αποτέλεσμα (και άρα θα επιβάλλονταν από τους εχθρούς του «Βυζαντίου») όχι την δημιουργία συνείδησης στον ρωμαίικο λαό του 19ου αι. ότι καταγόταν από τους Ρωμηούς της Νέας Ρώμης, αλλά αντίθετα: ότι υπήρξαν κάποιοι αλλόκοτοι «Βυζαντινοί», οι οποίοι δεν είχαν σχέση με αυτόν. Συνεπώς, αν κάποιοι και κάποια «κέντρα εξουσίας» είχαν συμφέρον να καλλιεργήσουν τη συνείδηση συγγένειας μεταξύ των Ρωμαίων Νέας Ρώμης και των Ρωμηών του 19ου αι. δεν θα χρησιμοποιούσαν τον όρο «Βυζαντινός», αλλά τους αυθεντικούς όρους «Ρωμηός» και «Ρωμανία» που αποδεικνύουν αυτομάτως στην ύπαρξη καταγωγής των Νεοελλήνων του 19ου αι από το «Βυζάντιο». Αντίθετα, οι αρχαιόπληκτοι διανοούμενοι του 19ου αι. στο οθωνικό ελληνοβαυαρικό κράτος επέλεξαν συνειδητά τον όρο «Βυζαντινός», ώστε να αποτρέψουν τον λαό να αντιληφθεί την πραγματική καταγωγή του και να ταυτιστεί με τους προγόνους του. Διότι, είναι προφανές ότι, άμα ο λαός – που αυτοαποκαλούνταν Ρωμηός – μάθαινε ότι υπήρξε κράτος των Ρωμηών ονόματι Ρωμανία κι όχι κάποιο αλλόκοτο «Βυζάντιο», αυτομάτως – από το όνομα και μόνο – θα συναισθανόταν απόγονος αυτών. Κι άμα αισθανόταν απόγονός τους, το κρατίδιο θα ζήταγε από τις Μεγάλες Δυνάμεις μια Αυτοκρατορία αντί της “Proper Greece”, δηλαδή της περιοχής της αρχαίας Ελλάδας.

 

67b ΓΙΑΤΙ ΥΠΟΤΙΜΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗ ΔΥΣΗ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ;

Ο ιστορικός Otto Mazal γράφει (Byzanz und das Abendland, Wien 1981, s. 8,11): «οι ρίζες της αρνητικής τοποθέτησης των Δυτικών, που ήθελαν να βλέπουν τη βυζαντινή περίοδο μόνο ως μια διαρκή πορεία κατάπτωσης μετά την ένδοξη εποχή της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, βρίσκονται στους χρονογράφους του Μεσαίωνα, για τους οποίους οι δυτικοί αυτοκράτορες ήταν οι νόμιμοι συνεχιστές του Imperium Romanum, ενώ το κατά την αντίληψη της Δύσης αιρετικό ανατολικό κράτος, είχε χάσει ως «βασίλειο των Γραικών» (Regnum Graecorum) την οικουμενικότητά του και είχε αποκλεισθεί από τη σκηνή της ιστορίας. Για πρώτη φορά η Βυζαντινολογία του παρόντος δείχνει και πάλι με σαφήνεια την μεγάλη κοσμοϊστορική σημασία του Βυζαντίου και δίνει ώθηση για μια αναθεώρηση» (Θ. Ν. Ζήση, Επομένοι τοις θείοις πατράσι. Αρχές και κριτήρια της Πατερικής Θεολογίας, εκδ. Βρυέννιος, σ. 88).

«Στην ονομασία της ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ διαψεύστηκε και διαψεύδεται κάθε δυτική προσπάθεια να επικαλείται μια νεφελώδη «ελληνορωμαϊκή» κληρονομιά σαν υψηλή αποστολή της Δύσης. Η ύπαρξη της ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ αποκαλύπτει την «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους» ως φάρσα και αποδείχνει ότι η Αναγέννηση τίποτα άλλο δεν αναγέννησε παρά ένα φάντασμα, που ούτε καν υπήρχε. Έτσι, η ύπαρξη της Ρωμιοσύνης βεβαιώνει ότι κάθε επίκληση της αρχαίας Ελλάδας, της αρχαίας Ρώμης, της Αυτοκρατορίας, του πολιτισμού, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η ιδεολογική συγκάλυψης κατακτητικών, αποικιοκρατικών δυναστικών προσπαθειών» (Lorenz Gyφmφrey, Η δύση της Δύσης, εκδ. Παπαζήση).

«Ο πολιτισμός μας δεν αναγνώρισε ποτέ επαρκώς το χρέος του στην Ανατολική Αυτοκρατορία. Αν δεν υπήρχε αυτό το μεγάλο ανατολικό οχυρό της χριστιανοσύνης, ποια τύχη θα είχε η Ευρώπη ενάντια στις στρατιές του βασιλιά της Περσίας τον 7ο αιώνα ή ενάντια σε αυτές του χαλίφη της Βαγδάτης τον 8ο; Ποια γλώσσα θα μιλούσαμε σήμερα και ποιο Θεό θα λατρεύαμε; Στο πολιτισμικό επίπεδο, επίσης, το χρέος μας είναι μεγάλο. Μετά τις βαρβαρικές εισβολές και την πτώση του Αυτοκράτορα της Ρώμης, τα φώτα της μάθησης είχαν σχεδόν σβήσει στην Δυτική Ευρώπη, εκτός από μερικά μοναστηριακά καντηλάκια που τρεμόσβηναν. Στις όχθες όμως του Βοσπόρου αυτά τα φώτα εξακολουθούσαν να λάμπουν και η παλαιά κλασσική κληρονομιά διατηρούνταν. Πολλά από αυτά που ξέρουμε για την αρχαιότητα ειδικά για την ελληνική και την ρωμαϊκή φιλολογία και τη ρωμαϊκή νομοθεσία θα είχαν χαθεί παντοτινά αν δεν υπήρχαν οι λογοι και οι αντιγραφείς της Κωνσταντινούπολης» (J.J.Norwich, Σύντομη Ιστορία του Βυζαντίου, εκδ Γκοβοστη, Δ’ εκδοση, 1997,  σ.43).

 

67c ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Τα ελληνικά έγιναν γλώσσα επίσημη ήδη από τον 5ο αιώνα και ήταν εξαρχής η κύρια γλώσσα της Εκκλησίας (στην Ανατολή η μοναδική) και η μόνη γλώσσα όλων των Οικουμενικών Συνόδων ήδη από την 1η Οικουμενική (325 μ.Χ.). Ο βασιλιάς-αρχέτυπο για τους Ρωμηούς στο Βυζάντιο δεν ήταν κανένας Αρχαίος Ρωμαίος αυτοκράτορας (π.χ. Μάρκος Αυρήλιος του οποίο τα γενέθλια τιμούν οι Νεοπαγανιστές), αλλά ο Αρχαίος Έλληνας Μέγαλέξανδρος. Αλλά ο Μεγαλέξανδρος είναι «αλαζόνας», «υπέρφρων», άρα «ντροπή» για το έθνος μας, αφού ήταν κι η αιτία της καταστροφής της «Πατρώας Λατρείας», σύμφωνα με τους Νεοπαγανιστές.  

Όσο για το γνωστό επιχείρημα, πως το Βυζάντιο δεν ήταν ελληνικό επειδή οι πολίτες του λεγόντουσαν «Ρωμαίοι» κι όχι «Έλληνες», αυτό είναι επιχείρημα για κλάματα. Αφού και οι πρόσφατοι, άμεσοι πρόγονοί μας, της τουρκοκρατίας, ούτε κι αυτοί αυτοαποκαλούνταν «Έλληνες». Λεγόντουσαν Ρωμηοί, δηλαδή Ρωμαίοι. Μήπως οι νεοπαγανιστές και λοιποί «αρχαιολάτρες» θα αρνηθούν και στους Ρωμηούς, στους άμεσους μεταβυζαντινούς προγόνους όλων μας (1453-1821), την ελληνική ιδιότητα, επειδή δεν αυτοαποκαλούνταν «Έλληνες», αλλά «Ρωμηοί»; Διότι άμα οι Βυζαντινοί δεν ήταν Έλληνες επειδή δεν αυτοαποκαλούνταν «Έλληνες», με τη ίδια συλλογιστική δεν είναι Έλληνες ούτε οι Πρόγονοί μας ώς το 1821, διότι ουδέποτε ο λαός αυτοαπεκλήθη Έλληνας. 

            Είναι αβάσιμο να πιστεύει κανείς ότι υπήρξε ελληνικό έθνος εντός της βυζαντινής αυτοκρατορίας και ταυτόχρονα ότι αυτοί οι παράξενοι, οι εκ του μηδενός υπάρξαντες από το 330 μ.Χ. και μετά, «Βυζαντινοί» δεν ήταν Έλληνες. Ελληνόφωνοι και μη πληθυσμοί μετακινήθηκαν από Βαλκάνια σε Μικρά Ασία κι αντίστροφα, δεκάδες φορές τόσο πριν όσο και μετά το 1453, κι εξελληνίστηκαν (οι μη Έλληνες). Μπορεί να ήταν πολυεθνική η Ρωμανία, ωστόσο λόγω της ελληνορωμαϊκής κουλτούρας της οι πληθυσμοί που ήταν στα νότια Βαλκάνια και την Μικρασία, είτε ήταν εξαρχής Έλληνες είτε εξελληνίστηκαν, κατά τον ίδιο τρόπο που εξελληνίστηκαν οι κάτοικοι της ενδότερης Μικράς Ασίας κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Και η βρετανική αυτοκρατορία πολυεθνική ήταν (¶γγλοι, Ουαλλοί, Σκωτσέζοι, Ινδοί, κ.ά.), αλλά το αγγλικό στοιχείο κυριαρχούσε πολιτισμικά και πολιτικά. Και οι ΗΠΑ είναι πολυφυλετικές, αλλά όλοι όσοι εγκαθίστανται εκεί αμερικανοποιούνται, παύουν να είναι ελληνικής, τουρκικής, γαλλικής, ιταλικής, πολωνικής συνείδησης.Το να πει κανείς ότι οι Βυζαντινοί δεν ήταν Έλληνες ισοδυναμεί με το να χαρακτηρίζονται οι Μικρασιάτες, οι Πόντιοι και οι Ανατολικοθρακιώτες του 1922 ως μη Έλληνες. Διότι όλοι αυτοί είναι (όπως και οι κάτοικοι της ηπειρωτικής Ελλάδας) απόγονοι των Βυζαντινών.  

«Τονίζουν μερικοί συχνά ότι οι Αρμένιοι ή οι εκπρόσωποι άλλων εθνικοτήτων έφτασαν στα υψηλότερα κρατικά αξιώματα ή ότι ανέβηκαν ακόμα και στον αυτοκρατορικό θρόνο. Και θέλουν μ’ αυτόν τον τρόπο να διατρανώσουν τη συμβολή της μιας ή της άλλης εθνικότητας στη ζωή και τη διαμόρφωση του βυζαντινού κράτους. Ασφαλώς δεν πρέπει να παραβλέπουμε ή να υποτιμούμε το ρόλο που έπαιξαν άλλες εθνότητες στη ζωή του κράτους. Δεν πρέπει, όμως, και να παραβλέψουμε το γεγονός ότι πρέπει να ιεραρχηθεί η προσφορά τους. Και στην ιεράρχηση αυτήν προβάλλει επιβλητικά η προσφορά του ελληνισμού και της ελληνικής παιδείας. Εκτός, όμως, απ’ αυτό πρέπει να αναγνωριστεί ένα γεγονός που κανείς δε μπορεί να αρνηθεί: όσο οι διάφοροι λαοί αποκτούσαν συνείδηση του εαυτού τους, τόσο αποχωρίζονταν λίγο-λίγο από το κράτος. Η ενίσχυση της εθνικής συνείδησης, λέει ο H. Bengtson (Geschichte, 547) μιλώντας για τις Ν.Α. και τις αιγυπτιακές περιοχές του πρωτοβυζαντινού κράτους, συνοδευόταν από οπισθοδρόμηση του ελληνισμού και κυριότερα της ελληνικής παιδείας στις περιοχές αυτές» (Ι. Καραγιαννόπουλου, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, εκδ. Βάνιας, σ. 57).

«Αλλά οι Αρμένιοι, οι σημαντικότεροι από τους «ξένους» που ανήλθαν στον βυζαντινό θρόνο, αν και σε ποικίλλοντα βαθμό προσηλωμένοι στους εθνικούς τους χαρακτήρες, έδρασαν ως Βυζαντινοί και όχι ως Αρμένιοι και στις κυριότερες εκφάνσεις του έργου τους θα ήταν αδύνατον να απομονωθούν σημαντικά πολιτιστικά στοιχεία, αρμενικής μάλλον παρά βυζαντινής προελεύσεως. Με τον ίδιο τρόπο, όταν βυζαντινοί τεχνίτες υιοθετούσαν διακοσμητικά στοιχεία αρμενικής, αραβικής ή περσικής προέλευσης, το τελικό έργο τέχνης δεν αποκτούσε εξ αιτίας αυτού αρμενικό, αραβικό ή περσικό χαρακτήρα, αλλά παρέμενε βυζαντινό ως προς το πνεύμα και την εκτέλεση» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε.,τ. Ζ’, σ. 309).

Αμφισβητείται η ελληνικότητα της Ρωμανίας λόγω της μη ελληνικής καταγωγής αρκετών αυτοκρατόρων. Αυτή η αμφισβήτηση είναι αβάσιμη. Πρώτον, αν το Ελληνικό Βασίλειο επί Γερμανού Όθωνα (1833-1864), που ήταν ενίοτε και δίγλωσσο (γερμανικά και ελληνικά) ή το ελληνικό βασίλειο επί της δανέζικης δυναστείας των Γλύξμπουργκ (1864-1924 και 1935-1974) θεωρείται ελληνικό, τότε πώς πάντοτε ελληνόφωνη Ρωμανία ήταν μη ελληνική; Δεύτερον, αυτή η αμφισβήτηση βασίζεται σε μια αρρωστημένη νοοτροπία: «δεν είναι ελληνικό ό,τι είναι πέραν των σημερινών συνόρων της Ελλάδας». Τρίτον, η καταγωγή δεν παίζει ρόλο. Όλοι σχεδόν (εκτός από τους πρώτους λατινόφωνους) οι αυτοκράτορες ελληνοφωνούσαν (πριν  ενθρονιστούν), κανείς δεν ενήργησε ως Ισπανός ή ως Αρμένιος ή ως.. Ρουμάνος. Όπως κι οι διαφορετικής φυλετικής καταγωγής πρόεδροι,  υπουργοί, βουλευτές των ΗΠΑ δεν παύουν να δρουν υπέρ των αμερικανικών συμφερόντων (και δεν δρουν π.χ. οι αφροαμερικάνοι υπέρ της Αφρικής ούτε οι κινεζοαμερικάνοι υπέρ της Κίνας ούτε οι δανοαμερικάνοι υπέρ της Δανίας), έτσι και οι αυτοκράτορες κατείχαν (και το γνώριζαν αυτό) το θρόνο της ελληνορωμαϊκής αυτοκρατορίας, όχι της.. Αρμενίας ή της Ισπανίας, και δρούσαν υπέρ των συμφερόντων της κι όχι υπέρ του... δακικού έθνους. ¶λλωστε, τότε υπήρχαν μόνο «Ρωμαίοι». Και οι Ρωμαίοι ήταν εξελληνισμένοι. Τέταρτον, η πολιτιστική συνεισφορά Δακών, Ιβήρων κ.λπ. είναι ανύπαρκτη. Μόνο εκλατινισμένοι (και αργότερα εξελληνισμένοι) καταλάμβαναν το θρόνο. Κι αυτό διότι λ.χ. ένας αμαθής βάρβαρος που δεν είχε ενταχθεί στην  πολιτικο-στρατιωτική ιεραρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (και κατά  συνέπεια δεν είχε εκλατινιστεί/εξελληνιστεί) δεν γινόταν με κανέναν τρόπο  αποδεκτός ως υπερασπιστής της αυτοκρατορίας – ανεξάρτητα του αν καταγόταν από τόπο που όντως ανήκε στην αυτοκρατορία. Οι αρχαιολάτρες έχουν φτάσει στο σημείο να ισχυρίζονται ότι «στο Βυζάντιο υπήρξε ιδιαίτερη μέριμνα να μην υπάρξη ποτέ ελληνικής καταγωγής αυτοκράτωρ» (Π. Κουβαλάκης, Δαυλός, τ. 236-237, σ. 15246). Φυσικά, πρόκειται περί ανυπόστατων ισχυρισμών, που αποδεικνύουν την μισαλλοδοξία των αρχαιολατρών. Τι υπονοούν άραγε οι αρχαιολάτρες, με το «ιδιαίτερη μέριμνα»; Ότι υπήρξε κάποιος συγκεκριμένος νόμος του βυζαντινού κράτους που απαγόρευε την ενθρόνιση Ελλήνων; Μήπως κανένας θεσμός; Κάποια άγραφη παράδοση; Τίποτα έκτακτα μέτρα (π.χ. επέμβαση του στρατού), κάθε φορά που επρόκειτο να αναρριχηθεί Έλληνας στο θρόνο; Απολύτως τίποτε από όλα αυτά δεν υπήρξε. Παραμύθια κατασκευασμένα από ανθρώπους που αγνοούν την βυζαντινή ιστορία. Η γνωστή τακτική των αρχαιολατρών ξεσκεπάζεται: πετούν μια ατεκμηρίωτη κουβέντα, μια αντιβυζαντινή κατηγορία, κι αφήνουν να αιωρείται και να διαδίδεται η συκοφαντία. Ο Τιβέριος (578-582) αποκαλείται από τον ¶ραβα Αμπούλ Φαράγκ «πρώτος Έλληνας βασιλιάς». Ο Μαυρίκιος (582-602) αποκαλείται από τον Λατίνο Παύλο Διάκονο «πρώτος Έλληνας βασιλιάς». Η Θεοδώρα, η σύζυγος του Ιουστινιανού, ήταν Κύπρια.

«Στο σύνολο των διάφορων λαών που αποτελούν το Βυζάντιο πρέπει να ξεχωρίσουμε εκείνους που το διαποτίζουν πολιτιστικά από εκείνους που γεωγραφικά μονάχα ανήκουν σ’ αυτό. Να βάζουμε σε ίση μοίρα τους Έλληνες και τους άξεστους χωριάτες της Ισαυρίας ή τους φελάχους της ερήμου ή ακόμη τους Σύρους και τους Αρμένιους και να λέμε πως Βυζάντιο είναι η συνισταμένη των λαών αυτών, είναι ισχυρισμός πλανεμένος και αστήριχτος» (Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Πανεπιστημίου Καίμπριτζ, ελλ. εκδ. Μέλισσα,  σ. 1,2). ¶ρα τα επιχειρήματα ότι επειδή στο βυζαντινό κράτος ζούσαν κι άλλοι λαοί, αυτό ήταν μια.. μακεδονική σαλάτα, είναι αβάσιμα. Από μόνη της η ύπαρξη πολλών λαών – ειδικά μικρότερων λαών και κατοικούντων στην περιφέρεια ενός κράτους, όπως οι Αρμένιοι στα Β.Α. του Βυζαντίου, οι Σύριοι στα Ν.Α., οι Σλαβο-Βούλγαροι στα Βόρεια – δεν λέει τίποτε κατά της κεντρικής εθνικής και διακρινόμενης από τις άλλες πολιτισμικής κι εθνικής ταυτότητας του κράτους.  Μόνο αν ήταν ίση σε επιρροή, η αρμενική ή η σλαβική κουλτούρα με την ελληνορθόδοξη, και μόνο αν οι Αρμένιοι ή οι Σύριοι ή οι Σλάβοι ήταν ίσοι πληθυσμιακά με τους ελληνικούς πληθυσμούς της Ελλάδας και της Μ. Ασίας, θα μπορούσαμε να μιλάμε για μη ελληνικό, πολυεθνικό Βυζάντιο. Όπως υπάρχουν εθνικές μειονότητες (μετανάστες κ.ά.) σε χώρες όπως η Γαλλία, η Αγγλία, οι ΗΠΑ, αυτό δε σημαίνει ότι αυτές είναι δίχως εθνική συνείδηση πολυεθνικές χώρες, ένας χυλός δίχως «εθνική» και πολιτισμική  συνείδηση. Ερχόμενος ο καθένας στο Βυζάντιο εξελληνιζόταν˙ πηγαίνοντας κανείς στις ΗΠΑ εξαμερικανίζεται˙ στην Γαλλία εκγαλλίζεται. Το ότι ένας λαός αλλάζει θρησκεία ή πολιτικό σύστημα δεν σημαίνει ασφαλώς ότι δεν είναι πλέον ο ίδιος λαός, ή ότι έχει εκφυλιστεί.

Γιατί να μην είναι το Βυζάντιο ελληνικό λοιπόν; Αφού: 1) Έχει την ίδια γλώσσα με μας τους Νεοέλληνες, 2)την ίδια θρησκεία με εμάς τους Νεοέλληνες, 3)βρίσκεται στην ίδια τοποθεσία με εμάς τους Νεοέλληνες. 4)Είναι οι βιολογικοί πρόγονοί μας. 5)Έχουμε, οι Νεοέλληνες, την συνείδηση ότι από αυτούς καταγόμαστε, όσο κ αν ελάχιστοι δεν την έχουν. Θα αντιπούν οι Νεοπαγανιστές «δεν είχε ελληνική συνείδηση, δεν ήταν Ελλάδα». Γιατί, υπήρχε μήπως κράτος με το όνομα Ελλάδα στην αρχαιότητα; Όχι βέβαια. ¶ρα δεν υπήρχαν κι Έλληνες; Και οι Ρωμηοί ώς το 1821 πρόγονοί μας που δεν είχαν (ο λαός) συνείδηση ελληνική δε΄ν ήταν  Έλληνες; Φυσικά και ήταν. ¶ρα γιατί οι Ρωμηοί του Βυζαντίου να μην είναι Έλληνες ενώ αυτοί που έζησαν λίγο πριν το 1821 ( π.χ. το 1700 ) να είναι; Αφού τα έθιμα των πριν το 1821 κατάγονται και είναι τα ίδια με αυτά των Βυζαντινών. Αφού οι Έλληνες Ρωμηοί του 1700 κατάγονται από τους Βυζαντινούς Ρωμηούς. Γιατί οι πρώτοι να είναι Έλληνες και οι δεύτεροι να μην είναι; Θα πουν το επιχείρημα πως οι Βυζαντινοί δεν είχαν την ίδια θρησκεία με τους αρχαίους Έλληνες. Δηλαδή οι άθρησκοι Γερμανοί δεν είναι πλέον Γερμανοί; Οι Βουδιστές Ιρλανδοί δεν είναι Ιρλανδοί; Οι άθεοι Αμερικάνοι δεν είναι Αμερικάνοι; Τι τερατώδη θεοκρατική σκέψη έχουν τελικά ακριβώς αυτοί που οδύρονται για την Ορθοδοξία του Βυζαντίου.

Ένα άλλο επιχείρημα κατά του Βυζάντιου είναι ότι οι εθνικά Έλληνες ήταν υπόδουλοι στους Βυζαντινούς. Με αυτόν τον τρόπο διαχωρίζεται τεχνητά ο «υπόδουλος» λαός του κράτους (Έλληνες) από την ηγεσία του κράτους (Βυζαντινοί). Αυτό το επιχείρημα είναι αβάσιμο: Η ηγεσία του Βυζαντίου προέρχονταν από το  λαό διότι δεν υπήρχε φράγμα που να εμπόδιζε κανέναν να γίνει αυτοκράτωρ. Πάμπολλοι βασιλείς προέρχονταν από αγροτικές οικογένειες, λαϊκές. ¶ρα λαός και ηγεσία στο Βυζάντιο είναι κοινής εθνικής καταγωγής, και η άποψη ότι «Βυζαντινός» σημαίνει μόνο τον άρχοντα του Βυζαντινου κράτους ενώ ο λαός ήταν «υπόδουλος» είναι παραμύθι. Όλοι Ρωμηοί αισθάνονταν στο Βυζάντιο, λαός και ηγέτες. Τι θα μάς πουν οι Νεοπαγανιστές, ότι το 1453 πολεμούσε η ηγεσία των «Βυζαντινών» ενώ οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, που δήθεν ήταν υπόδουλοι Έλληνες στους Βυζαντινούς, δεν πολεμούσαν; Τι θα πούνε οι Νεοπαγανιστές, ότι οι κάτοικοι (ο απλός λαός) της Κωνσταντινούπολης στα 1460 ήταν πλέον Έλληνες, ενώ στα 1360 ο λαός της ίδιας πόλης ήταν  «Βυζαντινοί» μη Έλληνες; 

Οι Νεοειδωλολάτρες υποστηρίζουν πως κατά τη βυζαντινή εποχή ελληνικότητα δεν θα έβρισκε κανείς στο Παλάτι ή το Πατριαρχείο ή την Αυλή και το επίσημο Βυζάντιο, αλλά μόνο στους διάσπαρτους ελληνικούς πληθυσμούς που διατηρούσαν ασυνείδητα κάποια κλασσικά και παγανιστικά στοιχεία, και μόνο ως λαογραφικός κι όχι ως εθνολογικός μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο όρος βυζαντινός ελληνισμός. Όμως αυτή η άποψη αποδεικνύεται αστήρικτη. Κατ’ αρχήν, όπως έχει αποδειχθεί και λεχθεί παραπάνω, δεν υπήρχε κάποιος διαχωρισμός μεταξύ των ελληνικών πληθυσμών πόλεων/χωριών και των ανθρώπων του Παλατιού ή του πατριαρχείου. Οποιοσδήποτε ήθελε και είχε τα προσόντα, μπορούσε να γίνει, όπως είπαμε, αυτοκράτορας ή πατριάρχης, να ανέβει όλην την κλίμακα των κρατικών ή των εκκλησιαστικών αξιωμάτων. Συνεπώς, ίδιοι ήταν οι άνθρωποι που ήταν εκτός Παλατιού, ίδιας εθνικότητας με αυτούς που ήταν κι εντός του Παλατιού. Τί γινόταν λοιπόν, ώστε να ισχύει η άποψη των Ν/Π, ότι στο «επίσημο Βυζάντιο» (Παλάτι και στο Πατριαρχείο-Εκκλησία κ.αλλού) δεν υπήρχε  ελληνικότητα/ελληνισμός/ελληνικό έθνος; Μόλις οι ίδιοι άνθρωποι (Έλληνες) περνούσαν την πύλη του Παλατιού ή του Πατριαρχείου, έχαναν την ελληνικότητά τους (με οποιαδήποτε μορφή κι αν την είχαν αυτήν, προ της εισόδου τους στο Παλάτι) και γινόντουσαν «Βυζαντινοί»; Μυστηριώδη πράγματα, λοιπόν, πάθαινε κάθε Έλληνας μόλις περνούσε τις πύλες του επίσημου Βυζαντίου και γινόταν τμήμα του! Το «επίσημο Βυζάντιο» ήταν στα χέρια, ήταν το ίδιο ταυτισμένο με αυτούς που ξεκινούσαν άσημοι και έφταναν στη δόξα καταλαμβάνοντας θέσεις κι αξιώματα. Θα μιλήσουν οι Νεοπαγανιστές περί «γενίτσαρων» παρομοιάζοντας την κατάσταση με τους εξισλαμισμένους που γίνονταν Οθωμανοί αξιωματούχοι. Πάλι ανιστόρητο λάθος είναι κι αυτό. Οι άνθρωποι που αποκτούσαν τα αξιώματα του Βυζαντίου, στο Παλάτι και στην Εκκλησία, δεν άλλαζαν τίποτε (γλώσσα. θρησκεία. συνείδηση, έθιμα κ.ά.) από την (προ της εισόδου τους στο π.χ. Παλάτι) ταυτότητά τους, όπως άλλαζαν αυτοί που εξισλαμίζονταν (θρησκεία, έθιμα και εθνική ταύτιση). Παρέμεναν οι ίδιοι, όμοιοι με τους υπόλοιπους του «μη επίσημου Βυζαντίου». Ομοεθνείς τους. Γι’ αυτό και όση ελληνικότητα υπήρχε στους ελληνικούς πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας, η ίδια υπήρχε και στο επίσημο Βυζάντιο.

Πάντως, αντίθετα από τους Νεοειδωλολάτρες, οι Ειδωλολάτρες ελληνικής ή άλλης καταγωγής του 3ου  , 4ου και 5ου αιώνα ουδέποτε θεώρησαν το «Βυζάντιο» ως κάτι ξένο, ως ξένη εξουσία. «Πατρίδα» αποκαλεί τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ο Κέλσος. Κανένας Λιβάνιος, κανένας υπερ-Έλλην Ιουλιανός δεν έκανε λόγο για «υποδουλωμένο ελληνικό έθνος στους Ρωμαίους». Αυτά είχαν ξεχαστεί, 600 χρόνια μετά. ¶ρα οι Νεοπαγανιστές έχουν διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων από τους Εθνικούς ακόμη και σ’ αυτό το σημείο.

Όσο κι αν οι εθνικιστές αρχαιολάτρες και οι Νεοπαγανιστές το αρνούνται, σε όλη αυτήν την καθαρολαγνεία που τους διακρίνει βρίσκεται ο ρατσισμός, με την έννοια ότι υπάρχει κάτι το καθαρό, το οποίο με την πάροδο του χρόνου εκφυλίζεται και στο οποίο πρέπει να επιστρέψουμε για να σωθούμε.  

Μία άλλη ιστορική πλάνη των Ν/Π είναι, πως ώς το 1453 υπήρχαν νωθροί Βυζαντινοί, ενώ μετά το 1453 που πέθανε το Βυζάντιο ξαναγεννήθηκαν ρωμαλέοι κι ακμαίοι Έλληνες κι Ελληνισμός. Η άποψη αυτή στοχεύει να «αποδείξει» ότι οι Βυζαντινοί δεν είχαν ελληνικότητα. Όμως, ο ιστορικός Α. Βακαλόπουλος γράφει (Η πορεία του Γένους, σ. 12) γράφει: «Η πιο αφελής ασφαλώς αντίληψη είναι ότι με την άλωση της Κωνσταντινούπολης λήγει ο μεσαιωνικός ελληνικός κόσμος και ότι από την επαύριο, δηλαδή από τις 30 Μαΐου 1453, αρχίζει ο νέος ελληνισμός». Ο Ν. Σβορώνος λέει «Δεν μπόρεσα να κάνω ποτέ μου το διαχωρισμό ανάμεσα στο Βυζάντιο και τον νέο ελληνισμό» (Κ.Θ. Δημαρά και Νίκου Σβορώνου, Η μέθοδος της ιστορίας, εκδ. ¶γρα, σ. 104).

Συνεπώς οι κύριοι λόγοι που οι «Βυζαντινοί» ήταν Έλληνες είναι:

1) η κοινότητα γλώσσας, θρησκείας, τόπου και καταγωγής μεταξύ Νεοελλήνων και «Βυζαντινών»,

2) η κοινή συνείδηση τόσο των Αγωνιστών του 1821, όσο και των σημερινών Νεοελλήνων ότι οι «Βυζαντινοί» είναι οι «αείμνηστοι πρόγονοί τους»,

3) η απουσία διαχωριστικής γραμμής μεταξύ λαού και αρχόντων στο Βυζάντιο, δηλαδή το ελεύθερο να παίρνει οποιοσδήποτε άνθρωπος του λαού οποιαδήποτε κρατικά αξιώματα, πράγμα που καταρρίπτει την αστεία θεωρία πως μόνον οι άρχοντες ήταν Βυζαντινοί ενώ ο λαός ήταν υπόδουλος, Έλληνες,  και διαφορετικής εθνικότητας από τους «Βυζαντινούς άρχοντες», και πως υπήρχε τάχα κλειστή κάστα κάποιων ξένων «Βυζαντινών».

 

67d ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κατά τον ιστορικό Aug. Heisenberg «Βυζαντινό είναι το εκχριστιανισθέν ρωμαϊκό κράτος του ελληνικού έθνους» (Staat und Gesselschaft des byz. Reiches, Die Kultur der Gegenwart, s. 364).

Ο ιστορικός D. Talbot Rice γράφει ότι «Το Βυζάντιο πρέπει πραγματικά να μελετηθεί σαν ένα κεφάλαιο της μακρόχρονης  ιστορίας του ελληνικού πολιτισμού και του ελληνικού στοχασμού» (Byzantines, 26).

Ο διάσημος ιστορικός Arnold Toynbee μιλά για «βυζαντινούς Έλληνες» και για «βυζαντινό ελληνικό πολιτισμό», και καταλήγει: «Τον 5ο αιώνα η αυτοκρατορία συνέχισε να είναι κατ’ όνομα ρωμαϊκή, αλλά στην πραγματικότητα είχε καταστεί ελληνική και παρέμεινε ελληνική» (A. Τoynbee, Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους, εκδ. Καρδαμίτσα, σ.187).

Ο ιστορικός H.-G. Beck γράφει: «Η αυτοκρατορία έγινε «βυζαντινή» επειδή η κατακτημένη Ελλάδα είχε για μια ακόμη φορά νικήσει στο πνευματικό πεδίο και μπορούσε πια να θεωρήσει την κρατική εξουσία και την κρατική οργάνωση, που αρχικά της ήταν τόσο ξένες, ως ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούσε κανείς να σταδιοδρομήσει, και να διαπρέψει χωρίς να είναι πια ανάγκη να αφήνει τα κοινά στους Λατίνους» (Hans-Georg Beck, Η βυζαντινή Χιλιετία, εκδ. Μορφωτικού ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σ. 38).

Ο πιο μεγάλος βυζαντινολόγος του 20ού αιώνα, ο Sir Steven Ranciman, απαντώντας στην άποψη ότι οι Βυζαντινοί δεν ήταν Έλληνες, είπε: «Δε νομίζω ότι οι σύγχρονοι έλληνες είναι περισσότερο έλληνες από τους βυζαντινούς».

Ο ιστορικός L. Brιhier γράφει «Το Βυζαντινό κράτος είναι η οργανική ανάπτυξις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλ’ έγινεν ελληνικόν και χριστιανικόν και ευρίσκομεν εις αυτό ηνωμένα τα τρία θεμελιώδη στοιχεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού: τον Ελληνισμόν, το Ρωμαϊκόν Δίκαιον και τον Χριστιανισμόν» (Le dιvelopement des ιtudes d’ historie Byzantine, Reveu d’ Auvergne, τ. 18, σ. 34).

Ο ιστορικός Diehl επίσης θεωρεί τους Βυζαντινούς Έλληνες.

Ο ιστορικός J.B. Bury γράφει: «Ο πολιτισμός του Βυζαντινού κράτους έχοντας βαθειές ρίζες στο παρελθόν, ήταν η τελευταία φάση του ελληνικού πολιτισμού» (History of the later roman empire from the death of Theodosius I to the death of Justinian).

Βέβαια, τι σημασία έχουν οι γνώμες τόσων ιστορικών, όταν οι Νεοπαγανιστές έχουν αντίθετη γνώμη; Καμμία απολύτως. Οι Νεοπαγανιστές τα ξέρουν όλα και καλύτερα.

Ακόμη κι ο Ρ. Αποστολίδης (που κι αυτόν τον καπηλεύονται οι Νεοπαγανιστές του ΥΣΕΕ) κάνει λόγο (στον πρόλογο της ιστορίας του Droysen) για «τη λεγόμενη Ανατολική μετά, τη Βυζαντινή μας Αυτοκρατορία τη μεστή ελληνισμού».

«Λαός κατακτημένος, μεταξύ άλλων λαών, αν και κατέχει προεξέχουσα θέση στην Ανατολή και ευνοείται από τους κατακτητές, γίνεται ο κυρίαρχος λαός ενός νέου πολιτικού σχηματισμού, με θέληση να συνεχίσει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο ελληνικός όμως χαρακτήρας της οποίας εδραιώνεται όλο και περισσότερο», γράφει ο Ν. Σβορώνος.

 

67e ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΣ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ

Ο Ιωάννης Βατατζής, Ρωμηός αυτοκράτορας της Νίκαιας (στο διάστημα κατά το οποίο η Κωνσταντινούπολη ήταν υπόδουλη στους Φράγγους), γράφει στην απαντητική του επιστολή προς τον πάπα Γρηγόριο μεταξύ άλλων τα εξής:

«Και ότι μεν από του ημετέρου γένους (= ελληνικού) η σοφία και το εκ ταύτης αγαθόν ήνθησε και εις άλλους διεδόθη, καλώς είρηται. (...) Οι γενάρχαι της βασιλείας μου, οι από του γένους των Δουκών και Κομνηνών, ίνα μη τους άλλους λέγω, τους από γενών ελληνικών άρξαντας επί πολλάς εκατοστύας ετών την αρχήν κατέσχον της Κωνσταντινουπόλεως, ούς και η της Ρώμης εκκλησία και οι ιεράρχαι προσηγόρευον Ρωμαίων αυτοκράτορας» (πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αθηναίος, τομ' Α', σ.469, υπό Ιωάν. Σακελλίωνα) (Αντ. Μηλιαράκη, Ιστορία του βασιλείου της Νίκαιας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου, 1898, ανετύπωσαν οι βιβλιοπώλαι Δ.Ν. Καραβιάς, Ε.Κ. Λάζος, Αθήναι 1994, σ. 276, 277). Με άλλα λόγια, ο Ρωμηός αυτός Αυτοκράτορας του 13ου αι. δεν θεωρεί ότι ο τίτλος «αυτοκράτορας Ρωμαίων» υποδηλώνει μη ελληνική καταγωγή.

Ο Θεόδωρος ο Β’ της Νίκαιας θεωρούσε τους υπηκόους του απογόνους των αρχαίων Ελλήνων, ονόμαζε την Μ. Ασία «Ελλάδα» και το κράτος του «Ελληνίδα επικράτειαν» κι έγραφε επιγραμματικά «Ελλήνων χριστωνυμούμενον κλέος ου σβέννυται» (Κ.Μ. Πλακογιαννάκη, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος και πολιτισμός των Βυζαντινών, εκδ. οίκος Κυρομάνος, σ. 157). Το κράτος επίσης λέγεται «ελληνικόν».

Η ¶ννα Κομνηνή υπερηφανεύεται ότι δεν είναι άμοιρη του «ελληνίζειν». Ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος σε ομιλία του υπογραμμίζει τη «δόξα της Ελληνικής παραδόσεως».

            Αλλά και οι λόγιοι έχουν πάντα γνώση του παρελθόντος μας. Ο Αγαθίας αναφέρει τον Όμηρο και τον Πλάτωνα. Ο Πισίδης προκειμένου να πληροφορήσει τους αναγνώστες των επών του για το μέγεθος της νίκης του Ηράκλειου κατά των Περσών, τη συγκρίνει με τα κατορθώματα Αρχαίων Ελλήνων, του Αλέξανδρου, του Φίλιππου, του Ξενοφώντα κ.ά. Ο Μιχαήλ Χωνιάτης θρηνεί για τη χαμένη δόξα της Αρχαίας Αθήνας.

Ο Νικήτας Χωνιάτης, σταματά την Ιστορία του με την άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους, θεωρεί τους Ρωμαίους Έλληνες και ως αιτία του τερματισμού της διήγησής του έχει: «Πῶς ἂν εἴην ἐγὼ τὸ βέλτιστον χρῆμα, τὴν ἱστορίαν, τὸ κάλλιστον εὕρημα τῶν Ἑλλήνων, βαρβαρικαῖς καθ’ Ἑλλήνων πράξεσι χαριζόμενος». Οι βαρβαρικές πράξεις κατά των Ελλήνων, που γράφει ο Χωνιάτης, δεν είναι άλλες από τις πράξεις των Σταυροφόρων κατά των Ρωμηών. Ρωμηός και Έλλην ταυτίζονται. Ο Μάρκος Ευγενικός λέει «κορυφὴ μὲν γὰρ τῆς καθ’ ἡμᾶς οἰκουμένης ἡ Ἑλλάς, ὀφθαλμὸς δὲ ἡ τοῦ Πέλοπος».

 

67f ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΡΩΜΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ;

«Βασικό αλλά και πολύ δύσκολο πρόβλημα παραμένει η διάκριση των ανατολικών στοιχείων του βυζαντινού πολιτισμού, γιατί ο Ελληνισμός, σε μεγαλύτερο ποσοστό, αλλά και ο Χριστιανισμός,  ήδη κατά τις αρχές της βυζαντινής περιόδου, έφερναν μαζί τους μακρά παράδοση ανατολισμού, πράγμα που σημαίνει ότι ο λεγόμενος βυζαντινός ανατολισμός είναι, τις περισσότερες φορές, πολύ αρχαιότερος. Οπωσδήποτε, αποτελεί λάθος το να υπερτιμάται η σπουδαιότητα των ανατολικών ή άλλων στοιχείων στο βυζαντινό πολιτισμό», γράφει ο Τατάκης στο Η Βυζαντινή Φιλοσοφία (σ. 36), δείχνοντας με τα παραπάνω το προφανές: ότι ο Ελληνισμός ήταν ήδη προ αιώνων  (από τον Αλέξανδρο) αναμεμιγμένος με την Ανατολή και έντονα επηρεασμένος από τον ανατολισμό, και δεν περίμενε το Βυζάντιο, για να «εξανατολιστεί» και να χάσει την «κλασσικότητά» του, όπως ισχυρίζονται οι καθαρολόγοι.

«Οι επιδράσεις της Ανατολής (επί του Βυζαντίου) εκδηλώθηκαν κυρίως σε εξωτερικά στοιχεία, σε θέματα ενδύσεως πρωτοκόλλου και αυλικής εθιμοτυπίας κι όχι στις πολιτικές ιδέες που ήταν όλες αποδεδειγμένα ελληνικής προέλευσης. Ακόμα και εκείνα τα στοιχεία της αυτοκρατορικής πρακτικής που φαίνονται εμπνευσμένα από την εγγύς Ανατολή, μεταδόθηκαν στο Βυζάντιο, όπως απέδειξε ο ιστορικός Alfφldi μέσω της [προπορευόμενης χρονικά] ελληνορωμαϊκής παραδόσεως. Συνειδητά ή άμεσα δάνεια από την Ανατολή δεν υπήρξαν. Η καθιερωμένη «προσκύνησις» π.χ. του βυζαντινού αυτοκράτορος προερχόταν από την ελληνιστική βασιλεία μέσω του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού θεσμού. Την ίδια εποχή, ακόμα και στην Ελλάδα δεν ήταν ασύνηθες να γονατίζουν οι πιστοί, και να προσκυνούν τους θεούς ή να προσπίπτουν ικέτες κ.ά. στα πόδια των ευεργετών τους και των ηγεμόνων τους, ως εκδήλωση υποταγής, ευγνωμοσύνης ή ικεσίας» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ', σ. 312-313).

«Τό άμεσο πρότυπο του μεσαιωνικού μονάρχη πρέπει χωρίς αμφιβολία να ναζητηθεί στην ελληνορρωμαϊκή παράδοση, όπως κυρίως εξελίχθηκε στην θεωρία και την πράξη από την εποχή του Πλάτωνα, των ελληνιστικών βασιλείων και της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ', σ. 313).

«Ακόμα και οι ερευνητές που αρνούνται την ιδέα μιας απόλυτης συνέχειας στο Βυζάντιο, θα πρέπει να πιστοποιήσουν ότι στην Ανατολή υπήρχαν περισσότερα στοιχεία της αρχαιότητας απ’ ό,τι στη Δύση» (Sture Linnιr, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, εκδ. Γκοβοστή, σ. 124).

«Είναι αδύνατον να προβληθή αντίρρηση για τη συνέχεια του βυζαντινού πολιτισμού. Μέσα στην αυτοκρατορία η παιδεία του ελληνιστικού κόσμου που αναπτύχθηκε στα βασίλεια τω διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου συνεχίζεται και επηρεάζει βαθιά τα επιτεύγματα του Βυζαντίου. Γιατί οι Βυζαντινοί είναι χριστιανοί Αλεξανδρινοί. Στην τέχνη ακολουθούν τα ελληνιστικά πρότυπα˙ κληρονομούν τη ρητορική παράδοση, την φιλομάθεια, το θαυμασμό για το μεγάλο αιώνα της κλασσικής Ελλάδος, χαρακτηριστικά που διέκριναν τους μελετητές της εποχής του βασιλείου των Πτολεμαίων. Εκείνοι που θα ζητούσαν να επιβάλλουν τη γνώμη ότι σε κάποια εποχή στην ιστορία του Βυζαντίου υπάρχει κάποιο ρήγμα στη συνέχεια, ότι κάτι το εντελώς νέο εμφανίστηκε, οφείλουν τουλάχιστο να παραδεχτούν ότι ο πολιτισμός της αυτοκρατορίας δεν εγνώρισε τέτοια διακοπή. Διατηρήθηκε επίμονα ώς το τέλος της αυτοκρατορίας» (H. Baynes-H.St.L.B. Moss, Βυζάντιο˙ εισαγωγή στον Βυζαντινό πολιτισμό, εκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμας, σ. 23).

Έχουμε πει παραπάνω, ότι η απόρριψη του ονόματος Έλληνας ως δηλωτικού της εθνικής καταγωγής περισσότερο σχετίζεται με την ίδια την προέλευση της αυτοκρατορίας, η οποία δημιουργήθηκε από τους Ρωμαίους κι όχι από τους Ελλαδικούς Έλληνες, παρά με το Χριστιανισμό. Θεωρείται ότι ο Χριστιανισμός έπαιξε τον κυρίαρχο ρόλο στο συνειδησιακό διχασμό των Ελλήνων. Όμως, εκείνη την εποχή το δίλημμα ήταν συγκεκριμένο: αν ο Ελληνισμός προσχωρούσε στον Μιθραϊσμό και τη θεουργία, την οποία προωθούσαν οι Νεοπλατωνικοί κι ο Ιουλιανός, δε θα έμενε  ούτε ίχνος ελληνικότητας μπροστά στον «περσισμό» και τον χαλδαϊσμό της νεοπλατωνικής-ιουλιανικής κοσμοθεωρίας (να υπενθυμίσουμε, πως κυρίαρχη τάση του Νεοπλατωνισμού ήταν η θεουργική του Σύριου Ιάμβλιχου κι όχι εκείνη του Πορφύριου). Ο Παγανισμός (ως το αντίθετο του Χριστιανισμού) εκείνης της εποχής ήταν ασιατικός, περσικός και βαβυλωνιακός. Ήταν απείρως αν-ελληνικότερος του Χριστιανισμού. Είναι απίθανο οι Πέρσες λόγιοι με τη θρησκεία τους να διέσωζαν τον ελληνισμό, τη στιγμή που η ελληνορωμαϊκή Αυτοκρατορία και η Περσία ήταν σε συνεχείς διαμάχες. Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε, ότι στον 4ο αι. δεν υπήρχε ως σκέψη, στο παγανιστικό στρατόπεδο, μόνο πρόγραμμα «εξελληνισμού». Υπήρχε και πρόγραμμα εκλατινισμού, ο οποίος παράλληλα με τον εκπερσισμό και τη θεουργία, θα απέφεραν το οριστικό πλήγμα στη συνέχεια του ελληνισμού. Στο επιτελείο, δηλαδή, του Ιουλιανού, υπήρχαν και ελληνιστές, αλλά υπήρχαν και αυτοί που επιθυμούσαν τον εκλατινισμό της Ανατολής. Ο Χριστιανισμός με τη χρήση της ελληνικής και τη γνώση της φιλοσοφίας απέτρεψε αυτήν την εξέλιξη. Απέναντι στους γίγαντες λάτρεις της ελληνικής γλώσσας και σκέψεις Γρηγόριο Νανζιανζηνό και Βασίλειο, τι Έλληνες είχε να επιδείξει η Ιουλιανική θρησκεία; Τον αγύρτη αστρολόγο Μάξιμο; Το ρήγμα, λοιπόν, οφείλεται απλώς στην ίδια τη ρωμαϊκή κατάκτηση του 2ο π.Χ. αι., για την οποία, στο κάτω-κάτω, φταίει ο παγανιστικός ελληνισμός˙ αλλά χάρη στο Χριστιανισμό, ο οποίος απέτρεψε τόσο τον εκλατινισμό – αφού οι περισσότεροι Πατέρες περιφρονούσαν τα λατινικά – όσο και τον περσισμό-χαλδαϊσμό (μιθραϊσμός-βαβυλωνιακή θεουργία), το μόνο «ρήγμα» ήταν η αλλαγή του εθνικού ονόματος. Κι αυτό, όμως, το καινούργιο όνομα, κατέληξε αποκλειστικά ελληνικό. Καλύτερα, λοιπόν, «Ρωμαίος» ελληνόφωνος, με ελληνική παιδεία, ελληνικό πολιτισμό κι έναν Χριστιανισμό εξηγημένο με ελληνικές κατηγορίες, εν τέλει Έλληνας δίχως ζυγό Ιταλών, παρά «Ρωμαίος», με λατινική γλώσσα Ιρανική θρησκεία και βαβυλωνιακή θεουργία.

Υπάρχει, βέβαια, και το επιχείρημα, ότι ναι μεν διάβαζαν τα αρχαία κείμενα οι ελληνόφωνοι Ορθόδοξοι, ναι μεν τα συντηρούσαν, τα αντέγραφαν, αλλά δεν τα έβλεπαν ως δικά τους˙ τα έβλεπαν ως «θύραθεν», ως κάτι ξένο, που το θεωρούν καλό και το συντηρούν και μόνο μετά τον 11ο αι. τα θεωρούν δικά τους. Αυτό το επιχείρημα δεν είναι σωστό. Ήδη ο Ιουστίνος τον 2ο αι. λέγοντας «όσα καλά είπε ο Πλάτωνας είναι δικά μας», απορρίπτει μια τέτοια θεώρηση. Ειδικότερα ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αντιτάχθηκε σφόδρα στον Ιουλιανό, αναφορικά με την μονοπώληση της ελληνικότητας από τον δεύτερο. «Δικό σου είναι το ελληνίζειν;», τον ρωτάει. Αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη μιας «ελληνορθόδοξης» συνείδησης ήδη από τον 4ο αι. ¶λλο πράγμα, λέει ο Γρηγόριος, ο ελληνικός λόγος κι άλλο πράγμα η ειδωλολατρία.  Κι εφόσον ο Γρηγόριος θεωρεί δικό του τον ελληνικό λόγο, δεν μπορεί να θεωρηθεί μη Έλληνας, απλώς επειδή είναι Χριστιανός. Η θέση ότι δεν είναι ανάγκη ούτε το όνομα Έλλην να υπάρχει ως εθνικό ούτε η ειδωλολατρία, δεν είναι ούτε προϊόν κάποιας γερμανικής αντικειμενικής-«ρομαντικής» αντίληψης περί έθνους ούτε προσπάθεια οικειοποίησης ξένου αγαθού ούτε πρωτοδιατυπωμένη από εμάς άποψη. Είναι θέση ιστορικά διατυπωμένη και πραγματωμένη από τον Γρηγόριο το Θεολόγο, τον Φώτιο, τον Παλαιολόγο, τις εθνοσυνελεύσεις της Επανάστασης του 1821. Δεν ήρθε κανένας «ελληνοχριστιανισμός» ως κρατική ιδεολογία του ελλαδικού κράτους να τα δημιουργήσει αυτά (το αντίθετο έγινε: τα διέστρεψε). Ας αφαιρέσουν την ελληνική γλώσσα και παιδεία από το Βυζάντιο όσοι λεν πως δεν ήταν ελληνικό. Μπορούν να φανταστούν πώς θα ήταν, τί θα ήταν; Μετά από όλα αυτά, είναι φανερό πως δεν πρόκειται για ένα ασιατικό κράτος. Ήταν ένα κράτος όπου η ρωμαϊκή κρατική κουλτούρα, ο χριστιανισμός, και η ελληνική παιδεία και πολιτισμός, ενώθηκαν για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή ιστορία.

 

67g Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΑΝΙΑΣ

Ήταν δεσποτικό το Βυζάντιο; Στην Ρωμαϊκή νομοθεσία υπήρχε ένας νόμος που καταγόταν από την εποχή της ρωμαϊκής δημοκρατίας, και έλεγε πως το κράτος είναι ιδιοκτησία του λαού, και ο λαός ήταν η πηγή της εξουσίας. Ο νόμος αυτός διατηρήθηκε για αρκετό καιρό, κι ακόμα και αφού καταργήθηκε, έμεινε η ανάμνησή του. Μπορεί ο αυτοκράτορας να ήταν η μόνη εξουσία, ωστόσο, αν δεν κυβερνούσε καλά, πολύ σύντομα εκθρονίζονταν από το δυσαρεστημένο λαό. Οι Ρωμηοί του μεσαίωνα δεν έβλεπαν τον αυτοκράτορα ως επίγειο θεό, αλλά ως άνθρωπο που για μια στιγμή έπαιρνε από το Θεό το βασιλικό αξίωμα, και γι' αυτό έπρεπε να τον σέβονται, όμως αν με οποιοδήποτε τρόπο ο αυτοκράτορας έκανε πράγματα που έδειχναν πως έχανε την εύνοια του Θεού, έπαυε να αξίζει του σεβασμού, και εκθρονίζονταν δια της βίας. Ενώ, όταν η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν παγανιστική ο αυτοκράτορας θεωρούνταν θεός, μόλις έγινε χριστιανική έπαψε αυτή η ασιατική αντίληψη (οι Ασιάτες, Αιγύπτιοι, Πέρσες, Κινέζοι, Ιάπωνες κ.ά. θεωρούσαν θεούς τους ηγεμόνες τους), και ο αυτοκράτορας ξαναθεωρήθηκε ως ένας απλός άνθρωπος που έτυχε της εύνοιας του Θεού.

Υποστηρίζεται πως η Ρωμανία ήταν Θεοκρατική. ¶λλοι υποστηρίζουν πως υπήρξε και «καισαροπαπισμός». Η Ελένη Αρβελέρ απαντά σε αυτό: «Η σχεδόν γενική πεποίθηση, σ' ό,τι αφορά το Βυζάντιο ότι η Εκκλησία είναι υποταγμένη στο Κράτος, πράγμα που εκφράζεται με τον "καισαροπαπισμό" δε μου φαίνεται ικανή να περιγράψει μια πραγματικότητα που έχει περισσότερες αποχρώσεις και είναι πολύ πιο περίπλοκη στις σχέσεις ανάμεσα στην κοσμική και στην πνευματική εξουσία. (...) Ο αυτοκράτορας , ως χριστιανός, εξαρτάται από τον πατριάρχη. Ο πατριάρχης, ως πολίτης του Κράτους, εξαρτάται από τον αυτοκράτορα. Το γεγονός αυτό προϋποθέτει τον απόλυτο διαχωρισμό, τη σαφή διάκριση, ανάμεσα στην αυτοκρατορική εξουσία και το ιερατείο, πράγμα που συνέβη στο Βυζάντιο. Έτσι η πλατιά διαδομένη θεωρία, που παρουσιάζει το βυζαντινό αυτοκράτορα ως ιερέα, δεν αντέχει καθόλου όταν εξετάζουμε τις πηγές. (...) Το διάβημα του Θεοδόσιου Α' απέτυχε και το προνόμο του αυτοκράτορα να μένει στο εσωτερικό του ιερού καταργήθηκε ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη.(...) Ο διαχωρισμός της αυτοκρατορικής από την εκκλησιατική εξουσία είναι ένα γεγονός που καθιερώθηκε από το βυζαντινό νόμο. Η βυζαντινή ιστορία αναφέρει πολλές απόπειρες πατριαρχών ή αυτοκρατόρων να διαταράξουν την ισοροπία αυτή. Αλλά, ας το επαναλάβουμε για ακόμα μια φορά, πρόκεται για εξαιρετικές περιπτώσεις κι όχι για διαρκείς καταστάσεις.(..) Αλληλεγγύη και συνενοχή ακόμα είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις ανάμεσα στην εκκλησία και το κράτος στο Βυζάντιο, πολύ περισσότερο από ότι ο "καισαροπαπισμός" ή ο "παποκαισαρισμός"» (Ε. Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, εκδ. Ψυχογιός, σ. 149, 150, 151).

Στην Ρωμανία εκλέκτορες του αυτοκράτορα ήταν η σύγκλητος, ο στρατός κι ο λαός, κι όχι η Εκκλησία. Έπρεπε πρώτα να επευφημηθεί ο αυτοκράτωρ από τα τρία αυτά σώματα και ύστερα ακολουθούσε η στέψη. Ήταν απόλυτος μονάρχης, για όσο καιρό η διοίκησή του ήταν ικανοποιητική  (Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 71). Το αν όμως η διοίκησή του ήταν ικανοποιητική, κρίνονταν φυσικά όχι από τον μονάρχη, αλλά από τους εκλέκτορές του, δηλαδή δεν ήταν ανεξέλεγκτος. Αν αποδεικνυόταν ανίκανος, οποιοσδήποτε εκ των εκλεκτόρων είχε το δικαίωμα να ανακηρύξει άλλο αυτοκράτορα.

Ήταν το Βυζάντιο θεοκρατικό; Υπήρχαν κοσμικοί νόμοι και η ρωμαϊκη νομοθεσία, σε αντίθεση με π.χ. το Ισλάμ όπου ο κοσμικός και ο θρησκευτικός νόμος συμπίπτουν. Μπορεί ο αυτοκράτορας να επενέβαινε κάποτε στα εκκλησιαστικά όμως υπήρχαν όρια που ήταν σεβαστά (είτε με το καλό είτε με το ζόρι) και από την εκκλησία, και από την κοσμική εξουσία. Όταν π.χ. οι αυτοκράτορες προσπάθησαν να επιβάλουν την κατάργηση των εικόνων στις εκκλησίες, ή την ένωση των εκκλησιών, απέτυχαν. Όταν πάλι η εκκλησία προσπάθησε να απαγορεύσει τον τρίτο γάμο, απέτυχε, μια και στο Βυζάντιο το ζήτημα αυτό καθοριζόταν από την κοσμική κρατική νομοθεσία. Υπήρχε μια τάση συνεργασίας μεταξύ θρησκείας και κράτους, και όχι θεοκρατίας. Αντίθετα, στην αρχαία πόλη, όπου οι φιλόσοφοι διώκονταν ανηλεώς από τους μάντεις και τους ιεροφάντες, κι όπου η θρησκεία ήταν όργανο κρατικής πολιτικής, είχαμε εκτός από Ιερά Εξέταση, και Καισαροπαπισμό.

 

67h ΡΩΜΑΝΙΑ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΑΡΧΑΙΩΝ - ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Το Βυζάντιο σίγουρα δεν ήταν εποχή δίχως διανόηση. Το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης ήταν υπό την κρατική φροντίδα (σε αντίθεση με τα πανεπιστήμια της Δύσης που άρχισαν ως εκκλησιαστικά ιδρύματα), σε αυτό δεν διδάχθηκε ποτέ θεολογία, και ως την τελευταία στιγμή του Βυζαντίου ήταν ξακουστό, και πολλοί δυτικοευρωπαίοι πήγαιναν εκεί για να σπουδάσουν. «Γίνεται σήμερα γενικά αποδεκτό – κι αυτό χάρη στις εργασίες του Zacharias von Lingenthal – ότι η Σχολή του Δικαίου της Κωνσταντινούπολης, συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση της Σχολής Δικαίου της Bologna. Το καταστατικό αυτής της Σχολής παρουσιάζει χτυπητές ομοιότητες με το αντίστοιχο της Σχολής της Κωνσταντινούπολης·  και το σημαντικότερο, οι Ιταλοί καθηγητές οικειοποιήθηκαν τη μέθοδο που χρησιμοποιούσαν οι καθηγητές της Κωνσταντινούπολης. Η επίδραση της Σχολής αυτής έγινε ακόμα περισσότερο αισθητή στις νομικές σπουδές και στη νομοθεσία της μεσημβρινής Ιταλίας και της Σικελίας» (Β.Ν. Τατάκη, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, εκδ. Εταιρίας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1977, σ. 177).

Γνωρίζουμε ότι στο Πανεπιστήμιο της Πόλης «εδιδάσκετο ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Επίκουρος και οι Στωικοί, ο Πορφύριος, ο Ιάμβλιχος, έπειτα ο Δημοσθένης, ο Ισοκράτης, ο Λυσίας, ο Πίνδαρος, ο Όμηρος, ο Αρχίλοχος, ο Επίχαρμος, ο Νίκανδρος, η Σαπφώ, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης και ο Μένανδρος» (Φαίδωνος Κουκουλέ, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, εκδ. Παπαζήση, τ. στ’, σ. 119). Βλέπουμε, ότι ενώ ο Ιουλιανός ήθελε να μην διδάσκεται ο Επίκουρος κι ο Αρχίλοχος, ενώ ο Πλάτων κι ο Πρόκλος ήθελαν να αφανίσουν τα έργα αντιπάλων φιλοσόφων, οι Ρωμηοί Έλληνες δίδασκαν και Επίκουρο και Πλάτωνα˙ και Αισχύλο και Αρχίλοχο˙ και Σαπφώ και Σοφοκλή. Δηλαδή, συνένωσαν ό,τι ώς τότε ήταν διεσπασμένο.

«Ἔκτισε δ’ ὁ Κωνσταντῖνος καθ’ ἃ λέγεται, ἐν τῇ πρωτευούσῃ αὑτοῦ [την Κωνσταντινούπολη] μακρὰν στοὰν, ἐν ᾗ συνεζήτουν φιλόσοφοι ἐκ Θηβῶν, Ἀθηνῶν καὶ τῆς λοιπῆς Ἑλλάδος μετὰ τῶν λογίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, σ. 92).

Λέγεται, πως οι Βυζαντινοί δεν έδιναν σημασία στην αρχαία παιδεία και πως λίγοι ασχολούνταν με αυτήν˙ οι πιο πολλοί αδιαφορούσαν. Ενώ σήμερα, όλος ο κόσμος ξέρει απ’ έξω κι ανακατωτά τον Όμηρο και στις πλατείες και τα τηλεοπτικά «παράθυρα» συζητάνε για τον Επίκουρο! Οι σημερινοί δημόσιοι υπάλληλοι κι αξιωματούχοι γνωρίζουν την αρχαία γραμματεία όπως την γνώριζαν οι βυζαντινοί δημόσιοι υπάλληλοι – οι οποίοι σπούδαζαν στο Πανεπιστήμιο, για να προσληφθούν – και οι συγγενείς των νεοελλήνων πρωθυπουργών αναφέρουν στα λογοτεχνικά τους έργα 70 φορές τον Όμηρο, πληρώνοντας μεγάλα ποσά για τα έργα των αρχαίων. Είναι ανακριβές, ότι τάχα σε όλη την Κωνσταντινούπολη «άρα και στην Αυτοκρατορία όλη», μόνο 200-300 σπούδαζαν. Και σε άλλες πόλεις υπήρχαν προϋποθέσεις (ύπαρξη χειρογράφων, δάσκαλοι, πλούσιοι που ήθελαν να μορφωθούν ή να μορφώσουν τα παιδιά τους) για να υπάρξουν μορφωμένοι. Π.χ. ο Λέων Μαθηματικός σπούδασε στην ¶νδρο˙ ο Βλεμμύδης στην Τρωάδα, στη Σμύρνη και τη Νίκαια. ¶λλωστε, δεν ηταν μόνο 200-300 οι ανώτεροι υπάλληλοι. Όπως και να ‘χει: δεν είναι μικρό κατόρθωμα – όπως νομίζεται σήμερα – να αντιγράφεις και να μελετάς Αρχαίους τη στιγμή που έξω από τα τείχη  της Κωνσταντινούπολης και άλλων ελληνικών πόλεων παρελαύνει, ανά τους αιώνες, ό,τι βαρβαρικότερο έχει να επιδείξει η ανθρωπότητα (Ούννοι, Γότθοι, ¶βαροι, Βούλγαροι, Πέρσες, Σκύθες, Ρως, Σταυροφόροι).

Στην «εγκύκλιο παίδευση», δηλαδή την αμέσως μετά την κατώτερη εκπαίδευση βαθμίδα της εκπαίδευσης διδάσκονταν τα έπη του Ομήρου, ο Επίχαρμος, ο Αρχίλοχος, ο Νίκανδρος, ο Πίνδαρος, ο Ησίοδος, ο Ξενοφώντας, ο Ηρόδοτος, ο Θουκιδίδης, ο Πλούταρχος, ο Δημοσθένης, ο Λιβάνιος, ο Διόφαντος (άλγεβρα), ο Κλαύδιος Πτολεμαίος (αστρονομία), ο Αιλιανός (ζωολογία), ο Θεόφραστος και ο Διοσκουρίδης (βοτανική), ο Ήρωνας και ο Αρχιμήδης (οπτική) κ.ά. όπως φυσική, μουσική-αρμονική, ακόμη και στοιχεία ιατρικής. «Εν τοις σχολείοις της εγκυκλίου παιδεύσεως εδιδάσκετο και η ιστορία, ήτις, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον, ήτο "πολλῶν νόος" (PG 37, 1510, 1580), κατά δε τον Μ. Βασίλειον γυμνάζει τον νουν εξ ολίγων αφορμών επιτρέπουσα να υπολογίζη τις τα λειπόμενα και καθ’ ήν "ἐκ παλαιᾶς συνηθείας" εδιδάσκοντο, πλην άλλων, αι νίκαι των προγόνων εν Μαραθώνι και Σαλαμίνι (Γρηγόριος Θεολόγος, PG, 37, 377)» (Κουκουλέ Φαίδωνος, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, εκδ. Παπαζήση, τ. Α’, σ. 117). Στην εγκύκλιο εκπαίδευση διδασκόταν «η λογική, (...) και εκ των φιλοσόφων πάλιν τα Αριστοτελικά συγγράμματα και τα του Πλάτωνος μετά των εξηγητών αυτών Πρόκλου, Ιαμβλίχου, Αλέξανδρου Αφροδισιέως, Αμμωνίου και Πορφυρίου, ίσως δε και η Στωϊκή και Νεοπλατωνική φιλοσοφία» (Κουκουλέ Φαίδωνος, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, εκδ. Παπαζήση, τ. Α’, σ. 124). Επίσης διδακόταν η γεωμετρία κατά τον Ευκλείδη καθώς και η «σφαιρική γεωμετρία». «Σημειωτέον δ’ ότι ¶ννα η Κομνηνή αναφέρει περί διδασκαλίας γεωμετρικών σχημάτων και θεωρημάτων προς τυφλόν δια της αφής απλώς γενομένην. Περί διδασκαλίας κωφαλάλων ομιλεί ο Θεσσαλονίκης Ευστάθιος» (Κουκουλέ Φαίδωνος, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, εκδ. Παπαζήση, τ. Α’, σ. 128). «Εν τοις σχολείοις της εγκυκλίου παιδεύσεως εδιδάσκοντο οία και εν τω Πανεπιστημίω μαθήματα, με μόνην την διαφοράν ότι εν τω ανωτάτω πανδιδακτηρίω η διδσκαλία ήτο ουχί συνοπτική και στοιχειώδης» (Κουκουλέ Φαίδωνος, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, εκδ. Παπαζήση, τ. Α’, σ. 135). Έχουμε ειδήσεις για κορίτσια που διδάσκονταν τα μαθήματα είτε κατ’ οίκον (Βίος και πολιτεία της οσίας Ευφροσύνης) είτε σε σχολείο θηλέων όπου αυτά στέλνονταν (ο Μιχαήλ Ψελλός κάνει λόγο για τις συμμαθήτριες της κόρης του) είτε ότι στέλνονταν σε μικτό σχολείο, στις κατώτερες τάξεις (π.χ. Στο Φλώριος και Πλάτζια Φλώρα λέγεται ότι τα δύο παιδιά προεύτηκαν στο σχολείο αντάμα).

Πάντως, «ο J.B. Bury αναμφίβολα είχε δίκαιο, όταν έλεγε ότι στην ανατολική αυτοκρατορία «κάθε αγόρι και κορίτσι, του οποίου οι γονείς του μπορούσαν να πληρώνουν, εκπαιδεύονταν, αντίθετα προς τη Δύση, όπου στους σκοτεινούς αιώνες η μελέτη των βιβλίων περιωρίζονταν μόνο στα μοναστήρια. (...) Αλλά ακόμη και παιδιά της μεσαίας τάξεως, όπως ο ¶γιος Θεόδωρος ο Στουδίτης [9ος αι.] ή ο Ψελλός, μπορούσαν να μορφωθούν καλά. (...) Μπορεί, πράγματι, να συναχθή το συμπέρασμα ότι αγόρια όλων των τάξεων μπορούσαν , και συχνά το έκαναν, να σπουδάζουν από τη νηπιακή τους ηλικία μέχρι της ηλικίας των είκοσι έως τριάντα ετών. Οι γονείς του Αγίου Ιωάννη Καλυβίτου ήλπιζαν ότι «η επιστήμη και τα γράμματα» θα του έδιναν τη δυνατότητα να καταλάβη καλή θέση, και σ’ όλους τους κύκλους της συναλλαγής και του εμπορίου πιθανώς επικρατούσε η ίδια γνώμη και η ίδια πρακτική» (Georgina Buckler στο H. Baynes-H.St.L.B. Moss, Βυζάντιο˙ εισαγωγή στον Βυζαντινό πολιτισμό, εκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμας, σ. 289, 299).

 

67i Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΡΩΜΑΝΙΑΣ

Να τι είπε για τη βυζαντινή τέχνη ο Runciman σε συνέντευξή του στον σταθμό Φλας: «Δημοσιογράφος: -Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το Βυζάντιο δεν είχε τέχνη. Runciman:-Τότε αυτοί δεν πρέπει να ξέρουν τίποτε από τέχνη. Η βυζαντινή τέχνη ήταν από τις μεγαλύτερες σχολές τέχνης παγκοσμίως. Κανένας αρχαίος Ελληνας δε θα μπορούσε να χτίσει την Αγία Σοφία, αυτό απαιτούσε πολύ βαθιά τεχνική γνώση. Δημοσιογράφος:-Κάποιοι, ξέρετε, υποστηρίζουν, ότι η βυζαντινή τέχνη είναι στατική. Runciman:-Δεν ήταν καθόλου στατική, αλλά ήταν μια σχολή τέχνης από τις σημαντικότερες στον κόσμο, που όσο περνά ο καιρός εκτιμάται όλο και περισσότερο, κι όσοι έλληνες διανοούμενοι σάς λένε ότι το Βυζάντιο δε δημιούργησε τίποτε, είναι τυφλοί».

Οι Ρωμηοί Έλληνες αρχιτέκτονες πρόγονοί μας είναι εφευρέτες του ρυθμού της βασιλικής με τρούλο. Είναι εφευρέτες του «Θεοδοσιανού κιονόκρανου», που είναι σύνθεση ιωνικού και κορινθιακού. Οι Νεοπαγανιστές έχουν φτάσει στο σημείο να ισχυρίζονται ότι «οι Βυζαντινοί ουτε μαρμάρινες κολώνες δεν ήταν σε θέση να κατασκευάσουν». Είναι πραγματικά γελοιότητα ένας τέτοιος ισχυρισμός, τη στιγμή που ο Ιουστινιανός έχτισε μια υπόγεια δεξαμενή με χίλιους όμοιους κίονες. Όμως όλες οι περιγραφές των κτιρίων του Μεγάλου Παλατιού (Χρυσοτρίκλινος, Μαγναύρα, Νέον κ.ά), κάνουν λόγο για πολλές κολώνες, μεγάλες αίθουσες, πανύψηλους θόλους. Κι αν ορισμένες κολώνες κάποιων αρχαίων ναών χρησιμοποιήθηκαν τους πρώτους αιώνες σε μεγάλες εκκλησίες, δεν θα υπήρχε τον 9ο και τον 10ο αι. υλικό για τόσα πολλά κτίρια που συνεχώς κτίζονταν στη μεγαλύτερη και λαμπρότερη πόλη του κόσμου της εποχής εκείνης. Πάντως, αναφορικά με ορισμένες κολώνες της Αγίας Σοφίας που πάρθηκαν απ’ τον ναό της ¶ρτεμης στην Έφεσο, πρέπει να πούμε ότι ο ναός αυτός είχε καταστραφεί τρεις αιώνες νωρίτερα και, συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα καταστροφής του προκειμένου να χτιστεί η Αγία Σοφία.

Η άγνοια των αρχαιόπληκτων για την Ρωμαίικη μουσική είναι τεράστια. Ο αρχαιολάτρης Σταύρος  Βασδέκης έγραψε στο Δαυλό (τ. 197) πως η βυζαντινή μουσική ήταν «άρρυθμος» και ζήτησε από τον επιστήμονα Κοσμά Σκαβάτζο, με τον οποίο συζητούσαν για τη βυζαντινή μουσική, να του δώσει βιβλιογραφία. Στο τ. 200-201 ο Στ. Βασδέκης έλαβε μια διεθνή κι ελληνική βιβλιογραφία μισής σελίδας κατεβατό, η οποία μιλούσε περί ρυθμών της βυζαντινής μουσικής, οπότε στο τ. 203 του ίδιου περιοδικού δεν ξαναϊσχυρίστηκε πως η βυζαντινή μουσική είναι δίχως ρυθμούς, μόνο ρώτησε αν η παράδοση ξεβοτανίζεται. Ποια παράδοση εννοούσε, δεν το διευκρίνησε. Ωστόσο, είναι άλλο πράγμα η κηπουρική κι άλλο πράγμα η βυζαντινολογία. Αρκούμαστε στο εξής τμήμα της απάντησης του κ. Σκαβάτζου προς τον Στ. Βασδέκη και την άποψη του δεύτερου ότι η βυζαντινή μουσική είναι άρρυθμος: «Είσθε ο πρώτος που το λέγει παγκοσμίως και, το χειρότερον, που δεν το στηρίζει πουθενά».

Και τι δεν έχουν πει κατά της εκκλησιαστικής μας μουσικής. Απίστευτα πράγματα. Την κατηγόρησαν ως «τουρκική», έχοντας πλήρη άγνοια τού ότι η εκκλησιαστική μουσική συνεχίζει τους αρχαιοελληνικούς «τρόπους» και την μουσική θεωρία. Την κατηγόρησαν ως «άρρυθμο». Έχοντας εκτοξεύσει τέτοιες κατηγορίες, θα πρέπει να περιμένουμε πως η επόμενη κατηγορία των αρχαιολατρών εναντίον της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής είναι ότι αυτή είναι «άηχος». Μπορεί και «ανύπαρκτος».

Ο μεγάλος Έλληνας ζωγράφος Γ. Τσαρούχης έχει πει: «Δυο μεγάλα ψέμματα έχουν ειπωθεί σχετικά με τη βυζαντινή ζωγραφική. Πρώτον ότι έμεινε αναλλοίωτη επί αιώνες και δεύτερον ότι εμίσησε τη ζωή και την ηδονή, προσπαθώντας να αποδώσει την ανυπαρξία» (Γ. Τσαρούχη, «Αγαθόν το εξομολογείσθαι»).

«Πάνω σ’ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή διακρίνομε καθαρά την επίδραση ή καλύτερα την προέχταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μα ακόμη παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, που δεν είναι άλλη από την αυστηρή και απέρριτη εκκλησιαστική υμνωδία» (Μάνου Χατζιδάκι, «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι»).

Στο λόγο του, όταν πήρε το Νόμπελ λογοτεχνίας στα 1979, ο Ελύτης ανέφερε πως ακολούθησε τη μέθοδο του Ρωμανού του Μελωδού, που δημιουργεί σε καθεμιά από τις ωδές ή τα κοντάκιά του μια νέα μορφή.

 «Η βυζαντινή ιστοριογραφία βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο και ξεπερνάει κατά πολύ τη δυτική ιστοριογραφία της εποχής. Χαρακτηρίζεται επίσης από μια αξιοθαύμαστη συνέχεια. (..) Είναι ολοφάνερο, πως οι μεγάλοι πρωτοπόροι της ιστοριογραφίας, ο Ηρόδοτος και ο Θουκιδίδης αποτέλεσαν τα πρότυπά του [του Προκόπου]» (Sture Linnιr, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, εκδ. Γκοβοστή, σ. 79-81).

«Η βυζαντινή αυτοκρατορία παρέμεινε το θεμέλιο του πολιτισμού δια μέσου των δυσχερέστερων χρόνων του βαρβαρισμού στη δυτική Ευρώπη», γράφει (A History of Science, Cambridge 1946, p. 47) ο άγγλος ιστορικός W. Dampier.

Ακόμη κι ο Marx, που έζησε σε μια εποχή, κατά την οποία οι βυζαντινές σπουδές δεν είχαν αναπτυχθεί πολύ, παραδέχεται ότι «Στην εποχή των παλαιών Ελλήνων αυτοκρατόρων ο δυτικός πολιτισμός αναμίχθηκε εδώ [=στην Κωνσταντινούπολη] με τον ανατολικό σε τέτοια έκταση, ενώ στην εποχή των Τούρκων η ανατολική βαρβαρότητα αναμίχθηκε με το δυτικό πολιτισμό τόσο έντονα, ώστε αυτό το κέντρο μιας θεοκρατικής αυτοκρατορίας έγινε πραγματικός φραγμός ενάντια στην ευρωπαϊκή πρόοδο» (¶ρθρο του K. Marx, New York Daily Tribune 12/8/1853 – Λονδίνο 29/7/1853).

Οι Ελληνοπαγανιστές φτάνουν στο σημείο να εκμηδενίζουν την πολιτισμική προσφορά του Βυζαντίου. Τη θεωρούν ανύπαρκτη επειδή (όση διεσώθη) είναι κυρίως θρησκευτικής υφής. Δεν την θεωρούν καν "πολιτισμό"! «Όλα όσα μάς λέτε για την πολιτισμική κληρονομιά του Βυζαντίου», λένε, «αφορούν την Αγιογραφία και την βιογραφία αγίων, άρα δεν συνιστούν συνολικά πολιτιστικό εποικοδόμημα». Αλήθεια, δεν είναι θρησκευτική τέχνη ο Παρθενώνας; Τα αγάλματα των «θεών»; Οι θρησκευτικοί αρχαιοελληνικοί ύμνοι των διάφορων ποιητών; ¶ν είναι  όλα αυτά «πολιτισμός», τότε γιατί να μην είναι οι εκκλησίες και οι ύμνοι του Βυζαντίου; Όποτε τούς συμφέρει η τέχνη της θρησκείας (τους) συνιστά πολιτισμό, ενώ η τέχνη της ορθόδοξης θρησκείας δεν συνιστά πολιτισμό;

«Η ελληνική κουλτούρα που γνωρίζουμε είναι η ελληνική κουλτούρα που δε σταμάτησε ποτέ να κεντρίζει το ενδιαφέρον της ανώτερης τάξης της Κωνσταντινούπολης σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν στο κλασικό τους παρελθόν με τέτοια φυσικότητα ώστε το μεσαιωνικό Βυζάντιο ποτέ δε γνώρισε μια Αναγέννηση. Οι Βυζαντινοί ποτέ δε θεώρησαν ότι το κλασσικό τους παρελθόν είχε πεθάνει, γι’ αυτό και σπάνια επιχείρησαν συνειδητά να το αναστήσουν. Το συντηρούσαν κάθε τόσο με μια ανακάθαρση, κάπως σα τα δημόσια μνημεία που όντας διαρκώς παρόντα ανακαινίζονται κατά καιρούς σε εξάρσεις ζήλου» (Π. Μπράουν, Ο κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας, 150-750 μ.Χ., εκδ. Αλεξάνδρεια).

«Η Κωνσταντίνου πόλις καταλήγει ν’ αποκαλείται Δεύτεραι Ἀθῆναι από τον Ιω. Χορτασμένο (Ιω. Χορτασμένου, Επιστ. 44, (εκδ. H. Hunger, Wien 1969, σ. 200): τὰς δευτέρας Ἀθήνας), δάσκαλο του Μάρκου Ευγενικού, του Βησσαρίωνα, του Γεννάδιου Σχολάριου, Χρυσαῖ Ἀθῆναι από τον ιστορικό της Αλώσεως Δούκα (Δούκας, XXXVIII 8: 339,13: τὰς χρυςᾶς ὄντως Ἀθήνας τὰς κοσμούσας τὸν κόσμον)» (Α. Βασιλακοπούλου, «Η ελληνική παιδεία στο Βυζάντιο», Φαινόμενα Νεοειδωλολατρίας, εκδ. Θεοδρομία, σ. 280).

Η Κωνσταντινούπολη, δηλαδή, είναι παγκοσμίως η μόνη πόλη σε όλη την ιστορία, που απεκλήθη Νέα Ρώμη, και Νέα Ιερουσαλήμ, και Νέαι (Δεύτεραι) Αθήναι. Καμμία άλλη πόλη δεν απεκλήθη ποτέ έτσι. Πράγμα απολύτως φυσιολογικό. Διότι, η Ρωμανία είναι το πρώτο ευρωπαϊκό κράτος, όπως εννοούμε την Ευρώπη: Ελληνική, Χριστιανική, Ρωμαϊκή. Πρώτη φορά οι τρεις αυτές ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό συγκεντρώθηκαν σε ένα κράτος. «Στη συμβολική της Κωνσταντινουπόλεως περικλείεται ό,τι υψηλότερο συνέθεσαν οι τρεις μεγάλοι πολιτισμικοί κύκλοι, των Αθηνών, της Ιερουσαλήμ και της Ρώμης» (Κ. Χατζηαντωνίου, Εθνικισμός και Ελληνικότητα, εκδ. Πελασγός, σ. 57).

Ο νεοπαγανιστής Τρύφων Κωστόπουλος-«Ολύμπιος» ισχυρίζεται, στο βιβλίο του Έλλην ή ποίμνιο, ότι από τον εκχριστιανισμό του και μετά ο Ελληνισμός παρήγαγε μόνο συναξάρια. Η πραγματικότητα βοά για το αντίθετο. Δεν είναι ακριβώς συναξάρια τα εξαιρετικά κοσμικά επιγράμματα και ποιήματα του Γρηγόριου Νανζιανζηνού ούτε του Συνέσιου ούτε του Χριστόδωρου Κοπτίτη ούτε του Αγαθία ούτε του Παύλου Σιλεντιάριου ούτε του Μακεδόνιου Υπάτιου ούτε του Λέοντα Φιλοσόφου ούτε του Ιωάννη Γεωμέτρη ούτε του Χριστόφορου Μυτιληναίου ούτε του Ιωάννη Μαυρόποδα ούτε του Μιχαήλ Γλυκά ούτε οι Χιλιάδες, του Ιωάννη Τζέτζη, ούτε ο Θρήνος των Αθηνών, του Μιχαήλ Χωνιάτη, ούτε τα ποιήματα του Χούμνου ούτε του Κεφαλά ούτε του Κωνσταντίνου Ρόδιου, ούτε το Εις τον έρωταν, του Μάρκου ¶γγελου, ούτε τα ποιήματα του Μανουήλ Φιλή ούτε τα δεκάδες επιγράμματα προς τους αρματοδρόμους του Ιπποδρόμου ούτε η Γαδάρου, λύκου και αλουπούς διήγησις ωραία ούτε τα Πτωχοπροδρομικά, του Προδρόμου, ούτε η Διήγησης του υπερτίμου κρασοπατέρος Πέτρου του Ζυφομούστου ούτε η Ακολουθία του ανοσίου σπανού του τραγογένη ούτε η Διήγησις παιδιόφραστος περί τετραπόδων ούτε ο Πουλολόγος ούτε ο Πωρικολόγος ούτε ο Οψαρολόγος ούτε Η ομιλία του νεκρού βασιλιά. Δεν είναι ακριβώς συναξάρια τα ερωτικά ποιήματα Αχιλληΐς, Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, Φλώριος και Πλάτζια-Φλώρα, Ιμπέριος και Μαργαρώνα. Δεν είναι συναξάρια τα μυθιστορήματα Τα κατ’ Αρίστανδρον κα Καλλιθέαν, του Μανασσή, ούτε το Τα κατά Ροδάνθην και Δοσικλέα, του Θεόδωρου Προδρόμου, ούτε το Τα κατ’ Ισμήνην και Υσθμηνίαν, του Ευστάθιου Μακρεμβολίτη, ούτε ο Τιμαρίων ούτε ο Πόλεμος της Τρωάδας ούτε η Διήγησις του Αλεξάνδρου ούτε η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου ούτε ο Φυσιολόγος ούτε Τα κατά Στεφανίτην και Ιχνηλάτην ούτε η Βίβλος, του Συντίπα, ούτε ο Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας ούτε το Εις την Εξαήμερον, του Γεώργιου Πισίδη. Δεν είναι συναξάρια οι ανθολογίες, όπως η Μυριόβιβλος, ποιητικές συλλογές, όπως η Παλατινή ανθολογία, λεξικά, όπως η Σούδα. Δεν είναι συναξάρια οι ιστοριογραφίες του Προκόπιου, του Κεδρηνού, του Ζωναρά, του Αγαθία, του Ψελλού, της ¶ννας Κομνηνής, του Ν. Χωνιάτη, του Νικηφόρου Γρηγορά, του Μ. Δούκα, του Μαλάλα, του Μιχαήλ Ατταλειάτη, του Γεώργιου Ακροπολίτη, του Ιωάννη Νικίου, ούτε οι Ιστορίαι, του Πέτρου Πατρίκιου, του Θεοφάνη και του Συνεχιστή του Θεοφάνους, του Νικηφόρου Κάλλιστου, του Κίνναμου, του Ιωάννη Καντακουζηνού, το Ιστορία βυζαντιακή  και το Τα κατ’ Αττίλαν, του Πρίσκου, του Κεδρηνού, του Ιωάννη Σκυλίτζη, του Φραντζή. Δεν είναι συναξάρια τα επικά ποιήματα Αβαρικός πόλεμος, Ηρακλειάδα, του Γεώργιου Πισίδη, το Διήγησις ωραιοτάτη του θαυμαστού εκείνου του λεγομένου Βελισσαρίου ούτε το επικό ¶σμα του Αρμούρη ούτε το επικό Ο Υιός του Ανδρονίκου ούτε Το τραγούδι του Θεοφυλάκτου ούτε το Τραγούδι του Πορφύρη ούτε ο Διγενής Ακρίτας. Δεν είναι συναξάρια η εξάτομη Λογιστική, του Βαρλαάμ, ούτε τα Αρμονικά, του Βρυενού, ούτε η Στοιχείωσις Αστρονομική, του Θεόδωρου Μετοχίτη, ούτε τα Περί κατασκευής κοίλων κατόπτρων και το Περί παραδόξων μηχανημάτων, του Ανθέμιου, ούτε το Περί της μαθηματικής τέχνης, του Στέφανου Αλεξανδρέα, ούτε το Περί αριθμών, του Μ. Ψελλού, ούτε το Σχόλιον στα ψηφία κατ’ Ινδούς, του Νεόφυτου Μοναχού, ούτε η περίφημη Τετράβιβλος, 500 σελίδων, του Παχυμέρη, ούτε τα Σχόλια εις τον Πτολεμαίων και τον Ευκλείδην, το Περί ευρέσεως των τετραγωνικών πλευρών των μη ρητών τετραγώνων αριθμών, το Μέθοδος κατασκευής αστρολαβικού οργάνου, του μοναχού Ισαάκ Αργυρού, ούτε η Παράδοσις σύντομος και σαφεστάτη της ψηφοφορικής επιστήμης, του Νικόλαου Αρτάβασδου, η οποία ασχολείται με τα κλάσματα και τους δεκαδικούς αριθμούς, ούτε η Παράδοσις εις την εύρεσιν των τετραγώνων αριθμών, του Μιχαήλ Μοσχόπουλου, ούτε τα Υπόμνημα εις την μεγάλην του Πτολεμαίου σύνταξιν και το Περί κατασκευής σφαίρας του Αράτου, του Αυτοκράτορα Ηράκλειου, ούτε το Υπόμνημα εις την αριθμητικήν εισαγωγήν και το Περί μετρήσεως, του Ήρωνα Βυζαντινού, ούτε το Μαθημάτων αστρονομίας, του Θ. Προδρόμου, ούτε το Σφαιρικά τινα και εποπτικά, του Μανουήλ Βρυένιου, ούτε το μαθηματικό-γεωδαιτικό Σύνοψις περί μετρήσεως και μερισμού γης, του Πεδιάσιμου. Δεν είναι συναξάρια τα αστρονομικά έργα Περί μεγάλου ενιαυτού και Περί της κινήσεως του χρόνου, ούτε η Διδασκαλία Παντοδαπή, του Ψελλού, που περιέχει θέματα αστρονομίας, μετεωρολογίας, βοτανικής, φυσικής, ούτε το Περί της αστρολάβου χρήσεως, του Ιωάννη Καματερού, ούτε το Περί της ηλίου εκλείψεως, του Μανουήλ Ολόβολου, ούτε τα Διορθωθέν Πασχάλιον, Περί της εν επιπέδω καταγραφής του αστρολάβου, του Γρηγορά, οι Πίνακες αστρονομικοί, του Χιονιάδη, ούτε η μνημειώδης Αστρονομική Τρίβιβλος, του Μελιτηνιώτη. Δεν είναι συναξάρια το Περί γεωδαισίας, του Ήρωνα του Βυζαντίνου, η Σύνοψις φυσικής, το Σύνταγμα κατά στοιχείον περί τροφών δυνάμεων, το Περί Φουκάς (=ζύθου), του Συμεών Σηθ, ούτε η Επιτομή φυσικής, το Περί ουρανού και γης, ηλίου, σελήνης, χρόνου και ημερών, το Ιστορία περί της Γης εν συνόψει (στο οποίο πραγματεύεται το μέγεθος και η στρογγυλότητα της Γης) του Βλεμμύδη, ούτε τα Περί φυσικής κοινωνίας, Κοσμική δήλωσις, του Αυτοκράτορα Θεόδωρου Β’ Λάσκαρη, ούτε το Επιλύσεις φυσικών ζητημάτων, του Μ. Ψελλού, ούτε το Δια τα των μηχανικών έργα, του Θ. Μετοχίτη, ούτε η Περιήγησις, του Λιβαδηνού. Δεν είναι συναξάρια ούτε η ζωολογική πραγματεία Περί τετραπόδων θηρίων των Ινδιών, του Τιμόθεου Γαζαίου, ούτε η Περί ζώων επιτομή, του Αριστοφάνη του Βυζάντιου, ούτε τα Περί της των ιεράκων ανατροφής και θεραπείας, Κυνοσόφιον και Ορνεοσόφιον, του πτηνολόγου και ιατρού Δημήτριου Πεπαγωμένου, ούτε τα Περί ζώων ιδιότητος και Περί φυτών, του Μανουήλ Φιλή, ούτε τα Ό,τι η φύσις βουλεύεται και Εγκώμιον κυνός, του Θεόδωρου Γαζή. Δεν είναι συναξάρια τα νομικά συγγράμματα του Ξιφιλνού, του Ατταλειάτου, του Αρμενόπουλου, οι νομοθεσίες των Ισαύρων και των Μακεδόνων Αυτοκρατόρων, τα Βασιλικά, το Επαρχιακόν βιβλίον, οι Πανδέκται, οι Νόμοι στρατιωτικοί, το Περί πολιτικής καταστάσεως, του Πέτρου Πατρίκου, η Εκλογή, τα Τακτικά και οι Νεαραί του Λέοντος ΣΤ’, το Περί Βασιλείας, του Συνέσιου, το Έκθεσις της βασιλείου τάξεως, το Περί θεμάτων, το Προς ιδίον υιόν Ρωμανόν, του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου. Δεν είναι συναξάρια το Στρατηγικόν, του Κεκαυμένου, ούτε το Στρατηγικόν, του Μαυρίκιου, ούτε τα Πολιορκητικά, του Ήρωνα Βυζαντίου. Δεν είναι συναξάρι το γεωγραφικό έργο του Γεώργιου του Κύπριου. Δεν είναι συναξάρια το Περί της ανθρώπου κατασκευής του ιατρού Θεόφιλου, η δωδεκάτομη Παθολογία του εκ Τράλλεων Αλεξάνδρου (ο Αλέξανδρος είναι ο πρώτος που χορήγησε σίδηρο ως εσωτερικό φάρμακο), η Ιατρική εγκυκλοπαίδεια του Θεόφιλου Νόννου, το Περί ανατομικής του ανθρώπου του μοναχού Μελέτιου, το Υπόμνημα του Παύλου Αιγινήτη, η Σύνοψις ιατρική του Λέοντα Μαθηματικού, το Δυναμικό του Νικόλαου Μυρεψού, το οποίο περιλαμβάνει 2656 φαρμακευτικές συνταγές κι ώς τον 15ο αι αποτελούσε το επίσημο φαρμακολογικό σύγγραμμα της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου του Παρισίου, η Ιατρική μέθοδος, η Θεραπευτική μέθοδος και το Περί ούρων του Ιωάννη Ακτουάριου, τα  Ιατρικά εκκαίδεκα, του Αέτιου, 16 τόμων, εκ των οποίων ο 7ος αφορά την οφθαλμολογία (φάρμακα και επεμβάσεις), η Σύνοψη της Ιατρικής των Νικήτα και Λέοντα, που αναφέρεται σε χειρουργικά θέματα και εργαλεία. Δεν είναι συναξάρι τα Γεωπονικά, 26 τόμων, του Βάσσου Κασσιανού, όπου για πρώτη φορά στην ιστορία περιγράφεται η χρήση χημικού λιπάσματος. Δεν είναι συναξάρι τα σχόλια του Ευστάθιου Θεσσαλονίκης στον Όμηρο. Αλλά αυτά τα ελάχιστα ας είναι αρκετά. Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι Ρωμηοί πρόγονοί μας, επειδή έτρεφαν τόσο μεγάλο σεβασμό προς την αττική διάλεκτο και τα αρχαία κείμενα προτιμούσαν, εκτός απ’ την αντιγραφή αρχαίων συγγραφέων, να συγγράφουν σε αττική διάλεκτο. Επίσης οι Ρωμηοί αντιγραφείς προτιμούσαν να αντιγράφουν αρχαία συγγράμματα παρά τα συγγράμματα των συγχρόνων τους Βυζαντινών. Αν συνυπολογίσουμε στην αιτία αυτή και τις ποικίλλες καταστροφές της Ρωμανίας, εξηγείται εύκολα η σχετικά μικρή λογοτεχνική παραγωγή που διασώθηκε ώς τις μέρες μας. Αμφιβάλλουμε, πάντως, αν ο μέγας βυζαντιογνώστης Τρύφων Ολύμπιος έχει διαβάσει όλα τα παραπάνω ρωμέηκα συγγράμματα, ώστε να κρίνει ότι δεν αξίζουν.

 

67j ΚΡΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τα κύρια χαρακτηριστικά του βυζαντινού πνευματικού βίου είναι η ολοκληρωτική υποταγή στο χριστιανισμό και η προσήλωση στην ελληνομάθεια» Ε. Αρβελέρ (Βυζάντιο, Ε.Λ.Ι.Α. "Ιστ. Ελλ. Γλώσσ", σ. 126-135).

Jacques Le Goff, διευθυντής σπουδών στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales - πρώην πρόεδρός της: «Στην προοπτική της ενωμένης Ευρώπης, η δυτική ιστοριογραφία και η δυτική κοινή γνώμη οφείλουν

1) να αναγνωρίσουν στην Ελλάδα το βυζαντινό παρελθόν της,

2) να επανεντάξουν το Βυζάντιο στην γενική ιστορία, στο Μεσαίωνα ως σύνολο και στη μακρά διάρκειά του. Τέλος

3) οφείλουμε να παραχωρήσουμε στο Βυζάντιο τη δική του θέση. Βυζάντιο, πρωτότυπος κρίκος δημιουργίας και εκπολιτισμού, του ελληνισμού και της ευρωπαϊκής ιστορίας» (Βυζάντιο και Ευρώπη, Συμπόσιο, Παρίσι, Maison de l' Europe, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σ. 104, 105).

«Στο 16ο Διεθνές Βυζαντινολογικό Συνέδριο της Βιένης, ο ίδιος ο πρόεδρος της Αυστριακής Δημοκρατία, Rudolf Kirschlδger κατά την επίσημη έναρξη των εργασιών του συνεδρίου, συνεχάρη τον καθηγητή Hunger, πρόεδρο της Αυστριακής Ακαδημίας των Επιστημών, της Διεθνούς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου και ιδρυτή και οργανωτή της Βυζαντινολογικής Σχολής της Βιέννης, διότι, όπως είπε, απέδειξε ότι ο όρος «βυζαντινισμός» δεν έχει καμμία σχέση με την βυζαντινή πραγματικότητα, αλλά προήλθε από ελλιπή κατανόηση του Βυζαντίου εκ μέρους των ιστοριογράφων της Αναγέννησης. Επανειλημμένα τονίστηκε από τον καθηγητή Hunger ότι δεν πρέπει να γίνεται πλέον διάκριση μεταξύ Byzantinistik και Neogrδzistik, μεταξύ δηλαδή βυζαντινολογίας και νεοελληνικής φιλολογίας, διότι Βυζάντιο και Νέος Ελληνισμός αποτελούν ενότητα» (Θ. Ν. Ζήση, Επόμενοι τοις θείοις πατράσι. Αρχές και κριτήρια της Πατερικής Θεολογίας, εκδ. Βρυέννιος, σ. 87, 88).

Έναντι όλων αυτών των μεγάλων ανθρώπων του πνεύματος που υπερασπίστηκαν την ελληνικότητα και την πνευματική προσφορά του Βυζαντίου, τί έχουν να αντιτάξουν οι Νεοειδωλολάτρες και «αρχαιολάτρες», παρά ένα λυσσασμένο, χυδαίο μίσος, και τα «ακλόνητα» επιχειρήματα των πνευματικών πρωτεργατών του νεοελληνικού νεοπαγανισμού. Όσο μεγαλύτερη η αμάθεια των Νεοειδωλολατρών, τόσο περισσότερες και χυδαιότερες  ύβρεις ξεστομίζουν κατά του Βυζαντίου.

  Δυστυχώς, ενώ οι Δυτικοευρωπαίοι αρχίζουν και αναγνωρίζουν τον πολιτισμό της Ρωμανίας ως τον κατεξοχήν ευρωπαϊκό και ελληνικό, οι αρχαιολάτρες κάθε είδους, έχοντας ένα καταστροφικό dt 2,5 αιώνων καθυστέρησης στην αποδοχή όποιουδήποτε πράγματος προκρίνει ως «πολιτισμένο» η μητέρα-πατρίδα τους, η Δύση, επιμένουν (όπως οι Δυτικοί του 18ου αι.) να θεωρούν μη ευρωπαϊκό το Βυζάντιο. Γι’ αυτούς στην ιστορία της Ευρώπης ανήκει ο Αυγουστίνος κι ο Ακινάτης, αλλά όχι ο Χρυσόστομος και ο Μέγας Βασίλειος˙ το άσμα του Ρολάνδου αλλά όχι ο Διγενής Ακρίτας˙ ο Καρλομάγνος, αλλά όχι ο Ηράκλειος και ο Λέων Γ’˙ ο Τζιότο, αλλά όχι ο Πανσέληνος˙ οι γρηγοριανοί ύμνοι, αλλά όχι η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική˙ το ¶βε Μαρία αλλά όχι ο Ακάθιστος Ύμνος και το Χριστός Ανέστη˙ το Βατικανό και ο Λούθηρος, αλλά όχι η Αγία Σοφία και οι Πατέρες της Ανατολικής Εκκλησίας˙ οι ιππότες και οι φεουδάρχες αλλά όχι οι Ακρίτες και οι Καπετάνοι. Τι να κάνουμε˙ μια ζωή φτάνουν δεύτεροι και λαχανιασμένοι αυτοί οι ιθαγενείς Διαφωτιστές «Ευρωπαϊστές». Παραδόξως, μόνο όταν θέλουν να ξανααποδείξουν την άγνοιά τους, ισχυρίζονται ότι Ορθόδοξη και Παπική Εκκλησία είναι το ίδιο και το αυτό.

67k ΗΤΑΝ ΒΑΡΒΑΡΟ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ;

            Κατηγορείται το Βυζάντιο ως βάρβαρο και απολίτιστο, επειδή είχε ορισμένες, ομολογουμένως, απάνθρωπες ποινές, όπως την τύφλωση. Όμως ποινή της τύφλωσης δεν επιβαλλόταν στον καθένα κοινό εγκληματία, αλλά μόνο στους σφετεριστές του θρόνου και τους επαναστάτες κατά της αυτοκρατορίας. Στο σημείο αυτό μάλλον ταιριάζει ο αφορισμός του Νίτσε «όποιος πολεμά με τέρατα γίνεται τέρας κι ο ίδιος». Η Ρωμανία επί 11 αιώνες αντιμετώπιζε βαρβαρικούς λαούς, απολίτιστους, χωρίς ίχνος καλλιέργειας: Γότθους, ¶βαρους, Ούννους, Ρως, Νορμανδούς, Σλάβους, Βούλγαρους, Φράγκους, ¶ραβες, Πέρσες. Χωρίς να το θέλουν, οι Ρωμηοί εστερνίστηκαν εν μέρει την αγριότητα των αντιπάλων τους. Οι Πέρσες, ο πιο πολιτισμένος λαός που αντιμετώπισε το Βυζάντιο, όταν ο βασιλιάς τους είχε στείλει έναν απεσταλμένο του (επί Ηρακλείου) στην Κωνσταντινούπολη και αυτός επέστρεψε στην Περσία άπρακτος, με εντολή του πέρση βασιλιά έγδαραν ζωντανό τον άτυχο απεσταλμένο και έκαναν το δέρμα του άσκαυλο (γκάιντα), επειδή ο πέρσης βασιλιάς πίστεψε ότι ο απεσταλμένος θα κατάφερνε να κατακτήσει την Αυτοκρατορία. Αντιμετωπίζοντας η Ρωμανία τέτοιου επιπέδου λαούς, είναι αξιοθαύμαστη η αντοχή της και η μη μετατροπή της σε βάρβαρο έθνος. Υπήρξαν κάποιες μικρές παρενέργειες, όπως η τύφλωση για τους αποστάτες, αλλά σε καμμιά περίπτωση δεν μπορούμε να την αποκαλέσουμε κράτος βαρβάρων.

Κάθονται, λοιπόν, πολλοί, και αναφέρουν τις όντως απεχθείς μεθόδους βασανισμού στο Βυζάντιο. Γιατί δημιουργούν ψευδείς εντυπώσεις όμως; Αφού είναι πασίγνωστο πως στην «αρχαιολατρική», ουμανιστική Δ. Ευρώπη τα βασανιστήρια ήταν σε χρήση ώς και τον 18ο  αι., και στην αρχαιότητα επίσης, ενώ στην Δύση άνθρωποι καιγόντουσαν ως μάγισσες μέχρι και τα μέσα του 18ου αι. Δηλαδή κατηγορούν τη Ρωμανία για κάτι που ήταν «φυσιολογικό» ώς 250 χρόνια πριν. (Για να μη μιλήσουμε για τα αρχαιοελληνικά βασανιστήρια.)

Αναφέρει π.χ. ο Σιμόπουλος τους ακρωτηριασμούς στο Βυζάντιο, αλλά στο τέλος  λέει «πανάρχαια πρακτική. Η ποινή δεν ήταν πρωτόγνωρη»  (Κ. Σιμόπουλου, Βασανιστήρια και εξουσία, Αθήνα 1987, σ. 221, 229). Μετά αναφέρει για τις εκτυφλώσεις στο Βυζάντιο, αλλά «δεν πρωτοεμφανίστηκαν στο Βυζάντιο» (Κ. Σιμόπουλου, Βασανιστήρια και εξουσία, Αθήνα 1987, σ. 231)! Αναφέρει θανατώσεις στην πυρά (ένας αιρετικός στα χίλια εκατό τόσα χρόνια), αλλά στο τέλος εξηγεί «πανάρχαια η μέθοδος βασανισμού στην πυρά» (Κ. Σιμόπουλου, Βασανιστήρια και εξουσία, Αθήνα 1987, σ. 250). Κι εμείς παραλίγο να πειστούμε ότι το κακό Βυζάντιο όλα τα κακά αυτό τα εφηύρε. Έτσι, αυτή είναι η σωστή μέθοδος: αφού πρώτα κατηγορήσουμε το Βυζάντιο για ένα σωρό πράγματα που γινόταν πολύ πριν το Βυζάντιο και πολύ μετά από αυτό, ύστερα προσθέτουμε, ως υποσημείωση ότι «δεν πρωτοάρχισαν στο Βυζάντιο αυτά». Και, φυσικά, οι περισσότεροι δεν προσέχουν τις «ασήμαντες λεπτομέρειες». Και μετά ο μύθος διαδίδεται από τους  γνωστούς βυζαντινοφάγους. Έτσι συκοφαντείται η Ρωμανία.

 

67l ΗΤΑΝ Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ ΕΠΟΧΗ ΑΝΟΜΙΑΣ ΔΙΧΩΣ ΚΑΜΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΦΡΟΣΥΝΗ;

Κατηγορούν τη Βυζαντινή εποχή ως εποχή ανομίας, επαναστάσεων, όπου δίχως καμμία συνείδηση νομιμότητας οι αυτοκράτορες εκθρονίζονταν και θανατώνονταν από τις συνεχείς επαναστάσεις. «Με αυτή τη νοοτροπία», λένε, «δεν ήταν δυνατόν να καλλιεργηθεί το πνεύμα υποταγής στο νόμο που χαρακτηρίζει την Δυτική Ευρώπη». Κι έτσι φέρνουν ως παράδειγμα προς αποφυγή τις δολοπλοκίες και δολοφονίες των αυτοκρατόρων. Μετρώντας τους Παγανιστές αυτοκράτορες, από τον Αύγουστο ώς και τον Διοκλητιανό (285-305) βρίσκουμε 49 συνολικά πρόσωπα που βασίλεψαν (ο πίνακας είναι από την εγκυκλοπαίδεια Παπυρος λάρους μπριτάννικα, λήμμα Ρώμη). Από αυτούς δολοφονήθηκαν (από το στρατό ή από επίδοξους σφετεριστές του θρόνου ή από συνωμοσίες ή από τη φρουρά, τους πραιτωριανούς) οι εξής (σε παρένθεση τα έτη βασιλείας): 1) Καλιγούλας (37-41), από συνωμοσία, 2) Κλαύδιος (41-54), δηλητηριάστηκε από συνωμοσία, 3) Γάλβας (68-69), από το στρατό, 4) Βιτέλλιος (69) από το στρατό, 5) Δομιτιανός (81-96), από αξιωματικούς του, 6) Κομμοδος (176-192), στραγγαλίστηκε στο λουτρό, 7) Ελβιος Περτίναξ (193), από τη φρουρά, 8) Δίδος Ιουλιανός (193), από τη Σύγκλητο, 9) Γέτας (208-212), από τον Καρακάλλα, 10) Καρακάλλας (198-217), από τη φρουρά, 11) Μαρίνος (217-218), 12) Ηλιογάβαλος (218-222), από πραιτωριανούς, 13) Αλέξανδρος Σεβήρος (222-235), από στρατό, 14) Μαξιμίνος (235-238), από το στρατό, 15) Βαλβίνος (238), από τη φρουρά, 16) Μάξιμος Πουπιηνός (238), από τη φρουρά, 17) Γορδιανός Γ' (238-244), από στρατό, 18) Φίλιππος ο ¶ραβας (244-249), από τον επόμενο αυτοκράτορα, τον Δέκιο, 19) Αιμιλιανός (253), από το στρατό, 20) Γάλλος (251-253), από τον Αιμιλιανό, 21) Γαλληινός (253-268), από τη φρουρά, 22) Κοϊντίλλος (269-270), από το στρατό, 23) Αυρηλιανός (269/270-275), από αξιωματικούς, 24) Τάκικος (275-276), από το στρατό, 25) Φλωριανός (276), 26) Πρόβος (276-282), λυντσαρίστηκε από το στρατό, 27) Κάρος (282-283), από συνωμοσία, 28) Καρίνος (283-285), από τον Διοκλητιανό. Αν προσθέσουμε και τους 29) Νέρωνα (54-68) και 30) Όθωνα (69), οι οποίοι αυτοκτόνησαν, επειδή είχαν χάσει κάθε έρεισμα στο στρατό και στη Σύγκλητο, φοβούμενοι μην τους σφάξουν, τότε έχουμε 28 (ή 30) δολοφονημένους σε σύνολο 49 αυτοκρατόρων. Δηλαδή το 57,1 (ή το 61,2) τοις εκατό των Παγανιστών Ρωμαίων βρήκε φρικτό θάνατο από δολοπλοκίες και συνωμοσίες. Αντίθετα, 30 από τους 88 αυτοκράτορες (στους 88 συμπεριλαμβάνονται ο Ιουλιανός ο Παραβάτης και άλλοι 2-3 αιρετικοί αρειανοί), δηλαδή 34% μόνο έχασαν το θρόνο βίαια, εν καιρώ ειρήνης (Βασιλίσκος, Λεόντιος, Μαυρίκιος, Φωκάς, Κωνσταντίνος Γ’, Ηρακλείωνας, Κώνστας, Ιουστινιανός Β’, Φιλιππικός, Αρτάβαζος, Λέων Δ’, Κωνσταντίνος ΣΤ’, Ειρήνη, Λέων Ε’, Μιχαήλ Γ’, Αλέξανδρος, Ρωμανός Β’, Κωνσταντίνος Ζ’, Νικηφόρος Φωκάς, Ιωάννης Τσιμισκής, Ρωμανός Γ’, Μιχαήλ Ε’, Ρωμανός Δ’, Αλέξιος Β’, Ανδρόνικος Β’, Ισαάκ Β’, Αλέξιος Δ’, Αλέξιος Ε’, Ιωάννης Δ’, Ανδρόνικος Δ’). Τρομερή πολιτειακή «σταθερότητα» είχαν αυτοί οι ειδωλολάτρες Ρωμαίοι, αλλά οι γνωστοί-άγνωστοι αντιχριστιανοί κατήγοροι του Βυζαντίου φαίνεται πως θεωρούν το 34% μεγαλύτερο ποσοστό από το 57% (Το έχουμε πει, «τα μαθηματικά απαγορεύονταν στο Βυζάντιο»). Να τονίσουμε ότι στην Παγανιστική Ρώμη ουδεμία λαϊκή εξέγερση δεν υπήρξε, αντίθετα όλες ήταν συνωμοσίες του στρατού. Δηλαδή μιλάμε για το αποκορύφωμα της βαρβαρότητας. Όποιος άξεστος αξιωματούχος είχε τους στρατιώτες με το μέρος του, για μια έστω στιγμή, έκανε συνωμοσία ή επανάσταση, έσφαζε τον αυτοκράτορα και βασίλευε αυτός, ώσπου να τον σφάξει ο επόμενος. Έχουμε άλλωστε – όπως βλέπουμε από τη λίστα (251-285) – περιπτώσεις όπου ΔΕΚΑ ΣΥΝΕΧΟΜΕΝΟΙ Παγανιστές αυτοκράτορες δολοφονήθηκαν ! Και άλλη περίπτωση, με ΟΚΤΩ συνεχόμενους δολοφονημένους αυτοκράτορες!

Μιλάμε για ρεκόρ που ούτε μπορούσαν να τα φανταστούν αυτοί «οι αιμοσταγείς Βυζαντινοί». Αντίθετα, στο Βυζάντιο, υπήρχαν πάμπολες λαϊκές εξεγέρσεις, όχι μόνο από το στρατό. Απόδειξη ότι δεν έκανε ο στρατός ό,τι ήθελε, αλλά υπήρχε και ένα είδος εκδήλωσης της λαϊκής δυσφορίας και επιδοκιμασίας της δολοφονίας/εκθρόνισης. Συνεπώς, οι επί τοις εκατό λιγότερες δολοφονίες επί Βυζαντίου, είναι συνδεδεμένες και με τη λαϊκή βούληση, αντίθετα με την ανθρωποφάγα παγανιστική Ρώμη, την οποία εξυμνούν ως τάχα περισσότερο πολιτισμένη στον τρόπο διαδοχής των αυτοκρατόρων, όπου οι απλήρωτοι και φιλόδοξοι πραιτωριανοί και στρατιώτες ανεβοκατέβαζαν βασιλείς, γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια κάθε είδους νομιμότητα ή έκφραση της λαϊκής βούλησης (Ο λαός της ειδωλολατρικής Ρώμης απουσιάζει στα ζητήματα επιλογής ή καθαίρεσης ηγεμόνα).

Αλλά όσον αφορά τις δολοπλοκίες αυτές καθεαυτές, ξεχνάν οι.. ουμανιστές μας, οι οποίοι κρίνουν παλαιότερες εποχές με σημερινά δεδομένα και κριτήρια, ότι η εποχή ήταν δύσκολη, γίνονταν συνεχώς μετακινήσεις και εισβολές βαρβάρων, δεν είχε αποκατασταθεί μια σχετική ηρεμία στην Ευρώπη, και κατά συνέπεια, αν έπρεπε οι Ρωμηοί να δίνουν την βασιλεία σε κάποιον ανίκανο ή ανόητο, που το μόνο προσόν που είχε ήταν ότι ο μπαμπάκας του ήταν αυτοκράτορας ή πάλι, αν έπρεπε να ανέχονται μέχρι τέλους τη βασιλεία ενός αποδεδειγμένα ανίκανου, η Αυτοκρατορία θα είχε χαθεί από τους πρώτους αιώνες. Γι’ αυτό κράτησε έντεκα αιώνες η Ρωμανία, επειδή η αυτοκρατορική εξουσία δεν ήταν «κτήμα» μιας δυναστείας, αλλά του καλύτερου. Και η πραγματικότητα έδειξε πως το ρωμαίικο σύστημα ήταν καλύτερο στην πράξη, από τα σύγχρονά του.

 

67m ΝΕΟΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΚΑΤΑ ΡΩΜΑΝΙΑΣ

Για να καταγράψει κανείς τα απίστευτα ψέμματα που έχουν ειπωθεί κατά της Ρωμανίας χρειάζονται εκατοντάδες τόμοι.

-Έχουν πει ότι την εποχή της ¶λωσης οι Βυζαντινοί φιλονικούσαν για το φύλο των αγγέλων. Απίστευτη ανακρίβεια που πρωτοειπώθηκε από τον Σκαρίμπα, που βέβαια ήταν λογοτέχνης κι όχι ιστορικός ο άνθρωπος˙ αλλά επαναλαμβάνεται ειρωνικά από τον καθένα, χωρίς φυσικά καμμιά απόδειξη.

Αποδίδουν οι «Έλληνες Εθνικοί» τέσσερεις ειδεχθείς «πρωτιές» βαρβαρότητας στο Βυζάντιο (Βλάση Ρασσιά, Υπέρ Της Των Ελλήνων Νόσου, β' έκδοση, εκδ. Ανοιχτή πόλη, σ. 46):

-«πρώτη στην ιστορία θανάτωση αλλοθρήσκων στην πυρά (το 370, επί Βάλεντος, έκαψαν ζωντανό τον φιλόσοφο Σιμωνίδη)». Δεν έχουν ακούσει οι «Έλληνες Εθνικοί» για κάποιον Ρωμαίο εθνικό Τάκιτο, που αφού βρίσει τους Χριστιανούς (Annales, XV, 44), προσθέτει ότι οι Χριστιανοί καίγονταν ως.. φωτιστικές λαμπάδες στους ανακτορικούς κήπους του Νέρωνα;

-«τα πρώτα στην ιστορία στρατόπεδα συγκεντρώσεως (στη Σκυθόπολη, επί Βάλεντος, Θεοδοσίου και Αρκαδίου)». Το γνωστό ψέμμα. Πώς να μετονομάσετε τις «δίκες» σε «στρατόπεδο συγκέντρωσης».

-«πρώτη δημόσια καύση βιβλίων (το έτος 370, επί Βάλεντος, στην Αντιόχεια).» Η πρώτη δημόσια καύση βιβλίων έγινε 800 χρόνια πριν, στην Αθήνα του 5ου αιώνα. Τότε, όπως έχουμε γράψει, κάηκαν τα βιβλία του Έλληνα φιλοσόφου Πρωταγόρα από τα πολυθεϊστικά φιλοσοφοφάγα κτήνη, των οποίων την θρησκευτική παράδοση θέλουν να αναβιώσουν οι Νεοπαγανιστές. Επί βασιλείας Δομιτιανού «τα βιβλία του Σενεκίωνα και του Ρούστικου [σημ: στωικών φιλόσοφων] διατάχτηκε να καούν στην αγορά. Φαινόταν, ότι με τις φλόγες αυτές αφανιζόταν η φωνή του λαού, η ελευθερία της Συγκλήτου, η συνείδηση της ανθρωπότητας˙ ειδικά αφού οι διδάσκαλοι της φιλοσοφίας εξορίστηκαν» (Τάκιτου, Αγρικόλας, 2). ¶λλες δημόσιες καύσεις βιβλίων μετά από αυτό του Πρωταγόρα, επί Αυγούστου και επί Διοκλητιανού, που άρπαζε και έκαιγε τις Γραφές.

-«πρώτο στην ιστορία μάθημα ανατομίας πάνω σε ζωντανό κρατούμενο ως ποινή (όπως διασώζει ο Θεοφάνης επί Βασιλείου Β’)». Η χρονογραφία του Θεοφάνη καλύπτει τα έτη από Διοκλητιανό (284) ώς Μιχαήλ Β’ (813), ενώ η λεγόμενη «Συνέχεια του Θεοφάνη» καλύπτει τα έτη από 813 ώς 961 (Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, λήμμα Θεοφάνης). Η βασιλεία του Βασίλειου Β’ Δεν υπάρχει στο Θεοφάνη. Αντιγράφοντας άκριτα και δίχως έρευνα ό,τι διαβάσουν οι «Έλληνες Εθνικοί» απλώς επαναλαμβάνουν τις ανακρίβειες άλλων, πράγμα που τους αδικεί κατάφορα. Όσο για το  πρώτο μάθημα ανατομίας πάνω σε ζωντανό κρατούμενο, αυτό έγινε μια χιλιετία νωρίτερα: ο Celsus βεβαιώνει ότι οι Πτολεμαίοι ευχαρίστως παραχωρούσαν στους ιατρούς τούς κοινούς εγκληματίες, για να επιχειρούν τομές στο ζωντανό τους σώμα (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ε’, σ. 341).

Φυσικά, ούτε η «Ιερά Εξέταση» δεν πρωτοεμφανίστηκε στη Ρωμανία. Αυτή έγινε πράξη και θεωρητικοποιήθηκε τον 5ο π.Χ. και τον 4ο π.Χ. αιώνα αντίστοιχα, με τις δίκες αθεΐας των φιλοσόφων και τις ιδανικές Πολιτείες του Πλάτωνα.

Όσοι νεοέλληνες κατακρίνουν το Βυζάντιο ως παρακμιακό, απλώς παπαγαλίζουν άκριτα την προκατάληψη του Γίββωνα, του Βολταίρου και του Μοντεσκιέ, οι οποίοι άλλωστε στην εποχή τους δεν είχαν αρκετά βυζαντινά κείμενα στη διάθεσή τους, ώστε να μελετήσουν αντικειμενικά την Αυτοκρατορία, διότι δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί η βυζαντινολογία επαρκώς.  Λίγο τον ένοιαζε τον άγγλο Γίββωνα, αν σώθηκε το ελληνικό γένος από τις βαρβαρικές επιδρομές του μεσαίωνα, χάρη στην Αυτοκρατορία, η οποία απέτρεψε τον εκγερμανισμό ή τον εξαραβισμό του ελλαδικού χώρου. Κι άλλο τόσο τον έμελλε τον Μοντεσκιέ. Δεκάρα δεν έδινε ο ουμανιστής Βολταίρος που έβριζε το Βυζάντιο και επαινούσε την «ανεκτική Οθωμανική αυτοκρατορία», αν στον καιρό του εξακολουθούσε να μιλιέται η ελληνική γλώσσα στα Βαλκάνια. Αυτό όμως έγινε χάρη στην Ρωμαίικη Αυτοκρατορία. Όλοι αυτοί, δεκάρα δεν έδιναν για τους πραγματικούς Έλληνες, τους παππούδες μας˙ τους ενδιέφερε μόνο η κλασσική εποχή. Δεν μπορεί, άνθρωποι ουσιαστικώς ημιμαθείς, διότι δεν είχαν μελετήσει ακόμη όλες τις ρωμαίικες πηγές τον 17ο αιώνα, άνθρωποι που αντικειμενικά δεν έδιναν δεκάρα για την ύπαρξη του νεοελληνικού έθνους, άνθρωποι που προέρχονταν από έθνη τα οποία επί δέκα αιώνες δέχονταν την παπική προπαγάνδα περί «αιρετικών σιχαμερών Γραικών», αυτοί οι άνθρωποι να αποτελούν για τους Νεοέλληνες «ουμανιστές» μας την πηγή των αντιλήψεών τους για την ένδοξη Ρωμανία.

Ένα τρομερό ενοχοποιητικό στοιχείο – σύμφωνα με τους αρχαιολάτρες – κατά του «Βυζαντίου» είναι πως ό,τι απέμεινε από αυτό έχει να κάνει κατά κύριο λόγο με τη θρησκεία. Έτσι, πολλοί νομίζουν πως το Βυζάντιο ήταν θεοκρατικό και παπαδοκρατούμενο επειδή το μόνο πράγμα σήμερα φαίνεται να έχει καταγωγή Βυζαντινή είναι η Εκκλησία. Αυτό όμως είναι λάθος. Η αλήθεια είναι ότι το μόνο πράγμα που επιβίωσε από το «επίσημο» Βυζάντιο ήταν η Εκκλησία˙ όλα τα άλλα καταστράφηκαν από τους Τούρκους. Όταν χάθηκε το κράτος,  καταστράφηκαν τα παλάτια, καταστράφηκαν τα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια˙ καταστράφηκε όλη η διοικητική δομή του Βυζαντίου και το ανθρώπινο δυναμικό της είτε εξοντώθηκε είτε εξισλαμίστηκε και εκτουρκίστηκε. Μόνο η Εκκλησία κατόρθωσε να διατηρήσει τη συνέχεια (ίσως και οι θεσμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά αυτοί δεν είναι το «επίσημο» Βυζάντιο της Κωνσταντινούπολης), και τα μόνα «βυζαντινά» πράγματα που βλέπουμε σήμερα είναι οι εκκλησίες και τα άμφια και οι εικόνες. Αυτό κάνει τους ανθρώπους – φίλους και εχθρούς – λανθασμένα να ταυτίζουν το Βυζάντιο με την Εκκλησία. Το Βυζάντιο όμως ήταν ένα κοσμικό κράτος με ρωμαϊκή πολιτική παράδοση 500 ετών και ελληνική πολιτιστική παράδοση 1500 ετών, όταν δέχθηκε το Χριστιανισμό. Ήταν ατυχία για το Βυζάντιο ήταν πως ό,τι απέμεινε από αυτό ήταν θρησκευτικό. Δεν απέμεινε κανένα παλάτι, αν και το Ιερόν Παλάτιο ήταν τεράστιο και γεμάτο πλούτο. Δεν απέμεινε κανένα δημόσιο κτίριο μια και όλα γκρεμίστηκαν ή έπεσαν από μόνα τους, αφού με την ¶λωση δεν υπήρχε κανείς να τα συντηρήσει. Δεν απέμεινε κανένα βυζαντινό σπίτι στην Κωνσταντινούπολη, ώστε να ξέρουμε ακριβώς πώς ήταν η αστική αρχιτεκτονική. Έμειναν μόνο οι εκκλησίες που φυσικά δίνουν πολλές πληροφορίες. Γενικά, χάθηκε το επίσημο, δημόσιο, κοσμικό Βυζάντιο, λόγω της τουρκικής κατάκτησης, και επειδή έμεινε μόνο η Εκκλησία, πολλοί δέχονται ως αληθείς τους γελοίους ισχυρισμούς ότι ο κόσμος τότε δε διασκέδαζε, δεν τραγουδούσε και μόνο προσευχόταν και συνωμοτούσε. Αφού κατηγορούνε τους βυζαντινούς πως δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να προσεύχονται και να συνωμοτούν, γιατί δε ενδιαφέρονται για τη γνώμη των Ρωμηών λογίων της Ρωμανίας του ενδέκατου αιώνα, που κατηγορούσαν το λαό ότι «τὸν βίον ἅπαντα ἑορτή ἄγουσι μίαν»; 

Πόσοι γνωρίζουν πως «Το βυζάντιο είχε το Βοκκάκιό του με τη μορφή του Συντίπα (V. Jernstedt, Michaelis Andreopoli liber Syntipae, Πετρούπολη 1912), μιας ανθολογίας από ερωτικές ιστορίες που μερικές φορές είναι πολύ πιπεράτες και δεν υστερούν καθόλου σε τολμηρότητα από το Δεκαήμερο, το αντίθετο μάλιστα, γιατί οι γαργαλιστικές σκηνές περιγράφονται αμεσότερα και χωρίς υπονοούμενα» (Hans-Georg Beck, Η βυζαντινή Χιλιετία, εκδ. Μορφωτικού ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σ. 198); «Είναι συνηθισμένο να θεωρούμε τον «Βυζαντινό» έναν άνθρωπο φανατικά προσηλωμένο σε δογματικές λεπτολογίες και σχολαστικότητες. Μια στατιστική για το εύρος της ενασχόλησης με τη θεολογία δείχνει πως, με χονδρικούς υπολογισμούς, η αναλογία των συγγραφέων που ασχολήθηκαν με τη θεολογία στο σύνολο των βυζαντινών λογίων δεν πρέπει να ξεπερνάει τα 2/5 περίπου» (Hans-Georg Beck, Η βυζαντινή Χιλιετία, εκδ. Μορφωτικού ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σ. 237). Ο μέσος Βυζαντινός ήταν πολύ πιο «εγκόσμιος» απ’ όσο νομίζουμε.

Πόσοι γνωρίζουν πως εκτός της εκκλησιαστικής βυζαντινής ελληνικής μουσικής, στο Βυζάντιο υπήρχε «κλασσική» κοσμική, λόγια μουσική, που σώζεται αυτούσια σε χειρόγραφα; Κανείς «λάτρης του πολιτισμού» δεν ευδόκησε στο αρχαιόπληκτο κράτος μας να ασχοληθεί μαζί της και μόνο μετά από 170 χρόνια χάρη στον Χ. Χάλαρη και τον Π. Ταμπούρη βγήκαν στην επιφάνεια τα θαυμάσια μουσικά έργα των προγόνων μας.   

Τελικά, ο όρος «παρακμή» για το Βυζάντιο είναι αδύνατο να αντικρουστεί διότι τον χαρακτηρίζει τέτοια αυθαιρεσία που δεν μπορεί να την καταπολεμήσει κανείς με λογικά επιχειρήματα. Πρόκειται για τέτοιας έκτασης παραλογισμό να αποκαλούμε «περίοδο παρακμής» μια ολόκληρη χιλιετία, που στο τέλος η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά και η «ταμπέλα» μένει. Φυσικά και υπήρξαν συγκεκριμένες περίοδοι πολιτικής (13ος –15ος αι.) και πολιτισμικής (7ος –8ος αι.) παρακμής. Αλλά κανείς από τους αρχαιολάτρες δεν σκέφτεται τουλάχιστον, με τι ρυθμό πρέπει να παρακμάζει μια κοινωνία 11 αιώνων, ώστε να μην καταρρεύσει αυτοστιγμεί.

Κατηγορούν, όπως είδαμε, τον Μεγαλέξανδρο οι Νεοπαγανιστές ότι εισήγαγε τη θεοποίηση του ηγεμόνα στον ελληνικό κόσμο. Και δε βγάζουν μιλιά για τον αγώνα των Χριστιανών απολογητών κατά της ιδέας του «θεϊκού ηγεμόνα». Δεν αναφέρουν το γεγονός ότι οι Χριστιανοί ήταν οι μόνοι που με συνέπεια (μέχρι και σε μαρτύριο υποβλήθηκαν γι' αυτό) αρνήθηκαν να δεχτούν ότι ένας αυτοκράτορας είναι.. θεός. Αντίθετα, με όλους τους Εθνικούς της εποχής εκείνης. Ο Παγανισμός τους (πλατωνικός ή ασιατικός), η Φιλοσοφία (όλες) κατάφεραν ή απέτυχαν να απαγορεύσουν στον ηγεμόνα να αποκαλείται «θεός» και να ζητά τιμές θεού;  Φυσικά και απέτυχαν, αλλά οι Νεοπαγανιστές δεν το παραδέχονται. Ούτε  φυσικά παραδέχονται ότι ο Χριστιανισμός ήταν αυτός που πέτυχε να αναγνωριστεί από τους βασιλιάδες ότι κανένας ηγεμόνας δεν είναι «θεός». Χάρη στην Ορθόδοξη Ρωμανία, η ασιατική αντίληψη περί βασιλιά-θεού έπαψε να είναι κρατική ιδεολογία των ευρωπαϊκών κρατών.

 

67n ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΡΩΜΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΤΗΣ ΚΡΑΤΩΝ

Σκοπός δεν είναι να εξιδανικευτεί το Βυζάντιο. Κανείς δεν είπε πως η ποιότητα της σύγχρονης ζωής είναι κατώτερη της βυζαντινής ή της αρχαίας ή της ελληνιστικής. Είναι αφελές να πιστεύουμε, ότι μπορούμε να επιστρέψουμε στο Βυζάντιο ή στην Αρχαιότητα σε άλλη παλιά εποχή αποκτώντας τις αντιλήψεις της˙ επιπλέον είναι ανόητο να νομίζουμε ότι υπήρξε κάποια παραδεισένια παλαιότερη ιστορική περίοδος, ειδικά αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα ή το επίπεδο διαβίωσης. Κανείς δεν είπε, ότι δεν υπήρχαν ταξική πάλη, εκμετάλλευση, φιλολαϊκοί και καταπιεστικοί ηγέτες, ευγενικές και σκοτεινές μορφές˙ κανείς δεν λέει ότι υπήρχε μια αρμονική χαρμολύπη, η οποία δημιουργούσε κάτι «συμπαγές» και απολιθωμένο˙ έντεκα ολόκληροι ελληνικοί αιώνες είναι αυτοί. Αλλά πρέπει να πάψει αυτή η παραληρηματική επίθεση από ανιστόρητους «διαφωτιστές» και αρχαιολάτρες. Η Ρωμανία μόνο με σύγχρονά της ή με παλαιότερα αυτής κράτη μπορεί να συγκριθεί. Να συγκρίνουμε το σημερινό επίπεδο ανθρωπίνων δικαιωμάτων με το βυζαντινό είναι το ίδιο παράλογο, όσο να συγκρίνουμε τα σημερινά ήθη βάσει των ηθών του 1900. Έτσι λοιπόν:

-Σε αντίθεση με την μεσαιωνική Δύση που εκλατίνιζε γλωσσικώς τους πληθυσμούς της (μέσω π.χ. της λειτουργίας που γινόταν στα λατινικά κι όχι στις εθνικές γλώσσες των λαών της Δ. Ευρώπης ή μέσω της χρήσης της λατινικής ως lingua franca ή ως επίσημης γλώσσας κρατών) και σε αντίθεση με το Ισλάμ που εξαράβιζε γλωσσικώς τους κατεκτημένους λαούς αρνούμενο το δικαίωμα να διατηρήσουν τη γλώσσα τους, επειδή δήθεν τα αραβικά ήταν «θεϊκή γλώσσα» (το ίδιο πίστευαν και στην Δύση για τα λατινικά), οι Ρωμηοί  έφτιαξαν αλφάβητο για τους Σλάβους και δεν τους εξελλήνισαν, αν και θα μπορούσαν εύκολα να το πράξουν. Ακόμα και μετά την νίκη του Βασίλειου Β' και την καταστροφή των Βουλγάρων, αυτός δεν επέβαλε στην βουλγαρική εκκλησία την ελληνική γλώσσα. Στην Ρωμαίικη νοοτροπία του Βυζαντίου κάθε γλώσσα ήταν σεβαστή. Στη Δύση, μέχρι να το καταλάβουν αυτό άργησαν ώς τον 16ο αιώνα.

-Σε αντίθεση με τον δυτικό μεσαιωνικό κόσμο που πίστευε στον Ιερό Πόλεμο, και έκανε 8 Σταυροφορίες, προκειμένου να τιμωρήσει το Ισλάμ και τους «αιρετικούς» Ρωμηούς, καθως και σε αντίθεση με το Ισλάμ που επίσης είχε την πρακτική του Ιερού Πολέμου (Τζιχάντ), το Βυζάντιο ποτέ δεν σκέφτηκε ή εφάρμοσε τέτοιες μεθόδους. Όταν πολεμούσε τους ¶ραβες, τους πολεμούσε ως κράτος εναντίον κράτους, ποτέ με την νοοτροπία του πολέμου για την καταστροφή των απίστων ή για να τους εκχριστιανίσει. Νοοτροπία Ιερού Πολέμου δεν υπήρχε στην Ρωμανία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, όταν ένας αυτοκράτορας (ο Νικηφόρος Φωκάς) ζήτησε από τον πατριάρχη να ανακηρύξει αγίους όσους στρατιώτες σκοτώνονταν στον πόλεμο κατά των Αράβων, αυτός του απάντησε πως κανένας πόλεμος δεν  είναι Ιερός, για να αγιοποιηθούν οι στρατιώτες. Στη Δύση όμως, και στο Ισλάμ, οι άνθρωποι έκαναν πόλεμο πιστεύοντας πως τον ευλογεί ο Θεός προκειμένου να υπερισχύσει δια των όπλων η θρησκευτική τους πίστη. Όταν οι Ρωμηοί πρωτοείδαν στις Σταυροφορίες τους Λατίνους ιερείς να αρπάζουν το σπαθί και να συμμετέχουν στις μάχες, μάλλον έπαθαν σοκ. 

-Σε αντίθεση με την γενικότερη έλλειψη ανεκτικότητας της Δύσης, στη Ρωμανία οι «μισαλλόδοξοι βυζαντινοί»  είχαν κτίσει ήδη απο τις αρχές του 8ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη τζαμί, για να προσεύχονται οι μουσουλμάνοι που περνούσαν από εκεί (π.χ. εμποροι), κι αργότερα έχτισαν και άλλα δύο. Ας μάς πει κανείς Νεοέλληνας «ουμανιστής», πότε πρωτοχτίστηκε ισλαμικό τέμενος σε κράτος της Δυτικής Ευρώπης; Από τον 8ο αιώνα, οι Ρωμηοί δεν είχαν πρόβλημα να υπάρχει τζαμί στην πρωτεύουσα ενός χριστιανικού κράτους, το οποίο αντιμαχόταν τους Μουσουλμάνους και ήταν σε πόλεμο με αυτούς. Αν αυτό δε σημαίνει ανεκτικότητα, τότε τι σημαίνει, σε μια εποχή όπου οι Δυτικοί έκαναν Σταυροφορίες και το Ισλάμ Τζιχάντ;

-Επίσης, ενώ το έτος 999 μ.Χ. στην Δύση όλοι περίμεναν το τέλος του κόσμου, την έλευση του Αντιχρίστου και την Δευτέρα Παρουσία, και είχαν κυριευτεί από παραλήρημα εσχατολογικό, πουλούσαν τα υπάρχοντά τους στα μοναστήρια, έκαναν μετάνοιες και λιτανείες, κ.λ.π., στο «μισαλλόδοξο σκοτεινό Βυζάντιο» τέτοια φαινόμενα δε συνέβησαν καθόλου, διότι η κοσμοαντίληψη των Ρωμηών δεν τους επέτρεπε να πιστέψουν τέτοια πράγματα.

-Σε αντίθεση με την Δύση όπου μόνο οι «γαλαζοαίματοι» είχαν δικαίωμα στο θρόνο και την εξουσία, και το Ισλάμ όπου οι Χαλίφηδες έπρεπε να προέρχονται από την οικογένεια του Μωάμεθ, στην Ρωμανία ο καθένας, αγρότης, αγροίκος, ευγενής, ανεξαρτήτως φυλετικής καταγωγής, είτε από τη Συρία, είτε από τη Μακεδονία, κ.λπ., είχε το «ελεύθερο» με την έννοια πως δεν αποκλείονταν από το θρόνο κοινωνικές ομάδες να δοκιμάσει να πάρει τον θρόνο αρκεί να ήταν έξυπνος, προικισμένος και φυσικά ριψοκίνδυνος. Αυτό δεν είναι δημοκρατία φυσικά, αλλά τουλάχιστον ήταν ένα είδος πραγματικής, δημοκρατικά δημιουργημένης, «αριστοκρατίας» όπου ο φυσικώς «καλύτερος» κατά τη γνώμη του Μεγάλου Αλέξανδρου έπαιρνε την εξουσία, και ήταν πολύ δημοκρατικότερο ή μάλλον πολύ λιγότερο αυταρχικό από τις πρακτικές της εποχής.

-Ποτέ εξάλλου οι γυναίκες της Ρωμανίας δε θεωρήθηκαν ανάξιες να κατέχουν το ύψιστο αξίωμα επειδή ήταν γυναίκες. Τέσσερις Ρωμηές αυτοκράτειρες κυβέρνησαν μόνες τους – δίχως να έχουν σύζυγο – χωρίς να φέρει κανείς αντίρρηση λόγω του φύλου τους. Η Ζωή (914-919), η Ειρήνη (797-802), Θεοδώρα και Ζωή (1042), Θεοδώρα (1054-1056). «Συνταγματικός φραγμός δεν υπήρχε. Και στο τέλος αιτία της πτώσης της [Ειρήνης] ήταν περισσότερο η κακή της υγεία παρά το φύλο της. Ποτέ οι βασιλείες αυτές των γυναικών δε θεωρήθηκαν παράνομες (Στ. Ράνσιμαν, Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 78). Αυτά στη Δυτική Ευρώπη έγιναν μόνο μετά από 500 χρόνια, οπότε από τότε και μετά μόνον βρίσκει κανείς γυναίκες βασίλισσες. Σύμφωνα με τους αρχαιολάτρες, θα έπρεπε να μην συμβαίνει αυτό, αφού ο Χριστιανισμός θεωρούσε τη γυναίκα ζώο.

-Είναι κοινός τόπος για όσους είναι προκατειλημμένοι ενάντια στο Βυζάντιο, να πιστεύουν ότι κατά τη βυζαντινή εποχή επικρατούσε ασφυκτικό κλίμα πνευματικής ανελευθερίας στους διανοούμενους και τον κόσμο γενικότερα κι ότι η Ορθοδοξία δεν επέτρεπε καμμιά διαφορετική φωνή, αναγκάζοντας όλους να συμφωνούν μαζί της. Ωστόσο, οι λόγιοι μπορούσαν να ξεπεράσουν εμμέσως τους ιδεολογικούς φραγμούς που μια επίσημη ιδεολογία μπορεί έμμεσα ή άμεσα να επιβάλει. «Η μια διέξοδος είναι να τηρεί ο συγγραφέας μεγάλη απόσταση από τις κυρίαρχες αξίες, δηλαδή, για να το πούμε ωμά, να κάνει σαν να μην υπήρχε καθόλου ο χριστιανισμός. Αυτή περίπου την τακτική ακολουθούσαν οι μυθιστοριογράφοι. Αν στα έργα τους υπάρχουν σκηνές όπως π.χ. ο γάμος των δύο ερωτευμένων σε μια εκκλησία, οι σκηνές αυτές είναι περιθωριακές. Το ήθος αυτών των μυθιστορημάτων είναι α-χριστιανικό, και ίσως σκόπιμα, εκτός αν θέσουμε το επικίνδυνο ερώτημα σε ποιο βαθμό ρίζωσε στο Βυζάντιο η χριστιανική πίστη – όχι φυσικά από την άποψη του τελετουργικού και της τυπικής ομολογίας, αλλά ως καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρωση της κοσμοαντίληψης των Βυζαντινών. (...) Μια δεύτερη λύση είναι η εξής: ο κριτικός (ακόμα και ο καλοπροαίρετος κριτικός) π.χ. των καταστάσεων που επικρατούν στην Εκκλησία δεν στρέφεται τόσο εναντίον των θεσμών και των προτύπων συμπεριφοράς όσο εναντίον συγκεκριμένων προσώπων, εκπροσώπων του συστήματος. (...) Αν η ίδια η ορθοδοξία παραμένει ταμπού, οι εκπρόσωποί της δεν απολαμβάνουν αυτή την προστασία. Ίσως ο βυζαντινός λόγιος είχε και τρίτη λύση για να ξεφύγει από τα ταμπού της Ορθοδοξίας, και ίσως μπορούμε να ονομάσουμε αυτή τη λύση «αλλοτρίωση». Όταν ένας λόγιος κληρικός του 12ου αιώνα γράφει ένα προγύμνασμα, και μάλιστα μια «ηθοποιία», για να απαντήσει στο ερώτημα «Τι είπε η Πασιφάη, όταν την ερωτεύτηκε ο Μινώταυρος;», πρέπει να διάλεξε σκόπιμα αυτό το θέμα (θα μπορούσε να θέσει εκατό άλλα ερωτήματα). Αυτό που βγαίνει από την «ηθοποιία» είναι ένα αισχρό παραμιλητό, χωρίς ο συγγραφέας να δείχνει την παραμικρή συστολή˙ και όχι μόνο αυτό, παρά αποφεύγει συνειδητά κάθε κριτική, κλείνοντας το κείμενο με τα λόγια: «ό,τι θα γίνει έπειτα, αυτό είναι δουλειά δική μου και του Έρωτα!» Μόνο το προγύμνασμα, η ακαδημαϊκή άσκηση, μπορεί να προστατέψει ένα τέτοιο κείμενο στο Βυζάντιο – και το γεγονός ότι το προστατεύει λέει πολλά». (Hans-Georg Beck, Η βυζαντινή Χιλιετία, εκδ. Μορφωτικού ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σ. 200-201). Αλλά, όπως και να ‘χει, πώς μπορούν να κατηγορούν την Ορθοδοξία για επιβολή πνευματικής δικτατορίας; Έχοντας τι ως πρότυπο; Την Αρχαιότητα; Δε γνωρίζουν ότι οι διανοούμενοι καταδιώχτηκαν, όταν τόλμησαν να θίξουν τα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα – την πολυθεϊστική θρησκεία; Ποιος πολιτισμός είναι πιο ανεκτικός; Αυτός που ανέχεται την συγγραφή έργων όπως η Ακολουθία του ανόσιου Σπανού  (παρωδία της Ακολουθίας της Μ. Παρασκευής) αντιγράφοντάς τα επί αιώνες˙ ή αυτός που καταδικάζει σε θάνατο δια λιθοβολισμού τον Αισχύλο, επειδή αποκάλυψε τα τρομερά μυστήρια των πολυθεϊστών; Γιατί, λοιπόν, κατηγορούν το Βυζάντιο, για κάτι στο οποίο οι προγενέστεροι πολιτισμοί δεν ήταν καθόλου ανώτεροί του; Πρόκειται για εντελώς υποκριτική και παράλογη αντιβυζαντινή κατηγορία.

Οι άνθρωποι που συκοφαντούν το Βυζάντιο, και που προέρχονται από το αρχαιολατρικό ιδεολογικό ρεύμα (στρατευμένοι άθεοι, νεοπαγανιστές, εθνικιστές) είναι εξαρχής προκατελλειμένοι εναντίον του και δε βλέπουν τίποτε καλό σε αυτό. Είναι σαν ένας Εβραίος να απορρίπτει και θεωρεί ανόητο ο,τιδήποτε δημιούργησε το Ισλάμ, μόνο και μόνο επειδή υπάρχει η αντιπαλότητα μεταξύ Ισραήλ και Αράβων. Είναι προκατάληψη.

 

67o ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΝΕΟΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Χαρακτηριστικό της λύσσας και του μίσους που τρέφουν για το Βυζάντιο οι Νεοπαγανιστές είναι ότι την Κωνσταντινούπολη την αποκαλούν πότε Nova Roma, πότε Ιστανμπούλ, μα ποτέ Κωνσταντινούπολη, τους δε λατινόφωνους αυτοκράτορες της π.χ. Μέγα Κωνσταντίνο (που στο κάτω κάτω δεν έκανε κανένα διωγμό κατά των παγανιστών) Flavius Constantinus κ.ο.κ. δηλαδή χρησιμοποιούν τα λατινικά ονόματα (όπως το Γεσουάχ για τον Χριστό). Όμως για τον λατινόφωνο Ιουλιανό που καταγόταν από τη σημερινή Βουλγαρία (Μοισία) δεν χρησιμοποιούν το Flavius Julianus, ούτε Ιουλιάνωφ τον λένε (όπως αποκαλούν Ιστανμπούλ την Πόλη επειδή την έχουν οι Τούρκοι). Φαίνεται πως αυτοί οι αυτοανακηρυγμένοι εθνολόγοι απέκτησαν γνώση της λατινικής και της εβραϊκής, διαφορετικά δεν εξηγείται η εμμονή αυτή να χρησιμοποιούν μόνο για τους βυζαντινούς αυτοκρατόρες και το Χριστό την ξενική ονομασία. Γιατί άραγε οι Νεοπαγανιστές δεν αποκαλούν και την Ρώμη Ρόμα, την Αγγλία Ινγκλαντ, την Γαλλία Φράνς, την Γερμανία Ντόϊτσλαντ, το Βελιγράδι Μπέογκραντ, ή τον Ιούλιο Καίσαρα Τζούλιους Καίσαρ; Διότι το κάνουν εσκεμμένα, για να δείξουν την μη-ελληνικότητα των βυζαντινών. Όμως ακριβώς επειδή δεν το κάνουν σε όλες τις περιπτώσεις, (Ιούλιος Καίσαρας, Μάρκος Αυρέλιος) φαίνεται η ασυνέπειά τους. Όμως ο Ιησούς έγινε γνωστός με το Ελληνικό όνομα «Χριστός», όσο κι αν δεν τους αρέσει.  

Από τα παραπάνω φαίνεται ότι, αντίθετα με τα όσα προπαγανδίζουν, οι Νεοπαγανιστές δεν έχουν πρόβλημα με το Βυζάντιο καθεαυτό, αλλά μόνο με τον Χριστιανισμό. Τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουλιανό τον δοξάζουν, παρόλο που είναι βυζαντινός, μόνο και μόνο επειδή δεν είναι Χριστιανός.  Συνεπώς, όταν λένε πως το Βυζάντιο δεν είναι ελληνικό, το λένε λόγω της θρησκειας του, και για τίποτε άλλο. Είναι θεοκράτες. Αν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες ήταν παγανιστές, τότε για τους Νεοπαγανιστές όλα θα ήταν μέλι γάλα, θα τους έγλυφαν και πιθανόν θα τους λάτρευαν κι αυτούς ως θεούς. Δηλαδή η στάση τους έναντι της ξένης κατοχής εξαρτάται από το τι θρησκεία ο κατακτητής έχει. Αυτή είναι η στάση των «πραγματικών Ελλήνων»;

Όταν ο Παλαιολόγος χαρακτηρίζει την Κωνσταντινούπολη «καταφύγιο των Χριστιανών, ελπίδα και χαρά των Ελλήνων», λέγοντας μετά «Δώστε στους άπιστους να καταλάβουν ότι δεν έχουν απέναντί τους ζώα χωρίς λογικό, αλλά τους απογόνους Ελλήνων και Ρωμαίων», ταυτίζοντας τον Έλληνα-Χριστιανό-Ρωμαίο, δεν έχει νόημα να αντιπαραβάλλουμε στην γνώμη του τις γνώμες μερικών Νεοπαγανιστών που εμφανίστηκαν πριν μια-δυο δεκαετίες. Φυσικά, για τους Νεοπαγανιστές ισχύει το «αν η πραγματικότητα είναι ενάντια στην ιδεοληψία μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα αυτή δεν υπάρχει». Έτσι σκέφτονται οι Νεοπαγανιστές: «αν ο Παλαιολόγος, οι εθνοσυνελεύσεις, οι οπλαρχηγοί του ’21 μίλησαν για Χριστιανισμό και Ελληνισμό ως ενότητα, τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς». Είναι η νοοτροπία του «στραβός είν’ ο γιαλός, δεν αρμενίζουμε εμείς στραβά». Δεν τους επιτρέπουμε να είναι Ελληνο-κάπηλοι. Το τι σήμαινε το 1453, το 1821 και τι σημαίνει σήμερα «Έλληνας» δεν θα το πει μια ασήμαντη μειοψηφία (Ασφαλώς, και οι Παγανιστές έχουν το δικαίωμα της έκφρασης της γνώμης τους, αλλά όχι το δικαίωμα να επιβάλουν, βρίζοντας αισχρά, τη γνώμη τους), που πιστεύει ότι οι υπόλοιποι Έλληνες τής δώσαν το δικαίωμα να ορίζει τις έννοιες, να βρίζει ως μη Έλληνες όσους διαφωνούν και να νομίζει ότι έχουν copyright σε ονόματα και πατρίδα. Θα το πουν όσοι αγωνίστηκαν γι’αυτόν τον τόπο. Και οι αγωνιστές, από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ώς τον Κολοκοτρώνη μίλησαν υπέρ του Χριστιανισμού.

Μερικοί Νεοπαγανιστές, προκειμένου να αρνηθούν ή να δικαιολογήσουν τις εθνικες προδοσίες των παγανιστών, αρνούνται πως υπήρχε ελληνικό έθνος στην αρχαιότητα, με το αιτιολογικό πως δεν υπήρχε ενιαίο κράτος. ¶ραγε δεν καταλαβαίνουν πως άλλο πράγμα το έθνος κι άλλο το κράτος ή προσπαθούν αγωνιωδώς να θεωρήσουν πατριώτες όσους λάτρευαν τη Θεά Ρώμη και τους Θεούς Νέρωνα, Καλιγούλα κ.ά.; Όταν στους Μηδικούς πολέμους οι Έλληνες έλεγαν «ίτε παίδες Ελλήνων» και επικήρυξαν την κεφαλή του Εφιάλτη ως «προδότη των του έθνους των Ελλήνων» ή όταν ο Αλέξανδρος έστελνε γραφή «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων», μήπως μπέρδευε «Έλληνες» και «Σπαρτιάτες»; Δεν αποδεικνύουν όλα αυτά την ύπαρξη ελληνικού έθνους στην αρχαιότητα; Κι όμως μερικοί Νεοπαγανιστές φτάνουν στο σημείο να αρνούνται ακόμα και την ύπαρξη αρχαιοελληνικού έθνους  ακόμα και στον 2ο π.Χ. αι. (κατά τα άλλα ωρύονται για την καταστροφή του «ανύπαρκτου» αυτού έθνους από τους Βυζαντινούς 6 αιώνες μετά! Ας αποφασίσουν πρώτα αν υπήρχε) προκειμένου να αθωωθεί ο κάθε παγανιστής προδότης.  

Και βέβαια, αφού οι Νεοπαγανιστές καταφεύγουν στο κουτοπόνηρο επιχείρημα ότι οι προδοσίες των Αρχαίων Ελλήνων κατά την Ρωμαϊκή κατάκτηση έγιναν επειδή οι Αρχαίοι δεν είχαν Εθνική Συνείδηση, αλλά μόνο Τοπική Συνείδηση, τότε ας απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα: Πώς γίνεται να κατηγορούν το Βυζάντιο ως «μη ελληνικό», επειδή δεν είχε ελληνική συνείδηση, και ταυτόχρονα να ισχυρίζονται ότι η Αρχαία Ελλάδα, η οποία σύμφωνα με αυτούς τους Νεοπαγανιστές «δεν είχε Εθνική συνείδηση, αλλά επιμέρους τοπικές», ήταν ελληνική; Αφού οι Νεοπαγανιστές έχουν ως κριτήριο τη «συνείδηση», τότε είναι αναγκασμένοι από τα ίδια τους τα λόγια να πουν ότι οι Αρχαίοι Έλληνες διέπραξαν προδοσίες, διότι δεν είχαν ελληνική συνείδηση και συνεπώς, η Αρχαία Ελλάδα, ως μη έχουσα ελληνική συνείδηση, δεν ήταν ελληνική. Αν πάλι αποδίδουν στη «συνείδηση» τόση μεγάλη σημασία οι υπόλοιποι Νεοπαγανιστές, και πουν «όχι, είχε εθνική ελληνική συνείδηση η Αρχαία Ελλάδα, γι' αυτό είναι ελληνική, σε αντίθεση με το Βυζάντιο», τους ρωτάμε: οι Σκοπιανοί, που έχουν μακεδονική συνείδηση (και φυσικά οι ίδιοι δεν προσποιούνται, το πιστεύουν ότι είναι Μακεδόνες), είναι Μακεδόνες; Αν μάς απαντήσουν όχι, τότε έρχονται σ’ αντίθεση με την θεωρία τους ότι η «εθνική συνείδηση» έχει τη μέγιστη σημασία. Αν «ναι», τότε να γραφτούν μέλη στο σκοπιανό κόμμα VMRO.

Κανείς δεν είπε ότι η ελληνικότητα διαφορετικών εποχών είναι ολόιδια. Η σημερινή λ.χ. ελληνικότητα του έθνους-κράτους είναι πρωτόγνωρο χαρακτηριστικό. Ποτέ δεν υπήρξε τέτοιο πράγμα στην ελληνική ιστορία. Τι θα πει αυτό; Ότι δεν είναι ΄Έλληνες όσοι δεν είχαν αυτή την ελληνικότητα; Ή ότι δεν είμαστε εμεις, σήμερα, Έλληνες; Φυσικά, η Ρωμανία δεν είναι «Ελλάδα». Είναι όμως ελληνική. Ελληνικότατη. Δεν υπήρξε κράτος με το όνομα Ελλάδα στην αρχαιότητα. Είναι, όμως, αποδεδειγμένο ότι το πρώτο κράτος που ονομάστηκε Ελλάδα ήταν η Ρωμαίικη Αυτοκρατορία στη Νίκαια. Και στο κάτω κάτω: ό,τι κι αν ήταν αυτοί οι άνθρωποι, όπως κι αν λέγονταν, ήταν – δίχως σοβαρά αντεπιχειρήματα περί του αντιθέτου – οι πρόγονοί μας, οι πατέρες μας. Αυτό αρκεί.

Αναρωτιέται κάθε λογικός άνθρωπος, αφού οι Νεοπαγανιστές και οι αρχαιολάτρες κρίνουν την εθνικότητα με βάση τη θρησκεία, τότε κατ' αυτούς τι εθνικότητας είναι ένας άθεος ή άθρησκος ή ένας βουδιστής που απορρίπτει την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, ή ένας μαρξιστής Έλληνας; Από πού απέκτησαν το δικαίωμα οι λίγοι να ορίζουν τα του βίου των πολλών και τον επίσημο χαρακτηρισμό τους στον τόπο αυτόν; Από το κράτος; Ποιος τους έδωσε την ικανότητα αυτή; Μήπως η αφεντιά τους, ή ο Δίας και ο Πλάτωνας αυτοπροσώπως; Εκτός κι αν αρνούνται την ελληνική ιδιότητα ειδικά στους Χριστιανούς.

Πολλοί ιδεαλιστές Νεοπαγανιστές ή εθνικιστές αρχαιολάτρες παπαγαλίζουν το ισοκράτειο ρητό «Έλληνες είναι όσοι μετέχουν της ελληνικής παιδείας» (φυσικά, εννοώντας ελληνική παιδεία = λατρεία στους «θεούς») και νομίζουν πως βρήκαν «αντικειμενικό ελληνόμετρο» με τη βοήθεια του οποίου κρίνουν ποιος είναι και ποιος δεν είναι Έλληνας. Σ' αυτήν την περίπτωση προκύπτει το ερώτημα: οι παππούδες μας που δεν ήξεραν καν το όνομα Πλάτωνας ή Όμηρος ή Αριστοτέλης, και δεν μετείχαν καθόλου της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας αλλά πολέμησαν σα λιοντάρια στα χιόνια της Πίνδου το 1940, και έχυσαν το αίμα τους το 1912-13 και το 1821 για την ελευθερία της Ελλάδας δεν είναι Έλληνες; Τι σόι ελιτισμός των Νεοπαγανιστών-αρχαιολατρών εθνικιστών είναι αυτός που αρνείται στον απλό λαό την ελληνικότητα; Αλλά φυσικό είναι να συμπεριφέρονται οι παγανιστές και οι εθνικιστές αρχαιολάτρες έτσι, αφού υβρίζουν το σημερινό λαό ως «εκφυλισμένο» και μολυσμένο («προσκυνημένο νεοελληναριό»).

Ο εκδότης του περιοδικού Δαυλός (τ. 164-165) αποφαίνεται πως «Η Ελληνική Γλώσσα είναι ο ίδιος ο Ελληνισμός». Το περιοδικό αυτό με τους αρθρογράφους του σχεδόν κάθε μήνα ισχυρίζεται και «αποδεικνύει» ότι οι Ωκεάνιοι, οι Ινδιάνοι, οι Ίνκας, οι Εβραίοι, οι Ινδοί, οι Ιάπωνες, οι Λατίνοι, σχεδόν όλοι μιλούσαν ή μιλούν, παρεφθαρμένα ή μη, ελληνικά (πλην των μαύρων Αφρικανών, απ’ όσο γνωρίζουμε˙ γιατί τέτοια εξαίρεση άραγε; Μήπως αποτελεί εκδίκηση κατά «αφροκεντρικών» διανοούμενων; Και τι φταίνε τα καημένα τα μαυράκια να μην είναι έλληνες;). Ενώ αντίθετα, ο μοναδικός πραγματικά λαός μεταξύ 350-1453 μ.Χ., που μιλούσε άπταιστα ελληνικά, διότι απλούστατα ήταν η μητρική του, οι «Βυζαντινοί», αυτοί δεν έχουν ελληνισμό. Αυτοί ήταν ανθέλληνες. Κι αυτό ενώ (Δαυλός, τ. 193, σ. 11921) «η γλώσσα είανι γέννημα της φύσεως. Η μοναδική Ελληνική φύση ήταν η μήτρα που εκυοφόρησε την μοναδική Ελληνική γλώσσα». Αλλά οι Βυζαντινοί και ελληνικά μιλούσαν και στην «ελληνική φύση» ανήκει το Βυζάνιο – παρόλα αυτά δεν είναι ελληνικό. Μυστηριώδης λογική, μα τον Δευκαλίωνα και την Επιστήμη. Σε λίγο θα μας πουν πως και οι Τούρκοι είναι Έλληνες ενώ οι Βυζαντινοί δεν είναι. Πράγμα επίσης παράλογο, αφού οι Τούρκοι είναι απόγονοί όσων Βυζαντινών εξισλαμίστηκαν. Μάλλον γινόμενος Μουσουλμάνος εξελληνίζεσαι, λοιπόν!

Ισχυρίζονται οι αρχαιολάτρες ότι το βυζαντινό καθεστώς ήταν σαθρό (Δαυλός, τ. 207). Προφανώς αγνοούν ότι το «σαθρό» βυζαντινό καθεστώς επέζησε 1123 χρόνια, τα κλασσικά ελληνικά κράτη-πόλεις γύρω στα 600 χρόνια και το μακροβιώτερο ελληνιστικό, των Πτολεμαίων, περί τα 300 χρόνια. Το «σαθρό» βυζαντινό κράτος διήρκεσε περισσότερο από την Περσική Αυτοκρατορία, την Ασσυριακή, τα αρχαιοελληνικά/ελληνιστικά κράτη, την Βρεταννική Αυτοκρατορία, την Ρωσσική, την μεσαιωνική Γερμανική, την Οθωμανική, αντιμετωπίζοντας πολύ περισσότερους και βαρβαρικότερους εισβολείς από κάθε μια. Τόσο «σαθρό» ήταν.

Στο περιοδικό του κ. Π. Μαρίνη Ελληνικό Πάνθεον, σε άρθρο με τίτλο «Χριστιανικοί... καλοί τρόποι» διαβάζουμε: «τον 11ο αιώνα, μια πριγκίπισσα προξένησε φοβερό σκάνδαλο στη Βενετία, όταν σε γεύμα πρωτοχρησιμοποίησε πηρούνι και η κληρικοί την απείλησαν με θεία οργή». Εξεπίτηδες και εν γνώσει των Νεοπαγανιστών αρθογράφων παραλείπεται η (πασίγνωστη) διευκρίνηση ότι η πριγκίπισσα αυτή ήταν Ρωμηά Ελληνίδα Ορθόδοξη, η Αργυρώ. Εφόσον και αυτή ήταν Χριστιανή, συνεπάγεται πως ο σκανδαλισμός των χριστιανών Βενετών για το πηρούνι δεν οφείλεται στην χριστιανική θρησκεία τους, αλλά στην ανωτερότητα της χριστιανικής Ρωμανίας. Στη χριστιανική Ρωμανία υπήρχε πολιτισμός, στην χριστιανική Ιταλία βαρβαρότητα. Προφανώς όμως, οι νεοπαγανιστές αρθρογράφοι σκέφτηκαν ότι αν παρέλειπαν την διευκρίνηση ότι η πριγκίπισσα ήταν Χριστιανή και δη εκ Ρωμανίας, αφενός θα σπίλωναν το Χριστιανισμό, αφετέρου θα απέφευγαν να αναγνωρίσουν τον ρωμαίικο ελληνικό πολιτισμό. Τι έξυπνη τακτική.

Οι Νεοπαγανιστές ισχυρίζονται (Δαυλός, τ. 207) ότι ο βυζαντινός στρατός αποτελείτο από μισθοφόρους. Η αλήθεια είναι ότι ο Ρωμαίικος στρατός αποτελείτο κυρίως από Έλληνες και υπήρχαν βοηθητικά μισθοφορικά σώματα. Όσο για το ρωμαίικο ναυτικό, αυτό αποτελείτο από Αιγαιοπελαγίτες και Επτανήσιους Έλληνες. Ο Παπαρρηγόπουλος διαπιστώνει ότι όλα τα αναφερόμενα ονόματα Βυζαντινών στρατηγών και ναυάρχων είναι ελληνικά. Ακόμη και οι τίτλοι τους είναι κατά κύριο λόγο ελληνικοί, εκτός των, μετεφρασμένων στην ελληνική άλλωστε, λατινικών. Οι Ακρίτες του Πόντου και της Καππαδοκίας είναι Ρωμηοί Έλληνες, στα ακριτικά σώματα συμμετείχαν εκτώς αυτών και Κρήτες, Τσάκωνες, Κεφαλλονίτες, Ηπειρώτες, και στα ελληνικά εξυμνήθηκαν τα κατορθώματά τους. Ο Ρωμαίικος στρατός βασιζόταν στο θεσμό των «θεμάτων» και στους ελεύθερους αγρότες της ελληνικής Μικρασίας. Ξένα στρατεύματα υπήρχαν ελάχιστα, κυρίως από υποτελή ή φιλικά προς τη Ρωμανία κράτη. Οι περισσότεροι μισθοφόροι στελέχωναν (παράλληλα με τους Ρωμηούς) τη βασιλική φρουρά (Βαραγγοί). Κατά τα άλλα ο στρατός βασιζόταν σε Έλληνες ελεύθερους αγρότες και Ακρίτες. «Πάντως και κατά τον αιώνα τούτον [σημ.: τον 6ο] εντείνεται η προσέλευσις εντοπίων εις τας βυζαντινάς δυνάμεις και η αριθμητική των υπεροχή έναντι του ξένου στοιχείου γίνεται έκδηλος» (Καραγιαννόπουλου Ιω. Ε., Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, εκδ. Βάνιας, ανατύπωση Ε’, 1995, τ. Α’, σ. 635). Ο τρομερός ιστοριογνώστης, παγανιστής Β. Ρασσιάς, ισχυρίζεται ότι από τους Βυζαντινούς έλειπε εντελώς η γενναιότητα και η ανδρεία. Προφανώς τα δεκάδες ακριτικά τραγούδια ΔΕΝ κάνουν λόγο για την έλλειψη ανδρείας των προγόνων μας˙ αυτό θέλει να μας πει, ο παγανιστής. Δεν γνωρίζουμε όμως αν τα ακριτικά τραγούδια κάνουν λόγο για την άγνοια των Νεοπαγανιστών.

Οι αρχαιολάτρες (Αθ. Κουκοβίστας, Δαυλός, τ. 208) έχουν φτάσει στο σημείο να ισχυρίζονται ότι «αιτία του Σχίσματος είναι κυρίως η μεταστροφή της Δύσεως προς την σπουδήν του ελληνικού πολιτισμού» κι ότι «την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία την κατέλαβαν φορείς του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού». Προφανώς οι αρχαιολάτρες δεν διάβασαν την εξιστόρηση της ¶λωσης του 1204 από τον Νικήτα Χωνιάτη, ο οποίος αναφέρει ένα ελάχιστο – όπως ο ίδιος τονίζει – τμήμα από τα αναρίθμητα αρχαιοελληνικά έργα τέχνης που κατέστρεψαν και έλειωσαν στα καμίνια τους οι Δυτικοί Σταυροφόροι, όταν κατέλαβαν την Πόλη. Δεν διάβασαν και γι’ αυτό δεν πρόσεξαν το θρήνο του Βυζαντινού (άρα κατ’ αυτούς «ανθέλληνα») Χωνιάτη για την καταστροφή των αρχαίων αγαλμάτων από τους «φορείς του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού», τους Δυτικούς; Ούτε διάβασαν οι αρχαιολάτρες τις περιγραφές των Δυτικών Σταυροφόρων, οι οποίοι παραδέχονται ότι αφανίστηκαν τα θαυμάσια αρχαία αγάλματα; Δεν γνωρίζουν ότι οι «φορείς του ελληνικού πνεύματος», Σταυροφόροι, κατάφεραν μέσα σε 57 χρόνια (1261-1204) να μειώσουν τον ελληνικό πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης από 1.000.000 σε 60.000 κατοίκους; Η αλήθεια είναι, παρά την επίδειξη αμάθειας του καθενός αρχαιολάτρη, πως όχι μόνο κατά την εποχή της ¶λωσης του 1204, αλλά και αυτήν του Σχίσματος, το 1054, οι Δυτικοί όχι μόνο του αρχαιοελληνικού πολιτισμού δεν ήταν φορείς, αλλά μάλλον κανενός πολιτισμού, και μάλιστα ήταν κατώτεροι πολιτισμικά όχι μόνο από τους Ρωμηούς Έλληνες προγόνους μας, αλλά και από τους Πέρσες και τους ¶ραβες. Την εποχή του Σχίσματος η Δυτική Ευρώπη δεν γνώριζε τίποτε για ελληνικό πολιτισμό και ήταν παραδομένη στη βαβαρότητα του Τευτονικού φεουδαλισμού.

            Οι αρχαιολάτρες (Αθ. Κουκοβίστας, Δαυλός, τ. 208) ισχυρίζονται ότι αιτία του αντιδυτικού μένους  των Ρωμηών ήταν η Αναγέννηση της Δύσης που λάμβανε χώρα μετά τον 14ο αι. Η αλήθεια είναι ότι στην Αναγέννηση βοήθησε η Ρωμανία, αφού συντήρησε τα αρχαία γραπτά. Το αντιδυτικό μένος των Βυζαντινών οφείλεται στην ¶λωση του 1204 και στην επίθεση των Φράγκων κατά του ελλαδικού χώρου από τον 12ο ώς τον 15ο αιώνα, επί 300 έτη δηλαδή. Χάρη στην «ευεργεσία» αυτών των «φορέων του ελληνικού πολιτισμού» η Ρωμανία αναγκαζόταν επί τρεις αιώνες να μάχεται σε δύο μέτωπα, στη Δύση τους Φράγκους και στην Μικρασία τους Τούρκους, με αποτέλεσμα να εξασθενίσουν οι δυνάμεις της. Αν δεν αναγκαζόταν να μάχεται και τους επιτιθέμενους Δυτικούς, η Ρωμανία πολύ πιθανόν θα είχε κανονίσει τους Τούρκους όπως είχε αναχαιτίσει τους Πέρσες και τους ¶ραβες. Στην πισώπλατη μακραίωνη επίθεση των Δυτικών κι όχι στην Αναγέννησή τους οφείλεται το αντιδυτικό μένος των Βυζαντινών.

Ο αρχαιολάτρης Β. Μυσίρης στο βιβλίο του Κατωτικοί και πόρνες αφήνει να εννοηθεί ότι ο χαρακτηρισμός των νοτιοελλαδιτών ως «Κατωτικών» από τους Βυζαντινούς εντάσσεται στο κλίμα του ανθελληνισμού των Βυζαντινών. Βεβαίως, αν αυτό ισχύει, τότε θα πρέπει να ισχυριστεί και ότι οι βορειοελλαδίτες, όταν αποκαλούν «Χαμουτζήδες» (=Κατωτικούς) τους νοτιοελλαδίτες το πράττουν επειδή δεν έχουν ελληνική συνείδηση ή επειδή είναι ανθέλληνες˙ και παρομοίως ότι οι νοτιοελλαδίτες που αποκαλούσαν «Βούλγαρους» τους βορειοελλαδίτες, το έπραταν επειδή δεν είχαν ελληνική συνείδηση ή επειδή ήταν ανθέλληνες! Το τσίρκο της αρχαιοπληξίας δεν έχει τελειωμό..

Πολλοί αρχαιολάτρες κατηγορούν τη Ρωμανία ότι τάχα κατέστρεψε τους αρχαίους ελληνικούς πολιτειακούς θεσμούς και την αυτονομία των αρχαίων ελληνικών πόλεων, η οποία – σύμφωνα με τους ίδιους αρχαιολάτρες – διατηρείτο ώς τον 5ο μ.Χ.! Φέρνουν κι ως «απόδειξη» γραπτά του Θεοδώρητου Κύρρου˙ μόνο που αυτά τα γραπτά δεν επιβεβαιώνον με τίποτε τον ισχυρισμό τους. Ο γενικότερος ισχυρισμός τους, ότι κατά τους δύο τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες και κατά την παγανιστική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία οι θεσμοί της αρχαιοελληνικής πόλης ήκμαζαν, είναι ψευδής. «Η ελευθερία της πόλης και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν αδύνατο να συνυπάρξουν (...). Κάθεμία απ’ αυτές τις πόλεις έστελνε σχεδόν κάθε χρόνο μια αντιπροσωία στη Ρώμη και οι πιο εμπιστευτικές και λεπτές υποθέσεις της τακτοποιούνταν από τη Σύγκλητο. Διατηρούσαν ακόμη τους αξιωματούχους τους, άρχοντες και στρατηγούς˙ αλλά ο άρχοντας δεν είχε πλέον άλλα καθήκοντα από την εγγραφή του ονόματός του στους δημόσιους καταλόγους, για να δηλώσει το έτος˙ και ο στρατηγός, ο άλλοτε αρχηγός του στρατού και του κράτους, δεν είχε πλέον άλλη απασχόληση από την επίβλεψη των δρόμων και την επιθεώρηση των αγορών (Φιλόστρατου, Βίοι σοφιστών, 1, 23). Οι θεσμοί της πόλης κατέρρεαν, λοιπόν, στους λαούς που ονόμαζαν συμμαχικούς, όπως και σε εκείνους που ονόμαζαν υπόδουλους (...). Αργότερα η Ρώμη αποκατέστησε παντού το αστικό καθεστώς˙ εννοείται βέβαια ότι αυτό το σύστημα κατά την εποχή της Αυτοκρατορίας δεν έμοιαζε παρά μόνον εξωτερικά με το καθεστώς των αρχαίων χρόνων˙ δεν είχε ούτε το πνεύμα ούτε τις αρχές. Η ελληνική ή γαλατική πόλη-κράτος στον αιώνα των Αντωνίνων ήταν εντελώς άλλο πράγμα από την αρχαία» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 539). Η Ρώμη έστελνε Ρωμαίους διοικητές στις επαρχίες της. Στον διοικητή «κανένας νόμος δεν μπορούσε να του επιβληθεί, ούτε ο νόμος της επαρχίας, εφόσον ήταν Ρωμαίος, ούτε ο νόμος της Ρώμης, εφόσον δίκαζε ανθρώπους της επαρχίας. Για να υπάρξουν νόμοι ανάμεσα σ’ αυτόν και στους υπηκόους το, έπρεπε να τους έχει συντάξει ο ίδιος (...) Από αυτό προέρχεται η συνήθεια που απέκτησαν οι κυβερνήτες να δημοσιεύουν, μόλις έφθαναν στην επαρχία, έναν κώδικα νόμων που αποκαλούσαν διάταγμα (...). Καθώς οι κυβερνήτες άλλαζαν κάθε χρόνο, άλλαζε κάθε χρόνο και η νομοθεσία, γιατί οι νόμοι δεν πήγαζαν παρά μόνον από τη θέληση του ανθρώπου που κατείχε το imperium». (Fustel De Coulanges, Η αρχαία πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 560). Με άλλα λόγια, επειδή οι ρωμαϊκοί νόμοι ίσχυαν μόνο για τους Ρωμαίους πολίτες κι όχι για τους κατεκτημένους (μεταξύ αυτών και τους Έλληνες), «η κατάσταση δεν ήταν ακριβώς χαώδης˙ αλλά, ελλείψει θεσμών και νόμων, την κοινωνία κυβερνούσαν η δύναμη, η αυθαιρεσία, η συμβατικότητα. (...) Από την πόλη δεν απέμεινε τίποτε˙ πρώτα χάθηκε η θρησκεία, ύστερα το πολίτευμα και τέλος το ιδιωτικό δίκαιο» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 563). Κι επειδή όλοι – ειδικά οι Έλληνες – κυνηγούσαν το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη, το οποίο τους προστάτευε από τις αυθαιρεσίες τις οποίες δεν μπορούσε να αποτρέψει το δίκαιο κι οι θεσμοί της ελληνικής πόλης, γι’ αυτό «ύστερα από κάποιες γενιές υπήρχε μέσα σε κάθε ελληνική πόλη ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων, που δεν αναγνώριζαν ούτε τις αρχές ούτε το δίκαιο αυτής της πόλης. Έτσι το αστικό καθεστώς αργοπέθανε με φυσικό θάνατο. Ήλθε μια μέρα, που η πόλη-κράτος ήταν ένα πλαίσιο χωρίς κανένα περιεχόμενο, που οι τοπικοί νόμοι δεν ίσχυαν πλέον, σχεδόν για κανέναν, που οι δικαστές της πόλης δεν είχαν πλέον κανέναν να δικάσουν» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 572). Τι σχέση έχει μ’ όλη αυτή την αποσύνθεση της αρχαίας πόλης και των θεσμών της η χριστιανική Ρωμανία;

   

 

  68. "Οι Έλληνες δεινοπάθησαν από τους Βυζαντινούς."

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Εξ ονόματος ποίων Ελλήνων μιλούν οι Νεοπαγανιστές; Αυτή η γενίκευση που κάνουν οι Νεοπαγανιστές – επειδή το επίκεντρο της Αυτοκρατορίας ήταν η Θράκη, η Μακεδονία, η Μικρά Ασία, δηλαδή η βόρεια κι όχι η νότια Ελλάδα, λέν ότι οι Έλληνες παραμελήθηκαν από το Βυζάντιο – είναι παράλογη.  Η αντίληψη αυτή παραγνωρίζει τον ελληνιστικό μετασχηματισμό. «Ελλάδα» πλέον δεν ήταν η Σπάρτη κι η Αθήνα μόνο. Ήταν η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια, η Θεσσαλονίκη, η Κωνσταντινούπολη, η Μικρά Ασία. Όσοι σκέφτονται την εποχή εκείνη με τα σημερινά δεδομένα και τα σημερινά όρια της Ελλάδας, είναι φυσικό να υποθέσουν ότι ο Ελληνισμός παραμελήθηκε.

Την ¶λωση της Πόλης, το τέλος της Ρωμαίικης αυτοκρατορίας Το θρήνησαν όλοι οι πρόγονοί μας, Κύπριοι και Μωραϊτες, Κρήτες και Πόντιοι, Βόρειοι και Νότιοι.  Kι ο Κωνσταντίνος ΙΑ' στο Μωριά στέφθηκε αυτοκράτορας όλων, νότιων και βόρειων και ανατολικών και δυτικών. Κι ο νότιος Έλληνας Κολοκοτρώνης «βασιλιά μας» τον ονομάζει τον Ρωμιό αυτοκράτορα, το Σούλι και την Μάνη ως κάστρα του βασιλιά (Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Απομνημονεύματα, εκδ. Αφών Τολίδη, σ. 68), και στην (μισητή για τους Νεοπαγανανιστές) Κωνσταντινούπολη στόχευε να φτάσουν οι Έλληνε και θεωρούσε δεδομένο ότι θα έφταναν οι Έλληνες αν  δεν υπήρχε ο διχασμός (Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Απομνημονεύματα, εκδ. Αφών Τολίδη, σ. 104). Και σε όλες, εξαρχής, τις εθνοσυνελεύσεις της Επανάστασης του '21 οι νότιοι Έλληνες ήταν αυτοί που  αποκαλούσαν τους Ρωμιούς Αυτοκράτορες «αειμνήστους ημών Χριστιανούς αυτοκράτορες της Ελλάδος».

«ΗΜΩΝ».

 

68a ΡΩΜΗΟΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑ

Ας δούμε πόσο έβλαψαν οι κακοί Βυζαντινοί τους Έλληνες της σημερινής Ελλάδας.

«Ο Μ. Κωνσταντίνος όχι μόνο, όπως είδαμε, ήθελε να ονομάζεται στρατηγός των Αθηνών, αλλά αύξησε και τα προνόμια των επικεφαλής των σχολών και των δασκάλων τους και τους δασκάλους αυτούς τούς απάλλαξε από πολλούς φόρους. (...) Έστελνε επίσης, για να μοιραστεί, στο δήμο των Αθηναίων αξιόλογη ποσότητα σιταριού κάθε χρόνο» (Κ. Παπαρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1885, επανέκδ. εκδ. Κάκτος, 1992, τ. 8, 3). Στον Αθηναίο Νεοπλατωνικό, τον Νικάνορα, ο οποίος είχε την αρχή του δαδούχου στην Ελευσίνα, έδωσε τους αναγκαίους πόρους, ώστε να κάνει ο Νικάνορας ταξίδι στην Αίγυπτο για μελέτες (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, σ. 92). Και φυσικά, θα ήταν εντελώς απίθανο, από τη μια ο Κωνσταντίνος να βοηθά τον Νικάνορα κι από την άλλη να σκοτώνει τον Σώπατρο για θρησκευτικούς λόγους. Επίσης, ο Κωνσταντίνος, στη μάχη κατά του Λικίνιου χρησιμοποίησε τον ελληνικό στόλο, που ελλιμενιζόταν στον Πειραιά. Ο Κωνσταντίνος έφτιαξε τειχισμένο τεχνητό λιμάνι για τη Θεσσαλονίκη, στα Ν.Δ. της πόλης.

«Ἀλλὰ καὶ οἱ υἱοὶ τοῦ Κωνσταντίνου ἐπέδειξαν πολλαχῶς τὴν πρὸς τὰς Ἀθήνας καὶ τὸ ἐν αὐταῖς πανεπιστήμιον, εὔνοιαν αὑτῶν. Τὸν περιώνυμον σοφιστὴν Προαιρέσιον, οὗ καὶ αὐτοὶ οἱ Ρωμαῖοι ἔστησαν δημοςίᾳ ἀνδριάντα, ἐτίμα ὁ αὐτοκράτωρ Κώνστας τοσοῦτον, ὥστ’ ἐξ ἀγάπης πρὸς αὐτὸν ἐδώρησε εἰς τοὺς Ἀθηναίους τοὺς ἔκ τινων νήσων πόρους» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, σ. 93).

 Ο «ανθέλληνας» Θεοδόσιος Α’ έχτισε τα τείχη της Θεσσαλονίκης. Αυτά την κατέστησαν την δεύτερη πιο καλά οχυρωμένη πόλη μετά την Κωνσταντινούπολη, απρόσβλητη από τις επιθέσεις Βουλγάρων και Σλάβων.

Ο «ανθέλληνας» Θεοδόσιος Β’ με την προτροπή της Αθηναίας γυναίκας του, Αθηναΐδας, ελάττωσε τους φόρους των Αθηναίων και στο πανεπιστήμιο που ίδρυσε οι ελληνικές έδρες ήταν ισάριθμες των λατινικών. Ένας γάμος, δηλαδή, επιτάχυνε την επικράτηση της ελληνικής, εμποδίζοντας τον εκλατινισμό της Ανατολής.

Περνάμε στον μισέλληνα Ιουστινιανό. Αυτός τείχισε την πόλη Εύροια στην Ήπειρο (Προκόπιου Περί Κτισμάτων, Δ’, α’, 40). Έχτισε διπλές επάλξεις στα οχυρά φρούρια των Θερμοπυλών, οχύρωσε και τείχισε τις εκεί διαβάσεις εγκαθιστώντας φρουρές (Προκόπιου Περί Κτισμάτων, Δ’, β’, 4˙ 7˙ 14). Έχτισε ισχυρά τείχη για τις πόλεις Σάκκο, Υπάρη, Κοράκιο, Ούνο, Βαλέες, Λεοντάρι, στην Στερεά Ελλάδα (Προκόπιου Περί Κτισμάτων, Δ’, β’ 16). Ανακαίνισε  οχυρά στην Ηρακλειάδα, κοντά στο Σπερχειό (Προκόπιου Περί Κτισμάτων, Δ’, β’, 22). Τείχισε τον Ισθμό, εγκατέστησε εκεί φρουρές και έκτισε φρούρια (Προκόπιου Περί Κτισμάτων, Δ’, β’, 27-28). Έχτισε μια οχυρωμένη πόλη στη θέση της σημερινής Καστοριάς (Προκόπιου Περί Κτισμάτων, Δ’, γ’, 4). Ανακαίνισε τους περιβόλους των τειχών Εχινού, Θηβών, Φαρσάλων, και όλων των πόλεων της Θεσσαλίας, όπως της Δημητριάδας, της Τρίκης (Τρικάλων) (Προκόπιου Περί Κτισμάτων, Δ’, γ’, 5). Έχτισε ισχυρότατα τείχη στη Λάρισα και στην Καισάρεια, στην Δ. Μακεδονία επί του Αλιάκμονα (Προκόπιου Περί Κτισμάτων, Δ’, γ’, 10). Στις εκβολές του Αξιού έκτισε φρούριο (Προκόπιου Περί Κτισμάτων, Δ’, γ’, 30). Στην Ήπειρο, ο Ιουστινιανός έχτισε 13 νέα φρούρια κι ανακαίνισε 23 παλιά. Στην Μακεδονία ανακαινίστηκαν 46 φρούρια, ενώ στη Θεσσαλία 7 (Προκόπιου Περί Κτισμάτων, Δ’, δ’, 2). Σύνολο, 89 φρούρια που έκτισε στην Ελλάδα για την προστασία της, ο ανθέλληνας Ιουστινιανός. Επίσης, ο Ιουστινιανός ανέκτισε τα τείχη της Κορίνθου, των Πλαταιών και της Αθήνας, τα οποία είχαν ερειπωθεί από τον καιρό των γοτθικών επιδρομών του 3ου αιώνα, και κατέστησε οχυρώτερα τα τείχη της Ακρόπολης (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, σ. 140). «Για όλα αυτά τα μέρη [της Ελλάδας] ο βασιλιάς έχει δείξει μεγάλο ενδιαφέρον. (..) ο βασιλιάς Ιουστινιανός βοήθησε όλες τις ελληνικές πόλεις που βρίσκονταν μέσα στα τείχη των Θερμοπυλών να νοιώθουν ασφαλείς, αφού ανακαίνισε όλους τους περιβόλους» (Προκόπιου Περί Κτισμάτων, Δ’, δ’, 1, 23). Φυσικά, όλα αυτά που λέει ο Προκόπιος είναι αρχαιολογικώς επαληθευμένα και δεν αποτελούν – όπως αποτελούν οι λοιδωρίες κατά της Θεοδώρας – φαντασία και κολακεία.

Η Θήβα στη βυζαντινή εποχή ήταν κέντρο επεξεργασίας μεταξιού, πράγμα που της έδινε πολύ πλούτο. Τόσο παρηκμασμένη ήταν. Στην Κόρινθο μαρτυρούνται χαρτοποιοί (επεξεργαστές περγαμηνής), δηλαδή κατασκευαστές του υλικού, στο οποίο αντιγράφονταν τα αρχαία κλασσικά έργα (Κων/νος Πορφυρογέννητος, Προς ιδίον υιόν Ρωμανόν, κεφ 52, 11, σ. 256). Γίνεται, στον τόπο εκείνο να υπήρχαν περγαμηνές αλλά όχι αρχαία αντίγραφα; Επίσης στην Κόρινθο έχουμε μαρτυρίες (A. Bon, Le Pιloponnθse byzantin Jusquen, σ. 131) για εργαστήρια υαλουργίας. Επί Βυζαντίου ιδρύονται πόλεις όπως η ¶ρτα, ο Μυστράς, η Μονεμβασιά.

Ο Ρωμαίικος στρατός επί Ρωμανού Β' πέταξε έξω από την Κρήτη τους ¶ραβες κατακτητές της, απελευθερώνοντάς την και επανελληνίζοντάς την με νέους κατοίκους, απόγονοι των οποίων είναι οι σημερινοί Κρητικοί. Επί αιώνες οι Αυτοκράτορες πολεμούσαν τους Βούλγαρους ώστε αυτοί να μην υποδουλώσουν τη Μακεδονία και τη Θράκη (π.χ. αρκεί να θυμίσουμε την εκστρατεία του αυτοκάτορα Σταυράκιου κατά των Σλάβων της Πελοποννήσου το 783, τον Νικηφόρο Α’  στα 805-6 να καταστέλλει εξέγερση Σλάβων ή τη μάχη του Νικηφόρου Ουρανού το 997 στον Σπερχειό κατά των Βουλγάρων, όπου  ο Ρωμηός στρατηγός κόντεψε να φονεύσει τον Σαμουήλ). Τό ίδιο έκαναν και με τους Σλάβους που είχαν κατέβει στη νότια Ελλάδα, έκαναν εκστρατείες και τους καθυπέταξαν κι όποτε αυτοί επαναστατούσαν, έστελναν στρατό. Επιπλέον, μετέφεραν Έλληνες Μικρασιάτες στην Ελλάδα μεταφέροντας τους Σλάβους στην Μικρά Ασία, ώστε να εξελληνιστούν οι  Σλάβοι και να ελαττωθεί η παρουσία τους στην Ελλάδα. Ο Λέων στα Τακτικά του γράφει για τη μέθοδο των αυτοκρατόρων: «Ταῦτα [τα σλαβικά φύλα] ὁ ἡμέτερος ἐν θείᾳ τῇ λήξει γενόμενος πατὴρ καὶ αὐτοκράτωρ Ρωμαίων Βαςίλειος τῶν ἀρχαίων ἠθῶν ἔπεισαι μεταστῆναι καὶ γραικώσας καὶ ἄρχουσι κατὰ τὸν ρωμαϊκὸν τύπον ὑποτάξας καὶ βαπτίσματι τιμῆσαι». Δηλαδή, τους υπέτασσαν στην ρωμαϊκή εξουσία, τους βάφτιζαν και τους εξελλήνιζαν γλωσσικά. Είναι άξιο παρατήρησης, ότι η πολιτική ανεκτικότητας των Ρωμηών Ελλήνων αυτοκρατόρων προς τους Σλάβους και τη γλώσσα τους δεν αφορούσε παρά μόνο τη βόρεια χερσόνησο του Αίμου. Οι αυτοκράτορες δεν επέτρεψαν τη σλαβική γλώσσα από τη Μακεδονία και κάτω, αλλά με γλωσσικό εξελληνισμό και με μετακινήσεις πληθυσμών απέτρεψαν οι ελληνικές χώρες να γίνουν όπως οι βόρειες βαλκανικές. Την περιοχή της Ελλάδας, την ήθελαν ελληνική. Εάν οι Αυτοκράτορες δε θεωρούσαν ομοεθνείς, δικούς τους, τους Έλληνες, θα αδιαφορούσαν για την εθνολογική σύσταση της Ελλάδας. Με νύχια και με δόντια κρατούσαν οι Ρωμηοί Πρόγονοί μας την Κάτω Ιταλία, και όσο την κατείχαν τα ελληνικά εκεί επικρατούσαν, ενώ όταν υποδουλώθηκε στους Νορμανδούς εν τέλει εκλατινίστηκαν οι κάτοικοί της.

Πάντως, δύο Αθηναίες αυτοκράτειρες, η Ευδοξία-Αθηναΐδα και η Ειρήνη (που βασίλευσε μόνη της, άρα ούτε το επιχείρημα πως δεν υπήρξε αυτοκράτορας από την σημερινή Ελλάδα, ισχύει), η πρώτη προωθώντας τα ελληνικά εις βάρος των λατινικών και η δεύτερη προωθώντας την εικονολατρία εις βάρος της ασιατικής εικονομαχίας, έπαιξαν τεράστιο ρόλο στην υπόθεση της ελληνικότητας της Ρωμανίας ως κράτους (¶λλες Ελληνίδες σύζυγοι Αυτοκρατόρων ήταν η Θεοφανώ, σύζυγος του Σταυράκιου, η Θέκλα, θυγατέρα του Θεόφιλου, η Θεοδώρα, χήρα του Θεόφιλου, η Ευσεβία, Θεσσαλονικιά, σύζυγος του Κωνστάντιου Β’, η Κύπρια Θεοδώρα).     

Η πλήρης άγνοια της διττής σημασίας των ονομάτων οδηγεί τους Ν/Π στη διάπραξη ξεκαρδιστικών λαθών, που παύουν να είναι ξεκαρδιστικά όταν αυτοί αρχίζουν τις ύβρεις. Το όνομα «Βυζάντιο» ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε από τους «Βυζαντινούς» ως δηλωτικό του κράτους τους. Οι συγγραφείς όλοι της «βυζαντινής» εποχής όταν γράφουν «Βυζάντιο» εννοούν την Κωνσταντινούπολη. Ηταν τόσο ανθέλληνες μάλλον, που χρησιμοποιούν το αρχαιοελληνικό αντί του ρωμαϊκού ονόματος. Γράφει λοιπόν ο αρχαιολάτρης Στέφανος Μυτιληναίος στο Δαυλό (τ. 243): «Για τους επαναστάτες Έλληνες η Οθωμανική Αυτοκρατορία ταυτιζόταν με το Βυζάντιο.» Ως  απόδειξη γι’ αυτό φέρνει τη φράση της Β’ Εθνοσυνέλευσης (1823) «ο κρότος των ημετέρων όπλων, αντηχήσας, διετάραξε το Βυζάντιον». Πού να γνωρίζει ο  αρχαιολάτρης ότι οι επαναστατημένοι Έλληνες και οι λόγιοί τους εξακολουθούσαν την συνήθεια των «Βυζαντινών» προγόνων τους και των λογίων του «Βυζαντίου» να επιμένουν να δίνουν σε πόλεις και λαούς τις αρχαιοελληνικές ονομασίες («Πέρσες»=Τούρκοι, «Κέλτες»=Φράγκοι, «Σκύθες»=Ρώς. Η ¶ννα Κομνηνή π.χ. γράφει «Η Επίδαμνος, που έχει επικρατήσει να την ονομάζουν Δυρράχειο»).  Συνεπώς «Βυζάντιο», προτού καθιερωθεί να σημαίνει τη Ρωμανία, σήμαινε την Κωνσταντινούπολη, και «βυζαντινός στόλος» τον εκ Κωνσταντινούπολης, πρωτεύουσας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στόλο. Αλήθεια, πώς γίνεται να ταύτιζαν οι επαναστάτες Έλληνες του 1821 το κράτος «Βυζάντιο» με την Οθωμανική αυτοκρατορία, και ταυτόχρονα (δες Κεφ. 67), σε όλες τις Εθνοσυνελεύσεις εξ αρχής ώς τέλους, και στη δεύτερη να αποδέχονται τους νόμους των «ημετέρων αειμνήστων Βυζαντινών Αυτοκρατόρων»; Το όνομα «Βυζαντινός» είχε λοιπόν διττή σημασία, εκτός κι αν ισχυριστούν οι αρχαιολάτρες που έγραψαν τέτοια απίστευτα πράγματα, ότι οι Επαναστάτες του 1821 αυθύς εξαρχής από την Α’ Εθνοσυνέλευση όρισαν ως ελληνικούς νόμους τους νόμους των Τούρκων κατακτητών τους!     

 

68b ΕΙΝΑΙ Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ;

Υπάρχει μια αντίληψη, ότι οι Τούρκοι είναι οι κληρονόμοι του Βυζαντίου, τόσο από πλευράς διοικητικών μεθόδων, όσο και από πλευράς νοοτροπίας. Πιστεύουμε ότι αυτό δεν είναι σωστό.

1.      Αν οι Τούρκοι παρέλαβαν κάποια στοιχεία από το βυζαντινό διοικητικό σύστημα, όταν κατέλαβαν την Πόλη, αυτό οφείλεται στην απουσία αντίστοιχου τουρκικού διοικητικού συστήματος. Όσον καιρό οι Τούρκοι ήταν νομάδες, δεν χρειαζόντουσαν διοικητικό σύστημα απαραίτητο για τη διοίκηση μιας αυτοκρατορίας. Όταν έγιναν αυτοκρατορία, χρειαζόντουσαν ένα σοβαρό διοικητικό σύστημα. Το πιο κοντινό σ’ αυτούς παράδειγμα, αφού οι περισσότεροι Τούρκοι ήταν εξισλαμισμένοι Μικρασιάτες, ήταν το βυζαντινό. Δεν σημαίνει, όμως, αυτό, ότι οι Τούρκοι είναι οι κληρονόμοι του Βυζαντίου.

2.     Το νομικό σύστημα της Ρωμανίας ήταν το εξελληνισμένο ρωμαϊκό δίκαιο, η συνέχεια του ρωμαϊκού δικαίου. Αντιθέτως, η νομοθεσία των Οθωμανών δεν ήταν καμμία άλλη από την Σαρία, τον ισλαμικό νόμο.

3.      Η Ρωμανία ήταν ένα κοσμικό κράτος, δίχως καμμία θεοκρατία, όπως δείξαμε. Αντίθετα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ο κληρονόμος του Χαλιφάτου (οι Τούρκοι εγκατέλειψαν την κυριότητα του Χαλιφάτου μόλις το 1924) και είχαν θεοκρατία. Ο Σουλτάνος ήταν και Χαλίφης, σύμφωνα με την ισλαμική θεοκρατία. Οι νόμοι έπρεπε να είναι σύμφωνοι με το Ισλάμ και να εγκρίνονται από τους ειδικούς μουσουλμάνους κληρικούς.

4.      Πέραν αυτών, οι Τούρκοι ποτέ δεν μίλησαν ούτε έμαθαν ελληνικά. Το όνομα Τούρκοι ποτέ δεν σήμαινε κάποιον λαό που είχε ως μητρική γλώσσα τα ελληνικά. Οι Οθωμανοί δίωξαν την ελληνική και κατάφεραν να εκτουρκίσουν γλωσσικά την Μ. Ασία, σε αντίθεση με τους «Ρωμαίους» που σεβάστηκαν την ελληνική, εξελληνίστηκαν, και επέβαλαν τα ελληνικά. Ήταν η Μ. Ασία που εκτουρκίστηκε κι όχι οι Τούρκοι που εξελληνίστηκαν.

5.      Το ιερό βιβλίο της θρησκείας τους δεν γράφτηκε στα ελληνικά ούτε μεταφράστηκε – παρά μόνο στις μέρες μας – σε αυτά.

6.      Οι Τούρκοι δεν διδάσκονταν ποτέ στα σχολεία και τα πανεπιστήμιά τους, κατά την Οθωμανική περίοδο, τις αρχαίες τραγωδίες, τους αρχαίους φιλόσοφους, τους αρχαίους ποιητές.

7.      Οι Τούρκοι δεν είχαν αρχαία αγάλματα να κοσμούν τα παλάτια τους, τον Ιππόδρομο, τις πλατείες και τις οδούς της Κωνσταντινούπολης, ενώ οι Βυζαντινοί είχαν. Με άλλα λόγια, δεν είχαν καμμία σχέση με το αρχαιοελληνικό πνεύμα και πολιτισμό.

8.      Κατά τη αλλαγή της θρησκείας από παγανιστική σε χριστιανική δεν άλλαξε ούτε το έθνος (δεν ήρθε κάποιο νέο έθνος να επιβάλλει την αλλαγή αυτή) ούτε το κράτος (δεν δημιουργήθηκε νέο κράτος, το οποίο να κατέκτησε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία), ενώ αντίθετα, η περίοδος της αλλαγής από χριστιανική σε ισλαμική θρησκεία συνοδεύτηκε από αλλαγή τόσο του έθνους (ήρθε ένα νέο έθνος, οι Τούρκοι, που επέβαλε το Ισλάμ), όσο και του κράτους (το κράτος των Οσμανών κατέλαβε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εισβάλλοντας σε αυτήν˙ ούτε ενώθηκε μαζί της ούτε την διαδέχτηκε μέσω συνθήκης)

9.  Αντίθετα από τους Ρωμηούς διανοούμενους του Βυζαντίου, οι οποίοι στους τελευταίους αιώνες της Αυτοκρατορίας είχαν επαναφέρει το όνομα «Έλληνας» ως δηλωτικό της καταγωγής των ίδιων και των κατοίκων της, οι Τούρκοι διανοούμενοι ποτέ δεν επανέφεραν το όνομα «χριστιανός» ή το «Ρωμηός» (ούτε, φυσικά, το «Έλληνας») ως δηλωτικό της θρησκευτικής και εθνικής καταγωγής των ίδιων και των κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά τις τελευταίες δεκαετίες της ύπαρξής της. Οι Οθωμανοί κατέλυσαν την ελληνορωμαϊκή Οικουμένη – δεν την συνέχισαν. Δεν έχουν (όπως και οι επηρεασμένοι από τη Δύση και τους Τάταρους, Ρώσσοι, οι δίχως καμμία επαφή με την ελληνορωμαϊκότητα του Βυζαντίου, τους οποίους κάποιοι ταυτίζουν με το Βυζάντιο, ώστε να αποδόσουν στο τελευταίο τα κουσούρια της Τσαρικής Ρωσίας) καμμία «ελληνορωμαϊκότητα» δεν είχαν σε καμμία περίοδο. Πώς θα μπορούσαν να τη συνεχίσουν τη στιγμή που οι ασυγκρίτως ανώτεροι πνευματικά ¶ραβες Μουσουλμάνοι εξαράβισαν και αφελλήνισαν γλωσσικώς την Μ.Ανατολή;

10. Όπως και να ‘χει, η Ρωμανία ήταν Ορθόδοξη, ελληνική και (τυπικά) ρωμαϊκή. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ούτε Ορθόδοξη ούτε ελληνική ούτε ρωμαϊκή ήταν˙ οι Οθωμανοί αγνοούσαν την «ελληνορωμαϊκότητα», μισούσαν την Ορθοδοξία, αφελλήνισαν και εκτούρκισαν την ελληνίδα Μικρά Ασία. Ρωμανία και Οθωμανικό κράτος είναι τα άκρως αντίθετα.

11. Κάνουν λόγο για τον... φιλελληνισμό του Μωάμεθ του Πορθητή. Αυτός είχε μητέρα Ελληνίδα και ήταν κάπως μορφωμένος. Ήξερε ότι έχει υπηκόους (και) Έλληνες. Αλλά σε καμμία περίπτωση δε σκέφτηκε να ανακηρύξει το κράτος του ελληνικό και χριστιανικό, δηλαδή να συνεχίζει την Ρωμανία όπως αυτή υπήρχε επί 1000 χρόνια (ελληνική-ορθόδοξη-ρωμαϊκή). Ούτε ελληνικό-ισλαμικό, ούτε τουρκικό-χριστιανικό, ούτε φυσικά ελληνικό-χριστιανικό, σκέφτηκε ο Πορθητής να φτιάξει το κράτος του. Το έθνος και τη θρησκεία του πατέρα του ακολούθησε, όχι της μητέρας του. Οι υπόλοιποι Σουλτάνοι δεν είχαν καμμία ιδέα.

    Για όλους αυτούς τους λόγους, η συνήθης άποψη, ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι το Βυζάντιο εξισλαμισμένο, είτε αυτό έγινε ενσυνείδητα είτε συνειδητά για τους Οθωμανούς, είναι αφελής, αντιεπιστημονική, και συχνά κακοήθης και αρχαιολατρική μπαγαποντιά. Οι Τούρκοι και οι Οθωμανοί ακούν Ρωμανία, Βυζαντινή Αυτοκρατορία και φρίττουν˙ διότι ξέρουν ότι είναι οι κατακτητές της, οι εχθροί αυτής και των απογόνων της. Αλλιώς θα μας θεωρούσαν «αδέρφια» κι όχι «αγνώμονες ραγιάδες» που «είχαμε το θράσσος να πάμε να πάρουμε πίσω την Πόλη».

 

 

69. "Ενώ ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος μαχόταν στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, 500 χιλιάδες καλόγεροι τραγουδούσαν χαρούμενοι στα μοναστήρια τους και δεν συνεισέφεραν στην άμυνα. Οι Χριστιανοί προτιμούσαν τους Τούρκους".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Αφού οι Νεοδωδεκαθεϊστές εθνικιστές δεν θεωρούνε ελληνικό το Βυζάντιο και τους πιάνει αηδία μόνο με την σκέψη περί Βυζαντίου, τι τους νοιάζει αυτό κι ο ξένος βασιλιάς του και το τέλος του;

Από πού βρήκαν το νούμερο αυτό; Γιατί εντός της Πόλης όλοι κι όλοι ήταν 80 χιλιάδες, και πάνω από τα 5/6 ήταν γέροι και γυναικόπαιδα. Πού ήταν αυτοί οι 500 χιλιάδες μεσα στα μοναστήρια στην Πόλη, κρυμμένοι στα έγκατα της γής μήπως; Ή μήπως εννοούν πως έπρεπε να μαζευτούν μέσα στην Κωνσταντινούπολη όλο το ελληνικό έθνος (αφού  οι Νεοπαγανιστές δεν τους λογαριάζουν για Έλληνες όλους αυτούς εκεί μέσα); Και πώς θα περνούσαν μέσω των τουρκικών στρατευμάτων που πολιορκούσαν την Κωνσταντινούπολη, οι 500 αυτές χιλιάδες; Θα τους έλεγαν «συγγνώμη, μπορούμε να περάσουμε μέσα;» Ή μήπως ξεχνούν οι Νεοπαγανιστές ότι όλες οι περιοχές όλη η Μικρασία και σχεδόν όλα τα Βαλκάνια  ήταν υπό τουρκική κατοχή και συνεπώς δεν θα άφηναν κανέναν οι Τούρκοι να πλησιάσει, πόσω μάλλον 500 χιλιάδες; 

Οι Χριστιανοί δεν συμπαθούσαν τους Τούρκους. Απλώς θυμόντουσαν τα μύρια δεινά που ο λαός (αφού όλοι Χριστιανοί ήταν τότε, και συνεπώς λαός=χριστιανοί, είτε αρέσει σε μερικούς είτε όχι) υπέφερε από τους Φράγκους οι οποίοι ήθελαν να τους εκλατινίσουν γλωσσικώς και θρησκευτικώς.

Ο φιλολατίνος Βαρλαάμ ο Καλαβρός, λίγα χρόνια πριν την ¶λωση του 1453 γράφει χαρακτηριστικά στον καθολικό Πάπα: «Δεν είναι οι δογματικές διαφορές που χωρίζουν τις ελληνικές καρδιές από τη δικιά σου, όσο το μίσος που κυριεύει το πνεύμα τους για τους Λατίνους, σαν αποτέλεσμα των πολλών και μεγάλων δεινών που κατά καιρούς υπέφεραν από αυτούς και εξακολουθούν να υποφέρουν οι Έλληνες κάθε μέρα». Στα 1400 ο Κρητικός Ιωσήφ Βρυεννός λέει: «Ας μην απογοητευτεί κανείς από φρούδες ελπίδες ότι τα ενωμένα στρατεύματα των Ιταλών θα έρθουν να μας σώσουν. Αν αυτοί ισχυρίζονται ότι θα ξεσηκωθούν για να μας υπερασπιστούν, θα πάρουν τα όπλα μόνο για να καταστρέψουν την Πόλη μας, τη φυλή μας και το όνομά μας».

Γιατί όμως τα έλεγαν αυτά; Λόγω θρησκοληψίας; Λόγω παραφροσύνης; Τους έπιασε ξαφνικά τουρκολατρεία τους ανθρώπους της εποχής εκείνης, ή θυμόντουσαν τα όσα δεινά τράβηξαν και τραβούσαν ακόμα και στα 1453 από τους Δυτικούς; Ασφαλώς, για να αντιπαθούν τους Δυτικούς τόσο πολύ, θα είχαν ισχυρότατους λόγους. Δε μπορεί να μην είχαν. Να τι επακολούθησε την ¶λωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, και έμεινε ανεξίτηλο μαζί με τα υπόλοιπα γεγονότα της Φραγκοκρατίας στη μνήμη των Ελλήνων της εποχής του 1453:

Μετά την επίσημη αναγνώριση των Ευρωπαίων ως κατακτητών του Βυζαντίου, άρχισε η χωρίς οίκτο λεηλασία και απογύμνωση της Κωνσταντινουπόλεως από όλα της τα πλούτη. Οσοι τολμούσαν να αντισταθούν εσφάζοντο επί τόπου. Δεν έμεινε παλάτι, αρχοντικό εκκλησία μεγάλη ή μικρή, μοναστήρι, χαμοκέλα, που να μην υποστεί φρικώδη λεηλασία. Ιδίως τους προσέλκυσε ο μυθικός πλούτος της Αγίας Σοφίας. Μπήκαν μέσα στον Ιερό Ναό με άλογα και μουλάρια που λέρωναν με τις κορπιές τους το μαρμάρινο δάπεδο. Και άρχισαν με φρενιτιώδη ταχύτητα να ξηλώνουν και να παίρνουν τα πάντα: από άγια δισκοπότηρα, ευαγγέλια, ιερά άμφια, άγιες εικόνες, την Αγία Τράπεζα, και το ασημένιο εικονοστάσιο του Τέμπλου, αφού προηγουμένος το έκαναν κομμάτια, μανουάλια, πολυκάνδηλα, μέχρι και κουρτίνες. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της λεηλασίας  μια Γαλλίδα πόρνη ανεβασμένη στον πατριαρχικό θρόνο χόρευε ασεμνα μισόγυμνη και τραγουδούσε. Ούτε οι τάφοι των Αυτοκρατόρων γλύτωσαν: συλήθηκαν όλοι, ενώ τα λείψανα πετάχτηκαν εδώ κι εκεί.[π.χ. το πτώμα του Βασίλειου Β’ Μακεδόνα πετάχθηκε έξω και στα χέρια του τοποθέτησαν οι Ευρωπαίοι μια φλογέρα – ειρωνικά. Με αφορμή αυτό το γεγονός ο Παλαμάς έγραψε το ποίημα «η φλογέρα του βασιλιά».]

Κυρίως όμως καταστράφηκαν αναρίθμητα έργα τέχνης: τόσο της κλασσικής αρχαιότητας π.χ. αγάλματα του Δια, του Απόλλωνα, των Διοσκούρων, το χάλκινο άγαλμα του Ηρακλή από τον Λύσσιπο τον Σικυώνιο, της ¶ρτεμης, της Ηρας, της Ελένης του Μενελάου κ.ά. που κοσμούσαν δρόμους, πλατείες και παλάτια της Βασιλεύουσάς μας, όσο και της βυζαντινής περιόδου, τα οποία κομμάτιαζαν για να αφαιρέσουν το χρυσό, το ασήμι και τους πολύτιμους λίθους, ενώ τα κατασκευασμένα από χαλκό τα έλυωναν στα καμίνια για να κόψουν νομίσματα. Μονο οι Βενετοί μπόρεσαν να σώσουν ορισμένα από αυτά, όπως τα περίφημα τέσσερα χάλκινα άλογα του Ιπποδρόμου που τα μετέφεραν στη Βενετία και τα τοποθέτησαν στο ναό του Αγίου Μάρκου. Οι πιο φρικτοί από όλους ήταν οι Γάλλοι και οι Φλαμανδοί, ενώ αντιθέτως οι Βενετοί που ήταν εξοικειωμένοι με το βυζαντινό πολιτισμό του οποίου ήταν θαυμαστές και αντιγραφείς, αλλά και λόγω των γνωριμιών τους με τους Έλληνες ήταν οι πλέον φιλέυσπλαχνοι έναντι των ηττημένων. Ηταν τέτοια η έκταση της καταστροφής που στο τέλος το άλλοτε περικαλλές άστυ, η βασιλίδα των πόλεων της οικουμένης, που επί 9 αιώνες είχε συσσωρεύσει αμύθητα πλούτη, κατάντησε σκέτο κουφάρι.

Μεθυσμένοι από τη νίκη τους οι Δυτικοί περιγελούσαν τους νικημένους, φορούσαν με γελοίο τρόπο τα ρούχα που τούς είχαν αρπάξει, τοποθετούσαν στα κεφάλια των αλόγων τους τις καλύπτρες και τα κοσμήματα των Ρωμηών. ¶λλοι κρατούσαν αντί για σπαθί χαρτιά, μελανοδοχεία, και βιβλία, και περιφέρονταν στους δρόμους της Πόλης, παριστάνοντας τους λογίους. Το πιο τραγικό από όλα ήταν όμως ότι ολόκληρος ο γυναικείος πληθυσμός της Κωνσταντινουπόλεως, αδιακρίτως  ηλικίας ή ιδιότητας (μοναχές) υποβλήθηκε στην τρομερή διαδικασία του βιασμού. Τότε ακριβώς εσφάγησαν οι περισσότεροι από τους άρρενες κατοίκους: διότι στην προσπάθειά τους οι πατεράδες και οι σύζυγοι να διαφυλάξουν την τιμή των θυγατέρων και των συζύγων έπεσαν θύματα των αποχαλινωμένων Δυτικών. Βόγκηξε η Κωνσταντινούπολη από τον ατελείωτο βιασμό. Δεν περιγράφονται τα μαρτύρια που υπέστησαν οι κάτοικοι επί τρεις συνεχείς ημέρες, διότι τους βασάνιζαν απάνθρωπα για να τους αποκαλύψουν τα μέρη όπου είχαν κρύψει χρυσά και αργυρά νομίσματα και κυρίως τιμαλφή. Μόνο όταν κορέστηκε η δίψα τους για αρπαγή, αίμα και γενετήσιες  απολαύσεις, ησύχασαν. Κατόπιν συγκέντρωσαν όλη τη λεία και την έθεσαν υπό την φύλαξη των ευγενών  (Ν. Τσάγγα, Μάτζικερτ, η αρχή του τέλους του μεσαιωνικού Ελληνισμού, εκδ. Γκοβοστή, σ. 323).

Γράφει κι ο Νικήτας Χωνιάτης που ήταν επίσης παρών στην ¶λωση της Πόλης: «Κι έτσι, καθένας είχε πόνο, στα στενά θρήνος και κλάματα, στα τρίστρατα οδυρμοί, στους ναούς ολοφυρμοί, φωνές των ανδρών, κραυγές των γυναικών, απαγωγές, υποδουλώσεις, τραυματισμοί και βιασμοί σωμάτων. (..) Το ίδιο και στις πλατείες, και δεν υπήρχε μέρος ανεξερεύνητο που να δώσει άσυλο σε αυτούς. Χριστέ μου, τι θλίψη και φόβος υπήρχαν τότε στους ανθρώπους (...)».

Αυτή ήταν η απαρχή της Φραγκοκρατίας, και αναρωτάται κανείς γιατί αντιπαθούσαν τόσο πολύ οι Έλληνες του 1453 τους Λατίνους; Στην Κρήτη είχαν αρχίσει να γράφουν τα ελληνικά με λατινικό αλφάβητο λόγω λατινικής επιρροής. Οι Τούρκοι δεν τους απαγόρευαν τη θρησκεία ή τη γλώσσα και τέλος πάντων, οι Ελληνες της Κάτω Ιταλίας που ήταν ορθόδοξοι και ελληνόφωνοι ώς τον 11ο αι. εκλατινίστηκαν όταν οι Νορμανδοί κατέλαβαν την Ιταλία και σήμερα ελάχιστοι μιλούν ελληνικά, ενώ ώς τον 20ό αι. υπήρχαν στη Μικρα Ασία εκατομμύρια ελληνικών πληθυσμών που διατήρησαν την ελληνοφωνία και την ορθοδοξία και επέστρεψαν στην Ελλάδα. Οι Τούρκοι εξισλάμισαν και τουρκοποίησαν πολλούς ελληνόφωνους πληθυσμούς, αλλά όχι όλους. Έμειναν 3 εκατομμύρια το 1922. Οι Λατίνοι τους εκλατίνισαν όλους τους κατοίκους της Νότιας Ιταλίας. Τι ήταν λοιπόν το λιγότερο δυσάρεστο, ο χαμός όλων ή ο χαμός πάρα πολλών αλλά όχι όλων; Γιατί, ας μη ξεχνάται, μόνο η Πόλη είχε απομείνει και δεν υπήρχε ελπίδα επανάκτησης των εδαφών Βαλκανίων-Μικρασίας, ούτε και η Δύση ενδιαφέρθηκε να κάνει πόλεμο στους Τούρκους για χάρη των Ελλήνων. Δύο πλοία και 700 στρατιώτες έστειλε η Δύση το 1453, ενώ είχε ήδη υπογραφεί η Ένωση των Εκκλησιών. Τόσα πολλά. Τόσο πολύ νοιαζόταν.

Ασφαλώς πρέπει να πάψει το παραμύθι της συνωμοσίας ότι η Εκκλησία «παρέσυρε» το λαό κάνοντάς τον αντιδυτικό και φανατίζοντάς τον, ή ότι μόνο η εκκλησία ήταν αντιδυτική ενώ ο λαός παρασύρθηκε από τους παπάδες. Ο λαός ήταν αυτός που υπέφερε περισσότερο στα χρόνια της Φραγκοκρατίας, και γι' αυτό και ήταν αντιδυτικός. Είναι ντροπή αυτοί που κατά τα άλλα μιλούν εξ ονόματος του λαού να ισχυρίζονται πως ο λαός δεν ήξερε το συμφέρον του ή πως ήταν μικρό παιδί που το παρέσυρε η Εκκλησία, και δεν έβλεπε τα όσα του προκαλούσαν οι Λατίνοι από το 1204 και μετά. Όλοι αυτοί που ισχυρίζονται ότι «εξαπατήθηκε ο λαός» με παιδαριώδεις συνωμοσίες αναλύουν την ιστορία.

Ο ανθελληνισμός των Δυτικών της εποχής εκείνης (¶λλοι, φυσικά, οι Δυτικοί εκείνοι κι άλλοι οι σημερινοί.) δεν είναι πλάσμα της φαντασίας τίποτε σημερινών φανατικών, που θέλουν κατηγορώντας τη Δύση να δικαιολογήσουν τη σημερινή ανικανότητα των Ελλήνων να αυτοκυβερνηθούν˙ ούτε είναι μυστικές συνωμοσίες, που καταγράφηκαν σε τίποτε δυτικά κρυμμένα έγγραφα. Αιώνες πριν το 1204, ο ιταλός πρέσβης του Γερμανού αυτοκράτορα Όθωνα, ο Λιουπράνδος της Κρεμώνας παραθέτει μια συζήτηση που ο ίδιος είχε με τον Νικηφόρο Φωκά: «Ετοιμαζόμουν να τού απαντήσω σε έντονο ύφος, αλλά ο Νικηφόρος δεν με άφησε, γιατί μου φώναξε για να με προσβάλει: «Εσείς δεν είστε Ρωμαίοι [=Ρωμηοί] αλλά Λογγοβάρδοι!» Τότε θύμωσα και εξερράγην. Εκείνος ήθελε ακόμη να μιλήσει και με το δάχτυλό του μου έκανε νεύμα να σιωπήσω, αλλά εγώ αδιαφόρησα και του είπα: «Ο αδελφοκτόνος Ρωμύλος, που έδωσε το όνομά του στους Ρωμαίους (...) προσέφερε άσυλο στη Ρώμη σε κάθε χρεοκοπημένο και δραπέτη σκλάβο και φονιά και αξιοθάνατο. Αυτή τη συμμορία τη βάφτισε Ρωμαίους. Από αυτή την αριστοκρατία κατάγονται εκείνοι που εσείς ονομάζετε κοσμοκράτορες. Γι’ αυτό εμείς οι Λογγοβάρδοι, οι Σάξωνες, οι Φράγκοι, οι Λοθαρίγγιοι, οι Βαυαροί, οι Σουηβοί και οι Βουργούνδιοι, τους περιφρονούμε τόσο πολύ που όταν θυμώνουμε και θέλουμε να βρίσουμε βαριά κάποιους εχθρούς τους αποκαλούμε Ρωμαίους [=Ρωμηούς]. Και με αυτή τη λέξη εννοούμε ο,τιδήποτε το αχρείο, τη δειλία, την τσιγκουνιά, την ακολασία και το ψέμα. Με άλλα λόγια, όλες τις αμαρτίες» (κεφ. 12).

Ας εξετάσουμε τώρα καθεαυτό το επιχείρημα της «προδοσίας της Εκκλησίας» όσο και της φήμης του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ως υπερασπιστή. Σύμφωνα με τον Κορδάτο, υπήρξε αρχικά συμφωνία για την παράδοση της Πόλης, μεταξύ Μωάμεθ Β’ και Παλαιολόγου. Την άποψη αυτή, ο Κορδάτος, την βασίζει στην ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του Ρώσου (κατ’ άλλους Πολωνού ή Τάταρου ή Έλληνα) Δημήτρη Καντεμίρ ή Καντεμίρη (1663 Μολδαβία –1727 Ρωσσία), η οποία γράφτηκε στα τέλη του 17ο αιώνα με αρχές του 18ου και πράγματι περιγράφει ότι η Πόλη δεν πάρθηκε δια της βίας, αλλά με συνθήκη. Ο Κορδάτος προσθέτει, ότι ενώ είχε συμφωνηθεί η παράδοση, ο σουλτάνος έθεσε και νέους όρους, οπότε ο Παλαιολόγος ακύρωσε τη συνθήκη και έπεσε μαχόμενος, αλλά ο Μωάμεθ δεν έσφαξε όλους τους κατοίκους ούτε λεηλάτησε τις εκκλησίες και τις περιουσίες τους, παρά μόνο των φιλοενωτικών.  Τους ανθενωτικούς τούς άφησε ήσυχους. Με αυτόν τον τρόπο, υποστηρίζει, αιτιολογείται η ύπαρξη σώων χριστιανικών εκκλησιών μετά την ¶λωση, αφού ο ισλαμικός νόμος προστάζει τη σφαγή και λεηλασία κάθε πόλης που καταλαμβάνεται δια της βίας. Ωστόσο, προκύπτουν τα εξής ζητήματα:

1)      Ενώ ο Κορδάτος λέει ότι οι Τούρκοι «όσα [εκκλησίες, περιουσίες κ.ά.] ανήκαν στους ανθενωτικούς τα σεβάστηκαν» (Γιάνη Κορδάτου, Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου, εκδότης Πέτρος Δ. Καραβάκος, Αθήνα 1953, σ. 373), αυτό δεν αληθεύει: «Ουδεμία διάκρισις των διασωθέντων ναών κατά συνοικίας είναι δυνατή. Ο ναός των Αγίων Αποστόλων, ο οποίος διετηρήθη άθικτος εις ουδεμίαν από τας δήθεν συνθηκολογήσας συνοικίας ανήκει. Ωσαύτως η Μονή της Χώρας, ο ναός των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, η Αγία Θεοδώρα, η Περίβλεπτος, εκκλησίαι, αι οποίαι διετηρήθησαν χριστιανικαί και μετά την ¶λωσιν, μεταβληθείσαι αργότερον εις τζαμιά, ευρίσκονται εις διαφόρους συνοικίας. Την λεηλασίαν εξάλου, όπως παραδίδουν πάντες οι ιστορικοί της Αλώσεως, ουδείς των ναών της Κωνσταντινουπόλεως διέφυγεν» (Μαρία Κ. Χαιρέτη, Μνημοσύνη I, (1967) σ. 336, στο Ι.Μ. Χατζηφώτη, Βυζάντιο και Εκκλησία, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, σ. 42). Χαρακτηριστικά γράφει ο Νικόλο Μπαρμπάρο, υπερασπιστής της Πόλης: «όσους έβρισκαν στους δρόμους τούς περνούσαν από τη λεπίδα της χατζάρας τους, γυναίκες και άντρες και γέρους και παιδιά, αδιακρίτως». Ο Φραντζής πάλι, λέει, απορρίπτοντας την άποψη του Κορδάτου: «κανένα μέρος ή καταφύγιο δε γλίτωσε από την έρευνα [των Τούρκων] ή τη βεβήλωση» και «παντού ακούγονταν θρήνοι και παντού γίνονταν αρπαγές γυναικών όλων των ηλικιών» (κεφάλαιο 8). Κι ο ανθενωτικός Κριτόβουλος το ίδιο ισχυρίζεται. Συνεπώς, οι Τούρκοι έσφαζαν αδιακρίτως ανθενωτικούς και φιλενωτικούς. Εάν υπήρχε συμφωνία ανθενωτικών και Τούρκων, τότε οπωσδήποτε ο Μωάμεθ θα είχε δώσει εντολή να μη σφάζουν οι στρατιώτες όποιον έβρισκαν μπροστά τους και να μην λεηλατούν όλα τα σπίτια, άρα κι αυτά των ανθενωτικών.

2)      Κανείς από τους ιστορικούς της ¶λωσης, ούτε ο Δούκας ούτε ο Σφραντζής ούτε ο Χαλκοκονδύλης ούτε ο Κριτόβουλος, δεν αναφέρει πουθενά για μερική παράδοση της Κωνσταντινούπολης ή για συνθηκολόγηση του Παλαιολόγου. Αυτοί οι τέσσερις ιστοριογράφοι, μαζί με άλλους δύο, έναν Ρώσο κι έναν Βενετό, πουθενά δεν κάνουν λόγο για συνθηκολόγηση του Παλαιολόγου ή μερική παράδοση εκ μέρους των κατοίκων. Ούτε οι τουρκικές πηγές αναφέρουν κάτι τέτοιο. Ο Κορδάτος βασίζεται αποκλειστικά στον Καντεμίρη, ο οποίος έγραψε 200 με 250 χρόνια μετά την ¶λωση. Είναι λογικότερο να πιστέψουμε  τον αυτόπτη μάρτυρα Φραντζή, τον αυτόπτη μάρτυρα, Βενετό Νικόλο Μπαρμπάρο, τον αυτόπτη μάρτυρα Ρώσο Νέστορα Ισκεντέρη καθώς και τους Δούκα, Κριτόβουλο και Χαλκοκονδύλη, οι οποίοι ήταν σύγχρονοι της ¶λωσης, αλλά δεν αναφέρουν τίποτε περί παράδοσης ή συνθηλολόγησης, παρά να πιστέψουμε σε αβάσιμες μυθοπλασίες του Καντεμίρη, δύο αιώνες μετά την ¶λωση, τις οποίες κανείς άλλος πριν από αυτόν δεν είχε ισχυριστεί. Ο Υψηλάντης, αντιγράφει απλώς τον Καντεμίρη, ένα αιώνα μετά.

3)      Ο ίδιος ο Κορδάτος, παραθέτει την άποψη κάποιου τουρκολόγου Χότζη, ότι η σμφωνία έγινε μεταξύ Ανθενωτικών- Σουλτάνου. Ωστόσο,  αρνείται την πιθανότητα οι ανθενωτικοί (π.χ. ο Νοταράς) να έκαναν μυστική συνθηκολόγηση, κρυφά από τον Παλαιολόγο: « Η γνώμη του Χότζη, ότι, τάχα, η συμφωνία της παράδοσης δεν υπογράφηκε από τον αυτοκράτορα Παλαιολόγο, αλλά από τους άρχοντες (Νοταρά και λοιπούς) μού φαίνεται, πως δεν είναι σωστή. Ο σουλτάνος θα δυσκολευόντανε να κάνη αυτές τις υποχωρήσεις, ούτε μπορούσαν οι διάφοροι Νοταράδες να ενεργήσουν από κεφαλιού τους, να ανοίξουν το κάστρο και να πάνε στη σκηνή του σουλτάνου, να διαπραγματευτούν τους όρους της παράδοσης και να ξαναγυρίσουν. Όπως ξέρουμε, και όταν ακόμα οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη, πολλοί, από τους ενωτικούς, αντιστάθηκαν και πολέμησαν ώρες. Ήταν, λοιπόν, δυνατόν ο Νοταράς και οι οπαδοί του να ανοίξουν την πόρτα του κάστρου και να πάνε στο Μωάμεθ χωρίς να το θέλει ο βασιλιάς Κωνσταντίνος; Δε θέλει ρώτημα, πως μια τέτοια ενέργεια θα είχε πολύ σοβαρές συνέπειες για το Νοταρά και τους φίλους του. Θα τους κάνανε κομμάτια οι ενωτικοί, που ήταν οπλισμένοι και μανιασμένοι» (Γιάνη Κορδάτου, Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου, εκδότης Πέτρος Δ. Καραβάκος, Αθήνα 1953, σ. 378).  Ο Κορδάτος, πολύ σωστά, αναφέρει ότι οι φιλενωτικοί (π.χ. ο Φραντζής κ.ά.) μισούσαν και περιφρονούσαν τους ανθενωτικούς. Επομένως είναι λογικό, ότι εάν υπήρξε τέτοια συμφωνία μεταξύ Τούρκων και ανθενωτικών, οι φιλενωτικοί θα το κατήγγειλαν και θα το φώναζαν, μέσα από τα γραπτά τους. Θα γινόταν, εξάλλου, αμέσως γνωστό, από τον Μωάμεθ, ότι οι ανθενωτικοί τον βοήθησαν και γι’ αυτό το λόγο αυτός τους έδωσε προνόμια. Ωστόσο, κανείς φιλενωτικός ιστοριογράφος της ¶λωσης δεν κατηγόρησε τους ανθενωτικούς για μυστική συμφωνία παράδοσης της Πόλης. Ο Φραντζής εκφράζεται περιφρονητικά για τον Νοταρά, αλλά δεν λέει ότι συμφώνησε πριν την ¶λωση μυστικά μαζί του για να πέσει εύκολα η Πόλη. ¶ρα, το επιχείρημα της «προδοσίας της (ανθενωτικής πλευράς της) Εκκλησίας» είναι απαράδεκτο ελλείψει στοιχείων.

4)      Ο Κορδάτος ισχυρίζεται ότι ο λόγος που ο ανθενωτικός Κριτόβουλος (που έγραψε τη διήγησή του 14 χρόνια μετά την ¶λωση, στην Πόλη), δεν αναφέρει την συνθηκολόγηση του Παλαιολόγου είναι, για να εμφανίσει τον σουλτάνο ως «μεγάλο στρατηλάτη, δηλαδή θέλει να τονίσει πως ο τίτλος του Πορθητή του αξίζει» (Γιάνη Κορδάτου, Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου, εκδότης Πέτρος Δ. Καραβάκος, Αθήνα 1953, σ. 379). Αυτά βέβαια δεν είναι ιστορία, αλλά μυθοπλασίες της Χαλιμάς. Εάν έστω κι ένας από τους υπόλοιπους ιστοριογράφους έκανε λόγο για συνθηκολόγηση, τότε η απόκρυψή της από τον Κριτόβουλο θα ήταν πιθανόν να δικαιολογηθεί, κατά τον τρόπο που ο Κορδάτος λέει. Αφού όμως κανείς δεν κάνει λόγο για συνθηκολόγηση, ποιος ο λόγος να υποθέσουμε ότι αυτή έλαβε χώρα; Ο Κορδάτος ισχυρίζεται ότι ο Φραντζής την αποκρύπτει, διότι ο ίδιος είναι φιλενωτικός, άρα έλαβε μέρος στην απόφαση για συνθηκολόγηση κι επομένως θα κατηγορούνταν ως προδότης. Όμως: ούτε οι ανθενωτικοί κατηγορούν τους φιλενωτικούς ότι οι τελευταίοι ζήτησαν συνθηκολόγηση ούτε οι φιλενωτικοί κατηγορούν τους ανθενωτικούς ότι προσπάθησαν να παραδόσουν προδοτικά την Πόλη. Τι συνέβη; Παρασιωπούν οι μέν τα κακά των δε, παρασιωπούν και οι δε τα κακά των μεν; Πάλι συνωμοσία; Πολύ πιο εύκολο θα ήταν, γράφοντας τις διηγήσεις τους – και αλληλομισούμενοι – οι ενωτικοί κι οι ανθενωτικοί να επέρριπταν ο ένας στον άλλο τέτοιες κατηγορίες, αντί να συμφωνήσουν μυστικά, ώστε κανείς να μη μάθει την αλήθεια. Απλώς πρόκειται για μυθοπλασίες, με σκοπό να κατηγορηθεί είτε ο Παλαιολόγος είτε η Εκκλησία.

5)      Ο Κορδάτος υποστηρίζειότι ο θρύλος του Μαρμαρωμένου βασιλιά γεννήθηκε σε περιοχές με έντονη επιρροή των δυτικών, τα Νησιά και τον Μωριά, όπως λέει (Γιάνη Κορδάτου, Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου, εκδότης Πέτρος Δ. Καραβάκος, Αθήνα 1953, σ. 379), ενώ στις υπόλοιπες περιοχές υπήρχε η αντίληψη ότι ο Παλαιολόγος πέθανε για τις αμαρτίες του, δηλαδή τον φιλενωτισμό του. Ωστόσο, ο Μωριάς δεν ήταν δυτικός εκείνη την εποχή˙ ήταν βυζαντινή επικράτεια. Επιπλέον, ακόμη κι ο φιλενωτικός Φραντζής, στο λόγο που αποδίδει στον Παλαιολόγο μια μέρα πριν την ¶λωση, βάζει τον Δραγάση να λέει ότι «αν τυχόν για τις δικές μου αμαρτίες ο Θεός παραχωρήσει τη νίκη στους ασεβείς...». Συνεπώς, η αντίληψη περί αμαρτίας-τιμωρίας δεν είναι μόνο ανθενωτική, αλλά και φιλενωτική και επομένως η «αμαρτία» δεν αφορά την φιλενωτική πολιτική του Κωνσταντίνου ΙΑ’. ¶λλωστε, ο Παλαιολόγος δεν πίεζε κανέναν να αποδεχτεί την ένωση και ήταν πολύ ήπιος.

6)      Τα προνόμια που έδωσε ο Πορθητής στην Εκκλησία οφείλονται αποκλειστκά σε δικές του σκοπιμότητες. Οι Τούρκοι δεν ήθελαν να προκαλέσουν τους Ορθόδοξους της Βαλκανικής, την οποία μόλις είχαν κατακτήσει. Πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε, ότι πριν την ¶λωση, ο Μωάμεθ είχε σκεφτεί να δώσει τα προνόμια στην Εκκλησία, με σκοπό να μην ερεθίσει τους πολυπληθείς ορθόδοξους των νεοκατακτημένων περιοχών. Γι’ αυτό εξηγούνται και οι ναοί που παρέμειναν χριστιανικοί μετά την ¶λωση. Παρέμειναν χριστιανικοί μεν, βεβηλώθηκαν και λεηλατήθηκαν δε.

7)      Όπως μάς είναι γνωστό, ο Μωάμεθ τιμώρησε έναν στρατιώτη του που κατέστρεφε την Αγία Σοφία, λέγοντάς του ότι τα δημόσια κτίρια είναι δικά του. Όντας δικά του, μπορούσε να τα επιστρέψει στους χριστιανούς κτήτορές τους ή να τα κάνει ό,τι θέλει.

8)      Προβάλλεται από μερικούς, ως πειστήριο της δήθεν προδοτικής στάσης της Εκκλησίας κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης ο στίχος «είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει» που βρίσκει κανείς σε θρήνους για την ¶λωση. Ξεχνούν όμως πως στους ίδιους θρήνους βρίσκει κανείς το στίχο «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας είναι». Πώς γίνεται να επιδιώκεται προδοτικά από την Εκκλησία η πτώση της Πόλης κι από την άλλη να δίνεται ελπίδα πως κάποτε θα την ξαναπάρουμε; Αν η Εκκλησία ήταν φιλότουρκη και είχε προδοτικό ρόλο κατά την ¶λωση, τότε σκοπός της θα ήταν όχι να σπείρει ελπίδες ότι «πάλι με χρόνια με καιρούς» θα ξαναγίνουν δικά μας τα χαμένα, αλλά το αντίθετο: να λέει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να απελευθερωθούμε. Επίσης ξεχνάται ότι σε άλλους θρήνους (π.χ. τον ποντιακό «Πάρθεν η Ρωμανία») στο άκουσμα της είδησης της Αλωσης «μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια». Αν η Εκκλησία και τα μοναστήρια είχαν προδοτικό ρόλο και αν είταν φιλότουρκα, τότε καθόλου δε θα θρηνούσαν για την ¶λωση, και η λαϊκή μούσα δεν θα ανέφερε τέτοια αντίδραση.

9)      Ας μην παπαγαλίζουν οι «αρχαιολάτρες» εθνικιστές το ρητό του Νοταρά «καλύτερα να δει κανείς στην Πόλη Τούρκους παρά Λατίνους». Ο Νοταράς δεν συνεργάστηκε με τους Τούρκους, και δε πρόδωσε ούτε την πίστη του ούτε την αξιοπρέπειά του έχασε, και αποκεφαλίστηκε. Οι ανθενωτικοί δεν έλεγαν «θέλουμε να υποδουλωθούμε στους Τούρκους», αλλά «αν τυχόν υποδουλωθούμε, είναι προτιμότερο από τους Τούρκους παρά από τους Λατίνους». Αυτά τα δύο πράγματα δεν σημαίνουν καθόλου το ίδιο πράγμα. Το πρώτο («θέλουμε να υποδουλωθούμε στους Τούρκους») σημαίνει προδοσία, αλλά ουδέποτε το είπαν οι ανθενωτικοί. Το δεύτερο, αυτό που είπαν οι ανθενωτικοί («αν τελικά κάποιοι μας υποδουλώσουν, καλλίτερα να είναι οι Τούρκοι παρά οι Λατίνοι») συνιστά απάντηση σε ένα δίλλημα υποθετικό, κι όχι εθελοδουλεία.

10)  Και φυσικά, διαφεύγει από πολλούς η λεπτομέρεια πως η διοίκηση της Εκκλησίας είχε υπογράψει την Ένωση των Εκκλησιών. Ποιους εννοούν με τον όρο «Εκκλησία», όταν ισχυρίζονται πως «η Εκκλησία βοήθησε τους Τούρκους να πάρουν την Πόλη»; Αν εννοούν την διοίκηση της Εκκλησίας αυτή ήταν φιλενωτική. Μήπως εννοούν τον λαό, δηλαδή το πλήρωμα της Εκκλησίας; Σ' αυτήν την περίπτωση, θα έπρεπε να σιωπήσουν και να μη κατηγορούν την Εκκλησία. Το γνωστο σοφιστικό επιχείρημα εφαρμόζουν και πάλι: όποτε τους συμφέρει, «Εκκλησία» είναι η ιεραρχία, ενώ αλλιώς «Εκκλησία» είναι ο λαός.

   

  70. "Οι μοναχοί με τα μοναστήρια τους αποτέλεσαν μάστιγα. Εκατοντάδες χιλιάδες νέοι Έλληνες κλείνονταν σε αυτά κατά τη βυζαντινή εποχή, με αποτέλεσμα την καταστροφή της οικονομίας και την ελάττωση του πληθυσμού, πράγμα που επέφερε την παρακμή του Βυζαντίου. Υπολογίζεται ότι την εποχή της άλωσης  υπήρχαν 500 χιλιάδες καλόγεροι που δεν έπραξαν τίποτα για να σωθεί το κράτος τους. Τα μοναστήρια άρπαζαν τα χωράφια των φτωχών αποκτώντας περιουσίες αμύθητες. Στο τέλος οι καλόγεροι δε δίσταζαν να συνεργαστούν με τους Τούρκους, για να διαφυλάξουν αυτήν την περιουσία".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ο Γερμανός Βυζαντινολόγος H.-G. Beck, που διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, πρόεδρος του Γερμανικού Κέντρου Μελετών της Βενετίας, αντιπρόεδρος της Γερμανικής Εταιρείας Σπουδών, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών του Μονάχου, της Βιέννης, του Λονδίνου, των Βρυξελλών και την Αθηνών, δίνει  κάποια ικανοποιητικά στοιχεία για τον βυζαντινό μοναχισμό και την επίδρασή του στη Ρωμανία στο βιβλίο του Η Βυζαντινή Χιλιετία:

«Κάθε φορά που κάποιος αναλαμβάνει να παρουσιάσει στον σημερινό θεατή τη βυζαντινή ζωή, ο μοναχισμός αποτελεί ένα από τα πιο γραφικά στοιχεία του σκηνικού. Ο «σκηνοθέτης» ξεκινά από πολύ παλιά και θεωρεί τη γενίκευση βασική υφολογική αρχή. Σύμφωνα με μερικούς, ο «εκκλησιαστικός μηχανισμός» περιέρχεται ήδη τον 6ο αιώνα στα χέρια των μοναχών, το μοναστικό κίνημα εκπορθεί και τα «πανεπιστήμια», το Βυζάντιο «καλογεροκρατείται» από τον 6ο κιόλας αιώνα. Για αποδείξεις ούτε κουβέντα. ¶λλοι καταφεύγουν στη στατιστική, συγκεντρώνουν τους πάντες που φόρεσαν κάποτε, έστω και για λίγες μέρες, το ράσο και καταλήγουν έτσι σε εντυπωσιακούς αριθμούς και σε μια εξίσου εντυπωσιακή «δημογραφική κρίση» (σ. 285).

«Αλλά, όταν διαβάζουμε τους βίους των μοναχών, μάς δημιουργείται η εντύπωση ότι πολλοί διάλεξαν τη ζωή του καλόγερου σχετικά, αργά, αφού παντρεύτηκαν και άσκησαν κάποιο δημόσιο αξίωμα, ότι μάλιστα υπήρχε ένα σημαντικό στρώμα που θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε με την έκφραση «συνταξιούχοι που έγιναν καλόγεροι». Παράδειγμα της τελευταίας κατηγορίας είναι ο Αθανάσιος, ο ιδρυτής της Μεγίστης Λαύρας στο ¶γιο Όρος, που προηγουμένως είχε αποκτήσει φήμη στην Κωνσταντινούπολη ως σχολάρχης, και ο Θεοφάνης ο Ομολογητής, που πριν μπει σε μοναστήρι ήταν παντρεμένος και είχε διατελέσει κρατικός λειτουργός».

«Αριθμητικά σημαντική πρέπει να ήταν επίσης η κατηγορία των Βυζαντινών που καλογέρεψαν λίγο πριν πεθάνουν, για να εξασφαλίσουν την τελευταία στιγμή τη σωτηρία της ψυχής τους.

Υπήρχε μια μεγάλη ομάδα μοναχών, για τους οποίους το μοναστήρι ήταν καταφύγιο και πρόσφερε ασφάλεια από εξωτερικές, ολότελα υλικές σκοτούρες, όπως η φορολογία, η στρατιωτική θητεία κτλ. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτή την ομάδα Βυζαντινών που ζητούσαν άσυλο στα μοναστήρια έπαιζαν οι αυτοκράτορες, οι ανώτεροι αξιωματούχοι και τα μέλη της αριστοκρατίας. Όχι λίγοι από αυτούς είχαν εκθρονιστεί και ανατραπεί. Αποσύρονταν λοιπόν σε ένα μοναστήρι, εκούσια ή αναγκαστικά, για να αποφύγουν μια χειρότερη τύχη»(σ. 287).

«Τα συμπεράσματα προκύπτουν από μόνα τους: δεν έχει νόημα να συμπεριλάβουμε σε μια στατιστική των βυζαντινών μοναχών και της δύναμής τους τούς λαϊκούς που «προσηλυτίστηκαν» την τελευταία στιγμή» (σ. 288).

Για τους τεράστιους αριθμούς μοναχών:

«Ας μην ασχοληθούμε ιδιαίτερα με τους μεγάλους αριθμούς μοναχών, που υπολόγισαν μερικοί μελετητές. Κατά βάθος, οι αριθμοί αυτοί είναι το ίδιο επισφαλείς όσο και τα άλλα δημογραφικά στοιχεία που αφορούν το βυζαντινό πληθυσμό και τα διάφορα στρώματά του. Αν όμως κάνουμε μια σύγκριση με τη μεσαιωνική Δύση, δεν μπορούμε να αποφύγουμε την εντύπωση ότι στην τελευταία ο τρόπος ζωής, η παιδεία, η αρχιτεκτονική, η τέχνη και η βιοτεχνία επηρεάζονται από τους μοναχούς περισσότερο από όσο στην Ανατολή. Στην Ανατολή η μορφωτική και πολιτισμική παράδοση δεν είχε διακοπεί ποτέ και με κανένα τρόπο δεν αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο του Κλήρου, πολύ λιγότερο των μοναχών. Δεν υπήρξε κανένα καινούργιο πολιτισμικό ξεκίνημα.(σ. 291) Η Βυζαντινή κοινωνία θεωρούσε ότι η κοινωνική υπηρεσία που πρόσφερε ο μοναχισμός ήταν να λειτουργεί σαν ένας πνευματικός φάρος, που έδειχνε στον κοσμικό Βυζαντινό έναν υποτίθεται ιδανικό τρόπο ζωής. Αυτό της αρκούσε, σε γενικές γραμμές» (σ. 298).

Για την «αρπαχτικότητα» των μοναστηριών:

«Δεν ήταν περισσότερο αδίσταχτα από τους μεγαλόσχημους κοσμικούς, δηλαδή έχουμε να κάνουμε μάλλον με ένα γενικό πρόβλημα της αγροτικής ιστορίας του Βυζαντίου και λιγότερο με το ερώτημα κατά πόσο δέχονταν κριτική τα θεωρητικά ιδεώδη του μοναχισμού» (σ. 300).

Για τις παρεκτροπές κάποιων μοναχών:

«Αν όμως πλάι σ’ εκείνους που με το ράσο και τη μακριά γενειάδα τους καταγίνονταν με ευτελείς εγκόσμιες ασχολίες, χιλιάδες άλλοι έμειναν ανώνυμοι και πέρασαν από την ιστορία χωρίς να αφήσουν τα αποτυπώματά τους, τότε ίσως σε πολλές περιπτώσεις ο λόγος είναι ότι πήραν στα σοβαρά το ιδανικό της απάρνησης του κόσμου, όπως και αν το κρίνουμε εμείς εκ των υστέρων, δηλαδή έμειναν πιστοί στον εαυτό τους. Παρ’ όλη την κριτική, ο ιστορικός πρέπει κι εδώ να τηρήσει την παλιά αρχή ότι «η αμφιβολία είναι υπέρ του κατηγορουμένου» (σ. 304).

Για τα αποτελέσματα του ασπασμού από πολλούς του μοναχικού βίου στην αύξηση του πληθυσμού:

«Πολλοί έχουν ισχυριστεί ότι η ραγδαία αύξηση των μοναστικών κοινοτήτων προξένησε δημογραφική κρίση στο Βυζάντιο, γιατί οι Βυζαντινοί που γίνονταν καλόγεροι δεν άφησαν απογόνους. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, οι στρατιές των μοναχών ξεκλήρισαν ολόκληρες οικογένειες και έφεραν μεγάλη ελάττωση του παραγωγικού πληθυσμού. Δεν είναι εύκολο να τοποθετηθούμε κριτικά απέναντι σε τέτοιους ισχυρισμούς. Είναι γνωστό ότι οι Βυζαντινοί δεν τα πήγαιναν και πολύ καλά με την αριθμητική ακρίβεια: οι πενηνταπέντε γίνονται εύκολα εκατό και οι εκατό εξίσου εύκολα χίλιοι. Δεν πρέπει επίσης να παραβλέψουμε ότι οι μεγάλοι αριθμοί μοναχών που αναφέρονται κάθε τόσο προέρχονται συνήθως από το στόμα εγκωμιαστών του μοναχισμού, που θέλουν έτσι να εξυμνήσουν την τεράστια επιτυχία του μοναστικού κινήματος. Δημογραφική κρίση; Ξέρουμε ότι υπήρξαν πράγματι τέτοιες κρίσεις, π.χ. στην Κωνσταντινούπολη του 6ου και του 8ου αιώνα. Αλλά οι πηγές, από όσο γνωρίζω, αποδίδουν αυτές τις κρίσεις στην πανώλη και όχι στο μοναχισμό (σ. 312). Επιπρόσθετα, είναι πολύ πιθανό ότι πολλοί Βυζαντινοί κλείνονταν σε μοναστήρι μόνο όταν είχαν πια εκπληρώσει το «χρέος» τους απέναντι στις απαιτήσεις της δημογραφικής πολιτικής του κράτους.» (σ. 313).

Για τις περιουσίες των μοναστηριών:

«Μου είναι ακατανόητο πώς ξέρουν μερικοί συγγραφείς ότι ήδη τον 7ο και τον 8ο αιώνα το ένα τρίτο του συνόλου της γης ήταν ιδιοκτησία της Εκκλησίας και των μοναστηριών. Οι πρώτες πληροφορίες, που προκύπτουν από επίσημα έγγραφα, για την ύπαρξη σημαντικής έγγειας ιδιοκτησίας των μοναστηριών τοποθετούνται μόλις στα τέλη του 9ου και στις αρχές του 10ου αιώνα. Αλλά και εδώ λείπουν οποιαδήποτε αριθμητικά δεδομένα, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν οικονομετρικά. Είναι ιστορικά βεβαιωμένο γεγονός ότι σε ολόκληρη την ιστορία τους προβάλλουν μικρότερη αντίσταση στα έκτακτα κρατικά μέτρα για τον προσπορισμό χρημάτων από όσο η ιδιωτική οικονομία» (σ. 313). Συνιστά, βέβαια, νεοπαγανιστική μπαγαμποντιά ο ισχυρισμός ότι η περιουσία της Εκκλησίας προέρχεται από τη καταλήστευση των περιουσιών των Εθνικών. Ο Μ. Κωνσταντίνος και οι επόμενοι Αυτοκράτορες, όταν έκαναν δωρεές στην Εκκλησία, απλώς ουσιαστικά τής επέστρεφαν την περιουσία που οι Παγανιστές αυτοκράτορες άρπαζαν και δήμευαν κατά τους Διωγμούς ώς το 324. Η εκκλησιαστική περιουσία, όπως λέει κι ο Μπεκ, μόνο μετά τον 9ο αι. – όταν δεν υπήρχαν σαφώς Εθνικοί, για να τους ληστέψει – έχει καταμετρηθεί και συνεπώς καμμία τέτοια κατηγορία δεν ευσταθεί. Οι αρχαίοι ναοί ανήκαν στο κράτος. Δεν ήταν περιουσίες ιδιόκτητες.

Για την οικονομική ζημιά που προκάλεσε η αύξηση της μοναστηριακής περιουσίας:

«Μπορεί πράγματι να πιστοποιηθεί ότι στο πέρασμα των αιώνων η μοναστηριακή περιουσία στο Βυζάντιο γινόταν όλο και μεγαλύτερη. (...) Αλλά σε ό,τι αφορά την οικονομική ζημιά, διαπιστώνω μια αντίφαση. Από τη μια μεριά οι μελετητές τονίζουν, πιθανότατα με το δίκιο τους, την απληστία των μοναστηριών, που πολλαπλασίαζαν την έγγεια ιδιοκτησία τους με κάθε μέσο, και από την άλλη δηλώνουν ότι τα μοναστήρια παραμελούσαν τη γη τόσο πολύ ώστε άλλοτε εύφορα εδάφη μετατρέπονταν σε ερημότοπους. Έτσι, σύμφωνα με τους παραπάνω μελετητές, τα μοναστήρια οδήγησαν τη γεωργία στην καταστροφή. Θεωρητικά, βέβαια, μπορούμε να φανταστούμε ότι μαζεύει κανείς οικόπεδα και κτήματα μόνο για να τα μαζέψει, για να τα κατέχει, χωρίς να ενδιαφέρεται να τα καλλιεργήσει. Αν όμως κοιτάξουμε τα επίσημα έγγραφα, θα δούμε καθαρά ότι μαζί με τη γή το μοναστήρι αποκτούσε και τους ανθρώπους που την καλλιεργούσαν ώς εκείνη τη στιγμή, ως ιδιοκτήτες της ή, ακόμη συχνότερα, ως πάροικοι ενός άλλου κυρίου. Η απόκτηση μιας τέτοιας έκτασης γης έφερνε στο μοναστήρι, αυτόματα,και την εργατική δύναμη των πάροικων, επομένως το προϊόν της γής. Και από τα έγγραφα που προαναφέραμε προκύπτει σαφέστατα ότι τα μοναστήρια δεν ήταν διατεθειμένα να αδιαφορήσουν γι’ αυτό το προϊόν ή, ακόμη περισσότερο, να παραιτηθούν από αυτό το όφελος των παροίκων. Τα μοναστήρια ήξεραν τη δουλειά τους, και το πλεόνασμα του προϊόντος κατέληγε σίγουρα στην αγορά, δηλαδή έμπαινε στο οικονομικό κύκλωμα της Αυτοκρατορίας. Δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι η αποδοτικότητα των μοναστηριακών γαιών ήταν μικρότερη ή ότι ωφελούσε λιγότερο τη γενική κυκλοφορία των αγαθών από όσο η αποδοτικότητα των γαιών που ανήκαν σε προνοιαρίους και άλλους μεγαλοκτήμονες. Οπωσδήποτε, δεν πιστεύω ότι η οικτρή οικονομική κατάσταση το Βυζαντίου στα ύστερα χρόνια οφείλεται αποκλειστικά, ή έστω κατά κύριο λόγο, στα μοναστήρια. Από τον 12ο αιώνα, αλλά προπαντός τον 13ο, η Βενετία και άλλες εμπορικές πόλεις της Ιταλίας, αποσπούσαν από τους αυτοκράτορες τόσα προνόμια, ώστε ακόμα και η απαλλοτρίωση ολόκληρης της μοναστηριακής περιουσίας δεν θα μπορούσε να καλλιτερέψει πολύ την κατάσταση» (σ. 315).

Κατηγορούν τα μοναστήρια ότι συνθηκολόγησαν με τους Τούρκους, την εποχή της οθωμανικής εξάπλωσης, για να γλιτώσουν την περιουσία τους. Αλλά αυτό το έπρατταν και πόλεις π.χ. τα Ιωάννινα, όταν έβλεπαν ότι η αντίσταση ήταν μάταιη και οδηγούσε σε σφαγή και εξανδραποδισμό (περίπτωση άλωσης της Θεσσαλονίκης). Δεν είναι συμπεριφορά αποκλειστικά ή κύρια των μοναστηριών. Επιπλέον, στα μοναστήρια αυτά υπήρχαν και υπάρχουν χιλιάδες θησαυροί και αρχαία χειρόγραφα. Αν τα μοναστήρια και οι άοπλοι μοναχοί έκαναν πως αντιστέκονταν σε έναν στρατό που ούτε ο ρωμαίικος στρατός μπόρεσε να αντιμετωπίσει, το πιθανότερο είναι ότι θα σφάζονταν και τα μοναστήρια θα καίγονταν, μαζί με τους ανεκτίμητους θησαυρούς τους και τα αρχαιοελληνικά έγγραφα.

Κατηγορούνται επίσης τα μοναστήρια για την μεγάλη περιουσία που απέκτησαν κατά την Τουρκοκρατία. Αυτές οι κατηγορίες είναι αβάσιμες. Οι Τούρκοι είχαν συνήθειο να αρπάζουν όλα τα χωράφια των Ελλήνων, εκτός από αυτά της Εκκλησίας, διότι σέβονταν τον ιερό τους χαρακτήρα («βακούφια»). Οι Έλληνες, λοιπόν, προκειμένου να αποφύγουν την διαρπαγή των κτημάτων τους από τους μπέηδες και τους πασάδες, έκαναν συμφωνία με την Εκκλησία να χαρίζουν σ’αυτήν τα κτήματά τους, με τον όρο να τα εκμεταλλεύονται αυτοί και τα παιδιά τους. Εάν δεν το έπρατταν αυτό οι χωρικοί ή εάν οι Τούρκοι άρπαζαν ακόμη και τα εκκλησιαστικά κτήματα, τότε δε θα απέμενε κανένας Έλληνας με δική του κτηματική περιουσία, με ανυπολόγιστες συνέπειες, όπως για παράδειγμα την αύξηση του μεταναστευτικού ρεύματος στη Δ. Ευρώπη και την ολοκληρωτική ερήμωση της Ελλάδας. Όσο για τη σημερινή εκκλησιαστική περιουσία, η αλήθεια είναι ότι τους δύο τελευταίους αιώνες το κράτος έχει αρπάξει δια της βίας μέγιστο τμήμα της. Γι’ αυτό και έχει συμφωνήσει με την Εκκλησία να μισθοδοτεί επ’ άπειρον τους κληρικούς, αντί να πληρώσει για την αξία της διαρπαγείσας περιουσίας. Αυτό είναι ανεξάρτητο του χωρισμού ή μη Εκκλησίας-Κράτους και αποστομώνει όσους επιτήδειους ισχυρίζονται ότι.. υπάρχει «παπαδόσημο» ή ότι οι κληρικοί είναι δημόσιοι υπάλληλοι  και ότι οι Έλληνες φορολογούμενοι υποχρεώνονται να πληρώνουν τους λειτουργούς μιας θρησκείας στην οποία ίσως δεν πιστεύουν (Περισσότερα για το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας: http://www.oodegr.com/oode/koinwnia/perius1.htm ).

Αλλά και κατά την επανάσταση του 1821 ο ρόλος των μοναστηριών ήταν ευεργετικός. Γράφει ο Μακρυγιάννης: «Εκεί [στα μοναστήρια] ήταν και οι τζεμπιχανέδες [πυρομαχικά] μας και όλα τ’ αναγκαία του πολέμου˙ ότ’ ήταν παράμερον και μυστήριον από τους Τούρκους. Και θυσίασαν οι καϊμένοι οι καλόγεροι˙ και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι εις τον αγώνα. Και οι Μπαυαρέζοι παντήχαιναν [νόμιζαν] ότ’ είναι οι Καπουτζίνοι της Ευρώπης, δεν ήξεραν ότ’ είναι σεμνοί κι’ αγαθοί άνθρωποι» (Απομνημονεύματα, Μακρυγιάννη, εκδ. Πέλλα, σ. 368). Σε ανταμοιβή της εθνικής προσφοράς των μοναστηριών το 1821, το βαυαρικό Ελληνικό κράτος έκλεισε τα 412 από τα 546 μοναστήρια της ελληνικής επικράτειας. Ύστερα απ’ αυτό, περιμένουμε από τους Νεοπαγανιστές να τιμήσουν το μεγάλο βασιλιά Όθωνα και την Αντιβασιλεία.

 

 

71. "Στον τόπο μας έχουμε Ρωμηοκρατία».

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Σε όλα τα δημοτικά τραγούδια ο λαός μας, ονομάζεται Ρωμηός. Πώς γίνεται να έχουμε Ρωμηοκρατία, αφού ο λαός είναι Ρωμηός;

-Οι ρεμπέτες ξένοι κυρίαρχοι είναι μήπως κι αυτοί, που στα τραγούδια τους βρίσκεις δεκάδες φορές τη λέξη Ρωμηός ως εθνικό προσδιορισμό του λαού που κατοικεί στον τόπο αυτό, αλλά ουδέποτε βρίσκεις το Ελληνας; Οι ρεμπέτες δε μπορεί να κατηγορηθούν ως θρησκόληπτοι, διότι δεν είχαν πολλά πάρε δώσε με τη θρησκεία, κι όμως Ρωμηοί ήταν και για Ρωμηούς έγραφαν.

-Ο Σεφέρης, ο Παλαμάς, που χρησιμοποιούσαν τα Ρωμηός και Ρωμηοσύνη; Προδότες ήταν; Ή μήπως ήταν παραπλανημένοι;

-Ο Ρίτσος, που έγραψε τη Ρωμιοσύνη, μήπως ήταν πράκτορας των Ρωμηών;

-Ο Σουρής, που την εφημερίδα του την ονόμασε Ρωμηός, είναι κι αυτός ξένος και ανθέλληνας; Μόνο ένας ανιστόρητος θα το έλεγε αυτό. Το Ρωμηός σημαίνει Έλληνας, για όλους εκτός από τους φανατικούς αρχαιολάτρες που νομίζουν πως επειδή όλοι οι παραπάνω μιλάνε για Ρωμηούς, είναι «ξένοι κατακτητές».  

Το επιχείρημα πως το «Ρωμηός» είναι ξενικής προέλευσης και γι' αυτό δεν πρέπει να χρησιμοποιείται είναι εσφαλμένο γιατί στηρίζεται στο αφελές ιδεολόγημα ότι μόνο ό,τι προέρχεται από την αρχαία εποχή είναι πραγματικά ελληνικό. Τα έθνη στη διάρκεια των αιώνων προσλαμβάνουν και αποβάλλουν  πολλά στοιχεία, πλην όμως αυτό δε σημαίνει ότι χάνουν την εθνικότητά τους.

Οι Γαλάτες της Γαλατίας με τον κελτορωμαϊκό πολιτισμό τους κατακτήθηκαν τον 5ο αι. από τη γερμανική φυλή των Φράγκων, οι οποίοι πάντοτε ήταν ένα μικρό ποσοστό των κατοίκων της Γαλλίας, αλλά όλοι πλέον λέγονται Φράγκοι και το κράτος ονομάζεται «Φραγκία» (France), δίχως κανείς Γάλλος να φέρνει αντίρρηση λόγω του ξενικού ονόματος, ή να το θεωρεί σύμβολο ξένης κατοχής, έπειτα από 15 αιώνες. Οι Φράγκοι εκγαλατίστηκαν και εκλατινίστηκαν. Οι Ρώσοι ονομάζονται «Ρώσοι» επειδή τον 9ο αι. μια σκανδιναβική φυλή, οι Ρώς κατέκτησαν τα εδάφη της σημερινής Ρωσίας και έδωσαν το όνομά τους στη χώρα και τους σλαβικούς πληθυσμούς που ζούσαν εκεί, αλλά κανείς Ρώσος δεν αισθάνεται ως ξένο το όνομα «Ρώσος». Τόσο στην περίπτωση των Φράγκων όσο και των Ρώσων, οι λιγοστοί κατακτητές αφομοιώθηκαν και με το πέρασμα λίγων αιώνων έπαψε να υφίσταται διαφορά, και είναι παράλογη η ιδέα πως οι Σλάβοι της Ρωσίας ή οι κάτοικοι της Γαλλίας είναι υπό ξένη κατοχή μόνο και μόνο επειδή τους έμεινε ένα αρχικώς ξένο όνομα. Το αντίθετο, είναι περήφανοι για το όνομά τους.

Η Αγγλία επίσημα ονομάζεται «Μεγάλη Βρετανία» εξαιτίας της κατάκτησής της πριν 10 αιώνες από τους Βρετανούς Νορμανδούς της Βρετάνης, η οποία είναι μια επαρχία της Γαλλίας. Κανείς όμως κάτοικος του Ηνωμένου Βασιλείου δεν ζήτησε να αλλάξει το όνομα της χώρας του επειδή είναι ξενικής προέλευσης. Αντίθετα, το θεωρούν δικό τους. Αν αυτά ισχύουν για διάστημα 10 αιώνων, τι πρέπει να ισχύει για διάστημα 18 αιώνων; (Από το 212 μ.Χ.)

Χαρακτηριστικά, γράφει ο ανώνυμος Φράγκος συγγραφέας του «Χρονικού του Μωρέος» (14ος αι.) για το ποιοί είναι οι «Ρωμαίοι-Ρωμηοί»: «Διαβόντα γαρ χρόνοι πολλοί αυτείνοι οι Ρωμαίοι / Έλληνες είχαν το όνομα, ούτως τους ωνομάζαν / -πολλά ήταν αλαζονικοί, ακόμη το κρατούσιν - / από την Ρώμη απήρασιν το όνομα των Ρωμαίων.» (στιχος 795)

Λοιπόν το όνομα Ρωμηός έγινε δικό μας, διότι το κάναμε δικό μας και το πήραμε γιατί είμασταν οι καλλίτεροι και οι πιο άξιοι, όσο κι αν στους ξένους φάνηκε «αλαζονική» η πράξη αυτή. Όπως λέει κι ο Ψυχάρης: «τόσο το καλύτερο αν έχουμε δύο δόξες αντί μία» (¶λκη Κυριακίδου-Νέστορος, Λαογραφικά μελετήματα, εκδ. Νέα σύνορα-α.λιβάνης, σ. 224).

Αιώνες πριν το Χρονικό του Μωρέος, ο επισκοπος Βιέννης  γράφει ενθουσιασμένος στον Χλωροβίκο (Κλόβις), πρώτο βασιλιά των Φράγκων που βαφτίστηκε Χριστιανός στα τέλη του 5ου αι., «Η Ελλάδα μπορεί να χαίρεται που έχει εκλέξει ένα δικό μας (ορθόδοξο) αυτοκράτορα» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ' σ. 144). Με το Ελλάδα εννοεί την Ρωμανία, δηλαδή το Βυζάντιο , και μάλιστα πρωτού ο όρος αυτός λάβει στους Καθολικούς την έννοια του αιρετικού (πράγμα που έγινε το 794). Πράγμα που σημαίνει ότι από τότε ήδη ήταν γνωστό τοις πάσι ποιος είναι αυτος οι παράξενος λαός ονόματι [ουδέποτε αυτοαπεκλήθη έτσι] «Βυζαντινοί».

Τα ονόματα δεν έχουν καμμία «αναλλοίωτη» «ουσία», αλλά πως η σημασία τους αλλάζει κάθε φορά, ανάλογα με τον χρήστη τους και τη χρήση τους, και πως κάθε σημασία που δίνεται σε κάθε εποχή είναι τόσο έγκυρη όσο και η αρχική σημασία, κατά την συγκεκριμένη εποχή. Κι αυτό είναι πολύ λογικό: ό,τι σήμερα είναι ξένο, αύριο είναι οικείο, και το ανάποδο.

Το όνομα Ρωμαίος λοιπόν εξελληνίστηκε  λόγω των εξής γεγονότων: 1)του πολιτιστικού εξελληνισμού των Αρχαίων Ρωμαίων από τον 1ο π.Χ. αι. και μετά 2)της πολιτικής εξομοίωσης μεταξύ Ιταλών κατακτητών και μη Ιταλών υπεταγμένων με το διάταγμα του 212μ.Χ που έδινε σε όλους ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα 3)της μεταφοράς της πρωτεύουσας στον ελλαδικό χώρο το 330μ.Χ. που σήμαινε πως η κυριαρχη συνιστώσα του κράτους θα ήταν πλέον οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί του ανατολικού τμήματος, κι όχι οι λατινόφωνοι της Ιταλίας 4)της καθιέρωσης του χριστιανισμού ο οποίος κατά βάση ήταν διαδεδομένος σε ελληνικούς κι όχι λατινικούς πληθυσμούς.

Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (το ανατολικό τμήμα της) εξελληνίστηκε ξαφνικά, σε μία μέρα, το 330 μ.Χ. επειδή χτίστηκε η Κωνσταντινούπολη ή απλώς επειδή θρησκεία του κράτους έγινε η χριστιανική (όπως λεν ορισμένοι θεοκράτες Νεοπαγανιστές, οι οποίοι λατρεύουν τον Παγανιστή Βυζαντινό Ιουλιανό και απαιχθάνονται τον Χριστιανό Βυζαντινό Κωνσταντίνο). Αυτό έγινε λόγω σωρείας διαδοχικών γεγονότων αιώνων (1ος μ.Χ. –4ος μ.Χ.), τα οποία έθεσαν το ανατολικό κράτος υπό τον έλεγχο των Ελλήνων του ανατολικού τμήματος.

Οι Νεοπαγανιστές άλλοτε γράφουν (Δελτίο τύπου ΥΣΕΕ # 59) ότι ο πολιτισμός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπήρξε κατά μεγάλο τμήμα του ελληνικός,  και άλλοτε πάλι, όταν τους πιάνει ο  αρχαιο-μικροελλαδισμός τους, γράφουν (Βλάση Ρασσιά, Υπέρ Της Των Ελλήνων Νόσου, β' έκδοση, εκδ. Ανοιχτή πόλη, σ. 10) ότι δεν υπήρξε «ελληνορωμαϊκός» πολιτισμός, ότι «Ελληνισμός και Ρωμαϊσμός είναι έννοιες αντιδιαμετρικά αντίθετες». Η γνωστή τους τακτική, άλλοτε να αναφέρουν με υπερηφάνεια τους Παγανοφαναριώτες κι άλλοτε να αρνούνται κάθε σχέση με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

            Και τέλος πάντων, γιατί οι Νεοπαγανιστές έχουν τόση παραληρηματική ψύχωση με το «Ρωμηός»-Ρωμαίος και θεωρούν το «Ρωμαίος» μη ελληνικό, τη στιγμή που το ίνδαλμά τους, ο Ιουλιανός ο Αποστάτης γράφει αυτά εδώ: «¶λλωστε οι Ρωμαίοι ανήκουν στο γένος των Ελλήνων»  (Ιουλιανού, Εις τον βασιλέαν Ήλιον προς Σαλούστιον, 39 (153a))  και «(..) γνωρίζω ότι κι εσείς [οι Ρωμαίοι] από αυτούς [τους Έλληνες] κατάγεστε» (Ιουλιανού, Συμπόσιον ή Κρονιάς, 324a). Στα ίδια (Εις τον βασιλέαν Ήλιον, 39 (153a)), ο Ιουλιανός γράφει: «ο Ήλιος αναγνώρισε την πολιτεία μας [τη Ρώμη] Ελληνική τόσο στην καταγωγή όσο και στο πολίτευμα». Τι πρόβλημα έχουν λοιπόν οι Ν/Π με το όνομα «Ρωμαίος- Ρωμιός» αφού το ίνδαλμά τους, ο Ιουλιανός, θεωρεί τους Ρωμαίους Έλληνες στην καταγωγή και στα πάντα; Πώς ισχυρίζονται ότι «η Ελλάδα ήταν υπόδουλη (146 π.Χ.-1453 μ.Χ.) στους Ρωμαίους», αφού τους διαψεύδει ένας Ρωμαίος που αποκαλούνταν Έλλην;

 Η ξεπερασμένη αντίληψη περί ιστορίας, που έχουν οι εθνικιστές, «αρχαιολάτρες» και Νεοπαγανιστές, τούς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το Βυζάντιο δεν είναι ελληνικό, απλώς διότι δεν έγινε καμμιά επανάσταση τον 4ο αιώνα, ώστε η Αυτοκρατορία να γίνει από Ρωμαϊκή Ελληνική. Κοιτάν τις λέξεις και δεν εξετάζουν την αλλαγή στο νόημα των λέξεων. Βλέπουν την λέξη «Ρωμαίος» σε κείμενα του 1ου μ.Χ. αι., την ξαναβλέπουν σε κείμενα τού 7ου μ.Χ. αι. και νομίζουν ότι σημαίνει τον ίδιο λαό, τον ίδιο κόσμο, το ίδιο πράγμα! Φυσικά, το νομίζουν αυτό, επειδή δεν μπαίνουν στον κόπο να εξετάσουν, αν σημαίνει το ίδιο πράγμα. Δεν κοιτάν ότι το «Ρωμαίος» του 5ου αι. μ.Χ. σήμαινε τον ελληνόφωνο κάτοικο της Ελλάδας και της (ελληνικότατης) Μικράς Ασίας, ενώ πέντε π.χ. αιώνες πιο πριν σήμαινε τον λατινόφωνο κάτοικο της Ιταλίας. Τα ονόματα αλλάζουν σημασία. Και η περίπτωση αυτή, όπου το «Ρωμαίος» κατέληξε να σημαίνει τον Έλληνα, δίχως να χρειαστεί καμμία επανάσταση – οι ίδιοι οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι εξελλήνισαν τον εαυτό τους – είναι χαρακτηριστική. Δεν είναι απαραίτητο να γίνει επανάσταση, ώστε να αλλάξει η σημασία ενός ονόματος˙ ούτε να γίνει επανάσταση, ώστε να αλλάξει χέρια το κράτος. Οι ίδιοι οι λατινόφωνοι της Ιταλίας, εξελληνίστηκαν, έδωσαν τον τίτλο του «Ρωμαίου» σε κάθε κάτοικο της Αυτοκρατορίας κι εν τέλει, μετέφεραν την έδρα της σε ελληνικά εδάφη. Όταν έπαψε να υφίσταται η δυτική αυτοκρατορία, ο μόνος λαός που οι εξελληνισμένοι «Ρωμαίοι» της ανατολικής αυτοκρατορίας ήταν ταυτισμένοι μαζί του, ήταν οι Έλληνες.

Λεν συνεχώς οι αρχαιολάτρες και οι Ν/Π ότι το «Έλλην» είναι το ανώτερο, διότι σχετίζεται με τη λογική και τον ορθολογισμό και την γνώση και την επιστήμη, ενώ το «Ρωμιός» τάχα ταυτίζεται με το σκοταδισμό και την πίστη και την αμάθεια. Αυτός ο («μη εθνικιστικός») ορισμός του Έλληνα είναι αυθαίρετος και εκτός ιστορικής πραγματικότητας. Βασίζεται στην επιρροή της αίγλης του 5ου π.Χ. αιώνα, κατά τον οποίο ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός άνθισε.  Λοιπόν, οι Έλληνες του 5ου π.Χ. αι., που εδίωξαν τον Πρωταγόρα, τον Πυθαγόρα, τον Αναξαγόρα, τον Πρόδικο, τον Ευριπίδη, τον Σωκράτη, που πολέμησαν με άλλα λόγια την Φιλοσοφία και την Γνώση, αυτοί δεν ήταν Έλληνες; Κι αν δεν ήταν, τί ήταν τότε; Γιατί δεν αγαπούσαν την γνώση, την επιστήμη και την έρευνα; Τι έφταιξε και, όντας Έλληνες, στράφηκαν κατά των φιλοσόφων; Θα μάς πεί κανείς; Οι Έλληνες ειδωλολάτρες του 3ου και 4ου μ.Χ. αιώνα, που τό ‘χαν ρίξει στη μαγεία, στην αστρολογία, στη «θεουργία» και την τυφλή πίστη, άραγε αυτοί δεν ήταν πλέον Έλληνες; Τι ήταν, Ζουλού; Αν δεχτούμε ότι η ουσία της Ελληνικότητας, του (αρχαίου) «Έλληνα» είναι ο Λόγος και η Έρευνα, τότε ο αρχαίος ελληνικός όχλος, οι λαϊκές μάζες που φτωχοζούσαν, οι ανίδεοι αγρότες και οι τσοπάνοι, που έβοσκαν πρόβατα στις βουνοπλαγιές και δεν άκουσαν ποτέ τίποτε για τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Επίκουρο, τον Πρωταγόρα – ίσως μόνο όταν εξόριζαν τον Πρωταγόρα και έκαιγαν τα γραπτά του – αυτοί δεν είχαν «Ελληνικότητα», δηλαδή δεν ήταν Έλληνες!! Όμως αυτό το συμπέρασμα είναι απλώς η απόδειξη του αδιεξόδου του ελιτιστικού ορισμού της ελληνικότητας. Διότι όλοι αυτοί οι άσημοι αρχαίοι Έλληνες, ο όχλος, ήταν Έλληνες ακριβώς όπως και οι φιλόσοφοι, και συνεπώς το «Έλλην» δεν είναι φύσει κάτι το ανώτερο ή το συσχετιζόμενο με τον Λόγο ή την.. Επιστήμη.

Απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα δεν μπορεί να δωθεί εάν ισχύει ο παράλογος (=μη ιστορικός) ορισμός που δίνουν για τον «Ελληνα» οι Νεοπαγανιστές.  Το όνομα «Έλληνας» δεν είναι ουρανοκατέβατο, ώστε να έχει συνεχώς μία απαράλλαχτη σημασία. Είναι ανθρώπων δημιούργημα και αλλάζει σημασίες από εποχή σε εποχή, ανάλογα με αυτούς που το χρησιμοποιούν κι εκφράζονται από αυτό. Αφού είναι ανθρώπινο δημιούργημα και δεν έχει μία απόλυτη σημασία, γιατί τότε οι Νεοπαγανιστές επιλέγουν να ορίσουν το «Ελλην» ως «το τέλειο, το σύμφωνο με την λογική και την επιστήμη και τη Γνώση» κι όχι ως «τσαρλατανισμό-θεουργία του 3ου μ.Χ. αιώνα» ή ως «διώξεις κατά φιλοσόφων του 5ου π.Χ. αι.»; Και οι δύο όψεις είναι εξίσου ισότιμα τμήματα της «ελληνικότητας». Με ποιο δικαίωμα παραχαράσσουν την αλήθεια, μη δίνοντας την ίδια σημασία στην άλλη όψη; Με το κριτήριο της παλαιότητας; Αυτό είναι καταρχήν ρομαντικό κριτήριο («όλα ήταν κάποτε ωραία και μετά εκφυλίστηκαν»), αφετέρου η έννοια της «παλαιότητας» είναι σχετική: θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει «αυθεντικά παλαιότερη ελληνικότητα» την ανορθολογική εποχή του 1000 π.Χ. κι όχι τον 5ο π.Χ. αιώνα. Με το κριτήριο της χρονική διάρκειας, η «ανορθολογική» νοηματοδότηση του «Ελληνα» έχει πολύ περισσότερη διάρκεια από ότι η εποχή των φιλοσόφων (5ος-3ος π.Χ. αι.). Όταν λοιπόν ο κάθε ιδεαλιστής εθνικιστής θέλει να παρουσιάσει το «Ελληνας» ως διαχρονικά συνώνυμο του λόγου, της γνώσης, της έρευνας, είναι ολοφάνερο πως αυθαιρετούν εσκεμμένα, διαστρεβλώνοντας την ιστορική αλήθεια.

Το όνομα Ελλάδα στην αρχή της επανάστασης του 1821 βεβαίως ουδεμία σχέση είχε με τις φαντασιώσεις των σημερινών Ν/Π. Ελλάδα σήμαινε τα Βαλκάνια, όπως έχουμε πει παραπάνω. Επιπλέον η σημασία της λέξης Ελλάδα δεν ήταν η ίδια, ούτε και κατά την ίδια την Αρχαιότητα. Ως γνωστό, στους ομηρικούς χρόνους Ελλάδα σήμαινε την περιοχή της Φθιώτιδας. Οι υπόλοιποι Έλληνες δεν λέγονταν Έλληνες, αλλά Δαναοί ή Αχαιοί ή Αργείοι. Στην γεωμετρική εποχή (1100-800 π.Χ.) επικράτησε το Ελλάδα μόνο για την περιοχή από τις Θερμοπύλες και νοτιότερα. Ο Θουκιδίδης, τον 5ο αιώνα στις περιοχές που ονομάζονταν ώς τότε «Ελλάδα» προσθέτει και την Ήπειρον. Ο Δημοσθένης (19, 303) γράφει «τὴν Ἑλλάδα καὶ Πελοπόννησον», αποκαλώντας Ελλάδα τη Ρούμελη κι όχι το Μωριά., ο Παυσανίας, γράφει την Ελλάδος Περιήγησιν επισκεπτόμενος τις χώρες νότια της Θεσσαλίας μόνο, αλλού όμως, περιλαμβάνει και την Ήπειρο («Ἑλλὰς ἡ πέραν Ἰονίου») ενώ αλλού («πᾶσα ἡ Ἑλλὰς») όλες τις χώρες μαζί και τα παράλια της Μ. Ασίας. Στους ελληνιστικούς χρόνους Έλληνες ονομάζονταν όσοι μιλούσαν ελληνικά. Στην Ρωμαιοκρατία υπήρχε επαρχία Αχαΐας και επαρχία Μακεδονίας, αλλά όχι επαρχία Ελλάδας. Στο «θέμα Ελλάδας» των βυζαντινών χρόνων συμπεριλαμβάνονται η ανατολική Θεσσαλία, η ανατολική Ρούμελη, η Εύβοια, και ορισμένα νησιά των Κυκλάδων μαζί με τη Λήμνο, ενώ υπάρχει το θέμα Πελοποννήσου, το θέμα Νικοπόλεως, Κρήτης, Θεσσαλονίκης, Στρυμώνα, Κεφαλλονιάς, Αιγαίου. Ο βασιλιάς της Νίκαιας ονομάζει Ελλάδα τη Μικρά Ασία, ενώ διάφοροι άλλοι Έλληνες, με το Ελλάδα εννοούν όλη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Τα ίδια ισχύουν και για άλλα ελληνικά ονόματα περιοχών, όπως η Θράκη, που αρχικά περιελάμβανε την χώρα από Βυζάντιο ώς τον Όλυμπο, κι από το Δούνανη ώς το Αιγαίο, στα χρόνια του ο Θουκιδίδης αποκαλεί την Χαλκιδική «Θράκη» (1, 57) και τον πόλεμο στη Χαλκιδική «τὸν ἐπὶ Θράκης Χαλκιδικὸν πόλεμον» (2, 96, 2)˙ στα βυζαντινά χρόνια, «Θράκη» λεγόταν μόνο η βορειοανατολική περιοχή της Ανατολικής Θράκης. Παρομοίως, αρχικά «Μακεδονία» λεγόταν μόνο η σημερινή Δυτική Μακεδονία. Τα ονόματα, λοιπόν, ουδέποτε είχαν σταθερή σημασία.

Ισχυρίζονται οι εθνικιστές «αρχαιολάτρες» πως το Ρωμηός συμπεριελάβανε κατά την Τουρκοκρατία και άλλα έθνη εκτός του ελληνικού, οπότε δεν πρέπει να χρησιμοποιείται από τους Νεοέλληνες. Αυτό βέβαια είναι μερικώς μόνο σωστό, διότι οι Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι κλπ παρόλο που τυπικά συμπεριλήφθησαν μεταξύ 1500 και 1850 στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν έγιναν Ρωμηοί, διότι σε 350-400 χρόνια μόνο δεν αλλάζει η εθνική συνείδηση (δεδομένης της προΰπαρξης σερβικού και βουλγαρικού κράτους πριν την κατάληψη της Βαλκανικής από τους Τούρκους) και διότι γλώσσα της λειτουργίας ήταν η σερβική, βουλγαρική, ρουμανική αντίστοιχα κι όχι η ελληνική. Παρ' όλο που οι Τούρκοι για ένα διάστημα πράγματι απεκαλούσαν όλους τους βαλκάνιους Ορθόδοξους «Ρούμ»=Ρωμαίους, ωστόσο οι Σέρβοι/Βούλγαροι/Ρουμάνοι δεν αυτοαπεκλήθησαν ποτέ Ρωμηοί. Ο Δούκας γράφει: «Τοῦτο τοὺς Ἀλβανοὺς εὐαριθμήτους ἐποίησεν, Βλάχους ὁμοίως Σέρβους καὶ Ρωμαίους εἰς τέλος ἠφάνισεν» ταυτίζοντας έτσι τα ονόματα Ρωμαίος και Έλληνας. Μιλήσαμε για τον Νικήτα Χωνιάτη, που αντί για Ρωμαίους γράφει Έλληνες, ταυτίζοντας το λαό που έχει τα ονόματα αυτά. Ο Σέρβος ηγεμόνας Στέφανος Δουσάν, τον 14ο αι. παίρνει τον τίτλο στα ελληνικά του έγγραφα: «Στέφανος εν Χριστώ τω Θεώ Πιστός Βασιλεύς και αυτοκράτωρ Σερβίας και Ρωμανίας», στα σερβικά του έγγραφα, όμως, γράφει: «Στέφανος εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς των Σέρβων και των Γραικών». Οι Ρωμαίοι είναι οι Γραικοί, αφού με το όνομα Ρωμαίος ο Δουσάν δεν εννοεί τους Σέρβους. Ο Βούλγαρος Συμεών ονομάζει τον εαυτό του «Βασιλεύς Βουλγάρων και Ρωμαίων». Το ίδιο συναντάμε και σε άλλα κείμενα. Οι υπόλοιποι βαλκανικοί λαοί αναφέρονται με τα γνωστά σημερινά τους ονόματα˙ Ρωμαίοι είναι μόνο οι Έλληνες. Το «Ρωμαίος» αφορά μόνο όσους λαούς ζούσαν εντός των συνόρων της Αυτοκρατορίας κατά την εποχή του εκχριστιανισμού της, οι οποίοι σταδιακά εξελληνίστηκαν (όσοι από αυτούς δεν ήταν Έλληνες ή ήδη εξελληνισμένοι τον 4ο αι.). Οι Σλάβοι των Βαλκανίων, που κατέφθασαν 2-3 αιώνες αργότερα δεν μετείχαν στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό (χριστιανικό ή εθνικό) ούτε στη δημιουργία του ορθόδοξου πολιτισμού: απλώς κατοίκησαν στα ρωμαϊκά εδάφη. Όπως και νά ‘χει, οι Νεοπαγανιστές δεν γίνεται από τη μία να ισχυρίζονται τέτοια πράγματα για το Ρωμηός, κι από την άλλη να ισχυρίζονται πως το «Έλληνας» των Πατέρων της Εκκλησίας και των διαταγμάτων των Αυτοκρατόρων είχε εθνική σημασία, παρόλο που οι ίδιοι οι Νεοπαγανιστές τονίζουν αλλού πως το Έλληνας σήμαινε πλέον τον παγανιστή, δηλαδή ήταν θρησκευτικό, άρα και πολυεθνικό όνομα. Αφού ήταν όνομα για πολλούς λαούς, ας μην κλαίνε οι Νεοπαγανιστές γι’ αυτούς τους «Έλληνες», διότι δεν ήταν Έλληνες, αλλά κυρίως Σλάβοι, Σύριοι, Λατίνοι, Αλβανοί κ.ά. Όταν βέβαια τους Νεοπαγανιστές τους πιανει.. η απροσεξία, τότε ρητά αναφέρουν ότι το «Ρωμαίοι»/Ρωμηοί σημαίνει Έλληνες και μόνον Έλληνες, κι όχι τους άλλους ορθόδοξους λαούς˙ και έτσι το επιχείρημά ότι το Ρωμιός δεν είναι εθνικό μας όνομα, αλλά όνομα κι άλλων λαών, καταρρίπτεται από τα ίδια τους τα λόγια. Για παράδειγμα, γράφουν ότι το 1905 οι Βούλγαροι «Κατέλαβον την Ανατολική Ρωμυλία (Χώρα Ρωμαίων: Ελλήνων)». Ρωμαίοι = Έλληνες λοιπόν, όπως ρητά επεξηγούν. ¶ρα αυτοί που κατά το μεσαίωνα λέγονταν «Ρωμαίοι», οι Βυζαντινοί, αυτοί που οι Νεοπαγανιστές αποκαλούν «μη Έλληνες», αυτοί ήταν Έλληνες, και το κράτος τους ήταν Ελληνικό.

Λανθασμένη είναι η άποψη πως το όνομα Ρωμαίος-Ρωμηός ήταν το επίσημο μόνο όνομα των πολιτών της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ενώ αυτοί δήθεν προτιμούσαν άλλα ονόματα: Όπως φαίνεται από όλο το έπος του Διγενή Ακρίτα που λαμβάνει χώρα στα ανατολικά σύνορα της Ρωμανίας, ακόμα και στα σύνορα οι κάτοικοι (οι ακρίτες) αποκαλούνταν Ρωμαίοι. Αν οι υπήκοοι της Ρωμαίικης αυτοκρατορίας προτιμούσαν ή χρησιμοποιούσαν για τον εαυτό τους άλλο όνομα διαφορετικό του επίσημου Ρωμηός τότε γιατί μετά την κατάλυση της Ρωμανίας συνέχισαν να αποκαλούν τον εαυτό τους με το επίσημο όνομα κι όχι με αυτό (ποιό;) που υποτίθεται πως χρησιμοποιούσαν αναμεταξύ τους; Το όνομα Ρωμηός λοιπόν δεν ήταν απλώς κρατικό όνομα ή ένα όνομα υπηκοότητας δοσμένο από το κράτος, αλλά εθνικό όνομα, γι' αυτό άλλωστε και επέζησε και της πτώσης του Βυζαντίου.

Αστήριχτη επίσης είναι η άποψη πως οι πρόγονοί μας είχαν το όνομα Ρωμηός επειδή έτσι τους ωνόμαζαν οι κατακτήσαντες αυτούς Τούρκοι. Αυτό αποδεικνύεται από περιοχές (π.χ. Κύπρος, νότια Ελλάδα, Κρήτη κ.ά.) όπου μεταξύ βυζαντινής περιόδου και Τουρκοκρατίας μεσολάβησε η Φραγκοκρατία, κατά την οποία ωστόσο οι κάτοικοί τους συνέχισαν να αυτοαποκαλούνται Ρωμηοί. Οι Τούρκοι, λοιπόν, δεν εφηύραν το όνομα Ρωμηός ούτε το επέβαλαν, αλλά συνέχισαν να μας αποκαλούν με το ίδιο όνομα που είχαμε και πριν την υποδούλωσή μας, όταν είμασταν ένδοξη και πανίσχυρη κοσμοκρατορία. Αν υπάρχει κάποιος χαρακτηρισμός που οι Τούρκοι μάς προσέδωσαν αυτός είναι το «ραγιάδες»(= κοπάδι), που φυσικά και είναι ταπεινωτικό. Το Ρωμηός όμως προϋπήρχε της τουρκικής κατάκτησης και καθόλου όνομα σκλαβιάς δεν είναι. Αντίθετα, υπενθυμίζει την αυτοκρατορικότητα και τα παλαιά μεγαλεία του γένους μας.

Ανιστόρητη είναι η άποψη πως κατά την «βυζαντινή» εποχή αυτοαποκαλούνταν «Ρωμηοί» μόνο στην Κωνσταντινούπολη και τη Μ. Ασία, ενώ στην σημερινή Ελλάδα αυτοαποκαλούνταν «Έλληνες». Στο «Χρονικό του Μωρέος», γραμμένο τον 14ο αι. από Φράγκο της Πελοποννήσου, παντού γίνεται λόγος για Ρωμαίους κι όχι για Έλληνες, διότι έτσι αυτοαποκαλούνταν τότε οι πρόγονοί μας. π.χ. «Ποτέ Ρωμαίου μη εμπιστευτής δια όσα και σού ομνύει / όταν θέλει και βούλεται του να σε απεργώση», γράφει ο Φράγκος στο χρονικό του. Αυτό, μαζί με τον Διγενή Ακρίτα, και με τα δημοτικά τραγούδια, δείχνουν ότι το «Ρωμηός» ήταν εθνικό όνομα κι όχι απλώς κρατικό.

- Ο Στερεοελλαδίτης Παλαμάς λέει: «Το όνομα Ρωμηός κάθε άλλο παρά ντροπή είναι. Αν δε το περιμαζώνει αγριελιάς στεφάνι από την Ολυμπία, το ανυψώνει στέμμα ακάνθινο μαρτυρικό, και θυμάρι μοσκοβολά και μπαρούτι.» Τονίζει ο Παλαμάς: «Βαπτιστικός του κλασσικού Ρωμαίου της Ρώμης, από τον καιρό του Ιουστινιανού ως τον καιρό του Ρήγα του Βελεστινλή, ο ίδιος έμεινε, ξεχωρισμένος, ο ίδιος πάντα, μέσα από το δανεικό του όνομα, που τόκαμε δικό του, ο Ρωμαίος της Πόλης, ο Ρωμιός ο ραγιάς, ο Ρωμιός ο αδούλωτος, ο Ρωμιός ο Έλλην...», για να καταλήξει: «κάποιο αγνότερο και πιο βαθύ αίσθημα μουσικό, δε μπορεί παρά να βρει ακόμα, στη λέξη ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ, κάτι τι ποιητικά και μουσικά χρωματισμένο, κάτι τι φτερωτό, λεβέντικο για μας και ανάλαφρο, που νομίζω πως δεν το έχει ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ, με όλη του τη βαριά του ασάλευτη μεγαλοπρέπεια».  

-Στο κλεφτικο τραγούδι του Βλαχάβα, ενός αρματολού, αυτός λέει:

«Ρωμηός εγώ γεννήθηκα, Ρωμηός θε να πεθάνω!»

- Ο Θεσσαλός Ρήγας Φερραίος λέει: «Βούλγαροι κι Αρβανίτες και Σέρβοι και Ρωμηοί  Για την ελευθεριά να ζώσουμε σπαθί!»

-Σ' ένα μεσαιωνικό τραγούδι λέγεται: «Δράκοι και δρακοντόπουλα, ΡΩΜΑΙΙΚΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ»,

- Ο Κρητικός ήρωας Δασκαλογιάννης γράφει: «Με την καρδιά του ήθελε την Κρήτη Ρωμηοσύνη», και

«Ούλ' οι Ρωμηοί θα σηκωθούν και την Τουρκιά θα φάνε!»

- Ο Κύπριος ποιητής του 19ου αι. Βασίλης Μιχαηλίδης στο ποίημά του «Ρωμιοσύνη» γράφει:

«Η Ρωμιοσύνη εν(=είναι) φυλή συνότζιαιρη του κόσμου,κανένας δεν εβρέθηκεν για να την-ι-ξηλείψη,κανένας, γιατί σιέπει την που τάψη ο Θεός μου.Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψη!»

- Το δημοτικό τραγούδι της Κύπρου λέει για την ¶λωση της Πόλης:

«Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός  και στεναγμός και λύπη, / Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις. / Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγίαν, / το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.(..) / Ηλιε μου ανάτειλε παντού, σ’ ούλον τον κόσμον φέγγε / κι εις την Κωνσταντινόπολην, την πρώτην φουμισμένην / και τώρα την Τουρκόπολην, δε πρέπει πιο(=πια) να φέγγεις.»

-Το δημοτικό τραγούδι της Ηπείρου λέει: «της Ωριάς το κάστρο (..) Τούρκοι το πολεμούσαν χρόνους δώδεκα, Ρωμιοί το παραστέκουν δεκατέσσερις»

- Το δημοτικό τραγούδι του Πόντου λέει: «“Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!” -Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία ‘πάρθεν. -Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.»

- κι ο Αιγαιοπελαγίτης Γιώργος Σουρής, γράφει χαρακτηριστικά για την αρχαιοπληξία:

«Oποιος γυρεύει μνήματα της κλασσικής παιδείας,
όποιος ξεθάβει άγαλμα καμμιάς ή κανενός,
κι αν Κουμανούδης λέγεται, κι αν είναι Καββαδίας,
θα θάβεται με τ’ άγαλμα κι εκείνος ζωντανός.
Θα λείψουν τόσα μάρμαρα και οι αρχαιολόγοι,
κ’ η δόξα τότε η παλιά το έθνος δεν θα τρώγει».

-Ο Ψυχάρης γράφει «Όταν στο 1821 ο Μπότσαρης και οι όμοιοί του ξεσηκώνονταν, υπάκουαν χωρίς μήτε να το ξέρουν σε μια ρωμαϊκή πολιτική ώθηση» (άρθρο στο Orde Public, 29 Ιουλ. 1919, στον Μ. Κριαρά, Ψυχάρης, Αθήνα 1981, σ. 236).

-Και για να μην υπάρξει ασάφεια περί της σημασίας των παραπάνω, γράφει ο Μακεδόνας Ίων Δραγούμης: «Σκοπός εκείνων που έφτειασαν το νέο κράτος ήταν (..) να ξαναπιάσει ο Ρωμιός τη διοίκηση του κράτους του που είχε πρωτεύουσα την Πόλη και να ξανακαθίσει Έλληνας βασιλιάς στο θρόνο των Παλαιολόγων. Μα οι περιστάσες, η σχετική αδυναμία των αρχηγών και οι μεγάλοι της γής έτσι το θέλησαν και αντί να γίνει, σύμφωνα με τη θέληση του λαού το κράτος της μεγάλης ιδέας, έγινε ένα μικρό ελληνικό κράτος στο μέρος που είχε ανθίσει η αρχαία Ελλάδα. Το ελληνικό όνειρο ίσως να περιορίστηκε προπάντων από την ευρωπαϊκή αντίληψη την ξεπαρμένη τότε από μια νεογέννητη φωτοβολή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Μόνο οι Ρώσοι, με το να μην έχουν κλασσική μόρφωση, ένοιωθαν σωστά ποιο ήταν αλήθεια το ελληνικό όραμα, και αυτοί δε είχαν λόγους να το σπρώξουν να γίνει πράμα, απεναντίας το έτρεμαν. Και οι Τούρκοι όμως, που δεν τους εσκότιζαν το μυαλό οι πιο αρχαίες ιστορίες, κι αυτοί ήξεραν καλά το τί εγύρευε το ξυπνημένο πια έθνος των Ρωμαίων, γιατί το θυμόντουσαν και οι ίδιοι – δεν είχαν περάσει και πολλά χρόνια – πως από αυτό το έθνος, το βασιλικό, επήραν την Πόλη, και αυτό το ίδιο θα θελήσει μια μέρα πάλι να τους την ξαναπάρει» (Ι. Δραγούμη, Ελληνικός Πολιτισμός, εκδ. Φιλόμυθος, σ. 52).

Πώς αντιδρούν οι Νεοπαγανιστές σε όλους αυτούς; Μα, με τα γνωστά επιχειρήματα: Όλοι αυτοί ήταν «παραπλανημένοι», «προδότες του ελληνικού ήθους», «ιουδαίοι στο ήθος», και άλλες τέτοιες εμετικές ύβρεις που οι Παγανιστές ξεστομίζουν δίχως ντροπή. ¶λλωστε, το μόνο επιχείρημα των Παγανιστών είναι οι ύβρεις και το «εμείς τα ξέρουμε όλα, εσείς είστε παραπλανημένοι». Σοβαροί άνθρωποι.

 

 

  72. "Εξαιτίας του Βυζαντίου καταστράφηκε ο Ελληνισμός. Ο Χριστιανισμός επέφερε τον Μεσαίωνα".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Αν δεν υπήρχαν οι Χριστιανοί Βυζαντινοί πρόγονοί μας να αντισταθούν στους ¶ραβες, αυτοί θα είχαν κυριεύσει τουλάχιστον την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη αφού δεν υπήρχε ισχυρός αντίπαλος στα μέρη εκείνα, και σήμερα οι Νεοπαγανιστές & Αρχαιολάτρες εθνικιστές θα φόραγαν σαρίκι, θα μιλούσαν αράβικα όπως οι κάτοικοι της Μ. Ανατολής και θά λεγαν και ευχαριστώ στα αράβικα!  

Όπως γράφει ο ιστορικός F. Gregorovius: «διὰ τῆς κτίσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως διεςώθη ἡ περεταίρω ὕπαρξις τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους και διετηρήθησαν ὑπὲρ τῆς ἀνθρωπότητος οἱ θησαυροὶ τοῦ πολιτισμοῦ αὐτοῦ. Πράγματι, δ’ ἄνευ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἡ Ἑλλὰς καὶ ἡ Πελοπόννησος ἤθελον κατακτηθῆ καὶ οἰκισθῆ ὑπὸ ξένων βαρβάρων ἐθνῶν» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ. 1, σ. 89).

Αν ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα κάπου στη Δύση (Γαλατία, Ισπανία) κι όχι στον ελλαδικό χώρο, εκεί ίσως να μην διαρκούσε (λόγω ανομοιογένειας των λαών) πολύ η Αυτοκρατορία, αλλά το σίγουρο είναι πως το ανατολικό τμήμα, όντας παραμελημένο ( όπως παραμελήθηκε η Δυτική Αυτοκρατορία), θα είχε την τύχη που είχε το Δυτικό τμήμα: θα το ρήμαζαν οι Γότθοι τον 5ο αι, θα εγκαθίσταντο ιδρύοντας βαρβαρικά θνησιγενή (όπως έγινε στη Δύση) κράτη και εκγερμανίζοντας το παν, μετά θα επέδραμαν ανενόχλητοι οι Σλάβοι συμπαρασύροντας στην καταστροφή τα κράτη αυτά, οι στρατιές του Χορσόη τον 7ο αιώνα (επί Ηρακλείου) θα μπορούσαν πολύ εύκολα να διαβούν τον Ελλήσποντο, κι αν δεν το έπραταν τουλάχιστον θα κατελάμβαναν οριστικά την Μικρά Ασία, και τέλος, δίχως το Βυζάντιο οι ¶ραβες θα ξεχύνονταν στα Βαλκάνια, θα εξισλάμιζαν τους πάντες, και θα προχωρούσαν στην κεντρική ευρώπη των φτωχοκάλυβων και των βαρβάρων.. δίχως το Βυζάντιο.

Αν υπήρξε κάποια παρακμή ή οπισθοδρόμηση κατά το «Μεσαίωνα», αυτή δεν οφείλεται στην επικράτηση του Χριστιανισμού, αλλά στην μαζική και ταυτόχρονη εισβολή βαρβαρικών φυλών επί έναν συνεχή αιώνα δια μέσου των ευρωπαϊκών συνόρων της Αυτοκρατορίας (Γερμανοί, Ούννοι, Σλάβοι). Αυτοί έφεραν την παρακμή. Αλλά, εάν λέγεται ότι εξαιτίας του Χριστιανισμού παρήκμασε η Αυτοκρατορία, τότε πώς είναι δυνατόν το ανατολικό τμήμα της, που ήταν κατά πολύ μεγάλο βαθμό εκχριστιανισμένο, να αντισταθεί στην εισβολή των βαρβάρων και να αντέξει άλλους 9 αιώνες, ενώ το δυτικό τμήμα, που ήταν λιγότερο εκχριστιανισμένο και είχε περισσότερους παγανιστές από το ανατολικό, δεν άντεξε στην εισβολή των βαρβάρων; ¶ρα, αντίθετα από ό,τι ισχυρίζονται οι αντιχριστιανοί, το (περισσότερο εκχριστιανισμένο) ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας δεν κατελύθη, ενώ το (λιγότερο εκχριστιανισμένο) δυτικό τμήμα κατελύθη. Δηλαδή ο Χριστιανισμός ωφέλησε την επιβίωση της Αυτοκρατορίας και του πολιτισμού. Γι’ αυτό και ο όρος «μεσαίωνας» αφορά την δυτική Ευρώπη, τα εδάφη της πρώην δυτικής αυτοκρατορίας, τα οποία κατακλύστηκαν από βαρβάρους.

«Ο λεγόμενος «Μεσαίωνας» έχει, ασφαλώς, τα ιδιαίτερα κοινωνικά του γνωρίσματα, που απαρτίζουν τον ιδεώδη του τύπο, δηλ. τη δική μας εικόνα γι’ αυτόν, ωστόσο δεν είναι δυνατόν να αποφανθούμε τελεσίδικα για ποιον λόγο θα έπρεπε να θεωρηθεί ηθικά καλύτερος ή χειρότερος από άλλες εποχές. Ούτε και μπορεί να διαπιστωθεί επιστημονικά, αν τότε το «ανθρώπινο πνεύμα» και η «ανθρώπινη φύση» καταδυναστεύθηκαν (εδώ δεν γίνεται λόγος για τις τοτεινές συγκεκριμένες μορφές της κοινωνικής κυριαρχίας), αφού τέτοιες έρευνες αναγκαστικά θα ορμηθούν από αξιολογικές κρίσεις (και όχι απλές ψυχολογικές ή βιολογικές αποφάνσεις) πάνω στην ουσία του ανθρώπου. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί μεσαιωνικοί άνθρωποι, και μάλιστα όχι οι λιγότερο προικισμένοι, ένοιωσαν ως πλήρωμα της ψυχής τους και ως υπαρξιακή ένταση ακριβώς τα πράγματα εκείνα, που από την κοσμοθεωρητική σκοπιά του ορθολογισμού των Νέων Χρόνων παρουσιάστηκαν ως ετερονομία ή εξευτελισμός του ανθρώπου. Ακόμη και ως προς την καθαρά νοητική δραστηριότητα, η εξονυχιστική διερεύνηση ενός θεολογικού προβλήματος θα πρέπει τότε να προκαλούσε τουλάχιστον ίση ευχαρίστηση ή αίσθηση ελευθερίας όσο αργότερα και μια επιστημονική ανακάλυψη», γράφει ο Π. Κονδύλης από τη δική του οπτική – μια οπτική άγνωστη σ’αυτούς (παγανιστές και μη) που αρνούμενοι την ύπαρξη «απόλυτου, υπέρτατού κακού», θεωρούν ωστόσο το Χριστιανισμό και το Μεσαίωνα το «υπέρτατο, απόλυτο» κακό.

Εάν ο Χριστιανισμός φέρνει την παρακμή και τον Μεσαίωνα, τότε γιατί η ιστορία των περισσότερων ευρωπαϊκών λαών αρχίζει με τον εκχριστιανισμό τους; Αν ο Χριστιανισμός εκβαρβαρίζει, γιατί οι Νορμανδοί, οι Κέλτες, οι Σλάβοι, οι Ούγγροι άρχισαν να εκπολιτίζονται μέσω του Χριστιανισμού; Πώς γίνεται ο Χριστιανισμός να εκβαβαρίζει τους Έλληνες, αλλά να εκπολιτίζει τους ¶γγλους, τους Σάξωνες, τους Γερμανούς, τους Γότθους, τους Ολλανδούς, τους Γαλάτες, τους Ρώσσους, τους Ισπανούς; Γιατί τα ισχυρότερα και πιο πολιτισμένα κράτη είναι κατά βάση χριστιανικά;

Η αλήθεια είναι ο Ελληνισμός βρισκόταν σε παρακμή αιώνες πριν τον εκχριστιανισμό του. Ο εκχριστιανισμός του έδωσε δύναμη να επιβιώσει για έντεκα αιώνες σε ένα κράτος στο οποίο αρχικά ήταν μία από τις πολλές εθνότητες και το οποίο μετέτρεψε ουσιαστικά σε ελληνικό. Πρέπει να θυμόμαστε πάντα σε τι κατάσταση ήταν ακριβώς πριν τον εκχριστιανισμό της η Ελλάδα, ειδικά η νότια, ώστε οι απάτες των αρχαιολατρών να μην ξεγελούν κανέναν. Οι Στράβωνας, Παυσανίας, Πολύβιος, Δίων Χρυσόστομος, Κικέρων, Πλούταρχος, είναι σύμφωνοι σ’ αυτό: απόλυτη παρακμή. «Η Ήπειρος είναι τώρα στο μεγαλύτερό της τμήμα έρημη (..) ώς και το ιερό της Δωδώνης μένει άφωνο σαν όλα τα γύρω. Έρημες είναι και οι ορεινές περιοχές ανάμεσα στην Μακεδονία, την Θεσσαλία και την Ήπειρο. Έρημο και το ιερό χώμα της Ολυμπίας, στη διάθεση των ληστών και των κακοποιών. Έρημες η Αθαμανία και η Δολοπία. Η Αιτωλία και η Ακαρνανία διασχίζονται όχι πια από ανθρώπους, μα από κοπάδια αλόγων που βόσκουν. (...) Ανάμεσα στις πόλεις της Φωκίδας, η ανάμνηση των Δελφών είναι μια εύγλωττη μαρτυρία για την καταστροφή των ανθρωπίνων μεγαλείων. Στην Βοιωτία, οι Θεσπιές, η Θήβα, δεν είναι παρά συνοικισμοί που δεν αξίζουν να αναφερθούν. Ο Πειραιάς είναι ένα χωριό με σκόρπια σπίτια (...) είναι πολύ σπάνιο να ταράζη τα νερά του κάποιο μεγάλο αιγυπτιακό καράβι. (..) Από εκατό πόλεις της Λακωνίας, τουλάχιστον οι εξήντα είναι ερειπωμένες και έρημες. Σε ένα μεγάλο τμήμα της Αργολίδας και της Αρκαδίας που ήταν άλλοτε περίφημη για τον πληθυσμό, τα τείχη τους οι ναοί τους δεν υπάρχουν πια, όπως η Μεγαλόπολη, που είναι έρημη, αφημένη στα κοπάδια και τα ερείπια. Η Κρήτη είναι νεκρή (...). Η δόξα της Χίου, των Κλαζομενών, της Σμυρνης δεν υπάρχει πια. Η Μίλητος είναι σκιά του εαυτού της. Η Παισός, η ¶στυρα, η Πύρα και "μαζί μ’ αυτές πολλές αρχαίες αιολικές πόλεις" αποτελούν θλιβερή ανάμνηση των καλών ημερών. Η θάλασσα που τις αγκαλιάζει είναι τώρα μια επικίνδυνη φωλιά πειρατών. (..) Ο Κικέρωνας, σαράντα πέντε χρόνια προ Χριστού: "Εκεί στην Ελλάδα άλλοτε υπήρχαν ακμάζουσες πόλεις. Τώρα αυτές κείτονται σε ερείπια". (..) Ο Δίων ο Χρυσόστομος λίγο αργότερα από τον Παυσανία, μας μιλά πολλές φορές για την έρημη Θεσσαλία, την χωρίς κατοίκους Αρκαδία, για τον Τάραντα, τους Μεταπόντιους, τον Κρότωνα, άφωνες και έρημες πολιτείες, μας περιγράφει για την έρημη και χωρίς κατοίκους Εύβοια, που κανένας πια δεν καλλιεργεί τα χωράφια της, η Εύβοια το νησί των νεκρών πόλεων, όπου τα σπαρτά ωριμάζουν στον περίβολο των ενδόξων τειχών, όπου τα αγάλματα των θεών και των ηρώων κείνται σαβανωμένα μέσα σε πυκνό χορτάριασμα και τα κοπάδια των ζώων βόσκοντας βεβηλώνουν τα αρχαία οικοδομήματα των πόλεων. Υπήρχε κάποτε η Ελλάδα. Τώρα "οι πέτρες και τα ερείπια των μνημείων είναι τα μόνα μέσα που θυμίζουν σ’ εκείνου, που επέζησαν, το χαμένο μεγαλείο και τη λαμπρότητα" (Orat. Xxxiii˙ vii)» (C. Barbagallo, Τα αίτια παρακμής της Αρχαίας Ελλάδος, εκδ. Δημιουργία, σ. 267-270). Ο Πλούταρχος, τον 2ο αι. μ.Χ., (Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων, 8 (414a)) γράφει ότι «ολόκληρη η χώρα μόλις και μετά βίας θα μπορούσε να προσφέρει σήμερα τρεις χιλιάδες οπλίτες, όσους έστειλε μόνη της η πόλη των Μεγαρέων στις Πλαταιές» και ότι στη Βοιωτία κανείς «μπορεί να κάνει για ώρες να μη συναντήσει άνθρωπο πέρα από κανένα βοσκό». «70 πόλεις των Ηπειρωτών, λέγει ο Πολύβιος, ότι κατέστρεψε ο Αιμίλιος Παύλος (...) και έλαβε μεθ’ εαυτού 150 χιλιάδας αιχμαλώτους. (...) Σήμερον που είναι κατά μέγα μέρος η χώρα [=Ήπειρος] έρημος και πολλαί των κατοικιών και ιδίως των πόλεων έχουν εξαφανισθή, και αν ήθελε τις δυνηθή να καθορίση ταύτα λεπτομερώς, δεν θα προσέφερε καμμίαν ωφέλειαν δια τους τόπους, των οποίων η μνήμη τρόπον τινά έσβησε, και των οποίων η ερήμωσις αρχίσασα από πολλού δεν έπαυσεν ακόμη» (Στράβων, 7, 3 (c322)). «Ένεκα της τελείας ερημώσεως της χώρας [=Αρκαδίας], δεν είναι ορθόν να επιμείνωμεν επί της ιστορίας της. Αι πλέον επιφανείς άλλοτε πόλεις καταστράφηκαν ένεκα των συνεχών πολέμων χωρίς να αφήσουν ίχνη, αυτή δε η χώρα έπαυσε να κατοικήται και καλλιεργήται. (...) Η Αιτωλία επίσης και η Ακαρνανία, χώραι εξ ίσου ερημωμέναι (...) Σήμερα δε και αυτή η Μεγάλη Πόλις επαλήθευσε το λογοπαίγνιον του κωμικού ποιητού "το όνομά της είναι Μεγαλερημία και ουχί πλέον Μεγαλόπολις"» (Στράβων, 8, 1 (c388)). «Η Μεγαλόπολη», γράφει δύο αιώνες μετά ο Παυσανίας (8, 33, 1), «είναι στο μεγαλύτερο μέρος της ερειπωμένη επί των ημερών μας». Δηλαδή η παρακμή συνεχιζόταν αδιάκοπα. «Σήμερον η Μεσσηνία είναι κατά το πλείστον εγκαταλελειμμένη, χωρίς όμως τούτο να είναι κάτι το εκπληκτικόν, αφού και η Λακωνική ακόμη δύναται να μας δώσει την εντύπωσιν της ερημώσεως, εάν την συγκρίνωμεν προς ό,τι ήτο παλαιά. Διότι εκτός της Σπάρτης πρέπει να υπολογίσωμεν και τας τριάκοντα πολίχνας, αι οποίαι παλαιά υπήρχαν πέριξ της Σπάρτης» (Στράβων, Γεωγραφικά, 8, 11 (c 362)). «Σήμερον και αυτός ο ναός των Δελφών έχει πάρα πολύ παραμεληθή (...) ο εις τους Δελφούς ναός είναι πτωχότατος τουλάχιστον εις μέταλλα πολύτιμα, αν όχι εις αφιερώματα» (Στράβων, 9, 4-8 (c419-420)). «Οι συχνοί πόλεμοι κατερείπωσαν τα μακρά τείχη και το τείχος της Μουνιχίας και περιόρισαν τον Πειραιά εις μικράν κώμην πέριξ των λιμένων και του ναού του σωτήρος Διός» (Στράβων, 9, 15 (c395)). «Οι Θήβες της Βοιωτίας έχουν το όνομά τους σήμερα περιορισμένο στην ακρόπολη μονάχα και σε λίγους κατοίκους. (...)  Και η Δήλος, αν εξαιρέσει κανείς τους Αθηναίους που στέλλονται για τη φρούρηση του ιερού, είναι έρημη από (γνήσιους) Δήλιους» (Παυσανίας, 8, 33, 2). «Η Αργολίδα και η Λακωνία κλείνουν η μία ύστερα από την άλλη τα λαμπρά τους εργαστήρια όπλων. Τα ορυχεία του σιδήρου και του χαλκού της Εύβοιας εγκαταλείπονται. Η Αθήνα εγκαταλείπει για πάντα τα πλούσια μεταλλεία του Λαυρίου και τις από αιώ αιώνων κεραμουργικές βιομηχανίες της (...) ζη με τα δώρα των Ρωμαίων που θα της προμηθεύσουν τακτικά σιτάρι, τρόφιμα, θα πληρώσουν τους δημόσιους αγώνες της (...).Στα πρώτα της αυτοκρατορίας η Συνέλευση του Δήμου [της Αθήνας] περιόρισε τη δικαιοδοσία της και έφθασε στο σημείο να εγκρίνη μόνο διατάγματα επαίνων και τιμών, που υπαγορευόταν "άνωθεν" και η παλιά Βουλή του Δήμου μετατράπηκε σιγά-σιγά σ’ ένα σώμα αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά για παρελάσεις» (C. Barbagallo, Τα αίτια παρακμής της Αρχαίας Ελλάδος, εκδ. Δημιουργία, σ. 222, 224, 241). Από αυτό το μαύρο χάλι έσωσε ο Χριστιανισμός την Ελλάδα. Από μια ασήμαντη, ερημωμένη και ουσιαστικά περιφρονημένη γωνιά μιας απέραντης αυτοκρατορίας, έγινε το κέντρο της χάρη στο Χριστιανισμό και τον Μέγα Κωνσταντίνο. Οι κατηγορίες των αρχαιολατρών, πως με το Βυζάντιο αρχίζει η παρακμή της νότιας Ελλάδας – να ξαναθυμίσουμε τον ιδιότυπο νοτιοελλαδισμό τους, που αγνοεί ότι εκείνη την εποχή (4ος και 5ος αι.) τα κέντρα του Ελληνισμού ήταν εκτός νότιας Ελλάδας – είναι είτε προϊόν άγνοιας είτε εσκεμμένα ψέμματα. Η παρακμή της νότιας Ελλάδας είχε αρχίσει 500-600 χρόνια πριν τον Θεοδόσιο και συνεχιζόταν ώς αυτόν, δίχως ο Χριστιανισμός να ευθύνεται γι’ αυτήν. Δεν προκάλεσε καμμία παρακμή της νότιας Ελλάδας και του Ελληνισμού το Βυζάντιο.

 

 ΠΡΟΧΩΡΗΣΕ ΣΤΟ ΙE' ΜΕΡΟΣ (Καινή Διαθήκη)  

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ