ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΠΛΗΞΙΑ 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

 ΙΓ' ΜΕΡΟΣ 

 

ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ 1821 

 

  62. "Αφού η Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία της Ελλάδας μόνο, γιατί της αποδίδετε χαρακτήρα θεματοφύλακα της ελληνικότητας; Έγιναν Έλληνες οι ορθόδοξοι Σέρβοι ή οι ορθόδοξοι Ρώσσοι;"

 ΑΠΑΝΤΗΣΗ: 

Ας απαντήσουν πρώτα, πόσα (και σε τί ποσοστό επί του συνόλου) δογματικά κείμενα της Ορθοδοξίας γνωρίζουν να έχουν γραφεί στα ελληνικά, με ελληνική  φιλοσοφική γλώσσα, και πόσα κείμενα στα σλαβικά. Ας απαντήσουν εάν η κάθε μια γλώσσα εμπεριέχει και διαφορετική κοσμοθέαση/αντίληψη, και εάν ναι, τί σημαίνει η χρήση της ελληνικής αντί άλλης. Ας απαντήσουν, ποιοι και πόσοι Σλάβοι διαμόρφωσαν δια της συμμετοχής τους στις Οικουμενικές Συνόδους την φυσιογνωμία της Ορθοδοξίας. Ας αμφισβητήσουν την εθνικότητα της πλειοψηφίας όσων ελάμβαναν μέρος στις συνόδους αυτές καθόλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ας απαντήσουν εάν οι Σλάβοι παρέλαβαν την Ορθοδοξία από τους Έλληνες ή οι Έλληνες από τους Σλάβους. Ας απαντήσουν εάν η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα συνεπάγεται ότι υπήρξε ελληνική πολιτισμική επιρροή επί των Σλάβων, διά της Ορθοδοξίας (αλφάβητο, θρησκεία, ζωγραφική κ.λ.π.). Ας απαντήσουν πρώτα, πώς θα υπήρχε αυτή η εμφανής ελληνική πολιτισμική επιρροή επί των Σλάβων, την οποία οι ίδιοι οι Σλάβοι ομολογούν ανεπιφύλακτα, εάν η Ορθοδοξία δεν ήταν διαμορφωμένη από Έλληνες, σε Οικουμενικές Συνόδους στις οποίες ελάμβαναν κατά κύριο λόγο Έλληνες, συζητώντας στα ελληνικά, γράφοντας με τρόπο ελληνικό.

«(..) Ο ελληνισμός έχει αποκτήσει αιώνιον χαρακτήρα μέσα εις την Εκκλησίαν˙ έχει ενσωματωθεί εις την σάρκα της˙ έχει γίνει αιώνια κατηγορία της χριστιανικής υπάρξεως. Δεν εννοώ φυσικά τον ελληνισμόν ως εθνικήν ιδέαν ή τον ελληνισμόν της συγχρόνου Ελλάδος ή εκείνον  τον καθυστερημένον και κάθε άλλο παρά νόμιμον ελληνικόν «φυλετισμόν». Εννοώ την χριστιανικήν αρχαιότητα, τον ελληνισμό των δογμάτων, τον ελληνισμόν της λατρείας, τον ελληνισμόν της εικόνος. Η χριστιανική λατρεία έχει σφραγισθεί δια παντός με το ελληνικό ύφος της ευσέβειας των μυστηρίων. Και αυτό έχει γίνει μέχρι τοιούτου βαθμού, ώστε να μη μπορόύμεν να διεισδύσωμεν εις τον ρυθμόν της λειτουργικής μυσταγωγίας, εάν προγηουμένως δεν υποβληθώμεν εις ένα είδος μυστικού «εξελληνισμού». Μόνο παράφρονες θα απεφάσιζαν ποτέ να «αφελληνίσουν» την Λειτουργίαν και τας άλλας εκκλησιαστικάς ακολουθίας και να δώσόυν εις αυτάς ένα ύφος περισσότερον «σύγχρονον». (...) Ο ελληνισμός δεν είναι απλώς μια φάσις της εκκλησιαστικής ιστορίας, ένας σταθμός εις την πορείαν της Εκλλησίας. Όταν ο θεολόγος αρχίζει να πιστεύει ότι αι ελληνικαί κατηγορίαι» έχουν ξεπερασθεί, αυτό σημαίνει απλούστατα ότι ο ίδιος έχει εξέλθει από τον ρυθμόν της εκκλησιαστικής κοινωνίας, ότι ο ίδιος έχει χάσει το αίσθημα της εκκκλησιαστικής ζωής. Ένας μόνον τρόπος υπάρχει δια να είναι η θεολογίας μας καθολική: να είναι ελληνική. Μόνον έν τω ελληνισμώ ημπορεί να είναι κανείς αληθώς καθολικός. Αυτό το τελευταίον είναι κάπως διφορούμενον. Το αντιχριστιανικόν στοιχείον εδέσποζεν, ως γνωστόν, εις το αρχαίον πνεύμα. Ακόμη και σήμερον πολυάριθμοι είναι εκείνοι που καταφεύγουν εις τον ελληνισμόν, δια να υψώσουν το ανάστημά των και να καταπολεμήσουν τον Χριστιανισμόν. Δεν πρέπει όμως να λησμονείται ότι ο ελληνισμός ενεσωματώθει εις την Εκλησίαν. Αυτό ακριβώς είναι το ιστορικόν νόημα της πατερικής θεολογίας. Και αυτή η ενσωμάτωσις του ελληνισμού εις την Εκκλησίαν εχάραξεν επί του σώματος της ιστορίας μίαν μόνιμον και οριστικήν τομήν πασίδηλον σημείον της οποίας παραμένει το ευαγγελικόν κήρυγμα, η ιστορική φανέρωσις του σαρκωθέντος Λόγου. Ο χριστιανικός ελληνισμός, ο μεταμορφωθείς δια της επιφανείας του Λόγου και της ελεύσεως του Πνεύματος, είναι πλέον εξ ολοκλήρου γεγονός της ιστορίας. Όλα τα λάθη, όλαι οι πλάναι, όλοι οι πειρασμοί ενός υπερβολικού εξελληνισμού του Ευαγγελίου, φαινόμενον αρκετά συχνόν κατά την διάρκειαν των αιώνων, δεν είναι δυνατόν να εξασθενήσουν τη σημασίαν του θεμελιώδους αυτού γεγονότος: δια την κήρυξιν και την διάδοσιν του χαρμοσύνου αγγέλματος της εν Χριστώ σωτηρίας, δια την έκθεσιν και την διατύπωσιν της χριστιανικής θεολογίας εχρησιμοποιήθησαν ευθύς εξ αρχής κατηγορίαι ελληνικαί. Πατερική θεολογία και καθολικότης, ελληνισμός και ιστορικότης αποτελούν τας συζύγους όψεις ενός μοναδικού και αδιαιρέτου δεδομένου» (π. Γ. Φλορόφσκυ, «Η πορεία της Ρωσσικής Θεολογίας» εν Θεολογία, Αλήθεια και Ζωή, Αθήναι 1962, σελ. 32 ε. στον Θ. Ν. Ζήση, Επόμενοι τοις θείοις πατράσι. Αρχές και κριτήρια της Πατερικής Θεολογίας, εκδ. Βρυέννιος, σ. 71, 72).

Οι Σλάβοι λοιπόν δια της Ορθοδοξίας δεν έγιναν Έλληνες (αυτό, μέσω της θρησκείας, μόνο από σοβινιστές θα επιδιωκόταν. Φυσικά και θα μπορούσαν, εάν ήθελαν, οι «Βυζαντινοί» να εξελληνίσουν τους Σλάβους˙ αλλά δεν ήταν σοβινιστές), αλλά υπέστησαν την ελληνική πολιτισμική επιρροή, όπως οι ίδιοι οι Σλάβοι ακόμη και σήμερα παραδέχονται, δεχόμενοι την «ελληνική εκδοχή» του Χριστιανισμού. Η εκδοχή αυτή καθεαυτή είναι κατά κύριο λόγο ελληνική, για τους λόγους που προαναφέραμε, γι’ αυτό και η Ορθοδοξία, παρόλο που σέβεται κάθε ιδιαιτερότητα (δίνοντας π.χ. αλφάβητο στους Σλάβους) και είναι για κάθε λαό, τον οποίο θεωρεί ισότιμο, είναι ιδιαίτερα ταυτισμένη με τον λαό ο οποίος την διατύπωσε και την διαμόρφωσε. Και τα αρχαία κείμενα, ελληνικά είναι, αυτό όμως διόλου δεν εμποδίζει την εξάπλωσή τους σε άλλους λαούς, οι οποίοι φυσικά δεν αποκτούν ελληνική συνείδηση, ούτε θεωρούν τα κείμενα αυτά ως εθνική τους δημιουργία -κληρονομιά. Έτσι λύνεται το πρόβλημα της παγκοσμιότητας αφενός του Χριστιανισμού, αφετέρου της ιδιαίτερης σχέσης του ελληνικού λαού με την εκδοχή αυτή του Χριστιανισμού.

Εμείς, σε αντίθεση με τα παραληρήματα των Νεοπαγανιστών  εθνικιστών, που λεν ότι οι σημερινοί Έλληνες είμαστε... Εβραίοι, ισχυριζόμαστε ότι, ούτε η Παλαιά Διαθήκη εξεβραΐζει ούτε η αρχαιοελληνική φιλοσοφία εξελληνίζει ούτε κάνει φιλέλληνες τους λαούς που ασχολούνται με αυτήν ούτε τα ινδικά θρησκευτικά βιβλία σε κάνουν Ινδό. ¶λλο πράγμα τα πολιτισμικά δάνεια, πράγμα που είναι απολύτως φυσιολογικό (εκτός κι αν απαγορευθεί η επικοινωνία μεταξύ ανθρώπων και λαών) κι άλλο η εθνική αφομοίωση του λαού που αποδέχεται πολιτισμικό δάνειο από τον λαό που το δίνει, πράγμα σπάνιο. Ούτε αποεθνικοποίηση και αλλοτρίωση προκαλούν τα πολιτισμικά δάνεια, ούτε συναισθήματα κατωτερότητας. Καθόλου κατώτεροι από τους Έλληνες ή τους Εβραίους δεν αισθάνονται οι Γερμανοί και οι Αμερικάνοι, επειδή η αρχαιοελληνική φιλοσοφία και η Παλαιά Διαθήκη αποτελούν μεγάλο μέρος του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού. Και φυσικά, ούτε Έλληνες ούτε Εβραίοι έγιναν, κι ούτε πρόκειται να γίνουν.

Ισχυρίζονται οι αρχαιόπληκτοι, ότι δια της Ρωμηοσύνης υποβιβάζεται ο Ελληνισμός στην ίδια θέση με τους εθνικισμούς των άλλων βαλκανικών λαών. Και σ’αυτή την περίπτωση αντιστρέφουν την αλήθεια. Το άσπρο το κάνουν μαύρο. Διότι οι λοιποί λαοί, βαλκανικοί και μη, μετέχουν στον εκκλησιαστικό ελληνισμό και δεν υποβιβάζεται ο ελληνισμός στο επίπεδο βαλκανικού εθνικισμού. Ενώ μέσω της Ρωμηοσύνης γινόταν αρμονική διασύνδεση «εθνικισμού» και διεθνισμού, αντίθετα, μέσω της αρχαιοπληξίας καταλήγει σε έναν φασιστικότατο μωροεθνικισμό μικρού «πολιορκημένου έθνους», του οποίου οι φορείς και οι μέτοχοι είτε έχουν ιδεοληψίες απομονωτισμού («είμαστε μόνοι μας, όλοι μάς μισούν») είτε οδηγούνται σε φαντασιοπληξίες «παγκόσμιου ελληνισμού», «όλα είναι ελληνικά, όλοι είναι Έλληνες» («άρα προσκυνάτε μας και ταΐζετε το κράτος μας και μετατρέψτε την Ελλάδα σε ένα Παγκόσμιο Πάρκο-Ελβετία»), φαντασιοπληξίες που κάθε μικρό έθνος έχει. Ο εκκλησιαστικός Ελληνισμός, η Ρωμηοσύνη, είναι ένα κατόρθωμα στου οποίου τα αγαθά μετέχουν όλοι οι οι λαοί, διότι τα πολιτισμικά αγαθά δεν κλειδαμπαρώνονται, και συνεπώς δεν έχει να κάνει με εδαφικούς βαλκανικούς μωροεθνικισμούς (άλλωστε ο εθνοφυλετισμός, η χρησιμοποίηση της Εκκλησίας για εθνικιστικούς σκοπούς, έχει καταδικαστεί ως αίρεση από την Ορθοδοξία). Οι δυτικοί αρχαιολάτρες φιλέλληνες, ποτέ δεν θα γίνουν Έλληνες. Πάντα θα υπερασπίζονται τα συμφέροντα του έθνους τους. Ο Γάλλος αρχαιολάτρης φιλέλληνας, θα υπερασπιστεί τα συμφέροντα της Γαλλίας κατά της Ελλάδας˙ ο Γερμανός αρχαιολάτρης φιλέλληνας, θα υπερασπιστεί τα γερμανικά  (π.χ. ναζιστικά) συμφέροντα κατά της Ελλάδας˙ ο ¶γγλος αρχαιολάτρης φιλέλληνας θα πουλήσει την Κύπρο, αν τα συμφέροντα της πατρίδας του του το υπαγορεύουν, όσον Όμηρο και Πλάτωνα κι αν γνωρίζει απ’ έξω κι ανακατωτά κι όση «ελληνική παγκόσμια λογική» κι αν έχει. Κανένας «παγκόσμιος ελληνισμός» δεν έσωσε ποτέ καμμία Ελλάδα (μήπως οι αρχαιολάτρες, ουμανιστές Δυτικοί της Αναγέννησης, δεν έστειλαν την τεράστια βοήθεια των δύο πλοίων και  700 στρατιωτών στην τυπικά ενωμένη μαζί τους Πόλη το 1453;). Ακόμη κι οι φιλέλληνες του 1821 δεν έγιναν Έλληνες. Αντίθετα, η Ρωμηοσύνη αναιρεί κάθε βαλκανικό μικροεθνικισμό και καθιστά τους μετόχους του εκκλησιαστικού Ελληνισμού Έλληνες στην παιδεία σεβόμενη ταυτόχρονα την φυλετική ιδιαιτερότητά του καθενός (δεν είναι ισοπεδωτική, όπως ο «παγκόσμιος ελληνισμός» - λέγε με εκδυτικισμό) κι έτσι δεν τίθεται θέμα εθνικισμού. Μόνο όταν ο αρχαιοδυτικός εθνικισμός παρεισφρύσει, παρουσιάζονται τέτοια ζητήματα. Μόνο όταν η δυτικόπληκτη αρχαιολατρία παρεισφρύει, ο Έλληνας νοιώθει απειλούμενος από τον Σλάβο, ο Βούλγαρος γίνεται εχθρός και αρχίζει κι αυτός τον ναζιστοεθνικιστικό του αγώνα να αποδείξει ότι το βουλγαρικό έθνος είναι... αυτόχθον και αρχαιότερο του ελληνικού. Με την Ρωμηοσύνη όμως τέτοια πράγματα δεν υπάρχουν. Οι Σλάβοι έχουν ως αφετηρία του πολιτισμού τους την Ορθοδοξία, ενώ οι Δυτικοί δεν έχουν ως αφετηρία την αρχαία Ελλάδα. Αιώνες πριν την «Αναγέννηση» υπήρχε δυτικός πολιτισμός. Για όλα αυτά έχουμε το ‘21 επιστολές όπως αυτή των «εις Βρασοβόν ευρισκομένων Βουλγάρων» προς τον Ανδρέα Κομπατή στις 24/7/1824 «Να προχωρήσουν τα αδέλφια μας οι χριστιανοί, να έλθουν ολίγον παρέδω έως εις την Θεσσαλονίκην κάν και τότε να ιδής τί άνθρωποι είμεθα. Αδελφέ κυρ Ανδρέα, ένα μόνον πράγμα επιθυμούσαμεν να έχωμεν, κανα-δυο ανθρώπους σταλμένους από την διοίκησιν του Γένους». Έχοντας κοινό λόγιο πολιτισμό (τον εκκλησιαστικό ελληνισμό, την Ορθοδοξία), αλλά και κοινά έθιμα, μουσική, παραδόσεις, οι Βαλκανικοί λαοί ενώνονται και καταργούν τους εθνικισμούς, γινόμενοι λίγο-πολύ Έλληνες. Οι δυτικοί αρχαιολάτρες, όμως, ούτε έχουν κοινό αρχαίο πολιτισμό με τους Νεοέλληνες (αφού αυτός μόνο στα αγγεία και στα κείμενα υπάρχει) ούτε και κοινά έθιμα, μουσική, παραδόσεις κ.λπ., ώστε να καταργηθεί ο εθνικισμός και να γίνουν Έλληνες πολιτιστικά. Ο «παγκόσμιος εθνικισμός» (έτσι θα ‘πρεπε να τον αποκαλούν, κι όχι «παγκόσμιο ελληνισμό») που πλάσαραν και ακόμη πλασάρουν, κατάφερε να μετατρέψει τους Βούλγαρους και τους άλλους Βαλκάνιους Ορθόδοξους, από συναγωνιζόμενους κατά του κατακτητή σε θανάσιμους εχθρούς, άρα να επιφέρει αυτό, το οποίο οι αρχαιόπληκτοι κατηγορούν την Ορθοδοξία ότι είναι προϊόν της. Και σ’ αυτήν την περίπτωση βλέπουμε τους αρχαιολάτρες να κατασκευάζουν με τη φαντασία τους μια άποψη περί Ορθοδοξίας και στη συνέχεια να κατηγορούν την Ορθοδοξία για τη δική τους άποψη, ωσάν αυτή να ήταν δική της.

Βέβαια, η άποψη πως μόνο δια της αρχαιοελληνικότητας οι λαοί θα ενωθούν («αν επιδιώκουν να αισθανθούν αδελφωμένοι, ούτε το Πάσχα ούτε το Ραμαζάνι θα τους αδελφοποιήσουν, αλλά οι Ολυμπιακοί Αγώνες» Δαυλός, τ. 239, σ. 15329), παραγνωρίζει ότι αυτή η «ελληνικότητα» είναι η δυτική «ελληνικότητα» της Αναγέννησης, που καμμία σχέση δεν έχει με την αρχαιοελληνικότητα. Για παράδειγμα, μπορεί ο Μουσουλμάνος κι ο Ισραηλινός να σέβονται και να μελετούν τον Αριστοτέλη και να συμμετέχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες, όπως και οι Χριστιανοί της Δύσης, αλλά σε καμμιά περίπτωση δε θα δεχτούν να ενωθούν.. υπό τον Δία ή να λατρέψουν τα.. είδωλα. Με άλλα λόγια, η «ελληνικότητα» που αποδέχονται οι λαοί αφορά αποκλειστικά ένα κομμάτι από το μη θρησκευτικό τμήμα της κι όχι την αρχαία θρησκεία ούτε την «αρχαιοελληνικότητα» στο σύνολό της.

Κατηγορούν οι Νεοπαγανιστές το Χριστιανισμό, ότι έφερε την πρώτη «παγκοσμιοποίηση» της εποχής, ισοπεδώνοντας πολιτισμούς και έθιμα. Όμως, ξεχνούν ότι και οι Στωικοί το ίδιο ήθελαν «μία ποίμνη και εις ποιμήν». «Το περίφημον εκείνο και τόσον πολύ θαυμαζόμενον πολιτειακόν σύστημα του Ζήνωνος, του ιδρυτού της Στοάς, εις ένα σκοπόν, τον εξής απέβλεπε, να μην κατοικώμεν δηλαδή κατά πόλεις και κώμας χωρισμένοι οι μεν από των δε δια νόμων ιδιαιτέρων, αλλά να θεωρώμεν πάντας τους ανθρώπους συμπολίτας και μέλη του αυτού κράτους και να υπάρχει ένας τρόπος ζωής πάντων και μία τάξις ωσάν ενός ποιμνίου το οποίον τρέφεται με ίσον δίκαιον εις κοινάς νομάς», γράφει ο Πλούταρχος (Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής, 1, 6). Αυτό που θέλησε η Στοά, είναι αιτία κατηγορίας εναντίον του Χριστιανισμού;

Δεν περιμένουμε απάντηση από τους «αρχαιολάτρες», διότι ο καθένας λέει ό,τι θέλει. «Υπάρχει η ραγδαία ομογενοποίηση της ανθρωπότητας στο σκέπτεσθαι και στο ζην, στο ελληνικό σκέπτεσθαι και ζην»˙ «ο περίφημος "πολυπολιτισμός" μπορεί να ενοηθή μόνον ως διάφορα τοπικά "φολκλόρ" και "πιστεύω" (που έτσι κι αλλιώς σήμερα είναι πια "άταφα πτώματα" μετά την επαφή τους και την αναμέτρησή τους με την ελληνική αντίληψη της πραγματικότητας)» διαπιστώνει χαρούμενος ο Δ. Λάμπρου (Δαυλός, τ. 238, σ. 15249) αυτοαπατώμενος ότι η σημερινή παγκοσμιοποίηση είναι ελληνική. Κάθε άλλο παρά ελληνική είναι, βέβαια˙ είναι αμερικανική και δυτική επέκταση, κυριαρχία του αγγλοσαξωνικού τρόπου ζωής, αντίληψης της πραγματικότητας, διασκέδασης κ.λπ. Από τη μια οι αρχαιολάτρες λένε πως η «Αναγέννηση» δεν ήταν ελληνικότητα, με απλά λόγια ότι ο Δυτικός νεωτερικός πολιτισμός δεν είναι πραγματικά ελληνικός (αυτό είναι σωστό), αλλά από την άλλη ισχυρίζονται πως η εξάπλωση αυτού του Δυτικού νεωτερικού πολιτισμού (και η εκμηδένιση των άλλων πολιτισμών) συνιστά «θρίαμβο της Ελλάδας». Βλέπουμε πόσο καλοί απολογητές του παρόντος Συστήματος και της εξάπλωσής του γίνονται ακόμα και οι πλέον «ελληνόφρονες» αρχαιολάτρες: αρκεί απλώς (για τις ανάγκες της αυτοεξαπάτησής τους) να βαφτίσουν το Σύστημα «ελληνικό». Γι’ αυτό εμείς λέμε ότι οι «αρχαιολάτρες» και οι νεοεποχίτες είναι τα αγαπημένα παιδιά του... «Εξουσιασμού», τον οποίο τάχα αντιμάχονται. Ωστόσο, βλέπουμε ότι αυτοί που τάχα υπερασπίζονται την ετερότητα του καθενός πολιτισμού, δεν έχουν κατά νου τη διατήρηση των άλλων πολιτισμών: χαίρονται που οι άλλοι πολιτισμοί και οι δικές τους νοηματοδοτήσεις της πραγματικότητας (αυτό είναι ο πολιτισμός, ουσιαστικά) έχουν καταστραφεί.

 

 

  63. "Αυτή η ανόητη ταύτιση ελληνισμού και χριστιανισμού αποτέλεσε ένα μεγάλο εθνικό έγκλημα, γιατί έθεσε εκτός εθνικού κορμού εκατομμύρια Ελλήνων που έτυχε να έχουν άλλη θρησκεία".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Είναι αστεία και μόνο η σκέψη ότι ο Χριστιανισμός έθεσε εκτός Ελληνισμού τους αλλόδοξους Έλληνες. Κατά τον 4ο μ.Χ. και αργότερα, όλοι οι Έλληνες ήταν Ρωμαίοι πολίτες. Κατά την εισβολή των Τούρκων στην Μικρά Ασία τον 11ο αιώνα, όσοι εξισλαμίζονταν, πήγαιναν με το μέρος των Τούρκων, χωρίς να τους θέτει εκτός Ελληνισμού ο Χριστιανισμός, διότι εξισλαμιζόμενοι υποχρεούνταν να συμμετέχουν στις πολεμικές εκστρατείες των Τούρκων κατά των πρώην ομοεθνών τους. Όσο για την Τουρκοκρατία και την Επανάσταση του 1821, πάλι δεν έθεσε ο Χριστιανισμός κανέναν εκτός Ελληνισμού˙ μόνοι τους οι εξισλαμισμένοι προσχωρούσαν στο στρατόπεδο του κατακτητή. Στην επανάσταση του 1821 δεν έλαβαν μέρος ποτέ οι ελληνόφωνοι εξισλαμισμένοι της ηπειρωτικής Ελλάδας. Μόνο οι ορθόδοξοι. Αυτό δείχνει ποιοί ένοιωθαν τον εαυτό τους Έλληνα και ποιοι όχι. ¶λλωστε η ίδια η σημασία της λέξης «τουρκεύω» ήταν «εξισλαμίζομαι». Δεν συναντάμε τη λέξη «εξισλαμίζομαι», αλλά «τουρκεύω» στα κείμενα της Τουρκοκρατίας. Σύμφωνα με το κριτήριο του νεοελληνικού λαού, λοιπόν, όποιος γινόταν Μουσουλμάνος, είχε «τουρκέψει»˙ είχε γίνει Τούρκος. Είχε πάψει να είναι Έλληνας.

Οι Νεοπαγανιστές και οι άθεοι αρχαιολάτρες ισχυρίζονται ότι στην Ελληνική Επανάσταση έλαβαν μέρος και Μουσουλμάνοι. Φέρνουν ως παράδειγμα τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, και λένε «τι λέτε για χριστιανική ελληνική επανάσταση, αφού υπήρχαν Έλληνες Μουσουλμάνοι Αγωνιστές;» Οι Ν/Π φίλοι μας «ξεχνάν», ότι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος βαπτίστηκε χριστιανός στα παιδικά του χρόνια, έγινε μουσουλμάνος στα 18 του, στην αυλή του Αλή Πασά όπου είχε ανατραφεί μετά το θάνατο του (χριστιανού και αγωνιστή) πατέρα του, αλλά σύντομα, με το ξέσπασμα της Επανάστασης απεκήρυξε το Ισλάμ και προσχώρησε ξανά στην Ορθοδοξία. Πολέμησε, δηλαδή, ως Χριστιανός κατά των Μουσουλμάνων Τούρκων. Ο εξισλαμισμός του στην νεαρή ηλικία των 18 προφανώς έγινε υπό καθεστώς πιέσεων και υποσχέσεων για κοινωνική άνοδο. Ωστόσο ο Ανδρούτσος ήταν συνειδητά Χριστιανός. Απόδειξη, το γράμμα που έστειλε στους Γαλαξιδιώτες στις 22 Μαρτίου 1821:

«Ηγαπημένοι μου Γαλαξιδιώτες,

Ήτανε βέβαια από το Θεό γραμμένο να αδράξωμε τα άρματα μια ημέρα, και να χυθούμε κατά πάνου στους τυράννους μας (...). Οι εκκλησίαις μας γενήκανε τζαμιά και αχούρια των Τούρκων (...). Ο Θεός μάς έδωκε χέρια, γνώσι και νού˙ ας ρωτήσωμε την καρδιά μας και ό,τι μάς απαντυχαίνει άς το βάλωμε γρήγορα σε πράξι, και ας είμεθα, αδέρφια, βέβαιοι, το πως ο Χριστός μας ο πολυαγαπημένος θα βάλη το χέρι απάνου μας. (....) ας ωφεληθούμε την περίσταση, οπού ο Θεός ακούοντας τα δίκαια παράπονά μας, μάς έστειλε δια ελόγου μας. (....) στα άρματα, αδέρφια˙ και βέβαια καλύτερο θάνατο δεν μπορεί να προτιμήση κάθε χριστιανός και Έλληνας (...)» (Εγκυκλοπαίδεια Υδρία).

Αυτή είναι μια αποστομωτική απάντηση στον κάθε αρχαιόπληκτο. Επίσης, το γράμμα του Ανδρούτσου είναι κόλαφος για τους Νεοπαγανιστές που ισχυρίζονται ότι το ήθος της Ορθοδοξίας καμμία σχέση δεν έχει με τους Αγωνιστές κι ότι αυτοί δεν βοηθήθηκαν σε τίποτε από αυτήν, ώστε να πάρουν τα άρματα. Ο «μουσουλμάνος Οδυσσέας Ανδρούτσος» γράφει πως ο Θεός έστειλε τις ευνοϊκές για κήρυξη Επανάστασης περιστάσεις˙ πως ήταν γραφτό από τον Θεό (προφανώς τον Χριστιανικό κι όχι από τον Δία) να πάρουν οι Αγωνιστές τα άρματα˙ πως ο πολυαγαπημένος Χριστός οπωσδήποτε θα βοηθήσει τους Έλληνες˙ πως οι «εκκλησίαις ΜΑΣ» βεβηλώθηκαν από τους αλλόδοξους εχθρούς Τούρκους. Τι ατυχία για τους αρχαιόπληκτους. Δε πειράζει όμως˙ μπορεί παραποιώντας κανένα έγγραφο του ‘21 – όπως τα κείμενα του Χρυσοστόμου – να βρουν άλλον «Μουσουλμάνο Αγωνιστή».

Κάνουν λόγο οι αρχαιολάτρες για «μουσουλμάνους αδερφικούς φίλους» διάφορων αγωνιστών του 1821. Αυτά αληθεύουν, αλλά με την τεράστια διαφορά ότι, αναφέρονται προ της Επανάστασης˙ πριν την Επανάσταση κι ο Κολοκοτρώνης ο ίδιος αρκετές φορές διοριζόταν από τις οθωμανικές αρχές στο αξίωμα του Αρματωλού. Τι θα πει αυτό; Ότι ήταν προδότης; Μετά την Επανάσταση κανείς «μουσουλμάνος αδερφικός φίλος» κανενός Αγωνιστή δεν συμμετείχε στον αγώνα.

Ο Κολοκοτρώνης γράφει: «έβαλα λόγο ότι «Πρέπει να νηστεύσωμεν όλοι δια δοξολογίαν εκείνης της ημέρας και να δοξάζεται αιώνας αιώνων έως ου στέκει το έθνος» (Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Απομνημονεύματα, εκδ. Αφών Τολίδη, σ. 157), και «Κινώντας εγώ, είχαν μίαν προθυμίαν οι Έλληνες, οπού όλοι με τας εικόνας έκαναν δεήσεις και ευχαριστήσεις. Μου ήρχετο τότε να κλαύσω...από την προθυμίαν οπού έβλεπα. Ιερείς έκαναν δέησι» (Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Απομνημονεύματα, εκδ. Αφών Τολίδη, σ.146).

«Ο ναός της Θεοτόκου ήτον χαλασμένος από την πρώτη Τουρκιά, κλαδιά δένδρων τον σκέπαζαν – βοήθησέ με Παναγιά να ελευθερώσουμε την Πατρίδα και να σε φτιάσω μοναστήρι και εκκλησία καθώς ήσουν πρώτα. Τον δεύτερο χρόνο της επαναστάσεως έλυσα το τάμα μου» (Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Απομνημονεύματα, εκδ. Αφών Τολίδη, σ. 90).  

Είναι εσφαλμένη πέρα ώς πέρα η θεωρία μερικών εθνικιστών αρχαιολατρών πως υπήρχαν και «μουσουλμάνοι Έλληνες»: ακριβώς και μόνο επειδή διατηρούσαν τη χριστιανική τους πίστη οι κρυπτοχριστιανοί παρέμεναν Έλληνες, και όταν τους δινόταν η ευκαιρία έλεγαν πως είναι χριστιανοί αποκηρύσσοντας το Ισλάμ. Όσοι από αυτούς παρέμεναν κρυφοί χριστιανοί μπόρεσαν, όταν το επέτρεψαν οι συνθήκες, να επιστρέψουν στον Ελληνισμό. Αντίθετα, όσοι από τους κρυπτοχριστιανούς ξέχασαν σταδιακά ότι ήταν χριστιανοί, ή το πήραν απόφαση πως είναι μόνο μουσουλμάνοι κι όχι κρυπτοχριστιανοί, αυτοί εκτουρκίστηκαν. Οι επιστρέφοντες στον Ελληνισμό κρυπτοχριστιανοί δεν έλεγαν «είμαστε Έλληνες αλλά παραμένουμε μουσουλμάνοι», όχι φυσικά επειδή τους το απαγόρευε κανείς, αλλά γιατί αυτά τα δύο δεν πήγαιναν ποτέ μαζί. Έλεγαν «αποκηρύσσω το Ισλάμ». Για να γίνουν ξανά Έλληνες επέστρεφαν στην ορθοδοξία φανερώνοντας το πραγματικό πιστεύω τους το οποίο τους διαφοροποιούσε από τους Τούρκους. Αυτό έγινε π.χ. στον Πόντο στα τέλη του 19ου αι. όταν λόγω σουλτανικού διατάγματος που έδινε ελευθερία θρησκείας, χιλίαδες «μουσουλμάνων» προσήλθαν στις αρχές να δηλώσουν χριστιανοί.   Γι αυτό άλλωστε ούτε γίνεται, ούτε έγινε ποτέ λόγος περί «κρυπτοελλήνων», αλλά μόνο περί «κρυπτοχριστιανών». Το ότι οι εξισλαμισμένοι διατηρούσαν την ελληνοφωνία τους στην ηπειρωτική Ελλάδα, μάλλον δε λέει τίποτα: η γλώσσα δεν είναι κριτήριο εθνικής ταυτότητας, μια και υπήρχαν Τουρκόφωνοι και Βλαχόφωνοι και Σλαβόφωνοι Έλληνες, όπως υπάρχουν Ισπανόφωνοι Αμερικάνοι, Ελληνόφωνοι Ιταλοί, Γερμανόφωνοι Αυστριακοί, Γερμανόφωνοι Γάλλοι, Γαλλόφωνοι Καναδοί,  Ιταλόφωνοι και Γαλλόφωνοι και Γερμανόφωνοι Ελβετοί κ.ο.κ.

Προβάλεται πως ο Κολοκοτρώνης συζήτησε το ενδεχόμενο δημιουργίας ελληνο-μουσουλμανικού κράτους με σημαία έχουσα και ημισέληνο και το σταυρό. Τότε γιατί ο ίδιος άνθρωπος είπε αργότερα «όταν πήραμε τα όπλα είπαμε πρώτα υπέρ (ορθόδοξης) πίστεως και μετά υπέρ πατρίδος»; Μήπως άλλαξε τόσο εύκολα γνώμη; Απλούστατα ήταν ευκαιριακή συμμαχία (που δεν πραγματοποιήθηκε άλλωστε ποτέ) ώστε να μην κινηθούν εναντίον μας και οι μουσουλμάνοι Αρβανίτες, όπως το έκαναν στα Ορλωφικά (1770) όταν τους το ζήτησε ο Σουλτανός, καταστέλοντας την επανάστασή μας. Γράφει στην αυτοβιογραφία του ο Κολοκοτρώνης: «Και ήλθαν όλοι οι Τούρκοι και Ρωμαίοι οι σημαντικοί και ωμίλησαν εις την Ζάκυνθο, να κάνωμε μια κυβέρνησι, συνθεμένη από 12 Τούρκους και 12 Έλληνας να κυβερνούν τον λαόν. Οι Τούρκοι επίσης να καταδικάζονται καθώς οι Έλληνες» [Είναι φανερό πως στη διήγηση αυτή Τούρκος=εξισλαμισμένος του Μοριά, διότι αλλιώς θα σήμαινε Οθωμανος, δηλ. ο Κ. θα έκανε συγκυβέρνηση ...με το Σουλτάνο]. Αυτή η  συμφωνία αυτή δεν αναφερόταν σε «μελλοντικό  Μωραϊτικο κράτος» «Ρωμαίων» και «Τούρκων» (=εξισλαμισμένων ντόπιων Μοραϊτών), αλλά, όπως διηγείται ο Κολοκοτρώνης «..να κάμωμεν αναφοραίς εις τον Σουλτάνον και να του λέγομεν, ότι ημείς δεν αποστατήσαμεν εναντίον του, πλην εναντίον του τυράννου τού Βελή πασά..». Δεν  είχε καθόλου σκοπό να κάνει τους Μουσουλμάνους του Μωριά συμμέτοχους στο μελλοντικό ελληνικό κράτος, κι αυτό φαίνεται από τη συνέχεια της διήγησής του. Σχολιάζει ο Κολοκοτρώνης την παραπάνω συμφωνία μεταξύ Ελλήνων και «Τούρκων» του Μωριά, δηλαδή Μουσουλμάνων στην αυτοβιογραφία του: «Ο μυστικός μου σκοπός, αφού εμβαίναμε και επιάναμε όλα τα φρούρια, τότε το εκάμναμε εθνικώτερον και εχαλούσαμεν τους Τούρκους. Αι περιστάσεις ήθελαν με οδηγήσει τι έμελλε να κάμω» (Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Απομνημονεύματα, εκδ. Αφών Τολίδη, σ. 136, 137). Δηλαδή ο Κολοκοτρώνης λέει πως αφού έμπαιναν στα φρούρια του Μωριά, θα παρασπονδούσαν κατά των Μουσουλμάνων, και θα τους καθάριζαν. Όταν λέει «τότε το εκάμναμεν εθνικώτερον», υπονοεί πως για να γίνει εθνική η επανάσταση, θα έπρεπε να φύγουν απ' τη μέση οι ψευτοσύμμαχοι Μουσουλμάνοι. Αν όμως θεωρούσε τους Μουσουλμάνους μέρος του Ελληνικού έθνους, δεν θα έλεγε ότι, για να αποκτήσει εθνικό χαρακτήρα η εξέγερση, θα έπρεπε αυτοί (ένα υποτιθέμενο τμήμα του ελλ. έθνους) να φύγουν  από τη μέση. ¶ρα δεν τους θεωρούσε τμήμα του έθνους. Βλέπουμε, άλλωστε πως υπάρχουν «Τούρκοι» πριν και μετά τη δημιουργία κράτους, «Ρωμαίοι» πριν και «Έλληνες» μετά˙ συνεπώς, αφού οι Τούρκοι παραμένουν Τούρκοι, οι Ρωμαίοι είναι οι Έλληνες. Αυτή τη συμφωνία, που ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης παραδέχεται πως ήταν ύπουλο τέχνασμα, κάθονται κάποιοι  αρχαιολάτρες και το εκλαμβάνουν πως δήθεν ο Κολοκοτρώνης θεωρούσε τους Τούρκους του Μωριά ως Έλληνες.

Όπως λέει κι ο Μακρυγιάννης, συμφωνώντας με τον Κολοκοτρώνη: «Και ύστερα γεννήθη και το δικό μας το Ελληνικόν κ' εμείς το πηγαίναμε σκεπασμένο ότι δουλεύομε δια τον Αλήπασσα, τον αφέντη μας, να τον σώσωμε’ ότι αδίκως τον κατατρέχει ο Σουλτάνος. Αυτά βγαίναμε, να ελκύζωμε τους Τούρκους Αρβανίτες(..) Αυτά μιλήσαμεν με τους Τούρκους. Με τους Έλληνες μυστικώς μιλήσαμεν δια την ελευθερία της πατρίδος' και να βαστιέται πολλή μυστικότη να μην το μάθουν οι Τούρκοι [= οι Τουρκαλβανοί και οι ελληνόφωνοι εξισλαμισμένοι της Πελοποννήσου] και τους πιάσωμεν οχτρούς. Και έχομεν την ανάγκη τους ν’ αδυνατίζωμεν την δύναμη του Σουλτάνου» (Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, εκδ. Πέλλα, σ. 116, 117 και 118). Ολοφάνερα ο Μακρυγιάννης λέει πως οι Έλληνες προσποιήθηκαν ότι συμμαχούν με τους Τουρκαλβανούς ώστε να αντιμετωπίσουν τις τουρκικές στρατιές που ήδη βρίσκονταν στην Ήπειρο πολεμώντας τον Αλήπασσά και ήταν έτοιμες να κατέβουν και στην επαναστατημένη Πελοπόννησο. Αν οι μουσουλμάνοι ελληνόφωνοι του Μωριά και Στερεάς ένοιωθαν την κοινή με τους χριστιανούς καταγωγή τους και ήταν Έλληνες, ποια ήταν η στάση τους έναντι της επανάστασης των Πελοποννησίων στα Ορλωφικά; Φυσικά την καταπολέμησαν, διότι δεν ήταν Έλληνες αλλά μουσουλμάνοι, ακριβώς όπως και οι ελληνόφωνοι εξισλαμισμένοι Κρήτες, οι λεγόμενοι Τουρκοκρητικοί που όποτε οι χριστιανοί του Νησιού επαναστατούσαν, αυτοί δεν τους βοηθούσαν αλλά κατέπνιγαν στο αίμα τον αγώνα τους για λευτεριά. Αυτό ήταν το ποιόν και η συμπεριφορά όσων προσχωρούσαν στο Ισλάμ. Και κάθονται μετά μερικοί ελληνοκεντριστές να ομιλούν περί «ελληνικής συνείδησης» κάποιου Ταχήρ Αμπατζή (ελληνικότατο όνομα, πράγματι) και άλλων τινών τσιρακίων (διότι υποτακτικοί του ήταν) του Αλή Πασσά. Αλλά αυτοί ακόμα και τον Αλή Πασά τον έχουν βγάλει φιλέλληνα, αυτόν που εξόντωσε το ηρωικό Σούλι, κι άς λέει ο Μακρυγιάννης: «λέγαμεν (σημείωση δική μου: έλεγαν οι Έλληνες στους Μουσουλμάνους του Μωριά και της Ηπείρου) να βγάλωμεν τον δίκαιον Αλήπασσα». Και συμπληρώνει μετά σε παρένθεση: «και αν έβγαινε αυτός ο σκύλος, ήμαστε χαμένοι, ότι όλη την Εταιρίαν μας την ήξερε, ότι την πρόδωσε ένας Επτανήσιος» (Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, εκδ. Πέλλα, σ. 117. Βλ. και Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Απομνημονεύματα, εκδ. Αφών Τολίδη, σ.145). Ο δε Ταχήρ Αμπατζής και οι συν αυτώ, όταν κατάλαβε το κόλπο των επαναστατημένων Ελλήνων, ότι τους χρησιμοποίησαν κατά των άλλων Τούρκων με πρόσχημα τη σωτηρία του Αλήπασσά, πήγε και ενώθηκε με τον στρατό του Ομέρ Πασά, επειδή «δια ένα παλιόγερο είπαν, δια τον Αλήπασσά, να μή χαθή η Τουρκιά» (Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, εκδ. Πέλλα, σ. 127), γράφει ο Μακρυγιάννης.

Ένα παγανιστικό αρχαιολατρικό επιχείρημα είναι ότι όσοι επαναστατούσαν κατά των Τούρκων δεν δρούσαν σύμφωνα με τα χριστιανικά πρότυπα και γι' αυτό δεν πρέπει να αποδοθεί έπαινος στο χριστιανισμό για τις εξεγέρσεις αυτές. Γιατί τότε οι επαναστάτες διακήρυτταν πως ήθελαν να πεθάνουν Χριστιανοί και ελεύθεροι, παρά δούλοι; Γιατί διακήρυτταν πως αιτία της εξέγερσης ήταν ότι οι Τούρκοι δε σεβόντουσαν την ορθόδοξη θρησκεία τους; Γιατί ο Κολοκοτρώνης λέει πως πρώτα πολέμησαν υπέρ Πίστεως και ύστερα υπέρ Πατρίδας; Εξάλλου, στην Παλιά Διαθήκη υπάρχει ολόκληρο βιβλίο που εξιστορεί τους αμυντικούς αγώνες των Εβραίων, συνεπώς η υπεράσπιση της Πατρίδας καθόλου δεν αντίκειται στη χριστιανική διδασκαλεία, εφόσον ο εξεγερμένος υπερασπίζεται τους αδικημένους και από αγάπη – για χάρη τους – θυσιάζεται. Στο Βυζάντιο δηλαδή, δεν ήταν χριστιανοί που πολεμούσαν για τη σωτηρία των δικών τους ενάντια σε κάθε εισβολέα, χριστιανό και μουσουλμάνο; Η ιστορία αποδεικνύει ότι η Ορθοδοξία διόλου δεν ήταν ανασχετικός παράγοντας στην άμυνα. «Ο Λέων ΣΤ’ στα «Τακτικά» του (PG 107) γράφει ότι οι στρατιώτες πολεμούν  σαν στρατιώτες του Χριστού για τους γονείς, για τους φίλους, για την πατρίδα, για ολόκληρο το χριστιανικό έθνος. Γράφει επί λέξει «..να υπογραμμίζουν ότι η μάχη που θα δώσουν είναι για όλο το έθνος και πάνω απόλα για τα αδέρφια μας που βρίσκονται υπό το ζυγό των απίστων, για τα παιδιά μας και τις γυναίκες μας, για την πατρίδα μας. Να μην ξεχνούν να υπενθυμίζουν ότι η μνήμη εκείνων που έπεσαν για την ελευθερία των αδερφών μας είναι αιώνια» (Ε. Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, εκδ. Ψυχογιός, σ. 41).

Έχουμε δηλαδή χειροπιαστό παράδειγμα χριστιανικού Ρωμαίικου πατριωτισμού. Η Ρωμανία ήταν κοσμικό κράτος και η υπεράσπισή της δεν θεωρήθηκε ποτέ κάτι το αντίθετο προς το χριστιανισμό. Αυτό το παράδειγμα ακολούθησαν και οι Ρωμηοί Αγωνιστές του 1821. Είναι ολοφάνερο ότι οι Ρωμηοί, ο Ανδρούτσος, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, που υποτίθεται ότι δεν είχαν άλλο κατά νου εκτός από τη σωτηρία της ψυχής – και κατά συνέπεια δεν θα πρεπε να τους απασχολεί η σωτηρία της πατρίδας ή των υπόδουλων αδελφών τους – ποτέ δεν ερμήνευσαν τη χριστιανική πίστη όπως την ερμηνεύουν οι Νεοπαγανιστές. Προφανώς οι τελευταίοι είναι καλλίτεροι ερμηνευτές της. Η αλήθεια είναι, πως οι Ορθόδοξοι εμπνεόμενοι από την Ορθοδοξία είχαν έντονη την συναίσθηση της αυτοθυσίας. Ποια είναι τα τρία ηπειρωτικά ευρωπαϊκά έθνη που πολέμησαν με μεγαλύτερο σθένος και περιφρόνηση του θανάτου, τους Ναζί, ενώ οι λοιποί Ευρωπαίοι (πλην των κατοίκων του βρετανικού νησιού) έντρομοι υποτάσσονταν; Ρώσσοι, Έλληνες, Σέρβοι. Δηλαδοί λαοί που επί αιώνες και χιλιετίες διαπαιδαγωγήθηκαν με το ηρωικό πνεύμα της αυτοθυσίας και της εξέγερσης κατά της αδικίας, που κηρύττει η Ορθοδοξία.

Δεν μας εξηγεί κανείς εθνικιστής αρχαιολάτρης, γιατί όλες οι σημαίες των επαναστατών του 1821 έχουν το Σταυρό. 

Του Διαφωτιστή Ρήγα Φερραίου είχε τον Σταυρό με τους άγιους Κωνσταντίνο και Ελένη και την αναγραφή "εν τούτω Νίκα".  Τέτοια σημαία υψώθηκε από τον Υψηλάντη στις 26/2/1821 όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση στη Μολδοβλαχία. 

Ο Πετρόμπεης στις 17/3/1821 ύψωσε σημαία λευκή με γαλάζιο Σταυρό. 

Ο Ανδρέας Λόντος που μπήκε στις 21/3/1821 στην Πάτρα είχε σημαία κόκκινη με μαύρο Σταυρό. 

Η σημαία που ύψωσε ο Γεώργιος Σισίνης στην Ήλιδα επίσης είχε το Σταυρό στο κέντρο. 

Η σημαία του Αθανάσιου Διάκου είχε την εικόνα  του Αγίου Γεωργίου. 

Ο αγωνιστής Πλαπούτας είχε σημαία με Σταυρό στη μέση και τα τέσσερα γράμματα ΙΧΝΚ στις τέσσερις γωνίες της. 

Οι Αγραφιώτες ύψωσαν σημαία λευκή με κόκκινο Σταυρό. 

Οι Βερβιτσιώτες τη σημαία του Ρήγα (τρίχρωμη με κόκκινο, μαύρο και λευκό) με γαλάζιο Σταυρό. 

Στην Κρήτη η οικογένεια των Καλλέργηδων ύψωσε σημαία με εννιά παράλληλες λευκές και γαλάζιες λωρίδες και με λευκό Σταυρό σε γαλάζιο φόντο, ενώ στο πάνω αριστερό μέρος έγραφε το "εν τούτω νίκα". 

Η πολεμική σημαία των Σπετσών ήταν γαλάζια με κόκκινο Σταυρό που καταπατά την ημισέληνο η οποία είναι γυρισμένη και κοιτά προς τα κάτω (Αυτό το σχέδιο ήταν και στη σημαία του δήμου της Κωνσταντινούπολης στα χρόνια της Ρωμανίας). 

Η σημαία των Ψαρών λευκή με κόκκινο Σταυρό. 

Η σημαία της Ύδρας κόκκινο πλαίσιο με λευκό σταυρό να πατά αναποδογυρισμένο μισοφέγγαρο.

Η Σαμιώτικη γαλάζια με λευκό Σταυρό και τη φράση "ελευθερία ή θάνατος". 

Η της Κρητης κόκκινη με την εικόνα του αποστόλου Τίτου. 

Η κυπριακή λευκό φόντο με γαλάζιο Σταυρό και την αναγραφή "σημεα ελληνικη πατρης κηπρου". 

Ακόμη και η σημαία της επανάστασης του 1843 για Σύνταγμα ήταν η ρωμαίικη σημαία των Παλαιολόγων: χρυσός Σταυρός σε κόκκινο πλαίσιο.

            Θα πουν οι αρχαιόπληκτοι ότι και τα πλοία των επαναστατών είχαν πολύ περισσότερα αρχαιοελληνικά ονόματα από χριστιανικά. Η απάντηση είναι απλή: εφόσον είδαν ότι παριστάνοντας τους απευθείας απόγονους του Περικλή, λάμβαναν παχυλή βοήθεια από την Ευρώπη, δεν είχαν λόγο να μην συνεχίσουν να τους παριστάνουν. Αλλά ούτε και η αρχαιολατρία των Επαναστατών συνεπαγόταν αντιχριστιανισμό, όπως συνεπάγεται η αρχαιολατρία των αρχαιόπληκτων. Οι αρχαιόπληκτοι πώς ερμηνεύουν το χριστιανικό σύμβολο του Σταυρού; Μήπως θα πουν, ότι είναι αρχαιοελληνικής προέλευσης; Ότι είναι ο σταυρός του Δία κι όχι του Χριστού; Είναι πρόθυμοι να υποστηρίξουν τέτοια ανοησία; Να πουν ότι οι αγράμματοι Έλληνες είχαν μελετήσει την μυθολογία και γνώριζαν ότι ο σταυρός δεν είναι Χριστιανικός αλλά του Δία; Μήπως έκαναν κι ανασκαφές; Αυτά τα πανανθρώπινα σύμβολα έχουν σε κάθε περίπτωση και σε κάθε εποχή την σημασία που επικρατεί τότε, εκείνη την εποχή, κι όχι την σημασία που επικρατούσε σε άλλες εποχές ή σε άλλους τόπους. Η σβάστιγκα του Θιβέτ στην κομμουνιστική σημαία της χώρας δεν υποδηλώνει ναζισμό ούτε και οι σβάστιγκες που βρέθηκαν στο Ισραήλ. Τη χριστιανική συνείδηση, λοιπόν δήλωναν οι Έλληνες του 1821, με τη σημαία του σταυρού.

Κατηγορούν πολλοί την στάση της Εκκλησίας, που βάζει σε πρώτη μοίρα τη θρησκεία και σε δεύτερη την πατρίδα. Ισχυρίζονται πολλοί πως τέτοια αντίληψη αναπόφευκτα οδηγεί στον παραμερισμό της πατρίδας υπέρ της θρησκείας, άρα και στην προδοσία. Η στάση αυτή της Εκκλησίας όχι μόνο δεν θεωρούνταν προδοτική, όχι μόνο δεν κατηγόρησε την Εκκλησία γι’ αυτήν τη στάση ποτέ κανένας, αλλά την είχαν και οι Κολοκοτρώνης, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Ανδρούτσος, Υψηλάντης, Καποδίστριας, Μακρυγιάννης, όλες οι Εθνοσυνελεύσεις. Ήταν δηλαδή η αντίληψη που είχε ο νεοελληνικός πατριωτισμός εν τη γενέσει του (1204-1453) και ύστερα, το 1821, βάσει των λεγομένων υπό των γνησιότερων εκφραστών του. Αν κάποιοι είναι διαστρεβλωτές του νεοελληνικού πατριωτισμού, αυτοί είναι όχι οι της Εκκλησίας, αλλά οι Νεοειδωλολάτρες, οι ελληνοκεντρικοί αρχαιόπληκτοι εθνικιστές, οι ακροδεξιοί φυλετιστές και ορισμένοι Διαφωτιστές, που πάνε να κάνουν το άσπρο μαύρο, κατηγορώντας την Εκκλησία. Δεν μας αρέσει καθόλου η χρήση του όρου «προδότες», αλλά αφού την πρωτοχρησιμοποίησαν οι αρχαιόπληκτοι, πρέπει να ξέρουν, πως όλοι αυτοί είναι οι εξωμότες του νεοελληνικού πατριωτισμού κι όχι οι δημιουργοί του. Αυτοί είναι οι διαστρεβλωτές κι όχι η Εκκλησία προδότις της πατρίδας. Να τι λέει ο Κολοκοτρώνης: «Όταν πιάσαμε τ' άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως και έπειτα υπέρ Πατρίδος» (στην εφημ. «Αιών» των Αθηνών, 13/11/1838).

Κι ο Κωνσταντίνος ΙΑ', 400 χρόνια πριν τα ίδια ακριβώς βάζει σε προτεραιότητα: «Ξέρετε καλά, αδελφοί, πως για τέσσερα πράγματα έχουμε κοινή υποχρέωση όλοι να προτιμήσουμε να πεθάνουμε, παρά να ζούμε. Πρώτο για την πίστη και την ευσέβειά μας, δεύτερον για την πατρίδα (...). Αν για τις δικές μου αμαρτίες ο Θεός παραχωρήσει την νίκη στους ασεβείς, ριχνόμαστε στον κίνδυνο για την πίστη μας την αγία, την οποία ο Χριστός μάς χάρισε με το δικό του αίμα˙ κι αυτό είναι το κυριότερο απ’ όλα (...)» Χρονικό Αλώσεως, Γεωργίου Φραντζή.

Γιατί ο Κολοκοτρώνης και ο Παλαιολόγος είπαν αυτά; Μήπως τους απείλησαν; Θα ήταν αστείο και να το σκεφτεί κανείς. Ο Κολοκοτρώνης κι ο Παλαιολόγος ούτε ανθέλληνες ούτε θρησκόληπτοι ούτε παραπλανημένοι από τους χριστιανούς ούτε τρομοκρατημένοι από τους χριστιανούς ήταν, που έβαζαν πρώτα τη χριστιανική θρησκεία τους. Ο Παλαιολόγος, ο Κολοκοτρώνης, και οι Εθνοσυνελεύσεις του 1821 τα ίδια πράγματα λένε. Τουλάχιστον αυτούς δεν μπορούν να τους κατηγορήσουν για ιδιοτέλεια.

Αλλά μερικοί από τους  Νεοπαγανιστές, που φαίνεται ότι έχουν copyright στο όνομα Έλληνας, έχουν προσπαθήσει ακόμα και τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να τον βγάλουν Δωδεκαθεϊστή, επειδή είπε την Κωνσταντινούπολη «χαρά των Ελλήνων». Το όνομα Έλληνας είχε πλέον την έννοια την εθνική, κι όχι τη θρησκευτική, και με αυτή την έννοια λέει αυτά ο Παλαιολόγος, που στο ίδιο κείμενο αποκαλεί το λαό του «απογόνους Ελλήνων και Ρωμαίων».  

Μερικοί Νεοδωδεκαθεϊστές ισχυρίζονται πως «η ορθοδοξία ξέρει ότι ουδείς Έλλην θα πολεμήσει για την σωτηρία των παπάδων ενώ όλοι θα πολεμήσουν για την Ελλάδα. Έξυπνα λοιπόν χρησιμοποιούν την εξίσωση: «επίθεση κατά της ορθοδοξίας=επίθεση κατά της Ελλάδος». Αγνοούν τα παρακάτω αποσπάσματα από τις διακηρύξεις και τα συντάγματα αυτών που πολέμησαν για την Ελλάδα. Για να διαπιστώσουν κάποτε όλοι πως αυτοί που πολέμησαν για την Ελλάδα, πραγματικά ταύτιζαν την Ορθοδοξία με αυτήν και συνεπώς, για τους Αγωνιστές του 1821 όποιος έβριζε την Ορθοδοξία ήταν προδότης. Αν αμφιβάλλουν, ας να ρίξουν μια ματιά εδώ:

Α' Εθνοσυνέλευση, Επίδαυρος, 1821: «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, ε ι σ ί ν Έλληνες,

Β' Εθνοσυνέλευση εν ¶στρει, 1823: «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστον, ε ι σ ί ν Έλληνες

Η Γ' Εθνοσυνέλευση, στην Τροιζήνα, 1827: «Έλληνες είναι, α' Όσοι αυτόχθονες της Ελληνικής Επικρατείας, πιστεύουσιν εις Χριστον. β' Όσοι από τους υπό τον οθωμανικόν ζυγόν, πιστεύοντες εις Χριστόν

Τι διακηρύσσει η Γ΄ Εθνοσυνέλευση, Τροιζήνα 1827: «Ως Χριστιανοί ούτε ήτο, ούτε είναι δυνατόν να πειθαρχήσωμεν δεσποζόμενοι από τους θρησκομανείς Μωαμεθανούς, οι οποίοι κατεξέσχιζον και κατεπάτουν τας αγίας εικόνας, κατεδάφιζον τους ιερούς  ναούς, κατεφρόνουν το Ιερατείον, υβρίζοντες το θείον όνομα του Ιησού, του Τιμίου Σταυρού˙ και μάς εβίαζον να γίνωμεν θύματα της μαχαίρας των, αποθνήσκοντες Χριστιανοί ή να ζήσωμεν Τούρκοι, αρνηταί του Χριστού και οπαδοί του Μωάμεθ. Πολεμούμεν προς τους εχθρούς του Κυρίου μας (...). Ο πόλεμός μας δεν είναι επιθετικός, είναι αμυντικός, είναι πόλεμος της Δικαιοσύνης κατά της αδικίας, της Χριστιανικής θρησκείας κατά του Κορανίου, του λογικού όντος κατά του αλόγου και θηριώδους τυράννου».

Ο πρώτος κυβερνήτης του ελληνικού κράτους, Ιωάννης Καποδίστριας έγραφε προς ξένους διπλωμάτες τα εξής: «Το Ελληνικόν Έθνος σύγκειται εκ των ανθρώπων, οίτινες από της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως δεν έπαυσαν ομολογούντες την Ορθόδοξον Πίστιν και την γλώσσαν των Πατέρων αυτών λαλούντες».

Η Ε' Εθνοσυνέλευση, Ναύπλοιο, 1832: «Έλληνες είναι· α' Όσοι αυτόχθονες της Ελληνικής Επικρατείας πιστεύουσιν εις Χριστόν. β' Όσοι εις ξένας Επικρατείας εγεννήθησαν εκ γονέων αυτοχθόνων, ή εκ μόνου πατρός Έλληνος, και πρεσβεύουσι την πάτριον θρησκείαν (Ι. Ρωμανίδη, Ρωμηοσύνη Ρωμανία Ρούμελη, εκδ. Πουρναρά, σ. 195-197).

Όταν λοιπόν οι εθνικιστές αρχαιολάτρες και οι Νεοπαγανιστές ισχυρίζονται ότι η επανάσταση του 21 δεν έγινε «πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος», κατ' ουσίαν αποκαλούν ψεύτη τον Κολοκοτρώνη, που φυσικά δεν το είπε αυτό για λόγους συμβιβασμού, ώστε τάχα και οι θρήσκοι συμπατριώτες του να πεισθούν να λάβουν μέρος στην επανάσταση, αλλά διότι κι ο ίδιος και όλοι πίστευαν πραγματικά στον Χριστό νηστεύοντας και κάνοντας τάματα στην Παναγία.

Στις 26 Μαρτίου 1821 το «Αχαϊκό Διευθυντήριο» στην Πάτρα διακηρύσσει προς τους πρόξενους των Μ. Δυνάμεων: «Ημείς το Ελληνικόν έθνος των Χριστιανών βλέποντες ότι μάς καταφρονεί το οθωμανικόν γένος και σκοπεύει όλεθρον εναντίον μας πότε μ’ ένα και πότε μ’ άλλον τρόπον, απεφασίσαμεν σταθερώς, ή να αποθάνωμεν όλοι, ή να ελευθερωθώμεν»  (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΙΒ’, σ. 86). Είναι το Ελληνικό έθνος των Χριστιανών που επαναστατεί κατά των Οθωμανών. Όχι οι... Νεοπαγανιστές. Πέραν τούτων, αφού οι Νεοπαγανιστές ισχυρίζονται ότι υπήρχαν (κρυπτο)παγανιστές  ακόμη και κατά την Τουρκοκρατία, ας προσπαθήσουν να κατονομάσουν έναν παγανιστή αγωνιστή της επανάστασης του 1821.

Φυσικά, δεν σημαίνουν τα παραπάνω πως σήμερα τα πράγματα είναι παρόμοια ή ολόιδια με την εποχή του 1821. Έλληνες σήμερα είναι και οι μη Ορθόδοξοι, ισάξιοι Έλληνες με τους (πλειοψηφούντες) Ορθόδοξους. Αλλά  από το σημείο αυτό ώς το σημείο να βρίζεται τόσο χυδαία η πίστη των πιο πολλών, να υβρίζεται τόσο αναίσχυντα ή να αμφισβητείται από τον κάθε φανατικό η πίστη των απελευθερωτών Προγόνων μας, υπάρχει τεράστια απόσταση. Γι’ αυτό και παρατέθηκαν τα ψηφίσματα των επαναστατημένων Ελλήνων.

 

  64. "Κάποτε πρέπει να τελειώσει το παραμύθι της εκκλησίας που έσωσε τον ελληνισμό στην τουρκοκρατία. Οι παπάδες είχαν προνόμια από τους Τούρκους, και δεν ήθελαν την επανάσταση, ο δε Πατριάρχης την αφώρισε. Η δε Φιλική εταιρία ήταν μασωνική και καμμιά σχέση δεν είχε με το χριστιανισμό".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

64a ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟ Ε’

Ο Υψηλάντης που βρισκόταν στην Μολδοβλαχία την εποχή που έγινε ο αφορισμός της επανάστασης, όταν έμαθε για τον αφορισμό από τον Πατριάρχη, σε επιστολή προς τον Κολοκοτρώνη έγραψε:  «Ο Πατριάρχης, βιαζόμενος υπό της Πόρτας, σας στέλλει αφοριστικά και Εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρταν. Εσείς όμως να τα θεωρήτε αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΙΒ', σ. 36).

Και πράγματι έτσι ήταν, γιατί υπήρχε η ρητή εκ μέρους του Σουλτάνου απειλή πως αν δεν αφώριζε την επανάσταση, θα διατασσόταν γενική σφαγή των ραγιάδων σε όλη την Τουρκία. Ούτε φυσικά έκανε τον αφορισμό επειδή ήθελε να σώσει τη ζωούλα του, μια και πάντα ήταν στο στόμα του λύκου οι Πατριάρχες, και όποτε ήθελαν οι Τούρκοι, τους έσφαζαν. Και όντως, τον κρέμασε ο Σουλτάνος τελικά, κατηγορώντας τον ως αρχηγό της επανάστασης των Ρωμηών. Ο Σουλτάνος έγραψε μεταξύ άλλων αυτά όταν τον κρέμασε: «Ο δόλιος Ρωμηός Πατριάρχης, καίτοι κατά το παρελθόν είχε δώσει πλαστά δείγματα αφοσιώσεως, όμως κατά την περίπτωσιν ταύτην, μη δυνάμενος να αγνοή την συνωμοσίαν της επαναστάσεως του έθνους του [...] γνωρίζων δέ ο ίδιος και υποχρεωμένος να γνωστοποιήση και εις όσους το ηγνόουν, ότι επρόκειτο περί επιχειρήσεως ματαίας, ήτις ουδέποτε θά επετύγχανε [...],όμως ένεκα της εμφύτου διαφθοράς της καρδίας του, ου μόνον δεν ειδοποίησε, ουδέ επετίμησε τους αφελείς [...], αλλά, κατά τα φαινόμενα, αυτός ο ίδιος, όπισθεν των παρασκηνίων, έδρα κρυφίως, ως αρχηγός της επαναστάσεως.…Είμεθα πληροφορημένοι ότι είναι συνένοχος όλων των αταξιών όσες οι ραγιάδες  έπραξαν (...) δια τούτο εκρεμάσθη προς σωφρονισμό των άλλων» (10/4/1821). 

Απλά, κάνοντας τον ελιγμό αυτόν, ο Γρηγόριος Ε' έσωσε τους υπόλοιπους Ρωμηούς, που ήταν κάτω από το σπαθί του Τούρκου, και όχι μακριά του, σε καμμιά απόμακρη Πελοπόνησσο για να παριστάνουν τους έξυπνους. Ο Πατριάρχης, λίγο πριν εκτελεστεί, δέχθηκε πρόταση από δικούς του να δραπετεύσει και να γλιτώσει. Να τι τους απάντησε: «Με προτρέπετε εις φυγήν. Μαχαίρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών πόλεων των Χριστιανικών επαρχιών.(...) Ο θάνατός μου ίσως επιφέρει μεγαλυτέραν ωφέλειαν παρά η ζωή μου (..)». Ορισμένοι παραθέτουν εξεπίτηδες μόνο το κείμενο του αφορισμού του Πατριάρχη, αλλά όχι και τα κείμενα του Σουλτάνου ή του Υψηλάντη. Γιατί; Μήπως επειδή προσπαθούν να «αποδείξουν» ότι ο Πατριάρχης ηθελημένα, κι όχι δια της βίας, αφόρισε την Επανάσταση, αλλά γνωρίζουν πως εάν παρέθεταν και τα άλλα κείμενα, θα αποτύγχανε η προσπάθειά τους;

Να τι γράφει η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών: «Επικρίθηκε ο Πατριάρχης και επικρίνεται ακόμα επειδή έστερξε στον αφορισμό. Οι επικριτές όμως δεν αναλογίζονται τί θα πάθαινε το Έθνος αν ο Πατριάρχης τηρούσε αρνητική στάση απέναντι στις αξιώσεις του Σουλτάνου. Αν δε γινόταν ο αφορισμός ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα εξοντώνονταν εκατοντάδες χιλιάδων ορθόδοξων χριστιανών. Αν γινόταν, ήταν απλώς πιθανό να επέλθη αποθάρρυνση αλλά σε πολύ περιορισμένο βαθμό. Οι Έλληνες θα κατανοούσαν, πίστευε ο Πατριάρχης, ότι ο αφορισμός ήταν προϊόν βίας κι επομένως οι δυσμενείς συνέπειές του θα ήταν ασήμαντες» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΙΒ', σ. 36).

Είναι αβάσιμο και το επιχείρημα, ότι ο Σουλτάνος κρέμασε τον Πατριάρχη για τον ίδιο λόγο, για τον οποίο κρέμαγαν όσους Οθωμανούς αξιωματούχους  αποτύγχαναν στην αποστολή τους, άρα δεν λέει τίποτε υπέρ του Πατριάρχη ο απαγχονισμός του. «Ξεχνάνε», όσοι ισχυρίζονται το παραπάνω, ότι ο ίδιος ο Σουλτάνος, ως λόγο για τον απαγχονισμό δεν έχει το ότι ο Γρηγόριος Ε’ απέτυχε να πείσει τους Έλληνες να μην επαναστατήσουν, αλλά ρητά ισχυρίζεται, ότι ο Γρηγόριος ήταν συνένοχος και κρυφά δρούσε υπέρ αυτών, ίσως και ως αρχηγός τους. Όχι ως «αποτυχημένος στην αποστολή του οθωμανός αξιωματούχος», αλλά ως επαναστάτης, κρεμάστηκε ο Γρηγόριος Ε’. Αλλά φαίνεται πως δεν πρόσεξαν τι γράφει ο Σουλτάνος. Μόνο τον αφορισμό γνωρίζουν απ’ έξω.

Ο αρχαιολάτρης Κοραής δηλαδή που αποκαλούσε την Επανάσταση «άωρον κίνημα» γιατί δεν χαρακτηρίζεται κι αυτός προδότης; Και μια που αναφέρθηκε ο Κοραής, ας μάθουν οι αντορθόδοξοι «αρχαιολάτρες» που  αναφέρουν τον άνθρωπο αυτόν ως αντιχριστιανό και πιθανόν ως κρυπτοπαγανιστή και τον καπηλεύονται, όπως καπηλεύονται τα πάντα, τι γνώμη είχε ο ίδιος ο Κοραής για τον Χριστιανισμό. Ο Κοραής λοιπόν έγραφε πως είχε αποφασίσει «να μένη πάντοτε εις τας σταθεράς και αμετακινήτους αρχάς της χριστιανικής πίστεως υπηγορευμένες από τον ορθόν λόγον και σφραγισθείσας από την αποκαλυφθείσαν θρησκείαν, και ο κόσμος όλος ήθελε κρίνει το εναντίον». Το 1825 γράφοντας προς τον Μητροπολίτη Ουγγαροβλαχίας Ιγνάτιον να μην παύσει να διδάσκει το Ευαγγέλιο πρόσθεσε «Μόνον του Ευαγγελίου η διδαχή μπορεί να σώσει την αυτονομίαν του Γένους. Η θρησκεία μας έχη τοσούτον εξαίρετον παρά τας λοιπάς θρησκείας χαρακτήραν θεότητος, ότι το βιβλίον είναι εν αυτώ χάρτης και της επίγειου και της ουρανίου πολιτείας, ζώντος και αποθανόντος μόνος ο χάρτης ούτος αρκεί να μας σώσει». Μπορεί να είχε επηρεαστεί πολύ από την προτεσταντική θρησκεία και τις ανιστόρητες αντιλήψεις περί Βυζαντίου ο Κοραής, αλλά αντιχριστιανός δεν ήταν.

Μόνο στα πρώτα 4 χρόνια της Επανάστασης αποκεφαλίστηκαν, απαγχονίστηκαν ή βασανίστηκαν εώς θανάτου (εκτός των 2 Πατριαρχών) μεταξύ άλλων: δύο Αρχιεπίσκοποι (Κύπρου Κυπριανός, Κρήτης Γεράσιμος), τέσσερεις Επίσκοποι (Μεθώνης Γρηγόριος, Κορώνης Γρηγόριος, Ρωγών Ιωσήφ, Σαλώνων Ησαίας) και 15 Μητροπολίτες (Αγχιάλου Ευγένιος, Εφέσου Διονύσιος, Νικομηδείας Αθανάσιος, Θεσ/κης Ιωσήφ, Δέρκων Γρηγόριος, Μεσημβρίας Ιωσήφ, Αδριαν/λεως Δωρόθεος, Μονεμβασίας Χρύσανθος, Χριστιανουπόλεως Γερμανός, ¶ργους Γρηγόριος, Κερύνειας Λαυρέντιος, Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος Β', Δημητσάνης Φιλόθεος, Χίου Πλάτων). Φαίνεται πως ήταν τόσο φιλότουρκη η κατώτερη και η ανώτερη Ιεραρχία της Ορθόδοξης Εκκλησίας που έπεφτε πρόθυμα στις κρεμάλες και τις χατζάρες των Οθωμανών, σωστά; Ο παραλογισμός όσων αρνούνται τη προσφορά της Ιεραρχίας φτάνει στο σημείο να χαρακτηρίζει όλους αυτούς του φόνους ως «γράψε λάθος» εκ μέρους των Τούρκων. Τέτοιο μίσος που τους διακατέχει, τέτοια πράγματα λεν.  

Όσο για την προσφορά της εκκλησίας στην Τουρκοκρατία, αρκεί το γεγονός πως όπου οι κάτοικοι παρέμεναν Χριστιανοί, έστω κι αν έχαναν την ελληνική γλώσσα (π.χ. οι Καππαδόκες τουρκόφωνοι Ρωμηοί), παρέμειναν Έλληνες, ενώ όσοι εξισλαμίστηκαν, έγιναν Τούρκοι αργά ή γρήγορα, ακόμη κι αν διατήρησαν την ελληνική γλώσσα. Γι' αυτό κι ο Κολοκοτρώνης σχολιάζοντας το «υπέρ πίστεως και πατρίδος» είπε «πρώτα πολεμήσαμε υπέρ πίστεως, και μετά υπέρ πατρίδος». Και τέλος, είναι αστεία τα περί Φιλικής Εταιρίας. Στην Φιλική Εταιρία ήταν μυημένοι εκατονταδες κληρικοί και δεσποτάδες. Όλοι σχεδόν της Πελοποννήσου όπως παραδέχονται ακόμα και μαρξιστές σαν τον Σκαρίμπα. Μια αναφορά, τέλος, στην ποσοστιαία σύνθεση της Φιλικής δίνει τα στοιχεία: Έμποροι 54%, Επαγγελματίες (δάσκαλοι, φοιτητές, γιατροί, νομικοί κλπ) 13 %, Πρόκριτοι 12%, Κληρικοί 10 %, Πολεμιστές 9 %, Αγρότες 2% (Πηγή: Γιώργου Φράγκου «Η Φιλική Εταιρία»). Αν όλοι αυτοί που έκαναν την Επανάσταση του '21, διανοούμενοι και στρατιωτικοί, δεν παραδεχόντουσαν την στενή σχέση του νεοελληνικού έθνους με την ορθοδοξία, δεν θα έβαζαν ποτέ στα συντάγματα τους φράσεις όπως «Έλληνας είναι όποιος κάτοικος της Ελλάδας είναι χριστιανός». Διότι, σε όλες τις εθνοσυνελεύσεις των επαναστατημένων προγόνων μας, από το 1821 ώς και το 1832 (που ήρθε ο Όθωνας) αυτό διακηρύσσεται. Ο μόνος τρόπος να αρνηθεί κανείς την έντονη θρησκευτικότητα των προγόνων μας είναι να πει ότι με το ζόρι ή με τον εκφοβισμό της Εκκλησίας τα έλεγαν όλα αυτα. Όμως αυτό είναι σαν να λέει κανείς πως οι επαναστάτες του '21 ήταν άβουλες μαριονέτες, αχυράνθρωποι και ηλίθιοι που δεν μπορούσαν να αποφασίσουν για τον εαυτό τους.

Και εν πάσει περιπτώσει, πώς γίνεται οι Τούρκοι να δολοφόνησαν 7 Πατριάρχες (Κύριλλο Α', Κύριλλο Β', Παρθένιο Β΄, Παρθένιο Γ', Γαβριήλ Β', Γρηγόριο Ε', Κύριλλο ΣΤ', 8 μαζί με τον Ραφαήλ Β' που τον φόνευσαν εν εξορία) αν το Πατριαρχείο ήταν τουρκόφιλο; Πώς γίνεται οι Τούρκοι να δολοφονήσουν 100 περίπου επισκόπους, αφού σύμφωνα με κάποιους η ανώτερη Ιεραρχία της Εκκλησίας ήταν φιλότουρκη;

Αλλά τι να πει κανείς για την αμάθεια ανθρώπων που δεν αναφέρουν τον Χρυσόστομο Σμύρνης, τον Παπαφλέσσα, τον καλόγηρο Σαμουήλ, τον Αθανάσιο Διάκο, τον Μακάριο. Λένε για τον Ιγνάτιο Μολδοβλαχίας οι κακόβουλοι πολλά άσχημα πράγματα. Τότε γιατί η Γ΄ Εθνοσυνέλευση με την Νο 171 πράξη της (5/5/1827) απευθυνόμενη στον Ιγνάτιο λέει: «Το έθνος συνηγμένον εις Γ΄ Εθνικήν Συνέλευσιν κηρύττει δια του παρόντος επισήμου την προς την Πανιερότητά σας ευγνωμοσύνην του, δια τον οποίον δείξατε υπέρ αυτού ζήλον» (Ι.Μ. Χατζηφώτη, Βυζάντιο και Εκκλησία, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, σ. 87); Οι ίδιοι οι Τούρκοι ομολογούν από μόνοι τους πως οι παπάδες ήταν οι αρχηγοί του Έθνους και πως το ξεσήκωναν, και έρχονται οι Νεοπαγανιστές να πουν τα αντίθετα.

Είναι βέβαια μεγάλη η ασυνέπειά τους: όταν τύχει ένας κληρικός να μην ήταν στο ύψος των περιστασεων ή να συνεργάστηκε με τους Τούρκους, τότε ωρύονται «προδότες οι της Εκκλησίας!» Όταν πρόκειται για τις χιλιάδες σφαγμένων, αποκεφαλισμένων, παλουκωμένων, σουβλισμένων, πεταλωμένων, απαγχονισμένων από τους Τούρκους παπάδων (Έξι χιλιάδες τις υπολόγιζε αρχές του 19ου αι. ο Γάλλος Πώκεβιλ), επισκόπων, Πατριαρχών, κι αυτών που σκοτώθηκαν σε μάχες και επαναστάσεις, τότε σιωπούν. Γιατί άραγε, μήπως επειδή δεν τους συμφέρει να συγκρίνουν;

«Ο γενικός ρόλος της ορθόδοξης εκκλησίας δεν μπορεί να κριθεί σαν ανασταλτικός, κι αυτό γιατί θεμέλιο του μηχανισμού της ήταν ο κατώτερος κλήρος, σάρκα από τη σάρκα του λαού, που ζει, τυραννιέται, πολεμά και σκοτώνεται δίπλα στο ποίμνιό του» γράφει ο ιστορικός Τ. Βουρνάς στον πρόλογο της ιστορίας του Φίνλεϋ.

Κάνουν μερικοί λόγο για τα προνόμια που έλαβε η Εκκλησία από τους Τούρκους και νομίζουν πως αυτό είναι επιχείρημα. Αν δεν υπήρχαν αυτά τα στοιχειώδη προνόμια – με το αντάλλαγμα μιας (ψευτο)φιλήσυχης τακτικής του ανώτερου κλήρου, όλοι οι Έλληνες θα είχαν εξισλαμιστεί, αφού δεν θα υπήρχε Εκκλησία να τους συγκρατήσει από τον εθελούσιο ή αθέλητο εξισλαμισμό, και τότε η «αρχαία φιλοσοφία» θα ήταν τόσο διαδεδομένη και γνωστή όσο είναι διαδεδομένη και γνωστή ανάμεσα στους σημερινούς Τούρκους της Μικρασίας (που είναι κι αυτοί απόγονοι εξισλαμισμένων), δηλαδή καθόλου. Τότε θα τους βλέπαμε τους «τουρκόφωνους Έλληνες Εθνικούς» (!), τους «τουρκόφωνους αρχαιολάτρες» (!!), ποιον θα πρωτοδιαβάζανε, Όμηρο ή Μεβλανά Ρούμι. Δεν θα τον ήξεραν καν τον πρώτο, όπως και οι σημερινοί, εξισλαμισμένοι κάτοικοι της Τουρκίας δεν τον ξέρουν. Ή μήπως στους δερβίσικους τεκέδες (μουσουλμανικά μοναστήρια) αντέγραφαν τον Όμηρο οι «εξισλαμισμένοι Έλληνες» που τάχα «η Εκκλησία τους απέκοψε από την ελληνικότητά τους» (λες και μπορούσε να τους απαγορεύσει – τους εξισλαμισμένους – να μιλάν ελληνικά ή να διαβάζουν ελληνικά!);

Τον απαγχονισμό του Πατριάρχη και τον ρόλο του ιδίου ως προς το 1821 τον είδαν στις σωστές τους διαστάσεις τόσο ο λαός όσο και οι διανοούμενοι της εποχής. Ένα δημοτικό τραγούδι από την Ήπειρο, που το διέσωσε ο ιστορικός Σάθας όπως του το είπε ο αγωνιστής Γ. Ζάκας, λέει:

«Ποιος είδε τέτοια συννεφιά, ποιος είδε τέτοια αντάρα/ που τούτ’ το χρόνο πλάκωσε ανατολή και δύσι/ Τον Πατριάρχη κρέμασαν, τον άγιο το Γρηγόρη, / Σα νά ‘τανε κατάδικος, στης εκκλησιάς την πόρτα./ Εκεί που ελειτούργαγε κι ευλόγαγε το Γένος,/ πλακώνουν οι Γιαννίτσαροι, κι οι Οβρηοί αντάμα./ Κόπιασ’ αφέντη δέσποτα και διάβασ’ τα φερμάνια,/ Που λεν να σε κρεμάσωμε στις εκκλησιάς την πόρτα./ Δε σ’ άρεσε να κάθεσαι στο θρόνο θρονιασμένος,/ Μα θέλησες Ρωμαίικο την Πόλη να την φτειάσεις».Κι ο εθνικός μας ποιητής, Διονύσιος Σολωμός, ο οποίος στον Ύμνο εις την Ελευθερία γράφει:

Όλοι  κλαύστε! Αποθαμένος ο αρχηγός της Εκκλησιάς! / Κλαύστε! Κλαύστε! Κρεμασμένος, ωσάν νάτανε φονιάς;

             «Πλησίον εις τον Ιερέα ήτον ο λαϊκός, καθήμενοι εις ένα σκαμνί, Πατριάρχης καί τζομπάνης, ναύτης καί γραμματισμένος, ιατροί, κλεφτοκαπεταναίοι, προεστοί και έμποροι» Θ.Κολοκοτρώνη, «Διήγησις συμβάντων ελληνικής φυλής», εκδ. Πάπυρος, Αθήναι, σ. 29.

«Φυσικά», για τους αρχαιόπληκτους καμμία σημασία δεν έχει η γνώμη του Υψηλάντη, του Σουλτάνου, του Σολωμού και του απλού λαού. Αυτοί που ζούσαν τότε ήταν παραπληροφορημένοι και ηλίθιοι, ενώ οι σημερινοί κατήγοροι της Εκκλησίας τα ξέρουν καλύτερα.

Όπως και να ‘χει, είναι γεγονός ότι οι επαναστατημένοι Έλληνες, παρά τον καταναγκαστικό, δηλαδή ουσιαστικά άκυρο αφορισμό τους από τον Πατριάρχη, συνέχισαν να εκδηλώνουν την πίστη τους στο Χριστιανισμό. Εάν οι Έλληνες ήταν αντιχριστιανοί και υπόδουλοι στο Οικουμενικό Ορθόδοξο Πατριαρχείο, όπως ισχυρίζονται οι αρχαιόπληκτοι, τότε ο αφορισμός του Πατριάρχη θα τους έδινε τη χρυσή ευκαιρία να κόψουν κάθε δεσμό με την χριστιανική θρησκεία. Όμως δεν έγινε κάτι τέτοιο. Και γεγονός είναι ότι οι Έλληνες αντιλήφθηκαν τον αφορισμό όπως τον αντελήφθη ο Υψηλάντης˙ όχι ως ηθελημένο αφορισμό.

Είναι κωμικό να κατηγορούν την Εκκλησία, πως ούτε κατά βάθος – ανεξαρτήτως του τι δήλωνε – ήθελε την επανάσταση κατά των Τούρκων. Ποιοι τα λεν αυτά όμως; Ο Δαυλός, που  γράφει (τ. 131, σ. 7540) «Ρωμαίικη κρατική-εδαφική επιδίωξη = Ελληνική εθνική απώλεια. 1821-1827: Απόπειρα κρατικιστικής εμπνεύσεως να "πάρουμε" τα (δικά μας, ελληνικότατα) μέρη, Πελοπόννησο, ρούμελη, Ήπειρο, Θεσσαλία, Νησιά, κ.λπ. Αποτέλεσμα: αφού κατασφαχτήκαμε, τα χάσαμε όλα – η ναυμαχία του Ναυαρίνου και η Συνθήκη του Λονδίνου, που μας ελέησαν με κάποια ψίχουλα, δεν αποτελούν έργο του Ρωμαίικου»; Τουλάχιστον ο Δ. Λάμπρου παραδέχεται την αλήθεια, ότι αυτοί που θέλησαν να απελευθερωθούμε και έκαναν την Επανάσταση ήταν Ρωμηοί κι όχι παγανιστές, όπως λέει ο Ρασσιάς. Κι εφόσον είναι γνωστή τόσο η απέχθεια του Δαυλού για τον «κρατικισμό» και για το «ρωμαίικο εθνάριο» (το νεοελληνικό έθνος) όσο και η άποψή του ότι επί Τουρκοκρατίας ευημερούσαν οι ραγιάδες, προκύπτει το συμπέρασμα ότι κακώς έγινε η Επανάσταση του ’21, κακώς προσπαθήσαμε να φτιάξουμε κράτος αποτινάζοντας τον τουρκικό ζυγό, κακώς θελήσαμε να απελευθερώσουμε (αρχικά) το Μωριά και τη Ρούμελη και (ύστερα) την Ήπειρο, την Μακεδονία, τη Θράκη, την Ιωνία – φυσικά "κακώς", αφού η ελληνικότητα ήταν και τότε «παγκόσμια» και δεν υπήρχε λόγος δημιουργίας κράτους για τη διάσωσή της. Αφού τόσο οι ραγιάδες ευημερούσαν (!) αλλά και η ελληνικότητα θριάμβευε παγκοσμίως, ποιος ο λόγος να ιδρυθεί νεοελληνικό κράτος; Αυτά μάς λέει ο Δ. Λάμπρου. Για δες ποιοι κατηγορούν για φιλοτουρκισμό τον Γρηγόριο Ε’.

 

64b ΑΓΙΑ ΛΑΥΡΑ ΚΑΙ 25η ΜΑΡΤΙΟΥ 1821

Ένα άλλο ζήτημα που σχετίζεται με το άν ο Π.Π.Γερμανός όρκισε τους επαναστάτες την 25η Μαρτίου 1821 γίνεται αντικείμενο προπαγάνδας από αντιχριστιανούς και τους Ν/Π. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δεν βρισκόταν στην Λαύρα στις 25 Μαρτίου. Βρισκόταν στην Πάτρα. Εκεί, την ημέρα εκείνη όρκισε τους πατρινούς επαναστάτες στην πλατεία Αγίου Γεωργίου (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΙΒ’, σ. 86). Συνεπώς ο Π.Π. Γερμανός όρκισε επαναστάτες˙ όχι στην Λαύρα, αλλά στην Πάτρα. Πρέπει να τονιστεί, ώστε η αντίρρηση των αρχαιόπληκτων να πάψει, ότι η ιστορία της ορκωμοσίας των επαναστατών από τον Π.Π. Γερμανό στην Λαύρα δεν ήταν δημιούργημα, ούτε του Π.Π. Γερμανού ούτε κάποιου άλλου κληρικού. Ήταν μυθοπλασία του Γάλλου Πώκεβιλ˙ κι από αυτόν ξεκίνησε η ιστορία αυτή και διαδόθηκε ως αληθινή (Ι.Μ. Χατζηφώτη, Βυζάντιο και Εκκλησία, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, σ. 64). Όταν αποκαλύφθηκε η μυθοπλασία, είχε εδραιωθεί στη σκέψη των περισσότερων. Δεν είπε ψέμματα λοιπόν η Εκκλησία, ώστε να τονίσει τον εθνεγερτικό της ρόλο, ούτε όμως είναι αληθές πως ο Π.Π. Γερμανός δεν όρκισε κανέναν αγωνιστή. Όρκισε τους Πατρινούς, την ίδια ημέρα (25/3).

Όπως έχει αναφερθεί αλλού, ο Κολοκοτρώνης γράφει ότι ημέρα έναρξης της Επανάστασης ήταν η γιορτή του Ευαγγελισμού, στις 25 Μαρτίου. Δηλαδή, η μετέπειτα καθιέρωση από το κράτος της 25ης Μαρτίου ως εθνικής εορτής δεν αποτελεί τάχα προπαγάνδα της Εκκλησίας, ώστε να συμπίπτει εθνική και χριστιανική γιορτή, αλλά είναι ανάμνηση του γεγονότος ότι οι ίδιοι οι ήρωες του 1821 διάλεξαν αυτήν την μέρα, λόγω της θεοσέβειάς τους. ¶λλες ημερομηνίες που είχαν προταθεί ήταν η 23η Απριλίου (Αγίου Γεωργίου) και η 21η Μαΐου (Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης). Βλέπουμε ότι όλες οι προταθείσες ημερομηνίες σχετίζονταν με την Ορθοδοξία κι όχι με τον Δία ή τον Μωάμεθ.

 

64c ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ

            Και μερικά σχόλια για την «Ελληνική Νομαρχία» ενός άγνωστου (Έλληνα; Γάλλου;) που προφανώς από δημοκρατικό φρόνημα διαπνεόμενος υποστηρίζει πως «και εις τας δύο αυτάς διοικήσεις, δημοκρατίαν και αριστοκρατίαν, σώζεται η ελευθερία. Αδιάφορος είναι η εκλογή». Φαίνεται πόσο άσχετος με τα της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι ο αντιδημοκράτης συγγραφέας της Νομαρχίας και είναι πράγματι κωμική η φεουδαρχικής προέλευσης αγανάκτησή του για το ότι ακόμη και ταπεινής καταγωγής άνθρωποι μπορούν να φτάσουν μέχρι το αξίωμα του Πατριάρχη. Κωμικά είναι επίσης τα πλείστα λάθη που κάνει ο συγγραφέας περί της οργάνωσης και λειτουργίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, την οποία αντιλαμβάνεται όμοια με την Καθολική Εκκλησία, δείγμα πως μάλλον είναι Γάλλος. Αγνοών το συνοδικό σύστημα της Ορθοδοξίας, θεωρεί ότι οι πατριάρχες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων υπόκεινται στον Οικουμενικό Πατριάρχη, για τον οποίο γράφει: «ο γελοιώδης τίτλος οικουμενικός φανερώνει... ότι οι άλλοι τρεις πατριάρχαι υπόκεινται εις αυτόν. Αυτός διαμοιράζει όλας τας επαρχίας του Οθωμανικού κράτους...». Ουδόλως ο κακόβουλος ή πανάσχετος συγγραφέας της Νομαρχίας υποπτεύεται ότι στον χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας υπάρχουν αυτοκέφαλες και αυτόνομες Εκκλησίες, κάθε μιά εκ των οποίων έχει την δική της σύνοδο προεδρευόμενη υπό πατριάρχου, μητροπολίτη ή αρχιεπισκόπου , αυτονόμως εκλέγουσα τους επισκόπους της.

Ισχυρίζεται ο Ανώνυμος της Νομαρχίας πως ο οικουμενικός πατριάρχης «πολλάκις πέμπει εις όλην την Οθωμανικήν επικράτειαν και εκεί οπού δεν είναι Χριστιανοί τόσας εκατοντάδας αρχιεπισκόπους, εξ ών ο καθείς έχει τέσσαρες ή πέντε επισκοπάς, εις τας οποίας πέμπει και αυτός τόσους επισκόπους». Ο Ανώνυμος νομίζει ότι μόνο η Κωνσταντινούπολη έχει σύνοδο, στην οποία ο πατριάρχης είναι δέσμιος, όπως ακριβώς εις την Curia ο πάπας της Ρώμης. Μιά φορά αναφέρει το όνομα «μητρόπολις» αλλά ουδέποτε «μητροπολίται», ενώ είναι γνωστό ότι κατά εκείνη την εποχή ο μητροπολίτης προήδρευε συνήθως συνόδου, ο αρχιεπίσκοπος ως μέλος της συνόδου αυτής ήταν ο πρώτος κατά πρεσβεία επίσκοπος. Ο σύγχυση του Ανωνύμου Καθολικού Γάλλου συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχιας περί της Ορθόδοξης οργάνωσης μάλλον θα οφείλεται σε ελλειπή πληροφόρηση των Δυτικών της εποχής εκείνης για την οργάνωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ανώνυμος συγγραφέας ομιλεί για «κλάσιν (=τάξη) της ιερωσύνης», ακριβώς γιατί έχει κατά νου τη γαλλική φεουδαρχική παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο κλήρος αποτελεί ξεχωριστή τάξη (classe) της οποίας ηγούνται Καθολικοί επίσκοποι, διαφορετική από την classe των ευγενών, και την τρίτη τάξη του λαού.

Ισχυρίζεται ότι ο ιερέας του χωριού αναγορεύεται σε αρχιμανδρίτη «με γρόσια», και με τον ίδιο τρόπο μπορεί να ανέλθη ώς τον πατριαρχικό θρόνο. Αγνοεί προφανώς ο Ανώνυμος ότι οι ιερείς των χωριών ήταν έγγαμοι και επομένως δεν προβιβάζονται στους βαθμούς του αρχιμανδρίτη, του πατριάρχη κλπ. Συγχέει τους παπάδες των χωριών με τους άγαμους κληρικούς και αγνοεί ότι μόνο οι άγαμοι αποκτούν τους παραπάνω βαθμούς ιεροσύνης.

Η προέλευση των μοναχών και των ανερχομένων και ώς τη θέση του πατριάρχη κλπ από χωριά, τον οδηγεί στο λάθος συμπέρασμα ότι αυτοί είναι απαίδευτοι, και τούτο επειδή τότε, αντίθετα με ό,τι γινόταν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, στην δική του πατρίδα (τη Γαλλία) μόνο οι αριστοκράτες κι όχι ο χωριάτης λαός σπούδαζαν σε ανώτερες σχολές ώστε να αποκτήσουν θέσεις στην Εκκλησία, μια και είναι γνωστό πως τα αξιώματα της Δυτικής Καθολικής Εκκλησίας καταλαμβάνονταν από ευγενείς κι αριστοκράτες. Γι’ αυτό και ο «δημοκράτης» συγγραφέας της ψευδοελληνικής Νομαρχίας, εκ γενετής αριστοκράτης μάλλον, δε μπορεί να κρύψει την φρίκη και την απέχθειά του που στην Ορθόδοξη Ανατολή μη αριστοκρατικής καταγωγής καθίστανται πατριάρχες και επίσκοποι. Είναι δυνατόν να εμπιστευτεί και να δώσει κανείς σημασία σε ένα κείμενο που στρέφεται εναντίον της Ιεραρχίας, τη στιγμή που ο συντάκτης του έχει τερατώδη άγνοια γι’ αυτήν και τους θεσμούς της; Αυτός ο συγγραφέας κάνει λάθη που μόνο Δυτικοί, άσχετοι με την ελληνική πραγματικότητα, θα διέπρατταν. Τόσο πολύ ανώνυμος «Έλλην» ήταν.

Ο συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας πάντως δεν είναι αντιχριστιανός. Αφού χαίρονται οι Νεοπαγανιστές με τα κατά του Πατριάρχη λεγόμενά του, τι γνώμη έχουν γι’ αυτά τα λεγόμενα του «Ανώνυμου του Έλληνος»;

«Ω γλυκύτατε Ιησού! Ω δίκαιοι Απόστολοι! Ω φιλόσοφοι Πατέρες!» (Δ’, 40),

«Η θρησκεία, ωσαύτος το Ευαγγέλιον του Χριστού παραδείγματος χάριν, κατασταίνει τους οπαδούς του φιλευσπλάγχνους, φιλοξένους και συμπαθητικούς.» (Ε’ 27).

«ο Λόγος της Σοφίας, ο ηδύτατος Χριστός» (Δ’ 41)

«Ώ  εχθροί της Αληθείας, τουτέστι του Χριστού!» (Δ’ 46)

 Η Αλήθεια είναι ταυτόσημη με τον Χριστό, σύμφωνα με τον συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας. Ο Χριστός είναι ο Λόγος της Σοφίας. Δεν μας είπαν οι Νεοειδωλολάτρες και οι αρχαιολάτρες τη γνώμη τους γι’ αυτά τα αποσπάσματα της Ελληνικής Νομαρχίας.

Για να τελειώνουμε:

Ο Υψηλάντης, κι όχι «το παπαδαριό», όταν κηρύσσει την επανάσταση στη Μολδοβλαχία διακηρύσσει μεταξύ άλλων τα εξής: «(..)Είναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον ζυγόν, να ελευθερώσωμεν τήν Πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον, δια να υψώσωμεν το σημείον δι' ού πάντοτε νικώμεν, λέγω τον Σταυρόν, και ούτω να εκδικήσωμεν την Πατρίδα, και την ορθόδοξον ημών Πίστιν από την ασεβή των ασεβών καταφρόνησιν». 

Οι οπλαρχηγοί Μάρκος Μπότσαρης και Κίτσος Τζαβέλας, κι όχι η «προπαγάνδα της Ορθόδοξης Εκκλησίας» γράφουν στις 28/6/1821 στους Πάργιους: «Ο όφις επατάχθη από τον Σταυρόν (...) Η ιερά σημαία του Σταυρού κυματίζει απανταχού της Ηπειρωτικής ακτής (...). Ελευθερία! Θρησκεία! Πατρίς! Ιδού το έμβλημα ήμών. Η ειρήνη έστω μεθ' υμών αδελφοί. Ημείς λέγομεν την αλήθειαν, άλλοι δ' εισίν εκείνοι οίτινες θέλουσι να εξαπατήσωσιν υμάς». 

Όταν λοιπόν ορισμένοι γράφουν ότι «οι Χριστιανοί είναι (κι όχι η ιστορική πραγματικότητα) που ισχυρίζονται ότι οι ήρωες του 1821 πολέμησαν για του Χριστού την πίστη και της Πατρίδος την ελευθερία», το μόνο που δείχνουν είναι το ήθος τους. ¶λλωστε, γι’ αυτό την αναφέρουν συνεχώς τη ρήση αυτή. Τους πονάει πολύ, που την είπε ο Κολοκοτρώνης.

 

 

  65. "Οι Οθωμανοί επέτρεπαν στους Χριστιανούς να έχουν δικά τους σχολεία. Απόδειξη γι’ αυτό οι πολλές σχολές σε Κωνσταντινούπολη,  Ανδρο, Αγ. Όρος, Μοσχόπολη και αλλού. Το «Κρυφό Σχολειό» δεν είναι παρά ένα κατασκεύασμα της Εκκλησίας".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: «Αν και η Υψηλή Πύλη ποτέ δεν ανακατεύτηκε με την Πατριαρχική Ακαδημία στην Κωνσταντινούπολη, οι επαρχιακοί διοικητές μπορούσαν να είναι όσο πιο καταπιεστικοί ήθελαν. Και πολλοί από αυτούς θεωρούσαν την εκπαίδευση των μειονοτήτων ως το περισσότερο ανεπιθύμητο πράγμα» (Steven Runciman, The Great Church in Captivity, Cambridge University Press, 1968, σ. 218).

«Είναι απίθανο ότι οι Τούρκοι θα επέτρεπαν ποτέ στην Εκκλησία να μαζέψει αρκετά χρήματα για να ιδρύσουν πολλά σχολεία. Και, ακόμη κι αν βρισκόταν χρήματα, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν οι τουρκικές αρχές στις επαρχίες θα επέτρεπαν σε ελληνικά σχολεία να λειτουργούν σε ευρεία κλίμακα. Δεν υπήρχε ποτέ επίσημη απαγόρευση. Αλλά τα σχολικά κτίρια μπορούσαν να δημευθούν και οι μαθητές να σταλούν σπίτια τους, έτσι ώστε στο τέλος δεν άξιζε να συντηρούν τα σχολεία» (Steven Runciman, The Great Church in Captivity, Cambridge University Press, 1968, σ. 224).

Έτσι περιγράφει τη ζοφερή κατάσταση ο Ράνσιμαν. Όπως βλέπουμε, δεν ήταν ανάγκη να υπάρξει επίσημη απαγόρευση της κατώτερης εκπαίδευσης από τους Οθωμανούς. Αρκούσε ο φανατισμός των Τούρκων και των πασάδων, που δεν δέχονταν οι γκιαούρηδες να προοδεύουν – όπως δεν ανέχονταν και το κτίσιμο μεγαλοπρεπών εκκλησιών και σπιτιών – ούτε και έβλεπαν με καλό μάτι τη μόρφωση.

Είναι άλλο πράγμα, λοιπόν, η ελεύθερη λειτουργία ανώτερων σχολών – που, εκτός της Πατριαρχικής Ακαδημίας, βρίσκονταν σε μονές, δηλαδή μακριά από τους Τούρκους, ώστε να μην τούς προκαλούν – κι άλλο η λειτουργία δημοτικών σχολείων στην επαρχία, ανάμεσα σε πλήθος Οθωμανών. Γι' αυτό και υπήρχε ανάγκη για κατώτερη εκπαίδευση στα κρυφά. ¶λλωστε, οι μεγάλες ανώτερες σχολές ιδρύθηκαν μετά τα μέσα του 17ου αιώνα. Πιο πριν τι γινόταν; Η ύπαρξη φανερών σχολείων σε μεγάλες πόλεις δεν αποκλείει τα κρυφά σε περιοχές όπου η τουρκική αυθαιρεσία καθόριζε ακόμη και την εκπαίδευση. Και αυτές οι περιοχές ήταν πολύ περισσότερες από λίγες πόλεις.

Ο Γάλλος δημοσιογράφος Ρενέ Πυώ στο βιβλίο του «Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος» (εκδ. Τροχαλία) αναφέρεται στο Κρυφό Σχολειό. Ο Πυώ επισκέφτηκε το Αργυρόκαστρο το 1913, ένα χρόνο μετά την απελευθέρωσή του. Εκεί, δεκάδες ελληνόπουλα τού είπαν ότι έκαναν κρυφά μαθήματα, επειδή οι Τούρκοι απαγόρευαν την διδασκαλία της ελληνικής ιστορίας. Αν αυτά γινόταν ώς το 1912, μπορεί ο καθένας να υποθέσει τι γινόταν τον 16ο , τον 17ο, τον 18ο και τον 19ο αιώνα σε πολλές περιοχές. Αν υπήρχε κρυφό σχολειό στα 1912, μπορεί ο καθένας να υποθέσει, εάν αυτό υπήρχε και τους σκοτεινούς αιώνες της σκλαβιάς.

Η μεγαλύτερη απόδειξη για την ύπαρξη του Κρυφού Σχολειού είναι η ύπαρξη πάρα πολλών τοπωνυμιών «Κρυφό Σχολειό» σε διάφορα μέρη όπου ζούσαν Έλληνες. Στα Γιάννενα, στην Αρκαδία, στην Μάνη, στην Ίο, στην Κρήτη, στην Βοιωτία και αλλού, ακόμα και σήμερα δείχνουν οι ντόπιοι μοναστήρια ή σπηλιές με το όνομα Κρυφό Σχολειό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Μαντινεία: «Τοπωνύμια «Κρυφό Σχολειό», γράφει υπάρχουν εκτός από τη μονή Φιλοσόφου, και στην Μονή Δίβρης (στην Ηλεία), στη Μονή Αγίων Αναργύρων (Λακωνίας), στη Μονή Αγίου Γεωργίου Φενεού (Κορινθίας) κ.ά. Χαρακτηριστικό είναι ότι το "Κρυφό Σχολειό" "ήταν διαμέρισμα αθέατον, αποκεκομμένον από τον ναόν, προσιτόν με κινητήν κλίμακα μακρυά από τα μάτια του κατακτητού" ή "θολωτό κρυφό διαμέρισμα πάνω από τον νάρθηκα της Μονής, όπως στη Μονή Φενεού". Στη Μονή Κηπιανών (Μαντινείας) ήταν σε θολωτό διαμέρισμα της καμάρας (Στοάς)» (Αθανάσιου Φ. Παπαγιάννη, Μαντινειακά Μοναστήρια, σελ. 378).

Να υποθέσουμε, όπως ίσως υποθέτουν οι «αρχαιολάτρες», ότι στους τοτινούς αμαθείς χωρικούς των περιοχών αυτών άρεσε τόσο πολύ η ονομασία «Κρυφό Σχολειό»  (ήταν εύηχη), ώστε άρχισαν να ονομάζουν με αυτήν τις διάφορες τοποθεσίες; Ή μήπως να υποθέσουμε – αφού πάντα στη συνωμοσιολογία καταλήγουν οι εχθροί της Εκκλησίας –  ότι τα τοπωνύμια αυτά εδόθησαν μετά (!) την προσάρτηση των περιοχών στο Ελληνικό Κράτος (Τερατώδες ψέμμα, βέβαια);

Μερικοί Νεοπαγανιστές έχουν φτάσει στο σημείο να ισχυρίζονται ότι τα Κρυφά Σχολειά ήταν ειδωλολατρικά και σε αυτά διδασκόταν κρυφά από την Εκκλησία το αρχαίο πνεύμα! Προφανώς, γι’ αυτους, εντελώς τυχαία όλα τα τοπωνύμια «Κρυφό Σχολειό» βρίσκονται σε Εκκλησίες.

 

 

  66.  «Επειδή ο βυζαντινός κατακτητής είχε το ίδιο θρήσκευμα με τους παπάδες, αυτοί διδάσκουν ότι το βυζάντιο ήταν Ελληνική αυτοκρατορία. Τα ίδια θα μας έλεγαν και οι Έλληνες μουσουλμάνοι εάν είχε επικρατήσει ο Ισλαμισμός στην Ελλάδα για την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ότι τάχα από το 1453 ως το 1821 δεν ήμασταν δούλοι στους Τούρκους αλλά ελεύθεροι. Οι Έλληνες που εξισλαμίσθηκαν βιαίως επί τουρκοκρατίας ήταν δούλοι ή ελεύθεροι; Φυσικά δούλοι, θα έλεγε ένας λογικός άνθρωπος, αλλά με τα μυαλά των χριστιανών δημαγωγών θεωρούνται ελεύθεροι. Οπότε για να συμπαρασταθούμε στην ανοησία και τον ραγιαδισμό που διαπερνά τους βυζαντινολάτρεις, εμείς οι Έλληνες Εθνικοί θα πρέπει να δηλώνουμε ότι από το –146 έως το +324 δεν ήμασταν δούλοι αλλά ελεύθεροι ...επειδή οι Ρωμαίοι εθνικοί πίστευαν στον Jupiter(Δία) και την Minerva(Αθηνά). Και να αρχίσουμε να ωρυώμαστε όπως οι χριστιανοί βυζαντινολάτρεις: «Ζήτω οι Καίσαρές μας». Το φαντάζεστε να κάναμε κάτι τέτοιο; όλοι θα γέλαγαν μαζί μας».

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Όπου μια θρησκεία ή δόγμα δεν επικράτησε πλήρως (απόλυτα) στο σύνολο του πληθυσμού π.χ. στην Αλβανία όπου υπάρχουν και Μουσουλμάνοι αλλά και σημαντικό ποσοστό Χριστιανών, ή στην Γερμανία όπου υπάρχουν και Προτεστάντες αλλά και μεγάλο ποσοστό Καθολικών, εκεί η θρησκεία δεν είχε τον κύριο ρόλο στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης. Ούτε οι Γερμανοί ταυτίζουν την γερμανικότητα με τον Καθολικισμό ή τον Προτεσταντισμό ούτε οι Μουσουλμάνοι της Αλβανίας κατηγορούν τους Χριστιανούς της Αλβανίας ως «μη Αλβανούς» ή το αντίστροφο. Όπου όμως η θρησκεία επικράτησε πλήρως δέθηκε με την εθνική υπόσταση της χώρας. 

Εάν η μουσουλμανική θρησκεία είχε επικρατήσει πλήρως στον ελλαδικό χώρο, αλλά δεν είχε χαθεί η ελληνική γλώσσα, τότε αυτή (η γλώσσα) κι όχι η θρησκεία θα ήταν το διαχωριστικό στοιχείο μεταξύ ελληνικού και τουρκικού έθνους. Εάν όμως είχε επικρατήσει πλήρως όχι μόνο το ισλάμ αλλά και η τουρκική γλώσσα, δεν θα υπήρχε διαφορά καμμία και οι κάτοικοι του ελλαδικού χώρου θα ενσωματώνονταν (δίχως να μετακινηθούν) στο τουρκικό έθνος και θα έλεγαν σήμερα πως είναι τμήμα του. Σήμερα δεν θα έλεγαν καν ότι «οι Έλληνες ήταν ελεύθεροι υπό τους Τούρκους» ή ότι «η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ελληνική». Δε θα υπήρχαν καν Έλληνες να ισχυριστούν κάτι τέτοιο. Δεν θα έλεγαν καν ότι έχουν απογόνους τους αρχαίους Έλληνες ή τους Βυζαντινούς Έλληνες.

Για να υπάρχει συναίσθηση διαφορετικής εθνικότητας πρέπει να υπάρχει ένα ειδοποιό στοιχείο (είτε γλώσσα είτε θρησκεία) που να ξεχωρίζει τους κατακτητές πληθυσμούς από τους υπόδουλους πληθυσμούς. Αν δεν υπάρχει τότε παύει να υφίσταται διαχωρισμός. Οι «Βυζαντινοί» ούτε «βυζαντινά» μιλούσαν ούτε διαφορετική θρησκεία είχαν με τους ελληνόφωνους πληθυσμούς. Ο χριστιανισμός στην Ανατολική, ελληνόφωνη, Μεσόγειο είχε την μεγαλύτερη απήχηση. ¶λλωστε, δεν υπήρξαν ποτέ «Βυζαντινοί». Σαρξ εκ της σαρκός των πληθυσμών της αυτοκρατορίας ήταν οι ηγεσίες της. Ήδη από τον 3ο μ.Χ. αιώνα οι αυτοκράτορες προέρχονταν από μη ιταλικές περιοχές.

Αν πάλι το ισλάμ (αλλά όχι και η τουρκική γλώσσα) είχε επικρατήσει μερικώς, και εάν οι μουσουλμάνοι ελληνόφωνοι κάτοικοι διατηρούσαν ελληνικά αισθήματα, τότε η θρησκεία (ισλάμ, χριστιανισμός, άλλη) δεν θα ήταν συνεκτικό και ουσιαστικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας. Όμως,  Νεοπαγανιστές δεν μας λένε ότι οι εξισλαμισμένοι, ασχέτως του αν κρατούσαν την ελληνική γλώσσα, σε 1-2 γενιές ταυτίζονταν πλήρως συναισθηματικά, πολιτισμικά, και εθνικά με τους κατακτητές, ότι ενσωματώνονταν στο τουρκικό έθνος και κυρίως πολεμούσαν στο πλευρό τους εναντίον των υπόλοιπων Ελλήνων κάθε φορά που αυτοί εξεγείρονταν, και ότι μετατρέπονταν μόνο δια του εξισλαμισμού από «ραγιάδες» δηλαδή υπόδουλοι, σε «ισλάμ» δηλαδή κυρίαρχοι. Η μετάβαση από την θέση του υπόδουλου στη θέση του κυρίαρχου, άρα και η ενσωμάτωση στο έθνος του κατακτητή, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία γινόταν μόνο δια εξισλαμισμού και όσοι εξισλαμίζονταν έπαυαν να είναι δούλοι και μέλη του υπόδουλου έθνους.

«Μα», θα πουν οι Νεοπαγανιστές, «ισχυρίζεστε, ότι επειδή είναι 20 αιώνων η θρησκεία σας στον τόπο αυτόν, έγινε ελληνική; Δηλαδή, αν και το Ισλάμ είχε παρουσία 20 αιώνων στην Ελλάδα, θα ήταν ελληνική θρησκεία κι οι Τούρκοι θα ήταν Έλληνες;» Ναι, αν κάτι έχει τόσο μεγάλη διάρκεια ζωής, καθίσταται ελληνικό. Είκοσι αιώνες είναι περίπου η μισή ιστορία του ανθρωπίνου γένους (αναφορικά με το γραπτό λόγο). Οι Τούρκοι και το Ισλάμ ήταν στην Ελλάδα πέντε αιώνες. Αν ήταν είκοσι, ή θα είχαν αφομοιωθεί ή θα είχαν αφομοιώσει αυτοί την Ελλάδα: πάντως, είτε το ένα γινόταν είτε το άλλο, ούτε το Ισλάμ θα ήταν τότε ξένο πια στην Ελλάδα ούτε η Ελλάδα στο Ισλάμ. Απλή λογική. Αν οι Κρήτες δεν απελευθερώνονταν από το Νικηφόρο Φωκά, σήμερα θα ήταν οπωσδήποτε Μουσουλμάνοι ¶ραβες, όπως είναι ¶ραβες οι σημερινοί Αλεξανδρινοί κι Αιγύπτιοι˙ δεν θα ήταν πια Έλληνες. Οι Έλληνες Ορθόδοξοι της Ν. Ιταλίας εκλατινίστηκαν, όταν η πατρίδα τους πέρασε από το Ρωμαίικο στην νορμανδική κατοχή. Οι Μικρασιάτες εξισλαμίστηκαν κι εκτουρκίστηκαν, έπειτα από επτά αιώνες τουρκοκρατίας. Τα πάντα ρει.

Είναι αξιοσημείωτο ότι τις συκοφαντίες κατά του Βυζαντίου και  κατά του Χριστιανισμού που λένε οι Νεοπαγανιστές, τις ίδιες ακριβώς απόψεις λέει και επαναλαμβάνει στο Διαδίκτυο και ένας βουλγαρόφρονας Έλληνας πολίτης, ο οποίος λυσσομανάει κατά της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας. Διότι ξέρει ο κι αυτός πως επιτιθέμενος στον εκχριστιανισμό των Βουλγάρων και στο Βυζάντιο, επιτίθεται στην ελληνική πολιτισμική επιρροή επί των Σλάβων και στην  ελληνικότητα της Μακεδονίας κατά τους Μέσους Χρόνους αντίστοιχα.

Είναι επίσης αξιοσημείωτο, πως τα ίδια πράγματα που λεν οι Τούρκοι για το Βυζάντιο (ότι δεν ήταν ελληνικό, ότι άλλο πράγμα οι Έλληνες κι άλλο οι Ρωμηοί) στα σχολικά τους βιβλία, στην ξενάγηση που κάνουν στους ξένους στην Τουρκία, κ.ά., τα λένε και οι Νεοειδωλολάτρες. Και είναι φυσικό: με αυτόν τον τρόπο οι Τούρκοι απαλλάσσονται από τον «συγγενή του φονευθέντος», πείθοντάς τον ότι δεν ήταν συγγενής του. Και τους Κύπριους τους λενε Ρωμηούς (έτσι αυτοαποκαλούνται πράγματι, διότι Ρωμηός είναι Ελλην), ακολουθώντας όμως την Νεοπαγανιστική ερμηνεία του «Ρωμηός», να μην σημαίνει δηλαδή τον Έλληνα, ώστε να μην έχει σχέση ο χριστιανικός ορθόδοξος ελληνόφωνος πληθυσμός του νησιού με την Ελλάδα. Βέβαια, όταν ξεσπάνε, τότε γράφουν στα πανώ των γηπέδων «Istanbul since 1453», μόνο κατά τους αγώνες τουρκικών με Ελληνικές ομάδες. Γιατί άραγε; Γιατί οι Τούρκοι φίλαθλοι δεν αναρτούν τα πανώ “Istanbul since 1453” σε αγώνες με ιταλικές (=απόγονους των «Ρωμαίων») ομάδες;

Το πιο κωμικό απ' όλα είναι πως, επειδή οι Νεοειδωλολάτρες πιστεύουν πως οι σημερινοί Τούρκοι είναι Έλληνες που εκτουρκίστηκαν επειδή τάχα η Εκκλησία απέκλειε από το ελληνικό έθνος τους  Χριστιανούς που εξισλαμίζονταν,  αλλά δήθεν παραμενουν κατά βάθος πάντα Έλληνες (η ουσιοκρατική αντίληψη περί έθνους και αναλλοίωτης εθνικής ιδιότητας των ατόμων. Δηλαδή όσοι νεοέλληνες τυχόν  κατάγονται από Νορμανδούς του 12ου αιώνα παραμένουν κατά βάθος πάντα Νορμανδοί! Τέτοια αντίληψη περί έθνους έχουν οι Νεοειδωλολάτρες), γι' αυτό και οι Νεοειδωλολάτρες πιστεύουν  πως αν υπάρξουν «Τούρκοι Παγανιστές», αυτοί οι «Τούρκοι Παγανιστές» θα διακηρύξουν την ελληνικότητά τους και θα ξαναγίνουν  Έλληνες (τουρκόφωνοι), σαν τους Λατίνους Παγανιστές.

Όπως γράφει το περιοδικό Δαυλός, τ. Σεπτεμβρίου 2004, στην Δ. Τουρκία έγινε τελετή υπέρ του Δία από Έλληνες και Τούρκους. Βέβαια, οι Νεοπαγανιστές δεν αντιλαμβάνονται ότι προκειμένου να εμφανίσουν την Τουρκία ως κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού και προκειμένου να φέρουν τουρίστες, οι Τούρκοι είναι ικανοί να παραστήσουν ακόμα και τους Χριστιανούς με μπούρκα. Αλλά είναι, τω όντι, συγκινητική η κοινή λατρεία στον Δία. Θυμίζει ευτυχισμένους καιρούς, τότε που οι Ειδωλολάτρες της Ιωνίας έγραφαν πως «Υπέρ της των κυρίων Ρωμαίων αιωνίου  αρχής» μεριμνά ο Δίας, οι Αθηναίοι είχαν ναό της θεάς Ρώμης στην Ακρόπολη, και οι Σπαρτιάτες του Θεού Αύγουστου στη Σπάρτη. Μόνο που, αντί για Ρωμαίους, σήμερα ο Δίας θα μεριμνά υπέρ των ΗΠΑ.

Γι’ αυτό άλλωστε ο Δ. Λάμπρου (Δαυλός, τ. 206, σ. 12897) αθωώνει ουσιαστικώς την Ισλαμική και Νεοτουρκική Τουρκία για τη γενοκτονία των Ελλήνων καθ’ όλη την Τουρκοκρατία και το 1922 και επιρρίπτει το έγκλημα στην.. Ελλάδα: «επί των ημερών του  [σημ.: του Ελληνικού κράτους] το ελληνικό έθνος συρρικνώθηκε οριστικά χάνοντας τις προαιώνιες εστίες του (Ιωνία, Κωνσταντινούπολη, Καππαδοκία, Πόντος, Κύπρος, Αν. Θράκη) – ένας ξεριζωμός που βεβαίως δεν προκάλεσαν οι Τούρκοι κ.λπ., αφού οι Έλληνες ζούσαν εκεί και ήκμαζαν οικονομικά και πολιτιστικά ανενόχλητοι πολλούς αιώνες κάτω από την κυριαρχία ξένων». Ώστε δεν προκάλεσαν τη γενοκτονία του 1915-1918 (πολύ πριν πατήσει το πόδι του στη Σμύρνη ο ελληνικός στρατός) και 1920-1922 οι Τούρκοι – η Ελλάδα έσφαξε τους Μικρασιάτες˙ ούτε ζήτησαν οι Τούρκοι την Ανταλλαγή του 1923 – αλλά οι Έλληνες. Οι σφαγές αιώνων (από την πρώτη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στη Μικρά Ασία οι Σελτζούκοι), οι βιασμοί, το παιδομάζωμα, ο πλήρης εκτουρκισμός/εξισλαμισμός της Μ. Ασίας από μια δράκα Σελτζούκων/Οθωμανών, αυτά, σύμφωνα με τον Δαυλό συνιστούν «ανενόχλητη διαβίωση των Ελλήνων», την οποία διετάραξε το Ελληνικό Κράτος. «Καθόλου τυχαία ο Δαυλός, ενώ σε χιλιάδες (κυριολεκτικώς), άρθρων και σχολίων επιτίθεται στην Ορθοδοξία, τη "ρωμιοσύνη", το ελληνικό κράτος, τον εβραϊσμό... ως υπόστρωμα του χριστιανισμού, αφήνει συστηματικά στο απυρόβλητο την Τουρκία και τις δυτικές δυνάμεις» (Γ. Καραμπελιάς, ¶ρδην, τ. 52-53, σ. 44). Βλέπουμε (όπως στο ζήτημα της «παγκοσμιότητας»), πως ένας αρρωστημένου είδους αντικρατισμός/ψευδοαντιεξουσιασμός στην πράξη αρνείται το αντικειμενικό γεγονός ότι αν δεν υπήρχε το ελληνικό κράτος (το οποίο μπορεί να είναι και χειρότερο απ’ όσο κατηγορείται), θα ήμασταν σήμερα όπως οι δύστυχοι Κούρδοι, που μόλις πριν δέκα χρόνια απέκτησαν – 15 εκ. άνθρωποι – το τρομερό δικαίωμα να μιλούν δημοσίως τη γλώσσα τους και στην πράξη ταυτίζεται με το Σύστημα όσον αφορά την Κεμαλική Τουρκία. Βλέπουμε πόσο καλά οι «Ελληνόφρονες» τύπου Δαυλού, ενώ τάχα μαίνονται κατά του Συστήματος/Εξουσιασμού, προβάλλουν ως ελληνικότατες τις απόψεις ακριβώς του μεταμοντέρνου Συστήματος (των ΗΠΑ). Το κυρίαρχο Σύστημα έχει βρει καλά αρχαιοκεντρικά κορόιδα, που κηρύττουν πόσο ωραία ήταν η Τουρκοκρατία (ώστε να αμβλυνθούν οι τριβές εντός του ΝΑΤΟ), πόσο ανενόχλητη η διαβίωση των Ελλήνων τότε και πόσο άκακο το χιτλερικό Νεοτουρκικό-Κεμαλικό κράτος, που διέπραξε τις γενοκτονίες των Αρμενίων και των Ελλήνων Μικρασιατών, όσο και το Τουρανικό Ισλάμ, που αφελλήνισε/τουρκοποίησε την βυζαντινή Μ. Ασία (μόνο γέλια προκαλεί, βέβαια, η παγανιστική άποψη ότι επί Βυζαντίοι οι Έλληνες Μικρασιάτες.. σφάζονταν, ενώ επί Οθωμανών ευημερούσαν ανενόχλητοι). Και, αφού το λέει ο Δαυλός, τέτοιες απόψεις περνάν ως «αντιεξουσιαστικές».

Ο νεοπαγανιστικός ισχυρισμός ότι «και οι Έλληνες Μουσουλμάνοι, αν είχε επικρατήσει το Ισλάμ στην χώρα μας, θα έλεγαν ότι μεταξύ 1453 και 1821 δεν είμασταν δούλοι αλλά ελεύθεροι» δεν ευσταθεί. Για παράδειγμα, οι Αλβανοί Μουσουλμάνοι σήμερα δεν λένε ότι μεταξύ 15ου και 20ου αιώνα οι Αλβανοί ήταν ελεύθεροι κι όχι δούλοι των Τούρκων. Εννοείται οι  Αλβανοί Μουσουλμάνοι που δεν εκτουρκίστηκαν, διότι όσοι εκτουρκίστηκαν ενσωματώθηκαν στο τουρκικό έθνος, είτε πήγαν στην Τουρκία είτε όχι. Ας μη ξεχνάται πως «αλβανική εθνική συνείδηση» μόλις στα τέλη του 19ου αι. αναπτύσσεται, οι δε Μουσουλμάνοι της Αλβανίας (Τουρκαλβανοί) είταν το στήριγμα της οθωμανικής εξουσίας, και μόνο μετά την ίδρυση του αλβανικού κράτους άρχισε η ανάπτυξη κοινής εθνικής αλβανικής συνείδησης σε Χριστιανούς ή Μουσουλμάνους της Αλβανίας. Πάντως, οι Μουσουλμάνοι ελληνικής καταγωγής δεν έλαβαν ποτέ μέρος στους απελευθερωτικούς αγώνες είτε μεταξύ 1821-1829 είτε στους πολέμους που το ελληνικό κράτος έκανε αργότερα.

Όσο για το δεύτερο, οι Παγανιστές όχι μόνο ήταν ελεύθεροι και καλοπερνούσαν με τους ομόδοξούς τους Λατίνους, μη κάνοντας και κυρίως μη λέγοντας τίποτα την ώρα που οι Ελληνες, Χριστιανοί στο θρήσκευμα συμπατριώτες τους σφαγιάζονταν, όχι μόνο την ίδια στιγμή δοξάζανε και θεοποιούσαν τους Καίσαρες και τη ίδια τη Ρώμη, αλλά αβίαστα τούς έχτιζαν ναούς και τεμένη και τους λάτρευαν κι από πάνω, και έκαναν αγώνες προς τιμή τους, και τους κολάκευαν ξεδιάντροπα. Αυτοί λοιπόν έχουνε σήμερα το θράσσος να παριστάνουν και τους εθνομάρτυρες και τους «υπεταγμένους» της εποχής από τον 1ο π.Χ αι. ώς το 324 μ.Χ.; Οι «Βυζαντινοί» ποτέ δεν έκτισαν, σαν κι αυτούς, Ναούς της Θεάς Ρώμης κι οι Χριστιανοί δεν θυσίαζαν στους «θεούς» Αυτοκράτορες-κατακτητές της πατρίδας τους, ούτε αγιοποίησαν ποτέ κανένα Οθωμανό Σουλτάνο.  

Και τι μας λένε δηλαδή οι Νεοπαγανιστές; Ότι θα αρχίσουν να ωρύονται για πλάκα «Ζήτω οι Καίσαρές μας»; Μας απειλούνε κιόλας; Στο σπίτι του Νεοπαγανιστή δε μιλάνε για Καίσαρες:

-Φυσικά και ωρύονταν κι αυτοί κι ο Δίας τους «υπέρ της των Ρωμαίων αιωνίου αρχής».

-Φυσικά και κραυγάζανε «άβε Καίσαρ».

-Φυσικά και γελάει ο υπόλοιπος κόσμος μαζί τους, όπως τότε που θυσίαζαν στο θεό Νέρωνα και εξακολουθούμε να γελάμε και σήμερα.

«Τραγουδήστε μου ένα μοιρολόι από κείνα που σάς άκουσα να τραγουδάτε σαν ήμουνα παληκάρι και πήγα στα χωριά της μαστίχας να μάθω τη λαλιά σας, τα ρωμαίικα. Ποιός ξέρει, μπορεί να με ξυπνήσετε άξαφνα ως και στον τάφο, τόσο τ’ αγάπησα, τόσο βαθιά τα ’βαλα μέσα για μέσα στην καρδιά μου, τη ρωμαίική μου την καρδιά» (Στ. Ψυχάρης).

 

 ΠΡΟΧΩΡΗΣΕ ΣΤΟ ΙΔ' ΜΕΡΟΣ (Βυζάντιο)

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ