Θα παρατεθεί μόνο μια εικόνα θέλοντας να καταδειχτεί ένα φαινόμενο που προκύπτει από την μεγάλη προσκόλληση στο πρόσωπο του Ιησού. Η δημιουργία των κατακομβών μαρτυρεί περίτρανα την πρόσληψη συνηθειών για την αποφυγή των διωγμών έναντι των χριστιανών (ανθρώπων) που δεν μπορούν να συγκριθούν με τις καταστροφές ναών (κτισμάτων) από τον Θεοδόσιο τον Α΄ στην Ανατολή δικαιολογώντας την εξαφάνιση της Εθνικής θρησκείας. Η επιφανειακή τοποθέτηση που αναζητά την εξήγηση της κατασκευής των κατακομβών ένεκα της «σκοτεινοπαθούς» (βλ. φόρουμ - αγορές) ιδιότητας του Χριστιανισμού, είναι απορριπτέα, διότι ο Χριστιανισμός όταν πλέον ανακηρύχθηκε ελεύθερη θρησκεία αναζήτησε την λατρεία σε μεγαλοπρεπή κτίσματα στην επιφάνεια πλέον του φλοιού της γης. Άλλωστε οι πρώτοι ναοί των Χριστιανών καταστράφηκαν συθέμελα. (βλέπε κάτωθι πίνακα)
«...τάς μὲν ἐκκλησίας εἰς ἔδαφος φέρειν, τάς δὲ γραφὰς ἀφανεῖς πυρὶ γενέσθαι, προστάττοντα καὶ τοὺς μὲν τιμῆς ἐπειλλημένους ἀτίμους, τοὺς δὲ ἐν οἰκετίαις, εἰ ἐπιμένοιεν ἐν τῇ τοῦ χριστιανισμοῦ προθέσει, ἐλευθερίας στερεῖσθαι» (Μτφρ: «..εδημοσιεύοντο πανταχού βασιλικά διατάγματα, προστάσσοντα αι μεν εκκλησίαι να κατεδαφισθούν, αι δε Γραφαί να εξαφανισθούν με πυρ και ορίζοντα οι μεν τιμημένοι με αξιώματα να τα χάσουν, οι δε ευρισκόμενοι εις την υπηρεσίαν ανωτάτων αξιωματούχων να στερηθούν της ελευθερίας των, εάν επιμένουν εις την ομολογίαν του Χριστιανισμού.») Πηγή: Ευσέβιου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 8, 2, 4
|
Κατακόμβη: Κοιμητήριο και χώρος συνάντησης. Τα πρώτα κοιμητήρια των Χριστιανών βρίσκονταν στο υπέδαφος, σύμφωνα με χρήση που εισάχθηκε από την Ανατολή· αυτά περιπλέκονταν μερικές φορές στο υπέδαφος με ένα δίκτυο περίπλοκο διαδρόμων και cunicoli σε επίπεδα το ένα πάνω στο άλλο. Εδώ ήταν ο χώρος της συγκέντρωσης και της λατρείας των κοινοτήτων, στις οποίες σταδιακά αναγνωρίστηκε, από την μεριά του κράτους, η πρόκριση των ταφικών συντροφιών, νομιμοποιώντας τες δηλαδή ως συνεταιρισμούς κηδειών. Το σχέδιο, αναπαριστά σε τομή μια ρωμαϊκή κατακόμβη. (Πηγή: Le civilta, Vol. II Roma – Bisanzio – Gli Arabi, Vallardi Edizioni Periodiche, Milano 1963, σελ. 326)